Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Κορναράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Κορναράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Ποιο θάνατο θανάτωσε ο Χριστός;



jesus_anastasi_2
(Ιωάν. Κων. Κορναράκη, Ομ. Καθηγητού του Παν/μίου Αθηνών)
Ο Χριστός, με τη σταυρική του θυσία, θανάτωσε τον θάνατο! Ποιόν όμως θάνατο; Τον θάνατο στον οποίο παραδόθηκε ο Αδάμ με τη βρώση του απαγορευμένου καρ­πού του δέντρου της γνώσης καλού και πονηρού. Αυτός ήταν ο κυρίως θάνατος, ο πνευματικός. Ο σωματικός ή­ταν πλέον συνέπεια του πνευματικού θανάτου και αφορούσε στο τέρμα ή τη χρονική λήξη της ψυχοσωματικής ζωής του ανθρώπου.
Με τον πνευματικό θάνατο νεκρώθηκε το «κατ’ εικό­να», δηλαδή νεκρώθηκαν τα θεουργά στοιχεία του «κατ’ εικόνα», το νοερό και το αυτεξούσιο. Οι νοερές λειτουρ­γίες της ψυχής και η ικανότητα της άσκησης της ελευθερίας του Αδάμ, σύμφωνα με τις θεουργικές προδια­γραφές του «κατ’ εικόνα»! Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο πνευματικός θάνατος είναι η ακινησία της νοεράς ουσίας προς το αγαθό, επειδή η ακινησία αυτή σημαίνει «ζωής αναχώρησιν».
Σωματικά ο Αδάμ συνέχισε να ζει και μετά την παρά­βαση της εντολής του Θεού. Συνέχισε να υπάρχει και να κινείται και να εργάζεται, αλλά δεν είχε μέσα του ζωή, δεν είχε πλέον την κυρίως ζωή! Ήταν παγιδευμένος στον πνευματικό θάνατο τον οποίο μετέδωσε, ως γενάρχης, σε όλους τους ανθρώπους!
Στο σταυρό του ο Χριστός αυτόν τον πνευματικό θάνα­το θανάτωσε, ο οποίος ήταν η αιτία του χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό, δηλαδή του θανάτου της ψυχής!
*
Ποιές ευεργετικές άραγε συνέπειες για τον άνθρωπο προέκυψαν από τον σταυρικό θάνατο του Χριστού; Ποιό ήταν το κέρδος του ανθρώπου της πτώσης, ο οποίος διά του μυστηρίου του Βαπτίσματος έγινε μέλος του Σώματος του Χριστού, «του παραδόντος εαυτόν εις θάνατον» υπέρ αυτού;
Εν προκειμένω ο απ. Παύλος, γράφοντας στους Φιλιππησίους, θα σημειώσει· «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος». Και θα συμπληρώσει μάλιστα, πολύ μεγαλύτερο κέρδος από το ζην «πολλώ γαρ μάλλον κρείσσον».
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το κέρδος; Ποιές είναι οι ευεργετικές-λυτρωτικές συνέπειες για τον ανακαινιζόμενο εν Χριστώ άνθρωπο;


*
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα γράψει ότι δεν είναι δίκαιο να ονομάζει κάποιος το θάνατο τέλος της ζωής, αλλά το τέλος αυτό που επέρχεται με το θάνατο πρέπει να το αποκαλεί απαλλαγή από το θάνατο και χω­ρισμό από τη φθορά και ελευθερία από τη δουλεία.
Η θέση του αυτή συστοιχεί με τον παύλειο λόγο, ότι ο Χριστός σαρκώθηκε κι έγινε μέτοχος της ανθρώπινης φύσης, προκειμένου με το θάνατό του να καταργήσει τον γεννήτορα του θανάτου, δηλαδή τον διάβολο, και να ε­λευθερώσει όλους εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν υποδουλωμένοι στο φόβο του θανάτου. Επομέ­νως οι αγωνιζόμενοι θεοφιλώς χριστιανοί δεν δοκιμά­ζουν πίκρα και φόβο μπροστά στο γεγονός του θανάτου, εφ’ όσον ήδη, κατά τον αψευδή του Κυρίου λόγο, αυ­τός που ακούει το λόγο του και τον πιστεύει εμπράκτως, τον βιώνει με συνέπεια ως λόγο Θεού, έχει εισέλθει στην αιώνια ζωή και δεν φοβάται καμιά καταδικαστική κρίση του Θεού, αλλά με τη μετοχή του στο μυστήριο της ζωής της Εκκλησίας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, έχει περάσει από το θάνατο της φθοράς της ανθρώπινης ζωής του στην αληθινή ζωή, η οποία είναι πάλι ο ίδιος ο Χριστός.
*
Η απουσία του φόβου του θανάτου από την ψυχή του πιστού οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά τον παύλειο λόγο, ο εν Χριστώ ανακαινιζόμενος άνθρωπος, βαπτισμένος στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού με το μυστήριο του Βαπτίσματος, δεν ανήκει πλέον απλώς στο Χριστό με ένα είδος εξωτερικής σχέσης, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι κρυμμένη στο Χριστό «εν τω Θεώ».
Γράφοντας ο απόστολος Παύλος προς τους Κολασσαείς, τονίζει ιδιαίτερα αυτό το γεγονός- «απεθάνετε γαρ (με το Βάπτισμα) και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χρι­στώ εν τω Θεώ». Αλλά ο χριστιανός ο οποίος θανάτωσε μέσα του την αμαρτία, έχει μεταβεί από το θάνατο αυτό στη ζωή του Χριστού και με το μυστήριο της θείας Ευχαρι­στίας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου· «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».
Επομένως κανείς χριστιανός, ο οποίος αγωνίζεται θεοφιλώς, κατά την πορεία του προς το «καθ’ ομοίωσιν», δεν ζει πλέον μόνος του. Αυτός και ο εαυτός του. Αλλά ζει «συν Χριστώ εν τω Θεώ»! «Και θάνατος αυτού ου κυρι­εύει»!
(Ιωάν. Κων. Κορναράκη, Ομ. Καθηγητού του Παν/μίου Αθηνών, Σώμα και Αίμα Χριστού, Αθήνα 2010, σ. 104-108)

Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2014

Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄγχος 'Ιωάννης Κορναράκης

Τὸ ἄγχος εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα πληθωρικὸ ψυχολογικὸ χαρακτηριστικό τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ χαρακτηρισμοί: ἀγχώδης ἀντίδραση, ἀγχογόνος κατάσταση ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀγχωτικὸς τύπος καὶ ἄλλοι παρόμοιοι καὶ σχετικοὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄγχους χαρακτηρισμοί, ἀκούγονται συχνὰ στὴν καθημερινή μας ζωή.

Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἔρευνας τὸ ἄγχος ἐντοπίσθηκε ὡς νοσογόνο σύμπτωμα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων θεωριῶν τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους (τοῦ ἀσυνειδήτου).

Ἀλλὰ τὸ ἄγχος ὑπῆρχε πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπὸ κάποια χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἑξῆς, ὡς λανθάνον αἴτιο ἐνδεχόμενης ψυχικῆς διαταραχῆς, μικρῆς ἢ μεγάλης ἐκτάσεως. Ἁπλῶς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ συνεχεῖς, μεγάλες καὶ συχνὰ ἐκπληκτικὲς ἀλλαγὲς συνθηκῶν καὶ ὅρων ἀνθρώπινης ζωῆς, ὀφειλόμενες στὴν ταχεία ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν καὶ μάλιστα τῆς τεχνολογίας, ὅπως καὶ στὴ σχετικὴ συνεργία λοιπῶν κοινωνικῶν, ἰδεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν παραγόντων, συνετέλεσαν στὴν ἔντονη διέγερση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, μὲ συνέπεια τὴν ἐκδήλωση ψυχολογικῶν προβλημάτων ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικῶν συμπτωμάτων μὲ κορυφαῖο, συχνά, χαρακτηριστικὸ τὸ ἄγχος.

Τὸ ἄγχος γεννήθηκε στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸν παράδεισο ἀμέσως μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία. Ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, βιώθηκε καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη μέσα στὸν παράδεισο ὡς ἀγχογόνος ἀντίδραση στὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς αὐτῆς, ἐπὶ τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ πρώτη ἀγχωτικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους σχετίζεται μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ζεύγους αὐτοῦ· «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γεν. γ’ 7).

Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ στίχου αὐτοῦ δείχνει ὅτι οἱ παραβάτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μόλις ἔφαγαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, τόσον ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὥστε ἀμέσως, χωρὶς τὴν παραμικρὴ χρονοτριβή, προσπάθησαν νὰ καλύψουν τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ψυχικῆς, ἀπαράδεκτης γι’ αὐτούς, εἰκόνας τους.

Ἔτσι στὸ Γεν. 3,7 ἔχουμε δύο σημαντικὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν παραβατῶν αὐτῶν τὴν ἀπαράδεκτη γι’ αὐτοὺς μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς αὐτοσυνειδησίας τους αὐτῆς, μὲ τέτοια συνάφεια μεταξύ τους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἐντυπωσιακὰ ὁ ἀγχώδης χαρακτήρας τῆς ἀμεσότητος μὲ τὴν ὁποία ἔσπευσαν, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν κάλυψη αὐτή, τῆς κακοποιημένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προσωπικῆς τους εἰκόνας.

Ἐξάλλου ἡ δεύτερη ἀγχώδης ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ εἰκόνα τους, ἦταν ἡ ἄμεση, ἐσπευσμένη, ἀπόκρυψή τους πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν» (Γεν. 3, 8). Τὸ ἠχητικὸ ἐρέθισμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκάλεσε ἔντρομη φυγὴ καὶ κρύψιμο. Ἔτσι «ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου».

Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ὀνομαστικῶς τὸν Ἀδάμ, μὲ τὴν ἐρώτηση· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος ἀπήντησε ὁμολογώντας καὶ δικαιολογώντας συγχρόνως τὸ κρύψιμό του πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου· «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνὸς εἰμί, καὶ ἐκρύβην». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς γυμνότητος τῆς εἰκόνας τους ἀπὸ τὰ θεουργὰ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» λειτούργησε μὲ ἔντρομη ἀμεσότητα, γιὰ τὴν ἀπόκρυψή τους ἀπὸ τὴν ἐλεγκτικὴ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. «Ἐφοβήθην» καὶ «ἐκρύβην»! Φόβος καὶ κρύψιμο, πρὸ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!

Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συσχετίσουμε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις ἢ ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου, φόβο καὶ κρύψιμο, μὲ βασικὲς ἔννοιες τῆς Ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (τοῦ Βάθους), θὰ διαπιστώναμε χωρὶς δυσκολία τὴ σύμπτωση τοῦ ἀδαμικοῦ φόβου μὲ τὸ ἄγχος, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ ἡ σύγχρονη Ψυχολογία στὴν ψυχοδυναμική του λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρύψιμο θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ τὸ παραλληλίσουμε καὶ μᾶλλον νὰ τὸ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τοῦ ἑαυτοῦ στὸ ἀσυνείδητό του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια αὐτή, στὴ σχέση της μὲ τὸ ἄγχος, ἡ ἴδια Ψυχολογία.

Σύμφωνα μὲ τέτοιες συσχετίσεις μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία ἐπεσκότισε πράγματι καὶ ἀχρείωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ χαρισματικὴ (θεουργὸ) δυναμική τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν πρωτόπλαστο, βυθίστηκε στὸ σκότος μιᾶς ψυχικῆς πραγματικότητας, ἄγνωστης πλέον καὶ ἀπρόσιτης στὸ σκοτισμένο λογικό του ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε μὲ τὴ γλώσσα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του.

Ἔτσι, στὸ ἑξῆς, οἱ ψυχικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου εἶχαν πλέον ἀσυνείδητες ἀφετηρίες, ἐφόσον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, βυθισμένος στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κατόπτευση φωτιστικὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, στὴν ὁποία εἶχε ἤδη δουλωθῆ.

Ἑπομένως ὄχι μόνο τὸ ἄγχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση τοῦ ἑαυτοῦ στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του, εἶναι συμπτώματα τῆς διαβρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἁμαρτία, μὲ κοινὴ ὅμως ἐσωτερικὴ ἁμαρτητικὴ σχέση, ποὺ οὐσιώνεται στὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἄγχος ἔχει σαφῶς ἐνοχικὴ ἀφετηρία. Ἐκφράσθηκε ὡς φόβος μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη Ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου, κατανοεῖ τὸ ἄγχος ἐπίσης ὡς ἀσυνείδητη καὶ διάχυτη στὴ συνολικὴ ὕπαρξη τοῦ ἄνθρωπου ἐνοχικὴ ἀγωνία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ ἰσχυρότερο πάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· τὸ βίωμα ἢ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, ποὺ ἐξάλλου ἀποτελεῖ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ νευρωτικοῦ γενικὰ φαινομένου.
 
*
 
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ ἄγχος ὑποδηλώνει τὴν ἀόριστη, μὴ δυνάμενη νὰ προσδιορισθεῖ ἐξ ἀντικειμένου ἀγωνία ἐνώπιον κάποιας ἀπειλῆς κινδύνου. Τὸ δὲ ἔντονο κινητικὸ – ψυχοδυναμικὸ στοιχεῖο του, ποὺ προεκτείνεται συχνὰ στὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀγχωτικῆς ἀντιδράσεως, μὲ μορφὴ ἐπιθετικότητος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μαρτυρία τῆς ἐνοχικῆς ἀφετηρίας του.
 
*
 
Ἀλλὰ τὸ ἄγχος, ὡς παθογόνος παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς πάθος, εἶναι ὑπὸ ὡρισμένους ὅρους, ἐπιδεκτικὸ μιᾶς ἀξιοποιήσεώς του ὡς ἐργαλείου πνευματικῆς καὶ μάλιστα νηπτικῆς προκοπῆς. Κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, τὰ πάθη, ἂν καὶ δὲν «συνεκτίσθησαν προηγουμένως» στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῶν παθῶν ποὺ εἶχαν (καὶ τὰ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὴ σαρκική τους ἀφετηρία) γιὰ τὴν ἀπόκτηση οὐρανίων ἀρετῶν. Ὅπως τὸ φόβο ὡς μέσο προφυλάξεως ἀπὸ τὴ μέλλουσα τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη, ὡς διορθωτικὴ διάθεση, κατὰ τὴ μεταμέλεια γιὰ κάποιο κακό, ποὺ διαπράχθηκε κατὰ τὸν παρόντα βίο.

Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία μεταποιητικὴ «κατεργασία» τῆς δυναμικῆς ἑνὸς πάθους σὲ πνευματικὴ λειτουργία ἀρετῆς. Τὴ μεταποιητικὴ αὐτὴ μέθοδο μεταβολῆς μιᾶς ἀρνητικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας σὲ θετικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἐνέργεια ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματικῆς ζωῆς, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.

Ἐφόσον· «Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν πάντως αἰσθητοῦ τινός, καὶ αἰσθήσεως καὶ «φυσικῆς δυνάμεως», θυμοῦ λέγω τυχόν, ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος τοῦ κατὰ φύσιν συνίσταται», εἶναι δυνατὸν ἕνας «σπουδαῖος» πνευματικὸς ἀγωνιστής, κατὰ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἀρετῆς νὰ «μεταποίησῃ ἢ νὰ «μεθορμήσῃ» ἢ νὰ «μετεργασθῇ» ἢ νὰ «ἐπαναγάγῃ» τὴ φυσικὴ αὐτὴ δυναμική τοῦ πάθους σὲ βιωματικὴ ποιότητα ἀρετῆς.

Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ποὺ ἀνήκει σ’ ἕνα ἀγχώδη τύπο, νὰ προσπαθήσει νὰ «μεθορμήσῃ» τὴν ἀγχωτική του δυναμικὴ σὲ ὑψηλὰ πεδία πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, ἡ πατερικὴ προσοχὴ καὶ ἄλλες παρόμοιες πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐνέργειες. Στὴν ἁγιογραφικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν πατερικὴ διδαχὴ συναντοῦμε προτροπὲς ποὺ μᾶς προσανατολίζουν στὴν πνευματικὴ ἀξιοποίηση μιᾶς «ἀγχωτικῆς» ἢ «φοβικῆς» δυναμικῆς. Ὅπως ἐνδεικτικῶς•

α) Στὴν Π. Δ. «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ β’ 11).

β) Στὴν Κ.Δ. «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται… μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας».

«Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη.

γ) Κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, αὐτὸς ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ εὐχαρίστησει τὸ Θεὸ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ… ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ μάθει τὴν εὐχὴ καὶ «βιάζεται καὶ ἄγχει». Κι’ αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βιάζεται καὶ ἄγχει καὶ ἐθίζει ἔθος ἀγαθόν… Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν».

Ὁ ἴδιος ἅγιος συνιστᾶ «Πάντοτε ο»=υν ἐν τῇ συνειδήσει ὀφείλεις ἔχειν τὴν μέριμναν καὶ τὸν φόβον…. τὸν φόβον καὶ τὸν πόνον, ὡς φυσικὸν καὶ ἄτρεπτον, τὸν συντριμμὸν τῆς καρδίας πάντοτε πεπηγμένον».

Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἂν ἀξιωθεῖ νὰ ἀπόκτησει κάποιο χάρισμα γνωρίζει πῶς τὸ κατόρθωσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθεῖ γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό, ὅτι μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ ἀπέκτησε ἀλλὰ τὸ ἀποδίδει στὸ Θεὸ καὶ συνεχῶς τὸν παρακαλεῖ «τρέμων» νὰ μὴ ἀποδειχθεῖ ἀνάξιος αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος καὶ στερηθεῖ τῆς βοηθείας του καὶ ἀποκαλυφθεῖ ἔτσι ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἀδυναμία του.

Ἡ ἀνάδυση τοῦ ἄγχους ἀπὸ ἀσυνείδητες, ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐνδοψυχικὲς ἀφετηρίες, κάνουν πολὺ δύσκολη, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴν κατὰ μέτωπο καταπολέμησή του. Γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ σ’ ὅλα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πατερικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ἀλλὰ ἀνταγωνιστής, δείχνει ὅτι ἡ μέθοδος τῆς μετοχετεύσεως τῆς ψυχικῆς δυναμικῆς τοῦ πάθους σὲ στόχους πνευματικῆς ζωῆς, δημιουργεῖ ἐλπίδες μιᾶς θεοφιλοῦς ἀξιοποιήσεως τοῦ ἄγχους, σὲ νηπτικοὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες φωτιστικῆς αὐτογνωσίας, στὸ κλίμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ.

Ἂν τὸ ἄγχος βιώνεται ὡς ἕνας ἀνεπιθύμητος ψυχικὸς ἀναγκασμός, σὰν μία πιεστικὴ βία στὸν πυρήνα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνταγωνιστεῖ κανεὶς τὸ ἄγχος εἶναι ἡ ἄσκηση βίας στὴ βία τοῦ πάθους αὐτοῦ. Στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι χρήσιμη ἡ προτροπὴ τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ· «Θέλησον τῇ βίᾳ τῆς φιλόθεου σπουδῆς ἐκνικῆσαι καὶ λῦσαι τὴν βίαν (τοῦ ἄγχους)! «Ἡμεῖς τῇ βίᾳ τὴν βίαν καταγωνισώμεθα».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στὸ ἐρώτημα «πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετώπισει καὶ νὰ ἀξιοποίηση τὸ ἄγχος ὡς ἐργαλεῖο πνευματικῆς προκοπῆς;» μία ἐπιγραμματικὴ – συνοπτικὴ ἀπάντηση θὰ ἦταν, στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ ἑξῆς·

- Νὰ παραδώσει τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ τὸ συνοδεύει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

- Νὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἰδεῖ καὶ νὰ τὸ κατανοήσει στὴν ψυχοδυναμική του ἰδιαιτερότητα ὡς φοβίας ἢ ἀόριστης ἀγωνίας ἢ ἀναιτιολόγητης ἐπιθετικῆς παρορμήσεως ἢ τέλος ὡς ἐνοχικῆς φοβικῆς εὐαισθησίας, ὡς παράγοντα τῆς παιδείας τοῦ Κυρίου!

- Νὰ ἐντοπίσει ἐνδεχομένως τὸ ἐνοχικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἄγχους, ποὺ συνήθως ἀποτελεῖ τὴν κυρία ψυχοδυναμική του ἀφετηρία. Ἀπωθημένες ἁμαρτητικὲς ἐμπειρίες, δηλ. ἀνεξομολόγητες ἐνοχές, ἐκδικοῦνται μὲ ἀσυνείδητη ἀγχώδη ἀντίδραση.

- Νὰ συλλάβει τὴν ἀφυπνιστικὴ πνευματικὴ σημασία τοῦ ἄγχους, ὡς ἐρεθίσματος μιᾶς ἐργασίας αὐτογνωσίας μὲ κριτήρια ἀντικειμενικὰ καὶ ὄχι αὐτοδικαιωτικά.

- Νὰ μεταποιήσει τὴ δυναμική τῆς ἀγχωτικῆς ἀγωνίας σὲ νηπτικὸ τρόπο βιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν μνημονευθεῖσα προτροπὴ τοῦ ἄγ. Μακαρίου του Αἰγυπτίου· «Καὶ ἡμεῖς τοίνυν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πραότητα., ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Θεός»!

Ὄντως τὰ ἀντίρροπα τοῦ ἄγχους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πραότητα!

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Ο ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ Ιωάννου Κορναράκη

Ο  ΚΑΤΑ  ΦΑΝΤΑΣΙΑ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ιωάννου Κορναράκη
Από το περιοδικό «ΑΜΠΕΛΟΣ ΕΥΚΛΗΜΑΤΟΥΣΑ»
που εκδίδει ο Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ταξιάρχου Ωρεών (Απρίλιος 2014)

    Διάβασα πρόσφατα σε ένα υπέροχο και εμπνευσμένο συγγραφικό πόνημα του μακαριστού πλέον ομοτίμου καθηγητού της Ποιμαντικής Θεολογίας του ΑΠΘκ. Ιωάννου Κορναράκη«Ο κατά φαντα­σίαν Χριστιανός- κάτω από το φως της εικόνας του ΠΑΤΕΡΙΚΟΥ ανθρώπου», (Εκδ. Ι. Μ. Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού -Κέρκυρα, Αθήνα 2011, σελ. 62-63)

Ο
Θεός να μας λυπηθεί και να μας ελεήσει.Νομίζω, το παραπάνω κείμενο εκθέτει τους πραγματι­κούς λόγους του πνευματικού «βαλτώματος» πολλών εξ ημών. Δείχνει, όμως, μετά τη διάγνωση και την ενδεικνυόμενη λύση. Προσευχή, ταπείνωση, εγρήγορση, διάρκεια της πνευματικής ζωής.
«Ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος σκιαγραφεί την εικόνα τον κατά φαντασία χριστιανού, όταν σημειώνει ότι συμβαίνει μερι­κοί χριστιανοί να είναι σε ένα βαθμό μέτοχοι της χάριτος, ενώ ακόμα συνυπάρχει μέσα τους η κακία, η οποία, με την πο­νηρή τέχνη της, δείχνει την παρουσία της, αλλά μένει ανενεργή, ώστε να κάνει τον χριστιανό εκείνο να νομίσει ότι καθαρίστηκε από την αμαρτία και να διολισθήσει στην οίηση, λέγοντας καθ' εαυτόν 'χριστιανός είμι τέλειος'. Στην κατάσταση όμως που αμεριμνεί και δεν αγωνίζεται κα­τά της αμαρτίας, εκείνη με κρυφό και ληστρικό τρόπο τον ρίχνει 'στα κατώτατα της γης'. Προκαλεί την μεγάλη πτώση του.
»Ο κατά φαντασίαν χριστιανός έχει γεύση κάποιων χαρισματικών εμπειριών, οι οποίες τον βεβαιώνουν ότι είναι καλός χριστιανός και αισθάνεται αυτάρκεια πνευματικής ζωής. Στην κατάσταση αυτή υποτιμά κάποιες πτώσεις του, επειδή με την αίσθηση ότι είναι, όχι βέβαια τέλειος, αλλά πά­ντα ένας καλός χριστιανός, αναπαύεται στον άνετο χώρο της φαντασίας του.
Στο χώρο αυτό απωθούνται οι πτώσεις του και παραμένουν στον ασυνείδητο ψυχισμό του, έως ότου η αμαρτία τις αφυπνίσει εναντίον του.
Σε πολλά πατερικά κείμενα διαπιστώνεται η συμφωνία των Πατέρων στο ότι η φαντασία αποτελεί παραπλανητικό παράγοντα πνευματικής ζωής για το χριστιανό εκείνο, ο οποίος προσκολλάται στα αισθητά και υλικά μεγέθη της ύπαρξης, στην υλική ποιότητα της ζωής και δεν προκύπτει πνευματικά στην εργασία των ευαγγελικών αρετών.
Ο κατά φαντασία χριστιανός, με τον έντονο εξωστρεφικό του χαρακτήρα και τη διψυχία του να είναι και μέσα στην Εκκλησία και μέσα στα δρώμενα τον κόσμου, βιώνει διαχρονι­κή τη διάσπασή του, να είναι 'ακατάστατος εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού'».




:πηγή

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; (Λουκ. 18, 18-27)

Κυριακὴ ΙΓ’ Λουκᾶ 

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες: 

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του. 

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό. 

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013

Τὸ διαζύγιο ὡς ρῆγμα..... Κορναράκης 'Ιωάννης


Τὸ διαζύγιο ὡς ρῆγμα στὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου


Τὸ διαζύγιο, ὡς γεγονὸς διαρρήξεως μιᾶς, πρωταρχικῆς σημασίας γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, συζυγικῆς διαπροσωπικῆς σχέσεως, πλήττει τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, σὲ μία σειρὰ ἁλυσιδωτῶν σχέσεων ἀτόμων ἐμπλεκομένων, οὕτως ἢ ἄλλως, συγγενικῶς μὲ τοὺς ἀρχικοὺς συντελεστὲς τῆς διαρρήξεως αὐτῆς!


Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου πραγματώνεται μυστηριακῶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στὴν ἀρχικὴ προπτωτική του εἰκόνα. Τὸ ἀνδρόγυνο, στὸ γάμο, ἐξεικονίζει τὴν τέλεια ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἐν λόγῳ σκοποῦ, ἀνθρώπινη διαπροσωπικὴ ἑνότητα στὴ μονάδα δύο προσώπων! Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν ὀντολογικὴ πληρότητα τῆς ἀρχικῆς του εἰκόνας, ἐφόσον, μὲ τὸ μυστήριο αὐτό, ὁ ἄνθρωπος ὑποστασιάζεται πλέον ὡς «μονὰς» («καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν») στὴ δυάδα τῶν συζυγικῶν προσώπων γίνεται «ἀνδρὸγυνος»! Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἰς ἀνδρόγυνο!


Στὴν περίπτωση αὐτή, ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἐπιστρέφει στὴν ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του, μέσω τῆς ἀναπλασθείσης διὰ τῶν δημιουργικῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ, πλευρᾶς του καὶ συμπληρώνεται, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τὸ κενό, τὸ ὁποῖο κατέλυσε ἡ ἀποσπασθεῖσα αὐτὴ πλευρά του, μὲ τὸ θεῖο δῶρο τῆς θεραπείας τῆς μοναξιᾶς του («Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον»)• τὴ γυναίκα!


Ἐξάλλου, ἀτενίζοντας τὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτὸ του («τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»), καὶ ἀποδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου, ὅτι «Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναίκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἑαυτὸν ἀγαπᾶ»! (Ἐφεσ. ε’ 28) Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, σημειοδοτεῖ τὴν χαρισματικὴ ἢ μυστηριακὴ ὀντολογικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γενικῶς προσώπου. Ὁ γάμος καταφάσκει τὴν μυστηριακὴ σχέση τῶν δύο συζύγων, ὡς ἀπόδειξη τῆς πραγματώσεως τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, στὸ κεφάλαιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ γάμου!


Ἀλλὰ τὸ διαζύγιο δὲν διασπᾶ μόνο τὴ συζυγικὴ ἑνότητα καὶ τὴ σχέση δύο μόνον προσώπων. Τὸ διαζύγιο μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία καὶ πηγὴ πολλῶν μελλοντικῶν, συνεχῶν, διασπάσεων, καὶ ἐκλύσεων ψυχικῶν διαταραχῶν σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐνδεχομένως θὰ ἐμπλακοῦν, οὕτως ἢ ἄλλως, στὸ μεγάλο κύκλο ἀνθρωπίνων, διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀπορρεουσῶν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀφετηρία δύο διαζευγμένων γονέων.


Ἐὰν δηλ. ὁ ἕνας πρώην σύζυγος ἢ καὶ ἀμφότεροι, προχωρήσουν σὲ νέο γάμο μὲ ἄλλα πρόσωπα, τότε οἱ ἀρνητικὲς ποικίλες συνέπειες τῆς ἀρχικῆς συζυγικῆς διαστάσεως, θὰ περάσουν ἀσφαλῶς στὶς νέες συγγενικὲς σχέσεις, ἐξ αἵματος ἢ ἐξ ἀγχιστείας, οἱ ὁποῖες θὰ δημιουργηθοῦν ἐνδεχομένως μὲ τοὺς νέους αὐτοὺς γάμους. Λ. χ. ἐνδεχομένως, μὲ νέους γάμους τῶν ἤδη διαζευγμένων συζύγων, θὰ προκύψουν ἴσως πατριοὶ καὶ μητρυιὲς καὶ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι θὰ γίνουν ἀποδέκτες τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν τοῦ ἀρχικοῦ διαζυγίου.


Ἔπειτα εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ παιδιὰ διαζευγμένων γονέων μὲ ψυχικὰ τραύματα ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν γονέων τους καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ διαζύγιο, θὰ μεταφέρουν ἀργότερα στὴ δική τους συζυγικὴ σχέση, τὶς ἐμπειρίες τῶν τραυμάτων αὐτῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι λίγες φορές, τὶς διαταράξεις καὶ τῆς δικῆς τους συζυγικῆς σχέσεως! Γενικῶς ὅμως εἶναι συνήθως ἀπρόβλεπτες οἱ καταστροφικὲς συνέπειες ἑνὸς διαζυγίου, στὸν μέλλοντα χρόνο, ποὺ ὁ κύκλος τῶν συγγενικῶν προσώπων, θὰ διευρύνεται μὲ νέους ἐπιγόνους, σχετιζομένους μὲ τοὺς συντελεστὲς τοῦ ἀρχικοῦ-πατρογονικοῦ διαζυγίου!


Ἡ πτώση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου στὴν τραγωδία τοῦ διαζυγίου καὶ τῆς διασπάσεως τοῦ συζυγικοῦ ζεύγους σὲ μονάδες, σημαίνει ἀσφαλῶς διάλυση καὶ ἀπώλεια τῆς ἀρχέγονης θεουργικῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν εἰκόνα τοῦ ἑνός!


Ἐξάλλου οἱ διαστάσεις τῆς τραγωδίας αὐτῆς ὁριοθετοῦνται σίγουρα στὴν ἀναίρεση, μὲ τὸ διαζύγιο, ὄχι μόνο τῆς μυστηριακῆς ἀναπλάσεως τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας διὰ τοῦ γάμου ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῆς «ἀρχιτεκτονίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητὴς) οἰκοδομηθείσης «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας»!


Ἕνα διαζύγιο συντρίβει μίαν ἐκκλησία! «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»; (Α’ Κορ. γ’ 16).
πηγή

Σάββατο, Νοεμβρίου 09, 2013

Τὸ νηπτικὸ ἔλεος τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη Κορναράκης 'Ιωάννης


 



Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 33-37).

Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, κάποιος ἄνθρωπος ἔγινε στόχος σκληρόκαρδων ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν λήστευσαν, τὸν ἄφησαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, μισοπεθαμένο! Καταπληγωμένο καὶ ἐμφανῶς θανάσιμα κακοποιημένο.

Ὁ πρῶτος περαστικὸς ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδεῖ τὸ τραγικὸ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του αὐτὸ γεγονός, ἦταν ἕνας ἱερέας. Τὸν εἶδε, ποιὸς ξέρει τί σκέφθηκε καὶ συναισθάνθηκε. Πάντως τὸν εἶδε καὶ ἀντιπαρῆλθεν! Ἔφυγε. Τακτοποιημένος ἴσως μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἡ συνείδησή του δὲν λειτούργησε ἱερατικά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει φιλάνθρωπα τὸν τραγικὸ αὐτὸν ἄνθρωπο!

Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἕνας ἀκόμα ἄνθρωπος, λευΐτης, ὑπηρέτης καὶ λειτουργός του ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Δηλαδὴ ὁ δεύτερος αὐτὸς περαστικὸς ἄνθρωπος, μπροστὰ ἀπὸ τὸν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του, δὲν πέρασε βιαστικὸς ὅπως ὁ ἱερέας, ἀλλὰ πλησίασε, εἶδε τὴν τραγική του κατάσταση καὶ συνέχισε ἥσυχος καὶ ἀδιάφορος τὸν δρόμο του πρὸς τὸν προορισμό του.

Ἀλλὰ ἀμέσως ἔφθασε κοντὰ στὸ τραγικὸ θύμα τῶν ληστῶν ἕνας Σαμαρείτης. Ἕνας ξένος, ἀπὸ ἄλλη περιοχή, στὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἦταν συμπαθεῖς καὶ ἀποδεκτοί, ἀφοῦ τοὺς χώριζαν θρησκευτικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Κι ὅμως αὐτὸς ὁ ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη! Τὸν λυπήθηκε, τὸν περιέθαλψε πρόχειρα καὶ τὸν μετέφερε στὸ πιὸ κοντινὸ πανδοχεῖο. Φρόντισε νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτε καὶ πλήρωσε χρήματα γιὰ τὴ φιλοξενία του στὸ πανδοχεῖο.

Ἐὰν ὁ Σαμαρείτης, ὁ εὐεργέτης τοῦ Ἰουδαίου ὁ ὁποῖος κακοποιήθηκε θανάσιμα ἀπὸ ληστὲς συμπατριῶτες του, ἔδειχνε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ ἀσπλαγχνίας καὶ ψυχρότητος ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ θύματος ἱερεῖς, θὰ ἦταν πλήρως δικαιολογημένος. Γιατί ἄραγε;

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποια ὁδοιπορία του προχώρησε, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ μπῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς, κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ κοντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτή. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶχε πλησιάσει τὴν πηγὴ καὶ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς πηγῆς αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, διψασμένος, ζητάει ἀπὸ τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ.

Ἀντὶ ὅμως ὕδατος πηγαίου καὶ δροσεροῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκείνη συμπεριφέρθηκε ἐπιθετικὰ στὸν Ἰουδαῖο ὁδοιπόρο! Μὲ περιφρονητικὸ ὕφος τοῦ εἶπε:

- Πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπὸ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα νερό; Δὲν ξέρεις ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἔχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Πράγματι μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν δὲν ὑπῆρχε καμία σχέση. Ἀντίθετα, ὁ ἕνας λαὸς περιφρονοῦσε καὶ ἐχθρεύετο τὸν ἄλλο.

Ἡ Σαμάρεια, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελοῦσε τὸ βόρειο Ἰσραηλιτικὸ κράτος, ἤδη πολὺ πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε προσχωρήσει στὴν εἰδωλολατρεία καὶ εἶχε “ἐθνικῶς” ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ μεγάλες ἐπιμιξίες μὲ ξένους λαούς. Στὴν ἐποχὴ δὲ τοῦ Ἰησοῦ τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ἰσοδυναμοῦσε μὲ ὕβρη.

Ὁ Σαμαρείτης ἑπομένως ὁ ὁποῖος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἦταν δικαιολογημένα φορτισμένος μὲ ἐμπάθεια καὶ ἐχθρικὰ αἰσθήματα ἐναντίον τῶν κατοίκων της. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ψυχολογία οὔτε τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τῶν συμπατριωτῶν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Διαφορετικὰ θὰ αἰσθανόταν χαρὰ μπροστὰ στὸ τραγικὸ θέαμα τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστὲς Ἰουδαίου.

Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ παθογόνες – ἐχθρικὲς ἀντιστάσεις στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι δὲν ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς πατρίδος τοῦ τραγικοῦ θύματος τῶν ληστῶν τὸ ἔκανε ἕνας ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων.

Ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φύση του καὶ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὡς ἱερέας τῆς ἀγάπης, τελετούργησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας στὴ θέση τῶν ἐξ ὁρισμοῦ ἱερέων τοῦ Θεοῦ!

Ὁ νοῦς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στὴν πράξη τῆς ἀγάπης του, ἐκπέμπει πράγματι ἀνταύγειες φωτιστικὲς μιᾶς ἐντελῶς εὐαγγελικῆς νήψεως. Ἐπειδὴ χρειάζεται, ἀλήθεια, πολλὴ νήψη, φωτιστικὴ διάκριση, γιὰ νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ νὰ δαμάσει τραυματικὰ αἰσθήματα ἐχθρικῶν συμπεριφορῶν ἀπὸ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ φίλτρο ἀγάπης καὶ θυσίας γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν τραυμάτων αὐτῶν.

Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἰκονογράφησε καὶ προσδιόρισε τὴν ὁδὸ τῆς νήψεως ὡς μέσο ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ κορυφαῖος λόγος τοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», στὴν πραγμάτωσή του προϋποθέτει νήψη πολλή. Νήψη φωτιστικὴ καὶ ἀναιρετική τῆς κακίας.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 11, 2013

Τὸ ἐνοχικὸ ὑπόβαθρο μιᾶς ἔκτρωσης





Κάποιος φίλος, ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, μὲ παρεκάλεσε, πρὸ ἀρκετοῦ χρόνου, νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ἕνα περίεργο, ὅπως μοῦ εἶπε, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως τραγικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη σ' ἕνα συγγενικό του πρόσωπο.

Ἐπρόκειτο γιὰ μία κυρία ἑξήντα περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία εὐρίσκετο σὲ κατάσταση ἔντονου ἄγχους καὶ πανικοῦ, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ της τὸ βρέφος τῆς κόρης της, αἰσθάνθηκε τὴν πιεστικὴ ἀνάγκη νὰ πάρη τὸ μαχαίρι νὰ τὸ κατακρεούργηση!

Τὴ στιγμὴ αὐτῆς τῆς παράλογης παρορμήσεώς της ἦταν μόνη στὸ σπίτι της. Ἔλειπε ὁ σύζυγος της ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς τοῦ βρέφους, οἱ ὁποῖοι ἀπουσίαζαν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ μία ἑβδομάδα Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ εἶχε ἐκείνη τὴν εὐθύνη τῆς φροντίδας του, μέχρι νὰ ἐπιστρέψουν οἱ γονεῖς του στὸ σπίτι τους.

Ἡ κρισιμότητα τῆς στιγμῆς ἐκείνης, γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ βρέφους, τὴν ὑποχρέωσε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν πλησιέστερο συγγενὴ της, ὁ ὁποῖος καὶ μοῦ ζήτησε νὰ μὲ ἐπισκεφθοῦν τὸ γρηγορότερο, γιὰ μία πρώτη διερεύνηση τῆς παράλογης αὐτῆς παρορμήσεως τῆς κ. Κ.

Κατὰ τὴ συζήτηση μὲ τὴν κ. Κ. πληροφορήθηκα ὅτι ἡ ἴδια ἦταν ἄτεκνη καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποκτήση παιδιὰ ἡ ἴδια, υἱοθέτησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς ἡ μητέρα τοῦ σημερινοῦ βρέφους. Ἡ ἀτεκνία τῆς κ. Κ. σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς κόρης της, ἔστρεψαν ἀμέσως τὴ σκέψη μου σὲ μία παρανοϊκὴ ζηλοτυπία ὡς πιθανὸ αἴτιο τῆς φαντασιώσεως μιᾶς παράλογης παρορμήσεως πράξεως σφαγῆς. Σκέφθηκα ὅτι, ὅ,τι ἐκείνης τῆς ἔλειπε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή της καὶ μείωνε τὴ γυναικεία εἰκόνα της ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ της, δηλ. ἡ μητρότητα τὸ ἔβλεπε μὲ ἔντονη ζηλοτυπία στὸ πρόσωπο τῆς υἱοθετημένης κόρης της, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀσυνείδητη - φαντασιακὴ ἐκκόλαψη τῆς παράλογης παρορμήσεώς της.

Ἄλλα ἐπειδὴ κάθε πρώτη σκέψη, σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολυτοποιεῖται αὐτοστιγμεὶ πρὸς εὔκολη κατάληξη σ’ ἕνα μόνο συμπέρασμα πιθανῶς ἀπατηλό, συνέχισα τὴ συζήτηση μὲ τὴν κ. Κ. μὲ τὴν προσδοκία κάποιου ἐρεθίσματος ἐκ μέρους της, ποὺ θὰ μοῦ ἔδινε
ἀφορμὴ γιὰ κάποιο πιὸ πιθανὸ συμπέρασμα.

Ἔτσι κατὰ τὴ συνέχεια τῆς συζητήσεώς μας, ἀμφισβητώντας, κάποια στιγμή, μέσα μου (δοκιμαστικῶς) τὴν ἀτεκνία τῆς κ. Κ., τὴν ἐρώτησα, κάπως ἀπότομα
— Ἔχετε κάνει μήπως παλαιότερα κάποια ἔκτρωση;
Ἐξεπλάγην, ὅταν ἐκείνη μοῦ εἶπεν ἐντελῶς αὐθόρμητα ὅτι εἶχε κάνει δύο ἐκτρώσεις στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἑπτὰ ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια «προγαμιαίων» σχέσεών της μὲ τὸν νῦν σύζυγό της.

Ἡ κ. Κ. μοῦ παρουσιάσθηκε ὡς ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν διάλογό μας, γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐρώτησα
— Ἔχετε ἐξομολογηθεῖ αὐτὲς τὶς δύο σας πράξεις στὸν πνευματικό σας;

Μοῦ ἀπάντησε τελείως καθησυχασμένη• «μὰ βέβαια, τώρα μάλιστα ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ μὲ τὴ συγχώρηση ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸν πνευματικό μου, τὸ θέμα τῶν δύο ἐκτρώσεων ἔχει ξεχασθεῖ καὶ δὲν μὲ ἀπασχολεῖ καθόλου».

Τὸ θέμα δύο στυγερῶν ἐνσυνείδητων ἐγκληματικῶν πράξεων δὲν ἀπασχολοῦσε πλέον καθόλου, ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια τὴν κ. Κ. ἀλλὰ ἀπασχολοῦσε ἀσφαλῶς συνεχῶς τὸν βεβαρημένο ἀσυνείδητο ψυχισμό της, μὲ τὸ «σύμπλεγμα» μιᾶς ἀπωθημένης, καὶ ἕτοιμης πάντοτε νὰ ἐκδικηθῆ (1), γιὰ τὴν ἀπώθησή της αὐτή, ἔνοχης!

Ἄργησε βέβαια, στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ. νὰ ἐκδηλωθεῖ πρὸς τὰ ἔξω ἡ ἐκδίκηση αὐτή, ἐπειδὴ δὲν εἶχε βρεθεῖ ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ κ. Κ. μέχρι τότε, στὸ συνδυασμένο δίκτυο ἐξωγενῶν καὶ ἐνδογενῶν (ὁμολόγων ψυχοδυναμικῶς) ἐρεθισμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ προκαλοῦσαν, μ' ἕνα ψυχαναγκαστικὸ συμπλεγματικὸ δυναμισμό, ὅπως τώρα, τὴν φαντασιακὴ ἀναβίωση (2), μιᾶς πράξεως σφαγῆς!
Ἄλλα βέβαια, ὅπως προκύπτει ἀπὸ βασικὲς ἀρχὲς τῆς ψυχολογίας τοῦ Jung, τὸ ἀσυνείδητο οὔτε ξεχνᾶ οὔτε ἀπατᾶται. Ἐμεῖς μόνο νομίζουμε ὅτι ξεχνᾶμε, γι' αὐτὸ καὶ ἀπατώμεθα (3).

—Μὰ δὲν ἐξάλειψε τὸ ἁμάρτημα ἀπὸ τὸν ψυχικό της κόσμο ἡ ἐξομολόγηση τῆς δεκαεπτάχρονης «σφαγέως» καὶ δὲν ἐξουδετέρωσε ἔτσι τὸν ψυχοδυναμισμὸ τῆς ἀπωθήσεως; θὰ ἐρωτοῦσε κάποιος... ἀπατώμενος!

Δὲν γνωρίζουμε φυσικὰ τί εἴδους ἐξομολόγηση ἔγινε καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ πνευματικός τῆς κ. Κ. Μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπενθυμίση κανεὶς στὸ σημεῖο τοῦτο, ὅτι τὰ μεγάλα ἐγκλήματα ὅπως εἶναι οἱ ἐκτρώσεις, ποὺ βιώνονται ὡς σφαγὴ στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ ἐνεργοῦντος τὸ ἔγκλημα ἀποτελοῦν ὑπαρξιακὸ γεγονὸς καθολικῶν διαστάσεων, γι' αὐτὸ καὶ μιὰ ἐνδεχόμενη, πραγματικὴ θεραπεία θὰ ἀπαιτοῦσε ὁρισμένα μέσα βιωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀσκήσεως, κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς ποιμαντικῆς καὶ μυστηριακῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, ἕνα τόσο ὑπαρξιακὸ τραυματικὸ γεγονός, νὰ θεραπευθεῖ (μὲ τὴν οἰκονομία πάντοτε καὶ διὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ) μὲ μία ἄλλη ποιότητα παιδαγωγίας καθάρσεως, ὄχι μόνο μιᾶς ἁπλῆς (ἐπιπόλαιης;) ἐξομολογήσεως!

Πάντως στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ., παρὰ τὴν ἐξομολόγηση στὸν πνευματικό της, ποὺ τὴν καθησύχαζε, ὡς πρὸς τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν δύο ἐκτρώσεών της, οἱ τελευταῖες τὴν «ἐκδικήθηκαν» διττῶς. Πρῶτα - πρῶτα λόγω τῶν δύο αὐτῶν πράξεων σφαγῆς, ἐστέρευσε μέσα της ἡ πηγὴ τῆς μητρότητας ὁριστικά. Καὶ ὕστερα ἡ φαντασίωση μιᾶς ἐπίμονης, ψυχαναγκαστικῆς πιέσεως, ἐπαναλήψεως τῆς σφαγῆς αὐτῆς, σ' ἕνα βρέφος ποὺ ὄντως ἀγαποῦσε καὶ λάτρευε, ἀναστάτωσε τὸν ψυχικό της κόσμο, μὲ ἰσχυρὸ ἄγχος καὶ πανικὸ καὶ τὴν ἐνέπλεξε σ' ἕνα ἐξουθενωτικὸ νευρωτικὰ (4) γεγονός.

Δηλαδὴ σ' ἕνα ὑπαρξιακὸ πρόβλημα μιᾶς ἀποτυχημένης ἀξιολογικῆς (5) ἐπιλογῆς (μεταξύ τῆς ἀξίας μιᾶς ζωῆς ἀφ' ἑνὸς καὶ ἀφ' ἑτέρου μιᾶς ἀπαξιωμένης σκοπιμότητας), μὲ ὅλες τὶς συγκρουσιακὲς καὶ ἄλλες παθογόνες ψυχοδυναμικές τῆς συνέπειες.

Ἀναμφίβολα ἡ ἐκκολαφθεῖσα φαντασίωση ἀπειλῆς μίας νέας σφαγῆς, στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ. (6), δὲν ἀποτελεῖ μία ψυχικὴ διαταραχὴ μὲ ἀρνητικὸ μόνο χαρακτήρα ἀλλὰ καὶ θετικό. Ἐπειδὴ ἡ φαντασίωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἰσχυρὸ σῆμα κίνδυνου τῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρωπίνου ψυχισμοῦ ἀπὸ τὴν διόγκωση (Inflatiοη) τοῦ ἀσυνειδήτου μὲ ἰσχυρὲς πιέσεις ἀπωθουμένων ἐνοχικῶν βιωμάτων.

Τὸ ἴδιο τὸ ἀσυνείδητο, μὲ δική του πρωτοβουλία (7), ἐπιδιώκει τὴν ἀποφόρτισή του, δείχνοντας μὲ τὴ φαντασίωση αὐτὴ τὸ δρόμο τῆς καθάρσεώς του, μέσω μίας ἔντονης, ὅσο καὶ δραματικῆς, συνειδητοποιήσεως, ἀπὸ τὸ φορέα τῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐνοχικῆς του εὐθύνης γιὰ τὸ αἴτιο τῆς ἀπωθήσεως αὐτῆς.

Οἱ σκέψεις αὐτὲς μὲ ὁδήγησαν στὴν ἀνάγκη, σὲ μία πρώτη ἐκτίμηση τοῦ προβλήματος τῆς κ. Κ., νὰ προτείνω νὰ δεχθεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ κάποιο εἰδικὸ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ψυχικῆς ὑγείας, γιὰ μία βραχεία ψυχοθεραπευτικὴ βοήθεια, ἐπειδή, ἐξάλλου, τὸ ἰσχυρό της ἄγχος καὶ ὁ καταλυτικός της πανικός, δικαιολογοῦσαν ὁπωσδήποτε καὶ μία βραχεία φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ ἠρεμιστικοῦ - κατασταλτικοῦ χαρακτήρας. Ἄλλα ἡ κ. Κ. ἀρνήθηκε μὲ ἀπόλυτο τρόπο μία τέτοια ὑπόδειξη καὶ ἡ συζήτησή μας καὶ ή συνεργασία μας σταμάτησε ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τὴ λέξη ψυχίατρος. Πίστευε (8) μὲ βεβαιότητα ὅτι δὲν χρειαζόταν ψυχιατρικὴ βοήθεια

Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν παρέλευση κάποιου χρόνου, ἐζήτησα ἀπὸ τὸ φίλο μου νὰ μὲ πληροφορήσει τί κάνει ἡ συγγενής του μὲ τὸ πρόβλημά της καὶ πῶς τὸ ἀντιμετωπίζει. Ἐντυπωσιάστηκα καὶ πάλι, ὅταν μοῦ εἶπε, ὅτι, λίγες μέρες μετὰ τὴ δική μας συνεργασία, ἡ κ. Κ., εὑρισκόμενη μὲ τὸν σύζυγό της στοὺς διαδρόμους ἑνὸς νοσοκομείου πρὸς ἐπίσκεψη κάποιου ἀσθενοῦς, βλέποντας κάποια στιγμὴ μία πινακίδα ἑνὸς ἰατρικοῦ γραφείου τοῦ νοσοκομείου μὲ τὴ λέξη• ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ, ὥρμησε μέσα γιὰ νὰ παραδοθεῖ ἄνευ ὁρῶν στὴ βοήθεια τοῦ ψυχιάτρου, λόγω τῆς συνεχιζόμενης ἀφόρητης ψυχικῆς της ταλαιπωρίας ἀπὸ τὸ ἐξουθενωτικό της ἄγχος καὶ τὸν ἀδάμαστο πανικό της.

Ἀπὸ τὸ ὄντως τραγικὸ αὐτὸ γεγονὸς μπορεῖ κανεὶς νὰ βγάλει πολλὰ ἴσως συμπεράσματα γιὰ τὴν αἰτιολογία του καὶ τὴν ἐπιβαλλόμενη θεραπεία του.

Ὅμως κάτι ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, γιὰ τὴ δυνατότητα κάποιας ἀποτελεσματικῆς θεραπείας, εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι γιὰ μιὰ τέτοια θεραπεία, ἡ ποιμαντικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀσκεῖται συνήθως, φαίνεται νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀνεπαρκὴς μέχρι ἀνύπαρκτη.

Κανονικὰ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο - τραυματικὸ γεγονός, ὅπως εἶναι ἡ ἔκτρωση, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ ἐπιστασία καὶ πρόνοια τοῦ Ἱερέως - ποιμένος, σὲ συνεργασία μὲ ἕνα ἁρμόδιο τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Διότι ἡ ἐνδεχόμενη προσφυγὴ τοῦ ἐνδιαφερομένου χριστιανοῦ ἀνθρώπου, ἐρήμην τοῦ ἱερέως πνευματικοῦ του, ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ καλοπροαίρετο ψυχίατρο ἤ ψυχοθεραπευτή, μένει οὐσιαστικὰ ἀναποτελεσματική, ἐὰν δὲν ἐκτραπῆ σὲ λύσεις ἐπιδεινώσεως τοῦ προβλήματος (9).

Τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι γιὰ τὴν ποιμαντικὴ προσπάθεια θεραπείας τῶν ψυχικῶν ἢ ψυχοπαθολογικῶν συνεπειῶν τῆς ἐκτρώσεως, χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ ποιμαντικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἕνα θετικό, ἀπέναντι στὸ θρησκευτικὸ γενικὰ γεγονός, εἰδικό τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας, ὅταν μάλιστα τὰ συμπτώματα μιᾶς ψυχικῆς διαταραχῆς εἶναι σὲ τέτοια ἔνταση, ποὺ τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνο του νὰ τὰ ἀντιμετωπίση κατασταλτικὰ γιὰ μία εὐχερέστερη πνευματικὴ βοήθεια (10).

Ἐξάλλου ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς τέτοιας συνεργασίας, σὲ μία τέτοια περίπτωση, ὅπως ἡ σχολιαζόμενη, προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἔκτρωση, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐκτελεσθεῖ, μεταβάλλεται σὲ παράγοντα διαταραχῆς τῶν ἀξιολογικῶν - πνευματικῶν σχέσεων τοῦ αὐτουργοῦ τῆς ἐκτρώσεως μὲ τὸ δημιουργό του, ἐφόσον ὄχι μόνο αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ τὸ συλληφθὲν καὶ ἤδη ἐκριζωθὲν σφαγιαστικῶς, ἀπὸ τὴ σωματικὴ μητρικὴ συνάφεια, ἔμβρυο, ἀνήκουν στὸ δημιουργό τους ὡς προσωπική του ἰδιοκτησία (11).

Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ λόγος, ποὺ μιὰ ἐνδεχόμενη ἀποκλειστικὴ ἀντιμετώπιση ἀπὸ μόνο τὸν εἰδικό τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας, δημιουργεῖ ἐπιφυλάξεις, σὲ κάθε συνειδητὸ χριστιανό, ὡς πρὸς τὸ ἀναμενόμενο θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πάντοτε ἐπίγνωση τῆς ἀδιάλυτης πνευματικῆς σχέσεώς του μὲ τὸ δημιουργό του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νόμο του, ποὺ καθορίζει τὴν ἀξιολογικὴ ποιότητα τῆς ὑπαρξιακῆς του καταξιώσεως.

Ὁ εἰδικὸς ὅμως τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας συνήθως ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν ἐσώτατη σχέση δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος καὶ κυρίως τὸ ἀξιολογικὸ - ὑπαρξιακὸ νόημά της καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὶς καθολικὲς διαστάσεις τοῦ προσωπικοῦ - ἐνοχικοῦ του προβληματισμοῦ.

Τὸ ὑπαρξιακὸ - ἀξιολογικὸ δέσιμο δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος ἐξεικονίζεται μὲ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια στὸν ΡΛΗ' Ψαλμὸ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς διαφωτίζει καλύτερα τὸ ἐνοχικὸ ὑπόβαθρο μιᾶς σφαγιαστικῆς πράξεως χωρισμοῦ δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος διὰ τῆς ἐκτρώσεως.

Ἂς δοῦμε σ' ἕνα σύντομο διάγραμμα τὶς διαστάσεις τῶν ὑποδηλούμενων στὸν Ψαλμὸ εὐθυνῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ θεὸ γιὰ τὴν δική του ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ τοῦ σφαγιασθέντος ἐμβρύου.

Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ (στ. 1-5α) ἐξαίρεται ἡ ἄμεση καὶ θαυμαστὴ γνώση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς συνολικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου («Ἰδοὺ Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα», ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὁ δημιουργός του («σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ' ἐμὲ τὴν χείρα σου»), ἐνῶ στὴν ἀρχὴ τοῦ δευτέρου μέρους (στ. 7-12) βεβαιώνεται, ἐκ μέρους τοῦ ψαλμωδοῦ, ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη σχέση μὲ τὸ Θεὸ δημιουργό του («Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω»;).

Ἡ πραγματικότητα τῆς ἀδιάλειπτης αὐτῆς σχέσεως στηρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεός, ὡς δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου, γνωρίζει ἄμεσα καὶ διαχρονικὰ ὅλη τὴν ἐξελικτικὴ πορεία τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεώς του ἀπὸ τῆς συλλήψεώς του («σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου»).

Τίποτε δὲν ἔμεινε, κατὰ τὴν πορεία τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς, κρυφὸ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ («οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπό σοῦ, σὺ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς») (12).

Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ ἐνῶ ξεκίνησε ἀπὸ μία ἀκατέργαστη σάρκινη μάζα, κατέληξε στὴν τέλεια (13) δημιουργία ἑνὸς θείου ἐξεικονίσματος (14), καταγραφομένου εὐθὺς ἀμέσως στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ («τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον τὸ σὸν πάντες γραφήσονται»).

Ἡ ἀπατηλὴ ἑπομένως ἐντύπωση τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν προσωπικὴ προβληματική τῆς ἐκτρώσεως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, διὰ τῆς λήθης (δηλ. τῆς ἀπωθήσεως), δὲν λύνει τὸ ζωτικὸ - ἐνοχικὸ πρόβλημα τῆς ἀδιάλειπτης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κρίση τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι γράφεται στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς ὡς «ὕπαρξη», δὲν ξεγράφεται (15) λόγω τῆς ἐκτρώσεως, ἀλλὰ παραμένει ὡς ἀνοιχτὸ χρέος καὶ ὀφειλὴ ἀποδόσεως... λογαριασμοῦ στὸν ἰδιοκτήτη αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως, ἐφόσον ἄλλωστε καὶ κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἀκριβὴς γνώστης, ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, καὶ τοῦ ἀγνώστου (ἀσυνειδήτου) ψυχισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ Θεὸς τὸ ἀφανὲς κίνημα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν ἀόρατον ὁρμήν, καὶ τὸν λόγον αὐτόν, καθ' ὅν ὥρμηται ἡ ψυχή, καὶ τὸν τοῦ λόγου σκοπὸν· τουτέστι, τὸ παντὸς πράγματος προεπινοούμενον τέλος βλέπων, κρίνει δικαίως τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων πραττόμενα»! (16)





ΥΠΟΣΗΜΕIΩΣΕΙΣ



1. 
Σύμφωνα μὲ τὶς γενικὲς ἀρχὲς τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους «πᾶν ἀπωθούμενον προβάλλεται» (πρὸς τὰ ἔξω) ἀλλὰ καὶ «πᾶν ἀπωθούμενον ἐκδικεῖται».
Ὁ ψυχίατρος Igor Caruso σημειώνει σχετικὰ ὅτι «τὸ νευρωτικὸν σύμπτωμα εἶναι τιμωρία καὶ ὑπόμνησης εἰς μίαν κατάστασιν συγκρούσεως τῆς συνειδήσεως». (Ψυχανάλυσις καὶ σύνθεσις τῆς ὑπάρξεως. Μετ. Ἀθ. Καραντώνη. Ἀθῆναι 1953, σ. 106).

2. Ἡ ἀναβίωση αὐτὴ κατανοεῖται ὡς ἀσυνείδητη παλινδρόμηση (regresion) τοῦ συνειδητοῦ ἐγὼ στὴν ἑστία τοῦ ἀπωθούμενου συμπλέγματος ἐνοχῆς.

3. C,Jung. Symbole der Wandlung.1952, σ. 105.

4. Κατὰ τὸν ψυχίατρο - ψυχοπαθολόγο J. H. Schultz- «ἡ νεύρωση εἶναι μιὰ ἀσθένεια τῆς προσωπικότητας ποὺ συγκρούεται μὲ τὸν ἑαυτό της».

5. Ἡ νεύρωση βιώνεται πάντοτε ὡς «ἀποστασία ἐκ τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν» καὶ μάλιστα ὡς «λιποταξία ἐκ τῆς ὑπερφυσικῆς Ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν» (Caruso, ἀνωτ. σσ. 88 καὶ 78 ἀντίστοιχα).

6.
 «Ὅπου ἐκδηλοῦται ἕν νευρωτικὸν σύμπτωμα ὑπάρχει καὶ μία τάσις πρὸς λύσιν, πρὸς λύτρωσιν», ἐπειδὴ «ἡ νεύρωσις δὲν εἶναι ἁπλῶς μία διαταραχὴ τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας» ἀλλὰ ἐπίσης «μία ἐνεργὸς προσπάθεια πρὸς ἀποκατάστασιν καλύτερης ἰσορροπίας» Caruso, ἀνωτ. σσ. 106 καὶ 149 ἀντίστοιχα).

7. Κατὰ τὸν Jung• «Τὸ ἀσυνείδητο δὲν δρᾶ μόνο ἀντανακλαστικὰ ἀλλὰ καὶ αὐτοτελῶς καὶ ἀποτελεῖ δημιουργικὴ δράση». Γι΄ αὐτὸ ἡ «ἐνστικτώδης ἀποστολὴ τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τὸ συνειδητὸ στὴν ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη ψυχικὴ ἐξέλιξη»

8. Ἔχει ἐντοπισθεῖ νωρὶς ἡ τάση τοῦ νευρωτικοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωρεῖ ὅτι τὸ πρόβλημά του εἶναι ὀργανικὸ - σωματικὸ καὶ ὄχι ψυχικό. Ἔτσι ἐνεργεῖται σωματοποίηση τοῦ προβλήματός του, ὡς ἀσυνείδητος τρόπος ἀπωθήσεως τῶν πραγματικῶν αἰτίων τῆς καταστάσεώς του.

9.
 Μία ψυχιατρικὴ ἢ ψυχοθεραπευτικὴ ἀγωγὴ «εἴς τινας περιπτώσεις» «ἀποικοδόμει» καὶ ἀποβάλλει διὰ τῆς ἀναλύσεως «τὴν ὑπαρξιακὴν σύγκρουσιν μαζὶ μὲ τὴν θετικήν της πλευρὰν» (Caruso, ἀνωτ. σ. 157). Ὁ ψυχίατρος ἢ ὁ ψυχοθεραπευτὴς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῆ τὸ ἀξιολογικὸ πρόβλημα τῆς συγκρούσεως αὐτῆς, ἐνδέχεται νὰ ἐκτίμηση ἐσφαλμένως τὸ νόημά της καὶ νὰ ἀναζήτηση θεραπευτικὲς λύσεις ἄσχετες μὲ τὰ πραγματικά της αἴτια.

10. Ἡ βιβλιογραφία ποὺ ἀφορᾶ σὲ μία τέτοια συνεργασία εἶναι αὐτονόητη στὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ ἑτερόδοξων περιοχῶν. Βλπ. ἐνδεικτικῶς Jane R. Rzepka.

11. Κατὰ τὸν δγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ἄνθρωπος «ἔχει τὸ εἶναι δεδανεισμένον», ἑπομένως ἡ ὕπαρξή του ἀνήκει στὸν δημιουργό του (ΡG 90, στ. 893. Πρβλ. καὶ στ. 737).

12. «Ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» = «εἰς τὸ σκότος τῆς μητρικῆς κοιλίας ὡς εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς θαμμένη καὶ ἀποκεκρυμμένη» (Π. Τρεμπέλα Τὸ Ψαλτήριον μετὰ συντόμου ἑρμηνείας. Ἀθῆναι 1955, σ. 579).

13. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ Ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. α' 31).

14. «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτὸν» (Γεν. 1, 17).

15. Κατὰ τὸν ἄγ. Μάξιμο, ὁ ἄνθρωπος «μοῖρα καὶ λέγεται καὶ ἐστι Θεοῦ, διὰ τὸν αὐτοῦ προόντα ἐν τῷ Θεῶ λόγον» (ΡG 90, στ. 1080). Πρὶν δημιουργηθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὑπῆρχε στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως• «εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι» (ΡG 90, στ. 1193). Ἡ ἔκτρωση, ὡς ματαίωση τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάση στὴ θέωση, διευρύνει, στὸ μέτρο τῆς ματαιωθείσης αὐτῆς θεώσεως, τὶς διαστάσεις τῆς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ αὐτουργοῦ τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ.

16. ΡG 91, ΣΤ. 713, 715.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013

Ποιὰ εἶναι ἡ πρωτογενὴς πηγὴ καὶ ἀφετηρία τῆς βίας



Ὅταν βρίσκεται κανεὶς σήμερα ἔκπληκτος μπροστὰ στὴν ὠμότητα καὶ γενικὰ στὶς ποικίλες, συγκλονιστικὲς στὴν ἀνθρώπινη εὐαισθησία, μορφὲς καὶ ποιότητες βίας, ποὺ ἀποβαίνουν ἀγχογόνοι οἰωνοὶ γιὰ τὸ μέλλον ποὺ ἔρχεται, διερωτᾶται εὐλόγα: Ποιὰ εἶναι ἄραγε ἡ πρωτογενὴς πηγὴ καὶ ἀφετηρία τῆς βίας καὶ ποιὸς τὴ γέννησε; Ποιὸς ἐπὶ τέλους, μπολίασε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μ’ αὐτὸ τὸν καταστροφικό, γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του, τυφλὸ καὶ ἀδυσώπητο δυναμισμό;

Ἕνα τέτοιο ἐρώτημα εἶναι φυσικὸ νὰ μᾶς παραπέμπει στὸ πολὺ παρωχημένο παρελθόν, νὰ μᾶς γυρίζει πολὺ πίσω, στοὺς περασμένους πιὰ αἰῶνες! Καί, γιατί ὄχι, στὴν ἀφετηρία καὶ στὸ πρῶτο ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς!

-Ἀλλὰ ποῦ μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει κανεὶς ὄχι μόνο χρονικὰ ἀλλὰ καὶ κυρίως “τοπικὰ” τὸ χῶρο, ποὺ γιὰ πρώτη φορά, ἐνσαρκώθηκε ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κι ἄρχισε τὸ ξεδίπλωμα τῆς ἱστορικῆς της διαδρομῆς, στὴν πορεία αὐτοῦ του κόσμου;

Φυσικά, ὁ χριστιανὸς ἄνθρωπος, δὲν δυσκολεύεται καθόλου στὴν προσπάθεια ἑνὸς τέτοιου ἐντοπισμοῦ. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κεφάλαια τῆς πίστεώς του, τὸν πληροφορεῖ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε στὸν παράδεισο

Ὁ παράδεισος ὑπῆρξε ὁ χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο, τὸ ἐκλεκτότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, συνειδητοποίησε τὴν ὕπαρξή του, ἀπὸ κάθε ἄποψη καὶ παρέλαβε τὴ σκυτάλη τῆς ζωῆς μὲ ὑψηλές, δηλ. θεοτικές, προσδοκίες!

Ἀλλὰ στὸν παραδείσιο ἀκριβῶς αὐτὸ χῶρο καὶ μάλιστα στὸ ξεκίνημα ἐπάνω τῆς ὑπαρξιακῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, παίχθηκε (ἀπροσδόκητα) ἡ τραγωδία τῆς ἐμπλοκῆς του στὴν ἁμαρτία μὲ πρωταγωνιστὴ τὸ διάβολο. Ἔτσι ὁ παράδεισος φαίνεται νὰ φιλοξένησε, στὴ διάρκεια τοῦ παιξίματος αὐτῆς τῆς τραγωδίας, τὸ λίκνο τῆς βίας· τὴ δαιμονικὴ ἀπάτη, ποὺ μπολίασε, γιὰ πρώτη φορὰ, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μὲ τὸν πικρὸ καὶ θανατηφόρο ἰὸ τῆς βίας!

Στὸν παραδείσιο χῶρο τῆς δοκιμασίας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀσκήθηκε, μὲ ἀπατηλὸ τρόπο, ἀπὸ τὸ γενάρχη τῆς δαιμονικῆς βίας καὶ διοχετεύθηκε στὸ ψυχολογικὸ καὶ πνευματικὸ κυκλοφορικὸ σύστημα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πρωτογενὴς βία, ὡς χυμὸς φθορᾶς καὶ θανάτου, καταστροφῆς καὶ ἀλλοτριώσεως.

Ὅμως τὸ πλέον παράδοξο καὶ ἐντυπωσιακὸ γεγονός, στὴ φύση καὶ λειτουργία τῆς βίας, στὰ πρῶτα της βήματα, εἶναι ὅτι δὲν ἐμφανίζεται μὲ δυναμικὸ καὶ ἄμεσα καταλυτικό, βίαιο τρόπο. Ἡ πρεμιέρα τῆς βίας, στὸ θέατρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως φαίνεται ἀθόρυβη καὶ ἀβίαστη – σχεδὸν ἀνύποπτη.

Ἡ πρωτογενὴς καὶ ἀρχέγονη βία εἰσέρχεται στὸ προσκήνιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς χωρὶς νὰ πιέζει, νὰ ἀπειλεῖ, νὰ τρομάζει ἢ νὰ ἐκβιάζει. Ἁπλῶς φαίνεται νὰ διαλέγεται, καθὼς κάνει τὰ πρῶτα βήματά της πρὸς τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἐντελῶς φυσιολογικὰ μ’ αὐτό, ἀβίαστα.

Ὁ διάλογος τοῦ ὄφη μὲ τὴν Εὔα εἶναι πράγματι ἐκ πρώτης ὄψεως, ἕνας ἤρεμος, φυσιολογικὸς καί… ἀξιοπρεπής, ἀπὸ πλευρᾶς σεβασμοῦ τῶν κανόνων τῆς καλῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, διάλογος. Καὶ οἱ δύο συζητητὲς αὐτοῦ τοῦ διαλόγου φαίνεται νὰ εἶναι προσεκτικοὶ στὸ σεβασμὸ τοῦ προσώπου τοῦ ἄλλου. Δὲν παρουσιάζεται κάποια ἔνταση, σὲ στὺλ συγκρούσεως ἢ ἀντιδικίας, μεταξὺ τῶν συζητητῶν αὐτῶν, στὴν πορεία τοῦ διαλόγου ποὺ κάνουν.

Κι ὅμως. Ὁ ὄφις ἀσκεῖ βία καὶ ἐγκαινιάζει τὴ λειτουργία τῆς βίας, μέσα στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, μ’ ἕνα πράγματι ἐντελῶς ἀνύποπτο τρόπο. Μὲ τὴν ἄπατη!

Ἡ ἄπατη, στὸ διάλογο τοῦ ὄφη μὲ τὴν Εὔα, ἀποτελεῖ τὸ προσωπεῖο τῆς βίας! Ἡ βία, γυμνὴ καὶ “ἀφτιασίδωτη”, θὰ προκαλοῦσε φρίκη καὶ τρόμο στὴν Εὔα! Θὰ ξυπνοῦσε ἴσως τὸ ἔνστικτό τῆς αὐτοπροστασίας καὶ θὰ τὴν ὠθοῦσε στὴ φυγὴ καὶ ἑπομένως τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ διαλόγου.

Ἔτσι ἡ ἄπατη καθιστᾶ τὴ βία ἀνύποπτη. Μάλιστα τὴν ὡραιοποιεῖ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κάνει γοητευτικὸ τὸν ἐκβιασμὸ τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.

Ἡ Εὔα ἐξαπατᾶται καὶ ἐκβιάζεται νὰ ὑποκύψει στὴ δαιμονικὴ ὑποβολὴ καὶ ἑπομένως στὴ δαιμονικὴ βία, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ὑποψία, γοητευμένη ἀπὸ τὴν ἄψογη συμπεριφορὰ τοῦ ὄφη. Καὶ ἴσως θὰ αἰσθάνθηκε πραγματικὰ ἐνθουσιασμένη, ὅταν διαπίστωσε κάτι, ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ προηγουμένως, ὅτι δηλαδὴ ὁ καρπὸς τοῦ ἀπαγορευμένου, ἀπὸ τὸ Θεό, δένδρου ἦταν ἐξαίρετος καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιθυμητὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη!

Χρειάσθηκε νὰ ἀφυπνίσει τὸ πνεῦμα τῆς Εὔας “ὁ κριτικὸς ἐνθυμήσεων” λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὴ δαιμονικὴ ἀπάτη, ποὺ ἐκβίαζε τὴ βούλησή της. «Τί τοῦτο ἐποίησας;», ρώτησε ὁ Θεὸς τὴν Εὔα, μετὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς του. Πῶς ἔκανες μία τέτοια γιὰ σένα καταστροφικὴ ἐπιλογή;

-«Ὁ ὄφις μὲ ἠπάτησε», παραδέχθηκε ἡ Εὔα.

Μόνο ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ δεῖ καθαρὰ ἡ Εὔα τὴν ἀπάτη τῆς δαιμονικῆς βίας. Ἑπομένως μόνο τότε (ἀργὰ βέβαια) εἶδε κατὰ πρόσωπο τὴ βία.

Ἔτσι ἡ δαιμονικὴ βία λειτούργησε πράγματι ἀβίαστα, ἀθόρυβα, “λογικά”, δηλ. ἐντελῶς ἀνύποπτα γιὰ τὸ θύμα. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο χαρακτηριστικό τῆς δαιμονικῆς βίας εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ θεμελιώνει καὶ παγιώνει τὴ διεργασία τῆς ἀλλοτριώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἡ βία ἀλλοτριώνει συχνὰ ἀθόρυβα, ἐρήμην τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ θύματος. Μὲ τὸν σιγαστήρα τῆς ἀπάτης δὲν προκαλεῖ, συχνά, θόρυβο, δὲν ἀνησυχεῖ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση. Ἀντίθετα, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ὅπως αὐτὴ τῆς Εὔας, πείθει τὸ θύμα της, ὅτι εἶναι πάντοτε στὴν ὑπηρεσία τοῦ προσωπικοῦ του συμφέροντος καὶ τῆς προστασίας του ἀπὸ ἐπικίνδυνα ὑπαρξιακὰ “ψεύδη”! «Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».

Ἡ ἀθόρυβη αὐτὴ βία τῆς διαψεύσεως τῆς πιὸ σημαντικῆς καὶ κρίσιμης, γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, θεόσδοτης ἀλήθειας, ἀλλοτριώνει τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ἀπὸ τὴ θεόκτιστη συνείδησή του καὶ τὸ παγιδεύει στὸ φαῦλο κύκλο μιᾶς θανατηφόρας ἀξιολογικῆς μετατιμήσεως καὶ ἀναρχίας.

Πάντως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπατήθηκε ἡ Εὔα, μὲ τὴ δική της εὐθύνη, ἀφοῦ δὲν χρησιμοποίησε τὶς νηπτικὲς λειτουργίες τοῦ κατ’ εἰκόνα «Βίᾳ καὶ τυραννίδι ἤγετο ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ ὁ ἄνθρωπος καὶ σχεδὸν οἱ μὴ θέλοντες ἁμαρτῆσαι βίᾳ ἡμάρτανον». Ἀπὸ ἐκείνη τὴν τελεσίδικα κρίσιμη καὶ καταστροφική, γιὰ τὸ ἀδαμικὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, στιγμή, τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἀλλοτριώθηκε λειτουργικὰ καὶ ψυχοδυναμικὰ καὶ μεταποιήθηκε σὲ ἔνσαρκη βία. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ ἑξῆς, λειτουργεῖ πλέον ὡς βία.

Αὐτὸ βέβαια σημαίνει ὅτι ἡ βία, ὡς καρπὸς δαιμονικῆς γέννας, ἔλαβε, μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, μία νέα ποιοτικὴ ἢ ὀντολογικὴ ὑπόσταση· ἔγινε καὶ ἀνθρώπινη.

Μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπατήθηκε ἡ Εὔα, ἡ βία εἶχε ἀποκλειστικὰ δαιμονικὴ ταυτότητα καὶ ὑπόσταση. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως τῆς διολισθήσεως τῆς Εὔας στὴ δαιμονικὴ παγίδα, ἡ βία βρῆκε οἰκεῖο χῶρο “σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον” καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, μὲ δικαιώματα κυριαρχικὰ καὶ ἐξουσιαστικά, σὲ ὅλες τὶς ψυχοσωματικές της λειτουργίες.

Τὸ ἀποτέλεσμα, φυσικά, αὐτῆς τῆς μεταποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἔνσαρκη βία ἐντοπίζεται εὐδιάκριτα στὴ βίαιη ἐνδοψυχικὴ συγκρουσιακὴ λειτουργικότητά του, ποὺ εἶναι πλέον χαρακτηριστικό τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ “πεπραμένου ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν”.

Μετὰ τὴν ἀπάτη τῆς Εὔας, ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ βία, ὁ ἀδαμικὸς ἄνθρωπος σχετίζεται μὲ τὸν ἑαυτὸ του δυνάμει τῆς βίας, ποὺ πλέον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνσαρκώνει. Ἔτσι ὁ ἐαυτὸς τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου φέρεται βίαια πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸν παράδεισο, πορεύεται τὸν δρόμο του ἐκβιαζόμενος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, συγχρόνως ὅμως ἐκβιάζοντας τὸν ἑαυτό του. Ἡ σχέση αὐτὴ τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὸν ἑαυτὸ δίνει τὴν πιὸ ὠμὴ ἀλλὰ καὶ πιὸ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ψυχοδυναμικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ “πεπραμένη (πουλημένη) ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν”, τελεῖ πάντοτε ὑπὸ τὴ βία τοῦ διεφθαρμένου ἀπὸ τὴ δαιμονική, βίαιη ἐπενέργεια, ἑαυτοῦ της.

Ὅλες οἱ ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες καὶ πράξεις βίας, ἀπὸ τὶς πιὸ ἀσήμαντες μέχρι τὶς πιὸ τραγικὲς καὶ συγκλονιστικές, ἀποτελοῦν ἁπλῶς προβολὲς καὶ προεκτάσεις πρὸς τὰ μέσα (ἐνδοψυχικὰ - ἐνδοατομικὰ) ἢ πρὸς τὰ ἔξω (ἐναντίον τοῦ πλησίον) αὐτῆς τῆς καθολικῆς βιαιοποιήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἔτσι λοιπόν, ἡ γεμάτη βίαιες πράξεις καὶ ἐνέργειες ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ξεκινάει ἤδη μέσα ἀπὸ τὸν παραδείσιο χῶρο. Ὁ ἐχθρός τοῦ ἄνθρωπου, “ὁ ἀρχέκακος ὄφις” βίασε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἐπὶ τῆς ἄνετης κλίνης τῆς ἀπάτης καὶ τὸ μπόλιασε μὲ τὴ δική του, τὴ δαιμονικὴ βία.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ βία ἔγινε δύναμη ἀλλὰ καὶ ποιότητα ὑπαρξιακῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρωπίνου ψυχισμοῦ. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δική μας ἐποχὴ ἐπιβεβαιώνει μὲ ἀκλόνητη πειστικότητα αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ ποιότητα τοῦ ψυχισμοῦ αὐτοῦ, μᾶς διευκολύνει νὰ προχωρήσουμε, στὸ διάλογο μὲ τὴ βία, μὲ μεγαλύτερη ἐπίγνωση τοῦ πιὸ κρίσιμου ὑπαρξιακοῦ μας προβληματισμοῦ· τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν ἑαυτό μας.
πηγή

Δευτέρα, Αυγούστου 26, 2013

Ιωάννης Κορναράκης: Το «Σύμπλεγμα» του Ηρώδη

“Τόν ἐν προφήταις μείζονα γνωρισθέντα καί Ἀποστόλων πρόκριτον γεγονότα, ὕμνοις ἐγκωμίων στεφανώσωμεν, τόν Πρόδρομον τῆς χάριτος, τήν κεφαλήν γάρ ἐτιμήθη, διά τόν νόμον Κυρίου.”                           (ἐξαποστειλάριον ἑορτῆς)
            Περίλαμπρα τιμᾶ σήμερον ἡ Ἐκκλησία τόν Πρόδρομο Ἰωάννη καί μνημονεύει τό θλιβερό καί ἀποτρόπαιο γεγονός τῆς ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς του, δηλαδή μέ τά σημερινά δεδομένα θά λέγαμε, τῆς ἐκτελέσεως μέ ἀποκεφαλισμό ἑνός ἀθώου καί ἀδικοφυλακισμένου, τοῦ Ἰωάννη Προδρόμου.
            Ὑπενθυμίζουμε ὅτι αἰτία τῆς φυλακίσεως τοῦ Προδρόμου ἀπό τόν υἱό τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου, τόν Ἡρώδη Ἀντίπα, ἦταν ἡ παράνομη σχέση, τήν ὁποία δημιούργησε ὁ Ἡρώδης μέ τή νύμφη του Ἡρωδιάδα.  Ἡ Ἡρωδιάδα ἦταν σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἡρώδη, τοῦ Φιλίππου.  Ὁ Φίλιππος μέ τήν Ἡρωδιάδα εἶχαν παιδί ἀπό τό γάμο τους, τή Σαλώμη.  Ἕνεκα αὐτῶν τῶν καταστάσεων, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ὁ Προφήτης καί Πρόδρομος Ἰωάννης, τούς ἔκανε δριμύτατο ἔλεγχο.  Γιά τοῦτο κατάληξε στή φυλακή καί ἔπειτα γνώρισε τό θάνατο μέ ἀποκεφαλισμό.
            Ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, ὡς ἐπιπόλαιος καί παρασυρόμενος ἀπό τήν Ἡρωδιάδα, μετά τό χορό τῆς Σαλώμης πρός τιμή του στά γενέθλιά του, τῆς ἔταξε μέχρι καί τό μισό βασίλειό του.  Ἡ Ἡρωδιάδα ὅμως συμβούλευσε τή Σαλώμη σχετικά καί ἡ τελευταία ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Προδρόμου στό πιάτο, πρᾶγμα πού ἐγένετο.  Ἡ ἐξόντωση ὅμως τοῦ στόματος τῆς ἀληθείας γέννησε τέτοιες τύψεις στήν ψυχή τοῦ Ἡρώδη πού ἐκεῖνος ἀκούοντας γιά τά θαύματα τοῦ Κυρίου τά ἀπέδιδε στόν Ἰωάννη ὡς ἀναστηθέντα.
            Ἡ ἀντιπνευματική καί σαρκολάτρισσα ἐποχή μας ἔχει ἀνάγκη βαθυτέρας μελέτης τῆς μορφῆς, τῆς ζωῆς, τοῦ κηρύγματος, τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ.  Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, στήν πλειονότητά του, ἀντιμέτωπος μέ τούς πολλούς θορύβους τῆς ζωῆς, ἀποβαίνει κωφός στά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ.  Θαμπωμένος ἀπό τίς ἀνακαλύψεις καί τίς μηχανές νομίζει ὅτι ἔγινε Θεός καί ἔβγαλε τόν Ἀληθινό Θεό ἀπό τά σχέδια καί τήν καθημερινή του ζωή.  Ἀσχολεῖται μέ τό πόσα ὑλικά ἀγαθά ἔχει, τί γνώσεις καί ψευτοδιπλώματα πῆρε καί στό πῶς νά προβληθεῖ καί νά καταξιωθεῖ σέ τοῦτο τόν κόσμο πάνω στή γῆ.  Ἔχουν καί αὐτά βέβαια τή θέση τους στή ζωή μας.  Δέν εἶναι ὅμως τό πᾶν.
            Χρειάζεται νά προσέχουμε ὄχι μόνο τήν ὁριζόντια διάσταση τῆς ζωῆς ἀλλά νά σκεπτόμεθα παράλληλα καί τήν κάθετη καί μάλιστα σοβαρότερα.  Εἶναι ἀνάγκη νά βάλουμε πιό πολύ Θεό στή ζωή, τήν καρδιά, τό νοῦ καί τό πρόγραμμά μας, ἄν θέλουμε νά πορευθοῦμε τόν ἀνάντη δρόμο, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἀταλάντευτα πιό κοντά στόν Πλάστη Θεό.  Ἄν περιοριζώμεθα στό τί “φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν” (Α´ Κορ. ιε´ 32), σέ τί διαφέρουμε ἀπό τά ἄλογα ζῶα;  Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά πιό ψηλά, γιά τά μεγάλα, τά ὡραῖα, τά οὐράνια καί θεῖα.  Εἶναι ὁ ἀετός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό σκουλήκι τῆς γῆς.  Στόχος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι ἡ εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ καί τέρμα ἡ οὐράνια Βασιλεία.  Ἀμήν!

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ὁ νοῦς χωρὶς τὴ νήψη βλέπει φαντάσματα Κορναράκης 'Ιωάννης



Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅπως ἔδειξαν σὲ κάποιες περιπτώσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίχρονης σχέσεώς τους μαζί του, δὲν διέθεταν πάντοτε τὴν ἀναγκαία νήψη, προκειμένου νὰ ἀντιληφθοῦν κάποια σημαντικὰ γεγονότα ἢ νὰ κατανοήσουν ὀρθῶς κάποιους λόγους του ἢ ἐνέργειές του! Αὐτὸ συνέβη καὶ ὅταν τὸν εἶδαν κάποτε νὰ περιπατεῖ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα. 

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ὁ Κύριος ἀνάγκασε, εὐθὺς ἀμέσως, τοὺς μαθητές του νὰ ἀνεβοῦν στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, νὰ τὸν περιμένουν ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπολύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ πολλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀλλά, ὅταν πλέον εἶχε ἀρχίσει νὰ νυκτώνει, τὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητὲς βρέθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, λόγω τοῦ σφοδροῦ θαλάσσιου ἀνέμου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Κύριος εἶδε τὴν ταλαιπωρία αὐτὴ τῶν μαθητῶν του, πλησίασε κατὰ τὰ χαράματα, πρὶν ἀκόμα τὸ φῶς τῆς ἡμέρας φωτίσει τὰ πάντα, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

Ποιὰ ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μαθητῶν σ' αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου τους στὴν καρδιὰ τῆς θαλασσοταραχῆς ποὺ τοὺς ταλαιπωροῦσε; Ἐχάρησαν καὶ ἠρέμησαν; Ὄχι βέβαια! Ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Κύριός τους, ἀκόμη καὶ χωρὶς θαλάσσιο μέσον, θὰ μποροῦσε νὰ σπεύσει στὴν βοήθειά τους, μέσα μάλιστα σὲ μιὰ ἀσταμάτητη θαλασσοταραχή, ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν, λέγοντες - μεταξύ τους - ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν! 

Δὲν φαντάζονταν ὅτι μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Κύριος ἐκείνη ἡ μισοσκότεινη ἀνθρώπινη φιγούρα ποὺ εἶδαν κάποια στιγμὴ μέσα στὰ ἄγρια κύματα. Ἔτσι, μὲ θολωμένο τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ταραχή, ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν! 

Τί ἔκραξαν ἄραγε; ποιὸ ἦταν τὸ αἴτημα τῆς κραυγῆς τους; Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐντοπισμοῦ κάποιου αἰτήματος. Πιθανῶς ἡ κραυγή τους νὰ εἶχε τὸ νόημα μιᾶς ἐκρήξεως ἀπελπισίας θανάτου. Μιᾶς ὁριστικῆς, τελεσίδικης ἀπελπισίας. Χαθήκαμε. 


Ὁ Κύριος, λοιπόν, ἐφάνηκε στοὺς μαθητές του ὡς φάντασμα. Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν δὲν βρισκόταν, ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΕ ΝΗΨΗ. Ἦταν ἑπομένως τυφλός. Μόνο ὁ νηπτικός, ὁ νήφων νοῦς μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριον σ' ὁποιαδήποτε κατάσταση. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ αὐτὴ περίπτωση ποὺ ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν ἦταν σκοτισμένος καὶ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Διδάσκαλο. 

Ἀργότερα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασή του, ὅταν ξαφνικά, ἐνῶ τὸν θεωροῦσαν νεκρό, θὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους, καὶ τότε θὰ τὸν ἐκλάβουν, θὰ τὸν θεωρήσουν ὡς πνεῦμα, ὡς φάντασμα· «πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν! Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; (Λουκ. 24, 37-38). 

Καὶ στὴν πρώτη περίπτωση τοῦ πλοίου καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴ περίπτωση, οἱ μαθητές, ἰδόντες τὸν Κύριον, ἐταράχθησαν (Ματθ. 14,26). 

Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως προσφέρει χῶρο στὴν ταραχή, ἡ ὁποία προκαλεῖ ποικίλους διαλογισμούς! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι νηφάλιος, δὲν φιλοξενεῖ στὸ νοῦ καὶ στὸ πνεῦμα του τὴν ἀρετὴ τῆς νήψεως, εἶναι ἀποδιοργανωμένος ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς. Βρίσκεται σὲ σύγχυση καὶ θαλασσοδέρνεται, ἀπὸ τὴν ταραχή, ἡ ὁποία μὲ τὴν παρουσία της ἀποκαλύπτει τὸ ξεσήκωμα ψυχικῶν κινήσεων καὶ διαλογισμῶν, οἱ ὁποῖοι θολώνουν τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ νοῦ καὶ συσκοτίζουν τὸν φακὸ τῆς νήψεως. 

Ἡ τελευταία διαπίστωση δείχνει ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως τελικὰ συσκοτίζει καὶ διαταράσσει τὴν ἀξιολογικὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ! Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ «μαθητοῦ» τοῦ Ἰησοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του φωτοσκιάζεται ἢ συσκοτίζεται καὶ τότε ὁ προβληματισμένος συνειδητὸς πιστὸς βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς φάντασμα ἢ πνεῦμα, ἁπλῶς σὰν ἕνα ἐνδιαφέροντα συνοδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ὅπως στὴν περίπτωση τῶν δύο μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀμέσως μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδοιποροῦν μαζὶ του πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν! Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «καρδία» αὐτῶν ἦτο καιομένη κατὰ τὴν συνοδοιπορία αὐτή, ὁ νοῦς τους δὲν διέθετε τὴν νήψη, ἡ ὁποία θὰ ἔριχνε φῶς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄγνωστου συνοδοιπόρου! 

Ναί! Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως σοῦ στερεῖ τὴν θέα τοῦ πραγματικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ! 

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Μιὰ σύγχρονη ἄποψη γιὰ τὴν ψυχολογία τοῦ ἄθεου; Κορναράκης 'Ιωάννης




Ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ κοσμοθεωρητική τοποθέτηση πολύ γνωστή. Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν, ὅπως νομίζουν, μιὰ κατασταλαγμένη ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου καί τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως πού κεντρικό χαρακτηριστικό της ἔχει τήν ἀπόρριψη τῆς ἰδέας, ὅτι ὑπάρχει ἕνα ὄν ἤ μία λογική δύναμη ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἀθεϊσμός, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχει μιὰ πολύ παλιά ἱστορία, τόσο παλιά ὅσο σχεδόν καί ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ πνευματική γενικά ἀτμόσφαιρα κάθε ἐποχῆς παίζει τό ρόλο της στή κάμψη ἤ τήν ὕψωση τοῦ δείκτου τοῦ βαθμοῦ τῆς ἀθεΐας. Τά θρησκευτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά καί ἄλλα ἰδεολογικά συστήματα καί κινήματα κάθε ἐποχῆς ἐπηρεάζουν ἀναλόγως τούς ἀνθρώπους καί αὐξάνουν ἤ μειώνουν τόν ἀριθμό τῶν ἀθέων. Λ.χ. ἡ ἐποχή μας μέ δύο ἀπό τά πολλά χαρακτηριστικά της, δηλ. τήν ἁλματώδη τεχνολογική ἀνάπτυξη καί τήν ἐξωστρέφεια, εὐνοεῖ ἀθεϊστικὰς ἀντιλήψεις, ὅπου ὑπάρχουν βέβαια προδιαθέσεις ὀφειλόμεναι καί εἰς ἄλλους λόγους.

Ἡ τεχνολογική ἀνάπτυξη δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι παντοδύναμος. Ἡ συνεχής κατάκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν φυσικῶν δυνάμεων πού κυριαρχοῦν στόν κόσμο καί εἰδικότερα στό σύμπαν, ἐνισχύουν μέσα στό πνεῦμα του τήν ἰδέα ὅτι εἶναι ἱκανός γιά ὅλα. Ἐξ ἄλλου τά καταπληκτικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας καί ἱκανότητος τοῦ ἀνθρώπου δικαιώνουν σέ πολλές περιπτώσεις τήν αἰσιοδοξία του γιά ἕνα μέλλον πού θά ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου στόν ἄνθρωπο.

Συγχρόνως ἡ ψυχολογική τάση τῆς ἐξωστρέφειας προσανατολίζει τόν ἄνθρωπο συνεχῶς πέρα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ κατά τά ἄλλα ἡρωική ἔξοδος τοῦ ἄνθρωπου αὐτοῦ στό χῶρο τοῦ διαστήματος ἐκφράζει ψυχολογικά τή διάθεση καί τήν τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ ἀπομάκρυνση καί ἀποξένωση αὐτή συντελεῖ στή μεταφυσική ἀφυδάτωση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου πού εὐνοεῖ τή δημιουργία καί ἐνίσχυση τῶν ἀθεϊστικῶν ἀντιλήψεων.

Στούς βασικούς αὐτούς λόγους, τήν τεχνολογική δηλ. ἀνάπτυξη καί τήν ἐξωστρέφεια, θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει καί πολλούς ἄλλους, ὅπως λ.χ. τήν ἀποθέωση τοῦ Sex, τή λατρεία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τήν κρίση τῆς ταυτότητος πού βιώνει τό ἄτομο, λόγω τῆς μεγάλης ἐντάσεως καί τῆς ταχύτητος μέ τήν ὁποίαν ἐναλλάσσονται αἱ καθημεριναί ἐμπειρίαι καί ἄλλους.

Ἔτσι καί σήμερα οἱ ψυχολογικές καί πνευματικές συνθῆκες τῆς ζωῆς εὐνοοῦν ἀθεϊστικές τάσεις καί ἀντιλήψεις καί γι’ αὐτό σήμερα τό πρόβλημα τῆς ἀθεΐας εἶναι ἐπίκαιρο. Καί σήμερα ὑπάρχουν ἄθεοι καί μάλιστα, ὅπως νομίζουν, μέ θεμελιωμένη θεωρητικά καί πρακτικά τήν ἀθεΐα τους μέ τρόπο πού δέν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβήτησει.

Ἐν τούτοις, ἀπ’ ὅ,τι τουλάχιστον εἰσηγεῖται ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, σήμερα περισσότερο ἀπό ἄλλοτε τίθεται σέ πλήρη ἀμφισβήτηση ἡ ψυχολογική βάση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Γιατί κι’ ὁ ἀθεϊσμός, σάν ψυχολογική καί πνευματική ἔκφραση τῆς προσωπικότητος, τοποθετεῖται ἀναπόφευκτα, ἰδιαιτέρως σήμερα, κάτω ἀπό τό πρίσμα τοῦ ἀσυνειδήτου.
 
* * *
 
Ὅταν ἀλήθεια χαρακτηρίζει κανείς τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀσυνειδήτου καί τῆς λειτουργίας του καί κυρίως τή μεγάλη ἐπίδρασή του στή ζωή τῆς προσωπικότητος σάν ἐπανάσταση, ὑπογραμμίζει ἀκριβῶς τή δημιουργία ἑνός νέου καθεστῶτος θεωρήσεως τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο λοιπόν δέν λαμβάναμε ὑπ’ ὄψη, (γιατί τό ἀγνοούσαμε) τό ἀσυνείδητο, τή σκοτεινή μά τόσο δραστική πλευρά τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, ὁρισμένα προβλήματα μᾶς ἐφαίνοντο πράγματι σάν καταστάσεις ἀμετάβλητες καί παγιωμένες. Ὁ ἀθεϊσμός, ἐάν θεωρηθεῖ σάν μία τελείως συνειδητή λειτουργία τῆς προσωπικότητας, εἶναι ἀσφαλῶς κάτι πέρα γιά πέρα ἀληθινό, ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τό κριτήριο αὐτό, ὅ,τι εἶναι συνειδητό εἶναι καί τό μόνο πραγματικό.

Ἀλλά ἀτυχῶς γιά τόν ἀθεϊσμό, ὅπως καί γιά παρόμοιες ἐμπειρίες καί ἀντιλήψεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἀσυνειδήτου ἀπέδειξε μέχρι σήμερα, ὅτι δέν εἶναι πάντοτε αὐθεντικό καί γνήσιο ὅ,τι βιώνει κανείς σάν συνειδητή ἐμπειρία. Ἡ ἀποκάλυψη τῆς λειτουργίας τοῦ ἀσυνειδήτου ἀπέδειξε ἐσφαλμένες πολλές ἰδέες μας καί ἀντιλήψεις γιά βασικά προβλήματα τῆς ζωῆς. Καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἀπό τή σύγχρονη αὐτή ἐπιστημονική πραγματικότητα, δέν μπορεῖ νά ἑξαιρεθεῖ ὄχι μόνο ὁ ἄθεος ἀλλά οὔτε καί ὁ σύγχρονος χριστιανός. Γιατί, ὅπως φαίνεται, πολλοί ἀπό μᾶς πού νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν ἀποκλείεται νά συμπεριφερώμεθα σάν ἄθεοι, ἀφοῦ μόνη ἡ θεωρητική πίστη δέν κάνει τόν ἄνθρωπο καλό χριστιανό, ἄν (στό κάτω-κάτω), ὅπως λέει καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (στ. 2, 19) χωρίς ὅμως νά μποροῦν νά εἶναι καί καλοί χριστιανοί.

Ἔτσι καί ὁ ἀθεϊσμός, σέ πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεῖ νά μή εἶναι μιὰ γνήσια καί αὐθεντική ἐκδήλωση τῆς προσωπικότητος. Γιατί σέ κάθε περίπτωση πού ἀκοῦμε ἕνα ἄνθρωπο νά ἰσχυρίζεται, ὅτι εἶναι ἄθεος, πρέπει νά διερωτηθοῦμε τί λέγει ἆραγε καί τό ἀσυνείδητό του. Πρόκειται περί πραγματικοῦ ἀθέου ἤ ἁπλῶς περί ἑνός ἀνθρώπου ποὺ βασανίζεται ἀσυνείδητα ἀπό τό θρησκευτικό πρόβλημα; Ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, μέ τά πορίσματά της πού ἀναφέρονται στή λειτουργία καί τή δραστηριότητα τοῦ ἀσυνειδήτου, ἀποδεικνύει πειστικά ὅτι ἕνας ἄθεος, ὅσο πιό μαχητικός εἶναι στήν ὑποστήριξη τῶν ἀντιλήψεών του, τόσο πιό ἔντονα προβάλλει τό θρησκευτικό του προβληματισμό, δηλ. τή βαθειά μά ἀπωθούμενη στό ἀσυνείδητο πίστη του.
 
***
 
Ὁ Γιούνγκ μετέφερε τήν ἀρχή τῆς ἐναντιοδρομίας τοῦ Ἠρακλείτου στή ψυχολογία καί ὑπεγράμμισε ὅτι, ὅταν μία ψυχική λειτουργία ἤ δραστηριότης φθάσει στό ἄκρο της, ἡ μεταστροφή της στήν ἀντίθετη ροή εἶναι ἡ πιό πιθανή συνέχεια τῆς πορείας της. Ὅσο πιό πολύ μάχεται κανείς τό Θεό, κι ὅσο πιό πολύ ὑποστηρίζει, ὅτι δέν πιστεύει στό Θεό, τόσο πιό γρήγορα πορεύεται πρός συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἔντονη ἀθεϊστική ἀντίδραση δείχνει καθαρά ὅτι τό κύριο πρόβλημα πού ἀπασχολεῖ τό ἀσυνείδητο εἶναι τό θρησκευτικό πρόβλημα. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀμερικανός ψυχολόγος Allport στό βιβλίο του «Τό ἄτομο καί ἡ θρησκεία του», «ἀντιδρῶν τόσον βιαίως ἐναντίον τῆς θρησκείας ὁ ἔνθερμος ἄθεος, προδίδει εἰς τήν πραγματικότητα ἕνα βαθύ ἐνδιαφέρον πρός τόν θρησκευτικόν τρόπον ζωῆς». Ὁ δέ ἐπίσης ἀμερικανός ποιμαντικοψυχολόγος Waterhouse ὑποστηρίζει ὅτι «Ὡς ἐπί τό πλεῖστον οἱ ἀντιδραστικοί ἄθεοι καί ἀγνωστικισταί εἶναι παραδείγματα μιᾶς διαδικασίας ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν, ἡ ὁποία κατέστη συγκεχυμένη ἤδη κατά τήν ἐκκόλαψιν».

Ἔτσι ἕνας ἄθεος καί μάλιστα μαχητικός πρέπει νά ἀντιλαμβάνεται εὔκολα, ὕστερα ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς λειτουργίας τοῦ ἀσυνειδήτου ἀπό τή ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅτι ὁ ἀθεϊστικός του ἀγώνας δέν ἐκφράζει αὐτά πού πράγματι πιστεύει καί κατά βάθος ἀποδέχεται ἄλλα στό δραματικό του διάλογο μέ τόν «ἄγνωστο Θεό». Εἶναι γεγονός ὅτι ἕνας ἄθεος ἀπορρίπτει, ἔστω μέ μία πλούσια ἐπιχειρηματολογία, τήν ὕπαρξη καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στά πλαίσια μιᾶς δραματικῆς πάλης μέ τόν ἑαυτό του καί τό Θεό. Γιατί ἄλλωστε εἶναι ἀλήθεια ὅτι, στή περίπτωση πού εἶναι κανείς βέβαιος γιά κάτι πού πιστεύει, δέν ἀγωνίζεται μέ φανατισμό γιά νά τό ἀποδείξει. Δέν ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπο πού θεμελιώνει ἀδιάσειστα τήν ὑποψία, ὅτι ὑποστηρίζει κάτι στό ὁποῖο δέν πιστεύει. Κι οἱ πιό πολλοί ἄθεοι μᾶς δίνουν κατά τρόπο πληθωρικό τήν ὑποψία ὅτι δέν πιστεύουν σ’ αὐτό πού ὑποστηρίζουν. Ἡ ἀθεΐα τους δέν εἶναι αὐθεντική, δέν εἶναι ἀληθινή. Ὅταν λ.χ. οἱ ἄθεοι ὀργανώνουν καί ἱδρύουν «Λέσχη Ἀθέων», ὑπογραμμίζουν ὅτι θέλουν νά ἀσχολοῦνται μέ ἕνα πρόβλημα πού δέν τό ἔχουν λύσει. Οἱ συνάξεις στή λέσχη αὐτή καί οἱ συζητήσεις τονίζουν χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ ἀγώνας τῶν ἀθέων εἶναι ἕνας διάλογος μέ τό Θεό, πού τούς ἔχει τυλίξει τρυφερά στά δίχτυα τῆς ἀγάπης Του.
 
***
 
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπῆγε γιά πρώτη φορά στήν Ἀθήνα, ἐντυπωσιάστηκε, ὅπως γνωρίζουμε, ἀπό τό πλῆθος τῶν βωμῶν καί τῶν ἀγαλμάτων τῶν διαφόρων θεῶν μέ τά ὁποῖα οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν γεμίσει τούς δρόμους τῆς πόλεώς τους. Καί ὁ Γερμανός βιογράφος τοῦ Παύλου Holzner, σχολιάζων στό βιβλίο του τήν ἐντύπωση αὐτή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, σημειώνει ὅτι τήν ἐποχή αὐτή, ὅταν ἔβγαινες ἀπό ἕνα ἀθηναϊκό σπίτι, δέν ἐσήμαινε ὅτι ἔβγαινες στό δρόμο, ἄλλα ὅτι ἔμπαινες στή περιοχή ἑνός Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο καί σήμερα καί πάντοτε, ὅταν ἕνας ἄθεος βγαίνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του γιά νά πολεμήσει τό Θεό, σημαίνει αὐτό ὅτι εἰσέρχεται στή περιοχή τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πού τόν περιμένει νά διαλεχθοῦν μέ ἀγάπη καί εἰρήνη.

Κατά τόν ψαλμωδό, μόνο ἕνας ἄφρων, ἕνας ἄμυαλος μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός». Κάθε ἄλλος ἄνθρωπος, πού παίρνει τή θέση τοῦ ἀθέου, προβάλλει ἁπλῶς τήν ὀξύτητα τοῦ θρησκευτικοῦ του προβληματισμοῦ. Δέν εἶναι πράγματι ἕνας ἄθεος ἀλλά ἕνας παρεξηγημένος ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του πιστός. Ἡ πληροφορία αὐτή τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους εἶναι ἀσφαλῶς πολύ χρήσιμη στό σύγχρονο ἄθεο πού θά ἤθελε νά ἐπωφεληθεῖ καλόπιστα ἀπό τά πορίσματα τῆς ψυχολογίας αὐτῆς γιά νά συνάντηση τό Θεό πού τόσο βαθειά παραδέχεται καί πιστεύει!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...