Στην πόλιν Ναϊν γίνονται όσα μας λέει το σημερινό ιερό Ευαγγέλιο.
Εκεί «εξεκομίζετο τεθνηκώς», μετεφέρετο ένας νεκρός.
Η ταλαίπωρος η μάννα, άγαλμα οδύνης εμπρός στο νεκρό μοναχοπαίδι
της. Δεν μπορούσε να κρατηθή στα πόδια της.
Μα και οι άλλοι; Διασταυρώνουν τα βλέμματά τους,
πάνω από το νεκρό παλληκάρι, το φίλο και γνωστό τους
και νοιώθουν ένα ολοφάνερο μούδιασμα, ένα
απερίγραπτο ανατρίχιασμα. Παρακολουθούν βουβοί,
ακούνε το μεγάλο διδάσκαλο, τον θάνατο, που αγορεύει
από την τραγική έδρα του. Και τί λέει; Ας λέμε ότι μία ημέρα
θα πεθάνωμε. Ο θάνατος κάθε φορά που περνά από δίπλα
μας, μάς συγκινεί βαθύτατα, μας αναστατώνει και φέρνει στη
συνείδησί μας το ανέκφραστο ρίγος θεμελιακών ερωτημάτων.
Καθώς έχομε εμπρός μας τον νεκρό και νομίζομε πως αντηχεί
ακόμα γύρω μας το γέλιο του ή το ζωηρό περπάτημά του,
διερωτώμεθα και λέμε:
Τι είμαστε;
Πού πάμε;
Γιατί όλη αυτή η αγωνία της ζωής μας;
Που ευρισκόμεθα προηγουμένως, τότε που ίσως δεν υπήρχε
αυτός εδώ ο ναός που δονείται σήμερα από κλάματα, αυτό εδώ το σπίτι
που έχει μια τραγική όψι σήμερα, αυτοί οι γονείς;
Κι΄ ύστερα, πού πηγαίνουμε;
Πού θα είμεθα στο απροσμέτρητον μέλλον;
Επάνω σ΄ αυτά τα συγκλονιστικά ερωτήματα, που θέτει ο μεγάλος
Επάνω σ΄ αυτά τα συγκλονιστικά ερωτήματα, που θέτει ο μεγάλος
διδάσκαλος της ζωής μας, ο θάνατος, μόνον ο Χριστός δίνει
απαντήσεις ορθές και ειρηνοφόρες. Ο λόγος του, το Ευαγγέλιό του,
καθώς το ανοίγομε μας απαντά. Που είμεθα πριν λάβομεν ύπαρξιν στον
κόσμον αυτόν; Στη σκέψι του Θεού; Στο σχέδιο του Πάνσοφου
Δημιουργού. Και πού θα ευρισκόμεθα στο μέλλον; Αν το θέλωμε,
και πάλι κοντά στον ουράνιο Πατέρα. Στο σημείο αυτό μπορούμε να
θυμηθούμε τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου: «Μας εδημιούργησες
για σένα, Κύριε, και η καρδιά μας δεν θα ησυχάση ποτέ, παρά μονάχα
την ημέρα που θα βρεθούμε για πάντα κοντά Σου». Χωρίς αυτή την
πίστι στην αιωνιότητα και στον Κύριο της ζωής και του θανάτου,
όταν έρχεται ο θάνατος σαν ξυλοκόπος και με το τσεκούρι του κτυπά
το δένδρο της ζωής μας και το ρίχνη κάτω, ακούς τη συνείδησί σου
να σου λέη: «Άφρον … ά δε ητοίμασας τίνι έσται;»
Εκτός όμως από τα ερωτήματα ο θάνατος μας προσγειώνει.
Όταν βρεθούμε ανάμεσα στα μνήματα, μέσα στο δάσος των ξύλινων
Όταν βρεθούμε ανάμεσα στα μνήματα, μέσα στο δάσος των ξύλινων
ή μαρμάρινων σταυρών, καθώς προχωρούμε μαζί με τη νεκρώσιμη
πομπή, ξαφνικά ανοίγουν τα μάτια της ψυχής μας.
Τότε «ο έχων ώτα ακούειν» παίρνει σήματα ανυπολογίστου αξίας.
Πράγματι ο διδάσκαλος, έρχεται τότε και μας λέει: Κοιτάξτε πόσο παιδιαρώδη
είναι όλα εκείνα που ο κόσμος έχει συνηθίσει να τα θεωρή σπουδαία
και μεγάλα! Η φήμη και το όνομα, οι εγκόσμιες φιλοδοξίες και οι τίτλοι,
οι θέσεις και τα πρωτεία, η άγρα των τιμών και η αυτοδιαφήμησι,
η σπουδαιοφάνεια και ο τορνευτός λόγος …. Όλα αυτά άνθρωποι της γης,
είναι «σκύβαλα». Πόσο ανόητοι είναι όσοι κυνηγούν τόσο εφήμερα
λουλούδια. Ο σεισμός του θανάτου, το γκρέμισμα του ανθρωπίνου
σώματος, η φωτιά της δοκιμασίας δείχνει πώς δεν αντέχουν όλοι αυτοί
οι χάρτινοι πύργοι στο «πύρ» το μεγάλο και άτεγκτο.
Τότε η ψυχή μας μυστικά συμφωνεί με τον ιερό Δαμασκηνό και
Τότε η ψυχή μας μυστικά συμφωνεί με τον ιερό Δαμασκηνό και
συνοδεύει τον ψάλτη που λέει:
«Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον,
ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα, επελθών γαρ
ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται». Πάνε, γίνονται καπνός.
«Πομφόλυγες που διερράγησαν», θα μας πή ο ιερός Χρυσόστομος,
είναι όλα αυτά. Αυτή η προσγείωσις, αυτό το μάθημα της ματαιότητος,
που δίνει ο θάνατος στους κατοίκους της γης σε όσους έχουν την
σπίθα της πίστεως, γίνεται αφορμή να υψώνουν, μέσα από τα μνήματα,
τον όρθρο μιας νέας και αληθινής ζωής. Όσοι όμως δυστυχώς δεν έχουν
αυτό το φως, διώχνουν τα ιερά, τα συγκλονιστικά και οικοδομητικά αυτά
μηνύματα, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Τα διώχνουν, για να ξαναγυρίσουν
πάλι στα καθημερινά. Δηλαδή στις εχθρότητες, στους φθόνους, στις διαβολές,
στους εγωϊσμούς.
Όταν πεθαίνει κάποιος συνήθως εμείς οι άλλοι, «οι περιλειπόμενοι»
Όταν πεθαίνει κάποιος συνήθως εμείς οι άλλοι, «οι περιλειπόμενοι»
καθόμαστε και κοιτάζουμε το έργο του και τη ζωή του γενικώτερα.
Σε καιρούς όμως κρισίμους, όπως είναι οι σημερινοί, καλύτερα είναι να κοιτάζωμε,
όχι εκείνους που φεύγουν. Σήμερα χρειάζεται να προσέχωμε πιο πολύ τους
ζωντανούς. Και αυτή η παρατήρησί μας, να γίνεται με το φακό του θανάτου,
με το πρίσμα της αιωνιότητος. Εμείς που μένομε, που ζούμε, μπορούμε να
αιτιολογήσωμε τη σημερινή μας ζωή με μέτρο και καθρέπτη τον θάνατο;
Δικαιολογούνται αυτά που λέμε και κάνομε με την πραγματικότητα ότι μια
ημέρα θα πεθάνωμε;
Ας θυμώμαστε το μεγάλο Διδάσκαλο, γιατί αν το ξεχνάμε αγριεύομε.
Και η γη έχει αρκετά πια θηρία, δεν χρειάζεται άλλα.
*Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος, Ιεροκήρυκας
Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας
Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας