Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Κυριακή των αγίων Πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – Ιωάννου Φουντούλη, Ομοτ. Καθηγητού του Α.Π.Θ.

ατά την εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή, εορτάζει η Εκκλησία μας την μνήμη των αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Η μεγάλη αυτή Σύνοδος συνεκλήθη, ως γνωστόν, από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο, στην Νίκαια της Βιθυνίας τον Μάιο του έτους 325, κατεδίκασε την αίρεσι του Αρείου και ανεκήρυξε τον Χριστό Θεό, ομοούσιο προς τον Πατέρα. Στις 29 Μαΐου βρίσκομε σε πολλά χειρόγραφα να σημειώνεται η μνήμη των Πατέρων της Συνόδου αυτής. Ο εορτασμός της μνήμης των κατά την παρούσα Κυριακή οφείλεται, όπως είναι φανερό , στο γνωστό και από άλλες περιπτώσεις έθος της Μεγάλης Εκκλησίας, να μεταθέτη σε Κυριακές τις μνήμες των μεγάλων αγίων. Η εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή δεν είχε ιδιαίτερο εορτολογικό θέμα και προτιμήθηκε ως η καταλληλοτέρα και η πλησιεστέρα προς την μνήμη των Πατέρων για να μεταφερθή σ’ αυτήν ο εορτασμός των.
Αύριο θα ακούσωμε μαζί με την συνήθη αναστάσιμο ακολουθία της Κυριακής, να συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα της Αναλύψεως του Κυρίου, που εωρτάσαμε την παρελθούσα Πέμπτη, αλλά και προεόρτια της εορτής που θα πανηγυρίσωμε μετά από οκτώ ημέρες, της αγίας Πεντηκοστής. Έτσι Ανάστασις, Ανάλυψις, Πεντηκοστή και Πατέρες από κοινού θα υμνηθούν την αυριανή ενδιάμεσο των μεγάλων αυτών εορτών Κυριακή. Παρ’ όλα τα εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστα αυτά εορτολογικά θέματα, δεν λείπει από την ακολουθία της ημέρας αυτής μία σχετική αρμονία,που την συνθέτουν ακριβώς οι διαφορές και οι αντιθέσεις των επί μέρους θεμάτων. Αν μάλιστα την τοποθετήσωμε στο όλο πλαίσιο του Πεντηκοσταρίου, θα διακρίνωμε με πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη η διαδοχή αυτή των εορτών από τους συντάκτας του εορτολογίου μας. Χάρις , πράγματι, στα θέματα αυτής της Κυριακής, επιτυγχάνεται η δημιουργία ενός μεταβατικού σταθμού μεταξύ των μεγάλων εορτών που εωρτάσαμε και εκείνης που επίκειται. Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου τονίζεται η πιστότης της Εκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την άκουσε από το στόμα του Κυρίου και όπως την είδε ανάγλυφη στο όλο σωτηριώδες έργο του Χριστού. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και το συναξάριο της Κυριακής των αγίων Πατέρων. «Την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν δι’ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή γαρ ο Κύριος Ιησούς Χριστός την καθ’ ημάς φορέσας σάρκα, την οικονομίαν άπασαν αρρήτως ενήργησε και προς τον πατρώον αποκατέστη θρόνον, θέλοντες δείξαι οι άγιοι ότι αληθώς ο Υιός του Θεού εγένετο άνθρωπος και τέλειος άνθρωπος Θεός ανελήφθη και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και ότι η σύνοδος αύτη των αγίων Πατέρων ούτως αυτόν ανεκήρυξε και ανωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί: τούτω τω λόγω μετά την ένδοξον Ανάληψιν την παρούσαν εθέσπισαν εορτήν, ωσανεί τον σύλλογον των τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τούτον δη τον εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανακηρυττόντων». Στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι΄ – ΙΑ’ αιώνα εώρταζαν την Κυριακή αυτή εκτός από τους Πατέρες της Α΄ και τους άλλους Πατέρας των εξ οικουμενικών Συνόδων, προφανώς για τον ίδιο λόγο: για να παρασταθή δηλαδή η ενότης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η συνέπειά της προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Λείψανο του κοινού αυτού εορτασμού βρίσκομε στο δοξαστικό της λιτής της σημερινής ακολουθίας. Σ’ αυτό εκτός από τον Άρειο, απαριθμούνται και ο Μακεδόνιος , ο Νεστόριος, ο Ευτυχής, ο Σαβέλλιος και ο Σεβήρος, η διδασκαλία των οποίων κατεδικάσθη από τας άλλας Οικουμενικάς Συνόδους. Τελικά όμως η εορτή διετήρησε μόνον το αρχικό της θέμα, την μνήμη των 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Από το όλο λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας θα σταθούμε στα δύο αναγνώσματα του εσπερινού και στα δύο της θείας λειτουργίας. Τα δύο πρώτα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, έχουν δε σημασία, γιατί στα επεισόδια στα οποία αναφέρονται εκεί, διείδε η Εκκλησία τον τύπο των Πατέρων και τον ρόλο των στην ζωή της Εκκλησίας. Στο πρώτο, από την Γένεσι, κεφάλαιο 14, 14 -20, περιγράφεται η θαυμαστή νίκη του Αβραάμ, που επί κεφαλής των 318 «οικογενών» του κατετρώπωσε τους επτά περιοίκους βασιλείς, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εδέχθη για τη νίκη του την ευλογία του βασιλέως της Σαλήμ, του Μελχισεδέκ. Και οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 318 και εκείνοι όπως οι δούλοι του Αβραάμ, θείο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή και αυτοί, κατατροπώνουν με την αδάμαστο μαχητικότητά των τους εχθρούς του Χριστού. Συντρίβουν την αίρεσι και απελευθερώνουν τους αρπαγέντας από αυτήν πιστούς. Στο δεύτερο ανάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8 – 17 , ο Μωυσής αφηγείται πως εξέλεξε από το λαό «άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς» και ανέθεσε σ’ αυτούς την καθοδήγησι για διακυβέρνησι του λαού. Και αυτοί είναι τύπος των Πατέρων, στους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη την διαποίμανσι της Εκκλησίας. Επάνω σ’ εκείνους εμερίσθη το πνεύμα του Μωυσέως. Σ’ αυτούς μερίζει το Πνεύμα το άγιον τα χαρίσματα της σοφίας και της ορθής κρίσεως, στα εκάστοτε αναφυόμενα στην Εκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Και εδώ η κρίσις είναι του Θεού.
Τα δύο πάλι αναγνώσματα της θείας λειτουργίας μας μεταφέρουν από την σκιά και την εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης στην αλήθεια της Καινής. Το πρώτο είναι από τις Πράξεις και το δεύτερο από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κατά το σύστημα της αναγνώσεως των βιβλίων αυτών κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου. Ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο, από όπου περνούσε επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Οι λόγοι του ήσαν προφητικοί και ανεφέροντο στο μέλλον της Εκκλησίας και στην ευθύνη των ποιμένων για την περιφρούρησι του ποιμνίου του Χριστού. Αυτοί οι λόγοι απετέλεσαν και το έμβλημα των Πατέρων και υπέκαυσαν την ανύστακτο φροντίδα των για την ορθή πίστι και την ακεραιότητα της Εκκλησίας του Χριστού: «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ώ υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γάρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διο γρηγορείτε… Και τα νύν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού».1 Και τέλος η περικοπή του Ευαγγελίου, Ιωάννου 17, 1- 13, απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, παρουσιάζει τον Κύριο δεόμενο για τους μαθητάς, για την Εκκλησία Του. Είναι εκείνοι που Του εδόθησαν από τον Πατέρα, που ενώ εκείνος θα φύγη εκείνοι θα μείνουν στον κόσμο. Που έχουν ανάγκη της προστασίας του Πατρός για να διατηρηθούν πιστοί στο όνομα του Θεού. Που πρέπει να είναι «έν» όπως είναι ο Υιός με τον Πατέρα, για να είναι η μαρτυρία των αληθινή μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός τους φύλαξε: ένας μόνο χάθηκε, ο υιός της απωλείας. Και στην ζωή της Εκκλησίας βρέθηκαν υιοί απωλείας. Αλλά οι Πατέρες τήρησαν το όνομα του Θεού και κράτησαν την ενότητα της πίστεως της Εκκλησίας.
Αυτόν λοιπόν τον θεοτίμητο χορό των αγίων Πατέρων, που μαζεύτηκε από τα πέρατα της Οικουμένης και εδογμάτισε την ορθή σχέσι του Χριστού προς τον Πατέρα, το «ομοούσιον», και διετύπωσε και παρέδωκε την ορθή πίστι στην Εκκλησία, μακαρίζομε. Από τα τροπάρια της εορτής θα ψαλή το χαρακτηριστικώτερο, το δοξαστικό των αίνων του πλ. δ΄ ήχου, περίφημο για την σύνθεσί του και για την μελωδία του.
«Των αγίων Πατέρων ο χορός,
εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών,
Πατρός και Υιού και Πνεύματος αγίου
μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν
και το μυστήριον της θεολογίας
τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία˙
ούς ευφημούντες εν πίστει,
μακαρίσωμεν λέγοντες˙
Ώ θεία παρεμβολή,
θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου˙
αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος˙
της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι˙
τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου˙
τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου˙
Νικαίας το καύχημα,
οικουμένης αγλάϊσμα,
εκτενώς πρεσβεύσατε
υπέρ των ψυχών ημών».
(6 Ιουνίου 1970)
Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
1. Πράξ. 20, 16 – 18. 26 – 36.
(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).
Παράβαλε και:
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου, – λόγος Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας.
Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., κείμενο του Π. Πάσχου, υμνολογική εκλογή.
Κυριακή των Πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «πού έχομεν τα μάτια μας», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Ερμηνεία των Κανόνων της Α. Οικουμενικής Συνόδου – Πιδάλιον, Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ο μεγαλύτερος εχθρός της Εκκλησίας – π. Γεωργίου Μεταλληνού.
ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΩΡΕΣ.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α. Οικουμενικής συνόδου (videos).

Παρασκευή, Απριλίου 04, 2014

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ


Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ' όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.
Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε' Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την ' «πρεσβεία». Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις σ' ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.
Θα παρατρέξωμε το διαφιλονικούμενο, εξ' άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η  Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ' άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι' αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.
Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ' αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ' ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ' άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ' αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.

«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Ο ποιητής βρήκε την πόρτα του παραδείσου: Μετάνοια, καταφυγή στο έλεος του Θεού!

Τι είναι ο Μεγάλος Κανόνας,
πότε ψάλλεται
και γιατί ονομάστηκε έτσι.

Ποιο  το περιεχόμενο του Μ. Κανόνα



  
Πηγή: imeroviglio
+Ι. Μ. Φουντούλη
 
Η Πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δυο νέες μεγάλες ακολουθίες· Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθεί στην επόμενη, στην Έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθεί από τους πατέρες με πολλή μελέτη και περίσκεψη. Με «διάκριση» κατά την εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μ. Εβδομάδα, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μια μικρή ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρώπινα αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάδα και την έξαρση του τέλους βαστάζει η πρότελευταια.
 
Πότε ψάλλεται ο Μ. Κανόνας;
 
Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας... Η παρακολούθηση του Κανόνα αυτού κατά την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ο ρυθμός της ψαλμωδίας γρήγορος. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον ύμνο αυτό. Τα παρακάτω ας αποτελέσουν μια σύντομη εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και
μια παρακίνηση για την παρακολούθηση της ψαλμωδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
 
Ποιός ο ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα;
 
Τον Μ. Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη Δαμασκό το 660 μ. Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα... Μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα εγινε γραμματέας του Πατριάρχη Θεόδωρου. Το 685 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
 
          Στη Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις Αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει το λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Με τα χέρια του υπηρετούσε τους ασθενείς και τους έπλενε τα πόδια και το κεφάλι, καθάριζε τις πληγές τους και τα τραύματα τους. Σ’ αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του πρός τον Θεό και τον πλησίον» σημειώνει ο βιογράφος του.
 
        Ο άγιος Ανδρέα ο Κρήτης είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη του πρός την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές της. Έκτισε δε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου που τον ονόμασε «Βλαχέρνες». Πέθανε στις 4 Ιουλίου 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί – ήταν υποστηρικτής των αγίων εικόνων...
 
        Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος...  Εφεύρε το είδος των Κανόνων που ψάλλονται μέχρι σήμερα και διακρίνονται για την σαφήνεια και το διδακτικό τους χαρακτήρα. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μ. Κανόνας. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μ. Κανόνας είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
 
      Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που γράφονταν για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: να διακοσμήσουν τη ψαλμωδία των 9 ωδών του Ψαλτηρίου, που στιχολογούνταν στον όρθρο. Όλος ο κανόνας ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στη ψαλμωδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να σπάει και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μια ωδή.
 
Γιατί ονομάζεται «Μεγάλος»;
 
Ο Μ. Κανόνας στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτη του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.
 
Ποιο είναι το περιεχόμενο του Μ. Κανόνα;
 
Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον Μ. Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
 
            Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων.
        Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη. Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού.
    Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ,του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους. Ψάλλεται σε ήχο πλ. του β΄. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και εκφραστής του πένθους και της συντριβής.
 
     Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής ο γεμάτος κατάνυξη Μ.Κανόνας προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του.
Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του Ρωμανού του Μελωδού που συμψάλλεται με τον Μ. Κανόνα:
 
«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;
Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι·
ανάνηψον ουν, ίνα φείσηται σου Χριστός ο Θεός,
ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη, 1971 και Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Αδαμιαίος Θρήνος, Ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Εκδ. Αποστ. Διακονίας – Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια).

Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2014

Ἡ Ἑορτή τῶν Θεοφανείων - Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ

Τήν 6η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν μεγάλη δεσποτική ἑόρτη τῶν «Θεοφανείων» ἤ «Ἐπιφανείων» ἤ «τά ἅγια Φῶτα». Τά προεόρτιά της ἄρχιζουν τήν ἑπομένη τῆς πρωτοχρονιᾶς, τήν 2α Ἰανουαρίου. Μέσα στήν προπαρασκευαστική αὐτή περίοδο εὑρίσκεται καί ἡ «Κυριακή πρό τῶν φώτων». Καί αὐτή ἐντάσσεται μέσα στή προεόρτιο λειτουργική ἑτοιμασία. Στά ἀναγνώσματα τῆς θείας λειτουργίας τῆς Κυριακῆς αὐτῆς ἀκοῦμε τήν «Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ,Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» ἀπό τόν πρόλογο τοῦ Κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, πού ἀφηγεῖται τήν ἐμφάνισι τοῦ Προδρόμου στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, τό κήρυγμά του καί τήν προφητεία του περί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν «ἐν ὕδατι», ὁ «ἰσχυρότερός» του ὅμως, πού ἔρχεται «ὀπίσω» του, θά βαπτίσῃ τόν λαό «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Μάρκ. 1, 1-8).
Στήν τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, ἀπό τῆς 2ας μέχρι τῆς 5ης
Ἰανουαρίου στιβάζονται οἱ κανόνες, τά τριῴδια καί τά ἄλλα προεόρτια ἱερά ᾄσματα. Ἔχομε καί ἐδῶ τήν «Μεγάλη Ἑβδομάδα» τῶν Φώτων, ὅπως τήν εἴδαμε καί στά Χριστούγεννα, μέ τήν διαφορά ὅτι ὁ χρόνος τῆς προπαρασκευῆς ἐδῶ εἶναι μικρότερος, λόγῳ τῆς παρατάσεως τῶν μεθεόρτων τῶν Χριστουγέννων μέχρι τῆς 31ης Δεκεμβρίου καί τῆς ἑορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ τῆς 1ης Ἰανουαρίου. Καί πάλι ἡ ἐπίδρασις τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι ἔκδηλος, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς προσπαθείας παραλληλισμοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων πρός τό Πάσχα. Καί πάλι ἡ προπαρασκευή κορυφοῦται τήν παραμονή μέ τήν λαμπρά ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν καί τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
Τά μεθέορτα ἐξ ἄλλου παρατείνονται ἐπί ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν ἑορτή, μέ τρεῖς ἡμέρες ἰδιαιτέρως ἐξαιρομένας, τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων μέ τήν ἑορτή τῆς Συνάξεως τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ τοῦ Χριστοῦ, 7η Ἰανουαρίου, τήν «Κυριακή μετά τά Φῶτα», καί τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν ἀπόδοσί της 14η Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποία ψάλλεται καί πάλι ὁλοκληρος ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.
Μέσα στό ἐξαίρετο αὐτό λειτουργικό πλαίσιο διαλάμπει ἡ μεγάλη δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανείων τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Ἡ ἀρχή της εἶναι ἀνάλογος πρός τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Τήν 6η Ἰανουαρίου ἑώρταζαν κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τό χειμερινό ἡλιοστάσιο οἱ ἐθνικοί τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Ἀραβίας. Κατά τάς ἀρχάς τοῦ Γ´ αἰῶνος πρῶτοι οἱ αἱρετικοί ὀπαδοί τοῦ Βασιλείδου ἐπεχείρησαν τήν ἀντικατάστασι τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς μέ τήν ἑορτή τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. Ὀλίγο ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καθώρισε τήν 6η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανείων ἤ Θεοφανείων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ» (Τίτ. 2, 13). Ἀλλοῦ τονίζει, ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τίτ. 2, 11). Ὀ ἴδιος πάλι ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό, πού «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμοθ. 3, 16). Κάτω ἀπό τίς ἐκφράσεις αὐτές τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἀναγνωρίζει κανείς τούς τόσο γνωστούς στούς ἐθνικούς ὅρους «θεοφάνεια» καί «ἐπιφάνεια», πού ἐσήμαιναν τήν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἐμφάνισι τῆς θεότητος ἤ τοῦ Θεοῦ-αὐτοκράτορος σέ κάποια πόλι. Στήν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἀντέταξε τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί βασιλέως Χριστοῦ, τήν ἀληθινή Θεοφάνεια. Ἀκριβῶς δέ πάλι στήν λατρεία τοῦ ἡλίου, πού νικᾷ κατά τό χειμερινό ἡλιοστάσιο τό σκότος τῆς νυκτός, ἀντιπαρέθεσε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνέτειλε, κατά τόν προφήτη Ἠσαΐα, στόν ἐν σκότει καί σκιᾷ καθήμενο κόσμο· «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ἠσ. 8, 23. 9, 1). Αὐτήν ἐξ ἄλλου τήν προφητεία ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐφαρμόζει ἀκριβῶς στήν ἔναρξι τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξύ τοῦ λαοῦ Του (Ματθ. 4, 12-17). Αὐτήν τήν περικοπή θά ἀκούσωμε νά διαβάζεται κατά τήν θεία λειτουργία τῶν Θεοφανείων.
Ἡ ἔννοια ὅμως αὐτή τῆς θεοφανείας ἤ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν συνδεδεμένη πρός ἕνα μόνο ἱστορικό γεγονός τοῦ βίου Του. Εἴδαμε ὅτι ὁ Βασιλείδης καί οἱ ὀπαδοί του ἑώρταζαν τήν 6η Ἰανουαρίου τό ἐν Ἰορδάνη Βάπτισμα, κατά τό ὁποῖο, σύμφωνα πρός τήν αἱρετική των διδασκαλία, ἡ θεότης ἐνεσαρκώθη στόν Χριστό. Ἀλλά καί κατά τήν ὀρθόδοξο διδασκαλία τό βάπτισμα εἶναι ἡ ἀπαρχή, ἡ πρώτη δημοσία ἐμφάνισις καί ἀνάδειξις τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσίου καί Σωτῆρος. Κατ᾿ αὐτό ἀνεγνωρίσθη ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν προφήτη Ἰωάννη τόν πρόδρομο, πού εἶδε τό Πνεῦμα τό ἅγιον «καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾿ αὐτόν» (Ἰω. 1, 32-34) καί πού ἤκουσε τήν φωνή τοῦ Πατρός «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17. Μάρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22), τήν βεβαίωσι τῆς υἱότητος. Κατά τό βάπτισμα ἐφάνη ὁ Υἱός – Θεός, ἀλλά καί ἀπεκαλύφθη ὁ Θεός – Τριάς, ὅπως χαρακτηριστικά ψάλλει καί ὁ ποιητής τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱός ἐβαπτίζετο, τοῦ Πατρός ἡ φωνή ἠκούετο καί τό ἅγιον Πνεῦμα κατήρχετο ἐν εἴδει περιστερᾶς. «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν», ὅπως πάλι ὑμνῳδεῖ ὁ ἱερός Κοσμᾶς στό τρίτο τροπάριο τῆς η´ ᾠδῆς τοῦ πρώτου κανόνος τῆς ἑορτῆς.
Ἀλλά καί μέ τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἐπεφάνη ὁ Θεός στόν κόσμο. Καί αὐτή λοιπόν συνεωρτάζετο μέ τήν βάπτισι κατά τήν ἑορτή τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Καί πάλι νέοι ὑπολογισμοί ἦλθαν νά δικαιώσουν τήν κατά τήν 6η Ἰανουαρίου γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τόν συνεορτασμό της τήν ἰδία ἡμέρα μέ τήν βάπτισι. Ὁ Χριστός, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔπρεπε νά ἔχῃ τέλεια καί πλήρη ὅλα τά ἀφορῶντα καί στόν ἐπί γῆς βίο Του. Τέλεια ἑπομένως ἔπρεπε νά εἶναι καί τά ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του καί ὄχι ἐλλιπῆ. Ὑπελόγιζαν ὅτι ἀπέθανε ἐπί τοῦ σταυροῦ 6 Ἀπριλίου. Θά ἔπρεπε, κατά τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς αὐτή νά ἦτο καί ἡ ἡμέρα τῆς συλλήψεώς Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἑπομένως ἡ γέννησις Του μετά ἐννέα πλήρεις μῆνες θά ἔπρεπε νά συμπέσῃ πρός τήν 6η Ἰανουαρίου. Ἐβαπτίσθη «ἀρχόμενος ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» κατά τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Κεφ. 3, 23), δηλαδή πάλι κατά τήν 6η Ἰανουαρίου, ἐφ᾿ ὅσον ἡ τελειότης θά ἀπαιτοῦσε καί ἐδῶ πλήρη τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν ἀπό τῆς γεννήσεώς Του κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας Του δράσεως.
Συναφῆ πρός τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ γεγονότα, διά τῶν ὁποίων ἐπεφάνη ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν καί ἡ προσκύνησις τῶν ποιμένων καί ἡ δωροφορία τῶν μάγων. Οἱ πρῶτοι ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί οἱ δεύτεροι αἱ ἀπαρχαί τῶν εἰδωλολατρῶν, πού ἀνεγνώρισαν καί προσεκύνησαν πρῶτοι τόν ἐπιφανέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἑορτασμός τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων ἦλθε νά ἐμπλουτίσῃ τό θέμα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Τά ἑορταζόμενα γεγονότα ἔγιναν ἤδη τέσσαρα.
Ἀλλά καί πέμπτο γεγονός Θεοφανείας ἔχομε στήν ἀρχή τῆς δράσεως τοῦ Κυρίου. Τό πρῶτό Του θαῦμα στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου κατά τόν γάμο μετέβαλε τό ὕδωρ σέ οἶνο. Καί σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού ἀφηγεῖται τό περιστατικό: «Ταύτην ἐποίησεν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ» Ἡ φανέρωσις λοιπόν τῆς θεϊκῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητάς Του, ἡ ἀρχή τῶν σημείων Του, τό θαῦμα τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, προσετέθη στά ἄλλα τέσσαρα ἑορταστικά θέματα.
Ἐπικρατέστερα ὅμως ἦσαν τά δύο πρῶτα ἑορταστικά θέματα, ἡ γέννησις καί ἡ βάπτισις τοῦ Χριστοῦ, πού ὁ συνεορτασμός των κατά τήν 6η Ἰανουαρίου διετηρήθη ἐπί μακρόν στήν Ἀνατολή καί μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά διατηρῆται στήν ἀρμενική Ἐκκλησία. Ὅταν κατά τόν Δ´ αἰῶνα εἰσήχθη ἀπό τήν Ρώμη καί στήν Ἀνατολή ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων τῆς 25ης Δεκεμβρίου καί βαθμηδόν ἐπεκράτησε καί σ᾿ αὐτή, τό ἑορτολογικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων διεσπάσθη. Κατά τά Χριστούγεννα ἑωρτάζετο ἡ γέννησις καί κατά τά Θεοφάνεια τό ἐν Ἰορδάνῃ Βάπτισμα. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί τό θέμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων.
Ἡ ἀποσυμφόρησις αὐτή δέν ἔβλαψε, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἦτο πρός ὄφελος τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Ἡ μείωσις τῆς ἐπιφανείας της ἔδωσε τήν δυνατότητα τῆς ἀναπτύξεώς της εἰς βάθος. Τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ἡ κατ᾿ αὐτό Θεοφάνεια, αἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ἐπέκτασίς του καί αἱ συνέπειαί του στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσαν θαυμάσια καί πλούσια θέματα στούς ποιητάς τῶν εὐχῶν καί τῶν ὕμνων τῆς ἑορτῆς καί στούς ἱερούς ἐγκωμιαστάς της. Ἰδιαιτέρα λαμπρότητα τῆς δίδει ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, πού σήμερα γιά τήν ἐξυπηρέτησι τῶν πιστῶν τελεῖται δύο φορές, τήν παραμονή καί μετά τήν λειτουργία τῆς ἑορτῆς. Εἶναι μία παραστατική ἐξεικόνισις τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου. Πρῶτος, ἀπαρχή τοῦ νέου λαοῦ καί κεφαλή, βαπτίζεται ὁ Χριστός καί ἁγιάζει τήν κτίσι τῶν ὑδάτων γιά νά δημιουργηθῇ δι᾿ αὐτῶν ὁ νέος κόσμος, ἡ καινή κτίσις, οἱ νέοι ἄνθρωποι, οἱ Χριστοφόροι καί Θεοφόροι πιστοί. Κατά τήν παννυχίδα τῶν Θεοφανείων, μετά τόν ἁγιασμό τοῦ ὕδατος καί τήν μετάληψι καί τόν ραντισμό τῶν πιστῶν, ἐβαπτίζοντο σ᾿ αὐτό οἱ κατηχούμενοι. Ἦταν ἡ ἑορτή «τῶν Φώτων». Τοῦ «φωτισμοῦ», τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
Ἡ ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἀπαραμίλλου κάλλους. Σ᾿ αὐτήν περιλαμβάνονται ἔργα διασήμων ἀρχαίων ὑμνογράφων ἀπό τά λαμπρότερα τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἀνθολογοῦμε τούς εἱρμούς τοῦ πρώτου κανόνος, ποίημα τοῦ Κοσμᾶ ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, τοῦ β´ ἤχου, πού ψάλλονται καί ὡς καταβασίαι στό τέλος τῶν ᾠδῶν. Σ᾿ αὐτές συνδυάζονται κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο τά θέματα τῆς κάθε μιᾶς ᾠδῆς πρός τό θέμα τῆς ἑορτῆς: Ἡ διάβασις τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καί ἡ διά τοῦ ὕδατος σωτηρία τοῦ λαοῦ· ὁ ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό στηριγμός τῆς ταπεινῆς Ἄννης καί ἡ συντριβή τοῦ δράκοντος στό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος· ἡ προφητική φωνή τοῦ Ἀββακούμ καί ἡ φωνή τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ Βαπτιστοῦ· τό εἰρηνικό κήρυγμα τοῦ Ἠσαΐου καί τό σωτήριο γιά τόν Ἀδάμ ἔργο τοῦ εἰρηνοποιοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη· ὁ θρῆνος «ἐν θλίψει» τοῦ Ἰωνᾶ καί τό κήρυγμα τῆς μετανοίας τοῦ Προδρόμου· ἡ δρόσος τῆς καμίνου τῆς Βαβυλῶνος τό ἄυλον πῦρ πού δέχθηκαν τά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου καί ἡ ὑμνολογία τῆς Μητρός τοῦ βαπτισθέντος. Ὅλα αὐτά, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, τύπος καί ἀλήθεια, συμπλέκονται σέ μία ὑπερκοσμία συζυγία.
Ὠδή α´
«Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα
καί διά ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει
ἐν αὐτῷ καταλύψας ἀντιπάλους
ὁ κραταιός ἐν πολέμοις Κύριος
 ὅτι δεδόξασται».
Ὠδή γ´
«Ἰσχύν ὁ διδούς
τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν Κύριος
καί κέρας χριστῶν αὐτοῦ ὑψῶν
Παρθένου ἀποτίκτεται,
μολεῖ δέ πρός τό βάπτισμα,
διό, πιστοί, βοήσωμεν·
Οὐκ ἔστιν ἅγιος, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν
Καί οὐκ ἔστι δίκαιος πλήν σου, Κύριε».
Ὠδή δ´
 «Ἀκήκοε, Κύριε,
φωνῆς σου ὅν εἶπας·
Φωνή βοῶντος ἐν ἐρήμῳ,
ὅτε ἐβρόντησας πολλῶν ἐπί ὑδάτων
τῷ σῷ μαρτυρούμενος Υἱῷ·
ὅλος γεγονώς τοῦ παρόντος
Πνεύματος δέ ἐβόησε·
Σύ εἶ Χριστός
Θεοῦ σοφία καί δύναμις».
Ὠδή ε´
 «Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός
λῦσαι τό κατάκριμα ἥκει
Ἀδάμ τοῦ πρωτοπλάστου·
καθαρσίων δέ ὡς Θεός μή δεόμενος,
τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ·
ἐν ᾧ τήν ἔχθραν κτείνας,
ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν
εἰρήνην χαρίζεται».
Ὠδή ς´
«Ἡ φωνή τοῦ Λόγου,
ὁ λύχνος τοῦ φωτός, ὁ ἑωσφόρος,
ὁ τοῦ ἡλίου Πρόδρομος,
ἐν τῇ ἐρήμῳ
μετανοεῖτε, πᾶσι βοᾷ τοῖς λαοῖς,
καί προκαθαίρεσθε,
ἰδού γάρ πάρεστι Χριστός,
ἐκ φθορᾶς τόν κόσμον λυτρούμενος».
Ὠδή ζ´
«Νέους εὐσεβεῖς
καμίνῳ πυρός προσομιλήσαντας,
διασυρίζον πνεῦμα δρόσου
ἀβλαβεῖς διεφύλαξε
καί θείου ἀγγέλου συγκατάβασις·
ὅθεν ἐν φλογί δροσιζόμενοι,
εὐχαρίστως ἀνέμελπον·
Ὑπερύμνητε,
ὁ τῶν πατέρων Κύριος
καί Θεός, εὐλογητός εἶ».
Ὠδή η´
«Μυστήριον παράδοξον
ἡ Βαβυλῶνος ἔδειξε κάμινος
πηγάσασα δρόσον,
ὅτι ρείθροις ἔμελλεν ἄυλον πῦρ
εἰσδέχεσθαι ὁ Ἰορδάνης
καί στέγειν σαρκί
βαπτιζόμενον τόν κτίστην,
ὅν εὐλογοῦσιν λαοί
καί ὑπερυψοῦσιν
εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
Ὠδή θ´
Μεγαλυνάριον
«Μεγάλυνον, ψυχή μου,
τήν τιμιωτέραν
τῶν ἄνω στρατευμάτων».
«Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα
εὐφημεῖν πρός ἀξίαν
ἰλιγγιᾷ δέ νοῦς καί ὑπερκόσμιος
ὑμνεῖν σε, Θεοτόκε·
ὅμως ἀγαθή ὑπάρχουσα
τήν πίστιν δέχου
καί γάρ τόν πόθον οἶδας
τόν ἔνθεον ἡμῶν·
σύ γάρ χριστιανῶν εἶ προστάτις,
σέ μεγαλύνομεν»
Θεολογικώτερα εἶναι τά στιχηρά τῶν αἴνων, ἰδιόμελα τοῦ α´ ἤχου, ποίημα Γερμανοῦ τοῦ Α´ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό αὐτά διαλέγομε τό πρῶτο καί τό τέταρτο. Τό πρῶτο ἀναφέρεται στήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στό φῶς πού ἔλαμψε στόν κόσμο διά τῆς παρουσίας Του. Στό ἄλλο ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἀληθινοῦ φωτός συνδυάζεται πρός τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, τόν ἁγιασμό τοῦ ὕδατος καί στήν θεολογική ἔννοια τοῦ βαπτίσματος τῶν χριστιανῶν καί κατακλείεται μέ μία δοξολογική ἀποστροφή πρός τόν Θεό γιά τά θαυμάσιά Του ἔργα.
«Φῶς ἐκ φωτός
ἔλαμψε τῷ κόσμῳ
Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν,
ὁ ἐπιφανείς Θεός·
τοῦτον, λαοί, προσκυνήσωμεν»
«Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη
καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται.
Βαπτίζεται Χριστός μεθ᾿ ἡμῶν
ὁ πάσης ἐπέκεινα καθαρότητος.
Ἐνίησι τόν ἁγιασμόν τῷ ὕδατι
καί ψυχῶν τοῦτο καθάρσιον γίνεται.
Ἐπίγειον τό φαινόμενον
καί ὑπέρ τούς οὐρανούς τό νοούμενον·
διά λουτροῦ σωτηρία,
δι᾿ ὕδατος τό Πνεῦμα,
διά καταδύσεως
ἡ πρός Θεόν ἡμῶν ἄνοδος γίνεται.
Θαυμάσια τά ἔργα σου,
Κύριε, δόξα σοι».
Καί κατακλείομε μέ τό τόσο γνωστό θριαμβευτικό ἀπολυτίκιο τῶν Θεοφανείων τοῦ α´ ἤχου. Ἡ φανέρωσις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοφάνεια, ἔγινε κατά τό βάπτισμα τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ καί φωτίσαντος τόν κόσμον. Ὁ Υἱός ἐβαπτίζετο στόν Ἰορδάνη, ἡ φωνή τοῦ Πατρός ἐμαρτύρει ὀνομάζουσα «Υἱόν ἀγαπητόν» τόν Χριστό, τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐπεσφράγιζε τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Καί τά τρία ὀνόματα τῆς μεγάλης ἑορτῆς – «Ἐπιφάνεια» – «Θεοφάνεια» -«Φῶτα» – ὑποδηλώνονται στό ραῖο αὐτό τροπάριο.
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε,
ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις·
τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φώνη προσεμαρτύρει σοι,
ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα·
καί τό πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς
ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Ὁ ἐπιφανείς, Χριστέ ὁ Θεός,
Καί τόν κόσμον φωτίσας,
δόξα σοι».
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

Νέον Ἔτος - Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ


Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑώρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ, τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦ ὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά.
 Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1η Ἰανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα.
 Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου. Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. 3, 8).
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά «ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλάτ. 4, 10). Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος.
 Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη. Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις.
 Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως.
Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ. Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ.
Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γενέσ. 1, 14).
Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο. Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο.
Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια.
 Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κλπ. Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1η Μαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική.
Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων.
Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα. Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦ ὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθνοπώρου. Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί.
Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας.
 Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ. Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός.
 Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 16 ἐξ.).
Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…».
Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά. Κατά τήν 1η Ἰανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας.
 Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…».
Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίῃμα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους;
«Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος, ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ, ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων συμπαντουργός καί συνδημιουργός, τόν στέφανον τοῦ ἑνιαυτοῦ εὐλόγησον, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων σου».
 «Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς καί νῦν προσδεχόμενος τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπό πάσης λύτρωσαι ἀνάγκης τήν πόλιν σου· οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου εἰς πάντα τά ἔργα σου. Ὅθεν τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους, τά ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός· σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα, εἰς τό εἶναι παρήγαγες».
«Θεέ θεῶν καί Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε, ἀΐδιε, ἄκτιστε καί τῶν ὅλων δημιουργέ, παντοκράτορ, σοί προσπίπτομεν πάντες καί σέ καθικετεύομεν· Τό παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα τόν λαόν σου, οἰκτίρμον».
 «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ· πάντα γάρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος· διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα καί διά πάντα βοῶμεν· Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου καί καταξίωσον ἡμᾶς ἀκατακρίτως βοᾶν σοι· Κύριε, δόξα σοι».
 Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...