Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2018

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας



Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.


Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2017

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας



Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
 
 

 

Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

 
Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

Ο ΑΓΙΟΣ IΩΑNNHΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ-ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΙΚΟΝΑΣ «Ὁρᾷς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων. Ἔλεγχον καί γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης,τέτμηκεν, ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, Σῶτερ»

Χρήστου Γκότση
ταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦτο ὁ Τιβέριος, πλησίον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, τό 28 ἡ 29 μ·Χ·, ἕνας ἄνθρωπος ἄρχισε τό κήρυγμά του. Ἰωάννης ἦταν τό ὄνομά του. Οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς διαθήκης εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτόν καί ἡ γέννησίς του ἦταν θαῦμα καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπί πεντακόσια ἔτη δέν εἶχε φανῆ προφήτης τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Παλαιστίνη. Γιά τοῦτο τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἐπέσυρε τήν προσοχή τοῦ πλήθους.
Οἱ κατωτέρω στίχοι, πού ἀφιερώνουν Οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ Προδρόμου, θά μᾶς βοηθήσουν εἰς τήν κατανόησιν τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς, τῆς θέσεώς της εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τῆς ἁγίας εἰκόνος της.
«Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου… ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν… Ἦν δέ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, καί ἐσθίων ἀκρίδας καί μέλι ἄγριον…Ἰδών δέ πολλούς τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπί τό βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς… Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται… Ό… Ἡρώδης κρατήσας τόν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτόν καί ἔθετο ἐν φυλακῇ διά Ἡρωδιάδα τήν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἔλεγε γάρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι (=δέν σοῦ ἐπιτρέπεται) ἔχειν αὐτήν… Γενεσίων δέ ἀγόμενων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καί ἤρεσε τῷ Ἡρώδῃ· ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὅ ἐάν αἰτήσηται. Ἡ δέ… δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ… Καί πέμψας ἀπεκεφάλισε τόν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καί ἠνέχθη ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἐπί πίνακι καί ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καί ἤνεγκε τῇ μητρί αὐτῆς» (Μάρκ.1,1-6, Ματθ. 3, 7.10. 14, 3-11).
Ὅπως βλέπομεν εἰς τό ἀνωτέρω κείμενο, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Χριστός εἰς τόν κόσμον, συνδέεται μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου. Αὐτός εἶναι ὁ «ἄγγελος», δηλαδή ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρός τήν προφητείαν τοῦ προφήτου Μαλαχίου (3, 1) ἀπεστάλη διά νά προετοιμάση τόν δρόμον τοῦ Κυρίου καί νά προπαρασκευάση τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων πρός ὑποδοχήν Του. Εἶναι ἡ «ὡραία τρυγών καί χελιδών ἡδύλαλος», πού προεμήνυσε τήν θείαν ἄνοιξιν, δηλαδή τόν Χριστόν.
Καί ἄλλοι προφῆται μίλησαν διά τόν Μεσσία. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως εἶναι ὁ τελευταῖος, ὁ μεγαλύτερος καί ὁ σεβασμιώτερος τῆς ἡρωικῆς παρατάξεως τῶν προφητῶν. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+386), «ὁ μέγιστος μέν ἐν προφήταις, ἀρχηγός δέ τῆς καινῆς διαθήκης, καί τρόπον τινά συνάπτων ἀμφοτέρας ἐν αὐτῷ τάς διαθήκας, παλαιάν τε καί καινήν» (Κατήχησις 10,19). Δέν κήρυξε ἁπλῶς τόν Χριστόν, ἀξιώθηκε νά Τόν δείξη εἰς τά πλήθη, νά Τόν βαπτίση καί νά Τόν κηρύξη εἰς τόν κόσμον τῶν νεκρῶν. Τέλος διά τόν νόμον τοῦ Κυρίου καί τήν ἀλήθειάν Του ἔχυσε καί τό αἷμα του. Δικαίως λοιπόν εἶπε δι‘ αὐτόν ὁ Κύριος: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11).
Τήν θαυμαστήν ζωήν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τό κήρυγμά του διά τόν Κύριον, τόν ζῆλον του καί τήν παρρησίαν του παρουσιάζει ὡραιότατα τό τρίτον Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς του (29 Αὔγουστου). Εἶναι τό τροπάριον τοῦτο μία σύντομος βιογραφία τοῦ Βαπτιστοῦ εἰς ποιητικήν γλῶσσαν καί ψάλλεται εἰς τόν πλ. δ’ἦχον:
«Ἐκ τῆς στείρας ἐκλάμψας ψήφῳ Θεοῦ καί δεσμά διαρρήξας γλώσσης πατρός, ἔδειξας τόν ἥλιον, ἑωσφόρον αὐγάζοντα· καί λαοῖς ἐν ἐρήμῳ τόν Κτίστην ἐκήρυξας, τόν ἀμνόν τόν αἵροντα τοῦ κόσμου τά πταίσματα· ὅθεν καί πρός ζῆλον βασιλέα ἐλέγξας, τήν ἔνδοξον κάραν σου ἀπετμήθης, ἀοίδιμε Ἰωάννη πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην σου».
Ἡ θέσιςτοῦ Τιμίου Προδρόμου εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι τιμητική. Εἰς τάς δεήσεις καί τάς προσευχάς ἀναφέρεται μετά τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μέ αὐτήν πλαισιώνει τόν Παντοκράτορα Κύριον εἰς τήν εἰκόνα τῆς δεήσεως ἤ τοῦ Τριμόρφου. (Ἔτσι λέγεται ἡ εἰκών, πού παρουσιάζει τόν Χριστόν εἰς τό μέσον μέ τήν Θεοτόκον ἐκ δεξιῶν Του καί ἐξ ἀριστερῶν Του τον Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον εἰς στάσιν δεήσεως). Ὁ Ἅγιος Πρόδρομος εἰκονίζεται παραπλεύρως τοῦ Κυρίου καί εἰς τό εἰκονοστάσιον ἤ τέμπλον, ὅπου τοποθετοῦνται καί οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου ἤ τῆς Ἁγίας τοῦ ναοῦ.
Τήν μεγαλωσύνην τοῦ Προδρόμου ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μέ τάς ἑορτάς, πού ἔχει ἀφιερώσει εἰς αὐτόν. Μία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Τρίτη, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν. «Αὐτόν λοιπόν τόν ἐπίγειο ἄγγελο καί τόν οὐράνιο ἄνθρωπο», γράφει ὁ Καθηγητής Ί. Φουντούλης, «ἐπαξίως τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζει τά μαρτυρούμενα ἀπό τήν Καινή διαθήκη γεγονότα τοῦ βίου του, πάλι σέ σύνδεσμο μέ τά ἀντίστοιχα γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος.Τήν σύλληψή του στίς 23 Σεπτεμβρίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, πού ἔγινε «τῷ μηνί τῷ ἕκτῳ» ἀπό τήν σύλληψι τῆς Ἐλισάβετ τῆς μητρός τοῦ Προδρόμου. Τήν γέννησί του στίς 24 Ἰουνίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἴσως καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου του στίς 29 Αὐγούστου δέν εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ… Γιατί ὄχι μόνο τήν σύλληψι καί τήν γέννησι τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε μέ τό ρόλο τοῦ Ἰωάννου σάν προδρόμου τῆς συλλήψεως καί τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν θάνατό του ἔδωσε προδρομικό χαρακτήρα. Ὁ Πρόδρομος πεθαίνει μαρτυρικά πρίν ἀπό τόν Σωτήρα προμηνύοντας, τρόπον τινά, τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί πηγαίνοντας πάλι πρόδρομός Του στόν Ἅδη».

Περιγραφή τῆς εἰκόνας
Ἡ εἰκών πού θά περιγράψωμεν, εἰκονίζει τόν Ἅγιον Ἰωάννην, ὅπως τόν παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια καί τόν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής Ἰωάννης εἶναι ἄγγελος, Ἀπόστολος καί Μάρτυς.
Ὁ Ἅγιός μας εἶναι κατ’ ἀρχάς ἄγγελος διά δύο λόγους: Πρῶτον, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του. Ἦτο «ἄνθρωπος μέν τῇ φύσει, Ἄγγελος δέ τόν βίον».
Ἔτσι ἀνεδείχθη εἰς «ἐπίγειον ἄγγελον καί οὐράνιον ἄνθρωπον». (Βλέπ. τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεώς του).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶναι, δεύτερον, ἄγγελος διότι ἔφερε τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ Κυρίου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ εἰκών τόν παρουσιάζει ὡς ἕνα ἀσκητήν, πού φέρει πτέρυγας. «Ζωγραφίζεται δέ ὁ Ἅγιος κάτισχνος καί κεραμόχρους ἐκ τοῦ καύσωνος, φορῶν τό δέρμα τῆς καμήλου καί περιβεβλημένος ἐπάνωθεν ἱμάτιον.Ἡ κεφαλή του εἶναι λιπόσαρκος, μέ τό ὄμμα πλῆρες πίστεως καί ἐγκαρτερήσεως. Οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης καί τοῦ γενείου του εἶναι ἀνατεταραγμένοι ἀπό τόν ἄνεμον τῆς ἐρήμου ὡς ὄφεις, Οἱ βραχίονες καί οἱ πόδες του εἶναι λεπτοί καί ἄσαρκοι ὡς τῶν πτηνῶν. Φέρει δέ πτέρυγας ὡς οἱ ἄγγελοι, κατά τήν ρῆσιν τοῦ προφήτου Μαλαχίου «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου». Τό ἱερόν τοῦτο ὄρνεον ἵσταται ἐπί ἀποτόμου βραχώδους κορυφῆς, ἐν τῷ μέσῳ φάραγγος μεταξύ δύο συντετριμμένων ὀρέων, δι’ ὧν ὑποδηλοῦται τό ἄγριον τῆς ἐρήμου» (Φ. Κόντογλου).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἐκτός ἀπό ἄγγελος, εἶναι καί Ἀπόστολος. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί αὐτός ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἐντολήν νά κηρύττη καί νά βαπτίζη τούς ἀνθρώπους. Ὅ,τι ἔπραξε καί ἐκήρυξε, τό ἔκαμε κατ’ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας. Πρός αὐτόν εἶναι ἐστραμμένον τό βλέμμα τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Κύριος εἰκονίζεται ἐντός ἡμικυκλίου, πού συμβολίζει τόν οὐρανόν, εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Μέ τήν δεξιάν Του χεῖρα εὐλογεῖ τόν Ἀπόστολόν Του καί μέ τήν ἀριστεράν κρατεῖ εἰλητάριον.
Εἰς τήν ἰδίαν στάσιν εὑρίσκεται καί ὁ Βαπτιστής. Ἡ δεξιά του χείρ εἶναι εἰς σχῆμα παρακλητικόν καί ἡ ἀριστερά του κρατεῖ εἰλητάριον, τό ὁποῖον γράφει:
«Ὁρᾷς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων. Ἔλεγχον καί γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης,τέτμηκεν, ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, Σῶτερ». δηλαδή: Βλέπεις, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τί ὑποφέρουν ὅσοι ἐλέγχουν τά πταίσματα τῶν βδελυρῶν. Διότι καί ὁ Ἡρώδης, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βαστάση τόν ἔλεγχον (τῆς ἀνηθικότητός του), ἰδού, Σωτήρ μου, ἀπέκοψε τήν κεφαλήν μου.
Εἰς τήν δεξιάν γωνίαν τῆς εἰκόνος ζωγραφίζεται δρῦς, πού ἔχει μεταξύ τῶν κλάδων της μίαν ἀξίνην. Μᾶς ὑπενθυμίζει τούς ἀναφερθέντας λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ πρός τούς Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους: «Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται…». Οἱ θρησκευτικῶς ἐντυπωσιακοί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καί οἱ ὅμοιοί των θά ἔχουν τήν τύχην τῶν ἄκαρπων, πού κόπτονται ὡς ἄχρηστα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι, τελευταῖον, καί ἕνας Μάρτυς. Τό βλέπομεν καί αὐτό εἰς τήν εἰκόνα. Μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ ἀποτμηθεῖσα κεφαλή του, πού εἰκονίζεται ἐντός λεκάνης εἰς τό κάτω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Φέρει εἰς τόν νοῦν τῶν πιστῶν τό μισητόν συμπόσιον τοῦ Ἡρώδου, πού ἔγινεν ἀφορμή νά διαπραχθῆ τό ἀνοσιούργημα τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ θεοκήρυκος Προδρόμου.
Ἡ εἰκών πού περιεγράψαμεν, εἰκονίζει τόν Τίμιον Πρόδρομον μέ τήν τριπλῆν του ἀποστολήν: τοῦ ἀγγέλου, τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Μάρτυρος. Ἔτσι τόν ὑμνεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός εἰς τό πρῶτον τροπάριον τῆς Λιτῆς τοῦ α’ ἤχου (29 Αὐγούστου):
«Τί σέ καλέσωμεν Προφήτα; Ἄγγελον, Ἀπόστολον ἤ Μάρτυρα; Ἄγγελον, ὅτι ὡς ἀσώματος διήγαγες· Ἀπόστολον, ὅτι ἐμαθήτευσας τά ἔθνη· Μάρτυρα δέ, ὅτι σοῦ ἡ κεφαλή ὑπέρ Χριστοῦ ἐτμήθη. Αὐτόν ἱκέτευε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Ἀπό τό βιβλίο,
Ὁ μυστικός κόσμος τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων,
Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2016

Ερμηνεία της εικόνας των Εισοδίων της θεοτόκου

Αποτέλεσμα εικόνας για εισοδια της θεοτοκου




Ερμηνεία της εικόνας των Εισοδίων της θεοτόκου

Η ιερή ακολουθία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και η σχετική εικόνα υπηρετούν ένα βαθύτερο σκοπό: χειραγωγούν τον πιστό στο μυστήριο της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού.

Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι το προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας, οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο της εορτής.


«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν Ναω του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαίρε της οικονομίας του Κτιστού η εκπλήρωσις.»

Ο ορθόδοξος αγιογράφος με βάση τις παραπάνω πληροφορίες της απόκρυφης διήγησης και τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκου συνθέτει την εικόνα των Εισοδίων.

Το κύριο πρόσωπο της εικόνας είναι η τριετής Παναγία. Εικονίζεται τη στιγμή που την υποδέχεται στο ναό ο ιερέας Ζαχαρίας, ο μετέπειτα πατέρας του Προδρόμου, καθώς την παραδίδουν ευλαβικά οι θεοσεβείς γονείς της. Πίσω τους ακολουθούν οι παρθένες, «οι αμίαντες θυγατέρες των Εβραίων», που κρατούν αναμμένες λαμπάδες.

Η Παναγία δε ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δεν εμφανίζει δηλαδή τίποτε το παιδικό, εκτός από το μικρό μέγεθος του σώματός της. Αυτό γίνεται σκόπιμα. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλει να μάς απομακρύνει από το γράμμα της διήγησης («τριετής η παις»), για να συλλάβουμε το πνεύμα της, την εκκλησιολογική της διάσταση. Η Παναγία είναι η Θεοτόκος, η Μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό ο υμνωδός μάς καλεί «την νηπιάζουσαν φύσει και υπέρ φύσιν Μητέρα αναδειχθείσαν του Θεού ευφημήσωμεν ύμνοις» (Τροπάριο του όρθρου).

Η Παναγία εικονίζεται ως ώριμη γυναίκα με το γνωστό μαφόριό της, όπως τη βλέπουμε στις εικόνες της.

Το ίδιο κάνει και ο υμνωδός της Εκκλησίας και για τις λαμπάδες των παρθένων. Οι αναμμένες λαμπάδες δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν την τριετή παιδίσκη να γυρίσει πίσω, στο σπίτι της, καθώς ήταν στο δρόμο προς το ναό –αυτό λέει η απόκρυφη διήγηση- αλλά τούτο: να υποδείξουν τη νοητή λαμπάδα, την Παναγία, και προδηλώσουν έτσι την ανείπωτη μελλοντική αίγλη. Αυτή η αίγλη θα ήταν ο Χριστός, γιατί από την Παναγία θα ανέλαμπε (θα γεννιόταν) φωτίζοντας τους καθισμένους στο σκοτάδι της αμαρτίας ανθρώπους. Αυτόν το συμβολισμό παρουσιάζει το δ’ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού, ήχος δ’ «Αι νεανίδες χαίρουσαι και λαμπάδας κατέχουσαι, της λαμπάδος σήμερον προπορεύονται της νοητής και εισάγουσιν αυτήν εις τα Άγια των Αγίων ιερώς προσηλούσαι την μέλλουσαν αίγλην άρρητον εξ αυτής αναλάμψειν και φωτίσειν τους εν σκότει καθημένους, της αγνωσίας εν Πνεύματι».

Σε πολλές εικόνες πίσω από το Ζαχαρία, αριστερά, παριστάνεται η Παναγία να κάθεται σε καθέδρα με τρία σκαλιά (είναι η αναβαθμοί του θυσιαστηρίου του απόκρυφου κειμένου) και να περιμένει την τροφή που της φέρνει ο άγγελος Γαβριήλ. Η Παναγία να παραμείνει στο Άγιο των Αγίων ως νέα Κιβωτός της Διαθήκης, ως η «έμψυχος κιβωτός» και στα δώδεκα χρόνια της παραμονής της εκεί θα τρέφεται θαυματουργικά με ουράνια τροφή.

Από το βιβλίο
Ο Μυστικός κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων
(τόμος δεύτερος)
Χρήστου Γ. Γκότση
Εκδ. Αποστολική Διακονία

Σάββατο, Απριλίου 30, 2016

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως





 



Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

Σάββατο, Απριλίου 23, 2016

Ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου - Περιγραφή τῆς εἰκόνας




Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμά του ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 364).

Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».

Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2016

Ποια είναι η ερμηνεία της εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου;


Περιγραφή της εικόνας
Α) Ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Είναι ο «πρωτοστάτης άγγελος», ο αγγελιοφόρος του Θεού, που έφερε στην αγνή κόρη της Ναζαρέτ το χαρμόσυνο μήνυμα. Η στάση του σώματός του εκφράζει τη χαρά που έφερε το άγγελμά του. Παρόλο που ο αρχάγγελος βρίσκεται στο έδαφος, παρουσιάζεται με ορμή κίνησης, όπως άλλωστε μαρτυρεί το άνοιγμα των ποδιών του. Στον Ευαγγελισμό της Μονής Δαφνίου η στάση του αγγέλου δίνει με αριστουργηματικό τρόπο την εντύπωση πως η πτήση του δεν έχει τελειώσει, καθώς μιλάει στη Θεοτόκο. Ο Γαβριήλ με το αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο, που συμβολίζει τον αγγελιοφόρο και όχι κρίνο, όπως μάς έχει συνηθίσει η δυτική ζωγραφική. Το δεξί του χέρι απλώνεται με βίαιη κίνηση προς τη Θεοτόκο σε σχήμα ομιλίας. Βόα σ’ αυτήν κατά το γνωστό τροπάριο «ποιον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον; τι δε ονομάσω σε; απορώ και εξίσταμαι. Διο, ως προσετάγην (=διατάχτηκα), βοώ σοι, Χαίρε η Κεχαριτωμένη».



Β) Η Θεοτόκος. 

Η Μητέρα του Θεού είναι η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη, η εικόνα υπογραμμίζει την υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας υμνούμε, ως γνωστό, τη Θεοτόκο ως «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ» (των αγγελικών δηλαδή ταγμάτων). Εδώ ο αγιογράφος είναι και συνεπής στο απόκρυφο κείμενο. Το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθησε στο θρόνο της και την έγνεθε. Και κείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ακούει, κατά κάποιο τρόπο, καλύτερα το θείο μήνυμα.
Στην περίπτωση της Θεοτόκου αξίζει να μελετηθούν κυρίως τα αισθήματά της και οι σκέψεις της, ο ψυχικός της γενικά κόσμος την ώρα του Ευαγγελισμού.
Η εμφάνιση, πρώτα, του αρχαγγέλου και ο χαιρετισμός του, τάραξον τη Θεοτόκο. Το αδράχτι με το νήμα που σύμφωνα με την παράδοση (Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου) κρατούσε στο χέρι της, έπεσε από το φόβο της. Βυθίστηκε σε σκέψεις. Σκεπτόταν τη σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, μόνο με φρόνηση ρωτάει «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;». Εδώ η Θεοτόκος διαφέρει από την Εύα. Εκείνη παρασύρθηκε από τον εγωισμό της και δέχτηκε ανεξέταστα όσα ο σατανάς της πρότεινε. Η Θεοτόκος, αντίθετα, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Όταν όμως ο αρχάγγελος τη διαβεβαίωσε πως όλα θα γίνονταν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη του Θεού (το μαρτυρούν το τμήμα του κύκλου και οι ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό στο πάνω μέρος της εικόνας), εκείνη ολόψυχα και ανεπιφύλακτα συγκατατέθηκε, «ίδου η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια ψάλλει «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ειδοκεί και το συνάλλαγμα (=συμφωνία) κατά κοινήν πραγματεύεται βούληση, την επιθυμία, τη συμφωνία μεταξύ του Θεού και της Παρθένου, Πλάστη και πλάσματος, γιατί «η σάρκωσις του Λόγου ήτο έργον όχι μόνον του Πατρός και της Δυνάμεώς Του και του Πνεύματος… αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου» (άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Η Θεομήτωρ», σ. 134).
Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου, που με υπέροχους διαλόγους παρουσιάζουν τα τροπάρια της εορτής του Ευαγγελισμού, εκφράζονται σ’ άλλες εικόνες με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει «Γάμου υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;» (β’ στιχηρό του εσπερινού).
Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται με σκυμμένο το κεφάλι (όπως στην εικόνα μας) έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της. αυτά μάς θυμίζουν το «ιδού η δούλη Κυρίου…». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με σκυμμένο το κεφάλι και βυθισμένη στις σκέψεις της.
Ο πιστός, καθώς ατενίζει και μελετά και προσκυνεί την εικόνα του Ευαγγελισμού, γεμάτος από χαρά και ευγνωμοσύνη σιγοψάλλει «Άξιον εστίν, ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».
Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων»
(α’ τόμος) Χρήστου Γκότση Εκδ. Αποστολική Διακονία
Πηγή: εδώ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 06, 2016

Ο ΑΓΙΟΣ IΩΑNNHΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΚΟΝΑ

Χρήστου Γκότση
ταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦτο ὁ Τιβέριος, πλησίον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, τό 28 ἡ 29 μ·Χ·, ἕνας ἄνθρωπος ἄρχισε τό κήρυγμά του. Ἰωάννης ἦταν τό ὄνομά του. Οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς διαθήκης εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτόν καί ἡ γέννησίς του ἦταν θαῦμα καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπί πεντακόσια ἔτη δέν εἶχε φανῆ προφήτης τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Παλαιστίνη. Γιά τοῦτο τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἐπέσυρε τήν προσοχή τοῦ πλήθους.
Οἱ κατωτέρω στίχοι, πού ἀφιερώνουν Οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ Προδρόμου, θά μᾶς βοηθήσουν εἰς τήν κατανόησιν τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς, τῆς θέσεώς της εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τῆς ἁγίας εἰκόνος της.
«Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου… ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν… Ἦν δέ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, καί ἐσθίων ἀκρίδας καί μέλι ἄγριον…Ἰδών δέ πολλούς τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπί τό βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς… Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται… Ό… Ἡρώδης κρατήσας τόν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτόν καί ἔθετο ἐν φυλακῇ διά Ἡρωδιάδα τήν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἔλεγε γάρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι (=δέν σοῦ ἐπιτρέπεται) ἔχειν αὐτήν… Γενεσίων δέ ἀγόμενων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καί ἤρεσε τῷ Ἡρώδ· ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὅ ἐάν αἰτήσηται. Ἡ δέ… δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ… Καί πέμψας ἀπεκεφάλισε τόν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καί ἠνέχθη ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἐπί πίνακι καί ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καί ἤνεγκε τῇ μητρί αὐτῆς» (Μάρκ.1,1-6, Ματθ. 3, 7.10. 14, 3-11).
Ὅπως βλέπομεν εἰς τό ἀνωτέρω κείμενο, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Χριστός εἰς τόν κόσμον, συνδέεται μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου. Αὐτός εἶναι ὁ «ἄγγελος», δηλαδή ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρός τήν προφητείαν τοῦ προφήτου Μαλαχίου (3, 1) ἀπεστάλη διά νά προετοιμάση τόν δρόμον τοῦ Κυρίου καί νά προπαρασκευάση τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων πρός ὑποδοχήν Του. Εἶναι ἡ «ὡραία τρυγών καί χελιδών ἡδύλαλος», πού προεμήνυσε τήν θείαν ἄνοιξιν, δηλαδή τόν Χριστόν.
Καί ἄλλοι προφῆται μίλησαν διά τόν Μεσσία. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως εἶναι ὁ τελευταῖος, ὁ μεγαλύτερος καί ὁ σεβασμιώτερος τῆς ἡρωικῆς παρατάξεως τῶν προφητῶν. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+386), «ὁ μέγιστος μέν ἐν προφήταις, ἀρχηγός δέ τῆς καινῆς διαθήκης, καί τρόπον τινά συνάπτων ἀμφοτέρας ἐν αὐτῷ τάς διαθήκας, παλαιάν τε καί καινήν» (Κατήχησις 10,19). Δέν κήρυξε ἁπλῶς τόν Χριστόν, ἀξιώθηκε νά Τόν δείξη εἰς τά πλήθη, νά Τόν βαπτίση καί νά Τόν κηρύξη εἰς τόν κόσμον τῶν νεκρῶν. Τέλος διά τόν νόμον τοῦ Κυρίου καί τήν ἀλήθειάν Του ἔχυσε καί τό αἷμα του. Δικαίως λοιπόν εἶπε δι‘ αὐτόν ὁ Κύριος: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11).
Τήν θαυμαστήν ζωήν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τό κήρυγμά του διά τόν Κύριον, τόν ζῆλον του καί τήν παρρησίαν του παρουσιάζει ὡραιότατα τό τρίτον Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς του (29 Αὔγουστου). Εἶναι τό τροπάριον τοῦτο μία σύντομος βιογραφία τοῦ Βαπτιστοῦ εἰς ποιητικήν γλῶσσαν καί ψάλλεται εἰς τόν πλ. δ’ἦχον:
«Ἐκ τῆς στείρας ἐκλάμψας ψήφῳ Θεοῦ καί δεσμά διαρρήξας γλώσσης πατρός, ἔδειξας τόν ἥλιον, ἑωσφόρον αὐγάζοντα· καί λαοῖς ἐν ἐρήμῳ τόν Κτίστην ἐκήρυξας, τόν ἀμνόν τόν αἵροντα τοῦ κόσμου τά πταίσματα· ὅθεν καί πρός ζῆλον βασιλέα ἐλέγξας, τήν ἔνδοξον κάραν σου ἀπετμήθης, ἀοίδιμε Ἰωάννη πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην σου».
Ἡ θέσιςτοῦ Τιμίου Προδρόμου εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι τιμητική. Εἰς τάς δεήσεις καί τάς προσευχάς ἀναφέρεται μετά τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μέ αὐτήν πλαισιώνει τόν Παντοκράτορα Κύριον εἰς τήν εἰκόνα τῆς δεήσεως ἤ τοῦ Τριμόρφου. (Ἔτσι λέγεται ἡ εἰκών, πού παρουσιάζει τόν Χριστόν εἰς τό μέσον μέ τήν Θεοτόκον ἐκ δεξιῶν Του καί ἐξ ἀριστερῶν Του τον Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον εἰς στάσιν δεήσεως). Ὁ Ἅγιος Πρόδρομος εἰκονίζεται παραπλεύρως τοῦ Κυρίου καί εἰς τό εἰκονοστάσιον ἤ τέμπλον, ὅπου τοποθετοῦνται καί οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου ἤ τῆς Ἁγίας τοῦ ναοῦ.
Τήν μεγαλωσύνην τοῦ Προδρόμου ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μέ τάς ἑορτάς, πού ἔχει ἀφιερώσει εἰς αὐτόν. Μία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Τρίτη, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν. «Αὐτόν λοιπόν τόν ἐπίγειο ἄγγελο καί τόν οὐράνιο ἄνθρωπο», γράφει ὁ Καθηγητής Ί. Φουντούλης, «ἐπαξίως τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζει τά μαρτυρούμενα ἀπό τήν Καινή διαθήκη γεγονότα τοῦ βίου του, πάλι σέ σύνδεσμο μέ τά ἀντίστοιχα γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος.Τήν σύλληψή του στίς 23 Σεπτεμβρίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, πού ἔγινε «τῷ μηνί τῷ κτῳ» ἀπό τήν σύλληψι τῆς Ἐλισάβετ τῆς μητρός τοῦ Προδρόμου. Τήν γέννησί του στίς 24 Ἰουνίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἴσως καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου του στίς 29 Αὐγούστου δέν εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ… Γιατί ὄχι μόνο τήν σύλληψι καί τήν γέννησι τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε μέ τό ρόλο τοῦ Ἰωάννου σάν προδρόμου τῆς συλλήψεως καί τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν θάνατό του ἔδωσε προδρομικό χαρακτήρα. Ὁ Πρόδρομος πεθαίνει μαρτυρικά πρίν ἀπό τόν Σωτήρα προμηνύοντας, τρόπον τινά, τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί πηγαίνοντας πάλι πρόδρομός Του στόν Ἅδη».

Περιγραφή τῆς εἰκόνας
Ἡ εἰκών πού θά περιγράψωμεν, εἰκονίζει τόν Ἅγιον Ἰωάννην, ὅπως τόν παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια καί τόν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής Ἰωάννης εἶναι ἄγγελος, Ἀπόστολος καί Μάρτυς.
Ὁ Ἅγιός μας εἶναι κατ’ ἀρχάς ἄγγελος διά δύο λόγους: Πρῶτον, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του. Ἦτο «ἄνθρωπος μέν τῇ φύσει, Ἄγγελος δέ τόν βίον».
Ἔτσι ἀνεδείχθη εἰς «ἐπίγειον ἄγγελον καί οὐράνιον ἄνθρωπον». (Βλέπ. τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεώς του).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶναι, δεύτερον, ἄγγελος διότι ἔφερε τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ Κυρίου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ εἰκών τόν παρουσιάζει ὡς ἕνα ἀσκητήν, πού φέρει πτέρυγας. «Ζωγραφίζεται δέ ὁ Ἅγιος κάτισχνος καί κεραμόχρους ἐκ τοῦ καύσωνος, φορῶν τό δέρμα τῆς καμήλου καί περιβεβλημένος ἐπάνωθεν ἱμάτιον.Ἡ κεφαλή του εἶναι λιπόσαρκος, μέ τό ὄμμα πλῆρες πίστεως καί ἐγκαρτερήσεως. Οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης καί τοῦ γενείου του εἶναι ἀνατεταραγμένοι ἀπό τόν ἄνεμον τῆς ἐρήμου ὡς ὄφεις, Οἱ βραχίονες καί οἱ πόδες του εἶναι λεπτοί καί ἄσαρκοι ὡς τῶν πτηνῶν. Φέρει δέ πτέρυγας ὡς οἱ ἄγγελοι, κατά τήν ρῆσιν τοῦ προφήτου Μαλαχίου «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου». Τό ἱερόν τοῦτο ὄρνεον ἵσταται ἐπί ἀποτόμου βραχώδους κορυφῆς, ἐν τῷ μέσῳ φάραγγος μεταξύ δύο συντετριμμένων ὀρέων, δι’ ὧν ὑποδηλοῦται τό ἄγριον τῆς ἐρήμου» (Φ. Κόντογλου).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἐκτός ἀπό ἄγγελος, εἶναι καί Ἀπόστολος. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί αὐτός ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἐντολήν νά κηρύττη καί νά βαπτίζη τούς ἀνθρώπους. Ὅ,τι ἔπραξε καί ἐκήρυξε, τό ἔκαμε κατ’ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας. Πρός αὐτόν εἶναι ἐστραμμένον τό βλέμμα τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Κύριος εἰκονίζεται ἐντός ἡμικυκλίου, πού συμβολίζει τόν οὐρανόν, εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Μέ τήν δεξιάν Του χεῖρα εὐλογεῖ τόν Ἀπόστολόν Του καί μέ τήν ἀριστεράν κρατεῖ εἰλητάριον.
Εἰς τήν ἰδίαν στάσιν εὑρίσκεται καί ὁ Βαπτιστής. Ἡ δεξιά του χείρ εἶναι εἰς σχῆμα παρακλητικόν καί ἡ ἀριστερά του κρατεῖ εἰλητάριον, τό ὁποῖον γράφει:
«Ὁρᾷς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων. Ἔλεγχον καί γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης,τέτμηκεν, ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, Σῶτερ». δηλαδή: Βλέπεις, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τί ὑποφέρουν ὅσοι ἐλέγχουν τά πταίσματα τῶν βδελυρῶν. Διότι καί ὁ Ἡρώδης, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βαστάση τόν ἔλεγχον (τῆς ἀνηθικότητός του), ἰδού, Σωτήρ μου, ἀπέκοψε τήν κεφαλήν μου.
Εἰς τήν δεξιάν γωνίαν τῆς εἰκόνος ζωγραφίζεται δρῦς, πού ἔχει μεταξύ τῶν κλάδων της μίαν ἀξίνην. Μᾶς ὑπενθυμίζει τούς ἀναφερθέντας λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ πρός τούς Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους: «Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται…». Οἱ θρησκευτικῶς ἐντυπωσιακοί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καί οἱ ὅμοιοί των θά ἔχουν τήν τύχην τῶν ἄκαρπων, πού κόπτονται ὡς ἄχρηστα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι, τελευταῖον, καί ἕνας Μάρτυς. Τό βλέπομεν καί αὐτό εἰς τήν εἰκόνα. Μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ ἀποτμηθεῖσα κεφαλή του, πού εἰκονίζεται ἐντός λεκάνης εἰς τό κάτω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Φέρει εἰς τόν νοῦν τῶν πιστῶν τό μισητόν συμπόσιον τοῦ Ἡρώδου, πού ἔγινεν ἀφορμή νά διαπραχθῆ τό ἀνοσιούργημα τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ θεοκήρυκος Προδρόμου.
Ἡ εἰκών πού περιεγράψαμεν, εἰκονίζει τόν Τίμιον Πρόδρομον μέ τήν τριπλῆν του ἀποστολήν: τοῦ ἀγγέλου, τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Μάρτυρος. Ἔτσι τόν ὑμνεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός εἰς τό πρῶτον τροπάριον τῆς Λιτῆς τοῦ α’ ἤχου (29 Αγούστου):
«Τί σέ καλέσωμεν Προφήτα; Ἄγγελον, Ἀπόστολον ἤ Μάρτυρα; Ἄγγελον, ὅτι ὡς ἀσώματος διήγαγες· Ἀπόστολον, ὅτι ἐμαθήτευσας τά ἔθνη· Μάρτυρα δέ, ὅτι σοῦ ἡ κεφαλή ὑπέρ Χριστοῦ ἐτμήθη. Αὐτόν ἱκέτευε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Ἀπό τό βιβλίο,
Ὁ μυστικός κόσμος τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων,
Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας

Ο ΑΓΙΟΣ IΩΑNNHΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΚΟΝΑ

Χρήστου Γκότση
ταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦτο ὁ Τιβέριος, πλησίον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, τό 28 ἡ 29 μ·Χ·, ἕνας ἄνθρωπος ἄρχισε τό κήρυγμά του. Ἰωάννης ἦταν τό ὄνομά του. Οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς διαθήκης εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτόν καί ἡ γέννησίς του ἦταν θαῦμα καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπί πεντακόσια ἔτη δέν εἶχε φανῆ προφήτης τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Παλαιστίνη. Γιά τοῦτο τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἐπέσυρε τήν προσοχή τοῦ πλήθους.
Οἱ κατωτέρω στίχοι, πού ἀφιερώνουν Οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ Προδρόμου, θά μᾶς βοηθήσουν εἰς τήν κατανόησιν τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς, τῆς θέσεώς της εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τῆς ἁγίας εἰκόνος της.
«Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου… ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν… Ἦν δέ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, καί ἐσθίων ἀκρίδας καί μέλι ἄγριον…Ἰδών δέ πολλούς τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπί τό βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς… Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται… Ό… Ἡρώδης κρατήσας τόν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτόν καί ἔθετο ἐν φυλακῇ διά Ἡρωδιάδα τήν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἔλεγε γάρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι (=δέν σοῦ ἐπιτρέπεται) ἔχειν αὐτήν… Γενεσίων δέ ἀγόμενων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καί ἤρεσε τῷ Ἡρώδ· ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὅ ἐάν αἰτήσηται. Ἡ δέ… δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ… Καί πέμψας ἀπεκεφάλισε τόν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καί ἠνέχθη ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἐπί πίνακι καί ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καί ἤνεγκε τῇ μητρί αὐτῆς» (Μάρκ.1,1-6, Ματθ. 3, 7.10. 14, 3-11).
Ὅπως βλέπομεν εἰς τό ἀνωτέρω κείμενο, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Χριστός εἰς τόν κόσμον, συνδέεται μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου. Αὐτός εἶναι ὁ «ἄγγελος», δηλαδή ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρός τήν προφητείαν τοῦ προφήτου Μαλαχίου (3, 1) ἀπεστάλη διά νά προετοιμάση τόν δρόμον τοῦ Κυρίου καί νά προπαρασκευάση τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων πρός ὑποδοχήν Του. Εἶναι ἡ «ὡραία τρυγών καί χελιδών ἡδύλαλος», πού προεμήνυσε τήν θείαν ἄνοιξιν, δηλαδή τόν Χριστόν.
Καί ἄλλοι προφῆται μίλησαν διά τόν Μεσσία. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως εἶναι ὁ τελευταῖος, ὁ μεγαλύτερος καί ὁ σεβασμιώτερος τῆς ἡρωικῆς παρατάξεως τῶν προφητῶν. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+386), «ὁ μέγιστος μέν ἐν προφήταις, ἀρχηγός δέ τῆς καινῆς διαθήκης, καί τρόπον τινά συνάπτων ἀμφοτέρας ἐν αὐτῷ τάς διαθήκας, παλαιάν τε καί καινήν» (Κατήχησις 10,19). Δέν κήρυξε ἁπλῶς τόν Χριστόν, ἀξιώθηκε νά Τόν δείξη εἰς τά πλήθη, νά Τόν βαπτίση καί νά Τόν κηρύξη εἰς τόν κόσμον τῶν νεκρῶν. Τέλος διά τόν νόμον τοῦ Κυρίου καί τήν ἀλήθειάν Του ἔχυσε καί τό αἷμα του. Δικαίως λοιπόν εἶπε δι‘ αὐτόν ὁ Κύριος: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11).
Τήν θαυμαστήν ζωήν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τό κήρυγμά του διά τόν Κύριον, τόν ζῆλον του καί τήν παρρησίαν του παρουσιάζει ὡραιότατα τό τρίτον Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς του (29 Αὔγουστου). Εἶναι τό τροπάριον τοῦτο μία σύντομος βιογραφία τοῦ Βαπτιστοῦ εἰς ποιητικήν γλῶσσαν καί ψάλλεται εἰς τόν πλ. δ’ἦχον:
«Ἐκ τῆς στείρας ἐκλάμψας ψήφῳ Θεοῦ καί δεσμά διαρρήξας γλώσσης πατρός, ἔδειξας τόν ἥλιον, ἑωσφόρον αὐγάζοντα· καί λαοῖς ἐν ἐρήμῳ τόν Κτίστην ἐκήρυξας, τόν ἀμνόν τόν αἵροντα τοῦ κόσμου τά πταίσματα· ὅθεν καί πρός ζῆλον βασιλέα ἐλέγξας, τήν ἔνδοξον κάραν σου ἀπετμήθης, ἀοίδιμε Ἰωάννη πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην σου».
Ἡ θέσιςτοῦ Τιμίου Προδρόμου εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι τιμητική. Εἰς τάς δεήσεις καί τάς προσευχάς ἀναφέρεται μετά τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μέ αὐτήν πλαισιώνει τόν Παντοκράτορα Κύριον εἰς τήν εἰκόνα τῆς δεήσεως ἤ τοῦ Τριμόρφου. (Ἔτσι λέγεται ἡ εἰκών, πού παρουσιάζει τόν Χριστόν εἰς τό μέσον μέ τήν Θεοτόκον ἐκ δεξιῶν Του καί ἐξ ἀριστερῶν Του τον Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον εἰς στάσιν δεήσεως). Ὁ Ἅγιος Πρόδρομος εἰκονίζεται παραπλεύρως τοῦ Κυρίου καί εἰς τό εἰκονοστάσιον ἤ τέμπλον, ὅπου τοποθετοῦνται καί οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου ἤ τῆς Ἁγίας τοῦ ναοῦ.
Τήν μεγαλωσύνην τοῦ Προδρόμου ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μέ τάς ἑορτάς, πού ἔχει ἀφιερώσει εἰς αὐτόν. Μία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Τρίτη, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν. «Αὐτόν λοιπόν τόν ἐπίγειο ἄγγελο καί τόν οὐράνιο ἄνθρωπο», γράφει ὁ Καθηγητής Ί. Φουντούλης, «ἐπαξίως τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζει τά μαρτυρούμενα ἀπό τήν Καινή διαθήκη γεγονότα τοῦ βίου του, πάλι σέ σύνδεσμο μέ τά ἀντίστοιχα γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος.Τήν σύλληψή του στίς 23 Σεπτεμβρίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, πού ἔγινε «τῷ μηνί τῷ κτῳ» ἀπό τήν σύλληψι τῆς Ἐλισάβετ τῆς μητρός τοῦ Προδρόμου. Τήν γέννησί του στίς 24 Ἰουνίου, ἕξ μῆνες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἴσως καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου του στίς 29 Αὐγούστου δέν εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ… Γιατί ὄχι μόνο τήν σύλληψι καί τήν γέννησι τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε μέ τό ρόλο τοῦ Ἰωάννου σάν προδρόμου τῆς συλλήψεως καί τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν θάνατό του ἔδωσε προδρομικό χαρακτήρα. Ὁ Πρόδρομος πεθαίνει μαρτυρικά πρίν ἀπό τόν Σωτήρα προμηνύοντας, τρόπον τινά, τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί πηγαίνοντας πάλι πρόδρομός Του στόν Ἅδη».

Περιγραφή τῆς εἰκόνας
Ἡ εἰκών πού θά περιγράψωμεν, εἰκονίζει τόν Ἅγιον Ἰωάννην, ὅπως τόν παρουσιάζουν τά Εὐαγγέλια καί τόν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής Ἰωάννης εἶναι ἄγγελος, Ἀπόστολος καί Μάρτυς.
Ὁ Ἅγιός μας εἶναι κατ’ ἀρχάς ἄγγελος διά δύο λόγους: Πρῶτον, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του. Ἦτο «ἄνθρωπος μέν τῇ φύσει, Ἄγγελος δέ τόν βίον».
Ἔτσι ἀνεδείχθη εἰς «ἐπίγειον ἄγγελον καί οὐράνιον ἄνθρωπον». (Βλέπ. τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεώς του).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶναι, δεύτερον, ἄγγελος διότι ἔφερε τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ Κυρίου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ εἰκών τόν παρουσιάζει ὡς ἕνα ἀσκητήν, πού φέρει πτέρυγας. «Ζωγραφίζεται δέ ὁ Ἅγιος κάτισχνος καί κεραμόχρους ἐκ τοῦ καύσωνος, φορῶν τό δέρμα τῆς καμήλου καί περιβεβλημένος ἐπάνωθεν ἱμάτιον.Ἡ κεφαλή του εἶναι λιπόσαρκος, μέ τό ὄμμα πλῆρες πίστεως καί ἐγκαρτερήσεως. Οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης καί τοῦ γενείου του εἶναι ἀνατεταραγμένοι ἀπό τόν ἄνεμον τῆς ἐρήμου ὡς ὄφεις, Οἱ βραχίονες καί οἱ πόδες του εἶναι λεπτοί καί ἄσαρκοι ὡς τῶν πτηνῶν. Φέρει δέ πτέρυγας ὡς οἱ ἄγγελοι, κατά τήν ρῆσιν τοῦ προφήτου Μαλαχίου «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου». Τό ἱερόν τοῦτο ὄρνεον ἵσταται ἐπί ἀποτόμου βραχώδους κορυφῆς, ἐν τῷ μέσῳ φάραγγος μεταξύ δύο συντετριμμένων ὀρέων, δι’ ὧν ὑποδηλοῦται τό ἄγριον τῆς ἐρήμου» (Φ. Κόντογλου).
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἐκτός ἀπό ἄγγελος, εἶναι καί Ἀπόστολος. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί αὐτός ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἐντολήν νά κηρύττη καί νά βαπτίζη τούς ἀνθρώπους. Ὅ,τι ἔπραξε καί ἐκήρυξε, τό ἔκαμε κατ’ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας. Πρός αὐτόν εἶναι ἐστραμμένον τό βλέμμα τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Κύριος εἰκονίζεται ἐντός ἡμικυκλίου, πού συμβολίζει τόν οὐρανόν, εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Μέ τήν δεξιάν Του χεῖρα εὐλογεῖ τόν Ἀπόστολόν Του καί μέ τήν ἀριστεράν κρατεῖ εἰλητάριον.
Εἰς τήν ἰδίαν στάσιν εὑρίσκεται καί ὁ Βαπτιστής. Ἡ δεξιά του χείρ εἶναι εἰς σχῆμα παρακλητικόν καί ἡ ἀριστερά του κρατεῖ εἰλητάριον, τό ὁποῖον γράφει:
«Ὁρᾷς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων. Ἔλεγχον καί γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης,τέτμηκεν, ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, Σῶτερ». δηλαδή: Βλέπεις, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τί ὑποφέρουν ὅσοι ἐλέγχουν τά πταίσματα τῶν βδελυρῶν. Διότι καί ὁ Ἡρώδης, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βαστάση τόν ἔλεγχον (τῆς ἀνηθικότητός του), ἰδού, Σωτήρ μου, ἀπέκοψε τήν κεφαλήν μου.
Εἰς τήν δεξιάν γωνίαν τῆς εἰκόνος ζωγραφίζεται δρῦς, πού ἔχει μεταξύ τῶν κλάδων της μίαν ἀξίνην. Μᾶς ὑπενθυμίζει τούς ἀναφερθέντας λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ πρός τούς Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους: «Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται…». Οἱ θρησκευτικῶς ἐντυπωσιακοί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καί οἱ ὅμοιοί των θά ἔχουν τήν τύχην τῶν ἄκαρπων, πού κόπτονται ὡς ἄχρηστα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι, τελευταῖον, καί ἕνας Μάρτυς. Τό βλέπομεν καί αὐτό εἰς τήν εἰκόνα. Μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ ἀποτμηθεῖσα κεφαλή του, πού εἰκονίζεται ἐντός λεκάνης εἰς τό κάτω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος. Φέρει εἰς τόν νοῦν τῶν πιστῶν τό μισητόν συμπόσιον τοῦ Ἡρώδου, πού ἔγινεν ἀφορμή νά διαπραχθῆ τό ἀνοσιούργημα τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ θεοκήρυκος Προδρόμου.
Ἡ εἰκών πού περιεγράψαμεν, εἰκονίζει τόν Τίμιον Πρόδρομον μέ τήν τριπλῆν του ἀποστολήν: τοῦ ἀγγέλου, τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Μάρτυρος. Ἔτσι τόν ὑμνεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός εἰς τό πρῶτον τροπάριον τῆς Λιτῆς τοῦ α’ ἤχου (29 Αγούστου):
«Τί σέ καλέσωμεν Προφήτα; Ἄγγελον, Ἀπόστολον ἤ Μάρτυρα; Ἄγγελον, ὅτι ὡς ἀσώματος διήγαγες· Ἀπόστολον, ὅτι ἐμαθήτευσας τά ἔθνη· Μάρτυρα δέ, ὅτι σοῦ ἡ κεφαλή ὑπέρ Χριστοῦ ἐτμήθη. Αὐτόν ἱκέτευε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Ἀπό τό βιβλίο,
Ὁ μυστικός κόσμος τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων,
Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...