Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Τοῦ Δη­μη­τρί­ου Π. Λυ­κού­δη
Θε­ο­λό­γου – Φι­λο­λό­γου
MA., MA. Θε­ο­λο­γί­ας
Ὑπ. Δρος Παν. Ἀ­θη­νῶν
Ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο συ­νο­ψί­ζε­ται σὲ μί­α πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ πρὸς ὅ­λους μας: «Ἅ­γιοι γί­νε­σθε, ὅ­τι ἐ­γὼ ἅ­γιός εἰμι»[1]. Μὲ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη σὲ με­γα­λεῖ­ο συγ­κα­τά­βα­σή Του, ὁ Θε­ὸς τῆς ἀ­γά­πης ἐ­ξι­σώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Ἑ­αυ­τό Του: «Καὶ διὰ τὸν Θε­ὸν καὶ διὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἰ­σχύ­ει τὸ ἴ­διον Εὐ­αγ­γέ­λιον, ἡ ἴ­δια χά­ρις, ἡ ἴ­δια ἀ­λή­θεια, ἡ ἴ­δια δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἴ­δια ζω­ή, ἡ ἴ­δια ἀ­γα­θό­της»[2]. «Ὅτε γὰρ ἁ­γιά­ζων καὶ οἱ ἁ­γι­α­ζό­με­νοι ἐξ ἑ­νὸς πάν­τες»[3]. Μὲ ἄλ­λα λό­για σκο­πὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς κά­θε πι­στοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι «ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ εἰς τὴν ἀρ­χι­κὴν κα­τά­στα­σιν διὰ τῆς κα­τὰ φύ­σιν κι­νή­σε­ως τῆς ψυ­χῆς, ἥτις πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται διὰ τῆς πρά­ξε­ως τῶν ἐν­το­λῶν καὶ τῆς ἐρ­γα­σί­ας τῶν ἀ­ρε­τῶν»[4]. Κο­ρυ­φαί­α καὶ ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­ρε­τὲς κα­τέ­χει ἡ ἀ­έν­να­ος προ­σευ­χή, ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ γε­μί­ζει τὴν ψυ­χὴ καὶ κα­θι­στᾶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση «ἐ­πι­τη­δεί­αν κα­τό­πιν τῆς κα­θα­ρό­τη­τος αὐ­τῆς εἰς τὸ νὰ δε­χθεῖ καὶ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴν χά­ριν καὶ ἐ­νέρ­γειαν τοῦ Θε­οῦ»[5].
Πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, «ἡ προ­σευ­χὴ ὡς πρὸς τὴν ποι­ό­τη­τά της εἶ­ναι συ­νου­σί­α καὶ ἕ­νω­σις τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ὸν καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐ­νέρ­γειά της, σύ­στα­σις καὶ δι­α­τή­ρη­σις τοῦ κό­σμου, συν­φι­λί­ω­σις μὲ τὸν Θε­όν, μη­τέ­ρα τῶν δα­κρύ­ων, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ θυ­γα­τέ­ρα, συγ­χώ­ρη­σις τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, γέ­φυ­ρα ποὺ σώ­ζει ἀ­πὸ τοὺς πει­ρα­σμούς, τοῖ­χος ποὺ μᾶς προ­στα­τεύ­ει ἀ­πὸ τὶς θλί­ψεις, συν­τρι­βὴ τῶν πο­λέ­μων, ἔρ­γο τῶν Ἀγ­γέ­λων, τρο­φὴ ὅ­λων τῶν ἀ­σω­μά­των, ἡ μελ­λον­τι­κὴ εὐ­φρο­σύ­νη, ἐρ­γα­σί­α ποὺ δὲν τε­λει­ώ­νει, πη­γὴ τῶν ἀ­ρε­τῶν, πρό­ξε­νος τῶν χα­ρι­σμά­των, ἀ­φα­νὴς πρό­ο­δος, τρο­φὴ τῆς ψυ­χῆς, φω­τι­σμὸς τοῦ νοῦ, πέ­λε­κυς ποὺ κτυ­πᾶ τὴν ἀ­πό­γνω­σι, ἀ­πό­δει­ξις τῆς ἐλ­πί­δος, δι­ά­λυ­σις τῆς λύ­πης, πλοῦ­τος τῶν μο­να­χῶν, θη­σαυ­ρὸς τῶν ἡ­συ­χα­στῶν, μεί­ω­σις τοῦ θυ­μοῦ, κα­θρέ­πτης τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου, δή­λω­σις τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως, ἀ­πο­κά­λυ­ψις τῶν μελ­λον­τι­κῶν πραγ­μά­των, ση­μά­δι τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δό­ξης ποὺ ἔ­χει κα­νείς. Ἡ προ­σευ­χὴ εἶ­ναι γι᾿ αὐ­τὸν ποὺ προ­σεύ­χε­ται πραγ­μα­τι­κὰ δι­κα­στή­ριο καὶ κρι­τή­ριο καὶ βῆ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, πρὶν ἀ­πὸ τὸ μελ­λον­τι­κὸ βῆ­μα»[6].
Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ὅ­μως πού τί­θε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ πολ­λοὺς πι­στοὺς εἶ­ναι «πῶς θὰ ξε­κι­νή­σου­με; Πῶς θὰ μά­θου­με νὰ σι­ω­ποῦ­με γιὰ ν᾿ ἀρ­χί­σου­με ν᾿ ἀ­κοῦ­με; Ἀν­τὶ ἁ­πλὰ νὰ μι­λᾶ­με στὸ Θε­ό, πῶς μπο­ροῦ­με νὰ πε­τύ­χου­με μί­α προ­σευ­χὴ στὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς μι­λά­ει σέ μᾶς; Πῶς μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρά­σου­με ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χὴ τῶν λό­γων, στὴν προ­σευ­χὴ τῆς σι­ω­πῆς, ἀ­πὸ τὴν ἐν­τα­τι­κὴ στὴν αὐ­το­ε­νερ­γού­με­νη προ­σευ­χή, ἀ­πὸ τὴ δι­κή μου προ­σευ­χὴ στὴν προ­σευ­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­τός μου;»[7]. Ἕ­νας τρό­πος ν᾿ ἀρ­χί­σου­με εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ Ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ.
Ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸς τύ­πος τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­ὲ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με». Ἂς σπεύ­σου­με ὅ­μως νὰ το­νί­σου­με ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­πο­κλει­στι­κὸς τύ­πος. Ἡ φρά­ση μπο­ρεῖ νὰ συν­το­μευ­θεῖ ὅ­πως «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με» ἢ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ» ἢ νὰ ἐ­πε­κτα­θεῖ μὲ τὴν προ­σθή­κη «τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ» στὸ τέ­λος, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας τὴν πλευ­ρὰ τῆς με­τα­νοί­ας. Ἔ­τσι κά­θε ἀ­γω­νι­ζό­με­νος πι­στὸς εἴ­τε μὲ τὴν χρή­ση κομ­πο­σκοι­νιοῦ εἴ­τε χω­ρίς, (αὐ­τὸ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὄ­χι τό­σο γιὰ νὰ με­τρᾶ­με τὶς φο­ρὲς ποὺ ἡ προ­σευ­χὴ – εὐ­χὴ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο σὰν βο­ή­θεια γιὰ νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦ­με καὶ νὰ πε­τύ­χου­με ἕ­ναν ὁ­ρι­σμέ­νο ρυθ­μό), ἔ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ προ­σεύ­χε­ται κα­θ᾿ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τῆς νύ­χτας, ἐν­τὸς καὶ ἐ­κτός τοῦ να­οῦ, στὸ σπί­τι, στὸ δρό­μο, στὸ γρα­φεῖ­ο κ.τ.λ.
Ἡ συ­χνὴ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἰ­σά­γει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι λει­τουρ­γί­α ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη. «Ἀ­παρ­νεῖ­ται τὰ δι­α­λο­γι­στι­κὰ στοι­χεῖ­α, τοὺς λο­γι­σμοὺς καὶ γί­νε­ται μί­α μο­νά­χα λέ­ξη – μο­νο­λο­γί­α – τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ»[8]. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος μυ­εῖ­ται μὲ τὸν ἀ­με­σό­τε­ρο τρό­πο στὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «Ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῆ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός»[9].
Ἐ­πι­πρό­σθε­τα, οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­να­φε­ρό­με­νοι στὴ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς ἀ­δι­α­λεί­πτου προ­σευ­χῆς, το­νί­ζουν καὶ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ τὴν συ­νο­δεύ­ουν. Ἡ προ­σο­χὴ κυ­ρί­ως κα­τὰ τὴ διά­ρκεια, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν προ­σευ­χή, ἡ τα­πεί­νω­ση, ἡ νη­στεί­α, ἡ εἰ­λι­κρι­νὴς συν­τρι­βὴ καὶ με­τά­νοι­α, ἡ ἐ­πι­μο­νὴ[10], ἡ ἐ­γρή­γορ­ση καὶ ἐ­πα­γρύ­πνη­ση, ἡ ἡ­συ­χί­α (κυ­ρί­ως ὡς τρό­πος καὶ κα­τά­στα­ση καὶ ὄ­χι ὡς τό­πος) ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­φό­δια, προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­ξέ­χου­σας ση­μα­σί­ας γιὰ νὰ δυ­νη­θεῖ ὁ πι­στὸς ἀρ­χι­κὰ νὰ ἀ­φουγ­κρα­στεῖ καὶ στα­δια­κὰ νὰ βι­ώ­σει ὅ­τι «ἡ κλῆ­σις τοῦ ὑ­περ­κο­σμί­ου Πα­τρὸς ἑλ­κύ­ει ἡ­μᾶς. Αἰ­σθα­νό­με­θα ὅ­τι ἡ πλευ­ρὰ ἐ­κεί­νη τῆς φύ­σε­ως ἡμῶν, ἥτις φέ­ρε­ται πρὸς Αὐ­τόν, κα­θί­στα­ται ὑ­περ­κό­σμια. Ἡμεῖς οἱ ἴ­διοι εἴ­με­θα κτί­σμα­τα, ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς διὰ τῆς ἐ­πὶ γῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως Αὐ­τοῦ, τῆς δι­δα­χῆς καὶ τοῦ ὑ­πο­δείγ­μα­τος Αὐ­τοῦ, ἀ­περ­γά­ζε­ται ἡμᾶς ὁ­μοί­ους πρὸς Αὐ­τόν. Συν­τε­λεῖ­ται ἐν ἡμῖν ἡ ὁ­μοί­ω­σις πρὸς τὸν Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ὸν διὰ τῆς ἐν ἡ­μῖν ἐ­νοι­κή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Κα­τὰ τὸν τρό­πον αὐ­τὸν γι­νό­με­θα καὶ ἡ­μεῖς υἱ­οὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου»[11].
Ἡ νο­ε­ρὰ προ­σευ­χὴ κά­νει τὴ λαμ­πρό­τη­τα τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης νὰ δι­εισ­δύ­ει μέ­σα σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς ζω­ῆς μας. Ἀρ­χι­κὰ με­τα­μορ­φώ­νει τὴ σχέ­ση τοῦ προ­σευ­χό­με­νου μὲ τὸν ὑ­λι­κὸ κό­σμο ποὺ τὸν πε­ρι­βάλ­λει καὶ ἀ­κο­λού­θως μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ἄλ­λω­στε ὅ­τι ἡ εὐ­χὴ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὶς δύ­ο κύ­ρι­ες «στιγ­μὲς» τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Λα­τρευ­τι­κῆς πρά­ξης: «Τὴ στιγ­μὴ τῆς προ­σκύ­νη­σης, τῆς ἐ­να­τέ­νι­σης τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς ἀ­να­ζή­τη­σής Του μὲ τὴν ἀ­γά­πη. Τὴ στιγ­μὴ τῆς με­τά­νοι­ας, τῆς αἴ­σθη­σης τῆς ἀ­να­ξι­ό­τη­τας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ὑ­πάρ­χει μί­α κυ­κλι­κὴ κί­νη­ση μέ­σα στὴν προ­σευ­χή, μί­α ἀ­κο­λου­θί­α ἀ­νά­βα­σης καὶ ἐ­πι­στρο­φῆς. Στὸ πρῶ­το μι­σό τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­νερ­χό­μα­στε πρὸς τὸ Θε­ὸ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ…» καὶ κα­τό­πιν στὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ γυ­ρί­ζου­με στὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ συν­τρι­βὴ «… ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἁ­μαρ­τω­λόν». Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­χουν γευ­θεῖ τὸ δῶ­ρο τοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­χουν ταυ­τό­χρο­να συ­νεί­δη­ση δύ­ο πραγ­μά­των· ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ τῆς χα­ρᾶς καὶ τῆς πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ ἀ­π᾿ τὴν ἄλ­λη με­ριά, τῆς τα­ρα­χῆς, τοῦ φό­βου καὶ τοῦ θρή­νου. Τέ­τοι­α εἶ­ναι ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δι­α­λε­κτι­κή τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς»[12].
Ὁ Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος πα­ρο­μοιά­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς προ­σευ­χῆς γιὰ τὸν πι­στὸ μὲ τὴν σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς θά­λασ­σας γιὰ τὰ ἔμ­βια ὄν­τα: Ἀλ­λ᾿ ἀ­νί­σως καὶ ἀ­πο­στε­ρή­σης τὸν ἑ­αυ­τόν σου ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χήν, ἔ­κα­μες ὡς νὰ ἤ­θε­λες εὐ­γά­λεις (sic) τὸ ψά­ρι ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σαν· δια­τὶ κα­θ᾿  ὅν τρό­πον ζῆ τὸ ψά­ρι μὲ τὸ νε­ρόν, τοι­ου­το­τρό­πως ζεῖς καὶ σὺ μὲ τὴν προ­σευ­χήν· καὶ κα­θὼς ἐ­κεῖ­νο πλέ­ει ἐ­πά­νω εἰς τὸ νε­ρὸν εὔ­κο­λα καὶ ὑ­πά­γει ὅ­που θέ­λει, οὕ­τω καὶ σὺ μὲ τὴν προ­σευ­χὴν θέ­λεις πε­ρά­σει τοὺς Οὐ­ρα­νοὺς καὶ νὰ σι­μώ­σεις εἰς τὸν Θε­ὸν»[13].
Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πιὸ φη­μι­σμέ­νους Πα­τέ­ρες τῆς ἐ­ρή­μου στὴν Αἴ­γυ­πτο τοῦ 4ου αἰ­ῶ­να, ὁ Ἅγ. Σε­ρα­πί­ων ὁ Σιν­δω­νί­της, τα­ξί­δευ­ε μί­α φο­ρὰ γιὰ προ­σκύ­νη­μα στὴ Ρώ­μη. Ἐ­κεῖ τοῦ εἶ­παν γιὰ μί­α πε­ρί­φη­μη ἔγ­κλει­στη, μί­α γυ­ναί­κα ποὺ ζοῦ­σε πάν­τα σ᾿ ἕ­να μι­κρὸ δω­μά­τιο, χω­ρὶς πο­τὲ νὰ βγαί­νει ἔ­ξω. Δυ­σπι­στών­τας γιὰ τὸν τρό­πο τῆς ζω­ῆς της, (για­τί ὁ ἴ­διος ἦ­ταν ἕ­νας με­γά­λος πε­ρι­πλα­νώ­με­νος), ὁ Σε­ρα­πί­ων τὴν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καὶ τὴ ρώ­τη­σε: «Για­τί κά­θε­σαι ἐ­δῶ;» κι ἐ­κεί­νη τοῦ ἀ­πάν­τη­σε : «Δὲν κά­θο­μαι, τα­ξι­δεύ­ω»[14].


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πέ­τρ, 1,16.
2. Πό­πο­βιτς Ἰ­ου­στί­νου, Ἀρ­χι­μαν­δρί­του, Ἄν­θρω­πος καὶ Θε­άν­θρω­πος, ἐκδ. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου, Ἀ­θῆ­ναι 1970, σελ. 66.
3. Ἑ­βρ. 2,11.
4. Σω­τη­ρό­που­λου Χα­ράλ., Νη­πτι­κοὶ καὶ Πα­τέ­ρες τῶν μέ­σων χρό­νων, Ἀ­θῆ­ναι 2000, σελ. 20. Πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νη ἀ­να­φο­ρὰ γί­νε­ται στὸ λό­γο πε­ρὶ ἀ­σκη­τι­κῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ (P G 90, 324).
5. Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Συμ­βου­λευ­τι­κὸν Ἐγ­χει­ρί­διον ἐκδ. Νεκ. Πα­να­γό­που­λος, Ἀ­θῆ­ναι 2001, σελ. 181.
6. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Σι­να­ΐ­του, Κλί­μαξ, ἔκδ. Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Πα­ρα­κλή­του, Ὠ­ρω­πὸς Ἀτ­τι­κῆς, 1998, σελ. 387-388.
7. Ware Καλ­λί­στου, Ἐ­πι­σκό­που Δι­ο­κλεί­ας, Ἡ δύ­να­μη τοῦ ὀ­νό­μα­τος, ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐκδ. Ἀ­κρί­τας, Ἀ­θή­να 1983, σελ. 15.
8. Εὐ­δο­κί­μοφ Παύ­λου, Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐκδ. Βασ. Ρη­γό­που­λου, Ἀ­θή­να 1972, σελ. 155.
9. Γαλ. Β’ 20.
10. Σω­τη­ρό­που­λου Χα­ράλ., Συ­με­ὼν ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος, Βί­ος – Ἔρ­γα – Δι­δα­σκα­λί­α, Ἀ­θῆ­ναι 2002, σελ. 124-135.
11. Σα­χά­ρωφ Σω­φρο­νί­ου, Ἀρ­χι­μαν­δρί­του, Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι, ἔκδ. Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσ­σεξ Ἀγ­γλί­ας, 1992, σελ. 159.
12. Ware Καλ­λί­στου, Ἡ δύ­να­μη τοῦ ὀ­νό­μα­τος, σελ. 31-32.
13. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Μαρ­γα­ρί­ται, ἐκδ. Βασ. Ρη­γό­που­λου, Θεσ/νί­κη 1972, σελ. 111.
14. Ware Καλ­λί­στου, Ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος δρό­μος, ἐκδ. Ἑ­πτά­λο­φος, Ἀ­θῆ­ναι 1984, σελ. 9.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...