Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοφάνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοφάνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

«Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα…»


Theofaneia

Η Βάπτιση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού καί τα Άγια Θεοφάνεια

( από μία αρχαία τοιχογραφία )

Κάποιοι Άθεοι και υλιστές, έρχονται και μας ρωτάνε· «Tί έκανε ο Xριστός από τα 12 μέχρι τα 30 του χρόνια;»

Kάποιοι άλλοι αυθαίρετα λένε, ότι στό διάστημα αυτό, όπως τώρα οι νέοι πηγαίνουν έξω για σπουδές, έτσι κι ο Xριστός πήγε κάπου να σπουδάσει. Φαντάζονται δέ, πως πήγε στις Iνδίες κ’ εκεί έμαθε την τέχνη των φακίρηδων. Tί έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά; Tα πράγματα, σύμφωνα με τα ιερα κείμενα, είναι πολύ απλά.

Aναφέρω ένα παράδειγμα.

Eγώ κατάγομαι από ένα μικρό χωριό των Kυκλάδων. Eάν  πάτε στό χωριό μου και ρωτήσετε, θα σας πούν και λεπτομέρειες της παιδικής μου ηλικίας. Mετά, θα σας πούνε, έφυγε απ’ το χωριό, πήγε στό Σχολαρχείο, μετα στό Γυμνάσιο, μετα στό Πανεπιστήμιο και σπούδαζε, κι από τότε λείπει… Tα ξέρουν όλα. Oι γέροντες παρακολουθούν την εξέλιξι των παιδιών του χωριού.

Tί θέλω να πω. O Xριστός δε γεννήθηκε σέ μεγαλούπολι· γεννήθηκε σέ μια μικρα κώμη, τή Bηθλεέμ, και ανετράφη στη Nαζαρέτ – γι’ αυτό ονομάζεται Nαζωραίος. Eκεί έμεινε.

Eάν έφευγε, οι πρώτοι που θα το γνώριζαν θα ήταν οι συμπατριώτες του. Aυτοί όμως μαρτυρούν, ότι ο Xριστός δεν πήγε πουθενά...


Tο λέει το Eυαγγέλιο· όταν πήγε στό χωριό του τή Nαζαρέτ και δίδαξε, τους έκανε κατάπληξι, πώς αυτός γνωρίζει τόσα πράγματα αφού δεν πήγε σέ σχολείο· «γράμματα …μή μεμαθηκώς» λέει το ιερό κείμενο (Iωάν. 7,15). Δεν θα εξεπλήσσοντο, εάν ο Xριστός φοιτούσε σέ ξένα σχολεία. Έτσι καταρρέει η φαντασία των απίστων.
H απάντησι στό ερώτημά τους είναι, ότι στό διάστημα των δεκαοκτώ εκείνων ετών ο Xριστός έζησε εν αφανεία ως ταπεινός ξυλουργός. Eργαζόταν στό εργαστήριο του Iωσήφ· κρατούσε σκεπάρνια και πριόνια.

Ήταν ο πρώτος εργάτης, και αγίασε τή χειρωνακτική εργασία, που ήταν στόν αρχαίο κόσμο περιφρονημένη. Eργαζόταν λοιπόν και έμενε στήν αφάνεια.

Oταν πλέον έγινε τριάντα ετών, τότε, λέει το Eυαγγέλιο, από τή Γαλιλαία ήλθε στόν Iορδάνη και βαπτίσθηκε. Eκεί συνωστίζοντο πλήθη για να βαπτισθούν από τον Iωάννη το βαπτιστή. Bλέποντας το Nαζωραίο ποιός υποπτευόταν, ότι κάτω από το ταπεινό του σχήμα κρύβεται το μεγαλείο της Θεότητος;

O Iωάννης όμως είχε λάβει σήμα ουράνιο, και μόλις ο Xριστός πλησίασε του λέει· «Eσύ έρχεσαι σ’ εμένα να βαπτισθείς; Eίμαι πολύ μικρός απέναντί σου· δεν είμαι άξιος να σκύψω να λύσω «τόν ιμάντα των υποδημάτων» σου (Mάρκ. 1,7).

Aλλ’ ο Xριστός επέμεινε, ότι το θέλημα του Θεού είναι να βαπτισθεί στα ρείθρα του Iορδάνου. Kαι τότε έγινε το θαύμα, γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει τή θεότητα του Xριστού· άνοιξαν οι ουρανοί και το  Πνεύμα το Άγιο ήρθε σάν περιστέρι και κάθισε επάνω στήν κεφαλή του Xριστού. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή – διάγγελμα του ουρανίου Πατρός· «Aυτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Mατθ. 3,17).

Tί σημαίνουν τώρα τα λόγια αυτά; 

T’ ακούμε σήμερα εορτή των Θεοφανείων, αλλ’ εμβαθύναμε στό περιεχόμενό τους; Πώς ονομάζεται εδώ ο Xριστός; «Yιός» του Θεού.

Oχι υιός με τη γενική έννοια που όλοι λεγόμαστε παιδιά του Θεού, αλλά με την ειδική έννοια, όπως τον ομολογούμε στό Σύμβολο της πίστεως. Έχει ιδιαιτέρα και μοναδική σχέση με τον ουράνιο Πατέρα.

Eίναι ο φυσικός και μονογενής Yιός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο να σώσει το γένος μας. Eίναι ο αγαπητός Yιός, που έκανε πλήρως το θέλημα του ουρανίου Πατρός, υπήκουσε σ’ αυτόν μέχρι θανάτου, ευαρέστησε σ’ αυτόν απολύτως. Eίναι ο τέλειος άνθρωπος· δεν υπάρχει άλλος. Oλοι όσοι ονομάστηκαν «μεγάλοι» είναι νάνοι μπροστά του, κλάσματα μπροστα σ’ αυτόν  που είναι η ακεραία μονάς. Eίναι ο ένας, ο τέλειος.

Γι’ αυτό ακριβώς ο Xριστός, ως τέλειος, αξίζει να είναι ο οδηγός, ο μόνος οδηγός της ανθρωπότητος. Kαι γι’ αυτό στο τέλος της επιγείου ζωής του, κατα τη Mεταμόρφωσι στό όρος Θαβώρ, θ’ ακουστεί πάλι η ίδια φωνή από τον ουράνιο Πατέρα, προσθέτοντας όμως ως συμπλήρωμα· «Aυτου ακούετε» (Mατθ. 17,5).

* * *

«Aυτού ακούετε»…

Nα σταματήσω εδώ; ή, να σηκωθώ να φύγω να πάω στο Aγιο Oρος να κλαίω ( γιά τίς αμαρτίες μου και τίς αμαρτίες όλου του κόσμου; )

Mου φαίνεται ότι ματαίως κηρύττω και φωνάζω. Έχετε αυτιά, έχετε καρδιά, έχετε αίσθημα σεβασμού στόν Θεάνθρωπο, ή τυπικώς κάνουμε τις εορτές;

Aυτό το, « Aυτού ακούετε…», σκεφτήκατε ποτέ τί υποχρεώσεις γεννάει για μας; «Aυτου ακούετε» θα πει να τον υπακούμε και να εκτελούμε τις εντολές του. Kαι ποιές είναι οι εντολές του; Aναφέρω μερικές.

Mία εντολή λέει «μή ομόσαι όλως» (Mατθ. 5,34), να μήν ορκίζεσαι καθόλου. Aυτό είπε ο Kύριος και ο νόμος του είναι απόλυτος. Kαι όμως εμείς στα δικαστήρια, κάτω απ’ την είκόνα του Xριστού, έχουμε το Eυαγγέλιο, στό οποίο μας καλούν να ορκιζώμεθα.

Kαι μόνο κάποιοι τολμηροί Xριστιανοί, που έχουν γνώσι του Eυαγγελίου, ρωτούν·

---Mά, κύριε πρόεδρε, το Eυαγγέλιο, στο οποίο με καλείτε να ορκιστώ, λέει «μή ομόσαι όλως»· πώς εσείς με βάζετε να το κάνω;…

Παντού έγιναν αλλαγές που επιταχύνουν τους εκσυγχρονισμούς, αλλά αλλαγή στό σημείο τούτο, να καταργηθεί δηλαδή ο όρκος, δεν έγινε. Kαθημερινώς δυστυχώς δίδονται όρκοι σέ ψευδείς καταθέσεις. Πώς να βγάλει έτσι το δικαστήριο ορθή απόφασι;

Θέλετε άλλη εντολή;

«Oυ φονεύσεις» (Eξ. 20,15). O Xριστός μάλιστα απηγόρευσε όχι μόνο το φόνο αλλα και το μίσος. Kαι όμως οι λεγόμενοι χριστιανοί αιματοκύλισαν τον κόσμο σέ δύο παγκοσμίους πολέμους με εκατομμύρια θύματα, και ετοιμάζονται για τον τελευταίο πόλεμο, τον Aρμαγεδώνα της Aποκαλύψεως.

«Aυτου ακούετε» – «μή ομόσαι όλως», κ’ εμείς ορκιζόμεθα. «Aυτου ακούετε» – «ου φονεύσεις», κ’ εμείς φονεύουμε. «Aύτου ακούετε» – «ου μοιχεύσεις» (Eξ. 20,13), να σέβεσαι τη γυναίκα του άλλου ως κάτι ιερό.

Kαι εν τούτοις στις ημέρες μας είδαμε να ψηφίζεται νόμος που αμνηστεύει πλέον τή μοιχεία.

Tί υπολείπεται; Nα νομιμοποιηθεί και η κλοπή. Aλλα τί υποκριταί είμεθα!

Ρώτησα υψηλά ισταμένους·

---«Στη ζυγαριά σας ποιό από τα δύο ζυγίζει βαρύτερα, η μοιχεία ή η κλοπή;»

--H κλοπή, απήντησαν.

---Mπράβο σας! Kαι όμως σ΄ έναν τίμιο άνδρα η μοιχεία βαρύνει περισσότερο.

Mού ‘λεγε ένας έμπορος των Aθηνών·

--- Eάν  μου άνοιγαν το κατάστημα και μου έπαιρναν όλο το εμπόρευμα, θα πονούσα, αλλά όχι τόσο όσο πόνεσα διότι η γυναίκα μου, που τη θεωρούσα τίμια, με απατούσε με άλλον.

H μοιχεία είναι αμάρτημα χειρότερο από την κλοπή, χειρότερο από το φόνο. Kι όμως αμνηστεύεται. Ω υποκριταί· όπως διαγράψατε το «ου φονεύσεις» και το «ου μοιχεύσεις», διαγράψτε και το «ου κλέψεις».

Tί να κάνουμε; λένε, αυξήθηκαν τα κρούσματα μοιχείας, δεν μπορούμε να το θεωρούμε πλέον έγκλημα. Aλλα μήπως η κλοπή πάει πίσω; Eν τούτοις  δεν αμνηστεύεται. Eάν  λοιπόν τηρούμε την εντολή «ου κλέψεις», πολύ περισσότερο πρέπει να τηρούμε την εντολή «ου μοιχεύσεις».

Eνδεικτικώς ανέφερα αυτές τις εντολές. Yπάρχουν κι άλλες. Kαι κορυφαία είναι η εντολή της αγάπης, το «αγαπάτε αλλήλους» (Iωάν. 13,34). Eκεί πλέον ευρισκόμεθα όλοι ελλιπείς. «Aυτου ακούετε».

Aλήθεια, τί από τα θεία προστάγματα τηρούμε;…

* * *

«Aυτού ακούετε». O Xριστός, αγαπητοί μου, εξακολουθεί να ομιλεί δια μέσου όλων των αίώνων. H φωνή του ακούγεται και σήμερα. Oμιλεί δια της μελέτης του Eυαγγελίου, δια των κηρυγμάτων της Eκκλησίας, δια των υμνων και της λατρείας στο ναό, δια των έργων του στη φύσι και τη δημιουργία, δι’ όλων των κτισμάτων.

Λαλεί· και οι άνθρωποι τί κάνουν; Kλείνουν τ’ αυτιά τους με βουλοκέρι, να μήν ακούνε τή φωνή του· και ανοίγουν τ’ αυτιά τους – πού τ΄ ανοίγουν;

Τ΄ ανοίγουν και ακούνε τόν διάβολο. Γιατί λέει ένας Pώσος φιλόσοφος, που προέβλεψε τα επερχόμενα δεινά· Oποιος δεν ακούει τον Xριστό, θ’ ακούσει τον διάβολο.

Kαι τά «αυτάκια» σήμερα βλέπουμε ότι ανήκουν στόν διάβολο. Oμιλεί ο διάβολος με όλα τα μέσα· δια των αισχρών εφημερίδων και εντύπων, δια του ραδιοφώνου, και προ παντός δια της τηλεοράσεως.

Eνα παιδάκι μου είπε· Δυό ώρες διαβάζω και τρείς ώρες βλέπω τηλεόρασι. Έτσι η γενεά μας είναι παιδιά της τηλεοράσεως. Ποιό θα ‘ναι το αποτέλεσμα; Eμένα ρωτάτε;

Aνοίξτε τον προφήτη Hσαΐα, να δείτε τί λέει ο Θεός·

«Eάν μ’ ακούσετε, τα αγαθα της γής φάγεσθε», η γή θα γίνει παράδεισος· «εάν όμως δε μ’ ακούσετε», ―τρομερό― «μάχαιρα υμάς κατέδεται», θα σφαγήτε, θα εξοντωθήτε…( Hσ. 1,19-20, προφανώς διά πολέμων, ή εσωτερικών αναταραχών… )

Aς κλείσουμε τ’ αυτιά μας λοιπόν στις φωνές του Άδου, και ας τ’ ανοίξουμε ν’ ακούσουμε το λόγο του Θεού, ν’ ακούσουμε το Xριστό, και σάν παιδιά του αγαπημένα ν’ απαντήσουμε· «Λάλει, Kύριε, ότι ακούει ο δούλός σου» (A΄ Bασ. 3,9).


† επίσκοπος Aυγουστίνος

Οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες της παραμονής των Θεοφανείων.




Το τέλος της περιόδου του Αγίου Δωδεκαημέρου, δηλαδή του εορταστικού κύκλου των Επιφανείων του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού, επιστέφεται στο εορτολόγιο της Ανατολικής Εκκλησίας από την εορτή των Θεοφανείων ή κοινώς των Φώτων. Η ημέρα αυτή φέρνει στο προσκήνιο τη Βάπτιση του Κυρίου σε ηλικία τριάντα ετών, από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, στον Ιορδάνη ποταμό. Ιδιαίτερο στοιχείο του εκκλησιαστικού εορτασμού των Φώτων αποτελεί η τέλεση της ακολουθίας των Μεγάλων και Βασιλικών Ωρών, την παραμονή των Θεοφανείων. 

Η ακολουθία αυτή στην πραγματικότητα δεν είναι μία και ενιαία, αλλά σύνολο τεσσάρων επιμέρους ακολουθιών. Η τέλεση όμως, και των τεσσάρων συνημμένα και μάλιστα χωρίς διακριτή απόλυση και έναρξη μεταξύ τους, οδήγησε στη θεώρησή τους ως μίας ακολουθίας. Οι ακολουθίες αυτές είναι η Πρώτη, Τρίτη, Έκτη και Ενάτη Ώρα, και αποτελούν την πανηγυρική και ειδική για τη δεσποτική εορτή εκδοχή των γνωστών στο μοναστικό τυπικό ακολουθιών των Ωρών. 

Η ονομασία τους προέρχεται από την τέλεσή τους σε συγκεκριμένες ώρες του βυζαντινού ωρολογίου. Το βυζαντινό ωρολόγιο, όπως και το εβραϊκό, βασίζεται στην ωρολογιακή μέτρηση του ημερονυκτίου σύμφωνα με τις φυλακές (σταθμούς) της ημέρας και της νυκτός. Η βυζαντινή πρώτη ώρα της ημέρας είναι η σύγχρονη έκτη πρωινή - συμβατικά η ανατολή του ηλίου, ενώ η πρώτη της νυκτός η αντίστοιχη έκτη εσπερινή- συμβατικά η δύση του ηλίου. Η ακολουθία της Πρώτης Ώρας τελούνταν την πρώτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη σημερινή έκτη πρωινή, της Τρίτης Ώρας κατά την τρίτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη σημερινή ενάτη πρωινή, της Έκτης Ώρας αντιστοιχεί στη βυζαντινή έκτη ώρα της ημέρας, δηλαδή τη δωδεκάτη μεσημβρινή και της Ενάτης Ώρας αναλογεί στην ενάτη βυζαντινή ώρα της ημέρας, δηλαδή στις τρεις μετά το μεσημέρι. 

Ο χαρακτηρισμός των ακολουθιών των Ωρών της παραμονής των Θεοφανείων ως «Μεγάλων» και «Βασιλικών» οφείλεται στο ειδικό, εορτολογικό περιεχόμενό τους, καθώς είναι αφιερωμένες στη Βάπτιση του Παμβασιλέα Χριστού, ενώ είναι δομικά και υμνολογικά εκτενέστερες και λαμπρότερες (βλ. αγιογραφικά αναγνώσματα, τρεις ύμνοι κ.λπ.). Τον ίδιο τίτλο φέρουν και οι Ώρες της Παραμονής των Χριστουγέννων και της Μεγάλης Παρασκευής.

Το σύνηθες περιεχόμενο της υμνολογίας των ακολουθιών των Ωρών είναι συγκεκριμένο και αφιερωμένο σε διαφορετική θεματολογία για την καθεμία. Η επιμέρους θεματολογία κάθε Ώρας, όπως αυτές τελούνται σε καθημερινή βάση, δεν ακολουθείται και την παραμονή των Θεοφανείων, οπότε κυρίαρχο θέμα είναι η Βάπτιση του Χριστού. 

Η δομή των Μεγάλων Ωρών των Θεοφανείων είναι κατά βάση η ίδια με τη συνήθη. Κάθε Ώρα ξεκινά με το τρισάγιο, δώδεκα «Κύριε, ἐλέησον», το «Δεῦτε προσκυνήσωμεν», την ανάγνωση τριών ψαλμών και του προεόρτιου των Θεοφανείων απολυτίκιου, ενώ ακολουθούν τρεις ύμνοι, οι οποίοι ψάλλονται δύο φορές έκαστος, ο πρώτος χωρίς στίχο, ο δεύτερος με τη συνοδεία ψαλμικών στίχων ως εφυμνίων, και ο τρίτος μετά από τη μικρή δοξολογία «Δόξα Πατρί. Καὶ νῦν». Ενόσω ψάλλονται οι τρεις ύμνοι, ο κληρικός θυμιάζει με το καντζίο, και όχι με θυμιατό, όλον το ναό και το εκκλησίασμα, φέροντας επιτραχήλιο, εξερχόμενος από τη βόρεια θύρα του Ιερού Βήματος και εισερχόμενος από τη νότια. Ακολούθως, γίνεται η ανάγνωση παλαιοδιαθηκικής, αποστολικής και ευαγγελικής περικοπής. Αναγιγνώσκονται, ύστερα, το τροπάριο της συνήθους Ώρας, το τρισάγιο, το προεόρτιο κοντάκιο, το «Κύριε, ἐλέησον» μ’ (40) φορές, η ευχή «Ὁ ἐν παντὶ καιρῶ καὶ πάσῃ ὥρα». Μετά την εκφώνηση του ιερέως «Ὁ Θεὸς οἰκτειρῆσαι ἠμᾶς», έπεται η ευχή κάθε ώρας (Α’ Ώρα: «Χριστὲ τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», Γ’ Ώρα:«Δέσποτα Θεέ, Πάτερ, Παντοκράτορ», Στ’ Ώρα: «Θεὲ καὶ Κύριε τῶν δυνάμεων» και Θ’ Ώρα: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ»). 

Μετά την ολοκλήρωση κάθε Ώρας ακολουθεί η απόλυση, εφόσον οι τέσσερεις ακολουθίες τελούνται ξεχωριστά και στη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, όπου αναλογούν. Η σύγχρονη ενοριακή πράξη δεν ευνοεί κάτι τέτοιο, οπότε, μετά την εκφώνηση της ευχής κάθε ώρας ακολουθεί η επόμενη, ξεκινώντας όμως, απευθείας από το «Δεῦτε προσκυνήσωμεν», ενώ καταλιμπάνεται το τρισάγιο, με το οποίο αρχίζει κάθε Ώρα. 

Στην Θ’ Ώρα των Θεοφανείων απαντώνται δυο εξέχοντα σημεία: α) Ο τρίτος ύμνος, από το σύνολο των ψαλλομένων πριν τα αναγνώσματα, αναγιγνώσκεται εμμελώς από τον κανονάρχη στο μέσο του ναού, μπροστά από την τοποθετημένη ειδικά για την εορτή εικόνα της Βαπτίσεως του Κυρίου. Αφού ο κανονάρχης ολοκληρώσει την εκφώνηση του ύμνου, οι δύο χοροί τον ψάλλουν ανά στίχο εναλλάξ, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές τον πρώτο στίχο («Τὴν χείραν σου τὴν ἀψαμένην») και τον προτελευταίο («Καὶ δεῦρο στήθι μεθ’ ἡμῶν»). β) Μετά την ευχή της Θ’ Ώρας ακολουθεί η ανάγνωση των Τυπικών και των Μακαρισμών. Στην περίπτωση, όμως, που ακολουθεί συνημμένα ο εσπερινός των Θεοφανείων και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η ανάγνωσή Τυπικών και Μακαρισμών καταλιμπάνεται και ο κληρικός εκφωνεί την απόλυση της ακολουθίας, μετά την οποία λαμβάνει χώρα η έναρξη του εσπερινού.

Η παραμονή των Θεοφανείων ακολουθεί τελετουργικά εν γένει παλαιότερο τυπικό, σε σύγκριση με τις λοιπές ημέρες του έτους. Μεταξύ των ιδιαίτερων τελετουργικών χαρακτηριστικών συναντούμε την τέλεση της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρών, ακόμα και στην ενοριακή λειτουργική πράξη. Η τέλεση α) της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, ο πυρήνας της οποίας είναι αρχαιότερος από τον αντίστοιχο του λειτουργικού τύπου του ι. Χρυσοστόμου, αλλά και β) του Μεγάλου Αποδείπνου το απόγευμα στη θέση του εσπερινού, ο οποίος τελέστηκε το πρωί, αποτελούν άλλα ιδιαίτερα λειτουργικά στοιχεία. Να σημειωθεί ότι η τέλεση της βασιλειανής Θείας Λειτουργίας συνημμένα με τον εσπερινό των Θεοφανείων αποτελεί στο τυπικό της Εκκλησίας την επίσημη, κύρια και πανηγυρική ευχαριστιακή σύναξη της εορτής των Θεοφανείων, η οποία λάμβανε χώρα το απόγευμα, κατά την τέλεση βραδινής σύναξης, της παννυχίδας. Η Θεία Λειτουργία του ι. Χρυσοστόμου αντίθετα, η οποία τελείται σήμερα την κυριώνυμη ημέρα, αποτελούσε στην παλαιά τάξη τη δεύτερη Θεία Λειτουργία της εορτής, την οποία τελούσε άλλος λειτουργός το πρωί των Θεοφανείων, προς εξυπηρέτηση όσων δεν μετείχαν στη εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη.

Το τελετουργικό της παραμονής των Θεοφανείων μαρτυρά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ημέρας, η οποία θεωρείται ως αποκορύφωμα των προεόρτιων, εφόσον ήδη από τις 2 Ιανουαρίου ψάλλονται σε όλες τις ακολουθίες προεόρτιοι των Θεοφανείων ύμνοι. Η παραμονή είναι η βασικότερη ημέρα για την προετοιμασία του πιστού να εορτάσει αρμόδια τα Θεοφάνεια του Κυρίου, ενώ ο Μεγάλος Αγιασμός, ο οποίος τελείται την ημέρα αυτή και είναι καθόλα όμοιος και ισόκυρος με το Μεγάλο Αγιασμό της ημέρας των Φώτων, συνεργεί στον αγιασμό του ανθρώπου και της κτίσης και τον καθαρισμό από την αμαρτία και τη φθορά.
πηγή/ αντιγραφή

Μέγας Αγιασμός - Μεγάλο φάρμακο του Πρωτοπρ. π. Βασιλείου Βολουδάκη

vaptisis
Στις 5 Ιανουαρίου, τελείται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού και εν συνεχεία οι ιερείς θα αγιάσουν τα σπίτια όσων...
χριστιανών το επιθυμούν και το ζητήσουν.
Η ίδια Ακολουθία θα τελεσθεί και αύριο, εορτή των Θεοφανείων, κατά την οποία εορτή πανηγυρίζουμε με το γεγονός της Φανερώσεως επί της γης του Χριστού ως Μονογενούς Υιού και λόγου του Θεού Πατρός. Ταυτοχρόνως εορτάζουμε και τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, καθ’ ότι, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν».
Ο αγιασμός και των δύο ημερών, 5ης και 6ης Ιανουαρίου, είναι ίδιος. Δηλαδή έχει την ίδια αγιαστική δύναμη.
Μερικοί, όμως, παρασυρόμενοι από το γεγονός ότι την παραμονή των Θεοφανείων παραλείπεται η ανάγνωση της πρώτης μεγάλης Ευχής ισχυρίζονται ότι, ένεκα αυτής της ελλείψεως, ο αγιασμός της 6ης Ιανουαρίου είναι μεγαλυτέρας αγιαστικής χάριτος. Οι υποστηρικτές αυτής της απόψεως δεν έχουν δίκιο, διότι η παραλειπομένη ευχή δεν είναι αγιαστική αλλά κηρυκτική. Αναλύει θεολογικά το νόημα της εορτής χωρίς, όμως, να περιέχει επίκληση της αγιαστικής Θ. Χάριτος.
Πραγματική διαφορά αγιαστικής δυνάμεως υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Αγιασμού και του Μικρού αγιασμού που τελείται στην αρχή κάθε μηνός.
Η διαφορά αγιαστικής Χάριτος Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Δεν διαφέρει η ποιότητα της Θ. Χάριτος, η Οποία είναι η αυτή πάντοτε αλλά διαφέρει η ποσότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιερωσύνη. Και οι τρεις βαθμοί της, Επίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος έχουν λάβει την ίδια ποιότητα Θ. Χάριτος αλλά όχι την ίδια ποσότητα και γι’ αυτό υπάρχει διαφορά στην ενέργεια των τριών βαθμίδων της Ιερωσύνης.
Ο Μέγας Αγιασμός είναι το σπουδαιότερο φάρμακο της Εκκλησίας μας μετά τη Θ. Κοινωνία και γι’ αυτό μεταλαμβάνουμε του αγιασμού πριν να λάβουμε το αντίδωρο, ενώ, αντιθέτως, ο μικρός Αγιασμός, ως τέταρτος κατά σειράν δυνάμεως, λαμβάνεται μετά το αντίδωρο. Μέγα Αγιασμό λαμβάνουν και όσοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις και την ανάλογη προετοιμασία για τη Θ. Μετάληψη.
Ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της Μετανοίας και την Εξομολόγηση, καθ’ ότι η αρχή του ανάγεται στο βάπτισμα μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίο ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε με την Παρουσία και την Βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό.
Η σύνδεση του Μ. Αγιασμού με το μυστήριο της Μετανοίας επιτάσσει να προηγείται της μεταλήψεως του Μεγάλου Αγιασμού νηστεία άνευ ελαίου, δεδομένου ότι η νηστεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μετάνοια. Η ανέλαιος νηστεία για την μετάληψη του Μ. Αγιασμού τηρείται πάντοτε και όχι μόνο κατά την παραμονή των Θεοφανείων, εφ’ όσον μετάληψη Μεγάλου Αγιασμού γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Μερικοί επιμένουν να πιουν Μ. Αγιασμό την παραμονή των Θεοφανείων, χωρίς να έχουν νηστέψει το λάδι, συνεπικουρούμενοι και από κάποιους ιερείς που τους εξοπλίζουν με το τάχα… ακαταμάχητο επιχείρημα: «Μα, γιατί να χρειάζεται να νηστέψουμε το λάδι για να πιούμε Μ. Αγιασμό, αφού με αυτόν ραντίζουμε τους τοίχους και τον χύνουμε στο έδαφος;».
Οι άνθρωποι που προτάσσουν αυτό το επιχείρημα πρέπει να γνωρίζουν ότι μόνο δύο ημέρες (5 και 6 Ιανουαρίου) το χρόνο ο Μέγας Αγιασμός ρίπτεται στο έδαφος και ραντίζεται και αυτό, για να αγιασθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμεθα εμείς οι άνθρωποι. Το πάτωμα και τα πλακάκια δεν μπορούν να νηστέψουν! Οι πιστοί, όμως, μπορούμε και πρέπει να νηστέψουμε, γιατί, όπως προείπαμε, ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται με το μυστήριο της Μετανοίας.
Εξαίρεση στην ανέλαιο νηστεία γίνεται αν συμπέσει η παραμονή των Θεοφανείων, ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, οπότε γίνεται κατάλυση ελαίου, διότι ποτέ δεν νηστεύουμε το λάδι, τα Σάββατα και τις Κυριακές παρεκτός μόνο το Μέγα Σάββατο.
Οι αγιαστικές Ευχές καθιστούν το νερό του Μ. Αγιασμού ισοδύναμο με το νερό της βαπτίσεως και γι’ αυτό ο Μ. Αγιασμός χρησιμοποιείται για την βάπτιση βρεφών, που είναι ετοιμοθάνατα, ή βαρειά άρρωστα προς συντόμευση της Ακολουθίας της Βαπτίσεως. Επίσης, εάν τελεσθεί βάπτιση την ημέρα των Θεοφανείων χρησιμοποιείται στην κολυμβήθρα Μέγας Αγιασμός, χωρίς να αναγνωσθεί η Ευχή του Αγιασμού του ύδατος αλλά μόνο τα λόγια, που αφορούν στον βαπτιζόμενο. Η Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού (που τελείται κάθε μήνα) δεν περιέχει αγιαστική Ευχή, δηλαδή επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος αλλά ο αγιασμός του ύδατος γίνεται μόνο με την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, ο Μικρός Αγιασμός ρίπτεται και ραντίζεται στο έδαφος καθ’ όλο το έτος εν αντιθέσει με τον Μεγάλο Αγιασμό, ο οποίος, όπως μαρτυρείται στους χειρογράφους κώδικες «ου ρίπτεται το σύνολον»(κωδ. 979 του Σινά) κατά τις λοιπές ημέρες, πλην των ημερών της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων.
Ο Μέγας Αγιασμός φυλάσσεται καθ’ όλο το έτος στο Ιερό Βήμα του Ναού και χρησιμοποιείται από τους Ιερείς στις περιπτώσεις, που προαναφέραμε αλλά και σε άλλες περιστάσεις. Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να φυλάσσεται και στα σπίτια των χριστιανών, δεδομένου ότι για να διατηρηθεί στο σπίτι πρέπει να επικρατούν σ’ αυτό πνευματικές συνθήκες. Εξ άλλου η Εκκλησία μας είναι το «ταμείον της Θ. Χάριτος»και φυσικά δεν θα αρνηθεί ποτέ να μας χορηγήσει τον Μεγάλο Αγιασμό, όταν η περίσταση το καλέσει και ο Πνευματικός κρίνει ότι θα αποβεί «προς ωφέλειαν επιτήδειος».
Περιοδικό Ενοριακή Ευλογία, Ιανουάριος 2004

Θρασύβουλος Στανίτσας, Καταβασίες Θεοφανείων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2017

Η Βάπτιση του Κυρίου: Τα εγκαίνια του νέου κόσμου της Χάριτος Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου





Όταν ο Ιησούς έφτασε στην ηλικία των 30 περίπου ετών, έρχεται από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη ποταμό, προς τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, για να βαπτιστεί απ’ αυτόν. Είναι η ώρα που, για να φανερώσει ποιος είναι, σπάει την ηθελημένη σιωπή Του, εξέρχεται από τη μυστηριώδη Του αφάνεια, αποδεσμεύεται από το στενό οικογενειακό Του περιβάλλον και αρχίζει το δημόσιο έργο Του. Ο Ιησούς, όχι μόνο κινείται πρώτος εκείνος προς τον κόσμο για να τον σώσει, αλλά περιμένει και στη σειρά –αφού θα αναδειχθεί άλλωστε ως ένδοξος αλλά και ταπεινός πνευματικός βασιλιάς- και βαπτίζεται ανάμεσα σε δικαίους και αμαρτωλούς, διότι ως Θεάνθρωπος δεν αποδιώχνει και δεν υποτιμά κανέναν, αφού γεννήθηκε για τη λύτρωση όλων.
Ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος εκ των προφητών σύμφωνα με τον Χριστό (Μτθ. 11,11), προφητευόμενος ο ίδιος από τον Ησαΐα, Μαλαχία και Ζαχαρία, ο μεγάλος ασκητής της ερήμου και αγωνιστής της αληθείας, ο δείκτης και προάγγελος του Μεσσία, ο ετοιμάζων την οδόν προ προσώπου Του (Μκ. 1,2), βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του από μακριά, από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας (εκεί μεγάλωσε, ενώ στη Βηθλεέμ γεννήθηκε). Αυτό έμμεσα επισημαίνει τον “ξένον και ουράνιον τόκον” του Σωτήρος και μια προτροπή ίνα “ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες” (ξ΄ οίκος του Ακαθίστου Ύμνου), εγκαταλείποντας δηλαδή το κοσμικό φρόνημα. Λέει λοιπόν ο Ιωάννης στους παρευρισκόμενους: «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο (πανσθενής) ΑΜΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ (όχι μόνο σηκώνει αλλά και εν τω αίματί Του εξαλείφει, διαρκώς και ολόκληρη) ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ (τη χειρότερη δηλαδή ζημιά) ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Ιω. 1,29) {βλ. και Νικόλαου Σωτηρόπουλου, “Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου”, σελ. 118-119).
Τον ονομάζει λοιπόν ο Ιωάννης προβατάκι (αμνό), εικόνα της πραότητας και της υπομονής, που προορίζεται να θυσιαστεί ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, για όλη την Οικουμένη. Ο Βαπτιστής δεν έχει στο μυαλό του μόνο το πασχάλιο δείπνο των Ιουδαίων και την ανάλογη συμβολική του, αλλά εκείνο το αρνίο που θυσίασαν οι Εβραίοι κατά την τελευταία νύχτα πριν την Έξοδό τους από την ανελευθερία της Αιγύπτου και που αποτελεί τύπο του Μεσσία Χριστού. Άλλωστε το φάγανε τότε ψητό ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ, χωρίς να του σπάσουν τα κόκαλα (Εξ. 12,46), όπως και στον σταυρωμένο Χριστό, πάνω από 1.200 χρόνια μετά τα γεγονότα της Εξόδου, οι στρατιώτες ΔΕΝ ΣΠΑΣΑΝΕ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΩΝ ΜΗΡΩΝ, αφού είχε ήδη εκπνεύσει (Ιω. 19,36/Α΄ Καθολική Πέτρου 1,19). Και όπως τότε ο Θεός ελευθέρωσε τους Εβραίους από τη φαραωνϊκή υποτέλεια και σκλαβιά, έτσι και η θυσία του Υιού του Θεού οδήγησε το λαό Του στην πνευματική ελευθερία από τα πάθη, την αμαρτία, το θάνατο. Αποκαλύπτεται δηλαδή, από τη βάπτιση ήδη του Χριστού, ότι ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, όπως εξάλλου και στην βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως μοιάζει το σπαργανωμένο βρέφος Ιησούς να είναι σαβανωμένο και να κείτεται σε μια φάτνη που δεν απέχει πολύ από μνήμα. Στην Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη, το σφαγμένο Αρνίο είναι ταυτόχρονα και το Δυνατό Αρνίο, “Βασιλέας των βασιλέων και Κύριος των κυρίων”, που νικάει τους εχθρούς του Θεού (17,14), εξουσιάζει το θάνατο (1,18), κατευθύνει και οδηγεί στις ουράνιες νεροπηγές (7,17) (βλ. και Σάββα Αγουρίδη, “Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”, σελ. 220-224).    
Εισάγει επομένως ο Πρόδρομος στην έννοια ενός ταπεινού Μεσσία (το όνομα σημαίνει χρισμένο βασιλέα, «χριστόν Κυρίου») -όχι του πανίσχυρου και πολιτικοθρησκευτικού που περίμεναν οι ομοεθνείς του- ο οποίος άγιος Απεσταλμένος θα έσωζε τον κόσμο με τις δοκιμασίες και τις πληγές Του (ο θρόνος Του θα είναι τα καρφιά Του και όχι η κοσμική του δύναμη), όπως και ο Ησαΐας υποδεικνύει, 800 χρόνια π.Χ., με την προφητεία του Πάσχοντα Δούλου του Κυρίου: «Βασανιζότανε και όμως ταπεινά υπέμενε, χωρίς παράπονο κανένα. Σαν πρόβατο που τ’ οδηγούνε στη σφαγή, καθώς το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Κακόπαθε, καταδικάστηκε …για τις αμαρτίες μας χτυπήθηκε απ’ το θάνατο… έκανε τη ζωή του θυσία εξιλέωσης» (53,7). Στο βάθος των λόγων του Βαπτιστή Ιωάννη εμπερικλείονται ως εκ τούτου οι μεσσιανικές ιδιότητες των εν υπομονή αντιπροσωπευτικών παθημάτων χάριν του λαού και της λύτρωσης από την αρχέγονη αμαρτία. Ο Ιησούς είναι ο αληθής πασχάλιος αμνός, που θυσιάζεται υπέρ της ζωής του κόσμου (βλ. και Π. Τρεμπέλα, “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον”, σελ. 69-70).
«ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ (τον δείχνει με το δάκτυλό του και για εκείνους που τον αγνοούν) για τον οποίο εγώ σας είπα», συνεχίζει ο Ιωάννης να αποκαλύπτει στους μαθητές του, ότι «ύστερα από εμένα έρχεται κάποιος που είναι ανώτερός μου, γιατί ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ» (Ιω. 1,30). Είναι βέβαιο ότι μιλάει εδώ για τον Ιησού ως τον προϋπάρχοντα και αιώνιο Θεό. «Και εγώ κάποτε δεν ήξερα ποιος είναι (εννοεί ότι δεν γνώριζε πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας)», τους λέει ο Βαπτιστής, «για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ (για να φανερωθεί το λαμπρό Του φως-δόξα) γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαπτίζω ΜΕ ΝΕΡΟ» (Ιω. 1,31) {Αντιδιαστέλλει περίφημα το δικό του βάπτισμα δια του ύδατος από το βάπτισμα εν Πνεύματι του Ιησού}. Ιησούς και Ιωάννης δεν συναντιόντουσαν συχνά, αν και ήσαν συγγενείς. Άλλωστε ο Ιωάννης ζούσε στην έρημο. Όμως την ώρα της βάπτισης ήταν που η Πρόνοια του Θεού αποκάλυψε ξεκάθαρα στον (εργάτη της Θείας Οικονομίας) Ιωάννη την μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού –μερίμνησε η Θεία Χάρη ώστε να καταφθάνουν χιλιάδες Ιουδαίοι για να βαπτιστούν στον Ιωάννη «ίνα μαρτυρηθή εν μέσω πολλών ο Ιησούς» (Ζιγαβηνός). Μέχρι τότε ο Ιησούς εθεωρείτο για όλους «γιος του ξυλουργού» Ιωσήφ (Μτθ. 13,55). Κατά τη βάπτισή Του έγιναν τα αποκαλυπτήριά Του ως Υιού του Θεού, για την οποία μέρα περίμενε προσευχόμενος πολλά χρόνια, αναμένοντας το σύνθημα εκ του Ουρανού, για την επίσημη καθιέρωσή Του πλέον στα μάτια του κόσμου εκ Θεού Πατρός (βλ. επισκόπου Αχελώου, “Εκείνος, ο Ιησούς Χριστός”, σελ. 97,98 & “Υπόμνημα ….”, σελ. 71).      
Από ταπείνωση ο Ιωάννης δεν ήθελε να βαπτίσει τον Ιησού: «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα και εσύ έρχεσαι σε μένα;» του είπε. Ο Ιησούς όμως του απαντά: «Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε και οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού» (“πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι ΠΑΣΑΝ δικαιοσύνην”, κάθε θεία εντολή, Ματθ. 3,15). ‘Γενόμενος υπό Νόμον’ ο Ιησούς (Γαλ. 4,4), ταπεινά εκπληρώνει σ’ όλη Του τη ζωή τις ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) για τον Μεσσία (τρανή απόδειξη της θεότητός Του κατά τον Πασκάλ), με ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ το πλήρες δόσιμο του εαυτού Του, την υπακοή στο Θεό μέχρι θανάτου, σε αντιδιαστολή με τους πρωτόπλαστους που είχαν αρνηθεί το θέλημα του Κυρίου -η ηθική πτώση τους αναφέρεται εκτός από την Π.Δ. και από τον Πλάτωνα και τον Ησίοδο. Τότε ο Ιωάννης δεν τον εμπόδισε πλέον στο να βαπτιστεί.
Μόλις βαπτίστηκε ο Ιησούς, «ΒΓΗΚΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ», σε αντίθεση με τους συμβαπτιζόμενούς Του Ιουδαίους, που εξομολογούνταν πρώτα τις αμαρτίες τους ενώπιον του Ιωάννη. Εδώ ο ευαγγελιστής Ματθαίος (3,16) θέλει να τονίσει την αναμαρτησία του Ιησού και άρα και την θεότητά Του, αφού ο μόνος αναμάρτητος είναι ο Θεός. Μάλιστα η προφητεία του Ησαΐα βγήκε απολύτως αληθινή: «Ανομία καμιά δεν είχε πράξει και δόλος δεν είχε βρεθεί στο στόμα του» (53,9). Παράλληλα, η βύθισή Του στο νερό προαναγγέλλει την κάθοδό Του στον άδη και το «ανέβη ευθύς από του ύδατος» (Μτθ. 3,16) φανερώνει την τριήμερη ανάστασή Του. Το ίδιο λοιπόν το νερό είναι ο τάφος Του (ήδη από την Παλαιά Διαθήκη το ύδωρ εισάγει στις έννοιες του χάους, του μηδενός, της καταστροφής αλλά και του εξαγνισμού και της αναδημιουργίας) και η φωνή του Θεού Πατέρα, στη συνέχεια, μάς εισάγει στην πραγματοποιηθείσα ένδοξη έγερσή Του εκ νεκρών (βλ. και πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”, σελ. 37-44). Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος ακολουθεί τον ίδιο συμβολισμό: Της τριπλής βύθισης στο ύδωρ της κολυμβήθρας -ταφής ως προς την αμαρτία- και της έγερσης ως προς την νέα χριστιανική ζωή, δυνάμει της αναστάσεως του Χριστού.      
«Και να, ΑΝΟΙΞΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ» -για “σχιζόμενους ουρανούς” μιλάει ο Μάρκος (1,10), που σημαίνει άνοιγμα των νεφελών- ως χαρισματική μήτρα που κυοφορεί κάτι το εντελώς νέο στα ανθρώπινα, αλλά και ως επανασύνδεση επιτέλους των ανθρώπων με το Θεό, «ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ»: Στην Γένεση (1,2) το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι γονιμοποιεί τα πρωταρχικά νερά της Δημιουργίας Του). Πολύ σημαντικό είναι ότι εμφανίζεται και το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ως ξεχωριστή ύπαρξη, με μορφή περιστεριού που δηλώνει την ανεξικακία, ακεραιότητα και πραότητα, να γίνεται αισθητό με μοναδικό τρόπο στους παριστάμενους, όπως διασώζουν και οι άλλοι ευαγγελιστές, «ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ», από τον Ουρανό, ήτοι από τον θεϊκό τόπο των Αποκαλύψεων και Δυνάμεων, «ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥ», για να κατοικήσει μονίμως (Μτθ. 3,16), σε διάκριση από τους προφήτες της Π.Δ., στους οποίους εχορηγείτο προσωρινά. Στον Ιησού δωρίζεται ως στον ηγέτη της νέας αγιασμένης ανθρωπότητας (Εκκλησίας) για να μεταμορφώνει πλέον πνευματικά τους πιστούς (πρβλ. Ησαΐα 61,1-3: Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…). Και όπως κάποτε ένα περιστέρι γνωστοποίησε στο Νώε το τέλος του υλικού Κατακλυσμού και μετέφερε την καλή είδηση της παγκόσμιας γαλήνης (Χρυσόστομος), έτσι και τώρα ο Παράκλητος, εν είδει αθώας περιστεράς ως ορατού σημείου, γνωστοποιεί το τέλος του οντολογικού κατακλυσμού της αμαρτίας, την αρχή εσωτερικής απελευθέρωσης και ειρήνης, την θεία υιοθεσία των ανθρώπων και τα εγκαίνια νέας καρδιακής σχέσεως των ανθρώπων με το Θεό (βλ. και Ιω. Καραβιδόπουλου: Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, σελ. 60-65).
«Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΥΙΟΣ, αυτός είναι ο εκλεκτός μου (στον οποίον αναπαύομαι και δια του οποίου η σωτηρία)» (Ματθ. 3,17) –πρβλ. στην Π.Δ.: “Υιός μου ει συ” (Ψλμ. 2,7). Φανερώνει η φωνή αυτή την αγάπη, τη χαρά και τη συμμετοχή του Θεού Πατέρα στο μυστήριο του Υιού Του, αφού ο ίδιος φαίνεται ότι τον ενθρονίζει ως Μεσσία με το Άγιο Πνεύμα. Χρίεται δηλονότι ο Ιησούς βασιλιάς του νέου κόσμου του Θεού (ενός κόσμου πλέον χαράς δικαιοσύνης, ειρήνης, ελευθερίας κ.α.), από τον ίδιο μάλιστα τον Πατέρα Του, πλην όμως Η ΧΡΙΣΗ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ήτοι ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος όπως οι βασιλείς του Ισραήλ (λ.χ. Σαούλ, Δαυίδ, Σολομώντας), οι οποίοι ενθρονίζονταν με λάδι ή μύρο από τους προφήτες, -ή καλύτερα, οι προηγηθείσες χρίσεις και ενθρονίσεις υπήρξαν ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του ερχομού και εγκαινιασμού του Ιησού ως εκλεκτού Απεσταλμένου του Θεού, όταν μάλιστα αποκαλύπτεται δημοσίως και η φυσική υιότητα του Χριστού προς τον Πατέρα-Θεό.
Και ο Ιωάννης διακήρυξε φανερά και είπε: «Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του. Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν (το τονίζει για να μην νομισθεί ότι λόγω συγγένειας τον ανακηρύσσει Μεσσία, επεξηγεί ο Χρυσόστομος), Αυτός (ο Θεός) όμως που με έστειλε να βαπτίζω με νερό (το νερό ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΖΕΙ το βάπτισμα εν Πνεύματι) -το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν βάπτισμα μετανοίας, προπαρασκευαστικό του μυστηριακού βαπτίσματος του Χριστού και πρόγευση του νέου κόσμου του Χριστού- Εκείνος μου είπε (στους προφήτες και τους αγίους μιλά το Πνεύμα του Θεού και αποκαλύπτει το θέλημά Του ή τα μέλλοντα να συμβούν): “Σε όποιον δεις να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του το Πνεύμα, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΖΕΙ ΜΕ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ” (όχι με τα χέρια Του, αλλά ως εκχέων τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος). Κι αυτό εγώ το είδα (το Πνεύμα που κατέβηκε προς Αυτόν) και διακήρυξα δημόσια (ως αυτόπτης μάρτυρας) πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού (ο Ένας και Μόνος κατά τη φύση, όπως γράφει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας)» (Ιω. 1,32-34) {βλ. και “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην…”,  σελ. 71-73).
Τέλος, όπως φάνηκε εξ Ουρανού η φυσική υιότητα του Χριστού, έτσι και εμείς αποκτάμε την ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΥΙΟΤΗΤΑ προς τον Θεό μέσω του Αγίου Βαπτίσματος, που σημαίνει είσοδο στην οικογένεια του Θεού και συνδέεται με τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού (Ρωμ. 6,3 κ.ε.). Και όπως χρίστηκε ο Ιησούς με το Πνεύμα ως πνευματικός ηγέτης του νέου κόσμου-λαού του Θεού, έτσι και εμείς με το άγιο Χρίσμα δεχόμεθα τα χαρίσματα της Δόξης Του και γινόμαστε μέτοχοι της ανέσπερης Βασιλείας του Θεού. Με την είσοδο της χάριτος του Θεού στην ανθρωπότητα, ένεκα του αγιαστικού έργου του Χριστού και δια της Πεντηκοστής που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16,13), φάνηκε, από τα άγια πλέον Θεοφάνεια, πως «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί» (από την ευχή του μεγάλου Αγιασμού, του Σωφρονίου Ιεροσολύμων).
Ο Κύριος γεννήθηκε ως άνθρωπος και, ζώντας ως διάκονος και υπηρέτης για μας, μαρτύρησε δια του λόγου και δια του αίματός Του για να ενωθούν οι πιστοί με το Θεό και να ζήσουν αιώνια. Και εμείς ακολουθούντες τον Αρχηγό της Ζωής οφείλουμε να δαπανώμεθα υπέρ των άλλων, να παλεύουμε κατά των παθών και να μαρτυρούμε την Τριαδική αλήθεια, διάγοντες εν ταπεινώσει και μετανοία, αφού είναι γνωστό πως «η βασιλεία του Θεού κερδίζεται με προσπάθεια και την κατακτούν αυτοί που αγωνίζονται» (Μτθ. 11,12).  

Βοηθήματα

•           “Εκείνος, Ο Ιησούς Χριστός”, επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 1998
•           “Ερμηνεία των τεσσάρων Ευαγγελίων”, Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, επισκόπου Κορίνθου, εκδ. Δημιουργία, Αθ. 1992
•           “Η Αγία Γραφή”, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, Αθ. 1997
•           “Η Καινή Διαθήκη”, Αποστολικής Διακονίας, έκδ. Θ΄, 2009
•           “Καινή Διαθήκη - Ο Ιησούς Χριστός και το έργο του”, ΟΕΔΒ, Γεωργίου Τσανανά- Απόστολου Μπάρλου, Αθ. 2008
•           “Ο Θεολόγος καθηγητής στην τάξη”, Ν. Νευράκη-Δ.Σ. Καλτσούλα, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 2000
•           “Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ”, πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, εκδ. Ψυχογιός, Αθ. 2007
•           “Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού”, Σάββα Αγουρίδη-Σωκράτη Νίκα, ΟΕΔΒ, 1993
•           “Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου”, Νικολάου Σωτηρόπουλου, τ.α΄, εκδ. Ο Σταυρός, 1996
•           “Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου”, Νικ. Σωτηρόπουλου, εκδ. Ο Σταυρός, Αθ. 1981
•           “Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”, Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2005
•           “Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο”, Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1988
•           “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον”, Π. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1990

Θεοφάνεια: Γιατί τα γιορτάζουμε στις 6 Ιανουαρίου;

θεοφάνεια

θεοφάνεια

Τα Θεοφάνεια ή και Θεοφάνια, είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων).
Το όνομα Θεοφάνεια προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, η οποία συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα ή Εορτή των Φώτων.
Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκισα».
Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος Γ’:13-17 ο Μάρκος Α’:9-11, και ο Λουκάς.Γ΄:21,22
. Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.
Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει ότι κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.
Κατά τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι ενώ ο Gieseler ( Kirchengeschichte I ,376) δέχθηκε ότι πρώτοι οι Βασιλειδιανοί καθιέρωσαν την εορτή των Θεοφανίων ο Neander (Kirchengeschichte I 386) θέτει το ερώτημα: πως από «αιρετικούς» το δέχθηκε η Εκκλησία;
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρης μάλλον στην Αντιόχεια τη Μεγάλη, και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί Βασιλειδιανοί… Κατά δε τις Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38) η εορτή των Επιφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού θεότητος».
Με τη λήξη του 3ου αιώνα προστέθηκε και άλλη μια έννοια στον εορτασμό αυτό που άρχισε να πανηγυρίζεται και ως ημέρα της «εν σαρκί» φανερώσεως του Κυρίου, τόσο στην Αλεξάνδρεια κατά τον Κασσιανό, όσο και στην Κύπρο κατά Επιφάνιο. Από την εποχή αυτή, λοιπόν, είναι το πιθανότερο ότι ξεκινά και ο εορτασμός των Χριστουγέννων.
Κατά τον 4ο αιώνα η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την ανατολική Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ΄ όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός λόγος 39, Αστερίου Αμάσ. Λόγος εις «εορτών των Καλανδών»).
Στη Δύση τα Θεοφάνεια τα συναντάμε στα μέσα του 4ου αιώνα, αλλά ήδη την εποχή εκείνη υπάρχει στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και άλλη μια εορτή αφιερωμένη στη κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Όταν πλέον καθιερώθηκε αυτή η ημερομηνία για τα Χριστούγεννα σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο έγινε και ο διαχωρισμός της εορτής των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, στα μέσα του 6ου αιώνα.

ΑΝΤΛΗΣΩΜΕΝ ΥΔΩΡ ΜΕΤ’ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ. ΟΥ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΤΟ ΚΑΚΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ

Ο αγιασμός του κόσμου και των ανθρωπίνων υπάρξεων που έγινε στον Ιορδάνη ποταμό την στιγμή που βαπτίστηκε ο Χριστός, αποτελεί για μας μία ακόμη πνευματική ευκαιρία να θυμηθούμε το νόημα και τον σκοπό της ζωής μας. Άλλωστε, όλες οι εορτές της πίστης μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υπενθύμιση και η προτροπή για βίωση του κόσμου του Τριαδικού Θεού, όπως αυτός φανερώθηκε χάρις στο Χριστό. Και αυτός ο κόσμος δεν μένει μόνο στο παρελθόν. Γίνεται παρόν και μέλλον την ίδια στιγμή στη λειτουργική παράδοση της πίστης μας. Κάθε φορά που τελούμε την θεία λειτουργία, με την ευκαιρία της οποιασδήποτε εορτής, κάθε φορά που τελούμε τις ιερές ακολουθίες, βλέπουμε και βιώνουμε αυτή την ταυτόχρονη χρονικά παρουσία του Χριστού: εκείνον που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Η Εκκλησία μας καλεί να ευχαριστήσουμε και να δοξολογήσουμε «το μέγεθος της περί ημάς οικονομίας του Θεού» (Ιδιόμελο εις την προσκύνησιν του Μεγάλου Αγιασμού της εορτής των Θεοφανείων). Σε όλη μας τη ζωή καλούμαστε να παλέψουμε με το κακό. Η ελευθερία μας μάς οδηγεί στη δυνατότητα της ζωής με το Θεό και της ζωής μακριά από το Θεό. Το κακό φαντάζει πανίσχυρο, διότι χτυπά με τη δύναμη της επιθυμίας για εξουσία, για ηδονή, για αυτορρύθμιση της ζωής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει την δυνατότητα να πείθει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει προσωποποιημένο, αλλά έχει επιβληθεί από το θέλημα ενός αόρατου και ανύπαρκτου Θεού, ότι είναι κατασκευασμένο από τις θρησκείες, οι οποίες δεν στηρίζονται στην λογική, την επιστήμη, τις αισθήσεις, αλλά στο ανορθολογικό της μεταφυσικής, που δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη γνώση και τα βήματα της ανθρώπινης λογικής. Φαντάζει πανίσχυρο διότι έχει απο-ενοχοποιηθεί μέσα στις συνθήκες θρησκευτικού αποχρωματισμού της κοινωνίας και του κόσμου, ενώ η πάλη εναντίον του έχει πάψει να θεωρείται προτεραιότητα στη ζωή μας, διότι κοινωνικά ορίζεται από τους νόμους (ασχέτως αν αυτοί δεν τηρούνται), ενώ ψυχολογικά η έννοια της αμαρτίας, που συνοδεύει το κακό, δεν υφίσταται, αλλά έχει υποκατασταθεί από το δικαίωμα του ανθρώπου να χαρεί τη ζωή του.
Ποια είναι λοιπόν η επικαιρότητα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τον κόσμο μας;
Όσο και να θέλουμε να υπερβούμε το ερώτημα του κακού, αυτό δεν παύει να μας τυραννά. Είτε με την μορφή του θανάτου, είτε με την μορφή της αδικίας, είτε με την μορφή της θλίψης και της δοκιμασίας, είτε με την ύπαρξη κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, το κακό φανερώνει την δύναμή του και επηρεάζει τις ζωές μας. Μπορεί ο κόσμος να πιστεύει ότι δεν εξαρτάται από τον καθένα μας η αντιμετώπισή του, διότι είμαστε μικροί ως προς τη δύναμη, ωστόσο τις συνέπειές του τις ζούμε. Εξάλλου, παρά το συλλογικό όραμα ότι οι κοινωνίες, εάν πορευθούν με ορθολογική συνέπεια και με βάση το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και στηριχθούν στους νόμους, τότε θα μπορέσουν να ανακουφιστούν από τις επιδράσεις του, το πρόβλημα έχει διαστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται με απλουστεύσεις. Παράλληλα, μπορεί η επιστήμη να βοήθησε και να βοηθά ώστε ο χρόνος και η ποιότητα της ζωής μας να μην δυναστεύονται ολοκληρωτικά από τις δοκιμασίες, ωστόσο όλα λειτουργούν ανασταλτικά, χωρίς να διαγράφουν το κακό από τη ζωή μας.
«Ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Η πατερική θέση για το θάνατο αποτελεί μία, ίσως, την μοναδική, ρεαλιστική πρόταση που δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά ανακουφίζει από τις συνέπειες του κακού. Η αθανασία του, μαζί με τον άνθρωπο, δεν θα επέτρεπε ουσιαστικά την πρόοδό μας, ούτε την υλική ούτε την πνευματική, καθότι ο άνθρωπος θα ήταν συνεχώς δέσμιος των επιλογών που το κακό θα τον οδηγούσε και θα συγκρούονταν και με τους άλλους που θα ήταν εξίσου δέσμιοι τέτοιων επιλογών. Όμως το μυστήριο της θείας οικονομίας δίνει και την ανατροπή, τον τρόπο της νίκης κατά του κακού. Ο Χριστός «γενόμενος άνθρωπος την ημών κάθαρσιν καθαίρεται εν Ιορδάνη, ο μόνος καθαρός και ακήρατος, αγιάζων εμέ και τα ύδατα, και τας κεφαλάς των δρακόντων, συντρίβων επί του ύδατος». Είναι καθαρός και ακήρατος ο Χριστός. Γι’ αυτό και μπορεί να μας αγιάσει, να μας δώσει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συντρίψουμε μαζί του τις κεφαλές των δρακόντων, των αμαρτιών, του προσωποποιημένου στον διάβολο και τους δαίμονες κακού, αλλά και σ’ αυτό που τυραννά τις υπάρξεις μας.
Ο αγιασμός έρχεται με το βάπτισμά μας, δηλαδή με την μετοχή μας στο σταυρό, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού, όταν δηλαδή εισερχόμεθα στην Εκκλησία, συνειδητοποιώντας ότι έχουμε συνεχώς έναν παλαιό άνθρωπο τον οποίο καλούμαστε να απεκδυθούμε και να ενδυθούμε ταυτόχρονα τον νέο, τόσο οντολογικά, όσο και ηθικά. Με την πίστη στο Χριστό, την εμπιστοσύνη στη σχέση μαζί Του, την αγάπη προς Αυτόν που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας, αλλά και την προσπάθεια για βίωση του ήθους της πίστης και της αιωνιότητας, την σταύρωση των παθών μας, δηλαδή την συναίσθηση ότι δεν είναι αυτά που έχουν αξία και προτεραιότητα στη ζωή μας, ότι δε μας δίνουν αληθινή ευτυχία, παρά μόνο μας κάνουν να δικαιολογούμαστε για την άρνησή μας να δούμε το κακό, την επίδρασή του επάνω μας και την αδυναμία μας να παλέψουμε εναντίον του. Ο πνευματικός αγώνας αποτελεί μία συνεχή πάλη εναντίον της πτώσης, μία ανανέωση της απόφασής μας να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο, να καθαριστούμε και να αναστηθούμε, «συνταφέντες δια του βαπτίσματος». Και αυτή η απόφαση βρίσκει αρωγό το Χριστό και τους αδελφούς μας στη ζωή και στα μυστήρια της Εκκλησίας, όπου συνεχώς αναβαπτιζόμαστε και βιώνουμε τον Χριστό ως Αυτόν που είναι «ο ων, ο ην και ο ερχόμενος».
Καθαριζόμαστε, γιατί το κακό είναι ανίσχυρο μπροστά στον Θεάνθρωπο, αλλά και σε όσους επιζητούν την κοινωνία μαζί Του. Και είναι το νερό του Ιορδάνη, της κολυμβήθρας, αλλά και του αγιασμού το απτό εκείνο σημείο που μας δείχνει τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας επιδίδεται αοράτως, μας γεμίζει χαρά, φως, ζωή και μας κάνει να αισθανόμαστε ότι το κακό, με όποια μορφή και αν παρακάθεται στον κόσμο και στη δική μας πραγματικότητα δεν μπορεί να μας νικήσει.
Είμαστε μικροί και αδύναμοι, για τον κόσμο αριθμοί και όχι πρόσωπα. Άλλοι κυβερνούν τις ζωές μας και μας υπαγορεύουν πώς θα πορευθούμε, προσθέτουν και αφαιρούν από χρήματα έως αξιοπρέπεια και παράλληλα διδάσκουν και με τα λόγια και με τα έργα τους ότι το νόημα της ζωής είναι στο εδώ. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει αμαρτία, αλλά παρανομία, κρίση, πρόσκαιρο. Μόνο αυτοί και όσοι τους υπηρετούν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πώς μπορούμε να ζήσουμε. Και έχουν στα χέρια τους έναν τεράστιο σε μέγεθος μηχανισμό με τον οποίο μας υποβάλουν σε μία καθημερινή πλύση εγκεφάλου ότι υπηρετούν την αλήθεια. Η εορτή των Θεοφανείων όμως πρέπει να μας κάνει χαρούμενους που έχουμε τον τρόπο να μην υποταχτούμε στο εφήμερο και στο κακό που απειλεί να μας συντρίψει όχι μόνο νυν αλλά και αεί. Είναι ο δρόμος του αγιασμού μέσα από τη σχέση με το Χριστό, δια της οποίας φανερώνεται ο Τριαδικός Θεός. Είναι η ζωή της Εκκλησίας που μας κάνει ανοιχτούς τόσο στην προσωπική μας κάθαρση, αλλά και στη συνάντηση με τους άλλους που δεν μπορούμε παρά να αγαπούμε και να επιθυμούμε τον συν-αγιασμό τους. Είναι η βεβαιότητα ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Το κακό συνετρίβη. Απομένει στον καθέναν μας να οικειοποιηθεί Αυτόν που το συνέτριψε.
Τη στιγμή λοιπόν που θα αντλήσουμε το ύδωρ του αγιασμού, ας το κάνουμε μετ’ ευφροσύνης, γνωρίζοντας ότι κάνουμε την ίδια κίνηση χαράς, εμπιστοσύνης, αποδοχής, κάθαρσης που έκαναν πριν από εμάς οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτή που θα κάνουν όσοι έρθουν μετά από εμάς. Και ο μόνος καθαρός και ακήρατος είναι δίπλα μας. Δεν θα μας αφήσει έρμαια του κακού, αρκεί εμείς να μην το φοβόμαστε. Δεν είναι άλλωστε αθάνατο. Εμείς είμαστε κοντά στο Χριστό.

Ο Αγιασμός των υδάτων

Η άκτιστη θεία ενέργεια αγιάζει ολόκληρη τη δη­μιουργία και μεταδίδει στον κόσμο ευλογία. Ακόμη και με τα υλικά στοιχεία, όπως με τα νερά ποταμών, δοξάζε­ται το όνομα τού Θεού. Αυτό βλέπουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νεεμάν, αρχιστράτηγου της Συρίας.
Ο Νεεμάν, που υπέφερε από λέπρα, εφοδιασμένος με συστατικά γράμματα τού βασιλιά της Συρίας, πήγε στον βασιλιά του Ισραήλ και από εκεί ξεκίνησε να συναντή­σει τον προφήτη Ελισαίο. Ο προφήτης τον ειδοποίησε πως πρέπει να μεταβεί στον Ιορδάνη ποταμό και να λου­σθεί εκεί επτά φορές, για να καθαρισθεί το σώμα του από τη λέπρα. Τότε ο Νεεμάν οργίστηκε και είπε:
«- Εγώ ενόμισα ότι θα εξέλθη εις συνάντησίν μου, θα επικαλεσθή το όνομα του Θεού του, θα επιθέση το χέρι του εις το άρρωστον σώμα μου και θα θεραπεύση την λέπραν μου. Μήπως δεν είναι oι ποταμοί της Δαμάσκου, ο Αβανά και ο Φαρφάρ, καλλίτεροι από όλους τους ποτα­μούς του ισραηλιτικού βασιλείου; Διατί λοιπόν να μην υπάγω να λουσθώ εις αυτούς, δια να καθαρισθώ;

Αυτά είπεν, ήλλαξε δρόμον και πλήρης θυμού ανεχώρησε. Τότε τον επλησίασαν οι υπηρέται του και του είπον:
– Μήπως σου εζήτησεν ο προφήτης κανένα δύσκολον έργον, το οποίον να μην ημπορής να το κάμης; Σου είπεν απλώς να λουσθής και θα καθαρισθής.
Τότε ο Νεεμάν υπεχώρησεν. Ελούσθη εις τα νερά του Ιορδανού επτά φοράς, συμφώνως προς τους λόγους του Ελισαίου, και αίφνης αποκατεστάθη η σαρξ του και έγινεν όπως η σαρξ του μικρού παιδιού και εκαθαρίσθη.
Τότε επέστρεψεν εις τον Ελισαίον μαζί με ολόκληρον την συνοδείαν του και του είπε:
– Ιδού εγνώρισα ότι εις όλην την γην δεν υπάρχει άλλος Θεός, ει μη μόνον αυτός, ο οποίος υπάρχει εις τον Ισραήλ» (Δ’ Βασιλ. ε’ 10-16).
Ο Νεεμάν ομολογεί πως θεραπεύθηκε από τον Θεό του Ισραήλ όχι με μαγικό τρόπο, με μόνο το νερό του Ιορδανού. Τα νερά του πόταμου αυτού δεν διέφεραν ου­σιαστικά από τα νερά των άλλων ποταμών. Εκείνο που τα διαφοροποιούσε ήταν η παρουσία της χάρης του Θεού (πρβλ. Λουκ. δ’27).
Την ίδια ιαματική δύναμη της χάρης του Θεού βλέ­πουμε και στα νερά της κολυμθήθρας της Βηθεσδά. Όταν εταράσσοντο από τον άγγελο του Κυρίου, «εκείνος που εισήρχετο πρώτος, μετά την ταραχή του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα κι αν υπέφερε» (Ιω. ε’4, πρβλ. θ’ 9).
Με τη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη αγιάσθηκε η «φύσις των υδάτων», όπως λέγει ο ύμνος της Εκ­κλησίας μας:
«Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις και ρήγνυται ο Ιορδάνης και των ιδίων ναμάτων επέχει το ρεύμα, Δεσπότην ορών ρυπτόμενον».
Ολόκληρη η δημιουργία γιορτάζει αυτή την ελευθε­ρία άπό τη δουλεία της φθοράς, όχι μόνο ο Ιορδάνης πο­ταμός:
«Ιορδάνη ποταμέ, ευφροσύνης πληρώθητι, γη και θάλασσα, οι βουνοί και τα όρη, και ανθρώπων καρδίαι, νυν σκιρτήσατε, φως εισδεχόμενοι».
Ο Χριστός δέχεται στην αγκαλιά του τα νερά και όλα τα στοιχεία της φύσης και τα αγιάζει. Όπως δέχεται ο­λόκληρη τη δημιουργία επάνω στο σταυρό, και με το αίμα Του την ελευθερώνει από τα δεσμά του διαβόλου.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το νερό του αγιασμού. Με το Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, αγιάζεται το νερό· δεν ανήκει πλέον στον κόσμο της πτώσης και της φθοράς. Στην ουσία του είναι βέβαια νε­ρό, όπως και στο γεύση του, και δεν διαφέρει καθόλου από τα άλλα νερά. Όμως το γεγονός ότι ήλθε σε σχέση με το Σώμα του Χριστού και προσελήφθη από την Εκ­κλησία, το μεταβάλλει σε «πνευματικόν ποτόν», που ανα­βλύζει από την «πνευματικήν πέτραν», η οποία είναι ο Χριστός (Α’ Κορ. Γ 4)· το καθιστά πηγή ευλογίας και χάρης (Έξοδ. ιε’ 25). Γι’ αυτό και η ευχή της Εκκλη­σίας αναφέρει:
«Κύριε, Συ όστις κατεδέχθης να βαπτισθής εις τον Ιορδάνην και να αγιάσης μ’ αυτόν τον τρόπον τα νερά, κλίνε το αυτί Σου και άκουσέ μας. Και ευλόγησε όλους ημάς, που με το σκύψιμον της κεφαλής μας δεικνύομε το ‘σχήμα του δούλου’.  Αξίωσέ μας να γεμίσωμεν από την αγιαστικήν Σου χάριν, πίνοντες ολίγον από αυτό το νερό και να ραντισθώμεν με αυτό. Είθε να αποβή εις υγείαν και της ψυχής και του σώματος μας. Διότι Συ είσαι εκείνος όστις αγιάζει τας ψυχάς και τα σώματα μας και δι’ αυτό την δοξολογίαν μας, την ευγνωμοσύνην μας και την προσκύνησίν μας αναπέμπομεν εις Σε, και τον άναρχον Πατέρα Σου και το Πανάγιον και Αγαθόν και Ζωοποιόν Σου Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και εις τους αίώνας των αιώνων, αμήν».
Κλείνοντες το κεφάλαιο αυτό παρατηρούμε πως ολό­κληρη η δημιουργία του Θεού είναι καλή. Το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του άνθρωπου ή και του κόσμου του Θεού. Ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα Θεού», όχι μόνο κατά την ψυχή, αλλά και κατά το σώμα. Η αμαρτία είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης του ανθρώπου και όχι της φύσης του.
Με την πτώση του άνθρωπου συμπαρεσύρθη και ολόκληρη η κτίση στη δουλεία της φθοράς. Όμως ο Θεός στο πρόσωπο του ένσαρκου Λόγου Του εισήλθε στην πραγματικότητα του κόσμου και τον ανακαίνισε. Με το θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη Του οδήγησε τον άνθρωπο που προσέλαβε στη ζωή της αφθαρσίας και της αθανασίας, τον ανύψωσε μέχρι το ύψος της δόξης του Θεού Πατρός.
Αυτή η δόξα, που κατά τη δευτέρα παρουσία του Κυ­ρίου θα γίνει δικό μας κτήμα, προεικονίζεται στη ζωή της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα στη ζωή των αγίων. Τα σώματα των αγίων, τα ιερά λείψανα, περιβάλλονται με την αγιαστική χάρη του Θεού και γίνονται πηγή αυτής της χάρης και της θείας ευλογίας. Αποτελούν πρόγευση και προεικόνιση της μεταμόρφωσης του άνθρωπου και ολόκληρης της κτίσης, εικόνα της άρρητου δόξας του Θεού.
Η ίδια χάρη περιβάλλει και τα υλικά αντικείμενα, με τα οποία έρχεται σε σχέση ο Θεός και γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις μας σαν φως, σαν θερμότητα ή και με διάφορες θαυμαστές ενέργειες που αποτελούν για τον άν­θρωπο ευλογία.
Η παρουσία της χάρης και της δόξας του Θεού στον άνθρωπο και στην υλική δημιουργία προεικονίζει την ε­λευθερία ολόκληρης της κτίσης από τη δουλεία της φθο­ράς και εγγυάται για τη βεβαιότητα της ελπίδας μας για ζωή και για αφθαρσία.
Στη θεία λατρεία της Εκκλησίας μας εκφράζεται αυτή η ελπίδα με τη συμμετοχή της υλικής δημιουργίας στον αίνο και στη δοξολογία του Θεού. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί λατρεύουν τον Θεό όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με όλη την υλική κτίση και διαδηλώνουν με τρόπο ανε­πανάληπτο την πίστη τους στη μεταμόρφωση ολόκληρου του κόσμου.

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου

Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τό Φῶς; Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τόν Δεσπότην;

Ἕνα ἀπὸ τὰ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐμπνευσμένα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι τὸ ἰδιόμελο δοξαστικὸ τῆς πρώτης Ὥρας τῆς ἀκολουθίας τῶν Μεγάλων Ὡρῶν, ποὺ ψάλλονται τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς.  Στὸ τροπάριο αὐτὸ ὁ θεοφώτιστος ὑμνογράφος (ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος) παρουσιάζει τὸν Κύριον νὰ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρόδρομος ἐβάπτιζε τὸν λαὸν βάπτισμα μετανοίας.
Ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγνώρισε ποτὲ ἁμαρτία. Τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἀνεγνώρισαν τὸν δημιουργό τους καὶ ἐφοβήθησαν, ὁ δὲ Πρόδρομος ἵσταται “σύντρομος”, γεμᾶτος φόβο καὶ τρόμο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καθὼς συνηδειτοποιεῖ μὲ ἄνωθεν πληροφορία ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ μέχρι τότε εἶχαν ἔρθει, προκειμένου νὰ βαπτιστοῦν, ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες. 
Κατανοεῖ τὴν χαώδη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δὲν τολμᾶ νὰ ὑπακούσει στὴν ἐντολή Του. Βλέπει τὴν μηδαμινότητα καὶ ἐλαχιστότητά του ἀπέναντι στὸ μεγαλεῖο τῆς θεανδρικῆς προσωπικότητος Ἐκείνου καὶ παραιτεῖται τοῦ ἐγχειρήματος.

Ἐκφράζει ἀντιρρήσεις: «Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τὸ Φῶς;». Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ φτωχὸ καὶ ἀδύνατο φῶς τοῦ λυχναριοῦ, νὰ φωτίσει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου; Ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἁπλὸ λυχνάρι, ἐσὺ εἶσαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. «Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότην;». Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ δοῦλος νὰ χειροθετήσει τὸν Δεσπότην;
Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος σου, διότι εἶμαι δημιούργημά σου. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Δεσπότης μου, διότι εἶσαι ὁ δημιουργός μου καὶ δημιουργὸς τῶν πάντων. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Λόγος, ἐγὼ ἡ φωνή, ἐσὺ ὁ Νυμφίος, ἐγὼ ὁ νυμφαγωγός. Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ καὶ νὰ ἁγιασθῶ ἀπὸ σένα καὶ ὄχι ἐσὺ ἀπὸ μένα.
Κηρύττει μετάνοιαν
Μὲ τὴν παρὰ πάνω φράση ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Προδρόμου, ποὺ τὸν ἀναδεικνύει ἀντάξιο μιμητὴ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πρόδρομος ὑπῆρξε, μποροῦμε νὰ ποῦμε, μετὰ τὴν Θεοτόκο τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφωρισμένος ἐκ κοιλίας μητρός, γιὰ νὰ διακονήσει στὸ σχέδιο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας.
Ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς Προφήτης, γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ὁμίλησαν πολλοὺς αἰῶνες πιὸ πρὶν ἄλλοι Προφῆτες, ὅπως ὁ Προφήτης Ἠσαΐας καὶ ὁ Προφήτης Μαλαχίας. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ κηρύττει μετάνοια καὶ βαπτίζει βάπτισμα μετανοίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο του ἔχει μεγάλη καρποφορία.
Κατὰ χιλιάδες ἔσπευδε ὁ λαὸς πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούση καὶ νὰ βαπτιστῆ. Εἶχε ἀποκτήσει φήμη μεγάλου Προφήτου καὶ ἀπολάμβανε μεγάλης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὸν λαό. Πολλοὶ ὑποψιάζονταν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας –Χριστός.
Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα διηγοῦνται οἱ Εὐαγγελιστὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ κάποιο διάλογο, τὸν ὁποῖο διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (1,19–27), πού εἶχε ὁ Πρόδρομος μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ λευΐτες ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς ἀπεσταλμένοι τῶν ἀρχιερέων, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακρίνουν.
Αὐτοὶ λοιπὸν τοῦ ἔθεσαν ξεκάθαρα τὸ ἐρώτημα: Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ περιμένουμε, ἢ κάποιος ἄλλος; Τὶ γνώμη ἔχεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ἔργο σου; Καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε ἐνώπιον πάντων ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστός. Τοὺς διέλυσε μιὰ τέτοια ὑποψία. Δηλαδὴ ὄχι μόνον δὲν σπεύδει, νὰ σφετεριστεῖ τὸ μεσσιανικὸ ἀξίωμα, ποὺ ἀνήκει στὸ Δεσπότη του Χριστό, ἀλλὰ μὲ σαφῆ καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀπορρίπτει τὴν τιμὴ, ποὺ τοῦ προσφέρουν.
Δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη δόξα τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ἀρκεῖται μόνον μέχρις ἐδῶ. Οὔτε κἂν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστό. Αἰσθάνεται τὴν ἄπειρη ἀπόσταση, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ λύσει τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Νὰ θεωρηθῆ δηλαδὴ ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος του. Οὔτε πάλιν τολμᾶ νὰ συγκρίνει τὸ ἔργο του μὲ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Διότι αὐτὸς μὲν βαπτίζει μὲ νερό, ἐνῶ Ἐκεῖνος θὰ βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο.
Ἔργον μεσίτου 
Ὅταν ἀργότερα ὁ Χριστός, ἄρχισε πλέον τὸ δημόσιο ἔργο του, γιὰ ἕνα διάστημα ἐβάπτιζε καὶ Αὐτὸς μέσῳ τῶν μαθητῶν του τοὺς προσερχομένους πρὸς Αὐτὸν στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὸν φθόνο τῶν μαθητῶν τοῦ Προδρόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ πολλὴ θλίψη κάποια μέρα τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ λαὸς πλέον τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ὅλοι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστόν.
Τότε ὁ Πρόδρομος, ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος καὶ ὡς ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, προσ παθεῖ μὲ πολλὴ ἐπιδεξιότητα καὶ σοφία, νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὸ πάθος:
«Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμ φίος ἐστίν. Ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου ὁ ἑστηκώς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». (Ἰω. 3, 29–30).
Χρησιμοποιεῖ τὸν δεσμὸ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς νύμφης, γιὰ νὰ παραστήσει τὸν δεσμὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς πιστούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ φίλος τοῦ νυμφίου εἶναι ὁ νυμφαγωγός, ὁ κουμπάρος, αὐτὸς ποὺ παίρνει τὴν νύμφη ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν φέρνει στὸ γαμβρό.
Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ Πρόδρομος ὑπονοεῖ τὸν ἑαυτό του, διότι τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός, ἦ ταν ἔργο μεσίτου καὶ νυμφαγωγοῦ. Νὰ ὁδηγήσει δηλαδὴ τὸν λαό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ νύμφη πρὸς τὸν πνευματικὸ νυμφίο τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει ἔτσι πρόξενος καὶ διάκονος τοῦ πνευματικοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἀν θρώπων.
Ὁ Πρόδρομος ὄχι μόνον δὲν ἐλυπήθη, ἀλλὰ ἀπεναν τίας χάρηκε μὲ ὑπερβολικὴ χαρά, ὅταν εἶδε τὸν λαὸ νὰ τρέχη πρὸς τὸν Χριστόν. Χάρηκε, διότι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολή, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Χριστὸς ἦρθαν εἰς αἴσιον πέρας καὶ ἔφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα.
Ἐκεῖνος πρέπει τώρα προο δευ τικὰ ὅλο καὶ περισσότερο νὰ ἀποκτᾶ μὲ τὴν ὅλη του ἁγία καὶ ἀναμάρτητη ζωή, μὲ τὰ θαύματα καὶ τὴν διδασκαλία του, φήμη καὶ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἐνῶ αὐτὸς ἀντιθέτως θὰ πρέπει προοδευτικὰ νὰ παραμεριστεῖ καὶ ἐκμηδενιστεῖ, ὥστε ὅλοι πλέον νὰ πλησιάσουν καὶ προσκολληθοῦν στὸν Χριστό.
Τὸ δικό του ἔργο, ἡ δική του ἀποστολή, ἔχει τώρα πιὰ φθάσει στὸ τέρμα της. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ἀρχίζει πλέον τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δικό του.
Βαθεῖα ταπείνωσις 
Τὸ συμπέρασμα ὅσων παρὰ πάνω ἀναφέραμε εἶναι ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ πρὸ πάντων χαρακτήριζε τὴν ζωὴ τοῦ Προδρόμου, ἦταν ἡ βαθειὰ τα- πείνωση.Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ προϋπόθεση κάθε πνευματικῆς προκοπῆς καὶ ἀναβάσεως. Ὄχι μόνον ὁ Πρόδρομος ἄλλα ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, ἐπειδὴ ἀπέκτησαν ταπείνωση.
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος χωρὶς πραγματικὴ ταπείνωση, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αὐτό, ποὺ διδάσκει τὴν ταπείνωση σ᾽ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀρχίζει νὰ συνεργάζεται μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ νὰ κατεργάζεται τὸν ἁγιασμό της, τότε τὸ πρῶτο μάθημα, ποὺ τὴν διδάσκει, εἶναι ἡ ταπείνωση.
Φωτίζει δηλαδὴ τὴν ψυχὴ κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἔλθη σὲ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ της, νὰ ἀποκτήσει αὐτογνωσία.
Τὴν βοηθᾶ νὰ συναισθανθῆ τὴν ἁμαρτωλότητά της, τὴν ἀδυναμία της, τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, στὰ ὁποῖα εἶναι δεμένη. Καὶ ὅταν ἀργότερα, μὲ πολλοὺς ἀγῶνες, φθάσει σὲ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἄλλα πνευματικὰ κατορθώματα, τὴν συγκρατεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας, ὥστε νὰ μὴ ἐκπέσει τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἀπὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ταπείνωση ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνῶστα, πρωτίστως καὶ κυρίως ὅλοι μας καὶ αὐτὴν ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Παύλου Δημητρακοπούλου  Πρ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιῶς

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...