Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεροντικόν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεροντικόν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Αγγελος Κυρίου κατήλθε εξ ουρανού, εμέλισε το βρέφος και έβαλε το αίμα στο Άγιο Ποτήριο

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΚΕ


Ένας γέροντας Ασκητής, ενάρετος στην χριστιανική πολιτεία, απλούς και αγράμματος, δεν πίστευε ότι ο Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Θεός, αλλά τύπος μόνο.
Όταν το άκουσαν αυτό δύο γέροντες, οι οποίοι γνώριζαν την ενάρετη πολιτεία του ασκητή αυτού, κατανόησαν ότι το κάνει αυτό εξαιτίας της απλότητάς του.
Πήγαν στο κελί του και του είπαν ότι κάποιος αββάς λέγει ότι δεν πιστεύει πως ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Σώμα του Χριστού, αλλά τύπος. Αυτός αποκρίθηκε : Εγώ είπα αυτό τον λόγο. Τότε οι δύο γέροντες του συνέστησαν να πάψει να λέγει πλέον τέτοιες βλασφημίες, αφού όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Άρτος που κοινωνούμε μετατρέπεται σε Σώμα Χριστού και ο οίνος σε Αίμα Χριστού. Διότι όπως στη δημιουργία ο Θεός πήρε χώμα από τη γη και έκανε τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιερέας ως επίτροπος του Χριστού, λέγει αντ΄ αυτού τα λόγια : «Τούτο εστί το Σώμα μου». Και αυτό πιστεύουμε ότι αναμφισβήτητα είναι το Σώμα του Χριστού.

Ο γέροντας Ασκητής τους απάντησε : αν δεν το δω αυτό αισθητά δεν το πιστεύω. Οι δύο γέροντες τότε του είπαν : ας προσευχηθούμε στον Θεό με νηστεία και δάκρυα αυτή την εβδομάδα, να μας αποκαλύψει την αλήθεια. Ο Γέροντας με χαρά συμφώνησε και προσεύχονταν : «Κύριε, γνωρίζεις ότι δεν το λέγω εξαιτίας της πονηρίας, αλλά για την ασφάλειά μου, να βεβαιωθώ για την αλήθεια. Στερέωσέ με τον δούλο σου». Οι άλλοι δύο γέροντες στα κελιά τους προσεύχονταν λέγοντας : «Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε το μυστήριο τούτο στον γέροντα, για να μην χάσει τους κόπους του».
Ο Κύριος, εισάκουσε τις προσευχές των γερόντων και την Κυριακή που πήγαν στη Θεία Λειτουργία οι τρεις μόνο, όταν ήλθε η ώρα ο ιερεύς να διαμερίσει τον Άγιο Άρτο, είδαν ότι έγινε ο Άρτος βρέφος μικρό και ζωντανό και κατήλθε Άγγελος εξ ουρανού, εμέλισε το βρέφος, και έβαλε το αίμα στο Ποτήριο.
Μετά τη Λειτουργία κοινώνησαν οι δύο γέροντες Άρτο και Αίμα. Όταν ήλθε ο Ασκητής και πήρε τη μερίδα του δεσποτικού σώματος, βλέπει – ώ του Θαύματος – ότι ήταν ωμή και έσταζε αίμα. Τότε, φώναξε μετά φόβου : «Πιστεύω, Κύριέ μου, ότι ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε, είναι το άχραντο Σώμα σου, και το Ποτήριο το τίμιο Αίμα σου». Τότε, έγινε πάλι η Σάρκα Άρτος και κοινώνησε.
Οι άλλοι δύο γέροντες του είπαν : Ξέροντας ο Θεός ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να φάγει σάρκα ωμή, ετοίμασε ο Ίδιος το μυστήριο αυτό σε είδος Άρτου και Οίνου, για να το λαμβάνει ο καθένας με πολύ πόθο».

*ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 199 κ.ε.

Κυριακή, Ιουλίου 03, 2016

Ο καρπός της Υπακοής


Για τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό διηγούνται το εξής περιστατικό:
Κάποτε επισκέφθηκε ένα γέροντα, που εμόναζε σε μία σκήτη της Θηβαΐδος και κάθισε και αυτός εκεί στην έρημο. Ο αββάς αυτού του γέροντα πήρε μία μέρα ένα ξερό ξύλο και το έμπηξε στην γη και είπε στο γέροντα:
-Θα το ποτίζεις κάθε μέρα με μία στάμνα νερό, μέχρι να καρποφορήσει.

Το νερό βρισκόταν πολύ μακριά από το κελλί τους. Για να το μεταφέρει, έπρεπε να ξεκινήσει από βραδύς, για να επιστρέψει το πρωί. Ο γέροντας αν και ηλικιωμένος, αδύναμος από την άσκηση και την νηστεία δεν έφερε καμία αντίρρηση και πρόθυμα υπάκουσε στον γέροντά του, στον πνευματικό του καθοδηγητή.
Και ω του θαύματος, μετά από τρία χρόνια το ξερό ξύλο φύτρωσε και έδωσε καρπούς, καρύδια. Ο αββάς του γέροντα πήρε τους καρπούς και τους έφερε στην εκκλησία λέγοντας στους αδελφούς:
-Πάρτε και φάτε από τον καρπό της Υπακοής.


το είδαμε εδώ

Σάββατο, Απριλίου 09, 2016

Σκασμός


…Ίνα μη όμως νομισθή υπό τίνος ότι μόνον τα καλά αναφέρομεν, καίτοι ουδέν το απόλυτον εν τω κόσμω τούτω, γράφομεν και το δεύτερον θέμα, υπόθεσιν έχον συμβάν γενόμενον πέντε έτη προ της ημετέρας ελεύσεως εν τη Μονή και γνωστόν εις όλους τους τότε πατέρας αυτής.
Ήτο η 25 Νοεμβρίου του 1905 και εν τη εσπερινή τραπέζη εγίνετο υπό του διαβαστού ανάγνωσης εις τον βίον της Αγίας Αικατερίνης, συνέπεσε δε να τελείωση ούτος πριν ή λήξη το δείπνον των αδελφών και ο διαβαστής διηπορείτο πόθεν να συμπλήρωση το υπόλοιπον, οπότε εις εκ των μικρών και απλουστέρων αδελφών Νεόφυτος τούνομα, του είπε να βάλη εκ των υπολοίπων του Αγίου Μερκουρίου. Εις τούτο ο παρακαθήμενος εν τη Τραπέζη Γέρων Συμεών επί έτη τυπικάρης της Μονής συναρπαγείς υπό του θυμού διά την παρέμβασιν εις τα δικαιώματα του του απλού Νεοφύτου, εξεστόμισε κατ’ αυτού ενώπιον όλων την λέξιν «σκασμός», όπερ κατελύπησεν όλους τους αδελφούς και αυτόν ίσως τον ίδιον, άλλα πλείον πάντων τον Νεόφυτον, όστις εκ φιλαδελφίας μόνης έσπευσε να οδηγήση τον αδελφόν και ουχί εκ προθέσεως να περιφρονήση τον τυπικάρην.
Δεν παρήλθον πέντε λεπτά και ηγέρθησαν της τραπέζης οι αδελφοί, και καθ’ ήν στιγμήν ο διαβαστής έλεγε την ευχαριστίαν του δείπνου ο Γέρων Συμεών έπεσεν εις το δάπεδον της τραπέζης ως κεραυνόπληκτος εκ συγκοπής της καρδίας και απεβίωσε, προς γενικήν λύπην αλλά και κατάπληξιν της αδελφότητος, και έπεσε φόβος και τρόμος έπ’ αυτούς ενθυμουμένων τους λόγους του Κυρίου «οράτε μη καταφρονήσητε ενί τούτων των μικρών, λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Μτ. 18, 10). Δεν γνωρίζομεν την περαιτέρω κρίσιν του Θεού εν προκειμένω, νομίζω όμως ότι η ευσπλαγχνία του η άπειρος, απέβλεψεν εις δύο τινά, πρώτον εις τον σωφρονισμόν των άλλων αδελφών και δεύτερον εις την τιμωρίαν και εξιλέωσιν του καταφρονήσαντος.
Κατά κοινήν ομολογίαν ο τυπικάρης Συμεών ήτο καθ’ όλα καλός, σώφρον, τίμιος, ευλαβής και εις άκρον ζηλωτής της εκκλησιαστικής ευταξίας, ήτο μόνον απότομος προς τους αδελφούς, εν ολίγοις του έλειπε το έλαιον όπως εις τας μωράς παρθένους. Καταδυναστεύομεν πολλάκις τον πτωχόν, τον ασθενή και νομίζομεν ότι ουδένα κίνδυνον διατρέχομεν εκ τούτου, και δεν γνωρίζομεν ότι ο στεναγμός αυτών και η αναφορά του φύλακος αγγέλου φθάνουσι πάραυτα εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ, του ειπόντος «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε» (Μτ.25,40).

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2016

Το φαρμάκι γίνεται γλυκό, όταν το αντιμετωπίσεις πνευματικά.



Είπε γέρων: Δεν έχω ασχοληθεί με πολλά πράγματα. Λίγα πατερικά ξέρω και προσπαθώ…, τέλος πάντων. Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι δεν υπάρχει φαρμάκι στον άνθρωπο. Το φαρμάκι γίνεται γλυκό, όταν το αντιμετωπίσεις πνευματικά.
Βλέπουμε πολλές φορές ένα άνθρωπο να αμαρτάνει. Λυπείται όπως πραγματικά μετανοεί, νιώθει λύπη εξομολογείται και έχει θεία παρηγοριά. Και όταν δεν νοιώθει αυτή την παρηγοριά, τότε πρέπει να καταλάβει ότι κάποια εξέλιξη τον πειράζει μέσα του, τον πειράζει ο λογισμός και πρέπει να πάει να το πει αυτό, όποτε έρχεται η παρηγοριά. Προχωρούμε τώρα. Συμμετέχει σε μια στεναχώρια ενός αδελφού που υποφέρει, κάνει προσευχή, παρακαλεί και τον βοηθάει ο Θεός. 

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2016

Η αδικία

Η αδικία



Λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνον· εάν σου ακούση, εκέρδησες τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη, 15).
Δηλαδή εάν σου πταίση εις κάτι ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το πταίσιμό του αυτό, ιδιαιτέρως μεταξύ σου και αυτού, χωρίς να είναι παρών κανένας άλλος. Εάν σε ακούση και αναγνωρίση το σφάλμα του, εκέρδησες τον αδελφό σου.
Πως το εξηγεί αυτό ο Μέγας Βασίλειος.
Αυτούς που αδικούν πρέπει να τους προειδοποιήσουμε για την αμαρτία της ιεροσυλίας, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου: «Εάν ο αδελφός σου αμαρτήσει, πήγαινε και έλεγξε αυτόν και λοιπά» (Ματθ. 18, 15). Να ζητάμε όμως το δίκιο μας μ᾽ αυτούς σε κοσμικά δικαστήρια απαγόρευσε ο λόγος της θεοσεβείας με το «εάν κάποιος θέλει να κριθή υπό του νόμου, (να κάμη δίκην μαζί σου) και να λάβη τον χιτώνα σου, δος εις αυτόν και το ιμάτιον» (Ματθ. 5, 40) και με το «τολμά κάποιος από σας, έχων κάτι εναντίον του άλλου, να κριθή ενώπιον των αδίκων και όχι ενώπιον των αγίων;» (Α´ Κορ. 6, 1). Και σ᾽ αυτές δε τις περιπτώσεις ας τους προσκαλέσουμε στην κρίση ενώπιον των αγίων, περισσότερο από ενδιαφέρον για τη σωτηρία του αδελφού παρά για την αφθονία του πλούτου. Γιατί και ο Κύριος, όταν είπε το «εάν σε ακούση», πρόσθετε το «κέρδησες», όχι τον πλούτο, αλλά «τον αδελφό σου» (Ματθ. 18, 15).
*  * *
Όταν ο Όσιος Αμμούν βρισκόταν στο όρος της Νιτρίας, του έφεραν ένα παιδί που το είχε δαγκώσει ένας σκύλος λυσσασμένος και έτσι λύσσαξε και αυτό. Το είχαν δεμένο με αλυσίδες, διότι ξέσχιζε το σώμα του από αυτήν την αρρώστια.
Οι μεν γονείς του παιδιού παρακαλούσαν τον Όσιο να κάνη δέηση προς τον Κύριο για τον γυιό τους, ο δε Όσιος από ταπείνωση τους έλεγε: «Άνθρωποι, τι με πιέζετε να κάνω εκείνα που δεν μπορώ; Όμως η ιατρεία του παιδιού σας είναι στο χέρι σας. Δώστε το βόδι της χήρας, που πήρατε κρυφά και θα γιατρευτή ο γιος σας».
Εκείνοι όταν άκουσαν αυτά θαύμασαν για την διορατικότητα του Αγίου, και αφού πήραν την ευχή του, έδωσαν το βόδι στην χήρα και αμέσως θεραπεύθηκε ο γιος τους.
*  * *
Επίσης στον Ευεργετινό διαβάζουμε για τον Άγιο Μαρκιανό το εξής συγκλονιστικό:
Ο Μέγας Μαρκιανός, κατά τα μεσάνυκτα, όταν ενόμιζε ότι δεν ήτο δυνατόν κανείς να τον δη, συνήθιζε να πηγαίνη σε κάποιο γνωστό του τραπεζίτη, δια να αλλάξη τα χρυσά νομίσματα με πολλά μικρά χάλκινα νομίσματα, δια να τα μοιράζη εις τους πτωχούς· αμέσως δε μετά εγύριζε. Ο τραπεζίτης λοιπόν, λάμβανε ως πρόφαση ότι η αλλαγή γινόταν την νύκτα και θα μπορούσε να κερδίζη περισσότερα, εζύγιζε τα χρυσά νομίσματα με όχι σωστή ζυγαριά. Ο Άγιος δεν πρόβαλλε καμμία αντίρρηση, και δεν εφρόντιζε καθόλου να τον ελέγχη· έτσι έδειχνε ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην συνείδηση αυτού, ο οποίος εζύγιζε.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές και ο Μακάριος υπεκρίνετο ότι δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, ούτε κατηγορούσε τον τραπεζίτη, ο τραπεζίτης άρχισε να απορή· αφού λοιπόν πρόσεξε και πάλι την ώρα, ότι ήταν μεσάνυκτα, παρήγγειλε, σε κάποιο υπηρέτη του να παρακολουθήση τον Μαρκιανό, όταν φύγη από το εργαστήριο, δια να μάθη που πηγαίνουν τα χρήματα. Και ο μεν υπηρέτης τον παρακολουθούσε· όταν δε ο Άγιος άνθρωπος συνάντησε κάποιο ζητιάνο, που ήτο νεκρός επάνω σε ένα κρεβάτι, αμέσως επήρε από κάποιο οινοπωλείο κρασί, όπως συνήθιζε, και έπλυνε, με αυτό, τον νεκρό και τον εσαβάνωσε. Κατόπιν όμως ο νεκρός αναστήθηκε και αφού τον ασπάσθηκε, πάλιν έμεινε νεκρός, και ο Άγιος έφυγε.
Μόλις είδε αυτά τα πράγματα ο υπηρέτης έφριξε· και αφού έτρεξε όσον πιο γρήγορα μπορούσε σ᾽ αυτόν που τον έστειλε, τα ανέφερε λεπτομερώς όλα. Τότε ο τραπεζίτης μετενόησε δι᾽ όσα έγιναν και έκλαιε, διότι είχε αδικήσει πάρα πολύ τον Όσιο· και η συνείδησή του, με τις τύψεις, τον ετιμωρούσε. Δι᾽ αυτό, όταν ήλθε πάλιν ο Άγιος, δια να ανταλλάξη τα χρυσά νομίσματα, πέφτει ο τραπεζίτης στα πόδια του, εξομολογείται τα κακά που διέπραξε και του επέστρεψε όσα του επήρε παραπάνω.
Έτσι μία καλή πράξη, αποσιωπουμένη, μπορεί να ωφελήση περισσότερο από τα πολλά λόγια· και εκείνους που δεν ωφέλησαν έλεγχοι και συμβουλές, τους διώρθωσε ένα αξιέπαινο έργο που διεξάγεται ήσυχα και χωρίς να φαίνεται, διότι ήγγιξε την συνείδησή τους, τους διώρθωσε και τους έκαμε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ο Μαρκιανός όμως είπε προς τον τραπεζίτη ότι δεν αδικήθηκε καθόλου και αμέσως εγκατέλειψε και το επιπλέον που του έδιδε και τον ίδιο, για να μη ζημιωθή ψυχικά από την ματαιοδοξία.

Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2016

Γεροντικό: "Κάθε Ιερός Ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη..."




Κάθε ιερός ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη.

Και όταν είσαι μέσα στον ναό, ή­δη βρίσκεσαι στον ουρανό. 
Έτσι, όταν ή γη σε συν­θλίβει με την κόλαση της, τρέξε στον ναό, μπες μέσα και να, είσαι μέσα στον παράδεισο.
Αν οι άνθρωποι σε ενοχλούν με την κακία τους, να προσφεύγεις στον ναό, να γονατίζεις μπροστά στον Θεό και Εκείνος θα σε προσλάβει κάτω από την γλυκιά και παντοδύναμη προστασία Του.
Αν πάλι συμβεί να πέσουν επάνω σου ολόκληρες λεγεώνες δαιμόνων, εσύ τρέξε στον ναό, ανάμεσα στους Αγγέλους, επειδή ό ναός είναι πάντοτε γεμάτος από Αγγέλους και οι Άγγελοι του Θεού θα σε προστατεύσουν από όλα τα δαιμόνια του κόσμου αυτοί και τίποτα δεν μπορούν να σου κάμουν.
*ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979)
ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016

Ζουν μέσα σου τα πάθη, γι'αυτό χρειάζεσαι αγώνα ως το τέλος της ζωής σου...



 Καποιος Ασκητης ειχε ζησει πενηντα χρονια στην ερημο χωρις να τρωγη ψωμι η να βαλει κρασι στο στομα του κι έλεγε πως ειχε νεκρωσει εντελως τα παθη της σαρκος,καθως και τη φιλαργυρια και την κενοδοξια.

  Σαν τ'ακουσε ο Αββας  Αβρααμ,πηγε μια μερα να βεβαιωθεί.
-Ειπες τετοιον λογο,αδερφε; τον ρωτησε.
Ναι αποκριθηκε με πεποιθηση εκεινος.
-Ας υποθεσουμε,του ειπε τοτε ο Γεροντας,πως μπαίνοντας ξαφνικα στο κελλι σου,βρισκεις μια γυναίκα στο στρωμα σου.Εχεις την δυναμη να σκεφθης πως δεν ειναι γυναικα;
-Οχι βεβαια,μα αγωνιζομαι να διωξω την κακη επιθυμια,αναγκάσθηκε να ομολογήσει ο ερημιτης.


 -Βλεπεις πως ζη ακομη μεσα σου το παθος,δεν εχει νεκρωθη.μονο το εχεις περιορισει.Ας πουμε τωρα πως στο δρομο που πηγαινεις,αναμεσα στα λιθαρια και οστρακα,βλεπεις χρυσαφι,θα το περιφρονησεις σαν εκείνα;
-Οχι ειπε παλι ,αλλα αντιστεκομαι στο λογισμο μου και δεν το εγγιζω.
-Να που και η φιλαργυρια ζη μεσα σου,αλλα κι'αυτη ειναι δεμενη.

Υπόθεσε τωρα πως δυο ανθρωποι ερχονται να σε επισκεφτουν,και ξερεις πως ο ενας σε επαινεί, ενω ο αλλος σε κακολογει.Μπορεις να εχεις και τους δυο το ίδιο;
-Καθολου, ειπε παλι με ειλικρινεια ο Ασκητης.Θα προσπαθησω ομως να φερθω με καλοσυνη και σ'εκεινον που με κακολογει.
-Τοτε αδερφε μου,τον συμβουλευσε ο Αββας, παψε να νομιζης και να λες πως εφθασες σε απαθεια.Ζουν μεσα σου τα παθη, γι'αυτο χρειαζεσαι αγωνα ως το τελος της ζωης σου...

Από το ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2016

Από το Γεροντικό




Λέει ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς: «Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πάντα τήν προαίρεσή μας. Καί μέ τή Χάρη κατορθώνουμε κάθε ἀγαθό. Ἐμεῖς ὅμως δέν ζητᾶμε νά κάνουμε ἀρχή στό ἀγαθό οὔτε δείχνουμε μεγάλη καί πρόθυμη προαίρεση, ὥστε νά ἑλκύσουμε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ σέ βοήθειά μας. Ἀλλά κι ἄν ποτέ φανοῦμε ὅτι δείχνουμε κάποια προαίρεση, εἶναι νωθρή, ἀσήμαντη καί ἀνάξια νά λάβει κάποιο ἀγαθό ἀπό τόν Θεό».


Ἕνας γέροντας εἶπε:
-       Προτιμῶ νὰ διδαχθῶ παρὰ νὰ διδάξω.

-        
Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε κόποι σῴζουν (τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγόταν τὸ ἑξῆς:)
- Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. Καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). «Μὲ τὴ νηστεία;» τοὺς ρωτοῦσε. «Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι.
«Μὲ τὴν ἀγρυπνία;». «Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε καθόλου», ἔλεγαν.
«Μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);». «Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους», ἀποκρίνονταν.
Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, «Μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;», ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν:
«Τίποτα δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη».

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2016

Άγια ...«κολλήματα»

Ένας διάκονος , που επισκεπτόταν τακτικά τον γέροντα Ιερώνυμο ήθελε να μάθει ποια πνευματικά βιβλία πρέπει να διαβάζει και γι αυτό τον ρώτησε:

-Γέροντα, πέστε  μου τι πνευματικά βιβλία να διαβάζω για να ωφελούμαι~

-Αββά Ισαάκ , απάντησε ο Γέροντας.

-Σύμφωνοι για τον αββά Ισαάκ , μού ξαναμιλήσατε και τον διάβασα. Ποιά άλλα βιβλία να διαβάζω~

-Αββά Ισαάκ, ξαναείπε ο Γέροντας.

-Ναι, αλλά θέλω κι άλλα βιβλία εκτός από τον αββά Ισαάκ.

-Αββά Ισαάκ , επανέλαβε για τρίτη φορά ο Γέροντας

Με τον τρόπο αυτό ήθελε να τονίσει την μεγάλη πνευματική  αξία που έχουν οι πνευματικοί λόγοι του αββά Ισαάκ.
(Πέτρου Μπότση,  Γέροντας Ιερώνυμος, ο ησυχαστής τής Αίγινας,Β΄έκδοση, 1993, σελ 22) 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 28, 2015

Το ψάρι της υπακοής..


"Γέροντα, δεν μπορώ να αποδεχθώ την παρουσία αυτού του ανθρώπου με τίποτε!"

"Πρέπει να τον δεχθείς παιδί μου".

"Μα έχει κάνει αυτά κι αυτά κι αυτά... Είναι τέτοιος... είναι αλλιώς... είναι παραλλιώς..." είπε ο Διονύσης κι τελείωσε την εξομολόγηση με ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πνευματικός του τού ζητούσε να κάνει κάτι τόσο κόντρα στην θέλησή του... Πήρε το αμάξι και γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος.


Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξαναείδε τον άνθρωπο του οποίου δεν μπορούσε να αποδεχθεί την παρουσία, συγχύστηκε τόσο πολύ που μπήκε στο αμάξι κι έφυγε 100 χιλιόμετρα μακριά σε μια λίμνη πάνω σε ένα βουνό όπου πήγαινε για πρώτη φορά.

Πήγε να ψαρέψει εκεί για πρώτη φορά και να εκτονώσει τα νεύρα του... Στον δρόμο ήπιε αρκετά, αν και το πιοτό δεν τον έπιανε, από την ένταση που είχε μέσα του. Μόλις έφτασε έβγαλε το καλάμι του και κοίταξε αφηρημένα στο βάθος της λίμνης όπου αυτή συναντούσε δύο ψηλές κορφές, ανάμεσα από τις οποίες έτρεχε το ποτάμι που την γέμιζε.



Έσκυψε το κεφάλι του και είπε από μέσα του "Θεέ μου, εάν είναι να αποδεχθώ αυτόν τον άνθρωπο δως μου ένα σημάδι. Δώσε μου το πιο μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ ως τώρα!".

Σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψαρεύει... Μετά από πέντε λεπτά νόμισε ότι το τεχνητό δόλωμα πιάστηκε σε κλαδιά στον πάτο της λίμνης. Άρχισε να μαζεύει με δυσκολία περιμένοντας να κοπεί η πετονιά όμως όχι! Ω του θαύματος, η πετονιά αντί να κοπεί άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά... "Ψάρι είναι!" σκέφτηκε. Μετά από λίγο το έβγαλε πάνω στον αφρό και με δυσκολία το τράβηξε έξω ώσπου να καταλήξει στην απόχη του.

Ήταν μια δίκιλη σολοπέστροφα! Πρώτη φορά έπιανε τέτοιο ψάρι! Άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει ταυτόχρονα... Άφησε το καλάμι και τα πόδια του λύγισαν... Είχε πιάσει το ψάρι της ...υπακοής!

Την άλλη μέρα κάλεσε τον άνθρωπο του οποίου δεν άντεχε την παρουσία του, με την οικογένειά του και το φάγανε παρέα...

Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!

Ο άνθρωπος του οποίου δεν άντεχε την παρουσία στην πορεία έκανε στροφή 180 μοιρών στην ζωή του και γίνανε πολύ φίλοι και πλέον ψαρεύουν και μαζί...




:πηγή/ αντιγραφή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2015

Πώς οι δαίμονες τρέμουν όταν οι Χριστιανοί μελετούν τα Πατερικά κείμενα...


Το όραμα του γέροντα Σωφρόνιου (μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ) Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ότι και το μοναστήρι της Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ότι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την Ουκρανία, ότι το Αγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς. Έτσι ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, ήταν πνευματικός άνθρωπος και αυστηρός ασκητής είδε ένα όραμα….. Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του. Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο. Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού. Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου; Απάντησε ο μαύρος. Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης, είπε ο ηγούμενος. Τότε συνέχισε ο μαύρος δαίμονας, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο εναντίον την μοναχικής τάξης. Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας οπλοστάσιο. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί η φλόγα της προσευχής σας μας καίει. Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του. Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να τον σταματήσουμε. Όσο καιρό είχε αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε να ησυχάσουμε. Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου. Εδώ. Ήταν ένας έμπειρος στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας για να επιβλέπουν τους μοναχούς. Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε τον μαύρο δαίμονα. Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας; Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του. Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας ενοχλεί και μας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον όλεθρο να πάνε!! Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με τον φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχάριοι ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε εφαρμογή. Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω ότι ένας από αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από εδώ. Είναι τόσο ανηλεείς και ασυμβίβαστοι εναντίον μας, όσο και ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους, έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκεί πηγή εχθρότητα και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δεν διαβάζεται τα βιβλία μου; Δεν είναι και αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα απ` αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος κι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε κι να αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας. Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε. Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας; Κι εκείνος απάντησε. Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μονάχους και τις μοναχές μακριά από τις πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και την μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιατί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στα σχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων που έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μοναστές που ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό της αράχνης. Ως ότου όλα αυτά τα βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε για την εκκλησία με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια όλα όσα είδε κι άκουσε κατά την διάρκεια της φοβερής Αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά για να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι. 2)Ἐπίσης καί ἀπό τό ἀκόλουθο περιστατικό ἀποδεικνύεται πῶς οἱ δαίμονες φρίττουν στήν παρουσία καί μελέτη ἀπό τούς χριστιανούς τῶν Πατερικῶν κειμένων: Ο ΣΤΑΡΕΤΣ Παίσιος Βελιτσκόφσκυ είχε ένα μολδαβό μαθητή, το Γεώργιο, που με την σειρά του είχε και αυτός ένα μαθητή, Γεώργιο και αυτόν, που ήταν τυπογράφος στο Νιαμέτς στη Ρουμανία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Γεώργιος αυτός πήγε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε σε ένα κελί στην περιοχή της Βίγλας, κοντά στη θέση που σήμερα βρίσκεται η ρουμανική σκήτη. Ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Αφού αποτάχθηκε τον κόσμο , έζησε σαν ερημίτης και απόκτησε πολλά χαρίσματα από τον Θεό. Ο γέροντας Γεώργιος είχε ένα μαθητή τον Αθανάσιο. Έζησαν μαζί οκτώ χρόνια. Ο Αθανάσιος μιλούσε γι τον στάρετς Παίσιος Βελιτσκόφσκυ με δέος και σεβασμό και διηγιόνταν τα ακόλουθα για να δείξει το ύψος των πνευματικών του αναβάσεων. «Είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω τον τελευταίο επιζόντα μαθητή του γέροντα Παίσιου. Από το ακόλουθο περιστατικό που συνέβη σε αυτόν, που ήταν άνθρωπος πνευματικά έμπειρος, μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλος άγιος ήταν ο Παίσιος. Κάποτε καθόταν στο καλύβι του και προσευχόταν. Ξαφνικά είδε (σαν σε έκσταση, όπως συνήθως αποκαλύπτεται σε τέτοιους ανθρώπους) πλήθος δαιμόνων να κυκλώνουν ένα είδος θυσιαστηρίου και σε λίγους άλλους δαίμονες να συνοδεύουν τον σατανά με δαιμονική επισημότητα. Ο σατανάς κάθισε πάνω στο θυσιαστήριο και δεχόταν τους δαίμονες ένας – ένας με τις αναφορές τους και απαντούσαν στις ερωτήσεις του. Εσύ που ήσουν; Ρώτησε ο σατανάς τον πρώτο δαίμονα. Ήμουν στο καλύβι ενός μοναχού, που ζει στην ησυχία έξω από το μοναστήρι, μα δεν μπορούσα να τον πλησιάσω, γιατί όσες φορές δοκίμασα εκείνος έπεφτε κατά γης φυσικά έκανε μετάνοιες και προσευχές και ήταν καλυμμένος ολόκληρος με μια φωτιά που με έκαιγε και για αυτό μου ήταν τελείως αδύνατο να φτάσω κοντά του. Ο σατανάς τότε διέταξε να τον δείρουν όπως και τους άλλους που δεν τα κατάφεραν στις δαιμονικές επιδιώξεις τους. Κι ήταν όλοι αυτοί 5-6 δαίμονες. Μετά ο σατανάς άρχισε να γρυλίζει και να λέει. Ω! πόσο με ενοχλούν αυτά τα παλιόχαρτα (εννοούσε τα πατερικά βιβλία μεταφράσεις του Παίσιου.) Θάρθει καιρός όμως που όλα θα υποταχθούν στην θέληση μου, και αυτά τα βιβλία θα εξαφανιστούν. Και η εποχή αυτή, πρόσθεσε ο γέρων Αθανάσιος ήρθε. Η περίφημη βιβλιοθήκη της μονής Νιαμέτς κατακάηκε και τα λίγα βιβλία για την νοερή προσευχή που γλίτωσαν από την καταστροφή έχουν μείνει στ` αζήτητα, κανείς πια δεν ενδιαφέρεται γι` αυτά. Ο γέροντας Αθανάσιος συνέχισε. Πρέπει να διαβάζουμε διαρκώς ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ. Όλοι οι άγιοι πατέρες διάβαζαν πολύ, διάβαζαν ως ότου να λάβουν το χάρισμα της προσευχής. Τον Οκτώβριο του 1873 ο Αθανάσιος αρρώστησε και στις 23 του μηνός πέθανε και κηδεύτηκε στο κοινό κοιμητήριο. 
πηγή

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2015

Το όραμα του Αιγύπτιου Μοναχού, για τους Μοναχούς των έσχατων χρόνων


Οι άγιοι πατέρες, οι μοναχοί των πρώτων χριστιανικών χρόνων, γεμάτοι Άγιο Πνεύμα, είχαν λάβει πολλές αποκαλύψεις για τους μοναχούς των εσχάτων χρόνων και έκαναν διάφορες προφητείες. Μία από αυτές είναι και η παρακάτω.
 Κάποτε, ένας Αιγύπτιος μοναχός έπεσε σε έκσταση και είδε ένα παράξενο όραμα:

 
Είδε τρεις μοναχούς, να στέκωνται στην ακτή της θάλασσα. Και να, από την απέναντι ακτή ακούστηκε μια φωνή:
«Πάρετε φωτιά και έλετα σε μένα!»
Αμέσως τότε οι δύο μοναχοί απέκτησαν πύρινα φτερά και πέταξαν γρήγορα στην άλλη όχθη. Μα ο τρίτος έμεινε εκεί που ήταν! Και άρχισε να κλαίει και να στενάζει. Τελικά εδόθησαν και σ’ αυτόν φτερά – όχι πύρινα – αλλά άλλα αδύναμα. Και έτσι πέταξε και αυτός στην αντίπερα όχθη, μα με πολύ κόπο.
Πολλές φορές κουραζόταν τόσο που κινδύνευε να πέσει και να πνιγεί. Εστέναζε πικρά. Πετούσε επάνω από την θάλασσα. Πότε ψηλά και πότε χαμηλά. Πότε κουραζόταν και έπεφτε στα νερά της θάλασσας. Πότε στέναζε και ξανασηκωνόταν. Και τελικά, μόλις που το κατόρθωσε να περάσει το πέλαγος εκείνο, εντελώς εξαντλημένος!
Από αυτούς, οι δύο πρώτοι συμβολίζουν τους μοναχούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων, ενώ ο τρίτος τους μοναχούς των εσχάτων χρόνων, που θα είναι λίγοι σε αριθμό και φτωχοί σε προκοπή πνευματική. (Γεροντικόν Αββά Ιωάννου του Κολοβού, ιδ’).
από το βιβλίο: «Προσφορά στον σύγχρονο Μοναχισμό» του Αγίου Ιγνατίου Μπραντσιανίνωφ (Έκδοση Ι.Μ. Νικοπόλεως).

πηγη

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2015

Ο Σατανάς εμποδίζει το καλό και φέρνει σύγχυση σην προσευχή

Ο Σατανάς εμποδίζει το καλό και φέρνει σύγχυση σην προσευχή
Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» ασκήτευε ό Γέροντας Αγάπιος Μοναχός με τη συνοδεία του, το Μοναχό Πηγάσιο, πού περνούσαν πολύ φτωχικά και στερημένα.
Κατά το έτος 1935 - 6, ο υποτακτικός Πηγάσιος, θύμισε στον Γέροντα του Αγάπιο, πώς καλά θα ήταν, άμα τελειώσει την άλλη μέρα το πρωί ή προσευχή της Ακολουθίας, να γυρίσει με ένα γράμμα, της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, πού το λένε «Απανταχούσα» στα άλλα Καλύβια της Σκήτης για να μαζέψει ελεημοσύνες και οικονομική ενίσχυση να μπορέσουν να διορθώσουν το Καλύβι τους πού ήταν ερειπωμένο.
Ο Γέρο - Αγάπιος βρήκε καλή τη γνώμη του υποτακτικού του, κι ετοιμάστηκε να φύγει, αφού τελείωσε ή Ακολουθία του Όρθρου. Ο αδελφός Πηγάσιος θα συνέχιζε την προσευχή, με την ανάγνωση των Ωρών, των Τυπικών, της Παρακλήσεως και λοιπής Ακολουθίας.

αφού τελείωσε την πρώτη, τρίτη και έκτη Ώρα, ό αδελφός Πηγάσιος του φάνηκε πώς κινιόταν μια σκιά μέσα στο ιερό, ή οποία πολλές φορές κοιτούσε προς το αναλόγιο. Πρόσεξε λίγο και του φάνηκε πώς ήταν ό Γέροντας του, προς τον όποιο είπε ό Πηγάσιος: «Καλά Γέροντα δεν έφυγες; Γιατί δε θέλεις να πας, αφού ξέρεις πώς είναι ανάγκη, έφ' όσον όμως δεν θέλεις να πας για την Απανταχούσα, τι να σου ειπώ, κάτσε φτού, αφού σου αρέσει να είσαι φυλακή». Κι όταν είπε αυτά, συνέχισε την προσευχή του.

Όταν τελείωσε όλη την Ακολουθία κι ετοιμαζότανε να βγει από την εκκλησία, ο Μοναχός Πηγάσιος βλέπει και πάλι τη σκιά να είναι προσηλωμένη στη θέση της, πού από την αρχή του φάνηκε πώς είδε. Τότε πλησίασε να βεβαιωθεί περί τίνος πρόκειται, και είδε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του και το φαινόμενο μεγάλωνε τόσο πολύ, πού έφτασε στο ύψος το ταβάνι της εκκλησίας.

Ό αδελφός Πηγάσιος κατάλαβε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του, αλλά ήταν ακάθαρτο πνεύμα και τον κατέλαβε αόρατος φόβος και τρόμος τόσο πολύ, πού άρχισε να τρέμει και να παρακαλεί τον Κύριο να τον απαλλάξει από την παρουσία του. Με τη χάρι του Θεού, το μεν ακάθαρτο πνεύμα εξαφανίστηκε, ό δε Πηγάσιος έφυγε από την εκκλησία κι από το σπίτι ακόμη και πήγε στο γείτονα του, τον Γέρο - Νικόδημο στην Καλύβα πού είναι δίπλα από τον Ευαγγελισμό «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».

Ό Γέρο - Νικόδημος, άμα είδε τρομαγμένο τον αδελφό Πηγάσιο, πήγε μαζί του στην εκκλησία της Καλύβης τους και διαπίστωσαν και οί δυο, πώς δεν υπήρχε τίποτα, γιατί είχε εξαφανιστεί ό Δαίμονας, πού με τη μηχανή του αύτη, θέλησε να συγχύσει τον αδελφό, να διακόψει την προσευχή του και να αφαιρέσει το νου του Μονάχου από τη θεία θεωρία και πνευματική προσήλωση, αλλά και να του δημιουργήσει αίσθημα φοβίας, πράγμα πού σε πολλούς μοναχούς επιχειρεί και μάλιστα στους αρχάριους κάνει θορύβους με φανταστικές κινήσεις, αλλόκοτους κρότους και άναρθρες κραυγές, στις όποιες δεν πρέπει ποτέ να δίνομαι σημασία, διότι ό Δαίμονας χωρίς την άδεια και παραχώρηση του Θεού δεν μπορεί ποτέ να βλάψει το πλάσμα του Θεού τον άνθρωπο.

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2015

O Ληστής και o Ασκητής ( Γεροντικό )


Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου. 
 
Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον». 

Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». 

Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια». 
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ.

Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον». 

Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα.

Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως». 


Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». 
Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. 

Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση.

Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει».
Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. 

Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο». 

Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση.

Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής.

Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον.

Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού».
 
Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.


Γεροντικό

πηγή 
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2015

Δέν πρέπει οὔτε γιά ἀστεῖο νά ἐπικαλούμαστε τόν διάβολο - Τό περιστατικό τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ


Στην Σκήτη του Αγ. Παντελεήμονος στο Κουτλουμούσι, ο μοναχός Ιωσήφ, θέλησε να επισκευάσει, στο πάτωμα της καλύβας του, ένα σανίδι που είχε σπάσει. Καθάρισε το σάπιο, πήρε με ακρίβεια τα μέτρα, έκοψε το σανίδι και πήγε να το τοποθετήσει. Όταν το έβανε στη θέση του, το σανίδι ήταν μεγαλύτερο. Το πήρε, έκοψε το περίσσιο και πήγε πάλι να το τοποθετήσει. Το είδε πως ήταν μικρότερο απ΄ ότι έπρεπε.


Ο Γέρο – Ιωσήφ, ήταν μαραγκός στο επάγγελμα. Παίρνει για δεύτερη φορά τα μέτρα, κόβει άλλο σανίδι στα μέτρα που χρειάζονταν με ακρίβεια, πήγε να το βάλει στη θέση του, αλλά και πάλι περίσσευε, το έκοψε, κι όταν πήγε να το καρφώσει, έγινε μικρότερο. Τότε έχασε την υπομονή του και με θυμό είπε : «Άει στο διάβολο, διάβολε, τί έχεις, τί να σου κάμω για να ταιριάξεις ; Τέσσερις φορές σε μέτρησα και τέσσερις σε έκοψα, τώρα τί διάβολο έχεις και δεν ταιριάζεις» ;

Ο ταλαίπωρος αυτός μοναχός, αντί να ειπεί την ευχή και να επικαλεστεί τη θεία βοήθεια στην εργασία του, προτίμησε να μνημονεύσει τον διάβολο, ο οποίος δεν άργησε αλλά κάτι τέτοιες ευκαιρίες ζητάει, γι΄ αυτό παρουσιάστηκε μπροστά του, ο διάβολος, μ΄ όλη την αγριωπή μορφή του και του είπε : «Με φώναξες γέροντα, τί είναι, τί θέλεις ; Εδώ είμαι ΄ γω για να σε βοηθήσω».

Ο Γέρο – Ιωσήφ τρομαγμένος έκαμε το σταυρό του, παράτησε το σανίδι κι έτρεξε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί, αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια και δεν μπορεί να συνέλθει, του έμεινε ο φόβος και μια αφηρημάδα στο μυαλό, σαν αντιμισθία από τον διάβολο.


Τούτο ας γίνει μάθημα σε όλους, μικρούς και μεγάλους, να μη λένε το διάβολο, ούτε για αστεία. Επειδή, ο διάβολος βάνει τον άνθρωπο να θυμώνει και στον θυμό του επάνω, τον βάνει να βρίζει ή να βλασφημεί τα θεία, κι αν δεν κατορθώσει τούτο, τον πείθει να ειπεί στον συνάνθρωπό του, στον αδελφό του, στο παιδί του, ή και στον εαυτό του ακόμη, «Άει στο διάβολο». Τούτο γίνεται κακίστη συνήθεια και πολλοί γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στον διάολο.

Ενώ μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει καλές συνήθειες κι αντί να λέει «άει στο διάβολο», να λέει «άει στην ευχή» ή «άει στο καλό σου» ή όπως συνηθίζουν οι πατέρες να λένε «να σε πάρει η ευχή» ή «ο Θεός να σ΄ ελεήσει», που είναι το καλύτερο απ΄ όλα. Έτσι συνηθίζει ο άνθρωπος να εύχεται και να λέει πάντοτε τα καλά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12, 14». 

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄

πηγή
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2015

Ο ΟΡΚΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ...


Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

Γονατιστός ὁ Γέροντας καί μέ τό κεφάλι τελείως γερμένο ὥστε νά ἀκουμπᾶ στό ἔδαφος τρανταζόταν ἀπό τούς λυγμούς. Πύρινα τά δάκρυά του χύνονταν στό χῶμα τοῦ κελιοῦ του ἔχοντας σχηματίσει ἤδη μιά μικρή λίμνη ἀπό λάσπη. Μά δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό κεφάλι καί νά ἀντικρύσει τήν γλυκιά μορφή τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου πού δέσποζε στό εἰκονοστάσι του κρατώντας τόν μικρό Χριστό.   

῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. ῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με᾽, ψέλλιζαν διαρκῶς τά χείλη του. ῾Βοήθα με, Παναγιά μου. Δέν ἀντέχω ἄλλο τόν πειρασμό. Νιώθω τόσο βρωμερός ἐνώπιόν Σου καί ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου᾽.   

Σταμάτησαν κάποτε οἱ λυγμοί καί τά δάκρυα. ῾Ο Γέροντας σηκώθηκε ἀργά, μά δέν τόλμησε γιά μιά ἀκόμη φορά νά κοιτάξει πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τόν ῎Ιδιο. Τοῦ φαινόταν ὅτι ὁ Οὐρανός ἦταν κλειστός ἀπέναντί του. ᾽Αμέτοχος σέ ὅ,τι διαδραματιζόταν στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα του. ῾Η ἐνίσχυση πού περίμενε δέν ἐρχόταν.   

῎Εσυρε τά βήματά του καί σκέφτηκε νά πάρει καί πάλι ἕνα ξύλο πού ᾽χε μαζέψει στό φτωχικό κελί του καί νά κτυπήσει τό σῶμα του. ῾Η πύρωση τῆς σάρκας πού εἶχε ξεκινήσει ἐδῶ καί κάποιο καιρό τόν εἶχε τρομοκρατήσει καί βλέποντας τήν διάρκειά της τόν εἶχε σχεδόν καταβάλει.  ῾Μά δέν εἶναι δυνατόν στήν ἡλικία μου νά ἔχω τέτοιους λογισμούς γιά γυναίκα καί νά εἶμαι τόσο ξαναμμένος στήν σάρκα!᾽ σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν διαρκῶς. ῾᾽Ασφαλῶς πρόκειται γιά δαιμονική ἐπίθεση. Γιά πειρασμό τοῦ διαβόλου᾽.   

Αὔξησε ἀπό τήν ὥρα πού ξεκίνησε ἡ σαρκική πύρωση τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. ῎Ηδη βεβαίως ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἀφότου ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ μιά σπηλιά πού ἔκανε κελί του στό ὄρος τῶν ᾽Ελαιῶν. Τό γεγονός ὅτι βρισκόταν σέ μιά περιοχή πού εἶχαν ἁγιάσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του τόν ἔκανε κάθε φορά νά νιώθει ἰδιαίτερα εὐλογημένος καί τά κατανυκτικά δάκρυα νά μήν τόν ἐγκαταλείπουν σχεδόν καθόλου. Εἶχε ἀποφασίσει νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί μάλιστα χωρίς ποτέ νά βγεῖ ἀπό τήν σπηλιά. ῾Η ζωή τοῦ ἔγκλειστου ἀσκητῆ ἦταν ἐκείνη πού τόν εἶχε θέλξει καί λειτουργοῦσε ὡς ὅραμα καί στήν δική του ζωή. Καί πράγματι γιά πολλά χρόνια βρισκόταν ἐκεῖ κι ἡ φήμη του ὡς ἔγκλειστου ἄρχισε νά ἁπλώνει. Πολλοί ἀνέβαιναν στόν τόπο πού ἀσκεῖτο, φέρνοντάς του μερικά παξιμάδια καί χόρτα ὡς φαγητό, ἐπικαλούμενοι ἐπιπλέον νοερά τίς εὐχές του. ῾῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀσφαλῶς θά ἔχει μεγάλη παρρησία σ᾽ Αὐτόν᾽ ἦταν ἡ λογική σκέψη τῶν καλῶν ἀνθρώπων. Κι ἔβλεπαν τό ἀποτέλεσμα ἄμεσα στήν ζωή τους. Πολλά ἀπό τά προβλήματά τους ἐπιλύονταν μέ τήν ἐπίκληση τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα.   

῾Ο Γέροντας περιόρισε ἀκόμη περισσότερο τό λιτότατο φαγητό του. ῎Ετρωγε πιά μιά φορά τήν ἑβδομάδα λίγα παξιμάδια καί χόρτα, ἐνῶ οἱ γονυκλισίες καί οἱ ἀγρυπνίες του πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιες φορές κτύπησε καί τό σῶμα του. ῎Ηλπιζε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ σαρκικός πειρασμός θά ἔφευγε. Μάταια ὅμως. ῾Η πύρωση στήν σάρκα του ὄχι μόνον δέν ἔφευγε, ἀλλ᾽ αὐξανόταν ὁλοένα καί περισσότερο. ῾Ο δαίμονας τῆς πορνείας ἔκανε καλά τήν δουλειά του. Ποιός ξέρει ποιά δίοδο κενοδοξίας βρῆκε στόν μεγάλο ἀγωνιστή καί ἀσκητή καί τοῦ ᾽δωσε τό δικαίωμα τέτοιου πειρασμοῦ του!   
῾Ο πειρασμός τοῦ Γέροντα δυστυχῶς μέ τόν καιρό γινόταν ἐπικίνδυνος. ῎Οχι γιατί ἐξακολουθοῦσε νά ὑφίσταται, ἀλλά γιατί ὁ Γέροντας ἄρχισε νά παρουσιάζει σημάδια παραίτησης καί ἀπελπισίας. Μιά μέρα μάλιστα πού ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ ἔγινε πολύ σφοδρή, πού ὁ Γέροντας ὄρθιος πηγαινοερχόταν μέσα στό μικρό κελί του χωρίς νά ξέρει τί νά κάνει γιά νά κατευνάσει τό ξάναμμα τῆς σάρκας του, ἄρχισε νά χάνει τό κουράγιο του.   

Ξέσπασε. ῾῾Ως πότε, πονηρέ καί ἀρχέκακε, θά μέ πολεμᾶς; Ποτέ δέν θά ὑποχωρήσεις; Γέρασα πιά, μαράθηκε τό σῶμα μου, γι᾽ αὐτό σοῦ δίνω κι ἐγώ ἐντολή νά γεράσεις κι ἐσύ μαζί μου. Φύγε, σατανᾶ. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽.  Σάν νά ᾽κουσε ἕνα μικρό γέλιο πίσω του ὁ Γέροντας. Ξαφνιάστηκε κι ἔστρεψε τό κεφάλι του ἀπό τήν μεριά πού ἀκούστηκε. Πάγωσε τό αἷμα στίς φλέβες του. Μπροστά του ὀφθαλμοφανῶς στεκόταν τό πονηρό πνεῦμα, μαῦρο στήν ὄψη καί μάτια κόκκινα γεμάτα ἀπό ταραχή.   

῾Γέρο᾽, ἄκουσε νά τοῦ λέει. ῾Δέν ξέρεις ὅτι ἐμεῖς δέν γερνᾶμε; Ποτέ δέν πρόκειται νά σταματήσω ἀπέναντί σου τόν πόλεμο. Μέχρι νά πεθάνεις, δέν θά σέ ἀφήσω σέ ἡσυχία. Εἶσαι τό θήραμά μου καί θά σέ καταπίνω σιγά σιγά. Θά σέ ταλαιπωρῶ συνέχεια. Εἶμαι πολύ πιό ἰσχυρός ἀπό σένα. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις…᾽, ἄφησε ὁ πονηρός νά σέρνεται ἡ φράση του, ῾ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις, δέν ἔχεις κανένα σύμμαχο. ᾽Εγώ κι ἐσύ εἴμαστε᾽.  Ὁ τρόμος καί ὁ πανικός ἄρχισαν νά καταβάλλουν τόν ἀσκητή. Τό δόλωμα τῶν λόγων τοῦ πονηροῦ πνεύματος σάν νά ἔπιαναν τόπο στήν κουρασμένη ψυχή του. ῾῞Ομως᾽, ἀκούστηκε καί πάλι ἡ συριχτή φωνή τοῦ δαίμονα, ῾ἐπειδή σέ λυπᾶμαι, ὑπάρχει τρόπος νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό ἐμένα. Στό χέρι σου εἶναι᾽. Εἶπε καί περίμενε.  ῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ εἶπε ἐντελῶς ξέψυχα ὁ Γέροντας. ῾Μέ ποιόν τρόπο θά μέ ἀφήσεις ἐπιτέλους ἥσυχο;᾽ Φαινόταν παραδομένος.  ῾Θέλω νά μοῦ ὁρκιστεῖς βέβαια ὅτι αὐτό πού θά σοῦ πῶ δέν θά τό πεῖς σέ κανέναν ἀπολύτως. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δέν θά σέ ξαναπολεμήσω ἄλλο᾽.  Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ ὁ ἔγκλειστος ἀσκητής, μπροστά στήν ἀπαλλαγή τοῦ ἐξουθενωτικοῦ πολέμου του, ἔσπευσε νά συμφωνήσει.῾Ο ὅρκος του ἀκούστηκε φρικτός.  ῾Μά Αὐτόν πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς δέν θά πῶ σέ κανέναν ὅσα μοῦ πεῖς᾽.   

Σάν νά τοῦ φάνηκε ὅτι τρεμόπαιξε τά σκοτεινά μάτια του ὁ πονηρός στό ἡμίφως τοῦ κελιοῦ, πού φωτιζόταν γλυκά ἀπό τό καντήλι πού ἔκαιγε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας. Δέν γύρισε ὅμως νά δεῖ τό δάκρυ πού κύλισε ἀπό τά μάτια Της. Ἡ ὕπαρξή του ἦταν κυριευμένη τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό τό πνεῦμα πού ὕπουλα τοῦ μιλοῦσε καί τόν καθοδηγοῦσε στήν καταστροφή.   

Ξανάρχισε πάλι ὁ δαίμονας. ῾Θέλω…᾽, εἶπε καί κοντοστάθηκε, ῾θέλω… νά μήν ξαναπροσκυνήσεις τήν εἰκόνα αὐτή πού ἔχεις στό κελί σου᾽. Δέν τόλμησε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου κι οὔτε κἄν νά στραφεῖ νά Τήν δεῖ. Γιατί ὅσες φορές τό εἶχε ἐπιχειρήσει εἶχε νιώσει νά καίγεται. Καί μόνο ἡ ἀναφορά στό ὄνομά Της καί μόνο ἡ θέα τοῦ προσώπου Της τόν ἔκαναν νά ἐξαφανίζεται μέσα σέ μιά φωτιά τυραννική.   

Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ ἀσκητής ἀπό τήν χαύνωση πού βρισκόταν. ῾Νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας;᾽ ᾽Από τήν ἄλλη σκεφτόταν τήν ἀλάφρωσή του ἀπό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ. ῾῎Αφησέ με νά τό σκεφτῶ λίγο᾽, εἶπε κι εἶδε ὅτι ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε.  Πάλεψε πολύ μέ τούς λογισμούς του ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Γέροντας ἀσκητής. Θολωμένος ἀπό τήν ταραχή του ἄκρη δέν ἔβγαζε. ῾Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα᾽ μονολογοῦσε διαρκῶς. ῾Η καταφυγή στόν Κύριο καί τήν Παναγία Δέσποινα ὅμως δέν γινόταν ἡ προτεραιότητά του. ῾Η ἀπελπισία συνέχιζε νά τόν κρατᾶ συντετριμμένο κάτω. 



Ξαφνικά φωτίστηκε ὁ νοῦς του. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, θυμήθηκε τόν λόγο τῆς Γραφῆς. ῾Αὔριο θά περάσει κατά τήν συνήθειά του ἀπό ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ ᾽Ηλιώτης ἀπό τήν λαύρα τῆς Φαράν. Δέν μέ ξεχνᾶ ποτέ καί αὔριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἐπίσκεψής του. Αὐτόν θά ρωτήσω γιά νά μοῦ πεῖ᾽. ῎Ενιωσε μιά βαθιά ἀνακούφιση. Οἱ λογισμοί του πῆραν νά ἠρεμοῦν. Στράφηκε καί πρός τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. ῾Μέ ξεγελοῦν τά μάτια μου᾽, ψιθύρισε. Τοῦ φάνηκε σάν νά χαμογελᾶ ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου. 

῾Παναγία μου, βοήθησέ με. Κύριε, σῶσε με᾽, εἶπε κι ἔνιωσε πολύ βαριά καί κουρασμένη τήν ψυχή του.  ῏Ηλθε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τήν ἑπομένη. Συντετριμμένος ὁ Γέροντας καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν ὅλο πόλεμό του, τήν πύρωση τῆς σάρκας του πού τήν ἀπέκρυβε τόσο καιρό, γιατί ἔνιωθε βαθιά ντροπή πού ᾽χε συμβεῖ στήν ἡλικία του, τήν ἀπελπισία πού τόν εἶχε καταλάβει, τήν ἐμφάνιση τοῦ πονηροῦ καί τόν ὅρκο πού τοῦ ᾽χε δώσει. ῾᾽Αββᾶ, ἔδωσα ὅρκο στόν διάβολο ὅτι δέν θά πῶ τίποτε ἀπό τήν πρότασή του. Κι ἡ πρότασή του ἦταν νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας᾽. Ξέσπασε σέ ἀναφιλλητά ὁ Γέροντας, κατανοώντας προφανῶς τό μέγεθος τοῦ σφάλματός του καί τόν ἐμπαιγμό πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τόν πονηρό.   

Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τόν παρηγόρησε καί τόν νουθέτησε. ῎Εκλαψε κι αὐτός, κατανοώντας καί συγκαταβαίνοντας στόν πειρασμό τοῦ καλοῦ καί ἀγωνιστῆ ἀδελφοῦ του. Τρόμαξε μέ τήν πονηριά τοῦ δαίμονα ἀλλά ἐλεεινολόγησε καί τήν ἀνημπόρια του μπροστά στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό καί τήν Θεοτόκο Μητέρα Του.   

῾Μή στενοχωριέσαι, ἀδελφέ μου᾽, τοῦ εἶπε ταπεινά καί μέ ἀγάπη. ῾῾Ο Κύριος δέν σέ ἄφησε. ᾽Εκεῖνος σέ ἐνίσχυσε νά ἀποκαλύψεις αὐτό πού σοῦ συνέβη μέ τόν δαίμονα, γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν λογισμῶν καί τῆς ὅλης ζωῆς μας στόν πνευματικό καί σέ ἄλλους ἐμπείρους τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀδελφούς καίει τόν τρισκατάρατο, τοῦ τυφλώνει τούς ὀφθαλμούς γιά νά μή βλέπει τίς πτώσεις μας καί τόν ἀποδυναμώνει πλήρως. Οὐαί σ᾽ αὐτούς πού τά κρατᾶνε μέσα τους. Αὐτοί γίνονται τά παιχνίδια κυριολεκτικά τοῦ σατανᾶ. ᾽Ακόμη καί τό παραμικρό ἁμάρτημα ἄν τό θεωρήσουν περιττό πρός ἐξομολόγηση, θά θεριέψει μέσα τους καί μέσω αὐτοῦ θά ἁλώσει ἐντελῶς τήν ψυχή τους ὁ πονηρός. ῎Εκανες λοιπόν τήν καλύτερη δουλειά πού ἀποκάλυψες τήν ψυχή σου.   

Βεβαίως, πρέπει νά παραδεχτεῖς ὅτι κάποια δίοδο βρῆκε ὁ πλάνος μέσα σου γιά νά προκαλέσει τόν πειρασμό αὐτόν. ῎Ισως κάποια ἀδιόρατη κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Καί σύ μέ τόσα χρόνια πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς δέν θά ἔπρεπε νά τοῦ δώσεις αὐτό τό δικαίωμα. Γιατί ὁ διάβολος ὅ,τι λέει εἶναι ψέμα. ῾Ο Κύριος δέν μᾶς λέει ὅτι εἶναι ῾ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους;᾽ ᾽Ακόμη καί οἱ ἀλήθειες του στό βάθος λειτουργοῦν γιά τό ψέμα, μέ σκοπό τήν ὑποταγή τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου. Καλά λοιπόν ἔκανες καί πάτησες τόν ὅρκο σου στόν ψεύτη αὐτόν. Τώρα χαίρεται μαζί σου ὅλος ὁ οὐρανός, γιατί βλέπει τήν μετάνοιά σου. Καί νά ξέρεις, Γέροντα, τώρα θά δεῖς τήν δύναμη τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας γιά τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ σου. Γιατί ἔδειξες ταπείνωση. Κι ὅπου ὑπάρχει ἡ ταπείνωση ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ᾽.   

Σταμάτησε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος. Κοίταξε τό γαληνεμένο τώρα πρόσωπο τοῦ Γέροντα καί χάρηκε γιατί εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Κύριε, ἐνίσχυσέ τον᾽ ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Σάν νά ᾽δε πιό φωτεινό τό καντήλι της πού κουνιόταν πέρα δῶθε, χωρίς ἰδιαίτερο φυσικό λόγο. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Η Παναγία συγκατένευε στήν μετάνοια πού ἐξελισσόταν ἐνώπιόν της καί ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.   

῾Καί θά σοῦ πῶ καί κάτι ἀκόμη, Γέροντα᾽, εἶπε ἀργά καί μέ ἐπίγνωση τοῦ βάρους τοῦ λόγου του ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς λαύρας τῆς Φαράν, ὁ ἔμπειρος πνευματικός, ὁ σοφός καί διακριτικός ἀσκητής, στρέφοντας τό βλέμμα του καί πάλι πρός τόν γερμένο στό ἔδαφος ἔγκλειστο ἐρημίτη.  ᾽Ανασήκωσε τό πρόσωπό του ὁ Γέροντας, γιά νά ἀκούσει αὐτό πού φαινόταν ξεχωριστά βαρυσήμαντο.   

῾Λοιπόν, νά ξέρεις μιά γιά πάντα στόν πειρασμό πού περνᾶς. Σέ συμφέρει – ναί, μάρτυς μου ὁ Θεός γιά τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου μου – σέ συμφέρει πολύ περισσότερο νά μήν ἀφήσεις πορνεῖο γιά πορνεῖο σέ ὅλην τήν χώρα στό ὁποῖο δέν θά μπεῖς μέσα, ἀπό τό νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριό μας ᾽Ιησοῦ Χριστό μαζί μέ τήν ῾Υπεραγία Μητέρα Του! Γιατί στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχει τίς περισσότερες φορές ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας πού φέρνει τήν μετάνοια. Στήν δεύτερη ὅμως; Ποῦ θά στραφεῖ κανείς γιά μετάνοια, ἄν ἀρνηθεῖ τό λατρευτό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του; ῾Η ἄρνηση αὐτή σημαίνει τήν πλήρη ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου᾽.   

Τοῦ ᾽πε κι ἄλλα ὁ ἀββᾶς, στήριξε καί παρηγόρησε τόν Γέροντα, τοῦ διάβασε τήν εὐχή. Τόν ἀγκάλιασε καί ἔφυγε, ἀφήνοντάς τον μέ εἰρήνη ψυχῆς, κυρίως ὅμως γιγαντωμένο τόσο, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει εὔκολα τόν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πράγματι δέν ἄργησε νά ξαναφανεῖ. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε φύγει ἀπό τό ταραγμένο καί μαῦρο πρόσωπό του ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας.   

῾Τί συμβαίνει, κακόγερε;᾽ τοῦ εἶπε τώρα ἐντελῶς ἐπιθετικά. ῾Δέν ὁρκίστηκες ὅτι δέν θά πεῖς τίποτε σέ κανένα; Καί πῶς τόλμησες νά τά πεῖς σ᾽ ἐκεῖνον πού ἦρθε σέ σένα;᾽ Καί πάλι δέν μπόρεσε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τοῦ ἀββᾶ, τοῦ ἐκλεκτοῦ σκεύους τοῦ Θεοῦ ὁ πονηρός. ῾Σοῦ λέω λοιπόν, κακόγερε, πώς θά κριθεῖς σάν ἐπίορκος τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, γιατί παρέβης τούς ὅρκους πού μοῦ ᾽δωσες᾽.   

῏Ηταν ἡ σειρά τοῦ Γέροντα νά γελάσει μέ τά λόγια τοῦ δαίμονα. ῾῎Ηξερα πάντα βέβαια᾽ τοῦ εἶπε, ῾ὅτι εἶσαι πονηρός, ἔστω κι ἄν προσωρινά φάνηκες νά μέ γελᾶς. ᾽Αλλά ἐκτός ἀπό πονηρός φαίνεται ὅτι εἶσαι καί ἀνόητος. Μοῦ λές ὅτι ὁρκίστηκα καί παραβίασα τόν ὄρκο μου. Τό ξέρω. ᾽Αλλά γιατί; Γιά νά μείνω πιστός στόν δικό μου Δεσπότη καί Ποιητή. Μακάρι ὅλοι νά παραβιάζουν τόν λόγο τους καί τούς ὅρκους τους σ᾽ ἐσένα, γιατί ἡ ὑπακοή σ᾽ ἐσένα εἶναι ἡ τέλεια καταστροφή τους. Κι ἄκου κι αὐτό, τρισκατάρατε πού νά ᾽σαι πάντα ἔξω ἀπό ἐδῶ. ῎Ακου κι αὐτό ἀπό ἐμένα, ἕνα ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ πού μέ δυνάμωσε ὅμως ὁ Κύριος μέ τόν ἀπεσταλμένο δοῦλο του: θά τιμωρηθεῖς ἀπό ᾽Εκεῖνον πολύ περισσότερο μ᾽ αὐτό πού μοῦ ζήτησες, γιατί ἐσύ ἤσουν ὁ αἴτιος καί τῆς κακῆς συμβουλῆς καί τῆς ἐπιορκίας᾽.  Μ᾽ ἕναν ἰσχυρό κρότο κι ἀφήνοντας πίσω του μιά μεγάλη βρῶμα ἐξαφανίστηκε τό πονηρό πνεῦμα, μή ἀντέχοντας τήν δύναμη ψυχῆς τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ.   

῾Ο Γέροντας στράφηκε μέ δάκρυα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, προσκύνησε βαθιά κι ἔμεινε ἐκεῖ γιά πολλές ὧρες δοξολογώντας τό ἅγιο ὄνομά Τους.  Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἡ ταπείνωσή του ἦταν μεγάλη κι ἔκτοτε οὐδέποτε προσβλήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς σάρκας.




το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...