Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2015

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΩΣ ΦΩΤΑ ΘΕΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΘΕΟΥ

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

ag_sarantaΟυρανός πολύφωτος η Εκκλησία και οι διαλάμποντες επέκεινα του γήινου και κτιστού πεπερασμένου χωροχρόνου αστέρες αυτής, δηλαδή οι άγιοί της, δορυφορούνται αϊδίως πέριξ του ακτίστου νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης Ιησού Χριστού, φωτιζόμενοι από το Άκτιστο φως Αυτού, αγιαζόμενοι από Αυτόν ως την μόνη αυτοπηγή πάσης Αγιότητος και δοξαζόμενοι από την εκείνου άφθορη, άληκτη και αδαπάνητη θεϊκή δόξα.
Ως πολύκαρπον και καλλίκαρπον «γεώργιον Αμπελώνος» η Εκκλησία μέσα στο διάβα των αιώνων και στις περιπετειώδεις στροφές του ενίοτε πολυτάραχου, πολυκύμαντου και πολυπλάγκτου χωροχρονικού ιστορικού γίγνεσθαι της όλης εν Χριστώ ζωής και πορείας της ανέδειξε και συνεχίζει αδιαλείπτως να αναδεικνύει τους «ενσάρκους καρπούς του Αγίου Πνεύματος», που δεν είναι άλλοι από τους Αγίους της, οι οποίοι αν και υπήρξαν χοϊκοί και θνητοί άνθρωποι, πολεμούμενοι από τον αντίδικο μισάνθρωπο διαβολέα, τον πατέρα παντός πειρασμού και λογισμού ψυχοφθόρου και σωματοφθόρου, εντούτοις εκείνοι υπερήραν την κτιστή νομοτέλεια και αναγκαιότητα της φθαρτής ανθρώπινης φύσεώς τους, γενόμενοι «ένσαρκες εικόνες Ιησού Χρηστού» και ζώντες σε κάθε αναπνοή, σε κάθε κύτταρό τους το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας ανθρώπων καθαρών και αγνών, όπως διεκήρυττε προ αιώνων η αίρεση «των αγνών ή καθαρών», ούτε προνόμιο και ευλογία μιας κάποιας εποχής, αλλά αδαπάνητη και ατελεύτητη ευλογία και δωρεά Θεού στον κάθε εποχής αμαρτωλό άνθρωπο που με την μετάνοιά του νεκρώνει, θάπτει τα πάντα για να ζήσει οντολογικά την γέννηση και την Ανάσταση του Χριστού στο «είναι» του, να γίνει «όλως, καθ’ όλα Χριστός». Η αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενοικεί σε κάθε άνθρωπο αγαθής προαιρέσεως ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, χρώματος, κοινωνικής τάξεως ή μορφωτικού επιπέδου. Η αγιότητα συνεπώς δεν είναι μια φιλοσοφική, νοησιαρχική ή μαγική κατάσταση, αλλά η εν Χριστώ οντολογική μεταμόρφωση του αμαρτωλού ανθρώπου που ασκείται και βιώνει αδιαλείπτως τη σωστική μετάνοια ως απόλυτη έκφραση της τελείας αγάπης προς τον Χριστό.
Σε αυτό το αγλαόκαρπο γεώργιο της Εκκλησίας αναφύονται οι κεχαριτωμένοι βλαστοί της αγιότητος εντός του κόσμου τούτου για να μεταμορφώσουν τον κόσμο της πτώσεως, της πλάνης και της ανθρωποφθόρου αμαρτίας, και να ζήσουν ελεύθεροι, αληθινά ελεύθεροι, την υπέρ κόσμον αλήθεια και ζωή. Προσφυώς λοιπόν οι Άγιοι έχουν αποκληθεί ως οι «αληθείς και γνήσιοι φίλοι του Θεού».
Οι Άγιοι ως πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος και της υπερουράνιας ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος καθίστανται τα εν Αγίω Πνεύματι «Αχειροποίητα Ιερά Δοχεία» της ακτίστου, ανακαινιστικής και μεταμορφωτικής ενεργείας της Τριαδικής Θεότητος γενόμενοι «Παράκλητοι», δηλαδή παρηγορητές του χοϊκού και φθαρτού, πεπερασμένου και κτιστού ανθρωπίνου Γένους. Έτσι, οι αληθείς και γνήσιοι «φίλοι του Θεού» καθίστανται συνάμα «αληθείς και γνήσιοι φίλοι και των ανθρώπων» προερχόμενοι από τη «ζύμη του γένους των βροτών» ως σαρξ εκ της σαρκός τους και οστούν και των οστέων τους.
Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για τη δόξα της Εκκλησίας, είτε εξ αγνοίας είτε για λόγους σκοπιμότητος, και λέγονται ή γράφονται με άκρως κοσμική λογική τα διάφορα αλλότρια και παιδαριώδη, τότε η απάντηση δίδεται ηχηρά και αποστομωτικά από την ίδια την αγιοπνευματική ζωή της Εκκλησίας, ότι η δόξα αυτής είναι οι εν Χριστώ μεταμορφωμένοι και ανακαινισμένοι, χάριτι Θεία, Άγιοί της, οι ένσαρκες αυτές εικόνες Ιησού Χριστού, στις οποίες ενοικεί ο «Παράκλητος της Αληθείας» και δι’ αυτών επενεργεί η άκτιστη αγιαστική και θαυματουργική ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος στους ανθρώπους και στη σύνολη κτίση.
Οι άγιοι της Εκκλησίας, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι «φώτα Θεουργικά». Γράφει χαρακτηριστικά: «Θεουργικά φώτα φαμέν τας των αγίων διδασκαλίας, ως φως γνώσεως εμποιούσας και θεούσας τους πειθομένους». Οι θεούμενοι άγιοι δεν είναι μόνο δέκτες και φύλακες της παρακαταθήκης, αλλά και μεταδότες. Ως αληθινοί παιδαγωγοί μεταδίδουν μόνον ό,τι κρίνουν συμφέρον για τις ψυχές των ανθρώπων και ό,τι μπορούν αυτοί, οι πιστοί, να δεχθούν.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η δύναμη εκείνη που τελειοί τους πιστούς και τους αναδεικνύει «φίλους του Θεού», είναι το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, δηλαδή η βίωση οντολογικά του μυστηρίου της ευσεβείας. Οι άγιοι δεχόμενοι την «καλήν αλλοίωσιν» καθίστανται «σύμμορφοι Χριστώ». Απεκδύονται και νεκρώνουν τον «παλαιό άνθρωπο» της φθοροποιού αμαρτίας και ενδύονται την «αχειροποίητη στολή της Αναστάσεως». Με την υπακοή που εκδηλώνουν οι πιστοί στο Θεό, γίνονται δεκτικοί της χάριτος του Θεού και έτσι μεταβάλλεται η υποστατική ιδιοτέλεια σε ανιδιοτελή αγάπη. Γίνονται θεόπτες, συγγενείς του Θεού και αδελφοί του Χριστού και θετοί υιοί της Παρθένου. Έτσι, επαληθεύεται η θεόπνευστη γραφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Ο Θεός πάρεστιν πανταχού, ενοικεί δε εν μόνοις τοις αγίοις», οι οποίοι έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού και «συμβασιλεύουν λαμπρότατα τω Σωτήρι». Επειδή δε κοινωνούν οντολογικά της υπέρ λόγον ζωής της ακτίστου Τριάδος «εν Ουρανώ, εμφορούνται υπό θείου φωτός» και καθίστανται αψευδείς και μακρόθυμοι πρεσβευτές του ανθρωπίνου γένους ενώπιον του εν Τριάδι Θεού.
Στη σύγχρονη υλιστική, οργιωδώς καταναλωτική και εγωκεντρική πανανθρώπινη κοινωνία στην οποία λατρεύεται ειδωλολατρικά η ύλη και έχει εξοριστεί ο Θεός από τη ζωή των ανθρώπων, ο περί των αγίων λόγος φαντάζει για κάποιους ως «κακόγουστο και παλιομοδίτικο κατηχητικό». Τούτο δυστυχώς συμβαίνει διότι ο σύγχρονος άνθρωπος θέτει ως κριτήριο των πάντων τον ανούσιο ορθολογισμό και τον άκρατο υλισμό που νεκρώνουν τη δυνατότητά του να αναχθεί πνευματικά και να βιώσει την περί Θεού οντολογία μέσω της αγιοπνευματικής εμπειρίας. Ο εν Χριστώ Άγιος όμως μπορεί να βρίσκεται στη διπλανή πόρτα κρυπτόμενος και εκουσίως αφανιζόμενος στην αγιοπνευματική μόνωση τής κατά Θεόν απάθειας, της πάλης δηλαδή έναντι των ποικιλόμορφων παθών. Η βίωση της αγιότητος ως μεταμορφωτικής ελλάμψεως στην ψυχοσωματική οντότητα του χοϊκού ανθρώπου είναι το αποτέλεσμα της «συνεργείας» Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει ούτε βιάζει το αυτεξούσιο, την ελευθερία της βουλήσεως του ανθρώπου να ενωθεί μαζί του, αλλά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένσαρκο δοχείο της ακτίστου χάριτος του Θεού μέσα από μία μηχανικά αυτοποιημένη νοησιαρχική ή διανοητική ή ψυχολογική διαδικασία. Η ελεύθερη και αβίαστη προαίρεση του ανθρώπου να συναντήσει και να βιώσει τον Χριστό ως πρόσωπο με κριτήριο την αγάπη του προς αυτόν αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση για την ένθεη ανακαίνισή του και την μετά του Θεού Ένωσή του. Ο Άγιος είναι ο πλέον ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος αποθέτει πάσα τη ζωή, την ύπαρξη και τη βιοτική του μέριμνα στο Χριστό, γενόμενος όλος ένσαρκη εικόνα Χριστού.
το είδαμε εδώ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΨΗΛΑΦΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

ΩΣΑΝΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΙΩΝΙωάννης Ελ. Σιδηράς

Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός



Με μυρτιές και βάγια, με κρίνα και πασχαλιές «αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», ιχνηλατούντες την «οδόν του μαρτυρίου» του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που ως το «εσφαγμένον αρνίον» της Ιεράς Αποκαλύψεως «αίρει την αμαρτίαν του κόσμου» γενόμενος «λύτρον αντί πολλών».

Ο αμόλυντος Νυμφίος της Εκκλησίας μυσταγωγεί το «μυστήριον της Σωτηρίας» και εισοδεύει μυστικώς και υπερβατικώς ως σωτήριος νυμφαγωγός το πλήρωμα των πιστευόντων σε Αυτόν στον λυτρωτικό νυμφώνα της νίκης του θανάτου και της φθοροποιού αμαρτίας, και συνακολούθως ανοίγει τις κεκλεισμένες πύλες της αλήκτου και ακτίστου Βασιλείας Του. Αθανατοποιεί και αφθαρτοποιεί μεταμορφωτικά την σύνολη ύπαρξη του ανθρώπου ανεγείροντας Αυτόν εκ της πτώσεως και ενδύοντάς τον με τον «λευκό χιτώνα της κατά χάριν θεώσεώς του».

«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», «συνοδοιπόροι και συνέκδημοι» του εκουσίως πορευομένου προς το «μέγα πάθος» Ιησού Χριστού, ο οποίος θριαμβευτικώς εισέρχεται στην «Αγία Σιών» γνωρίζοντας το σταυρικό μαρτύριο που θα υποστεί. Εκούσιο το πάθος, εκουσίως επιλέγεται από τον αναμάρτητο, μακρόθυμο και φιλάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή. Δεν σύρεται άβουλα ο Θεάνθρωπος, αλλά «εν δυνάμει θεϊκή» ακλόνητος και φλεγόμενος «θείω έρωτι» υπέρ του ανθρώπου ανέρχεται «την κλίμακα των μεγάλων παθών». Όντως «εκούσιον πάθος».

Κυριακή των Βαΐων «καθ’ ην εορτάζομεν την εις τα Ιεροσόλυμα θριαμβευτικήν είσοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Σε λίγο τα «Βάγια των φοινίκων» ως σύμβολα των νικητών αυτοκρατόρων και στρατηλατών, που προσφέρονται ως «άλλη αψίδα» θριάμβου για τον εισερχόμενο «επί πώλου όνου» ταπεινό Ιησού θα μεταβληθούν σε ακάνθινο στεφάνι, σε όξος, χολή και καρφιά. Η πνευματική ανωριμότητα και το εκκοσμικευμένο πνεύμα της καθεστηκυίας τάξεως του Ισραήλ τραγικά συμπαρασύρει και τον αδαή λαό, προβάλλοντας την προσμονή και αναμονή ενός «κοσμικού Βασιλέα» για να καταισχύνει τον ειδωλολάτρη Ρωμαίο κατακτητή και να αποκαταστήσει «εις το αρχαίον κάλλος» τον «περιούσιο λαό».

Παρέκκλιση από την αληθή οντολογία του Μεσσία, ο οποίος στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού είναι ο πνευματικός Βασιλέας «των ψυχών και των σωμάτων» και όχι ο «Βασιλεύς του αιώνος τούτου». Ο Ισραήλ απαιτεί εκδίκηση κατά των Ρωμαίων, ενώ ο Ιησούς προσφέρει αγάπη. Τα Βάγια της κοσμικής δόξας προμηνύουν τα άνθη του ενταφιασμού και συνάμα τις δάφνες της νίκης και της υπερκόσμιας και ακτίστου δόξας του Σωτήρος κατά του κράτους του θανάτου. Μήπως και σήμερα ακόμη δεν βιώνεται στρεβλά η οντολογία του προσώπου του Σωτήρος Ιησού Χριστού καθώς συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της «ορθής λογικής» και της επικίνδυνα αθεολόγητης και προτεσταντικού τύπου ευσεβιστικής θρησκοληψίας; Η όντως θριαμβευτική είσοδος του Ιησού αποδεικνύει απολύτως και θαυμαστώς το «άκρως εκούσιον του θείου πάθους» για την νίκη «του θανάτου θανάτω». Υπερνικά ο θεάνθρωπος τον φόβο του θανάτου και ως παντογνώστης και καρδιογνώστης, αν και προγνωρίζει το μαρτυρικό σταυρικό τέλος του, εντούτοις εξ άκρας αγαθής επιλέγει ελευθέρως, αβιάστως και αγογγύστως την πορεία προς τον Γολγοθά για να πηγάσει από την πηγή της ζωής, την αυτοζωή, που είναι ο ενσαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Και την ώρα που ακούει το: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ», γνωρίζει ή μάλλον προγνωρίζει ότι έπεται το «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Τα παράδοξα του κόσμου τούτου μέσα στο σχέδιο της «θείας οικονομίας» για την αθανατοποίηση του φθαρτού και θνητού ανθρώπου μέσα από την όντως βεβαιότητα και αλήθεια ότι «θανάτω» καταλύει «τον το κράτος έχοντα του θανάτου».

Η «ιχνηλασία» επί της μαρτυρικής οδού του θείου πάθους άρχισε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, υπογραμμίζει ότι «μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής».

Το παλαιοδιαθηκικό πρόσωπο του Ιωσήφ, ενός εκ των δώδεκα τέκνων του Ιακώβ, κατέστη «τύπος», «προτύπωση» και «προεικόνιση» του Ιησού Χριστού, λόγω της αγαπώσης καρδίας, ανεξικακίας και μακροθυμίας του προς τους φθονερούς, ζηλόφθονες αδερφούς του που τον επώλησαν ως σκλάβο στους Αιγυπτίους. Ο Πάγκαλος Ιωσήφ προβάλλεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άριστο πνευματικό πρότυπο προς μίμηση από το πλήρωμα της Εκκλησίας καθώς ως σώμα Χριστού πορευόμεθα την «στενή και τεθλιμμένη οδό» προς τον του κρανίου τόπο.

Βαθύνους και ο θεολογικός και ο πνευματικός συμβολισμός μέσα από την αναφορά στο γεγονός της υπό του Κυρίου «καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής», που ευστόχως συμβολίζει την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση, η οποία λόγω της φθοροποιού αμαρτίας δεν ήταν δυνατό να καρποφορήσει πνευματικώς και να σωθεί οντολογικώς. Το ανθρώπινο γένος, που ήταν πνευματικώς άκαρπο και απογυμνωμένο της θείας χάριτος, όπως ακριβώς η κεκοσμιμένη μόνο με άχαρα φύλλα και άνευ καρπών συκή, εσώθη ψυχοσωματικώς με τον σταυρό και την εκ νεκρών Ανάσταση του Σωτήρος και Λυτρωτού Ιησού Χριστού. Ο δε δεύτερος συμβολισμός της ακάρπου συκής σχετίζεται, σύμφωνα με την ερμηνεία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, με την πνευματική ακαρπία του εβραϊκού γένους που εξωτερικά και επιφανειακά διεκρίνετο για τον ανούσιο ευσεβισμό και την κενόδοξη τυπολατρεία του, αλλά εσωτερικώς ήταν απογεγυμνωμένος της θείας χάριτος.

Η Εκκλησία με τους παραπάνω θεολογικούς συμβολισμούς της καλεί την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη σε πνευματικό και νηπτικό αναβαπτισμό προκειμένου να εισέλθει στον μυστικό νυμφώνα όπου νυμφαγωγός είναι ο της Εκκλησίας Νυμφίος Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, νυμφεύεται κάθε ανθρώπινη ψυχή για να την σώσει από τα δεσμά του θανάτου. Η σχέση του Νυμφίου Χριστού με την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι προσωπική και οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία εναγωνίως μας καλεί σε μετάνοια και προσευχή «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», να μη μείνουμε άκαρποι όπως η καταραθείσα και ξηρανθείσα συκή…

Καθώς ανεβαίνουμε «εις Ιεροσόλυμα», την Μ. Τρίτη «καθ’ ην μνεία ποιούμεθα της παραβολής των δέκα παρθένων», η Εκκλησία καλεί σε «πνευματική εγρήγορση», «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», όπως οι πέντε εκ των δέκα άφρονες και ράθυμες παρθένες κόρες, ενώ οι λοιπές πέντε φρόνιμες και εγρηγορούσες κόρες εισήλθαν λαμπαδοφέρουσες στους μυστικούς νυμφώνες του νυμφίου της Εκκλησίας Χριστού, στην άληκτη και άκτιστη Βασιλεία του Θεού. Προς τούτο, καθώς «ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», η Εκκλησία προτρεπτικώς ψάλλει: «Τον Νυμφίον, αδελφοί, αγαπήσωμεν, τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν, εν αρεταίς εκλάμποντες και πίστει ορθή, ίνα ως αι φρόνιμοι, του Κυρίου παρθένοι, έτοιμοι εισέλθωμεν, συν αυτώ εις τους γάμους. Ο γαρ νυμφίος δώρον, ως Θεός, πάσι παρέχει τον άφθαρτον στέφανον».

Οι πέντες φρόνιμες, συνετές και γρηγορούσες παρθένες κόρες ήταν προσδεδεμένες στην αγάπη του Χριστού. Ήταν ταπεινόφρονες και μονίμως δεκτικές στην άκτιστη και μεταμορφωτική ενέργεια και χάρη του Θεού, που τις κατέστησε «δοχείον ιερόν και άγιον». Έτσι, λαμπαδοφέρουσες υπεδέχθησαν τον νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό «εν τω μέσω της νυκτός» και εισήλθαν στους «μυστικούς νυμφώνες» της ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος. Αντιθέτως, οι άλλες πέντε κόρες, παρόλο που ήταν αγνές-παρθένες, δεν εισήλθαν στους μυστικούς νυμφώνες του Κυρίου. Γιατί άραγε; Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν με έμφαση ότι οι πέντε αυτές κόρες διακατέχονταν από την φιλαυτία και τον εγωισμό τους, που ως πνευματικές αρνητικές καταστάσεις αναιρούν τα θεόθεν δοθέντα σε αυτές τάλαντα και χαρίσματα. Ήταν μεν αγνές αλλά ταυτόχρονα ο φίλαυτος εγωισμός τους είχε αντικαταστήσει την προς τον Ιησού αγάπη. Η τραγικότητά τους συνίσταται στο γεγονός ότι ήταν αυτοεγκλωβισμένες στην φίλαυτη και αλαζονική αυτοεπιβεβαίωσή τους, η οποία είχε ως συνέπεια την «ακηδία». Έλλειπε η πνευματική εγρήγορση και κυριαρχούσε στην ύπαρξή τους η ακηδία, η οποία αποσβένει τις λαμπάδες, το φως της ψυχής. Η λάμψη των πνευματικών αρετών και της ορθής πίστεως εν αγάπη Χριστού αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εισόδευση των ανθρώπων στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία γοερώς κηρύττει: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» καθώς αναμένει κάθε άνθρωπο να γίνει «ομοτράπεζος» στο υπερουράνιο δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών.

Ο Χριστός είναι «ανατροπή των πάντων» και κυρίως του πνευματοκτόνου, προτεσταντικού τύπου, υποκριτικού ευσεβισμού. Καθώς η πνευματική ιχνηλασία της Μεγάλης Εβδομάδος συνεχίζεται, μας οδηγεί στην Μ. Τετάρτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα της αλειψάσης τον Κύριον μύρω (πόρνης) γυναικός». Τότε τα πάντα ανατρέπονται από τον Κύριο, ο οποίος δέχεται την μετάνοια της πόρνης γυναικός και την μυραλειψία των παναχράντων ποδών Του. Ο Κύριος χτυπά την φθοροποιό αμαρτία αλλά εναγκαλίζεται τον μετανοούντα αμαρτωλό και γι’ αυτό λέγει αψευδώς: «Πόρναι και τελώναι προάγουσιν ημάς εν τη Βασιλεία του Θεού». Η μετάνοια είναι το μεγάλο κριτήριο για τον φιλάνθρωπο Χριστό, ο οποίος διαβεβαιώνει τον πεπτωκότα άνθρωπο: «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον».

Η συντετριμμένη πόρνη γυναίκα μεταβάλλει τον σαρκικό έρωτα σε θείο έρωτα μέσα από το φίλτρο της μετανοίας, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Αμφιλόχιος Ικονίου. Τα δάκρυα και οι στεναγμοί της γυναικός αποδεικνύουν την παντοδύναμη επενέργεια της μετανοίας μέσα στην δεκτική ψυχή της, οπότε καθιστούν και τον ίδιο τον μακρόθυμο Χριστό συνήγορο των δακρύων της πνευματικής μεταστροφής της. Οι θεοφόροι Πατέρες Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Αμφιλόχιος Ικονίου θεοπνεύστως αναφέρουν ότι η πόρνη γυναίκα με την μετάνοια αυτής κατέστη σεμνοτέρα Παρθένου κόρης και έγινε πρότυπο και καθηγητής για τους αμαρτωλούς στον τρόπο της μετανοίας που δέχεται ο Κύριος. Ο δε Ιωσήφ ο Βρυέννιος συναφώς επισημαίνει ότι: «τα δάκρυα λογίζονται ως μαρτύριον αίματος καθώς εκ της ψυχής και του έσω κόσμου της προερχόμενα». Η μεταμορφωτικώς φωτισθείσα γυνή, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο, «αποπλένει με τα δάκρυά της τους παναχράντους πόδες του Χριστού και συνάμα αποκαθαίρει τα δικά της αμαρτήματα».

Η λύση των μαλλιών της γυναικός σε δημόσια θέα και ενώπιον ανδρών της συντηρητικής εβραϊκής κοινωνίας για να αποσμήξει τους πόδες του Ιησού, είναι έκφραση άκρας και αληθούς μετανοίας. Εύστοχα ο Αμφιλόχιος Ικονίου τονίζει ότι οι λελυμένες πλεξούδες των μαλλιών της γυναικός ενώ άλλοτε προσείλκυαν τους άνδρες στην ακολασία, τώρα αποτελούν έκφραση ταπεινώσεως και θείας αγάπης που αντιδωρίζουν την εν Χριστώ σωτηρία της.

Η σύγκριση της μετανοούσας πόρνης γυναικός με τον φιλάργυρο μαθητή Ιούδα είναι συγκλονιστική και αποκαλυπτική. Ο μεν μαθητής ως εγωιστής και πνευματικά ράθυμος γίνεται προδότης, ενώ η μετανοούσα και τεταπεινωμένη γυναίκα γίνεται «μυροφόρος» καθώς το πολύτιμο μύρο της προμηνύει τα προ του ενταφιασμού μύρα προς τον νεκρό Ιησού. Η αμαρτία συνέθλιψε την Πόρνη γυναίκα, η οποία αναζητά απεγνωσμένα μέσω της μετανοίας την αποκατάσταση της υπάρξεώς της σε κοινωνία με την αγάπη του Χριστού, ενώ ο Ιούδας με την εγωιστική βεβαιότητα της ψευδοηθικότητός του παραμερίζει την αγάπη του Κυρίου και με το πάθος της φιλαργυρίας απορρίπτει τον Σωτήρα και λυτρωτή του. Η σύγκριση εν σιωπή είναι καταλυτική…Υπερουράνια και θαυμαστά τα γενόμενα της πνευματικής ιχνηλασίας κατά την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα του Ιερού Νιπτήρος, του Μυστικού Δείπνου, της εν Γεθσημανή προσευχής του Κυρίου και της υπό του Ιούδα προδοσίας του Κυρίου».

Παραδίδεται εν άκρα ταπεινώσει υπό του Κυρίου το αιώνιο υπόδειγμα της διακονίας προς τους αδελφούς μέσω του γεγονότος του νιπτήρος. Ο άκτιστος, άναρχος, ατελεύτητος και παντοκράτωρ Δεσπότης Χριστός ταπεινούται και νίπτει τους πόδες των δούλων του καθώς «μαθηταίς υποδεικνύει ταπεινώσεως τύπον». Η θεοπρεπής πράξη του Κυρίου δεν αποτελεί μόνον έκφραση άκρας ταπεινώσεως αλλά συνάμα και άκρας αγάπης στην διακονία των ανθρώπων που είναι αδελφοί εντός του σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό ψάλλει η Εκκλησία: «Ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ημάς εκπαιδεύων αρίστην, λεντίω ζωννύμενος μαθητών και υψών ημάς από βαράθρων κακίας, ο μόνος φιλάνθρωπος».

Είναι νύχτα της ανοίξεως και υπό το φώς της λυχνίας παραδίδεται θεόθεν το «μυστήριον των μυστηρίων», το της Θείας Ευχαριστίας. Στον Μυστικό Δείπνο, πλαισιωμένος από τους μαθητές Του, ο θεάνθρωπος αυτοπροσφέρεται ως σώμα και αίμα ζωής αιωνίου. Θεοσύστατο, θεόσδοτο και θεοπαράδοτο το της θείας Ευχαριστίας μέγα μυστήριο στο οποίο οντολογικά πραγματώνεται η Βασιλεία του Θεού εν τη Εκκλησία. Ουσιαστικός και λυτρωτικός ο χαρακτήρας και η οντολογική υπόσταση της θείας Ευχαριστίας δια της οποίας συντελείται η άφεση των προσωπικών αμαρτιών εκάστου ανθρώπου και η μεταμόρφωση σύνολης της ανθρωπίνης υποστάσεως σε σώμα και αίμα Χριστού. Ο όλος άνθρωπος καθίσταται «σύσσωμος και σύναιμος Χριστώ». Έτσι ο θυσιαστικός χαρακτήρας της θείας Ευχαριστίας μετουσιώνεται σε γεγονός αναστάσιμο, δηλαδή σε γεγονός εσχατολογικής ευφροσύνης και σε πρόγευση της Βασιλείας του Θεού.

Το ζωογόνο και θεουργό αίμα του Χριστού αποκαθάρει και μεταμορφώνει τον σύνολο άνθρωπο και το «κατ’ εικόνα» αποκαθίσταται στο «αρχαίον κάλλος». Επιτυγχάνεται η τελεία ένωση θεού και ανθρώπου καθώς το λυτρωτικό αίμα του Χριστού «είναι λουτήρ καθάρσεως, αναγεννήσεως, μεταμορφώσεως και κατά χάριν θεώσεως», όπως ο ίδιος ο θεάνθρωπος αψευδώς επιβεβαιώνει ότι: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεοπνεύστως γράφει: «Λίγες σταγόνες αίματος εθεράπευσαν τις πληγές μας από την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος του Χριστού κατέπνιξαν τον θάνατο και την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος μας ενέδυσαν την Αθανασία». Ο δε Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «Έδωσε τον ίδιο τον εαυτό του ως αντάλλαγμα στο θάνατο που μας εκρατούσε αιχμαλώτους, δούλους της αμαρτίας. Κατέβη μέσω του Σταυρού στον Άδη, για να μην υπάρχει, για να μη μείνει πια τόπος και σπιθαμή γης που να μην την έχει πληρώσει με το αίμα Του και με το σώμα Του. Έτσι έλυσε τους πόνους του θανάτου». Τούτο επιβεβαιώνει και η Εκκλησία ψάλλουσα: «Συνεσθίων, Δέσποτα, τοις μαθηταίς σου, μυστικώς εδήλωσας την παναγίαν σου σφαγήν, δι’ ης φθοράς ελυτρώθημεν οι τα σεπτά σου τιμώντες παθήματα».

Την ίδια νύκτα, την νύκτα της προδοσίας και της παραδόσεως του αναμάρτητου και ανεξίκακου Χριστού, συντελείται η συγκλονιστικότερη σκηνή προ του θείου δράματος. Η ύστατη προσευχή εν Γεθσημανή, όπου εναγωνίως και εκτενώς προσεύχεται ο αμνός του Θεού. Η απόγνωση του ανθρώπου Χριστού ενώπιον του βεβαίου γεγονότος του σταυρικού θανάτου, το οποίο προγνωρίζει. Η περιγραφή των σχετικών Ευαγγελικών περικοπών είναι άκρως αποκαλυπτική: «Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς. Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου. Μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Και προελθών μικρόν έπεσε επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων. Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. Ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν. Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην». Οι άνθρωποι κάθε εποχής βλέπουμε στο πρόσωπο του εναγωνίως προσευχομένου Ιησού, την δική μας υπαρξιακή αγωνία ενώπιον του θανάτου. Προς στιγμήν, εξαιτίας του «πειρασμού και λογισμού» προ του μαρτυρίου, η ανθρώπινη φύση του Ιησού φαίνεται να συστέλλεται προ του θανάτου, αλλά η θεϊκή φύση Του συγκρατεί την ανθρώπινη αδυναμία προκειμένου να συντελεσθεί το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου Γένους διά της «θανάτω» θανατώσεως του θανάτου. Αίμα και ιδρώτας της αγωνίας και ψυχικής πάλης του Ιησού, κατ’ άνθρωπον, καθώς ευρίσκεται αντιμέτωπος με την σκληρή κρίση της χρήσης του «αυτεξουσίου», της ελευθερίας της επιλογής του θανάτου. Εκουσίως, αβιάστως και ελευθέρως ο παντοδύναμος Χριστός επιλέγει το σταυρικό μαρτύριο και ως τέλειος Θεός υπερνικά την νομοτέλεια της ανθρώπινης φύσης, η οποία συγκλονίζεται και οι θρόμβοι του αίματος αρδεύουν καθαρτικά την σύμπασα πλάση.

Την υπερφυή και εν αφάτω μυστηρίω εξελισσόμενη Μεγάλη νύχτα στον κήπο των ελαιών αναταράσσει το «πικρό φίλημα» του Ιούδα κατά την ώρα της προδοσίας και της παραδόσεως του Διδασκάλου «εις χείρας ανόμων». Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν την τραγική σκηνή της συναντήσεως μαθητού και Διδασκάλου αναφέρουν ότι ο φιλάργυρος φίλαυτος μαθητής απεκδύεται τον σωτήρα και λυτρωτή του, και ενδύεται τον μισάνθρωπο απατεώνα Διάβολο. Σφραγίζει την ύπαρξή του με το τυφλωμένο πάθος του και οδηγεί στα φρικτά πάθη τον απαθή θεάνθρωπο, ο οποίος ως φιλάνθρωπος πονά για τον «υιό της απωλείας» παρά για το δικό του μαρτυρικό τέλος. Μέχρι την εσχάτη στιγμή αναμένει εναγωνίως την μετάνοια και μεταστροφή του μαθητού και διακαώς επιποθεί την σωτηρία του Ιούδα. Πέλαγος και ωκεανός η αγάπη και η φιλανθρωπία του μακρόθυμου σωτήρος Χριστού.

Και τώρα ο κριτής των πάντων κρίνεται και κατακρίνεται καθώς ξημερώνει η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή «καθ’ ην επιτελούμεν ανάμνησιν των αγίων και σωτηρίων παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Πάθη και Σταυρός, Σταυρός και θάνατος, θάνατος και απαρχή της ζωής των κεκοιμημένων. Τα πάθη του Χριστού σώζουν τον πεπτωκότα στα πάθη άνθρωπο και η Εκκλησία ψάλλουσα μας ενθαρρύνει: «τα πάθη τα σεπτά τη παρούσα ημέρα ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω». Ο δε Απόστολος των εθνών Παύλος κραταιά φωνή διακηρύττει: «Αδελφοί, ο λόγος του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί». Οι πληγές, τα επί του θείου σώματος στίγματα, οι μώλωπες του αναμάρτητου αμνού Ιησού Χριστού γίνονται πηγές σωτηρίας, μεταμορφώσεως και ανακαινίσεως του πεπτωκότος ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς ο Προφήτης Ησαΐας ευστόχως υπογραμμίζει: «τω μώλωπι αυτού, ημείς ιάθημεν». Και τούτο συμβαίνει διότι εκουσίως και ελευθέρως ο Χριστός οικειόθηκε το δικό μας πρόσωπο και αποκαθάρισε σύνολη την ύπαρξή μας υπό το άκτιστο φως του δικού του προσώπου και με το καθάρσιο και σωτήριο αίμα Του.

Ο Χριστός είναι το «εθελόθυτον θύμα» και η σταυρική του θυσία γεννά την ελευθερία του ανθρώπου από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, αφού επί του Σταυρού νεκρούται η αμαρτία και ο θάνατος. Με το αίμα του Χριστού πληρώνονται τα « λύτρα», εξαγοράζεται ο θάνατος, μεταμορφώνεται και ανακαινίζεται ο σύνολος άνθρωπος. Το αίμα Του κατέπνιξε τον θάνατο και ανέπλασε τον άνθρωπο. Επί του σταυρού «έσχισε» το χειρόγραφο της αμαρτίας, διέγραψε τα «χρέη» μας και μας έφερε σε «καταλλαγή» με τον Θεό προκειμένου να μας καταστήσει «κατ’ υιοθεσίαν» υιούς και θυγατέρες Θεού. Ο Μ. Αθανάσιος γράφει θεοπνεύστως: «έλαβε τον κάλαμον για να σβύσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας και να υπογράψει βασιλικώς με το κόκκινο αίμα του το χειρόγραφο των αμαρτιών μας». Άπλωσε επί του Σταυρού τις πανάχραντες χείρες του και επισυνήγαγε τους εκ της αμαρτίας διασκορπισθέντες μακράν του Θεού ανθρώπους. Συμπληρώνει δε σχετικά και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Σταυρώ προσηλώθης η άμπελος η αληθινή, ετρύγησαν τα έθνη».

Και εκεί που το «τετέλεσται» μας αφήνει προς στιγμήν αποκαρδιωμένους για την «κατ’ επίφασιν» νίκη του θανάτου, έρχεται η Εκκλησία ψάλλουσα να μας αναπτερώσει στο φρόνημά μας καθώς διακηρύττει: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι, τω σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών, δόξα σοι». Ήδη το κράτος του θανάτου διελύθη. Ανέτειλε λοιπόν το Άγιον και Μέγα Σάββατον «καθ’ ο εορτάζομεν την θεόσωμον ταφήν και την εις άδου κάθοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο Χριστός επί του Σταυρού με τον μαρτυρικό θάνατό του, με το «τετέλεσται» ολοκληρώνει και το λυτρωτικό έργο του υπέρ ημών. Φαίνεται απατηλά ότι ο θάνατος ενίκησε, η φθορά επικράτησε… όχι όμως. Ο θάνατος πλανήθηκε, εξαπατήθηκε διότι όπως ζωηρά αναφέρει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Επί του Σταυρού άνθρωπος μεν το φαινόμενον, θεός δε το κρυπτόμενον».

Σήμερα η θεόσωμος ταφή του Κυρίου γίνεται πρόξενος χαράς, αγαλλιάσεως, ευφροσύνης, καθώς η Ανάσταση στον κάτω κόσμο, στο κράτος του Άδου, ήδη είναι γεγονός. Η εις Άδου κάθοδος είναι ήδη Ανάσταση, όπως μοναδικά και ανεπανάληπτα απέδωσε η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού με την «Εις Άδου Κάθοδον» Αυτού. Τούτο επιβεβαιώνει αψευδώς και η θεόπνευστη υμνογραφία της Εκκλησίας μας, η οποία ψάλλει: «ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον άδην ενέκρωσας τη αστραπή της Θεότητος. Ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας πάσαι αι δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα σοι».

Ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός κατέρχεται στα κατώτατα της γης, στο κράτος του Άδου και αποκαλύπτει στους απ’ αιώνων κεκοιμημένους, δικαίους και αμαρτωλούς, την θεότητά του, κηρύττει την αλήθεια της νίκης του θανάτου και συντελεί την απελευθέρωση του «γένους των Βροτών». Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει: « υπερήφανον όφιν (διάβολον) συ Χριστέ εταπείνωσας, ταπεινώσει καρδίας ξύλω ανυψούμενος. Ύψιστε Θεέ και Αδάμ τον τοις πάθεσιν, τεταπεινωμένον ανύψωσας, οικτίρμον». Ο Σταυρός και ο ενταφιασμός του Κυρίου, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο αποτελεί για το γένος των ανθρώπων «εορτή και πανήγυρη, διότι καταργείται το του θανάτου κράτος και εξαλείφεται η του διαβόλου πλάνη».

Στην βυζαντινή αγιογραφία η «Εις Άδου κάθοδος» απεικονίζει τον νικητή του θανάτου Ιησού να αίρει από τα έγκατα της γης, από το σκότος των φυλακών του Άδου, δύο πρόσωπα, τον Αδάμ και την Εύα, και στο πρόσωπό τους το σύνολο του ανθρωπίνου Γένους που ο θάνατος από αιώνων κρατούσε ως λάφυρο. Ο Παράδεισος ήταν κλειστός καθώς οι ψυχές δικαίων και αμαρτωλών είχαν κοινό «τόπο» φυλακίσεως που δεν ήταν άλλος από τα «καταχθόνια της γης» δεσμωτήρια του κράτους του θανάτου. Ο Χριστός αναγεννά τον «νέο άνθρωπο» ψυχοσωματικά και τον αθανατοποιεί οντολογικά. «Ο νέος Αδάμ» και «νέα Εύα» είναι τα αναστημένα εν Χριστώ πρόσωπα, ο «καινός άνθρωπος».

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο περιγράφοντας τα όσα θαυμαστά συντελούνται υπό του Κυρίου στο κράτος του θανάτου, αναφέρει: «Έφθασε λοιπόν ο θάνατος, και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος (τον Χριστόν ως άνθρωπον) περιεπλέχθη στο αγκίστρι της αναμάρτητης και ζωοποιού θεότητος, και αφού εγεύθη σώμα θεωμένο καταστρέφεται και όλους τους ανιστά, αυτούς που είχε καταπιεί. Γιατί όπως το σκότος με την εμφάνιση του φωτός εξαφανίζεται, έτσι και η φθορά απομακρύνεται με την επίθεση της ζωής. Και γίνεται ζωή για όλους, φθορά γι’ αυτόν που φθείρει». Και επιπροσθέτως θεολογεί ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη μετά ψυχής, ως Θεός, εν παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».

Ιδού, οι πρώτες αχτίδες της χαραυγής της «νέας ζωής» προβάλλουν στον ορίζοντα και λούζουν το «κενό μνημείο» όπου τα κενά σπάργανα του ενταφιασμού πιστοποιούν ότι ο «πρωτότοκος των νεκρών» ανέστη και ζωή αιώνια πολιτεύεται. Όλη η έλλογη και άλογη κτίση αναβοά: «Τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Η δε Εκκλησία μας καλεί ψάλλουσα: «Δεύτε του καινού της Αμπέλου γενήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, Βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας». Ανέτειλε πια η Κυριακή του «Καινού Πάσχα».

Η υπερουράνια τράπεζα της Βασιλείας του Θεού στρώθηκε και πρόσκληση ανοικτή μέσα στους αιώνες απευθύνεται σε όλο το ανθρώπινο γένος, καθώς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Το κενό μνημείο διακηρύττει αψευδώς ότι «Χριστός ανέστη και Άδης εσκυλεύθη». Το λάφυρο της νίκης μόνο ένα, ο άνθρωπος. Τώρα το κενό μνημείο εν σιωπή μας προσκαλεί: «έρχου και ίδε». Η απόλυτη σιωπή και φως, παντού φως, μόνο φως. Ανέστη Χριστός…και οι άνθρωποι ως άλλοι παίδες ενθουσιωδώς και μεγαλοφώνως αποκρίνονται: Αληθώς Ανέστη…
Πηγή

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2014

ΓΗ ΘΡΑΚΙΚΗ – ΓΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ


imagesK0UCD5UQΙωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
* Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην εκλεκτή πνευματική θυγατέρα του και προσφυγομάνα Θράκη.
* Η Θράκη στο διάβα των αιώνων τελεί αδιαλείπτως υπό το «Πρωτόθρονο Μητρικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αδέκαστη ιστορία έχει καταγράψει αψευδώς και διά «τεκμηρίων πολλών» ότι η εκκλησιαστική οργάνωση των Επαρχιών του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης είναι συνυφασμένη ακατάλυτα με την ζωή της πρωτοθρόνου και πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Ο Απόστολος  Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, έδρασε, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, στην Μικρά Ασία, τiς περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές, την Θράκη και την Αχαΐα, όπου και εμαρτύρησε. Έτσι, η αποστολικότητα του θρόνου της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι αποδεδειγμένα συνδεδεμένη και με την αποστολικότητα των ιδρυθεισών κατά τόπους Εκκλησιών στις παραπάνω περιοχές, όπου έδρασε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες της ευλογημένης Θρακικής Γης.
Ο «κοινός αποστολικός σύνδεσμος» ανάμεσα στην Θράκια Γη και την ιερά εκκλησιαστική Καθέδρα της του Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοτοκουπόλεως Βασιλίδος των Πόλεων, ενισχύεται κατά τους μετέπειτα χρόνους και εκ του γεγονότος ότι προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μικρά πόλις (Πολίχνη) του λεγομένου Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων ήταν επισκοπή κατά το χριστιανικό αυτής τμήμα, υπαγομένη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου της εν Θράκη Ηρακλείας. Ο δε εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας μέχρι και σήμερα, εάν βεβαίως υπάρχει εν ενεργεία Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον τίτλο του «Ηρακλείας», σύμφωνα με αρχαιότατο εκκλησιαστικό έθος, εγχειρίζει την πατριαρχική ποιμαντορική ράβδο (πατερίτσα) στον εκάστοτε νεοεκλεγέντα και ενθρονιζόμενο Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η άλλοτε τοπική Εκκλησία της πολίχνης του Βυζαντίου, αρχικώς υπαγομένη στον εκάστοτε Μητροπολίτη Ηρακλείας, κυρίως δε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.) και ακόμη σταθερότερα και εντονότερα με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) κατέστη σταδιακά και συν τω χρόνω στην «καθ’ ημάς Ανατολή» η όντως τροφός και φιλόστοργος «Ιερά καθέδρα και το αδιάσειστον Ιερόν Κέντρον» των Επισκοπών, Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία αυτής.
Παρόλο που οι επαρχίες του λεγομένου Ανατολικού Ιλλυρικού (το πλείστον μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου- η άλλοτε Γιουγκοσλαβία, πλην της Δαλματίας η οποία υπήγετο στο Δυτικό Ιλλυρικό, η Αλβανία, η Δυτική Βουλγαρία, η Ελλάς, η Κρήτη, η Μακεδονία) υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης, εντούτοις από τα τέλη του Δ’  αιώνος οι Επίσκοποι αυτών, παραθεωρούντες τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», προτιμούσαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως ως τον πρωτόθρονο Επίσκοπο της «Νέας Ρώ-μης» για την ρύθμιση των επαρχιακών εκκλησιαστικών και εν γένει πνευματικών υποθέσεών τους, τις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επέλυε στο πλαίσιο της «κηδεμονικής προνοίας και συναντιλήψεως αυτής». Έτσι, αυτό που de facto επικρατούσε ως εκκλησιαστική πρακτική, επιβεβαιώθηκε και de jure, όταν η Δ’  εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) με τον 28ο κανόνα αυτής υπήγαγε τις τρεις Διοικήσεις Πόντου, Ασίας και Θράκης στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Εν προκειμένω δε ο πολύς συγγραφέας Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στο μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει σχετικά ότι: «Τούτο δε κρίνεται μάλλον ως φυσική κατάστασις, α) διότι προηγήθη η διοικητική μεταρρύθμισις και απόσπασις του Ιλλυρικού από του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, β) διότι εις τας επαρχίας του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήτο η ελληνική, οι δε Επίσκοποι αυτού, ιδίως της Μακεδονίας και όλων των ελληνικών επαρχιών, ωμίλουν ελληνιστί, και γ) διότι γενικώς επρόκειτο περί πληθυσμών πλησιέστερων και οικειότερων, υπό πάσαν έποψιν, προς τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως».
Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο αναφερόμενος στην πολιτιστική σύνδεση και συνάφεια των περιοχών της Θράκης με την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Νέα Ρώμη, την Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ενώ δηλαδή εν Αιγύπτω αναπτύσσεται κυρίως η κοπτική φιλολογία και εν τη Διοικήσει της Ανατολής η συριακή και η αρμενική, αι περιοχαί της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου, διαποτίζονται και καλλιεργούνται ολονέν και περισσότερον υπό της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Η πολιτιστική αυτή συγγένεια επέδρα μεγάλως εις τον προσανατολισμόν των Επισκόπων των τριών Διοικήσεων προς την Κωνσταντινούπολιν, η οποία εγένετο ήδη το κυριώτερον κέντρον της ελληνικής παιδείας».
Στο διάβα των αιώνων λοιπόν σφυρηλατήθηκαν ακατάλυτοι και άρρηκτοι εκκλησιαστικοί, πνευματικοί και ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα στην ευλογημένη θρακική Γη και την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα αδιαλείπτως η Θράκη ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος (στη σύγχρονη εποχή πλην της Βορείου Θράκης ή Ανατολικής Ρωμυλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας) τελεί υπό το «Πρωτόθρονο Κηδεμονικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εν τοις πράγμασι αποδεικνύεται αυτό που από ετών εγράψαμε «περί Γης Θρακικής- Γης Πατριαρχικής». Δεν νοείται δηλαδή εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών της γεωγραφικώς ενιαίας Θράκης άνευ της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς επίσης δεν νοείται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο άνευ των εκλεκτών εκκλησιαστικών επαρχιών του στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης.
Στο σχέδιο του Θεού η θρακική Γη υπήρξε και παραμένει ανά τους αιώνες ο «ζωτικός φυσικός χώρος» της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του μαρτυρικού και δι’ αιμάτων καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο αδιαλείπτως συνεχίζει να σκέπει υπό τις φιλόστοργες πτέρυγές του την θρακική Γη. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν επισημαίναμε ότι από τις πλέον εκλεκτές εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες υπήρξαν και παραμένουν αλησμόνητες, είναι εκείνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ή Βορείου Θράκης και της Ανατολικής Θράκης, που από το 1922/1923 είναι απορφανεμένες από το ποίμνιό τους, ενώ ακμαίες και δραστήριες παραμένουν οι επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου στη Δυτική Θράκη, οι οποίες αποτελούν αδιάκοπα μέσα στον χωροχρόνο κανονικό έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας μέχρι και στις μέρες μας.
Στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης έχουν καταγραφεί «χρυσοίς γράμμασι» στις σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το 1922 οι περισσότερες Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις εν συγκρίσει με άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρ-χείου. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα που καταγράφονται από τους
κατά καιρούς ερευνητές, στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης (Βόρεια, Ανατολική και Δυτική) από Χριστού και μέχρι την δεκαετία του 1930 διέλαμψαν περί τις 94 συνολικά Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επι-σκοπές, στις οποίες, κατά προσέγγιση και στο ίδιο χρονικό διάστημα, ε-ποίμαναν περί τους 1824 αρχιερείς (Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι), εν ενεργεία ή απλώς τιτουλάριοι).
Όλες αυτές οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές είχαν την έδρα τους στην έκταση των 6 Επαρχιών που αποτελούσαν το έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης, η οποία με τη σειρά της αποτελούσε μέρος του «Ανατολικού Θέματος» σύμφωνα με την υπό του Μ. Κωνσταντίνου γενομένη νέα διαίρεση του αχανούς Ρωμαϊκού Κράτους σε «Υπαρχίας ή Θέματα» και αυτά σε «Διοικήσεις», οι οποίες διαιρούνταν σε «Επαρχίες». Οι έξι Επαρχίες της Διοικήσεως Θράκης ήταν: 1) Ευρώπης (Ηρακλείας). 2) Ροδόπης (Τραϊανουπόλεως), 3) Αιμιμόντου (Αδριανουπόλεως), 4) Θράκης (Φιλιππουπόλεως), 5) Μυσίας ή Αιμιμόντου (Μαρκιανουπόλεως) και 6) Σκυθίας (Τόμης).
Ο αριθμός των παραπάνω Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της καθόλου Θράκης υπέστη σημαντικές αυξομειώσεις και μεταβολές δια μέσου των αιώνων και μέχρι της αλώσεως (1453). Έτσι, από της αλώσεως και μέχρι την δεκαετία του 1920 καταγράφονται, κατόπιν πολλών συγχωνεύσεων, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, οι παρακάτω Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές: Αδριανουπόλεως, Μετρών και Αθύρων, Αίνου, Αργυρουπόλεως, Αρκαδιουπόλεως, Βιζύης και Μηδείας, Γάνου και Χώρας, Δέρκων (αρχικά υπό τον Ηρακλείας), Διδυμοτείχου, Ηρακλείας και Ραιδεστού, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Μαρωνείας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Ξάνθης και Περιθεωρίου, Παμφίλου, Σαράντα Εκκλησιών, Τυρολόης και Σερεντίου, Σηλυβρίας, Σκοπέλου (υπό τον Αδριανουπόλεως), Τραϊανουπόλεως, Χαριουπόλεως κ.ά. Άξιο μνείας είναι ότι στην καρδιά της γεωγραφικής εκτάσεως της σημερινής λεγομένης Δυτικής Θράκης, από του Δ’ αιώνος και μέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα, κυριαρχούσε η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως έχουσα ως Επισκοπές τις εξής: Μαρωνείας, Μαξιμιανουπόλεως, Αίνου, Τοπείρου, Κυψάλων, Αναστασιουπόλεως, Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Πόρων, Ξανθείας, Περιθεωρίου κ.ά. Πλείστες εξ αυτών ανεβιβάσθησαν σε Αρχιεπισκοπές και αργότερα συγχωνεύθησαν στις ήδη από του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος ιδρυθείσες Μητροπόλεις της Δυτικής Θράκης, ήτοι Μαρωνείας, Διδυμοτείχου, Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ η εσχάτως ιδρυθείσα Μητρόπολη της Δυτικής Θράκης είναι της Αλεξανδρουπόλεως (1922).
Στην δε Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία από της αλώσεως (1453) και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910, οι καταγεγραμμένες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, κατόπιν πολλών μεταβολών και συγχωνεύσεων, ήταν οι εξής: Αγαθονικείας, Αγαθουπόλεως, Αγχιάλου, Αξιουπόλεως, Βάρνης, Βιδύνης, Βράτσας, Διοσπόλεως, Δρύστρας, Κεστεντηλίου, Κωνσταντίας, Λεύκης, Λιτίτσης. Λοφτσού, Μεσημβρίας, Περκόφτσας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου, Σοφίας, Σωζοπόλεως (Σωζοαγαθουπόλεως), Τζερβενού, Τορνόβου, Φιλιππουπόλεως.
Η ύπαρξη τόσου μεγάλου αριθμού Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Θράκης συγκριτικά με άλλες γεωγραφικές περιοχές, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν υπήρξε ένα γεγονός τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των Θρακών, όσο  και την ιδιαιτέρα μεγάλη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ όλες αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος, παρά το κατά καιρούς βαρύτατο κόστος που πλήρωναν λό-γω της προσηλώσεως και αφοσιώσεώς τους στην μαρτυρική και «αει εσταυρωμένη» Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Μητροπόλεις αυτές, κυρίως μετά την άλωση της Πόλεως (1453), υπήρξαν οι «Κιβωτοί της Σωτηρίας» για το δεινώς δοκιμαζόμενο υπόδουλο γένος των Ρωμηών σε όλη την ενιαία γεωγραφική έκταση της θρακικής Γης και όχι μόνον. Ανεδείχθησαν όντως οι «πνευματικές ασπίδες προστασίας» του Χριστεπωνύμου πληρώματος, αλλά και η «πνευματοφόρος εστία» της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες της Θρακώας γης και οι υπ’ αυτούς Επίσκοποι, οι οποίοι εξελέγοντο και απεστέλοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις «Φαναριοσκέπαστες» αυτές επαρχίες, όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά της αθανάτου Ρωμηοσύνης του φιλοχρίστου και φιλοθέου γένους μας, εφύτευαν και μεταλαμπάδευαν στους Θράκες τα «ανόθευτα νάματα» της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, την άσβεστη φλόγα της Ρωμηοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι εκκλησιαστικές επαρχίες της θρακικής Γης ήταν και μέχρι σήμερα παραμένουν πατριαρχικό έδαφος, και ότι επίσης το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την «αει εσταυρωμένη» και φιλόστοργη Μητέρα
τους Εκκλησία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και Επίσκοποι στις Εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης εξελέγοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι των πατριαρχικών κληρικών από τους οποίους πολλοί στο διάβα των αιώνων ανήρχοντο ως Οικουμενικοί Πατριάρχες στο θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας.
Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η «κιβωτός της ελληνορθοδόξου παιδείας» και η «πνευματοφόρος κολυμβήθρα» του αναβαπτισμού των ρωμηόπουλων στα γράμματα και τις τέχνες. Δεν μεριμνούσε δηλαδή μόνο να εκλέγει και να αποστέλει τους αρίστους Επισκόπους και Μητροπολίτες στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης, αλλά ως Εθναρχούσα Εκκλησία αόκνως και νυχθημερόν αγωνιζόταν να ιδρύονται Εκκλησίες, ιερές μονές (Παπίκιον Όρος επί της οροσειράς της Ροδόπης, Ι.Μονή Παναγίας Πετριτσονιτίσσης Μπατσκόβου- Βόρεια Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Σκαλωτής- Ανατολική Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Κοσμοσώτειρας- Δυτική Θράκη κ.α.), ευαγή φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύματα, καθώς επίσης νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, σχολαρχεία (Αστικές Σχολές) και λοιπά ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αλλεπάλληλα τα αιτήματα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη για την έκδοση Σουλτανικών Φιρμανίων και την χορήγηση υπουργικής αδείας με σκοπό την ανίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων κάθε βαθμίδος. Το Πατριαρχείο με τους διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπροόδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Θράκης προκειμένου τα Ρωμηόπουλα να γεύονται τα νάματα της ελληνορθοδόξου παιδείας και παραδόσεως με τα οποία ως θώρακα και ασπίδα προστασίας να ανθίστανται στις προπαγανδιστικές και προσηλυτιστικές απόπειρες του εκτουρκισμού, εκβουλγαρισμού και εκλατινισμού τους.
Η μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραμένει το «Ιερόν Κέντρον» του φιλοχρίστου και ευσεβούς Γένους μας, για την παιδεία και μόρφωση των υποδούλων τέκνων του εφάνη σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την άλωση, όταν, παρόλες τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η Θράκη, επετεύχθη η άνθιση της ελληνορθοδόξου παιδείας με την πρωτοβουλία του εξ Αγχιάλου Θρακός Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του επικαλουμένου Τρανού (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), ο οποίος κατά το έτος 1593 ενεπνεύσθη και απέστειλε την ιστορικής σημασίας σχετική εγκύκλιο για την ίδρυση σχολείων απανταχού των εδαφών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, όπου υπήρχε έστω και η ελάχιστη εστία ελληνισμού. Έτσι άρχισε η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Θράκη με την πληθώρα των λογίων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, που ανεδείχθησαν καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Από δε την δεκαετία 1850/1860 και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο νυχθημερόν και με επιμονή απαιτούσε την έκδοση και υπογραφή φιρμανίων από την Υψηλή Πύλη και σχετικών υπηρεσιακών αδειών (ιστιλάμιον) από τα αρμόδια υπουργεία της εκάστοτε οθωμανικής κυβερνήσεως για την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, τα οποία επληθύνοντο ραγδαίως σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά όλου του ενιαίου θρακικού χώρου, όπου λειτουργούσαν όλων των βαθμίδων εκπαιδευτήρια, όπως γραμματοδιδασκαλεία, Δημοτικά, Παρθεναγωγεία, Αρρεναγωγεία (Σχολαρχεία), Ημιγυμνάσια, Γυμνάσια, Ανώτερα και Ανώτατα φροντιστήρια. Σημειώνουμε εν προκειμένω ότι κατά την περίοδο 1881-1912 υπήρχαν στις ένδοξες Μητροπόλεις της Αν. και Βορ. Θράκης, κατά μία πρώτη προσέγγιση, τετρακόσιες τρεις κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν ισάριθμα σχολεία, πλην, βεβαίως, των μεγάλων σχολείων των αστικών κέντρων, στα οποία κύρια φροντίδα ήταν η μετάδοση όχι μόνον των γνώσεων, αλλά και η εμπέδωση της εθνικής συνειδήσεως και της Ορθοδόξου πίστεως.
Το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «αεί εσταυρωμένη» φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία με πρώτον τον εκάστοτε Πατριάρχη του Γένους και συν αυτώ με άπαντες τους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και τους εν γένει αγάμους και εγγάμους κληρικούς αυτού απανταχού των επαρχιών του στη Θράκη, από της υποδουλώσεως της ευλογημένης θρακικής Γης στους Οθωμανούς και εντονότερα μετά την άλωση της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθώς και κατά την διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας (1821), προσέφερε αφειδώς «ημέρας και νυκτός» προς τους φιλοχρίστους και φιλογενείς Θράκες την σκέπη και προστασία του. Ποταμοί αιμάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών «ως λύτρον αντί πολλών» άρδευσε την θρακική Γη, όταν το ποίμνιο οδηγούνταν στην απώλεια ή τον βίαιο εξισλαμισμό τους.
Όταν και πάλι οι πολιτικές σκοπιμότητες και ο άκρατος εθνοφυλε-τισμός (εθνικισμός) έφεραν δίσεκτα και δυσχείμερα έτη για τον θρακικό ελληνισμό, ο οποίος εδέχετο την βιαία δράση της σχισματικής και αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας και μετά το 1908 και αυτού του κινήματος των Νεοτούρκων (Νέο-Οθωμανών), που αποσκοπούσαν, αντιστοίχως, είτε στον εκβουλγαρισμό είτε στον εκτουρκισμό των Θρακών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανθέστη αυτοθυσιαστικώς υπέρ του περιποθήτου Ποιμνίου του εν Θράκη. Μετά δε το έτος 1914, όταν άρχισε από μέρους των ακραίων εθνικιστών Νεοτούρκων ο βίαιος εκτοπισμός και ο γενοκτονικός αφανισμός των Θρακών, η Μητέρα Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσέφερε και πάλι το τίμιο αίμα των κληρικών της προκειμένου να αποφευχθεί το αναπόφευκτο.
Οι δ ε Θράκες, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και είχαν βαθύτατα πατριαρχικό φρόνημα, διαποτισμένοι οι ίδιοι μέχρι «μυελού οστέων» από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του μαρτυρικού και εστευρωμένου φαναρίου, σε πολλές και ιδιαίτερα δυσχερείς και λίαν επικίνδυνες περιόδους, αν και θα μπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι με απαράμιλλη γενναιοφροσύνη παρέμεναν πιστά, ακλόνητα και αφοσιωμένα τέκνα της «Μεγάλης και Μαρτυρικής Μάνας τους Εκκλησίας», και θυσιάζονταν «μέχρις ενός». Και πλησίον τους και οι παπάδες, οι καλόγεροι και οι Μητροπολίτες τους εκ των οποίων πλείστοι όσοι είναι εθνοϊερομάρτυρες και Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στο σημείο τούτο άξιο μνείας και προς απόδειξη της απολύτου και άκρας αφοσιώσεως και μέχρι λατρείας αγάπης των Θρακών στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στη Μάνα τους Εκκλησία, είναι και το αψευδές ιστορικό γεγονός που συνέβη κατά την διάρκεια της δράσεως της σχισματικής- αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας στον γεωγραφικό χώρο της Θράκης. Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε υπηρεσιακή έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ήρωος Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, ότι σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό, πλησίον του χωριού Καβακλί (Ανατ. Ρωμυλία), οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν βιαίως τους χωρικούς στην κεντρική πλατεία και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο- Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι όμως παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας». Όλοι τους τουφεκίσθησαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας δεν έγιναν.
Επετειακώς γράφοντες και ευγνωμόνως αναμιμνησκόμενοι των μεγάλων προσωπικοτήτων, που ανεδείχθησαν στα άγια χώματα της λατρευτής και αλησμονήτου Πατρίδος των προγόνων μας, αναφέρουμε ότι Θράκες την καταγωγή που ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο μετά την άλωση (1453) ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), 2) Ο εκ της επαρχίας Ξάνθης, Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και έπειτα Τυρνόβου, Πατριάρχης Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός (α΄ 1652, β΄ 1654), 3) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Κύριλλος Στ΄ (1813-1818), 4) ο εκ της επαρχίας Αδριανουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-1830), 5) Ο εκ του Νε-οχωρίου Ραιδεστού Άνθιμος Ε΄ (1841-1842), ο οποίος διετέλεσε το πρότερον και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Αγαθουπόλεως και Αγχιάλου, 6) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως.
Από τους Μητροπολίτες, οι οποίοι διεποίμαναν εκκλησιαστικές επαρχίες της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο, ενδεικτικώς και μόνον αναφέρουμε τους εξής: 1) Ο από Αδριανουπόλεως Γερμανός Γ΄ (1267), 2) Ο από Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο μεγαλοπρεπής (1555-1565), 3) Ο από Αδριανουπόλεως Άνθιμος Β΄ (1623), 4) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Α΄  (1639-1644), 5) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1651), 6) Ο από Ηρακλείας Ιω-αννίκιος Β΄ (1646-1648, 1651, 1652, 1653-1654, 1655-1656), 7 ) Ο από Ηρα-κλείας Γαβριήλ Β΄ (1657), 8) Ο από Αδριανουπόλεως Νεόφυτος Δ΄ (1688-1689), 9) Ο από Αδριανουπόλεως Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), 10) Ο από Μα-ρωνείας Νεόφυτος Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801), ο οποίος ως Μητροπολίτης Μαρωνείας ενήργησε αόκνως και επέτυχε την ανέγερση του Μητροπολι-τικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής και της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτρας Μάκρης-Ν. Έβρου, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μαρωνείας, 11) Ο από Αδριανουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (1813-1818), 12) Ο από Αδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), 13) Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο μεγαλοπρεπής (1878-1884, 1901-1912), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Βάρνης (1864-1874), 14) Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935), ο οποίος διετέλεσε και Πατριαρχικός Επίτροπος Φιλιππουπόλεως (1906-1914), 15) Ο από Ηρα-κλείας Πατριάρχης Βενιαμίν Α΄ (1936-1946) κ.ά.
Εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες κατήγοντο από τις Πα-τριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Θράκης ή έδρασαν σε αυτές, ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου της Βορείου Θράκης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), όπως και οι λοιποί προαναφερθέντες Θράκες την καταγωγήν Οικουμενικοί Πατριάρχες, 2) Ο εκ Σωζοπόλεως, Μητροπολίτης Νικαίας Πορφύριος Α΄ (τέ-λη ΙΣΤ΄ -μέσα ΙΖ΄ αι.), 3) Ο εξ Αίνου, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μελέτιος (τέλη ΙΖ΄ – αρχάς ΙΗ΄ αι.), 4) Ο εκ Ραιδεστού, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος Ε΄ (τέλη ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 5) Ο εκ Ραιδεστού, Μητροπολίτης Αθηνών (1783-1799) Αθανάσιος (Μιχαήλ Τατλίκαρις), 6) Ο εξ Αίνου, Μητροπολίτης Αίνου και έπειτα Θεσσαλονίκης και Κυζίκου Ματθαίος (μέσα ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 7) Ο εκ Περιστάσεως, Ιερομόναχος Αγάθων Παντοκρατορινός (ΙΘ΄ αι.), ο οποίος έλαβε το Οφφίκιον του Μεγάλου Εκκλησιάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εκοιμήθη το 1887, 8) Ο εκ των Γανοχωρίων, Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (τέλη ΙΗ΄ -1855), 9) Ο εκ Μαδύτου, πεπαιδευμένος Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης (1825-1907), 10) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Κυζίκου Αθανάσιος Μεγακλής (1848-1909), 11) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλος (1848-1918), 12) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866-1945), 13) Ο από τους Δελλιώνες της επαρχίας Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γερμανός Στρηνόπουλος (1872-1951), 14) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Βεροίας και Ναούσης, Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης (1875-1960), 15) Ο εκ Μαδύτου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ Παπαδόπουλος (1922-1938), ο οποίος υπήρξε και Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών, 16) Ο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου, Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, 17) Οι θρακικής καταγωγής καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αδελφοί κατά σάρκα, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος Βαφείδης (+1899), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, και ο από Διδυμοτείχου Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βα-φείδης (+1933), ο οποίος υπήρξε μέγας εκκλησιαστικός ιστορικός. Ο δε ανεψιός των δύο ως άνω αρχιερέων, ο Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης, Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, υπήρξε δεινός συγγραφεύς ιστορικών και λοιπών εκκλησιαστικών μελετών, 18) Ο εκ Μαρωνείας του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Κορίνθου και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (1892-1958), 19) Ο εκ Κομοτηνής του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), 20) Ο εθνεγέρτης Ροδόπης κατά την επανάσταση του 1821, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Α΄ (1810-1821), 21) Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας (1922-1938) Άνθιμος ο Δ΄ (Σαρρίδης), ο από Βιζύης και Μηδείας, ο οποίος υπήρξε ο διορθωτής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και ο εισηγητής του «Νέου Ημερολογίου». κ.ά.
Οι κατά την καταγωγή Θράκες ή εν Θράκη μαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεομάρτυρες της Εκκλησίας είναι: Α) Άγιοι: 1) Η εκ των Επιβατών της Ανατ. Θράκης Οσία Παρασκευή η Νέα (μεταξύ του 10-12 αι. μ.Χ.), 2) Ο εκ Σηλυβρίας Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Ραιδεστού, Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος Καλλίδης (1844-1925).
Ιεράρχες ποιμάναντες την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, οι οποίοι εντάσσονται στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι: 1) Λούκιος (+348, 11η Φεβρουαρίου), 2) Φίλιππος (+362, 22 Οκτωβρίου), 3) Μανουήλ (787-813, 22 Φεβρουαρίου), 4) Νικόλαος (+976), 5) Μιχαήλ, διάδοχος του ως άνω (4 Φεβρουαρίου).
Β) Άγιοι Νεομάρτυρες, Θράκες την καταγωγή ή εν Θράκη μαρτυρή-σαντες είναι: 1) Γεώργιος εξ Αδριανουπόλεως (+1437), 2) Μιχαήλ Μαυροειδής, Αδριανουπολίτης (17 Φεβρουαρίου 1493 ή 1490;) του οποίου τμήμα ιε-ρού λειψάνου φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεο-τόκου Κομοτηνής, 3) Οσιομάρτυρας Ιάκωβος και οι μαθητές αυτού Ιάκω-βος Διάκονος και Διονύσιος Μοναχός (+1519, Αδριανούπολη ή κατ’ άλλους το έτος 1520 στο Διδυμότειχο), τιμώνται την 1η Νοεμβρίου), 4) Δημήτριος Αδριανουπολίτης (+1521), 5) Γαβριήλ Επίσκοπος Γάνου (Προύσα, +1659), 6) Δήμος Αδριανουπολίτης, μαρτυρήσας εν Σμύρνη την 5η Απριλίου 1763 ή κατ’ άλλους την 10η Απριλίου 1763, 7) Επίσκοπος Διδυμοτείχου Παρθένιος (+1805, Διδυμότειχο), 8) Οσιομ. Χριστοφόρος Διονυσίατης (+1818 ή κατ’ άλ-λους το 1808, Αδριανούπολη), 9) Προκόπιος εκ Βάρνης, μαρτυρήσας στη Σμύρνη (25 Ιουνίου 1810), 10) Οσιομ. Τιμόθεος Εσφιγμενίτης (+1820, Α-δριανούπολη), 11) Στέφανος εξ Αίνου (17 Απριλίου 1821), 12) Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώϊος (4 Μαίου 1821, Κωνσταντινού-πολη), 13) Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ , Αδριανουπολίτης, (Απρίλιος 1821, Αδριανούπολη), 14) Οι εκ Σαμοθράκης, εν Μάκρη του Ν. Έβρου μαρτυρήσαντες (+1836) Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ, Γεώργιος), 15) Ιερομ.  Ευδόκιμος ο Ιβηρίτης (+1913, Μάλγαρα;). κ.ά.
Απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από τις πλέον εκλεκτές και ηγαπημένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα αλησμόνητες στις καρδιές των επιγενομένων Θρακών, είναι εκείνες της Ανατολικής και Βορείου Θράκης, και τούτο συμβαίνει διότι οι πρόσφυγες όλων των επαρχιών αυτών με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρωτίστως στην «Προσφυγομάνα Δυτική Θράκη» και φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος διατηρώντας άσβεστη την «φλόγα της αγάπης και της άκρας αφοσιώσεως» προς την Μητέρα τους Εκκλησία, που ήταν και παραμένει το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Βόρεια Θράκη ανήκει πλέον στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Θράκη είναι από το 1923 απορφανεμένη από το ευσεβές ποίμνιό της, αλλά οι επιγενόμενοι των προσφύγων εκείνων Θράκες που διαβιούν στην Ελληνική Θράκη και σ’ όλη την Ελλάδα διατηρούν ζώσα την συνεί-δηση μέσα στο ιστορικό  DNA τους ότι αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ποίμνιο εκλεκτό και περιπόθητο της μαρτυρικής και σταυραναστάσιμης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Δικαίως λοιπόν γράφουμε και υπομνηματίζουμε, αμεταθέτως και αστασιάστως, στους ενίοτε αγνώμονες και επιλήσμονες και πολλάκις φέροντες «φιλοπατριαρχικόν προσωπείον» ψευδαδέλφους, ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική», συνεχίζουσα αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα να τελεί υπό το «Πρωτόθρονον Μητρικόν Ωμοφόριον» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου.
πηγή

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

ΤΟ ΕΘΕΛΟΘΥΤΟΝ ΘΥΜΑ


                         
 
 
 
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

 

Οι θεολογικές, σωτηριολογικές και εσχατολογικές παράμετροι της Σταυρώσεως και Αναστάσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, σύμφωνα με τους θεοφόρους πατέρες της ορθοδόξου εκκλησίας

Το εθελόθυτον θύμα.  Με αυτή την γλαφυρή και παραστατική έκφραση οι θεοφόροι πατέρες και μέγιστοι θεολόγοι της ορθοδόξου εκκλησίας μας χαρακτηρίζουν τον πάσχοντα και θυσιαζόμενο Ιησού Χριστό, ο οποίος αποτελεί την μοναδική και ανεπανάληπτη μορφή της ανθρώπινης ιστορίας που καίτοι γνωρίζει την πορεία προς το μαρτύριο και τον σταυρικό θάνατό του, εντούτοις ελευθέρως, αυτογνωμόνως και εκουσίως πορεύεται την οδό του μαρτυρίου και της θυσίας ως λυτρωτικής δωρεάς για την σωτηρία του γένους των Βροτών (ανθρώπων)

Το μεγαλειώδες και εν πολλοίς ακατάληπτο μυστήριο της θεανδρικής θυσίας του Κυρίου μας έγκειται στο «εκούσιον» και απολύτως «ελεύθερον» του πάθους του, που αποδεικνύει με τον πλέον σαφή και τρανό τρόπο την θεότητα αυτού.  Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι: «Το σταυρικό εκούσιο πάθος του Χριστού, το ονομάζω θεμέλιο της σωτηρίας, είναι το σημάδι της Βασιλείας του.  Και τον ονομάζω Βασιλέα, διότι τον βλέπω σταυρούμενο, αφού ο προορισμός του αληθούς βασιλέως είναι να αποθνήσκει για το καλό του λαού του».
Ο Ιησούς Χριστός, ως εσφαγμένον αρνίον, κατά την ιερά αποκάλυψη Ιωάννου του Θεολόγου, είναι «εθελόθυτον θύμα» και συνάμα θύτης.  Θύμα και θύτης ο Χριστός, ο οποίος εθελούσια, εκούσια και ελεύθερα προσφέρει εαυτόν ως υπέρτατη απολυτρωτική θυσία για να απελευθερώσει τον πεπτωκότα άνθρωπο από δύο οντολογικές καταστάσεις που είναι η φθορά και ο θάνατος.  Η «εκουσιότητα» του πάθους του κατά τους ορθόδοξους πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι συνώνυμο της αληθείας περί την θεότητά του.  Ο εκούσιος θάνατος, βέβαια, του θεανθρώπου Χριστού αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του, επειδή ο Κύριος είναι «παθητός» μεν κατά την ανθρώπινη φύση, αλλά «απαθής» κατά την θεότητά του.  Γι’ αυτό ο Ιησούς είναι απόλυτος κυρίαρχος του θανάτου, αφού επιλέγει ο ίδιος τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο της θυσίας του.  Δεν σύρεται ακούσια και αναγκαστικά ως κοινός θνητός προς τον θάνατο.  Η θεότητά του έμεινε απαθής και η αμαρτία δεν ήταν θεοκτόνος, αλλά μόνο βροτοκτόνος (ανθρωποκτόνος).  Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι «εσύ ο μόνος κραταιός Βασιλεύς, αφού ετέθης στον τάφο, κατά το ανθρώπινο διεσπάραξες και συνέτριψες τα κλειδιά του Άδου και του θανάτου με την παλάμη σου την ζωαρχική».

Η θυσία του Χριστού ετελέσθη εφάπαξ και ως λουτρόν παλιγγενεσίας λούει τις ψυχές και τα σώματα του ανθρωπίνου γένους.  Το βάπτισμα στο αίμα του Κυρίου κατέστη καθαρτήριο αμαρτημάτων, φθοράς και θανάτου.  Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με έμφαση τονίζει ότι: «Λίγες σταγόνες αίματος εθεράπευσαν την πληγή μας. Λίγες σταγόνες του αίματός του κατέπνιξαν τον θάνατο και την φθοροποιό αμαρτία.  Λίγες σταγόνες αίματος ενέδυσαν εμάς τους ανθρώπους με την στολή της αφθαρσίας και της αθανασίας του».  Η εφάπαξ τελεσθείσα υπέρτατη θυσία του θεανθρώπου επαναλαμβάνεται κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας εντός της εκκλησίας.  Αυτή δε η θυσία του Σταυρού έγινε το λύτρον της εξαγοράς των δικών μας αμαρτιών.  Ψάλλει δε σχετικώς η αγία μας εκκλησία: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου, με το τίμιο αίμα σου, αφού προσηλώθηκες στο σταυρό και κεντήθηκες με την λόγχη, την αθανασία επήγασες προς χάριν των ανθρώπων».

Έτσι επί του σταυρού σταυρούται μεν ο Χριστός ως άνθρωπος, αλλά συγχρόνως ο αληθής Θεός σταυρώνει και νεκρώνει την αμαρτία και τα παιδιά της, που είναι η φθορά και ο θάνατος.  Ο λυτρωτής και σωτήρ «θανάτω θάνατον επάτησε» και ο σταυρός του ανεδείχθη πηγή αθανασίας και όχι θανάτου.  Ο Σταυρός του είναι αναστάσιμος και όχι πένθιμος, άρα και ο θάνατός του είναι ζωή και όχι αφανισμός.  Συνεπώς, επί του σταυρού νεκρώνεται ο παλαιός άνθρωπος, ο παλαιός Αδάμ και αναγεννάται ο νέος Αδάμ.  Επί του σταυρού δεν αφανίζεται ο άνθρωπος, αλλά αναγεννάται και δοξάζεται, διότι δοξάζει αυτόν ο του θεανθρώπου θάνατος. 

Σταυραναστάσιμη η θυσία του εκουσίως πάσχοντος σωτήρα Χριστού, ο οποίος λυτρώνει τον άνθρωπο όχι μόνο με την σταυρική εκούσια αυτοθυσία του, αλλά κυρίως με την εκ νεκρών ανάστασή του.  Δεν μένει δηλαδή στο γεγονός της εθελουσίας και μόνο σταυρικής θυσίας του, αλλά ανιστά τον θνήσκοντα άνθρωπο. Εξάλλου, θα ήταν ανούσια και ανώφελη η σταυρική θυσία του Χριστού, εάν δεν επακολουθούσε και η ανάστασή του.  Η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους δεν θα είχε επιτευχθεί εάν τα πάντα ολοκληρώνονταν επί του σταυρού.  Ο μεν σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού νεκρώνει την αμαρτία, που γεννά την φθορά και τον θάνατο, αλλά η ανάσταση του Χριστού είναι το γεγονός εκείνο που θανατώνει ολοκληρωτικά και τελειωτικά τον θάνατο. Το τέλος της φθοροποιού και θανατηφόρου αμαρτίας είναι ο σταυρός του Χριστού, αλλά και το τέλος του θανάτου η εκ του ιδίου θανάτου ανάστασή του.  Έτσι, ο ζωοποιός θάνατος του Χριστού για τους ανθρώπους κατέστη συγχρόνως θανατοκτόνος για τον ίδιο τον θάνατο.

Με την εις Άδου κάθοδο του Χριστού, η αστραπή της θεότητος παραλύει και νεκρώνει τον θάνατο.  Η ψυχή του Χριστού, κατά την θεολογία της εκκλησίας μας, κατήλθε στον Άδη ηνωμένη με την μοναδική θεία υπόσταση του Θεού Υιού Λόγου.  Γι’ αυτό η ψυχή του ως ηνωμένη μετά της θεϊκής φύσεως του θεανθρώπου Χριστού δεν εδεσμεύθη από τον Άδη και γι’ αυτό το πανάχραντο σώμα του δεν υπέστη την φθορά, όπως κάθε άλλο θνητό σώμα.  Ο δε κατεχόμενες και φυλακισμένες ψυχές στον Άδη συγκλονίζονται με την παρουσία του Χριστού ανάμεσά τους, βλέποντας την απελευθέρωση των ανθρώπων από τον θάνατο.  Ο θεάνθρωπος Χριστός ως εσφαγμένον αρνίον και εθελόθυτο θύμα εμπαίζει τον θάνατο, διότι κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης «άνθρωπος το φαινόμενον, Θεός το κρυπτόμενον».  Με τον εκούσιο θάνατο του Κυρίου εχωρίσθη μεν η ψυχή του από το ανθρώπινο σώμα του, αλλά έμεινε ηνωμένη με την μία υπόσταση του Υιού Θεού Λόγου και ελευθέρωσε το κείμενα σώματα των νεκρών.  Όταν δε ο θάνατος συνάντησε τον κύριο της ζωής και κυρίαρχο του θανάτου, επικράθη διότι εγεύθη Θεόν και άνθρωπο «απεθεωμένο», ενωμένο με την θεότητα. Έβλεπε τα στίγματα της σαρκός του Ιησού, αλλά συγχρόνως αισθανόταν την πανσθενουργία και παντοδυναμία της θεότητός του. Όπως ο διάβολος παραπλάνησε και παρέσυρε τους πρωτόπλαστους στην αμαρτία, έτσι και ο Θεός Λόγος παραπλάνησε τον Άδη να τον δεχθεί, εφόσον έβλεπε «θνητόν ώσπερ ένα των θανόντων», αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο Θεός, ως πηγή της ζωής. Εν προκειμένω, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σ’ ένα λόγο του στο Μ. Σάββατο γράφει: «Ο πονηρός υποδύεται τον όφιν με σκοπό να εξαπατήσει τον άνθρωπο, ενώ ο Υιός και Λόγος του Θεού αναλαμβάνει την ανθρωπίνη φύση για να εξαπατήσει τον απατεώνα».

Θανατώθηκε λοιπόν ο θάνατος με τον εκούσιο θάνατο του Κυρίου και έτσι ο Άδης έχασε όλους τους υπηκόους του, που τους απέβαλε εκ της «κοιλίας» του, εφόσον τους είχε καταβροχθίσει ως αμαρτωλούς.  Με καταπληκτικό τρόπο περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος αυτές τις αλήθειες στον κατηχητικό του λόγο, που διαβάζουμε την νύχτα της Αναστάσεως: «Εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Άδην.  Επίκρανεν αυτόν γευσάμενον της σαρκός αυτού… Επικράθη και γαρ ενεπαίχθη.  Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχε.  Έλαβε γην και συνήντησεν ουρανώ…».

Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη είναι ήδη Ανάσταση, γι’ αυτό και η βυζαντινή ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού επιγράφεται: «Η εις Άδου κάθοδος».  Ο Χριστός με τον θάνατό του αμέσως και ταυτοχρόνως συνήψε την ανάστασή του.  Γι’ αυτό και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης υπογραμμίζει: «Με το πάθος του, αναιρεί το πάθος, με το θάνατό του πατεί τον θάνατο, με την της πικράς χολής γεύση του νικά την πικρή γεύση του Αδάμ και με την πληγή της αχράντου του πλευράς πληρώνει την καρδία του Άδου».  Συνακόλουθα, με τον εκούσιο σταυρικό θάνατο του Κυρίου εκαθαρίσθη και αναπλάσθηκε όλος ο κόσμος, η κτιστή δημιουργία, διότι διοχετεύθηκε μέσα στη νεκρωθείσα από την αμαρτία φύση η ίδια η ζωή του Θεού, της Αγίας Τριάδος, και επομένως συμπαρασύρεται στην αναγέννηση και ολόκληρη η υλική – κτιστή δημιουργία.  Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε, αναγεννήθηκε, αναπλάστηκε και ενεδύθη τον ίδιο τον αναστάντα, άφθορο και αθάνατο Χριστό. 

Ο πρωτότοκος εκ των νεκρών θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ανέστη και την δική μας αθανασία και αιώνια ζωή πολιτεύεται.  Τις πύλες του παραδείσου άνοιξε, τα κλειδιά του Άδου διέλυσε και το γένος των βροτών (ανθρώπων) στην άληκτη βασιλεία της ζωοποιού Τριάδος εισήγαγε.  Το ανέσπερο και άκτιστο φως της Αναστάσεως του Χριστού εκ της πέτρας της ζωής και του πανάγιου τάφου ανέτειλε και λούζει τα σώματα και τις ψυχές μας με αφθαρσία και μεταμόρφωση.  Η εβραϊκή λέξη «Πάσχα» σημαίνει πέρασμα, διέλευση, έξοδος και άρα ελευθερία.  Αρκεί μία κίνηση προς την ελευθερία, μία διέλευση από τα φθοροποιά πάθη μας προς το ζωογόνο σταυρικό πάθος του Χριστού για να γευθούμε την εν Χριστώ ελευθερία, την αφθαρσία, την αθανασία, την κοινή με την δική του Ανάστασή μας. 

Ως επίλογο του άρθρου μας θα καταθέσουμε ένα απόσπασμα από τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για την εορτή του Πάσχα, όπου ο πατήρ της εκκλησίας γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ τον.  Αν σταυρωθείς μαζί ως ληστής, γνώρισε το Θεό ως ευγνώμων δούλος.  Αν κι εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη εκείνου.  Προσκύνησε αυτόν που κρεμάστηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ…

Αγόρασε την σωτηρία με το θάνατο.  Μπες με τον Ιησού στον παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει.  Δες τις εκεί ομορφιές.  Άσε το ληστή που γογγύζει να πεθάνει έξω με την βλασφημία του.  Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα αυτό που καθάρισε τον κόσμο.  Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα… Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης.  Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με τον ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα. Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς από τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις.  Κι αν απιστήσεις, πίστεψε αυτούς που στο λένε.  Κι αν ούτε και σ’ αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών.

Αν κατεβαίνει στον Άδη, κατέβα μαζί του και γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Αναστάντος Χριστού.  Ήδη σώθηκες».

 

Καλό Πάσχα – καλή Ανάσταση

Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2014

Ο ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

NHSTEIA
Θεολογική διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου περί Νηστείας στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, όπου βιώνεται «το στάδιον και η κλίμαξ των αρετών» στον αγώνα κατά των ποικίλων παθών

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός

Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί την κατ’ εξοχήν «πενθηφόρο» περίοδο του λειτουργικού έτους της Ορθοδόξου εκκλησίας κατά την οποία αθλείται ψυχοσωματικώς το Χριστεπώνυμο πλήρωμα στο στάδιο των αρετών, ανερχόμενο την «πνευματική κλίμακα των αρετών» εν νηστεία, προσευχή και μετανοία. Η έναθλος αυτή περίοδος παρομοιάζεται από τους πατέρες της εκκλησίας ως «πνευματική κολυμβήθρα» ψυχοσωματικής καθάρσεως και εν Χριστώ νήψεως του κάθε καλής προαιρέσεως ανθρώπου, ο οποίος βιώνει την εγκράτεια σταυρώνοντας και θάπτοντας τα πάθη του γενόμενος «ιερόν δοχείον της ακτίστου χάριτος» του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό ο Αστέριος Αμασείας ορίζει ότι: «Νηστεία εστί ειρήνη κοινή ψυχής και σώματος, ατάραχος ζωή, ευσταθής πολιτεία, βίος θεόν ευφραίνων και λυπών τον εχθρόν», ενώ ο ασκητικός Ισαάκ ο Σύρος θεοπνεύστως αναφέρει ότι η νηστεία: «εγκράτεια γαρ αυτεξουσίου και ελευθέρου φρονήματος εστίν αγών. Η νηστεία υπερασπισμός εστί πάσης αρετής και αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατών και το κάλλος της παρθενίας και του αγιασμού και η λαμπρότης της σωφροσύνης και η αρχή της οδού του Χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η προηγουμένη πάντων των καλών έργων».
Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εξεφώνησε πλείστες όσες ηθικού και πρακτικού περιεχομένου ομιλίες, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την θεολογική προσέγγιση της εκκλησιαστικής πράξεως της νηστείας ως θεοσδότου και θεοσυστάτου πνευματικού θεσμού. Έτσι εξεφώνησε δύο ομιλίες: «Περί Νηστείας», οι οποίες όμως δεν συνιστούν μία ενότητα, ούτε η δεύτερη είναι επιτομή της πρώτης, αλλά δυο αυτοτελείς ομιλίες. Εξεφωνήθησαν κατά την πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά σε διαφορετικό έτος, το οποίο καθ’ όσον αφορά την πρώτη παραμένει απροσδιόριστο, ενώ όσον αφορά την δεύτερη, πιθανόν να είναι το έτος 370 μ.Χ. Οι ειδικοί πατρολόγοι ερευνητές υποθέτουν ότι η πρώτη προηγήθηκε κατά την εκφώνηση από την δεύτερη. Αμφότερες οι θεολογικώς περισπούδαστες αυτές ομιλίες προϋποθέτουν πενθήμερη νηστεία. Ασφαλώς πρόκειται περί των πέντε νηστίμων ημερών της πρώτης εβδομάδος των νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής κατά τις οποίες οι πιστοί ενήστευαν, ενώ τις άλλες δύο ημέρες της εβδομάδες, δηλαδή το Σάββατο και την Κυριακή, κατέλυαν έλαιον. Οι δυο αυτές πολύτιμες ομιλίες είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και αξιοπρόσεκτες επειδή ακριβώς αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες και σπάνιες πηγές σχετικά με την αρχαία εκκλησιαστική πράξη της νηστείας κατά την αθλοφόρο περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
«Από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται» Στην πρώτη και εκτενέστερη εκ των δύο ομιλιών, ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «…από ευεργεσία που διατυμπανίζεται κανένα όφελος και από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται. Διότι αυτά που γίνονται επιδεικτικώς δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον καταστρέφουν στον έπαινο των ανθρώπων. Τρέξε λοιπόν με χαρά στην δωρεά της νηστείας. Η νηστεία είναι παλαιό δώρο, που δεν παλαιώνει και δεν γηράσκει, αλλά πάντοτε ανανεώνεται και ανθίζει για να αποφέρει ωρίμους καρπούς…
Η νηστεία είναι παλαιοτέρα και από τον νόμο (εννοεί τις Δέκα Εντολές) διότι το εφεύρημα δεν είναι νεώτερο. Το κειμήλιο είναι πατρικό. Κάθε τι που είναι αρχαίο, είναι σεβαστό. Να σέβεσαι την παλαιότητα της νηστείας. Είναι συνομήλικος με την ανθρωπότητα. Η νηστεία ενομοθετήθη στον παράδεισο. Είναι η πρώτη εντολή που έλαβε ο Αδάμ: «Από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθαι»… είναι νομοθέτημα νηστείας και εγκρατείας. Η αμαρτία μας εταλαιπώρησε. Ας θεραπευθούμε με την μετάνοια. Η μετάνοια όμως χωρίς την νηστεία είναι αργή…Επροστάχθης να δοκιμάζεσαι, όχι βέβαια να ζεις τρυφηλώς.
Εξομολογήσου στο Θεό με νηστεία. Αλλά και ο τρόπος ζωής στον παράδεισο είναι εικών της νηστείας. Όχι μόνο διότι ο άνθρωπος με το να είναι ομοτράπεζος με τους αγγέλους μπορούσε να επιτύχει την «ομοίωσιν» προς αυτούς μέσω της ολιγαρκείας αλλά διότι και όσα ύστερα εφεύρε η διάνοια των ανθρώπων, δεν είχαν επινοηθεί ουδόλως από τους τρεφομένους στον παράδεισο. Δεν υπήρχαν καθόλου οινοποσίες, καθόλου θυσίες ζώων, ούτε όσα θολώνουν τον ανθρώπινο νουν.
Επειδή δεν ενηστεύσαμεν, εξεπέσαμε από τον παράδεισο. Ας νηστεύσουμε λοιπόν για να επανέλθουμε σ’ αυτόν… Να μη μιμηθείς την παρακοή της Εύας, μη παραδεχθείς το φίδι πάλιν ως σύμβολο, που προτείνει την βρώση φροντίζοντας για το σώμα. Να μη προφασίζεσαι σωματική αρρώστια και αδυναμία, διότι τις δικαιολογίες δεν τις λέγεις σ΄εμένα, αλλά σ’ αυτόν που γνωρίζει. Δεν δύνασαι να νηστεύσεις; Πες μου. Δύνασαι όμως να παραχορτάσεις καθ’ όλη την ζωή και να συντρίβεις το σώμα σου κάτω από το βάρος των εσθιομένων. Και όμως γνωρίζω πολύ καλά ότι οι ιατροί επιβάλλουν στους ασθενείς όχι ποικιλία βρωμάτων, αλλά ασιτία και δίαιτα. Πώς λοιπόν εσύ που μπορείς αυτά, προφασίζεσαι ότι δεν μπορείς εκείνα; Τι είναι ευκολότερο για την κοιλία, να περάσει την νύκτα με τη λιτότητα της διαίτης, ή με την αφθονία των φαγητών να κείται βαρέως; Ή μάλλον ούτε καν να κείται αλλά να περιστρέφεται παραφορτωμένη και στενοχωρεμένη. Και τα σώματα των ανθρώπων λοιπόν όταν παραφορτώνονται με τον συνεχή κόρο, εύκολα υποκύπτουν στις ασθένειες… Δηλαδή κατά την γνώμη σου, εάν ισχυρίζεσαι ότι για τους ασθενείς είναι καταλληλότερα η τροφή από τη λιτή δίαιτα, τότε και η ησυχία είναι πιο επίπονος από το τρέξιμο και η ηρεμία από την πάλη. Αλλά ο λόγος μας ας βαδίζει διά μέσου της ιστορίας, ενώ εξετάζει την αρχαιότητα της νηστείας, και πώς όλοι οι Άγιοι, ωσάν να διεδέχθησαν κάποια πατρική κληρονομία, έτσι την διεφύλαξαν, παραδίδονται ο πατέρας στο παιδί, οπότε και σ’ εμάς διεσώθη διαδοχικώς το κτήμα…
«Η νηστεία κάνει σοφούς νομοθέτες, είναι φυλακτήριο της ψυχής, στο σώμα ασφαλής σύνοικος, όπλο στους ανδρείους, γυμναστήριο στους αθλητές» Η νηστεία γεννά προφήτες, δυναμώνει δυνατούς. Η νηστεία κάνει σοφούς νομοθέτες, είναι φυλακτήριο της ψυχής, στο σώμα ασφαλής σύνοικος, όπλο στους ανδρείους, γυμναστήριο στους αθλητές. Αυτή αποκρούει τους πειρασμούς, αυτή προετοιμάζει προς την ευσέβεια. Είναι σύνοικος της νηφαλιότητος και δημιουργός της σωφροσύνης. Στους πολέμους κάνει ανδραγαθήματα και κατά τον καιρό της ειρήνης διδάσκει την ησυχία… κάνει τέλειο τον ιερέα. Διότι δεν είναι δυνατόν να αποτολμήσει την Ιερουργία, όχι μόνον τώρα στην μυστική και αληθινή λατρεία, αλλά και στην τυπική που γινόταν κατά νόμο…«Η νηστεία είναι η προκοπή των οίκων, μητέρα της υγείας, παιδαγωγός της νεότητος…».
Η νηστεία «έσβεσε δύναμιν πυρός, έφραξε στόματα λεόντων». Η νηστεία αναπέμπει την προσευχή στον ουρανό ωσάν να είναι πτερό στην πορεία της προς τα άνω. Η νηστεία είναι η προκοπή των οίκων, μητέρα της υγείας, παιδαγωγός της νεότητος, στολίδι των γερόντων, καλή συνοδοιπόρος στους πεζοπόρους, ασφαλής ομόσκηνος στους συνοίκους. Ο άνδρας δεν υποψιάζεται επιβουλή του γάμου, όταν βλέπει την γυναίκα να συζεί με την νηστεία. Η γυναίκα δεν λυώνει από την ζηλοτυπία, όταν βλέπει τον άνδρα να νηστεύει.
«Ας γίνει η νηστεία ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους για τους υπηρέτες που υπηρετούν καθ’ όλο το έτος, ανάπαυσε τον μάγειρά σου και δώσε άδεια στον τραπεζοκόμο».
Υπολόγισε σήμερα τα πράγματα του σπιτιού, υπολόγισέ τα και μετά. Δεν θα λείπει τίποτε με την νηστεία από τα υπάρχοντα στα σπίτια… Το τραπέζι αρκείται στα πρόχειρα… Ας γίνει η νηστεία ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους για τους υπηρέτες που υπηρετούν καθ’ όλο το έτος. Ανάπαυσε τον μάγειρά σου και δώσε άδεια στον τραπεζοκόμο. Σταμάτησε το χέρι του κερασιού. Ας σταματήσει κάποτε και ο κατασκευαστής των ποικίλων γλυκισμάτων. Ας ησυχάσει κάποτε και το σπίτι από τους μυρίους θορύβους και από τον καπνό και την τσίκνα και από αυτούς που ανεβοκατεβαίνουν και που υπηρετούν την κοιλία ωσάν να είναι κάποια αμείλικτη κυρία. Εξάπαντος κάποτε και οι φοροεισπράκτορες επιτρέπουν για λίγο στους υποχειρίους τους να ζήσουν ελεύθερα. Ας δώσει κάποια ανάπαυλα και η κοιλιά στο στόμα, ας κάνει για εμάς πενθήμερη ανακωχή, αυτή που πάντοτε απαιτεί και ουδέποτε σταματά, αυτή που σήμερα λαμβάνει και αύριο λησμονεί. Όταν χορτάσει, φιλοσοφεί περί εγκρατείας, και όταν κενωθεί, λησμονεί τα δόγματα. Η νηστεία δεν γνωρίζει την φύση του δανείου. Δεν γνωρίζει από τόκους το τραπέζι του νηστεύοντος. Οι πατρικοί τόκοι, ωσάν φίδια περιπλεκόμενα, δεν συμπνίγουν το ορφανό παιδί του νηστευτού. Και διαφορετικά η νηστεία γίνεται αφορμή για ευφροσύνη. Διότι όπως η δίψα καθιστά γλυκύ το ποτό, και η πείνα, που προηγήθηκε, παρασκευάζει γλυκεία την τράπεζα, έτσι και η νηστεία φαιδρύνει την απόλαυση των φαγητών. Διότι με το να παρεμβληθεί στο μέσο και να διακόψει την συνέχεια της τρυφής θα σε κάνει να αισθανθείς ωσάν απόδημη επιθυμητή, την θεία μετάληψη. Ώστε εάν θέλεις να ετοιμάσεις επιθυμητή για τον εαυτό σου την τράπεζα, δέξου την μεταβολή που επιβάλλει η νηστεία. Εσύ όμως περικυκλωμένος σφόδρα από την τρυφή, έχεις ξεχάσει τον εαυτό σου με το να αμαυρώνεις την τρυφή και να εξαφανίζεις την ηδονή με την φιληδονία. Διότι δεν υπάρχει τίποτε τόσο επιθυμητό, ώστε να μη καταφρονείται με την συνεχή απόλαυση. Αυτών δε των οποίων η απόκτηση είναι σπάνια, αυτών η απόλαυση γίνεται περισπούδαστη… Λοιπόν και η Τράπεζα γίνεται πιο ευχάριστη μετά την νηστεία. Ομοίως στους πλουσίους και στους παρέχοντες πλούσια γεύματα και στους λιτούς και προχείρους κατά την δίαιτα… Να φοβάσαι το παράδειγμα του πλουσίου. Η συνεχής τρυφή στον βίο παρέδωσε εκείνον στο πυρ. Διότι, αν και δεν κατηγορήθηκε για αδικία αλλά για τρυφηλή ζωή, φλέγεται στο πυρ της καμίνου. Για να σβήσουμε λοιπόν το πυρ εκείνο χρειάζεται νερό. Και η νηστεία δεν είναι μόνο ωφέλιμη για τα μέλλοντα πράγματα, αλλά και στην ίδια την σάρκα περισσότερο επωφελής…
«Εάν θέλεις να ισχυροποιήσεις τον νου, να δαμάσεις την σάρκα με νηστεία»
Το χρώμα του νηστεύοντος είναι σεμνό. Δεν κοκκινίζει αδιάντροπα, αλλά είναι στολισμένος με την σώφρονα χλωμάδα. Οφθαλμός πράος, βάδισμα σεμνοπρεπές, πρόσωπο περίσκεπτο, που δεν ασχηματίζει με το ακόλαστο γέλιο. Λόγια μετρημένα, καρδιά καθαρά. Να ενθυμείσαι τους Αγίους όλων των αιώνων, «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος». Αυτοί περιπλανούνταν φέροντες δέρματα προβάτων και δέρματα αιγών εστερούντο, υπέφεραν θλίψεις και κακουχίες. Αυτούς να μιμείσαι στην διαγωγή, εάν βέβαια επιζητείς να είσαι με την μερίδα τους… Και συ με το να παραπαχαίνεις και να είσαι πολύσαρκος, δεν γίνεσαι μαλθακός; Και με το να εξαντλείς τον νου δια της πνευματικής ατροφίας κανένα λόγο δεν κάνεις για τα σωτήρια και ζωοποιά διδάγματα; Ή μήπως αγνοείς ότι, όπως στην πολεμική παράταξη, η συμμαχία του ενός επιφέρει την ήττα του άλλου, έτσι και αυτός που συμμαχεί με την σάρκα ανταγωνίζεται το πνεύμα, και αυτός που πηγαίνει με την παράταξη του πνεύματος υποδουλώνει την σάρκα; Επομένως, εάν θέλεις να ισχυροποιήσεις τον νου, να δαμάσεις την σάρκα με νηστεία.
Δεν θα περιφρονήσεις τα βρώματα που χάνονται; Δεν θα επιθυμήσεις την τράπεζα της Βασιλείας, την οποία εξάπαντος θα εξωραΐσει η νηστεία εδώ; Δεν γνωρίζεις ότι με την αμετρία του κόσμου κατασκευάζεις για τον εαυτό σου παχύ τον βασανιστή σκώληκα; Διότι ποιός από αυτούς που ζουν με πλούσια τροφή και διαρκή τροφή εδέχθη κάποια κοινωνία πνευματικού χαρίσματος;
Όχι κρέας ούτε οίνος, ούτε όσα είναι για την φροντίδα των δούλων της κοιλίας. Η νηστεία είναι όπλο για την εκστρατεία εναντίον των δαιμόνων, διότι «τούτο γαρ το γένος ουκ εξέρχεται, ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και αυτά μεν είναι τα αγαθά που προέρχονται από την νηστεία. Ο κόρος όμως είναι η αρχή των ύβρεων. Διότι συγχρόνως με την τρυφή και την μέθη και τα διάφορα και ποικίλα καρυκεύματα εισορμά και κάθε είδος κτηνώδους ακολασίας. Οι άνθρωποι γίνονται «Ίπποι θηλυμανείς» εξ αιτίας του οίστρου της τρυφής που γεννάται στην ψυχή. Οι διαστροφές της φύσεως προέρχονται από τους μέθυσους, που επιζητούν την μεν γυναίκα στον άνδρα, τον δε άνδρα στην γυναίκα. Η νηστεία όμως γνωρίζει το μέτρο και στα έργα του γάμου και με το να τιμωρεί την αμετρία των επιτρεπόμενων από τον νόμο, επιφέρει σύμφωνη ανάπαυλα για να αφιερωθούν στην προσευχή.
«Μη περιορίζεις το καλό της νηστείας σε μόνη την αποχή από τα φαγητά» Μη λοιπόν περιορίζεις το καλό της νηστείας σε μόνη την αποχή από τα φαγητά. Διότι αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από τα κακά. Να λύσεις τα δεσμά της αδικίας. Συγχώρεσε τον πλησίον για την λύπη που σου προκάλεσε, συγχώρεσέ τον για τα χρέη. Να μη νηστεύετε χάριν διαμάχης και έριδος. Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον αδελφό σου. Δεν πίνεις οίνο, αλλά δεν είσαι εγκρατής στις ύβρεις. Περιμένεις το βράδυ για να λάβεις τροφή, αλλά ξοδεύεις την ημέρα στα δικαστήρια. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν μεθούν με κρασί. Ο θυμός είναι η μέθη της ψυχής διότι την κάμνει παράφρονα όπως ο οίνος. Η λύπη είναι και αυτή μέθη, διότι καταπνίγει την διάνοια.
«Ο φόβος είναι άλλη “μέθη”, όταν συμβαίνει εκεί που δεν πρέπει…» Ο φόβος είναι άλλη μέθη, όταν συμβαίνει εκεί που δεν πρέπει… Και γενικώς, καθένα από τα πάθη που παραλογίζει τον νουν δικαίως θα ονομαζόταν μέθη. Σκέψου, σε παρακαλώ, τον οργιζόμενο πώς μεθά με το πάθος. Ο ίδιος δεν είναι κύριος του εαυτού του. Δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Δεν γνωρίζει αυτούς που είναι παρόντες, ωσάν να μάχεται μέσα στην νύκτα αγγίζει το κάθε τι, σκοντάπτει σε όλα, δεν γνωρίζει τι λέγει, είναι δυσκολοσυγκράτητος. Υβρίζει, κτυπά, απειλεί, ορκίζεται, κραυγάζει, ξεσχίζεται. Να αποφεύγεις την μέθη αυτή, μήτε να καταδεχθείς την μέθη από οίνο. Να μη περιφρονήσεις την υδροποσία αντί της οινοποσίας. Μη σε οδηγήσει η μέθη στη νηστεία. Δεν υπάρχει είσοδος στη νηστεία διά της μέθης. Ούτε βέβαια εισέρχεται κανείς στην δικαιοσύνη διά της αδικίας, ούτε στην εγκράτεια διά της ακολασίας, ούτε για να μιλήσουμε γενικώς, στην αρετή διά της κακίας. Άλλη είναι η θύρα της νηστείας.
Η μέθη εισάγει στην ακολασία και η εγκράτεια στην νηστεία. Ο αθλητής προγυμνάζεται και αυτός που νηστεύει προεγκρατεύεται. Μη ωσάν να εκδικείσαι τις ημέρες, μη ωσάν να εξαπατάς με σοφίσματα τον νομοθέτη, μη θέτεις το όργιο της μέθης προ των πέντε ημερών. Διότι ανώφελα κοπιάζεις με το να καταπιέζεις μεν το σώμα, αλλά να μη παρηγορείσαι για την στέρηση. Η αποθήκη είναι αναξιόπιστη. Ρίπτεις σε τρυπημένο πιθάρι. Διότι ο μεν οίνος διαρρέει με το να τρέχει γρήγορα τον ίσιο δρόμο, η αμαρτία όμως παραμένει. Ο δούλος δραπετεύει όταν ο κύριος τον κτυπά, συ όμως παραμένεις στον οίνο, που καθημερινώς κτυπά την κεφαλή; Η ανάγκη του σώματος είναι μέτρο άριστο για την χρήση του οίνου. Εάν δε ξεφύγεις από τα όρια, αύριο θα είσαι με βαρύ κεφάλι, θα χάσκεις, θα ζαλίζεσαι, θα μυρίζεις κρασίλα. Όλα θα σου φαίνονται ότι γυρίζουν, όλα ότι κλονίζονται. Η μέθη επιφέρει βέβαια ύπνον, αδελφόν του θανάτου, και εγρήγορσιν που ομοιάζει με όνειρα.
Άραγε γνωρίζεις ποιος είναι αυτός τον οποίο πρόκειται να υποδεχθείς…; Γιατί λοιπόν προπορεύεσαι στην μέθη και κλείνεις την είσοδο στον Δέσποτα; Γιατί προτρέπεις τον εχθρό να προκαταλάβει τα οχυρώματά σου; Η μέθη δεν υποδέχεται τον Κύριο. Η μέθη απομακρύνει το Άγιο Πνεύμα, διότι ο μεν καπνός αποδιώκει τα μελίσσια, το όργιο δε τη μέθης αποδιώκει τα πνευματικά χαρίσματα.
«Η νηστεία είναι η ευπρέπεια της πόλεως, η σταθερότης της αγοράς, η ειρήνη των οικιών, η σωτηρία των υπαρχόντων»
Η νηστεία είναι η ευπρέπεια της πόλεως, η σταθερότης της αγοράς, η ειρήνη των οικιών, η σωτηρία των υπαρχόντων. Θέλεις να δεις τη μεγαλοπρέπειά της; Σύγκρινε, παρακαλώ, την σημερινή εσπέρα με το αύριο και θα δεις να μεταβάλει την πόλη από την ταραχή και την ζάλη σε βαθεία γαλήνη. Εύχομαι δε και η σημερινή να ομοιάζει με την αυριανή κατά την σεμνότητα και η αυριανή να μη υπολείπεται σε φαιδρότητα από την σήμερον. Και ο Κύριος που μας οδήγησε σ’ αυτή την περίοδο του χρόνου, μακάρι να μας παράσχει, ωσάν σε αγωνιστές, αφού επιδείξαμε την στερεότητα και τη δύναμη της καρτερίας στους προκαταρκτικούς αγώνες, να φθάσουμε και στην κύρια ημέρα των στεφάνων, τώρα μεν της αναμνήσεως του πάθους του Σωτήρος, στον δε μέλλοντα αιώνα της ανταποδόσεως αυτών που έχουν βιωθεί από εμάς εν όψει της δικαιοκρισίας αυτού του Χριστού, διότι σ’ Αυτόν ανήκει η αιώνιος δόξα. Αμήν».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...