Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Εκκλησία στους αγώνες του Έθνους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Εκκλησία στους αγώνες του Έθνους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2016

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ ΠΟΝΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ 1821*



Πῶς ἡ ζωὴ τῶν κατοίκων σώθηκε ἀντὶ τῶν 15.000 γροσίων
Κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καὶ πρὸ αὐτῆς ἡ συντεχνία τῶν χαλκέων (καζαντζήδων) ἐν Κων/πόλει, εὑρίσκετο εἰς μεγάλας σχέσεις μετὰ πολλῶν ἀρχόντων καὶ αὐλικῶν, ὡς καὶ γενιτσάρων καταγομένων ἐκ Ματσούκας Πόντου καὶ ἀλλαχόθεν (τοῦ Μουσταφᾶ Γενιτσάρα- γα ἐκ Σπέλιας τῆς Ματσούκας, Ντανγρὶ Μπιλμὲζ ἐκ Καπίκιοϊ, Ὀτοὺζ Πὶρ ἐξ Ἄνω Χορτοκοπίου καὶ ἄλλων κρυπτοχριστιανῶν). Ἡ ὡς ἄνω συντεχνία ἔμα- θεν παρ΄αὐτῶν ὅτι ἑτοιμάζεται γενικὴ σφαγὴ τῶν χριστιανῶν καὶ ἐν Πόντῳ, διότι ὁ Σουλτᾶνος ὑποψιάζετο (ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἀρχηγὸς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, κατήγετο ἐκ Πόντου) μήπως καὶ οἱ Πόντιοι χριστιανοὶ ἐπαναστατήσουν ὡς πατριῶται τοῦ ἀνωτέρω, διὰ τοῦτο καὶ διέταξεν τὴν σφαγὴν τῶν ἐν Πόντῳ χριστιανῶν. Διὰ νὰ προληφθῆ ἡ ἐξόντωσις τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Ματσούκας ἐστάλη κρυφίως εἰς Ματσούκαν, διὰ νὰ εἰδοποιήση τοὺς ἡγουμένους τῶν Ἱ. Μονῶν Βαζελῶνος, Σουμελᾶ καὶ Ἁγίου Γεωργίου Περιστερεῶτα, ὁ Γεώργιος Τραντα- πούρης ἐκ Χορτοκοπίου Ματσούκας, γραμματεὺς τῆς συντεχνίας. Κατωτέρω ἀναφέρονται λεπτομερῶς τὰ διαδραματισθέντα ἐν συνεχείᾳ: Μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’ τὸ 1821, ἐστάλη ἐκ μέρους τῆς συντεχνίας τῶν Χαλκέων ὁ τότε γραμματεὺς αὐτῶν Γεώργιος Τρανταπούρης ἐκ Χορ- τοκοπίου εἰς τὴν Ἐπαρχίαν Βαζελῶνος, διὰ νὰ εἰδοποιήση τοὺς ἡγουμένους τῶν τριῶν Μονῶν, ὅτι ἐξερράγη ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἰς τὴν Κάτω Ἑλλάδα καὶ ὅτι ἀπηγχονίσθη ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄εἰς τὴν μεσαίαν πύλην τοῦ Πατριαρχείου τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Πάσχα κατὰ διαταγὴν τοῦ Σουλτάνου. Οἱ τρεῖς ἡγούμενοι, συνελθόντες εἰς μυστικὴν σύσκεψιν, ἀνέθεσαν εἰς τὸν ἡγούμενον Βαζελῶνος Χρύσανθον νὰ προβῃ εἰς τὰς δέουσας ἐνεργείας διὰ τὴν διάσωσιν τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν καὶ νὰ τοὺς κρατῆ ἐνήμερους. Ἀνετέθη δὲ τὸ ἔργον τοῦτο εἰς τὸν ἡγούμενον Χρύσανθον, διότι εἰς τὴν περιφέρειαν αὐτοῦ εἶχον τὰς κατοικίας των οἱ ἀγάδες τῆς Ματσούκας καὶ διότι οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὑπηρετῶν τους (στρατιωτῶν) ἦσαν κρυπτοχριστιανοὶ καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ Μπελίκ-Μπάσης, Κοστέλ-ἀγάς (Κωνσταντῖνος Κοστέλα- γας) ἐκ τοῦ χωρίου Θέρσα τῆς Ματσούκας. Ὡς γνωρίζομεν, μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Πατριάρχου ἐξεδόθησαν μυστικαὶ διαταγαὶ εἰς τοὺς κατὰ τόπους τιμαριώτας καὶ Διοικητὰς, ἀπὸ τὸν Σουλτᾶνον Μαχμούτ τὸν Β΄, νὰ σφάξουν τοὺς ἐν τῇ περιφερείᾳ τῆς δικαιοδοσίας των Ἕλληνας.
MATSOYKA
Ἡ διαταγὴ αὐτὴ ἔφθασε καὶ εἰς τοὺς ἀγάδες τῆς Ματσούκας, οἱ ὁποῖοι τότε ἦσαν ὁ Σολάκ-Ὀμέρ ἀγάς, ὡς πρωτεύων ἀγὰς καὶ εἶχε τὰ μέγαρά του ἐπὶ τοῦ λόφου Τούφα ἀπέναντι τοῦ Ματαρατσῆ. Δευτερεύων ἦτο ὁ Ὀσμάν ἀγάς, υἱὸς τοῦ ἀποθανόντος θηριομόρφου τέρατος Ἀπτή-ἀγᾶ καὶ εἶχε τὰ μέγαρά του εἰς τὸ χωρίον Σπέλια. Οὗτοι εἰδοποίησαν ὅλους τοὺς Τούρκους νὰ εἶναι ἕτοιμοι κατὰ τὴν ταχθεῖσαν ἡμέραν τῆς σφαγῆς καὶ νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλοι εἰς ἕνα ὁρισμένον σημεῖον ποὺ ἐλέγετο «Μέξυλα» εἰς τὴν συμβολὴν τοῦ ποταμοῦ Πρυτάνεως καὶ Δανείαχας-Κουσσεράς. Τὴν διαταγὴν αὐτὴν πληροφορηθεὶς ὁ Κοστέλ-ἀγάς, μεταβαίνει νύκτα εἰς τὸ Μοναστήρι Βαζελῶνος πρὸς συνάντησιν τοῦ ἡγουμένου Χρυσάνθου, διὰ νὰ ἀνακοινώση εἰς αὐτὸν τὰ τῆς σουλτανικῆς διαταγῆς, καίτοι ὁ ἡγούμενος Χρύσανθος ἐγνώριζεν τὴν διαταγήν. Ὁ Χρύσανθος τότε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ καλόγηροι, πίπτουν εἰς τὰ πόδια τοῦ Κοστέλ-ἀγᾶ καὶ ἐκλιπαροῦν νὰ εὑρεθῆ τρόπος ἀποφυγῆς τῆς σφαγῆς τῶν χριστιανῶν. Ὁ Κοστέλ-ἀγάς κλαίοντας καὶ αὐτὸς προβάλλει ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ του τὸ ἀδύνατον τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ θελήματος τοῦ ἡγουμένου καὶ προτείνει νὰ εἰδοποιηθοῦν νὰ κρυφθοῦν εἰς τὰ ἀπέραντα δάση τῶν μονῶν οἱ χριστιανοὶ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς. Ἀλλά, λέγει πάλιν ὁ ἴδιος, πῶς θὰ τραφοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ ἀνέρχονται εἰς χιλιάδας; Ἂς ἀναλάβω νὰ θρέψω κι ἐγὼ 100-150 οἰκογένειες. Ἄλλες τόσες ἂς θρέψουν οἱ Μονές. Τί θὰ γίνουν οἱ ὑπόλοιποι; Ἐπὶ τέσσαρας ὥρας καὶ πλέον συνεσκέπτοντο μὲ ποῖον τρόπον θὰ μπορέσουν νὰ σώσουν τοὺς χριστιανούς. Τέλος ἀποφασίζουν, κατὰ πρότασιν τοῦ Κοστέλ-ἀγᾶ, νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν ἰδίαν νύκτα τὸν Ὀσμὰν-ἀγὰ ὡς πλησιέ- στερον πρὸς τὴν μονήν. Ἡ Σπέλια ἀπέχει ἀπὸ τὴν μονὴν δύο (2) ὥρας καὶ ἔτσι ξεκινοῦν διὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἀφήσῃ ἀνενέργητον τὴν διαταγὴν περὶ σφαγῆς τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ τοῦ δώ- σουν ὅσα χρήματα καὶ δῶρα ἐπιθυμοῦσε. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ μέγαρόν του, τὸν βρῆκαν ξαπλωμένον εἰς τὸ ντιβάνι καὶ ἕτοιμον νὰ κοιμηθῇ. Μόλις εἶδε τὸν Κοστέλ-ἀγὰ καὶ τὸν  Χρύσανθον, εἰς μὲν τὸν πρῶτον ἔδωσε διαταγὴν νὰ καθήση εἰς δὲ τὸν Χρύσανθον οὔτε τὸν συνήθη χαιρετισμὸν ἀπέδωσε. Τοὺς ἐρώτησεν εἰς γλῶσσαν ἑλληνικήν, τὴν ὁποίαν ὡς μητρικὴν ὡμιλοῦσε, τὶ θέλετε; Τότε ὁ Κοστὲλ-ἀγὰς λέγει: «Πολλὰ τὰ χρόνια σου, δοξασμένε μου ἀγά. Ὁ ἡγούμενος Χρύσανθος ποὺ στέκεται ἐδῶ, ἐπειδὴ ἔμαθεν ὅτι ἐπίκειται σφαγὴ εἰς τὸ ἄπιστον ἔθνος τῶν Ρωμαίων, ἐλυπήθηκε καὶ μὲ ἔκαμεν ἀνήσυχον μὲ τὰ παρακάλια του καὶ μὲ τὰ δάκρυά του. Ἐπειδὴ ἐγὼ ταπεινὸς δοῦλος σας δὲν ἔχω καμμίαν ἐξουσίαν νὰ ἀποτρέψω τοιαύτας διαταγάς, δι΄αὐτὸ τὸν ὡδήγησα εἰς ἐσᾶς διὰ νὰ ἀποφασίσετε τὶ πρέπει νὰ γίνῃ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ σᾶς δώσῃ ὁτιδήποτε θὰ θελήσετε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ὁμοεθνῶν του». Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κοστέλ-ἀγᾶ, ὁ ἀγὰς καλοκάθησε στὸ ντιβάνι του καὶ μὲ αὐστηρὸν τόνον εἶπε: «Τὶ νὰ ζητήσω; Μήπως ὅλα τὰ ὑπάρχοντα τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι δικά μου τὴν ἄλλην ἡμέραν; Ἐγὼ θὰ ἐκτελέσω τὴν διαταγὴν τοῦ Σουλτάνου. Ὅ,τι διέταξε θὰ γίνῃ», καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν πόρταν. Ρῖγος, τρόμος καὶ ἀφασία κατέλαβε τὸν Χρύσανθον, ὅταν ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ σκληροῦ ἀγᾶ. Ὁ Χρύσανθος καὶ ὁ Κοστὲλ-ἀγὰς ἀμέσως ἀπεχαιρέτησαν τὸν ἀγὰ καὶ ἀπεχώρησαν. Κατὰ τὰ ξημερώματα ἔφθασαν εἰς τὸ ἐντὸς τοῦ δάσους τῆς Μονῆς Μετόχιον. Τόση δὲ ἦτο ἡ στενοχώρια τοῦ ἡγουμένου Χρυσάνθου, ὥστε τὰ μάτια του ἀπὸ τὰ δάκρυα ἐκοκκίνησαν καὶ ὅλος ὁ δρόμος ἀπὸ τὴ Σπέλια ἕως τὸ Μετόχι ἐβράχη ἀπὸ τὰ δάκρυά του. Ἐκεῖ ἐκάθησαν νὰ ξεκουρασθοῦν καὶ ἀπεφάσισαν τὴν ἑπομένην νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Τούφαν, εἰς τὸν πρωτεύοντα Ὀμὲρ-ἀγά. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν τὸ βράδυ ἐπανῆλθεν ὁ Κοστέλ-ἀγάς ἀπὸ τὴν ἐν Θέρσᾳ οἰκίαν του εἰς τὸ Μετόχιον καὶ μόλις ἐνύκτωσε καλὰ, ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τούφαν πρὸς συνάντησιν τοῦ Ὀμέρ- ἀγᾶ. Μετὰ πορείαν 4 ½ ὡρῶν καὶ πλέον, φθάνουν εἰς τὴν ἐξώθυραν τοῦ Μεγάρου τοῦ ἀγᾶ καὶ κτυποῦν τὴν θύραν. Ἀμέσως παρουσιάζεται ὁ ἀρχιθυρωρός, ἀλλὰ ἀρνεῖται νὰ ἀνοίξῃ διότι, λέγει, «εἶναι νύκτα καὶ ὁ ἀγὰς κοιμᾶται καὶ ὅτι ἄν εἴσασθε ἄνθρωποι καλοί, ἔπρεπε νὰ ‘ρθῆτε ἡμέραν». Ὁ Κοστέλ-ἀγὰς τότε βλέποντας τὴν ἐπίμονον ἄρνησιν τοῦ ἀρχιθυρωροῦ, τοῦ λέγει: «Ἄκουσε ‘δῶ, ἡ ὑπό- θεσις διὰ τὴν ὁποίαν ἤρθαμε εἶναι τόσον σοβαρή, ὥστε, ἐὰν αὐτὴν τὴν στιγμὴν δὲν εἰδοποιήσῃς τὸν ἀγὰν διὰ τὸν ἐρχομόν μας, νὰ ἦσαι βέβαιος ὅτι αὔριον ἡ ἀποκεφάλισίς σου θὰ εἶναι ἀναπόφευκτος». Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ ἀρχιθυρωρός, τρέχει καὶ εἰδοποιεῖ τὸν Ὀμέρ-ἀγά διὰ τὴν ἐπίσκεψιν τῶν ἀνωτέρω καὶ συνάμα λέγει καὶ ὅσα ἤκουσε ἀπὸ τὸν Κοστέλ- Ἀγά. Ὁ Ὀμέρ-ἀγάς ἀμέσως σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, φορεῖ τὸ καφτάνι του καὶ διατάσσει νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς ὑποδοχῆς, ἡ ὁποία ἄστραφτε ἀπὸ τὸν χρυσόν, διότι ὁλόκληρος ἡ ὀροφή του ἦταν σκεπασμένη μὲ χρυσᾶ φλωριά, οἱ δὲ τοῖχοι μὲ χαλιὰ περσικὰ, κατὰ μαρτυρίαν αυτόπτου μάρτυρος κ. Ἰωάννου Χατζηαποστόλου Μαρνοπού- λου, συγχωριανοῦ μου καὶ παρὰ τοῦ ὁποίου ἤκουσα τὴν ἱστορίαν αὐτὴν κατὰ τὰς μακρὰς νύκτας τοῦ χειμῶνος εἰς τὸ χωρίον μου Χορτοκόπι τὸ ἔτος 1907. Μόλις ἐκάθησαν, ἔρχεται πρὸς συνάντησίν των, τοὺς χαιρετᾶ ἑλληνιστί «Καλῶς ὡρίσετεν» καὶ τοὺς ἐρωτᾶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐπισκέψεώς των εἰς μίαν τόσον προχωρημένην ὥραν. Ὁ Χρύσανθος, λόγῳ τοῦ ἰσχυροῦ νευρικοῦ κλονισμοῦ, δὲν δύναται νὰ ἀπαντήση καὶ ἀντ΄αὐτοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κοστέλ-ἀγάς καὶ λέγει ὅλα ὅσα εἶπε τὴν προτεραίαν νύκτα εἰς τὸν Ὀσμάν ἀγά. Μόλις ἤκουσεν ὁ Ὀμέρ ἀγάς τὀν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεως καὶ ὕστερα ἀπὸ βαθειὰ σκέψη, ἀπαντᾶ καὶ λέγει: «Καλὰ ἐποίκετεν καὶ ἔρθετεν ἀοῦτο τὴν νύχταν, γιατὶ αὔριον θὰ ἔτονε πολλὰ ἀργά. Ἀλλὰ γιατὶ κ’ ἐπήγετεν στὸν ἀγάν ἐσοὺν τὸν Ὀσμάν- ἀγά;» Καὶ ὁ Κοστέλ-ἀγὰς ἀπαντᾶ: «Γιατὶ νὰ ἐπηγαίναμεν σὲ κεῖνον, ἀφοῦ ἐσεῖς εἶσθε ὁ πρῶτος ὅλων;». Ὁ Ὀμέρ ἀγὰς ἀπαντᾶ καὶ λέγει: «Ἐγὼ γνωρίζω καλὰ ὅτι ἐπήγατε καὶ σὲ κεῖνον, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶναι ἄνθρωπος κακός, ἀγενὴς καὶ ἀφιλάνθρω- πος καὶ νομίζω ὅτι οὔτε καὶ «καθῆστε» δἐν σᾶς εἶπε. Ἀλλὰ ἐσεῖς μὴν πῆτε σὲ κανέναν ὅτι πήγατε». Καὶ διατάσσει νὰ στρώσουν τὸ τραπέζι εἰς τὸ ὁποῖον κάθεται καὶ ὁ ἴδιος καὶ φροντίζει μὲ διάφορα ἐνθαρρυντικὰ λόγια νὰ διαλύση τὴν ἀφασίαν τοῦ ἡγουμένου Χρύσανθου. Καὶ στὸ τέλος λέγει ρητῶς: «Ἀφοῦ ἔρθετεν σὲ μέναν, κανεὶς χριστιανὸς τι δὲν κι θὰ παθάν΄, μὴ φοβᾶσαι καὶ μὴ κλαῖς, Γούμενε, ἀλλὰ θὰ δῶτε με 30 πουγγιά (1 πουγγὶ ἦταν 500 γρόσια)». Ὕστερα ἀπὸ τὰ παρηγορητικά αυτὰ λόγια τοῦ Ὀμέρ- ἀγᾶ, ὁ ἡγούμενος συνέρχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν ἀγὰ νὰ τοὺς δώση 12ωρον προθεσμίαν, νὰ ἀνεβοῦν στὸ μοναστήρι καὶ νὰ στείλουν τὰ χρήματα. Ἀλλὰ ὁ ἀγὰς λέει: «Τέτοιες δουλειὲς δὲν γίνονται ἐπὶ πιστώσει». Στενοχώρια καὶ κατήφεια συνάμα καταλαμβάνει τοὺς δύο ἥρωας τῆς νυχτερινῆς ἐπισκέψεως, διότι δὲν εἶχαν μαζί τους τὸ ζητηθὲν ποσόν. Ἐν τῷ μεταξύ ὁ Ομὲρ-ἀγὰς ἐξέρχεται διὰ φυσικὴν τινα ἀνάγκην. Ἡ γυναῖκα του ὅμως, ἡ ὁποία ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ διπλανὸν δωμάτιον, ἤκουσε ὅλην αὐτὴν τὴν συνομιλίαν, ἑτοιμάζει ἀμέσως τὸ αἰτηθὲν ποσόν, εἰσέρχεται γρήγορα γρή- γορα εἰς τὸ δωμάτιον καὶ δίδει εἰς τὸν Χρύσανθον τὸ χρῆμα καὶ λέγει: «Ἔπαρ καὶ δώσατα νὰ βάλιατα σ’ ὀμάτιατ τὴ παρὰς τὴν ἀνάγκη ἔχ» καὶ πάλι γρήγορα βγῆκε. Ὅταν γύρισεν ὁ ἀγάς, ὁ Χρύσανθος καὶ ὁ Κοστέλ-ἀγάς προσποιοῦνται ὅτι ψάχνουν τὶς τσέπες των καὶ ἀφοῦ συνεπλήρωσαν τὸ ποσόν, τὸ ἔδωσαν εἰς τὸν Ἀγάν. Ἐκεῖνος δέχεται τὰ χρήματα καὶ γελῶντας λέγει: «ἡ γυναῖκα μου πιὸ φιλάνθρωπη ἐφάνηκε ἀπό μένα, καὶ αὐτὸ ἂς εἶναι πρὸς τιμήν της». Ὑστερα ἀπὸ αὐτὸ λέγει εἰς τὸν Χρύσανθον: «Τώρα μπορεῖς νὰ κοιμηθῇς ἐλεύθερα καὶ νὰ μὴν ἔχης καμμίαν σκέψιν γιὰ τὴν τύχην τῶν χριστιανῶν, ὁ λόγος μου εἶναι λόγος, πηγαίνετε στὸ καλό». Λέγο- ντας αὐτά, καλεῖ δύο σωματοφύλακας καὶ τοὺς διατάσσει νὰ συνοδεύσουν τοὺς ξένους μέχρις ὅτου ξημερώσῃ. Ὁ Χρύσανθος καὶ ὁ Κοστέλ-ἀγὰς χαρούμενοι περπατοῦν σὰν νὰ ἔχουν φτερὰ εἰς τὰ πόδια των, διότι τὸ συναίσθημα τῆς ἐκτελέσεως τοῦ καθήκοντός των ἐστέφθη ὑπὸ ἐπιτυχίας. Καὶ ὅταν ἔφθασαν κοντὰ εἰς τὸ χωριὸ Χαμουρί, κάθονται διὰ νὰ ξεκουρασθοῦν Ἱερὰ Βασιλικὴ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Περιστερεώτα κοντὰ εἰς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μανωμένου, καὶ, ἀφοῦ ἐφιλοδώρησαν τοὺς σωματοφύλακας, τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ ἐπιστρέψουν, διότι ἄρχισε νὰ ξημερώνῃ. Οἱ δύο ἥρωες ἀνέβηκαν εἰς τὸ μοναστήρι, ἑτοίμασαν τὸ δανεισθὲν ποσὸν καὶ τὸ ἔστειλαν εἰς τὴν χανούμισαν δι΄ἰδιαιτέρου ἀπεσταλμένου μὲ τὴν ἐντολήν νὰ δώσῃ τὰ χρήματα εἰς τὴν χανούμισαν χωρὶς νὰ τὸν ἰδῇ κανείς. Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸ πρωί, ὁ ἀγάς προσκαλεῖ τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν σωματοφυλάκων του, ἑξῆντα (60) περίπου τὸν ἀριθμὸν, καὶ καβαλλικεύοντας τὸ καλύτερο ἄλογό του ξεκινᾶ διὰ νὰ ἀνταμώσῃ τὸν Ὀ σ μ ά ν – ἀ γ ά ν , τὸν ὁποῖον εἶχεν ε ἰ δ ο π ο ι ή σ ε ι προηγουμένως δι’ ἰδιαιτέρου ἀπεσταλμένου. Ὁ Ὀσμάν-ἀγάς, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἔρχεται ὁ Ὀμέρ- ἀγὰς καὶ ἐπειδὴ ἐνόμισεν ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ ἐρχομοῦ του ἦταν νὰ δώση τὸ σύνθημα τῆς σφαγῆς τῶν χριστιανῶν, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς πιστοὺς Ὀθωμανοὺς τῆς περιφερείας του καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὁπλισμένους μὲ διάφορα φονικὰ ὄργανα, ὅπως μαχαίρια, δρεπάνια, ἀξινάρια, κρεπία κ.λπ., κατεβαίνει εἰς τὴν θέσιν Μέξυλα πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ Ὀμέρ-ἀγά. Ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερον σώζονται τὰ ἴχνη τοῦ ἀκονίσματος τῶν φονικῶν ὀργάνων. Μόλις ἔφθασεν ὁ Ὀμέρ-ἀγὰς μὲ τὴν συνοδείαν του, ὁ Ὀσμάν-ἀγὰς ἔσπευσε νὰ ἀσπασθῇ τὸ κράσπεδον τῆς χλαμύδος του. Ὁ Ὀμέρ-ἀγὰς ὅμως μὲ βροντερὴ φωνὴ τὸν ἐρωτᾶ: «Δείξατέ μου ποῖος ἀπὸ σᾶς διωρίσθη ἀπὸ τὸν Σεβαστὸν Σουλτᾶνον γενικὸς ἀγάς; Νὰ πέσω νὰ προσκυνήσω καὶ ἐγώ;». Καὶ ἐνῶ ἐκεῖνοι κλίναντες τὴν κεφαλὴν ἐσιωποῦσαν, ὁ ἀγάς ἐσυνέ- χισεν. «Ἀφοῦ κανεὶς ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα δὲν κρατεῖ αὐτὴν τὴν θέσιν, τότε σᾶς ἐρωτῶ, ἐγὼ διατὶ δὲν ἔχω καμμίαν εἴδησιν περὶ διαταγῆς ποὺ ἀφορᾶ τὴν σφαγὴν τῶν χριστιανῶν; Ἐνῷ ἐσεῖς διαδίδετε ὅτι ἦρθαν τέτοια φιρμάνια καὶ ἑτοιμάζεσθε;». Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ, κτυπᾶ μὲ τὸ μαστίγιόν του μερικοὺς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κοντά του, καὶ μὲ θυμὸν τοὺς διατάσσει νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ διαλυθοῦν καὶ ὅτι δὲν θὰ ἀφήσῃ ζωντανὸν κανέναν, ἐὰν καὶ μιὰ σταγόνα χριστιανικοῦ αἵματος χυθῇ. Καὶ χωρὶς νὰ κατεβῇ ἀπὸ τὸ ἄλογό του, ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὸ μέγαρόν του. Ἡ διαταγή του ἐξεπληρώθη κατὰ γράμμα. Οὐδεὶς χριστιανὸς ἔπαθεν, ἀπὸ τὴν Ὄλασα ἕως τὴν Ζύγανα, δηλαδὴ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν τριῶν Ἐξαρχιῶν, Γαλιαίνης, Σουμελᾶ καὶ Βαζελῶνος, διότι ἡ ζωή τους ἠγοράσθη ὑπὸ τοῦ Χρυσάνθου καὶ τοῦ Κοστέλ-ἀγᾶ ἀντὶ ποταμῶν δακρύων καὶ 15.000 γροσίων. Τοὺς κατοίκους τῆς Περιφερείας Τραπεζοῦντος ἔσωσεν ὁ συνταξιοῦχος Σατήρ ζατέ Ὀσμὰν πασάς, ὁ ὁποῖος κρυφίως συνεννοηθεὶς μὲ τὸν Μητροπολίτην Παρθένιον διεβεβαίωσεν εἰς τὸ ἐπὶ τούτῳ συγκροτηθὲν συμβούλιον τῶν πρου- χόντων Τούρκων Τραπεζοῦντος, ὅτι οἱ χριστιανοὶ τοῦ Βιλαετίου Τραπεζοῦντος εἶναι μὲν χριστιανοὶ κατὰ τὸ θρήσκευμα Ὀρθόδοξοι ὅπως καὶ οἱ ἐπαναστατήσαντες ἀλλὰ διαφορετικοῦ γένους, διότι ὅπως ξέρετε εἶχαν καὶ ἰδιαίτερον κράτος καὶ βασίλειον. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ὀσμάν-πασᾶ ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Μητροπολίτης Παρθένιος, ὡς εἶχον συνεννοηθεῖ. Κάποιος ὅμως ἐκ τῶν συνέδρων, φανατικὸς Τοῦρκος, λέγει: «Προχθὲς ἐπέρασα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Θεοσκεπάστου καὶ εἶδα ἀπὸ μίαν ἀνοιχτὴν πόρτα ὅτι ἔχουν στημένα κανόνια καὶ μόλις μὲ εἶδαν ὅτι τὰ εἶδα, μία γριὰ καλογριὰ ἔτρεξε καὶ ἐκλείδωσε τὴν πόρτα καὶ μὲ ἔδιωξε». Τὸ συμβούλιον, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ταράχθηκε καὶ ἐρώτησε τὸν Μητροπολίτην, «ποιὰ εἶναι ἡ ἀπάντησίς σου»; Καὶ ὁ Μητροπολίτης ἀπαντᾶ καὶ λέγει: «Τὸ μοναστήρι δὲν εἶναι μακριά, ἂς πᾶμε ὡς ἐκεῖ καὶ μαζὶ καὶ ὁ καταμαρτυρῶν, νὰ δοῦμε τὶ συμβαίνει. Καὶ ἂν λέγῃ τὴν ἀλήθειαν, ἐκεῖ ἐπὶ τόπου νὰ μὲ κρεμάσετε ἐμένα». Πράγματι, ἀνέβηκαν εἰς τὸ μοναστήρι τῆς Θεοσκεπάστου καὶ ὁ Μητροπολίτης διέταξε τὶς καλογριὲς νὰ ἀνοίξουν τὶς πόρτες τῶν δωματίων καὶ τῶν ὑπογείων. Καὶ ὅταν ἄνοιξαν τὴν ὑποδειχθεῖσαν ὑπὸ τοῦ καταδότου πόρταν, τὶ νὰ ἰδοῦν; Τὰ ληφθέντα ὡς κανόνια ἦσαν φέρετρα ἀποθανουσῶν καλογραιῶν. Μετὰ τὴν πιστοποίησιν τῶν ἀνωτέρω ἐξεδόθη διαταγὴ τοῦ Νομάρχου Τραπεζοῦντος ὅτι δὲν πρέπει νὰ θιγῇ κανεὶς χριστιανὸς τοῦ Νομοῦ Τραπε- ζοῦντος, διότι εἶναι διαφορετικοῦ γένους ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτας. Ἔτσι ἐσώθη ὁ χριστιανικὸς πλη- θυσμὸς τοῦ Νομοῦ Τραπεζοῦντος καὶ τῶν τριῶν Ἐξαρχιῶν. 

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ, ΛΟΓΙΟΙ, ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
H.-G. Beck, ἱστορικός: «Ἡ αὐτοκρατορία ἔγινε «βυ- ζαντινὴ» ἐπειδὴ ἡ κατακτημένη Ἑλλάδα εἶχε γιὰ μία ἀκόμη φορὰ νικήσει στὸ πνευματικὸ πεδίο καὶ μποροῦσε πιὰ νὰ θεωρήσει τὴν κρατικὴ ἐξουσία καὶ τὴν κρατικὴ ὀργάνωση, ποὺ ἀρχικὰ τῆς ἦταν τόσο ξένες, ὡς ἕνα πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο μποροῦσε κανεὶς νὰ σταδιοδρομήσει, καὶ νὰ διαπρέψει χωρὶς νὰ εἶναι πιὰ ἀνάγκη νὰ ἀφήνει τὰ κοινὰ στοὺς Λατίνους»Ἡ βυζαντινὴ Χιλιετία, σ. 38.
St. Runciman, ἱστορικός: «Δὲν νομίζω ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες εἶναι περισσότερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς».
Ν. Σβορῶνος, ἱστορικός: «Δὲν μπόρεσα νὰ κάνω ποτέ μου τὸ διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὸν νέο ἑλληνισμό». Νίκου Σβορώνου, Ἡ μέθοδος τῆς ἱστορίας, σ. 104.

*Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἔκδοση βιβλίο, «Ο ΕΩΡΑΚΩΣ ΕΝ ΠΟΝΤῼ ΜΕΜΑΡΤΥΡΗ- ΚΕΝ». (Μνῆμες ἀπὸ τὸν ἀλησμόνητο Πόντο) Ἀντώνιος Χαρ. Παπαδόπουλος Διδάσκαλος τοῦ Πόντου, 1883-1977 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟ- ΣΥΝΗΣ

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2016

Ο Παπα-Βαλής


Ο πατέρας Κωνσταντίνος Βαλής, γνωστός στην περιοχή του και ως παπα-Βαλής, καταγόταν από το Νεοχώρι Τριχωνίδας και διακονούσε την Εκκλησία στο χωριό Σιβίστα του Αιτωλικού και αργότερα, μέχρι το 1945, στο Αγρίνιο.
Σχεδόν αμέσως με την έναρξη της υποδούλωσης της Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, ο παπα-Βαλής πρόσφερε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία της «Εθνικής Αλληλεγγύης». Η «Εθνική Αλληλεγγύη» ήταν η πρώτη πανελλαδικής εμβέλειας οργάνωση της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 28 Μαΐου του 1941 και δραστηριοποιήθηκε κυρίως στον ανθρωπιστικό τομέα.

Ο παπα-Βαλής οργάνωσε εράνους και μάζευε τρόφιμα και χρήματα για να τα προσφέρει στους δοκιμαζόμενους συμπατριώτες του. Περισσότερο εντυπωσιακή, όμως, ήταν η προσφορά του στο ενεργό σκέλος της Αντίστασης. Όταν η διάσημη ηρωίδα του Αγώνα, Μαρία Δημάδη, εργαζόταν στο γερμανικό Φρουραρχείο του Αγρινίου ως διερμηνέας και υπέκλεπτε στρατιωτικά έγγραφα, ο παπα-Βαλής εισερχόταν στο στρατιωτικό κτίριο εμφανιζόμενος ως … θείος της, παραλάμβανε το πολύτιμο παράνομο υλικό μέσα από την πηγή του για να το παραδώσει στη συνέχεια στους αντιστασιακούς συνδέσμους.
Άλλη προσφιλής του ενέργεια ήταν η …
 σκηνοθεσία κηδειών.Μέσα στα φέρετρα και κάτω από τα λουλούδια μετέφερε όπλα για το «βουνό». Η πομπή κατέληγε στο νεκροταφείο του Αγρινίου, στο μεγάλο κενοτάφιο του Σπύρου Τζωρτζόπουλου, συνεπικουρούμενος από τον υπάλληλο του νεκροταφείου και στέλεχος του Ε.Α.Μ., Χριστόφορο Σώτο. Συχνά, οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες, στο πέρασμα των νεκροφόρων στέκονταν σε στάση προσοχής, αγνοώντας προφανώς ότι αποδίδουν τιμές σε εχθρικό πολεμικό υλικό.
Κάποτε οι αρχές Κατοχής τον υποψιάστηκαν. Ο παπα-Βαλής το κατάλαβε και την επόμενη φορά που η πομπή συνάντησε απόσπασμα κατακτητών, η ταραχή του ήταν εμφανής. Οι αξιωματικοί τού ζήτησαν να ανοίξει το φέρετρο και έκπληκτοι αντίκρισαν τη σορό της γιαγιάς του Χρήστου Μπανιά. Από τότε δεν τον ενόχλησαν ξανά. Η μπλόφα είχε πιάσει…




Όταν έγινε κάποιο σαμποτάζ από την Αντίσταση, οι κατακτητές συνέλαβαν 30 πολίτες ως ομήρους, για να τους εκτελέσουν. Μόλις το έμαθε ο παπα-Βαλής, κατέστρωσε με την τοπική οργάνωση του Ε.Α.Μ. σχέδιο για την απόδρασή τους. Ζήτησε στη συνέχεια από τον τοπικό υπεύθυνο του Ε.Α.Μ., Αρ. Φλωρόπουλο, ένα όνομα κρατουμένου. Εκείνος του έδωσε το όνομα του Σπύρου Κοντοπάνου. Ο παπα-Βαλής μετέβη στη φυλακή έχοντας μαζί του ένα σταυρό, μια Ι. Σύνοψη και ένα κεσέ με γιαούρτι. Εκεί, ζήτησε από το Γερμανό διοικητή την άδεια να εξομολογήσει τον … ανεψιό του, Σπύρο Κοντοπάνο και όποιον άλλο ήθελε να εξομολογηθεί πριν από την εκτέλεσή του.
Ο διοικητής συγκατένευσε και οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα. Ο παπα-Βαλής άρχισε να ψέλνει παρουσία του διοικητή, που στεκόταν σε στάση προσοχής:
«Κύριε ελέησον, μέσα στο γιαούρτι ένα πριόνι… Του Κυρίου δεηθώμεν, να κόψετε τα σίδερα… Να έχετε σινιάλο τέκνα μου τη νύχτα, κύριε ελέησον, ανάψτε τρία τσιγάρα, του Κυρίου δεηθώμεν, τα παιδιά περιμένουν, Κύριε ελέησον, απ’ έξω να σας ελευθερώσουν, … Κύριε ελέησον, τέκνα μου, τέκνα μου, κινηθείτε αποφασιστικά και μη φοβάστε, μνήσθητι Κύριε».


Δακρυσμένοι οι μελλοθάνατοι από αυτόν τον «Ψαλμό των οδηγιών», μπήκαν στη σειρά και άρχισαν να του φιλούν το χέρι. Συγκινημένος και ο διοικητής, επέτρεψε στον ιερέα να παραδώσει τον κεσέ στον «ανεψιό» του. Το ίδιο βράδυ οι όμηροι πριόνισαν τα σίδερα και δραπέτευσαν.


Όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συνήθως στον τόπο μας, η ανταμοιβή για τη δράση του ήταν η … αναμενόμενη αγνωμοσύνη. Μέσα στο ζοφερό κλίμα των διώξεων και του εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε, ο παπα-Βαλής απαλλάχθηκε των καθηκόντων του από τον επίσκοπό του, γιατί «η διαγωγή του σκανδάλιζε το ποίμνιον»… Μερικά χρόνια αργότερα, τιμωρήθηκε με ένα χρόνο φυλάκιση, επειδή κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του αριστερού λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου. Πληροφορίες τον φέρνουν να ζει αργότερα με μια μικρή σύνταξη κάπου στο Αιγάλεω…
Το είδαμε εδώ

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2015

Νεομάρτυρες του Εμφυλίου [οι αδίκως παραγκωνισμένοι Άγιοι]

Νεομάρτυρες του Εμφυλίου
[οι αδίκως παραγκωνισμένοι Άγιοι]
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
Εικόνα 1: Ο ιεροδιδάσκαλος Νικόλαος Καράπας από την Αλλάλη Εύβοιας. Δολοφονήθηκε από Κομουνιστές την 1.6.1944.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Ο μαρξισμός, οι ποικοιλώνυμοι ιδεολογικοί του απόγονοι και οι κάθε λογής “σέκτες” του, θεωρούν τη θρησκεία «όπιο του λαού», δηλ. πνευματικό ναρκωτικό, που εξαπατά τους ανθρώπους και συνεπώς πρέπει να εκλείψει απ’ τον κόσμο. Πρόκειται φυσικά για πλάνη, αφενός γιατί προϋποθέτει ως σίγουρο ότι δεν υπάρχει Θεός, περιφρονώντας ως ψεύδη τις εμπειρίες των αγίων, και, αφετέρου, γιατί ο χριστιανισμός έχει παρακινήσει χιλιάδες ανθρώπους ν’ αγωνιστούν με αυτοθυσία για τον πλησίον. Άλλωστε το αγιολόγιο της Ορθοδοξίας είναι γεμάτο τέτοιες περιπτώσεις. Εξαιτίας αυτής της πλάνης, όπου επικράτησε κομουνιστικό καθεστώς, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ξέσπασε διωγμός κατά της θρησκείας, κάποτε ήπιος και άλλοτε ανελέητος. Αναρίθμητοι χριστιανοί μαρτύρησαν στη Ρωσία (ΕΣΣΔ), τη Ρουμανία, την Αλβανία, ιδιαίτερα από την ελληνική μειονότητα, κ.α.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Η Ελλάδα δεν ξέφυγε απ’ το γενικό κανόνα. Οι κομουνιστές αντάρτες, στον Εμφύλιο Πόλεμο (1945-1949), εξολόθρευαν συχνά ιερείς του Κυρίου. Ήταν φυσικό και επόμενο οι ιερείς, και γενικά οι πιστοί χριστιανοί, να θεωρήσουν τον κομουνισμό εχθρικό. Στην χώρα μας, βέβαια, είχαμε και έχουμε και πολλούς κομουνιστές που είναι και ορθόδοξοι πιστοί, καθώς και ιερείς που συμπαθούν την ευρύτερη αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν στην ηθική του κομουνισμού κοινά στοιχεία με το χριστιανισμό και συνδυάζουν τα δύο. Αξίζει να σημειωθεί πως η Εκκλησία δεν προχώρησε σε αγιοκατάταξη κανενός μάρτυρα της περιόδου του Εμφυλίου για λόγους, ουσιαστικά, πολιτικούς: την ομόνοια των Ελλήνων. Βεβαιώς αυτό επιδέχεται τουλάχιστον συζήτηση, αν όχι κατακραυγή, αλλά δεν είναι αυτό εδώ το θέμα μας.
ΠΗΓΗ: Οι μαρτυρίες προέρχονται από το βιβλίο του π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]. Είναι διηγήσεις για ανθρώπους, κυρίως ιερείς, που βασανίστηκαν(!) και θανατώθηκαν κατά τον Εμφύλιο εξαιτίας της χριστιανικής ή ιερατικής τους ιδιότητας. Γράφουμε κι εμείς γι΄αυτούς για λόγους πνευματικούς, χωρίς διάθεση πολιτικής σκοπιμότητας. Άλλωστε η αλήθεια δεν ταιριάζει με τη σκοπιμότητα. Μακάρι ο Θεός να συγχωρέσει και τους δήμιους, με τις πρεσβείες των μαρτύρων-θυμάτων τους. Ακόμη, μακάρι οι ιδεολογικοί τους επίγονοι, οιαδήποτε απόχρωσης, να έχουν θεία φώτιση στις επιλογές τους.
Εικόνα 2: Ο ιερέας Χρήστος Ζησούλης, μάρτυρας του εμφυλίου.
Α. Ο Π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ: Την ιστορία αυτή1 διηγήθηκε η αδελφή του ιερέα, Αριάδνη, που έτυχε να συναντήσει σε κάποιο εστιατόριο έναν άνθρωπο, που φορούσε ρούχα που ανήκαν στον αδελφό της. Δηιγείται λοιπόν η Αριάδνη: “Κάθομαι στο τραπέζι απέναντί του. Το γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δεν είναι αυτού η θέση σου”. Έκανα τον κουφό. Γεμίζω από θάρρος ανδρίκιο και του λέγω: “Ξένε, το κουστούμι, τα ρούχα που φοράς τα ’χω εγώ ραμμένα. Τα παρατήρησα καλά και είδα τις δαχτυλιές μου επάνω. Θα μου πεις πού τα βρήκες. Δεν θα μου κρύψεις τίποτες. Κι εγώ, σου υπόσχομαι στο Χριστό μου, δεν θα σε προδώσω. Αλλιώς, τούτη την ώρα θα κράξω και θα φωνάξω”. “Θα σου πω όλη τη αλήθεια”, απάντησε εκείνος “αλλά μη με καταδώσεις· κι εγώ διαταγές εκτελούσα.
Άκουε λοιπόν. Εκεί που μέναμε έφεραν έναν, μάλλον πρέπει να ήταν παπάς. Δεν είχε όμως καλυμμαύχι και δεν φορούσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε κακοποιήσεις που δεν λέγονται. Ειρωνείες, κλωτσιές, σαν μπάλα τον έστελναν από τη μια μεριά στην άλλη. Μ’ ό,τι εύρισκαν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην κοιλιά. Εμένα πόνεσε η ψυχή μου και είπα να τον τελειώσω. Μου τον παρέδωσαν με τέσσερις άλλους να τον εκτελέσουμε. Τον σύραμε στο χείλος ενός λάκκου. Τον εγδύσαμε, τον πασσαλώσαμε σε τέσσερα παλούκια και με πρόσταξαν να τον γδάρω ζωντανό. Όταν έφθασα στα μπούτια, οι φωνές του και τα βογγητά του ήτανε πράγμα φοβερό. Δεν άντεχα να τον ακούω και του έδωσα με το τσεκούρι στο κεφάλι και τον πέταξα στα βρωμόνερα του λάκκου”. “Ο αδελφός μου ο παπα- Χρυσόστομος” πρόλαβα να του πω και συνήλθα στο νοσοκομείο των Τρικάλων. Να γιατί έχω την καρδιά μου και φορώ πάντα μαύρα και ποτέ δεν θα τα αποχωριστώ.” Ο συγγραφέας της είπε μήπως ήταν σατανική επήρεια όλη αυτή η συνάντηση μα η κυρα-Αριάδνη είπε: “Τα λες αυτά, παιδί μου, για να με παρηγορήσεις, αλλ’ ήταν άνθρωπος κυριευμένος από το διάβολο”. Τότε της απάντησε εκείνος: “Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι μάρτυρας ο αδελφός σου, άγιος αληθινός!”.
Β. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ: Την ιστορία διηγήθηκε ένας ηλικιωμένος βοσκός έξω απ’ το ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου, κοντά στη μονή Μυρτιάς, περιοχή Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας. “Ένα απομεσήμερο έφτασαν εδώ μπροστά που μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Το τι τον βασάνιζαν δεν μπορώ να σου περιγράψω... Μου ’ρθε να βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα. Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πως τα βασανιστήρια τα ’φτιαχναν γυναίκες!! Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω στην αυλή του Αγίου Δημητρίου και οι άσπλαχνοι άντρες έκαναν χάζι. Μια σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τα γεννητικά όργανα και έβαψε με το αίμα τους παραστάτες της εκκλησίας! Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό που θωρείς. Είναι αίμα μαρτυρικό και μάλιστα λευϊτικό. Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα συναξάρια. Από τότε κανείς δεν άσπρισε ούτε έβγαλε αυτό το βάψιμο”. Ο αφηγητής άρχισε να κλαίει και άπειτα πρόσθεσε: “Δεν κλαίω τον μάρτυρα, αλλά τους ανθρώπους, που χωρίς το Θεό γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Αλλά γιατί, δέσποτα, η Εκκλησία δεν τους τιμά τους μάρτυρες αυτούς ως Αγίους; Λένε: “Για να μην ανάβουν τα μίση”. Αυτοί άναψαν και έκαψαν και τώρα που θα δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε τη μαρτυρία και τα μαρτύρια και καταπιανόμαστε με χωρατά και παραμύθια; Αλλοίμονό μας, πάτερ, όποιος και να είσαι!”, είπε ο γέροντας κι έφυγε.
Γ. ΕΝΑΣ ΠΑΠΑ-ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΕ ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ: Αφηγητής εδώ είναι ένας παθών που επιβίωσε. Καταγράφηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα, όπου ο ιερέας αρνήθηκε να φιλοξενηθεί στο κελί όπου τον κρατούσαν φυλακισμένο οι αντάρτες το 1944, μαζί με άλλους, «χωροφύλακες, παπάδες και δασκάλους», μάλιστα πριν αρχίσει “επισήμως” ο εμφύλιος. Διηγήθηκε σχετικά στον συγγραφέα ο ιεροδιδάσκαλος: “Το καθημερινό μας φαγητό ήταν κολοκύθια ανάλαδα και ανάλατα. Ο ηγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθούσε κάτι να μου προσφέρει. Οσάκις γινόταν αντιληπτό, ερχόντουσαν στο κελί μου και μου ’βγαζαν με την κάνη του όπλου τα δόντια. Όσες φορές με φίλεψε ο ηγούμενος, τόσα δόντια μου έβγαλαν και τόσες πληγές μου προξένησαν στα χείλη, που ακόμη δεν θεραπεύτηκαν. Ίσως αυτές οι πληγές μου κόψουν το νήμα της ζωής.” Πραγματικά, βεβαιώνει ο συγγραφέας, οι πληγές αυτές εξελίχθηκαν σε καρκίνο και πολύ γρήγορα μετέστη ο μαρτυρικός παπάς. Οι κρατούμενοι εκείνοι απελευθερώθηκαν όταν οι αντάρτες πληροφορήθηκαν πως πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τους φόρτωσαν στην πλάτη από ένα γεμάτο τσουβάλι και τους έστειλαν στο χωριό Καστανιά. Όταν έφτασαν κι άνοιξαν τα τσουβάλια διαπίστωσαν πως περιείχαν τούβλα και παλιοσίδερα! Έλεγε ο παπα- δάσκαλος: “Δόξα τω Θεώ, τα ξεχάσαμε σήμερα και ζούμε και γελούμε και λέμε: “Κύριε, μη στήσης την αμαρτίαν αυτών”· δεν ξέρανε τι κάνανε”.
Δ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΗΣ Ο ΕΥΛΑΒΗΣ: Στα βόρεια του όρους Δίρφης της Κεντρικής Εύβοιας, στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια, οικισμοί καλύτερα, νοτιοανατολικά από το Πήλι, προς το Σαρακήνικο και την Κύμη. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής. Ζούσε φτωχικά με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής και σχετικά άγονης γης. Η τυραννισμένη ζωή του, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να μοιάζει ασκητικώτερος των ασκητών. Συχνά με το πρόσωπό του, στραμμένο στο Αιγαίο, πρατηρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, να πιάσουν γρήγορα λιμάνι και να γυρίσουν, τα παλληκάρια σύντομα στις οικογένειές τους και ταα σπίτια τους. Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άλλωστε άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήσει, διηγούνται οι γνωστοί του, όλη την νύχτα την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέσει τα καλά του για την εκκλησιά και τη Θεία Κοινωνία. Ο γέρος, ακόμη, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος σαν τον Αβραάμ. Το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και τσιγγάνοι, που ο κόσμος τότε τους φοβόταν, στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να φάνε ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον σαϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. Είχε δηλαδή ο κυρ-Κωστής την τέλεια αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον που έδιωχνε κάθε φόβο. Συχνά τον ρωτούσαν οι γειτόνοι: “Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;” Κι εκείνος απαντούσε ήρεμα: “Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;”, και τους αποστόμωνε. Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός σκότωνε αδελφό για το κόμμα και την ιδέα της “λαοκρατίας”. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε καφενέδες και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιος από το χωριό τον είχε στη “μπούκα”, επειδή είχε γιο που υπηρετούσε με θητεία την Πατρίδα του.
Έψαχνε λοιπόν ευκαιρία να τον βγάλει από τη μέση! Κάποια φορά που τον βρήκε μόνο του να βόσκει τα γίδια του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια, στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, μισολιπόθυμο τον γκρέμισε στη θάλασσα! Η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός άνοιξε τη στράτα του για την καθαρή του ψυχή προς το Δημιουργό. Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιεί η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα ψάρια. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως σύφωνα με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως κάποτε το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρα. Μήπως άλλωστε δεν ήταν; Ο φονιάς του, πιεζόμενος από συγχωριανούς του κι από ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριξε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και ετελεύτησε άδοξα το βίο του…
Ε. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΠΑΠΑ: Καταγράφηκε στο Άγιο Όρος το 2006, με αφηγητή ηλικιωμένο κτηνοτρόφο από το Μέτσοβο. “Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, το ’47, με τα μικρότερα αδέλφια μου σε μια πλαγιά που ξεσαλαγίζαμε τα πρόβατα, τι να δούμε και πώς να το πούμε τώρα; Σε μια ελάτη είχαν δέσει ένα παπά. Τα ράσα και το καλυμαύχι του ήταν πιο πέρα πεταμένα και ποδοπατημένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά και τα πάτησαν για να σβήσουν. Είχαν φτιάξει με ξύλα λόγχες και είχαν τρυπήσει τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, τη φύση του [=τα γεννητικά του όργανα], την καρδιά του. Το σώμα του ολόκληρο είχε μπλαβιάσει σαν το συκώτι. Αυτές τις μέρες έλαχε το εγγονάκι μου να έχη μια εικόνα του μάρτυρα Σεβαστιανού με λογχευμένο το σώμα και θυμήθηκα τον άγνωστο παπά του ’47 στης Πίνδου τα βουνά, γι’ αυτό σας το διηγούμαι φρέσκο σαν να είναι αυτή η στιγμή που τον βλέπω μπροστά μου”.
Εικόνα 3: Ιερομάρτυρας π. Γεώργιος Σκρέκας.
ΣΤ. Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡ Π. ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ: [σταυρώθηκε Μ. Παρασκευή του 1947]. Την 27η Μαρτίου 1947, ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας, εφημέριος του χωριού Μεγάρχης Τρικάλων, πληροφορήθηκε οτι οι εαμοκομμουνιστές Μεγάρχης έκαμανσυμβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε να τον απογυμνώσουν από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Πράγματι, τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου μετέβηκαν οι λησταντάρτες στο σπίτι του και του αφαίρεσαν τα πάντα. Όμως, φαίνεται πως δεν τους έφτασαν όσα βρήκαν και αφού άδειασαν τους στάβλους από τα ζώα και ανάγκασαν τον πατέρα και τον θείο του ιερέα να τα πάνε στο χωριό Πρόδρομος μαζί με δύο συνοδούς λησταντάρτες, έκλεισαν τον ιερέα μέσα στον στάβλο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια, ζητώντας του κι άλλα χρήματα. Η γυναίκα του, ακούγοντας τις φωνές και τις κραυγές του άνδρα της, έτρεξε στον Αθανάσιο Ίτσιο, απο τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλα μέλη της "αυτοάμυνας" Μεγάρχης. Ένδακρυς, τους εκλιπαρούσε να ελευθερώσουν τον σύζυγό της και να πάψουν να τον βασανίζουν. Δυστυχώς, εκείνος δε θέλησε να ακούσει τα παρακάλια της και δεν έκαναν τίποτα για τον συλληφθέντα. Την ίδια νύχτα παρέλαβαν τον λευίτη του Κυρίου παπά-Γιώργη, αιμόφυρτο, ημίγυμνο και ξυπόλητο και τον οδήγησαν στο χωριό Γοργογύριο. Ο μελλοθάνατος ζήτησε να δει τον εκεί ιερέα. Με δάκρυα στα μάτια είπε στον ιερέα που ήρθε να τον παρηγορήσει: "Ο Θεός γνωρίζει τι θ'απογίνω. Αν με το μαρτύριο με καλεί δίπλα Του, ας είναι ευλογημένο το όνομά Του, ας γίνει το θέλημά Του". Κατόπιν τον παρέλαβαν έφιπποι λησταντάρτες και τον έσυραν πεζό μέχρι την Τύρνα. Από εκεί, τον μετέφεραν σε άθλια πλέον κατάσταση ως το Νεραϊδοχώρι. Εκεί τον βασάνιζαν από τις 29/3, Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι την Μ. Παρασκευή! Κάποιες αντάρτισσες τού έλεγαν: "γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;", ενώ οι δήμιοι μιλούσαν πιο ωμά: "Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα". Αυτό που έγινε στο Γολγοθά, επαναλήφθηκε στην Πίνδο. Μεγάλη Παρασκευή, και οι συμμορίτες έσυραν τον βασανισμένο ιερέα στον Σταυρικό θάνατο. Τον σταύρωσαν επάνω σε ένα έλατο που τα μεγαλύτερα κλαδιά της βάσης του είχαν το σχήμα σταυρού. Του τρύπησαν τη δεξιά πλευρά με ξιφολόγχη και άνοιξαν πληγές στο μέτωπο του με πηρούνια. Όταν ξεψύχησε, έριξαν το γυμνό σώμα του σε μια χαράδρα και το σκέπασαν με πέτρες και κλαδιά, για να κρύψουν το έγκλημά τους. Οταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα. Το μετέφερε στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία. Το φέρετρό του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας: "Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματί μου βαστάζω" [προς Γαλάτας]. Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της "συμφιλίωσης" δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία, μέχρι σήμερα.
Κακώς! Μακάρι από εκεί ψηλά, δίπλα στο θρόνο του Σταυρωμένου Αρνίου που βρίσκεται, να μας βοηθάει και να μας προστατεύει από τον Σατανά και τους οπαδούς του. Τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης: “Οταν ήμουν ιεροκήρυκας, έφθασα σ᾿ ένα χωριό των Γρεβενών. Βρίσκω τον ιερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμένο. “Τί ἔχεις;”. “Το χωριό μου δὲν πιστεύει πια στο Χριστό”. “Μην απογοητεύεσαι”, λέω, “έχε θάρρος· κάτω από τη στάχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη”. “Θέλεις να δεις;”, μου λέει, “έλα”.
Με πάει στο νεκροταφείο. Εκεί τα παιδιά του Μαρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τότε, είχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους και στη θέση τους είχαν βάλει σφυροδρέπανα και γροθιές! Μισούσαν το σταυρό. Και μόνο σε μια περίπτωση τὸν «θυμήθηκαν». Ενώ η σταύρωσις ως τρόπος θανατικής καταδίκης έχει πρὸ πολλού καταργηθεί, επὶ των ημερών μας τὴν ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν άνθρωπο! Ήταν ένας ιερεὺς του ῾Υψίστου ευλαβής, πιστός και πολύτεκνος, ο π. Γεώργιος Σκρέκας εφημέριος του χωριού Μεγάρχη Τρικάλων. Άθεοι και άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ιερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ᾿ εκεί τον σταυρωσαν πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο· και ήταν Μεγάλη Παρασκευή, του ἔτους 1947"!
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο Θεός να αναπαύσει τους βασανιστές και δολοφόνους των αγίων, και εμάς. Οι άγιοι ας πρεσβεύουν για μας και γι' αυτούς. Ακόμη ο Κυριος ας συγχωρέσει εμάς που δεν τιμούμε τη μνήμη τους ως Αγίων μέσα στο νέφος των μαρτύρων της πίστης μας που διώχθηκαν από ποικιλώνυμο πλήθος τυράννων.
……………………………………………………………………………………………………
1. Καταγράφηκε από το συγγραφέα το Πάσχα του 1966 στο Μεγαλοχώρι των Τρικάλων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2015

Καλογερικός πόλεμος

ΕΡΓΟ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ Ι.Μ.Μ.ΜΕΤΕΩΡΟΥ
Κατά τας αρχάς Ιουνίου 1827 ο Ιμβραήμ πασάς ήλθεν εις τα Καλάβρυτα, και εστρατοπέδευσεν εις το καλούμενον Λιβάδι της Σάλμενας. Ο δε στρατός του εσκέπασε σχεδόν όλην την επαρχίαν, και αποσπάσματα πεζών και καββαλαραίων έτρεχαν δεξιά και αριστερά καίοντες τον κόσμον. Εν τω μεταξύ οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου εζήτουν βοήθειαν στρατιωτικήν από τον Κολοκοτρώνην προς σωτηρίαν της Μονής την οποίαν ο Ιμβραήμ εφοβέριζε. Έστειλε γράμμα προς τους μοναχούς υποσχόμενος εις αυτούς πολλά και καλά πράγματα και ό,τι άλλο ήθελαν, εάν υπετάσσοντο. Οι δε μοναχοί απεκρίθησαν ότι προτιμούν μάλλον να πολεμήσουν. Ο δε Ιμβραήμ, ως είπαμεν, εστρατοπέδευσε έχων υπέρ τας δεκαπέντε χιλιάδες πεζούς και καβαλαραίους, τακτικούς και ατάκτους και τον Δελή Αχμέτ με όλην σχεδόν την φρουρά των Πατρών περί τας πέντε χιλιάδας. Επί πολλάς δε ημέρας οι Τούρκοι επηγαινοήρχοντο από τα Καλάβρυτα εις την Τριπολιτσάν ελεύθερα χωρίς να τους χτυπήσουν πουθενά οι Έλληνες.
Ο Αρχηγός διέτεξε εμέ και μέρος της σωματοφυλακής του να υπάγωμεν εις το Μέγα Σπήλαιον προς βοήθειαν της Μονής. Οι δε πατέρες μαθόντες ότι εφθάσαμεν, μας εκάλεσαν να καταβώμεν εις την μονήν, μας εκαρτέρησαν με μεγάλην υποδοχήν, εχαιρέτησαν με κανόνια την σημαία του Γενικού Αρχηγού και μας έδωσαν τροφήν πολλήν και καλήν. Εκείς εις την μονήν εύρομεν και πλήθος άλλων στρατιωτικών Καλαβρυτινών με τας οικογενείας των.
Εκτός αυτών είχον και εντός του μοναστηριού, εις τα ριζώματα των βράχων συναχθή δια τον φόβον του Ιμβραήμ πολλαί χιλιάδες ψυχαί, άνδρες και γυναικόπαιδα, και όσοι εξ αυτών δεν είχον ψωμί ετρέφοντο από την Μονή, οι πατέρες της οποίας, κατά τας ημέρας εκείνας, πολλήν περιποίησιν έκαμαν προς αυτούς.
Μετά δε ταύτα εμοιράσαμεν τας θέσεις, και ετοιμάσθημεν διά πόλεμον, αν ο εχθρός ήρχετο. Οι δε πατέρες της Μονής και αυτοί ήσαν όλοι εις κίνησιν, νύκτα και ημέραν δια να μας ευχαριστήσουν.
Οι μοναχοί είχον οχυρώσει το Σπήλαιον καλώς. Την πραλαβούσαν ημέρα της μάχης ο Ιμβραήμ πασάς ήλθε και εφάνη αντικρύ του Μεγάλου Σπηλαίου, αγναντεύων το μοναστήριον και τους προμαχώνες του. Ημείς δε όλοι, όσοι ήμεθα εκεί, άνδρες, γυναίκες και παιδία, και οι μοναχοί εβγήκαμεν έξω από την μονήν και από τους βράχους και αγναντεύαμεν με τα μάτια μας. Εβλέπαμεν δε καθαρά, διότι δεν ήταν μακρά η θέσις όπου ίστατο.
Την δε επελθούσαν νύκτα της 23 ξημερώματα 24 του μηνός Ιουνίου ο Ιμβραήμ εξημερώθη εκεί και μας έκλεισε γύρω της Μονής κατά το μέρος του Υψηλού Σταυρού, όπου υπάρχει δάσος από έλατα.
Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, έξαφνα βλέπω να εξέρχωνται από το μοναστήριον ο εις κατόπιν του άλλου μοναχοί. Ήσαν δε όλοι όταν εξήλθον έως εκατόν και καπετάνιον είχον τον γνωστόν μοναχόν Γεράσιμον. Ούτοι όλοι έβγαλαν τα καλογερικά, και ενδύθησαν στρατιωτικά ελληνικά, έβαλαν φουστανέλες και εφόρεσαν φέσια, και είχον οπλισθεί κατά τον τρόπον των ατάκτων στρατιωτών. Περνώντες δε έμπροσθεν ημών μας επροσκάλεσαν ούτως: «Ελάτε να μας ιδήτε πώς θα πολεμήσωμεν». Και βαδίζοντες ετράβηξαν κατά το Παληάμπελον και φθάσαντες εκεί, αμέσως άρχισαν μόνοι τον πόλεμον με τους Τούρκους. Τούτο δεν ιδόντες ημείς εξεροκοκκινήσαμεν από την ντροπή μας, και παρευθύς εβγήκαμεν από το μέρος της Κισσωτής να υπάγωμεν εις τον πόλεμον.
Εκεί ετρέψαμεν τους Τούρκους εις φυγήν, τους κατεδιώξαμεν, επήραμεν την θέσιν των, τους εβγάλαμεν κατά διάσελα, και τους εγκρεμίσαμεν κατά το άλλο μέρος, όπου ήτο δάσος, φονεύσαντες από αυτούς περί τους σαράντα. Οι δε άλλοι εμβήκαν μέσα εις ένα ρεύμα δασώδες και ύστερον ενώθησαν με τους άλλους συντρόφους των.
Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς, σχεδόν διπλασίους. Εκείνην δεν την ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πολέμον!
(Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821) 

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2015

Σὰν σήμερα ὁ ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας «πέφτει» ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος τό 1821



Ἐπίσκοπος Σαλώνων, ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὁ πρῶτος ἱεράρχης ποὺ «ἔπεσε» κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα.
Ὁ Ἠσαΐας γεννήθηκε τὸ 1778 στὴ Δεσφίνα Παρνασσίδας. Ἔφερε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Ἠλίας καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴ Μονή Τιμίου Προδρόμου τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ ὀνομάστηκε Ἠσαΐας. Τὸ 1814 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονὴ του μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1818 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος...
Σαλώνων (σημερινῆς Ἀμφισσας) ἀπὸ το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, μὲ τὸ ὁποῖο διατηροῦσε ἀλληλογραφία σὲ συνθηματικὴ γλώσσα.
Ὡς ἱεράρχης στὰ Σάλωνα ἐργάστηκε ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ξαναπῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πατριάρχη καὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες σχετικὰ μὲ τὸν Ἀγώνα καὶ ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του στὰ μέσα Μαρτίου.
Ἀμέσως κάλεσε στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τὸν παλιό του γνώριμο Αθανασιο Διάκο, ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Λειβαδιᾶς Ἰωάννη Λογοθέτη, Ἰωάννη Φίλωνα καὶ Λάμπρο Νάκο καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὴν ἐπικείμενη ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Σάλωνα καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Στίς 27 Μαρτίου με τὸν ἐπίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σὲ δοξολογία στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ κήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, την 1η Ἀπριλίου, ὁρίστηκε μέλος ἐπαναστατικῆς διοικητικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας ποὺ συγκροτήθηκε στὴ Λιβαδειὰ καὶ ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης.
Κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά, σὲ σύσκεψη στὴ Χαλκωμάτα (20 Ἀπριλίου 1821) ἀνάμεσα στοὺς Ἀθανάσιο Διάκο, Πανουργιὰ καὶ Δυοβουνιώτη, ἀποφασίστηκε νὰ πολεμήσει ὁ Πανουργιᾶς στὰ χωριὰ Χαλκωμάτα καὶ Μουσταφάμπεη, ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὸν Γοργοπόταμο. Ἡ σφοδρὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Χαλκωμάτας στίς 23 Ἀπριλίου 1821 διέλυσε τὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ καὶ στή σκληρὴ ἐκείνη μάχη ο Ἠσαΐας ἔπεσε νεκρός, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του παπα-Γιάννης.

Σχετικὰ:
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης στὸ ποίημά του «Ἀθανάσιος Διάκος» ἀναφέρεται στὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν ἀδελφό του («Ἆσμα Τρίτον: Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου») μὲ τοὺς παρακάτω στίχους:
                                                
     Στ’ ἀγέρι κρεμασμένα,
ὡσὰν καντήλια τ’ οὐρανοῦ, ἀποβραδὶς δύο φῶτα
ἐφάνηκαν στὴ σκοτεινιά… Κανεὶς δὲν τὰ ’χε ἀνάψει…
Κι ἕνας ποὺ ἐπέρασε ἀπεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι εἶδε τὸ θάμα κι ἔδραμε, στὴ λάμψη δύο κεφάλια
ηὖρε ποὺ πλαγίαζαν γλυκά… τὸ ’να τοῦ Παπαγιάννη
καὶ τ’ ἄλλο τοῦ Δεσπότη του. Γονατιστὸς ἐμπρός τους
ἒμειν’ ὁ γέρος κι ἔκλαψε… Τοὺς ἔριξε τρισάγιο,
τὰ φίλησε στὸ μέτωπο καὶ μὲ τὸ δοκανίκι
ἔσκαψε λάκκο κι ἔθαψε τ’ ἀχώριστα τ’ ἀδέρφια.
Βλογάει τὸ χῶμα τρεῖς φορές… Ἔκαμε τὸ σταυρό του

καὶ χάνεται στὴν ἐρημιά… Ἐσβήστηκαν τὰ φῶτα..
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2015

Ο παπάς στις ντάπιες



Ο παπάς στις ντάπιες

Ιστορία του Μεσολογγίου
Συχνότατα ήκουσα επαναλαμβανόμενον υπό των γονέων και των συμπολιτών μου, μεταξύ άλλων και το εξής χαρακτηριστικόν επεισόδιον του σεβαστού ημών κλήρου.
«Ο εφημέριος του Αγίου Παντελεήμονος ιερεύς Παπα-Παναγιώτης Μπουγάτσας, εκ Μποχωρίου, από της ενάρξεως της πολιορκίας και άμα ως ήρχισεν ο κανονιοβολισμός και το τουφέκι, μετέβαινεν εις την εκκλησίαν του ελάμβανεν εις χείρας του τα άχραντα μυστήρια και ασκεπής με τον φανόν του υπό την βροχήν των σφαιρών περιήρχετο από προμαχώνος εις προμαχώνα και εκοινώνει τους ψυχορραγούντας παρηγορών αυτούς διά λόγων καταλλήλων και εμψυχών τους μαχομένους διά του παραδείγματός του. Την μετ' αληθούς αυταπαρνήσεως εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος, ουδεμίαν ημέραν παρέλειψεν.
Ότε δ' επεσκέφθη ο αείμνηστος Βασιλεύς Όθων κατά πρώτον το Μεσολόγγιον κατά το 1837 και παρουσιάσθη ενώπιόν του ο Παπα-Παναγιώτης έτυχε να παρευρίσκηται εν τοις ανακτόροις και ο στρατηγός Μακρής παρά του οποίου εζήτησε πληροφορίας περί του ιερέως αυτού, ο δε Μακρής απήντησεν ως εξής:
«Μεγαλειότατε! τον παπά αυτόν δίκαιον είναι να τον προσκυνούμεν ως άγιον διά τας μεγάλας του εκδουλεύσεις εις την πατρίδα και τον κόσμον».
«Kαι οπoίαι εισίν αύται, Καπετάν Μακρή;»
«Άκουσε Μεγαλειότατε! από την αρχήν του κλεισμού στο Μεσολόγγι ο παπάς αυτός η μόνη του δουλιά που έκανε ήτανε καθώς επιάνετο το τουφέκι και ήτανε αυτό καθημερινό, είτε μέρα ήτανε είτε νύχτα, έτρεχε στην εκκλησία, έπαιρνε το δισκοπότηρο στα χέρια του και ξεσκούφωτος με το φαναράκι του, επήγαινεν από τάπια σε τάπια και μεταλάβαινε τους ψυχομαχούντας και τους παρηγορούσε με καλά λόγια και εγκαρδίωνε τους άλλους να πολεμούν με όρεξιν και με ψυχήν διά να έχουν την βοήθειαν του Θεού. Σου ορκίζομαι στην πίστη μου, Μεγαλειότατε, ότι δεν πέρασε ημέρα, είτε νύχτα, να μην τον ιδώ εις την τάπια μου επάνω στο τουφέκι καθώς να φέρνη γύρω όλαις ταις άλλαις τάπιες και μέσα εις την χώρα από σπίτι σε σπίτι και στο γιουρoύσι της εξόδου ήτανε μαζί μας και βόλι ή μπάλα δεν τον πείραξε· τότε δεν είναι άγιος ο παπάς αυτός;»
Ο αείμνηστος Όθων ακούσας πάντα ταύτα μετά προσοχής και συγκινήσεως, ηυχαρίστησε τον στρατηγόν Μακρήν δια τας αξιομνημονεύτους και χαρακτηριστικάς αυτάς της εποχής εκείνης πληροφορίας του και ιδιοχείρως προσήρμοσεν εις το στήθος του Παπα-Παναγιώτου το αργυρούν παράσημον του αγώνος ως και εκείνο του Σωτήρος φιλοδωρήσας αυτόν και διά γενναίου χρηματικού ποσού.
Η βασιλική αύτη πράξις λαβούσα χώραν ενώπιον πολλών αγωνιστών, γινωσκόντων τα κατά τον ιερέα τούτον εξ ιδίας αντιλήψεως, κατηυχαρίστησε τους πάντας και επί πολλάς ημέρας ήτο το θέμα της ομιλίας μεταξύ των αγωνιστών, ευλογούντων το όνομα του αειμνήστου Βασιλέως Όθωνος».

Ν.Δ. Μακρή

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2015

Αόκνως ενθαρρύνων με την θείαν ελπίδα... - Αποδεικτικόν εις τον Επίσκοπον Ρωγών

Αποτέλεσμα εικόνας για ρωγων ιωσηφ



Αόκνως ενθαρρύνων με την θείαν ελπίδα...

                                                     Αποδεικτικόν εις τον Επίσκοπον Ρωγών
1825 Αυγούστου 16 εν Μεσολογγίω
Αποτέλεσμα εικόνας για ρωγων ιωσηφ
Άπαντες οι το πολιορκούμενον Μεσολόγγιον αγρύπνως διαφυλάξαντες στρατηγοί, αντιστράτηγοι και χιλίαρχοι οι υπογεγραμμένοι αποδεικνύομεν διά του παρόντος, ότι ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ως εξ ακοής βεβαίως εμάθομεν μερικοί, και μερικοί είδομεν την Θεοφιλίαν του με τα ομμάτιά μας, εστάθη εις αυτήν την πόλιν και εις την πρώτην πολιορκίαν την επί του Ομέρ-πασά και Κιουταχή, και εις μεν την δευτέραν του Σκόνδα-πασά γενναίος και ακαταπτόητος συνκινδυνεύσας τοις πολεμικοίς και συναγωνισθείς τοις πολιτικοίς, και αόκνως καθ' ημέραν δεήσεις, παρακλήσεις και λιτανείας εκτελών προς Θεόν υπέρ ελευθερώσεως της Ελλάδος αμισθί. Ωσαύτως δε και εις την παρούσαν φρικωδεστάτην πολιορκίαν του Κιουταχή εστάθη γενναίος και ακαταπτόητος καθ' ημέραν περιερχόμενος εις τους προμαχώνας του φρουρίου τούτου και κατά νύκτα, ενθαρρύνων με την θείαν ελπίδα άπαν το στρατόπεδον και με την δύναμιν του Tιμίoυ Σταυρού παρακλήσεις τε και λιτανείας ποιών εν πάσαις ταις εκκλησίαις ακαταπαύστους, επισκεπτόμενος και παρηγορών τους πληγωμένους αόκνως και επιμελώς, και κηδεύων τους θανατωθέντας σχεδόν άπαντας με πόνον και συμπάθειαν ψυχικήν του, χωρίς να αποβλέψη εις χρηματικήν απόλαυσιν και χωρίς να απολαμβάνη εκ της ενταύθα τοπικής Διοικήσεως μηνιαίον μισθόν ή τροφήν.
Εις ένδειξιν λοιπόν των πιστών εκδουλεύσεών του και του μεγάλου προς την Ελλάδα πατριωτισμού του, δεδώκαμεν το παρόν αποδεικτικόν προς την Θεοφιλίαν του.
Γεώργιος Κίτζος, Νότης Μπότζαρης, Βασίλειος Χασάπης, Γ. Βαλτινός, Λάμπρος Φωτομάρας, Φώτος Μπούμπουνας, Κώνστας Βλαχόπουλος, Σπύρος Λαμπρόπουλος, Σωτήρος Κοντζουμάνης, Σπύρος Σκυλοδήμας, Κίτζος Τζαβέλλας, Δημήτρης Μακρής, Νικολός Στορνάρης, Μήτζος Κοντογιάννης, Λάμπρος Βέϊκου, Ανδρέας Ίσκου, Αποστολάκης Μουσούνης, Χρίστος Φωτομάρας, Κωνσταντής Βέρρης, Κώστας Δρούνη, Γεώργης Νταλάσας.
    

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...