Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 05, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Δ΄ Ματθαίου


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Η ευαγγελική περικοπή είναι και πάλι παρμένη από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και μάς παρουσιάζει δύο πολύ μεγάλες αρετές. Την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Οι αρετές αυτές αποτελούν τα θεμέλια της χριστιανικής ζωής· το συνεκτικό δεσμό της οικογένειας και της κοινωνίας· τη βάση για την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Όπου υπάρχουν οι αρετές αυτές εκεί βρίσκονται και οι ευλογίες, οι δωρεές και οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Αυτές τις δύο αρετές τις βλέπουμε και τις θαυμάζουμε στο πρόσωπο ενός εθνικού, ενός Ρωμαίου αξιωματικού, του εκατοντάρχου της Καπερναούμ.
Όπως ακούμε, ο εκατόνταρχος αυτός είχε ένα δούλο ασθενή, κατάκοιτο, ο οποίος υπέφερε και βασανιζόταν από μια ασθένεια, ανίκανος να κινηθεί για να υπηρετήσει όχι μόνο τον κύριό του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Τα βογγητά του, οι στεναγμοί του έβγαιναν συνεχώς από το στόμα του, προκαλώντας δυσφορία σε όσους τον άκουγαν. Ένας άλλος στη θέση του εκατοντάρχου θα άφηνε τον δούλο, νηστικό ίσως διψασμένο, για να πεθάνει γρηγορότερα και να μην περνάει αυτό το μαρτύριο. Ή θα τον πετούσε κάπου μακριά από το σπίτι του, όπως ένα ετοιμοθάνατο ζώο. Άλλωστε οι Ρωμαίοι την εποχή εκείνη θεωρούσαν τους δούλους ως ζώα, χωρίς καμία αξία. Δεν τους έδιναν καμία σημασία. Όμως η στάση του εκατοντάρχου της Καπερναούμ ήταν πολύ διαφορετική, απ’ αυτή που θα περίμενε κάποιος.
Ο άνθρωπος αυτός είχε αγαθή καρδιά. Έβλεπε τον δούλο του σαν άνθρωπο. Υπέφερε κι ο ίδιος μαζί του. Ζητούσε κι αυτός την θεραπεία του. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αγάπη του θα τον είχε κάνει να καλέσει γιατρούς, να αγοράσει φάρμακα, για να χαρίσει την θεραπεία στον δούλο του. Όλα αυτά όμως αποδείχθηκαν μάταια. Η οδυνηρή ασθένεια παρέμενε αθεράπευτη. Και ο εκατόνταρχος έπασχε και συνέπασχε με τον δούλο του. Εκείνη την στιγμή ακριβώς που σύννεφα απελπισίας τον είχαν κυκλώσει, πληροφορήθηκε για τον Κύριο. Άκουσε να γίνετε πολύ λόγος γι’ Αυτόν, για τα θαύματα και τις θεραπείες που πραγματοποιούσε. Η καρδιά του σκίρτησε. Η ελπίδα για την θεραπεία του δούλου του φώτισε το πρόσωπό του. Κι αυτός, αν και είναι Ρωμαίος αξιωματικός, με μεγάλη εξουσία στην Καπερναούμ, από ανιδιοτελή αγάπη κινούμενος, έτρεξε κοντά στον Κύριο. Δεν έστειλε στρατιώτες, ούτε κάποιον άλλο δούλο να καλέσει στο σπίτι που βρισκόταν ο άρρωστος δούλος τον Κύριο. Πήγε ο ίδιος. Ήθελε αυτοπροσώπως να τον παρακαλέσει για να κάνει το θαύμα.
Αλήθεια, δεν είναι για όλους μας συγκινητική και διδακτική η θερμή και ανιδιοτελής αγάπη του εκατοντάρχου; Δεν μάς εκπλήσσει το διάβημα που έκανε προς τον Κύριο και το γεγονός ότι πήγε να παρακαλέσει και κατά κάποιο τρόπο να υποχρεωθεί στον Χριστό για την θεραπεία του δούλου του; Όπου όμως υπάρχει αγάπη, εκεί γίνονται πολλές θυσίες με χαρά και προθυμία.
Αλλά δεν είναι μόνο η αγάπη. Ο εκατόνταρχος παρουσίασε και μια άλλη αρετή, αδελφή της αγάπης, την ταπείνωση. Και το γεγονός ότι πήγε ο ίδιος να παρακαλέσει τον Κύριο ήταν ταπείνωση. Διότι αυτός ήταν αξιωματικός, Ρωμαίος πολίτης με πολλές εξουσίες και δικαιώματα. Ενώ ο Χριστός ανήκε σε ένα υπόδουλο έθνος, το οποίο περιφρονούσαν οι Ρωμαίοι κατακτητές. Η ταπείνωση του εκατοντάρχου φαίνεται ακόμη καθαρότερα και από τον διάλογο που έκανε με τον Κύριο. Τον προσφωνεί με τον τιμητικό τίτλο: «Κύριε, του λέει, ο δούλος μου κατάκειται στο σπίτι μου δεινώς βασανιζόμενος». Και από συστολή μεγάλη δεν προχώρησε να υποβάλει την παράκληση.
Όταν ο Κύριος του είπε: «εγώ θα έρθω στο σπίτι σου να τον θεραπεύσω», εκείνος απάντησε κατά ένα τρόπο απροσδόκητο, που μαρτυρούσε το βάθος της ταπεινοφροσύνης που τον διακατείχε: «Κύριε, του είπε, δεν είμαι άξιος να σε υποδεχθώ στο σπίτι μου. δεν μου αξίζει η μεγάλη τιμή να εισέλθεις, εσύ ο Παντοδύναμος Κύριος κάτω από την στέγη του σπιτιού μου». Δεν λέει ότι ο δούλος μου δεν αξίζει τέτοια τιμή να τον επισκεφθεί ο ίδιος ο Κύριος, αλλά ότι αυτός είναι ανάξιος αυτής της μεγάλης τιμής.
Και η ταπείνωσή του εξακολουθεί να εκδηλώνεται και με όσα είπε κατόπιν. Λέει στον Χριστό ο εκατόνταρχος: «Κύριε, δεν είναι έπειτα ανάγκη να υποβληθείς στον κόπο αυτής της επισκέψεως. Αρκεί, από εδώ που είσαι να ένα λόγο και αμέσως θα θεραπευθεί ο δούλος. Μπορείς να διατάξεις και η παντοδύναμη διαταγή σου θα γίνει αμέσως έργο. Δεν εμποδίζεται από την απόσταση. Διότι κι εγώ είμαι άνθρωπος και βρίσκομαι κάτω από την εξουσία ανωτέρων. Και σαν αξιωματικός έχω υπό τις διαταγές μου στρατιώτες και ότι τους διατάζω το εκτελούν. Λέω στον ένα πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλο έλα και έρχεται. Λέω στο δούλο μου κάμε αυτό και το κάνει». Ασυγκρίτως περισσότερο εσύ Κύριε, που είσαι ισχυρότερος από κάθε αρχή και εξουσία, που είσαι ο Κύριος του κόσμου, μπορείς να διατάξεις το πνεύμα της ασθενείας να φύγει από τον δούλο μου, και να έρθει πνεύμα υγείας και ζωής.
Οι πάντες θαύμασαν την απάντηση αυτή, μέσα στην οποία έλαμπε η ταπεινοφροσύνη και η βαθειά πίστη. Κι ο ίδιος ο Κύριος θαύμασε και απευθυνόμενος προς τους ανθρώπους, που τον περιστοίχιζαν, είπε: «σας διαβεβαιώνων ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τέτοια πίστη».
Ο Κύριος στράφηκε προς τον εκατόνταρχο και του είπε: «πήγαινε στο σπίτι σου και όπως πίστευσες, ότι δηλαδή μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου, ας γίνει για χάρη σου». Και πράγματι, εκείνη ακριβώς την ώρα θεραπεύθηκε και σηκώθηκε εντελώς υγιής ο άρρωστος δούλος.
Ο εκατόνταρχος για την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη του, για την θερμή πίστη του προς τον Κύριο βραβεύτηκε. Έλαβε την θεραπεία του δούλου του και εγκωμιάστηκε από τον Κύριο. Πάνω απ’ όλα όμως έγινε και παραμένει αιώνιο παράδειγμα για όλους μας. Αμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 28, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Αποστόλων Πέτρου & Παύλου

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Ποίοις πνευματικοῖς ᾄσμασιν ἐπαίνέσωμεν Πέτρον καί Παῦλον;».

 Εορτάζουν σήμερα «οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρομοι καί τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι», κι ιερός υμνωδός της Εκκλησίας εκφράζει την απορία όλων μας: Με τι λόγια και με ποιους ύμνους να πλέξουμε εγκώμια και να τιμήσουμε επάξια τους δύο Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους;
Κι η είναι η εορτή αυτή και η χαρά ένα γεγονός πολυσήμαντο και πολυδιάστατο για τη θριαμβεύουσα και τη στρατευομένη Εκκλησία· για το επουράνιο και το επίγειο θυσιαστήριο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο.
Αν κάθε έθνος έχει τους ήρωες του και τους τιμά όπως τους αρμόζει, αν κάθε πόλη έχει τους ευεργέτες της, που πολλά προσέφεραν σ’ αυτήν από πολύ αγάπη έτσι και η Αγία μας Εκκλησία έχει τους δικούς της ήρωες. Τους ήρωες της πίστεως, της αυταπάρνησης, της αρετής και της αγιότητας. Τα ονόματά τους γραμμένα με χρυσά γράμματα στα δίπτυχα του ουρανού, είναι σύμβολα. Το άφθαστο μεγαλείο τους ουράνιο.
Και σήμερα δύο απ’ αυτούς τους ήρωες μάς παρουσιάζει η Εκκλησία μας. Δύο φωστήρες ολόλαμπροι του νοητού στερεώματος. Δύο μάρτυρες της πίστεως. Δύο άσειστοι και αρραγείς στύλοι της Εκκλησίας. Δύο διδάσκαλοι της οικουμένης. Δύο Απόστολοι του Κυρίου. Οι κορυφαίοι του χορού των Αποστόλων. Οι πρώτοι. Ο Πέτρος και ο Παύλος.
Ο Απόστολος Πέτρος, η πέτρα της πίστεως. Ένας άνθρωπος αγράμματος και απλοϊκός. Όταν ο Κύριος τον κάλεσε, αμέσως άφησε δίχτυα, πλοία, άφησε τα πάντα και τον ακολούθησε. Έγινε ψαράς ανθρώπων ή όπως πολύ ωραία υπογραμμίζουν τα Καθίσματα της εορτής «τόν βυθόν τῆς ἁλιείας καταλιπών…», «βροτῶν ἁλιέα θεῖον ἀπειργάσατο». 
Κι όταν ο Κύριος, όπως αναφέρει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ζήτησε να του πουν οι Μαθητές του ποια ιδέα έχουν γι’ Αυτόν «ὑμεῖς δέ τίνα με λέγετε εἶναι;», ο Πέτρος πρώτος και σαν εκπρόσωπος των άλλων ομολόγησε: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος». Πάνω στη πέτρα, πάνω στο θεμέλιο λίθο αυτής της ομολογίας ο Ιησούς Χριστός θεμελιώνει την Εκκλησία Του.
Αργότερα γνωρίζουμε τον κλονισμό, τον οποίο δοκίμασε η πίστη του. Έπεσε ο Πέτρος. Αρνήθηκε τον Διδάσκαλο. Όμως δεν έμεινε εκεί. Σηκώθηκε και με δάκρυα γεμάτα μετάνοια στερεώθηκε στην ψυχή του περισσότερο η πίστη. Έζησε κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο του Θεού, γράφοντας τις Επιστολές του, στηρίζοντας τους χριστιανούς. Εργάσθηκε πολύ, κοπίασε, υπέφερε και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο ο Απόστολος Πέτρος, κι όλα αυτά για την αγάπη του Χριστού.
Και είναι για όλους μας μεγάλο παράδειγμα. Κι εμείς πολλές φορές στη ζωή μας δοκιμάζουμε ταλαντεύσεις, συχνά δοκιμάζεται η πίστη μας. Η ανόρθωσή του από την πτώση και η μετέπειτα σταθερή πορεία του οφείλει να είναι έμπνευση και οδοδείκτης στη ζωή μας, με τις δυσκολίες, τα εμπόδια, τις κρίσεις που καθημερινά αντιμετωπίζουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την πίστη. Πολύ περισσότερο την έχει ανάγκη σήμερα. Γι’ αυτό πρέπει όλοι μας να έχουμε στην καρδιά μας την ομολογία του Πέτρου· «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος».
Ο Απόστολος Παύλος είναι ο αγιότερος των ηρώων. Άγριο λιοντάρι, κατά την ιερή υμνολογία, που ως Σαούλ κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού. Τιθασεύτηκε όμως αυτό το λιοντάρι από τη φωνή της Δαμασκού κι έγινε αμνός, έγινε «σκεῦος ἐκλογῆς». Έγινε το όργανο του Χριστού για να κάνει γνωστό το όνομά του στα έθνη. Όπως ψάλλει ο ιερός υμνογράφος «κύκλῳ τήν οἰκουμένην πᾶσαν περιέλαβεν», «διαδραμών τό κλίτος ὃλον τῆς γῆς, ὣσπερ ἀρότρῳ ἒσπειρε τήν πίστιν».
Ο θείος, ο ουρανοβάμων Απόστολος, έφθασε μέχρι τρίτου ουρανού. Ο Απόστολος της αγάπης, της αυταπάρνησης, της αυτοθυσίας. Διέτρεξε Ανατολή και Δύση για το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Για να φωτίσει την οικουμένη, να αναγεννήσει τους ανθρώπους, να στηρίξει, να καθοδηγήσει, να εμπνεύσει, να διδάξει και νουθετήσει, να παρακαλέσει και να επιπλήξει, να γίνει «τοῖς πᾶσι τά πάντα». 
Ποια χώρα δεν άκουσε το κήρυγμά του; Ποια πόλη δεν δέχθηκε τους μαθητές του; Ποια γενεά δια μέσου των αιώνων δεν φωτίσθηκε από τα ρήματα του Αποστόλου Παύλου;
Ήταν ο ακαταπόνητος, ο πιο ριψοκίνδυνος και μαρτυρικός Απόστολος. Τι δεν δοκίμασε! «Τά κατά πόλιν δεσμά καί τάς θλίψεις» ή «τούς ἀγῶνας καί τάς βασάνους διά Χριστόν», ποιος μπορεί να διηγηθεί ή να αναπαραστήσει; Τι κατατρεγμούς, τι διωγμούς, τι συκοφαντίες, τι κόπους και στερήσεις, τι ταλαιπωρίες και αντιδράσεις, τι πολέμους και καθημερινούς θανάτους στο αποστολικό του έργο!
Τα περιγράφει ο ίδιος στην σημερινή αποστολική περικοπή, από την Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του. Εκεί απαριθμεί κόπους, πληγές, φυλακίσεις, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, οδοιπορίες, ναυάγια, στερήσεις και αγρυπνίες. 
Δείλιασε σ’ όλα αυτά; Παραπονέθηκε; Όχι. Τα δέχθηκε με χαρά. Τα υπέμεινε με αδάμαστη καρτερία. Θυσίαζε πάντοτε τον εαυτό του στο άγιο έργο του. Και στο τέλος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο.
Και σήμερα στην εορτή του θα πρέπει αντί για κάποιο άλλο ύμνο, να σκεφθούμε πόσες φορές εμείς δειλιάζουμε, πόσες φορές υποχωρούμε, όχι μπροστά σε μαρτύρια, σε διωγμούς, σε ραβδισμούς και φυλακίσεις, αλλά σε πράγματα και ζητήματα πολύ μικρότερα, μηδαμινά. Μπροστά σε μια ειρωνεία, σε κάποιο χλευασμό υποστέλλουμε τη σημαία μας. Μπροστά και στην πιο μικρή δυσκολία συμβιβαζόμαστε με το κακό και την αμαρτία.
Ας μάς ταρακουνήσει λίγο από την ησυχία, από την νωθρότητα που βρισκόμαστε το φωτεινό παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου. Ας μάς βοηθήσει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας, την καθημερινή πορεία της ζωής μας, δείχνοντας παντού και πάντοτε εμμονή στις αρχές μας. Σταθερότητα και φρόνημα άκαμπτο, ότι κι αν μάς στοιχίζει η στάση μας αυτή.
Οι δύο «ζευκτοί βόες τοῦ Χριστοῦ», Πέτρος και Παύλος, «πάντας εἳλκυσαν πρός τήν θεογνωσίαν ἒθνη, πόλεις τε καί νήσους». Να ευχαριστούμε τον Κύριο, γιατί ως φιλάνθρωπος Θεός έδωσε καυχήματα στην Εκκλησία Του, τους Πρωτοκορυφαίους των Αποστόλων, που ως αστέρια λάμπουν στον νοητό στερέωμα.
Και η πορεία της πίστεως και η ζωή της αυταπάρνησης είναι η πορεία που πρέπει να βαδίσουμε όσοι θέλουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και να γίνουμε γνήσιοι μαθητές τους. Αμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Β΄ Ματθαίου


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Δεῦτε ὁπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».
Η πρόσκληση που απευθύνει ο Κύριος στους ψαράδες της Γεννησαρέτ είναι ειδική. Ποια είναι αυτή; Τους καλεί σε μια μεγάλη αποστολή. Να γίνουν αλιείς ανθρώπων.
Ωστόσο όμως και κάθε χριστιανός καλείται από τον Θεό να γίνει μαθητής του. να τον ακολουθήσει και να διδάσκει με το καλό του παράδειγμα.
Και οι τρόποι με τους οποίους καλεί ο Θεός είναι πάμπολλοι. Πότε πηγαίνει ο Ίδιος αυτοπροσώπως στους ταπεινούς ψαράδες και τους καλεί να τον ακολουθήσουν στο δρόμο της ζωής. Το ίδιο συνέβη και με τον τελώνη Ματθαίο, τον μετέπειτα Ευαγγελιστή, την Σαμαρείτιδα, το Απόστολο των Εθνών Παύλο και τόσους άλλους.
Στην εποχή μας χρησιμοποιεί άλλους τρόπους για να μάς καλέσει να ακολουθήσουμε τα ίχνη του.
Μάς καλεί κάποτε με τις ευεργεσίες και τα δώρα Του, που πλούσια στέλνει σε αγαθούς και πονηρούς, δικαίους και αδίκους. Μάς προσκαλεί με αρρώστιες και άλλες θλίψεις, που παραχωρεί για να Τον πλησιάσουμε περισσότερο, να εφαρμόσουμε πιο πιστά τις θείες Του εντολές. 
Άλλους πάλι τους καλεί να Τον ακολουθήσουν με ένα κήρυγμα, μια ομιλία, μια πράξη, ένα λόγο μέσα από το Ευαγγέλιο Του.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Κύριος δεν καλεί τον άνθρωπο μόνο μία φορά. Τον καλεί συχνά με πολλούς και διάφορους τρόπους. «Ἰδού ἓστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Περιμένει έξω από την θύρα της ψυχής μας. Και κτυπάει, κτυπάει, υπομονετικά μέχρι να του ανοίξουμε.
Η θεία Του φωνή: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ακούγεται σε κάθε εποχή και με πολλούς και διαφόρους τρόπους.
Στην θεϊκή αυτή πρόσκληση «δεῦτε ὁπίσω μου», πολλοί άνθρωποι αδιαφορούν. Αφήνουν τον μεγάλο επισκέπτη έξω από την πόρτα της ψυχής τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πόμολο της πόρτας της ψυχής είναι από μέσα. Εμείς πρέπει να ανοίξουμε. Ο Κύριος κρούει μόνο, δεν μπορεί να μπει στην ψυχή μας αν δεν θέλουμε εμείς. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ή να ακούσει την πρόσκληση και να ανοίξει στον μεγάλο Επισκέπτη ή να αδιαφορήσει και να κλείσει τα αυτιά του στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Το δεύτερο κάνουν πολλοί. Δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα. Δεν θέλουν να ακολουθήσουν το δρόμο της πίστεως. Αρνούνται την αξία της αρετής και ζουν μια καθαρά σαρκική, υλιστική ζωή. Με κλειστούς ουρανούς. Χωρίς ιδανικά. Χωρίς πνευματικά ιδεώδη. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ψυχή. Χωρίς προοπτική αιωνιότητας. Σαν όλα να τελειώνουν στα λίγα χρόνια της ζωής αυτής.
Την πρόσκληση του Κυρίου «δεῦτε ὁπίσω μου», ακολουθήστε με, δηλαδή στον δρόμο του Πνεύματος, στο μονοπάτι της αρετής και της πίστεως, την παρέρχονται, ενώ βρίσκουν χίλιες δικαιολογίες «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Όσο οι Μαθητές στη σημερινή ευαγγελική περικοπή αμέσως άκουσαν την θεία πρόσκληση και χωρίς να πουν καμιά δικαιολογία ακολούθησαν τον Διδάσκαλο, τόσο αυτοί βρίσκουν τόσες και τόσες δικαιολογίες για να μην τον ακολουθήσουν.
Πολλοί λένε: Δεν μπορώ να ακολουθήσω τον Χριστό γιατί είναι δύσκολη η ζωή της αρετής και της πίστεως. Και το λένε χωρίς να έχουν δοκιμάσει τον δρόμο αυτό.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το περιβάλλον τους δεν τους αφήνει να ακολουθήσουν την πρόσκληση «δεῦτε ὁπίσω μου». Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί τους δείχνουν άλλους δρόμους και τους καλούν σ’ άλλη ζωή. Η νοοτροπία της εποχής τους κλείνει τον δρόμο προς τον Σωτήρα Χριστό. Μεταθέτουν έτσι την ευθύνη γύρω τους για να ησυχάσουν την συνείδησή τους, γιατί δεν έχουν την δύναμη να υπερπηδήσουν κάθε εμπόδιο και να βαδίσουν τον θείο δρόμο.
Άλλοι πάλι δικαιολογούνται που δεν ανοίγουν την πόρτα της ψυχής τους στον μεγάλο Επισκέπτη από την έλλειψη δήθεν χρόνου, από τις ποικίλες απασχολήσεις του καθημερινού βίου. Δικαιολογία τόσο αστήρικτη, μια και ο Κύριος μάς ζητάει να Τον ακολουθήσουμε στην καθημερινή μας ζωή, χωρίς να αφήσουμε τις δουλειές μας, να ζούμε σαν αληθινά πιστοί.
Άλλοτε πάλι αναβάλλουμε να δεχθούμε την πρόσκληση, αναβάλλοντάς την για αργότερα. Λέμε: έχουμε καιρό, δεν μάς πήραν τα χρόνια, τώρα ας τελειώσω τις άλλες μου υποθέσεις. Και αυτά ενώ κανείς μας δεν ξέρει, αν είναι δική του η επόμενη ώρα ή η επόμενη ημέρα.
Πάλι όμως και σήμερα ο στοργικός και υπομονετικός Κύριος μάς απευθύνει την πρόσκληση και πρόκληση: «Δεῦτε ὁπίσω μου».
Για να ακούσομε όμως την θεία του φωνή, να ανοίξουμε την πόρτα της ψυχής μας, να κάνουμε τον Κύριο αρχηγό μας και να ακολουθήσουμε στα ίχνη του, πρέπει να παραμερίσουμε τα εμπόδια των δισταγμών, της αμφιβολίας, της ολιγοπιστίας, των αμφιταλαντεύσεων. Βασική προϋπόθεση είναι να διώξουμε τις δικαιολογίες για να βαδίσουμε τον δρόμο που μάς απεκάλυψε ο Κύριος και πρώτος αυτός τον βάδισε.
Ας μην αφήνουμε άλλο τον μεγάλο Επισκέπτη έξω από την πόρτα της ψυχής μας. Ας μην τον αφήνουμε να περιμένει. Πνευματικό μας συμφέρον είναι να του ανοίξουμε, να αποδεχθούμε την θεία του πρόσκληση και να ακολουθήσουμε τον  αρχιποίμενα Κύριο.
Να τον ακολουθήσουμε βαδίζοντας το μονοπάτι της πίστεως και της αρετής. Μπορεί να είναι στενό, μπορεί να είναι ανηφορικό, αλλά καταλήγει όμως σε φωτόλουστη κορυφή.
Κι όποιος φτάσει στην κορυφή αυτή, τα δώρα που του χαρίζει ο Κύριος είναι ανακούφιση, ανάπαυση, γαλήνη, ειρήνη, χαρά. Αξίζει να αγωνιστούμε.
«Δεῦρο ὀπίσω μου», μάς προσκαλεί ο Κύριος. Το κάλεσμα αυτό και η θετική ανταπόκριση του καθενός μας αποτελεί την απαρχή της σωτηρίας μας. Αμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 14, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή των Αγίων Πάντων



Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η τελευταία Κυριακή του Πεντηκοσταρίου. Με αυτήν τελειώνει ο κινητός κύκλος των εορτών που άρχισε από την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου. Η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η σφραγίδα της εορταστικής αυτής περιόδου, που μάς παρουσιάζει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Είναι τρανή απόδειξη του έργου της Εκκλησίας και παρουσιάζει όσους αγαθά αγίασε το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο.
Ο αγιασμός των ανθρώπων αποτελεί δωρεά του Αγίου Πνεύματος και συντελείται μέσα στην Εκκλησία, στην οποία από την ημέρα της Πεντηκοστής ενοικεί και ενεργεί του τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τίποτε άλλο περισσότερο δεν αποδεικνύει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία όσο η ζωή των Αγίων· η άσκηση, η μαρτυρία και η άθληση των πιστών τέκνων του Θεού.
Στο τέλος του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος ακούσαμε μια φοβερή προειδοποίηση από τον Κύριο. «Πολλοί δέ ἒσονται πρῶτοι ἒσχατοι καί ἒσχατοι πρῶτοι». Πολλοί θα γίνουν από πρώτοι τελευταίοι, όπως και πολλοί θα αποδειχθούν στο τέλος πρώτοι από τελευταίοι που ήταν πριν.
Ο άπιστος, ο άσωτος άνθρωπος μπορεί από την μια ώρα στην άλλη, από την άβυσσο της απώλειας να βρεθεί στην κορυφή της αγιότητας με την ειλικρινή μετάνοια. Και ο ευσεβής, ο σήμερα ενάρετος άνθρωπος μπορεί επίσης, με την απροσεξία του, με την υπερηφάνεια του, να βρεθεί από την αγκαλιά του Θεού στα νύχια του διαβόλου.
Πολλά είναι τα παραδείγματα που αναφέρει η ιστορία.
Ο Ιούδας ήταν απόστολος, μαθητής του Κυρίου μας, ανήκε στους πρώτους, αλλά είναι σε όλους μας γνωστό το κατάντημά του. Ο σατανάς «εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν» και ο πρώτος έγινε τελευταίος, προδίδοντας τον Χριστό για τον χρυσό.
Είναι ακόμα και κάποιοι άλλοι, συνεργοί του Αποστόλου Παύλου, διαλεκτοί πριν και κορυφαίοι, όπως ο Δημάς, ο οποίος εγκατέλειψε τον Απόστολο «ἀγαπήσας τόν νῦν αἰῶνα», όπως και ο Φύγγελος και ο Εργογένης.
Και αργότερα στο πέρασμα των αιώνων, χιλιάδες χριστιανοί υπέκυψαν κατά τους διωγμούς και θυσίασαν στα είδωλα και άλλοι, μέχρι σήμερα ενώ ακολουθούν για ένα διάστημα το δρόμο της πίστεως, κατόπιν ξεστρατίζουν στην απιστία, στην αίρεση, στον αμαρτωλό βίο, στην αδράνεια, στην ακηδία.
Όλοι αυτοί είναι οι πρώτοι που έγιναν τελευταίοι.
Στο διάβα των αιώνων μέχρι και σήμερα υπάρχουν κι εκείνοι που στάθηκαν και στέκονται ως το τέλος πρώτοι, ακλόνητοι στην πίστη, σταθερά στερεωμένοι στο θείο θέλημα. Είναι οι Μάρτυρες, οι Ομολογητές, οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι πολύαθλες ψυχές, που ανταποκρίθηκαν ως το τέρμα στην θεία κλήση και δεν πλαγιοδρόμησαν.
Είναι όμως ακόμα και οι τελευταίοι, που έγιναν πρώτοι. Εκείνοι που αμάρτησαν πολύ κι όμως ανένηψαν. Εκείνοι που από τον πυθμένα του κακού ανέβηκαν στην οροφή του ουρανού. Εκείνοι που από μεγάλοι αμαρτωλοί έγιναν μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Ανάμεσα στους Αγίους Πάντες, που γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας, πολλοί είναι εκείνοι, που δεν ήταν πάντα πρώτοι, αλλά έγιναν πρώτοι. Με επικεφαλής την αμαρτωλή γυναίκα και τον ληστή, τον τελώνη Ζακχαίο και τον πρώην διώκτη Παύλο, αποτελούν τιμητική λεγεώνα.
Αυτά ως προς τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Είναι ώρα όμως να κοιτάξουμε ο καθένας μας τη δική του πορεία. Αν περπατάμε στον δρόμο του Θεού, ας γνωρίζουμε ότι δεν αποκλείεται από πρώτοι να γίνουμε τελευταίοι, να πέσουμε στην απώλεια και να χάσουμε τα πάντα. Κι αυτό θα συμβεί, όταν δεν υπάρχει συνεχής εγρήγορση, ακατάπαυστη προσπάθεια, αδιάκοπος αγώνας.
«Ὁ δοκῶν ἑστᾶναι, βλεπέτω μή πέσῃ», αυτό ας είναι το καθημερινό μας σύνθημα. Λίγο να παραμερίσουμε σήμερα, περισσότερο αύριο από τη χριστιανική μας πορεία, όταν αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για τις αιώνιες αλήθειες, όταν συμβιβαζόμαστε με το πνεύμα του κόσμου, όταν υποχωρούμε, μπορεί γρήγορα ή αργότερα από πρώτοι να βρεθούμε έσχατοι. Να χάσουμε το πολύτιμο μαργαριτάρι, που ίσως με κόπο και σκληρό αγώνα αποκτήσαμε.
Για να είμαστε όμως πάντοτε στην τιμητική πρωτοπορία του Πνεύματος χρειάζεται συνεχής ανανέωση των πνευματικών μας δυνάμεων με την προσευχή, την εξομολόγηση και την μετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Χρειάζεται επίσης συνεχής προσπάθεια, αδιάκοπος αγώνας, πάντοτε η ματιά μας να είναι καθηλωμένη στον Αρχηγό και τελειωτή της πίστεώς μας, τον Ιησού Χριστό.
Αν όμως κάποιοι από μας είναι μέχρι τώρα τελευταίοι, ας μη ξεχνούν ούτε στιγμή ότι μπορεί να μπουν στην πρώτη θέση. Πως; Με την μετάνοια. Αν απομακρυνθούν από την αμαρτία, όπως ο Λώτ από τα Σόδομα, χωρίς να στρέψουν το κεφάλι τους προς τα πίσω. Να παραδοθούν στη θεία χάρη και να αφήσουν να τους κυβερνήσει από δω και πέρα ο Χριστός. Αν το κάνουν αυτό, όλα θα αλλάξουν. Από τελευταίοι θα βρεθούν ανάμεσα στους πρώτους.
Αυτό είναι το θαύμα του χριστιανισμού. Αυτή είναι η τεράστια δύναμη που ανασταίνει τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο. Αυτή είναι η ατίμητη δωρεά που χάρισε η ενανθρώπηση του Χριστού στην ανθρωπότητα ολόκληρη.
Ας αναρωτηθούμε, θα θελήσουν άραγε εκείνοι που η αμαρτία τους έκανε τελευταίους να επανέλθουν στο δρόμο που θα τους αναδείξει πρώτους; Κι εκείνοι που είναι σήμερα πρώτοι θα παραμείνουν πιστοί μέχρι τέλους;
Ας παρακαλέσουμε μέσα από την καρδιά μας τον Κύριο και τους Αγίους Πάντες να βοηθήσουν τους πρώτους να παραμείνουν στην τιμητική αυτή θέση και παράλληλα να ενισχύσει τους τελευταίους ώστε να βρεθούν κι αυτοί πρώτοι μαζί με τον Κύριο. Αμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 22, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Γ΄ Νηστειών

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ».
Την ερώτηση αυτή απευθύνει ο Κύριος στον καθένα από μας. Μας καλεί να σκεφτούμε, για τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται ψυχή. Μας έχει δώσει διάνοια η οποία ερευνά· λογική που κρίνει και καταλήγει σε συμπεράσματα· καρδιά η οποία πλημμυρίζει από ιερούς πόθους και υψηλές ανατάσεις. Η καθημερινή πείρα μας παρέχει πολύτιμη πείρα για τον κόσμο, για τα προσωρινά αγαθά του, την εφήμερη λαμπρότητά του, την δόξα που παρέρχεται. Λοιπόν, μας ρωτάει ο Κύριος, σκεφθείτε μόνοι σας και απαντήσετε με ειλικρίνεια· «τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ».
Είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να μπορέσουμε να δώσουμε ικανοποιητική απάντηση, γιατί είναι αδύνατον να κατανοήσουμε σε όλο το βάθος και πλάτος, τι είναι η ψυχή, ποια είναι τα ιδιώματά της, ποιος είναι ο προορισμός της και γενικά ποια είναι η αξία της. Είναι πέρα από τις ανθρώπινες και πεπερασμένες δυνάμεις μας να εκτιμήσουμε, να αισθητοποιήσουμε και να συλλάβουμε στην πληρότητά του αυτό τον μεγάλο θησαυρό που ονομάζεται ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν και θα περάσουν από τη γη, πίστευαν, πιστεύουν και θα πιστεύουν στην ύπαρξη της αθάνατης ψυχής, όσο κι αν η ζωή της αμαρτίας έρχεται να αλλοιώσει την πίστη αυτή, όσο κι αν κάποιοι δήθεν επιστήμονες προσπαθούν να καταρρίψουν την αλήθεια αυτή.
Μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας με τη δύναμη της φωτεινής τους διάνοιας και την έμπνευση του Θεού φιλοσόφησαν, διατύπωσαν υψηλές και θαυμάσιες ιδέες για την αξία και την αθανασία της ψυχής. Η ψυχή έλεγαν είναι ουσία άυλη, άφθαρτη, θεία, έχει θεία ζωή, είναι συγγενής με τον αιώνιο Θεό· είναι πνεύμα Θεού και μετέχει στην θεότητα. Αυτή είναι που δίνει ζωή και αξία στον άνθρωπο.
Όσο όμως αυτοί κι αν μελέτησαν το μεγάλο αυτό θέμα της ψυχής, δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην καθαρότητα, την σαφήνεια και την πλούσια γνώση που μάς παρέχει η Αγία Γραφή σχετικά με την ψυχή του ανθρώπου. Αναρίθμητα είναι τα αγιογραφικά χωρία στα οποία το Πνεύμα του Θεού μιλάει για το πνεύμα του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος δίδαξε πολλές φορές για την ψυχή, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αξία της, όχι μόνο σε σύγκριση με το σώμα αλλά με όλο τον κόσμο. Τίποτε από όσα υπάρχουν στον ορατό και αόρατο κόσμο δεν μπορούν να εξαγοράσουν ούτε μία ψυχή. Ο κόσμος είναι υλικός και υπόκειται στην φθορά. Η ψυχή όμως είναι εικόνα και ομοίωμα του Θεού, είναι πνεύμα και θα ζεις στους αιώνες των αιώνων.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας φωτισμένοι από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα είπαν και έγραψαν πολλά για την ψυχή και την αξία της. Η ψυχή, είπαν, είναι εικόνα του Θεού. Έχει προικισθεί με την δυνατότητα να προχωρήσει στο «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ώστε ο άνθρωπος να γίνει θεός κατά χάριν. Η ψυχή είναι που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δημιουργού και Πατέρα της, την αφθαρσία, την ελευθερία της βούλησης, την δύναμη της κυριαρχίας πάνω στην άλογη και άψυχη φύση, το φως του λογικού και της γνώσης. Η ψυχή όταν είναι στολισμένη με τις αρετές, την αγάπη, την καλοσύνη, την αγιότητα, την αγαθότητα, την δικαιοσύνη, τότε ακριβώς αναδεικνύει τον άνθρωπο όμοιο με τον Θεό.
Και ρωτάει ο Κύριος· λοιπόν αφού είναι τόσο απεριόριστη και ασύλληπτη η αξία της ψυχής, τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος ως αντάλλαγμα για να εξαγοράσει την ψυχή του από την αιώνια απώλεια, να την λυτρώσει από το βάρος της ενοχής και της αιώνιας καταδίκης;
Οι άνθρωποι πάντοτε αισθανόταν και αισθάνονται ένοχο τον εαυτό τους ενώπιον του Θεού. Κάποια εσωτερική φωνή τους πληροφορούσε ότι θα χάσουν την ψυχή τους εξαιτίας των αμαρτιών τους. Αισθανόταν τον πόθο να εξαγοράσουν την ψυχή τους και να την σώσουν από την αιώνια καταδίκη. Νόμιζαν πως μπορούσαν να προσφέρουν λύτρο και αντάλλαγμα αιματηρές θυσίες, πολλές και μεγάλες σε αξία. Νόμιζαν ότι όσο πολυτιμότερη είναι η προσφερομένη θυσία, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η ελπίδα τους να γίνει δεκτό το αντάλλαγμα αυτό για την ψυχή τους. Έφθασαν μέχρι του σημείου, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, να προσφέρουν θυσία τα ίδια τα παιδιά τους. Ολόκληρη η γη είχε ζυμωθεί με τα αίματα των θυσιών.
Αλλά παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι δεν έμειναν ικανοποιημένοι και αναπαυμένοι. Κάτι εσωτερικά τους έλεγε ότι με τίποτε δεν εξαγοράζεται η ψυχή τους. Δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα για την ψυχή πάνω στη γη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ίσως να τους ερχόταν στον νου, κάπως διαφορετική βέβαια η ερώτηση· «Τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ». Και ύψωναν ικευτικά τα βλέμματά τους στον ουρανό περιμένοντας από τον Θεό να τους υποδείξει το πραγματικό και άξιο αντάλλαγμα της ψυχής.
Και ο πανάγαθος Θεός το έστειλε· «ὃτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», στον κατάλληλο καιρό. Κι αυτό ήταν και είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος έλαβε ανθρώπινη σάρκα για να σώσει τον άνθρωπο. Και το μεγάλο αυτό γεγονός το προανήγγειλαν οι Προφήτες, το είπε ο Άγγελος στον Ιωσήφ, ότι ο Υιός της Παρθένου, ο Χριστός, «σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ο ίδιος ο Κύριος το διακήρυξε ότι ήρθε στον κόσμο όχι για να ζητήσει υπηρεσίες αλλά για να προσφέρει ο ίδιος υπηρεσίες και να θυσιάσει την ζωή του λύτρο και αντάλλαγμα για τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων. Λέει ο Απόστολος Παύλος· «τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαριεῖ τήν συνείδησιν ἡμῶν ἀπό νεκρῶν ἒργων» της αμαρτίας . Και αυτό το λύτρο, την απείρου αξίας θυσία του την πρόσφερε για κάθε μια ψυχή «καί ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός ἐπί τῇ σῇ γνώσει, δι’ ὃν Χριστός ἀπέθανεν» . Ο Απόστολος Πέτρος λέει· «Ἐλυτρώθητε τιμίῳ αἳματι…Χριστοῦ» . Αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος και έδωσε το πάντιμο αίμα του θυσία για μας, βροντοφωνεί πόσο αφάνταστα μεγάλη και ανεκτίμητη είναι η αξία της ψυχής μας.
Σήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την οποία η Εκκλησία μας υψώνει και προβάλλει τον αιματωμένο τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου μας, για να μάς υπενθυμίσει το μεγάλο αντάλλαγμα που δόθηκε ως λύτρο για την ψυχή μας και άρα την ανεκτίμητη αξία της ψυχής μας. Αμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Β΄ Νηστειών

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Ο παράλυτος της ευαγγελικής περικοπής, όπως μάς την αφηγείται ο Ευαγγελιστής Μάρκος, έλαβε από τον Κύριο μια ανεκτίμητη δωρεά, μια ύψιστη ευεργεσία. Ο παράλυτος παρακάλεσε τέσσερεις καλοπροαίρετους ανθρώπους να τον μεταφέρουν κατάκοιτο, όπως ήταν, μπροστά στον Κύριο που δίδασκε, για να ζητήσει με πίστη την θεραπεία του από την ασθένεια που τον βασάνιζε, να παρακαλέσει για την υγεία του σώματός του. Η σωματική υγεία είναι μεγάλο αγαθό, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτερο αγαθό, ανυπολόγιστης αξίας είναι η υγεία της ψυχής, η απαλλαγή από τη φοβερή ασθένεια που λέγεται αμαρτία, από την αβάστακτη κατάθλιψη που δημιουργεί η ενοχή, η οποία έχει πολλές φορές, αντίκτυπο και στην υγεία του σώματος. Και ο παραλυτικός, χάρις στην πίστη του, πήρε από τον Κύριο, όχι μόνο τη θεραπεία του σώματος αλλά και της ψυχής. «Τέκνον, του είπε ο Κύριος με στοργή, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Πολλοί είναι οι άνθρωποι οι οποίοι πόθησαν και λαχτάρησαν αυτή τη θεραπεία, την άφεση των αμαρτιών, την απαλλαγή από την εφιαλτική κατάσταση της ενοχής. Πόσες δεήσεις δεν απηύθυναν, πόσες και πόσες θυσίες δεν πρόσφεραν στους θεούς ή στον Θεό τους, για να πάρουν αυτό το μεγάλο αγαθό. Πίστευαν ότι όσο πλουσιότερες και δαπανηρές είναι οι θυσίες τους, τόσο ευκολότερα θα εκδυσωπούσαν τους θεούς τους για να βρουν έλεος, για να πάρουν την άφεση, την λύτρωση.
Όμως κάποια εσωτερική φωνή τους πληροφορούσε ότι και άλλες τόσες, άπειρες φορές, αν προσέφεραν, δεν θα έπαιρναν την άφεση, δεν θα εκδυσωπούσαν τον Θεό να φανεί ίλεως προς αυτούς. Σωστά, βέβαια, κατέφευγαν στο θείο, γιατί πίστευαν ότι κανένας άνθρωπος, όσο ισχυρός, σοφός και ενάρετος αν ήταν, κανένα δημιούργημα του ουρανού και της γης, όσο μεγάλο κι αν ήταν, δεν είχε την δυνατότητα να συγχωρήσει αμαρτίες. Πανανθρώπινη ήταν η πίστη, ότι «οὐδείς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μή εἷς ὁ Θεός».
Οι Εβραίοι είχαν διδαχθεί από τους προφήτες τους και οι άλλοι άνθρωποι το αισθανόταν σαν μαρτυρία της συνειδήσεώς τους εκείνο, που είχε διακηρύξει ο Θεός. Είχε πεί, με το στόμα του Προφήτη Ησαΐα: «Ἐγώ εἰμι, ἐγώ εἰμι, ὁ ἐξαλείφων τάς ἀνομίας σου ἓνεκεν ἐμοῦ» . Εγώ είμαι, εγώ είμαι ο μόνος, ο οποίος σβήνω τις αμαρτίες σου λόγω της αγαθότητάς μου. Και ο προφήτης Μιχαίας διακήρυσσε σε όλες τις γενεές των ανθρώπων: «Ὁ Θεός ἐπιστρέψει καί ἐλεήσει ἡμᾶς, καταδύσει τάς ἀδικίας ἡμῶν καί ἀπορριφήσονται εἰς τά βάθη τῆς θαλάσσης, πάσας τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» . Θα έλθει σ’ εμάς ο Θεός και θα μάς ελεήσει. Αυτός θα μάς δώσει την άφεση. Θα εξαλείψει και θα καταποντίσει στα απύθμενα βάθη των ωκεανών τις αμαρτίες μας. Και έτσι η ποθούμενη άφεση των αμαρτιών ήταν τότε ένα προσδοκώμενο αγαθό.
Και το ανεκτίμητο αυτό αγαθό έγινε πραγματικότητα όταν ο απειροτέλειος Θεός, ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και πρόσφερε την απείρου αξίας λυτρωτική θυσία, όταν καρφωμένος πάνω στον Σταυρό του μαρτυρίου έχυσε το πάντιμο αίμα του για να αποπλύνει τον ρύπο των αμαρτιών μας, για να μάς δώσει πλήρη και τέλεια άφεση, για να μάς απαλλάξει από το άγχος της ενοχής. Αυτή την αλήθεια προείπαν οι προφήτες ως βέβαιη και ακαταίσχυντη ελπίδα. Αυτή παραδίδει σε όλες τις σελίδες της η Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέλαβε, διδάσκει και θα διδάσκει μέχρι συντελείας των αιώνων η Αγία μας Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει: «Ἀδελφοί, τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διά Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτόν προσήνεγκεν ἂμωμοντῷ Θεῷ, καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἒργων» . Αδελφοί, λέει ο Παύλος, δεν πήρε ποτέ στο παρελθόν κανείς άνθρωπος την συγχώρηση από τις αιματηρές θυσίες των διαφόρων ζώων. Αλλά από εδώ και μετά παίρνομε όλοι οι πιστοί την άφεση με τη θυσία του Χριστού. Διότι μόνο το αίμα του Χριστού, ο οποίος προσέφερε τον εαυτό του θυσία, τον μόνο τελείως καθαρό και αμόλυντο κι από την πιο μικρή αμαρτία, προς τον Θεό. Αυτό ακριβώς το πάντιμο αίμα του θα καθαρίσει την ψυχή σας και θα απαλλάξει την συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας, που οδηγούν στον αιώνιο θάνατο.
Την παλαιότερη εποχή οδηγούσαν με τη βία τα ζώα και τα πρόσφεραν θυσία στους βωμούς, χωρίς αυτά να έχουν καμία επίγνωση και χωρίς καμία αξία ενώπιον του Θεού. Ο ενανθρωπήσας όμως Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκουσίως και με πλήρη επίγνωση πρόσφερε τον εαυτό του θυσία για τη δική μας λύτρωση. Έγινε ο ίδιος θύτης και θύμα. Ήταν ο προσφέρων και ο προσδεχόμενος την θυσία. Μεγάλο μυστήριο αυτό, της λυτρώσεώς μας. Λέει ο Απόστολος Πέτρος: Αγαπητοί, ξέρετε καλά τι πληρώθηκε ως αντάλλαγμα για να απελευθερωθείτε από τον μάταιο αυτό τρόπο ζωής, που κληρονομήσατε από τους προπάτορές σας. Δεν δόθηκε ως αντάλλαγμα κάτι που φθείρεται, όπως το ασήμι ή το χρυσάφι, αλλά το ανεκτίμητο αίμα του Χριστού, ο οποίος θυσιάστηκε σαν άσπιλος και άμωμος αμνός .
Βρισκόμαστε ήδη στην δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τέρμα της θα είναι το πάθος του Κυρίου, η σταυρική θυσία για τη λύτρωσή μας, για την άφεση των αμαρτιών, για την δικαίωση μας ενώπιον του Θεού. Με θερμή και ακλόνητη πίστη, με ευγνώμονα και ευλαβή την καρδιά ας αντικρύσουμε τον Κύριο πάνω στον Σταυρό. Ας του ζητήσουμε με ταπείνωση την άφεση, ώστε να ακούσει ο καθένας μας από το άγιο στόμα του, αυτό που άκουσε ο παράλυτος· «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Αμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 08, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Α΄ Νηστειών

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης 
«Ἒρχου καί ἲδε».
Η αγία αυτή ημέρα της πρώτης Κυριακής των Νηστειών είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Σήμερα ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης αγίας Θεοδώρας.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τις συναντήσεις του Ιησού Χριστού με δύο από τους μαθητές του, τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ. Όλα τα επί μέρους περιστατικά των συναντήσεων μας δείχνουν ότι οι δύο Ισραηλίτες έγιναν μαθητές και απόστολοι του Χριστού, αφού πρώτα απέκτησαν την εμπειρία της παρουσίας του στον κόσμο μας. Αφού δηλαδή τον γνώρισαν προσωπικά και έλαβαν πείρα για το ποιός είναι.
Ο Φίλιππος γνώριζε πολύ καλά την αγαθή διάθεση του φίλου του Ναθαναήλ. Γνώριζε ότι και εκείνος είχε τον πόθο της λυτρώσεως· την ακλόνητη πίστη σε όσα είχαν προαναγγείλει οι Προφήτες για την έλευση του Λυτρωτή· σίγουρη την ελπίδα ότι δεν θα αργούσε να έρθει ο Χριστός, ο Λυτρωτής του κόσμου και των ανθρώπων. Γνώριζε ακόμη ο Φίλιππος ότι εάν ο Ναθαναήλ ερχόταν σε επικοινωνία και γνωριμία με τον Χριστό θα πίστευε αμέσως σ’ Αυτόν. Για το λόγο αυτό δεν του ανακοινώνει όσα γνώριζε για τον Χριστό και να συζητήσει μαζί του και να του διαλύσει τις τυχόν επιφυλάξεις του, αλλά του λέει «ἒρχου καί ἲδε», για να πεισθείς μόνος σου, ότι αυτός είναι ο Λυτρωτής, ο Υιός του Θεού.
«Ἒρχου καί ἲδε». Πραγματικά εκείνο που μπορεί να εξουδετερώσει προκαταλήψεις, να διαλύσει τυχόν αμφιβολίες, να εμπνεύσει, να θερμάνει και να αναπτύξει ζωντανή και καρποφόρα πίστη προς τον Χριστό είναι η προσωπική γνωριμία μαζί Του. Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος, που δεν έχει σκληρυνθεί από την απάτη της αμαρτίας, καθένας που με ειλικρίνεια ποθεί την λύτρωση, όταν κατά κάποιο τρόπο γνωρίσει τον Χριστό, θα αισθανθεί την καρδιά του να ελκύεται προς αυτόν, τον νου του να φωτίζεται και την πίστη να γεννάται μέσα του.
Πολλοί είναι οι εχθροί και πολέμιοι του Χριστού, στο διάβα των αιώνων, οι οποίοι είχαν αγαθή διάθεση, μόλις γνώρισαν τον Χριστό μετεβλήθησαν αμέσως. Έγιναν με έργα και λόγια πιστοί μαθητές του και θερμοί κήρυκες του Ευαγγελίου. Από τον Απόστολο Παύλο και μετά η ιστορία του χριστιανισμού είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Σ’ αυτούς μίλησε με πολύ πειστικότητα και τους συγκλόνισε βαθιά, όχι η θεωρητική και με λόγια προβολή της προσωπικότητας του Χριστού, αλλά η προσωπική γνωριμία μαζί του. Εκεί που υπάρχει η προσωπική πείρα, εκεί είναι περιττές οι όποιες θεωρητικές αναλύσεις και αποδείξεις.
«Ἒρχου καί ἲδε». Ο άνθρωπος έρχεται και βλέπει καθαρά, γνωρίζει σαφώς και πείθεται απόλυτα ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού είναι ως άνθρωπος, ο τέλειος και ιδανικός τύπος. Γιατί σ’ Αυτόν δεν υπάρχει η παραμικρή κηλίδα αμαρτίας, κανένα επισκίασμα ανθρώπινης αδυναμίας, καμία ενοχή. Υπήρξε από την αρχή και παρέμεινε μέχρι το τέλος ο πλήρως και τελείως αναμάρτητος. Ο Προφήτης Ησαΐας τον προανήγγειλε από την ημέρα της γεννήσεώς του ως αγνό και άμωμο νήπιο[1]. Επίσης τον διακήρυξε ως απολύτως αναμάρητον, όταν θα επισφράγιζε τη ζωή του με την λυτρωτική θυσία του πάνω στο Σταυρό. «Αὐτός ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»[2]. Ο ίδιος ο Κύριος με πλήρη συναίσθηση της απόλυτης αναμαρτησίας του έλεγε στους γραμματείς και φαρισαίους, οι οποίοι συνεχώς τον κατασκόπευαν· «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;»[3].
Στον Χριστό υπάρχει όλος ο πλούτος των αρετών. Η κάθε αρετή στον τέλειο βαθμό και σε ένα άριστο και υπερτέλειο σύνολο ενωμένες μεταξύ τους. Γεμάτος έκσταση ο ιερός υμνογράφος μπροστά στο απαστράπτον μεγαλείο των αρετών του Χριστού υμνολογεί και ψάλλει προς Αυτόν· «ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή σου Χριστέ». Ξεπέρασε κάθε ανθρώπινη αρετή και επεσκίασε και των αγγέλων ακόμη την αγιότητα. Η αγάπη, η στοργή, η ταπείνωση και η πραότητα, η επιείκεια και η συγκατάβαση, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία, η ανεξικακία, η υπομονή και η εγκαρτέρηση μαζί με την πίστη και υπακοή στον ουράνιο Πατέρα, τον ανέδειξαν «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» φως ηθικής τελειότητας.
Από άπειρη αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους επισφράγισε την γεμάτη θυσίες ζωή του με την μεγάλη και φρικτή θυσία πάνω στο Σταυρό. Με βαθειά ταπείνωση έπλυνε τα πόδια των Μαθητών του ζωσμένος το λεντίο. Με συγκινητική πραότητα ρώτησε τον άθλιο εκείνο δούλο· «εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ, εἰ δέ καλῶς, τί μέ δέρεις;». Με πλήρη ανεξικακία, ενώ πονούσε φρικτά πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου, προσευχόταν υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας στον Πατέρα του: «Πάτερ, ἂφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι…».
Εκείνος που θα πλησιάσει με απροκατάληπτη και αγαθή διάθεση τον Χριστό, θα τον γνωρίσει ως το υπέρλαμπρο φως του κόσμου. Θα φωτισθεί ο ίδιος από την θεία διδασκαλία του. Θα ακούσει και θα μάθει μεγάλης σημασίας αλήθειες. Θα μάθει, όσο μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους, τι είναι ο άπειρος Θεός, ο δημιουργός και κυβερνήτης των πάντων, ο στοργικός πατέρας των ανθρώπων. Θα μάθει τι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και πόση ανεκτίμητη είναι η αξία της ψυχής, αφού ούτε ολόκληρος ο κόσμος δεν μπορεί να την εξαγοράσει. Θα ακούσει από τον Χριστό αλήθειες για την αιωνιότητα, για τη λατρεία που αρμόζει στο Θεό, για τον τέλειο ηθικό νόμο που πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων.
Θα πάρει τη χάρη του Χριστού, τις ανεκτίμητες δωρεές των μυστηρίων, την άφεση των αμαρτιών, την αληθινή ειρήνη και χαρά, τον ίδιο τον Χριστό με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θα γίνει Χριστοφόρος και Θεοφόρος, σοφός κατά Χριστόν, αγαπημένο τέκνο του Θεού, θεός κατά χάριν, αδελφός και συγκληρονόμος του Χριστού. Θα προγεύεται και θα απολαμβάνει τα αγαθά της αιωνιότητας «ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἢκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[4].
Και τότε χαρούμενος και ενθουσιασμένος από την προσωπική του γνωριμία με τον Χριστό, θα ευχαριστεί με όλη του την καρδιά εκείνο, που σαν άλλος Φίλιππος του είπε· «ἒρχου καί ἲδε». Γεμάτος από φως και χάρη Χριστού, γεμάτος από προσωπική πείρα, με ακλόνητη και ζωογόνο πίστη θα ομολογεί και θα διακηρύσσει όπως ο Ναθαναήλ: «Ραββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ», ο λυτρωτής του κόσμου. Αμήν.


[1] Ησ. ζ΄ 15-16.
[2] Ησ. νγ΄ 9.
[3] Ιωάν. η΄ 46.
[4] Α΄ Κορ. β΄9.

Σάββατο, Μαρτίου 01, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή της Τυρινής

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς».
Ο πόθος της αποκτήσεως αγαθών είναι έμφυτος στους ανθρώπους κάθε εποχής. Καθένας επιθυμεί να αποκτήσει αγαθά, κάτι που έχει αξία, πάνω στο οποίο θέλει να στηρίξει την άνεση, την ειρήνη και την ευτυχία της ζωής του. Αλλά συνήθως οι άνθρωποι κάνουν λάθος στην επιλογή του θησαυρού. Εντυπωσιάζονται πολύ από την λάμψη του χρυσού και των άλλων υλικών αγαθών και ξεχνούν τον αληθινό θησαυρό. Βεβαίως τα υλικά αγαθά είναι απαραίτητα για τη ζωή μας, γι’ αυτό τα έχει δώσει ο Θεός. Όμως αυτά δεν πρέπει να αποτελούν την κύρια επιδίωξή μας, τον αποκλειστικό σκοπό της ζωής μας και πολύ περισσότερο οι θησαυροί. «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς» λέει ο Κύριος, απευθυνόμενος στον καθένα μας.
Ο άνθρωπος έχει βεβαίως υποχρέωση να εργάζεται, να ασχολείται με τα βιοτικά για να αποκτά, με την ευλογία του Θεού, εκείνα που του χρειάζονται για την συντήρησή του. Δεν αποκλείεται με την έντιμη και την ευσυνείδητη εργασία του να αποκτήσει περισσότερα από όσα του χρειάζονται, να αποκτήσει με τρόπο δίκαιο και πλούτο. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήσει.
Ο Αβραάμ ήταν «πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καί ἀργυρίῳ καί χρυσίῳ». Κανείς όμως δεν τον κατηγόρησε για τον πλούτο του. Γιατί; Διότι δεν είχε δοσμένη την καρδιά του στους επίγειους θησαυρούς ούτε και τους είχε θέσει ως τον απόλυτο σκοπό της ζωής του. Είχε την συνείδηση ότι είναι διαχειριστής και όχι κύριος των αγαθών αυτών. Η καρδιά και η διάνοιά του, η ψυχή του ολόκληρη ήταν δοσμένη στον Θεό και την αιωνιότητα. Γι’ αυτό η ζωή του ήταν απλή και απέριττη. Είχε μεγαλύτερη πίστη, εκτίμηση και φλογερό πόθο για τα ουράνια αγαθά και όχι για τους επίγειους θησαυρούς. Ο Απόστολος Παύλος εξαίροντας αυτή την θαυμαστή αρετή του Αβραάμ γράφει στην προς Εβραίους επιστολή του: «Πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας…. Ἐξεδέχετο γάρ τήν τούς θεμελίους ἒχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» .
Ο άνθρωπος ο οποίος θησαυρίζει ή αγωνίζεται να αποκτήσει και να θησαυρίσει αφθονία υλικών αγαθών, αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του είναι αξιοκατάκριτος. Αυτόν καταδικάζει ο Κύριος όταν λέει: «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς». Έχει ιδιαίτερα σημασία αυτό το «ὑμῖν», που χρησιμοποιεί ο Κύριος. Με αυτό καταδικάζει την ιδιοτέλεια, την φιλαυτία, τον πόθο και την απόκτηση υλικών αγαθών για τον εαυτό μας μόνο. Μη θησαυρίζετε, λέει, για τον εαυτό σας θησαυρούς επιγείους. Γιατί ότι θεωρήσει κανείς θησαυρό, αυτό θα έχει στην καρδιά του. Σ’ αυτό θα αφιερώσει την ζωή του. Αυτό θα σκέπτεται συνεχώς, γι’ αυτό θα εργάζεται και θα μοχθεί. Αλλά σε ενός τέτοιου ανθρώπου την καρδιά δεν βρίσκει θέση ο Θεός, η αιωνιότητα, ο ουράνιος θησαυρός της βασιλείας του Θεού. Δεν βρίσκουν θέση ούτε και οι φτωχοί, διότι η καρδιά αυτού του ανθρώπου ευσυγκίνητη για κάθε τι, που αναφέρεται στους επίγειους θησαυρούς, μένει ασυγκίνητη και στην πιο μεγάλη δυστυχία και συμφορά των συνανθρώπων του.
Κι ακόμη τι τάχα έχει να κερδίσει από τους επίγειους θησαυρούς ο άνθρωπος, αν δεχθούμε ότι θα κατορθώσει να τους αποκτήσει; Στην πραγματικότητα δεν βρίσκει ικανοποίηση, άνεση και αληθινή χαρά. Ίσως κάποιοι άνθρωποι, χωρίς μεγάλη οικονομική δυνατότητα, τον θεωρούν ίσως ευτυχή. Αν όμως τον πλησιάσουν, αν τον γνωρίσουν κάπως καλύτερα, θα δουν ότι κάθε άλλο παρά ευτυχής είναι ο άνθρωπος αυτός. «Η μέριμνα και η απάτη του πλούτου», όπως είπε ο Κύριος είναι αγκάθια, τα οποία συνεχώς τον τρυπούν, τον κάνουν να πονάει και να υποφέρει ψυχικά και πολλές φορές σωματικά.
Ας σκεφθούμε όμως και το άλλο, που πολύ συχνά βλέπουμε να συμβαίνει, ότι δηλαδή οι επίγειοι θησαυροί δεν είναι ασφαλείς και μόνιμοι, δεν παραμένουν ισόβιο και αναφαίρετο κτήμα του ανθρώπου. Ο Κύριος λέει, ότι τα επίγεια συσσωρευμένα αγαθά και τους επίγειους θησαυρούς «σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί κλέπται διαρύσσουσι καί κλέπτουσι». Ο σκόρος, η σαπίλα, η φθορά καταστρέφουν τα πολυτελή ενδύματα, αποσυνθέτουν τα τρόφιμα, φθείρουν τα υλικά αγαθά. Εξ’ άλλου επιτήδειοι κλέπτες τα αρπάζουν και τα κλέπτουν.
Αλλά κι αν ακόμη κατορθώσει ο φιλάργυρος να κρατήσει μέχρι τέλους ασφαλείς τους θησαυρούς του, τι σημαίνει τούτο; Ασφαλώς θα έρθει κάποια ώρα κατά την οποία θα τον επισκεφθεί ο θάνατος. Θα υποχρεωθεί τότε, θέλοντας και μη, να εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα την παρούσα ζωή. Και μαζί μ’ αυτήν θα εγκαταλείψει στα χέρια «τίς οἶδε» ποιων ασώτων κληρονόμων τους επίγειους θησαυρούς του. «Ἂφρων, θα του πει ο Κύριος, ἃ ἡτοίμασας τίνι ἒσται;». Αυτά που μάζεψες, που θησαύρισες και στα οποία έδωσες την ψυχή σου σε ποιον ανήκουν τώρα; Σε σένα βεβαίως όχι. Αλλά κι αν σου ανήκουν, μήπως μπορείς με αυτά ή και με όλους τους θησαυρούς του κόσμου να εξαγοράσεις την ψυχή σου; 
Λοιπόν, ας μη μας ελκύουν οι επίγειοι θησαυροί. Ποτέ να μη δώσουμε την καρδιά μας σ’ αυτούς. Η καρδιά μας και η ψυχή μας πρέπει να δοθούν στους θησαυρούς του ουρανού. Αυτοί πρέπει να είναι ο κύριος σκοπός της ζωής μας και για την απόκτηση αυτών πρέπει με τον φωτισμό και τη δύναμη του Κυρίου να αγωνιστούμε μέχρι τέλους σε όλη μας τη ζωή, ιδιαιτέρως όμως την περίοδο αυτή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ξεκινάει αύριο. Αμήν

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή του Ασώτου «Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε… Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου»


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
                                                                                                                                                                                              Άσωτος Υιός
 
«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε… Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου».
Η Κυριακή αυτή, δεύτερη του Τριωδίου, ονομάζεται Κυριακή του Ασώτου από την ομώνυμη παραβολή, όπως μας την διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η παραβολή αυτή ειπώθηκε από τον Κύριο για να δείξει το μέγεθος της ευσπλαχνίας και της αγάπης του Θεού Πατέρα προς κάθε αμαρτωλό που μετανοεί και επιστρέφει στην πατρική αγκαλιά. 
Ο Κύριος με την  παραβολή αυτή μας διδάσκει ότι η απελπισία είναι μεγάλη αμαρτία που οδηγεί τον άνθρωπο στον πνευματικό και σωματικό θάνατο. Μην απελπιζόμαστε, για όλους υπάρχει σωτηρία. Και ο μεγαλύτερος αμαρτωλός μπορεί να σωθεί, αρκεί να το θελήσει.
Ο νεότερος υιός της παραβολής «λιμῷ ἀπόλλυται», πεθαίνει. Μετά την διασκόρπιση της περιουσίας που του έδωσε ο πατέρας του στις ασωτίες και στις ποικίλες αμαρτίες, βρίσκεται να βόσκει χοίρους. Βρίσκεται σε δεινή κατάσταση. Όλοι οι φίλοι του τον ξέχασαν, δεν έχει φαγητό, ζει μια φρικτή κατάσταση.
Ποιος άλλος θα τον απαλλάξει και θα τον σώσει απ’ αυτή την οικτρά κατάσταση που βρίσκεται; Ποιος θα τον σώσει από τον βέβαιο θάνατο, που αργά και σταθερά πλησιάζει; Ποιος είναι εκείνος που θα τον φέρει πίσω στο πατρικό του σπίτι και στην αγκαλιά του πατέρα του;
Κανείς άλλος, εκτός από τον εαυτό του. Μόνο η θέληση του και ο προσωπικός του αγώνας μπορούν να πραγματοποιήσουν αυτό το μεγάλο άλμα. Κι άσωτος υιός βρίσκει τη δύναμη, το κουράγιο και το κάνει. Αφήνει την αμαρτία, αφήνει την άσωτη ζωή και επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι.
Ο άσωτος υιός από την στιγμή που έφυγε από την ζεστή πατρική αγκαλιά δεν έχει άλλη συντροφιά, παρά μόνο την αμαρτία. Η αμαρτία τον έκανε δούλο της. Ο νους του δεν σκέπτεται τίποτε άλλο. Το παν γι’ αυτόν είναι η αμαρτία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σκοτισθεί ο νους του, να σταματήσει να σκέπτεται ορθά, λογικά. Το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να επανακτήσει την κυριαρχία του νου του και της λογικής του. Και πραγματικά το κάνει. «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών», βλέπει την τραγικότητα της καταστάσεως του, διαπιστώνει ότι η αμαρτία του είχε αφαιρέσει κάθε στοιχείο πνευματικότητας. Είχε κατορθώσει η αμαρτία ν’ αποκοιμίσει τον ακοίμητο φρουρό κάθε ανθρώπου, το νου του και τον είχε οδηγήσει στο μεγάλο κατρακύλισμα. Είπε φεύγοντας από το σπίτι του να χαρεί και να ζήσει τη ζωή του, όμως οδηγήθηκε στα πλοκάμια του θανάτου. Γιατί η αμαρτία οδηγεί κατ’ ευθείαν στο θάνατο.
Μακάρι να μπορούσαν όλα τα θύματα της αμαρτίας να κάνουν την διαπίστωση αυτή και να σωθούν. Να μπορούσαμε να δούμε σε τι φοβερό κατάντημα οδηγεί η αμαρτία. Να μπορούσαμε να ξυπνήσουμε από τον θανατηφόρο λήθαργο της αμαρτίας και να συνέλθουμε όπως ο άσωτος υιός της παραβολής.
Όμως ο άσωτος δεν έμεινε μόνο στην διαπίστωση της τραγικής καταστάσεως του. Έκανε και το δεύτερο μεγάλο βήμα. Πήρε την μεγάλη απόφαση. Σηκώθηκε και επέστρεψε στον πατέρα του. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου», είπε. Και αυτό δεν έμεινε ένας απλός λόγος, μια απλή απόφαση. Έγινε πραγματικότητα. Έφυγε από τον τόπο στον οποίο ζούσε βόσκοντας χοίρους και πήρε το δρόμο για το σπίτι του στοργικού πατέρα. Με σταθερή απόφαση και συγκεκριμένο σκοπό πορεύεται προς τον πατέρα του.
Ο ίδιος πατέρας, ο Θεός του Ουρανού, παραμένει στοργικός για τον κάθε άνθρωπο, για τον κάθε αμαρτωλό, τον άσωτο κάθε εποχής και κάθε ηλικίας. Παραμένει πατέρας για όλους μας. Εκείνο που μένει για μας είναι να κάνουμε ότι έκανε ο άσωτος υιός της παραβολής. Αφού τον μιμηθήκαμε στην αμαρτία και στον πνευματικό θάνατο, να τον μιμηθούμε και στην πορεία προς τον Θεό και Πατέρα μας. Να σηκωθούμε κι εμείς από τον τόπο της αμαρτίας, από τη «χώρα καί τη σκιά θανάτου» μέσα στην οποία ζούμε και να ξεκινήσουμε. Να κάνουμε μια ανάσταση, μια ηρωική προσπάθεια να απαρνηθούμε ότι μας συνδέει με την αμαρτία.
Ο καθημερινός μας αγώνας να είναι πως η καρδιά μας θα ελευθερωθεί από τις σαρκικές επιθυμίες, από το μίσος, την αδικία, την φιλοχρηματία, από τον εγωισμό που είναι η μητέρα κάθε εφάμαρτου πάθους. Ο αγώνας αυτός δεν θα είναι εύκολος. Πολλές φορές θα αποκάμουμε στην προσπάθεια για απαλλαγή του παλαιού ανθρώπου, του ανθρώπου της αμαρτίας. Η αμαρτία και ο διάβολος δεν παραδίδονται εύκολα και αμαχητί. Τότε ακριβώς που θα νιώθουμε τον εαυτό μας να μην έχει δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα του, τότε ακριβώς θα χρειαστεί να στρέψουμε τα μάτια και την καρδιά μας στον Εσταυρωμένο Ιησού Χριστό. Σ’ Εκείνον που ήλθε στη γη με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία μας. Μόλις στρέψουμε το βλέμμα μας στον Χριστό θα δούμε στα μάτια του με πόση στοργή μας περιμένει. Δεν παύει ποτέ να μας περιμένει, όσες αμαρτίες κι αν έχομε διαπράξει.
Ο Χριστός μας δέχεται όλους, όπως και τον άσωτο. Αρκεί να τρέξουμε κοντά του. Να αφήσουμε τα βάρη των αμαρτιών που μας  καθηλώνουν και δεν μας αφήνουν να τρέξουμε για να γίνουμε ελαφροί στο σώμα και στο πνεύμα.
Ο Χριστός με το άγρυπνο πατρικό του βλέμμα μας παρακολουθεί με στοργική αγάπη και έχει την αγκαλιά του πάντοτε ανοικτή. Θέλει να μας αγκαλιάσει, να μας καταφιλήσει και να μας ντύσει με τη στολή της αφθαρσίας. Έχει έτοιμο το τραπέζι της ευφροσύνης, το Σώμα και το Αίμα Του και μας περιμένει.
Ας αφήσουμε κάθε γήινο και κοσμικό φρόνημα και ας τρέξουμε σαν τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Μας περιμένει με πολύ υπομονή. Ας του δώσουμε αυτή τη χαρά της επιστροφής μας από την άσωτη και αμαρτωλή ζωή, στη ζωή της θείας ευφροσύνης και μακαριότητας, χωρίς καθυστέρηση και αναβολή. Και τότε θα ακούσομε από το Πανάχραντο στόμα Του να λέει στους αγγέλους: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν, καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, καί ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγῶντες εὐφρανθῶμεν, ὃτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»
ΑΜΗΝ.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Τελώνου και Φαρισαίου


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
 
«Οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων».
Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη από τις τέσσερις Κυριακές που μάς προετοιμάζουν για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η Κυριακή αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πύλη. Η πύλη από την οποία θα περάσουμε την ιερή περίοδο που μάς οδηγεί στο Πάσχα. Η πύλη που διευκολύνει την πρόσβασή μας στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, όπου θα πρέπει να μάς οδηγήσει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Την Κυριακή αυτή που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται «Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου», η Εκκλησία για να μάς ωθήσει προς την αληθινή μετάνοια, θέτει για άλλη μια φορά μπροστά μας την εικόνα δύο ανθρώπων που ανεβαίνουν στον ναό για να προσευχηθούν.
Ο Φαρισαίος είναι ο ευσεβής και δίκαιος στα μάτια των ανθρώπων. Ένας «καλός χριστιανός» με τα σημερινά δεδομένα. Ο τελώνης αντίθετα στη συνείδηση ολόκληρης της κοινωνίας είναι ο έσχατος των αμαρτωλών. Ο ένας υπερήφανος κι ο άλλος συντετριμμένος. Ας δούμε όμως την εικόνα του Φαρισαίου.
Δεν υπάρχει πιο αποκρουστικός τύπος από τον αλαζόνα και υπερήφανο. Ξεχωρίζει με αλαζονικό τρόπο τον εαυτό του από όλους τους άλλους ανθρώπους. Φτιάχνει ένα φανταστικό επηρμένο θρόνο, στον οποίο κάθεται με αγέρωχο ύφος και βλέπει όλους τους άλλους με περιφρόνηση. Αν έχει κάτι καλό το μεγαλοποιεί, το υπερεκτιμά, το παριστάνει με την φαντασία του σαν αποκλειστικά και μόνο δικό του κατόρθωμα και προνόμιο. Δίπλα σ’ αυτό προσθέτει και άλλα φανταστικά και ανύπαρκτα κατορθώματα για να κάνει όπως νομίζει, ακόμη λαμπρότερο το θρόνο της ματαιοδοξίας του. Από την στιγμή που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, μπορεί με ασέβεια να υπερηφανεύεται ενώπιον του Θεού και με περιφρόνηση να μιλάει για τον συνάνθρωπό του: «Οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων».
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον φαρισαίο της παραβολής θα δούμε ότι είναι ασεβής και ιερόσυλος. Χρησιμοποιεί ότι ιερό υπάρχει για να επιδείξει τον εαυτό του. Προσεύχεται στο ναό, όχι όμως για να λατρεύσει τον Θεό, αλλά για να τοποθετήσει και να προβάλει τον εαυτό του, το δικό του είδωλο. Σταμάτησε στο κέντρο του ναού, «καθ’ ἑαυτόν», αγέρωχος δηλαδή άκαμπτος, υπερήφανος και μεγαλοπρεπής, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να καταδεχθεί να σκύψει με ευλάβεια ενώπιον του Θεού. Με την συμπεριφορά του παραμερίζει τον Θεό και χρησιμοποιεί τον ναό ως τόπο και ευκαιρία να επιδείξει στους προσκυνητές το εαυτό του. Εκείνη την στιγμή ήταν σαν να έλεγε στους προσκυνητές του ναού: «Σε μένα στρέψετε την προσοχή και τα μάτια σας· όχι στο ναό και στον ουρανό. Εγώ είμαι εδώ».
Ως ιερόσυλος ο Φαρισαίος, έτσι χρησιμοποιεί την προσευχή. Διότι τι είναι η προσευχή; Είναι η επικοινωνία του ανθρώπου προς τον Θεό. Η προσευχή είναι το προνόμιο εκείνο που μάς δίνει ο Πανάγαθος Κύριος να επικοινωνούμε μαζί του. Να Τον δοξάζουμε για το άπειρο μεγαλείο του, να Του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τις ανεκτίμητες δωρεές του, να Του εκθέτουμε με σεβασμό τις ανάγκες μας, να ζητούμε με πίστη τη χάρη Του και τη βοήθειά Του. Ο Φαρισαίος όμως, ασεβής προς τον Θεό, χρησιμοποίησε τον ιερό αυτό θεσμό της προσευχής όχι για να δοξάσει τον Θεό, αλλά για να δοξάσει τον εαυτό του. Για να εξαπατήσει τους άλλους ανθρώπους, ότι δήθεν προσεύχεται και να τους παρασύρει να ακούσουν το αυτολιβάνισμά του.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο της προσευχής του; Τι έλεγε προς τον Θεό; Στον Θεό δεν έλεγε τίποτε, έλεγε μόνο προς τους ανθρώπους και διαλαλούσε την φανταστική υπεροχή και ανωτερότητά του σε σύγκριση με όλους τους άλλους. Η προσευχή του είναι μια αποκρουστική και εξοργιστική διαφήμιση της «αναμαρτησίας» του, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Κατηγορούσε τους πάντες. Έλεγε: «οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἂρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί ἢ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Που γνώριζε όμως αυτός τι ήταν όλοι οι άνθρωποι; Κι αν είδε μερικούς να είναι άρπαγες, άδικοι και μοιχοί, με ποια λογική γενικεύει αυτή την διαπίστωση και χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους ως αμαρτωλούς; Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες;
Και σαν να μην έφθανε η γενική καταδίκη όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, στράφηκε με καταφρόνηση προς τον τελώνη. Τον έδειξε με το χέρι του σε όλους και με εγωισμό πρόσθεσε στα λεγόμενά του: «οὐκ εἰμί…ὣσπερ οὗτος ὁ τελώνης». Που γνώριζε ο φαρισαίος τι γινόταν στην καρδιά του τελώνου και τι έλεγε ο Θεός την ώρα εκείνη στον ειλικρινά μετανοημένο τελώνη; Υπήρξε πραγματικά μεγάλος αμαρτωλός ο τελώνης αλλά δεν ήταν πλέον. Ένας ήταν εκεί ο μεγάλος αμαρτωλός, ο υπερήφανος και αλαζονικός φαρισαίος, τον οποίο ο εωσφορικός εγωισμός τον παρέσυρε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τους εγωπαθείς, να καταδικάζει όλους τους άλλους και να παρουσιάζει τον εαυτό του ολόλευκο κρίνο, μοναδικό φαινόμενο αναμαρτησίας στον κόσμο.
Δεν σταμάτησε όμως εδώ. Συνέχισε το εγωιστικό υβρεολόγιό του εναντίων των άλλων. Συνέχισε να επαινεί τον εαυτό του. Άρχισε να απαριθμεί τις δήθεν αρετές του, για τις οποίες θεωρούσε υποχρεωμένο κατά κάποιο τρόπο τον Θεό να τον βραβεύσει και τους άλλους να τον τιμήσουν και να τον δοξάσουν.
Ποιες ήταν αυτές οι δήθεν αρετές του; Μήπως ήταν η αγάπη και η καλοσύνη, η πραότητα και η μακροθυμία, η αυταπάρνηση και η προθυμία για την εξυπηρέτηση όσων είχαν ανάγκη, ο σεβασμός και η τιμή προς τους άλλους ως τέκνα Θεού. Ήταν όπως δίδασκε ο Νόμος, η εξ όλης της καρδιάς  και ψυχής και διανοίας αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον και τα καλά έργα που η αγάπη επιβάλει; Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς όλες οι αρετές του ήταν η τήρηση δύο τυπικών και ανώδυνων μάλλον καθηκόντων. Η νηστεία του δύο φορές την εβδομάδα και η προσφορά στο ναό του ενός δεκάτου από τα εισοδήματά του.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε με κάθε εγωιστή. Αν τύχει και κάνει κανένα καλό έργο το υπερβάλλει και το διαφημίζει, γιατί το κάνει όχι για τη δόξα του Θεού και την εξυπηρέτηση του αδελφού, αλλά «εἰς τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Αλλά κι ακόμη ο Φαρισαίος εφάρμοζε πλήρως το Μωσαϊκό νόμο κι αν τηρούσε «πᾶσαν δικαιοσύνην», πάλι η αρετή του θα ήταν ένα τίποτε μπροστά στα μάτια του Θεού. Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έλεγε για τον εαυτό του ότι είναι ένα τίποτε. Κι αν είχε κάνει κάποιο καλό έργο, αυτό είναι, έλεγε του Θεού. Που να φανεί όμως τέτοια ευαισθησία στους φαρισαίους.
Ο φαρισαίος λατρεύει τον εαυτό του ενώ καταφρονεί το Θεό και τους ανθρώπους. Γι’ αυτό γίνεται μισητός στον Θεό. Αποκρουστικός στους ανθρώπους. Πολύ σωστά το Κοντάκιο της εορτής μάς συμβουλεύει: «Φαρισαίου φύγομεν ὑψηγορίαν».
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι μας προς το Πάσχα, συνειδητοποιώντας ότι είμαστε φαρισαίοι. Είμαστε φαρισαίοι που καλούμαστε να γίνουμε τελώνες. Κι αν έστω και λίγο κατορθώσουμε να δούμε ότι δεν είμαστε τίποτε παραπάνω από «ἀχρείοι δούλοι», τότε θα έχουμε κάνει μια αρχή. Θα έχουμε πάρει τον δρόμο που μέσα από την προσευχή του τελώνη, «ὁ Θεός ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», και τη μετάνοια, οδηγεί στην αποδοχή του Σταυρού του Χριστού και στη χαρά του αναστάσιμου θριάμβου Του. Αμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 01, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Υπαπαντή του Κυρίου

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
 
«Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον».
Μια ακόμη εορτή, στενά συνδεδεμένη με τις εορτές των Χριστουγέννων, είναι η γνωστή σε όλους με το όνομα Υπαπαντή του Χριστού. Αν και φαίνεται κάπως μακρύτερα από τις εορτές αυτές, ακολουθεί όμως την σειρά των γεγονότων της νηπιακής ζωής του Χριστού. Γιατί εορτάζεται σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού, κατά την οποία συνέβησαν τα γεγονότα που μνημονεύει η σημερινή εορτή. Δύο είναι τα γεγονότα αυτά, τα οποία με πολύ παραστατικό τρόπο αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Το πρώτο, η συμμόρφωση στις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου από την Παναγία και το δεύτερο η υποδοχή του Κυρίου από τον δίκαιο Συμεών και την προφήτιδα Άννα. 
Ο Πανάγαθος Θεός καλεί όλους τους ανθρώπους να σωθούν, διότι πρώτος αυτός επιθυμεί όλων την σωτηρία. Γράφει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος· «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» . Για το λόγο αυτό φέρνει προσωπικά στον καθένα περιστάσεις, με τις οποίες καλεί στο δρόμο της σωτηρίας. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους, καλεί όλους τους ανθρώπους να σωθούν με τη διακήρυξη: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» . Πολλοί είναι όμως εκείνοι που δεν αποδέχονται την πρόσκληση αυτή του Κυρίου και δεν θέλουν να βαδίσουν το δρόμο της σωτηρίας. Το χειρότερο είναι ότι μερικοί πολεμούν το έργο της σωτηρίας τους και γίνονται έτσι εχθροί του Χριστού, οι οποίοι με πολλούς και διάφορους τρόπους πολεμούν ακόμη και το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό ακριβώς είχε προφητεύσει ο δίκαιος Συμεών, όταν έλεγε: «Να, αυτός θα γίνει αιτία να πέσουν και να αναστηθούν πολλοί στον Ισραήλ (θα πέσουν δηλαδή εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν, θα αναστηθούν και θα λυτρωθούν εκείνοι που θα πιστεύσουν) και θα γίνει ακόμη σημείο αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων».
Ας προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε την σκηνή εκείνη, όταν ο δίκαιος Συμεών ελάμβανε στα χέρια του τον Χριστό και έλεγε τα παραπάνω προφητικά λόγια. Ο Συμεών δεν φαίνεται να είχε κάποιο ιερατικό αξίωμα ούτε κάποια άλλη θέση στην κοινωνική ιεραρχία του ισραηλιτικού λαού. Δεν ήταν μέλος του Συνεδρίου ή της Γερουσίας και δεν ανήκε στη τάξη των πρεσβυτέρων. Ήταν όμως πιστός και ενάρετος. Είχε λάβει αποκάλυψη από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα έφευγε από τον κόσμο αυτό πριν έβλεπε τον αναμενόμενο Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους.
Το Άγιο Πνεύμα οδήγησε τα βήματα του Συμεών στο Ναό του Κυρίου την ώρα που προσέφεραν το ζεύγος τρυγόνων ή τους νεοσσούς των περιστεριών, όπως όριζε ο Μωσαϊκός Νόμος. Τότε είπε, μεταξύ των άλλων, και την προφητεία αυτή. Ο Χριστός θα ήταν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» όχι μόνο μεταξύ του ισραηλιτικού λαού κατά την περίοδο της Γεννήσεώς του αλλά και δια μέσου των αιώνων μεταξύ των ανθρώπων. Πραγματικά κάποιοι από τους σύγχρονους του Εβραίους είχαν πιστέψει στον Κύριο και τον ομολογούσαν ως Λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους, ως Μεσσία που είχαν προκηρύξει οι Προφήτες.
Βλέπουμε ότι από την νηπιακή ηλικία Του ακόμη οι απλοϊκοί ποιμένες έρχονται να τον προσκυνήσουν. Οι σοφοί της Ανατολής, οι Μάγοι, έρχονται να του προσφέρουν τα δώρα και μαζί με αυτά την προσκύνησή τους. Ο Ηρώδης όμως είχε πάρει την απόφαση «ζητεῖν τό παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό» . Κατά το διάστημα της επί γης ζωής του ο κύριος είχε γίνει σημείο αντιλεγόμενο όχι μόνο μεταξύ του λαού αλλά και μεταξύ των αρχόντων. Άλλοι τον αναγνώριζαν ως Μεσσία, που είχαν προφητεύσει ο Μωυσής και οι Προφήτες. Πάντως είναι γεγονός ότι ένα πνεύμα δυσφορίας επικρατούσε εναντίον του στην πλειονότητα του ισραηλιτικού λαού, ώστε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης να γράφει: «ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καί ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί ὁ κόσμος αὐτόν οὐκ ἒγνω. Εἰς τά ἲδια ἦλθε καί οἱ ἲδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον» .
Μεταξύ των Εβραίων άλλοι τον ανακήρυξαν ως Μεσσία ενά άλλοι, οι περισσότερο φανατισμένοι, τον συκοφαντούσαν ότι «ἐν τῷ ἂρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» .
Ο λαός είχε διαιρεθεί εξαιτίας της διδασκαλίας και των έργων του Κυρίου και «σχίσμα ἐν τῷ ὂχλῳ ἐγένετο δι’ αυτόν» . Και τότε είχαν εκδηλωθεί αντιλογίες και φιλονικίες μεταξύ του λαού.
Όχι όμως μόνο μεταξύ του λαού αλλά και μεταξύ των αρχόντων υπήρχαν διχογνωμίες για την προσωπικότητα του Χριστού. Κάποτε είχαν στείλει υπηρέτες για να συλλάβουν τον Χριστό και να τον οδηγήσουν υπόδικο ενώπιον του Συνεδρίου. Οι υπηρέτες όμως με έκπληξη και θαυμασμό τον άκουσαν να διδάσκει με σοφία και να αναλύει υπέροχα διδάγματα προς τον λαό. Μαγεύτηκαν τόσο πολύ από το πρόσωπο και τη διδασκαλία του, ώστε επέστρεψαν άπρακτοι. Οι σύνεδροι τότε τους ρώτησαν: «Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;». Εκείνοι απάντησαν ότι «οὐδέποτε οὓτως ἐλάλησεν ἂνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἂνθρωπος» .
Κάποτε επίσης έγινε συζήτηση ανάμεσα στους συνέδρους. Ο Νικόδημος τότε τους υπέδειξε ότι κρίνοντας και κατακρίνοντας τον Χριστό, καταπατούσαν τον νόμο του Μωϋσέως που έγραφε ότι έπρεπε να προηγηθεί η απολογία του κατηγορουμένου και κατόπιν να εκφέρουν κρίση οι σύνεδροι. Φαίνεται ότι και άλλοι πήραν το μέρος του Κυρίου και δεν κατέληξαν σε οριστική απόφαση, πράγμα το οποίο υπονοεί ο ιερός ευαγγελιστής γράφοντας ότι «ἀπῆλθον ἓκαστος περί αὐτοῦ ἧν ἐν τοῖς ὂχλοις. Οἱ μέν ἒλεγον ὃτι ἀγαθός ἐστιν· ἂλλοι ἒλεγον, οὒ, ἀλλά πλανᾷ τόν ὂχλον» .
Εάν ο Κύριος υπήρξε σημείο αντιλεγόμενο, το ίδιο και οι Μαθητές του θα γινόταν σημεία αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων. Κάποιοι θα πίστευαν στο κήρυγμα τους και θα τους ακολουθούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι όχι και θα έφθαναν μέχρι του σημείου να καταδιώξουν τους Αποστόλους και τους εργάτες του Ευαγγελίου.
Ο Κύριος είχε πει ότι εχθροί του πιστού ανθρώπου θα γινόταν «οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ». Καθημερινά βλέπουμε να έχουν εφαρμογή στη ζωή μας τα προφητικά αυτά λόγια του Κυρίου. Υπήρξαν γονείς, που τυφλωμένοι από την απιστία και φανατισμένοι από το πείσμα τους συνήργησαν στο μαρτυρικό θάνατο των παιδιών τους, με την ιδέα ότι προσφέρουν ευάρεστη θυσία στα είδωλα της εποχής τους.
Και στις ημέρες μας ακόμη πόσα δεν υποφέρουν τα ευσεβή μέλη μιας οικογένειας, που αγωνίζονται να ζήσουν μια πνευματική ζωή, από τους οικείους τους. Κάθε μέρα ακούν χλευασμούς και ύβρεις, εμπαιγμούς και ειρωνείες, πολλές φορές υφίστανται στερήσεις και όχι μόνο. Άνθρωποι των νέων δήθεν ιδεών, της κοσμικής και αμαρτωλής ζωής, δημιουργούν μια αφόρητη οικογενειακή ατμόσφαιρα για τα ευσεβή μέλη. Και βλέπουμε να πραγματοποιείτε αυτό που είχε πει ο Κύριος: «Ἒρχεται ὣρα ἳνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρει τῷ Θεῷ» .
Οι πιστοί όμως ας μείνουν ακλόνητοι και σταθεροί στην πίστη τους με την πεποίθηση ότι η τελική νίκη ανήκει σ’ αυτούς.
Ας μη μας κάνει να δειλιάζουμε το γεγονός, ότι θα είμαστε εμείς οι πιστοί κατά το παράδειγμα του Κυρίου «σημεῖα ἀντιλεγόμενα». Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...