Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2015

Οικουμενισμός επί Τουρκοκρατίας και η αντίδραση των τότε αγίων...


Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη «Το σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», Μέρος Γ΄, Κεφ. Γ΄ (ολόκληρο το βιβλίο εδώ). Επιλεγμένα αποσπάσματα εδώ.

8
[Απόσπασμα από την αρχή του κεφαλαίου] Παρόμοιες ή ακόμη και χειρότερες από τις σημερινές καταστάσεις συνέβαιναν αναμφίβολα και παλαιότερα. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν αρκετές ενωτικές προσπάθειες με αιρετικούς, οι μεμονωμένες περιπτώσεις μυστηριακής διακοινωνίας και λειτουργικών συγχρωτισμών Ορθοδόξων - ετεροδόξων ήταν κάτι το σύνηθες -ιδίως σε ορισμένους τόπους και χρονικές περιόδους- ενώ συχνά ορισμένοι Ορθόδοξοι διεκήρυτταν απαράδεκτα φρονήματα, παρόμοια με τα σημερινά οικουμενιστικά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι άγιοι Πατέρες αντιμετώπισαν τις ανωτέρω καταστάσεις, καθώς και η σχετική τους διδασκαλία καθορίζουν ως όρους διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους μας προ συνοδικής κρίσεώς τους την ένωσι με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς ή την επίσημη διακήρυξι κάποιας αιρέσεως.

Αντιθέτως, οι ενωτικές προσπάθειες με τους αιρετικούς, οι Θεολογικοί Διάλογοι μαζί τους ή η απλή ύπαρξις Φιλενωτικών, Λατινοφρόνων και γενικότερα κληρικών οι οποίοι διακρίνονταν για την άγνοια ως πρός τις σχέσεις τους μέ τούς ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και τήν απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας, δεν αποτελούσε για τους Πατέρας λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους. Οι Πατέρες δηλαδή αγωνίσθηκαν μεν εναντίον τους με υποδειγματικό τρόπο, δεν ίδρυσαν όμως δικές τους Εκκλησίες Γ.Ο.Χ., όπως οι σημερινοί Ζηλωταί. [...]


ια΄. Αλλοίωσις του εκκλησιαστικού φρονήματος ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών και περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές προσπάθειες με τους Λατίνους σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι δυσχερείς όμως περιστάσεις εκείνης της εποχής σέ συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου, Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος.

Πλήθος μαρτυριών εκείνης της περιόδου φανερώνουν, ότι συνέβαιναν -όπως και στους πρώτους αιώνας της β΄ χιλιετίας- αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ιδίως σε περιοχές της Ελλάδος, στις οποίες είχαν ιδρυθή «παπικαί κοινότητες μετά επισκοπών, μοναστηρίων και μοναχικών ταγμάτων»276. Οι περιπτώσεις αυτές καταδεικνύουν τήν άγνοια και τήν σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.

Πράγματι, η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Λατίνους και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί ότι είχε χαθή η συνείδησις, πως το Μυστήριο αυτό διαστέλλει την Ορθόδοξο Εκκλησία από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. «Εκ των Πρακτικών της επαρχιακής Λατινικής Συνόδου της Κρήτης του 1486, κατά την οποίαν μετέσχον και “Έλληνες παπάδες”, πληροφορούμεθα, ότι Ορθόδοξοι ιερείς μετελάμβανον Λατίνους» «και ότι Λατίνοι ενεταφιάζοντο υπό Ορθοδόξων ιερέων»277.

Θλιβερή ήταν και η τακτική ορισμένων Ορθοδόξων αρχιερέων και ιερέων να συνεργάζωνται με τους λατίνους “ιεραποστόλους”.

«Οι παπικοί μισσιονάριοι, με την άδεια των ελλήνων Επισκόπων, ιερουργούν μέσα σε ορθοδόξους ναούς στήνοντας το δικό τους “αλτάρι” μπροστά στο εικονοστάσιο - τέμπλο, ή και μονιμότερα σε διπλανό κλίτος μέσα στον ίδιο ναό. Ορθόδοξοι μητροπολίτες δίνουν την άδεια στους Ιησουῒτες να κηρύττουν στις ελληνικές εκκλησίες, να κατηχούν και να εξομολογούν τους ορθοδόξους πιστούς.

“Πήρα γραπτή άδεια από τον έλληνα Μητροπολίτη, να κάνω κήρυγμα και κατήχηση στις ελληνικές εκκλησίες”, γράφει ένας Ιησουῒτης από την Νάξο το 1641. Ο έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, την ίδια περίπου εποχή, δίνει τήν άδεια σέ Ιησουῒτες νά εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν τους Ιησουῒτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς νά εξομολογούν τον λαό.

Το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Θήρα έχει ως πνευματικούς πατέρες και εξομολόγους κάποιους μισσιονάριους Ιησουῒτες. Και ορθόδοξος μητροπολίτης “εφησυχάζων” στην Αθήνα μαρτυρείται από τις πηγές ότι πηγαίνει τακτικά να εξομολογηθεί σε Γάλλο καπουτσίνο ιερέα. Το 1680 ο Μητροπολίτης της Αίγινας Δαμασκηνός γράφει στον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄ ζητώντας του να στείλει στο νησί δύο Ιησουῒτες κατάλληλους να κηρύττουν και να εξομολογούν τον ελληνικό κλήρο και λαό. Η χρησιμοποίηση παπικών μισσιοναρίων ειδικά για την εξομολόγηση των ορθοδόξων πιστών, φαίνεται πως ήταν επί μακρό διάστημα μία συνηθισμένη μεταξύ των ελλήνων μητροπολιτών τακτική»278.

Είναι χαρακτηριστικά, τα όσα έγραφε κατά το 1651 ο Πάρου - Νάξου Ιωσήφ «εις χορηγουμένην υπ᾿ αυτού άδειαν εις καπουτσίνους ιερομονάχους»: «...Η ημετέρα ταπεινότης ανατίθησι το μυστήριον τούτο και αναγκαίον έργον των πανοσιωτάτων και λογιωτάτων ιερών ανδρών Καπουτζίνων, των εν τω άστει της περιφήμου ταύτης πόλεως Ναξίας οικούντων, του αναδέχεσθαι και διακρίνειν τους λογισμούς και τα ποικίλα πάθη πάντων των εις εξομολόγησιν αυτοίς προσερχομένων και οικονομείν την σωτηρίαν και μετάνοιαν αυτών ως συνεργοί και υπηρέται παρά Θεού δοθείσης ημίν πνευματικής και αποστολικής ταύτης Χάριτος, επί σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών ... Συνιστώμεν ουν αυτούς προς πάντας υμάς τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς, ευλαβεστάτους ιερείς, πανοσιωτάτους Καθηγουμένους, οσιωτάτους ιερομονάχους, και μοναχούς, ευγενεστάτους άρχοντας και άπαξ απλώς εις πάντας του χριστεπωνύμου πληρώματος, ίνα αγαπάτε, τιμάτε, και ευλαβείσθε αυτούς ως δη εναρέτων και οσίων ανδρών τυγχάνει...»279.


Αξιομνημόνευτες είναι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν Έλληνες επίσκοποι και ηγούμενοι μονών εκείνης της εποχής προς τον πάπα. Τον αποκαλούσαν «πιστή κεφαλή και φύλακα της Αποστολικής Εκκλησίας», «ισάγγελο και υπέρτατο των επισκόπων», «καύχημα των Ορθοδόξων Χριστιανών», «βικάριο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»280.

Κατά τα μέσα επίσης του ιζ΄ αιώνος «η Μονή της Λαύρας προσέφερεν εις τουςοπαδούς του αγίου Ιγνατίου (Ιησουῒτας) μικράν εκκλησίαν, αγρούς, αμπέλους και κατάλληλον χώρον παρά τα τείχη αυτής προς ίδρυσιν μονής... Τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουῒτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν διά την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών. Το ανωτέρω επετεύχθη υπό του Έλληνος ουνίτου ιερομονάχου Κανάκη Ρώσση»281. «Το παπικό σχολείο μόρφωνε τους ορθοδόξους μοναχούς επί επτά χρόνια. Το 1641 υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στην Θεσσαλονίκη, επειδή αντέδρασαν όχι οι αγιορείτες μοναχοί, αλλά οι τουρκικές αρχές»282.

«Κατ᾿ άλλας ιστορικάς μαρτυρίας, εν Τήνω, περί το 1615, οι Ορθόδοξοι εχρησιμοποίουν από κοινού μετά των Δυτικών τον Μητροπολιτικόν Ναόν, εις τον οποίον ορθόδοξος ιερεύς ελειτούργει επί τής αυτής αγίας Τραπέζης μετά του Δυτικού κλήρου, πάσας δε τας επισήμους τελετάς και λιτανείας ετέλουν από κοινού οι κληρικοί των δύο δογμάτων... Πολλαί εκκλησίαι εχρησίμευον από κοινού εις τους Έλληνας και τους Λατίνους διά την θείαν Λειτουργίαν. Αφού δηλαδή ο Λατίνος διάκονος είχεν αναγνώσει τον Απόστολον, ανεγίνωσκε πάλιν τούτον ο Έλλην διάκονος εις ελληνικήν γλώσσαν. Και όταν ο Λατίνος είχεν αναγνώσει το Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκε τούτο και ο Έλλην ιερεύς εις ελληνικήν γλώσσαν»283.

Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία αξιωματούχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας το 1653, «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν, και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις έν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»284. Επίσης «εν ταις Ιονίαις νήσοις... ο Ορθόδοξος κλήρος υπεχρεούτο να υποδέχεται τον λατίνον επίσκοπον εγκαθιδρυόμενον, να μνημονεύη αυτόν, να υποτάσσεται εις αυτόν, να πληρώνη φόρον και να συλλειτουργή εις ορισμένας λατινικάς εορτάς»285.

Τόν εκκλησιασμό των Λατίνων και των Αρμενίων σε Ορθοδόξους ναούς, καθώς και την διανομή αντιδώρου στούς ανωτέρω αιρετικούς επέτρεπαν κατ᾿ οικονομία ακόμη και οι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος ο Σχολάριος και Ιεροσολύμων Δοσίθεος286.

Από την Εγκύκλιο επίσης του Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ προς τους Ορθοδόξους ιερείς της Σίφνου και Μυκόνου το 1749 γίνεται φανερό, ότι υπήρχε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των Ορθοδόξων κληρικών και των Λατίνων. Πράγματι, ο πατριάρχης πρόσταζε μεταξύ άλλων: «Από τούδε και στο εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνήτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τε τα ιερά της καθ᾿ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας»287.

Τέλος γνωστά είναι και τα φρονήματα του επισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου (τέλη ιστ΄ αιώνος), ο οποίος «πίστευε πως μιά υποχώρηση κι᾿ ένας συμβιβασμός με τους καθολικούς με βάση τον τόμο της Φλωρεντινής Συνόδου θα ωφελούσε την σκλαβωμένη Ανατολή»288. Πράγματι, ο Μαργούνιος διά των συγγραμμάτων του περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εζήτει να συμβιβάση τα ασυμβίβαστα, προκαλέσας πολλάς υποψίας και κατηγορίας κατ᾿ αυτού»289.


ιβ΄. Η αντίδρασις των αγίων Πατέρων στις ανωτέρω απαράδεκτες ενέργειες
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας συνέβαιναν λοιπόν αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων. Ορισμένοι μάλιστα Ορθόδοξοι αρχιερείς και ιερείς δεν διέθεταν Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά εφήρμοζαν μία καθαρά “οικουμενιστική” τακτική, συμπροσηύχοντο με αιρετικούς και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι τήν εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Μελέτιος Πηγάς, Ηλίας Μηνιάτης, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Ευγένιος Βούλγαρης, Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης) αγωνίσθηκαν μεν υπέρ των ιερών Παραδόσεων, αλλά δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω κληρικούς ούτε ίδρυσαν “ Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.”. Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την Δυτική προπαγάνδα, η οποία ωργίαζε μέ σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους»290.

Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος π.χ. διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως είναι αιρετικοί;... Και πώς εσύ κρατείς τους Λατίνους διά Ορθοδόξους;... Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;... Από τον Θεόν τον ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι τήν ώραν εκείνην»291.

Οι όσιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης 292 και Αθανάσιος ο Πάριος 293 αγωνίζονταν επίσης κατά των «Λατινοφρόνων» της εποχής τους, δηλαδή των επισκόπων και λοιπών κληρικών, οι οποίοι δεν τηρούσαν την απόφασι των Ανατολικών πατριαρχών του 1755294 και δεν αναβάπτιζαν τους Λατίνους, που προσήρχοντο στην Ορθόδοξο Εκκλησία.


ιγ΄. Περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τον ιθ΄ αιώνα 

Οι μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων και οι σποραδικές διακηρύξεις κακοδόξων φρονημάτων από Ορθοδόξους κληρικούς συνεχίσθηκαν και κατά τον ιθ΄ αιώνα. Οι Γ.Ο.Χ. βέβαια, προκειμένου να παρουσιάσουν ως εύλογη την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το 1924, ισχυρίζονται, ότι οι περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων έχουν ως αφετηρία τους την αλλαγή του ημερολογίου το 1924 ή την έκδοσι της Εγκυκλίου του 1920, διά της οποίας το Οικουμενικό πατριαρχείο έθεσε τις βάσεις για την συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνησι.
Φυσικά οι Γ.Ο.Χ. δεν έχουν δίκαιο. Η ύπαρξις περιπτώσεων εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων, που θα αναφέρουμε κατωτέρω, αποδεικνύουν ότι “οικουμενιστικές” παραφωνίες -παρόμοιες μάλιστα με τις σημερινές- συνέβαιναν και λίγες δεκαετίες προ του σχίσματος του 1924, χωρίς όμως οι Πατέρες να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους υπευθύνους των ενεργειών αυτών. Κατά συνέπεια το σχίσμα των Γ.Ο.Χ. είναι τελείως αδικαιολόγητο.
Κατωτέρω θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις κοινωνίας με τους ετεροδόξους κατόπιν κυρίως συνοδικών αποφάσεων, διότι οι μεμονωμένες περιπτώσεις είναι μάλλον αναρίθμητες.
Κατά τις αρχές του ιθ΄ αιώνος «εις πλείστους ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς επεκράτει δεινή άγνοια και σύγχυσις, επί των σχέσεων Ορθοδοξίας και ετεροδόξων... Είςτων ξένων ιεραποστόλων, ο ελληνομαθής Άρτλεϋ, ιδρύσας σχολήν εν Αιγίνη, εκήρυττεν από του άμβωνος του ορθοδόξου ναού της νήσου, έχων μεταξύ των ακροατών του τον επίσκοπον τότε Ταλαντίου Νεόφυτον Μεταξάν. Οὗτος δε, και ως επίσκοπος Αττικής, είχε στενάς σχέσεις μετά των ξένων ιεραποστόλων, συμπαριστάμενος εν κηδείαις προτεσταντών εν ορθοδόξοις ναοίς τελουμέναις.
Κατά την υποδοχήν του Όθωνος, το πρώτον ελθόντος εις Αθήνας, ο Νεόφυτος, ενδεδυμένος τα αρχιερατικά άμφια, είχε και προτεστάντας πάστορας εν τη συνοδεία αυτού! Προτεσταντική ακολουθία, Ορθόδοξος ιεράρχης και Παπικός βασιλεύς απετέλουν σύνθεσιν, υπενθυμίζουσαν την εξωτερικήν οικουμενιστικήν ενότητα! Αι οικουμενιστικαί αντιλήψεις διεβίβρωσκον ήδη εις βάθος την εν Ελλάδι Εκκλησίαν»295.
Στο σύγγραμμα μάλιστα «Ιερά Ανθολογία», το οποίο εκδόθηκε με την έγκρισι της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, υποστηριζόταν η κακόδοξος άποψις, ότι σώζονται ακόμη και οι ετερόθρησκοι. Στην συνέχεια «αρχιερείς απ᾿ άμβωνος, με πρωτοπόρον τον Ύδρας... εκήρυττον ότι· “ Όλα τά έθνη όσα εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν”»296.
Το 1870 επίσης ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σύρου Αλέξανδρος σε σχετική «πρός την Ιεράν Σύνοδον Έκθεσίν του... Συνίστα “να αναγνωρίση εκατέρα Εκκλησία (Ορθόδοξος και Αγγλικανική) εκατέραν, ως κοινότητα Χριστιανικήν, έχουσα τον αυτόν Κύριον και την αυτήν ελπίδα σωτηρίας”»297.
Το 1837 ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ επέτρεψε «να γίνουν Αγιασμοί χάριν των Αρμενίων», ενώ το 1874 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε την μετάδοσι του Μεγάλου Αγιασμού στούς ανωτέρω αιρετικούς298.
Το 1879 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε επίσης κατ᾿ οικονομία στους Ορθοδόξους ιερείς «βαπτίζειν τα των Αρμενίων τέκνα, ορθοδόξως μεταδιδόναι τα μυστήρια εν ώρα θανάτου τοις Αρμενίοις ως Αρμενίοις, και τελείν στέψεις αυτών δι᾿ έλλειψιν ιερέως» μόνο «εν ανάγκη κατεπειγούση και αναποδράστω».
Με άλλα λόγια «εισήγετο η εν τη Θ. Ευχαριστία τω Βαπτίσματι και τώ Γάμω μυστηριακή μετά των Αρμενίων επικοινωνία». Έως τότε ο Ορθόδοξος κλήρος των Ιονίων νήσων «δεν εδίσταζε να βαπτίζη τα τέκνα των Βρεττανών», «ότε δεν είχον Άγγλους ιερείς», καθώς επίσης να στεφανώνη και να ενταφιάζη τους «Ρωμαιοκατολίκους (Ουνίτας) της Συρίας»299.
Την τέλεσι μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων επέτρεψαν κατά τα μέσα του ιθ΄ αιώνος διά σχετικών τους αποφάσεων τόσο η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος300 όσο και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως301.

Το 1869 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε ακόμη «όπως εν ελλείψει ετεροδόξου ιερέως κηδεύωνται επί τη βάσει καθορισθέντος ιδίου Τυπικού, ετερόδοξοι υπό ορθοδόξων ιερέων, ως και να θάπτωνται εις τα ορθόδοξα νεκροταφεία»302. Το παράδειγμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα έτη και οι Εκκλησίες της Ελλάδος, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας.

«Εν έτει 1863 Αγγλικανός κληρικός εγένετο δεκτός εις το Μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας εν Σερβία, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας»303.

Το 1874 και 1875 Ορθόδοξοι και Αγγλικανοί κληρικοί συνιερούργησαν κατά την τέλεσι των Μυστηρίων του γάμου και της βαπτίσεως «εν Πάτραις»304.

Το 1893 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος επέτρεψε σε Σύρους Ορθοδόξους της Αυστραλίας να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Αγγλικανούς305.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

276 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 205, 1, σελ. 29.
277 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 98, § 29, σελ. 243.
278 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 97.
279 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, σελ. 36-37.
280 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 99.
281 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 35-36.
282 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 95.
283 Ι. Κοτσώνη, Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Λατινοκρατίας και Ενετοκρατίας, σελ. 4-8.
284 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ.
285 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 51, σελ. 697.

286 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 262-263.
287 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, τόμος β΄, σελ. 367.
288 Γ. Βαλέτα, Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, σελ. 30.
289 Θ.Η.Ε., τόμος 8, στήλη 634.
290 Εφραίμ Ιεροσολύμων, Ευαγγελική Σάλπιγξ, Προοίμιον, σελ. ιγ΄.
291 Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εις τήν εορτήν των τριών Ιεραρχών, σελ. 326-327.
292 Πηδάλιον, σημείωσις στόν μστ΄ Αποστολικόν, σελ. 56.
293 Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, σελ. 350-352.
294 Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ έν Βάπτισμα, σελ. 126-128.
295 Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 214-215.
296 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, σελ. 173.
297 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 23, σελ. 193.
298 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 248-249.
299 Ένθ᾿ ανωτ. § 4, σελ. 18, § 21, σελ. 146, § 26, σελ. 218, § 29, σελ. 243.
300 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος β΄, σελ. 246.
301 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ᾿ ανωτ. § 26, σελ. 230-232.
302 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 244.
303 Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα, σελ. 71.
304 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ’ ανωτ. § 17, σελ. 109.
305 Ένθ᾿ ανωτ. § 17, σελ. 96.


To είδαμε :εδώ

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2015

Οι πρωτομάρτυρες και διδάχοι Κοσμάς Φλαμιάτος και Παπουλάκος


Ο συγγραφέας καθηγητής DDr Αλέξιος Παναγόπουλος του Παναγιώτη το έτος 2008, κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο: «Κοσμάς Φλαμιάτος και Παπουλάκος – στις φυλακές αράπη κάστρου Ρίου – και ένα αμφιλεγόμενο στιχούργημα», από τις εκδόσεις Επτάλοφος και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε., Αβέρωφ 2, Αθήνα. Περιέχει χαιρετισμό του Οικουμενικού Πατριάρχου, της τότε υπουργού Εξωτερικών, του ηγουμένου Μ.Σπηλαίου, του μακαριστού Δημάρχου Ρίου, και έχει σύνολο σελίδων σσ. 142.
flamiatos1
Στο βιβλίο αυτο επιχειρείται μια ερευνητική προσέγγιση σε μιά σημαντική εποχή της τότε πολιτικοθρησκευτικής κρίσης και η προσπάθεια της αναγέννησης του τόπου, σε μιά δύσκολη καμπή για τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οι πρωτομάρτυρες και τα θύματα του νεοσύστατου Ελλαδικού κράτους θυσιάστηκαν στον βωμό που επέλεξαν οι δυνάμεις του πνεύματος του αθεϊσμού και του ορθολογισμού της εσπερίας επιβάλοντας με βιαιότητα τις θέσεις τους στην καθ’ ημάς Ανατολική παράδοση. Μέσα από τον χρονολογικό πίνακα που παρατείθεται παρέχεται η δυνατότητα προσέγγισης στην ιστορική πραγματικότητα. Η ύλη υποδιαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια και στο τέλος παραθέτονται τα συμπεράσματα για την εποχή και την προσφορά των δύο φωτεινών παιδαγωγών, φιλοσόφων και διδασκάλων του Γένους.
Επαναδημοσιεύεται το τυπωμένο στο όνομα του λόγιου Κοσμά Φλαμιάτου στιχούργημα με τίτλο «επάνοδος ήτοι το φανάρι του Διογένους, δράμα ηθικόν», το οποίο εξέδωσε ο κατά σάρκα αδελφός του Συμεών Φλαμιάτος, εν Πάτραις 1882. Το οποίο όπως σημειώνουμε δεν είναι δημιούργημα του Φλαμιάτου, αλλά ο Φλαμιάτος το μελετούσε τακτικά και αφού εκοιμήθη, ο αδελφός του κηροποιός ολιγογράμματος το θεώρησε ως δικό του δημιούργημά του. Είναι τόσο επίκαιρο το στιχούργημα αυτό και τόσο πολύ διδακτικό που ως ηθικό φιλοσοφικό και παιδευτικό δράμα μας διδάσκει μέσω του στίχου για όλες τις αξίες και αρετές της ζωής, ενώ μας δίνει νοερά την ζωντανή εικόνα της πνευματικής κατάστασης του Φλαμιάτου.
Αναζητούνται τα αίτια της ηθικής, της θρησκευτικής και της πολιτικής κρίσης της εποχής εκείνης της Βαυαροκρατίας, καθώς και τα αίτια που τα δύο φωτεινά πνεύματα οι δύο πνευματικοί δημιουργοί υπέπεσαν ως θύματα του βαυαροκρατούμενου νεοσύστατου Ελλαδικού κράτους, μιάς χαοτικής γενικής κατάστασης που επικράτησε ήδη από την δολοφονία του συνετού κυβερνήτη μας ιατρού Ιωάννη Καποδίστρια, του άδολου πατριώτη και εθελοντή του Γένους, ο οποιος έφτιαξε τα Καντόνια της Ελβετίας και εμείς τον δολοφονήσαμε.
papoulakos1
Μαζί με όλους τους Κολλυβάδες οι δύο νεομάρτυρες έγιναν οι στυλοβάτες και καθοδηγητές του Γένους. Παρότι κάποιοι αθεϊστές ιστορικοί τους έχουν παρεξηγήσει τον μέν έναν ως υπερβολικό λόγιο και τον άλλον ως αγράμματον χωριάτη, εν τούτοις είναι γνωστό ότι αυτοί πέθαναν μαρτυρικά στα μπουντρούμια για ένα ελεύθερο ορθόδοξο Έθνος αδέσμευτο από τη Βαυαροκρατία σε μια εποχή εθελοδουλείας και ξενομανίας που συνοδευόταν από την παραχάραξη της αλήθειας και της τέλειας υποταγής στο πνεύμα της Εσπερίας των Φράγκων.
Με αφορμή τις περί παιδείας αντιλήψεις του Κοσμά Φλαμιάτου και του συνεργάτη του του Παπουλάκου που είναι δίχως φτιασίδια και ύποπτες ωραιοποιήσεις ή κορδασμούς, έχουν προφητική διαίσθηση και οξύτατη ορθόδοξη σκέψη και βίωμα και αρετή και τόλμη. Επίσης ο διδάχος Κοσμάς Αιτωλός είναι ο πνευματικός νοερός προστάτης και πνευματικός καθοδηγητής και πρόδρομος του λόγιου Φλαμιάτου, μαζί με τον λόγιο νεομάρτυρα του Γένους Ρήγα Φεραίο.
Τότε εκείνη την χρονική περίοδο που η Ελλαδική Εκκλησία και η Ιόνιος Πολιτεία βρέθηκαν σκόπιμα αποκομμένες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι πρωτομάρτυρες δίνουν το παρόν και τη ζωή τους, ενάντια, στο πνεύμα του ξένου Φράγκου ηγεμόνα, στην ενδεχόμενη κατάργηση των παραδόσεων, στην ανθελληνική φράγκικη παιδεία, που με το διωγμό των αγίων, των ασκητών, των μοναχών και των γνήσιων ορθοδόξων διδασκάλων της πίστης, θεώρησαν ότι μπορεί να υποβιβάσουν, να μειώσουν, να αλλοιώσουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Μάλιστα όταν ο Όθωνας αποφάσισε και έκλεισε 400 σχεδόν μοναστήρια που συντηρούσαν οικογένειες και ορφανά του πολέμου.
Ο λόγιος Φλαμιάτος ως ευφυής κεφαλλήνιος χαρακτήρισε το Σύνταγμα του 1843 «σατανικόν» και αυτό το ίδιο το πνεύμα ήταν αυτο που έδωσε την δύναμη στους εξεγερθέντες την 3η Σεπτεμβρίου 1843 να αντιδράσουν δυναμικά, ενώ εκείνο το βράδυ ο δίκαιος στρατηγός Μακρυγιάννης έγραφε στη διαθήκη του μιλώντας για «απατεώνες της πατρίδας του».
papoulakos2
Επισημαίνεται ότι οι νέοι ξένοι εισαγόμενοι θεσμοί άρχισαν να δηλητηριάζουν τη ζωή του Έθνους, αφού τα τότε νέα σχολικά βιβλία παραμελούσαν τα σπουδαία ιστορικά, εθνικά και παιδευτικά γεγονότα που έφεραν την ελευθερία στο Γένος. Οι «ψευτοδιαφωτιστές» που φραγκεμένοι δίδασκαν το πνεύμα της εσπερίας αναγκάζουν τους πρωτομάρτυρες να καταγγείλουν δημόσια τους ηθικούς αυτουργούς που κρύβονταν πίσω από τις ύποπτες αναθεωρήσεις, του περιβάλλοντος του ρωμαιοκαθολικού Βασιλέα και της προτεστάντισσας Βασίλισσας και του ανθέλληνα αντιβασιλέα Μάουερ.
Η άμυνα των λογάδων και διδάχων του Γένους σε μια τέτοια αλλοτρίωση και μπρός στον κίνδυνο του αφελληνισμού εκφράζονται με την ποικιλία των χρησιμοποιούμενων μεθόδων τους υπό την καθοδήγηση του αρχηγού της «Φιλοορθοδόξου Εταιρείας» του λόγιου Φλαμιάτου και την προφητική προσέγγιση, για το ποθούμενο, για την απελευθέρωση της Πόλης των πόλεων της Κωνσταντινούπολης και της βοήθειας γι’ αυτό το σκοπό μέσω του προφητευμένου ξανθού Γένους.
Ο λόγιος Κων/νος Οικονόμου χαρακτηρίζει τον διδάσκαλο Φλαμιάτο ως «άνθρωπο του Θεού» και ο άρχιμ. Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος τον ακολουθεί συγκρατούμενός του έως και τις φυλακές αράπη του Ρίου, έως ότου τον δηλητηριάσουν οι αναίσχυντοι κρατούντες. Εκεί μαζί τους γιά λίγο θα βρεθεί συγκρατούμενος και ο ηρωϊκός Παπουλάκος, του οποιου η ζωή είναι μιά ανεπανάληπτη ιστοριογραφία κατά τον Κωστή Μπαστιά, αυτου του αγράμματου γενναίου πελοποννήσιου συνεργάτη του λόγιου Φλαμιάτου, που τριγυρνούσε πόλεις και χωριά για να διαφωτήσει την αλήθεια που η Βαυαροκρατία δεν ήθελε. Κατόπιν θα διωχθεί εξόριστος στην νήσο Άνδρο όπου θα πεθάνει μαρτυρικά από άδικο κτύπημα στο κεφάλι από τον οικείο επίσκοπο.
Επειδή τα μεγάλα ιδανικά για την πατρίδα για την πίστη για το Έθνος απαιτούν θυσίες αυτος ο λόγιος Φλαμιάτος δεν δέχθηκε την έδρα στην Ιόνιο Ακαδημία, για να μη του κλείσουν το στόμα. Γνώριζε ότι η ακινησία, το βόλεμα, η αδιαφορία και πάν φαύλον, είναι στοιχείο των σημείων των καιρών. Η ορθόδοξη πίστη και το αληθινό βίωμα του ήθους αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη αυτή των διδάχων του Γένους που τους έκανε πρωτομάρτυρες και ήρωες που μας δίδαξαν έμπρακτα την θυσία, την αφύπνιση, την διαφύλαξη της παράδοσης, την εν Χριστώ ζωή και πράξη στην μεταβυζαντινή και νεώτερη εποχή, χαράσσοντας με το αίμα τους το μέλλον του τόπου των ηρώων της πίστης και του Γένους.




 το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Ο Άρειος και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος – Προετοιμασία και αποτελέσματα

Η νομιμοποίηση και η επιβολή της Χριστιανικής θρησκείας δε σήμαινε και τον καθορισμό των λεπτομερειών της δογματικής της υπόστασης.[1]Η Εκκλησία τον τέταρτο αιώνα μπόρεσε να μεγαλουργήσει στον δογματικό τομέα, αντιμετωπίζοντας μεγάλες αιρέσεις όπως τον Αρειανισμό, τον Απολιναρισμό, τη διδασκαλία του Ευνομίου κ.α. με το να περιχαρακώσει με σαφήνεια τις δογματικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Η πρώτη μεγάλη απειλή για την επίσημη πλέον χριστιανική θρησκεία ήταν η διδασκαλία του Αρείου.
Ο Άρειος γεννήθηκε γύρω στο 260 στη Λιβύη, αλλά σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια. Η λιβυκή του καταγωγή, οι σπουδές του στην Αλεξάνδρεια και η μαθητεία του στο μάρτυρα Λουκιανό στην Αντιόχεια, έγιναν οι αιτίες για να γνωρίσει πολλαπλές ισχυρές εκκλησιαστικές παραδόσεις και μη,[2] τις οποίες αντιμετώπισε επιλεκτικά.[3]
AOIKSYN2
Το πρόβλημα που απασχολούσε τον Άρειο ήταν η αίδια-αιώνια γέννηση του Θείου Λόγου. Δίδασκε λοιπόν, ότι ο Υιος δεν είναι κατά φύση και κατ’ ουσίαν αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από το Θεό – Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω». Για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί αγέννητος, ούτε μέρος αγεννήτου. Ήταν επομένως, ένα απλό κτίσμα του Θεού. Ως κτίσμα, λοιπόν, ο Υιος και ο Λόγος του Θεού δεν είναι συνάναρχος και συναίδιος προς τον Πατέρα, αλλά δημιουργήθηκε αμέσως «θελήσει» του Πατρός, ενώ τα άλλα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν από το Θεό δια μέσου του Υιού. Η συνδημιουργία του κόσμου από το Θεό και τον Υιό δε σημαίνει ότι ο δεύτερος μετείχε στη φύση η στην ουσία του Θεού και ήταν κατά φύση αληθινός Θεός. Ο Άρειος υποστήριζε την απόλυτη μοναρχία της Θεότητας και δεχόταν ένα Θεό αγέννητο και άναρχο. Επομένως, πριν από τη δημιουργία του Υιού ήταν απόλυτη η «μοναρχία» του μόνου αγέννητου και άναρχου Θεού, γι’ αυτό και ο μεν Θεός δεν ήταν Πατήρ, πριν να δημιουργήσει τον Υιό και ο Υιος δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί από τον Πατέρα.[4]
Ο Άρειος και οι οπαδοί του χρησιμοποιούν αυστηρά την ιστορικογραμματική ερμηνευτική μέθοδο της Αντιοχειανής Σχολής για να τεκμηριώσουν την απόλυτη μοναρχία του Θεού – Πατρός, τη κτιστή φύση του Υιού – Λόγου και τη δημιουργία του από τον Πατέρα, την ατελή γνώση του για τον Πατέρα και την ηθική θεοποίηση του Υιού.
Την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ανέλαβε να ανασκευάσει ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος[5] με τη βοήθεια του Μεγάλου Αθανασίου. Στην πραγματικότητα ο Μέγας Αθανάσιος[6] ήταν ο μοναδικός θεολογικός αντίπαλος του Άρείου. Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας απέκλεισε τον Άρειο από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η διδασκαλία όμως του αιρεσιεράρχη Αρείου είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και πολλοί άνθρωποι είτε λαϊκοί είτε κληρικοί είχαν αρχίσει να την υιοθετούν. Η καταδίκη της αίρεσης από τις τοπικές σύνοδους της Αλεξάνδρειας το 320 και το 324, της Αντιόχειας το 325, καθώς και οι εγκύκλιες επιστολές του Αλεξάνδρου προς τους απανταχού επισκόπους της Καθολικής Εκκλησίας δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τη νουθεσία του Αρείου στο ορθόδοξο τριαδικό δόγμα και να ειρηνεύσουν την Εκκλησία.
Αναγκαία κρίθηκε η σύγκληση μίας μεγαλύτερης συνόδου, στην οποία θα μπορούσαν να απολογηθούν οι αρειανόφρονες επίσκοποι και ο ίδιος ο Άρειος και να διατυπωθεί ορθά η διδασκαλία της Εκκλησίας για την αίδια, άτρεπτη, τέλεια υιότητα και θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Η σύνοδος αυτή αρχικά προετοιμάστηκε ως άλλη μία τοπική σύνοδος, αλλά η συμμετοχή επισκόπων τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή καθώς και η θεολογική θεμελίωση του Τριαδικού δόγματος έδωσαν στη σύνοδο έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Η Σύνοδος αυτή είναι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας του Χριστού, η οποία έγινε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει το Λικίνιο, αποκτώντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφθασε το 324 στη Νικομήδεια όπου άκουσε πολλά παράπονα τόσο από τους αιρετικούς, όσο και από τους ορθοδόξους. Ο αυτοκράτορας διακαώς επιθυμούσε μία θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία και μη κατανοώντας τις δογματικές διαφορές της αρειανικής διδασκαλίας από την ορθόδοξη προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα των θεολογικών αντιπάλων. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να διεισδύσει στη βαθύτερη σημασία της αϊδιότητας της γεννήσεως του Υιού. Για το λόγο αυτό προέτρεπε και τον Άρειο και τον Αλέξανδρο να συνυπάρξουν ειρηνικά παρά τη διαφορετική τους διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό. Το μεγάλο θεολογικό κίνδυνο τον εξέθεσε στον αυτοκράτορα ο όσιος Κορδούης. Ο τελευταίος παρότρυνε τον Κωνσταντίνο για τη σύγκληση μίας Συνόδου με σκοπό την επίλυση της θεολογικής αυτής διαμάχης.
Ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος αποφάσισε αρχικά να συγκαλέσει μία νέα τοπική σύνοδο με τους επισκόπους της Ανατολής στην Άγκυρα της Γαλατίας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του Κωνσταντίνου με τον όσιο Κορδούης, ο τελευταίος πρότεινε στον αυτοκράτορα να συγκληθούν στη σύνοδο και οι επίσκοποι της Δύσεως. Ο αριθμός των επισκόπων της Ανατολής αυξήθηκε με τη συμμετοχή των επισκόπων της Δύσης. Κρίθηκε λοιπόν, απαραίτητη η μεταφορά του τόπου για τη συγκλήση της συνόδου από την Άγκυρα της Γαλατίας στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Η Νίκαια κρίθηκε καταλληλότερη για τη διεξαγωγή των εργασιών της συνόδου, αφού εξασφάλιζε την ευχερέστερη πρόσβαση των επισκόπων της Αιγύπτου και της Δύσης. Ταυτόχρονα όμως η πόλη αυτή έδινε τη δυνατότητα στον ίδιο τον Κωνσταντίνο να παρακολουθήσει ο ίδιος τις εργασίες της συνόδου. Μάλιστα ο αυτοκράτορας επιμελήθηκε όλες τις προετοιμασίες για την οργάνωση, ώστε να εξασφαλίσει όχι μόνο γρήγορη και άνετη μεταφορά των επισκόπων στη Νίκαια με την χρήση όλων των δημοσίων μεταφορικών μέσων, αλλά και να δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για άνετη διαμονή και πλούσια διατροφή τόσο του μεγάλου αριθμού των επισκόπων, όσο και του εξίσου μεγάλου πλήθους των συνοδών κληρικών. Υπήρξε άμεση ανταπόκριση από την πλειονότητα των προσκεκλημένων επισκόπων.
Η Σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στις 20 Μαΐου του 325. Οι προσυνοδικές συσκέψεις των επισκόπων, όπως και ορισμένες συσκέψεις κατά την περίοδο των εργασιών της συνόδου πραγματοποιήθηκαν στον «ευκτήρον οίκον», ενώ οι τακτικές συνεδρίες της συνόδου έγιναν στην αίθουσα του «βασιλείου οίκου», η οποία ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη για να δεχθεί το μεγάλο αριθμό των μελών της συνόδου και των συμβούλων τους.[7] Πρακτικά της Συνόδου δεν κρατήθηκαν. Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου, στα οποία ο ιερός πατήρ καταφεύγει στη μνήμη του για να περιγράψει γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Σύνοδο η λόγια που ειπώθηκαν από τους υποστηρικτές και τους επικριτές του Αρείου.
Ο Κωνσταντίνος θεωρώντας ότι η καταδίκη του Αρειανισμού θα έφερνε την πολυπόθητη ειρήνη στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας έγραψε: «Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας εφ’ όσον εκείνο, το οποίο με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η Αλήθεια, με τη βοήθεια του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, τις οχλαγωγίες, και τα θανάσιμα δηλητήρια της ασυμφωνίας».[8] Η εξέλιξη όμως των πραγμάτων διέψευσε τις ελπίδες του Κωνσταντίνου και η καταδίκη του Αρειανισμού δεν κατόρθωσε να δώσει ένα οριστικό τέλος στις θεολογικές έριδες που είχαν ξεσπάσει στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και κατ’ επέκταση μέσα στην Αυτοκρατορία.
Ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος λίγα χρόνια αργότερα θα αλλάξει στάση απέναντι στον Άρειο και τη διδασκαλία του, πράγμα που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον Αθανάσιο.
[1] Αλέξη Γ. Κ. Σαββίδη, Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου 284-518 μ.Χ., Αθήνα 1983, σ. 50.
[2] «Ο Άρειος επηρεάστηκε σταθερά από τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, τη φιλοσοφική αντίληψη περί απόλυτης υπερβατικότητας και περί ακινήτου του Θεού, από τις κοσμολογικές δυαλιστικές αντιλήψεις και προπαντός από τη διδασκαλία του Φίλωνα περί του κτιστού Λόγου, δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο.», Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σ. 114.
[3] Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σ. 114.
[4] Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1992, σσ. 376-393.
[5] «Ο Αλέξανδρος υπήρξε σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, για την οποία όμως γνωρίζουμε λίγα. Στον αλεξανδρινό θρόνο ανήλθε το 313, όταν το μελιτιανό σχίσμα είχε διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας. Ο Αλέξανδρος από το 318 μέχρι το 328 έγινε το επίκεντρο της Εκκλησίας και της θεολογίας, επειδή στην επαρχία του εμφανίστηκε ο αρειανισμός κι επειδή αυτός επωμίστηκε την αντιμετώπισή του.» Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σ. 100.
[6] «Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά την πορεία της θεολογίας, σπώντας το φράγμα των λεγόμενων θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ’εξοχήν, ώστε αυτός κυρίως να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας και αυτός να το εκφράσει.» Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σ. 263.
[7] Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1992, σ. 424.
[8] Σωκράτη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι, 9.

Πέμπτη, Μαΐου 21, 2015

O M. Κωνσταντίνος (μέσα από μια Ομιλία του) και η αγ. Ελένη

Σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο και χώρο στην Ανατολή, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α απηύθυνε το Λόγο  του περί ‘Τν γίων συλλόγῳ’ είτε στα Ελληνικά είτε στα Λατινικά ‘Oratio ad sanctorum coetum’. Πρόκειται για μια εκτεταμένη ομιλία όχι και τόσο ενδιαφέρουσα. Ωστόσο επειδή την έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας,  ήταν επόμενο κάποιος από πολιτικής απόψεως, και εφόσον καθόταν στις πρώτες σειρές, να προσποιηθεί ότι την έβρισκε ενδιαφέρουσα ή τουλάχιστον να προσπαθήσει ότι μένει ξύπνιος.
 MKE
Στο ΧΧ (από τα ΧΧVI) κεφάλαια, ο αυτοκράτορας αναφέρεται στον Τέταρτο Διάλογο του Βιργίλου και εξηγεί  την παρομοίωση που δίνει ο ποιητής εκεί, εξομοιώνοντας την Τροία με τον κόσμο και τον Αχιλλέα με τον Χριστό, που πολεμά ενάντια στο κακό. (Ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς προχώρησε ακόμα περισσότερο και όχι μόνο εξίσωσε τον Αχιλλέα με τον Χριστό αλλά και τον Έκτορα με τον διάβολο). Θα έλεγα ότι αυτή δεν είναι μια παρομοίωση με την οποία νιώθουμε σήμερα άνετα.  Ο Αχιλλέας του Ομήρου παρουσιάζεται ως ευερέθιστος και εγωκεντρικός ή τουλάχιστον κάποιος  που είχε αναπτύξει μια υπερβολική αίσθηση της προσωπικής του τιμής. Ο Χριστός δίδαξε τη μη βία και ήταν αρκετά ταπεινός ώστε να πεθάνει πάνω στο Σταυρό για μας, όπως σωστά αναφέρει ο Κωνσταντίνος στην πρώτη κιόλας πρόταση της ομιλίας του.
Εκτός από αυτήν την ομιλία υπάρχει και ακόμα μιά καλά γνωστή σύνδεση του Αχιλλέα με τον Χριστό-  κατ’ ακρίβειαν του Διονύσου, του Αχιλλέα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Χριστού. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική σύνθεση του πρώτου λουτρού ενός θεού ή ήρωα, που πέρασε στην Χριστιανική κουλτούρα ως η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού.
Τι μπορεί κανείς να σκεφτεί για όλ’ αυτά; Πιστεύω ότι κάποιος δεν μπορεί να πιστέψει το πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα ότι ο Χριστιανισμός είναι μόνο μια συνέχεια των ειδωλολατρικών πεποιθήσεων και των εικόνων απλώς σε άλλη μορφή. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, ο Κωνσταντίνος ήταν ένας Χριστιανός εκ πεποιθήσεως, ίσως και πολύ νωρίτερα απ’ ότι ήταν ασφαλές γι’ αυτόν να δημοσιοποιήσει την πίστη του. Εξάλλου έζησε στην αυλή του Διοκλητιανού για λίγο, ίσως κάτω από ένα είδος ομηρίας που θα διασφάλιζε την αφοσίωση του πατέρα του σ’ αυτόν.
Μια πιο πιθανή εξήγηση είναι ίσως το γεγονός ότι η αφήγηση του Ευαγγελίου είναι τόσο εντυπωσιακά παράξενη που όλοι κατά καιρούς αγωνίστηκαν να την καταστήσουν με κάποιο τρόπο πιο προσιτή. Επομένως, ναι μεν η απεικόνιση της Θεοτόκου καθήμενης σε θρόνο έχει φανερές ομοιότητες με τη θεά Ρώμη, που μπορεί και να σημαίνει ότι έχει βασιστεί σε τέτοιες απεικονίσεις, αλλά αυτό απέχει πολύ από τον τρόπο που παρουσιάζεται η Θεοτόκος στα Ευαγγέλια. Επομένως φαίνεται αυτή η περίπτωση να είναι περισσότερο θέμα εκπολιτισμού του Χριστιανικού μηνύματος ώστε να γίνει πιο κατανοητό εκτός των συνόρων των Αγίων Τόπων του πρώτου αιώνος.
Ο Κωνσταντίνος απευθυνόταν στον ταραχώδη κόσμο των τελευταίων χρόνων της Αρχαιότητας και το κεντρικό μήνυμα της ομιλίας του ήταν η υπεροχή του μονοθεϊσμού έναντι του ειδωλολατρικού πολυθεϊσμού. Ωστόσο ήταν και αυτός μέρος αυτού του κόσμου. Είχε μαθητεύσει στα Λατινικά και τα Ελληνικά και όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, είχε μιά κοσμοπολίτικη άποψη για τον τότε κόσμο. Είναι πιθανόν να πίστευε ότι με το να δημοσιοποιήσει κάποιες από τις γνώσεις του θα έδινε μια θεμελιώδη ώθηση στην αγόρευσή του.
Όταν κάποιος εντρυφήσει στη ζωή του Κωνσταντίνου, βρίσκει πάντοτε αναφορά στη μητέρα του, την Αγία Ελένη από τη Βιθυνία, που ήταν κατώτερης τάξης. Ο άγιος Αμβρόσιος αναφέρεται σ΄αυτήν ως ‘βοηθό σε κάποιο πανδοχείο’. Και αυτή είναι η πραγματικότητα. Ωστόσο αν  αναλογιστούμε τις ιδιαίτερες συνθήκες γύρω από τη ζωή της, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η Ελένη ήταν μια αξιόλογη γυναίκα. Προκάλεσε και διατήρησε την προσοχή ενός νεαρού Ιλλυριού στρατιωτικού, του Κωνστάντιου του Χλωρού, ο οποίος ήταν φανερά και ικανός και φιλόδοξος ( αφού έγινε και συμβασιλέας), στο σημείο να την παντρευτεί και να μείνει μαζί της μέχρι που ζήτησε διαζύγιο είκοσι χρόνια αργότερα για πολιτικούς λόγους.
Υπάρχει και η άποψη ότι ο Κωνστάντιος και η Ελένη δεν ήταν σύζυγοι νομικά, αλλά δεδομένης της αποδοχής που είχε ο Κωνσταντίνος ως νόμιμος διάδοχός του, και η άνοδος της Ελένης στο αξίωμα της Αυγούστας, αυτή η εκδοχή δεν φαίνεται να ευσταθεί. Όταν συναντήθηκαν, ο Κωνστάντιος είχε εκστρατεύσει στην Μικρά Ασία και είχε αρχίσει να αποκτά φήμη. Θα μπορούσε να διάλεγε την καλύτερη νύφη από τις πιό αριστοκρατικές οικογένειες. Τέτοιος γάμος θα του προσέφερε πλούτη και επιρροή που θα προωθούσε την καριέρα του. Ωστόσο η Ελένη, η φτωχή θυγατέρα ενός πανδοχέα,  είχε κάτι που έκανε τον Κωνστάντιο (ο οποίος θα έπρεπε να ήταν καλός γνώστης χαρακτήρων δεδομένης της θέσης και των φιλοδοξιών του) να την παντρευτεί και να την κρατήσει μαζί του ακόμα και στις εκστρατείες του. Τι ήταν αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά οι συνθήκες του γάμου μ’ ένα μελλοντικό αυτοκράτορα είναι αρκετές για να αποδείξουν ότι πρέπει να ήταν από μόνη της πολύ εντυπωσιακή.
Μετάφραση: Φιλοθέη

Δευτέρα, Απριλίου 27, 2015

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του




Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.


Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.
 Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρα¬τία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.
1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε μετά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έτους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέδριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρακτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 
Θεοδρομία τεύχος 7- Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2000
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

4 Απριλίου 1821: η άρση του αφορισμού της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (άγνωστα στοιχεία)

…για τον αφορισμό της Επανάστασης μιλάνε πολλoi- ανεξάρτητα από το αν έγινε αναγκαστικά ,για να διασωθούν από γενική σφαγή οι Έλληνες της Πόλης…-για την άρση όμως του αφορισμού, δεν μιλάει κανείς, ούτε για το μαρτύριο του Πατριάρχη, που ακολούθησε…Διαβάστε στην συνέχεια άγνωστα και συγκλονιστικά στοιχεία και, διαδώστε την ΑΛΗΘΕΙΑ! 
4 Απριλίου 1821.—Σε ειδική νυκτερινή μυσταγωγία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,Μ.Δευτέρα 4 Απριλίου 1821, με ειδικές προσευχές- ευχές, έγινε άρση του αφορισμού:
«… Θεέ Παντοκράτωρ, συγχώρησον πρῶτον ἡμῖν τοῖς ἡμαρτηκόσι διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ μονογενοῦς σου υἱοῦ, τοῦ ἐντειλαμένου ἡμῖν “εὔχεσθε καὶ μὴ καταρᾶσθε”, καθὰ δέδωκας ἡμῖν ἐντολήν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, καταλύομε τὸν ἀφορισμόν τοῦτον (σ. ΔΗ: 23 Μαρτ.1821), ὅν ἀκουσίως ἀπευθύναμε κατὰ τοῦ Χριστεπωνύμου ποιμνίου σου … ἐπάκουσον ἡμῶν καὶ ἐνίσχυσον καὶ σῶσον αὐτό τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ…»
και μετά, με την λαμπάδα της αγίας Τραπέζης, ενέπρησε τον αφορισμόν, όστις κατέπεσεν εις σπονδόν προ των ποδών αυτού-εννοείται τον αφορισμόν της Επαναστάσεως, ο οποίος ευρίσκετο επί ενός τρίποδος παρά τη αγία Τραπέζη. (από το Ελληνικό Ημερολόγιο)
Σπάνια εικόνα του Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε΄, δημοσιευθείσα στο περιοδικό “Ελληνικόν” (εκδιδόμενο στην Γερμανία την περίοδο της Επαναστάσεως του 1821).
Την Μεγάλην Δευτέραν του 1821, τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον, εν ω άπαντες οι εν τω Πατριαρχείω εκοιμώντο, ο Πατριάρχης κατήρχετο την κλίμακα, φέρων εις χείρας κλείδα και υπό των αγίων συνοδικών, των Μητροπολιτών Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομηδείας και Νικαίας ακολουθούμενος. Κατελθών εις την αυλήν του μεγάρου διηυθύνθη προς την θύραν του Πατριαρχικού ναού και ήνοιξεν αυτήν. Αφού δε πάντες εισήλθον, εκλείδωσεν αυτήν ένδοθεν. Θεία γαλήνη εκράτη εν τω ναώ.
Ουδέν άλλο φως έλαμπεν εν αυτώ ειμή το αμυδρόν ακοίμητον της κανδήλας της προ του Εσταυρωμένου και το της όπισθεν του αρτοφορείου της Αγίας Τραπέζης.
.
Η σιγή, το τρέμων φως των δύο κανδήλων, η μαρμαρυγή των αγίων εικόνων, αίτινες εφαίνοντο κινούμενοι υπό το ασθενές των κανδήλων φως, το σοβαρόν και ιεροπρεπές της Εκκλησίας, η παρουσία επτά ρασοφόρων, των επισημοτέρων ποιμένων της Ανατολικής Ποίμνης, παρίστων θέαμα εξαίσιον και απερίγραπτον.
– Άγιοι αδελφοί και συλλειτουργοί, είπε προς αυτούς ο Πατριάρχης, προχωρήσαντας  μέχρι των αγίων θυρών του ιερού βήματος, ένθα συνετάχθησαν εις κύκλον, έχοντες αυτόν εν τω μέσω, ιδού συνήλθομεν, εν τω ναώ του Θεού. Ουδείς άλλος μας βλέπει ειμή ο ακοίμητος αυτού οφθαλμός και ουδέν άλλο ους μας ακούει ειμή το ους το κλίνοντος αυτό εις τας δεήσεις και των δικαίων και των αμαρτωλών. Προ μικρού απηυθύναμεν αφορισμόν ακούσιον κατά των επαναστατών αδελφών ημών χριστιανών, των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος υπό την σημαίαν του Σταυρού μαχομένων.
Ο Σωτήρ ημων ενετείλατο ημίν το «εύχεσθαι και μη καταράσθε», ημείς δε κατηράσθημεν έργον άγιον, πράξιν θείου μαρτυρίου, θυμάτων ιερών υπέρ της πίστεως του Χριστού προσφερθέντων εις ολοκαύτωσιν.
.
Κατηράσθημεν τους τον βαρύν ζυγόν της δουλείας απειθήσαντας, ίνα ελευθερώσωσι την Πατρίδα από τους υβριστάς της αγίας ημών πίστεως και τους καταπιεστάς της εθνικότητος ημών. Όθεν ο ακοντιστείς παρ΄ ημών αφορισμός κατ΄ αυτών, ου μόνον επιβαρύνει τον τράχηλον ημών, αλλά και τους αγωνιζομένους κατέθλιψε, καίτοι ακούσιος, δι΄ ο οφείλομεν να άρωμεν αυτόν τη παρακλήσει του παναγίου Πνεύματος.
– Αλλ΄ ημείς, Παναγιώτατε Πατριάρχα, επράξαμεν έργον ακούσιον. Υπετάχθημεν εις την βίαν και εις την ανάγκην ίνα μη ερεθίσωμεν την οθωμανικήν κυβέρνησιν εις μείζονας κατά των χριστιανών κακώσεις, απεκρίθη ο Μητροπολίτης Εφέσου, απομάξας δάκρυ συμπαθείας και μετανοίας.
– Αληθώς επράξαμεν έργον ακούσιον, επανέλαβεν ο Πατριάρχης, και καθ΄ ην στιγμήν υπεγράφομεν τον αφορισμόν ενώπιον της εξουσίας, αι καρδίαι ημών ηύχοντο. Οφείλομεν εν τούτοις να τον λύσωμεν. Ακούσατε αδελφοί.
Το μεσονύκτιον του παρελθόντος Σαββάτου, αφ΄ ου ο διάκονός μου μοι ανέγνωσε το μεσονυκτικόν, επορευόμην εις την κλίνην μου, ότε δ΄ έκλεισα την θύραν του κοιτώνος μου και επλησίασα ολίγα βήματα προς αυτήν, μορφήν φωτεινή ώφθη αίφνης ενώπιόν μου».
«Ετοιμάσου, μοι είπεν εις το μαρτύριον, ευλόγησον ους κατηράσθης και μιμήθητι τον Χριστόν τον υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων αποθανόντα, επί του Σταυρού. Το μαρτύριόν σου έσεται η σωτηρία των πιστών».
Ήτο τοσούτον η φωνή αρμονική και πραεία, ώστε ως ηδύτατον βάλσαμον εισέδυσεν εν τη καρδία μου. Όλην εκείνην την νύκτα διήλθον εν προσευχή και η ψυχή μου επληρώθη αγαλλιάσεως.
Ήδη δε περιμένω το μαρτύριον, μαρτύριον εις σωτηρίαν των χριστιανών.
.
Οι συνοδικοί εθεώρουν εν πλήρει σιγή και κατανύξει τον Πατριάρχην της Ανατολικής Εκκλησίας, με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων να συγκινήσεως και αγάπης προς το Έθνος των.
Άγομεν, εξηκολούθησεν ο Γενάρχης. Το μαρτύριόν μου θέλει ακολουθήσει και ημείς μετά μικρόν αδελφοί, ίνα γίνη πλήρης η θυσία.
Και στραφείς ο Μητροπολίτης Νικομηδείας :-Συ είσαι ο νεώτερος πάντων ημών, είπε. Άναψε τας λαμπάδας της Αγίας Τραπέζης. Πρόθυμος εκτελεστής της εντολής του αρχηγού ο Ιεράρχης έδραμε προθύμως και λαβών κηρίον το ήναψε, καταβιβάσας την κανδήλα του Σταυρού, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, το οποίον εν ακαρεί εγένετο κατάφωτον.
– Ενδυθείτε τας ιερατικάς υμών στολάς, είπεν ο Πατριάρχης, εν ω συγχρόνως ενεδύετο και ούτος διακονούμενος υπό του Νικομηδείας.
Εισήλθον είτα πάντες εις το Ιερόν. Ο Πατριάρχης έστη ενώπιον της Αγίας Τραπέζης και οι Συνοδικοί περιεκύκλωσαν αυτόν πέριξ αυτής ιστάμενοι.
.
Και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο Πατριάρχης τον αφορισμόν έθηκεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά την Αγίαν Τράπεζαν και απήγγειλε την εξής προσευχήν, ακροωμένων των Συνοδικών:«Θεέ Παντοκράτωρ, Συ ο αποστείλας τον Μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκαν, δια Πνεύματος Αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν΄ αποθάνη επί του Σταυρού υπέρ υμών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι δια της παραβάσεως της εντολής του Μονογενούς Σου υιού, του εντειλαμένου ημίν «Εύχεσθε και μη καταράσθε». Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά του Χριστεπωνύμου ποιμνίου Σου. Ναι Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχίονί Σου τω υψηλώ ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τω Μονογενεί Σου Υιώ και τω Παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».
.
Και λαβών μία των λαμπάδων της Αγίας Τραπέζης, ενέπρισε τον αφορισμόν, όστις έπεσεν εις σποδόν προ των ποδών αυτού.
Απεξεδύθησαν είτα τα ιερά άμφια οι Ποιμένες, τα φώτα εσβέσθησαν και προπορευομένου του Γρηγορίου εξήλθον του Ναού.
Εξ ημέρας βραδύτερον ο Εθνάρχης εκρεμάτο ως κακούργος εις τα πρόθυρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, άπνους έχων εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν τα δε χείλη ημιηνεωγμένα, ως να παρεκάλει τον ουράνιο πατέρα υπέρ της απελευθερώσεως απάσης της Ελληνικής Φυλής.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

Σύντομα ιστορικά στοιχεία για την διαμόρφωση της περιόδου του Τριωδίου και της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

sarakosti
Επιμέλεια έρευνας: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
Η διαμόρφωση της περιόδου του Τριωδίου σχετίζεται με την δημιουργία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στην Αρχαία Εκκλησία ο ρόλος της   Μ.Τεσσαρακοστής ήταν η προπαρασκευή των κατηχουμένων για την βάπτιση, που γινόταν το Μεγάλο Σάββατο.
Οι 40 μέρες της νηστείας  ήταν γι΄αυτούς ο καιρός της μετανοίας και οι αγώνες κατά των παθών και των πειρασμών. Η ιστορική πορεία της καθιέρωσης της νηστείας αυτής έχει τους  εξής σταθμούς.
Α. Μέχρι τον 3ο αιώνα η προπασχάλιος νηστεία ήταν μόνο δύο μέρες. Από τα μέσα του 3ου αιώνα η νηστεία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την εβδομάδα ,χωρίς όμως να υπάρχει ομοιομορφία παντού ως προς την τήρησή της όπως μας πληροφορεί σχετική μαρτυρία του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας.
Β. Από τον 4ο αιώνα στα Ιεροσόλυμα αρχίζει να διαμορφώνεται το λειτουργικό περιεχόμενο της εβδομάδος πριν  την Κυριακή του Πάσχα, που την ονόμαζαν από τότε Μεγάλη εβδομάδα. Από τότε η νηστεία του Πάσχα επεκτείνεται από έξι σε  σαράντα μέρες. Η αιτία της επέκτασης  της νηστείας οφείλονταν στην επιθυμία των χριστιανών να μιμούνται την νηστεία του Χριστού στην έρημο ,για να προετοιμάζονται καλύτερα για το Πάσχα. Οι 40 μέρες νηστείας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά στην Συρία και από εκεί απλώθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Την περίοδο του  4ου αιώνα παρατηρούνται ,σύμφωνα με τον ερευνητή Κ.Μηλιαρά δύο αριθμήσεις.Η πρώτη είναι η Παλαιστινιακή και η δεύτερη η Αντιοχειακή. Το Παλαιστινιακό  σύστημα αριθμούσε έξι  εβδομάδες της Τεσσαρακοστής περιλαμβάνοντας την Μεγάλη Εβδομάδα και τα Σάββατα και τις Κυριακές,μέχρι την Μ.Πέμπτη. Το Αντιοχειανό σύστημα εφαρμόστηκε στην Μικρά Ασία και στην Κων/πολη .Αυτό απέκλεισε από τις 40 μέρες της νηστείας τα Σάββατα και τις Κυριακές, παρατείνοντας έτσι τις εβδομάδες της νηστείας. Στην περιοχή όμως της Αντιόχειας ο Πατριάρχης Σεβήρος παρατείνει την νηστεία έως οκτώ εβδομάδες (8χ5=40),δίνοντας ένα νέο νόημα στην νηστεία.
«Οι οκτώ εβδομάδες (ο αριθμός οκτώ είναι ο αριθμός της Ανάστασης) συμβολίζουν τον καθαρισμό των πέντε αισθήσεων . «Οι  γαρ τας πέντε αισθήσεις δι΄ων η αμαρτία λαμβάνει παρείσδυσιν ακοήν φημί και όρασιν και αφήν και γεύσιν και όσφρησιν,οκτάκις καθαίροντες τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύουσιν,ίνα της μακαρίας εκείνης ημέρας τύχωσι της ογδόης και πρώτης» (Ι.Δαμασκηνού:Περί των αγίων νηστειών) (Ανθρωπολογία Τριωδίου)
Γ. Στο τέλος του 4ου αιώνα και στα Ιεροσόλυμα η νηστεία επεκτάθηκε από έξι σε οκτώ εβδομάδες αλλά η Τεσσαρακοστή διακρίθηκε από την Μ.Εβδομάδα. Η Τεσσαρακοστή τελείωνε ,όπως και σήμερα την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος,πριν το Σάββατο του Λαζάρου.Στην Κων/πολη όμως αριθμούσαν τις περιόδους και όχι τις μέρες της νηστείας .Πέντε εβδομάδες για επτά μέρες και μια εβδομάδα για πέντε μέρες,διότι η Τεσσαρακοστή τέλειωνε την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος.Αυτό το σύστημα διατηρείται και σήμερα.
Δ. Όπως προαναφέρθηκε ο Πατριάρχης Σεβήρος καθόρισε οκτώ εβδομάδες νηστείας. Μετα την Δ Οικουμενική Σύνοδο η όγδοη εβδομάδα νηστείας έγινε ιδιαίτερη νηστεία για τους Μονοφυσίτες (Αντιχαλκηδόνιους) ,προκειμένου να διακρίνονται από τους Χαλκηδόνιους.Αυτό το γεγονός έγινε αιτία έντονων διαφωνιών και αντιπαραθέσεων μεταξύ Χαλκηδονίων και Μονοφυσιτών στην Παλαιστίνη, όπου εκεί οι Ορθόδοξοι νήστευαν οκτώ εβδομάδες από τον 4ο αιώνα. Ο Άγ.Ιωάννης ο Δαμασκηνός έγραψε λόγο «περί των αγίων νηστειών» προτρέποντας τις δύο πλευρές να ειρηνεύσουν.Για να διαφοροποιηθούν οι Χαλκηδόνιοι από τους Μονοφυσίτες καθιερώνεται η όγδοη εβδομάδα σαν μια προπαρασκευαστική εβδομάδα,η εβδομάδα της Τυροφάγου.
Ε.Στην Κων/πολη από τον 6ο αιώνα αυξήθηκαν οι προπαρασκευαστικές εβδομάδες της Τεσσαρακοστής με την προσθήκη της Κυριακής του Ασώτου και της Κυριακής των Απόκρεω. Αυτά μνημονεύνονται σε χειρόγραφα της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου και Μεγίστης Λαύρας καθώς και σε χειρόγραφα που υπάρχουν στην Εθνική βιβλιοθήκη. Επίσης ο Πατριάρχης Νικηφόρος (806-815) καθιερώνει την εβδομάδα της Τυρινής απαγορεύοντας την εβδομάδα αυτή την κρεωφαγία, επιτρέποντας μόνο κατανάλωση γαλακτερών για να τονίσει την διαφορά της νηστείας Μονοφυσιτών και Χαλκηδονίων. Όσον αφορά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, μνημονεύεται από τον όγδοο αιώνα και μετά. Η αιτία της επέκτασης των προπαρασκευαστικλων εβδομάδων ήταν «προς σταδιακήν είσοδον εις την νηστεία και την βαθμιαία προπαρασκευήν του πιστού δια τον εορτασμόν της Αναστάσεως του Κυρίου»(Ξ.Παπαχαραλάμπους. Η αληθής νηστεία κατά το Τριώδιο. Αθήνα 1980).
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι «Η Παλαιστίνη συνδέεται με τον καταρτισμό και την ανάπτυξη της Μεγάλης Εβδομάδος,ενώ η Κων/πολη συνδέεται με την διαμόρφωση της δομής του Τριωδίου και των προπαρασκευαστικών εβδομάδων».( Dan Nicolae Obancea.-Ανθρωπολογία του Τριωδίου)
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Α.Καλλίστου Μηλιαρά.Ιστορική επισκόπηση του Τριωδίου
Β.Ευαγγέλου Θεοδώρου .Η Μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου
Γ. Dan Nicolae Obancea.Η ανθρωπολογία του Τριωδίου.Θες/νικη 2013.
Δ..Ξ.Παπαχαραλάμπους.Η αληθής νηστεία κατά το Τριώδιο.Αθήνα 1980).
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...