Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καραβιδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καραβιδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς



«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲ σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ' ἀγαπημένα τοῦ παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ.4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς εἰρωνείας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπῆ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τοὺς Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνδοανθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτεςγια νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2016

Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν ἀρχηγό τῆς πίστεως(Ματθ.14,22)

Κυριακή Θ’ Ματθαίου

Ἡ διήγηση ἔχει σάν ἱστορικό πυρήνα τό βίωμα τοῦ κινδύνου πού ἔνιωσαν κάποτε οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς διασώσεως ἀπ’ αὐτόν πού τούς πρόσφερε ἡ παρουσία τοῦ διδασκάλου τους ἐπάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα. Συγκεκριμένα τό γεγονός ἔγινε ἀμέσως μετά τόν θαυματουργικό χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων, γιά τόν ὁποῖο ἔκανε λόγο ἡ περικοπή τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Πέρα ὅμως ἀπό τό βίωμα αὐτό πού συγκλόνισε τούς μαθητές, οἱ εὐαγγελιστές διασώζουν τό γεγονός, γιατί βλέπουν σέ αὐτό κάποιο βαθύτερο μήνυμα γιά τήν Ἐκκλησία.

Ὁ ὄχλος πού ἦταν μάρτυρας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων βρίσκεται σέ ἕνα παραλήρημα μεσσιανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, νομίζοντας ὅτι ἔφτασε ἡ μεγάλη στιγμή τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν ἀναγκῶν του. Ὁ Ἰησοῦς, πού γνωρίζει καλά ὅτι αὐτός ὁ ἐνθουσιασμός μπορεῖ νά σημάνει ἀποτυχία τοῦ πνευματικοῦ ἔργου του, διώχνει τούς μαθητές του μέ τό πλοιάριο στό ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης Γεννησαρέτ κι ὁ ἴδιος ἀποσύρεται στό ὄρος γιά νά προσευχηθεῖ. Ὅταν ὅμως ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ μαθητές κινδυνεύουν ἀπό τόν ἀντίθετο ἄνεμο καί τίς δυσμενεῖς καιρικές συνθῆκες ἐμφανίζεται μπροστά τους καί λέει: «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί· μή φοβεῖσθε». Ἡ ἐνθαρρυντική αὐτή φράση ἔκανε ἀσφαλῶς μεγάλη αἴσθηση στούς φοβισμένους μαθητές. Κι ἄν τήν κατέγραψαν, εἶναι γιατί εἶδαν σέ αὐτή τή φράση μία ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ πρός τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας του.

Ἀλήθεια, πόσες τρικυμίες καί πόσους ἀντιθέτους ἄνεμους δέν συνάντησε ἡ Ἐκκλησία στή διάρκεια τῆς ἱστορίας της μέχρι σήμερα! Ὅταν λείψει ἡ πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Ἀρχηγό της, τότε κινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στή θάλασσα τῶν συμβιβασμῶν, τῶν ὑποχωρήσεων, τῆς προδοσίας. Τό ἐπεισόδιο μέ τόν πάντα αὐθόρμητο καί ὁρμητικό ἀλλά μερικές φορές ὀλιγόπιστο μαθητή, τόν Πέτρο, αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά δείξει: Ὅσο ἔβλεπε ὁ μαθητής μέ ἐμπιστοσύνη τό Χριστό, μποροῦσε νά βαδίζει πάνω στή θάλασσα· ὅταν ὅμως φοβήθηκε ἀπό τόν ἄνεμο καί σκέφτηκε τόν ἐνδεχόμενο κίνδυνο -λογικό ἄλλωστε καί πολύ δικαιολογημένο- ἄρχισε νά βυθίζεται. Ὅσο δηλ. λιγότερο συνειδητοποιεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Κυρίου δίπλα του, καί ὅσο ἀμφιβάλλει γιά τή δύναμή του, τόσο περισσότερο εἶναι ἐκτεθειμένος στό φόβο καί στόν κίνδυνο. Ἀλλ’ ὅταν μέ ἐμπιστοσύνη ἀπευθύνεται στό Κύριο, δέν μένει χωρίς βοήθεια. Στό «Κύριε, σῶσόν με» πού πρόφερε ὁ Πέτρος ἔλαβε σάν ἀπάντηση τήν ἄμεση βοήθεια. Στήν πίστη δέν χωροῦν πειραματισμοί καί δοκιμές. Δέν χρειάζεται νά περπατήσει κανείς πάνω στή θάλασσα γιά νά πιστέψει στό Χριστό, ἀλλ’ ἄν πράγματι πιστεύει, μπορεῖ νά προχωρεῖ μέ θάρρος πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα τῆς ζωῆς, χωρίς νά βυθίζεται καί νά χάνεται. Αὐτός πού εἶναι ὁ χορηγός της τροφῆς, αὐτός πού χορταίνει τούς ἀνθρώπους μέ τόν ἄρτο τῆς ζωῆς, εἶναι καί Κύριος τοῦ θανάτου. 

Ἡ διήγησή μας μέ τήν ἀναφορά σ’ ἕνα βίωμα τῶν μαθητῶν καί ἰδίως τοῦ Πέτρου, ὑπογραμμίζει τήν ἀκόλουθη ἀλήθεια: Ἡ πίστη στόν Ἀρχηγό τῆς πίστεως εἶναι ἀπαραίτητο ἐφόδιο γι’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πού πλέει μέσα στήν τρικυμία τοῦ κόσμου. Ὅποιος ἐπηρεάζεται ἀπό τούς ἄνεμους καί ἀφήνει τόν ἑαυτό του ἐκτεθειμένο σ’ αὐτούς κινδυνεύει νά καταποντισθεῖ. Ἄς γνωρίζει ὅμως ὅτι στή κραυγή «Κύριε, σῶσόν με» θά ἔλθει ἄμεσος βοηθός ὁ νικητής τῶν ἀντίθεων δυνάμεων Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Στό «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι μή φοβεῖσθε» τῆς περικοπῆς μας πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε τή ρητή ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας του ὅτι μέσα στίς ταραχές τῆς ζωῆς, στούς διωγμούς, στίς θλίψεις, στούς ἀντίθετους ἀνέμους καί, στά ὑπόλοιπα ἐμπόδια Ἐκεῖνος θά βρίσκεται δίπλα τους, σύμφωνα ἄλλωστε μέ τή διαβεβαίωσή του μέ τήν ὁποία τελειώνει τό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου: «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος».

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2016

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16


Κυριακὴ Β΄Ματθαίου


Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη: 

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ' αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι: 

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, 
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος 
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή. 

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2016

Ἡ σκυταλοδρομία τῆς πίστης



Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ περιγράφει τὰ κατορθώματα τῆς πίστης τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ σὰν νέφος μᾶς περιβάλλουν καὶ ἀποτελοῦν φωτεινοὺς δεῖκτες τῆς πορείας μας πρὸς τὸ τέρμα, πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ 'χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἔχοντας, λοιπόν, γύρω μας μία τόσο μεγάλη στρατιὰ μαρτύρων, ἂς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἂς ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν Ἰησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ». (Ἑβρ.11,33-12,2).


Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς πίστης, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, νίκησαν τὶς δυνάμεις ξένων βασιλιάδων, ὅπως π.χ. ὁ Γεδεὼν, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Ἰεφθάε κ.ἄ., τὰ κατορθώματα τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται τὸ Παλαιοδιαθηκικὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη ὅταν κατεῖχαν κάποιο ὑπεύθυνο ἀξίωμα, πέτυχαν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως π.χ. ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δυναμώθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, ὅπως ὁ ἀσθενὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἀναδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐχθρικὰ στρατεύματα, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

‘Αλλοι πάλι ἐξαιτίας τῆς πίστης τους πέθαναν μὲ τρόπο μαρτυρικὸ ἐπάνω στὸ κυκλικὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο, λιθοβολήθηκαν ὅπως οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καὶ Ἱερεμίας, πριονίστηκαν ὅπως, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἠσαΐας, ἀποκεφαλίστηκαν ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους διωγμένοι, σὲ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιές, ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων ἢ κατσικιῶν, ὅπως ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισαῖος, ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλοι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει ἢ ὑπαινίσσεται ὁ ἱ. συγγραφέας καὶ ποὺ εἴτε νίκησαν μὲ τὴν πίστη τους, εἴτε μαρτύρησαν γι’ αὐτήν, ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιὰ τοὺς χριστιανούς, προδρόμους στὴν σκυταλοδρομία τῆς πίστης ποὺ μὲ τρόπο νικηφόρο ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὴ σκυτάλη τῶν εὐγενῶν ἰδανικῶν καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἐμεῖς τὸν ἀγώνα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους, ὑπογραμμίζουν τὴν εὐθύνη ποὺ πέφτει στοὺς ὤμους τῶν χριστιανῶν.

Σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ γκρέμισμα τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὶς ὑπεργήινες πραγματικότητες, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς μηχανές, ἡ ἀποθέωση τῆς τεχνολογίας, καλεῖται ὁ χριστιανὸς νὰ ἀναλογιστεῖ σὲ ποιὰ ἁλυσίδα εὐγενῶν καὶ ἡρώων ἀποτελεῖ κρίκο, σὲ ποιὸ τέρμα ἀπολήγει ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία νὰ σπάσει κανεὶς ἕναν κρίκο στὴν ἡρωικὴ ἱστορία τῆς πίστης προσαρμοζόμενος στὶς ἑλκυστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Κι ἂς μὴν αὐταπατώμαστε, εἶναι δύσκολο – γι’αὐτὸ καὶ πιὸ σπουδαῖο – νὰ μείνει κανεὶς πιστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, χάνοντας ἴσως τὴν κατὰ κόσμον ἐξέλιξή του. Τὸν δύσκολο αὐτὸν δρόμο μᾶς δείχνουν σήμερα οἱ Ἅγιοι Πάντες, τῆς παλαιᾶς καὶ νέας ἐποχῆς, μικροὶ ἢ μεγάλοι, γνωστοὶ ἢ ἄγνωστοι καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γίνουμε ἄξιοι συνεχιστὲς στὴ μακραίωνη σκυταλοδρομία τῆς χριστιανικῆς πίστης.





Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Προσκυνώντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ



Στό μέσον τῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν Γ΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ πιστοί καί νά συνεχίσουν ἔτσι ἐνισχυμένοι τόν πνευματικό ἀγώνα, πού θά τούς φέρει στή Μ. Ἑβδομάδα καί τό Πάσχα, διαβάζει δέ κατά τήν ἡμέρα αὐτή τήν περικοπή μέ τά ἀκόλουθα λόγια πού ὁ Χριστοῦ ἀπηύθυνε πρός τούς μαθητές του μόλις προανήγγειλε πρός αὐτούς τόν ἐπικείμενο σταυρικό του θάνατο:

«Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζώντας μέσα σ' αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι' αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους».

Καί τούς ἔλεγε ἀκόμη: «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ' αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευτοῦν τόν θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 8,34 - 9,1).

Τά λόγια αὐτά εἶναι πολύ σημαντικά καί βαριά γι’ αὐτούς πού θέλουν νά εἶναι μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ὄχι τή δόξα ἀλλά τόν σταυρό καί τό πάθος, δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετική καί ἡ τύχη τῶν μαθητῶν του, ἐάν θέλουν βέβαια νά εἶναι στήν οὐσία, ὄχι μόνο στό ὄνομα, μαθητές του, μαθητές βέβαια μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλ. τοῦ χριστιανοῦ πού ἀκολουθεῖ πιστά καί συνειδητά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Καταναγκασμός δέν ὑπάρχει στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα νά ἀποφασίσει τόν δρόμο τοῦ σταυροῦ ἀφοῦ ἀναλογισθεῖ πρῶτα τίς δυσκολίες καί ἀναλάβει ἀποφασιστικά τίς εὐθύνες του: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθεῖ». Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ἐπί τῶν ὤμων εἶναι οἱ βασικές προϋποθέσεις γιά νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό. Ἀρνοῦμαι τόν ἑαυτόν μου, σημαίνει: ἐγκαταλείπω τίς νόμιμες καί δίκαιες ἀπαιτήσεις, τίς φυσιολογικές καί δικαιολογημένες ἐπιθυμίες πού ἔχει τό ἐγώ μου μέσα στή ζωή, ἀρνοῦμαι τήν ἀσφάλεια μίας καλοβολεμένης ζωῆς, γιά νά ἀποδυθῶ στήν κατά τά κριτήρια τοῦ κόσμου ἀβεβαιότητα καί ἀνασφάλεια πού συνεπάγεται τό νά ἀκολουθῶ τόν Χριστό στόν δρόμο τοῦ πάθους. Ὁ ἐμπειρικός ἄνθρωπος, ὅπως τόν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ζητεῖ τήν τακτοποίηση καί τήν ἀσφάλεια, τήν ἀποφυγή τῆς σκέψης τοῦ θανάτου, τήν παράταση τῆς ζωῆς του μέ κάθε τρόπο. 

Μέ μία παράξενη ὅμως ἐπιχειρηματολογία γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ὁ Χριστός διδάσκει ὅτι ἡ ζωή κερδίζεται μόνον ὅταν χαθεῖ. Ἡ θυσία τῆς ζωῆς ὁδηγεῖ στήν κατ’ ἐξοχή ζωή. Ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ στίς φράσεις του αὐτές τή λέξη «ψυχή» μέ τήν διπλή ἔννοια τῆς ζωῆς, τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τῆς αἰώνιας ζωῆς πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος θέλει τήν πραγματική ζωή, πρέπει νά θυσιάσει τήν εὔκολη ζωή τοῦ κόσμου.

Τά λόγια αὐτά προϋποθέτουν ἤ προβλέπουν συνθῆκες διωγμοῦ μπροστά στόν ὁποῖο εἶναι δυνατό νά φοβηθεῖ κανείς καί νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του μέ ἀποτέλεσμα νά χάσει τήν πραγματική ζωή. Δέν χάνουν τή βαρύτητά τους ὅμως τά λόγια αὐτά ἀκόμη κι ὅταν δέν ὑπάρχει διωγμός. Εἶναι βέβαια αὐτονόητο ὅτι, ὅταν κανείς συμβιβασθεῖ μέ τίς δυνάμεις τῆς ζωῆς μέσα στόν κόσμο καί βολευτεῖ μέσα στήν ἀσφάλεια τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας, δέν ἀντιμετωπίζει θέμα διωγμοῦ ἤ πάθους ἤ θυσίας τῆς ζωῆς του.

Σέ ποιές ὅμως περιπτώσεις μπορεῖ κανείς σήμερα νά μιλᾶ γιά σταυρό καί γιά μαρτύριο; Μήπως αὐτά εἶναι ἡρωϊκές πραγματικότητες τοῦ παρελθόντος τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ συνεπής Χριστιανισμός δέν εἶναι μόνο ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί ζωντανό παρόν. Ὅταν μέσα σ’ ἕνα κόσμο πεσμένων ἀξιῶν μπορεῖς νά πιστεύεις στίς ἀξίες τῆς πίστης, ὅταν μέσα στό συνηθισμένο ψέμα ἐσύ συντάσσεσαι μέ τό μέρος τῆς ἀλήθειας, ὅταν ὅλοι κάνουν τά πάντα γιά νά ἱκανοποιήσουν τόν ἑαυτό τους καί σύ τόν ἀρνεῖσαι, ὅταν ὅλοι συμβιβάζονται γιά νά ἐξασφαλισθοῦν κι ἐσύ δέν προδίδεις τίς ἀρχές σου μέ κίνδυνο νά ζημιωθεῖς καί νά χάσεις τή θέση σου, ὅταν οἱ ἄλλοι ὀρθολογιστικά ἐξηγοῦν τά πάντα μέ ἐνδοκοσμικό πρίσμα, ἐνῶ τή δική σου καρδιά τήν ζεσταίνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τότε εἶσαι πραγματικός μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖς στό δύσκολο δρόμο τῆς θυσίας.

Ὅλα αὐτά ὅμως πού φαίνονται ἀδύνατα γιά τόν φυσιολογικό ἄνθρωπο, γίνονται πραγματικότητες μέσα στήν περιοχή τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού ἀναγεννᾶ καί μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο σέ νέο δημιούργημα, σέ «καινή κτίση».

Ἕνα μήνυμα, λοιπόν, ἑκούσιας αὐταπαρνήσεως μᾶς ἀπευθύνει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, αὐταπαρνήσεως ὄχι γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο ἀλλά γιά τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο. Οἱ ἥρωες τῆς πίστης καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι μόνον μορφές τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος· μποροῦν νά γίνουν καί ζωντανές πραγματικότητες στήν ἐποχή μας.

Ἡ περικοπή τελειώνει μέ τή βεβαιότητα τῆς δυναμικῆς παρουσίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι πού δίνει τή δυνατότητα στόν χριστιανό νά πραγματοποιήσει ὅλα τά παραπάνω, καί δέν εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μελλοντικό μόνο ὅραμα ἀλλά καί τωρινή πραγματικότητα, εἶναι ἡ δυνατότητα νά ζεῖ κανείς τή μελλοντική πληρότητα τῆς βασιλείας ἤδη στό παρόν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀγαθοῦ Πατέρα


Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ' αὐτούς εἶπε στόν πατέρα του: “πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀναλογεῖ”· κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε τήν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλά κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θὰ σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ' ἐσένα· δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου· κᾶνε μέ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.

»Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκαλίασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε: “πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ' ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου”. Ὁ πατέρας ὅμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε: “βγάλτε γρήγορα τήν καλύτερη στολή καί ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”. 'Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται.

»Ὁ μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι· καί καθώς ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “γύρισε ὁ ἀδερφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Ὁ πατέρας του βγῆκε καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: “ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά ἐντολή σου· κι ὅμως σ' ἐμένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. 'Ὅταν ὅμως ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: “παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”» (Λουκ. 15, 1-32).

Ἡ ὡραία παραβολή πού διαβάζεται τή δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου καί πού ὀνομάζεται συνήθως «παραβολή τοῦ ἀσώτου ὑiοῦ», χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ μαργαρίτης μεταξύ τῶν παραβολῶν». Ἡ Ἐκκλησία μας, θέλοντας νά προτρέψει τούς ἀνθρώπους στή μετάνοια, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Μ. Ἑβδομάδας, προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ μετανοήσαντος «ἀσώτου υἱοῦ». Ἄς μή ξεχνοῦμε ὅμως καί τή μορφή τοῦ ἄλλου παιδιοῦ τῆς παραβολῆς, τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ, πού ἐπικρατεῖ στό δεύτερο μέρος τῆς διηγήσεως. Αὐτός μᾶς θυμίζει ὁπωσδήποτε τόν Φαρισαῖο, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγος στήν περικοπή τῆς προηγούμενης Κυριακῆς: Ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ἐπαινεῖ καί αὐτός τόν ἑαυτό του γιά τήν ἐργασία πού προσφέρει, ζητεῖ τήν ἀμοιβή του, αἰσθάνεται ὑπεροχή ἔναντι τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του καί τέλος δέν μετέχει στήν πατρική χαρά γιά τήν ἐπιστροφή καί μετάνοια τοῦ νεότερου ἀδελφοῦ. Ἀσφαλῶς σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἀπευθυνόταν ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἔλεγε τήν παραβολή αὐτή, σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, ἱκανοποιημένοι ἀπό τή δική τους θρησκευτική αὐτάρκεια, δέν ἔβλεπαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἀπευθύνεται πρός ὅλους, ἀκόμη καί πρός τούς ἁμαρτωλούς.

Βέβαια, ἡ συμπεριφορά τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ ἔχει μέσα της κάτι τό πολύ ἀνθρώπινο: ἐκφράζει τήν ἀπαίτηση τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου νά φέρεται ὁ Θεός μέ δικαιοσύνη, τιμωρώντας τόν ἁμαρτωλό καί ἀμείβοντας τόν ἐνάρετο. Βρίσκεται ὅμως μακριά ἀπό τή θρησκεία τῆς ἀγάπης πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτήν τήν ἀγάπη ἐνσαρκώνει ἕνα πρόσωπο τῆς παραβολῆς πού δεσπόζει ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τῆς διηγήσεως, τό πρόσωπο τοῦ καλοῦ πατέρα. Μπορεῖ στό πρῶτο μέρος τῆς διηγήσεως νά προέχει ἡ μορφή τοῦ ἀσώτου πού μετανοιωμένος ἐπιστρέφει στό πατρικό σπίτι καί στό δεύτερο μέρος ἡ μορφή τοῦ «ἐνάρετου» μεγαλύτερου παιδιοῦ. Σέ ὁλόκληρη ὅμως τή διήγηση κυριαρχεῖ ἡ μορφή τοῦ ἀγαθοῦ καί εὔσπλαγχνου πατέρα.



Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας τά ἑξῆς σημεῖα ἀπό τή διήγηση τῆς παραβολῆς:

α. Ἤδη στήν ἀρχή τῆς διηγήσεως ὁ πατέρας, σεβόμενος τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ νεότερου παιδιοῦ του, ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά του καί τοῦ δίνει τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού τοῦ ἀνήκει.

β. Περιμένει τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ του. Κι ὅταν πρῶτος αὐτός τό ἀντικρίζει νά ἐπιστρέφει, τρέχει νά τό προϋπαντήσει, τό ἀγκαλιάζει καί τό «καταφιλεῖ».

γ. Δέν συζητεῖ κἄν τό αἴτημα τοῦ παιδιοῦ του νά γίνει δοῦλος στό πατρικό σπίτι, ἀλλά τό ἀποκαθιστᾶ στήν προηγούμενή του θέση, τό ντύνει, τοῦ βάζει δακτυλίδι στό χέρι καί πανηγυρίζει χαρούμενος γιά τήν ἐπιστροφή του, δίνοντας τό σύνθημα ἑνός γενικοῦ ἑορτασμοῦ γιά τό χαρούμενο γεγονός.

δ. Τήν ἴδια στοργή δείχνει στή συνέχεια καί ἀπέναντι τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ του πού δυσανασχετεῖ γιά τόν ἑορτασμό· τό παρακαλεῖ μέ ἀγάπη νά πάρει μέρος στή χαρά γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ του.

ε. Τέλος, καί στό μέρος ἀκόμη τῆς διηγήσεως, ὅπου περιγράφεται ἡ ἀσωτεία καί ἡ ἀπόφαση μετάνοιας τοῦ νεότερου παιδιοῦ, στό ὑπόβαθρο βρίσκεται ἡ μορφή τοῦ πατέρα. Θά σκεπτόταν ποτέ νά ἐπιστρέψει στό πατρικό σπίτι ὁ ἄσωτος, ἐάν μέσα στή μνήμη του δέν διατηρόταν ζωηρή ἡ γλυκιά ἀνάμνηση ἑνός πατέρα γεμάτου στοργή καί καλοσύνη;



Μετά ἀπό τή σύντομη σκιαγράφηση τῆς μορφῆς τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα μποροῦμε νά διατυπώσουμε τό διπλό μήνυμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς ὡς ἑξῆς:

1. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεϊ κίνητρο γιά τή μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπιστροφή του στήν πατρική οἰκία, στήν κοινωνία μέ τόν Πατέρα. Ἡ παράσταση τοῦ Θεοῦ σάν ὀργισμένου τιμωροῦ ἐμβάλλει φόβο στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπομακρύνει περισσότερο, ἐνῶ ὁ τονισμός τῆς θείας ἀγαθότητας ἀνταποκρίνεται στή χριστιανική ἀντίληψη περί Θεοῦ καί ἐνθαρρύνει τόν ἄνθρωπο νά τόν πλησιάσει.

Καί 2. Τό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς τελειότητας τοῦ χριστιανοῦ φαίνεται ἀπό τή στάση του καί τή συμμετοχή του στή χαρά τοῦ ἀδελφοῦ. Πολλές φορές μετέχει κανείς πιό εὔκολα στή θλίψη τοῦ ἄλλου, μία καί ἡ θλίψη αὐτή εὐτυχῶς δέν εἶναι δική του. Στή χαρά ὅμως δυσκολοτέρα μετέχει μέ εἰλικρίνεια, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι δική του. Στήν περίπτωση τῆς παραβολῆς μας ἡ χαρά γιά τή μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ δείχνει τό μέτρο τῆς πνευματικῆς μας ὡριμότητος.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Κυριακή Τελώνου καὶ Φαρισαίου Ἡ αὐτάρκεια καί ἡ ταπείνωση


Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματα μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ» (Λουκ. 18, 10-14).

Δύο χαρακτηριστικούς τύπους ἀνθρώπων μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή: Ἕνα Φαρισαῖο καί ἕναν τελώνη πού προσεύχονται στό Ναό. Ἀποτελοῦν τούς δύο ἀντίθετους πόλους τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ εὐσεβής καί δίκαιος στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὁ γνώστης τοῦ Νόμου, ὁ ἀνήκων στήν ὁμάδα τῶν Φαρισαίων πού ἦταν ἡ ἄρχουσα θρησκευτική τάξη. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο μέ τήν ἁρπαγή, τή βιαιότητα, τήν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στή συνείδηση ὅλης τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τί λέγουν λοιπόν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι στήν προσευχή τους; Ἄς δοῦμε κατ’ ἀρχήν τήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου, προσπαθώντας νά διερευνήσουμε ἐάν ὁ τύπος αὐτοῦ τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου εἶναι γνωστός καί σέ μᾶς σήμερα: «Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματά μου». Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμεῖ ὁ Φαρισαῖος τά ἔργα του καί αἰσθάνεται ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἔναντι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους γενικά χαρακτηρίζει ὡς ἁμαρτωλούς. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό ἤ μᾶλλον συγχαίρει τόν ἑαυτό του, γιατί ὑπερέχει ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Δέν αἰσθάνεται νά τοῦ λείπει τίποτε! Εἶναι αὐτάρκης καί δέν φαίνεται νά ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τόσα δικά του ἔργα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά καυχηθεῖ. Σάν κέντρο τοῦ κόσμου βλέπει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἑαυτό του μέ τίς πανθομολογούμενες ἀρετές του. Τόν Θεό τόν χρειάζεται μόνο γιά νά ἐπιβεβαιώσει καί νά ἀναγνωρίσει τίς ἀρετές του. Δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει ὁ Θεός διαφορετική γνώμη γιά τόν φτασμένο αὐτόν ἐνάρετο ἄνθρωπο! Αἰσθάνεται τόσο κοντά στόν Θεό, σάν νά ἔχει συνάψει συμφωνία μαζί του γιά νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ἀπό κοινοῦ ὅλους τους ἁμαρτωλούς!

Συμφωνεῖ ἄραγε καί ὁ Θεός μέ τή βεβαιότητα αὐτή τοῦ Φαρισαίου; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει τό τέλος τῆς παραβολῆς. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν προσευχή τοῦ τελώνη. Αὐτός συντριμμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί βλέποντας ὅτι κάθε δική του πράξη καί ἐκδήλωση συνδέεται μέ τήν ἁμαρτία, ζητεῖ ταπεινωμένος καί κτυπώντας τό στῆθος του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Δέν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

«Δικαιώθηκε», βρῆκε δηλ. χάρη, καί «ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό», μᾶς λέγει τό τέλος τῆς παραβολῆς, ὁ ταπεινός τελώνης καί ὄχι ὁ ὑψηλόφρων Φαρισαῖος. Διότι «ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ». Αὐτό τό τέλος τῆς διηγήσεως θά πρέπει νά ξαφνίασε ἀρκετά τοὺς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὅλοι πίστευαν στή θρησκευτική ὑπεροχή τῶν Φαρισαίων ἔναντι τῶν ἁμαρτωλῶν τελωνῶν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως θέλει νά ἀνατρέψει τήν ἐπικρατοῦσα γνώμη, πού βλέπει τελείως ἐξωτερικά τίς ἀνθρώπινες ἐκδηλώσεις καί νά δείξει ὅτι τά βάθη τῆς καρδιᾶς, πού βλέπει μόνο ὁ Θεός, δέν συμφωνοῦν πάντα μέ τή φαινομενική ζωή.

Βέβαια πρέπει νά λεχθεῖ πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν κατηγορεῖ τόν Φαρισαῖο γιατί εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος καί ἐκτελεϊ τά θρησκευτικά του καθήκοντα- ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιατί σ’ αὐτά στηρίζει τή ζωή του καί ὄχι στόν Θεό, γιατί αἰσθάνεται αὐτάρκεια καί δέν ὑποπτεύεται καθόλου ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπαινεῖ τόν τελώνη γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά γιατί ἔχει συνείδηση αὐτῆς καί τοποθετεῖ σωστά τόν ἑαυτό του μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ζητώντας τό ἔλεός του. γιατί ἀπό τόν Θεό περιμένει τή σωτηρία του, μή ἔχοντας τίποτε δικό του στό ὁποῖο νά στηριχτεῖ.

Ἡ παραβολή ἀπευθύνεται, ὅπως λέγεται λίγο πρίν ἀπ’ αὐτήν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, πρός αὐτούς «πού ἦταν σίγουροι γιά τήν εὐσέβειά τους καί περιφρονοῦσαν τούς ἄλλους», πρός ἀνθρώπους δηλ. τούς ὁποίους συναντᾶ κανείς σέ ὅλες τίς ἐποχές, Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας τόν ἐαυτό τους θρησκευτικῶς αὐτάρκη καί φτασμένο στήν ἀρετή, κατακρίνουν τούς ἄλλους, τούς θεωροῦν ἀνεπανόρθωτα πεσμένους στήν ἁμαρτία καί ἐνασμενίζονται στό νά περιγράφουν τίς τιμωρίες πού ὅρισε ὁ Θεός γι’ αὐτούς, ξεχνώντας ὅτι καί αὐτοί βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἀδέκαστη κρίση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή μιὰ τέτοια συμπεριφορά ἐμπεριέχει ὑποκρισία, στά Νέα Ἑλληνικά τό φαρισαῖος ἀπέβη συνώνυμο τοῦ ὑποκριτής.

Ἡ Ἐκκλησία τοποθετώντας τήν περικοπή αὐτή ὡς ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου θέλει νά προφυλάξει τούς πιστούς ἀπό τόν «ὑψηλόφρονα λογισμό» τοῦ Φαρισαίου, πού εἶναι δυνατό νά φωλιάζει ἐπίσης καί σέ κάθε εὐσεβῆ χριστιανό, καί νά προβάλει τό ὑπόδειγμα τοῦ τελώνη πού μετανοιωμένος γιά τή ζωή του προσεύχεται μέ συντριβή. Ὁ ἀκόλουθος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας συνοψίζει ἄριστα τό μήνυμα τῆς παραβολῆς:
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν
καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς,
πρός τόν Σωτήρα κραυγάζοντες:
ἴλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».


Κυριακή, Αυγούστου 09, 2015

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς


«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲ σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ' ἀγαπημένα τοῦ παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ.4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς εἰρωνείας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπῆ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τοὺς Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνδοανθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτεςγια νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.

Η πίστη ως προϋπόθεση του θαύματος (Κυριακή Ι΄Ματθαίου)

crist_heals_seliniazomenon
Η διήγηση της θεραπείας του επιληπτικού νέου ξαναδιαβάζεται την Δ’ Κυριακή των Νηστειών από τον ευαγγελιστή Μάρκο (9, 17 – 31), ο οποίος εκθέτει λεπτομερέστερα την συζήτηση του Ιησού με τον πατέρα του ασθενούς νέου περί πίστεως. Ο Ματθαίος, από τον οποίο είναι παρμένη η σημερινή περικοπή που αναφέρεται στο ίδιο γεγονός, συγκεντρώνει την προ­σοχή μας σε δύο κυρίως σημεία: στην εξουσία του Ιησού κατά των δαιμόνων και στην συζήτησή του με τους μαθητές περί της απιστίας ως αιτίας της αδυναμίας τους να επιτελέσουν την θεραπεία και περί της δυνάμεως της πίστεως.
«Αμήν γάρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκ­κον συνάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υ­μίν». Η παράδοξη εικόνα που χρησιμοποιείται στην φράση αυτή του Ιησού έχει την έννοια ότι η πίστη κάνει θαύματα, επιτελεί έργα καταπληκτικά, ακόμη και έργα τα οποία φαίνονται λογικά ακατόρθωτα. Η απαίτηση πολλών ανθρώπων να δουν πρώτα θαύματα για να πιστεύσουν προέρχεται από την ανθρώπινη αδυναμία να στηρίζει κανείς τα πάντα στην λογική απόδειξη, στην βεβαιότητα. Η παραπάνω φράση του Χριστού ανατρέπει την σειρά που απαιτεί η λογική του ανθρώπου και προβάλλει την πίστη σαν την προ­ϋπόθεση του θαύματος. Μόνο όποιος πιστεύει στον Θεό και στον σταυρό του Υιού του Θεού βλέπει το θαύμα της θείας αγάπης να αγκαλιάζει και να μεταμορφώ­νει τον χαλασμένο από την αμαρτία κόσμο σε «καινή κτίσι».
Η σύγχρονη του Ιησού γενιά ζητά σημάδια για να πιστέψει στην θεία προέλευσή του: «θέλομεν από σου σημείον ιδείν», κι όσοι στέκουν μπροστά στον σταυ­ρό προκαλούν τον Χριστό να κατεβεί από τον σταυρό για να αποδείξει την δύναμή του. Δεν μας θυμίζουν όλα αυτά τις σατανικές υποδείξεις από την γνωστή διήγηση των πειρασμών (Ματθ. 4, 1 – 11. Λουκ. 4, 13) ; Μ’ άλλα λόγια η προσπάθεια να πεισθεί ο άν­θρωπος λογικά πριν πιστέψει έχει μέσα της κάτι το δαιμονικό, κάτι που δηλώνει την πεσμένη και φθαρ­μένη φύση του. Η αναζήτηση σιγουριάς είναι χαρα­κτηριστικό του ανθρώπου έτσι όπως αυτός έχει διαμορ­φωθεί μετά την πτώση.
Η πίστη που ξεπερνά τους λογικούς ενδοιασμούς και τις φυσικές επιφυλάξεις είναι χαρακτηριστικό μιας νέας εποχής, της εποχής που ανανεώνεται εν Χριστώ η φύση του ανθρώπου, ώστε να μην αναζητά πλέον ο άνθρωπος θαύματα για να στηρίξει την πίστη του αλ­λά να βλέπει με την πίστη παντού θαύματα. Όλα τα κατ’ άνθρωπον ακατόρθωτα γίνονται κατορθωτά. Κι η λύτρωση του κόσμου που με τις ανθρώπινες προο­πτικές είναι ακατόρθωτη, γίνεται πραγματικότητα διά του Χριστού. Αυτή την νέα πραγματικότητα της λυτρώσεως την βλέπει κανείς με την πίστη του κι έτσι όλα γύρω του γίνονται ένα θαύμα της θείας αγάπης.
Το αίτημα να προηγηθεί το θαύμα για να έλθει η πίστη είναι δαιμονικό· η πρόταξη της πίστεως με συνέπεια το θαύμα είναι δώρο θεϊκό.


(Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλου, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου, Οδός Ελπίδος, σ. 159-161)

Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2015

Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς (Ματθ. ιδ΄ 14-22)- Ἰωάννης Καραβιδόπουλος

Ὁ χορτασμὸς τοῦ πεινασμένου λαοῦ στὴν Παλαιστίνη ἀποτελοῦσε σημάδι μεσσιανικό: Αὐτὸς ποὺ δίνει τροφὴ στὰ πλήθη καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ὑπερφυσικὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ στιγμὴ τοῦ συγκλονιστικοῦ πειρασμοῦ μετὰ τὴ βάπτιση λέγει ὁ σατανᾶς στὸν Χριστό: «Ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πὲς νὰ γίνουν αὐτὲς οἱ πέτρες ψωμιὰ» (Ματθ. 4, 3. Λουκ. 3-4), γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: «Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνο μὲ τὸ ψωμὶ ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ». Ὡστόσο, ὅταν ὁ ἴδιος ἔκρινε πὼς ἦλθε ἡ κατάλληλη στιγμή, ἔκανε τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ χόρτασε πέντε χιλιάδες λαοῦ.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς (βλ. Μάρκ. 6, 31-44. 8, 1-9. Ματθ. 14, 14-22. 15, 32-39. Ἰωάν. 6, 1-15), ὄχι μόνο γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ καὶ μοναδικὸ στὸ εἶδος του, ἀλλὰ γιατί κρύβει μέσα του ἕνα βαθύτερο συμβολισμὸ καὶ ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο. Ἐὰν ἀποτελεῖ θαῦμα τοῦ μίσους καὶ τῆς κακίας ποὺ ἐκπλήσσει ὅλους μας τὸ ὅτι σήμερα μὲ τόσο πλοῦτο καὶ μὲ τόσες παραγωγικὲς πηγὲς στὸν κόσμο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ὑποσιτίζονται καὶ πεθαίνουν ἀπὸ πείνα, ἄλλο τόσο καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο εἶναι θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια χορταίνουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι!

Στὸ θαῦμα αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ἡ σημερινὴ περικοπή, εἶδε ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο: ἀναγνώρισε τὴν προτύπωση τοῦ «ἄρτου τῆς ζωῆς», τῆς πραγματικῆς τροφῆς ποὺ ὅποιος τὴν τρώγει ζεῖ αἰώνια, χωρὶς νὰ φοβᾶται τὴν πείνα καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ὁ ἄρτος αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται νὰ θανατωθεῖ στὸν σταυρὸ γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εὐθὺς μετὰ τὴ διήγηση τοῦ θαύματος, παραθέτει μία ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ περὶ θείας Εὐχαριστίας, στὴν ὁποία λέγει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς ποὺ τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου ἔχει ζωὴ παντοτινή, κι ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἔσχατη ἡμέρα» (Ἰωάν. 6, 54). Πολὺ σοφὰ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτήρισαν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας «φάρμακο ἀθανασίας», γιατί ἡ τροφὴ αὐτὴ δὲν χορταίνει τὶς ὑλικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες ἀλλὰ τὴν πείνα καὶ δίψα τῆς αἰωνιότητας.

Νὰ γιατί ὁ Χριστὸς ἀποφεύγει τὶς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ, κατὰ τὴ διήγηση τοῦ θαύματος ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Ὁ λαὸς βλέπει στὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν του καὶ σπεύδει νὰ ἁρπάσει τὸν ἰσχυρὸ προστάτη του καὶ νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως ξεφεύγει ἀπ’ ἀνάμεσά τους καὶ πηγαίνει στὸ ὄρος νὰ προσευχηθεῖ. Δὲν πρέπει νὰ μείνουν στὸ ἐξωτερικὸ σημάδι. Ὁ νοῦς του εἶναι προσανατολισμένος στὴν Ἐκκλησία ποὺ πρόκειται νὰ ἱδρυθεῖ καὶ γιὰ τὴν ὁποία τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι μιὰ προεικόνιση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε καὶ ἡ ὁρολογία τῆς διηγήσεώς μας («λαβών», «ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανόν», «εὐλόγησε», «καὶ κλάσας ἔδωκε») μᾶς ἐνθυμίζει τὴ διήγηση περὶ τοῦ Μ. Δείπνου (Ματθ. 26, 26-29. Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20). Κι ἀκόμη ἂς προσθέσουμε ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἀπὸ τὴν εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐνισχύει τὴν παραπάνω ἑρμηνεία: Ἡ παρουσία τῶν ἰχθύων στὶς συμβολικὲς παραστάσεις τῆς θείας Εὐχαριστίας στὶς τοιχογραφίες τῶν κατακομβῶν μαρτυρεῖ ὅτι στὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων εἶδε ἡ Ἐκκλησία τὸν χορτασμὸ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς».

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς μας μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ στὰ ἑξῆς: Ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπροσωπεῖ ἁπλῶς μία ὡραία καὶ ὑψηλὴ διδασκαλία ποὺ ἐξυψώνει ἠθικά τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ εἶναι καὶ μυστήριο, τὸ μυστήριο τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ποὺ ἀποτελεῖ πηγὴ ζωῆς καὶ φάρμακο ἀθανασίας. «Ἐὰν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 6, 51). 

Κυριακή, Ιουλίου 05, 2015

Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ



Κεντρικὸς στόχος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ διαβάζεται τὴν Ε' Κυριακὴ Ματθαίου εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς μεσσιανικῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Μὲ τὴ δράση τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή του καὶ ἐν συνέχειᾳ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας καταργεῖται τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν δαιμόνων, ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους καὶ ἀρχίζει μία νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.

Δείγματα τῆς νέας αὐτῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ οἱ θεραπεῖες δαιμονιζομένων, ἀνθρώπων δηλ. ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ κάποιο ψυχικὸ νόσημα ὀφειλόμενο στὴν ἐπήρεια δαίμονος.

Περιγράφοντας τοὺς δύο ἀσθενεῖς τῆς διηγήσεώς μας μὲ σύγχρονους ὅρους καὶ βοηθούμενοι ἀπὸ τὶς παράλληλες διηγήσεις τοῦ ἴδιου γεγονότος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς —οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περὶ θεραπείας ἑνὸς δαιμονιζομένου (Μάρκ. 5, 1-20 καὶ Λουκ. 3, 26-39)— μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά τους:

α) Ἦταν κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ὡς ἐπικίνδυνοι («χαλεποὶ λίαν»,

β) Κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητος — «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης»,

γ) Εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητος — «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν».

δ) κυριαρχοῦνταν ἀπὸ τὴν τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς — «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις».

Εἶναι πράγματι ἄθλια ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὑποταγμένου στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ. Γιατί ἡ παρουσία αὐτοῦ σημαίνει τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν πάντων, ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέχρι τῶν ζώων, στὰ ὁποῖα μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες, κατὰ τὴ διήγησή μας, σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο, γιὰ νὰ φανεῖ ἔτσι ἄλλη μία φορὰ πὼς ὁ σατανᾶς σκορπᾶ τὴν καταστροφὴ ἀπ’ ὅπου περάσει.

Κι ἡ ἐποχή μας, μολονότι δὲν συμμερίζεται τὴν ἀντίληψη τῶν χρόνων τῆς Κ. Διαθήκης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια ὡς ὀφειλόμενη στὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἔχει νὰ παρουσιάσει τόση ποικιλία περιπτώσεων κυριαρχίας τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλει κανεὶς γιὰ τὴ βοώσα παρουσία καὶ φθοροποιὸ δράση του. Κι ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς θυμηθεῖ τὸν πετυχημένο στίχο τοῦ γάλλου ποιητῆ Baudelaire ὅτι «ἡ πιὸ ἔξυπνη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Βέβαια, ὅποιος ἀναζητᾶ τὸ σατανᾶ στὶς ἀνθρωπομορφικὲς ἢ μᾶλλον τερατόμορφες παραστάσεις προηγουμένων ἐποχῶν, δὲν θὰ τὸν βρεῖ πουθενὰ καὶ θὰ πλανᾶται μὲ τὴν ἐντύπωση πὼς δὲν ὑπάρχει, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸ κακὸ ἔχει τόσες φθοροποιὲς καὶ ὀλέθριες ἐκδηλώσεις μέσα στὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ μόνιμη παγίδα καὶ μάλιστα γιὰ τὸν πιὸ ἀνύποπτο καὶ ἀπροειδοποίητο ἄνθρωπο.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου σημαίνει τὴ νίκη τῆς καλωσύνης ἐπὶ τῆς κακίας, τῆς ἀγάπης ἐπὶ τοῦ μίσους, τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ συγκεντρώνονται στὴν Ἐκκλησία, λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, γιὰ νὰ μετάσχουν στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, συντρίβονται οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις —πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὸν καθαρὸ ἀέρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μακριὰ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή. Ἴσως στὴ φράση τῶν δαιμόνων πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ποὺ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴ διήγησή μας, «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» καὶ ἰδίως στὸ «πρὸ καιροῦ» τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ συντριβὴ τοῦ κακοῦ ἤδη πρὸ τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Κι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἀπὸ τὸ τέλος τῆς διηγήσεως πρέπει νὰ προσελκύσει τὴν προσοχή μας. εἶναι ἡ πληροφορία ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἦλθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔδαφός τους. Ὁ φόβος μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ δὲν τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀναγνώριση τῆς μεσσιανικῆς ἐξουσίας του καὶ στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντί του. Μὴ μπορώντας νὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσφορὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἐπιτελεσθεῖσα θεραπεία τῶν ἀσθενῶν καὶ φοβούμενοι μήπως ὑποστοῦν καὶ ἄλλες ὑλικὲς ζημίες, ὅπως ἡ καταστροφὴ τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, ζητοῦν τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰησοῦ.

Τὸ ὑλικὸ συμφέρον τυφλώνει πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ δεῖ καθαρότερα τὸ πνευματικό του συμφέρον, τὸν κάνει νὰ προτιμᾶ τὴν ὑποδούλωση στὴ δαιμονικὴ δύναμη παρὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ προσφέρει ὁ Θεός.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἕνα μήνυμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ κυριαρχία. Ἐὰν τὸ οἰκονομικὸ συμφέρον, ἡ κοινωνικὴ συμβατικότητα ἢ ἄλλοι παράγοντες ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ δεχθεῖ τὴ θεία δωρεά, τότε παραμένει αἰχμάλωτος τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων, ἔχοντας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὲς εἶναι ἀνύπαρκτες, ἀφοῦ δὲν βρίσκει τὶς μορφὲς τους ὅπως τὶς συνέλαβαν ἄλλες προηγούμενες ἐποχές, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα αὐτὲς τὸν καταδυναστεύουν.

Σάββατο, Ιουνίου 13, 2015

Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16 Κυριακὴ Β΄Ματθαίου

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου


Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη: 

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ' αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι: 

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, 
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος 
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή. 

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2015

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16



Κυριακὴ Β΄Ματθαίου


Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ' αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι:

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή.

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

Σάββατο, Ιουνίου 06, 2015

Κυριακή των Αγίων Πάντων Ἡ σκυταλοδρομία τῆς πίστης Ἰωάννης Καραβιδόπουλος




Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ περιγράφει τὰ κατορθώματα τῆς πίστης τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ σὰν νέφος μᾶς περιβάλλουν καὶ ἀποτελοῦν φωτεινοὺς δεῖκτες τῆς πορείας μας πρὸς τὸ τέρμα, πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ 'χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἔχοντας, λοιπόν, γύρω μας μία τόσο μεγάλη στρατιὰ μαρτύρων, ἂς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἂς ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν Ἰησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ». (Ἑβρ.11,33-12,2).


Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς πίστης, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, νίκησαν τὶς δυνάμεις ξένων βασιλιάδων, ὅπως π.χ. ὁ Γεδεὼν, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Ἰεφθάε κ.ἄ., τὰ κατορθώματα τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται τὸ Παλαιοδιαθηκικὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη ὅταν κατεῖχαν κάποιο ὑπεύθυνο ἀξίωμα, πέτυχαν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως π.χ. ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δυναμώθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, ὅπως ὁ ἀσθενὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἀναδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐχθρικὰ στρατεύματα, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

‘Αλλοι πάλι ἐξαιτίας τῆς πίστης τους πέθαναν μὲ τρόπο μαρτυρικὸ ἐπάνω στὸ κυκλικὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο, λιθοβολήθηκαν ὅπως οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καὶ Ἱερεμίας, πριονίστηκαν ὅπως, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἠσαΐας, ἀποκεφαλίστηκαν ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους διωγμένοι, σὲ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιές, ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων ἢ κατσικιῶν, ὅπως ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισαῖος, ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλοι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει ἢ ὑπαινίσσεται ὁ ἱ. συγγραφέας καὶ ποὺ εἴτε νίκησαν μὲ τὴν πίστη τους, εἴτε μαρτύρησαν γι’ αὐτήν, ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιὰ τοὺς χριστιανούς, προδρόμους στὴν σκυταλοδρομία τῆς πίστης ποὺ μὲ τρόπο νικηφόρο ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὴ σκυτάλη τῶν εὐγενῶν ἰδανικῶν καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἐμεῖς τὸν ἀγώνα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους, ὑπογραμμίζουν τὴν εὐθύνη ποὺ πέφτει στοὺς ὤμους τῶν χριστιανῶν.

Σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ γκρέμισμα τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὶς ὑπεργήινες πραγματικότητες, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς μηχανές, ἡ ἀποθέωση τῆς τεχνολογίας, καλεῖται ὁ χριστιανὸς νὰ ἀναλογιστεῖ σὲ ποιὰ ἁλυσίδα εὐγενῶν καὶ ἡρώων ἀποτελεῖ κρίκο, σὲ ποιὸ τέρμα ἀπολήγει ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία νὰ σπάσει κανεὶς ἕναν κρίκο στὴν ἡρωικὴ ἱστορία τῆς πίστης προσαρμοζόμενος στὶς ἑλκυστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Κι ἂς μὴν αὐταπατώμαστε, εἶναι δύσκολο – γι’αὐτὸ καὶ πιὸ σπουδαῖο – νὰ μείνει κανεὶς πιστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, χάνοντας ἴσως τὴν κατὰ κόσμον ἐξέλιξή του. Τὸν δύσκολο αὐτὸν δρόμο μᾶς δείχνουν σήμερα οἱ Ἅγιοι Πάντες, τῆς παλαιᾶς καὶ νέας ἐποχῆς, μικροὶ ἢ μεγάλοι, γνωστοὶ ἢ ἄγνωστοι καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γίνουμε ἄξιοι συνεχιστὲς στὴ μακραίωνη σκυταλοδρομία τῆς χριστιανικῆς πίστης.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...