Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά και Πατερικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά και Πατερικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Πρέπει να μεταλάβω;

 

ΕΥΧΗ

Ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός δεν ωφελείται, ούτε βλάπτεται, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος.

Όλα όσα ο Χριστός ζητάει να κάνουν οι άνθρωποι (που είναι γραμμένα στα Ευαγγέλια) έχουν μοναδικό σκοπό την ωφέλεια των ανθρώπων.

Το ίδιο και όσα ζητάει η Εκκλησία να κάνουν οι άνθρωποι – και σε ηθικό και σε τελετουργικό επίπεδο, π.χ. τη νηστεία, την εξομολόγηση, την αγνότητα μέχρι το γάμο κ.τ.λ. – βασίζονται ακριβώς σε όσα έχει διδάξει ο Ιησούς Χριστός και έχουν μοναδικό σκοπό την ωφέλεια των ανθρώπων. Μάλιστα, τα έχουν καθιερώσει, με σοφία και αγάπη, όχι τυχαίοι «παπάδες», αλλά άγιοι, που αγωνίστηκαν πάρα πολύ στη ζωή τους να πορευτούν το δρόμο του Χριστού, πλησίασαν πάρα πολύ το Θεό και το συνάνθρωπο και τελικά έζησαν μέσα στο θείο Φως. Μέσα σ’ αυτό το θείο Φως εμπνεύστηκαν όσα δίδαξαν και θέσπισαν για τη ζωή των χριστιανών, ώστε όλοι μας να προχωρήσουμε πνευματικά τόσο, ώστε να μπούμε σ’ αυτό το θείο Φως, και εδώ και στην αιωνιότητα.

Τι δίδαξε λοιπόν ο Χριστός;

Ορίστε μερικά βασικά σημεία:

«Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, να κάνετε καλό σ’ εκείνους που σας κάνουν κακό και να προσεύχεστε για εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται και σας κυνηγούν, για να γίνεται παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, αφού εκείνος ανατέλλει τον ήλιο του και στους πονηρούς και στους καλούς και βρέχει και στους δίκαιους και στους άδικους.

Διότι, αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, τι αμοιβή θα έχετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Και, αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τι ξεχωριστό κάνετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Εσείς όμως να είστε τέλειοι, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος» (κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφάλαιο 5, στίχοι 44 – 48).

«Αν δανείζετε μόνο εκεί όπου ελπίζετε να τα πάρετε πίσω, τι χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν αμαρτωλούς, για να ξαναπάρουν το ίδιο ποσόν. Εσείς όμως να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό και να δανείζετε εκεί που δεν ελπίζετε σε επιστροφή, και η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη και θα είστε παιδιά του Υψίστου, γιατί εκείνος είναι καλός και με τους αχάριστους και τους πονηρούς. Να είστε λοιπόν φιλεύσπλαγχνοι, όπως και Πατέρας σας είναι φιλεύσπλαγχνος» (κατά Λουκάν, κεφ. 6, στ. 34 – 36).

Αυτά είναι ήδη δύσκολο να τα χωνέψει ο άνθρωπος. Χρειάζεται μεγάλη αγάπη, εμπιστοσύνη στο Θεό και επιθυμία πρώτα απ’ όλα για τον παράδεισο, για να δεχτεί έστω ο άνθρωπος να προσπαθήσει να κάνει πράξη αυτές τις εντολές του Ιησού Χριστού. Πολλοί, ακόμη και άνθρωποι που αναγνωρίζουν πως είναι χριστιανοί, θυμώνουν και προτιμούν να πουν πως ο Χριστός έκανε λάθος, παρά να παραδεχτούν πως αυτό που Εκείνος δίδαξε είναι ο αληθινός δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο θησαυρό: κοντά στο Θεό, και σ’ αυτή τη ζωή και στην επόμενη (την αιώνια ζωή, που ακολουθεί μετά το θάνατο – σύμφωνα πάλι με τα λόγια του ίδιου του Χριστού).

 Τι είπε ο Χριστός για τη θεία μετάληψη

 Τι είναι όμως αυτό που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να είναι τόσο καλός, ταπεινός και γεμάτος αγάπη, κατανόηση και συγχώρηση για όλο τον κόσμο, ακόμη και για τους εχθρούς του; Θα τον βοηθήσει ο ίδιος ο Χριστός. Και ο Χριστός προσφέρει τον εαυτό Του σε όλους μας και στον καθένα ξεχωριστά, δίνοντάς μας το Σώμα και το Αίμα Του ως πνευματική τροφή μέσα από τη θεία κοινωνία, δηλαδή τη θεία μετάληψη (όταν μεταλαβαίνουμε).

Τι είπε για το θέμα αυτό ο Κύριος; Είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής» (άρτος = ψωμί). «Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει ο άνθρωπος απ’ αυτόν και να μην πεθάνει. Εγώ είμαι ο ζωντανός άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από αυτό τον άρτο, θα ζήσει αιώνια, και ο άρτος, που θα δώσω, είναι η σάρκα μου, την οποία θα δώσω υπέρ της ζωής του κόσμου. (…)

Αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα και δεν πιείτε το αίμα του υιού του ανθρώπου» (έτσι αποκαλούσε ο Χριστός τον εαυτό του, από μια προφητεία του προφήτη Δανιήλ), «δεν έχετε ζωή μέσα σας. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Διότι η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα μου και εγώ μέσα του. (…) Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι όπως το μάννα, που έφαγαν οι πρόγονοί σας, αλλά πέθαναν. Εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια» (κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 50 – 58).

Μετά από αυτά, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι ο Χριστός θεωρούσε απολύτως απαραίτητο για τον κάθε άνθρωπο να μεταλαβαίνει – έτσι τρώει το σώμα και πίνει το αίμα του Χριστού και βρίσκεται μέσα Του και ο Χριστός μέσα σ’ αυτόν.

Αν λοιπόν η ζωή είναι ένας αγώνας, σαν πόλεμος, η πανοπλία μας είναι ο Χριστός – τα όπλα μας, τα τανκς μας, με τα οποία θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε στον αγώνα της ζωής, είναι ο Χριστός. Και ο Χριστός προσφέρεται σ’ εμάς μέσα από τη θεία μετάληψη.

Τώρα ίσως κάποιος σκέφτεται ότι τα δικά του όπλα είναι τα χέρια του, η εργατικότητά του, η εξυπνάδα του, η επιμονή και το πείσμα του. Όλα αυτά είναι όπλα, με τα οποία κανείς κερδίζει γήινες μάχες, προσωρινές, που το όφελός τους τελειώνει με το θάνατο. Και μάλιστα μπορεί να κάνουν τον άνθρωπο σκληρό, απότομο, εγωιστή (δήθεν «δίκαιο»), κι έτσι να τον απομακρύνουν απ’ το Χριστό, δηλαδή τελικά ο άνθρωπος να έχει κερδίσει εδώ χρήματα, να έχει κάνει περιουσία ή όνομα στην κοινωνία, ν’ αφήσει πλούσια κληρονομιά στα παιδιά του, αλλά να χάσει τη μόνη αληθινή περιουσία και τη μόνη αληθινή κληρονομιά: τον παράδεισο.

«Μη θησαυρίζετε θησαυρούς στη γη, που καταστρέφονται ή κλέβονται» είπε ο Χριστός. «Να θησαυρίζετε θησαυρούς στον ουρανό, που δεν καταστρέφονται, ούτε κλέβονται. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι και η καρδιά σας» (κατά Ματθαίον, κεφ. 6, στ. 19 – 21).

 Είπε κι άλλα όμως

 Στο τελευταίο δείπνο με τους μαθητές Του, τη νύχτα που Τον συνέλαβαν, ο Χριστός έδειξε τι εννοούσε λέγοντας να φάνε οι άνθρωποι τη σάρκα Του και να πιουν το αίμα Του. Κοινώνησε τους μαθητές Του με ψωμί και κρασί, αφού τα ευλόγησε, και τους είπε: «Λάβετε, φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου. Πίετε εξ αυτού πάντες» (πιείτε από αυτό όλοι), «τούτο εστί το αίμα μου». Τα λόγια αυτά αναφέρονται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κεφ. 26, στ. 26 – 29, κατά Μάρκον, κεφ. 14, στ. 22 – 25, κατά Λουκάν, κεφ. 22, στ. 17 – 20, και από τον απόστολο Παύλο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, κεφ. 11, στ. 23 – 25, που όλα αυτά είναι μέσα στο βιβλίο που λέγεται Καινή Διαθήκη.

Αυτά τα λόγια λέμε κι εμείς, μέσω του ιερέα, όταν προετοιμάζουμε τη θεία μετάληψη σε κάθε θεία λειτουργία, που είναι μια επανάληψη του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή του τελευταίου δείπνου του Κυρίου πριν σταυρωθεί και αναστηθεί. Και στη συνέχεια κοινωνούμε (μεταλαβαίνουμε), όπως Εκείνος κοινώνησε τους μαθητές Του και άφησε εντολή να κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλων των εποχών, ώστε να είμαστε πάντα μέσα Του και Εκείνος μέσα μας.

Οι τελευταίες πράξεις του Κυρίου σχετικά με τη θεία μετάληψη, όταν ακόμη ζούσε στη Γη, ήταν οι εξής:

Όταν πέθανε στο σταυρό, ένας Ρωμαίος στρατιώτης Τον τρύπησε στο πλευρό με τη λόγχη του, για να δει αν όντως πέθανε, ώστε να επιτρέψει να Τον κατεβάσουν. Τότε, από την πλευρά του Κυρίου έτρεξε αίμα και νερό (το γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, κεφ. 19, στίχοι 34 – 37, τονίζοντας μάλιστα ότι «το βεβαιώνει εκείνος που το είδε με τα μάτια του»). Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού ερμηνεύουν αυτό το γεγονός ως συμβολισμό των δύο πράξεων, των δύο «μυστηρίων», με τα οποία ο άνθρωπος γίνεται και παραμένει χριστιανός: το νερό συμβολίζει το βάπτισμα και το αίμα τη θεία μετάληψη.

Έτσι, από την πλευρά του Κυρίου έτρεξε, συμβολικά, η καινούργια ανθρωπότητα που Εκείνος δημιούργησε: οι χριστιανοί. Παρόμοια όπως, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός από την πλευρά του Αδάμ δημιούργησε την Εύα, που είναι η μητέρα της παλαιάς ανθρωπότητας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο «δεύτερος Αδάμ» και από τη δική Του πλευρά δημιουργείται η νέα ανθρωπότητα, με στηρίγματα ακριβώς αυτά τα δύο, το βάπτισμα και τη θεία μετάληψη.

Εκτός αυτού, μετά την ανάστασή Του ο Κύριος εμφανίστηκε σε δύο μαθητές Του, που πήγαιναν στο χωριό Εμμαούς, έξω από την Ιερουσαλήμ. Ονομάζονταν Λουκάς και Κλεόπας (ίσως αυτός ο Λουκάς είναι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που αναφέρει λεπτομερώς το γεγονός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 25). Στην αρχή δεν αποκάλυψε ποιος είναι (παρουσιάστηκε με άλλη μορφή), περπάτησε μαζί τους και τους δίδαξε και, όταν τελικά Τον κράτησαν για να φάνε μαζί, φανέρωσε τον εαυτό Του κόβοντας το ψωμί, δηλαδή κάνοντας γι’ αυτούς ό,τι είχε κάνει για τους 12 αποστόλους στο μυστικό δείπνο. Έτσι έδειξε ότι η θεία μετάληψη είναι η πράξη, με την οποία γνωρίζουμε αληθινά το Χριστό.

Τέλος, λίγο πριν αναληφθεί στους ουρανούς ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι το τέλος των αιώνων» (αυτά είναι τα τελευταία λόγια του κατά Ματθαίον ευαγγελίου). Φυσικά, ο Κύριος είναι μαζί μας και πνευματικά, είναι όμως και σωματικά, με το άγιο σώμα και αίμα Του, μέσα στο μυστήριο της θείας μετάληψης. Γι’ αυτό και οι χριστιανοί, αμέσως μόλις άρχισε η ιστορία του χριστιανισμού πάνω στη Γη, άρχισαν να κοινωνούν το σώμα και το αίμα του Ιησού Χριστού, και μάλιστα κάθε μέρα ή, αργότερα, κάθε Κυριακή, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο Πράξεις των αποστόλων (που έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς και βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα τέσσερα Ευαγγέλια) και σε άλλα αρχαία χριστιανικά κείμενα.

 Μη θυμώσεις, αλλά γιατί δεν μεταλαβαίνεις;

 Δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ είναι ορθόδοξοι χριστιανοί και πιστεύουν στο Θεό και ίσως πηγαίνουν και στην εκκλησία, όμως έχουν χρόνια ή και δεκαετίες να πλησιάσουν στο άγιο ποτήριο της θείας μετάληψης! Κάποιοι μάλιστα είναι και ηλικιωμένοι, που, ενώ τα παιδιά τους τούς παρακαλούν να κοινωνήσουν, γεμάτα αγωνία για τη σωτηρία τους, εκείνοι αρνούνται πεισματικά και μάλιστα θυμώνουν και δεν ακούνε τίποτα!...

Κάνουν λες και μισούν τον εαυτό τους και θέλουν να τον κρατήσουν αποκομμένο, μακριά απ’ το Χριστό. Λες και μισούν τον ίδιο το Χριστό ή λες και μισούν τα παιδιά τους και τους άλλους ανθρώπους που νοιάζονται γι’ αυτούς και τους παρακαλούν να πλησιάσουν αυτή την πηγή της Ζωής και του Φωτός!...

Αν είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, αδελφέ μου, αδελφή μου, μη θυμώσεις, σε παρακαλώ, αλλά άκου δυο λόγια γραμμένα από καρδιάς.

Η άρνησή σου να κοινωνήσεις, ίσως δεν σου αρέσει να το ακούσεις, αλλά δεν είναι από σένα. Όλες οι αιτίες, που νομίζεις ότι σε κάνουν να μη θέλεις να κοινωνήσεις, είναι παγίδες, που σου έχει στήσει ο διάβολος – ο οποίος σε μισεί θανάσιμα και μισεί και όλους τους ανθρώπους – για να σε εμποδίσει να ενωθείς με τον Ιησού Χριστό και να βάλεις μέσα σου το Φως του Θεού.

Μήπως δεν κοινωνείς επειδή αντιπαθείς τον ιερέα της ενορίας σου ή του χωριού σου;

Κατ’ αρχάς τι σου έκανε ο ιερέας; Τόσο μεγάλο κακό; Αλλά εκτός αυτού, δεν κάνεις ζημιά σ’ εκείνον, αλλά στον εαυτό σου και, πίστεψέ με, είναι πολύ μεγάλο λάθος σου. Τη θεία λειτουργία, πρέπει να ξέρεις, δεν την κάνει ο ιερέας, αλλά ο ίδιος ο Θεός (το Άγιο Πνεύμα), και ο ιερέας δανείζει μόνο τα χέρια του για να κάνει τις πράξεις της τελετής. Και μάλιστα, χωρίς εσένα και όλους τους άλλους χριστιανούς, που πηγαίνουμε στην εκκλησία, η λειτουργία δεν μπορεί να γίνει (δηλαδή ο ιερέας δεν λειτουργεί μόνος του).

Ξέρεις ότι, μέσα στη θεία λειτουργία, ο ιερέας δύο φορές κάνει μια υπόκλιση στην ωραία πύλη και ζητά συγχώρεση από σένα και από κάθε χριστιανό που πιθανόν έβλαψε ή στενοχώρησε; Αν δεν κάνει αυτή την υπόκλιση και δε ζητήσει συγγνώμη (σίγουρα θα τον έχεις δει που υποκλίνεται, έστω κι αν δεν έχεις ακούσει τι λέει τη στιγμή εκείνη), πάλι δεν μπορεί να γίνει η θεία λειτουργία.

Εσύ, λοιπόν, είσαι χριστιανός; Αν ναι, κάνε αγάπη, κάνε έλεος και δώσε του αυτή τη συγχώρηση που σου ζητάει (φαντάζομαι, δε σκότωσε κάποιον δικό σου, ώστε να σου είναι τόσο δύσκολο) και κάμε και ένα δώρο στον εαυτό σου και στα παιδιά σου (ένα μεγάλο δώρο), που είναι το να πλησιάσεις και να κοινωνήσεις. Ένα δώρο που θα κάνει καλό σ’ εσένα και μόνο σ’ εσένα.

Αν όμως, τέλος πάντων, δε σου κάνει καρδιά να κοινωνήσεις από το συγκεκριμένο ιερέα, πήγαινε στη διπλανή ενορία ή στην παραδιπλανή, κάπου τέλος πάντων. Σίγουρα δεν έχεις δικάσει όλους τους παπάδες του κόσμου και τους έχεις βγάλει όλους ενόχους, και μόνο τον εαυτό σου βγάζεις τίμιο και σωστό! Κάποιος ιερέας θα υπάρχει που τον αθώωσες. Πήγαινε, βρες τον. Και πες του: «Πάτερ, έχω τόσα χρόνια να κοινωνήσω. Τώρα όμως το αποφάσισα, δεν μπορώ άλλο χωρίς το Χριστό μέσα μου. Με ζαλίσανε κι εκείνοι που μου το λένε και μου το ξαναλένε. Σε παρακαλώ, δώσε μου ευλογία να κοινωνήσω το συντομότερο».

Το σωστό είναι βέβαια να κάνεις και μια καλή εξομολόγηση – μη θυμώνεις, σου το ξαναλέω. Δε θυμώνεις εσύ, σου βάζει ιδέες ο Εχθρός, ο διάβολος (που συνεχώς αυτό κάνει σε όλους μας, μας «ψιθυρίζει» ιδέες στο αφτί κι εμείς πέφτουμε στους λάκκους του σαν… δεν θέλω να πω σαν τι). Εν πάση περιπτώσει, αυτός ο παπάς που εκτιμάς ή έστω που δεν τον έχεις καταδικάσει, θα σου πει τι να κάνεις. Το σημαντικό είναι να έρθεις – εκεί που σε ζητά ο Χριστός, που έχυσε το αίμα Του και άφησε να κομματιάσουν το σώμα Του για όλους μας, και αυτό το αίμα και το σώμα μάς το έδωσε τροφή, μέσω του αγιασμένου ψωμιού και του κρασιού (που το κάνει με μυστηριώδη τρόπο να είναι σώμα και αίμα Του, γι’ αυτό λέγεται «μυστήριο») στη θεία κοινωνία.

Μήπως όμως δεν κοινωνείς, επειδή πιστεύεις πως δεν είσαι άξιος; Μα φυσικά, κανείς μας δεν είναι άξιος! Ο Χριστός δεν προσκάλεσε τους «άξιους» (που δεν υπάρχουν), αλλά τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, και μας δέχεται με αγάπη και συγχώρηση, αρκεί να κάνουμε το βήμα να πάμε με την καρδιά μας κοντά Του.

Ή μήπως δεν μεταλαβαίνεις επειδή «δεν αισθάνεσαι την ανάγκη»; Άλλη παγίδα κι αυτή… Αν περιμένεις «να το νιώσεις σαν ανάγκη», αδελφέ και αδελφή μου, πολύ πιθανόν να μην το νιώσεις ποτέ. Νομίζεις πως είναι δύσκολο για τον Εχθρό (είπαμε ποιος είναι) να σε κάνει να μη νιώσεις ποτέ τέτοια ανάγκη, ακριβώς για να μην κοινωνήσεις ποτέ και να χορεύει εκείνος από τη χαρά του που σε έχει ξεγελάσει; Μην περιμένεις να «νιώσεις την ανάγκη», σκέψου με πόση λαχτάρα σε προσκαλεί ο Χριστός. Πόσο σε αγαπά ο Χριστός. Πήγαινε κοντά Του και τότε θα καταλάβεις ποια είναι η πραγματική «ανάγκη» όλων μας (η ένωσή μας με Αυτόν).

Τέλος, μη μου πεις ότι φοβάσαι μήπως κολλήσεις κάτι από το κουτάλι της θείας μετάληψης (ιερή λαβίδα λέγεται αυτό το κουτάλι). Όχι, αδελφέ μου, αδελφή μου, η θεία κοινωνία δίνει ζωή, και μάλιστα την αιώνια ζωή, δεν μεταδίδει ασθένειες. Αλλιώς, όλοι οι ιερείς του κόσμου έπρεπε να πεθαίνουν από μολυσματικές ασθένειες, και μάλιστα εκείνοι που υπηρετούν σε νοσοκομεία, γιατί μετά τη θεία λειτουργία ο ιερέας αποτελειώνει, με το ίδιο κουτάλι, όση θεία κοινωνία έχει απομείνει, για να μην παραμείνει εκτεθειμένη στον κόσμο, αλλά να φυλαχθεί μέσα στον αληθινό, «αχειροποίητο» ναό του Θεού, που είναι το ανθρώπινο σώμα.

Ξεπέρασε λοιπόν, σε παρακαλώ, αυτή την ιδέα και σκέψου πως με αυτή τη θεία κοινωνία, που μεταλαβαίνουμε όλοι, δεν ενωνόμαστε μόνο με το Θεό, αλλά και μεταξύ μας, γιατί ο Κύριος αυτό είπε: να είμαστε όλοι ένα, όπως Εκείνος είναι ένα με το Θεό Πατέρα Του, που Τον έκανε και δικό μας Πατέρα.

Θα νιώσω κάτι; 

Δεν είναι σίγουρο πως, όταν κοινωνήσεις, θα νιώσεις οπωσδήποτε μέσα σου κάποια διαφορά. Ίσως να νιώσεις, ίσως μάλιστα νιώσεις μεγάλη διαφορά, ίσως όχι. Ανάλογα, ό,τι επιτρέψει ο Θεός, που ξέρει καλύτερα τι χρειάζεται ο καθένας μας κάθε φορά.

Όμως πρέπει να σου πω πως ο λόγος για να κοινωνήσουμε δεν είναι να νιώσουμε εκείνη τη στιγμή χαρά και ευτυχία ή τη χάρη του Θεού να μας πλημμυρίζει. Ο λόγος είναι πολύ βαθύτερος και πηγαίνει πολύ πιο μακριά: είναι η σωτηρία μας. Και, όπως μας δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, αυτή η σωτηρία έρχεται κομμάτι κομμάτι μέσα μας, καθώς προχωράμε στη χριστιανική ζωή, που θεμελιώνεται στην αγάπη, τη συγχώρεση και τη θεία κοινωνία.

Επίσης, δεν κοινωνούμε πρωτίστως για να έχουμε καλή υγεία ή για να εκπληρώσει ο Θεός αυτά που Του ζητάμε για τη ζωή μας. Ναι, και αυτά τα ζητάμε, και ο Θεός ακούει, αλλά εμείς αυτό που θέλουμε προπαντός είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κοινωνούμε, για να έχουμε μέσα μας τον ίδιο το Χριστό. Και τότε, και τα τυχόν προβλήματα υγείας και όλα τα βάσανα και τις δυσκολίες της ζωής, ακόμη και τον ίδιο το θάνατο, θα έχουμε τη δύναμη (του Χριστού τη δύναμη) να τα νικήσουμε.

Κοινωνάμε και γινόμαστε μικροί Χριστοί. Αγαπάμε, συγχωρούμε, και γινόμαστε μικροί Χριστοί. Αυτό θέλει ο ίδιος ο Χριστός, να γίνουμε μικροί Χριστοί, όχι άνθρωποι με κακίες, αδυναμίες και εγωισμό, αλλά μικροί Χριστοί, και τελικά να μας φέρει και να μας κάνει κι εμάς βασιλιάδες στη βασιλεία Του.

Πηγή

Μόνο ἡ ἀγάπη ὅμως μπορεῖ νὰ ἑλκύσει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα...

 Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Διδάγματα γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀγάπη», τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»

Αβέρωφ - Διαδικτυακό θωρηκτόΡωμαίικο οδοιπορικό

Ὁ ἐπιστήμονας προσελκύει μὲ τὶς γνώσεις του, ὁ πλούσιος μὲ τὰ πλούτη του, ὁ ὡραῖος μὲ τὴν ὀμορφιά του, ὁ μάστορας μὲ τὴν τέχνη του. Ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς μόνον ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ ἀτόμων μπορεῖ νὰ ἕλξει. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη ὅμως μπορεῖ νὰ ἑλκύσει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα. Ἡ χάρη τῆς ἀγάπης εἶναι ἀπεριόριστη. Καὶ ὁ μορφωμένος καὶ ὁ ἀμόρφωτος καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἐπιδέξιος καὶ ὁ ἀδέξιος καὶ ὁ ὄμορφος καὶ ὁ ἄσχημος καὶ ὁ ὑγιὴς καὶ ὁ ἄρρωστος καὶ ὁ νεαρὸς καὶ ὁ ἡλικιωμένος, ὅλοι θέλουν νὰ τοὺς ἀγαπᾶνε. Ὁ Χριστὸς χάρισε τὴν ἀγάπη του σὲ ὅλους καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του προσέλκυσε τοὺς πάντες. Τοὺς ἀγκαλίασε ὅλους, ἀκόμη καὶ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀπὸ παλιὰ σάπιζαν ξεχασμένοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ ἄνθρωπος καὶ νεκρὸς θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦνε. Γι΄ αὐτὸ πολλοὶ παλεύουν ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Καὶ γι΄ αὐτὸ τὸ λόγο πολλοὶ προσπαθοῦν μὲ κληρονομιές, μὲ δῶρα ἢ μὲ εὐεργεσίες ποὺ κάνουνε σὲ διάφορα ἱδρύματα νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους. Ὁ ἄνθρωπος καὶ νεκρὸς θέλει νὰ τὸν ἀγαπᾶνε. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ἔχουν ἀγάπη γιὰ τοὺς πεθαμένους συγγενεῖς τους.

Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Θὰ ὑψωθῶ ἀπὸ τὴ γῆ, ὅλους τούς ἀνθρώπους θὰ τοὺς τραβήξω κοντά μου» (Κατὰ Ἰωάννη 12, 32). Ὁ Χριστὸς πάνω στὸν σταυρό, θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό Του, λόγω τῆς ἀγάπης Του σήκωσε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων, ἀκόμη καὶ αὐτῶν ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Πρὶν τὸν Χριστό, κόρη μου, δὲν ὑπῆρχε οὔτε διδασκαλία γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ οὔτε καὶ θρησκεία ἀγάπης.

Πηγή ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Πηγή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2022

Πώς γιορτάζουν οι άγιοι τα Χριστούγεννα

   

 
 
...Δυστυχώς, οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν εορτάζουν τα Χρι­στούγεννα μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Οι κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες, όπως εμείς τις διαμορφώνουμε, δη­μιουργούν άλλη ατμόσφαιρα.
Αν διάβαση κανείς προσεκτικά τα τροπάρια που ψάλλονται τις ημέρες των Χριστουγέννων, που κατακλύζονται από ζωή, αφού είναι εμποτισμένα από την ορθόδοξη θεολογία, ξεχειλίζουν από χαρά, που είναι αποτέλε­σμα θεώσεως αυτών που τα έγραψαν, θα διαπίστωση την αντί­φαση μεταξύ της πραγματικής εορτής των Χριστουγέννων και του συγχρόνου εορτασμού της μεγάλης αυτής εορτής. Εμείς περιορίζουμε το γεγονός της εορτής σε εξωτερικές τυπικές δια­δικασίες, σε ήθη και παραδόσεις, σε μια οικογενειακή ζεστή ατμόσφαιρα, σε μετακινήσεις και εκδρομές, το πολύ-πολύ και σ' έναν τυπικό εορτασμό.

Πάντοτε μέσα μου είχα μια έντονη απορία.
Πώς γιορτά­ζουν οι άγιοι τα Χριστούγεννα. Καί πάντοτε μέσα μου ανα­πτυσσόταν μια νοσταλγία. Να ζούσα κοντά σε μεγάλους ασκη­τές καί να μπορούσα να αντιληφθώ τον ωκεανό της Χάριτος και της χαράς που περνά αυτές τις ήμερες μέσα από την καρ­διά τους. Άλλα, βέβαια, αυτό εν μέρει ικανοποιείται, γιατί αφ' ενός μεν συναντήσαμε τέτοιες υπάρξεις και είδαμε, κατά το δυνατό σε μας, την ζωή της αιωνιότητας που περνούσε μέσα από την κτιστή φύση τους, αφ' ετέρου μπορούμε κάπως να το καταλάβουμε από τα τροπάρια που εκείνοι συνέταξαν καί ψάλλουμε αυτές τίς ημέρες. Μέσα στην Εκκλησία, ιδιαι­τέρως στον Ναό αυτές τίς ήμερες ζούμε ένα μεγάλο πανηγύρι, το πανηγύρι της ζωής, της άνακαινίσεώς μας, της αναπλάσεως μας. 
Αν το αισθανόμαστε έτσι, τότε γιατί να μας φοβίζουν τα γεγονότα που περνούμε στην ζωή μας; Γιατί να υποφέρουμε από τίς δοκιμασίες, αφού αυτά είναι λεπτομέρειες στην ζωή μας; Γιατί να δυσανασχετούμε για το ότι οι γύρω μας δεν μας καταλαβαίνουν, δεν μας αντιλαμβάνονται, δεν μας αγαπούν; Γιατί να υποφέρουμε από την μοναξιά, αφού έχουμε την δυ­νατότητα να ζήσουμε τα μεγάλα και υψηλά, την πραγματική και αληθινή κοινωνία μας με τον Θεό και τους ανθρώπους;
Με αυτές τίς σκέψεις εύχομαι καί ευχηθείτε και εσείς για μένα, να ζήσουμε όλα τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως του Χριστού. Χρειαζόμαστε θεραπεία, επειδή είμαστε άρρωστοι πνευματικά. Η ασθένεια εκδηλώνεται με την φιλαυτία, δηλα­δή έχουμε μια αγάπη που στρέφεται προς τον εαυτό μας. Πρέ­πει, λοιπόν, να ξεφύγουμε από την φιλαυτία καί να σποκτήσουμε φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Αυτή είναι η θεραπεία του ανθρώπου, έτσι μπορούμε να ζήσουμε τα αγαθά της θείας εναν­θρωπήσεως στην ύπαρξή μας. Με αυτόν τον τρόπο, το μυστή­ριο της ενανθρωπήσεως του Υιού καί Λόγου του Θεού θα γίνη καί μυστήριο της αναγεννήσεώς μας εν Χριστώ Ιησού.

Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, από το βιβλίο «Μεταξύ δύο αιώνων»
 
Προσθέτουμε ένα απόσπασμα από τη μελέτη  του καθηγητή Λάμπρου Σκόντζου Η αναγκαιότητα της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου:

Η Ενανθρώπηση του Θεού είναι προϊόν της θείας αγάπης. [...]

Η είσοδος του Θεού Λόγου στην ανθρώπινη ιστορία άλλαξε τη ροή της σταθερά καθοδικής πορείας των ανθρώπων. Η θεία Ενανθρώπησή Του είναι η ευλογημένη αρχή της μεγαλύτερης επ-ανάστασης όλων των εποχών. Η ανατολή του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης στη γη διέλυσε τα πυκνά σκοτάδια του προχριστιανικού παρελθόντος και αποδυνάμωσε όλους τους εργαζομένους των σκοτεινών έργων. Τα ανθρώπινα γεγονότα και η ιστορία έχουν πια κατευθυντήρια φορά και στόχο το μοναδικό πρόσωπο του Θεανθρώπου. Μπορεί, βεβαίως, η πορεία της αλλαγής του κόσμου να είναι αργή και οι δυνάμεις του κόσμου να αντιστέκονται, αλλά η έκβαση είναι προδιαγεγραμμένη, ο κόσμος τελικά θα χριστοποιηθεί. Ο απόστολος Παύλος ορίζει σαφέστατα την αφάνταστη ευεργεσία που προσέφερε στην ανθρωπότητα ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος με τα εξής: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού ... εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού» (Εφεσίους 1:3-7 [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, εδώ]). Η έννοια της υιοθεσίας αποδίδει καλλίτερα παντός άλλου την οργανική προσκόλλησή μας στο Θεό. Δια της πτώσεως και αποστασίας γίναμε πάροικοι και «ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας» του Θεού (Εφεσ. 2:12). Όμως «Ο Λόγος σάρξ εγένετο» (κατά Ιωάννην 1:14), «ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν». Να μην είναι πια ο καθένας μας «δούλος, αλλ' υιός΄ ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλάτας 4:4-7). Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευλογία, που απολαμβάνουμε χάρις στην Θεία Ενανθρώπηση!

Το μήνυμα της Βηθλεέμ, το οποίο διαλαλήθηκε από τους αγίους αγγέλους της Γεννήσεως (Λουκάν 2:14), είναι το πιο χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο άγγελμα της ιστορίας. Ήρθε Εκείνος, τον Οποίον εναγωνίως περίμενε η ανθρωπότητα δια να «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθαίον 1:21). «Ο Πατήρ ευδόκησεν, ο Λόγος σαρξ εγέντο και η Παρθένος έτεκεν Θεόν ενανθρωπήσαντα». (2ο τροπάριο των Αίνων των Χριστουγέννων). Τα αποτελέσματα του έργου Του είναι φανερά. Ο μονόδρομος, ο οποίος οδηγούσε αποκλειστικά τον άνθρωπο και ολόκληρη την πλάση στην απώλεια, έπαψε να υπάρχει για τους πιστούς του Χριστού, διότι εγκαινίασε Αυτός νέα οδό, η οποία οδηγεί στην σωτηρία, στον Θεό, που είναι το φυσικό πέρας της πορείας του ανθρώπου. Την μεγάλη και ελπιδοφόρα αυτή αλήθεια εκφράζει απόλυτα και χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος ως εξής: 
«Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην και καταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ... άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. 2:14-19).
Ακόμα «ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμαίους 5:21). Τέτοιου δυσθεώρητου μεγέθους ευεργεσία αξιωθήκαμε χάρις στην οικονομία της θείας συγκαταβάσεως.

Το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ «συνενηπίασε τοις νηπίοις» για χάρη της σωτηρίας μας. «Αυτός εστι Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι...΄ Αυτός ο αληθινός και φύσει Υιός του Θεού τους πάντας φορεί, ίνα οι πάντες τον ένα φορέσωμεν Θεόν» (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠΕΣ 33,226). «Νυν ο επουράνιος και ημίν επουρανίους εποίησεν» (Γρηγόριος Νύσσης, P.G.46,681D). Αυτοί οι περιεκτικoί πατερικoί λόγοi φανερώνουν περίτρανα ολόκληρο το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως. Αυτό είναι και το κεντρικό νόημα της μεγάλη εορτής.

Με την ποιητική γραφίδα, τέλος, του αγίου Αμφιλοχίου, επισκόπου Ικονίου (4ος αιών.), μπορούμε να υμνήσουμε κι εμείς την ευφρόσυνη εορτή, η οποία κατέστη απαρχή της σωτηρίας μας ως, εξής: «Ω Ημέρα (των Χριστουγέννων) μύρων αξία εν ή ανέτειλεν ημίν το άστρον εξ Ιακώβ, ο άνθρωπος ο επουράνιος ός ώφθη εξ Ισραήλ! Επεδήμησεν ημίν ο ισχυρός Θεός και ο της Δικαιοσύνης επέλαμψεν Ήλιος! Ο των θείων αρετών ηνέωκται ο θησαυρός, και το της ζωής φυτόν ανθρώποις εβλάστησε και η ανατολή εξ ύψους επέλαμψεν! Ο των ουρανίων και των επιγείων Δεσπότης εκ παρθενικών λαγόνων υπέρ κόσμου λυτρώσεως εις κόσμον φθαρτόν ελήλυθεν» (P.G 39,40B).

Θα απαντήσουμε τελικά στην πρόσκληση του Θείου Βρέφους;

 


 – Ευχή

Έχεις τα χάλια σου και αποφασίζεις να καλέσεις κάποιον στο σπίτι σου για να δεις λίγο φως.

Να κοινωνήσεις με κάποιον την αγάπη, την παρέα και τη χαρά. Να έχεις καλεσμένο κάποιον που αγαπάς και μπορείς να επικοινωνήσεις. Κοινώς γουστάρεις την παρέα του και περιμένεις πώς και πώς να σου χτυπήσει την πόρτα και να τον συναντήσεις. Ετοιμάζεις το σπίτι, κάνεις μπάνιο, φοράς τα καλά σου ρούχα και ετοιμάζεις κάτι για να κεράσεις τον καλεσμένο ή ετοιμάζεις κάτι για να δειπνήσετε. Όλα αυτά καλά και όμορφα για να περάσεις κάποιες ώρες με έναν αγαπημένο σου πρόσωπο που φωτίζει τη ζωή και την καρδιά σου.

Από την άλλη . . .

Όταν ένα ζευγάρι περιμένει το παιδάκι τους, ετοιμάζουν τους τελευταίους μήνες όλες τις λεπτομέρειες για την υποδοχή του νέου μέλους. Από το παιδικό δωμάτιο, μέχρι και γενικά την ψυχοσύνθεσή τους για τη γέννηση και τον ερχομό του παιδιού τους στη ζωή τους.

Προετοιμασίες . . . για τα απλά, τα καθημερινά, τα όμορφα . . . .

Για τα πνευματικά  . . . ;

Πάμε στην ουσία των εορταστικών Χριστουγεννιάτικων γεγονότων . . .

Έρχεται ο Χριστός και τελικά θα πάρουμε αυτό που θέλουμε και αυτό που μας βολεύει. Μια επιφάνεια των πραγμάτων. Υλική κατανάλωση, φαγητά, δώρα και εκεί θα μπει μια τελεία.  Αυτή την είσοδο του Χριστού στον κόσμο δεν μπορείς να την πάρεις για πλάκα. Είναι ένα προσωπικό κάλεσμα και μια πρόσκληση που δεν την απαντάς με ένα ξερό ναι ή όχι, αλλά με μια γενικότερη στάση ζωής. Αλήθεια, αν δεν υπήρχαν φαγητά, δώρα και λαμπάκια τι θα γιορτάζαμε τελικά; Τι θα κάναμε αυτές τις μέρες; Θα ήταν μια γιορτή σιωπηρή όπως τόσες άλλες μέσα στο εκκλησιαστικό έτος που δεν συνοδεύονται από αργία και εδέσματα. Τελικά ελάχιστοι ενδιαφέρονται για την ουσία του πράγματος.

Γιορτάζουμε την είσοδο του Θεού στον κόσμο. Δεν είναι αστείο πράγμα, ούτε ένα απλό ιστορικό συμβολικό γεγονός. Είναι μια πραγματικότητα που την κοινωνείς υπαρξιακά με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Με ένα πρόσωπο που δεν ήρθε έτσι απλά για σένα, αλλά είναι αυτό το πρόσωπο που έφτιαξε εσένα και έρχεται για να σου δώσει ζωή μέσα από τον θάνατο, μέσα από ένα κενό μνήμα. Έρχεται ώστε να κάνει το τέλος μια καινούργια αρχή, το δάκρυ να το μεταμορφώσει σε χαμόγελο, την απελπισία σε ελπίδα , και τον πόνο να τον μεταμορφώσει σε σχολείο αλλά και σε σκαλοπάτι για τη σωτηρία σου.  

Ας δώσουμε ως δώρο την καρδιά μας στον Χριστό αυτά τα Χριστούγεννα. Ας παραδώσουμε την καρδιά και τη ζωή μας στον ζωοδότη Χριστό. Ο ουρανός «άνοιξε»! Ο δρόμος για τη σωτηρία και την αιωνιότητα μας περιμένει. Πλέον τα έσχατα δεν είναι κάτι που θα γίνει κάποτε αλλά το βιώνουμε μέσα στη Θεία Λειτουργία! Μας προσφέρεται ο παράδεισος και ο ίδιος ο Χριστός ως «Σώμα και Αίμα εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».

Δεν αρκεί τα Χριστούγεννα να κοινωνήσουμε τυπικά με το στόμα μας, αλλά να μετέχουμε με την ίδια μας τη ζωή και όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά συνεχώς στο διάβα της ζωής μας.

Δώσαμε  κάποιες υποσχέσεις την ημέρα της προσκλήσεως του βαπτίσματος, ήρθε η ώρα να πάρουμε τη ζωή και τη σωτηρία μας στα σοβαρά.

Δεν ξέρω τι δώρο να σου φέρω Χριστέ μου αυτές τις μέρες. Εσύ μου προσφέρεσαι ο ίδιος ως δώρο και με καλείς συνεχώς. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να Σου προσφέρω τη ζωή μου και Εσύ ξέρεις τι θα την κάνεις διότι Εσύ μου την έδωσες.

Ας αποφασίσουμε αυτά τα Χριστούγεννα να αλλάξουμε πορεία ζωής! Ήρθε η ώρα!

Ιδιόμελον Εσπερινού Χριστουγέννων (ήχος β')

Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι' ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα, οἱ Μάγοι τὰ δῶρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον· ὁ πρὸ αἰώνων Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Μετάφραση

Τι να σου προσφέρουμε Χριστέ, ότι φανερώθηκες επάνω στη γη ως άνθρωπος για εμάς; γιατί το κάθε κτίσμα που δημιούργησες σου προσφέρει την ευχαριστία του· οι Άγγελοι τον ύμνο, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Βοσκοί το θαύμα, η γη το σπήλαιο, η έρημος την φάτνη· και εμείς την Παρθένο Μητέρα· ο πρό αιώνων Θεός ελέησέ μας.

το μεταφέρουμε από εδώ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Μνήμη θανάτου- Θάνατος και Απώλεια π. Αντώνιος Μπλουμ Μητροπολίτης Σουρόζ

 ὲ παλιότερες ἐποχές, ὅταν οἱ Χριστιανοί βρίσκονταν πλησιέστερα στὶς παγανιστικές τους ρίζες καὶ στὴ φοβερή καὶ συνταρακτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατο ὡς μιὰ γέννηση στὴν αἰώνια ζωή.

Δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὡς τέλος, ὡς μιὰ ἔσχατη ἧττα, ἀλλὰ ὡς μιὰ ἀρχή.

Θεωροῦσαν τὴ ζωὴ ὡς ἄνοδο πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ θάνατο ὡς τὴν πύλη ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ εἰσέλθουμε σ' αὐτήν.

Αὐτὸ μάλιστα ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί, τόσο συχνά, οἱ πρῶτοι Χριστιανοί συνήθιζαν νὰ ὑπενθυμίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ θάνατο μὲ φράσεις ὅπως «ἔχε μνήμη θανάτου», ἐνῶ στὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ ὑπάρχει μιὰ αἴτηση, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «μνήμη θανάτου».

Ὅταν ἀναφέρονται αὐτὲς οἱ λέξεις στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίδρασή του εἶναι συνήθως ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ ἀποστροφή.

Μήπως σημαίνουν αὐτὲς οἱ λέξεις ὅτι θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ θάνατος εἶναι σὰν τὴ Δαμόκλειο σπάθη, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας καὶ πώς, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μπορεῖ τὸ συμπόσιο τῆς ζωῆς νὰ τερματιστεῖ τραγικά;
Σημαίνουν μήπως πὼς ὁποτεδήποτε βροῦμε μιὰ χαρά, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἔχει ἕνα τέλος;

Πρέπει μήπως νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ συσκοτίζεται τὸ φῶς κάθε μέρας μὲ τὸ φόβο ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου;
Ὄχι, δὲν αἰσθάνονταν ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονταν εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μιὰ ἀποφασιστικὴ στιγμή, ὅταν ὅσα μποροῦμε νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ φθάνουν σ' ἕνα τέλος.

Πρέπει λοιπόν νὰ βιαστοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε πάνω στὴ γῆ ὅσα μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ, κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἕνα σκοπὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή, γιὰ νὰ γίνουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε, γιὰ νὰ πλησιάσουμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», γιὰ νὰ γίνουμε ὅσο τὸ δυνατόν καλύτερα μιὰ ἀπαραμόρφωτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μιὰ μέρα θὰ καθαρογραφεῖ.
Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τὰ χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας.

Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρὸ γράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.

Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε.

Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μιὰ ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεό καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητας.
Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατόν νὰ γίνουν αὐτὰ.

Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων.

Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά.

Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός.
Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ ποὺ κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μιὰ ἧττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος.

Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.

Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ' ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ' ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τὶ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου.

Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ' αὐτὴν τὴ σχέση.

Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.

Αὐτὸ εἶναι κάτι πολύ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρίς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς "Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ", μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση.
Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!»

Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης:
εἶναι πολύ ἀργά.

Λέξεις ἢ χειρονομίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν μιὰ σχέση δὲν μποροῦν πλέον νὰ λεχθοῦν ἢ νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μ' ἕναν ἄλλο τρόπο, μὲ πολύ πόνο.

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ἕνας ἡλικιωμένος γύρω στὰ ὀγδόντα πέντε. Ἤθελε νὰ μὲ συμβουλευτεῖ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἀγωνία μὲ τὴν ὁποία εἶχε ζήσει γιὰ περίπου ἑξῆντα χρόνια. Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ρωσίας εἶχε σκοτώσει τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ποὺ καὶ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πολύ. Σκόπευαν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς σκοποβολῆς, αὐτὴ εἶχε τρέξει ξαφνικὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ γραμμὴ σκόπευσης καὶ ἔτσι ἦταν πολύ ἀργὰ γιὰ νὰ ἐκτρέψει τὴ βολή του.

Γιὰ ἑξῆντα χρόνια δὲν εἶχε μπορέσει νὰ βρεῖ εἰρήνη.
Ὄχι μόνο εἶχε κόψει τὸ νῆμα μιᾶς ζωῆς ποὺ τοῦ ἦταν ἄπειρα πολύτιμη, ἀλλὰ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἄνθιζε καὶ ποὺ ἦταν ἐξίσου πολύτιμη καὶ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε.

Μοῦ εἶπε ὅτι προσευχόταν, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε ἐξομολογηθεῖ, εἶχε μετανοήσει, εἶχε λάβει τὴν ἄφεση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία - εἶχε κάνει ὅλα ὅσα ἡ φαντασία του καὶ ἡ φαντασία αὐτῶν ποὺ εἶχε στραφεῖ γιὰ συμβουλὲς εἶχε προτείνει, ποτὲ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ εἰρήνη.

Μὲ μιὰ ἔμπνευση ἔντονης καὶ δυνατῆς συμπάθειας, τοῦ εἶπα:
«Στρέφεσαι στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν ἔχεις δολοφονήσει, στοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἔχεις πληγώσει. Γιατί δὲν ἔχεις σκεφτεῖ νὰ στραφεῖς στὸ κορίτσι ποὺ σκότωσες;»

Ἐξεπλάγη. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει;
Δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ;
Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι.

Τοῦ εἶπα λοιπόν πὼς, ἂν τὸ κορίτσι ποὺ πυροβόλησε μποροῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει, νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν, τότε ἀκόμη κι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προσπεράσει ἀσυγκίνητος.

Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν προφήτη Δανιήλ.
Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ποὺ τὸν φθονεῖ, προσεύχεται ἐνάντια στὴν προσευχὴ τοῦ Δανιήλ καὶ ἔτσι ἡ προσευχή της εἶναι σὰν δυνατὸς ἄνεμος ποὺ σβήνει τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλπιζε πὼς θὰ φθάσει στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ πιθανῶς μοῦ ἦρθε ὑποσυνείδητα. Τοῦ πρότεινα νὰ κάθεται μετὰ τὴ βραδυνὴ προσευχή καὶ νὰ διηγεῖται στὴν κοπέλα γι' αὐτὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια πνευματικῆς ἀγωνίας, γιὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ σπαταλήθηκε, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑπομείνει, καὶ νὰ τῆς ζητήσει συγγνώμη καὶ κατόπιν νὰ τῆς ζητήσει νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν στὸν Κύριο νὰ στείλει εἰρήνη στὴν καρδιά του, ἂν βεβαίως τὸν εἶχε κι αὐτὴ συγχωρήσει.

Τὸ ἔκανε, καὶ ἦλθε ἡ εἰρήνη.
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅ,τι ἔχει μείνει ἀτέλειωτο στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔχει ἀποτύχει στὴ γῆ μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ εἶναι πολλὰ χρόνια πόνου καὶ τύψεων, δακρύων καὶ μοναξιᾶς.

Τώρα, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε οὔτε ὡς ἕνα ἔνδοξο οὔτε ὡς ἕνα ἄθλιο γεγονός.

Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ Βίβλο καὶ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πιὸ περίπλοκη ἀπ' αὐτήν.
Νὰ τὸ θέσω ἀλλιῶς: ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δημιούργησε γιὰ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὴν καταστροφή.
Μᾶς δημιούργησε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Μᾶς κάλεσε στὴν ἀθανασία - ὄχι μόνο στὴν ἀθανασία τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀθανασία ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο.

Ὁ θάνατος εἰσῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Εἰσῆλθε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Θεό, στράφηκε μακριὰ ἀπ' Αὐτόν, ἔψαξε νὰ βρεῖ τρόπους μὲ τοὺς ὁποῖους θὰ μποροῦσε νὰ κάνει πράγματα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Τὴ γνώση ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μέσω τῆς κοινωνίας μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ τὴν ἀποκτήσει μόνος του.
Ἀντὶ νὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, διάλεξε τὴ δική του ἀνεξαρτησία.

Ὁ Γάλλος πάστορας Ρολλάν ντε Κυρί γράφει κάπου, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ καλὴ εἰκόνα, ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔστρεφε τὴν πλάτη του στὸν Θεό καὶ κοίταζε τὸ ἄπειρο μπροστά του, τὴ στιγμὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε Θεὸς γι' αὐτὸν καὶ, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ζωῆς, δὲν γινόταν παρὰ νὰ πεθάνει.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ θάνατο ὑπάρχει μιὰ τραγωδία.
Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ὁ θάνατος εἶναι τερατώδης, δὲν θὰ ἔπρεπε κἂν νὰ ὑπάρχει, Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, μιά, ἀτέλειωτη διάρκεια χρόνου χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, πολλὲς χιλιάδες χρόνων ζωῆς δίχως καμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπάρξει ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν κάτι τὸ πολύ τρομακτικότερο κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διάλυση τοῦ σωματικοῦ μας πλαισίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο.

Ἔτσι, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θανάτου: ὅσο στενὴ πύλη κι ἂν εἶναι, εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδράσουμε ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο τοῦ ἀτελείωτου χρόνου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό - ἕνας κτιστὸς ἀτελείωτος χρόνος, ὅπου δὲν ὑπάρχει, χῶρος γιὰ νὰ ξαναγίνουμε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μέτοχοι τῆς Θείας φύσης.

Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μπόρεσε νὰ πεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστός καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Ἐπειδὴ ὅσο ζῶ ἀτέλειωτη σ' αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό.

Γι' αὐτὸ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο λέγει ὅτι γι' αὐτὸν τὸ νὰ πεθάνει δὲν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ρίχνει ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὴν πρόσκαιρη ζωή, σημαίνει ὅτι ἐνδύεται τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τέλος, εἶναι μιὰ ἀρχή.
Εἶναι μιὰ πόρτα ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς αἰωνιότητας, ποὺ θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ μᾶς γιὰ πάντα ἂν ὁ θάνατος δὲν μᾶς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὰ γήινα πράγματα.

Αὐτὲς οἱ δυὸ πλευρὲς πρέπει νὰ παίξουν ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ θάνατο. Ὅταν πεθαίνει κάποιος, νομιμοποιούμαστε νὰ εἴμαστε συντετριμμένοι.

Μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε μὲ τρόμο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότωσε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε.
Μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ θάνατο ὡς τὴν τελευταία λέξη, τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς.
Ἔχουμε δίκιο ὅταν κλαῖμε πάνω στὸν κεκοιμημένο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ κακό.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε ἐπειδὴ μιὰ νέα ζωή, ἀπεριόριστη, ἐλεύθερη, ἄρχισε γι' αὐτὸν ἢ γι' αὐτήν.

Καὶ πάλι, μποροῦμε νὰ κλαῖμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἀπώλεια ποὺ νιώθουμε, τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ πρέπει νὰ μάθουμε τὶ εἶχε ἤδη προβλέψει καὶ προείπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη:
«κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεθωριάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴ μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἀγαπημένο στὸν ἀόριστο:
«Τὸν ἀγαποῦσα, ἤμασταν τόσο κοντά»,
ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε στὸν ἑνεστῶτα:
«Τὸν ἀγαπῶ, εἴμαστε τόσο κοντά».

Στὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκουμε κάτι ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπ' αὐτὸ. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ κατεβλήθη.
Ὁ θάνατος ἔχει καταβληθεῖ μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους.

Κατεβλήθη, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελευταία λέξη καὶ καλούμαστε νὰ ἐγερθοῦμε ξανά καὶ νὰ ζήσουμε.

Ὁ θάνατος νικήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, μὲ τὴν εἰς Ἄδου κάθοδο, ἐπειδὴ ἡ φρικτότερη ἄποψη τοῦ θανάτου, ὅπως τὴ συνέλαβε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὅτι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε ἐπιφέρει τὸ θάνατο, εἶχε γίνει ὁριστικός, ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Ὅσοι εἶχαν πεθάνει -καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλους- ὅσοι λοιπόν εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, Τὸν ἔχασαν γιὰ πάντα στὸ θάνατο.
Ἡ Σεόλ τῆς Παλαιάς Διαθήκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπανόρθωτης ἀπουσίας.

Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἄδη, ὁ θάνατος ἔφθασε στὸ τέλος του.
Ὑπάρχει ὁ χωρισμὸς πάνω στὴ γῆ καὶ ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἀντίθετα, ὁ θάνατος εἶναι ἡ στιγμή καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο, ὅσο κι ἂν ἤμασταν χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ἤμασταν ἀτελῶς ἑνωμένοι ἢ ἐναρμονισμένοι μαζί Του, παρουσιαζόμαστε μπροστά Του.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Δὲν μᾶς λέει συνεχῶς,
«Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμο, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον»;
Στεκόμαστε λοιπόν μπροστὰ σ' Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.

Ἔτσι, ὁ θάνατος διαθέτει μιὰ περιπλοκότητα -θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ἕναν διφορούμενο χαρακτῆρα-, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἂν εἴμαστε λαὸς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ παραβλέψει τὴ γέννηση τοῦ κεκοιμημένου στὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὴ γήινη μοναξιά μας.

Ὑπάρχει στὸ θάνατο καὶ μιὰ δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐγγίζει. Ἂν ἡ ἀγάπη μας εἶναι πιστή, ἂν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ θυμόμαστε, ὄχι μόνο μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, αὐτούς ποὺ ἔχουμε ἀγαπήσει πάνω στὴ γῆ, τότε, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό:
«ὅπου γἀρ ἐστίν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι καὶ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι προσωπικά.

Συναντοῦμε τὸ θάνατο πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς ἕνα θέμα πάνω στὸ ὁποῖο στοχαζόμαστε, ἂν καὶ συμβαίνει κι αὐτὸ, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπώλειας, δικῆς μας ἢ κάποιου ἄλλου.
Μάλιστα, αὐτὴ ἡ ὑποκατάστατη ἐμπειρία τοῦ θανάτου εἶναι ποὺ λειτουργεῖ ὡς ὑπόβαθρο γιὰ νὰ στοχαζόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων πάνω στὴ βεβαιότητα τοῦ δικοῦ μας θανάτου, καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μ' αὐτὸν.

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλὸς ἄνθρωπος.
Μιλοῦσε λίγο, καὶ ἔτσι μιλούσαμε λίγο καὶ μεταξύ μας.
Ἀνήμερα τὸ Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καὶ ξάπλωσε.

Κάθισα κοντά του καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά.
Δὲν ἦταν τόσο τὰ λόγια μας ποὺ ἦταν σημαντικά.
Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Οἱ πόρτες ἄνοιξαν.
Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο ἀνοιχτή καὶ βαθιὰ ὅσο καὶ οἱ λέξεις.

Κατόπιν ἔπρεπε νὰ φύγω.
Χαιρέτησα ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ δωμάτιο, ἀλλὰ ὄχι αὐτὸν, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴχαμε συναντηθεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Δὲν ὑπῆρξε χαιρετισμός.
Δὲν ὑπῆρξε κἂν ἕνα «εἰς τὸ ἐπανιδεῖν», ἐπειδὴ εἴχαμε συναντηθεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ πάντα.

Πέθανε τὴν ἴδια νύχτα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καὶ μοῦ εἶπαν πὼς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου.

Αὐτὸ ποὺ ἀντιλήφθηκα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἦταν ἡ ποιότητα καὶ τὸ βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἦταν μιὰ ἀπουσία θορύβου, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ζώρζ Μπερνανός, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματά του -«μιὰ σιωπὴ ποὺ ἦταν παρουσία».
Ἔπιασα μάλιστα τὸν ἑαυτό μου νὰ λέει:
«καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τὶ ψέμα».

Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ τὸ γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδὴ βλέπω τὴ δόξα του καὶ ὄχι μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια.
Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στὸν ξαφνικὸ θάνατο, στὸν ἀπροσδόκητο θάνατο, στὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται σὰν «κλέφτης ἐν νυκτί».

Ἂν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θὰ καταλάβετε ἴσως τὸ γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιά του βρίσκεται σὲ ἔντονο πόνο καὶ ἀγωνία, καὶ τὸ πώς -σ' αὐτὸ θὰ ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε στὴν ἐξόδια ἀκολουθία μας:
«Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦμε τὰ λόγια ἑνὸς ψαλμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκολουθία, ὡσὰν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρὸς ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε:
«Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε».

Πολύ συχνότερα, ὅμως, ἀντὶ γιὰ ἕναν ξαφνικὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μιὰ μακρόχρονη ἢ ὁλιγόχρονη ἀρρώστια, ἢ γηρατειά, ποὺ σταδιακὰ μᾶς φέρνουν εἴτε στὸν τάφο, εἴτε στὴν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ θὰ τὸ δεῖ κανείς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση ποὺ λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητά ἢ ἀσυνείδητα, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ εἶναι ἡ πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή μας μὲ τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν Αἰώνια Ζωή, καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του.

Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἢ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ δημιουργικὰ καὶ χρήσιμα.

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς, ποὺ φέρνει μεγάλη πνευματικὴ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὅταν βλέπουν ἕνα ἀγαπημένο τους πρόσωπο νὰ γερνάει, νὰ χάνει, τὶς σωματικές καὶ πνευματικές του ἱκανότητες, νὰ φαίνεται πὼς χάνει ό,τι ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα: τὸ καθαρὸ μυαλό, τὴν πνευματώδη ἀνταπόκριση στὴ ζωή.

Πολύ συχνά, αὐτὴ ἡ πορεία βρίσκεται στὴ μία πλευρά. Κλείνουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ μὴ βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε νὰ δοῦμε καὶ νὰ προβλέψουμε.
Μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, νὰ εἶναι ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ ὄχι μόνο διαθέτει τὸν τρόμο τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιπλέον τρόμο νὰ μᾶς κτυπᾶ στὴν πλέον εὐαίσθητη χορδή μας.

Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ὁ πόνος, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἔχουν ἀνεβάσει τὴν ἔντασή τους μέσα μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε νὰ τοὺς δώσουμε ἐλευθερία ἔκφρασης καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάσουν.
Τὸ κτύπημα γίνεται ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρό καὶ καταστροφικὸ ἀπ' ὅ,τι στὴν περίπτωση ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἐπειδὴ, χώρια ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας ποὺ δημιουργεῖ, στὴ συνέχεια μεμφόμαστε καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ὅτι δὲν κάναμε ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει.

Ἂν τὰ εἴχαμε κάνει, αὐτὸ θὰ μᾶς ὠθοῦσε στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ξεσκέπαζε σὲ μᾶς καὶ στὸν θνήσκοντα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος ἄνοιγε σιγὰ - σιγὰ τὴν πόρτα - καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πόρτα θὰ ἄνοιγε διάπλατα μιὰ μέρα καὶ τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ διαβεῖ δίχως νὰ κοιτάζει πίσω.

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας, ὁποτεδήποτε ἀντιμετωπίζουμε αὐτὴ τὴν ἀπώλεια ποὺ πλησιάζει σταδιακά, νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀπ' ἀρχῆς μὲ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο καὶ ἰσορροπημένο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ὅσο τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ἀκόμη ἐν ζωῇ καὶ ἀνάμεσά μας.
Ἀπέναντι στὴ σκέψη τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὑπάρχει ἡ πραγματικότητα μιᾶς ζωντανῆς παρουσίας.
Μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ ἀκουμπᾶμε στὴν ἀσφάλεια αὐτῆς τῆς παρουσίας ἐνῶ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιπλοκότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀπώλειας.
Αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴ δύναμη τῆς πραγματικότητας καὶ στὴν ἀστάθεια τῆς σκέψης εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὸ θάνατο πολύτιμων γιὰ μᾶς ἀνθρώπων.

Αὐτὴ ἡ προετοιμασία συνεπάγεται ἐπίσης -ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως- μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει ἀφ' ἑνὸς τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ πύλη ποὺ ἀνοίγει στὴν αἰώνια ζωή.
«Τὸ νὰ πεθάνω δὲν σημαίνει νὰ ἀπεκδυθῶ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἐνδυθῶ τὴν αἰωνιότητα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Μποροῦμε τώρα νὰ δώσουμε λίγα παραδείγματα γι' αὐτὴ τὴν περίοδο προετοιμασίας.

Ἡ μητέρα μου πέθανε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὴ βασάνισε γιὰ μιὰ περίοδο περισσότερο ἀπὸ τρία χρόνια.
Ἐγχειρίστηκε, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς.
Ὁ γιατρὸς μοῦ μίλησε γι' αὐτὸ καὶ κατόπιν πρόσθεσε:
«Φυσικά, δὲν θὰ πεῖς τίποτε στὴ μητέρα σου».
Τοῦ εἶπα: «Θὰ τὸ πῶ». Καὶ τὸ εἶπα.
Θυμᾶμαι πὼς τὴν πλησίασα καὶ τῆς εἶπα ὅτι εἶχε τηλεφωνήσει ὁ γιατρός καὶ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε πετύχει.
Σιωπήσαμε γιὰ ἕνα λεπτό καὶ κατόπιν ἡ μητέρα μου εἶπε:«Καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω».
Τῆς εἶπα: «Ναί».
Κατόπιν ἔμεινα κοντά της, ἐντελῶς σιωπηλός, ἐπικοινωνῶντας μαζί της δίχως λέξεις.
Δὲν νομίζω ὅτι κάναμε τίποτε σκέψεις.
Εἴχαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάτι ποὺ εἶχε εἰσβάλει στὴ ζωή μας καὶ τὴν εἶχε ἀλλάξει τελείως.
Αὐτὸ δὲν ἦταν κάποια σκιά, ἕνα κακό, κάποιος τρόμος.
Ἦταν τὸ ἔσχατο.
Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ ἔσχατο χωρίς ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε πὼς θὰ ἐκτυλισσόταν.
Μείναμε μαζί ὅσο αἰσθανθήκαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουμε.
Καὶ μετὰ ἡ ζωὴ συνεχίστηκε.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὴν κλειστοῦμε οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή, ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, σ' ἕνα ψέμα, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ μιὰ κωμωδία, στερημένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια.
Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ νὰ μπῆκα στὸ δωμάτιο τῆς μητέρας μου μ' ἕνα ψεύτικο χαμόγελο, ἢ λέγοντας κάτι τὸ ψεύτικο.
Δὲν ὑπῆρξε καμία στιγμὴ ποὺ νὰ παίξαμε τὴν κωμωδία μιᾶς ζωῆς ποὺ κατακτᾶ τὸ θάνατο, ποτὲ δὲν ἰσχυριστήκαμε ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ φύγει, ὅταν καὶ οἱ δυὸ γνωρίζαμε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ.
Δὲν ὑπῆρξε καμιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ στερήθηκε ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου.
Ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ ἡ μητέρα μου αἰσθάνθηκε νὰ χρειάζεται βοήθεια.
Θὰ κτυποῦσε τότε τὸ κουδούνι καὶ θὰ ἐρχόμουν, καὶ θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ τὸ αἴσθημα ἀπώλειας ποὺ εἶχα.
Ἀγαποῦσε τὴ ζωή. Τὴν ἀγαποῦσε βαθιά.
Λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ἔλεγε ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ζήσει 150 χρόνια ὑποφέροντας, ἀντί νὰ πεθάνει.
Μᾶς ἀγαποῦσε.
Θλιβόταν γιὰ τὸν χωρισμό: «Ω! Γιὰ τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς χαμένου χεριοῦ καὶ τὸν ἦχο μιᾶς φωνῆς ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει».

Κατόπιν, ὑπῆρξαν ἄλλες στιγμὲς ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν πόνο, καὶ πήγαινα τότε καὶ μιλοῦσα γι' αὐτὸν στὴ μητέρα μου.
Μὲ στήριζε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἀντικρύσω τὸν θάνατο.
Αὐτὴ ὑπῆρξε μιὰ βαθιά καὶ ἀληθινὴ σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της.
Σ' αὐτὴν τὴ σχέση εἶχε βρεῖ θέση ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη πλευρά, ποὺ τὴν ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἐπειδὴ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καὶ τότε θὰ εἶναι πολύ ἀργὰ νὰ διορθωθεῖ κάτι ποὺ ἦταν στραβό, ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ γίνεται μιὰ ἔκφραση, ὅσο τὸ δυνατόν τελειότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, σχέσης σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.
Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μετατρέψει ὅσα πράγματα φαίνονται μικρά καὶ ἀσήμαντα σὲ σημεῖα μεγάλα καὶ σημαντικά.

Ὁ τρόπος ποὺ προετοιμάζεις ἕνα φλιτζάνι τσάϊ πάνω σ' ἕνα δίσκο, ποὺ τοποθετεῖς τὰ μαξιλάρια κάτω ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο, ὁ τρόπος ποὺ ἠχεῖ ἡ φωνή σου, ὁ τρόπος ποὺ κινεῖσαι - τὰ πάντα μποροῦν νὰ γίνουν ἔκφραση ὅλων ὅσων ὑπάρχουν σὲ μία σχέση.

Ἂν ὑπάρχει μιὰ λανθασμένη παρατήρηση, ἂν ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα, ἂν κάτι ἔχει στραβώσει, πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἀναπόφευκτη βεβαιότητα ὅτι ἀργότερα θὰ εἶναι πολύ ἀργά.
Ὁ θάνατος μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, μὲ μιὰ ἁδρότητα καὶ σαφήνεια ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ μεταδώσει.

Εἶναι σημαντικό, εἴτε ἀντικρύζοντας τὸ θάνατό μας εἴτε ἀντιμετωπίζοντας τὸ θάνατο κάποιου ἄλλου, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν αἰωνιότητα.

Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ μιὰ φαινομενικὰ συνηθισμένη ἀρρώστια.
Μετὰ τὶς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειρουργηθεῖ.
Τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀδελφή του καθώς καὶ ἐγώ, ἀλλὰ ὄχι αὐτός. Αἰσθανόταν ἀκμαῖος, δυνατός καὶ πάρα πολὺ ζωντανός.

Μοῦ εἶπε: «Ἔχω τόσα νὰ κάνω καὶ βρίσκομαι ἐδῶ, καθηλωμένος στὸ κρεβάτι, γιὰ πόσο ἀκόμη;»
Τοῦ εἶπα: «Πόσο συχνὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ὅτι ὀνειρεύεσαι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ σταματήσεις τὸ χρόνο ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀντὶ νὰ φτιάχνεις; Ποτὲ δὲν τὸ ἔκανες.
Ὁ Θεὸς τὸ κάνει τώρα γιὰ σένα. Τώρα εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ εἶσαι».

Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ «εἶναι», σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε ἐντελῶς θεωρητική, ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ εἶπε: «Τὶ πρέπει νὰ κάνω;»

Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν καθορίζονται μόνο ἀπὸ φυσιολογικὲς ἀλλαγὲς -ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τὴν παθολογία -ἀλλά καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐσωτερική μας ἐνέργεια.
Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀποκαλέσει ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα, τὸ καθετὶ ποὺ ἐξασθενίζει τὴ ζωὴ μέσα μας, τὸ καθετὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ξεχυθεῖ σὰν ποτάμι, καθαρό καὶ ἐλεύθερο.

Τοῦ πρότεινα λοιπόν νὰ τακτοποιήσει ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά καὶ μέσα του ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν λανθασμένα στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἴδιο, σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, καὶ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ὅταν μάλιστα τὸ κάνει αὐτὸ γιά, τὸ τώρα, ἂς προχωρήσει πίσω στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, γιὰ νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, λύνοντας τοὺς κόμβους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε κακό, γιὰ νὰ μετανοήσει, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ εὐγνωμονήσει μὲ ὅλη του τὴ ζωή - πράγματι, ἡ ζωή του εἶχε σταθεῖ σκληρή.

Ἔτσι, μέρα μὲ τὴ μέρα, μῆνα μὲ τὸ μῆνα, περάσαμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία.
Ἔκανε εἰρήνη μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή.
Καὶ τὸν θυμᾶμαι στὸ τέλος, ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του, τόσο ἀδύνατο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ κουτάλι, νὰ μοῦ λέει μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν:
«Τὸ σῶμα μου ἔχει, κιόλας πεθάνει, καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο πολὺ ζωντανός, ὅπως νιώθω τώρα».
Εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν μόνο τὸ σῶμα του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν τὸ σῶμα του, καὶ ὅτι διέθετε μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὁ θάνατος τοῦ σώματός του δὲν μποροῦσε νὰ καταστρέψει.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ σπουδαία ἐμπειρία.
Εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε στιγμή, ἂν θέλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα μας καὶ συνεπῶς νὰ ἀποβάλουμε τὸ φόβο γιὰ ὁτιδήποτε συμβεῖ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ποὺ ἐπίσης μᾶς ἀνήκει.


 Ἀντώνιος (Μπλουμ)
Μητροπολίτης Σουρόζ (Σουγδαίας)
Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.),
Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο,
μτφρ Ἰωσήφ Ροηλίδης, εκδ. 
Ἑστία, Ἀθήνα 2001.

Πηγή: Μυριόβιβλος

πηγ'η

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...