Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 2ο)

Το α΄ Μέρος εδώ

Ο Σταυροαναστάσιμος αυτός χαρακτήρας της ζωής είναι απλωμένος παντού.
Κάθε μια παρηγοριά και χάρη δίδεται στην ‘Ορθοδοξία και το μοναχισμό της διά του θανάτου.
Παρηγοριά είναι το ξεπέρασμα του θανάτου, σε κάθε μορφή ζωής.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στις μεγάλες μοναχικές ακολουθίες, στις νηστείες, στην όλη τακτική της ασκητικής. Είναι σκληρά τα ‘Ορθόδοξα; Είναι αυστηρά; Ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπου; Έτσι φαίνονται απ’ έξω. Έτσι είναι εν μέρει και στην ουσία τους. («Μοναχός εστί βία φύσεως» λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Μόνο που δεν είναι ποτέ ανέλπιδα, όσο σκληρά και αν  φαίνονται. Δενείναι ποτέ πνιγηρά και αφύσικα, όσο σκοτεινά και αν παρουσιάζωνται.
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Γιατί στο τέλος μέσα από τον πολύ κόπο, την άσκηση, την αγρυπνία, που ξεπερνά, συχνά, την ανθρώπινη αντοχή, πετάγεται ένα βλαστάρι, καινούργιο, άφθαρτο, αμάραντο, που δίνει καρπό εκατονταπλασίονα. Και τότε μακαρίζεις τους κόπους και τους πόνους. Τα θυσιάζεις όλα. Γιατί τούτη η χαρά που ανέτειλε, είναι φως του μέλλοντος αιώνος, που φωτίζει χαρούμενα και ζωοποιεί τα παρόντα και τα μέλλοντα. Έτσι αυθόρμητα ζητάς στη συνέπεια τα πιο σκληρά, τα πιο σκοτεινά, τα πιο μόνα για να προχωρής στα ακαται-σχύντως παρήγορα,αδύτως φωτεινά, και συμφιλιούντα τον άνθρωπο με όλους και με  όλα.
Φτάνουν στο τέλος οι αληθινοί μοναχοί να δέχωνται ευγνώμονα και ευχάριστα τη θλίψη και τον πόνο, η την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό των ανθρώπων, γιατί έτσι ελευθερώνονται, από τις απατηλές παρηγοριές τούτου του κόσμου, και γίνονται κοινωνοί της αιωνίουδόξης του Κυρίου από σήμερα.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας λέει: «Ελογάριαζα για το ουδέν τους πειρασμούς και τας θλίψεις όπου μου ήρχοντο αποβλέποντας όχι εις την μέλλουσαν άλλα εις την παρούσαν δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Είναι χαρακτηριστικό το εξής γεγονός: Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους απ’ αυτόν.
Μια μέρα. που ήλθε για την συνηθισμένη του επίσκεψη, είπε σε κάποιο αδελφό του Μοναστηρίου: «Δεν πιστεύω να στενοχωριέστε που έρχομαι και ζητώ βοήθεια. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνη, δεν πειράζει, μπορώ να μην έλθω άλλη φορά. Μη στενοχωριέστε, γιατί ο μοναχός είναι σαν ένας σκύλος. Αν του δώσης μια κλωτσιά, καλό του κάνεις, αν δεν του δώσης κλωτσιά αλλά του δώσης ένα κομμάτι ψωμί, κι’ αυτό καλό είναι».
Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλον ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κανείς. O ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές.
‘Έχει όμως ντυθή με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθη στο Μοναστήρι. ‘Όλοι, μοναχοί και προσκυνητές συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσωμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπο του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον Αββά που, ζήταγε από το Θεό. να μην τον δοξάση επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίση κατάματα.
Σ’ αυτούς τους ταπεινούς που λάμπουν από τη χάρη, νοιώθεις να ιερουργούνται ακατάπαυστα μέσα τους δυο αρετές: Το μυστήριο της μετανοίας και της αγάπης.
Δεν είναι οι μετανοήσαντες αλλά οι μετανοούντες.
Το «μετανοείτε» του Κυρίου δεν νοείται ως «μετανοήσατε» μια φορά, ούτε σημαίνει το να μετανοή κανείς κάθε τόσο (ίσως απ’ εκεί θα αρχίση), αλλά το να γίνη η ζωή του μια μετάνοια. Να υπάρχη μια παντοτεινή στάση μετανοίας και συντριβής μέσα του. Να μη μιλά κανείς, να μη σκέπτεται, να μη κάνη τίποτε έξω από το κλίμα και το ήθος της συντριβής. Αυτή να διαποτίζη την ύπαρξή του.
Κάθε στιγμή να λειτουργή το μυστήριο της μετανοίας, της συντριβής, και ανορθώσεως από την άλλη Δύναμη. Κάθε στιγμή όντας πεσμένος να νοιώθης ότι σηκώνεσαι από Αυτόν, νοιώθης ότι είσαι πτώση και Αυτός είναι Ανάσταση. Είσαι μη ων και Αυτός είναι ο Ων. Και από το άμετρο Του έλεος σε έφερε στο είναι, παραπεσόντα σε ανέστησε και σε ανιστά ακατάπαυστα.
‘Έτσι με το να ωριμάση το πνεύμα της μετανοίας μέσα μας, οδηγούμαστε στο «Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του ‘Ιησού εν τω σώματι, ημών φανερωθή» (Β’ Κοριν. 4, 10).
Βρίσκονται στη Μεγάλη Παρασκευή και στην Κυριακή του Πάσχα συγχρόνως. Ζουν τη «ζωηφόρο νέκρωση», το «χαροποιόν πένθος» ακατάπαυστα.
Το ίδιο -όπως στη μετάνοια- είναι ευαίσθητοι στο μυστήριο της αγάπης. Βλέπουν και εδώ πάλι το δρόμο της θυσίας, που οδηγεί αμέσως και σίγουρα στην αιώνια ζωή. Κανείς κόπος που προσφέρεται από αγάπη στο Θεό δεν πάει χαμένος. Και ο, τι προσφέρεται, χάνεται, δοσμένο από αγάπη στον αδελφό, αυτό σώζεται, ευρίσκεται ανέπαφο και αυξημένο εις ζωήν αιώνιον.
Ο άλλος δεν είναι απλώς απαραίτητος σύντροφος της ζωής μας, μα αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής μας αυτοσυνειδησίας. Μόνο χαμένος για το Θεό και τον άλλο (τον αδελφό) ο άνθρωπος μπορεί να βρη τον εαυτό του στις αληθινές του διαστάσεις. «Ος αν απολέση, ούτος ευρήσει». Μόνον έτσι ανορθώνεται μέσα του το θεανθρώπινο και απεριόριστο μεγαλείο του ανθρώπου. Μόνο τότε νοιώθει κανείς πως οι βάσεις που στηρίζεται ο άνθρωπος δεν σαλεύουν ποτέ. Οι βάσεις είναι ο θάνατος, ο αφανισμός. Η δε ανθρωπολογική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζη στη συνέχεια ο καινός άνθρωπος, είναι η χάρη που αγκαλιάζει τα πάντα.
Ο μισθός, που δεν θα χαθή για το ποτήρι νερού που προσφέρεται στον αδελφό, είναι η νέα Τριαδική συνείδηση του ανθρώπου» που ανατέλλει μέσα του: O άλλος δεν είναι το σύνορο που ορίζει τον ατομικό εαυτό μας, που κλείνει το χώρο μας η απλώς κολακεύει την αυταρέσκειά μας. Δεν είναι το σάβανο που τυλίγει τη νεκρωμένη μόνωσή μας. Δεν «είναι η κόλαση». Ο άλλος είναι οικεία χώρα ζωής, ο πιο ακριβός και αμετάθετος εαυτός μας, που μας χαρίζει -δια της προσφοράς μας σ’ αυτόν- την έννοια και την πραγματικότητα της αιώνιας ζωής, που ήδη άρχισε: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς» (Ιωάν. α’ 3, 14).
Πλησιάζοντας ένα ώριμο μοναχό δεν βρίσκεις κάτι το υπεράνθρωπο, που παραξενεύει και δημιουργεί ίλιγγο, αλλά κάτι το βαθειά ανθρώπινο, ταπεινό, που φέρνει γαλήνη και παρηγοριά. Μ’ όλη τους την άσκηση και αναχώρηση δεν απομακρύνθηκαν από τον άνθρωπο, επέστρεψαν σ’ αυτόν. Αγκάλιασαν όλους τους ανθρώπους και τους πόνους τους. ‘Έγιναν αληθινοί άνθρωποι.
Και η πρόοδος η μοναχική δεν εξαρτάται από το πόσο νήστεψε ή κακουχήθηκε ο μοναχός, αλλά από το πόσο, με όλη την άσκησή του, έγινε κοινωνός της  χάριτος του Παρακλήτου, αναπαύθηκε ο ίδιος και είναι ανάπαυση και για τον αδελφό  του τον άνθρωπο.
Στους μοναχούς μιας συνοδείας μπήκε ο λογισμός ότι ξεπερνούν στην αρετή τους άλλους μοναχούς, επειδή κάνανε πιο πολλές νηστείεςκαι μακρές ακολουθίες.
Γι’ αυτό το θέμα ένας παληός Γέροντας είπε:
«Μη μου λέτε πόσο νηστεύουν ή πόσες ώρες κρατά η ακολουθία τους. Άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει. Μπορεί ένας απ’ αυτούς και ο πιο προχωρημένος να καταλάβη το σημερινό κουρασμένο άνθρωπο, να παρηγορήση τον πονεμένο; Μπορεί να ελευθερώση το μπλεγμένο στις μεθοδείες του διαβόλου; Αν αυτό κάμη, αν μπορέση και ανάπαυση τον αδελφό του και τον κάμη να αγαπήση τη ζωή, να χαρή και να ευγνωμονήση το Θεό, αυτό θα δείξη ότι ο μοναχός αυτός προχώρησε πνευματικά»).
Αυτή η θέση του Αγιορείτη Γέροντα είναι χαρακτηριστική. Δείχνει πόσο ο μοναχισμός είναι φιλάνθρωπος. Μετρά τα πάντα με το μέτρο της αγάπης, της καθολικής σωτηρίας των πάντων, όχι της φανταστικής τακτοποιήσεως του καθενός χωριστά.
[Συνεχίζεται]

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 1ο)

Ένας Αββάς του Γεροντικού έλεγε: «Δεν είμαι μοναχός, αλλά είδα αληθινούς μοναχούς». Αύτη η φράση με βοηθεί και δικαιολογεί την παρουσία μου απόψε μεταξύ σας. Και από αυτά που είδα, θα προσπαθήσουμε να πούμε μερικές λέξεις για το τι είναι ένας ορθόδοξος μοναχός, και το τι βαθειά σχέση έχουμε όλοι με τη λειτουργική ζωή των μοναστηριών και τις προσωπικές εμπειρίες των άγιων ασκητών.
Ο Κύριος δεν ήλθε στον κόσμο για να καλυτερεύση απλώς τις συνθήκες της παρούσης ζωής, δεν ήλθε για να προτείνη κανένα οικονομικό η πολιτικό σύστημα, ούτε για να μας διδάξη καμιά μέθοδο ψυχοσωματικής ισορροπίας.
Ήλθε για να νικήση το θάνατο και να φέρη την αιώνια ζωή. «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, Ί6) Και αυτή η αιώνιος ζωή δεν είναι υπόσχεση για μεταϊστορική ευτυχία, δεν είναι μία απλή μεταθανάτια επιβίωση, ούτε μία παράταση ατέρμονη της παρούσης ζωής. Αιώνιος ζωή είναι η Χάρη που φωτίζει και νοηματίζει από σήμερα τα παρόντα και τα μέλλοντα, την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.
Οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού στους μαθητές Του έχουν σαν σκοπό να τους δώσουν αυτή τη βεβαιότητα, ότι νικήθηκε ο θάνατος.
Ο Κύριος αναστήθηκε. «Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Είναι τέλειος Θεός, και εισέρχεται και εξέρχεται κεκλεισμένων των θυρών. Είναι τέλειος άνθρωπος, που ψηλαφάται, εσθίει και πίνει όπως καθένας από τους μαθητές Του.
Αυτό που έχει ο άνθρωπος και αξίζει, δεν είναι τόσο οι σωματικές και διανοητικές του ικανότητες, αλλά ότι μπορεί να γίνη κοινωνός της Αναστάσεως του Χριστού, ότι μπορεί να πεθάνη και να ζήση από σήμερα την αιώνια ζωή: «Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12.25).
Ο μοναχός με το να δώση ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο Θεό σώζει τη μιαν αλήθεια. Ζη και φανερώνει τη μια χαρά: «Ος αν απολέση, ούτος σώσει…».
Η ζωή του μοναχού είναι μια απώλεια και μια εύρεση.
‘Ορθόδοξος μοναχός δεν είναι απλώς ο «μυστικός». Δεν είναι αυτός που με μια ωρισμένη δίαιτα η τεχνική έφτασε σε υψηλό βαθμό αυτοκυριαρχίας και σε ασκητικά κατορθώματα. Αυτά μόνα τους είναι επιτεύγματα του παρόντος αιώνος, ασήμαντα και ανίκανα να νικήσουν το θάνατο για το μοναχό και τους αδελφούς του.,
Αληθινός Ορθόδοξος μοναχός είναι ο αναστημένος.
Δεν έχει σαν αποστολή να κάμη κάτι με τις σκέψεις του ή να διοργανώση κάτι με τις ικανότητές του, αλλά να δώση με τη ζωή του τη μαρτυρία ότι ο θάνατος νικήθηκε. Και αυτό γίνεται με το να θάπτεται ο ίδιος σαν το σπόρο μέσα στη γη.
Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται στο Γεροντικό, όταν κάποτε ένας νέος μοναχός ανέφερε στο Γέροντα: Βλέπω ότι ο νους μου διαρκώς βρίσκεται στο Θεό, εκείνος του λέει: Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο νους σου στο Θεό, αυτό που έχει σημασία είναι το να θεωρής εαυτόν υπό κάτω πάσης της κτίσεως.
‘Έτσι τον μεταφέρει σ’ ένα άλλο χώρο. Από τη μερική απασχόληση, που μπορεί να είναι οι σκέψεις μας για το Θεό, τον καλεί στην ολοκληρωτική προσφορά, στην ταπείνωση, που είναι ένας αληθινός θάνατος και ταυτόχρονα η ανάσταση σε μια νέα ζωή, σεμνή και παντοδύναμη.
Στο πανεπιστήμιο της Ερήμου -όπως ονομάσθηκε ο μοναχισμός από τους Πατέρες- οι ασκητές δεν «μανθάνουν», άλλα πάσχουν τα θεία. Δεν κουράζουν το νου τους ή το σώμα τους, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους ολόκληρο. «Ει μη το όλον κατέστρεψα, ουκ αν ηδυνήθην εμαυτόν οικοδομήσαι».
Αληθινός μοναχός είναι ο εκ νεκρών αναστάς, μια εικόνα του αναστημένου Χριστού. Και φανερώνει ότι πνευματικό, δεν είναι το μη υλικό, ούτε σαρκικό είναι το σωματικό. Πνευματικό είναι κάθε τι (υλικό και άυλο) που έχει καθαγιαστή από το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, κάθε τι το μεταμορφωμένο από την άκτιστη Θεία ενέργεια.
Έτσι αποκαλύπτει την πνευματική αποστολή του κτιστού και σωματικού. Και ταυτόχρονα φανερώνει την απτή ύπαρξη του άυλου και ακτίστου.
Μοναχός είναι ο παντρεμένος με το μυστήριο της ιερουργίας της σωτηρίας των πάντων μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο ασχολείται με όλα και με τίποτα. Είναι «ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος». Η έννοια της ειδικεύσεως του είναι ξένη εκ φύσεως. Δεν είναι ειδικευμένος με κάτι, ούτε τον αφήνει αδιάφορο ένα άλλο. Όλα τον ενδιαφέρουν.
Αυτό που έχει σημασία και τον φωτίζει -του αποκαλύπτει αυτό που τον ενδιαφέρει- είναι το πως τοποθετείται, ενσωματώνεται, διακοσμείται (το τι θέση παίρνει) το κάθε τι μέσα στο μεταμορφωμένο σύμπαν, μέσα στη Θεία Λειτουργία της σωτηρίας των πάντων.
Η αποκάλυψη και η γνώση αυτή της συνεκτικής των όλων αρχής τον ενδιαφέρει. Αυτή ενδιαφέρει το κάθε τι. Γι’ αυτό κάθε τι το μεταμορφωμένο -το μετέχον καθολικά στη Θεία ενέργεια που σώζει το παν- τον ενδιαφέρει εξ ίσου. Τον βοηθεί για να γνωρίση τον εαυτό του και οποιοδήποτε θέμα του παρουσιαστεί.
Ένας μοναχός έγραφε:
«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.
Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.
Ποια είναι η αποστολή μου;
Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.
‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ5 όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.
Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.
Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.
Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον».
Ο μοναχός δεν έχει σαν σκοπό της ζωής του να πετύχη μια ατομική αυτοσυγκέντρωση η πρόοδο, αλλά να διακονήση στο μυστήριο της σωτηρίας με το να μη ζη για τον εαυτό του αλλά για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Ανασπώντα. Και για όλους τους αδελφούς του.
Αυτό επιτυγχάνεται, γιατί ο μοναχός ζη όχι όπως αυτός θέλει αλλά όπως η ‘Εκκλησία υπαγορεύει.
Η μοναχική κουρά, η είσοδος στη μοναχική ζωή, γίνεται μέσα στη Θεία Λειτουργία.
Ο υποψήφιος μοναχός εγκαταλείπει τον εαυτό του μπροστά στο Άγιο Θυσιαστήριο. Και γίνεται δεκτός από μια άγια Συνοδεία, που είναι άγια γιατί έχει εναποθέσει στο άγιο τούτο Θυσιαστήριο όλη της τη ζωή, τα σχέδια και την ελπίδα.
To Tiganosximo Skeuostamo2
Όπως δεν είναι η αρετή του ιερέως που μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά η χάρη της ιεροσύνης που είναι ενδεδυμένος, έτσι και μέσα στη μοναχική ζωή και αγωγή δεν είναι η ικανότητα η ο χαρακτήρας του ηγουμένου η των αδελφών που βασικά ενεργεί, αλλά το Πνεύμα της Παραδόσεως που κατευθύνει.
Μέσα απ’ όλους τους Πατέρες υπάρχει μια γραμμή. Όλοι οδηγούν στον ίδιο χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος. Καθένας μιλά με τον τρόπο του. ‘Εκφράζει την εμπειρία του. Τονίζει αυτό που ένοιωσε. Και από όλο αυτό το πνευματοκίνητο πλήθος, που σε άλλους τόπους και άλλους αιώνες έζησε, συναπαρτίζεται μία παναρμόνια φωνή απλότητος, που ψάλλει τον ένα ύμνο γύρω από το θρόνο του Αρνίου. Που τον ψάλλει τώρα και πάντα. ‘Εδώ και παντού. Που τον ψάλλει μέσα στο λειτουργικά χώρο της ζωής, τον ελεύθερο από τα φράγματα των μικρών επιδιώξεων και συμβατικοτήτων.
‘Έτσι η ίδια υπέρχρονη και πανάγαθη δύναμη που εκ του μη όντος συνέστησε τα πάντα, αυτή καθαγιάζει τα τίμια δώρα επί της Αγίας Τραπέζης, συγκροτεί των αγίων Πατέρων το χορό, καθαγιάζει τον προσφερόμενο μοναχό, παίρνει στα χέρια της και αναλαμβάνει την όλη συγκρότηση και ζωή της κάθε μοναχικής κοινότητος.
Η ζωή μας ολόκληρη γυρίζει γύρω από το Θεό. Ο χρόνος μας, η απασχόληση μας είναι αυτός. Η σωματική μας αντοχή και η πρωτόνοια προσφέρεται σ’ αυτόν. Η ακολουθία, η μελέτη, η προσευχή, αποτελεί το νόημα του αγώνα και τον πόλο γύρω από τον οποίο γυρίζομε. Η Θεία Λειτουργία αποτελεί την καρδιά του οργανισμού μας και συνθέτει την προσωπική μας ζωή και την αδελφική μας κοινότητα.
Αρχιτεκτονικά το μοναστήρι είναι πλασμένο να εξυπηρετή τη Θεία Λειτουργία: Είναι μια αρχιτεκτονικά ψαλλόμενη, θα μπορούσαμε να πούμε, Θεία Λειτουργία.
Γύρω από την εκκλησία σαν Χερουβίμ και Σεραφείμ απλώνονται καμάρες, κελλιά, τράπεζα, βιβλιοθήκη: ο χώρος που ιερουργείται η Θεία Λειτουργία του εικοσιτετραώρου.
Κάθε πράγμα είναι στη θέση του λειτουργικά ιεραρχημένο. Γι’ αυτό ζώντας μέσα στο πρόγραμμα της Μονής, βαδίζοντας στουςδιαδρόμους της, νοιώθεις πως γυρίζεις συνέχεια γύρω από το ((εν, ούτινος έστι χρεία». Γυρίζεις με τις σκέψεις, με τον κόπο, τον πόνο, τη χαρά, με το σώμα και την ψυχή σου, μέσα στη Θεία Λειτουργία της ζωής του Μοναστηρίου, που προσφέρεται υπέρ της οικουμένης.
Τούτη η ζωή και το οικοδόμημα θαρρείς και είναι μια ζωντανή εικόνα της Αναστάσεώς του Χριστού. Όπως στην Ανάσταση ο Χριστός συνέθλασε τις πύλες του θανάτου και τράβηξε γαλήνια και σωτήρια προς το φως τους πρωτοπλάστους, και όλες τις σειρές των πεπεδημένων. Παρόμοια τραβά η Θεία Λειτουργία όλη μας τη ζωή προς την άνω βασιλεία, και ο ναός σχηματικά όλη τη Μονή στο φως, στη γαλήνη του αγιασμού.
[Συνεχίζεται]

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

Η ΖΩΗ ΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


1του Γέροντα Βασίλειου Γοντικάκη

Εάν τυχόν είσαι δίπλα σε Αυτόν, άσχετα αν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, ελπίζεις και περιμένεις να έρθει η ζωή

Μά λέει κανείς: «Bρέ παιδάκι μου, πεθαίνουμε». Βλέπουμε στό Ευαγγέλιο ότι τό άρρωστο παιδί πού έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σάν νεκρό καί πολλοί άρχισαν νά λένε πώς πέθανε. Νομίζω ότι δέν έχει σημασία άν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, άν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι καί εμείς πεθάναμε.  

Αυτό πού έχει σημασία είναι νά μένουμε κοντά στά πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τόν κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος «τά πάντα διά τό πλήθος τού ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε». Οπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σέ Αυτόν, άσχετα άν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, ελπίζεις καί περιμένεις νά έρθει η ζωή.

Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται διά τού θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δέν πέσει στήν γή νά πεθάνει, μένει μόνος, έτσι καί εμείς, άν δέν πονέσουμε θά μείνουμε μόνοι. 

πηγή   το είδαμε  εδώ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Ἀρχιμανδρίτη Βασίλειος Γοντικάκης

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ 
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου,
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων)

Ἡ εὐαγγελική παραβολή

Ἡ εὐαγγελική παραβολή πού διαβάζεται σήμερα εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ὡς παραβολή τοῦ Ἀσώτου. Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει δύο γιούς. Ὁ νεώτερος γιός ζητάει χωρίς περιστροφές ἀπό τόν πατέρα του τό μερίδιό του ἀπό τήν κληρονομιά.
Ἀλλά τό κομμάτι αὐτό ἀποκομμένο ἀπό τό σύνολο τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς τοῦ πατέρα δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει. Τό κομμάτι αὐτό, ὅταν τό παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα, ὅπως καί ὅταν θέλουμε, δέν μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία, ἄν θέλετε, τοῦ νεώτερου γιοῦ, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώριμος δέν ἔχει φθάσει στό νά ξέρει, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν οὐσία τοῦ υἱοῦ.
Καί ὁ πατέρας τοῦ δίνει τό κομμάτι, τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περιουσίας, πού ζητάει. Εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑαυτό του. Ἐνδιαφέρεται νά σώση τό παιδί του. Αὐτό βρίσκεται στό σκοπό τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δέν τόν ἐνδιαφέρει τί θά πῆ ὁ κόσμος, ὅπως ἐνδιαφέρει τόσο πολύ ἐμᾶς γιά τό πῶς θά χαρακτηρίσουν τό παιδί μας γιά τίς ἀστοχίες του, δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν θά χάση τό κῦρος του, ἄν παρουσιαστεῖ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μέ παιδί πού ἀφήνει τό σπίτι καί φεύγει μακρυά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιό μακριά ἀπ' ὅ,τι μπορεῖ νά πάει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἤ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τοῦ κάνει διδασκαλία μέ λόγια. Τώρα πρέπει νά τόν ἀφήσει νά περιπλανηθεῖ, νά πάθει, νά μάθει, νά δεῖ προσωπικά τό ψεῦδος καί τίς ἀνυπόστατες ἀπάτες.
Αὐτό ξέρει ὁ πατέρας, ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλά δέν βλέπει ἄλλη λύση. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά τόν συντροφεύει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη του, πού ὑπάρχει στό σπίτι, ἀλλά ἁπλώνεται παντοῦ. Δίνει ἀγωγή στό παιδί του ὑποφέροντας μυστικά ὁλόκληρος, βγαίνοντας στό σταυρό τῆς ἀναμονῆς.
Τό θέμα δέν εἶναι ὁ πατέρας νά κρατήσει διά τῆς βίας τόν γιό κοντά του, ἀλλά νά τοῦ δώση τή δυνατότητα, νά δημιουργήση τίς προϋποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος μόνος του νά ἔλθει πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν πατέρα ὁρίζει τόν υἱό.
Καί ὁ ἄσωτος φεύγει. Πηγαίνει γιά νά ζήσει σέ μιά χώρα ξένη, ὅπου τά πάντα ξοδεύονται χωρίς νά ἀνανεώνονται. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο μένει μόνος. Οἱ φίλοι του ἔμειναν κοντά του ὅσο κράτησαν τά πλούτη του. Ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἔκπτωση καί τήν ἐξαθλίωση. Καί ὅταν πηγαίνει νά ζητήσει βοήθεια τόν σπρώχνουν πιό χαμηλά. Τόν στέλνουν νά βόσκει χοίρους, νά ποιμάνει τά πάθη. Τόν κάνουν χοιροβοσκό. Τοῦ ἀρνοῦνται τή φύση του, τήν ἀνθρωπιά του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν εὐγένειά του. Τόν θεωροῦν ζῶο.

Ἡ ἐπιστροφή καί ἡ μετάνοια
Ὅμως, ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στή μακρινή χώρα φανέρωσε καί τό τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχή εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, σέ ποιόν νά καταφύγει, ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωή καί ἀνάσταση γιά ὅλους.
Καί ἀρχίζει νά μονολογεῖ: "Μπορεῖ νά τά ἔχασα ὅλα! Μπορεῖ νά χάθηκα κι ἐγώ. Κυριολεκτικά νά πέθανα. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού δέν χάνεται, δέν πεθαίνει. Εἶναι ὁ πατέρας μου καί ἡ ἀγάπη του. Δέν σκέφτομαι τά παιδιά του - εἶμαι ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο - σκέφτομαι τούς ὑπηρέτες του, πῶς τούς φέρεται, πῶς τούς χορταίνει. Θά σηκωθῶ καί θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν σου. Σέ σένα πού ἔχεις τέτοια ἀγάπη πού γεμίζει οὐρανό καί γῆ. Σέ σένα πού ἀκόμη ἐδῶ, στή μακρινή χώρα τῆς στέρησης καί τῆς κόλασης, μέ συνοδεύεις. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τήν υἱοθεσία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία μου. Δέν εἶναι ἡ περιουσία σου πού σπατάλησα. Καθύβρισα τή μιά σχέση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα. Πάτερ ἥμαρτον".
Ξέρετε, εἶναι σχετικά εὔκολο νά παραδεχθῶ τά λάθη καί τά ἐλαττώματά μου, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναγνωρίσω ξαφνικά πώς ἔχω προδώσει, πώς ἔχω χάσει τήν πνευματική μου, τήν ἀληθινή μου ὀμορφιά, πώς βρίσκομαι τόσο μακριά ἀπό τό ἀληθινό μου σπίτι.
Καί ὁ ἄσωτος παίρνει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πρίν ἀκόμη φθάσει στό σπίτι, ὁ πατέρας τόν βλέπει ἀπό μακρυά καί τρέχει. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα, πέφτει ὁλόκληρος στήν ἀγκαλιά του καί τόν καταφιλεῖ. Ἤδη ὁ γιός κατάλαβε, πῆρε τήν ἀπάντηση. Ὁ πατέρας ἄκουσε τήν ἐξομολόγηση. Γιατί πάντοτε ἦταν μαζί μέ τό παιδί του. Αὐτό τό ὁποῖο παρακαλῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του δέν εἶναι "συγχώρα με", ἀλλά "πατέρα". Εἶναι τό ὄνομα τοῦ πατέρα πού ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του καί τοῦ δίνει τό θάρρος νά ἐλπίζει.

Ἡ πατρική ἀγάπη
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ τό λάθος του καί σιωπᾶ. Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Τά χάνει μέ τόν χείμαρρο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα πού τόν διαλύει. Καί τό λόγο παίρνει ὁ πατέρας πού μιλᾶ ξεκάθαρα ἐν σιωπῇ. Δέν λέει στό παιδί του γιά τόν ἑαυτό του. Οὔτε ἄν πόνεσε, οὔτε πόσο πόνεσε ὅταν ἔφυγε. Οὔτε πόσο χαίρεται τώρα πού γύρισε. Οὔτε τόν μαλώνει γιά νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά δέ λέγονται. Διότι ἡ μυσταγωγία τῆς σχέσης τους ἱερουργεῖται σέ χῶρο βαθειᾶς σιωπῆς. Πυράκτωμα ἀγάπης πού παραλύει τή γλώσσα.
Ἔτσι νίκησε ἡ πατρική ἀγάπη τό θάνατο. Καί ἄναψε τούτη ἡ χαρά, τό πανηγύρι, πού ἐνδύεται καί πάλι ὁ γιός τήν στολή τήν πρώτη, καί φορᾶ τό δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας, καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός.

Οἱ δικές μας ἐπιστροφές
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή δέν μοιάζει μέ τίς δικές μας ἐπιστροφές ἤ τουλάχιστον αὐτές πού ἔχουμε στό μυαλό μας. Οἱ δικές μας εἶναι τοποθετημένες λίγο-πολύ σέ μιά νομικίστικη σχέση, σέ μιά ἀντίληψη πού καλλιεργεῖ μᾶλλον τίς συμφωνίες μεταξύ κυρίων πού δέν ἀθετοῦν τό λόγος τους, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο: Λοιπόν, πατέρα, νά τά συζητήσουμε, νά δοῦμε τά πράγματα ψύχραιμα. Νά δοῦμε σέ τίς φταῖς καί σέ τί φταίω. Νά βροῦμε ἕνα τρόπο συμβίωσης. Ὄχι ὅτι δέν μπορῶ νά ζήσω μακρυά ἀπό σένα. Μπορῶ, ἀλλά μιά καί εἶσαι πατέρας μου εἶπα νά γυρίσω. Τώρα ὅμως πρέπει νά μήν ἐπαναληφθοῦν τά ἴδια.
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή εἶναι ἡ κόλαση τῆς λογικῆς καί τῆς δικαιοσύνης. Βλέπετε ὑπάρχει παραμονή στό σπίτι πού εἶναι περιπλάνηση σέ χώρα μακρινή. Ὑπάρχει ἐπιστροφή πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τό σπίτι.
Δέν γνωρίζω πόση σχέση ἔχει ὁ καθένας μας μέ τόν πατέρα καί τό νεώτερο γιό. Αὐτό ὅμως πού γνωρίζουμε ὅλοι εἶναι, ὅτι μποροῦμε νά γυρίσουμε στόν Πατέρα μας, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἐπικύρωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἀνθρωπιᾶς μας. Γι' αὐτό, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ, μᾶς λέγει: "Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου. Ὅλα τά ἄλλα θά στά δώσω ἐγώ".

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ: ΟΙ ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ

15Οι ψεύτικοι χαρισματούχοι οικειοποιούνται τα κατά φαντασίαν χαρίσματά τους. Επαίρονται γι’ αυτά. Φροντίζουν για την προβολή και «αξιοποίηση» τους. Δημιουργούν ομάδες και κλειστούς κύκλους οπαδών από παρόμοια μ’ αυτούς άτομα, που ρέπουν προς την πλάνη, το σχίσμα και την αίρεση. Στηρίζονται στον εαυτό τους, και όχι για χάρη της Εκκλησίας.
Οι οπαδοί τους με φορτικότητα διαφημίζουν τις αρετές των αρχηγών τους, για να αγρεύσουν οπαδούς και να αυτοδιαφημιστούν ως μαθητές τέτοιων διακεκριμένων δασκάλων».
Η νοσηρή τους ευσεβοφάνεια και προσποίηση διακρίνεται από μακριά, γιατί είναι κοινό το σύμπτωμα της αρρώστιας αυτής παντού και πάντοτε μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας.
Αργά ή γρήγορα όμως φανερώνεται πόση αλήθεια είχαν οι προφητείες τους και πόση σοβαρότητα οι διαφημιζόμενες αρετές τους.

Εν αντιθέσει με τους πλανεμένους, που έχουν εντυπωσιασθεί από την πνευματική τους ανωτερότητα, την οποία θέλουν πάση θυσία να διασώσουν και να προβάλλουν, υπάρχουν οι αληθινοί ταπεινοί και κεχαριτωμένοι, που τρέφονται και αναπτύσσονται πνευματικά μέσα στην Εκκλησία, ζώντες «συν πάσι τοις αγίοις». Αυτοί δεν υπολογίζουν τον εαυτό τους. Τον θεωρούν ένα σκουπίδι, «πάντων περίψημα έως άρτι».
Γι’ αυτό, δέχονται χαρίσματα, που τα κρατούν αδιάφθορα και τα διατηρούν, χωρίς να το γνωρίζουν. Φροντίζουν με μία παιδική και ταυτόχρονα θεϊκή τρυφερότητα τους άλλους.
Είναι η δόξα της Εκκλησίας και η παρηγοριά όλου του κόσμου.
πηγή

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

Ἄξιον Ἐστί π. Βασίλειος Γοντικάκης

«Παρθενική πανήγυρις σήμερον ἀδελφοί, …συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος,…τό ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων, …ἡ παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα…».

Ὅλος αὐτός ὁ Παράδεισος τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ ναοῦ τούτου, ὅλη ἡ καινή κτίσις ὀφείλεται στήν Κυρία Θεοτόκο. Καί ὅποιος δέν ὁμολογεῖ τήν Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος». Αὐτό τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου ὅλον συνιστᾶ τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας.

Καί πρό ἡμερῶν κάποιος νέος μοναχός ρώτησε ἕνα γέροντα ὀγδόντα ἐτῶν, πού ζῆ χρόνια στό Ὄρος: «Γέροντα, τί κατάλαβες τόσα χρόνια πού ζῆς ἐδῶ; Τί πρέπει νά προσέξη ὁ μοναχός, γιά νά σωθῇ;» Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀγράματου και σοφοῦ γέροντα ἦταν σύντομη καί σαφής: «Νά πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος καί Παρθένος».

Μά γιατί νά δίδεται τόση σημασία στήν ὀρθή πίστι στόν Θεάνθρωπο Κύριο καί στήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο νά ἐπιμένη σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπό τούς μεγάλους Πατέρας μέχρι τόν τελευταῖο μοναχό;

Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο μᾶς βοηθᾶ πολύ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅσα γράφει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «Πρό τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν ὑπό νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πρίν ἔλθη ἡ πίστις, ἡ καινή κτίσις μέσα στήν ὁποία ζοῦμε τώρα, ἤμασταν κλεισμένοι καί ἐφρουρούμεθα ἀπό τό νόμο ἀναμένοντας «τήν μέλλουσαν πίστιν». Ἀλλά ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση. Δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση αὐτό πού ζητᾶμε. Ὁ νόμος εἶναι μιά κατάρα.

Εἶναι μιά φυλακή. Τό πολύ-πολύ νά ἀποδειχθῆ, νά γίνη μιά φρουρά, μιά προφύλαξι. Δέν μπορεῖ ὅμως νά μᾶς δώση αὐτό πού βαθειά λαχταρᾶ ἡ φύσι μας. 

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα ἰδική Του καί ὁμοίωσι. Ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐκ τῶν ἀρχεγόνων στοιχείων» ἔπλασε τό σῶμα μας. Καί ἐνεφύσησε σ᾽ αὐτό πνεῦμα ζωῆς. Μᾶς ἔδωσε «μοῖραν Θεοῦ», κατά τόν Μέγα Βασίλειο. Ἔτσι θά μπορούσαμε ἐμεῖς, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά φτάναμε στό καθ᾽ ὁμοίωσιν, στή θέωσι. Ἐμεῖς ὅμως δέν τό κάναμε. Παρακούσαμε τοῦ Κτίσαντος ἡμᾶς. Ἀμαυρώσαμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἰλύν τῶν παθῶν. Καί δέν μπορούσαμε πιά νά ἐλευθερωθοῦμε. Δέν μπορούσαμε νά ἐπανέλθωμε στόν παράδεισο, νά βροῦμε τό δρόμο πρός τή θέωσι.

Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μᾶς σώση; Αὐτός εἶναι Θεός. Σ᾽ αὐτόν ὅλα εἶναι δυνατά. Δέν θά μποροῦσε νά μᾶς ἐπαναφέρη πάλι στόν παράδεισο πού ἐχάσαμε; 

Ἡ ἀπάντησι δέν εἶναι τόσο εὔκολη καί ἁπλή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι μεγάλο, ὅπως ἐλέχθη. Εἶναι προικισμένος μέ τήν ἐλευθερία. Εἶναι κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ. Καί πρέπει νά συνεργήση γιά τή σωτηρία του. Ἀλλοιῶς ἡ διά τῆς βίας καί παρά τή θέλησί του σωτηρία εἶναι κόλασι γιά τόν ἄνθρωπο, ἐξαφάνισι καί ἐξουδετέρωσι τῆς δυνατότητας πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός νά μπορέση νά γίνη Θεός κατά χάριν. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός περίμενε αἰῶνες καί γενεές. Γιά νά βρεθῆ τό κατάλληλο πρόσωπο, ἐκεῖνο πού οἰκείᾳ βουλῇ, μέ τή θέλησί του, ἐλεύθερα θά ἔλεγε ναί στό Θεό. Θά ὑπάκουε στό θεῖο θέλημα γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Καί ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου εἶναι ἡ Παρθένος. Σκοπός τῆς δημιουργίας ἦταν νά γεννηθῆ ἡ Παρθένος. Ὅταν αὐτή παρουσιάστηκε, ὅταν αὐτή γεννήθηκε, βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θά διόρθωνε τό πταῖσμα τῶν πρωτοπλάστων. Θά γεννοῦσε τόν Σωτῆρα. Θά ἀνεδεικνύετο Θεοτόκος. «Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τεκοῦσα τόν σωτῆρα, ἀνέτρεψας τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας…»

Αὐτή εἶναι ἡ καλή ἐν γυναξί. Ἡ τῷ Θεῷ προορισθεῖσα γενέσθαι μήτηρ αὐτοῦ. Ἡ προεκλεχθεῖσα ἀπό πασῶν τῶν γενεῶν. Αὐτή πού ἦταν ἄμωμος καί ἀμόλυντος. Πού ἀπό τή βρεφική ἡλικία εἰσῆλθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. «Τῶν Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Ἁγία καί ἄμωμος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται…».

Ἐκεῖ μένει. Τρέφεται κατά τό σῶμα μέ τροφή ἀγγέλων. Τρέφεται κατά τόν νοῦν μέ οὐράνια νοήματα. Δέν ζῆ γιά τόν ἑαυτό της. Ζῆ γιά τό Θεό. Καί φθάνει στήν ὡριμότητα ἐκείνη νά δεχθῆ τόν ἀρχαγγελικό ἀσπασμό. Νά πῆ ναί στό Θεό. Νά πῆ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: Ἄς γίνη σέ μένα, στήν ψυχή καί στό σῶμα μου, κατά τό ρῆμα σου, κατά τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καί ἀρχίζει νά σαρκοποιῆ τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καί ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.

Δέν διῆλθε δι᾽ αὐτῆς ὡς διά σωλῆνος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ εἷς Θεός μέ δύο φύσεις, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Καί ὅποιος αὐτό δέν πιστεύει, ἐκπίπτει τῆς υἱοθεσίας πού ἔχει ἐπαγγελθῇ, πού εἶναι ὑποσχεμένη στούς πιστούς.

Αὐτή σαρκοποιεῖ διά τῶν ἰδίων ἀχράντων αἱμάτων της, τῇ ἐπισκιάσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός. Αὐτή ἀναδεικνύεται ἡ κλίμαξ δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός καί ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν. Αὐτή εἶναι τό μεθόριον τῆς κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως καί οὐδείς ἄν ἔλθοι πρός Θεόν, εἰ μή δι᾽ αὐτῆς τε καί τοῦ ἐξ αὐτῆς Μεσίτου.

Εἶναι ἡ οὐρανώσασα τό γεῶδες ἡμῶν φύραμα. Διά τῆς προσφορᾶς τοῦ καθαροῦ καί ἀμόλυντου ἑαυτοῦ της ἀρτοποιήθηκε ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Μπῆκε στό ἀνθρώπινο φύραμα ἡ ζύμη τῆς Βασιλείας. Ἔκαμε τή γῆ οὐρανό, τήν κτίσι δυνάμει παράδεισο.

Αὐτή εἶναι τό πέρας τῶν προφητικῶν προρρήσεων. Αὐτήν προκατήγγειλαν ἄνωθεν οἱ Προφῆται στάμνον, ράβδον, τράπεζαν, χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπως ἀκούσαμε νά ψάλουν οἱ ψάλται κατά τήν ὥρα πού ἐνεδύετο τήν ἀρχιερατική στολή ὁ Ἀρχιερεύς. Καί αὐτή ἡ ἔνδυσις τοῦ Ἀρχιερέως τήν ἀνάληψι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰκονίζει. Καί ὅπως δέν ἦταν δυνατή ἡ πλάσις τοῦ ἀνθρώπου πρίν ὑπάρξη ὁ πηλός, ἔτσι καί μετά τήν πτώσι δέν ἦταν δυνατή ἡ ἀνάπλασι, χωρίς νά γίνη ἡ φύσι μας ἔνδυμα τοῦ κτίσαντος. Σ᾽ αὐτήν λοιπόν τήν Παναγία Παρθένο καταλήγουν καί πέρας λαμβάνουν ὅλες οἱ προφητεῖες καί προτυπώσεις. Ἡ βάτος, ἡ κλίμαξ τοῦ Ἰακώβ, ἡ θάλασσα ἡ ἐρυθρά, τό ἀλατόμητον Ὄρος αὐτήν προεμήνυαν.

Ἀλλά καί ὅλη ἡ δημιουργία- χρόνος καί ἱστορία-σ᾽ αὐτή βρίσκει τήν καταξίωσι καί χαρά της. «Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις…». Εἶναι ἐκείνη ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.

Καί οἱ θεῖοι μελωδοί, γιά νά ἐκφράσουν τό ἄρρητο κάλλος τῆς Παρθένου, ἐπιστρατεύουν ὅλη τή δημιουργία, φέρουν ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως. Καί τήν ὀνομάζουν ἄρουραν εὔκαρπον, θάλασσαν καί πέλαγος χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὄρθρον φαεινόν, φωτεινήν νεφέλην, ἄμπελον εὐκληματοῦσαν, ἐλαίαν κατάκαρπον, περιστεράν ἀμόλυντον. Καί καταλήγουν καί καταλαβαίνουν οἱ ψαλμωδοί τήν ἀδυναμία τους, καί ὁμολογοῦν: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα σου τήν δύναμιν τῶν λόγων». 

Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό ἄρρητον κάλλος τῆς Παρθένου τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς δημιουργίας. Καί ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζει τά δημιουργήματά Του «καλά λίαν», μέ τό πρόσωπο τῆς Παρθένου: Τό «καλά λίαν» ἀναφέρεται στό κάλλος καί τήν καλωσύνη τῆς Παρθένου. Εἶναι καλά, γιατί ὁδηγοῦν στήν Παρθένο, καταλήγουν σ᾽ αὐτήν πού εἶναι ἡ «καλλονή τοῦ Ἰακώβ». Ὁ Θεός μέσω ὅλης τῆς δημιουργίας διέκρινε τό σκοπό, τό τέλος, τόν ἀνθό της, πού εἶναι ἡ Παρθένος. Γι᾽ αὐτό εἶδε καί ὀνόμασε καλά λίαν τά πάντα.

Σ᾽ αὐτήν καί δι᾽ αὐτῆς χρόνος καί φύσις καινοτομοῦνται. Τότε λοιπόν πού παρουσιάζεται ἡ Παρθένος, ξαναμπαίνομε στόν παράδεισο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ θείου κάλλους. Ξαναπαίρνουμε τήν υἱοθεσία. Μποροῦμε νά γίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καταγλαΐζεται ὄντως ὁ κόσμος. Εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα τήν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς». Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό φῶς τοῦ κόσμου. Τώρα ὁ κόσμος φωτίστηκε, ἔγινε καινός. Ἔγινε τό σπίτι μας. Μποροῦμε νά ζήσωμε, νά τραφοῦμε, νά σωθοῦμε ἀπό τόν Υἱόν τῆς Παρθένου καί Θεόν ἡμῶν.

Τώρα δέν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ νόμου, ἀλλά φίλοι τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ δέν σᾶς λέω δούλους, ἀλλά φίλους, γιατί ὅσα ἤκουσα παρά τοῦ Πατρός μου σᾶς τά ἐγνώρισα». Μποροῦμε νά ἀπολαύσωμε τήν υἱοθεσία, νά ξαναγίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί κατά θέσι παιδιά τῆς Ἀειπαρθένου, τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε διά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὡς Μητέρα. Τώρα ὅλα κινοῦνται, ἱερουργοῦνται πνευματικῶς μέ ἄλλους νόμους. Τώρα προχωροῦμε πρός τό Πάσχα, τό Χριστό. Τήν ὁδό, τήν διάβασι, τό ξεπέρασμα, τήν ἐπέκτασι. Καί ὁ μακαρισμός τῆς γυναικός ἐκ τοῦ ὄχλου, πού εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ: «μακαρία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», συνεπληρώθη ἀπό τόν Κύριον καί τόν Υἱόν της μέ τό: «Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν». 

Καί τοῦτο πολλές φορές ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σάν ὑποτίμησι τῆς Παρθένου, ἐνῶ εἶναι ἐπαύξησι τοῦ μακαρισμοῦ της καί ἐπέκτασι καί ἅπλωμα τῆς εὐλογίας τῆς Θεοτόκου σ᾽ ὅλους: Δέν εἶναι μόνον αὐτή μακαρία. Δι᾽ αὐτῆς, τῆς ἀειμακαρίστου καί παναμώμου, μποροῦν ὅλοι νά γίνουν μακάριοι. Αὐτή εἶναι πού ἄκουσε τό Λόγο τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἀγγέλου, τόν δέχτηκε ὑπάκουα καί ἁγνά. Καί δέν τόν φύλαξε μόνο, ἀλλά συνεκράθη μέ αὐτόν καί σαρκοποίησε καί γέννησε τό Θεάθρωπο Κύριο. Καί ἁγιάστηκε ἡ ἴδια ἐξ αὐτοῦ. Καί ἔγινε Παναγία. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ παρθενικήν μήτραν ἡγίασεν τῷ τόκῳ αὐτοῦ. Καί τώρα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀκούση τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά τόν φυλάξη μέσα του. Καί, κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Παρθένου, νά συλλάβη τή χαρά τήν ἄφατη καί νά γίνη κατά χάριν μήτηρ Θεοῦ. Καί μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Μακάριος ὁ τό φῶς τοῦ κόσμου ἐν ἑαυτῷ μορφωθέν θεασάμενος, ὅτι αὐτός ὡς ἔμβρυον ἔχων τόν Χριστόν, μήτηρ αὐτοῦ λογισθήσεται, καθώς ἐκεῖνος ὁ ἀψευδής ἐπηγγείλατο· «Μήτηρ μου» λέγων «καί ἀδελφοί καί φίλοι οὗτοί εἰσι». Ποῖοι; «Οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ποιοῦντες αὐτόν». Αὐτή εἶναι ἡ Θεοτόκος δι᾽ ἧς ἔλαμψεν ἡμῖν ὁ Ἐμμανουήλ πού ἀνέτρεψεν τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας. Αὐτή εἶναι πού ἔγινε μήτηρ τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός. Καί ἦλθε ἡ καινή κτίσις. Καί φωτίζει τά πάντα ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί σκέπει τά πάντα ἡ Θεομητορική στοργή τῆς Παναγίας. Καί ὑπάρχουν οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, τά ὑπάκουα παιδιά τῆς Παναγίας. Πού μιμοῦνται τή ζωή της κατά δύναμιν, πού δέχονται τήν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της. Καί ἕλκονται καί νικῶνται ἀπό τή στοργή της. «Χαῖρε, στοργή, πάντα πόθον νικῶσα». Καί δέχονται ἐπισκέψεις ἀρχαγγελικές.

Ἕνα τέτοιο ὑπάκουο παιδί τῆς Παναγίας, ἐκλεκτός ἐν μοναχοῖς, εἶναι καί ὁ ἀνώνυμος ὑποτακτικός πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τόν οὐράνιο ὕμνο στό λάκκο τῆς Καψάλας. Σταματᾶνε οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες, καί ἐκβλύζουν τά πάντα σ᾽ ἕνα ὕμνο δοξολογίας, αἶνο καί μακαρισμό τῆς Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἐψάλη ἀπό τόν Ἀρχάγγελο. Εἶναι τό μεγαλυνάριο πού συγκεντρώνει ὅλους τούς ὕμνους καί προχωρεῖ ἀπό τό λάκκο τοῦ Ἄδειν στή θάλασσα τῶν χαρισμάτων τῆς Παναγίας. ἔκαμε δῶρο τήν πέτρα πού χαράκτηκαν τά λόγια τοῦ ὕμνου, τόν ἀγγελοδίδακτο ἦχο, καί τήν ἅγια εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μπροστά στήν ὁποία ἔψαλε ὁ ἄγγελος.

Καί αὐτός ἔφυγε. Ἔμεινε ἄγνωστος καί ἀνώνυμος. Τοῦ φτάνει νά ζῆ μέ τούς ἀγγέλους ἐσαεί καί νά ψάλλη μέ τίς οὐράνιες χοροστασίες τόν ὕμνο τῆς Παρθένου, τό «Ἄξιον ἐστί». Καί νά μετέχη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωνύμου ὀνόματος, πού εἶναι ὁ Κύριος. Καί ὁ ἀνώνυμος μοναχός χαίρεται μόνον ὅταν ἐμεῖς χαιρώμαστε τή χαρά τῶν ἀγγέλων καί ὑμνοῦμε τή Θεομήτορα καί δεχόμαστε τή θεία της εὐμένεια. Καί αὐτό εἶναι τό ὄνομα του, ὁ πλοῦτος του, ἡ ζωή του, ἡ τρυφή του, ἡ δόξα καί ἡ ἀνάπαυσί του· νά μήν ἔχη ἀνάπαυσι (Ἀποκ. δ’, 8) καί νά ψάλλη διά παντός μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων τό «Ἄξιον ἐστί» τῆς Παρθένου. Καί τό «ἄξιον τό ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως (ε’, 12).

Καί ὁ ὕμνος αὐτός ἔγινε ὕμνος παναγιορείτικος. Ὕμνος πανορθόδοξος. Ὕμνος πού μπῆκε στήν καρδιά τῆς θείας λειτουργίας. Καί ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιον ἐστίν τοποθετήθηκε στήν κεντρικώτερη καί ψηλότερη θέσι τοῦ συνθρόνου στό ναό τοῦ Πρωτάτου. Καί στήν θεία ἀναφορά, ἀφοῦ θά ὑμνήση ὁ Ἱερεύς τό Θεό μέ τούς λόγους: «Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί εὐχαριστεῖν…», καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ὁ λαός ἐκφώνως καί ἐμμελῶς ψάλει τό «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…». Ἀφοῦ δοξολογηθῆ καί ὑμνηθῆ, ἀναπεμφθῆ εὐχαριστία στόν ἀόρατο καί ἀκατάληπτον Θεό, δοξολογοῦμε καί τήν ἀειπάρθενο κόρη, τή Θεοτόκο Μαρία, τῶν ἀσωμάτων τό ἆσμα καί τῶν πιστῶν τό ἐγκαλώπισμα. Αὐτή εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀνθρωπότητος στό Θεό, ἡ καθαρότητι ἀγγέλους ὑπεράρασα. «Ἡμεῖς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».

Καί τώρα πού γιορτάζουμε τά χίλια χρόνια τοῦ ἀγγελοδίδακτου ὕμνου, δέν κάνουμε ἁπλή ἱστορική ἀναδρομή. Ζοῦμε ἐδῶ ἐκεῖνο τό θαῦμα τώρα. Ἔχομε τήν ἴδια ἅγια εἰκόνα μπροστά μας. Ἔχομε τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ πού ψάλλει μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων. Ἔχομε τόν ἀνώνυμο μοναχό καί τόν ἄγνωστο ἁγιογράφο. Ἔχομε συγκεντρωμένους ὅλους τούς ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους, οἱ ὁποῖοι στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ταπεινώθηκαν, ἔκλαψαν, πόνεσαν, ἀγάπησαν καί ἄκουσαν ὕμνους ἀνάκουστους, εἶδαν ὁράματα μυστικά, τράφηκαν μέ οὐράνιο μάννα, ἐνετρύφησαν στή χαρά τοῦ παραδείσου, νίκησαν τή φθορά καί μπῆκαν θεία χάριτι στήν ἐλευθερία τῆς μελλούσης Βασιλείας.

Ἐδῶ, διά τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Θεανθρώπου, στή θεία Λειτουργία εἶναι παρόντα πάντα. Αὐτή εἶναι πού κατήργησε τούς φραγμούς, εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ τόν ἄχρονον ἀφράστως κυήσασα, ἡ τῷ θείῳ τόκῳ της τυπώσασα τόν ἔξω τόπου τῇ θεότητι ὑπάρχοντα. Καί τούς κοσμικῶς καί χρονικῶς διεσπαρμένους ὁμοχώρους καί συγχρόνους ποιεῖ. Διά τοῦ θείου τόκου της ἀνήχθημεν ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ ὅπου τά φοβερά τελεσιουργεῖται.

Γιά ὅλα αὐτά ἄξιον ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τήν Θεοτόκον.

Καί μεῖς ἀξιωνόμαστε νά μένομε στό περβόλι της. Καί εἶναι κατά χάριν μεθ᾽ ἡμῶν. Ἐνῶ μετέστη πρός τήν ζωήν, τόν κόσμον οὐ κατέλιπε. Καί γέμισε τούς λάκκους καί τά ὑψώματα τοῦ Ὄρους μέ παιδιά δικά της, ταπεινά καί ἅγια, πού ψάλλουν μέ ἀγγέλους. Καί τούς κάνει συντροφιά ἡ Θεομήτωρ. Καί γράφονται στίς καρδιές καί τίς πέτρες θεῖοι ὕμνοι. Καί μένουν στήν ἀτμόσφαιρα καί στά κελλιά καί τά χώματα καί τή μνήμη ἀρώματα οὐράνιας εὐωδίας. Καί φωτίζουν τόν ὁρίζοντα τή νύχτα καί τή μέρα θεῖες ὀπτασίες. Καί καθημερινῶς ὑμνοῦμε «τήν καθαράν οἱ ἀκάθαρτοι».

Εἶναι τά κελλιά, τά μοναστήρια, τά ἡσυχαστήρια, τά μονοπάτια, τά κοιμητήρια γεμάτα θεομητορική παρουσία καί κατάνυξι, πού νίκησε τό θάνατο, καταργεῖ τίς ἀποστάσεις καί γεμίζει τά πάντα παρηγοριά. Γι᾽ αὐτό δοξολογοῦμε, εὐγνωμονοῦμε καί νοιώθουμε ὅτι εἶναι φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, ἀλλ᾽ οἶκος Θεοῦ. Καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.

Εἶναι ἀναρίθμητα τά θαύματα τῆς Παναγίας, τῆς Παρθένου, τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ὄρους, τῆς Πορταϊτίσσης, τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Γοργοϋπηκόου, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Κουκουζέλισσας. Τῆς χάριτος τῆς φανερᾶς καί ἀγνώστου τῆς Παναγίας.

Παρ᾽ ὅλες τίς ἀδυναμίες μας, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιθέσεις διά τῶν αἰώνων, τῶν πειρατῶν, τῶν κουρσάρων, τῶν κατακτητῶν, τῶν δαιμόνων, τῶν ποικίλων πειρασμῶν, τό Ὄρος μένει ἅγιο καί ἱερό, μοναχικόν καταγώγιον, ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τῆς Παρθένου. Καί εἶναι σ᾽ αὐτό κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί της ἡ Θεοτόκος ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μή πρακτέων ἑρμηνευτής, τροφεύς, κηδεμών καί ἰατρός.

Καί ἐφ᾽ὅσον τόσες φορές κάθε μέρα, τώρα καί χίλια χρόνια, ἔμεινε ἡ Κυρία Θεοτόκος πιστή στήν ὑπόσχεσί της, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτή ἡ ὄντως φιλόστοργος μητέρα θά μᾶς συμπαρασταθῆ καί τήν ὥρα τή φοβερά τῆς δίκης καί θά γίνη πρέσβυς πρός τόν Υἱόν της, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅταν ἐκεῖνος ἔλθη κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς.

Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τά μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα δι᾽ αὐτῆς διεπράχθη, εἶναι ἄξιον καί δίκαιον νά ποῦμε καί νά ψάλωμε καί γιά τά χίλια χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό Περβόλι της ἀκόμη μιά φόρα μ᾽ ὅλη μας τήν καρδιά τό: 

«Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς 
μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…»

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Όταν ζητάς το θέλημά ΤΟΥ…


      Γοντικάκης…νιώθεις ότι έπρεπε να πάθεις, να πονέσεις, να πεθάνεις στη γη σαν το σπόρο, για να βλαστήσει από μέσα σου κάτι που δεν παρέρχεται.
Είμαι πλασμένος για κάτι συγκεκριμένο – έλεγε ένας μοναχός – άπιαστο, αθεώρητο με γυμνό οφθαλμό, και ταυτόχρονα ένσαρκο. Το ξέρω, το πιστεύω, το ζω. Όταν απ’ αυτό απομακρύνομαι, τα χάνω όλα – ψυχικά και σωματικά. Όταν σ’ αυτό βρίσκομαι, ριζώνω, τα βρίσκω όλα, την υγεία της ψυχής και του σώματος: Όντας μόνος είμαι σε κοινωνία με τους αγίους. Όντας με πολλούς τρέφομαι από την άχραντη πηγή που βρύει στην εσωτέρα έρημο. Ο σεβασμός προς αυτό, πραγματοποιείται, με το να ζητώ




να γίνει το θέλημα Του ανά πάσα στιγμή και μόνο. Να το ζητώ, όχι με το στόμα και τη φωνή, αλλά με όλη μου τη διαγωγή ολοχρονίς.
Και όταν ζητάς να γίνει το θέλημα Του, όταν όλη σου η ύπαρξη είναι μια ματωμένη αίτηση, αυτό γίνεται. Αλλά αυτό το ”γίνεται” δεν μπορείς να το προσδιορίσεις. Μπορεί να γίνει με το να γίνει ή με το να μη γίνει. Μπορεί, πριν τελειώσεις την αίτηση σου, να έλθει η απάντηση. Μπορεί όμως και να περιμένεις χρόνια, να εξαντληθείς, να απογοητευτείς, να τελειώσεις, να εξαφανιστείς.
Και τότε, που δεν περιμένεις πια τίποτε – ούτε εσύ ούτε οι άλλοι – να έλθει ο Ίδιος να σε αναστήσει, να σε πάρει μαζί Του σε πορεία καινή. Τότε καταλαβαίνεις…. γιατί καθυστέρησε για σένα. Πως ήταν μαζί σου ”εν ετέρα μορφή” και όταν δεν είχε έλθει και Τον περίμενες.
Άλλος μοναχός που τον επισκέφτηκε η Θεία Χάρις απρόσμενα ενώ καθόταν στο κελί του, είπε: Αν δεν περνούσα εκείνη την θλίψη, αν δεν έκανα εκείνη την υπομονή, αν δεν πέρναγε ο χρόνος που πέρασε δεν θα μπορούσε να μου συμβεί η αλλοίωση της Δεξιά Του Υψίστου. Ευλογημένες δοκιμασίες! Άγιες επεμβάσεις χειρουργικές, επώδυνες, Του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων!
Πώς το όλον λειτουργεί! Πώς τίποτε δεν είναι άσχετο! Τίποτα δεν πάει χαμένο! Πώς οι ευλογίες πάνε πιο βαθειά απ’ ότι ελπίζουμε! Πώς οι πίκρες, οι πόνοι, οι απορίες σαν βαθύ υνί οργώνουν της ψυχής μας το χωράφι! Πώς η φύσις της αναπαύσεως, της ουρανόθεν προερχομένης, είναι ολωσδιόλου άλλη από εκείνη την ανάπαυση και ευχαρίστηση που μπορεί να μας προσφέρει μια επίγεια και πρόσκαιρη επιτυχία! Πώς μας διδάσκει την ταπείνωση, μας μαθαίνει την αγάπη, μας συμφιλιώνει με τους άλλους! Μας ισχυροποιεί, μας δυναμώνει, και ταυτόχρονα μας κάνει πιο αδύνατους χωρίς αγκάθια που μπορεί να πληγώσουν τους άλλους!
Απόσπασμα από το βιβλίο ”Κάλλος και ησυχία στην αγιορείτικη πολιτεία” του προηγουμένου ιερομονάχου Βασιλείου Γοντικάκη.

ΠΗΓΗ / αντιγραφή

Κυριακή, Μαΐου 26, 2013

Αρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη), Θεώρησις χώρου και χρόνου στο Άγιον Όρος



Δεκέμβριος 1997 - Ιανουάριος 1998]

Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι και έπαιζε με το κύμα. Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο.
Το Άγιον Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο. Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με έναν θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δη ποιες αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το να περνά ο χρόνος του σ’ αυτόν τον τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλουν κατά πρόσωπα και κατά τις αναζητήσεις των.
Εάν η κλίσι σου είναι γι’ αυτή τη ζωή, τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου. Οδηγείσαι από τον Γέροντα στο άγιο Θυσιαστήριο, όπου προσπίπτεις∙ όπου αφιερώνεις τη ζωή σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα, είναι ο Τάφος  ο πανάγιος του Χριστού, απ’ όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος φωτεινής. Και αγαπάς ένα Τάφο. Και προσπίπτεις στον τάφο, επειδή αγαπάς τη ζωή.
Η πρώτη ευχή των παλαιών Αγιορειτών σε ένα νέο μοναχό είναι: καλή υπομονή. Αυτή η υπομονή, το να μένεις εκούσια υπό, είναι μια ευλογία που κρύβει μέσα της πολύ δυναμισμό, γιατί σε ωθεί προς τον δρόμο της εκουσίου νεκρώσεως, της ταφής εις την γήν την καλήν και αγαθήν, απ’ όπου ελευθερώνεται, ενεργοποιείται κάποιος δυναμισμός κεκρυμμένος και συνεπτυγμένος μέσα σου, και βλαστάνει ο σπόρος της υπάρξεώς σου αποδιδών καρπόν εκατονταπλασίονα.
Και για να μη συμβή αυτό, θα πρέπη ο σπόρος της υπάρξεώς σου να είναι ζωντανός, να έχη το στοιχείο που μπορεί να αντέξη στη διαδικασία της ζωηφόρου νεκρώσεως. Και θα πρέπη να έλθη η ώρα σου, να ωριμάση ο σπόρος, να συνειδητοποιήση ο άνθρωπος ότι αυτή είναι η μόνη πορεία του, και δεν γίνεται διαφορετικά.
Και περνά ο χρόνος, για να έλθη η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγωμε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.
Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπομε μπροστά μας να πλησιάζη, είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας, είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.
Και επειδή αγάπησες τον δρόμο αυτό της μοναχικής ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζης τη νέκρωσι, και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται.
Όταν βαπτίζεται εν τω θανάτω του Ιησού, ενδύεσαι τον Χριστό, και παίρνεις όνομα. Όταν γίνεσαι μοναχός, λαμβάνεις δεύτερο βάπτισμα, και παίρνεις νέο όνομα.
Η ακολουθία της κουράς σου λέει όλη την αλήθεια για τη ζωή της ασκήσεως που σε περιμένει. Σου μιλά για την άφατη χαρά και αγαλλίαση που θα φθάσης, αφού περάσεις ατελείωτα βάσανα και απρόσμενους πειρασμούς. Σου περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τα λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής». Εν τέλει όλα οδηγούν σε μια διαδικασία, όπου απειλείται το πάν, σε μια κρίσι, που ξεπερνά συχνά τη λογική και την αντοχή σου.
Εκείνη την ώρα της έσχατης απορίας και εγκαταλείψεως, αν συνειδητά πης, με όλη σου την ύπαρξι: ας γίνη το θέλημά Σου, Θεέ μου, ό,τι κι αν μου στοιχίση∙ τότε αλλάζεις όλος. Ενδύεσαι τον Χριστό. Αλλάζει όνομα ο τόπος. Γίνεσαι άλλος.
«Οι δε υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί, δραμούνται και ου κοπιάσουσιν» (Ησ.40,31). Τότε ζης τις συνέπειες της ευχής: Καλή υπομονή.
Νοιώθεις ότι έζησες μια ζωή, για να φτάσης σ’ εκείνη τη στιγμή και σ’ εκείνο τον τόπο. Αυτή η στιγμή είναι αστραπή και αιωνιότης.
Τότε δεν έχεις καμιά απορία. Δεν αναπολείς τίποτε, ούτε προσδοκάς. Η θεία επίσκεψι δια μιας εξαφάνισε τον χωρισμό σε παρελθόν και μέλλον, κάνοντας τα πάντα ένα παρόν πλησμονής.
Ακινητείς. Μένεις ενεός. Γεμάτος έκπληξι. Με ανοικτές τις αισθήσεις. Με το να είσαι όλος μια αίσθησι.
Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.
«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στον Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον επιτάφιο θρήνο.
Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμώμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.
Γράφεται στις πλάκες της καρδιάς σου ένας νέος νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που την δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ. Φ(ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ(όπα) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).
Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε φέρνει στη Ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ’ αυτόν, όπως το φυτό τρέφεται από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωσι αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος Αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του απ’ όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.

Όταν ο Αβραάμ βγάζη μαχαίρι, για να θυσιάση το παιδί του Ισαάκ, δηλαδή να σκοτώση τη ζωή και την ελπίδα τους, επειδή το ζητά ο Θεός, εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται άγγελος εξ ουρανού, που τον σταματά.
Η θυσία του Αβραάμ ήδη τέλειωσε. Η ζωή του άλλαξε. Το όνομα του τόπου άλλαξε. ΄Έγινε «Κύριος είδεν». Για να πουν αργότερα "εν τω όρει Κύριος ώφθη" (Γεν.22,14). Γίνεται ο πατέρας της πίστεως, ο πατέρας πλήθους πιστών.
Όποιος ζη κοντά στον άνθρωπο αυτό και στον τόπο αυτό, όπου ο Κύριος ώφθη, παίρνει άλλη αγωγή. Του επιβάλλεται άλλη συμπεριφορά.
Δεν μπορείς να αυθαδιάζης σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν μπορείς να αυτοσχεδιάζης, να κάνης ότι σου κατέβη.
Παραδίδεσαι στο λόγο και στην ακτινοβολία την ειδική του τόπου της θυσίας και της διαμορφώσεως, που υπέστη και υφίσταται διαρκώς με την πνευματική αυτή εμπειρία και το γεγονός που συνέβη.
Με τη σταυρική θυσία του Κυρίου «πας τόπος γέγονε θυσιαστήριον», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους είναι σταυροπηγιακά. Έχει μπη ο σταυρός στα θεμέλια των Μονών. Έχει μπη ο σταυρός στην καρδιά των κτιτόρων. Έχουν οι ίδιοι σταυρωθή από αγάπη, για να αντιμετωπίσουν τους χίλιους πειρασμούς του εχθρού.
Τα πόσα τράβηξαν οι άγιοι Κτίτορες για να κτίσουν τα μοναστήρια, για να διοργανώσουν τις αδελφότητες, το περιγράφει ο βίος τους. Αλλά τα απερίγραπτα βάσανα και τις ανείπωτες ουράνιες χαρές που δοκίμασαν οι άγιες ψυχές τους, μόνον εκείνοι τα ξέρουν. Και είναι απ’εκείνα τα άρρητα, τα ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι.
Ότι όμως είναι αληθινοί, γνήσιοι, άγιοι, φαίνεται από το πώς διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν όλο τον χώρο του Άθω και όλο τον χρόνο. Φαίνεται από το ότι έκαμαν το Όρος Άγιο και θεοβάδιστο.
Είναι διαποτισμένος ο χώρος και ο χρόνος με δέος συντριβής. Οσιότης αγιότητος, συντροφιά κεκοιμημένων, θέρμη παρουσίας, ομορφιά που ξεπερνά τον θάνατο, είναι κάποια γνωρίσματα του Όρους.
Τα μεγάλα, αληθινά και αείζωα έρχονται μόνα τους. Γίνονται ακόπως. Δωρίζονται άνωθεν σ’αυτούς που πρόσφεραν άνευ όρων τον εαυτό τους στον Θεό. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τα έργα τους είναι γεννηθέντα δια χάριτος Θεού, και ου ποιηθέντα δια θελήματος ανθρώπων. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για κτήρια θεότευκτα και εικόνες αχειροποίητες.
Και στον άγιο τούτο χώρο έμαθε ο μοναχός να μη χάνη τον χρόνο του με το να κάνη το θέλημά του, αλλά να είναι αργόσχολος-κατά το «σχολάσατε και γνώτε», για να βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα και εγρήγορσι. Να ακούη και να βλέπη τί θέλει ο Θεός και να το κάνη αμέσως.
Βιάζεται αβιάστως. Τα αφήνει όλα ελεύθερα σ’Αυτόν. Αναπνέει την ευχή συνειδητά και στη συνέχεια ασυναίσθητα.
Έτσι ο χρόνος του γίνεται θεία Λειτουργία. Και βλέπει όλη την κτίσι έσωθεν φωτισμένη και μεταμορφωμένη, όπως παριστάνεται στις άγιες εικόνες και όπως θα είναι -και ήδη άρχισε- στην καινή κτίσι, τότε που καινούς ουρανούς και καινήν γην κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν.
Όλη η κτίσι και τα χρώματα της φύσεως αλλοιώνονται θείως, ενδυόμενα μαρμαρυγή λειτουργικής κατανύξεως.
Τα κτήρια γίνονται ανάλαφρα, ανασαίνουν και μιλούν. Οι λίθοι εν σιγή κράζουν.
Και για να ακούσης τη φωνή των κτισμάτων, τη φωνή του σαρκωθέντος Λόγου, θα πρέπη να είσαι συντετριμμένος και νεκρός κατά το θέλημά σου.
"Έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται" (Ιω. 5,25).
Αν ακούσης τη φωνή της σαρκωθείσης Αληθείας∙ της αλήθειας που σαρκούται στο πώς διοργανώνεται ο χώρος και ο χρόνος στο Άγιον Όρος, παίρνεις ζωή. Το ήθος των κτισμάτων, ο ρυθμός του μέλους, το διακριτικό του προγράμματος, φανερώνουν μιαν αλήθεια που δεν διδάσκεται με τρόπο εξωτερικό, γιατί είναι μέθεξι ζωής, που από γενιά σε γενιά μεταφέρεται ως μυστήριο συνεχείας και κυκλοφορία αίματος στο ένα σώμα που οι πολλοί εσμέν, ζώντες και κεκοιμημένοι.
Αν δεν ζης μέσα στην αγάπη, που είναι αιωνιότης∙ αν πέσης στην παγίδα να θεωρής σπουδαία τα ασήμαντα∙να επιδιώκης θέσεις, δόξα και πλούτο, που παρέρχονται και σβήνουν, τότε από τώρα προγεύεσαι το άχαρο τέλος στο οποίο ο χρόνος αδυσώπητα σε οδηγεί.
Αντίθετα μέσα στο κλίμα της θείας αγάπης ο χρόνος δεν καταλύει τη ζωή, αλλά κατατρώγει τη φθορά, και αποκαλύπτει το φως της αφθαρσίας. Όσο περνά ο καιρός, ο άνθρωπος που έμαθε να ζη με το να προσφέρεται στο Θεό, ηρεμεί, γαληνεύει, δυναμώνει, ξανανιώνει. Δεν τελειώνει η ημέρα, δεν νυκτώνει, αλλά ξημερώνει. Και πιστεύει, ζη και νοιώθει ότι με τον θάνατο θα αυγάση το ανέσπερο φως πληρέστερα. Και όταν αισθητά θα έχη χάσει το φως του κόσμου, θα έχουν ακινητοποιηθή τα μέλη του τα επί της γης, τότε, ως νεκρό και αναίσθητο σώμα, άλλοι θα πάρουν τον εαυτό του και θα τον εναποθέσουν στα σπλάχνα της γης. Τότε και εξωτερικά θα φαίνεται από όλους, και θα βιούται και απ’αυτόν, η πλήρης παράδοσι του εαυτού του στη θεία βουλή, για να ενεργήση αυτή όπως θέλει. Και επειδή γνώρισε στο χρόνο της ζωής του τη θεία ευσπλαγχνία∙ και επειδή ένοιωσε και έζησε και στη θνητή σάρκα του τη θεία αγαλλίασι, ως δωρεά που δεν την άξιζε, είναι σίγουρος (και αυτή η σιγουριά είναι σώμα της προσφέρεται δωρεάν.
Ζης με αυτούς που δεν είδες και δεν θα δης ∙μ’ αυτούς που έζησαν πριν από αιώνες. Και είναι πιο κοντά σου οι μακρινοί, αλλά αληθινοί, που βρήκαν παράκλησι μέσα στον πόνο και στη συμφορά∙
γιατί δεν πλήγωσαν ψυχή.
Το πόσο είναι κοντά ή μακριά σου οι άνθρωποι δεν εξαρτάται από τη γεωγραφική ή χρονική απόστασι που σε χωρίζει απ’αυτούς, αλλά από το πόση υγεία πνευματική έχεις, πόσο υπάρχεις στον χώρο της αγάπης και της ευαισθησίας για τα αληθινά και μένοντα, που όλοι προσδοκούν.
Όλη η δημιουργία, ο χώρος και ο χρόνος, έχουν αξία, επειδή είναι φανέρωσι της αγάπης του Θεού.
Η αγάπη κάνει το χώρο παράδεισο, και στο χρόνο φέρνει το άχρονο και αιώνιο:
Κοντά στον ταπεινό και άνθρωπο της αγάπης ανοίγει η καρδιά σου. Βρίσκεις ευρυχωρία. Γίνεσαι μικρό παιδί. Κινείσαι άνετα. Δεν θέλεις να τον εγκαταλείψης. Ο χρόνος περνά κοντά του άγια και γόνιμα.
Αντίθετα κοντά στον φίλαυτο, που ζηλεύει και μνησικακεί, δεν μπορείς να μείνης. Δεν βρίσκεις χώρο. Σφίγγεται η καρδιά σου. Δυσφορείς. Και απωθείσαι.
Αν δεν αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου.
Αν δουλεύης φίλαυτα μόνο για τον εαυτό σου, σαν τον άφρονα πλούσιο του Ευαγγελίου, ξεχνώντας τον άλλο∙ ο χρόνος σου τελειώνει αμέσως. Η μέρα σου γίνεται νύχτα. Και ακούς τη φωνή: «ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται»;
Εκείνος όμως που αγάπη, δουλεύει και ζη για τον άλλο, όταν έλθη η ώρα η τελική, και του γίνει η ίδια ερώτησι: αυτά που ετοίμασες σε ποιόν μένουν; Η απάντησι είναι έτοιμη; Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι όλοι οι άλλοι.
Όταν δώσης χώρο στον άλλο με τη συμπεριφορά σου, δίδεις χώρο στον εαυτό σου. Όταν διώχνης, αντιπαθής ή μισής τον άλλο, μισείς τον εαυτό σου. Και εάν τώρα δεν το καταλαβαίνης, θα έλθη καιρός που θα το καταλάβης.
Οι άγιοι, οι αληθινοί, έχοντας τον πλούτο της χρηστότητος, συνάγουν όλους από αγάπη, και τους αφήνουν ελεύθερους να πορευθούν εν παντί καιρώ και τόπω κατά τη θέλησι του Κυρίου.
Έτσι η Εκκλησία είναι παντού και πάντοτε η Χώρα του Αχώρητου, όπου μπορεί να ζήση ο άνθρωπος ∙
είναι συναγωγή και αποστολή:
Δια της ευχαριστιακής συνάξεως μας βοηθεί να ζήσωμε το ότι εν σώμα και εν πνεύμα εσμέν οι πολλοί. Και δια της αποστολής των Αποστόλων φέρει το Ευαγγέλιο της χαράς και της Αναστάσεως πάση τη κτίσει.
Όταν πορεύεσαι απεσταλμένος εκ Θεού-όχι από τον λογισμό σου- απολαμβάνεις την ησυχία της ερήμου. Κι όταν ησυχάζης στην πανέρημο, ευδοκία Θεού, πορεύεσαι πανταχού βοηθών και βοηθούμενος. Οι πορευόμενοι μένουν ακίνητοι στον ένα τόπο, που είναι το θέλημα του Θεού. Και οι ησυχάζοντες εν Θεώ βρίσκονται παντού θεία χάριτι.
Αν σήκωση ο καθένας μας με καρτερία τον σταυρό που του δόθηκε κάπου κάποτε να σηκώση, δι’ αυτού θα έλθη χαρά ανείπωτη σ’όλη μας την ύπαρξι, και δι’ αυτής σε όλο τον κόσμο αιωνίως.
\

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...