Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄, 6 – 15. Προηγείται η πίστη



Απευθυνόμενος, για δεύτερη φορά, στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου αδελφοί, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανθρώπινη αδυναμία, που διακρίνει τα πρόσωπα των Αποστόλων, κατά την άσκηση του ιεραποστολικού τους έργου. Η αδυναμία, όμως, αυτή καλύπτεται από την υπερβολική δύναμη του Θεού, η οποία εμπνέει τους ανθρώπους Του, ώστε η δράση τους να αντέχει στις δοκιμασίες και στην πολεμική του κόσμου και ν’ αποδεικνύεται σωτήρια για τον λαό Του.
Ο Παύλος επισημαίνει ότι στο Αποστολικό τους έργο τα όργανα του Θεού συχνά πιέζονται από κοσμικές δυνάμεις, αλλά δε φθάνουν σε αδιέξοδο. Ενίοτε βρίσκονται σε αμηχανία, αλλά ποτέ σε απελπισία. Πολλές φορές διώκονται από τους εχθρούς του Χριστού, αλλά η Χάρις του Θεού δεν τους εγκαταλείπει. Καταβάλλονται, συχνά, ως άνθρωποι, αλλά δε χάνονται. Φέρουν στο σώμα τους τον θάνατο του Χριστού, για να φανερώσουν, έτσι, τη ζωή του Χριστού στον κόσμο.
Η περιγραφή του Αποστόλου καταλήγει σε μια μεγάλη αλήθεια, η οποία, τελικά, είναι η μυστική δύναμη, ο κινητήριος μοχλός, που ενεργοποιεί και ισχυροποιεί τις όποιες δυνάμεις τους, καθιστώντας τον λόγο τους ανίκητο και καταλυτικό. Η δύναμη αυτή είναι η πίστη. «Πρώτα πιστεύσαμε, γι’ αυτό λαλούμε και διδάσκουμε τον λόγο του Θεού στους ανθρώπους»1 Προϋπόθεση απαραίτητη και αναμφισβήτητη για την επιτυχία του ιεραποστολικού έργου είναι η πίστη. Η αλήθεια αυτή αφορά όλους όσοι, μέσα στην Εκκλησία, αναλαμβάνουν το έργο της ιεραποστολής, της κατήχησης, του ευαγγελισμού των ανθρώπων, κληρικούς και λαϊκούς. Πρώτα η πίστη και μετά ο λόγος. Προηγείται η πίστη και έπεται η διδασκαλία.
Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι διδακτικός, αλλά και ελεγκτικός. Προφανώς είχε ενώπιόν του την εικόνα των Φαρισαίων, οι οποίοι δίδασκαν με περισσή κομπορρημοσύνη τον νόμο του Θεού, οι ίδιοι, όμως, ζούσαν με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς τους λόγους τους. Γι’ αυτό και ο Κύριος, στηλιτεύοντας την κατεστημένη ανακολουθία τους, απέρριψε, μετά βδελυγμίας, την θρησκευτική τους υποκρισία. Η Αποστολική αυτή διδαχή έχει εφαρμογή όλες τις εποχές και στη δική μας. Εκείνος που θα αναλάβει να διδάξει την ηθική
1 Β΄ Κορ. 4,13
καθαρότητα, πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι καθαρός. Όποιος αναλάβει να φωτίσει τα σκοτάδια του κόσμου, πρέπει πρωτίστως ο ίδιος να έχει φωτιστεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Εκείνος που αποφασίζει να διδάξει στους ανθρώπους τον λόγο του Θεού, πρέπει ο ίδιος να είναι μέτοχος και κάτοχος αυτού του λόγου. Όποιος κηρύττει τις αρετές, οφείλει να βιώνει τις αρετές. Όποιος στηλιτεύει την αμαρτία, οφείλει να ζει εν μετανοία. Αλλά για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει να προηγείται η πίστη στον Θεό. Εκείνη είναι που χρωματίζει τις αρετές, που νοηματοδοτεί τις διδαχές. Εκείνη χαρίζει το φως, εκείνη γίνεται το όχημα που απομακρύνει από την αιχμαλωσία της αμαρτίας.
Αυτή η πίστη δεν είναι συνήθεια, που πρέπει να ακολουθήσουμε, ούτε παράδοση, που πρέπει να συνεχίσουμε. Δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα εξωτερικά σχήματα της ευσέβειας, που συχνά προβάλλουμε, αλλά συνιστά την ουσία της προσωπικής σχέσης μας με τον Θεό. Επίσης, «δεν είναι ιδεολόγημα, που πρέπει να υποστηρίξουμε, ούτε σκέψη, που πρέπει να κατανοήσουμε, ούτε άποψη, που πρέπει να παραδεχτούμε. Η πίστη δεν είναι συναίσθημα, ούτε ηθικός κανόνας με τον οποίο πρέπει να συμμορφωθούμε, ούτε βίωμα που ψυχολογικά επιβάλαμε στον εαυτό μας, ούτε πάλι στόχος που κατακτάται με ανθρώπινες προσπάθειες. Η πίστη είναι χάρις και ζωή και αλήθεια, που προσφέρεται, αναδύεται και αποκαλύπτεται. Είναι κάτι που δίνει ο Θεός· κάτι που φανερώνει ο Θεός»2 Αυτή την πίστη ας αγωνιστούμε να αποκτήσουμε, αδελφοί μου, ούτως ώστε οι λόγοι και τα κατά Θεόν έργα μας να αποκαλύπτουν τον Χριστό γύρω μας και να οδηγούν εαυτούς και αλλήλους σε δρόμους αλήθειας και σωτηρίας. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
2 Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, «Άνθρωπος μεθόριος», σελ. 129

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄, 6-15. Οι διαστάσεις της αγάπης


Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Κύριός μάς ομίλησε περί της αγάπης, αγαπητοί μου αδελφοί. Άλλωστε είναι ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει με τρόπο γνήσιο και αυθεντικό, αφού ο Χριστός είναι η προσωποποίηση της αγάπης, η αυτοαγάπη. Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, όμως, προκαλείται από τους Φαρισαίους, οι οποίοι θέλουν να δοκιμάσουν τις γνώσεις Του στο νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, προκειμένου να Τον παγιδεύσουν και επαναλαμβάνει τις δύο διαστάσεις της αγάπης, τις οποίες η πρόνοια του Θεού είχε αποκαλύψει στο λαό Του, διά του Μωυσέως. Πρόκειται για την αγάπη προς τον Θεό, με όλη τη δύναμη της ψυχής και της διανοίας και για την αγάπη προς τον κάθε συνάνθρωπο, που είναι εικόνα του Θεού.
Η αγάπη στέκεται στη κορυφή της Χριστιανικής ζωής διότι είναι Θεοειδής αρετή, ταυτισμένη με την ίδια τη Θεϊκή ουσία και φύση. Η ύπαρξη του Θεού είναι καρπός αγάπης. Οι ενέργειες του Θεού είναι καρπός αγάπης. Η ενανθρώπιση του Κυρίου είναι έργο αγάπης. Η αποκάλυψη της αλήθειας, διά του ιερού Ευαγγελίου, είναι καρπός αγάπης. Η Σταυρική θυσία είναι καρπός αγάπης. Η δημιουργία της Εκκλησίας είναι απόδειξη της άπειρης αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την θεωρεί ανώτερη και από αυτό ακόμα το μαρτύριο, καθώς «χωρίς το μαρτύριο, η αγάπη σώζει. Χωρίς την αγάπη, όμως, το μαρτύριο δεν ωφελεί σε τίποτα»
Ας δούμε, όμως, εκτενέστερα τις δύο διαστάσεις της αγάπης. Η αγάπη προς τον Θεό δεν είναι αφηρημένη υπόθεση, ούτε κοινότυπο φιλοσοφικό ιδεολόγημα. Είναι προϊόν έμπρακτης αφοσίωσης στο θέλημά Του, δρομολόγησης της ζωής μας στους δρόμους της διδασκαλίας Του και πιστής τήρησης των εντολών του. Χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν μπορεί να προκόψει σε καμία αρετή, πόσο μάλλον στην αγάπη. Αποδεικνύεται στη ζωή της μετανοίας, η οποία γκρεμίζει τα τείχη της αμαρτίας που διασπούν και καταστρέφουν τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και αποκαθιστά την κοινωνία της αγάπης. Καταγράφεται στη βίωση της Μυστηριακής ζωής και κυρίως του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί συντελείται, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η απόλυτη ένωση, η πραγματική κοινωνία, η κάθοδος του Θεού και η άνοδος του ανθρώπου για να συναντηθούν στο σημείο της απόλυτης αγάπης, το κοινό Ποτήριο.
Η αγάπη, όμως, προς τον Θεό προϋποτίθεται για να επιτευχθεί η δεύτερη διάστασή της, η αγάπη προς τους ανθρώπους. Μια αγάπη που δε διαθέτει κοσμικά κριτήρια, αλλά πνευματικά, για αυτό και δεν ταυτίζεται με το γεγονός της φιλίας, όπως νομίζουν οι πολλοί. Ο Άγιος Διάδοχος διδάσκει ότι «όταν κανείς αρχίσει να αισθάνεται την αγάπη του Θεού και να πλημμυρίζει η ψυχή του από αυτήν, τότε αρχίζει να αγαπά και τον πλησίον του με τρόπον πνευματικόν. Διότι μόνον αυτή είναι η πνευματική αγάπη περί της οποίας αναφέρουν όλαι αι ιεραί Γραφαί. Διότι η άλλη, η φιλία, που συνδέει μόνον εξωτερικώς τους ανθρώπους, ευκολότατα διαλύεται από ασήμαντον, συνήθως, αφορμήν. Αυτό συμβαίνει διότι ο σύνδεσμος της εξωτερικής φιλίας δεν είναι πνευματικός, αλλ' υλικός, κοσμικός και, ως εκ τούτου, εύθραυστος»
Στην εποχή μας, στην οποία τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και οι ανθρώπινες ανάγκες διογκώνονται, η αγαπητική προσέγγιση των συνανθρώπων μας είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Οι κάθε είδους ανθρώπινες πληγές έχουν ανάγκη γιατρειάς, φροντίδας και επούλωσης. Η κοσμική αντίληψη της αγάπης, όμως, η οποία διακρίνεται για την ιδιοτέλεια, το συμφέρον και την ανταπόδοση, προκειμένου να εκδηλωθεί, δε μπορεί ν' αποτελέσει λύση στο πρόβλημα. «Η κατά Χριστόν αγάπη είναι πάντα το λάδι στις πληγές... Η Χριστιανική αγάπη γνωρίζει να τολμά, να θυσιάζεται, να χαίρεται, να υπομένει. Οι κυριευμένοι από την κοσμική αγάπη θέλουν μόνο να τους αγαπούν, φροντίζουν και προσέχουν κι όταν δε συμβαίνει αυτό αγχώνονται. Οι πιστοί της Χριστιανικής αγάπης, ομοιούμενοι με τον Θεό, την αυτοαγάπη, αγαπούν τον συνάνθρωπο και τον εαυτό τους σωστά και καταστρέφουν τον ιστό του άγχους, αφού στον Θεό δεν υπάρχει άγχος»
Μόνο με την αγάπη, λοιπόν, αδελφοί, στην κάθετη και οριζόντια διάστασή της, καταξιώνεται και νοηματοδοτείται η Χριστιανική μας ζωή. Μόνο με αυτήν γινόμαστε όντως άνθρωποι και μιμητές Ιησού Χριστού. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2013

ΚΥΡΙΑΚΉ ΙΕ’ ΛΟΥΚΆ – Ο «ΑΜΑΡΤΩΛΌΣ» ΖΑΚΧΑΊΟΣ


Από τις πλέον γνωστές και διδακτικές διηγήσεις της Αγίας Γραφής είναι η ιστορία της μεταστροφής και σωτηρίας του Ζακχαίου, που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου. Επρόκειτο για πρόσωπο μισητό μεταξύ των συμπολιτών του, καθότι ήταν τελώνης, είχε θέσει δηλ. τον εαυτό του στην υπηρεσία των Ρωμαίων κατακτητών για την είσπραξη των φόρων. Από την δραστηριότητά του αυτή είχε αποκομίσει τεράστια οικονομικά οφέλη, εις βάρος πολλών συμπατριωτών του, τους οποίους είχε αδικήσει. Φαίνεται, όμως, ότι η διαφθορά δεν τον είχε καταβάλει ολοκληρωτικά. Υπήρχαν μέσα του δυνάμεις αυτοελέγχου και αυτομεμψίας. Γι’ αυτό, όταν ο Ιησούς εισήλθε στην Ιεριχώ, έκανε τα πάντα για να Τον αντικρίσει, να Τον συναντήσει, αδιαφορώντας για τα απαξιωτικά και μειωτικά σχόλια των ανθρώπων. Στο πρόσωπο του Χριστού είδε την ελπίδα της εξιλέωσης και της έμπρακτης μετάνοιας. Ο Κύριος, διαβλέποντας την διάθεση της ψυχής του, τον καλεί κοντά Του, τού ανακοινώνει ότι θα τον επισκεφθεί στο σπίτι του και διαλαλεί την ανάσταση που συντελέστηκε στην ψυχή του τελώνη όταν εκείνος εξομολογήθηκε το αμαρτωλό παρελθόν του και υποσχέθηκε την αποκατάσταση όσων είχε βλάψει και αδικήσει.

Όσοι είδαν την σκηνή σκανδαλίστηκαν. Πώς είναι δυνατόν ο Χριστός να συναναστρέφεται τους αμαρτωλούς; Στο ερώτημα απάντηση έδωσε πολλές φορές ο Ίδιος ο Κύριος: «Δεν ήλθα για να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια»1. «Δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς, αλλά οι ασθενείς»2.  Και ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει την ίδια αλήθεια: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων πρώτος είμαι εγώ»3.

Η αντιμετώπιση του Ζακχαίου από τον Κύριο μάς δίδει την αφορμή να σταθούμε σε τρία κομβικά σημεία της ιστορίας. Το πρώτο σχετίζεται με την στάση του Ιησού έναντι της αμαρτίας, ως πνευματικής ασθένειας, η οποία, πάση θυσία, πρέπει να παταχθεί. Την ίδια στιγμή, ο αμαρτωλός αντιμετωπίζεται ως ο μεγάλος ασθενής, προς τον οποίο οφείλεται αγάπη και ηθική ενίσχυση προκειμένου να ξεπεράσει την ψυχική του ασθένεια. Με άλλα λόγια, ο Χριστός και η Εκκλησίας μας διδάσκουν το μίσος κατά της αμαρτίας, αλλά και την αγάπη προς τον αμαρτωλό. Στην ίδια λογική ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος συμβουλεύει τον καθένα που είναι έτοιμος να επιτεθεί στον αμαρτωλό, ξεχωρίζοντας τον εαυτό του για την δήθεν αρετή του: «Μη μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι. Να μισείς τις αμαρτίες του και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, για να μοιάσεις στον Χριστό, ο οποίος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν γι’ αυτούς»

Το δεύτερο σημείο που θα επισημάνουμε είναι η περίπτωση εκείνη κατά την οποία η αμαρτία γίνεται αφορμή μετανοίας και σωτηρίας. Ο Ζακχαίος είχε φθάσει σε τέτοια μέτρα εκτροπής από το θέλημα του Θεού, ώστε αηδίασε από την αμαρτωλή ζωή του και αναζήτησε μόνος τον δρόμο της μετανοίας. Την περίπτωση αυτή εξηγεί θαυμάσια ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ο οποίος διηγείται το εξής περιστατικό: «Είπε κάποτε ο πνευματικός στον άνθρωπο που πήγε να εξομολογηθεί: Λέγε, παιδί, τι έχεις; Αυτός ήταν σοβαρός, ευσεβέστατος, εξωμολογείτο πολύ συχνά και τότε δεν είχε τίποτα να εξομολογηθεί. Πάτερ, τού λέγει, δεν έχω τίποτα να σάς πω. Τί έπρεπε να κάνει ο πνευματικός; Να χαρεί; Ξέρετε τί τού είπε; Πήγαινε, σε παρακαλώ, να αμαρτήσεις και έπειτα έλα να μού εξομολογηθείς την αμαρτία σου. Καταλάβατε τί νόημα έχει η απάντηση του Γέροντα; Δηλ. πολύ περισσότερο μάς οδηγεί η αμαρτία στον παράδεισο – επειδή μάς ωθεί στη μετάνοια – παρά η καλοσύνη μας και η δικαιοσύνη μας. Διότι οι αρετές μάς κάνουν να μη νιώθουμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, ενώ και εμείς είμαστε αμαρτωλοί, όπως όλοι οι άλλοι»4.

Το τρίτο σημείο στο οποίο θα σταθούμε είναι η έμπρακτη μετάνοια του Ζακχαίου και η απόφαση για ριζική ανατροπή του τρόπου της ζωής του. Η Εκκλησία μας διδάσκει ότι «η μετάνοια δε μπορεί να εξαντλείται σε μία εντελώς τυπική εξομολόγηση, με το ξεμπέρδεμα των θρησκευτικών μας καθηκόντων και την κατάθεση του βάρους μας για να ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Η μετάνοια είναι η ριζική αλλαγή όλης της ζωής, αναποδογύρισμα, επανατοποθέτηση, επαναπροσανατολισμός, άρνηση και μίσος του κακού, πλήρης αλλαγή νοοτροπίας, αγάπη ολοκάρδια του αγαθού και πιστή και υπομονετική ακολούθησή του»5.

Το παράδειγμα του Ζακχαίου μπορεί να λειτουργήσει υποδειγματικά για όλους μας. Ο Χριστός περιμένει τη δική μας κίνηση, έτοιμος να επιβραβεύσει την επιστροφή μας. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2013

Χριστόδουλος: «Μια ζωή αγάπης, ευθύνης και μαρτυρίου»







Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου 
Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
  
Ήταν μόλις 35 ετών όταν η Εκκλησία της Ελλάδος τον ανεβίβασε στην Αρχιερωσύνη και τον κατέστησε Μητροπολίτη Δημητριάδος & Αλμυρού.
Εμπιστεύθηκε στους νεανικούς του ώμους τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας Εκκλησίας που έβγαινε από μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της νεότερης ιστορίας της, αναζητώντας το νέο πνεύμα, τις καινούργιες ιδέες, τα χαρισματούχα πρόσωπα που θα την έκαναν και πάλι οικεία στους ανθρώπους, αγωνιστική, σύγχρονη, δυναμική.
Τον ανεβίβασε στο Επισκοπικό θρόνο αφού προηγουμένως είχε εκτιμήσει όλη την μοναστική και ιερατική του πορεία. Από τη Μονή του Οσίου Βαρλαάμ Μετεώρων, στην Κόρινθο για τη στρατιωτική θητεία. Μετά τη Νομική και Θεολογική Σχολή, στην Αθήνα για την ανάπτυξη ενός σπουδαίου πνευματικού και κοινωνικού έργου στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου, εκεί όπου άρχισε να χτίζει το οικοδόμημα της ιερατικής προσωπικότητάς του, αποκαλύπτοντας παράλληλα τα μεγάλα πνευματικά δωρήματα που του χάρισε η αγάπη του Θεού.
Η ταυτόχρονη μοναστική του ζωή, ήταν η ασφαλής οδός, διά της οποίας δρομολογήθηκε η μελλοντική λαμπρή πορεία.
Από την στιγμή της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, διήνυσε, μέχρι το τέλος της ζωής του, 34 χρόνια Αρχιερατικής διακονίας τα οποία χωρίζονται σε δύο περιόδους.
Η πρώτη περιλαμβάνει την 24χρονη διαποίμανση της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και η δεύτερη την δεκαετή Αρχιεπισκοπική διακονία στον πρώτο θρόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η τριαντατετράχρονη αυτή πορεία ήταν καταρχήν πορεία αγάπης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κοίταξε τους ανθρώπους στα μάτια με τη δική του καθαρή ματιά, έχοντας πάρει την απόφαση να γίνει ένα με τις χαρές και τις λύπες τους.
Ποτέ δεν κοίταξε το ποίμνιό του αφ’ υψηλού, ούτε διαχώρισε τους ανθρώπους σε πρώτης ή δευτέρας ποιότητας, ανάλογα με τη μόρφωση ή το κοινωνικό τους επίπεδο. Αντιθέτως, δε δίστασε να προσαρμοστεί στο επίπεδο του καθενός, να διαλεχτεί με όλους, ν’ ανοίξει την πόρτα της καρδιάς του σε όλους εκείνους που αναζητούσαν παρηγοριά, στηρίγματα, ελπίδα, βοήθεια, ψυχολογική ενίσχυση, συμπαράσταση στους αγώνες, έναν πατέρα που δε θα διστάσει να πολεμήσει για τα δίκαια αιτήματά τους.
Έδωσε στους ανθρώπους αγάπη και κέρδισε τη λατρεία και την εμπιστοσύνη τους.
Κυρίως το έργο της αγάπης στράφηκε προς τους νέους στους οποίους απευθύνθηκε χωρίς «κόμπλεξ» και περιστροφές, αλλά με την ρεαλιστική παρρησία εκείνου που δε διστάζει να ομολογήσει τα λάθη, ν’ αναλάβει τις ευθύνες και να χαράξει νέους δρόμους αλήθειας και δικαιοσύνης, επειδή ο ίδιος είναι ανεπιτήδευτος και αυθεντικός.
Ήταν, επίσης, μια πορεία ευθύνης έναντι της Εκκλησίας και του Έθνους.
Γνώριζε ότι ήταν συνεχιστής της τεράστιας Εκκλησιαστικής παράδοσης, φορέας της μοναδικότητας της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και συνεχιστής του εθνικού έργου που φωτισμένοι Εκκλησιαστικοί άνδρες διαδραμάτισαν στην ιστορική πορεία του τόπου.
Δε δίστασε να θέσει τον εαυτό του στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τη διατήρηση των δικαίων της Εκκλησίας, ν’ αντιταχθεί σε νοοτροπίες και πολιτικές που σκοπό είχαν να δηλητηριάσουν και τελικά, να καταστρέψουν τη σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης του λαού προς την Εκκλησία του.
Δεν υποχώρησε μπροστά σε εξουσίες που θέλησαν να τραυματίσουν το ήθος του λαού μας, να χαλαρώσουν τις αντιστάσεις του απέναντι σε ξενόφερτες συνήθειες που αντιστρατεύονται την παράδοση και ασεβούν έναντι της ιστορίας του. Η στάση του αυτή κίνησε την μήνη ανίερων συμφερόντων, αλλά και προσώπων που ένιωσαν ότι ο Αρχιεπισκοπικός λόγος αποκαλύπτει τη γυμνότητά τους, φέρνει στο φως τις σκοτεινές προθέσεις τους.
Ο ίδιος τούς απάντησε με θάρρος: «Ο αγώνας μας δεν αρέσει σε μερικούς που έχουν εκστρατεύσει εναντίον μας και χύνουν το δηλητήριό τους. Όσο με πολεμούν, τόσο περισσότερο θα αγωνίζομαι… Φοβάμαι μόνο το Θεό, κανέναν άλλο. Είμαι ελεύθερος» (Κήρυγμα στη Θ. Λειτουργία της 21/10/2004)
Γι’ αυτό η Αρχιεπισκοπική του πορεία ήταν μαρτυρική. Πολεμήθηκε, όσο λίγοι, αφενός μεν από το διεφθαρμένο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο, που ευθύνεται πρωτίστως για το κατάντημα της Ελλάδας και τον εξευτελισμό της περηφάνιας του Ελληνικού λαού και αφετέρου από την μικρότητα και την αβάσταχτη ελαφρότητα της εγχώριας και διεθνούς Εκκλησιαστικής ολιγαρχίας που δε δίστασε να θυσιάσει τον ατίμητο, θέτοντας τα ανθρώπινα «δίκαια» πάνω από την Θεανθρώπινη αγάπη.
Από κοινού οραματίζονταν μια Εκκλησία «φρόνιμη».

Και την απέκτησαν! Ο πρόωρος θάνατός του θα σκοτίζει πάντα την «ιστορία» τους.
Αλλά, επειδή εκείνος θα ζει πάντα στις καρδιές μας, θα φωτίζει διαρκώς τους δρόμους της ζωής μας, θα εμπνέει τους ελεύθερους και ανυπότακτους ανθρώπους, η μνήμη του θα παραμένει ΑΙΩΝΙΑ!

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

Η Παναγία για τους Έλληνες.


πηγη

10ΑΥΓ
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα πνευματικά μας αισθητήρια και ν’ αφήσουμε τη σκέψη και τη φαντασία μας να πετάξουν τις μέρες που πέρασαν, θα γινόμασταν, αν δε γίναμε ήδη, μέτοχοι μιας υπερκόσμιας θαυμάσιας πραγματικότητας. Σαν ένας αόρατος ταλαντούχος αρχιμουσικός να κινούσε την μπαγκέτα του συντονίζοντας όλους σ’ ένα υπερκόσμιο αέναο τραγούδι. Από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, από την Ήπειρο μέχρι την Πελοπόννησο, από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα Επτάνησα, όλη η Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες ήμασταν συγχρονισμένοι σ’ ένα υπέροχο θεομητορικό τραγούδι, που δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε συχνά κάθε φορά που η Εκκλησία μας προβάλλει το μοναδικό πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας. Εκκλησίες και Μοναστήρια, Ξωκλήσια του βουνού και του κάμπου, λαμπροστολίστικαν πάλι και γέμισαν από τους ύμνους και την παράκληση των απλών και ταπεινών, των μεγάλων και των μικρών, όλων ημών που είμαστε παιδιά εκείνης της μεγάλης και μοναδικής μητέρας.
Ο σύνδεσμος των Ελλήνων Ορθοδόξων μαζί της είναι πα­λαιός και εντυπωσιακός γι’ αυτό και άξιος διερεύνησης προκειμένου να ανευρεθούν τα βαθύτερα αίτια που τον προκάλεσαν και τον συντηρούν. Γιατί οι Έλληνες είμαστε τόσο κοντά της, γιατί πρώτα το δικό της όνομα φέρνουμε στα χείλη σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε δυσκολία; Γιατί τρέχουμε στις Εκκλησιές περισσότερο στη δικιά της μνήμη, στις δικές της γιορτές ξεχωρίζοντας την τόσο πολύ από τους άλλους Αγίους;
Σίγουρα γιατί η Παναγία είναι ζυμωμένη με τα πάθια και τους καημούς μας. Στη διάρκεια της ιστορίας μας την κάναμε κομμάτι της ζωής μας, μέτοχο στις χαρές και τις λύπες μας. Την ονομάσαμε μάνα στα πόδια της οποίας καταθέτουμε τις θλίψεις και τους πόνους μας, ακουμπάμε τα προβλήματά μας. Την κάναμε μεσίτρια και της εμπιστευόμαστε τα αιτήματα και τα θελήματά μας, γνωρίζοντας πως έχει το δικό της μοναδικό τρόπο να προσεγγίζει και να εξευμενίζει τον Υιό της. Τη συνδέσαμε με τις τοπικές παραδόσεις μας, της δώσαμε τόσα ονόματα για να θυμίζουν τα θαύματα και τις ζωντανές εμφανίσεις της. Την είπαμε Μεγαλόχαρη και Σουμελά, Ξενιά και Χοζοβιώτισσα. Παραμυθία και Οδηγήτρια, Εικοσιφοίνισσα και Μαλεβή. Κορώνα κι Εκατονταπυλιανή, Γλυκοφιλούσα και Γοργοεπήκοο, Πορταΐτισσα και «Άξιον Εστί», Τριχερούσα και Χρυσοσπηλιώτισσα, Παντάνασσα και Χρυσοπηγή, Μπαλουκλιώτισσα και Σπηλιανή, κάνοντάς την αφέντρα και κυρά στις πόλεις, στα χωριά και στα νησιά μας. Την κάναμε τραγούδι στα χείλη μικρών και μεγάλων, ύμνο στη ζωή και την υμνολογία της Εκκλησίας μας, τέχνη στων ζωγράφων τα έργα και στων ρητόρων τα λόγια.
Την ξεχωρίσαμε γιατί ως έθνος και ως λαός έχουμε πονέσει πολύ κι Εκείνη γνωρίζει καλά από πόνο, από δάκρυα, από θρήνο. Γνωρίζει γι’ αυτό και μπορεί να καταλάβει, να παρηγορήσει, να ενισχύσει. Στάθηκε κοντά μας σύμμαχος και στήριγμα στους μεγάλους εθνικούς αγώνες. Υπέρμαχος Στρατηγός στις δίκαιες προσπάθειες των προγόνων μας για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Έγινε αντιληπτή από τους μαχητές στα πεδία των μαχών, έσωσε πόλεις και χωριά από καταστροφές, έκανε τις αγωνίες μας αγωνίες της, τα βά­σανά μας δικά της βάσανα, έγινε αρωγός και βακτήρια στις στιγμές του κλονισμού και των μεγάλων αποτυχιών, δίνοντας ελπίδα και κουράγιο, βάζοντας τις βάσεις για νέο ξεκίνημα. Γι’ αυτό την αγαπήσαμε, την κάναμε δική μας, με τρόπο ίσως εγωιστικό, αλλά ενδεικτικό της αληθινής ένωσής μας μαζί της.
Την ξεχωρίσαμε και την αγαπήσαμε γιατί αναγνωρίσαμε στο πρόσωπό της τη μεγάλη δασκάλισσα, εκείνη που, με το παράδειγμα και τη ζωή της, μας δίδαξε τόσο πολλά χωρίς να χρειαστεί να πει και πολλά. Μας έμαθε πόσο σημαντική είναι υπακοή στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν αυτό φαντάζει, πολλές φορές, βαρύ και δυσανάλογο των δυνάμεων και των ικανοτήτων μας. Μας έμαθε την αξία που έχει η υψοποιός ταπείνωση, που μπορεί να καταστεί ανά πάσα στιγμή το κλειδί της προσωπικής μας καταξίωσης κι επιτυχίας. Μας πληροφόρησε την αξία της υπομονής στις δυσκολίες και τις αναποδιές της ζωής και μας χάρισε το όραμα της ελπίδας για ένα μέλλον αισιόδοξο και φωτεινό, άσχετα αν το παρόν είναι ζοφώδες και αινιγματικό. Μας παρουσίασε το πρότυπο της αγάπης ιστάμενη με καρτερικότητα και πίστη κάτω από το διαχρονικό σύμβολό της που είναι ο Σταυρός του Υιού της. Μας δίδαξε την αξία της συγγνώμης, καθώς ποτέ δε μας καταλογίζει τις εκτροπές και τα λοξοδρομήματά μας. αλλά αποδέχεται με στοργή την επιστροφή μας.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμα η Παναγία έγινε και θα παραμείνει πολύτιμο κομμάτι της ζωής ημών των Ελλήνων, που, σε πείσμα των καιρών και του παραλόγου της εποχής, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό της την αληθινή μας προστασία, σκέπη, καταφυγή και παρηγοριά.

(Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονές προσεγγίσεις», εκδ. ΄Ινδικτος, σ. 217-219)

Σάββατο, Ιουνίου 30, 2012

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου – Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού ΑρχιμΑνδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου



Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού
Η συκοφαντία
Τους εκ Ρώμης καταγόμενους Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό, εορτάζει και τιμά σήμερα, αδελφοί μου, η Αγία μας Εκκλησία. Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, οι οποίοι έζησαν την εποχή πού αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Κάρινος,  ήταν γιατροί στο επάγγελμα και παρείχαν ιάσεις σε όλους όσοι είχαν ανάγκη. Αμοιβή τους δεν ήταν τα χρήματα, αλλά η οικειοθελής πίστη στον Χριστό των θεραπευθέντων ανθρώπων. Κάποιοι, όμως, καλοθελητές συκοφάντησαν τους Αγίους στον αυτοκράτορα, λέγοντας ότι τις θεραπείες και τα θαύματα πού επιτελούσαν τα έκαναν χρησιμοποιώντας μαγικές τέχνες. Πληροφορούμενοι την διαβολή οι Άγιοι Ανάργυροι προσήλθαν μόνοι τους ενώπιον του αυτοκράτορα, ο οποίος προσπάθησε να τούς μεταπείσει να αρνηθούν τον Χριστό.

Εκείνοι, όμως, όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, αλλά κατάφεραν να μεταπείσουν και να αλλάξουν και τον ίδιο τον Κάρινο, τον οποίο, με θαυματουργικό τρόπο, θεράπευσαν. ΢υγκεκριμένα, όταν ο Κάρινος ανέκρινε τούς Αγίους, μετατοπίστηκε η θέση του προσώπου του και στράφηκε προς την ράχη του. Αμέσως τότε οι Άγιοι τον θεράπευσαν με την προσευχή τους στον Χριστό. Εξαιτίας αυτού του θαύματος, πίστεψαν στον Χριστό όλοι οι μάρτυρες του θαύματος και ο Αυτοκράτορας τούς έστειλε πίσω στους συγγενείς τους με μεγάλες τιμές. Αργότερα, όμως, οι Άγιοι φθονήθηκαν από τον ίδιο τον δάσκαλό τους στην ιατρική επιστήμη, γιατί είχαν αποκτήσει μεγάλη δόξα και φήμη. Ο δάσκαλός τους τούς ανέβασε σε κάποιο όρος για να μαζέψουν δήθεν ιατρικά βότανα και εκεί τούς επιτέθηκε με πέτρες και τούς θανάτωσε.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός της συκοφαντίας των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, από τους ειδωλολάτρες της εποχής τους, προκειμένου να αναστείλουν και καταστρέψουν την θεραπευτική τους δράση, που αποσκοπούσε όχι απλώς στην θεραπεία των σωματικών ασθενειών, αλλά κυρίως στην γνωριμία των ανθρώπων με τον Χριστό, τον μόνο Ιατρό ψυχών και σωμάτων και στην δι’ Αυτού σωτηρία. Δεν είναι, όμως, πρωτοφανές. Θυμίζουμε ότι και ο Ίδιος ο Κύριος συκοφαντήθηκε επανειλημμένως από την φαρισαϊκή υποκρισία της εποχής Σου, η οποία ακριβώς την ίδια συκοφαντία χρησιμοποιούσε εναντίον Σου:  εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια1· ενώ και πλήθη  Αγίων Μαρτύρων σύρονταν στους δημίους τους, με χαλκευμένες κατηγορίες και απίστευτες συκοφαντίες ανθρώπων που ζούσαν στην δαιμονική πλάνη.
Δυστυχώς, το φαινόμενο της συκοφαντίας συναντάται ευρύτατα και στην εποχή μας και χαρακτηρίζει ανθρώπους που δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να επικρατήσουν, κάθε άνομο τρόπο για να βλάψουν τους αξίους, κάθε ψεύδος για να εξυπηρετήσουν υπόγεια και ιδιοτελή συμφέροντα. Η συκοφαντία είναι η εκδίκηση των άνανδρων. Γι’ αυτό και ο πόνος που προκύπτει από την συκοφαντία είναι μαρτυρικός για τον συκοφαντούμενο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ομολογεί ότι «δεν υπάρχει πόνος βαρύτερος και δεν υπάρχει πληγή περισσότερο θανάσιμη από τη συκοφαντία»2.  Την ίδια, όμως, στιγμή και η πνευματική ωφέλεια για τον αδίκως συκοφαντούμενο είναι μεγάλη. Γιατί, όπως διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «αυτός που μάς συκοφαντεί μάς προξενεί μεγάλο μισθό. Γιατί ο Κύριος είπε χαίρετε και αγαλλιάσθε, όταν είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών…»3
Πολλές φορές και μεταξύ των Χριστιανών παρατηρούνται φαινόμενα συκοφαντίας, προερχόμενα, ίσως, από υπερβάλλοντα ζήλο, σίγουρα, όμως, από ξεστρατισμένη ευσέβεια, που έχασε τα πνευματικά χαρακτηριστικά της και εκτραχύνθηκε σε άδικη και απάνθρωπη κρίση, στηριζόμενη, συνήθως, στα φαινόμενα, τα οποία συχνά απατούν. Ένα τέτοιο περιστατικό πνευματικής πλάνης, που εξέθεσε τον συκοφάντη, διασώζεται στην Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας, η οποία διδάσκει ότι «κι αν ακόμη ψηλαφίσετε κάτι με τα χέρια σας, μη το θεωρήσετε βέβαιο. Διότι ένας αδελφός γελοιοποιήθηκε σε τέτοια περίπτωση. Αυτός είχε πονηρές υποψίες εναντίον του αδελφού του. Και μια μέρα, που τον είδε τάχα να αμαρτάνει με μία γυναίκα, ταράχθηκε και πολεμήθηκε φοβερά από κακούς λογισμούς. Πλησίασε, λοιπόν και τους σκούντησε με το πόδι του, λέγοντας: πάψτε πια, ως πότε; Και να! Σότε διεπίστωσε πως ήταν δύο δεμάτια στάρι, το ένα πάνω στο άλλο! Γι’ αυτό σάς λέγω: ακόμα κι αν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μη βιαστείτε να κατηγορήσετε»4
Αν ψάξουμε λίγο μέσα μας, αγαπητοί μου, ίσως να διαπιστώσουμε ότι κι εμείς έχουμε υποκύψει τον πειρασμό της συκοφαντίας των αδελφών μας. Αν, μάλιστα, η συκοφαντία, γενικώς, συνιστά μέγα αμάρτημα ενώπιον του Θεού, η συκοφαντία των κληρικών, ειδικότερα, συνιστά τραγική εκτροπή, καθότι οι κληρικοί έχουν αναλάβει το βαρύτατο έργο της διαποίμανσης του λαού, πολεμούμενοι διαρκώς από τον μισόκαλο διάβολο και τα όργανά του.Εκείνος που διακρίνεται από αυτογνωσία και ταπείνωση κοιτά τις δικές του  ελλείψεις και δεν ασχολείται με τους άλλους. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου
1. Ματθ. 9,34
2. Ε.Π.Ε. 2, 220
3. Ε.Π.Ε. 17, 38-40
4. Μ. Ευεργετινός. Ιερομ. Γρηγορίου, «Τα πάθος της κατακρίσεως», σελ. 21

Σάββατο, Απριλίου 21, 2012

Κυριακή του Θωμά Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού;Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου



Η πρώτη εμφάνιση του Αναστημένου Κυρίου στους Μαθητές του,
περιγράφεται στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου. Ο Χριστός
συναντά τους Αποστόλους, ενώ ήταν κρυμμένοι για ν’ αποφύγουν την μανία
των Ιουδαίων και τούς επιδεικνύει τα στίγματα του Πάθους Του,
διασκορπίζοντας τον φόβο και την ανασφάλειά τους. Τούς ευλογεί και τούς
δίδει την πνευματική εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο
Θωμάς, όμως, δεν ήταν παρών στην πρώτη εκείνη εμφάνιση του Κυρίου και
απίστησε στην είδηση της Αναστάσεως, ζητώντας απτές αποδείξεις
προκειμένου να αποδεχθεί το ανέκφραστο γεγονός. Ο Χριστός, αποδεχόμενος
την αδυναμία του Μαθητή Του, ταπεινώνεται και εμφανίζεται ενώπιόν του,
οκτώ ημέρες μετά. Δέχεται να προσφέρει τις αποδείξεις που η περιορισμένη
λογική του απαιτούσε. Δεν αντιδρά, αλλά συναινεί, μακαρίζοντας, όμως,
σαφώς, εκείνους που πιστεύουν σ’ Αυτόν, χωρίς όρους και προϋποθέσεις,
χωρίς αμφιβολίες και κρατούμενα.
Η περίπτωση του Θωμά δεν είναι μοναδική. Επαναλαμβάνεται στην
διάρκεια της ιστορίας, όταν οι άνθρωποι υποτάσσουμε την πίστη στη λογική
μας, φθάνοντας στο σημείο να περνούμε απ’ την κρησάρα της νου ακόμα και
αδιαπραγμάτευτες αλήθειες της Εκκλησίας, χωρίς τις οποίες το οικοδόμημά
Της γκρεμίζεται και διαλύεται. Η λογικοφανής αμφιβολία φθάνει μέχρι και σ’
αυτό το κολοσσιαίο γεγονός της Αναστάσεως, το οποίο ασφαλώς και συνιστά
την μεγαλύτερη πρόκληση του ανθρώπινου μυαλού.  
Η πίστη στην Ανάσταση του Θεανθρώπου είναι καθοριστική. Αφορά
στην ύπαρξη και στην αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, αλλά και στην θέση
όλων ημών των Χριστιανών στους κόλπους Της. Δεδομένου ότι όλη η ζωή και
η δραστηριότητα της Εκκλησίας ανελίσσεται πέριξ της Αναστάσεως, όπως
επίσης και ότι η αυθεντικότητα της πίστης του λαού προσδιορίζεται από την
ομολογία της, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αποδοχή της Αναστάσεως του
Θεανθρώπου είναι το Α και το Ω της πνευματικής ζωής και του
Εκκλησιαστικού βίου των Χριστιανών.
Είναι συνήθης η τοποθέτηση πολλών συνανθρώπων μας σήμερα οι
οποίοι προσδιορίζουν τη θρησκευτικότητά τους με έναν πρωτότυπο τρόπο:
«Πιστεύω μεν, αλλά δε συμμερίζομαι αυτά που λέει η Εκκλησία, πιστεύω με έναν
τρόπο δικό μου… Είμαι Χριστιανός, αλλά δεν πιστεύω στην Ανάσταση γιατί δε
μπορεί να την αντέξει η λογική μου». Με πολλή αγάπη θα επισημάνουμε ότι
έχουν πολύ συγκεχυμένη αντίληψη και θεώρηση της πίστεως. Δεν προσπαθούν
καν να προσαρμόσουν τη ζωή τους στις αρχές αυτού που λένε ότι πιστεύουν.
Αντιθέτως, είναι σαφές ότι πιστεύουν σε έναν Θεό κομμένο και ραμμένο σταμέτρα της προσωπικής τους αδυναμίας. Από συζητήσεις με τέτοιους ανθρώπους
συμπεραίνει κανείς ότι έχουν δημιουργήσει τη δική τους Θρησκεία, που ικανοποιεί
τις προσωπικές τους προϋποθέσεις, χωρίς αρχές και κανόνες, παρά με συνήθειες
προτεινόμενες είτε από το έθιμο, είτε από την παράδοση, είτε από την κουλτούρα του
τόπου μας. Αυτή η τοποθέτηση οδηγεί τα βήματά τους στην Εκκλησία το βράδυ της
Αναστάσεως, χωρίς να ξέρουν τί γιορτάζουμε. Τους οδηγεί στην Εκκλησία σε
Γάμους, Βαπτίσεις και Κηδείες χωρίς να ξέρουν τί συντελείται σ’ αυτά τα Μυστήρια.
Έχει διαμορφώσει μέσα τους μια εντελώς παραμορφωμένη αντίληψη περί της
Χριστιανικής ζωής η οποία ανελίσσεται και διαμορφώνεται γύρω από το κομβικό
ερώτημα «πιστεύουμε στην Ανάσταση;»
Πιστεύουμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού που ήλθε στον κόσμο
για να σώσει τους αμαρτωλούς εξαγοράζοντας, με το αίμα Του, την σωτηρία,
θριαμβεύοντας επί του θανάτου με τον δικό Του θάνατο και την εκ νεκρών Ανάστασή
Του;
Πιστεύουμε ότι η Ανάσταση του Χριστού σηματοδοτεί και βεβαιώνει την
ήττα του θανάτου και των δυνάμεων της φθοράς που κρατούν τον άνθρωπο δέσμιο
των παθών και των αδυναμιών του, αδύναμο να εκτιμήσει τις δωρεές του Θεού και να
κατανοήσει τον αληθινό του προορισμό;
Πιστεύουμε ότι η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι η ετήσια ανάμνηση ενός
γεγονότος αλλά η αληθινή, εμπειρική, βιωματική συνάντηση με τη Ζωή, το Φως, με
τη Χαρά, που είναι ο Aναστημένος Χριστός της Εκκλησίας;
Πιστεύουμε ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι το κλειδί της ερμηνείας της
παγκόσμιας ιστορίας, το κριτήριο της κατανοήσεως της ζωής και του κόσμου; «Η
Ανάσταση δίνει νόημα σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, προσδιορίζοντας την έννοια
της υπάρξεως. Ενώ η ιστορία οδεύει ευθύγραμμα προς το τέλος, ο άνθρωπος στο φως
της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο μεταίχμιο της ιστορίας και
μεταϊστορίας βρίσκεται ο νικητής του θανάτου και της φθοράς, ο Θεάνθρωπος Χριστός,
που αφθαρτίζει τον άνθρωπο και θανατώνει κάθε θάνατο του ανθρώπου»
1
Πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού έστω κι αν αυτή προσκρούει στις
δυνάμεις της πεπερασμένης και περιορισμένης λογικής μας, η οποία δε μπορεί να
εξηγήσει παρά μόνον εκείνα που βλέπει, αγγίζει και αισθητά νιώθει; Ανήκουμε σ’
εκείνους που ο ίδιος ο Χριστός μακάρισε με το περίφημο Μακάριοι οι μη ιδόντες και
πιστεύσαντες;
2
Πιστεύουμε ότι αυτό το μοναδικό γεγονός που συνέβη εν χρόνω τότε, είναι το
πολυτιμότερο μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας για τον σύγχρονο κόσμο, που πονά και
αναζητά την αλήθεια, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αγάπη και την καταλλαγή, που
μόνο η βεβαιότητα της Αναστάσεως του Χριστού και η συνειδητή βίωσή της μπορεί
να εγγυηθεί, δίνοντας λύση στα προβλήματα, διέξοδο στ’ αδιέξοδα, απαντήσεις στα
ερωτηματικά;
Αν πιστεύουμε, αγαπητοί μου, ανακαλύψαμε το μυστικό της ζωής. Βρήκαμε
το κλειδί της ευτυχίας. Βάλαμε τις βάσεις για την πολυπόθητη αθανασία μας και,
σίγουρα, είμαστε Χριστιανοί της ουσίας και όχι των τύπων. Αν δε πιστεύουμε να
γνωρίζουμε ότι χάνουμε πολλά. Στερούμε από τον εαυτό μας την απόλαυση της
όντως ζωής που δεν εξαντλείται μόνον εδώ. Ας μάθουμε ότι δεν έχουμε γνωρίσει
ακόμα τον εαυτό μας, αλλά και ότι ο Χριστός είναι έτοιμος να κενώσει και πάλι τον
εαυτό Του για μάς, αρκεί να Τού το ζητήσουμε. Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Αρχιμ. Ε.Ο.
1
 π. Γεώργιος Μεταλληνός, «Άθως», Μάρτιος – Απρίλιος 1999
2
 Ιωάν. 20,29

Κυριακή του Θωμά Ανάσταση: υπόθεση πίστης και όχι λογικής - Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου


Ανάσταση: υπόθεση πίστης και όχι λογικής
Δεν είναι καθόλου παράλογο, αδελφοί μου, το κήρυγμα περί της
Αναστάσεως του Φριστού να εγείρει πλείστες όσες αμφιβολίες και
ερωτηματικά. Οι ενστάσεις για το θέμα αυτό άρχισαν να
καταγράφονται ευθύς ως συνέβη το υπερφυσικό αυτό γεγονός, που
αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το οικοδόμημα της
Φριστιανικής Εκκλησίας.  «Για τους Εβραίους της Βιβλικής
Ιερουσαλήμ ήταν βλασφημία των αποστατών Φριστιανών να
ισχυρίζονται ότι ένας σταυρωμένος εγκληματίας μπορούσε ποτέ να
είναι ο Μεσσίας. Για τους καλλιεργημένους Έλληνες, που ήδη
πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, ακόμα και η σκέψη ενός
αναστημένου σώματος ήταν αποκρουστική. Ακόμα και για τους
Γνωστικούς Φριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν προτιμότερη η άποψη
που έφερε τον Ιησού ως αθάνατο πνεύμα που απαλλάχθηκε από το
φθαρτό σαρκίο του»
1
Είναι αλήθεια πως η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί αληθινό
μαρτύριο για την ανθρώπινη λογική. Δε χρειάζεται να πάμε μακριά,
αρκεί να κοιτάξουμε στον περίγυρο του Κυρίου και θ΄ αντιληφθούμε
την καχυποψία και την αμφιβολία που είχε εμφιλοχωρήσει ακόμα και
στον στενό κύκλο των Μαθητών για το φοβερό γεγονός. Οι Δώδεκα,
κλεισμένοι στο υπερώο, αμφισβητούν έντονα την σχετική πληροφορία
όπως την μετέφεραν οι Μυροφόρες γυναίκες, αποδίδοντάς την στη
γυναικεία υπερβολή και στο υπερβάλλον συναίσθημα. ΢την πορεία
προς Εμμαούς οι δύο Μαθητές έχουν στο πλάι τους τον Αναστημένο
Ιησού και αδυνατούν ν’ αναγνωρίσουν στο πρόσωπό Σου τον
αγαπημένο Διδάσκαλο. Ο Θωμάς, όπως μάς πληροφορεί το σημερινό
Ευαγγελικό ανάγνωσμα, κινούμενος μέσα στα στενά πλαίσια της
λογικής του, αρνείται πεισματικά τις πληροφορίες για την Ανάσταση.
Υτάνοντας στην εποχή μας το κήρυγμα της Αναστάσεως
φαντάζει ακόμα πιο εξωπραγματικό και εξωφρενικό. Και αυτό γιατί η
εποχή μας είναι αυτή που αποθεώνει τη λογική, καυχάται για τις
κατακτήσεις και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου δυναμικού και
αρχίζει σταδιακά να μορφοποιεί στο νου του επηρμένου ανθρώπου την
αίσθηση της απόλυτης αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Αυτή η
παντοδυναμία, όμως, δημιουργεί και πλήρη σύγχυση, αφού
παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί σήμερα να δηλώνουν Φριστιανοί,
                                             
1 Kenneth L. WOODWARD, «Σο Βήμα», 14/4/1996

αλλά ν’ αρνούνται να δεχθούν το γεγονός της Ανάστασης, αφού δε
μπορούν να το κατανοήσουν. Αλλά, τί είδους Φριστιανισμός είναι
αυτός;
Η ίδια η Εκκλησία δηλώνει ότι δε μπορούμε να προσεγγίζουμε
αυτό το γεγονός με λογικά και ανθρώπινα μέτρα. Δεν είναι ούτε
φυσική ούτε, πολλώ μάλλον, παρά φύσιν πραγματικότητα, δεν είναι
λογική, ούτε, πολλώ μάλλον, παράλογη αλήθεια. Είναι ένα υπέρ
φύσιν γεγονός, μια υπέρλογη πραγματικότητα που αγνοεί τη λογική,
υπερβαίνει τα στενά και ασφυκτικά δεσμά της και απελευθερώνεται
με τη δύναμη της Θείας βούλησης. Η Ανάσταση απαιτεί το στοιχείο
της πίστης για να την προσεγγίσει και να την αποδεχθεί κανείς, μιας
πίστης χωρίς όρια και περιορισμούς, χωρίς ναι μεν αλλά, μιας πίστης
που δίνει νόημα και όραμα και σ΄ αυτή και στην άλλη ζωή, μιας
πίστης που δε συζητά αυτές τις αλήθειες γιατί δε μπορούν να
συζητηθούν, δε μπορούν να κατανοηθούν, δε μπορούν ν’ αντέξουν σε
σαθρά επιχειρήματα, σε κοσμικές, άρα φθαρτές και πεπερασμένες
αρχές, σε ξεπερασμένες αρνήσεις που κρατούν δέσμιο τον άνθρωπο στα
εντός και επί τα αυτά της μικρής και ελάχιστης ύπαρξής του. Έλεγε ό
Υώτης Κόντογλου και επιβεβαιώνεται απόλυτα στο γεγονός της
Ανάστασης ότι  «η γνώση τούτου του κόσμου δε μπορεί να γνωρίσει
άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι, όμως, εκείνο
που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας»
2 Και η Ανάσταση
απαιτεί απλότητα στη διάνοια, απλότητα στη σκέψη, παιδική, άρα
καθαρή και ανόθευτη πίστη.
Η Ανάσταση του Φριστού σηματοδοτεί τη νίκη επί του θανάτου
και την εδραίωση της ελπίδος για την αθανασία. Αυτή η ελπίδα είναι
ικανή να δώσει κουράγιο, να παράσχει δύναμη και καρτερία για ν’
αντέξει  κανείς τα προβλήματα και τους πόνους αυτού του βίου. Η
Ανάσταση είναι η απόληξη του Πάθους, η εικόνα που διαδέχεται
ευθύς την τραγικότητα του ΢ταυρού. Αυτή ακριβώς είναι και η
ελπίδα. Σο γεγονός ότι πίσω από τον ΢ταυρό που σηκώνει ο κάθε
άνθρωπος, μηδενός  εξαιρουμένου, σ’ αυτή τη ζωή, υπάρχει ο
Κυρηναίος Φριστός που συμπάσχει μαζί μας, υπάρχει ο Αναστημένος
Θεός που παρέχει σε όλους τη λύση, τη λύτρωση, τη δικαίωση, την
ανάσταση της ζωής και της συνείδησης, το τέλος του πόνου και της
οδύνης. Έγραφε σοφά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ότι  «χωρίς την
Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν, ούτε υπό τον ουρανόν
τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν, ούτε μεγαλυτέρα
απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν»

Ας πιστέψουμε, λοιπόν, αδελφοί μου, αυτό που δεν είδαμε και
δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Ανταμοιβή αυτής της πίστης θα
είναι να βιώνουμε διαρκώς Αυτόν που πιστέψαμε. Χριστός Ανέστη!





Σάββατο, Μαρτίου 10, 2012

Κυριακή Β των Νηστειών Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού



Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Ορθοδοξίας ο φωστήρ
Κατά τη σημερινή Β΄ Κυριακή των Νηστειών, αδελφοί μου, η
Εκκλησία μας προβάλλει μία εκ των πλέον σημαντικών μορφών της
Ορθοδόξου Θεολογίας και Ασκήσεως του 14ου αιώνος, τον Άγιο
Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τον Παλαμά. Η υμνογραφία
της εορτής τον χαρακτηρίζει φωστήρα της Ορθοδοξίας, στήριγμα της
Εκκλησίας και διδάσκαλο, καλλονή των μοναστών, των θεολόγων
υπέρμαχο απροσμάχητο
1
.  Αυτά τα μοναδικά ιδιώματά του θα
προσεγγίσουμε, ψηλαφώντας την πορεία του βίου του.
Ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε «φωστήρας της Ορθοδοξίας», γιατί,
με τα Θεολογικά του έργα και τους Δογματικούς του αγώνες οδήγησε
την Εκκλησία να τον κατατάξει στην χορεία των Μεγάλων
Οικουμενικών Πατέρων και Διδασκάλων, δίπλα στους Καππαδόκες
Πατέρες του 4ου αιώνος. Η Θεολογία του δεν ήταν καρπός
ακαδημαϊκών αναζητήσεων και θεωρητικών προσεγγίσεων, αλλά
πήγαζε από την ζωή της ασκήσεως και της προσευχής που βίωνε, ως
Μοναχός, στο Άγιον Όρος και αλλού, από την εμπειρία της
Λειτουργικής ζωής, που απέκτησε ως Ιερεύς και Αρχιεπίσκοπος της
μεγαλωνύμου Θεσσαλονίκης και από τη γνώση του Θεού, που
απέκτησε όχι με την διάνοια ή το συναίσθημα, αλλά με την
Αγιοπνευματική εμπειρία και μετοχή στο φως, την ζωή και την δόξα
της Αγίας Σριάδος.
Ο Άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζεται «καλλονή των μοναστών»,
γιατί βίωσε την μοναχική ζωή και μάλιστα την ησυχαστική διάσταση
της ερημίας και της μόνωσης, αναμετρούμενος με τον εαυτό του και
αναζητώντας τον Θεό. ΢την διάρκεια της μοναχικής του ζωής
ασκήθηκε στον αγώνα της αδιάλειπτης προσευχής, που εκφράζεται με
την μονολόγιστη ευχή Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Με τη
συντομία της βοηθούσε το νου να συγκεντρωθεί στη καρδιά και να
προσηλωθεί στο Θεό. Με τη μεταφορά στη καρδιά γινόταν το όπλο του
εναντίον του διαβόλου. Η προσευχή αυτή γινόταν «έξις» και τον
συνέπαιρνε, έστω και αν το σώμα ασχολούνταν με οτιδήποτε άλλο.
Επειδή ήταν ένα με τη ζωή του ή μάλλον αυτή η ίδια η ζωή του, η
οποιαδήποτε φυσική εργασία δεν εμπόδιζε το νου του να προσεύχεται
αδιαλείπτως. Ο ίδιος, όπως και οι Ησυχαστές της εποχής του, αλλά και
οι Μοναχοί στην Ορθόδοξη πραγματικότητα, βίωνε την Παράδοση της
Εκκλησίας, ότι ο άνθρωπος, με την κάθαρσή του από τα πάθη,
                                               
1
Απολστίκιο Αγίοσ Γρηγορίοσ τοσ Παλαμάπροσεγγίζει τον Θεό και θεώνεται και αυτή  η θέωση συνιστά τη
σωτηρία του.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε  «στήριγμα και
διδάσκαλος της Εκκλησίας, απροσμάχητος υπέρμαχος των Θεολόγων».
Έζησε σε μια περίοδο κατά την οποία η ενότητα της Εκκλησίας και το
φρόνημα του λαού της επλήγησαν από την αίρεση του Βαρλαάμ από
την Καλαβρία και του μαθητού του Ακινδύνου, οι οποίοι δίδασκαν
πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και, ακόμα
περισσότερο, να ενωθεί μαζί Σου. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο
Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με
τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλ. εκείνοι
που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό και να
φωτισθεί δεν ήταν Ορθόδοξοι. Ο Άγιος Γρηγόριος σε τρεις τοπικές
΢υνόδους στην Κωνσταντινούπολη2 αποκατέστησε την αλήθεια της
Ορθόδοξης Θεολογίας διδάσκοντας ότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν να
κατανοηθεί από τον άνθρωπο, ως προς την ουσία Σου. Μπορεί, όμως,
να αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος να κοινωνήσει μαζί Σου,  «διά των
Θείων ενεργειών». Με τη θέση αυτή, έκλεισε το πολυσύνθετο θέμα της
γνώσεως του Θεού.
Η γνώση του Θεού, αδελφοί μου, είναι το μεγάλο ζητούμενο για
όλους όσοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, είναι, θα
μπορούσαμε να πούμε, στόχος ζωής, που μπορεί να επιτευχθεί με τον
τρόπο που εισηγείται και προτείνει η Εκκλησία και περνά μέσα από
τους διαύλους του διαρκούς προσωπικού πνευματικού μας αγώνα. Δεν
είναι, όμως, προσωπικό μας κατόρθωμα, γιατί «ο Θεός γνωρίζεται μόνο
εν Αγίω Πνεύματι, γι’ αυτό, όποιος επιχειρήσει, εξ αιτίας της
υπερηφανείας του, να γνωρίσει τον ποιητή των όλων με τον νου του,
αυτός είναι τυφλός και ασύνετος»
3
.  Η ανθρώπινη γνώση, παρά την
εξέλιξη και τις κατακτήσεις της, περιορίζεται από τα συγκεκριμένα
όριά της και δεν αρκεί για να προσεγγίσουμε καν στην προοπτική της
γνώσης του Θεού, γιατί, «ο Θεός βλέπεται από εκείνους που μπορούν
να τον δουν, εφόσον έχουν τους οφθαλμούς της ψυχής ανοικτούς»
4
.
ΑΜΗΝ!

                                               
2
1341, 1347, 1351
3
Αρτιμ. Σωυρονίοσ «Ο Άγιος Σιλοσανός ο Αθωνίτης», σελ. 313
4
Άγιος Θεόυιλος Αντιοτείας, Προς Αστόλσκον 1,

Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2012

Κυριακή της Τυροφάγου - Μεγάλη Τεσσαρακοστή: πορεία χαρμολύπης-Αρχιμανδρίτου Επιφάνιου Οικονόμου


Κυριακή της Τυροφάγου - Μεγάλη Τεσσαρακοστή: πορεία χαρμολύπης


Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που ξεκινά από αύριο, αδελφοί μου, συνιστά την πνευματικότερη λατρευτική διαδρομή του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί σε μία πορεία εσωστρέφειας και διαρκούς και ειλικρινούς ενδοσκόπησης. Δικαίως ο υμνωδός την ονομάζει «Στάδιον των αρετών»1 αφού στο στίβο της καλούμαστε ν’ αναμετρηθούμε με τον κακό μας εαυτό, να νικήσουμε την παθογόνο ανθρώπινη φύση μας και να καλλιεργήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που o Θεός μάς χάρισε. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν αγώνα, επίπονο και διαρκή, κοπιώδη μα και συναρπαστικό, στόχος του οποίου είναι η ίδια η θνητότητά μας.

Η Σαρακοστιανή αυτή πορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν ένα προσκύνημα στα ιερά τηςπίστεως και της πνευματικής ζωής, σαν ένα ταξίδι με προορισμό την αυτογνωσία που οδηγεί στην Θεογνωσία. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να το πραγματώσουμε στηριζόμενοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Το προσκύνημα αυτό διεξάγεται με τη συνάντηση δύο θελήσεων, της Θείας και της ανθρώπινης, γι’ αυτό και, στη διάρκειά του, η Εκκλησία μάς εφοδιάζει με πλείστα όσα πνευματικά εφόδια, που δίνουν το αληθινό νόημα και αποκαλύπτουν τον πραγματικό σκοπό της υπάρξεώς μας. Και αυτά τα εφόδια είναι οι υψίστου πνευματικού περιεχομένου Ιερές Ακολουθίες, η προσευχή, η νηστεία, η ελεημοσύνη, η πορεία της μετανοίας, η συχνή Θεία Κοινωνία. Όλα αυτά συντελούν στο να μαλακώσει η καρδιά μας «τόσο ώστε να μπορεί να ανοιχτεί στις πραγματικότητες του πνεύματος, να αποκτήσει την εμπειρία της κρυμμένης «δίψας και πείνας» για επικοινωνία με το Θεό»2
Η πλημμυρίδα των Ιερών ακολουθιών αυτής της περιόδου δίνει στην προσωπική μας προσευχή, αλλά και στην προσευχή της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη μορφή μιας αγωνιώδους ικεσίας, προϊόν της αποκάλυψης που εξελίσσεται μέσα μας. Φανερώνει την πραγματική μας κατάσταση, του κενού, της ανεπάρκειας, της πνευματικής ένδειας, αλλά και της απογοήτευσης που προκαλεί η απομάκρυνση από τη ζωή της Εκκλησίας και το θέλημα του Θεού. Όταν αποφασίσουμε να δούμε κατάματα και χωρίς υποκρισία τον εαυτό μας, όταν αποβάλουμε την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό μας, δε μπορούμε παρά να ψελλίσουμε αυτομεμφόμενοι  «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου… δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα…»3τραγικά να αναρωτηθούμε «πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις!»4 και να ικετεύσουμε προσευχόμενοι«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι…»5
Αυτή η τελευταία υμνολογική ικεσία, αποκαλύπτει ένα γεγονός που, όσο κι αν θέλουμε να το αγνοήσουμε ή να το αποφύγουμε, απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή και τα έργα μας, τόσο ώστε να ζητούμε από το Θεό να ενσκήψει πάνω μας για να σωθούμε. Το συναίσθημα της θλίψεως, προϊόν πολλών και ποικίλων παραγόντων, επισκέπτεται συχνά τη ζωή μας και αναστατώνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ένα πελώριο «γιατί» ορθώνεται τότε μπροστά μας, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε και να νικήσουμε τις θλίψεις. Ένα «γιατί» ικανό να μάς εξεγείρει ακόμα και κατά του Θεού, στον οποίο συχνά επιρρίπτουμε τις ευθύνες των προβλημάτων μας αρνούμενοι να κοιτάξουμε, με ειλικρίνεια, πίσω από τα πράγματα για να δούμε την αλήθεια. Μια αλήθεια που διδάσκει, τελικά, ότι «η ζωή δεν αποτελεί αυτοσκοπό για τον άνθρωπο. Από εκείνον εξαρτάται προς ποίους στόχους θα τη στρέψει για να την αιτιολογήσει, να τη δικαιώσει, να την εκμεταλλευτεί, αλλά και να την εξευτελίσει ακόμα»6
Ποιός είναι αυτός που μπορεί να σταθεί στήριγμα στις δοκιμασίες και στις αγωνίες της ζωής; Ποιός μπορεί να σπογγίσει τα δάκρυα του πόνου, να θεραπεύσει την οδύνη του θανάτου, να άρει τον ζυγό της αμαρτίας, παρέχοντας την άφεση, εκτός από τον Θεάνθρωπο Ιησού; Εκτός από Εκείνον που προειδοποίησε τους δικούς του ανθρώπους ότι εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε. Αλλά θαρσείτε, εγώ γαρ νενίκηκα τον κόσμον7. Γι’ αυτό και ο υμνωδός συνεχίζει προσευχόμενος ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσε αυτήν
Ο Κύριος περιμένει να ερεθίσουμε την σταυρωμένη αγάπη Του, με τους χτύπους και τους παλμούς της πίστεώς μας, για να σπεύσει να σηκώσει τον δικό μας σταυρό των θλίψεων, σαν άλλος Κυρηναίος. Και αυτή είναι η ελπίδα μας, τελικά, η ελπίδα που μπορεί να μάς κάνει να ξεπεράσουμε τα ανθρώπινα για να νικήσουμε και να καταξιώσουμε την ύπαρξή μας. Ας μην αφήσουμε να χαθεί η ελπίδα. Και αυτή τη Σαρακοστή ας την καλλιεργήσουμε όντας βέβαιοι ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους, ότι την παγωνιά του χειμώνα διαδέχεται η άνοιξη, τη Μεγάλη Παρασκευή η Κυριακή του Πάσχα, το Πάθος ακολουθεί η Ανάσταση. Καλή Σαρακοστή!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου
1. Στιχηρό των Αίνων Κυριακής της Τυρινής
2.π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «Μεγάλη Σαρακοστή», σελ. 36
3. Ευχή Οσίου Εφραίμ του Σύρου
4. Μέγας Κανών
5. Μέγα Προκείμενον Κατανυκτικού Εσπερινού
6 Μενέλαος Παλάντιος, «Όσα χρείη ποιείν», σελ. 12
7 Ιωάν. 16,33

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...