Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ευσέβιος Βίττη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ευσέβιος Βίττη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 26, 2012

Θεωρείν τον Ιησούν + Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη


Η δυνατότητα του οράν, του βλέπειν, η θέαση των αντικειμένων γύρω μας και προ πάντων των συνανθρώπων μας, αποτελεί μια απ’ τις πιο μεγάλες και όμορφες δυνατότητες επικοινωνίας. Όταν το βλέμμα συναντά το βλέμμα, βρισκόμαστε στην πιο αποφασιστική στιγμή επικοινωνίας, εφ’ όσον φυσικά προϋπάρχουν και οι ψυχολογικές προϋποθέσεις που δίνουν στο βλέμμα το ιδιαίτερο βάθος και τη δυνατότητα διεισδύσεως. Το ένα βλέμμα βυθίζεται μέσα στο άλλο με τρόπο ανεξήγητο, μυστικό. Ο καθένας γίνεται υποκείμενο και αντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρός και θεωρούμενος. Το βλέμμα προχωρεί βαθειά μέσα απ’ τη ζωντανή θυρίδα των ματιών. Όλη η ψυχή γίνεται ματιά και εισδύει στην άλλη ματιά όλη δι’ όλης. Οσοσδήποτε λόγος κι αν γίνει για την αξία και τον τρόπο λειτουργίας του βλέμματος δεν θα μπορέσει να παραστήσει σ’ όλο της το βάθος και την έκταση τη σημασία της ενέργειας «του θεωρείν».
Η θέαση, «το θεωρείν», έπαιξε πρωταρχική σημασία στη σχέση με τον Ιησού. Ο Ιησούς υπήρξε αντικείμενο θέας των πρώτων μαθητών του. Τον είδαν, τον θεώρησαν. Και μετά τον γνώρισαν και προχώρησαν στη βαθύτερη και μυστικότερη θεωρία του. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι πολύ σαφής; «Ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών…ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν…» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Η θέαση αυτή του Ιησού σαν ανθρώπου και αισθητά ψηλαφητού ήταν αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγει η θεωρία του Ιησού απ’ το συγκεκριμένο και το ορισμένο στο αόριστο και απροσδιόριστο, ή καλύτερα σ’ ένα θολό και σκοτεινό μυστικισμό, όπου χάνονται τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και στο πλασματικό. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής επιμένει: «Και ημείς τεθεάμεθα και μαρτυρούμεν…»(Α’ Ιωάν. δ’ 14). Είναι όμως φανερό πως η θέαση του Ιησού δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι μια απλή λειτουργία της οράσεως. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Ιωάν. α’, 14). Ο Λόγος του Θεού έγινε σαρξ, χωρίς να παύσει όμως να είναι ό,τι ήταν. Κάθε τι που γίνεται κάτι άλλο αποκτώντας τις ιδιότητες εκείνου του άλλου, παύει να είναι ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι κάτι καινούργιο πια.
Ο οίνος που έγινε το νερό στις υδρίες του θαύματος στην Κανά δεν είχε πια τίποτε το κοινό μ’ αυτό που ήταν. Μονάχα ο Λόγος μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και Λόγος και «σαρξ» ξεπερνώντας της φύσεως τους όρους. Το φυσιολογικό βλέμμα έδειχνε τον Ιησού. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να δώσει πληροφορίες ικανοποιητικές γι’ αυτόν. Χρειαζόταν και άλλου είδους βλέμμα, για να δει και τον Λόγο που κρυβόταν πίσω από την «σάρκα». Χρειαζόταν μια ειδική δυνατότητα θεωρίας και θεάσεως της δόξας του, της μοναδικής του δόξας σαν Υιού Μονογενούς. Ποιά είναι η ειδική αυτή ματιά, ή καλύτερα, σε τί πρέπει να μεταμορφωθεί η ματιά, για να θεωρήσει τον Ιησούν αληθινά και σωστά; Μας το λέει ο ίδιος: «Τούτο εστί το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ’ 40). Το «θεωρείν» εδώ γίνεται ταυτόσημο με το «πιστεύειν». Παύει δηλαδή το βλέμμα να αποτελεί μια καθαρή ενέργεια της αισθήσεως μόνο. Το βλέμμα γίνεται πίστη. Το θεωρείν έχει λόγον υπάρξεως τότε μόνον, όταν γίνεται όχημα πίστεως. Αλλιώς μένει μια απλή φυσιολογική ενέργεια χωρίς βάθος και ιδιαίτερη σημασία. «Εωράκατέ με και ου πιστεύετε» (Ιωάν. στ’ 36). Είναι μια διαπίστωση και ένα παράπονο του Ιησού, γι’ αυτούς που έμεναν στο πεδίο της φυσιολογίας μόνον. Αλλά το «θεωρείν» αυτό γίνεται αφορμή καταδίκης. Γιατί ενέχει μέσα του το στοιχείο της κρίσεως. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιωάν. θ’ 39) και «ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν, νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η ουν αμαρτία υμών μένει» (αυτ. στίχ. 41). Ο άνθρωπος καταδικάζεται στην περίπτωση αυτή από τον ίδιο τον εαυτό του να μένει στο χώρο του γήινου και του εγκόσμιου χωρίς να αξιώνεται να γίνει θεωρός των επέκεινα.
Ο Ιησούς όμως δεν είναι τώρα και σωματικά παρών στον κόσμο. Παύει άραγε η δυνατότητα του θεωρείν τον Ιησούν; Τώρα έχουμε αντιστροφή του άξονα θεωρείν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρείν. Με την πίστη καθαρίζει το βλέμμα και προχωρεί στην άμεση εσωτερική θεωρία του Ιησού, καθαρίζει το βλέμμα της ψυχής. Καθαρίζει το «διορατικόν», ο νους, που αποτελεί το μάτι της ψυχής. Σ’ αυτό ενεργεί και ένας άλλος παράγων που θα τον δούμε πιο κάτω. Τώρα δημιουργούνται, μπορούμε να το πούμε χωρίς δυσκολία, όροι και προϋποθέσεις καλύτερες «του ιδείν τον Ιησούν», πολύ καλύτερες από εκείνες που είχαν οι άνθρωποι τότε που ο Ιησούς ήταν και σωματικά στη γη. «Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;» (Ιωάν. Γ 18), Η αμφιβολία και ο δισταγμός βασάνιζαν τις καρδιές των ακροατών του και τότε, εφ’ όσον το βλέμμα τους έμενε μόνο στον ραββί. Τον έβλεπαν, τον άκουγαν, τον ψηλαφούσαν, και όμως έβλεπαν χωρίς να βλέπουν και άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν. «Τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα». Δεν λειτουργούσε η εσωτερική αίσθηση, και η εσωτερική ματιά. Γιατί; Κι’ αν υποθέσουμε πως υπήρχε καλή διάθεση, όμως «ούπω ην Πνεύμα Άγιον, ότι ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιωάν. ζ’ 39). Έτσι ερχόμαστε στον παράγοντα που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στο ζήτημά μας.
Η θεωρία του Ιησού δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, οξύνοιας, οξυδέρκειας ή άλλων ψυχικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Δεν είναι προνόμιο μερικών ψυχών που ρέπουν στη μυστική και εσωτερική ζωή, που εύκολα βυθίζονται σε ενοράσεις και χάνονται σε κόσμους ανεξέλεγκτους και αυθαίρετης υποκειμενικότητας. Ο Ιησούς χάνεται από το αισθητό οπτικό πεδίο, «μικρόν και ου θεωρείτε με», αλλά ακριβώς αυτή η απομάκρυνση του θα γίνει αφορμή να τον ξαναδούν οι μαθηταί του και τότε και τώρα καθαρότερα: «Πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου» (Ιωάν. ιστ’ 16). Οδηγός στη θέα αυτήν είναι ο Παράκλητος. Εκείνος είναι ο οδηγός «εις πάσαν την αλήθειαν». Εκείνος θα διδάξει και θα αποκαλύψει την αλήθεια και για τον Ιησού. Εκείνος θα τον δοξάσει (αύτ., στ. 14). Θα μιλήσει γι’ αυτόν και θα τον φανερώσει στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Ιησούς έρχεται και πάλι στην Εκκλησία του διά του Παρακλήτου. «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτε με…εν εκείνη τη ημέρα (όταν δηλ. θα έλθει ο Παράκλητος) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω Πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν». Ο Παράκλητος μιλάει στις καρδιές και φυτεύει την πίστη. «Ότι και εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ’ 29). Από τώρα δεν θα είναι αναγκαία η αισθητή ψηλάφηση. Τώρα πια είναι κατατεθειμένη η μαρτυρία για τον Ιησού και το Πνεύμα θα φανερώνει το βαθύτερο και μυστικότερο νόημά της.
Το Πνεύμα υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Το ανήκειν στην Έκκλησίαν, το είναι μέλος της Εκκλησίας, που αποτελεί το μυστικό σώμα του Χριστού, αποτελεί το εχέγγυο της μετοχής στο Πνεύμα και της χορηγήσεως από αυτό της δωρεάς «του ιδείν τον Ιησούν». Έξω από την Έκκλησία ανήκει κανείς στον κόσμο και «ου δύναται λαβείν»(Ιωάν. ιδ’ 17) το Πνεύμα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να δει τον Ιησού. Όλες οι προσπάθειες για την απομύθευση του Ευαγγελίου και την ανατομία της υπό το φως της γνώσεως του κόσμου αυτού και με κριτήριο τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δεν κατέληξε παρά στην εξαφάνιση του Ιησού. Καθόλου παράξενο γιατί μετά τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περί τίνος Ιησού τεθνηκότος», ον φάσιν οι πιστοί ζην (Πρ. κε’ 19). Το ανθρώπινο πνεύμα, αδύναμο καθώς είναι, είναι ανίκανο να ξεπεράσει τους φυσικούς όρους, που το διέπουν και το κρατούν δέσμιο του παρόντος, και να κατανοήσει και ακόμη πιό πολύ, να θεωρήσει τον Ιησού. Μέσα όμως στην Εκκλησία εμφανίζεται ο Ιησούς. Μέσα στην Εκκλησία ο Παράκλητος μάς οδηγεί στη θεωρία του Ιησού. Μας αποκαλύπτει τον Ιησού.
Η Εκκλησία στηριζόμενη στο θεμέλιο των αποστόλων (Εφεσ. β’ 20) που κατέθεσαν με το αίμα τους τη μαρτυρία για τον Ιησού και στην χειραγωγία του Πνεύματος που την εμψυχώνει και την οδηγεί στην εσωτερική γνώση του Ιησού, κινείται ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Ιησού μέσα στην ιστορία. Και ζει με την μυστική θεωρία του και την αναμονή του, έως ότου τον δει «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Τη θεωρία αυτή του Ιησού την ζει κάθε αληθινά πιστός με ένα τρόπο πολύ προσωπικό, αλλά πραγματικό και αληθινό. Έτσι εξηγείται η σύμπτωση της μυστικής εμπειρίας των μεγάλων αγίων που την καταθέτουν στο κοινό θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας μας.
Μιλάμε για τη θεωρία του Ιησού. Η έννοια αυτή, ή καλύτερα, η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, όπως και κάθε συναφής πραγματικότητα που αναφέρεται στην ουράνια και υπερβατική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να εκφρασθεί με λέξεις, που αδυνατούν ακόμα και την περιγραπτή και απλή πραγματικότητα να περιγράψουν. Αυτές τις πραγματικότητες «ουκ εξόν λαλήσαι» στην ανθρώπινη γλώσσα (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Και γι’ αυτό το λόγο τον έχει η άμεση εσωτερική βίωση και η φανέρωση του Πνεύματος. Εκείνο που μπορεί μονάχα να λεχθεί είναι τούτο: Το θεωρείν τον Ιησού δεν είναι λέξεις χωρίς αντίκρυσμα. Είναι μια απρόσιτη πραγματικότητα που την γεύονται όσοι είναι όλο φωτιά και θείο έρωτα. Ώρες-ώρες εκφράζεται και με δάκρυα και με εσωτερικό κατακλυσμό χαράς και ανείπωτης ευτυχίας, με συναισθηματική ευφορία και πνευματική ανάταση και άρρητο γλυκασμό που είναι μια ισχυρή πρόγευση του Ιησού και μια ανείπωτη παρηγοριά του πιστού που για τον Ιησού πονά, θλίβεται και πάσχει στον κόσμο αυτό και μαρτυρεί ακόμα και για χάρη του. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν πάντοτε. Δεν είναι ο κανόνας. Κανόνας είναι η πίστη. Κανόνας είναι η «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12) θέαση του Ιησού. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ψυχή στον αγώνα της και την πάλη της να σταθεί πιστή και αφοσιωμένη στον ποθητό της νυμφίο περνάει ώρες σκληρής αμφιβολίας και δέρνεται μέσα στη συννεφιά και την φουρτούνα της αβεβαιότητος. Αλλά στην κρίσιμη στιγμή φτάνει μια μικρή ανακίνηση του πυκνού παραπετάσματος από την πνοή του Πνεύματος για να αφήσει να διαφανεί η πραγματική πραγματικότης. Να διαφανεί ο Ιησούς…
Μερικοί συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας του Ιησού μέσα στην Εκκλησία:
1) Το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας. Στο μυστήριο υπάρχει ο Ιησούς. Στο Μυστήριο συνεχίζεται η ένσαρκος οικονομία του με το ίδιο και πιό πολύ τονισμένο το στοιχείο της ταπεινώσεως του Ιησού. Στην παράδοση της ορθόδοξης ευσέβειας αναφέρονται περιπτώσεις αγίων ανθρώπων που «εθεώρουν» τον Ιησού κρυμμένο πίσω από τον άρτο και τον οίνο. Εμείς οι κοινοί πιστοί δεν τον θεωρούμε με τον τρόπο αυτό. Τον βλέπουμε μόνο με τα μάτια της πίστεως. Πιστεύουμε πως είναι «ουσιωδώς παρών» στη Θ. Ευχαριστία. Τον αγκαλιάζουμε μυστικά. Τον δεχόμαστε στην καρδιά μας.
Ω, σπάνιες στιγμές πνευματικής ευφροσύνης! Νοιώθει κανείς πως τότε βρίσκεται στην προβαθμίδα του «θεωρείν την δόξαν του Ιησού, ην δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ»(Ιωάν. ιζ’ 24). Μέσα στο Μυστήριο λοιπόν μπορούμε να «αφορώμεν εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ’ 2) με απόλυτη βεβαιότητα, με την ίδια βεβαιότητα που μπορούσε να έχει ο Πρωτομάρτυρας, όταν έλεγε: «Θεωρώ τον ουρανόν ανεωγότα και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πρ. ζ’ 56).
2) Οι αδελφοί. Κάθε αδελφός είναι το αντίτυπο του Ιησού. Πίσω από τον κάθε αδελφό κρύβεται ο Ιησούς. Αυτό αποτελεί πρώιμη συνείδηση της Εκκλησίας όπως βλέπουμε στη συνοπτική παράδοση: (Ματθ. κε’ 31-46). Θεωρείν τον Ιησού σημαίνει στην πρακτική κοινωνική ζωή θεωρείν τον Ιησού στα πρόσωπα των ελαχίστων αδελφών του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έχει δύο εκφράσεις που μιλούν για το ζήτημα αυτό; «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν. ε’ 24). Και: «Ημείς οίδαμεν, ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω» (Α’ Ιωάν. γ’ 14). Τόσο η πίστη εν Χριστώ Ιησού, όσο και η αγάπη προς τους αδελφούς είναι μετάβαση προς την ζωή. Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς είναι η ζωή, η αγάπη και η πίστη συγκλίνουν στο ίδιο σημείο: στον Ιησού. Δεν μπορεί κανείς να αναχθεί στη θέα του Ιησού χωρίς τα δύο αυτά φτερά.
3) Η γενικότερη συνεπής εφαρμογή της εντολής του Ιησού. Η σύγκρουση με την πραγματικότητά μας, την καθόλου ειδυλλιακή αμαρτωλή πραγματικότητά μας με τις ασκήμιες της και τις τρικλοποδιές που μας βάζει στην προσπάθειά μας να φανούμε συνεπείς, μας βγάζει από τις αυταπάτες και τις φαντασιοπληξίες, αλλά και μας στερεώνει περισσότερο στην επιθυμία του «ιδείν τον Ιησούν». Θέλεις να δεις τον Ιησού; Αγάπησέ τον θερμά, όσο γίνεται πιο θερμά, πιο δυνατά, πιο παράφορα. Θέλεις να δοκιμάσεις γνησιότητα της αγάπης σου προς τον Ιησού; Τήρησε τις εντολές του, όσο κι αν είναι δύσκολη η εφαρμογή τους. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 21). Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην θέα του Ιησού. Είναι ο ομαλός και ασφαλής δρόμος, στον οποίο πατούμε με το ένα πόδι, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, δηλ., ενώ με το άλλο πατούμε στην άλλη πραγματικότητα, την μυστική, της οποίας είμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανείς την εντολή του Ιησού φεύγει απ’ την πραγματικότητα του κόσμου και μπαίνει στην ιερή περιοχή της νοσταλγίας του και των μυστικών πόθων του. Η τήρηση των εντολών είναι μια προσπάθεια να αρθεί η αυλαία του κόσμου και της αμαρτίας που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και στον Ιησού. Η τήρηση των εντολών είναι η προχώρηση για να συναντήσουμε τον Ιησού, που έρχεται για να «εμφανίση εαυτόν» και «να θεωρώμεν την δόξαν αυτού».
Είναι τόση η ευτυχία και η μακαριότητα της ψυχής που «είδε»,έστω και αμυδρά τον Ιησούν, ώστε δεν μπορεί να μένει μόνη στη θέα αυτή, θέλει και άλλες ψυχές να γευτούν την ίδια πραγματικότητα. Η μακαριότητα της συν-θέας, της συν-θεωρήσεως γίνεται αυτόματα πιο μεγάλη, πιο βαθειά. Γι’ αυτό και όσοι είδαν τον Ιησούν δεν παρέμειναν σε μια αδράνεια, αλλά σκορπίστηκαν στον τετραπέρατο κόσμο και διεκήρυξαν: «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφισαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή εφανερώθη και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και ημείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και του υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Είναι φανερός ο σύνδεσμος θέας και μαρτυρίας. Θεάσεως και απαγγελίας, και ευαγγελισμού και συν-κοινωνίας και άλλων στο άρρητο αυτό θέαμα. Αυτό είναι το μυστικό και η βιωματική αφετηρία κάθε ιεραποστολικής προσφοράς και προοπτικής. Τίποτε άλλο. Τα άλλα όλα είναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Η πηγή της ιεραποστολικής θέρμης και δράσεως είναι το γεγονός ότι ο ιεραπόστολος «είδε» και θεάται εξακολουθητικά τον Ιησούν. Και γίνεται η βίωσή του αυτή φωνή. Και γίνεται όλη φωτιά. Και συνεχίζει με εσωτερική βεβαιότητα το έργο εκείνων που πρώτοι είδαν τον Ιησού. Τον ανακάλυψαν εκείνοι και μας είπαν τι ήταν αυτό που βρήκαν. Τον γευτήκαμε και εμείς ελάχιστα και βλέπουμε ότι είχαν τόσο δίκαιο στις διακηρύξεις τους. Αυτή η ελάχιστη εμπειρία μας πρέπει να γίνει πιο μεγάλη και πιο βαθειά. Να ανάβει τη λαχτάρα να θεαθούμε πιο πολύ τον Ιησού. Να τον θεαθούμε όσο γίνεται και στη γη τούτη, αλλά να τον θεώμεθα και στον ουρανό όπου «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. δ΄17)«θεωρούντες την δόξαν» του (Ιωάν. ιζ’ 24) προχωρώντας εκ μακαριότητος εις μακαριότητα…
+ Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2012

Ικεσία του π. Ευσεβίου Βίττη προς τον Εσταυρωμένο



από το περιοδικό «Η Δράσις μας», τεύχος 480, Ιούνιος-Ιούλιος 2010
Ω Κύριε Ιησού μου, πράε και ταπεινέ τη καρδία,
σε παρακαλώ και σε ικετεύω με όλη μου την καρδιά:
Από την επιθυμία να με εκτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αγαπούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αναζητούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με τιμούν,   ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επαινούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με προτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με συμβουλεύονται, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επιδοκιμάζουν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με φροντίζουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με ταπεινώνουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με περιφρονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με απορρίπτουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με συκοφαντούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με λησμονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με προσβάλλουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με υποπτεύονται, ελευθέρωσέ με.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012


Ο Ιαμβικός κανών των Φώτων σε ελεύθερη απόδοση


Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ
Ὁ Ἰαμβικὸς Κανὼν τῶν Φώτων
σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. 
Εὐσέβιο Βίττη

Ἦχος β᾽ ᾨδὴ α΄
Ὁ Εἱρμὸς
«Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον,
Ἤπειρον αὖθις, Ἰσραὴλ δεδειγμένον.
Μέλας δὲ πόντος, τριστάτας Αἰγυπτίων,
Ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος,
Ῥώμῃ κραταιᾷ, δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου.»
Βαδίζει τὴν κυματισμένη θάλασσα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ χάρη του ξανάγινε στεριά! Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα ἔκρυψε στὰ  σπλάχνα της τοὺς Αἰγυπτίους ἄρχοντες, θάβοντάς τους ἔτσι σὲ νερόστρωτο τάφο. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Κυρίου.

Ὄρθρου φανέντος τοῖς βροτοῖς σελασφόρου,
Νῦν ἐξ ἐρήμου, πρὸς ῥοὰς Ἰορδάνου
Ἄναξ ὑπέσχες, ἡλίου σὸν αὐχένα,

Χώρου ζοφώδους, τὸν Γενάρχην ἁρπάσαι,
Ῥύπου τε παντός, ἐκκαθᾶραι τὴν κτίσιν.

Ὅταν πρόβαλε ὁ σὰν λαμπρὴ Αὐγὴ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, Ἐσύ, Βασιλιὰ Χριστέ, ἔκλινες τὸν αὐχένα σου, ἂν καὶ εἶσαι ὁ ὑπέρλαμπρος πνευματικὸς Ἤλιος. Καὶ τὸ ἔκανες αὐτό, γιὰ νὰ ἁρπάξης ἀπὸ τὸν κατασκότεινο ἅδη τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸν Ἀδάμ, καὶ νὰ καθαρίσης ὅλη τὴν κτίση ἀπὸ κάθε ρύπο.

Ἄναρχε ῥείθροις, συνταφέντα σοι Λόγε,
Νέον περαίνεις, τὸν φθαρέντα τῇ πλάνῃ ,
Ταύτην ἀφράστως, πατρόθεν δεδεγμένος,
Ὄπα κρατίστην• Οὗτος ἠγαπημένος,
Ἴσος τέ μοι Παῖς, χρηματίζει τὴν φύσιν.

Κύριε, Ἐσύ, ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχὴ ὡς ἄναρχος, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μαζί σου θάφτηκε στὰ νερά, τὸν κάνεις καινούργιο, γιατὶ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴ διαβολικὴ πλάνη. Ἄκουσες ἐτούτη τὴ δυνατὴ Πατρικὴ φωνή. Αὐτός, ποὺ βαφτίζεται στὰ νερά, εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, ἴσος μὲ ἐμένα ὡς πρὸς τὴ φύση του, Θεός.

***
ᾨδὴ γ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
«Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα βρόχων,
Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων.»

Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.

Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοπεῖται , σαρκικῇ παρουσίᾳ·
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν.

Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὂροις.
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει,
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης.
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων.

Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.
****

ᾨδὴ δ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
 «Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀρρήτου Λόγου,
ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη».

Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῆ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.

Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκύσαι τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου.

Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσης καὶ νὰ ἀπομακρύνης τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσης πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλης σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποία βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.

Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει,
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ,
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν.

Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν’ ἀκουστῆ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.

Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων.
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαῴζει τὴν κτίσιν.

Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.

ᾨδή ε΄ Ὁ Εἱρμὸς
  «Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
Μόνοις προσιτήν, οἷς Θεὸς κατηλλάγη».

Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν σημφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.

Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὂν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυρρύτοισι δίναις ἐκπλύνων,

Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας.
Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.

Μετ᾽ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύσοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον.

Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.
***

ᾨδὴ ς᾽ Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ,
Ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὸς ἐξηρεύξατο.
Ναί φησιν, Οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων,
Φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους,
Λόγος τέ μου ζῶν, καὶ βροτὸς προμηθείᾳ.

Μὲ καταχαρούμενη φωνὴ καὶ ἀγαλλίαση εἶπε ὁ  Οὐράνιος Πατέρας, ὅτι τοῦ εἶναι ἀγαπητός του Υἱός, αὐτός, ποὺ μὲ τρόπο ἄφραστο καὶ ἀπερίγραπτο ὁ ἴδιος γέννησε. «Ναί, λέει, Αὐτὸς ποὺ εἶναι γέννημά μου ἀπὸ τὴν ἴδια μου φύση, αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόβαλε ὁλόφωτος καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δηλαδὴ καὶ ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια καὶ δικός μου ζωντανὸς Θεὸς καὶ Λόγος καὶ ταυτόχρονα ἄνθρωπος μὲ θεϊκὴ καὶ στοργικὴ Πρόνοιά μου καὶ φροντίδα».

Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος,
Ξένως Προφήτης ἐγκάτοις φλοιδούμενος,

Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας,
Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου,
Πᾶσι προφαίνων, τῶν χρόνων ἐπ᾽ ἐσχάτων.

Θαλασσοβρεγμένος ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ποὺ παραδόξως ἔμεινε τρεῖς μέρες σὲ θαλάσσιο κῆτος, βγῆκε πάλι ζωντανὸς ἀπὸ αὐτό. Καὶ ἔτσι δήλωσε προφητικὰ τὴν ἀναγέννηση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρωποκτόνου δράκοντα, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φανέρωσε, ὅ,τι θὰ γινόταν στὰ τελευταῖα χρόνια.

Ἀνειμένων Πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν,
Μύστης ὁρᾷ πρὸς Πατρὸς ἐξικνούμενον,
Μένον τε Πνεῦμα τῷ παναχράντῳ
Λόγῳ, Ἐπελθὸν ὡς πέλειαν ἀφράστῳ τρόπῳ,
Δήμοις τε φαίνει, προσδραμεῖν τῷ Δεσπότῃ.


Καθὼς ἄνοιξαν πάμφωτοι οἱ οὐρανοί, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ τοῦ ἔγινε γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὸν πανάχραντο καὶ πεντακάθαρο Λόγο τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο ἀπερίγραπτον. Καὶ φάνηκε στὰ πλήθη γιὰ νὰ τρέξουν στὸν Δεσπότη Χριστό.
***  
ᾨδὴ ζ' Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τάς κάρας,
Ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα,
Νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας,
Τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας,
Ὅλην πλύνει δέ, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος».


Ζεμάτισε μὲ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ἤρεμη καὶ ἀκίνδυνη τὴν τεράστια φωτιὰ τῆς καμίνου, ὅπου ρίχτηκαν οἱ εὐσεβεῖς Νέοι. Καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς δυσκολοθεράπευτης ἁμαρτίας τὴν ξεπλένει ἐντελῶς μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ζωγραφοῦσαν τὴν Ἀσσύριον φλόγα,
Ἐκστῶσαν ἵστης, εἰς δρόσον μετηγμένην.
Ὕδωρ ὅθεν νῦν ἀμφιέσσαο φλέγον,
Σίντην κάκιστον Χριστὲ προσκεκευθμένον,
Πρὸς τὴν ὄλισθον ἐκκαλούμενον τρίβον.

Ἡ ἀσσυριακὴ φλόγα Ἐσένα ζωγράφισε, Χριστέ. Τὴν μεταβάλλες, ἂν καὶ ἦταν τεράστια, σὲ δροσιά. Τώρα ὅμως ντύθηκες τὸ νερό, ποὺ καταφλέγει τὸν ἄθλιο κακοῦργο, Χριστέ, πού, κρυμμένος, σπρώχνει στὸν γλιστερὸ δρόμο τοῦ κακοῦ.

Ἀπορραγέντος τοῦ Ἰορδάνου πάλαι,
Ἰσθμῷ περᾶται λαός, Ἰσραηλίτης,
Σὲ τὸν κράτιστον ἐμφοροῦντα τὴν κτίσιν,
Ἠπειγμένως νῦν ἐν ῥοαῖς διαγράφων,
Πρὸς τὴν ἄρρευστον καὶ ἀμείνονα τρίβον.

Ὅταν κάποτε κόπηκε στὰ δυὸ ὁ Ἰορδάνης, πέρασε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιέγραψε Ἐσένα τὸν Παντοδύναμο Κύριο τῆς Δημιουργίας. Τώρα ὅμως ὁδηγεῖς μὲ δύναμη στὸν ἄρευστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν αἰώνιο καὶ ἄριστο δρόμο, Κύριε.

Ἴδμεν τὸ πρῶτον τὴν πανώλεθρον κλύσιν,
Οἰκτρῶς σε πάντων εἰς φθορὰν παρεισάγειν,
Ὦ τρισμέγιστα χρηματίζων καὶ ξένα.
Νῦν δὲ κλύσαντα Χριστὲ τὴν ἁμαρτίαν,
Δι᾽ εὐπάθειαν, καὶ βροτῶν σωτηρίαν.


Γνωρίζουμε τὸν πρῶτο παγκόσμιο κατακλυσμό, ποὺ ἔφερε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ἐσὺ Κύριε, ποὺ πραγματοποιεῖς τεράστια καὶ παράδοξα γεγονότα. Τώρα ὅμως προκάλεσες τὸν κατακλυσμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

ᾨδὴ η' Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται.
Υἱοὶ δὲ φωτός, οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι.
Μόνος στενάζει, τοῦ σκότους ὁ προστάτης.
Νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον,
Ἡ πρὶν τάλαινα τῶν Ἐθνῶν παγκληρία.

Ἡ κτίση ἔχει γνώρισμά της τὴν ἐλευθερία καὶ  εἶναι παιδιὰ φωτεινά, ποὺ πρὶν ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Ἀπομονωμένος, τώρα στενάζει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκοταδιοῦ διάβολος. Τώρα ἂς εὐγογῆ καὶ ἂς δοξάζη μὲ ὅση δύναμη μπορεῖ τὸν αἴτιο αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως ὅλη ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα.

Τριττοὶ θεουδεῖς ἐμπύρως δροσούμενοι,
Αἰγλῆντα τριτταῖς παμφαῶς ἁγιστείαις,
Σαφῶς ἐδήλουν τὴν ὑπέρτατον φύσιν,
Μίξει βροτείᾳ πυρπολοῦσαν ἐν δρόσῳ,
Εὐκτῶς ἅπασαν τὴν ὀλέθριον πλάνην.

Τὰ τρία νέα παιδιά, ποὺ ἦταν θεοφοβούμενα καὶ εἶχαν φρόνημα θεϊκό, δροσίζονταν στὴ φωτιὰ καὶ δήλωναν ἔτσι λατρεία στὴν τριπρόσωπη Θεότητα, τὴν Ὕψιστη Τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἑνὸς Προσώπου της πυρπολοῦσε μὲ δροσιά, δηλαδὴ μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν ὀλέθρια πλάνη, πράγμα ἐπιθυμητό …

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη•
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.

Ἂς ντυθῆ στὰ λευκὰ κάθε ἡ γήινη φύση, ποὺ τώρα ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν ξεπεσμό της ἀπ’ τὸν οὐρανό. Γιατὶ τώρα μέσῳ τοῦ συντηρητὴ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου ἔχει ξεπλυθῆ μὲ τὰ τρεχούμενα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὰ φταιξίματα καὶ τὶς ἁμαρτίες της. Ἔτσι ξέφυγε πιὰ λουσμένη στὸ φῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασή της.

ᾨδὴ θ'
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
Ψαλλόμενα ἐν τῇ ᾨδῇ ταύτῃ  

Ἕτερα εἰς τὸν Ἰαμβικὸν Κανόνα
Σήμερον ὁ Δεσπότης, κλίνει τὸν αὐχένα, χειρὶ τῇ τοῦ Προδρόμου.
Σήμερον Ἰωάννης, βαπτίζει τὸν Δεσπότην, ἐν ῥείθροις, Ἰορδάνου.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, νάμασιν ἐνθάπτει, βροτῶν τὴν ἁμαρτίαν.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἄνωθεν μαρτυρεῖται, Υἱὸς ἠγαπημένος.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἦλθεν ἁγιάσαι, τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, τὸ βάπτισμα λαμβάνει, ὑπὸ χειρὸς Προδρόμου.
Δόξα...
Μεγάλυνον ψυχή μου, τῆς τρισυποστάτου, καὶ ἀδιαιρέτου, Θεότητος τὸ κράτος.
Καὶ νῦν...
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν λυτρωσαμένην, ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας.
Ὁ Εἱρμὸς
 «Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων! 
Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη
Δι᾽ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,

Δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.»

Ὤ, πόσο ξεπερνοῦν τὸ νοῦ μας τὰ θαύματα τοῦ Παιδιοῦ Σου, Πάναγνε Νύμφη, Παναγία μας καὶ Μητέρα εὐλογημένη!  Διὰ μέσου Σου βρήκαμε τὴν ὁλοκληρωτική μας σωτηρία. Γι’ αὐτὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη προσφέρουμε στὸν Κύριο καὶ Υἱό σου ὕμνον εὐχαριστίας.

Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα.
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα.

Ξέρουμε αὐτά, ποὺ δείχτηκαν στὸ Μωυσή. Εἶναι μὲ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο τρόπο καμωμένα καὶ φανερωμένα. Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, σώθηκε ἡ Παρθένος ἔχοντας μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν φωτοφόρο Εὐεργέτη. Καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ τὰ δέχτηκαν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.

Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνία,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον.

Ἀλείφεις μὲ ἱερὸ χρίσμα, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἄναρχε Βασιλιά. Καὶ μὲ τὰ ἄχραντα ρεύματα τοῦ νεροῦ χάρισες τὴν κάθαρση καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ταυτόχρονα ντρόπιασες καὶ ξευτίλισες τὴ δύναμη, ποὺ σήκωσε μὲ ἀλαζονεία τὸ κεφάλι της ἔντασί Σου. Καὶ τώρα ἀνταλάσσεις τὴ θνητὴ κατάσταση τοῦ  ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς.

 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(Ἐξαντλημένο)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...