Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηρωικές Μορφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηρωικές Μορφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 18, 2013

“Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας…”


Photo: ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ !!!!!!!!!!
Έφυγε στά 87 της η ηρωίδα στήν μικρή βραχονησίδα Σαμιοπούλα ,η ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΠΠΟΥ μιά δεύτερη Κυρά της Ρώ καί πού κρατούσε ψηλά τήν σημαία μας γιά περισσότερο από 60 χρόνια μέ βαθιά πίστη στήν Παναγία μας !! Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της, “έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε. 
«Όπως και να το κάνουμε, η μητέρα μου ήταν για περισσότερα από εξήντα χρόνια ο φύλακας της βραχονησίδας. Από το 2000 ήταν και η μοναδική μόνιμη κάτοικός της. Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα. 
Όσοι τη γνώριζαν την ταύτιζαν με τη θρυλική Κυρά της Ρω, την ηρωική Δέσποινα Αχλαδιώτη της Δωδεκανήσου. Στη βορειοανατολική γωνιά του Αιγαίου, μία ώρα (εννέα μίλια) εν πλω από το Πυθαγόρειο της Σάμου, πάνω στη νησίδα Σαμιοπούλα και η Κατίνα Κάππου έγραψε τη δική της ιστορία πριν «φύγει» στις 23 του μήνα για να αναπαυθεί – πού αλλού; – στον τόπο που λάτρεψε. «Οι γονείς μου πρωτοήρθαν εδώ το 1945, μόλις παντρεύτηκαν. Η Σαμιοπούλα τότε ήταν μοναστηριακό νησί κι αρχικά το νοίκιασαν από τη Μονή της Μεγάλης Παναγίας μέχρι και το 1957, που παραχωρήθηκε στο κράτος με την προϋπόθεση να δοθεί σε ακτήμονες καλλιεργητές. Τότε όμως επρόκειτο απλώς για έναν βράχο, δεν υπήρχε σπίτι ή ζωή επάνω εδώ, πάρα μόνο κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα, γι΄ αυτό και το χαρακτήρισαν τελικά ως νησί κτηνοτροφικό. Άρχισαν να χτίζουν τοίχους, να καλλιεργούν όπου υπήρχαν μικρά κομμάτια γης, έβαλαν γύρω στα 160 δέντρα ελιές. Στην πορεία έχτισαν με τα χέρια τους και δύο πέτρινα σπιτάκια, αποθήκες και δεξαμενή. Αργότερα έχτισαν κι ένα ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό για όσους φτάνουν με τα καΐκια ώς εδώ, κυρίως τα καλοκαίρια…», λέει στα «ΝΕΑ» ο 56χρονος Βασίλης Κάππος, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Τάσου και της Κατίνας. «Από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από εννέα χρόνια, κι έμεινε ολομόναχη εδώ και πάλι η μητέρα μου ήταν ξεκάθαρα αρνητική να έρθει να μείνει μαζί μας στο Πυθαγόρειο.

“Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας…”, έλεγε και πήγαινε κάθε πρωί στο αγαπημένο της, το πιο κοντινό από τα δύο, εκκλησάκι. Και βεβαίως φύλαγε ως κόρη οφθαλμού την υψωμένη σημαία…», προσθέτει.

Τέλος εποχής…

«Έφυγε μια άλλη εποχή! Τέσσερις άνθρωποι – οι γονείς μου, ο θείος μου Χριστόδουλος και η θεία Ευδοκία που έζησαν για χρόνια μαζί τους- ανέστησαν τα πάντα εκεί τριγύρω», λέει συγκινημένη η μία από τις δύο κόρες της «κυράς της Σαμιοπούλας», η 61χρονη Ειρήνη Καμπόσου που στα πρότυπα των γονιών της κατοικεί με την οικογένειά της επίσης σε ερημικό νησί, στα Λέβιθα, ανάμεσα σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα.

«Με το ζόρι την πήραμε από ΄κει πριν από τέσσερις μήνες, γιατί είχε καταπονηθεί πια και δεν μπορούσε να περπατήσει. Και πάλι όμως ζητούσε επίμονα να επιστρέψει. Μόνο τα καλοκαίρια είχε παρέα, τα εγγόνια της και τους περαστικούς τουρίστες. Όλο τον χειμώνα έμενε σχεδόν μόνη της κατά καιρούς και για μέρες αποκομμένη», λέει η κ. Καμπόσου. «Τον αδερφό μου τον Βασίλη εκεί πάνω, στη Σαμιοπούλα, τον γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια της γιαγιάς μας. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει, Γενάρη μήνα, λόγω φουρτούνας».

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ

Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα.

Τη συνόδευσαν 5 καΐκια στο τελευταίο ταξίδι.

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ τους συγγενείς και οι υπόλοιποι από τους λιγοστούς – ακόμα και στη Σάμο – που γνώριζαν για την επί εξήμισυ  δεκαετίες παρουσία της «γιαγιάς της Σαμιοπούλας» πάνω στην αιγαιοπελαγίτικη βραχονησίδα αναγνωρίζουν την ανιδιοτελή προσφορά και αφοσίωσή της στον τόπο της.

«Τη θυμάμαι 62 χρόνια. Με τον χαμό της έκλεισε ένας κύκλος, μια ιστορία 70 χρόνων, ήταν η τελευταία των Μοϊκανών…», λέει ο ιερέας του χωριού Παγώνδας, Νικόλαος Σπάγος, ο οποίος βρέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Σαμιοπούλα για να απευθύνει το ύστατο χαίρε στην Κατίνα Κάππου.

«Την τίμησε και ο Στρατός και ο ηγούμενος της Μεγάλης Παναγίας. Τέσσερα- πέντε καΐκια συνόδευσαν τη νεκρική πομπή εν πλω από το Πυθαγόρειο προς τη Σαμιοπούλα, ήταν κάτι το συγκινητικό. Της άξιζε όμως όλη αυτή η τιμητική τελετή, γιατί αγάπησε πολύ από μικρό κορίτσι το νησί όπου έμεινε. Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της, “έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε. Αντιθέτως έδωσε ζωή, με τον σύζυγό της, σε ερείπια: ερχόταν κόσμος απ΄ όλη τη Σάμο στα πανηγύρια του μικρού αυτού νησιού, για να δουν τον κυρ Τάσο και την κυρά Κατίνα, ευγενέστατους, πάντα πρόθυμους να προσφέρουν καφεδάκι, ούζο και μεζέ κολιό. Για μας που τους ξέραμε, είναι μια απώλεια…», υποστηρίζει.
Έφυγε στά 87 της η ηρωίδα στήν μικρή βραχονησίδα Σαμιοπούλα ,η ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΠΠΟΥ μιά δεύτερη Κυρά της Ρώ καί πού κρατούσε ψηλά τήν σημαία μας γιά περισσότερο από 60 χρόνια μέ βαθιά πίστη στήν Παναγία μας !! Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της. “Έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε.
«Όπως και να το κάνουμε, η μητέρα μου ήταν για περισσότερα από εξήντα χρόνια ο φύλακας της βραχονησίδας. Από το 2000 ήταν και η μοναδική μόνιμη κάτοικός της. Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα. 


Όσοι τη γνώριζαν την ταύτιζαν με τη θρυλική Κυρά της Ρω, την ηρωική Δέσποινα Αχλαδιώτη της Δωδεκανήσου. Στη βορειοανατολική γωνιά του Αιγαίου, μία ώρα (εννέα μίλια) εν πλω από το Πυθαγόρειο της Σάμου, πάνω στη νησίδα Σαμιοπούλα και η Κατίνα Κάππου έγραψε τη δική της ιστορία πριν «φύγει» στις 23 του μήνα για να αναπαυθεί – πού αλλού; – στον τόπο που λάτρεψε.

 «Οι γονείς μου πρωτοήρθαν εδώ το 1945, μόλις παντρεύτηκαν. Η Σαμιοπούλα τότε ήταν μοναστηριακό νησί κι αρχικά το νοίκιασαν από τη Μονή της Μεγάλης Παναγίας μέχρι και το 1957, που παραχωρήθηκε στο κράτος με την προϋπόθεση να δοθεί σε ακτήμονες καλλιεργητές. Τότε όμως επρόκειτο απλώς για έναν βράχο, δεν υπήρχε σπίτι ή ζωή επάνω εδώ, πάρα μόνο κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα, γι΄ αυτό και το χαρακτήρισαν τελικά ως νησί κτηνοτροφικό. Άρχισαν να χτίζουν τοίχους, να καλλιεργούν όπου υπήρχαν μικρά κομμάτια γης, έβαλαν γύρω στα 160 δέντρα ελιές. Στην πορεία έχτισαν με τα χέρια τους και δύο πέτρινα σπιτάκια, αποθήκες και δεξαμενή. Αργότερα έχτισαν κι ένα ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό για όσους φτάνουν με τα καΐκια ώς εδώ, κυρίως τα καλοκαίρια…», λέει στα «ΝΕΑ» ο 56χρονος Βασίλης Κάππος, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Τάσου και της Κατίνας. «Από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από εννέα χρόνια, κι έμεινε ολομόναχη εδώ και πάλι η μητέρα μου ήταν ξεκάθαρα αρνητική να έρθει να μείνει μαζί μας στο Πυθαγόρειο.

“Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας…”, έλεγε και πήγαινε κάθε πρωί στο αγαπημένο της, το πιο κοντινό από τα δύο, εκκλησάκι. Και βεβαίως φύλαγε ως κόρη οφθαλμού την υψωμένη σημαία…», προσθέτει.

Τέλος εποχής…

«Έφυγε μια άλλη εποχή! Τέσσερις άνθρωποι – οι γονείς μου, ο θείος μου Χριστόδουλος και η θεία Ευδοκία που έζησαν για χρόνια μαζί τους- ανέστησαν τα πάντα εκεί τριγύρω», λέει συγκινημένη η μία από τις δύο κόρες της «κυράς της Σαμιοπούλας», η 61χρονη Ειρήνη Καμπόσου που στα πρότυπα των γονιών της κατοικεί με την οικογένειά της επίσης σε ερημικό νησί, στα Λέβιθα, ανάμεσα σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα.

«Με το ζόρι την πήραμε από ΄κει πριν από τέσσερις μήνες, γιατί είχε καταπονηθεί πια και δεν μπορούσε να περπατήσει. Και πάλι όμως ζητούσε επίμονα να επιστρέψει. Μόνο τα καλοκαίρια είχε παρέα, τα εγγόνια της και τους περαστικούς τουρίστες. Όλο τον χειμώνα έμενε σχεδόν μόνη της κατά καιρούς και για μέρες αποκομμένη», λέει η κ. Καμπόσου. «Τον αδερφό μου τον Βασίλη εκεί πάνω, στη Σαμιοπούλα, τον γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια της γιαγιάς μας. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει, Γενάρη μήνα, λόγω φουρτούνας».

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ

Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα.

Τη συνόδευσαν 5 καΐκια στο τελευταίο ταξίδι.

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ τους συγγενείς και οι υπόλοιποι από τους λιγοστούς – ακόμα και στη Σάμο – που γνώριζαν για την επί εξήμισυ δεκαετίες παρουσία της «γιαγιάς της Σαμιοπούλας» πάνω στην αιγαιοπελαγίτικη βραχονησίδα αναγνωρίζουν την ανιδιοτελή προσφορά και αφοσίωσή της στον τόπο της.

«Τη θυμάμαι 62 χρόνια. Με τον χαμό της έκλεισε ένας κύκλος, μια ιστορία 70 χρόνων, ήταν η τελευταία των Μοϊκανών…», λέει ο ιερέας του χωριού Παγώνδας, Νικόλαος Σπάγος, ο οποίος βρέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Σαμιοπούλα για να απευθύνει το ύστατο χαίρε στην Κατίνα Κάππου.

«Την τίμησε και ο Στρατός και ο ηγούμενος της Μεγάλης Παναγίας. Τέσσερα- πέντε καΐκια συνόδευσαν τη νεκρική πομπή εν πλω από το Πυθαγόρειο προς τη Σαμιοπούλα, ήταν κάτι το συγκινητικό. Της άξιζε όμως όλη αυτή η τιμητική τελετή, γιατί αγάπησε πολύ από μικρό κορίτσι το νησί όπου έμεινε. Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της, “έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε. Αντιθέτως έδωσε ζωή, με τον σύζυγό της, σε ερείπια: ερχόταν κόσμος απ΄ όλη τη Σάμο στα πανηγύρια του μικρού αυτού νησιού, για να δουν τον κυρ Τάσο και την κυρά Κατίνα, ευγενέστατους, πάντα πρόθυμους να προσφέρουν καφεδάκι, ούζο και μεζέ κολιό. Για μας που τους ξέραμε, είναι μια απώλεια…», υποστηρίζει.

ΠΗΓΗ  /αντιγραφή

Να γνωρίσουμε τους αγωνιστές της Βορείου Ηπείρου: Αριστοτέλης Χαρμπάτσης "Έλληνας γεννήθηκα και Έλληνας θα πεθάνω!”



"Έλληνας γεννήθηκα  και Έλληνας θα πεθάνω!”
Ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, γεννήθηκε στη Δίβρη το 1913 σε πάμφτωχη οικογένεια. Ο πατέρας του Χρήστος  επί χρόνια περιφερόταν πα­ράνομος στο κλαρί, επειδή διώκονταν από την αστυνομία. Το 1918 σκοτώνεται από την Ιταλούς καραμπινιέρους μετά από προδοσία. Ύστερα του κάψανε το σπίτι. Έτσι η οικογέ­νεια ορφάνεψε, η σύζυγός του έμεινε χήρα με τρία τέκνα και με κατοικία μια τρώγλη.
Ο Αριστοτέλης τελείωσε το δημοτικό στη γενέτειρά του και με τη φροντίδα των τότε αρχών του χωριού στάλθηκε στο Ιεροδιδασκαλείο της Βελλάς. Ήταν μελετηρός τύπος και διακρινόταν ανάμεσα στους συμμαθητές του. Στο απολυ­τήριο αναφέρεται  «Άξιος απολύσεως» με γενικό βαθμό άριστα και διαγωγή «κοσμιωτάτη».
Επέστρεψε στο χωριό σε μια δύσκολη περίοδο για τα σχολεία μας όπως ήταν εκείνη του 1933-1934, όπου η κυβέρ­νηση του Ζώγκου προσπάθησε να εξαλβανίσει τα σχολεία μας. Πήρε ενεργό μέρος στο απεργιακό κίνημα. Μετά την αναγνώριση από το Δικαστή­ριο της Χάγης του δικαιώμα­τος της εκπαίδευσης στη μη­τρική γλώσσα τα σχολεία ξα­νάνοιξαν το 1935-1936.
Τότε και ο Αριστοτέλης διορίστη­κε δάσκαλος, υπηρετώντας πι­στά στα χωριά Λύβηνα, Κρανιά, Φοινίκι και Τσούκα, προ­σφέροντας ταυτόχρονα ελπί­δα στα Βορειοηπειροτόπουλα που τόσο πολύ αγαπούσε.
Στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πρωτοστάτησε για την υπεράσπιση του χωριού.  Διορίστηκε υποδιοι­κητής του παρτιζάνικου τάγματος «Λευτέρης Τάλλιος», όπου και υπηρέτη­σε αρκετό καιρό. Αργότερα απολύθηκε ως ανεπιθύμητος.
Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε δάσκαλος στην Τσούκα. Τα πατριωτικά του αι­σθήματα εκδηλώνονται πα­ντού. Η «σιγκουρίμι» τον είχε  υπό παρακολούθηση. «Χαρά­λαμπε, είπε στο φίλο του, κιν­δυνεύουμε να συλληφθούμε, γι' αυτό φυλάξου και εσύ. Εμέ­να με συμβούλεψαν να δραπε­τεύσω. Δεν το κάνω, όμως, για­τί ο αγώνας μας είναι εδώ. Τι  θα μας κάνουν. Θάνατος δεν υπάρχει. Η φυλακή για τους άνδρες είναι».
Συλλαμβάνεται, τελικά, στο σχολείο της Τσούκας  και οδηγείται στον Καλιά του Αργυροκά­στρου μαζί με τους πατριώτες Σωτήρη Σκεύη και Νάσιο Πά­ντο. Εκεί βασανίζεται βάρβα­ρα μαζί με άλλους μειονοτι­κούς πατριώτες για να παρα­δεχτούν τις ανύπαρκτες κατη­γορίες. Από το στρατοδικείο Αργυροκάστρου καταδικάζο­νται σε θάνατο με την κατηγο­ρία «πράκτορες της Ελλάδας ».
Παρ' ότι ο αδερφός του συ­γκέντρωσε στα χωριά χιλιάδες υπογραφές με σκοπό να του αποδοθεί χάρη, τίποτε δεν άλ­λαξε την απόφαση. Ο αδερ­φός του δικάστηκε σε κάθειρ­ξη τριών ετών και καταναγκα­στική εργασία. Στο δικαστήριο ο στρατιωτικός εισαγγελέας Γ. Κώτσιας του είπε: «Χαρμπάτση, παράτα τα και γύρνα ». Αυτός απάντησε: «Έλληνας γεννήθηκα και Έλ­ληνας θα πεθάνω. Θα κόψεις πέντε, δέκα δέντρα, πολλά κλωνάρια θα απομείνουν».
Όταν τον πήγαν για εκτέ­λεση ο Τέλης είπε στους άλ­λους φυλακισμένους « Άντε ρε παιδιά, μη χολιάζεται, γά­μος χωρίς κριάρι δεν γίνεται. Η πατρίδα θέλει θυσίες ». Δε δέχτηκε να δέσει τα μάτια, λέγοντας : « Οι άνδρες δεν σκοτώνονται με τα μάτια δεμένα ».
Σωριάστηκε στο λάκκο με­τά τη χαριστική βολή του επι­κεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Αυτή ήταν η ζωή και η δρά­ση του Αριστοτέλη  Χαρμπάτση και έτσι παλικαρίσια έπεσε από το βόλι των δημίων της κομουνι­στικής δικτατορίας.
Ήταν τραγουδιστής, απλός άνθρωπος, αγαπητός στην πα­ρέα, θερμός πατριώτης.
Ας γίνει οδηγός και εμπνευστής σε όλους τους Βορειοηπειρώτες.
Η τελευταία παραγγελία, που ο αδικοχαμένος Τέλης άφησε γραμμένη στο κελί του στον Καλιά, είναι:
 «Παιδιά της Μειονότητας, προχωρήστε! Μην οπισθοχωρείτε!»
(από συνεργάτη μας στη Β. Ήπειρο)

Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013

Παπα-Βαλής: ένας «ψυχωμένος» ιερέας της Αντίστασης


Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Π. Κωνσταντίνο Βαλή.
Συνηθίζουμε να συγκρίνουμε τα ανδραγαθήματα των ηρώων της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 με τα αντίστοιχα του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821. Μία πτυχή που επιτείνει αυτή την ομοιότητα είναι η συμμετοχή του Κλήρου στους αγώνες του Γένους. Επιλέγουμε σήμερα, με την αφορμή της εθνικής επετείου, να αναδείξουμε την προσφορά ενός ανδρείου λευίτη που έπαιξε κυριολεκτικά το κεφάλι του κορώνα-γράμματα για να βοηθήσει το ποίμνιό του στον αγώνα εναντίον του κατακτητή.

Ο παπα Βαλής
Ο πατέρας Κωνσταντίνος Βαλής, γνωστός στην περιοχή του και ως παπα-Βαλής, καταγόταν από το Νεοχώρι Τριχωνίδας και διακονούσε την Εκκλησία στο χωριό Σιβίστα του Αιτωλικού και αργότερα, μέχρι το 1945, στο Αγρίνιο. Σχεδόν αμέσως με την έναρξη της υποδούλωσης της Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, ο παπα-Βαλής πρόσφερε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία της «Εθνικής Αλληλεγγύης». Η «Εθνική Αλληλεγγύη» ήταν η πρώτη πανελλαδικής εμβέλειας οργάνωση της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 28 Μαΐου του 1941 και δραστηριοποιήθηκε κυρίως στον ανθρωπιστικό τομέα.


Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Χολέβας ή Παπαχολέβας (Παπαφλέσσας),
 Στρατιωτικός Ιερέας της ΧΙΙΙ μεραρχίας του ΕΛΑΣ, Γενικός Γραμματέας της
 Παγκληρικής Ενώσεως, καθηγητής φιλολογίας-αρχαιολόγος. 
Τιμήθηκε από το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με το Χρυσό Σταυρό του
 Αποστόλου Παύλου, για την αντιστασιακή του δράση.
 Η φωτογραφία τραβήχτηκε από το θρυλικό φωτογράφο της Αντίστασης, Σπύρο Μελετζή
Ο παπα-Βαλής οργάνωσε εράνους και μάζευε τρόφιμα και χρήματα για να τα προσφέρει στους δοκιμαζόμενους συμπατριώτες του. Περισσότερο εντυπωσιακή, όμως, ήταν η προσφορά του στο ενεργό σκέλος της Αντίστασης. Όταν η διάσημη ηρωίδα του Αγώνα, Μαρία Δημάδη, εργαζόταν στο γερμανικό Φρουραρχείο του Αγρινίου ως διερμηνέας και υπέκλεπτε στρατιωτικά έγγραφα, ο παπα-Βαλής εισερχόταν στο στρατιωτικό κτίριο εμφανιζόμενος ως … θείος της, παραλάμβανε το πολύτιμο παράνομο υλικό μέσα από την πηγή του για να το παραδώσει στη συνέχεια στους αντιστασιακούς συνδέσμους.
Άλλη προσφιλής του ενέργεια ήταν η … σκηνοθεσία κηδειών. Μέσα στα φέρετρα και κάτω από τα λουλούδια μετέφερε όπλα για το «βουνό». Η πομπή κατέληγε στο νεκροταφείο του Αγρινίου, στο μεγάλο κενοτάφιο του Σπύρου Τζωρτζόπουλου, συνεπικουρούμενος από τον υπάλληλο του νεκροταφείου και στέλεχος του Ε.Α.Μ., Χριστόφορο Σώτο. Συχνά, οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες, στο πέρασμα των νεκροφόρων στέκονταν σε στάση προσοχής, αγνοώντας προφανώς ότι αποδίδουν τιμές σε εχθρικό πολεμικό υλικό.
Κάποτε οι αρχές Κατοχής τον υποψιάστηκαν. Ο παπα-Βαλής το κατάλαβε και την επόμενη φορά που η πομπή συνάντησε απόσπασμα κατακτητών, η ταραχή του ήταν εμφανής. Οι αξιωματικοί τού ζήτησαν να ανοίξει το φέρετρο και έκπληκτοι αντίκρισαν τη σορό της γιαγιάς του Χρήστου Μπανιά. Από τότε δεν τον ενόχλησαν ξανά. Η μπλόφα είχε πιάσει…
Όταν έγινε κάποιο σαμποτάζ από την Αντίσταση, οι κατακτητές συνέλαβαν 30 πολίτες ως ομήρους, για να τους εκτελέσουν. Μόλις το έμαθε ο παπα-Βαλής, κατέστρωσε με την τοπική οργάνωση του Ε.Α.Μ. σχέδιο για την απόδρασή τους. Ζήτησε στη συνέχεια από τον τοπικό υπεύθυνο του Ε.Α.Μ., Αρ. Φλωρόπουλο, ένα όνομα κρατουμένου. Εκείνος του έδωσε το όνομα του Σπύρου Κοντοπάνου. Ο παπα-Βαλής μετέβη στη φυλακή έχοντας μαζί του ένα σταυρό, μια Ι. Σύνοψη και ένα κεσέ με γιαούρτι. Εκεί, ζήτησε από το Γερμανό διοικητή την άδεια να εξομολογήσει τον … ανεψιό του, Σπύρο Κοντοπάνο και όποιον άλλο ήθελε να εξομολογηθεί πριν από την εκτέλεσή του.
Ο διοικητής συγκατένευσε και οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα. Ο παπα-Βαλής άρχισε να ψέλνει παρουσία του διοικητή, που στεκόταν σε στάση προσοχής:
«Κύριε ελέησον, μέσα στο γιαούρτι ένα πριόνι… Του Κυρίου δεηθώμεν, να κόψετε τα σίδερα… Να έχετε σινιάλο τέκνα μου τη νύχτα, κύριε ελέησον, ανάψτε τρία τσιγάρα, του Κυρίου δεηθώμεν, τα παιδιά περιμένουν, Κύριε ελέησον, απ’ έξω να σας ελευθερώσουν, … Κύριε ελέησον, τέκνα μου, τέκνα μου, κινηθείτε αποφασιστικά και μη φοβάστε, μνήσθητι Κύριε».
Δακρυσμένοι οι μελλοθάνατοι από αυτόν τον «Ψαλμό των οδηγιών», μπήκαν στη σειρά και άρχισαν να του φιλούν το χέρι. Συγκινημένος και ο διοικητής, επέτρεψε στον ιερέα να παραδώσει τον κεσέ στον «ανεψιό» του. Το ίδιο βράδυ οιόμηροι πριόνισαν τα σίδερα και δραπέτευσαν.
Όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συνήθως στον τόπο μας, η ανταμοιβή για τη δράση του ήταν η … αναμενόμενη αγνωμοσύνη. Μέσα στο ζοφερό κλίμα των διώξεων και του εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε, ο παπα-Βαλής απαλλάχθηκε των καθηκόντων του από τον επίσκοπό του, γιατί «η διαγωγή του σκανδάλιζε το ποίμνιον»… Μερικά χρόνια αργότερα, τιμωρήθηκε με ένα χρόνο φυλάκιση, επειδή κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του αριστερού λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου. Πληροφορίες τον φέρνουν να ζει αργότερα με μια μικρή σύνταξη κάπου στο Αιγάλεω…

Πληροφορίες ελήφθησαν από το άρθρο του Ομότ. Καθηγητή Ιατρικής Νίκου Παπανικολάου, «Ο Παπα-Βαλής», στον Αιτωλοακαρνανικό Τύπο, Μάρτιος 2012, σ. 4 και από τις ιστοσελίδες http—ellinon-anava.pblogs.gr/, agriniomemories.blogspot.gr/, kokkinosfakelos.blogspot.gr/, www.epoxi.gr/

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά 4 Φεβρουαρίου 1843- 4 Φεβρουαρίου 2013 Ένα μικρό αφιέρωμα για τα 170 Χρόνια απο τον Θάνατο ενός μεγάλου ΕΛΛΗΝΑ


Θ. Κολοκοτρώνης. Λάδι. K. Krazeisen


Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η σημαντικότερη στρατιωτική
 και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. 
Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για 
τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν, 
 επονομάσθηκε "Γέρος του Μοριά".
 Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας 
στις 3 Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή του ήταν 
από το χωριό Λιμποβίσι της Αρκαδίας.
 Η οικογένειά του - με γενάρχη τον Τσεργίνη -
 ανέδειξε πολλούς γενναίους κλεφταρματολούς-αγωνιστές
 και κατέβαλε βαρύ τίμημα στον απελευθερωτικό 
αγώνα κατά των Τούρκων. 
Μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης περίπου εβδομήντα
 Κολοκοτρωναίοι είχαν βρει το θάνατο στον αγώνα
 κατά των Τούρκων.
Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν μεγάλος κλεφταρματωλός 
της Μάνης και του Ταϋγέτου. 
Η μητέρα του καταγόταν από το σόι των Κοστακαίων της
 Αλωνίσταινας. 
Tο 1770 είχε συμμετάσχει στην εξέγερση του Μοριά 
κατά τα Ορλωφικά. Αμέσως μετά, το 1771, 
ο Κωσταντής ήλθε σε σφοδρή σύγκρουση με τους 
Τούρκους που είχαν στο μεταξύ εξαπολύσει 
ανηλεή διωγμό κατά των κλεφταρματολών. 
Το 1779, μαζί με τα αδέλφια του Αποστόλη,
 Γιώργο και Αναγνώστη,









 συμμετείχε στην εξόντωση των Αλβανών που μάστιζαν 
την Πελοπόννησο. Το 1780 όμως οι Τούρκοι ξεκίνησαν 
νέο διωγμό κατά των αρματολών. Ισχυρό στράτευμα
 υπό τον Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που 
ήταν Βεζύρης, Βαλεσής και Σερασκέρης της Ρούμελης,
 αποβιβάστηκε στο Γύθειο και κατευθύνθηκε κατά
 της Καστάνιτσας που ήταν ορμητήριο του Κωνσταντή.  
Ο Κωνσταντής μαζί με τον κλεφταρματολό Παναγιώταρο
 Βενετσανάκη και τις οικογένειές τους είχαν στο 
μεταξύ ταμπουρωθεί με 150 παλικάρια στους δύο πύργους τους. 
Εκεί πρόβαλαν ηρωϊκή αντίσταση για 12 μέρες. 
Στο τέλος οι πολιορκούμενοι επεχείρησαν απεγνωσμένη
 έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κωνσταντής και
 δυο αδέλφια του. 
 Ο αδελφός του Αναγνώστης και η γυναίκα του μαζί με 
το μικρό Θεοδωράκη και μια αδελφή του κατάφεραν να διαφύγουν.
 Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του πήρε τα παιδιά της
 και κατέφυγε στο πατρογονικό της στην Αλωνίσταινα.
 Την ένδοξη εκείνη μάχη θα διηγηθεί αργότερα
 ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
Σε ηλικία 15 χρονών ο Θοδωράκης μαζί με τη μητέρα του
 εγκαταστάθηκαν στο Άκοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. 
Λίγο μετά και σε ηλικία 15 ετών διορίσθηκε, κάπος στην
 επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε
 τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου και 
έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του.
 Στο μεταξύ εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου
 και ειδικότερα στο σώμα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα 
διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. 
Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα και ανέπτυξε πλούσια
 δράση.
Μετά τους μεγάλους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι
 κατά της κλεφτουριάς κατέφυγε το 1810 στη Ζάκυνθο, 
όπου έμεινε με την οικογένειά του 15 χρόνια και υπηρέτησε στον
 αγγλικό στρατό σαν ταγματάρχης σε Σύνταγμα Ελλήνων
 εθελοντών. Η θητεία του αυτή του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική
 τέχνη, τα οποία και εφάρμοσε αργότερα στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. 
Μετά τη διάλυση του Συντάγματος ασχολήθηκε με το εμπόριο. 
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το φιλικό Πάγκαλο.
 Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε μαζί με τον Πετρόμπεη 
Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης 
στην Καλαμάτα και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, τ
ην απελευθέρωσε.



Ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης με στολή ταγματάρχη


Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές
 επιχειρήσεις του Αγώνα και σε πολλές κρίσιμες 
καμπές του αγώνα. Χαρακτηριστικά, η νίκη στο Βαλτέτσι το 
Μάιο 1821 ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη και έσφιξε τον κλοιό
 της πολιορκίας της Τρίπολης.
 Η άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ήταν η πρώτη
 μεγάλη επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα και 
παγίωσε τη θέση των επαναστατών.
 Η καταστροφή της στρατιάς των 30.000 ανδρών του Δράμαλη 
πασά στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822), όπου ο Κολοκοτρώνης 
κινητοποίησε ακόμα και τους χωρικούς μετατρέποντάς 
τους σε τρομερούς αγωνιστές, εδραίωσε την επανάσταση 
στο Μοριά. Στις επιχειρήσεις αυτές πρυτάνευσαν η ευφυΐα,
 η διορατικότητα και η τόλμη του στρατηγικού του μυαλού. 
Οι επιτυχίες αυτές έμελλαν να τον αναδείξουν στη συνέχεια 
σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. 
Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά 
και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής
 Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, 
με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο.

Ο Κολοκοτρώνης έφιππος με συνοδεία στρατού (Ν. Βερβέρης)




Στη δύσκολη περίοδο του Εμφύλιου πολέμου ο Κολοκοτρώνης
 πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα 
στους αντιπάλους, μακριά από προσωπικές φιλοδοξίες και
 έχοντας πάντα σαν κεντρική του επιδίωξη την ομόνοια 
και ενότητα μεταξύ των Ελλήνων. 
Παρ' όλα αυτά όμως έγινε στόχος μεθοδεύσεων και
 ραδιουργιών από την πλευρά μερικών κοτζαμπάσηδων και 
πολιτικών και τελικά δεν απέφυγε τις διώξεις και τη φυλάκιση. 
΄Έσι, κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το Μάρτιο-Απρίλιο του 1823 
στο Άστρος, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα 
στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, αποφασίστηκε μεταξύ 
άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, 
ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού
 του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. 
Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού 
των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη
 ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του
 Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε
 από αντιπρόεδρος. Στις 16 Νοεμβρίου του 1823 
οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό.


Το μπουντρούμι  όπου φυλακίστηκε ο  Θ. Κολοκοτρώνης στο Παλαμίδι


Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη
 κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον
 Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824
 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον 
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη
 στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν
 εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και 
την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το 
οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. 
Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν
 σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη 
και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας.
 Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι
 δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, 
και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) 
επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές 
και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη,
 τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου)
 είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και 
πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, 
Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων
 περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση 
φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης
 του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις
 σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. 
Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον 
Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του 
Δεκεμβρίου του1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε
 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους
 Δεληγιανναίους και τον Νοταρά.
Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη 
των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερματίζεται 
η εμφύλια διαμάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε μεγάλο
 κίνδυνο από την επέλαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο. 
Μετά την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, 
και ενώ δρόμος για την Τριπολιτσά ήταν πλέον ανοιχτός για 
τους εισβολείς, ο Κολοκοτρώνης πήρε αμνηστία από την
 Κυβέρνηση. 
Όμως η πρωτεύουσα του Μοριά έπεσε στα χέρια του Ιμπραήμ 
στις 11 Ιουνίου του 1825, παρά τις προσπάθειες του Γέρου
 και των άλλων οπλαρχηγών να τον συγκρατήσουν.
 Στην κρίσιμη αυτή καμπή της επανάστασης 
ο Γέρος του Μοριά προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον αγώνα, 
παρενοχλώντας τον εχθρό, στρατολογώντας αγωνιστές και
 φροντίζοντας για την επιμελητεία.
Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο μετά την επιδρομή
 του στην Στερεά Ελλάδα, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαφανίσει 
τις επαναστατικές εστίες που απέμεναν στο Μοριά. 
Ο Κολοκοτρώνης τότε εφάρμοσε τακτική ανταρτοπόλεμου
προξένησε μεγάλες απώλειες στο στρατό Ιμπραήμ φέρνοντάς 
τον σε δύσκολη θέση. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, 
όταν ο Αιγύπτιος πασάς άρχισε να πυρπολεί τα χωριά και τους 
αγρούς αναγκάζοντας τους κατοίκους να δηλώσουν υποταγή
 μπροστά στον κίνδυνο του λιμού (να "προσκυνήσουν"), 
ο Γέρος του Μοριά εξαπέλυσε τα παλικάρια του στα χωριά
 που δήλωσαν υποταγή και πότε με το καλό πότε με τη βία 
κατάφερε να κρατήσει τη φλόγα της επανάστασης. 
Τα λόγια του ήχησαν τότε χαρακτηριστικά: 
“Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό 
εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. 
Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους !”.
 Και στα απομνημονεύματά του μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά : 
"Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά 
την πατρίδα μου".
Παρά τα ρωσόφιλά του αισθήματά  ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε 
πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την 
Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. 
Αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξή των ξένων στις
 εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν
 πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συμφερόντων. 
Από την άλλη πλευρά, εμφορούμενος από μεγάλη μεγαλοψυχία, 
συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν
 για το θάνατο συγγενών του και του γιου του.


Ο Κολοκορώνης παρακολουθεί γλέντι των παληκαριών του


Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε
 ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον 
αυταρχικό τρόπο της εφαρμογής της. Επίσης πρωτοστάτησε 
στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όμως
 του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών
 εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξάρχοντα 
τον Ι. Κωλέττη και αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους 
Βαυαρούς που δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν 
τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση.
 Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά
 στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί 
στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, 
τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς
 με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνομωσία εναντίον 
του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης. 
Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών
 Α. Πολυζωϊδη και Γ. Τερτσέτη, καταδικάσθηκε μαζί με 
τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι 
σε ηλικία 63 ετών. 
Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. 
Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα
 έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε, εξουθενωμένος από τις
 άθλιες συνθήκες της φυλακής και τις ταπεινώσεις και σχεδόν τυφλός.
Τα μετέπειτα χρόνια ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα,
 τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε να γνωρίσει
 τη γενική αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα.
 Έλαβε το βαθμό του στρατηγού, διορίσθηκε σύμβουλος 
Επικρατείας, τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, 
 ορίσθηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση 
του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος
 του Όθωνα. 
Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά
 οφέλη και ανταλλάγματα.


Ο Θ. Κολοκοτρώνης νεκρός (πιν. του Bonitore, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο - Λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, τομ. Β', σελ. 458)


Κατά την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα απομνημονεύματά του
 από το Γεώργιο Τερτσέτη καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη 
με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 
1770 έως τα 1836"
Τα απομνημονεύματα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν 
πολύτιμη μαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα.
Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συμφόρηση,
 αμέσως μετά το γάμο του μικρότερου γιου του Κολίνου
 και ετάφη στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. 
Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του
 απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει  την αγαπημένη
 του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε
 σκληρά. Με αυταπάρνηση, μεγαλοψυχία, ήθος, όραμα και πίστη.

Μετακομιδή  των οστών  του Θ. Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη καυ επίσημη υποδοχή στο Σιδηροδρομικό σταθμό.
Στις 10 Οκτ. 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των 
Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν 
αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση 
του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του και 
που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.


Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη στην πλατεία Άρεως στην Τρίπολη. Εκεί έχουν εναποτεθεί τα οστά του.



Σήμερα εκεί, στην πολυσύχναστη και ζωντανή αυτή πλατεία, 
οι διαβάτες και οι περιπατητές αμέριμνα προσπερνούν δίπλα 
από το μνημείο. Και γύρω του και κάτω του, μικρά παιδιά παίζουν
 ανέμελα τις Κυριακές. Αλλά υπάρχουν στιγμές, που από 
τα περήφανα βουνά του Μαινάλου που φαίνονται αντίκρυ, 
μια αύρα ανάλαφρη φυσσά. Μαζί μ' ένα τραγούδι:

Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2012

Ὑπολοχαγὸς Ἀλέξανδρος Διάκος: Ὁ πρῶτος νεκρὸς ἀξιωματικὸς τῆς Πίνδου



Η προτομή του Διάκου στην Τσούκα Πίνδου όπου έπεσε μαχόμενος
Ο Αλέξανδρος Διάκος ήταν πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεσε μαχόμενος στο ελληνοαλβανικό μέτωπο ,και συγκεκριμένα στις 1 Νοεμβρίου 1940 στην Πίνδο στην τοποθεσία Τσούκα.

 
Είχε γεννηθή στην Χάλκη της Ρόδου το 1911, που τότε ήταν υπό Ιταλική κατοχή. Το 1929 φεύγει στην Αθήνα και σπούδασε στην Σχολή Ευελπίδων μέχρι το 1934 που αποφοίτησε και εντάχτηκε στον Ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με την αναφορά του Ταγματάρχη Καραβιά[1] ο λόχος δέχτηκε επίθεση απο πολλαπλάσιες Ιταλικές δυνάμεις Αλπινιστών ο Διάκος στεκόταν όρθιος κραυγάζοντας και δίνοντας εντολές για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, κατάφερε να ανασυντάξει τον λόχο του και να αντεπιτεθεί στους Ιταλούς κάνοντας έφοδο ,για την ανακατάληψη του υψώματος, και μπαίνοντας πρώτος στην μάχη, ριπή πολυβόλου τον φόνευσε. Στο σημείο που έγινε η μάχη έχει στηθή ανδριάντας του ενώ ο Ελληνικός στρατός έχει δώσει το όνομα του σε στρατόπεδο.

"Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλ… κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Ιταλών."

Σε 13.748 ανήλθαν συνολικώς οι Έλληνες νεκροί και οι αγνοούμενοι κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάποιοι όμως είχαν τη θλιβερή τύχη να είναι οι πρώτοι που έπεσαν και έγιναν οι πρώτοι που έσυραν το χορό προς την τελική νίκη του Ελληνισμού.

Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου (ο διοικητής του 2ου Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού) , επετεύχθη η ανακατάληψη της Γραμμής "Γύφτισσα - Οξυά" συνελήφθησαν τρείς Ιταλοί αξιωματικοί και διακόσιοι είκοσι δύο οπλίτες, και περιήλθαν στα ελληνικά τμήματα 140 άλογα και αρκετά εφόδια, αλλά εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και ο πρώτος 'Ελληνας αξιωματικός του πολέμου, ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος.

Η αναφορά που έφθασε στα χέρια του θρυλικού συνταγματάρχη Δαβάκη αναφέρει:

«Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλ… κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Ιταλών. Καθ’ ον δε χρόνον διά τετάρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ’ όπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού διά της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Άρεως: «Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο», ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε».

Ο Αλέξανδρος Διάκος, από την ιταλοκρατούμενη Χάλκη της Δωδεκανήσου, γνώρισε την αθανασία σε ηλικία 29 ετών.

Τη διοίκηση του λόχου αναλαμβάνει ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ελευθέριος Ντάσκας από τον Πλάτανο Τρικάλων. Λίγες στιγμές αργότερα ακολουθεί τον Διάκο στη λεωφόρο των ηρώων.

Είναι ο πρώτος νεκρός από τους εφέδρους αξιωματικούς. Ο πρώτος όμως νεκρός Έλληνας ήταν ένας απλός στρατιώτης.
------------
Χάλκη - Το Νησί του Διάκου . Μεταξύ των μαθητών που αντιδρούσαν στις ιταλικές διαταγές και απαγορεύσεις, ήταν και ένας νέος Χαλκήτης, ο Αλέξανδρος Διάκος, φοιτητής τότε στο Γυμνάσιο της Ρόδου. Στις 25 Μαρτίου, μια χρονιά, κατέβασε την ιταλική σημαία στο Ελληνικό Γυμνάσιο και ανύψωσε την ελληνική. Οι Ιταλοί, ενοχλημένοι που δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική φλόγα από την καρδιά του νεαρού Χαλκήτη, τον απείλησαν με φυλάκιση και εξορία.

Ο Διάκος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρόδο και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων μαζί με άλλους Χαλκήτες, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τη γενέτειρά τους. Στο Διάκο δόθηκε η πρώτη ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό του, όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Ο υπολοχαγός Διάκος βρισκόταν τότε στην Πίνδο και ζήτησε να σταλεί πρώτος στο μέτωπο.
------------

28 η Οκτωβρίου 1940 - Αφιέρωμα

Ο πρώτος, Αλέξανδρος Διάκος, υπολοχαγός Πεζικού, Δωδεκανήσιος
Η ιστορία της θυσίας γραμμένη από τον Κώστα Τριανταφυλλίδη
πολεμικό ανταποκριτή (1940-41)
Πηγή : Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρόδου

«.Ψηλά πάνω στο Λυκοκρέμασμα, καθώς μεσημέριαζε και ο ουρανός καθάριος πια και ολογάλανος, γελούσε σαν ανοιξιάτικος, και η φάλαγγα ξετυλιγμένη στη βουνοκορφή, συνέχιζε τη γρήγορη πορεία της, αντήχησε ακόμη ψηλότερα, στο δροσερό αέρα, ένα βουητό που ολοένα ζύγωνε και δυνάμωνε. Φτερά μετάλλινα αστράψανε στον ήλιο.

Φαντάροι, πυροβολητές και καβαλλάρηδες, με σηκωμένο το βλέμμα, κοιτούσανε περίεργοι και ανήσυχοι.

-Τι να είναι τάχα; Δικά μας ή εχθρικά;

-Έχουνε σταυρό στην ουρά. ελληνικά είναι!..

-Είναι ιταλικά βομβαρδιστικά, είπε με ήρεμη βεβαιότητα ένας μελαχρινός νέος.

Στις επωμίδες του είχε τα δυο αστέρια του υπολοχαγού και από την ανοιχτή χλαίνη του, στο χιτώνιό του επάνω, φαινότανε το σήμα με τα ανοιχτά φτερά του επίκουρου παρατηρητή.

-Καλυφθήτε όλοι γρήγορα ! Πρόσταξε.

Οι άντρες κάμανε να σκορπίσουν.

-Μη φοβάστε! Φώναξε κάποιος. Προκηρύξεις ρίχνουν.

-Καλυφθήτε! Βομβαρδίζουν! Υψώθηκε επιτακτικότερη η φωνή του υπολοχαγού.

Τα άσπρα πραματάκια που, σα φυλλαράκια χαρτί, είχαν αιωρηθή για μια στιγμή κάτω από το αεροπλάνα, χαθήκανε ξαφνικά από το μάτι. Ένας στριγγός ήχος ξέσκισε τον αέρα κι έπειτα το βουνό δονήθηκε από τις εκρήξεις. Πέρα από τη στράτα, στην απότομη πλαγιά, οι βόμβες σκάσανε, ταράζοντας τους αντίλαλους ως τη Στρούντζα και το Τάλιαρο. Μέσα στα δέντρα και στους ψηλούς θάμνους είχανε σκορπίσει τώρα αξιωματικοί και στρατιώτες. Οι καβαλλάρηδες τραβούσανε τ' άλογά τους και οι πυροβολητές τα μουλάρια τους, για να τα καλύψουν.

Στο μονοπάτι επάνω έστεκε μόνος ο υπολοχαγός, με το βλέμμα στυλωμένο στα τρία αεροπλάνα, που απομακρύνονταν προς την ανατολή. Θα ξαναγυρίζανε τάχα να ρίξουνε κι άλλες βόμβες, να πυροβολήσουν; Ή μήπως είχαν άλλη αποστολή, σπουδαιότερη αλλού; Ο νεαρός αξιωματικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα από τα τρία σημάδια, που σβήνανε τώρα, χάνονταν στον ορίζοντα. Από τα Δωδεκάνησα, από τη Χάλκη και τη Ρόδο, είχε χρειαστεί να κάμει πολύ δρόμο για να αντικρύσει πάλι τον εχθρό, το μισητό τύραννο. Δώδεκα χρόνια είχε βαστάξει η πορεία για να φτάσει ο Αλέκος Διάκος από την ηλιολουσμένη και ήμερη και σκλαβωμένη πατρίδα στην άγρια Πίνδο, που τολμούσε τώρα να την πατήσει ο Ιταλός. Από ψηλά, πάλι στα σίγουρα, ο εχθρός του έδινε το πρώτο χτύπημα. Όμως, η μεγάλη στιγμή της ανταποδόσεως δεν μπορούσε, βέβαια, να βρίσκεται μακρυά.

Και ήταν, αλήθεια, πολύ κοντά η μεγάλη αυτή στιγμή, που η μοίρα του Διάκου την ήθελε λαμπρή και δοξασμένη, στιγμή αποθεώσεως..


».Η στράτα που ανεβάζει από τη Ζούζουλη στη Τσούκα, μόλις βγει από το χωριό, χώνεται σε μια δασωμένη ρεματιά και την ακολουθεί ως μισή ώρα δρόμο, μέχρις ένα εικονοστάσι, όπου φτάνεις ύστερα από μια δύσκολη ανηφοριά. Απ΄ εκεί συνεχίζεις, σκαρφαλώνοντας σε πλαγιές και ξαναπέφτοντας μέσα σε ρεματιές ως ένα διάσελο, που το περνάς αφήνοντας αριστερά σου και σε μικρή απόσταση τη ράχη Τσούκα, για να τραβήξεις πια κατά τη Φούρκα.

Στο εικονοστάσι ο υπολοχαγός Αλέκος Διάκος, διοικητής του 2 ου λόχου του 1/4, είχε στήσει τις προφυλακές του, κρατώντας πιο πίσω, μέσα στη ρεματιά, το λόχο ολόκληρο. Το παγερό σκοτάδι εκεί μέσα έκανε και τα κόκαλα ακόμα να αναριγούν.

- Ν' ανάψουμε φωτιές, κύριε υπολοχαγέ, είχανε ρωτήσει δειλά οι φαντάροι.

Φωτιές; Οι κανονισμοί το απαγόρευαν. Σε κάθε στιγμή μπορούσε να παρουσιασθεί ο εχθρός και οι φωτιές ήταν ενδεχόμενο να προδώσουνε τις θέσεις των τμημάτων. Η ρεματιά όμως ήτανε βαθιά. Και το ρουμάνι που τη γέμιζε πυκνό ούτε ανταύγεια θ' άφηνε να περάσει. Εξάλλου, ολόκληρη νύχτα μέσα σε τέτοια παγωνιά θ' αχρήστευε το λόχο.

- Ανάψτε όσες φωτιές θέλετε, απάντησε ο Διάκος.

.Ήτανε μεσάνυχτα περασμένα. Γερμένοι γύρω από τις φωτιές οι φαντάροι κοιμόνταν. Μόνο ο ρόγχος της ρεματιάς και κάπου-κάπου μακρυά, το σκούξιμο κανενός αγριμιού ταράζανε τη σιωπή.

Καθισμένος ανάμεσα στους κοιμισμένους στρατιώτες του, κοντά σε μιαν από τις φωτιές, με το βλέμμα χαμένο στη φλόγα που τρεμόπαιζε, ο Διάκος αγρυπνούσε.. Σε λίγες ώρες, σε λίγα λεπτά ίσως, μια άλλη φωτιά θ' άναβε. Χρόνια τώρα, από μικρό παιδί, προς αυτή βάδιζε. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήτανε και το τέρμα του ταξιδιού. Θα έπρεπε όμως να είναι ωραίο το τέρμα.

Η φλόγα μπροστά του πέταξε μια μεγάλη διπλή γλώσσα που άνοιξε σαν αυλαία. Η στυλωμένη ματιά του είδε, σαν μέσα σε κρυστάλλινη μαγική σφαίρα, το νησάκι δίπλα στη Ρόδο ν' ασπροβολάει στον ήλιο της Μεσογείου, αγκαλιασμένο από τα γαλανά νερά. Εκεί στη Χάλκη, πριν από εικοσιεννιά χρόνια είχε αρχίσει το ταξίδι. Όλα εκεί κάτω ήτανε λευκά και γαλανά. Σαν τη Σημαία - την Ελληνική Σημαία. Όλα εκεί κάτω τα είχανε κάμει οι Θεοί ελληνικά. Κι όμως, τόσα χρόνια - τόσα χρόνια! - η καταχνιά της σκλαβιάς πάσχιζε να σβήσει μέσα στις ψυχές τ' άχραντα χρώματα. Το λευκό και το γαλάζιο.

Η μνήμη λοξοδρόμησε λίγο κι αμέσως μια άλλη σημαία έκαμε να ξετυλιχθεί και να ανεμίσει ανάμεσα στις πύρινες γλώσσες που ξάφνου ξανασήκωνε η φωτιά. Ήτανε στη Ρόδο. Κι αυτός ήτανε μαθητής στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Ένα πρωινό, το σχολείο είχε γεμίσει από Καραμπινιέρους, που φωνάζανε και χειρονομούσαν. Ιταλική - λέγανε - είναι η Δωδεκάνησος. Ιταλική για πάντα και τούτο έπρεπε να το νιώσουνε καλά όλοι. Και τα σχολεία ήτανε ιταλικά κι έπρεπε να σηκώσουνε την ιταλική σημαία. Αμέσως δάσκαλοι και μαθητές υποχρεωθήκανε να μαζευτούνε για να χαιρετίσουνε την έπαρση του λαβάρου που συμβόλιζε τη σκλαβιά τους.

Στην πορτοκαλιά ανταύγεια της φωτιάς τ' όμορφο πρόσωπο του Έλληνα αξιωματικού πήρε μια σκληράδα, φάνηκε ν΄ αγριεύει.

. Τη στιγμή που η τρίχρωμη μπαντιέρα υψωνόταν στο κοντάρι, κάτι ασυγκράτητο είχε ξεσπάσει μέσα του. Την οργή του την είχε φωνάξει. Τον πιάσανε αμέσως οι Ιταλοί και τον σύρανε στην καραμπινιερία.

-Μικρό παιδί είναι, άμυαλο και δεν ξέρει τι κάνει..

Τα παρακάλια αυτά των φρονίμων και των τρομαγμένων τον είχαν επαναστατήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Θα προτιμούσε να μείνει χρόνια στο μπουντρούμι παρά να ιδεί δικά του αγαπημένα πρόσωπα, Έλληνες, να εξευτελίζονται για να σωθούν. Θα ερχόταν όμως η μέρα της εκδικήσεως, που θα ήταν και η μέρα του λυτρωμού. Το ήξερε - και με πόση βεβαιότητα! - από τότε. Τώρα ένιωθε πως η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι μακρυά. Κι ας φαινόταν ο ουρανός τόσο σκοτεινός τώρα. Κι ας βάραινε τις ψυχές η αγωνία. Αυτός ένιωθε πως η μεγάλη ώρα ζύγωνε.

Τότε τον πλησίασε ένα παλικάρι.

-Λέτε να μας έρθουν απόψε οι Ιταλοί, κύριε υπολοχαγέ;

-Ποιος ξέρει Λευτέρη, αποκρίθηκε ο Διάκος.

-Μακάρι. Όσο νωρίτερα αρχίσει το πανηγύρι, τόσο το καλύτερο. Τα νεύρα σπάει αυτή η αβεβαιότητα.

-Μη στεναχωριέσαι δε θα βαστάξει πολύ.

Ο Διάκος κοίταξε συλλογισμένος το νεανικό πρόσωπο του συντρόφου του, που σκυμμένος ανασκάλευε τη φωτιά. Φαινότανε γερό παλληκάρι ο Λευτέρης Ντάσκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός, διμοιρίτης στο 2ο λόχο του 1\4 . Θα πολεμούσε τάχα σαν αληθινό παλληκάρι1 Τούτο η μάχη μόνο θα το έδειχνε. Στη μάχη φανερώνονται οι άνδρες.

Το βλέμμα του Διάκου ξαναχάθηκε μέσα στις φλόγες. Η μια απορία είχε φέρει την άλλη: Ο ίδιος - ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο - ο ίδιος τι θα έκανε τάχα όταν θ' άναβε η μάχη; Πρώτη φορά θα γνώριζε αληθινό πόλεμο. Η μεγάλη και αποφασιστική δοκιμασία ανάμεσα σε ποιους θα τον έταζε;

Δε θέλησε να βασανίσει πολλή ώρα τη σκέψη του, Ξένοιαστα έδιωξε την απορία . Ήταν η αποστολή του, δυνατότερη από κάθε τι άλλο, αίσθημα ή περίσταση, να πολεμήσει. Ήτανε το καθήκον του, που ελεύθερα αυτός, δίχως καμιά επιφύλαξη, το είχε δεχτή όταν έδινε τον όρκο, ως εύελπις πρώτα το 1930, ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού αργότερα το 1934. Περήφανες μέρες εκείνες! Τ' όνειρο των παιδικών χρόνων γινόταν πραγματικότητα. Θυμήθηκε πως είχε φύγει το 1929 από τη Ρόδο. Πως μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεμε η καρδιά του μήπως οι Ιταλοί μαντέψουνε το μυστικό του και τον κρατήσουνε για πάντα αιχμάλωτο στα σκλαβωμένα νησιά. Θυμήθηκε έπειτα τη σκληρή μελέτη στην Αθήνα, για να μπει στη Σχολή. Τις εξετάσεις, την επιτυχία: Εύελπις, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγός, επίκουρος παρατηρητής της αεροπορίας. Το χέρι του γλύστρησε κάτω από τη χλαίνη και χάιδεψε το σήμα με τ' ανοιχτά φτερά. Ήτανε και τούτο μια επιτυχία, μια τιμητική διάκριση. Τον είχανε ξεδιαλέξει ανάμεσα στους πολλούς για να του το δώσουν.

Τα βλέφαρά του είχαν αρχίσει να βαραίνουν, Οι φλόγες μπροστά του παίρνανε παράξενα σχήματα. Η νύχτα έπρεπε να είναι πολύ προχωρημένη. Τα μάτια του Διάκου σφάληξαν.

.Μια ντουφεκιά έπεσε, έπειτα μια άλλη, κι έπειτα ξέσπασε ένα βρόντημα, σαν έκρηξη χειροβομβίδας, που το ακολουθήσανε ριπές και πυκνότερο ντουφεκίδι.

Τα ξαπλωμένα κορμιά, γύρω από τις φωτιές ανακάθισαν.

Οι Ιταλοί!

Ο Διάκος ήτανε κιόλας ορθός κι έτρεχε προς τις προφυλακές, φωνάζοντας στους διμοιρίτες του να συγκεντρώσουν τους άντρες.

Στο εικονοστάσι επάνω, οι λάμψεις των πυροβολισμών ξεσχίζανε τη νύχτα. Ένας λοχίας κατατόπισε γρήγορα το Διάκο. Μέσα στο σκοτάδι και τη σιγή, βήματα και ομιλίες ακατάληπτες είχαν ακουστή πάνω στη στράτα. Στο πρόσταγμα του σκοπού καμιά απόκριση δεν είχε δοθεί. Σαν έπεσαν όμως οι πρώτες ντουφεκιές από τη δική μας πλευρά, οι νυχτερινοί επισκέπτες είχαν απαντήσει με χειροβομβίδες και αυτόματα.

Τώρα ωστόσο καμιά αντίδραση δεν εκδηλωνόταν στα πυρά του φυλακίου. Ο Διάκος πρόσταξε να σταματήσει το ντουφεκίδι. Ο Ντάσκας έφτανε κιόλας με τους άντρες του.

Αμίλητοι όλοι περίμεναν, κρατώντας την ανάσα τους, με τ' όπλο έτοιμο στο χέρι. Κάπου, μακρυά, προς το Γάβρο, ακούστηκαν ντουφεκιές και ριπές. Κι εκεί όμως τα πυρά σταματήσανε γρήγορα. Πέρασε ώρα, ο ουρανός στην ανατολή άρχισε να γαλακτώνει, δίχως τίποτα να ξαναταράξει την ησυχία των βουνών. Κανένας όμως δεν είχε ξαναγυρίσει στις φωτιές, που έσβηναν αργά μέσα στη ρεματιά.

Η Τσούκα όρθωνε τώρα τη δασωμένη ράχη της μπρος στους φαντάρους του 2 ου Λόχου του 1/4 Τάγματος. Εδώ και κάμποσα λεπτά τα πολυβόλα είχανε σωπάσει εκεί πάνω. Κάτι θα είχανε παρατηρήσει οι Αλπίνι και, ταμπουρωμένοι στις ψηλές πλαγιές, κρυμμένοι μέσα στα δέντρα και πίσω από τους βράχους, περίμεναν..

Γρήγορα σκαρφάλωναν οι φαντάροι, ακροβολισμένοι, με το Διάκο μπροστά. Αμίλητοι όλοι, μ' εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά, που νιώθει και ο πιο γενναίος, σαν περιμένει ν' ακούσει την πρώτη σφαίρα να σφυρίζει.

Και ξαφνικά, πάνω από τους φαντάρους που προχωρούσαν, ξέσπασε, δαιμονικό, το κροτάλισμα των ιταλικών οπλοπολυβόλων και πολυβόλων. Μελίσσι φτάσανε από παντού οι ριπές, σπαράζοντας τον αέρα. Οι σφαίρες θερίζανε τα φύλλα των δέντρων και τσακίζανε μ' ένα ξερό κρότο τα κλαριά.

Δυο-τρεις φαντάροι σωριαστήκανε με βογγητά. Οι άλλοι κοντοσταθήκανε διστακτικοί, Μερικοί κάμανε να καλυφτούν.

Η φωνή του Διάκου ακούστηκε επιτακτική, άγρια:

-Μη σταματάτε παιδιά!

Ο ίδιος τάχυνε το βήμα. Δίπλα του, τρέχοντας, σκαρφάλωνε ο Λευτέρης Ντάσκας.

Οι φαντάροι ακολούθησαν.

Τα πυρά του εχθρού γίνονταν ολοένα πυκνότερα. Οι Αλπίνι προσπαθούσανε τώρα να δημιουργήσουνε αποτελεσματικότερο φραγμό ρίχνοντας χειροβομβίδες.

-Παιδιά εφ' όπλου λόγχη! Πρόσταξε ο Διάκος.

Άστραψε το Ελληνικό ατσάλι. Έλαμψε και η μορφή του Διάκου.

Ναι, αυτή τη στιγμή - αυτή τη στιγμή! - ονειρευόταν πάντα: Αυτός μπροστά και από κοντά οι στρατιώτες του, τα παλληκάρια του, με τη λόγχη στ' όπλο για την Ελλάδα!

Πρώτος ρίχτηκε μέσα στις εκρήξεις των ιταλικών χειροβομβίδων. Οι φαντάροι χυμήξανε μαζί του, πατήσανε τις ιταλικές θέσεις. Ανεβοκατεβήκανε τα όπλα με τις λόγχες. Ύστερ από λίγα λεπτά ο Διάκος έπιανε την κορφή.

Δεν πρόλαβε όμως να ξανασάνει ο Λόχος, να εγκατασταθεί πάνω στη ράχη. Με μανία οι Αλπίνι ανταποδώσανε το χτύπημα. Οι Έλληνες δεν μπορέσανε να κρατηθούνε στις θέσεις που μόλις είχανε καταλάβει.

Στα ριζά του βουνού, ο Διάκος μάζεψε τους φαντάρους του. Τα μάτια του, φλογισμένα φαίνονταν μεγαλύτερα.

-Πρέπει να το ξαναπάρουμε το ύψωμα, είπε. Δεν είναι μόνο ζήτημα φιλότιμου να μην αφήσουμε τους Ιταλούς να μας εξευτελίσουν. Αλλά στη μάχη αυτή κρίνεται ίσως η τύχη της Πατρίδας. Ο Δαβάκης δεν μπορεί να προχωρήσει αν εμείς δεν καθαρίσουμε το βουνό. Πάμε, παιδιά! Πρέπει να δείξουμε πως είμαστε αληθινοί Έλληνες!

-Πάμε, κύριε υπολοχαγέ!

Πάλι με τη λόγχη οι φαντάροι ακολούθησαν.

Η Τσούκα κυριεύτηκε για δεύτερη φορά.

Ο Διάκος βιαζότανε τώρα να στεριώσει καλά πάνω στην κορφή. Αλλά και πάλι δεν πρόλαβε. Το ιταλικό πυροβολικό από τη Φούρκα και οι όλμοι του εχθρού κάμανε για κάμποση ώρα τη ράχη της Τσούκας κόλαση, όπου κανένας δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του. Κι αμέσως έπειτα οι Αλπίνι εξαπολύσανε νέα λυσσασμένη αντεπίθεση και ξηλώσανε και αυτή τη φορά τους φαντάρους του 1/4 από την κορφή.

Κάτω από τα πυρά των ιταλικών αυτομάτων όπλων, που χτυπούσανε καταιγιστικά τις προσβάσεις της Τσούκας, ο Διάκος ανασυγκρότησε τις διμοιρίες του και τις παρέσυρε σε τρίτη έφοδο προς την κορφή. Εκεί πάνω κατάραχα, οι φαντάροι ήρθανε στα χέρια με τους Ιταλούς. Γαντζωμένοι στα βράχια, οι Αλπίνι πολεμήσανε με άγριο πείσμα. Τη στιγμή που λυγίζανε, τους ήρθαν ενισχύσεις. Ο Διάκος και ο Ντάσκας κάνανε σα θηρία στην προσπάθειά τους να κρατηθούνε με το λόχο πάνω στην Τσούκα. Οι Ιταλοί όμως τους σπρώξανε προς τη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού, όπου τελικά τους έριξαν.

Λαχανιασμένος, με ξαναμμένο πρόσωπο, με το χιτώνιο ξεσχισμένο, ο Αλέκος Διάκος ξαναμάζεψε για τρίτη φορά τους στρατιώτες του.

Ο ίδιος κρατούσε τώρα το μάνλιχερ ενός σκοτωμένου φαντάρου.

Όσοι από σας είστε άντρες , θάρθετε μαζί μου!

Τα ιδρωμένα πρόσωπα των φαντάρων φανερώνανε κούραση και αποκαρδίωση. Δεν είναι μικρή δουλειά να κυριέψεις τρεις φορές την ίδια θέση, τρεις φορές να τη χάσης, κάθε φορά να έχεις αφήσει εκεί κορμιά συντρόφων σου και να σου λένε αμέσως να ξαναρχίσεις .

-Να ξανασάνουμε, κύριε Υπολοχαγέ. μουρμούρισε κάποιος.

Ούτε στιγμή! Αν ξανασάνουμε εμείς, θα ξανασάνουν και οι Ιταλοί. Και τότε δεν θα την πάρουμε ποτέ την Τσούκα. Μια τελευταία προσπάθεια χρειάζεται παιδιά! Μην την αρνηθήτε..

Αναπτυχθήκανε ξανά οι φαντάροι και. Αργά, κινήσανε κατά πάνω, προς τα ιταλικά οπλοπολυβόλα, που δε λέγανε να σταματήσουνε ούτε στιγμή.

Η ώρα ήτανε δώδεκα. Ένας ολόχρυσος ήλιος μεσουρανούσε..

Η φωνή του Διάκου αντήχησε πάλι:

Εμπρός με τη λόγχη!

Μόνο ο Ντάσκας και λιγοστοί φαντάροι τον ακολούθησαν τούτη τη φορά. Ο λόχος είχε χάσει την ορμή του.

Αυτό λοιπόν θα ήτανε το τέλος, το άδοξο τέλος; Θα μένανε εκεί κουρνιασμένοι, με τους Ιταλούς νικητές από πάνω τους; Όχι! Δεν μπορούσε να γίνει αυτό.

Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα ! Για μια μεγάλη Ελλάδα ! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !

Η κραυγή δεν έμοιαζε να βγαίνει από ανθρώπινα στήθια. Ήτανε κάτι αλλόκοτο.

Για μια μεγάλη Ελλάδα, για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !

Οι φαντάροι ορθώθηκαν όλοι.

Μαζί σου λεβέντη!

Η πρώτη γραμμή των Αλπίνι σαρώθηκε.

Ο Διάκος βρέθηκε κατάφατσα με ένα ιταλικό πολυβολείο.

Προσέξτε κύριε υπολοχαγέ! Φώναξε ο Ντάσκας.

Ένα κροτάλισμα ακούσθηκε. Δίπλα στο Διάκο ένας φαντάρος έπεσε.

Θέριεψε ο Διάκος. Πίσω από τις πέτρες που είχανε στήσει με τη συνηθισμένη μαστοριά τους οι Αλπίνι, φαίνονταν οι χειριστές του Φίατ. Ορθός ο Διάκος σημάδεψε με το τουφέκι κι έριξε. Έπειτα όρμησε.

Το ξερό κροτάλισμα αντήχησε πάλι..

Ο Διάκος σταμάτησε. Τ' όπλο του έφυγε από τα χέρια..

Για την Ελλάδα. για τη Δωδεκάνησο - την πάλλευκη Δωδεκάνησο μέσα στη γαλάζια θάλασσα.

Το πολυβόλο εξακολουθούσε να βάλλει. Ο Διάκος τέντωσε το ανάστημά του. Κάτι πήγε να φωνάξει - μια τελευταία ίσως προσταγή στους φαντάρους του. Από τα χείλη του όμως δε βγήκε φθόγγος. Απότομα, σα να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο ήρωας σωριάστηκε άψυχο κορμί - πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεφτε στη μάχη της Πίνδου, στη μάχη της Ελλάδος.

Μας φάγανε τον υπολοχαγό! Φώναξε ο Ντάσκας.

Ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε. Καθώς ριχνόταν κατά το μέρος όπου είχε πέσει ο Διάκος, μια ριπή τον σώριασε και αυτόν νεκρό..

Η Τσούκα έμεινε τη μέρα εκείνη στα χέρια των Ιταλών. Η νίκη όμως ανήκε στο Διάκο.

Απερίσπαστα και ανενόχλητα πια από εχθρικά πυρά στο πλευρό τους - πάνω στη Τσούκα οι Αλπίνι είχανε τώρα όλη την προσοχή τους καρφωμένη στην κατεύθυνση της Ζούζουλης - τα τμήματα του δεξιού του Νότιου συγκροτήματος μες το Δαβάκη επικεφαλής, είχαν εξορμήσει από τη Μαρδίτσα και κυρίευαν την ίδια μέρα τον Προφήτη Ηλία Φούρκας και την επόμενη τη Φούρκα, αφανίζοντας τις δυνάμεις που είχε αφήσει εκεί ο Τζιρόττι. Ταυτόχρονα, στο βόρειο τομέα, Ο Μεσίρης και ο Γεωργιάδης παίρνανε, ύστερα από σκληρή μάχη, τη Λυκορράχη.

Πάνω όμως στην αιματοποτισμένη ράχη της Τσούκας, ο εχθρός είχε ιδεί, για πρώτη φορά από τη μέρα της εισβολής, να ξεσπάει έτσι εναντίον του η πολεμική μανία της οργισμένης Ελλάδος. Και. θορυβημένος από την ξαφνική αγριότητα του χτυπήματος, από ην ορμή και το πείσμα του Διάκου και των φαντάρων του, βέβαιος πως πίσω από τη δράκα αυτή των παλληκαριών έπρεπε να υπάρχουν στη Ζούζουλη μεγάλες ελληνικές δυνάμεις έτοιμες να συνεχίσουνε την επίθεση, ο Τζιρόττι χαλάρωνε για τρεις ολόκληρες ώρες την πίεσή του στο Ρωμιό, έστρεφε τα πυρά των πυροβόλων και των όλμων του προς τη Τσούκα, έστελνε ενισχύσεις εκεί έχανε πολύτιμο χρόνο.

Και, όταν τέλος οι Αλπίνι του 8 ου Συντάγματος σπάσανε την αντίσταση του Πανταζή και περάσανε το Ρωμιό και ξεχυθήκανε προς τη Σαμαρίνα και το Δίστρατο, ήτανε πια πολύ αργά γι αυτούς: οι πλαγιοφυλακές τους που σπεύσανε για να καταλάβουν τη διάβαση της Σκούρτζας, πάνω από το Δουτσικό, τη βρήκανε πιασμένη από το Δημάρατο και την πρωτοπορία της Ταξιαρχίας του, που πριν λίγα μόλις λεπτά είχανε φτάσει . Κι από τη Σκούρτζα περάσανε τις επόμενες ημέρες οι δυνάμεις που το Β΄ Σώμα μάζευε αδιάκοπα στα Γρεβενά - οι δυνάμεις που εγκλωβίσανε τον όγκο της «Τζούλια» στο Δίστρατο, ενώ ο Στανωτάς ανέβαινε με τη Μεραρχία του από το Μέτσοβο και, επάνω, από το Γράμμο ως το Σμόλικα, ο Βραχνός έκλεινε την υποχώρηση στον εχθρό και αντιμετώπιζε και τσάκιζε κάθε προσπάθεια του Πράσκα να σώση τους Αλπίνι του.

Έτσι το Β΄ Σώμα, έβλεπε τα τολμηρά όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα. Και πριν καν περάσουνε δέκα μέρες από την ώρα της θυσίας του Διάκου, ο παιάνας της μεγάλης νίκης του Έθνους ακουγόταν ως τα πέρατα του κόσμου.

Σα μυθικός ήρωας, νέος, γεμάτος υγεία και ομορφιά σκοτώθηκε ο Διάκος. Σκοτώθηκε πάνω στα ψηλά βουνά της Πίνδου, στις επάλξεις της Πατρίδας του, μεθυσμένος από την πίστη του και τον ενθουσιασμό του. Έπεσε στην κρισιμότερη ώρα της Ελλάδος, για την Ελλάδα - για τη Μεγάλη Ελλάδα που οραματίζονται όσοι από μας έχουν αντρίκια ψυχή.

Τρεις μέρες αργότερα, όταν άρχιζε πια το σάρωμα του εχθρού, κάποιο ελληνικό τμήμα, περαστικό από τη Τσούκα, βρήκε το κορμί του Αλέκου Διάκου πάνω σ' ένα στρώμα από κλαδιά και φύλλα.

Τα κουμπιά της στολής του έλειπαν. Να ήταν, τάχα, ένα βάρβαρο και ιερόσυλο πάθος που είχε σπρώξει τους Αλπίνι ν΄ απλώσουνε βέβηλο χέρι πάνω στο σκοτωμένο παλληκάρι, ή, μήπως, η επιθυμία να πάρουν ευλαβικά κάποιο ενθύμιο από το άγιο λείψανο ενός αληθινού ήρωα;

Στο μικρό κοιμητήριο της Ζούζουλης, αναπαύεται ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο.

Ήταν ωραία η νίκη στην Πίνδο. Και η Δωδεκάνησος σήμερα είναι ελληνική.

asxetos.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...