Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Π. Λυκούδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Π. Λυκούδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Χριστούγεννα αφιλοσόφητα

Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης,
Δ/ντης Σύνταξης της εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»

Φθάσαμε στο όριο να εορτάζουμε Χριστούγεννα μακράν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού! Αγγίξαμε την πλάνη, εγκολπωθήκαμε την απατηλή ψευδαίσθηση, ανδρωθήκαμε σφαλερά και εσφαλμένα στην αδιαντροπιά, στην κοινωνική, και στην ουσία χωρίς περιεχόμενο, συνύπαρξη, στην αμόναχη κοινοτικότητα του ¨μέρους¨, στην ολόφωτη, ένεκα των ημερών, μοναχικότητα του ¨όλου¨.

Και είναι αφιλοσόφητα χριστούγεννα γιατί δεν ενέχουν την έννοια και την αρετή της ¨ευδαιμονίας¨, που έστω φιλοσοφικά, έστω γράφω, επιτυγχάνεται σύμφωνα με τις απόψεις του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στο πλαίσιο της πόλης-κράτους και των πολύπλευρων κοινωνικών σχέσεων[1]. Ούτε φιλοσοφία δεν έχουν, ούτε όριο και φραγμό, ούτε χώρο και χρόνο, ούτε φιλότιμο νοούν, ούτε σε Θεό πιστεύουν! Αφιλοσόφητα Χριστούγεννα δεν εορτάζουν άνθρωποι, αφιλοσόφητα χριστούγεννα δεν σ΄αρμόζει να προσμένεις…

Ασφαλώς και αναφέρομαι δευτερευόντως στην έννοια της φιλοσοφίας, καθώς εδώ προσεγγίζω το ήθος με βάση την κυνική διδασκαλία, ως άρνηση δηλαδή κάθε κοινωνικού δεσμού και κοινοτικής σχέσεως! Ε, ναι λοιπόν, συμφωνώ! Γιατί Χριστούγεννα; Πως Χριστούγεννα μακράν του Χριστού, μακράν του ανθρώπου του πεινασμένου και φυλακισμένου, μακράν των ορφανών και αστέγων, μακράν των απελπισμένων και αμετανοούντων; Εάν εορτάζω τέτοια χριστούγεννα πρόδρομος τυγχάνω της γέννησης ουχί του Θεανθρώπου και Λυτρωτού Σωτήρος Χριστού, αλλά ενός ψεύτικου θεού, ανήμπορου, ανθρωποκεντρικού, αβάσταχτου, αδίσταχτου, κάλπικου, μιαρού, αναίσχυντου, αδιάντροπου! «Ιησούς Χριστός γεννάται» ουχί στα κοινωνικά δρώμενα και στις ξέφρενες διασκεδάσεις, ουχί στα ατέρμονα και αδηφάγα φαγοπότια των ημερών, ουχί στις μεγαλοστομίες και στα ευχολόγια από άμβωνος και μη! Θυμηθείτε τον Διογένη τον Κυνικό και το παράδειγμα του βίου του, που δεν έχανε στιγμή να εξωτερικεύει[πολλές φορές, αλήθεια είναι, με άκομψο τρόπο] την απέχθεια και την περιφρόνησή του προς τον πολιτισμό: «Κάποια μέρα και ενώ έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό στην αγορά, κάποιοι που τόν αντιλήφθηκαν, τόν πείραξαν ως συνήθιζαν: ¨Σκύλε!¨. Εκείνος δε, ατάραχος τούς απάντησε: ¨Σκυλιά είστε εσείς, που στέκεστε γύρω μου, ενώ εγώ τρώω¨»[2].Τα αφιλοσόφητα σήμερα χριστούγεννα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εκκεντρικός τρόπος άσκησης και προβολής της αδυναμίας του ανθρώπου να συμμετάσχει κοινοτικά και να συμπράξει λειτουργικά μέσα στο ευρύτερο κοινοτικό σύνολο. Πλέον, όχι χριστιανούς ούτε ανθρώπους δεν έχουμε! Λησμονήσαμε καί πνευματικότητα καί ανθρωπιά καί ορθοδοξία καί ορθοπραξία καί την ύπαρξή μας την ίδια και αναζητούμε μάταια ¨καθρέπτη¨ στο σκοτάδι να αποκρύψει εντέχνως την ασχήμια μας! «Ιδού ο άνθρωπος κατά τον Πλάτωνα» ανεφώνησε ο Διογένης εισερχόμενος στην Ακαδημία κρατώντας ένα μαδημένο κοτόπουλο και προσπαθώντας να γελοιοποιήσει τον πλατωνικό ορισμό του ανθρώπου ως «ζώου απτέρου δίποδος».Ιδού λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος στο λυκαυγές του 21ου αιώνος, που καταδέχεται να ασχημονεί εις βάρος του εαυτού του και να κομπορρημονεί πως εορτάζει χριστούγεννα μεταξύ των ανθρώπων! Σημαίνουν τα σήμαντρα, κτυπούν οι καμπάνες, άνοιξαν οι εκκλησιές και οι άνθρωποι χωρίς Χριστό βαδίζουν, χριστούγεννα καμώνονται πως ζουν, απόκληροι φαντάζουν πως υπάρχουν!  «Ιδού οι άνθρωποι κατά τον Πλάτωνα λοιπόν, ιδού τα ζώα του αιώνος τούτου του απατεώνος».

Φιλοσοφημένα δε χριστούγεννα είναι προδρομικά αληθινά Χριστούγεννα, καθώς προηγείται ο άνθρωπος ως βάση και έπεται ο πνευματοφόρος άνθρωπος ως ανά-βαση. Με άλλα λόγια, έχε κατά νου τα λόγια από την μικρή πραγματεία ¨Προς Διόγνητον¨ εάν έβαλες σκοπό, εάν στόχο έκαμνες εφέτος Χριστούγεννα να ζήσεις: «Χριστιανοί…πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ΄ ως πάροικοι, μετέχουσι πάντων ως πολίται και πάνθ΄ υπομένουσιν ως ξένοι. Πάσα ξένη πατρίς αυτών και πάσα πατρίς ξένη, επί γης διατρίβουσιν, αλλ΄ εν ουρανώ πολιτεύονται…αγαπώσι πάντας και υπό πάντων διώκονται».

Παραπομπές:

1.Βλ. σχ., Ahbel-RappeS. – Kamtekar R., A Companion to Socrates, Blackwell, Οξφόρδη 2006, Γεωργούλη Δ., Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2006.

2.Πρβλ., Σκουτερόπουλου Μ., Οι Αρχαίοι Κυνικοί: Αποσπάσματα και Μαρτυρίες, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006.

πηγή

Παρασκευή, Μαΐου 22, 2015

Η καταφατική αρχή της Μετανοίας και η εγρήγορση του νοός

Η καταφατική αρχή της Μετανοίας και η εγρήγορση του νοός

Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Σε κάθε μας ταξίδι στον Αγιώνυμο Άθωνα καταλαβαίναμε ότι η πνευματική μας γύμνια και ακρασία ήταν μεγάλη. Τα λόγια των Μοναχών, η ησυχία του ιερού τόπου που σε παρακινεί να συνδιαλλαχθείς με τον εαυτό σου, κάθε εικόνα στο περιβόλι της Κυρίας Θεοτόκου είναι υπόμνηση και αναγωγή εσχατολογική. Οι ευλογημένες συζητήσεις και συμβουλές που ακούσαμε ήταν πολλές.
 Άλλα συγκρατήσαμε και άλλα μάς συγκράτησαν! Μάς συνέπαιρνε όμως πάντοτε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού μας, η ανάγκη ν΄ αλλάξουμε πορεία και κατεύθυνση στην καθημερινότητά μας, να ατενίζουμε το Πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με λιγότερο όνειδος και ντροπή, με μεγαλύτερη παρρησία και υπευθυνότητα! ¨Μέγα το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως¨ μάς υπενθύμιζαν οι Πατέρες και προσπαθούσαμε να βάλουμε ¨αρχή μετανοίας¨, αρχή που τις περισσότερες φορές – τουλάχιστον στις πρώτες μας επισκέψεις – διαρκούσε έως την επιστροφή μας στην Ουρανούπολη!
Από εκεί ξεκινούσε και πάλι ο ¨κόσμος¨, πού καιρός για τα ¨πνευματικά¨! Κάποιες από αυτές τις συμβουλές αγίων και ιλαρών Μοναχών συγκέντρωσα στο θυμιατήρι μου και παραθέτω παρακάτω. Η εγρήγορση του νοός και η μετάνοια, συμβουλές που αντηχούν ακόμη ως καλλικέλαδα ακούσματα από τις εξορμήσεις μου στον Άθωνα…

Ο νους του ανθρώπου έχει ρόλο ηγεμονικό. Το περίπλοκο και περισπούδαστο ψυχικό όργανο της ανθρώπινης προσωπικότητας, η ψυχή, μεταπτωτικά αποβαίνει εφάμαρτο, κινείται ευκολότερα προς την αμαρτία και πολλάκις αναπαύεται σε αυτήν. Μοναδική λύτρωση η μετάνοια, η μεταστροφή του νου, η επαναφορά δηλαδή της Παναγίας Τριάδος εκεί που θρονιάζει ο διάβολος, εκεί που επικρατεί η δυσωδία και το σκότος. Μετάνοια ως καταφατική αρχή σημαίνει ¨αγαστή¨ εξουσία του νου , παύση της αμαρτίας, αγιασμό και χαριτωμένη ύπαρξη.
Ο ηγεμονικός χαρακτήρας του νου δεσμεύεται από την αμαρτία , από τον μιαρό διάβολο, απομακρύνει όσες φιλόθεες σκέψεις και φιλάρετες και κατευθύνεται προς την κακία και την άκριτη και νοσηρή διαβολή. Τότε, ο νους ως οφθαλμός της ψυχής, επιτρέπει να διεισδύσει στην ψυχή η κακία και πονηρία που φωλιάζει εντός του και τελικώς, αφού προηγηθεί η απώτερη σύμπραξη και συνδιαλλαγή με την πονηρή σκέψη, ο κακός λογισμός κατέρχεται εις τα κατώτατα βάθη και μέρη της ψυχής και εκεί μεταποιείται σε αμαρτία και πάθος και νόσος πνευματική και βδελυρό απόστημα[1].
Ακαθαρσία του νου σημαίνει φυσικό επακόλουθο της συνεργασίας και συνένωσης του νου με την αμαρτία. Πώς δύναται όμως ο νους να απαλλαγεί από την κατιούσα πορεία και ν΄ αναχθεί προς τα υψηλά και επουράνια;Πώς να μεταμορφωθεί ο νους από κοσμικός σε πνευματικός , από χοϊκός σε υψιπετής , από ανθρωποκεντρικός σε χριστοκεντρικός και αγιοπνευματικός; Η απάντηση έρχεται δια της μετανοίας και της διαρκούς και αέναης προσπάθειας του πιστού που έθεσε ως σκοπό να σπουδάσει την ποιότητα της αγάπης από τον παρόντα κόσμο και εσαεί.

«Κατ΄ εικόνα γαρ φησί, καί ομοίωσιν εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον»[2]. Και συμπληρώνει ο άγιος Νικόδημος: «Εκτίσθη δε ο νους ούτως απλός, και ασχημάτιστος, διά να έχη εικόνα, και ομοίωσιν προς τον απλούν, ανείδεον, και ασχημάτιστον δημιουργόν του»[3]. Υπό την έννοια αυτή, η μετάνοια είναι εγκαθίδρυση ναού στην περιοχή του νοός, μετατρέπω δηλαδή τον αδάμαστο νου σε λειτουργικό περιβόλι και θυμιατήρι πανεύοσμο και θέτω τις βάσεις, με άλλα λόγια, νοερώς χτίζω τον αείφωτο θώκο και την καθέδρα όπου θα έλθει να κατοικήσει η Παναγία Τριάς και θα μεταμορφώσει την περιοχή του νοός σε πανευφρόσυνο και παραδείσιο κατοικητήριο του πληρώματος της αγάπης και σταδιακά του Παναγίου Πνεύματος.
Τότε η μετάνοια εδράζεται σθεναρά και αδιάσειστα, τότε η μετάνοια είναι οντολογική και αληθινή, διότι επαναφέρει την εσκοτισμένη , πλην όμως πάντοτε ζώσα, θεοείδια της ανθρώπινης φύσεως και καθιστά τον άνθρωπο σκεύος εκλογής, μυρίπνοον άνθος, τηλαυγές άρμα και οχύρωμα της πίστεως.

«Όπως η αμαρτωλή ψυχή έτσι και το μέρος της, ο αμαρτωλός νους, γίνεται θνητός. Από το συνδυασμό της ψυχής και του νου με την αμαρτία και το κακό προέρχεται ένα και μόνο αποτέλεσμα, ο θάνατος»[4]. Ως αντίδοση επέρχεται επιτακτική η ανάγκη να επιστρατεύσει ο πιστός τον καλό λογισμό. Καλός λογισμός δε σημαίνει μετάνοια, αλλά φιλότιμη και επίπονη προσπάθεια για την απόκτησή της, καθώς στην αγλαόμορφη κατάσταση της μετανοίας ο πιστός διαρκώς επιθυμεί το καλό, ο λογισμός διαπύρως και διακαώς και αενάως προσβλέπει και κοινωνεί στο καλό και αγαθό και σε ανοδική πορεία προς την ¨άνω Ιερουσαλήμ¨ αγιάζεται και αγιάζει, ωφελείται και ωφελεί, συν-υπάρχει και αυθύπαρκτα υπάρχει και πορεύεται και ομονοεί και αναδρώπει.
Ίσως θα ήταν προτιμότερο να συγκεφαλαιώσω τα παραπάνω και να τα συμπεριλάβω σε μία φράση, σε έναν ορθόδοξο πατερικό λόγο, από αυτούς που οι άγιοι της πίστεώς μας κατέθεσαν σ΄ εμάς ως αιώνια βιωματική και αγιαστική κληρονομιά, για να ¨καμαρώνουμε¨ δήθεν εμείς οι νεότεροι ότι διδαχθήκαμε να θεολογούμε, δήθεν ότι εμείς οι νεότεροι μάθαμε για θεο-λογία να μιλάμε. «Κράτα το νου στον άδη και μην απελπίζεσαι»[5].
Παραπομπές:
1.Για την κάθαρση του νου βλ., σχ., Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, Γρηγόρη, Αθήνα 1992, κυρίως τις σελίδες 40-60 και 136-138, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων της τε φαντασίας του νοός και της καρδίας και ποιαί εισίν αι οικείαι του νοός ηδοναί, Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθῆναι 2001, τις σελ. 41-42, 44-45, 50-62, 188-189, 248-249, 275-277, Σκρέττα Νικοδήμου(Αρχιμ) Η νοερά προσευχή κατά τη διδασκαλία του Ανωνύμου Αγιορείτου Ησυχαστού, Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2006, κυρίως τις σελίδες 65-70, 112, 139-140, 148-150.
2.Γεν., 1, 21-27.
3. Αγ. Νικοδήμου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σελ. 139.
4. Αγ. Ιουστίνου Π., Οδός Θεογνωσίας, σελ. 43.
5.Σαχάρωφ Σωφρονίου(Αρχιμ), Ο Γέρων Σιλουανός του Άθω, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 221 

Πέμπτη, Μαΐου 21, 2015

Λόγος Καταγγελτικός περί Ακηδίας

«Ο ἠλιος εξήλθεν επί την γην, και Λωτ εισήλθεν εις Σηγώρ, και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον, και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού και κατέστρεψε τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσι και τα ανατέλλοντα εκ της γης»[1].
Θα σπεύσεις να αντιπείς ότι αναφέρεται το ως άνω χωρίο σε άλλη εποχή, ειπώθηκε για άλλην αιτίαν και αφορμήν, άλλην έχει αναφοράν! Έχω δε την αίσθηση, να δώσει ο Άγιος Θεός να είναι πλανεμένη,  ότι το ως άνω χωρίο, ασφαλώς με κάποιες παραλλαγές, αναφέρεται και εις την σήμερον, κυρίως δε στην σημερινήν κατάστασην και παρεκτροπήν, στην εποχήν της απόλυτης χαμέρπειας και ακηδίας, στην πάλαι ποτέ εποχήν των ¨Σοδόμων και Γομόρρων¨ που σήμερον επικρατεί και διαβολο-βασιλεύει επί της γης, επί του αιώνος τούτου του απατεώνος!
Depression, teen depression, tunnel, young
Άκουσον-άκουσον! Ο άνθρωπος την επιούσαν στράφηκε εναντίον του ανθρώπου! Ελησμόνησε την ύπαρξην του Θεού! Ελοιδόρησε κατά μόνας την Παρουσίαν Του. Μόνο η δημόσια εικόναν του, να διατρανωθεί, να μαθευτεί η δημόσια εικόνα του απανταχού! Ο δε Θεός, πόρρω απέχει από το προσχέδιο του ανθρώπου. Δημιουργεί ο Άγιος Θεός τον άνθρωπον και από-δομεί, από-δημιουργεί τον Κτίσαντα Θεόν η αχαριστία και ακηδία του ανθρώπου! Άκουσον-άκουσον! Την σήμερον ο άνθρωπος ελησμόνησε τον Άγιον Θεόν και μεταποιήθηκε εις αχάριστον πλάσμα, εις την χορείαν των κτηνών συμπεριλήφθηκε και φιλοδοξεί καί καμώνεται πως ζει, πως υπάρχει και πορεύεται επί της γης!
Ελησμόνησεν ο δυστυχής ότι η ¨απάθεια¨ είναι γνώρισμα των πνευματικά καλλιεργημένων, είναι αφθαρτοποίηση της σαρκός, ανύψωση του νου υπέρ της ορατής κτίσεως[2]. Ένθερμοι μύστες της αδιαντροπιάς, της ακηδίας[3] και πνευματικής αναισθησίας, η πλειονότητα των σημερινών χριστιανών πρωταγωνιστεί εις το ¨θέατρον¨ του κόσμου επί της γης και χειροκροτεί μετά περισσούς ανεμελιάς την θεατρικήν παράστασην με τίτλον ¨Σόδομα και Γόμορρα¨. Χειροκροτεί, ενθουσιάζεται, καιροφυλακτεί και πάλιν να σπεύσει εις τα στάδια, και πάλιν να πληρώσει εις τις θεατρικές σκηνές, ν΄αποδώσει τον κλεμμένον οβολόν του επί πάν υλικόν και γεώδες, να επουλώσει κάθε ηθικήν και πνευματικήν αντίδοσην και διαμαρτυρίαν. Ιδού τα ¨Σόδομα και Γόμορρα¨ χριστιανοί, ιδού είμεθα πρωταγωνιστές εις την πλέον οδυνηράν και επαίσχυντην θεατρικήν παράστασην επί της γης που λοιδωρεί τον Άγιον Θεόν και εκ νέου και πάλιν και πολλάκις σταυρώνει Αυτόν εκ δεξιών και εξ ευωνύμων!
Ιδού τα ¨Σόδομα και Γόμορρα» κυριολεκτικώς και μεταφορικώς! Μεταποιήσατε τους ορθόδοξους ναούς σε θεατρικά οικοδομήματα, απεμπολήσατε τον Κτίστην Θεόν, εγκολπωθήκατε την ¨κυριαρχία¨ σας επί της γης! Άραγε, σε ποιόν Θεόν πιστεύετε; Ουχί Ανάσταση νεκρών προσδοκάτε αλλά διατήρηση της ανομίας και αναισθησίας εντός και γύρω σας, διατήρηση της πνευματικής και σωματικής ανωμαλίας, δι΄ ων έρχεται η οργή του Θεού! Εκάμνατε την ανομίαν προνόμιον και εφαλτήριον, μεταποιήσατε την αναισθησίαν σε απάθειαν, σκοτώσατε τον άνθρωπον, σταυρώνετε τον Θεόν! Ουαί ημίν και υμίν, άνθρωποι απάνθρωποι και αδέκαστοι εις την διασφάλιση των χαμερπών παθών σας. Ουαί ημίν και υμίν που μεταποιήσαμε τον οίκον του Θεού σε οίκον εμπορίου, σε οίκον εσόδων και εξόδων υπέρ ¨των εμπερίστατων αδελφών ¨μας! Ιδού τα ¨Σόδομα και τα  Γόμορρα¨, κυρίαρχοι και στυλοβάτες αυτών, ιδού το περίσσευμα της ανομίας σας, της αδιαντροπιάς σας! Εκοιμήσατε ολοσχερώς την βούλησην και καλλιεργείτε την άκριτην θέλησην, επί τα κατά χθόνια και ουχί επί τα υψηλά[4]!
Άκουσον-άκουσον! Ιδού τα ¨Σόδομα και τα Γόμορρα¨! Κυριαρχούν την σήμερον και ουαί ημίν και υμίν που αναλωνόμαστε εις παν γεώδες και υποχθόνιο, ημίν και υμίν που εσκοτώσαμεν τον άνθρωπον και πάλιν και πολλάκις σταυρώνουμεν τον Γλυκύτατον Ιησούν!
Ιδού άνθρωποι, πολίτες και κυβερνήτες την σήμερον των ¨Σοδόμων και Γομόρρων¨ επί της γης!
Παραπομπές:
1.Γεν., Ιθ΄, 23-25.
2.Πρβλ., Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Λόγος εικοστός ένατος ¨περί απαθείας¨, Κλίμαξ, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 402-407.
  1. «Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής και έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία προς την άσκησι, μίσος προς τις μοναστικές υποσχέσεις», Αυτόθι, σελ. 192.
  2. Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, Υποτύπωσις περί ανθρώπου, σελ. 78-79, πρβλ., Γιαννακοπούλου Βαρβάρας, Ανθρωπολογία του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Αθήνα 2008.
  3. πηγή

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2014

Η καταφατική αρχή της μετανοίας και η εγρήγορση του νοός


Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Ο νους του ανθρώπου έχει ρόλο ηγεμονικό. Το περίπλοκο και περισπούδαστο ψυχικό όργανο της ανθρώπινης προσωπικότητας, η ψυχή,  μεταπτωτικά αποβαίνει εφάμαρτο, κινείται ευκολότερα προς την αμαρτία και πολλάκις αναπαύεται σε αυτήν. Μοναδική λύτρωση η μετάνοια, η μεταστροφή του νου, η
 
επαναφορά δηλαδή της Παναγίας Τριάδος εκεί που θρονιάζει ο διάβολος, εκεί που επικρατεί  η δυσωδία και το σκότος. 
Μετάνοια ως καταφατική αρχή σημαίνει ¨αγαστή¨ εξουσία του νου , παύση της αμαρτίας, αγιασμό και χαριτωμένη ύπαρξη. Ο ηγεμονικός χαρακτήρας του νου δεσμεύεται από την αμαρτία , από τον μιαρό διάβολο, απομακρύνει όσες φιλόθεες σκέψεις και φιλάρετες και κατευθύνεται προς την κακία και την άκριτη και νοσηρή διαβολή. Τότε, ο νους ως οφθαλμός της ψυχής, επιτρέπει να διεισδύσει στην ψυχή η κακία και πονηρία που φωλιάζει εντός του και τελικώς, αφού προηγηθεί η απώτερη σύμπραξη και συνδιαλλαγή με την πονηρή σκέψη, ο κακός λογισμός κατέρχεται εις τα κατώτατα βάθη και μέρη της ψυχής και εκεί μεταποιείται σε αμαρτία και πάθος και νόσος πνευματική και βδελυρό απόστημα[1]. Ακαθαρσία του νου σημαίνει φυσικό επακόλουθο της συνεργασίας και συνένωσης του νου με την αμαρτία. Πώς δύναται όμως ο νους να απαλλαγεί από την κατιούσα πορεία και ν΄ αναχθεί προς τα υψηλά και επουράνια; Πώς να μεταμορφωθεί ο νους από κοσμικός σε πνευματικός , από χοϊκός σε υψιπετής , από ανθρωποκεντρικός σε χριστοκεντρικός και αγιοπνευματικός; Η απάντηση έρχεται δια της μετανοίας και της διαρκούς και αέναης προσπάθειας του πιστού που έθεσε ως σκοπό να σπουδάσει την ποιότητα της αγάπης από τον παρόντα κόσμο και εσαεί.«Κατ΄ εικόνα γαρ φησί, καί ομοίωσιν εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον»[2]. Και συμπληρώνει ο άγιος Νικόδημος: «Εκτίσθη δε ο νους ούτως απλός, και ασχημάτιστος, διά να έχη εικόνα, και ομοίωσιν προς τον απλούν, ανείδεον, και ασχημάτιστον δημιουργόν του»[3]. Υπό την έννοια αυτή, η μετάνοια είναι εγκαθίδρυση ναού στην περιοχή του νοός, μετατρέπω δηλαδή τον αδάμαστο νου σε λειτουργικό περιβόλι και θυμιατήρι πανεύοσμο και θέτω τις βάσεις, με άλλα λόγια, νοερώς χτίζω τον αείφωτο θώκο και την καθέδρα όπου θα έλθει να κατοικήσει η Παναγία Τριάς και θα μεταμορφώσει την περιοχή του νοός σε πανευφρόσυνο και παραδείσιο κατοικητήριο του πληρώματος της αγάπης και σταδιακά του Παναγίου Πνεύματος. Τότε η μετάνοια εδράζεται σθεναρά και αδιάσειστα, τότε η μετάνοια είναι οντολογική και αληθινή, διότι επαναφέρει την εσκοτισμένη , πλην όμως πάντοτε ζώσα, θεοείδια της ανθρώπινης φύσεως και καθιστά τον άνθρωπο σκεύος εκλογής, μυρίπνοον άνθος, τηλαυγές άρμα και οχύρωμα της πίστεως.
«Όπως η αμαρτωλή ψυχή έτσι και το μέρος της, ο αμαρτωλός νους, γίνεται θνητός. Από το συνδυασμό της ψυχής και του νου με την αμαρτία και το κακό προέρχεται ένα και μόνο αποτέλεσμα, ο θάνατος»[4]. Ως αντίδοση επέρχεται επιτακτική η ανάγκη να επιστρατεύσει ο πιστός τον καλό λογισμό. Καλός λογισμός δε σημαίνει μετάνοια, αλλά φιλότιμη και επίπονη προσπάθεια για την απόκτησή της, καθώς στην αγλαόμορφη κατάσταση της μετανοίας ο πιστός διαρκώς επιθυμεί το καλό, ο λογισμός διαπύρως και διακαώς και αενάως προσβλέπει και κοινωνεί στο καλό και αγαθό και σε ανοδική πορεία προς την ¨άνω Ιερουσαλήμ¨ αγιάζεται και αγιάζει, ωφελείται και ωφελεί, συν-υπάρχει και αυθύπαρκτα υπάρχει και πορεύεται και ομονοεί και αναδρώπει.
Ίσως θα ήταν προτιμότερο να συγκεφαλαιώσω τα παραπάνω και να τα συμπεριλάβω σε μία φράση, σε έναν ορθόδοξο πατερικό λόγο, από αυτούς που οι άγιοι της πίστεώς μας κατέθεσαν σ΄ εμάς ως αιώνια βιωματική και αγιαστική κληρονομιά, για να ¨καμαρώνουμε¨ δήθεν εμείς οι νεότεροι ότι διδαχθήκαμε να θεολογούμε, δήθεν ότι εμείς οι νεότεροι μάθαμε για θεο-λογία να μιλάμε. «Κράτα το νου στον άδη και μην απελπίζεσαι»[5].
Παραπομπές:
1.Για την κάθαρση του νου βλ., σχ., Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, Γρηγόρη, Αθήνα 1992, κυρίως τις σελίδες 40-60, 136-138, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων της τε φαντασίας του νοός και της καρδίας και ποιαί εισίν αι οικείαι του νοός ηδοναί, Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθῆναι 2001, τις σελ. 41-42, 44-45, 50-62, 188-189, 248-249, 275-277,  Σκρέττα Νικοδήμου(Αρχιμ) Η νοερά προσευχή κατά τη διδασκαλία του Ανωνύμου Αγιορείτου Ησυχαστού, Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2006, κυρίως τις σελίδες 65-70, 112, 139-140, 148-150.
2.Γεν., 1, 21-27.
3. Αγ. Νικοδήμου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σελ. 139.
4. Αγ. Ιουστίνου Π., Οδός Θεογνωσίας, σελ. 43.
5.Σαχάρωφ Σωφρονίου(Αρχιμ), Ο Γέρων Σιλουανός του Άθω, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 221.
πηγή  το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαΐου 01, 2014

Η σιωπηλή προσευχητική υπέρβαση της “Κοινωνίας του Θεάματος”

Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου,
Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Η φράση του Perniola στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα ότι «η φαινομενικότητα κινδυνεύει να επεκταθεί τόσο ώστε να καλύψει το ¨Είνα騻[1], συνετάραξε τα δεδομένα της φαινομενικής πραγματικότητας της ¨Κοινωνίας του Θεάματος¨. OPerniola εστιάζει τις παρατηρήσεις του γύρω από την έννοια
 
του «ομοιοματικού φαινομένου»[2], υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο, επειδή δεν εντάσσεται στο ίδιο το ¨Είναι¨, βρίσκεται σε μια αέναη πορεία και αναζήτηση ανάμεσα στο ¨Είναι¨ και στο ¨τίποτα¨[3]. Ο άνθρωπος αδυνατεί να παρακολουθήσει αυτή την επέκταση της φαινομενικότητας, γιατί ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι αδυνατεί πρωτίστως να αντιληφθεί την ψευδεπίφαση του φαινομένου, την έντεχνη «απόκρυψη του γεγονότος ότι η φαινομενικότητα έχει αποκρύψει το ¨Είναι¨, είναι με άλλα λόγια απόκρυψη μιας απόκρυψης»[4].
Χωρίς υπερβολή, η επέκταση της φαινομενικότητας καταργεί την ίδια την κριτική ικανότητα του ανθρώπου, τη δυνατότητα της διάκρισης και θέασης της επίπλαστης παρουσίας της. Κατά συνέπεια, το φαινόμενο «δοξάζεται ως ¨Είνα騻[5], το ομοίωμα λαμβάνει τη θέση του πρωτοτύπου, το φαινομενικό προωθείται ως πραγματικό και παράλληλα αυτοδεσμεύει και αυτοκαταργεί τη δυνατότητα θέασης και βιωματικής σύμπραξης στην αποκαλυπτική έκφανσή του. Ο Perniola τονίζει χαρακτηριστικά: «Το ομοίωμα δεν είναι ούτε αγία εικόνα, ούτε όραμα. Δεν έχει μία σχέση ταυτότητας με το πρωτότυπο, με το πρότυπο, ούτε συνεπάγεται τη συντριβή όλων των επιφάσεων και την αποκάλυψη μιας καθαρής ουσιαστικής αλήθειας. Το ομοίωμα είναι μια εικόνα χωρίς πρωτότυπο, εικόνα κάποιου πράγματος που δεν υπάρχει. Εικονολάτρες και εικονοπλάστες το θεωρούν σχεδόν συνώνυμο του ειδώλου και ως τέτοιο ¨prope nixil¨ σχεδόν τίποτε»[6]. Παρουσιάζει δηλαδή, όχι την αλήθεια καθεαυτή, αλλά ¨ομοίωμα¨ της αλήθειας ή καλύτερα τη ¨φαινομενική¨ αλήθεια χωρίς οντολογικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, το θέαμα υπάρχει ως καθαρή εξωτερικότητα και ταυτόχρονα αναδύεται ως βαρύνουσα αλήθεια, που όμως δεν περιλαμβάνει ¨υπόσταση¨, αλλά περιορίζεται στην κάλπικη έκδοση της φαινομενικότητας της αλήθειας. Έτσι, αμαυρώνεται ή και εξαλείφεται παντελώς η ανθρώπινη δυνατότητα της διάκρισης ανάμεσα στο αναγκαίο και στο περιττό, στο αληθινό και στο ψεύτικο, στο φανταστικό και πραγματικό. Το θέαμα καλλιεργείται στους κόλπους και αρμούς μιας κοινωνίας, η οποία, όχι μόνο αναζητά να χαράξει και να οριοθετήσει τον προσδιορισμό της, αλλά και ¨αναπαύεται¨ εφησυχασμένη σε μια συνειδητά φανταστική διάσταση της φαινομενικής πραγματικότητας. Αυτό είναι και το πραγματικό περιεχόμενο της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Προωθεί την προβολή ενός κάλπικου φαινομένου, ένα αλλότριο και οξύμωρο προς το πρότυπο και αρχέγονό του και μέσω αυτού ή καλύτερα εξαιτίας αυτού, εξαιτίας δηλαδή της παρωχημένης, όπως παρουσιάζεται, πραγματικότητάς του εδραιώνει την κυριαρχία του ¨θεάματος¨ στη σημερινή πραγματικότητα.
Και συνεχίζει ο Perniola: «Το θέαμα της εποχής είναι μια σκηνοθεσία στερημένη από οντολογική αξία […] Σε αντίθεση, το προφητικό όραμα είναι ουσιαστικά εσχατολογικό και μεσσιανικό. Διεκδικεί το επικείμενο ενός ¨ δέοντος γενέσθαι¨, που φωτίζει και αποκαλύπτει το υπέρτατο πεπρωμένο της ανθρωπότητας και αναγγέλλει την έλευση μιας έσχατης εποχής σωτηρίας και την εγκαθίδρυση του βασιλείου του Θεού στη γη»[7]. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι το θέαμα επειδή αυτούσιο αδυνατεί να θεαθεί και να κατανοήσει τη δυνατότητα μεταφυσικής αναγωγής και προσέγγισης Θείου και ανθρώπινου, την αυτοκαταργεί. Έτσι, στα πλαίσια της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨, τέχνη, πολιτιστική παράδοση, συμφέρον, χρήσιμο, απαραίτητο, αναγκαίο, περιττό, αλληλοσυγχωνεύονται και οδηγούν στο μηδενισμό, παραμερίζοντας κριτήρια, ηθικούς φραγμούς και λειτουργική λογική. ¨Φετιχισμός¨ και ¨ναρκισσισμός ¨ αποποιούνται τον αυτοπροσδιορισμό τους και τη σημασιολογία τους και καταντούν ισοδύναμοι στα φαινομενικά πλαίσια της ιδιοπροσωπίας τους.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ στην προσπάθειά της να εδραιωθεί και να διατηρηθεί ως κοινωνία ¨θεαματική¨, εισήγαγε το ομοίωμα – είδωλο του φαινομένου και το αντικατέστησε στη θέση του πραγματικού. Η αδυναμία της να οδηγηθεί στο αρχέτυπο και στην ¨ουσία¨ των όντων καλύφθηκε με τη σχάση και τη διάσταση που επέφερε μεταξύ του ανθρώπου και του εαυτού του. Όμως , αυτή η σχάση δεν είναι οντολογική. Πρόκειται για διακοπή της σύμπραξης του ανθρώπου με το ψευδοείδωλό του, με την κάλπικη δηλαδή ¨ταυτότητα¨ του εαυτού του, που το θέαμα μέσω της διαφήμισης προωθεί. Η διακοπή της κοινωνίας του υποκειμένου με τη συνείδησή του δεν αποτελεί διάσταση ουσίας, καθώς το ίδιο το υποκείμενο εδράζεται με ασφαλώς αλλοτριωμένη λειτουργική διάκριση στο χώρο του ¨Θεάματος¨, στη χώρα της φαινομενικής αλήθειας και της επίπλαστης πραγματικότητας.
Όμως, το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου «δεν είναι η ύπαρξη, αλλά η συνύπαρξη, όχι απλώς η ατομική επιβίωση, αλλά η κοινωνική συμβίωση»[8]. «Άν δεν υπάρξει η οντολογική προϋπόθεση μιας ¨πνευματικής ετερότητας¨ μέσα σ΄ έναν ολοκληρωμένο κόσμο, οι ιδεολογίες ήδη θα βρουν μέσα στο πλαίσιο τους διαλεκτικούς όρους της αλλοτρίωσης. Θα προσπαθούν από την αρνητικότητα να γεννήσουν μια θετικότητα. Αλλά θα το επιχειρούν ήδη μέσα στα όρια της ξεπεσμένης πτώσης. Και έτσι, το θέαμα, ως ύψιστη ¨αρνητική ετερότητα¨, θα εξακολουθεί να παραμένει»[9].
Η υπέρβαση της ¨πραγματικότητας¨ της κοινωνίας του θεάματος έγκειται στην προσευχή ως ουσιαστική προσέγγιση και κοινωνία με το Υπερβατικό, ως οντολογική μέθεξη στην πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη Σάρκωση. Η μέθεξη του ανθρώπου στην Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ενέχει και την πραγματική λύτρωση[10], καθώς η αγιοπνευματική προσευχή «όχι μόνο δεν ακυρώνει την πνευματική υπόσταση του προσώπου, αλλά και μεταβάλλει την ίδια τη χωροχρονική διάσταση της ύλης σε ¨κοινωνία¨ των δύο θεμελιωδών στοιχείων: της θείας ενέργειας και της ανθρώπινης συνείδησης»[11]. Η προσευχή, ως θεωρία της θέας και δόξας του Θεού υπερβαίνει κάθε ψεύτικη έκφανση και έκδοση του ¨κοσμικού θεάματος¨. Είναι ουσιαστική και πραγματικά αληθινή αναγωγή προς το πρωτότυπο γιατί είναι Χριστολογική και κατά συνέπεια Τριαδολογική και καθιστά τον άνθρωπο εξαγιασμένη και ανεπανάληπτη προσωπικότητα.
Είναι γεγονός ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ αποδείχθηκε ανίκανη να κατανοήσει τις ύψιστες αλληγορίες και τις συμβολικές εκφράσεις των γεγονότων. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μίμηση της εξωτερικότητας[12], στηριζόμενη στην εικονοκεντρική σκέψη και οδήγησε στη διάλυση της πνευματικής ταυτότητας του προσώπου[13]. Ο άνθρωπος αυτοδεσμευμένος στην κίβδηλη μίμηση του εαυτού του, απορρίπτει το ¨λογοκεντρικό¨ κριτήριο διαβίωσης και «δια της μαζικής διαφυγής» οδηγείται στην ομοιομορφοποίηση και ομαδοποίηση[14], χωρίς αναφορά σε αξίες και ιδανικά, σε πνευματικές αρχές και ανθρωπολογικούς ενδοιασμούς. «Το θέαμα είναι έτσι, η έσχατη και πιο πλήρης ¨αποπλάνηση¨. ¨Επιφάνεια¨ και ¨φαινόμενο¨ είναι τα δύο κυρίαρχα σημεία του. Η ¨επιφάνεια¨ σημαίνει στο βάθος της, την ¨εξαϋλωμένη οντολογία¨, την πρωτοκαθεδρία του ¨φαίνεσθαι¨ έναντι του ¨είναι¨. Το ¨φαίνεσθαι¨ απολυτοποιείται ως ¨είναι¨ και αποπλανά το υποκείμενο, το οποίο όμως θέλει κατά βάθος ν΄ αποπλανηθεί. Πρόκειται για μια ¨οντολογική λευχαιμία¨, για ένα ¨ξέπλυμα¨ του ίδιου του όντος από το υπερβατικό νόημά του»[15]. Έτσι, η κοινωνία του θεάματος χωρίζει το πρόσωπο από την ψευδοταυτότητά του και ακολούθως από την κοινωνία, αλλοτριώνοντας την ιδιοπροσωπία του και επιφέροντας καίριο πλήγμα στη δυνατότητα της επανόδου της λογοκεντρικής διάκρισης, καθώς επενδύει και συνεχώς προκαλεί χάσμα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου.
Σε αντίθεση, στην Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής, ο άνθρωπος οδηγείται στην ενότητα , στη «συμφιλίωση»[16] με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη, καθώς η ένταξή του στο Σώμα του Χριστού συνεπάγεται την «χαρισματική μετοχή του στον ίδιο τον Χριστό, εξαιτίας της ενανθρωπίσεώς Του»[17]. Η προσευχή ως προσέγγιση του Θείου δύναται να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ¨Θεωρία ¨ του Θεού. Βέβαια, το φως που θεωρείται από τον θεωρητικό κατά την θεωρία, θεωρείται κατά τρόπο ενυπόστατο, καθώς «η θεωρία και το πάθος της λαμπρότητας του Θεού είναι η θεωρία της άκτιστης ενέργειάς Του, μια και η ουσία Του είναι απρόσιτη και αμέθεκτη»[18]. Παρ΄όλα αυτά, ας γίνει κατανοητό ότι η θεωρία δεν είναι μόνο αφαίρεση και αποφατική κατάσταση, αλλά και επιπλέον ένωση με την Παναγία Τριάδα και επομένως και εκθέωση. Άλλωστε, ως τονίσαμε, η προσευχητική διάσταση περιθωριοποιεί τα επιφαινόμενα και αναζητά το βάθος του ανθρωπίνου προσώπου, στοχεύει στην ουσία των όντων χωρίς να παραγράφει τη μεταφυσική αναγωγή τους. Δεν διεκδικεί τα πρωτεία στη μίμηση, ούτε προτάσσει τον εικονοκεντρικό – εγωκεντρικό νομιναλισμό. Αντίθετα, αναπαύεται στην ησυχία και στη σιωπηλή αγιότητα.
Να λοιπόν γιατί η προσευχή αποτελει σιωπηλή υπέρβαση της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Γιατί μακριά από επίπλαστες και ανούσιες φαινομενικότητες της πραγματικότητας, μπορεί και αφουγκράζεται την ουσία των όντων, την ουσιαστική δηλαδή πραγμάτωση της μαρτυριακής και βιωματικής παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο. Έχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να ¨μεταμορφώνει¨ την ανθρώπινη ύπαρξη με μυσταγωγικό – ουράνιο τρόπο και να την οδηγεί στην χαρισματική ταύτιση συνείδησης και υποκειμένου, προς αγιασμό του προσευχόμενου και απώτερο φωτισμό της συμπαντικής κτίσης. Γι΄ αυτό η προσευχή βιώνεται σιωπηλά και αθόρυβα, ακριβώς γιατί εστιάζει και κοινωνεί το φως της Αποκαλυπτικής δόξας του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι΄αυτό και τελικά αποτελεί υπέρβαση της θεαματικής κοινωνίας, διότι έχει την αγιοπνευματική χάρη και δωρεά να «κατεβάζει τον Ουρανό στη γη».
Παραπομπές:
1. Perniola Mario, Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991, σελ. 69. Σχετικά με την ¨Κοινωνία του θεάματος¨ βλ., Debord Guy, Η Κοινωνία του θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000, Postman N., Amousing Ourselves to Death, Discoursein the Age of the Show Business, Penguin Books, NewYork 1985.
2.Γαϊτάνη Βασιλείου, Homo mediator and homo theologicus, Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 281.
3. Αυτόθι, σελ. 281.
4. Αυτόθι, σελ. 282.
5. Αυτόθι, σελ. 282.
6. Perniola M., Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, σελ. 130.
7. Αυτόθι, σελ. 126.
8.Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 239.
9.Γαϊτάνη Β., Η Ετερότητα της Επικοινωνίας, Η δυνατότητα μιας Ορθόδοξης Επικοινωνίας σε αλλοτριωμένους καιρούς, Αθήνα 2004, σελ. 8.
10. Πρβλ., Του Ιδίου, Το κείμενο του Zean Baudrillard  «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, Αθήνα 2008, σελ. 76.
11.Του Ιδίου, Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθῆναι 2002, σελ. 653.12
12. Πρβλ., Του Ιδίου, Homo mediator and homo theologicus, σελ. 348.
13. Αυτόθι, σελ. 343.
14. Αυτόθι, σελ. 345.
15. Γαϊτάνη Β., Το κείμενο του Zean Baudrillard  «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, σελ. 67.
16. Γιαννουλάτου Αναστασίου(Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 51.
17. Γαϊτάνη Β., Από την Επικοινωνία στην Κοινωνία, Σύγχρονες θεωρίες Επικοινωνίας και Ορθόδοξος Επικοινωνιακή Θεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 275.
18. Καρανικόλα Παντελεήμονος(Πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας), Μυστική Θεωρία, στο περιοδικό ¨Χριστιανικόν Συμπόσιον¨, τόμος Δ΄, Εστία, Αθήνα 1970, σελ. 25.

Η σιωπηλή προσευχητική υπέρβαση της “Κοινωνίας του Θεάματος”

Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου,
Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Η φράση του Perniola στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα ότι «η φαινομενικότητα κινδυνεύει να επεκταθεί τόσο ώστε να καλύψει το ¨Είνα騻[1], συνετάραξε τα δεδομένα της φαινομενικής πραγματικότητας της ¨Κοινωνίας του Θεάματος¨. OPerniola εστιάζει τις παρατηρήσεις του γύρω από την έννοια
 
του «ομοιοματικού φαινομένου»[2], υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο, επειδή δεν εντάσσεται στο ίδιο το ¨Είναι¨, βρίσκεται σε μια αέναη πορεία και αναζήτηση ανάμεσα στο ¨Είναι¨ και στο ¨τίποτα¨[3]. Ο άνθρωπος αδυνατεί να παρακολουθήσει αυτή την επέκταση της φαινομενικότητας, γιατί ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι αδυνατεί πρωτίστως να αντιληφθεί την ψευδεπίφαση του φαινομένου, την έντεχνη «απόκρυψη του γεγονότος ότι η φαινομενικότητα έχει αποκρύψει το ¨Είναι¨, είναι με άλλα λόγια απόκρυψη μιας απόκρυψης»[4].
Χωρίς υπερβολή, η επέκταση της φαινομενικότητας καταργεί την ίδια την κριτική ικανότητα του ανθρώπου, τη δυνατότητα της διάκρισης και θέασης της επίπλαστης παρουσίας της. Κατά συνέπεια, το φαινόμενο «δοξάζεται ως ¨Είνα騻[5], το ομοίωμα λαμβάνει τη θέση του πρωτοτύπου, το φαινομενικό προωθείται ως πραγματικό και παράλληλα αυτοδεσμεύει και αυτοκαταργεί τη δυνατότητα θέασης και βιωματικής σύμπραξης στην αποκαλυπτική έκφανσή του. Ο Perniola τονίζει χαρακτηριστικά: «Το ομοίωμα δεν είναι ούτε αγία εικόνα, ούτε όραμα. Δεν έχει μία σχέση ταυτότητας με το πρωτότυπο, με το πρότυπο, ούτε συνεπάγεται τη συντριβή όλων των επιφάσεων και την αποκάλυψη μιας καθαρής ουσιαστικής αλήθειας. Το ομοίωμα είναι μια εικόνα χωρίς πρωτότυπο, εικόνα κάποιου πράγματος που δεν υπάρχει. Εικονολάτρες και εικονοπλάστες το θεωρούν σχεδόν συνώνυμο του ειδώλου και ως τέτοιο ¨prope nixil¨ σχεδόν τίποτε»[6]. Παρουσιάζει δηλαδή, όχι την αλήθεια καθεαυτή, αλλά ¨ομοίωμα¨ της αλήθειας ή καλύτερα τη ¨φαινομενική¨ αλήθεια χωρίς οντολογικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, το θέαμα υπάρχει ως καθαρή εξωτερικότητα και ταυτόχρονα αναδύεται ως βαρύνουσα αλήθεια, που όμως δεν περιλαμβάνει ¨υπόσταση¨, αλλά περιορίζεται στην κάλπικη έκδοση της φαινομενικότητας της αλήθειας. Έτσι, αμαυρώνεται ή και εξαλείφεται παντελώς η ανθρώπινη δυνατότητα της διάκρισης ανάμεσα στο αναγκαίο και στο περιττό, στο αληθινό και στο ψεύτικο, στο φανταστικό και πραγματικό. Το θέαμα καλλιεργείται στους κόλπους και αρμούς μιας κοινωνίας, η οποία, όχι μόνο αναζητά να χαράξει και να οριοθετήσει τον προσδιορισμό της, αλλά και ¨αναπαύεται¨ εφησυχασμένη σε μια συνειδητά φανταστική διάσταση της φαινομενικής πραγματικότητας. Αυτό είναι και το πραγματικό περιεχόμενο της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Προωθεί την προβολή ενός κάλπικου φαινομένου, ένα αλλότριο και οξύμωρο προς το πρότυπο και αρχέγονό του και μέσω αυτού ή καλύτερα εξαιτίας αυτού, εξαιτίας δηλαδή της παρωχημένης, όπως παρουσιάζεται, πραγματικότητάς του εδραιώνει την κυριαρχία του ¨θεάματος¨ στη σημερινή πραγματικότητα.
Και συνεχίζει ο Perniola: «Το θέαμα της εποχής είναι μια σκηνοθεσία στερημένη από οντολογική αξία […] Σε αντίθεση, το προφητικό όραμα είναι ουσιαστικά εσχατολογικό και μεσσιανικό. Διεκδικεί το επικείμενο ενός ¨ δέοντος γενέσθαι¨, που φωτίζει και αποκαλύπτει το υπέρτατο πεπρωμένο της ανθρωπότητας και αναγγέλλει την έλευση μιας έσχατης εποχής σωτηρίας και την εγκαθίδρυση του βασιλείου του Θεού στη γη»[7]. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι το θέαμα επειδή αυτούσιο αδυνατεί να θεαθεί και να κατανοήσει τη δυνατότητα μεταφυσικής αναγωγής και προσέγγισης Θείου και ανθρώπινου, την αυτοκαταργεί. Έτσι, στα πλαίσια της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨, τέχνη, πολιτιστική παράδοση, συμφέρον, χρήσιμο, απαραίτητο, αναγκαίο, περιττό, αλληλοσυγχωνεύονται και οδηγούν στο μηδενισμό, παραμερίζοντας κριτήρια, ηθικούς φραγμούς και λειτουργική λογική. ¨Φετιχισμός¨ και ¨ναρκισσισμός ¨ αποποιούνται τον αυτοπροσδιορισμό τους και τη σημασιολογία τους και καταντούν ισοδύναμοι στα φαινομενικά πλαίσια της ιδιοπροσωπίας τους.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ στην προσπάθειά της να εδραιωθεί και να διατηρηθεί ως κοινωνία ¨θεαματική¨, εισήγαγε το ομοίωμα – είδωλο του φαινομένου και το αντικατέστησε στη θέση του πραγματικού. Η αδυναμία της να οδηγηθεί στο αρχέτυπο και στην ¨ουσία¨ των όντων καλύφθηκε με τη σχάση και τη διάσταση που επέφερε μεταξύ του ανθρώπου και του εαυτού του. Όμως , αυτή η σχάση δεν είναι οντολογική. Πρόκειται για διακοπή της σύμπραξης του ανθρώπου με το ψευδοείδωλό του, με την κάλπικη δηλαδή ¨ταυτότητα¨ του εαυτού του, που το θέαμα μέσω της διαφήμισης προωθεί. Η διακοπή της κοινωνίας του υποκειμένου με τη συνείδησή του δεν αποτελεί διάσταση ουσίας, καθώς το ίδιο το υποκείμενο εδράζεται με ασφαλώς αλλοτριωμένη λειτουργική διάκριση στο χώρο του ¨Θεάματος¨, στη χώρα της φαινομενικής αλήθειας και της επίπλαστης πραγματικότητας.
Όμως, το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου «δεν είναι η ύπαρξη, αλλά η συνύπαρξη, όχι απλώς η ατομική επιβίωση, αλλά η κοινωνική συμβίωση»[8]. «Άν δεν υπάρξει η οντολογική προϋπόθεση μιας ¨πνευματικής ετερότητας¨ μέσα σ΄ έναν ολοκληρωμένο κόσμο, οι ιδεολογίες ήδη θα βρουν μέσα στο πλαίσιο τους διαλεκτικούς όρους της αλλοτρίωσης. Θα προσπαθούν από την αρνητικότητα να γεννήσουν μια θετικότητα. Αλλά θα το επιχειρούν ήδη μέσα στα όρια της ξεπεσμένης πτώσης. Και έτσι, το θέαμα, ως ύψιστη ¨αρνητική ετερότητα¨, θα εξακολουθεί να παραμένει»[9].
Η υπέρβαση της ¨πραγματικότητας¨ της κοινωνίας του θεάματος έγκειται στην προσευχή ως ουσιαστική προσέγγιση και κοινωνία με το Υπερβατικό, ως οντολογική μέθεξη στην πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη Σάρκωση. Η μέθεξη του ανθρώπου στην Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ενέχει και την πραγματική λύτρωση[10], καθώς η αγιοπνευματική προσευχή «όχι μόνο δεν ακυρώνει την πνευματική υπόσταση του προσώπου, αλλά και μεταβάλλει την ίδια τη χωροχρονική διάσταση της ύλης σε ¨κοινωνία¨ των δύο θεμελιωδών στοιχείων: της θείας ενέργειας και της ανθρώπινης συνείδησης»[11]. Η προσευχή, ως θεωρία της θέας και δόξας του Θεού υπερβαίνει κάθε ψεύτικη έκφανση και έκδοση του ¨κοσμικού θεάματος¨. Είναι ουσιαστική και πραγματικά αληθινή αναγωγή προς το πρωτότυπο γιατί είναι Χριστολογική και κατά συνέπεια Τριαδολογική και καθιστά τον άνθρωπο εξαγιασμένη και ανεπανάληπτη προσωπικότητα.
Είναι γεγονός ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ αποδείχθηκε ανίκανη να κατανοήσει τις ύψιστες αλληγορίες και τις συμβολικές εκφράσεις των γεγονότων. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μίμηση της εξωτερικότητας[12], στηριζόμενη στην εικονοκεντρική σκέψη και οδήγησε στη διάλυση της πνευματικής ταυτότητας του προσώπου[13]. Ο άνθρωπος αυτοδεσμευμένος στην κίβδηλη μίμηση του εαυτού του, απορρίπτει το ¨λογοκεντρικό¨ κριτήριο διαβίωσης και «δια της μαζικής διαφυγής» οδηγείται στην ομοιομορφοποίηση και ομαδοποίηση[14], χωρίς αναφορά σε αξίες και ιδανικά, σε πνευματικές αρχές και ανθρωπολογικούς ενδοιασμούς. «Το θέαμα είναι έτσι, η έσχατη και πιο πλήρης ¨αποπλάνηση¨. ¨Επιφάνεια¨ και ¨φαινόμενο¨ είναι τα δύο κυρίαρχα σημεία του. Η ¨επιφάνεια¨ σημαίνει στο βάθος της, την ¨εξαϋλωμένη οντολογία¨, την πρωτοκαθεδρία του ¨φαίνεσθαι¨ έναντι του ¨είναι¨. Το ¨φαίνεσθαι¨ απολυτοποιείται ως ¨είναι¨ και αποπλανά το υποκείμενο, το οποίο όμως θέλει κατά βάθος ν΄ αποπλανηθεί. Πρόκειται για μια ¨οντολογική λευχαιμία¨, για ένα ¨ξέπλυμα¨ του ίδιου του όντος από το υπερβατικό νόημά του»[15]. Έτσι, η κοινωνία του θεάματος χωρίζει το πρόσωπο από την ψευδοταυτότητά του και ακολούθως από την κοινωνία, αλλοτριώνοντας την ιδιοπροσωπία του και επιφέροντας καίριο πλήγμα στη δυνατότητα της επανόδου της λογοκεντρικής διάκρισης, καθώς επενδύει και συνεχώς προκαλεί χάσμα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου.
Σε αντίθεση, στην Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής, ο άνθρωπος οδηγείται στην ενότητα , στη «συμφιλίωση»[16] με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη, καθώς η ένταξή του στο Σώμα του Χριστού συνεπάγεται την «χαρισματική μετοχή του στον ίδιο τον Χριστό, εξαιτίας της ενανθρωπίσεώς Του»[17]. Η προσευχή ως προσέγγιση του Θείου δύναται να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ¨Θεωρία ¨ του Θεού. Βέβαια, το φως που θεωρείται από τον θεωρητικό κατά την θεωρία, θεωρείται κατά τρόπο ενυπόστατο, καθώς «η θεωρία και το πάθος της λαμπρότητας του Θεού είναι η θεωρία της άκτιστης ενέργειάς Του, μια και η ουσία Του είναι απρόσιτη και αμέθεκτη»[18]. Παρ΄όλα αυτά, ας γίνει κατανοητό ότι η θεωρία δεν είναι μόνο αφαίρεση και αποφατική κατάσταση, αλλά και επιπλέον ένωση με την Παναγία Τριάδα και επομένως και εκθέωση. Άλλωστε, ως τονίσαμε, η προσευχητική διάσταση περιθωριοποιεί τα επιφαινόμενα και αναζητά το βάθος του ανθρωπίνου προσώπου, στοχεύει στην ουσία των όντων χωρίς να παραγράφει τη μεταφυσική αναγωγή τους. Δεν διεκδικεί τα πρωτεία στη μίμηση, ούτε προτάσσει τον εικονοκεντρικό – εγωκεντρικό νομιναλισμό. Αντίθετα, αναπαύεται στην ησυχία και στη σιωπηλή αγιότητα.
Να λοιπόν γιατί η προσευχή αποτελει σιωπηλή υπέρβαση της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Γιατί μακριά από επίπλαστες και ανούσιες φαινομενικότητες της πραγματικότητας, μπορεί και αφουγκράζεται την ουσία των όντων, την ουσιαστική δηλαδή πραγμάτωση της μαρτυριακής και βιωματικής παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο. Έχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να ¨μεταμορφώνει¨ την ανθρώπινη ύπαρξη με μυσταγωγικό – ουράνιο τρόπο και να την οδηγεί στην χαρισματική ταύτιση συνείδησης και υποκειμένου, προς αγιασμό του προσευχόμενου και απώτερο φωτισμό της συμπαντικής κτίσης. Γι΄ αυτό η προσευχή βιώνεται σιωπηλά και αθόρυβα, ακριβώς γιατί εστιάζει και κοινωνεί το φως της Αποκαλυπτικής δόξας του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι΄αυτό και τελικά αποτελεί υπέρβαση της θεαματικής κοινωνίας, διότι έχει την αγιοπνευματική χάρη και δωρεά να «κατεβάζει τον Ουρανό στη γη».
Παραπομπές:
1. Perniola Mario, Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991, σελ. 69. Σχετικά με την ¨Κοινωνία του θεάματος¨ βλ., Debord Guy, Η Κοινωνία του θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000, Postman N., Amousing Ourselves to Death, Discoursein the Age of the Show Business, Penguin Books, NewYork 1985.
2.Γαϊτάνη Βασιλείου, Homo mediator and homo theologicus, Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 281.
3. Αυτόθι, σελ. 281.
4. Αυτόθι, σελ. 282.
5. Αυτόθι, σελ. 282.
6. Perniola M., Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, σελ. 130.
7. Αυτόθι, σελ. 126.
8.Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 239.
9.Γαϊτάνη Β., Η Ετερότητα της Επικοινωνίας, Η δυνατότητα μιας Ορθόδοξης Επικοινωνίας σε αλλοτριωμένους καιρούς, Αθήνα 2004, σελ. 8.
10. Πρβλ., Του Ιδίου, Το κείμενο του Zean Baudrillard  «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, Αθήνα 2008, σελ. 76.
11.Του Ιδίου, Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθῆναι 2002, σελ. 653.12
12. Πρβλ., Του Ιδίου, Homo mediator and homo theologicus, σελ. 348.
13. Αυτόθι, σελ. 343.
14. Αυτόθι, σελ. 345.
15. Γαϊτάνη Β., Το κείμενο του Zean Baudrillard  «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, σελ. 67.
16. Γιαννουλάτου Αναστασίου(Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 51.
17. Γαϊτάνη Β., Από την Επικοινωνία στην Κοινωνία, Σύγχρονες θεωρίες Επικοινωνίας και Ορθόδοξος Επικοινωνιακή Θεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 275.
18. Καρανικόλα Παντελεήμονος(Πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας), Μυστική Θεωρία, στο περιοδικό ¨Χριστιανικόν Συμπόσιον¨, τόμος Δ΄, Εστία, Αθήνα 1970, σελ. 25.

Τρίτη, Απριλίου 22, 2014

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος.

υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου –Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών για το Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος
Όταν καταπιάνεσαι να γράψεις για τον «γενναότατον Χριστού στρατιώτην και αθλητήν παναληθή του Σωτήρος»[1], Γεώργιον τον Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρον, κινείσαι μεταξύ του μεθορίου της υπερβολής και της ασημότητας. Υπερβολής διότι το σέμνωμα του Αγίου υπερ-βάλλει κάθε κόπον, φόβον, ενδοιασμό προς δόξαν Θεού, ασημότητα γιατί αναγνωρίζοντας ως αδαής το εγχείρημα, προ-γνωρίζεις όσα ημέτερα απέριττα και φτωχά θα καταθέσεις για να τιμήσεις τον Άγιο.

Παρά ταύτα όμως, ορμώμενος εξ αγαθών και μόνο κινήτρων και ποθών διαπύρως να τιμήσω δια της ελαχιστότητός μου την αεισέβαστον μνήμη του, κάμνω το σημείον του Σταυρού, εκζητώ τις θεοειδείς προσευχές του Αγίου και προσθέτω: «Συ μαρμαρυγαίς, ταις της χάριτος, Γεώργιε, καταυγαζόμενος φώτισον, ψυχάς σων δούλων, σκοτισθείσας παραπτώμασι»[2]
Ο Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 275-285μ.Χ., πιθανότατα στην περιοχή της Αρμενίας. Οι γονείς του, ο Έλληνας Συγκλητικός Γερόντιος, ιδιαίτερα επιφανής και ένδοξος στρατηλάτης και η μητέρα του Πολυχρονία, χριστιανή με καταγωγή την Λύδδα της Παλαιστίνης. Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος ορφάνεψε από τον πατέρα του και αναγκάσθηκε να μετοικήσει μετά της μητρός του στη Λύδδα. Σοβαρός, αρρενωπός και ανδροπρεπής, ο Γεώργιος γρήγορα θα καταταχθεί εις την ένδοξη χορεία του Ρωμαϊκού στρατού και θα εξελιχθεί ταχύτατα, φθάνοντας δε έως το αξίωμα και τον τίτλο του ¨Τριβούνου¨, του Δούκα και του Κόμητος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής φρουράς[3].
Ο αρνησίχριστος όμως Διοκλητιανός σύντομα ταράχθηκε από την εκφρασμένη βιωματική ομολογία του Γεωργίου, ότι ήταν χριστιανός και επιθυμούσε ακόμη και την ζωή του να δώσει για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έτσι, αρχικά με δόλιους και κολακευτικούς τρόπους επιχείρησε να δελεάσει τον αθλητήν του Χριστού, γρήγορα όμως, μπροστά στη σταθερή και ακλόνητη πίστη του Γεωργίου, έχασε την υπομονή του, εξαγριώθηκε, διέταξε να φυλακίσουν και να βασανίσουν οικτρά και βάναυσα τον Άγιο, προκειμένου να αποσπάσουν εξ αυτού την - φεύ – αποκήρυξη της πίστεώς του και να τον μυήσουν ολοκληρωτικά εις τα βάθη και μισερά της ειδωλολατρικής ομολογίας.
Δε χωρούν σκέψεις, δε δύναται ανθρώπινη λογοτεχνική γραφίδα να παραθέσει τη σειρά των κακουχιών και βασανιστηρίων στα οποία υπέβαλαν οι ρωμαίοι στρατιώτες τον Γεώργιο. Μεταλλικές ράβδοι, τροχισμένες λόγχες που καταξέσκιζαν τις σάρκες του, πυρακτωμένα δοχεία και πυρωμένα μεταλλικά υποδήματα, εξευτελισμοί, γρονθοκοπήματα, διασυρμοί, λοιδορίες. Και ο Άγιος σταθερός στην αγάπη του Νυμφίου του Χριστού, να υπομένει καρτερικά και να νουθετεί στη φυλακή, να ποδηγετεί στον Χριστό νέες ψυχές , να συνδράμει στην καλλιέργεια και επάνδρωση του Σώματος του Χριστού στον κόσμο: «Ως γενναίον εν Μάρτυσι, αθλοφόρε Γεώργιε, συνελθόντες σήμερον ευφημούμεν σε, ότι τον δρόμον τετέλεκας, την πίστιν τετήρηκας»[4].
Ο Άγιος στρατιώτης του Χριστού μαρτύρησε με αποκεφαλισμό την Παρασκευή 23ην Απριλίου του έτους 307μ.Χ. Η δε μητέρα του, αγία Πολυχρονία, αξιώθηκε και αυτή του ιερού μαρτυρίου την επόμενη, την 24ην και από κοινού, ευσεβείς χριστιανοί ενταφίασαν τα ιερά λείψανα μητέρας και υϊού για να ευφραίνονται αιωνίως εις τον ουράνιον και Μυστικόν Αμπελώνα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η Ιερά Παράδοση της Αγίας μας Εκκλησίας, θέλει το πολυσέβαστο λείψανο του Αγίου να το παρέλαβε ο πιστός ακόλουθός του Πασικράτης, και αφού το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, από εκεί να ταξίδεψε, ¨προνοία¨ των Σταυροφόρων, στη Δύση.
Γύρω από το μαρτυρικό τέλος του Αγίου, συγκροτήθηκε ένας χαρμόσυνος εορτολογικός κύκλος αγίων μαρτύρων που σχετίζονται άμεσα με την επιρροή του Γεωργίου προς αυτούς, πολλοί εκ των οποίων μετεστράφησαν και μαρτύρησαν ένεκα της αγίας υπομονής και βιωτής του αγίου κατά τη διάρκεια των φρικτών βασανιστηρίων του[5].
Η λαογραφία, αναφορικά με τη ζωή του Αγίου προσέλαβε έως σήμερα ουκ ολίγα στοιχεία και παραδόσεις που αναβιώνουν καθ΄ εκάστην της παραμονής και κυριώνυμης ημέρας του μαρτυρίου του αγίου σε όλη την Ελληνική επικράτεια, που πάντοτε, αν η 23η Απριλίου συμπέσει εορτολογικά πριν το Πάσχα, πάντοτε μεταφέρεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, τη δεύτερη δηλαδή ημέρα του Πάσχα. Αξίζει να τονίσουμε ότι ο Άγιος Γεώργιος , ένεκα της αγάπης του κόσμου προς το πρόσωπό του , είναι άγιος ουχί μόνο των Ορθοδόξων , αλλά και των Αγγλικανών, των Αρμενίων, των Λουθηρανών. «Ω Γεώργιε Μάκαρ, δυσχερείας του βίου, κλυδωνιζόμενον, μηδόλως με παρίδης, αλλ΄ οίκτειρον ευχαίς σου, και διάσωσον ψάλλοντα, ο των Πατέρων ημών Θεός ευλογητός ει»[6].
Παραπομπές:
1.Κανών Παρακλητικός εις τον Άγιον Γεώργιον, στο ¨Θησαυρός Αγίων¨, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 145.
2.Αυτόθι, σελ. 147.
3.Γενικά για τον Άγιο Γεώργιο(βίος και πολιτεία),βλ. σχ., Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τόμος δεύτερος, Αθήνησι 1868, σελ. 104-106, Γαλανού Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, τόμος 2, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σελ. 83-93, Celder N., Άγιος Γεώργιος εγκωμιαζόμενος, Οι αγιολογικές αντιλήψεις στα εκδεδομένα ελληνικά εγκώμια προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, Αρμός, Αθήνα 2008, Λέκκα Ευαγγέλου, Άγιος Γεώργιος, ο ένδοξος μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος, Βίος και παρακλητικός κανών, Αθήνα 2007, Μαυρομάτη Β. Γεωργίου, Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, Τέρτιος, 2002, Μηλίτσης Γεώργιος, Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, Αθήνα 2004.
4.Στιχηρά προσόμοια του Μεγάλου Εσπερινού του Αγίου Γεωργίου.
5.Βλ., Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, σελ. 100-104 και 105-108.
  6.Κανών Παρακλητικός εις τον Άγιον Γεώργιον, στο ¨Θησαυρός Αγίων¨, σελ. 150.

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Το Συνέδριο των παρανόμων

Το Συνέδριο των παρανόμων

Του Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
¨Ότε παρέστης τω Καϊάφα, ο Θεός, και παρεδόθης τω Πιλάτω, ο Κριτής, αι ουράνιαι δυνάμεις εκ του φόβου εσαλεύθησαν¨[1]. Πράγματι! Εσαλεύθησαν άπασαι αι ουράνιαι δυνάμεις, Άγγελοι και Αρχάγγελοι, Κυριότητες , Αρχές , Εξουσίαι , Δυνάμεις, Θρόνοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ.
Εσαλεύθησαν τα ουράνια τάγματα των Αγγέλων, εσαλεύθη αυτός ο κόσμος , εσαλεύθη ο Ουρανός, και όμως, ο άνθρωπος στέκει τολμηρά ¨άτολμος¨, παρίσταται ενώπιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και πόρρω απέχει από το θείο και ζωοποιό Του δράμα, πόρρω απέχει από το δράμα Του Γολγοθά.
Οι στρατιώτες οδηγούν τον Κύριο Ιησού Χριστό έμπροσθεν του Συνεδρίου, ενώπιον του Καϊάφα και του Πιλάτου, προκειμένου να του προσδώσουν την κατηγορία και να του αποδώσουν την ποινή του ατιμωτικού θανάτου, θανάτου δε Σταυρού.
Επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Τιβερίου και του επάρχου της Ρώμης στην Ιουδαία Ποντίου Πιλάτου, Ο Ιησούς σύρεται από τον όχλο των άναρχων στρατιωτών εις τον αρχιερέα των Ιεροσολύμων Καϊάφα και εις τον πεθερόν του τελευταίου και πρώην αρχιερέα Άννα, ο οποίος ασκούσε μεγάλη και καταλυτική επιρροή εις τα λοιπά ιερατικά μέλη του Συνεδρίου. Αλλά για ποιό Συνέδριο ομιλούμε; Ποιό ήταν το Συνέδριο το οποίο κλήθηκε να αποδώσει δικαιοσύνην και κρίσην εις τον Δίκαιον της Οικουμένης Κριτήν;
Το Συνέδριο αποτελούσε την εποχή εκείνη την ύψιστη εθνικοθρησκευτική αρχή για τον υπόδουλον Ισραηλιτικόν λαόν, ένα είδος ¨Κυβερνητικής αρχής¨ με διοικητικήν και λίαν αυξημένην δικαστικήν εξουσίαν, πάντοτε βέβαια, υπό την προστασίαν και απόλυτην επιρροήν της Ρωμαϊκής αρχής και εξουσίας[2]. Αποτελείτο από 70 ή 71 άτομα και προήδρευε ο εκάστοτε αρχιερέας, μετά της λοιπής ιερατικής ¨αριστοκρατίας¨ και άλλων επισήμων λαϊκών μελών. Ονομάζεται ωσαύτως και ¨Πρεσβυτέριον¨[3], και ¨γερουσία¨ και ¨βουλή¨, ένεκα των ¨βουλευτών¨[4] που το συγκροτούσαν ή και ¨ Συνέδριο κριτών¨.
Ιδού λοιπόν το Συνέδριο των παρανόμων! Συνεκλήθη λίαν πρωί και εκλήθησαν άπαντες οι σύνεδροι! Ωσάν να τους αντικρίζω ενώπιον των οφθαλμών μου. Όρθρου βαθέως να περιφέρονται εις την αυλή του Καϊάφα, Φαρισαίοι και γραμματείς, Σαδδουκαίοι και πρεσβύτεροι, έτοιμοι να ολοκληρώσουν εντός ολίγων λεπτών το φοβερόν ανοσιούργημά των, εντός ολίγων λεπτών, άνευ μαρτύρων παρά του υποδίκου, πλην όμως συμπαρισταμένου του σύμπαντος Ουρανίου κόσμου και υπερκοσμίου στερεώματος.
Και μη έχοντες άλλην τινά κατηγορίαν να απευθύνουν εις το πρόσωπον του Κυρίου Ιησού Χριστού, τον ρωτούν: «Συ ει ο Χριστός; Ειπέ ημίν»[5]. Είναι δε πασιφανές πως ο σκοπός του συνεδρίου εκείνου δεν ήταν η εύρεση της αλήθειας και η απονομή δικαιοσύνης, αλλά η με κάθε τρόπο, και δη εσπευσμένη, νομιμοποίηση ενός φοβερού εγκλήματος. Άραγε, εν μέσω των παρανόμων συνέδρων, να υπήρχε αναλογίζομαι και διερωτώμαι, να υπήρχε κάποιος σύνεδρος που να σκεπτόταν την ιερότητα της στιγμής, τη διαχρονικότητα και ισχύ της απόφασης και κρίσης του; Πολύ αμφίβολον.
«Συ ει ο Χριστός; Ειπέ ημίν». Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να τερματίσει τη παρωδία των αλόγων και χαμερπών συμβάντων και των όσων άλλων θα ακολουθούσαν είπε: «Υμείς λέγετε ότι εγώ ειμι!». Και έκτοτε η αλήθεια παραποιήθηκε σε βλασφημία και συνεχίζει έως σήμερα και μετουσιώνεται ο αληθινός λόγος σε δολερός και ατέρμονος της εποχής και κούφιος και ρηχός και αδήωτος και αναίστιος και ακάθαρτος και ανούσιος σε όσους εκουσίως τελούν και κατατίθενται εκτός της ποίμνης της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Τα δε όσα ακολούθησαν αναφέρονται αναλυτικά εις τα ιερά ευαγγέλια παρά των αγίων και ιερών ευαγγελιστών.
Παράνομοι οι Σύνεδροι, παράνομον το Συνέδριον, παράνομη και παράτυπη η συνεδρίαση, διότι έλαβε χώραν παραμονή της μεγάλης εορτής του Πάσχα, γεγονός που απαγορευόταν αυστηρά από τον Μωσαϊκό Νόμο. Παράτυπη, διότι κατά τη διάρκεια της δίκης δεν παρέστησαν ούτε δύο μάρτυρες ως συνηθιζόταν και προβλεπόταν εκ του τυπικού. Παράτυπη και παράνομη η συνεδρίαση διότι προηγήθηκε η αντικανονική νυκτερινή εξέταση των ψευδομαρτύρων υπό του Καϊάφα.
Παράνομη η συνεδρίαση διότι εσφαλμένα το Συνέδριον απεφάνθη υπέρ της θανατικής καταδίκης του Ιησού την πρώτη ημέρα της συγκροτήσεώς του, και δη της πρώτης συνεδρίας του, απόφαση που νόμιμον ήταν να ληφθεί το πρωί της επομένης ημέρας και μάλιστα κατά τη διάρκεια νέας συνεδρίασης. «Είπατε παράνομοι, τι ηκούσατε παρά του Σωτήρος ημών; Ου νόμον εξέθετο και των προφητών τα διδάγματα; Πώς ουν ελογίσασθε Πιλάτω παραδούναι τον εκ Θεού Θεόν Λόγον;»[6]. Παράνομη η συνεδρίαση διότι εκλήθησαν οι δούλοι να κρίνουν τον Δεσπότην και Κύριον, εκλήθη το κτιστό να αποδώσει κρίσην εις τον Άκτιστον και Κτίστην!
Παράνομον Συνέδριον! Ακόμη και σήμερα, 2000 έτη και πλέον αυτών, υπάρχεις και ¨μεσουρανείς¨, διατείνεσαι πως ορθοτομείς, αλλά χλευάζεις και υποκρίνεσαι, παρατείνεσαι και από κόσμου ανατείνεσαι! Αλλά ακόμη και σήμερα, 2000 έτη και πλέον αυτών, ναι τόσα χρόνια μετά, ακόμη και σήμερα υπάρχουν φωνές που σιωπηλά θα σε κατακρημνίζουν δια του ευαγγελικού: «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και είς τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία»[7].
Παραπομπές:
1.Κάθισμα της Μ. Παρασκευής.
2.Για την ύπαρξη, λειτουργία και σημασία του Συνεδρίου βλ., σχ., Αγαπίδη Ιωάννου, Ο Ιησούς ενώπιον της Ιουδαϊκής και ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη 1968, Κολιτσάρα Ιωάννου, Από το δράμα του Γολγοθά, τόμος Β΄, Ζωή, Αθήνα 2003, κυρίως τις σελίδες 93-123, Ροπς Ντανιέλ , Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2005, τις σελίδες 63-74, Quignebert, Le monde Juif vers le temps de Jesns, Paris 1968, σελ. 67-71, Friedlieb G.H., Archeologie de la Passion de N.S. Jesus Christ, Fr. Martin, Paris, σελ.13-143.
3.Πρβλ., Λουκ. κβ΄ 66, Πραξ. κβ΄ 5.
4.Πρβλ., Μάρκ. ιε΄ 43, Λουκ. κγ΄ 50.
5.Λουκ. κβ΄ 66.
6.Αντίφωνον εσπέρας Μεγάλης Πέμπτης.
7.Ιωάν. ιη΄ 37.

πηγή

Τρίτη, Δεκεμβρίου 17, 2013

Χριστούγεννα... περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος...

Χριστούγεννα... περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος...

Κόσμος βιαστικός, σκυθρωπός, αδέκαστος και φειδωλός στα φιλάνθρωπα βλέμματα... Με τρομάζει το πλήθος που βιάζεται...

Χριστούγεννα Χριστού

Χριστούγεννα! Προετοιμασία, συνεστιάσεις και ξέφρενες διασκεδάσεις! Γέμισε ο κόσμος φώτα, πλημμύρισε το σκοτάδι. Το άκουσες; Ναι, πράγματι! Τόσο φως και όμως τόσο σκοτάδι. «Φως, περισσότερο φως…..» ψέλλισε ο Γκαίτε πριν ξεψυχήσει, ένα βροχερό πρωϊνό του 1832, σ’ ένα αρχοντικό της Βαϊμάρης.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Φέτος αποφάσισα ν’ αφήσω τις φυλλάδες μου, ν’ ανασκουμπωθώ, να βγω στους δρόμους, να ψάξω, ν’ αναζητήσω τα Χριστούγεννα γύρω μου. Κόσμος βιαστικός, σκυθρωπός, αδέκαστος και φειδωλός στα φιλάνθρωπα βλέμματα. «Περί φθοράς ανθρώπων», έγραφε ο περιπατητικός φιλόσοφος Δικαίαρχος τον Δ΄ αιώνα π.Χ., όμοια και αυτός μ’ εμένα, αναζητούσε Χριστούγεννα.

Το άκουσες; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προαίρεση. Η αγαθή προδιάθεση, το ζεστό αγκάλιασμα πονεμένων οφθαλμών. Χριστούγεννα άλλωστε! Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ, να περιπλανηθώ στους δρόμους, να ρωτήσω και να αναρωτηθώ…

Με τρομάζει το πλήθος που βιάζεται. Δεν αναζητώ Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Με αναπαύει η παρουσία της εικόνας Του. Είναι ουτοπική η σκέψη του Γοργία του Λεοντίνου, του μεγάλου σοφιστή και ρήτορα της αρχαιότητας, που δίδασκε ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή ότι αν υπάρχει δεν μπορεί ο άνθρωπος να τη μεταδώσει.

Χριστούγεννα διαρκείας σημαίνει σταθερός προσανατολισμός, αναζήτηση της ελπίδας και της αλήθειας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως «Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλε τω κόσμω.»

Περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος. Με συνεπαίρνει ο άτακτος και αφιλόξενος βηματισμός. Τόσα πρόσωπα! Τόσοι ουρανοπολίτες! Εδώ δε χρειάζεται θέμιστες και τυπολογικές- κανονιστικές διατάξεις. Δεν στο είπα; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προδιάθεση, ένα γλυκό μειδίαμα, απόρροια της πονεμένης συνοδοιπορίας μας...

Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ. Να εορτάσω αληθινά Χριστούγεννα, μεστά θείας θαλπωρής και συγκατάβασης. Και αν δεν κατάλαβες αληθινά Χριστούγεννα τι σημαίνουν, συντόνισε το δικό σου «*παντοπόρο άπορο» βηματισμό μέσα στο άτακτο και βιαστικό πλήθος….

Δημήτριος Π. Λυκούδης
θεολόγος - φιλόλογος
•●.۩۞۩.●•٠·

*Σημείωση του ιστολογίου μας: *Ποντοπόρο: Ως Ποντοπόρο χαρακτηρίζεται ένα πλοίο που διαπλέει τους Ωκεανούς, δηλαδή εκτελεί πλόες σε όλο τον κόσμο, σε αντιδιαστολή με τα ακτοπλοϊκά και τα πλοία που διαπλέουν κλειστές ή περιορισμένες θάλασσες. Το ποντοπόρο επιβατηγό γραμμής συνηθίζεται στην ελληνική να λέγεται Υπερωκεάνειο (Ocean liner).

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Τοῦ Δη­μη­τρί­ου Π. Λυ­κού­δη
Θε­ο­λό­γου – Φι­λο­λό­γου
MA., MA. Θε­ο­λο­γί­ας
Ὑπ. Δρος Παν. Ἀ­θη­νῶν
Ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο συ­νο­ψί­ζε­ται σὲ μί­α πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ πρὸς ὅ­λους μας: «Ἅ­γιοι γί­νε­σθε, ὅ­τι ἐ­γὼ ἅ­γιός εἰμι»[1]. Μὲ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη σὲ με­γα­λεῖ­ο συγ­κα­τά­βα­σή Του, ὁ Θε­ὸς τῆς ἀ­γά­πης ἐ­ξι­σώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Ἑ­αυ­τό Του: «Καὶ διὰ τὸν Θε­ὸν καὶ διὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἰ­σχύ­ει τὸ ἴ­διον Εὐ­αγ­γέ­λιον, ἡ ἴ­δια χά­ρις, ἡ ἴ­δια ἀ­λή­θεια, ἡ ἴ­δια δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἴ­δια ζω­ή, ἡ ἴ­δια ἀ­γα­θό­της»[2]. «Ὅτε γὰρ ἁ­γιά­ζων καὶ οἱ ἁ­γι­α­ζό­με­νοι ἐξ ἑ­νὸς πάν­τες»[3]. Μὲ ἄλ­λα λό­για σκο­πὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς κά­θε πι­στοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι «ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ εἰς τὴν ἀρ­χι­κὴν κα­τά­στα­σιν διὰ τῆς κα­τὰ φύ­σιν κι­νή­σε­ως τῆς ψυ­χῆς, ἥτις πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται διὰ τῆς πρά­ξε­ως τῶν ἐν­το­λῶν καὶ τῆς ἐρ­γα­σί­ας τῶν ἀ­ρε­τῶν»[4]. Κο­ρυ­φαί­α καὶ ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­ρε­τὲς κα­τέ­χει ἡ ἀ­έν­να­ος προ­σευ­χή, ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ γε­μί­ζει τὴν ψυ­χὴ καὶ κα­θι­στᾶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση «ἐ­πι­τη­δεί­αν κα­τό­πιν τῆς κα­θα­ρό­τη­τος αὐ­τῆς εἰς τὸ νὰ δε­χθεῖ καὶ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴν χά­ριν καὶ ἐ­νέρ­γειαν τοῦ Θε­οῦ»[5].
Πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, «ἡ προ­σευ­χὴ ὡς πρὸς τὴν ποι­ό­τη­τά της εἶ­ναι συ­νου­σί­α καὶ ἕ­νω­σις τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ὸν καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐ­νέρ­γειά της, σύ­στα­σις καὶ δι­α­τή­ρη­σις τοῦ κό­σμου, συν­φι­λί­ω­σις μὲ τὸν Θε­όν, μη­τέ­ρα τῶν δα­κρύ­ων, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ θυ­γα­τέ­ρα, συγ­χώ­ρη­σις τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, γέ­φυ­ρα ποὺ σώ­ζει ἀ­πὸ τοὺς πει­ρα­σμούς, τοῖ­χος ποὺ μᾶς προ­στα­τεύ­ει ἀ­πὸ τὶς θλί­ψεις, συν­τρι­βὴ τῶν πο­λέ­μων, ἔρ­γο τῶν Ἀγ­γέ­λων, τρο­φὴ ὅ­λων τῶν ἀ­σω­μά­των, ἡ μελ­λον­τι­κὴ εὐ­φρο­σύ­νη, ἐρ­γα­σί­α ποὺ δὲν τε­λει­ώ­νει, πη­γὴ τῶν ἀ­ρε­τῶν, πρό­ξε­νος τῶν χα­ρι­σμά­των, ἀ­φα­νὴς πρό­ο­δος, τρο­φὴ τῆς ψυ­χῆς, φω­τι­σμὸς τοῦ νοῦ, πέ­λε­κυς ποὺ κτυ­πᾶ τὴν ἀ­πό­γνω­σι, ἀ­πό­δει­ξις τῆς ἐλ­πί­δος, δι­ά­λυ­σις τῆς λύ­πης, πλοῦ­τος τῶν μο­να­χῶν, θη­σαυ­ρὸς τῶν ἡ­συ­χα­στῶν, μεί­ω­σις τοῦ θυ­μοῦ, κα­θρέ­πτης τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου, δή­λω­σις τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως, ἀ­πο­κά­λυ­ψις τῶν μελ­λον­τι­κῶν πραγ­μά­των, ση­μά­δι τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δό­ξης ποὺ ἔ­χει κα­νείς. Ἡ προ­σευ­χὴ εἶ­ναι γι᾿ αὐ­τὸν ποὺ προ­σεύ­χε­ται πραγ­μα­τι­κὰ δι­κα­στή­ριο καὶ κρι­τή­ριο καὶ βῆ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, πρὶν ἀ­πὸ τὸ μελ­λον­τι­κὸ βῆ­μα»[6].
Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ὅ­μως πού τί­θε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ πολ­λοὺς πι­στοὺς εἶ­ναι «πῶς θὰ ξε­κι­νή­σου­με; Πῶς θὰ μά­θου­με νὰ σι­ω­ποῦ­με γιὰ ν᾿ ἀρ­χί­σου­με ν᾿ ἀ­κοῦ­με; Ἀν­τὶ ἁ­πλὰ νὰ μι­λᾶ­με στὸ Θε­ό, πῶς μπο­ροῦ­με νὰ πε­τύ­χου­με μί­α προ­σευ­χὴ στὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς μι­λά­ει σέ μᾶς; Πῶς μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρά­σου­με ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χὴ τῶν λό­γων, στὴν προ­σευ­χὴ τῆς σι­ω­πῆς, ἀ­πὸ τὴν ἐν­τα­τι­κὴ στὴν αὐ­το­ε­νερ­γού­με­νη προ­σευ­χή, ἀ­πὸ τὴ δι­κή μου προ­σευ­χὴ στὴν προ­σευ­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­τός μου;»[7]. Ἕ­νας τρό­πος ν᾿ ἀρ­χί­σου­με εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ Ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ.
Ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸς τύ­πος τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­ὲ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με». Ἂς σπεύ­σου­με ὅ­μως νὰ το­νί­σου­με ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­πο­κλει­στι­κὸς τύ­πος. Ἡ φρά­ση μπο­ρεῖ νὰ συν­το­μευ­θεῖ ὅ­πως «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με» ἢ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ» ἢ νὰ ἐ­πε­κτα­θεῖ μὲ τὴν προ­σθή­κη «τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ» στὸ τέ­λος, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας τὴν πλευ­ρὰ τῆς με­τα­νοί­ας. Ἔ­τσι κά­θε ἀ­γω­νι­ζό­με­νος πι­στὸς εἴ­τε μὲ τὴν χρή­ση κομ­πο­σκοι­νιοῦ εἴ­τε χω­ρίς, (αὐ­τὸ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὄ­χι τό­σο γιὰ νὰ με­τρᾶ­με τὶς φο­ρὲς ποὺ ἡ προ­σευ­χὴ – εὐ­χὴ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο σὰν βο­ή­θεια γιὰ νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦ­με καὶ νὰ πε­τύ­χου­με ἕ­ναν ὁ­ρι­σμέ­νο ρυθ­μό), ἔ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ προ­σεύ­χε­ται κα­θ᾿ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τῆς νύ­χτας, ἐν­τὸς καὶ ἐ­κτός τοῦ να­οῦ, στὸ σπί­τι, στὸ δρό­μο, στὸ γρα­φεῖ­ο κ.τ.λ.
Ἡ συ­χνὴ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἰ­σά­γει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι λει­τουρ­γί­α ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη. «Ἀ­παρ­νεῖ­ται τὰ δι­α­λο­γι­στι­κὰ στοι­χεῖ­α, τοὺς λο­γι­σμοὺς καὶ γί­νε­ται μί­α μο­νά­χα λέ­ξη – μο­νο­λο­γί­α – τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ»[8]. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος μυ­εῖ­ται μὲ τὸν ἀ­με­σό­τε­ρο τρό­πο στὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «Ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῆ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός»[9].
Ἐ­πι­πρό­σθε­τα, οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­να­φε­ρό­με­νοι στὴ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς ἀ­δι­α­λεί­πτου προ­σευ­χῆς, το­νί­ζουν καὶ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ τὴν συ­νο­δεύ­ουν. Ἡ προ­σο­χὴ κυ­ρί­ως κα­τὰ τὴ διά­ρκεια, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν προ­σευ­χή, ἡ τα­πεί­νω­ση, ἡ νη­στεί­α, ἡ εἰ­λι­κρι­νὴς συν­τρι­βὴ καὶ με­τά­νοι­α, ἡ ἐ­πι­μο­νὴ[10], ἡ ἐ­γρή­γορ­ση καὶ ἐ­πα­γρύ­πνη­ση, ἡ ἡ­συ­χί­α (κυ­ρί­ως ὡς τρό­πος καὶ κα­τά­στα­ση καὶ ὄ­χι ὡς τό­πος) ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­φό­δια, προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­ξέ­χου­σας ση­μα­σί­ας γιὰ νὰ δυ­νη­θεῖ ὁ πι­στὸς ἀρ­χι­κὰ νὰ ἀ­φουγ­κρα­στεῖ καὶ στα­δια­κὰ νὰ βι­ώ­σει ὅ­τι «ἡ κλῆ­σις τοῦ ὑ­περ­κο­σμί­ου Πα­τρὸς ἑλ­κύ­ει ἡ­μᾶς. Αἰ­σθα­νό­με­θα ὅ­τι ἡ πλευ­ρὰ ἐ­κεί­νη τῆς φύ­σε­ως ἡμῶν, ἥτις φέ­ρε­ται πρὸς Αὐ­τόν, κα­θί­στα­ται ὑ­περ­κό­σμια. Ἡμεῖς οἱ ἴ­διοι εἴ­με­θα κτί­σμα­τα, ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς διὰ τῆς ἐ­πὶ γῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως Αὐ­τοῦ, τῆς δι­δα­χῆς καὶ τοῦ ὑ­πο­δείγ­μα­τος Αὐ­τοῦ, ἀ­περ­γά­ζε­ται ἡμᾶς ὁ­μοί­ους πρὸς Αὐ­τόν. Συν­τε­λεῖ­ται ἐν ἡμῖν ἡ ὁ­μοί­ω­σις πρὸς τὸν Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ὸν διὰ τῆς ἐν ἡ­μῖν ἐ­νοι­κή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Κα­τὰ τὸν τρό­πον αὐ­τὸν γι­νό­με­θα καὶ ἡ­μεῖς υἱ­οὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου»[11].
Ἡ νο­ε­ρὰ προ­σευ­χὴ κά­νει τὴ λαμ­πρό­τη­τα τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης νὰ δι­εισ­δύ­ει μέ­σα σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς ζω­ῆς μας. Ἀρ­χι­κὰ με­τα­μορ­φώ­νει τὴ σχέ­ση τοῦ προ­σευ­χό­με­νου μὲ τὸν ὑ­λι­κὸ κό­σμο ποὺ τὸν πε­ρι­βάλ­λει καὶ ἀ­κο­λού­θως μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ἄλ­λω­στε ὅ­τι ἡ εὐ­χὴ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὶς δύ­ο κύ­ρι­ες «στιγ­μὲς» τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Λα­τρευ­τι­κῆς πρά­ξης: «Τὴ στιγ­μὴ τῆς προ­σκύ­νη­σης, τῆς ἐ­να­τέ­νι­σης τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς ἀ­να­ζή­τη­σής Του μὲ τὴν ἀ­γά­πη. Τὴ στιγ­μὴ τῆς με­τά­νοι­ας, τῆς αἴ­σθη­σης τῆς ἀ­να­ξι­ό­τη­τας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ὑ­πάρ­χει μί­α κυ­κλι­κὴ κί­νη­ση μέ­σα στὴν προ­σευ­χή, μί­α ἀ­κο­λου­θί­α ἀ­νά­βα­σης καὶ ἐ­πι­στρο­φῆς. Στὸ πρῶ­το μι­σό τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­νερ­χό­μα­στε πρὸς τὸ Θε­ὸ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ…» καὶ κα­τό­πιν στὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ γυ­ρί­ζου­με στὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ συν­τρι­βὴ «… ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἁ­μαρ­τω­λόν». Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­χουν γευ­θεῖ τὸ δῶ­ρο τοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­χουν ταυ­τό­χρο­να συ­νεί­δη­ση δύ­ο πραγ­μά­των· ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ τῆς χα­ρᾶς καὶ τῆς πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ ἀ­π᾿ τὴν ἄλ­λη με­ριά, τῆς τα­ρα­χῆς, τοῦ φό­βου καὶ τοῦ θρή­νου. Τέ­τοι­α εἶ­ναι ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δι­α­λε­κτι­κή τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς»[12].
Ὁ Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος πα­ρο­μοιά­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς προ­σευ­χῆς γιὰ τὸν πι­στὸ μὲ τὴν σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς θά­λασ­σας γιὰ τὰ ἔμ­βια ὄν­τα: Ἀλ­λ᾿ ἀ­νί­σως καὶ ἀ­πο­στε­ρή­σης τὸν ἑ­αυ­τόν σου ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χήν, ἔ­κα­μες ὡς νὰ ἤ­θε­λες εὐ­γά­λεις (sic) τὸ ψά­ρι ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σαν· δια­τὶ κα­θ᾿  ὅν τρό­πον ζῆ τὸ ψά­ρι μὲ τὸ νε­ρόν, τοι­ου­το­τρό­πως ζεῖς καὶ σὺ μὲ τὴν προ­σευ­χήν· καὶ κα­θὼς ἐ­κεῖ­νο πλέ­ει ἐ­πά­νω εἰς τὸ νε­ρὸν εὔ­κο­λα καὶ ὑ­πά­γει ὅ­που θέ­λει, οὕ­τω καὶ σὺ μὲ τὴν προ­σευ­χὴν θέ­λεις πε­ρά­σει τοὺς Οὐ­ρα­νοὺς καὶ νὰ σι­μώ­σεις εἰς τὸν Θε­ὸν»[13].
Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πιὸ φη­μι­σμέ­νους Πα­τέ­ρες τῆς ἐ­ρή­μου στὴν Αἴ­γυ­πτο τοῦ 4ου αἰ­ῶ­να, ὁ Ἅγ. Σε­ρα­πί­ων ὁ Σιν­δω­νί­της, τα­ξί­δευ­ε μί­α φο­ρὰ γιὰ προ­σκύ­νη­μα στὴ Ρώ­μη. Ἐ­κεῖ τοῦ εἶ­παν γιὰ μί­α πε­ρί­φη­μη ἔγ­κλει­στη, μί­α γυ­ναί­κα ποὺ ζοῦ­σε πάν­τα σ᾿ ἕ­να μι­κρὸ δω­μά­τιο, χω­ρὶς πο­τὲ νὰ βγαί­νει ἔ­ξω. Δυ­σπι­στών­τας γιὰ τὸν τρό­πο τῆς ζω­ῆς της, (για­τί ὁ ἴ­διος ἦ­ταν ἕ­νας με­γά­λος πε­ρι­πλα­νώ­με­νος), ὁ Σε­ρα­πί­ων τὴν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καὶ τὴ ρώ­τη­σε: «Για­τί κά­θε­σαι ἐ­δῶ;» κι ἐ­κεί­νη τοῦ ἀ­πάν­τη­σε : «Δὲν κά­θο­μαι, τα­ξι­δεύ­ω»[14].


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πέ­τρ, 1,16.
2. Πό­πο­βιτς Ἰ­ου­στί­νου, Ἀρ­χι­μαν­δρί­του, Ἄν­θρω­πος καὶ Θε­άν­θρω­πος, ἐκδ. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου, Ἀ­θῆ­ναι 1970, σελ. 66.
3. Ἑ­βρ. 2,11.
4. Σω­τη­ρό­που­λου Χα­ράλ., Νη­πτι­κοὶ καὶ Πα­τέ­ρες τῶν μέ­σων χρό­νων, Ἀ­θῆ­ναι 2000, σελ. 20. Πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νη ἀ­να­φο­ρὰ γί­νε­ται στὸ λό­γο πε­ρὶ ἀ­σκη­τι­κῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ (P G 90, 324).
5. Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Συμ­βου­λευ­τι­κὸν Ἐγ­χει­ρί­διον ἐκδ. Νεκ. Πα­να­γό­που­λος, Ἀ­θῆ­ναι 2001, σελ. 181.
6. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Σι­να­ΐ­του, Κλί­μαξ, ἔκδ. Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Πα­ρα­κλή­του, Ὠ­ρω­πὸς Ἀτ­τι­κῆς, 1998, σελ. 387-388.
7. Ware Καλ­λί­στου, Ἐ­πι­σκό­που Δι­ο­κλεί­ας, Ἡ δύ­να­μη τοῦ ὀ­νό­μα­τος, ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐκδ. Ἀ­κρί­τας, Ἀ­θή­να 1983, σελ. 15.
8. Εὐ­δο­κί­μοφ Παύ­λου, Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐκδ. Βασ. Ρη­γό­που­λου, Ἀ­θή­να 1972, σελ. 155.
9. Γαλ. Β’ 20.
10. Σω­τη­ρό­που­λου Χα­ράλ., Συ­με­ὼν ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος, Βί­ος – Ἔρ­γα – Δι­δα­σκα­λί­α, Ἀ­θῆ­ναι 2002, σελ. 124-135.
11. Σα­χά­ρωφ Σω­φρο­νί­ου, Ἀρ­χι­μαν­δρί­του, Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι, ἔκδ. Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσ­σεξ Ἀγ­γλί­ας, 1992, σελ. 159.
12. Ware Καλ­λί­στου, Ἡ δύ­να­μη τοῦ ὀ­νό­μα­τος, σελ. 31-32.
13. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Μαρ­γα­ρί­ται, ἐκδ. Βασ. Ρη­γό­που­λου, Θεσ/νί­κη 1972, σελ. 111.
14. Ware Καλ­λί­στου, Ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος δρό­μος, ἐκδ. Ἑ­πτά­λο­φος, Ἀ­θῆ­ναι 1984, σελ. 9.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...