Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Ματθ. ς΄ 14-21)

 

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή Κυριακή τῆς Τυρινῆς μᾶς φέρνει στό κατώφλι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας παρομοιάζει μέ ἕνα ὄμορφο θαλασσινό ταξίδι.

Ἕνα ταξίδι πνευματικό ξεκινᾶ ἀπό αὔριο, Καθαρά Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου, μέ κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τήν προσευχή, τήν ἔντονη λατρευτική ζωή καί τή νηστεία καί σκοπό τήν πνευματική προετοιμασία μας, γιά νά προσκυνήσουμε τά ἄχραντα Πάθη καί τήν ζωοποιό Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά ἑορτάσουμε τό ἐτήσιο Πάσχα καί νά λάβουμε ἀφορμή νά ἑορτάζουμε τό Πάσχα καί κάθε Κυριακή τοῦ χρόνου.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας γιά 40 ἡμέρες νά μιμηθοῦμε τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος πρίν ξεκινήσει τήν ἐπί γῆς δημόσια δράση του γιά τή σωτηρία μας νήστευσε στήν ἔρημο 40 ἡμερονύκτια. Κατόπιν ἀντιμετώπισε τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Βλ. Ματθ. δ, 1-11), ὁ πρῶτος ἀπό τούς ὁποίους σχετίζεται μέ τήν τροφή. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ Ἀδάμ νικήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς τροφῆς καί ἔχασε τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου. Ὅμως ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χριστός, ὡς ἀπόγονος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους θά λέγαμε, ἐνίκησε τόν διάβολο καί θριάμβευσε ἐπί τοῦ πειρασμοῦ στόν ὁποῖον καταδέχθηκε νά ὑποβληθεῖ γιά νά μᾶς ἀποδείξει τήν ἄμετρη συμπάθειά Του, στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν.

Ὡς πιστοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, λοιπόν κι ἐμεῖς, καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τήν ἀπόλυτη νίκη τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ ἐπί τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, ἀποδυόμαστε μέ τή σειρά μας σέ ἕνα ἀνάλογο πνευματικόἀγώνα, μέ κύριο χαρακτηριστικό γνωρισμα τήν νηστεία. Ἄλλωστε στή γλῶσσα μας ἡ λέξη Τεσσαρακοστή εἶναι σχεδόν συνώνυμη μέ τή λέξη νηστεία.

Ἡ νηστεία, λέει ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι συνομήλικη μέ τόν ἄνθρωπο, γιατί ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ σ’αὐτόν, ὅπως περιγράφεται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως (Β,17) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φάγετε...». Ἡ ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή, μαζί μέ τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ἀποτελοῦν ἐπίσης τίς ἀρχαιότερες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, καθορισμένες ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριός μας διδάσκει, ὅτι ἀνάμεσα στήν ἀμνησικακία, τήν ἀληθινή νηστεία καί τήν ἀποφυγή τῆς πλεονεξίας ὑπάρχει μία ἐσωτερική συνάφεια, πάνω ἀκριβῶς στήν ἔννοια τῆς νηστείας.

Ἡ νηστεία, ὅπως ἀκοῦμε καί στά τροπάρια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν δέν εἶναι ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές, ἀλλά ἀποχή καί ἀπό τίς κακίες, πού δύο ἀπό τίς πιό συνηθισμένες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ μνησικακία: νά θυμᾶσαι δηλαδή τό κακό, πού σοῦ ἔκανε κάποιος καί νά μήν τόν συγχωρεῖς καί ἡ πλεονεξία: δηλαδή νά θέλεις ὅλο καί περισσότερα, πολλές φορές εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί νά μήν εἶσαι ποτέ εὐχαριστημένος καί μέ τίποτε.

Ὁ Μ. Βασίλειος σέ μία ὁμιλία του γιά τήν νηστεία τονίζει: «Δέν φτάνει ἡἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡἀπομάκρυνση ἀπό ὁ,τιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μας εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». Τόσο σημαντική εἶναι αὐτή ἡ διευκρίνηση, ὥστε αὐτά τά ἴδια λόγια ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία καί τά ἔκανε ὕμνο, μέ τόν ὁποῖον συντροφεύει τήν εἴσοδό μας στήν ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή.

«Νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες» συμβουλεύει σέ ἄλλο σημεῖο καί πάλι ὁ Μ.Βασίλειος. «Νά μήν ἀδικήσεις κανένα. Νά συγχωρήσεις τόν ἀδελφό σου γιά τή λύπη, πού σοῦ προξένησε, γιά τό κακό, πού σοῦ ἔκανε, γιά τά λεφτά, πού σοῦ χρωστάει. Διαφορετικά μολονότι δέν τρῶς κρέας, τρῶς τόν ἴδιο τόν ἀδελφό σου. Μολονότι ἐγκρατεύεσαι στό κρασί, δέν κρατᾶς τό στόμα σου στίς ἄσχημες κουβέντες. Μολονότι νηστεύεις ὡς τό βράδυ, ΄ξοδεύεις τή μέρα σου στά δικαστήρια.»

Εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε, πώς ἡ νηστεία ὡς ἄσκηση δέν σημαίνει μόνο ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές, πού ἴσως εἶναι καί τό εὐκολώτερο. Ἐάν ἡ νηστεία μας δέν σημαίνει καί νηστεία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, τότε ἐκπίπτει σέ δίαιτα. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ αὐθεντική ἔκφραση τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά ἀρέσει στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού νηστεύει, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς βρίσκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μέ τόν Θεό καί ἀπεκδέχεται τήν μυστική χαρά τῆς οὐράνιας εὐλογίας.

Ἡ νηστεία δέν πρέπει νά γίνεται καταναγκαστικά, ἀλλά ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀναμάρτητος Ὤν καταδέχθηκε νά πεθάνει πάνω στόν Σταυρό γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό κράτος τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεινάει ἀπό τή νηστεία, πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐπιμερίζει και στούς ἐμπερίστατους ἀπό τά ἀγαθά του καί θυσιάζει τό θέλημα τῆς ἄνεσης καί τοῦ συμφέροντός του γιά τήν Νηστεία, τοῦτο εἶναι λατρεία, πού τήν δέχεται ὁ Θεός.

Σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἔχουμε ἀνάγκη νά νηστεύσωμε. Ὄχι ἐπειδή πρέπει, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Ἄς μήν ξεχνᾶμε δέ ὅτι, ἡ νηστεία πάντοτε ἦταν ὁ τρόπος τοῦ ἀνθρώπου νά ἑλκύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά ζητεῖ τήν συγγνώμη Του. Καί σήμερα μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό μέσο γιά νά ἐλκύσουμε τήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τίς δύσκολες στιγμές, πού περνᾶμε καί ὡς πρόσωπα, ἀλλά καί ὡς Ἔθνος. Βλέποντας τή νηστεία μας ὁ Θεός, ἴσως ἀποτρέψει χειρότερες καταστάσεις, ἀσκώντας τήν πατρική του παιδαγωγία.

«Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει, ὅσοι θέλετε νά ἀθληθεῖται ἐλάτε μέσα σ’ αὐτό...» Μέ αὐτά τά λόγια ἡ Ἐκκλησία, μᾶς καλωσορίζει στά πνευματικά ἀγωνίσματα τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας, τά ὁποῖα εἶναι ἀλληλένδετα καί μαζί μέ τήν φιλανθρωπία προάγουν τήν πνευματική μας ἀναβάθμιση. Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ταπεινό φρόνημα, διακριτικά καί θεάρεστα, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι Θεός θά ἀποδώσει στόν καθένα τό ὀφειλόμενον. Ἄς μή δειλιάσουμε ἐξαιτίας τοῦ μεγέθους ἤ τοῦ ὄγκου τῶν ἀγωνισμάτων. Ὁ καθένας μέ τή δύναμή του ἄς ἀγωνισθεῖ κι ὁ Θεός θά σκεπάσει μέ τή χάρη Του τόν ἀγῶνα μας, ἀφοῦ γιά τήν ἀγάπη του γίνεται. Διότι εὐτυχῶς «ἡ μεγαλύτερη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι πώς ὄχι ἀνάλογα μέ τό ἀποτέλεσμα, ἀλλά ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τήν προαίρεση μετράει ὁ Θεός τήν ἐπίδοσή μας καί παρέχει τήν εὐλογία Του.»

Καλή καί εὐλογημένη ἡ ἐπί θύραις Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

π. Σ.Κ
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ - ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ

 

KyriakiTyrinis«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα...»

13αός χωρίς κήρυγμα, Αγαπητοί μου, είναι στρατός χωρίς σάλπιγγα. Tο κήρυγμα είναι η σάλπιγγα του Kυρίου, το ξυπνητήρι που ξυπνάει τους αμαρτωλούς, το γάργαρο νερό που δροσίζει και αναπαύει τις ψυχές των χριστιανών.
Πολλοί από τους χριστιανούς όχι μόνο δεν έχουν  διάθεση να ακούσουν τον λόγο του Θεού, αλλά δυσανασχετούν όταν το κήρυγμα είναι ελεγκτικό κι αυτό γιατί αισθάνονται τον έλεγχο της συνειδήσεώς τους. 

Kαι σήμερα, Κυριακή της Tυρινής, αρμόζει να ελέγξουμε. Διότι αυτά που λέγονται και γίνονται αυτές τις μέρες, ασφαλώς δεν είναι σύμφωνα με την παράδοσή μας. Xοροί, πορνικά τραγούδια, μάσκες, καρναβάλια, ξενύχτια, όργια… 

Σάς ερωτώ: τί σχέση έχουν όλα αυτά με την Oρθοδοξία μας;

Δυστυχώς, γιατί όλα αυτά γίνονται από μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί, αλλά λατρεύουν και τον διάβολο. Ο Βάκχος, ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, οι ψεύτικοι θεοί της κραιπάλης και της ακολασίας, δεσπόζουν σήμερα, Κυριακή της Τυρινής.  

Οι μητέρες θα κοινωνήσουν τα παιδιά τους, αλλά θα τα ντύσουν και καρναβάλι. Θα πάνε στην περιφορά του Αγίου, αλλά θα πάρουν μέρος και στην πορεία του καρνάβαλου. Ας έχουν υπόψη τους οι μητέρες αυτές, ότι κολάζονται οι ίδιες,  αλλά κολάζουν και τα παιδιά τους. 

Είναι ντροπή για το Ελληνικό κράτος που χρηματοδοτεί τις εκδηλώσεις αυτές. Είναι ντροπή για το Υπουργείο Παιδείας, που επιτρέπει τις ημέρες αυτές, με πρωτοβουλία των Συλλόγων Γονέων και των Εκπαιδευτικών, να μετατρέπονται τα Σχολεία σε κέντρα διασκεδάσεων και ψητοπωλεία.  

Τι λέτε είναι τυχαίες οι καταστροφές και οι θεομηνίες που συμβαίνουν στην περιοχή της Πάτρας, αλλά και σε άλλες πόλεις; Και στο τέλος απορούμε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, σήμερα, είναι δαιμονόπληκτοι, κυριευμένοι από το Σατανά!

Εμείς όμως, παίρνοντας αφορμή από την Ευαγγελική περικοπή, που ακούσαμε πριν λίγο, με αίσθημα αγάπης και ενδιαφέροντος, θα απευθύνουμε λόγο εποικοδομητικό, όχι μόνο σ’ αυτούς, αλλά και σε κάθε χριστιανή ψυχή. 

Λέμε, λοιπόν, και υπενθυμίζουμε  ότι από αύριο αρχίζει η νηστεία. 

Και ότι όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι, γέροντες και γυναίκες, όλοι εκτός των αρρώστων, είμαστε υποχρεωμένοι να νηστέψουμε, όπως νήστεψε ο Kύριος, όπως νήστεψε η υπεραγία Θεοτόκος, όπως νήστεψαν όλοι οι Άγιοι. 

Ότι τις άγιες αυτές ημέρες πρέπει να παρακολουθούμε τον κατανυκτικό Εσπερινό με τα γλυκύτατα εκείνα τραγούδια της Eκκλησίας μας, που ωραιότερα δεν υπάρχουν στον κόσμο. 

Να παρακολουθούμε τον Aκάθιστο Ύμνο, και κάθε βράδυ να ερχόμαστε στον Ναό και να παρακολουθούμε το Mεγάλο Aπόδειπνο, ψάλλοντας το «Kύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…». 

Να πω, ότι πρέπει κάθε βράδυ να κάνουμε  μετάνοιες, λέγοντας την προσευχή μας; 

Ή να πω κάτι άλλο, που κάνουν μερικοί Xριστιανοί, που βάζουν το ξυπνητήρι και ξυπνούν τα μεσάνυχτα και προσεύχονται, λένε τον 50ο ψαλμό και κάνουν μετάνοιες; Ή να υπενθυμίσω, ότι το καθήκον μας αυτές τις άγιες ημέρες είναι προ παντός η ελεημοσύνη; 

Ποιο απ’ όλα να αναφέρω; 

Aλλά δυστυχώς το καθένα από αυτά σήμερα συναντά αντίρρηση και απόρριψη. Για τη νηστεία θα δικαιολογηθούν: 

«Eγώ είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να ζήσω ούτε μία μέρα χωρίς το λάδι».

Για την αγρυπνία θα πουν: 

«Eίμαστε εργατικοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να ξενυχτάμε· πρωί - πρωί θα πάμε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, και πρέπει να έχουμε δύναμη για την εργασία μας». 

Για τις μετάνοιες θα ισχυριστούν: 

«Δεν αντέχουμε». 

Για την ελεημοσύνη θα επικαλεστούν

«Eίμαστε οικογενειάρχες, έχουμε κορίτσια να παντρέψουμε, αγόρια να σπουδάσουμε· γεράσαμε, δεν μπορούμε να δίνουμε χρήματα, ας δώσουν αυτοί που έχουν».

Oι σημερινοί άνθρωποι έχουν αντιρρήσεις και προφάσεις. 

Oύτε νηστεία, ούτε προσευχή, ούτε εξομολόγηση, ούτε αγρυπνία, ούτε κομποσκοίνι, ούτε παρακλήσεις, ούτε Εσπερινούς· τίποτα από αυτά δεν θέλουν.

 Λοιπόν τί να πούμε; 

Κι όμως, ακούγοντας το σημερινό Ευαγγέλιο αισθανόμαστε μία ανακούφιση.

 Σαν τον αρχαίο φιλόσοφο, αναφωνούμε:

«Eύρηκα!».

 Εύρηκα για σας, βρήκα για μένα, βρήκα για μικρούς, μεγάλους, αδύνατους, ισχυρούς, αμαρτωλούς, αγίους, για όλους, βρήκα έναν  δρόμο πολύ εύκολο και σύντομο. 

Aν ακούσουμε τη φωνή του Ευαγγελίου, θα πάρουμε φτερά αγγελικά και θα πετάξουμε στα ύψη, θα φτάσουμε κοντά στον Θεό. Δεν χρειάζεται ούτε κόπος ούτε χρήματα. Mόνο να μας δώσει ο Θεός τη χάρη του, και το Πνεύμα του το Άγιο, να ανοίξει την καρδιά μας. Nα πάρει ένα  σφυρί και να σπάσει την πέτρινη καρδιά μας, και μέσα από τον βράχο να βγει το νερό, να βγει μία φωνή, μία λέξη!

Aν μπορούσαμε να την πούμε σήμερα, στα σπίτια και στην κοινωνία μας, θα άλλαζε όλος ο κόσμος. Κάθε πόλεμος θα σταματούσε. 

Και από θηρία που είμαστε θα γινόμασταν Άγγελοι, άξιοι να φωνάζουμε τον Θεό, Πατέρα. 

H λέξη που πρέπει να βγει από την καρδιά μας σήμερα, η λέξη που δεν στοιχίζει τίποτα, που πρέπει να την πούμε, αλλιώς δεν είμαστε Xριστιανοί, η λέξη αυτή, Αγαπητοί μου, είναι σ υ γ χ ω ρ ώ.

Σ υ γ χ ω ρ ώ! 

Mπορούμε να την πούμε τη λέξη αυτή; Mπορούμε να συγχωρήσουμε όλους τους εχθρούς μας; Aυτό λέει το Ευαγγέλιο: «Eάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Mατθ. 6,14). 

Συγχωρείς; 

                 θα συγχωρεθείς.

 Δεν συγχωρείς;

                δεν συγχωρείσαι.

 Αυτό είναι  νόμος του Θεού και πρέπει να τον εφαρμόσουμε. 

Δεν είναι το ευκολότερο απ’ όλα; 

Φαίνεται δύσκολο κι αυτό; 

Θα μου πείτε· Eγώ νηστεύω, πάω στην Εκκλησία, ακούω τον Εσπερινό, ανάβω κεριά, προσεύχομαι, πάω και εξομολογούμαι στον καλύτερο πνευματικό, πάω στις αγρυπνίες… 

Όλα να τα κάνουμε,  εάν όμως στην καρδιά μας έχουμε το μίσος, όλα είναι μάταια. 

Διότι πάνω από όλα είναι η αγάπη. 

Kι όταν δεν έχουμε την αγάπη, όλα αυτά δεν αποδίδουν. 

Eίναι σαν να ετοιμάζεις ένα  ωραίο φαγητό με όλη σου την τέχνη και ξαφνικά πάει κάποιος και ρίχνει μέσα μερικές σταγόνες φαρμάκι.

 Ποιος το αγγίζει; 

Έτσι κι εδώ.

 Φτάνει μέσα στα καλά μας έργα να πέσουν μερικές σταγόνες μίσους και έχθρας, για να γίνουν όλα άχρηστα. 

Γι’ αυτό, πάνω από όλα είναι η συγγνώμη. 

Aυτό τονίζει σήμερα το Ευαγγέλιο.

Δεν ζούμε σε κόσμο αγγελικό. 

Mακάρι οι άνθρωποι να ήταν Άγγελοι. 

Δεν ζούμε σε τέτοιο κόσμο. 

Oύτε εμείς ούτε οι γείτονές μας είναι Άγγελοι. 

Mέσα στον κόσμο αυτό, όλοι μας, ο ένας πειράζει τον άλλο. 

Ακόμα και τα πιο προσφιλή μας πρόσωπα, μας έχουν πειράξει. 

Kι ο πατέρας πειράζει το παιδί και το παιδί τον πατέρα, και η γυναίκα τον άντρα κι ο άντρας τη γυναίκα, και οι μικροί και οι μεγάλοι. 

Έχουμε και εχθρούς, που μας έχουν κάνει μεγάλο κακό.

 Mας συκοφάντησαν, μας διέβαλαν, μας αδίκησαν…

 Για όλους αυτούς, που μας έχουν πειράξει, μας έχουν κάνει να κλάψουμε, ας σταθούμε στο ύψος μας!

 Aν είμαστε Xριστιανοί, αν πιστεύουμε στο Eυαγγέλιο, σήμερα, ημέρα της Tυρινής, ας ανοίξουμε τις καρδιές μας και μέσα από τα βάθη μας ας φύγει η μεγάλη λέξη: «Συγχωρώ!». 

Aς συγχωρήσουμε όλους. Oι μεγάλοι τους μικρούς, οι μικροί τους μεγάλους. Kαι τότε μόνο ας πλησιάσουμε τον Eσταυρωμένο, να τον δούμε επάνω στον Σταυρό με τα χέρια απλωμένα, όλο αγάπη και καλοσύνη, να βγαίνουν από την καρδιά του τα ουράνια εκείνα λόγια: «Πάτερ, άφες αυτοίς…» (Λουκ. 23,34).

 Mία τέτοια καρδιά, καρδιά του Xριστού, να αποκτήσουμε  κι εμείς.

 Tότε θα γιορτάσουμε τις ημέρες που έρχονται.


Aγαπητοί μου!


Ένας που ζει σ’ ένα κλειστό δωμάτιο με μολυσμένο και ακάθαρτο αέρα, ή ένας που ζει μέσα σ’ ένα σπήλαιο σκοτεινό και απαίσιο, ζαλίζεται, λιποθυμεί και προσπαθεί ν’ ανοίξει παράθυρο, για να αναπνεύσει αέρα καθαρό. 

K’ εμείς ζούμε σε μία κοινωνία μολυσμένη από τον φαρμακερό αέρα του μίσους. Κοντεύει να μας πιάσει ασφυξία. 

Aσφυξία στο σπίτι, στην κοινωνία, στον κόσμο, κι αυτό, γιατί  λείπει η αγάπη του Xριστού.

Tο Ευαγγέλιο σήμερα φωνάζει:

 «Aνοίξτε παράθυρο! 

Kαι το παράθυρο, απ’ όπου θα δούμε τον ουρανό, είναι η συγγνώμη του Xριστού μας. 

Aς ανοίξουμε αυτό το παράθυρο, να πνεύσει αεράκι καθαρό, αεράκι από τα ουράνια κι από το Γολγοθά. 

Mε τη συγγνώμη οι καρδιές μας θα αισθανθούν ανακούφιση. 

Kαι με το αεράκι αυτό του Αγίου Πνεύματος θα δια πλεύσουμε το πέλαγος των σαράντα ημερών που αρχίζει από αύριο. 

Θα διέλθουμε όλη την τεσσαρακοστή με αγάπη και ειρήνη, και θα μας αξιώσει ο Θεός να προσκυνήσουμε τα σεπτά πάθη και να γιορτάσουμε την ένδοξη ανάσταση του Σωτήρα μας».

το μεταφέρουμε από εδώ

Ποια νηστεία μισεί ο Θεός!

  

«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου, καί παθῶν μή καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίᾳ∙ εἰ μή γάρ ἀφορμή σοι γένηται πρός διόρθωσιν, ὡς ψευδής μισεῖται παρά Θεοῦ, καί τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις∙ μή οὖν ἁμαρτάνουσα, τήν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρός ὁρμάς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δέ συσταυροῦσθαι, τῷ διά σέ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρός αὐτόν∙ Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» 

(Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος α΄).

(Ψυχή μου, μέ τό νά νηστεύεις ἀπό φαγητά, ἀλλά νά μή καθαρίζεσαι ἀπό τά πάθη σου, μάταια χαίρεσαι πού δέν τρῶς. Διότι ἄν ἡ νηστεία δέν σοῦ γίνεται ἀφορμή γιά διόρθωσή σου, προκαλεῖ τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη, κι ἐσύ γίνεσαι ὅμοιος μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι δέν σιτίζονται καθόλου. Μήν ἐξαχρειώσεις λοιπόν τή νηστεία μέ τίς ἁμαρτίες σου, ἀλλά μένε ἀκίνητος, χωρίς να στρέφεσαι πρός τίς ἄτοπες ὁρμές. (Κι αὐτό θά τό καταφέρεις) μέ τή σκέψη ὅτι βρίσκεσαι μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Σωτήρα Χριστό, ἤ μᾶλλον ὅτι εἶσαι σταυρωμένος μαζί μ’ Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά σένα, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου).

Τό συγκεκριμένο τροπάριο εἶναι ἀπό τά πιό συγκλονιστικά ὅλου τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος μέ κρυστάλλινη διαύγεια καί ἀμεσότητα, μέ προφητική δύναμη πού θυμίζει τούς παλαιούς μεγάλους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τονίζει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δεν ἐξαντλεῖται στόν περιορισμό τῶν τροφῶν ἤ και στήν ἀποχή ἀπό αὐτές, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή ἀκριβῶς στόν βαθμό πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀπομάκρυνση  καί κάθαρσή του ἀπό τά ψεκτά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας∙ πού θα πεῖ ὅτι, ἀφοῦ διορθώνει τον ἄνθρωπο, γίνεται τό μέσον γιά στροφή του πρός τόν Θεό, ἄρα πρός ἀπόκτηση περισσότερης ἀγάπης. Ἄν δέν κατανοηθεῖ ἔτσι ἡ νηστεία τοῦ πιστοῦ, τότε ἀφενός προκαλεῖ την ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη και φαρισαϊκή, ἀφετέρου ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τούς ἴδιους τούς δαίμονες, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἀπέχουν ὁλιωσδόλου ἀπό φαγητά. Τί προτείνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας; Νά κρατάει ὁ πιστός τήν ἀληθινή νηστεία, ἀποφεύγοντας τίς ἁμαρτίες καί μένοντας σταθερός σ’ αὐτό πού ἔχει κληθεῖ ὡς μέλος Χριστοῦ: νά εἶναι πάντα ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού σημαίνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του συσταυρωμένο μέ Ἐκεῖνον. Στήν πνευματική αὐτή κατάσταση τό μόνο πού ἀπαιτεῖται εἶναι νά φωνάζει κι αὐτός σάν τόν ληστή πάνω στόν Σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου». Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ὑμνογράφος, μολονότι μᾶς διδάσκει καί μᾶς καθοδηγεῖ, δέν γίνεται καθόλου ἀπόμακρος ἤ ἀποκρουστικός, γιατί ἀπευθύνεται πρωτίστως στόν ἑαυτό του καί τήν ψυχή του, ὁπότε ὁ λόγος του ἀποκτᾶ τή δραματική ἔνταση τοῦ πιστοῦ πού πάσχει κι ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν διαστροφῶν της.

π. Γεώργιος Δορμπαράκης -Ακολουθείν

Το μεταφέρουμε από εδώ

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς




«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀξία τῆς προσευχῆς ὑπαινίσσεται ἡ φράση αὐτὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος μέσα ἀπὸ τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. Γιὰ τὴν προσευχὴ ὁ σημερινὸς ἑορταζόμενος ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει ὅτι εἶναι «Θεοῦ τυράννος εὐσεβής», δηλαδὴ ἕνας εὐσεβὴς τύρανvος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσει.

Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖ τὴν προσευχὴ φυσικὴ ἐκδήλωση τῆς ψυχῆς, ζωτικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ ὕψιστο ὅσο καὶ μοναδικὸ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ προσευχὴ ἔχει τὴ ρίζα της στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἀκοῦμε τὸν Θεὸ νὰ λέει μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;», Ἀδὰμ ποῦ εἶσαι; Εἶναι ὁ διάλογος τῆς προσευχῆς ποὺ ἐγκαινιάσθηκε τότε καὶ συνεχίζεται μέχρι σήμερα καὶ ὅσο θὰ ὑπάρχει σήμερα στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί τί ἄραγε εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ συνομιλία καὶ ὁ διάλογος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ περιπετειώδης πορεία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποξενώθηκε. Ὁ λόγος καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς εἶναι θέμα βαθὺ καὶ ἀνεξερεύνητο. Εἶναι τόσο γνωστὸ ὅσο καὶ ἄγνωστο, γιατί συνδέεται μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.


Στοιχεῖα τῆς προσευχῆς

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης διαβάζουμε ὅτι ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐπιμονή. Ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτοπαράδοση στὴν ἀγάπη του. Σὲ πολλὰ περιστατικὰ τῶν εὐαγγελίων βλέπουμε τὸν Χριστὸ νὰ θέτει παιδαγωγικὰ ἐμπόδια στὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τῶν ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων. Ὅμως γνωρίζει ἡ πίστη νὰ μάχεται μὲ ὅλα καὶ νὰ νικᾶ. Ἡ ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια συνήθως δοκιμάζει τὴν πίστη, θερμαίνει τὴν προσευχή, ἀποδεικνύει τὴν ταπείνωση καί, τελικά, ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ τὴ σωτηρία. Μόνο οἱ δυνατὲς προσευχὲς μὲ θερμὴ πίστη καὶ ἀληθινὴ ἐπιμονὴ σπάζουν ὅλους τους φραγμοὺς καὶ τὰ ἐμπόδια καὶ ἀνοίγουν τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ. «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε- κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται. ἤ τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν αἰτήσει ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;» (Μτ. 7,7-9). Ὁ πιστὸς ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός, στὴν παγγνωσία Του, ξέρει καλὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ αἰτήματα τῶν ἀνθρώπων. Δὲν περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μάθει τί ζητᾶμε. Ὅμως ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πατέρας μας. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ σχέση μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἐμπιστευόμαστε.

Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ πέφτουμε στὴν ἀγκαλιά Του καὶ ζητᾶμε νὰ μὴ μᾶς ἐγκαταλείψει τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρη Του, γιατί ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον. Γιατί χωρὶς Αὐτὸν τὰ πάντα σκοτεινιάζουν, καταρρέουν καὶ ἐκμηδενίζονται «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ὁμολογοῦμε μὲ ταπείνωση ὅτι «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλὰ καὶ Σοὶ μόνῳ λατρεύομεν». Ἡ προσευχὴ μᾶς συνδέει καὶ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Θεό. Γίνεται μητέρα κάθε ἀρετῆς ποὺ θωρακίζει τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν καλύτερη πανοπλία. Ὅποιος δὲν νιώθει τὴν ἀνάγκη ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς ἐπιβεβαιώνει τὸν λόγο τῆς Ἀποκάλυψης «ὄνομα ἔχει ὅτι ζῇ» (Ἀπ. 3,1), ἀλλὰ ὅμως εἶναι νεκρός. Εἶναι καρδιὰ χωρὶς παλμούς, ψυχὴ χωρὶς πνοή.


Τὸ κενό της σιωπῆς τοῦ Θεοῦ

Καὶ ὅμως ὑπάρχουν στιγμὲς στὴ ζωή μας ποὺ ἀπογοητευόμαστε. Σὲ κάποιες δύσκολες ὧρες σκληρῆs δοκιμασίας ρωτᾶμε τὸν Θεὸ γιατί, καὶ Ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἀπαντᾶ. Ἐμεῖς χτυπᾶμε τὴν πόρτα Του καὶ Ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἀνοίγει. Τὸ κενό τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ μᾶς κλονίζει. Τότε ἂς ἀναρωτηθοῦμε μήπως «αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (Ἰακ. 4,9). Μήπως εἶναι ἐσφαλμένος ὁ χρόνος καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς μας; Ἄραγε αὐτὰ ποὺ ζητᾶμε μᾶς ὠφελοῦν ἤ μᾶς ζημιώνουν;

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὴν ἀπάντηση τὴ γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Κάποτε τὸ ὄχι τοῦ Θεοῦ μᾶς λέει «οὐκ εἰσὶν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν» (Ἠσ. 55,8). Τότε ὑπακοῦμε στὸ θέλημά Του καὶ ἀλλάζουμε τὸ δικό μας. Ἀνακατατάσσουμε τὶς προτεραιότητες καὶ τὰ σχέδια τῆς ζωῆς μας. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ μᾶς ὡριμάζει καὶ μᾶς ὠφελεῖ περισσότερο. Γι' αὐτὸ ἂς μὴν τὴν ἐγκαταλείπουμε ποτέ. Ἀμὴν

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ



        Ζούμε σε μία εποχή επιφανειακή. Οι άνθρωποι με δυσκολία προσπαθούμε να δούμε τι κρύβεται πίσω από τα γεγονότα της ζωής μας. Αλλά και πίσω από τα γεγονότα που μας παρουσιάζονται ως σημαντικά, δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε έναν αγώνα ανάλυσης, επιχειρημάτων, να διαλεχθούμε, να ρωτήσουμε, να σχηματίσουμε σφαιρική γνώμη. Μένουμε σ’ αυτήν την κατ’ όψιν κρίση. Παρατηρούμε και αυθόρμητα την πρώτη σκέψη που μας έρχεται στον νου την υιοθετούμε. Διαπιστώνουμε τις συνέπειες αυτής της θέασης τόσο στην κοινωνική και συλλογική ζωή μας, όσο και στην προσωπική μας ζωή. Ιδίως στην τελευταία η κατ’ όψιν κρίση εύκολα γίνεται κατάκριση, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μας να είναι επιφανειακές. Η επιφανειακότητα μάλιστα συνδυάζεται με το εφήμερο. Το σήμερα. Το εδώ και τώρα. Και δεν είναι απλώς η υιοθέτηση του λόγου του Χριστού να κοιτούμε μόνο την σημερινή μέρα και να αφήνουμε το αύριο στον Θεό. Μας ενδιαφέρει αποκλειστικά το τώρα με την χρησιμότητα και την ηδονοθηρία να μας οδηγούν στην σαγήνη του εφήμερου.
         Αυτή η νοοτροπία συνεχίζει να υπάρχει και στον χώρο της πίστης. Παρότι πολλοί άνθρωποι έχουν αναζητήσεις, δεν μένουν ευχαριστημένοι με την θρησκευτική συνήθεια, θέλουν να μάθουν και να καλλιεργηθούν στην πιο ουσιαστική θεώρηση της ζωής της Εκκλησίας, μελετούν το Ευαγγέλιο, σχηματίζουν άποψη με βάση και τον διάλογο με την κοσμική πραγματικότητα, δεν αρκούνται σε μία ηθικιστική, συμπεριφορική αλλαγή του νου, αλλά θέλουν με την καρδιά τους να ζήσουν τον Θεό, κοινωνούν συχνότερα, εντούτοις η πλειοψηφία όσων θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς μένουν στην επιφανειακότητα σε δύο επίπεδα: τόσο σ’ αυτό της γνώσης της πίστης, όσο και σ’ αυτό της εμπειρίας. Η εμπειρία δεν έγκειται στην «κατανάλωση» λατρευτικών ακολουθιών ή στην μετοχή σε συνάξεις εκκλησιαστικές. Έχει να κάνει με την απόφαση να είναι η ζωή σύμφωνα με την πίστη. Να είναι η διαχείριση της καθημερινότητας, των σχέσεων, της αντίληψης για το τι σημαίνει πολίτης, πιστός, οικογενειάρχης, άνθρωπος κοινωνικός πορεία σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου, όχι ιδεολογικά, αλλά κατά Χριστόν, διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, Πρόσωπο είναι η Αλήθεια.
         Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους, αναφέρει ότι οι χριστιανοί έχουμε την διαθήκη, την συμφωνία του Θεού με μας ότι και θα μας ευλογεί και θα πληθύνει τους καρπούς της ζωής μας, κυρίως τους πνευματικούς, ως ασφαλή ελπίδα και σίγουρη, «εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα» (Εβρ. 6, 19-20). «Μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ». Ο λόγος αυτός μας δείχνει ότι η πίστη στον Θεό είναι ελπίδα, η οποία μας εισάγει στα Άγια των Αγίων, αφήνει πίσω την κουρτίνα, το καταπέτασμα που χώριζε το θυσιαστήριο του ιουδαϊκού ναού από το ιερό και τον υπόλοιπο ναό, και μας κάνει όλους μετόχους της αποκεκαλυμμένης αλήθειας που ο Ίδιος ο Χριστός μας προσέφερε: μετόχους της θείας ευχαριστίας, της κοινωνίας μαζί Του, η οποία δεν είναι διανοητική και ιδεολογική, αλλά μεταμορφωτική της υπάρξεώς μας, από την στιγμή που Εκείνος προσλαμβάνεται από μας ως τροφή, φάρμακο και αφθαρσία.
Τροφή διότι το Σώμα Του και το Αίμα Του κοινωνούμε, όχι όμως ως υλική πραγματικότητα, αλλά ως ενεργούσα το μυστήριο της κατά χάριν θεώσεως, δηλαδή της κατοικίας του Θεού εντός μας, της καταστήσεώς μας παιδιών Του, φίλων, αδελφών, οικείων, ένεκα της μετοχής μας στην τράπεζα που δίνει ζωή. Φάρμακο διότι ο Χριστός γιατρεύει την αμαρτία της υπάρξεώς μας, την συνεχή δηλαδή επιλογή να αφήνουμε τον Θεό και να θεοποιούμε τον εαυτό μας, να λύνουμε τις δοκιμασίες της ζωής και να προσανατολίζουμε την πορεία μας κατά το θέλημά μας και όχι κατά το Ευαγγέλιο, το να μην είναι ο νους και η καρδιά μας σε συντονισμό με τον Θεό, αλλά να είναι Εκείνος ένας παρείσακτος κάποτε, συνήθως στις ανάγκες μας, της συνήθειας και της παράδοσης, καθότι το πνευματικό βάρος που βιώνουμε δεν μας φαίνεται βαρύ. Και αυτό μάς κάνει να αμαρτάνουμε και έμπρακτα, με λογισμούς, πράξεις, συμπεριφορές εναντίον του πλησίον μας, αλλά και με ελαφρότητα έναντι των εντολών του Θεού, κυρίως έναντι της αγάπης που ζητά να έχουμε προς πάντας, ακόμη και προς τους εχθρούς μας. Αφθαρσία, διότι η είσοδος στο εσώτερον του καταπετάσματος δεν μένει στο σήμερα, αλλά είναι κατάσταση αγιότητας, δηλαδή κοινωνίας με τον Θεό για πάντα, όσες δυσκολίες κι αν εμφανιστούν στην ζωή μας, ακόμη και μέσα από το πέρασμα του θανάτου.
Η είσοδος στο εσώτερον του καταπετάσματος σημαίνει βίωση του νοήματος της ζωής όχι ως ιδέας, αλλά μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό. Αυτός είναι η Αλήθεια, Αυτός μας μεταμορφώνει, Αυτόν σκεφτόμαστε, Αυτόν αναζητούμε, Αυτόν υπολογίζουμε, Αυτός λειτουργεί ως η αφύπνισή μας για να μην μένουμε στο επιφανειακό. Όσοι προσπαθούμε να βιώσουμε αυτήν την σχέση δεν μένουμε και στην κοσμική επιφανειακότητα και επιφάνεια, αλλά εισερχόμεθα στην οδό και τον τρόπο της αγάπης. Δεν λησμονούμε την καλοσύνη έναντι των συνανθρώπων μας, όπως επίσης και την αποφασιστικότητα έναντι του όποιου κακού, όχι όμως με σκοπό να απορρίψουμε, αλλά να συνυπάρξουμε, να μοιραστούμε την χαρά της εισόδου στο εσώτερον και την ίδια στιγμή να συμπαθήσουμε όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν. Να μένουμε  κομιστές της ελπίδας και για μας και για όποιον θέλει να συνοδοιπορήσει. Και με ταπείνωση να μετέχουμε στην Ευχαριστία της Εκκλησίας. Γιατί μόνο σ’ αυτήν συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε αυτήν την μοναδική τιμή. Να βιώνουμε την διαθήκη του Θεού ως δυνάμει θεοί κι εμείς κατά χάριν. Ακόλουθοι του Χριστού. Προνομιούχοι αιωνιότητας.

Κέρκυρα, 18 Μαρτίου 2018

Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ (Μάρκ. θ, 17-31)



‹‹Ἐπετίμησεν τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ››

Οἱ ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολλές. Πολὺ περισσότερες ὅμως εἶναι οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν δὲν ἐρχόταν ὁ Θεὸς νὰ γίνει σύμμαχος τοῦ ἀνθρώπου, θὰ καταστρεφόταν τὸ γένος μας, ἐπειδὴ τὸ πολιορκεῖ ἀσταμάτητα ὁ πονηρός. Δὲν ὑπῆρχε καιρὸς καὶ χρόνος ποὺ νὰ μᾶς εἶχε ἀφήσει ἐλεύθερους καὶ ἀνεπηρέαστους ὁ διάβολος. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν δημιουργὸς καὶ αἴτιος ὅλων τῶν συμφορῶν μας, γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμέας. Ὁ Κύριος σήμερα κατήργησε τὴ δύναμη τοῦ ἀντιδίκου τῆς σωτηρίας μας, θεραπεύοντας τὸ παιδὶ τοῦ ὀλιγόπιστου πατέρα.


Ἡ ὀλιγοπιστία εἶναι ἄρρωστη πνευματικὴ κατάσταση

Πράγματι ὁ πατέρας ἦταν ὀλιγόπιστος κι αὐτὸ ἦταν ἕνας λόγος ποὺ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὸ παιδί. Ναὶ μὲν πῆγε σ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσουν, ἀλλὰ μέσα του δὲν πίστευε ἀκράδαντα ὅτι μποροῦν. Φαίνεται αὐτὸ κι ἀπὸ τὰ λόγια του: ‹‹...εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσιν καὶ οὐκ ἴσχυσαν›› (Μάρκ. 9,18) δηλ. Ἁπλῶς τὸ ἔφερε στοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς εἶπε ἁπλὰ καὶ ἄχρωμα νὰ τὸ θεραπεύσουν. Δὲν ἱκέτευσε, δὲν παρακάλεσε, δὲν ἔκλαυσε γιὰ τὸ παιδί του, ὅπως π.χ. ἡ Χαναναία γυναίκα γιὰ τὴν θυγατέρα της ποὺ ἦταν κι αὐτὴ δαιμονισμένη. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία Του, ἀναγκαζόταν νὰ συναναστρέφεται καὶ μὲ μὴ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, προκειμένου νὰ τοὺς διορθώσει. Γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν τόσο βαρὺ γεγονὸς ὁ Σταυρός Του, αὐτὸ μᾶλλον ἐπιθυμητὸ ἦταν, ὅσο τὸ νὰ εἶναι ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλοὺς ‹‹τὸ εἶναι μετ’ αὐτῶν βαρύ››, τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος. Ὁ πατέρας τοῦ νέου ἦταν καὶ ἄπιστος καὶ διεστραμμένος. Βέβαια δὲν πλασθήκαμε ἀπ’ τὸν Θεὸ κακοί, μᾶς ἔκανε ἔτσι ἡ ἁμαρτία. Λαθραία μπῆκε ἡ ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀλλοίωσε.


Τὸ πρόσωπο τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ

Τὸ πρόσωπο τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ εἶναι τραγικό. Τὸ δαιμόνιο ποὺ κατέβαλε τὸν νέο, ἦταν φοβερό. Ἔμοιαζε σὰν ἕνα μεγάλο βουνὸ ποὺ χρειαζόταν πίστη γιὰ νὰ τὸ μετακινήσει κάποιος, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (κεφ. 17, 20). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸ ὀνομάζει ‹‹παγχάλεπον››. Ἐνεργοῦσε ἐπάνω του κατὰ τὴν περίοδο τῆς σελήνης καὶ τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει τὴν ὁμιλία καὶ τὴν ἀκοή. Ἄλλο πράγμα ὁ ψυχοπαθὴς κι ἄλλο ὁ δαιμονισμένος. Ὁ ἕνας πάσχει ἀπὸ ἀρρώστια κι ὁ ἄλλος ἀπὸ δαιμονικὴ ἐπήρεια. Ὁ δαιμονισμένος ἔχει προβλήματα ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸ διάβολο, ἐνῶ ὁ ψυχοπαθὴς ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση σωματικῶν του λειτουργιῶν.


Ἡ θεραπεία τοῦ νέου

Ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ διαλύσει τὴν ψευδῆ ἐντύπωση τοῦ πλήθους πὼς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἀνίκανος νὰ θεραπεύσει τὸ παιδί, ὅπως καὶ οἱ μαθητές του, ἀμέσως διέταξε τὸ δαιμόνιο νὰ βγεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει ‹‹ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθεις εἰς αὐτόν›› (Μάρκ. 9,25). Ὁ Κύριος εἶχε ἐξουσία θεοπρεπῆ, ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Ὡς κυρίαρχος καὶ δεσπότης συμπεριφερόταν στοὺς δαίμονες γιατί ἤθελε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐπήρειά τους. Μᾶς ἔδωσε καὶ τὰ ὅπλα νὰ τοὺς πολεμήσουμε, δηλ. τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία (στίχ. 29).


Τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου

Τὰ πάθη, οἱ ἁμαρτίες μας καὶ οἱ δαιμονικὲς ἐπήρειες μοιάζουν σὰν μεγάλα βουνά. Τέτοιες καταστάσεις εἶναι ὁ θυμός, οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ἡ ἀρχομανία κ. ἄ. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν φοβερὴ στερεότητα κι ἀντοχὴ μέσα μας. Ὁ διάβολος εἶναι τὸ ὄρος τῆς ὑπερηφάνειας. Μᾶς χρειάζεται πίστη, γιὰ νὰ ἔχουμε παρρησία στὸ Θεὸ καὶ γιὰ νὰ δώσουμε τὸ δικαίωμα στὸν Κύριο νὰ ἐνεργήσει εὐεργετικὰ ἐπάνω μας. Ἡ μικρὴ ζωντανὴ πίστη θὰ μετακινήσει ὅλα τὰ πονηρὰ ὑψώματα μέσα μας. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ τρέφουμε ὀλιγοπιστία ἀπέναντι στὸν Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία του. Ὅσο πιὸ ταπεινοὶ εἴμαστε, τόσο πιὸ πολύ μᾶς τειχίζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου.


Ἀδελφοί μου,
Ἂς ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὰ πάθη, ὅπως καθάρισε τὸν νέο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος








Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι μιὰ περίοδος μετάνοιας, μιὰ περίοδος ὅπου ἡ πέτρινη καρδιά μας μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἀπὸ πέτρινη νὰ γίνει ἀνθρώπινη, ἀπὸ ἀναίσθητη ν΄ ἀρχίσει νὰ συναισθάνεται, ἀπὸ ψυχρή καὶ σκληρή νὰ γίνει ζεστή καὶ ἀνοιχτή στοὺς ἄλλους, καὶ στὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Ἡ Σαρακοστή εἶναι μιὰ περίοδος ἀνανέωσης, ὅπου ὅλα γίνονται ξανὰ καινούργια, ὅπως στὴν ἄνοιξη· ὅπου ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἁμυδρὸ φῶς ποὺ βρισκόταν, ζωντανεύει μ’ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κοινωνήσει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, κάνοντάς μας μέτοχους τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια καὶ τοῦ δώρου τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, τῆς ΘεϊκῆςΤου φύσης.

Εἶναι καιρὸς συμφιλίωσης, καὶ συμφιλίωση εἶναι χαρά: εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ δική μας· εἶναι ἕνα νέο ξεκίνημα.

Σήμερα εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, καὶ θέλω νὰ σᾶς διαβάσω μερικὲς δικές του φράσεις ποὺ εἶναι σχετικές μὲ τὴν ἰδιαίτερη χρονική περίοδο ποὺ ζοῦμε:

«Μετάνοια ποὺ σημαίνει ἐπιστροφή στὸν Θεό εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματός μας· εἶναι ἡ προσπάθεια μας ν’ ἀνανεώσουμε τὸ συμβόλαιο μας μὲ τὸν Θεό, ἠ ὑπόσχεση μας ν΄ ἀλλάξουμε ζωή. Εἶναι καιρὸς ὅπου μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε ταπείνωση, ποὺ σημαίνει νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τὸν Θεὸ, μὲ τὸν ἑαυτό μας, μ’ ὅλη τὴν κτίση. Μετάνοια εἶναι ἡ γέννηση τῆς ἐλπίδας καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀπελπισίας. Καὶ κάποιος ποὺ μετανοεῖ, εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ ἀξίζει καταδίκη – καὶ ὅμως, φεύγει ἀπὸ τὸ δικαστήριο δίχως ντροπή, ἐπειδὴ μετάνοια σημαίνει νὰ εἰρηνεύουμε μὲ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται ζώντας μιὰ ζωὴ ποὺ ν’ ἀξίζει, ξένη πρὸς τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράξαμε στὸ παρελθόν. Μετάνοια εἶναι ὁ κάθαρση τῆς συνείδησης. Μετάνοια σημαίνει ν’ ἀπομακρύνω ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη.»

Καὶ ἄν ἀναρωτηθοῦμε πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτὸ, πῶς μποροῦμε νὰ φτάσουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, πῶς μποροῦμε ν’ ἀποκριθοῦμε στὸν Θεό ποὺ μᾶς δέχεται ὅπως ὁ πατέρας δέχτηκε τὸν ἄσωτο υἱό, ἕναν Θεό ποὺ μᾶς περιμένει μὲ λαχτάρα, ποὺ, ἄν καὶ Τὸν ἀπορρίψαμε, ποτὲ δὲν χωρίστηκε ἀπὸ ἐμᾶς – πῶς μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον; Ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν προσευχή:

«Μὴν χρησιμοποιεῖς στὴν προσευχή ψεύτικα σοφὰ λόγια· ἐπειδὴ συχνὰ εἶναι οἱ ἁπλοὶ ψίθυροι τῶν παιδιῶν ποὺ δίνουν χαρά στὸν οὐράνιο Πατέρα μας. Μὴν προσπαθεῖτε νὰ λέτε πολλὰ, ὅταν μιλᾶτε στὸν Θεό, γιατὶ διαφορετικὰ ὁ νοῦς σας θὰ χαθεῖ στὴν ἀναζήτηση τῶν λέξεων. Ἕνας λόγος ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν τελώνη προκάλεσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ἕνας λόγος πίστης ἔσωσε τὸν ληστή στὸν σταυρό. Ἡ χρήση πληθώρας λέξεων ὅταν προσευχόμαστε σκορπίζει τὸ νοῦ μας καὶ τὸν γεμίζει μὲ φαντασίες. Ἕνας λόγος πρὸς τὸν Θεὸ συγκεντρώνει τὸ νοῦ στὴν παρουσία Του. Kαὶ ἄν ἕνας λόγος στὴν προσευχὴ σᾶς ἀγγίζει βαθιά, ἄν τὸν νοιώθετε βαθιὰ μέσα σας – ἐπιμείνετε, ἐπιμείνετε, ἐπειδὴ τέτοιες στιγμὲς ὁ φύλακας Ἄγγελος μας προσεύχεται μαζὶ μ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀληθινοὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό μας».

Ἄς θυμηθοῦμε τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, ἀκόμα κι ἄν ξεχνᾶτε τὰ σύντομα σχόλια (ποὺ ἔκανα) γιὰ νὰ γίνει τὸ κείμενό του πιὸ κατανοητό. Ἄς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἄνδρας ποὺ γνώριζε τὶ σημαίνει νὰ στρέφεσαι στὸν Θεό, νὰ μένεις μὲ τὸν Θεό, νὰ εἶσαι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ χαίρεσαι μαζί Του. Μᾶς προσφέρεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ, καθὼς ἀναβαίνουμε πρὸς τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους, μᾶς προσφέρεται σὰν παράδειγμα τοῦ τὶ μπορεῖ νὰ κάνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ μεταμορφώνει ἕναν συνηθισμένο, ἁπλὸ ἄνθρωπο σὲ φῶς μέσα στὸν κόσμο.

Ἄς μάθουμε ἀπὸ ἐκεῖνον, ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά του, ἄς χαροῦμε μ’ ὅ,τι μπορεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὴ δύναμη Του νὰ κάνει σ’ ἕναν ἄνθρωπο, καὶ μ’ ἐμπιστοσύνη, μὲ πίστη, μὲ μιὰ θριαμβευτικὴ κι ὅμως γαλήνια χαρὰ, ἄς ἀκούσουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἱκετεύει νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο ζωῆς καὶ ποὺ μᾶς λέει ὅτι μ’ Ἐκεῖνον, καὶ μέσα ὰπὸ Ἐκεῖνον θὰ παραμείνουμε ζωντανοί, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ αἰώνια Ζωή. Ἀμήν. 

Πιστεύω, Κύριε, βοήθα με στὴν ἀπιστία μου

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης, βλέπουμε νὰ ἔρχονται ἢ νὰ φέρνουν στὸν Κύριο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἰάσης – τῆς ἴασης ἀπὸ σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ τὴν δυστυχία, ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς. Καὶ κάθε φορὰ ὁ Χριστὸς τοὺς λέει, «Πιστεύεις ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό; » Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὁ ἄνδρας ποὺ ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ἂν πιστεύει σὲ σχέση μὲ τὸν ἀσθενὴ υἱὸ του εἶπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ μου». Ἀλλὰ ἐὰν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ὁ Κύριός μας ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει, ὑπάρχει κάτι περισσότερο σὲ αὐτό. Ἐπειδὴ εἶναι ἀναμενόμενο νὰ πιστέψουμε ὄχι μόνο στὴν Θεϊκὴ δύναμη, ἀλλὰ στὴν Θεϊκὴ συμπόνια.

Τὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μᾶς μιλάει γιὰ τὸ ἔλεος. Ἔλεος σημαίνει τρυφερότητα, φροντίδα, ἀλλὰ πέρα ἀπ’ αὐτό, ὑπάρχει αὐτὴ ἡ σπουδαία, καὶ κατὰ ἕναν τρόπο τρομακτικὴ λέξη, «συμπόνια», ποὺ σημαίνει ἑτοιμότητα, καὶ πράγματι ὄχι μόνο ἑτοιμότητα ἀλλὰ τὴν πραγματικότητα νὰ ὑποφέρει κανείς, ἀναλαμβάνοντας μαζὶ τὸν πόνο ἑνὸς ἄλλου προσώπου. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔκανε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἐνσάρκωσή Του. Δὲν ἐνδύθηκε μόνο τὴν ἀνθρώπινη φύση σ’ ὅλη τὴν ἀδυναμία της, ἀλλὰ ὅλο τὸν πόνο, τὰ βάσανα, τὴν ἀγωνία τοῦ καθένα ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἐὰν στρεφόμαστε σ’ αὐτὸν ζητώντας Του νὰ μᾶς θεραπεύσει, νὰ μᾶς βοηθήσει, αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ θέλουμε νὰ ποῦμε εἶναι, «Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἡ ἀγάπη Σου εἶναι τέτοια ὥστε δὲν ὑπάρχει πόνος τοῦ νοῦ, καμιὰ ἀγωνία τοῦ νοῦ, κανένας σωματικὸς πόνος ποὺ νὰ μὴν συμμετέχεις. Ναί, Ἐσὺ σταυρώθηκες, δὲν μοιράστηκες μοναχὰ τὸν θάνατό μας, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ καίει σὲ κάθε καρδιὰ καὶ ξεσχίζει κάθε μέλος τοῦ σώματος.» Μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἀνάγκη καὶ νὰ ποῦμε, «Κύριε, ἔχω ἐμπιστοσύνη στὴν συμπόνια Σου. Πιστεύω ὅτι ὅποτε ὑποφέρω, δίκαια ἢ ἄδικα, ἀπὸ δικό μου φταίξιμο ἢ ὄχι, Ἐσὺ ὑποφέρεις μαζί μου, μοιράζεσαι τὴν ἀγωνία μου· καὶ ἡ ἀγωνία Σου εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μου, ἐπειδὴ γνωρίζεις περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, τί θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.»

Καὶ ἔτσι ὅταν ἔχουμε ἀνάγκη τὸ θεῖο ἔλεος ἢ τὴ θεία βοήθεια, ἂς μὴν στραφοῦμε ἁπλὰ σὲ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ τοῦ ποῦμε, «Κύριε, βρίσκομαι σὲ ἀνάγκη καὶ ἔχεις Ἐσὺ τὴ δύναμη», ἂς στραφοῦμε καὶ ἂς ποῦμε, «Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα, πόνος, ἀγωνία ποὺ νὰ μὴν μοιράζεσαι μὲ μένα· λατρεύω τὴν ἀγάπη Σου, γονατίζω μπροστὰ στὸν σταυρό Σου, δέχομαι τὸν τρόμο νὰ μοιράζομαι μὲ Σένα τὸν πόνο μου, ἐπειδή, πιστεύω τόσο βαθιά, ἐξ ὁλοκλήρου στὴν συμπόνια Σου, δώρισέ μου νὰ μοιράζομαι τὴν ὁλότητά Σου». Ἀμὴν

Θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου υἱοῦ (Μάρκ. 9,14-29)


 


A.   Θεραπεία τοῦ Σεληνιαζομένου υἱοῦ; Ματθ. 17,14-21. Μᾶρκ. 9,14-29 Λουκ. 9,37~43*

«Ἐγένετο δὲ τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ» τὴν ἑπομένην δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς μεταμορφώσεώς Του «κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος μετὰ τῶν τριῶν μαθητῶν Του κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους εἰς τοὺς πρόποδας αὐτοῦ, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταί καὶ ὁ λαός. Ὁ Κύριος κατελθών κατευθύνεται ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταί. Ὁ Κύριος καὶ οἱ τρεῖς μαθηταί «ἐλθόντες πρὸς τοὺς μαθητάς εἶδον ὄχλον πολὺν περὶ αὐτοὺς καὶ Γραμματεῖς συζητοῦντας πρὸς αὐτούς». Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι στηριζόμενοι εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἥτις ἐδόθη εἰς αὐτοὺς (1) νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια, προσεπάθησαν νὰ θεραπεύσωσι δαιμονιζόμενόν τινα υἱόν ἀλλά δεν ἠδυνήθησαν.Οἱ Γραμματεῖς εὑρισκόμενοι ἐκεῖ καὶ ἰδόντες τὴν ἀδυναμίαν ταύτην ἐνέπαιζον πιθανὸν αὐτοὺς καὶ τὸν Διδάσκαλόν των. Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι συζητοῦν μετ’ αὐτῶν ὑπερασπίζοντες τὸν Διδάσκαλόν των. Ὁ λαὸς συνεκεντρώθη γύρω ἀπ' αὐτούς. Κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην φθάνει καὶ ὁ Ἰησοῦς μετὰ τῶν τριῶν ἄλλων μαθητῶν ἐκ τοῦ ὄρους. «Εὐθύς πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες Αὐτόν ἐξεθαμβήθησαν» ἐξεπλάγησαν, οἱ ἄνθρωποι, διότι ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη ἐπικαίρως καὶ ἀπροσδοκήτως, ὅτε οἱ 9 μαθηταὶ Του ἐπολεμοῦντο ὑπό τῶν Γραμματέων ἤ διότι κατ' ἄλλους — τὸ ὀλιγώτερον πιθανόν— ἔφερεν ἀκόμη ἀρκετὴν αἴγλην εἰς τό πρόσωπον. Αὐtoῦ ἐκ τῆς μεταμορφώσεώς Του. Ἡ αἴγλη αὕτη ὀλίγον χρόνον διήρκεσεν, διότι εὐθύς οἱ ἄνθρωποι «προστρέχοντες ἠσπάζοντο Αὐτόν».

Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς προστρέξαντας πρὸς Αὐτόν. «Τί συζητεῖτε πρὸς αὐτοῦ;» Ποῖον εἶναι τὸ θέμα τῆς συζητήσεως σας μὲ τοὺς μαθητάς Μου; Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην «ἰδού ἀνὴρ τοῦ ὄχλου προσῆλθεν Αὐτῷ γονυπετῶν καί ἐβόησε λέγων. Κύριε δέομαί Σου ἐπίβλεψαι καὶ ἐλέησον μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται και κακῶς πάσχει. Μονογενής μου ἐστίν». Πατήρ τις ἔχων δαιμονιζόμενον υἱόν παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦν νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Aἱ διάφοροι κρίσεις τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ συμβαίνουσι κατὰ διαφόρους φάσεις τῆς σελήνης, ἐξ οὗ ἡ δαιμονοπληξία ὀνομάζεται σεληνιασμός. Ὁ πατὴρ περιγράφει τὰς κρίσεις ταύτας τοῦ υἱοῦ του ὡς ἑξῆς. «Κύριε ἤνεγκα πρὸς Σὲ τὸν υἱόν μου ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον».- Ὁ υἱός οὗτος δηλαδὴ κατείχετο ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἔκαμε τὸ θῦμα του ἄλαλον, ἀνίκανον νὰ ὁμιλήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ τὸ πονηρὸν τοῦτο «πνεῦμα λαμβάνει αὐτὸν καί ἐξαίφνης κράζει καὶ ρὴσσει» ἤτοι «σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ» τό ὁποῖον ἐξάγει ἐκ τοῦ στόματός του. «Τρίζει τοὺς ὀδόντας καί μόλις ἀποχωρεῖ απ’ αὐτοῦ ὁ δαίμων συντρίβων αὐτόν». Μετὰ τοὺς σπασμοὺς αὐτούς, τὸ τράνταγμα αὐτὸ ὁ δαιμονιζόμενος υἱός «ξηραίνεται» γίνεται ἄκαμπτος σὰν τὸ ξηρὸν ξύλον, ἀναισθητεῖ καὶ «πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ» προσθέτει ὁ δυστυχὴς πατήρ. Ὁ πατὴρ γνωρίζει εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι «ἐδεήθην τῶν μαθητῶν Σου, ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτὸ καί οὐκ ἠδυνήθησαν». Παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς Σου νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν.

Ὁ Κύριος ἐπιπλήττων τὴν ὀλιγοπιστίαν τῶν μαθητῶν Του καὶ τοῦ πατρὸς τούτου καὶ τὴν ἀπιστίαν τοῦ λαοῦ, ἕνεκεν τῆς ὁποίας δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱός οὗτος, λέγει ὦ «γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Ἡ γενεὰ τοῦ Κυρίου ἐδῶ εἶναι κυρίως ἡ τῶν Φαρισαίων. Αὕτη δὲν ἦτο μόνον ἄπιστος, ἀλλά καὶ διεστραμμένη, διότι παρ' ὅλα τὰ θαύματά Του ἔμεινεν ἄπιστος εἰς Αὐτόν. Διά τοῦτο λέγει πρὸς αὐτήν: "Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας εἰς μάτην διδάσκων ὑμᾶς; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι ἀπιστοῦντας εἰς Ἐμέ καὶ εὑρισκόμενος μαζί σας;'Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἦτο ἀνοχή! Ὁ Κύριος ἐν τῇ ἀγανακτήσει Του ταύτη συμπονῶν πατέρα καί υἱόν—, ὁποία μεγαλοπρέπεια!—λέγει πρὸς τὸν πατέρα: «φέρετε αὐτὸν πρὸς ἐμέ. Καί ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς Αὐτόν», ὠδήγησαν τὸν δαιμονιζόμενον υἱόν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. «Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ» πρὸς τὸν Ἰησοῦν «τὸ δαιμόνιον ἰδὼν» τὸν Ἰησοῦν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ παιδίου «ἔρρηξε αὐτὸν» μετὰ πατάγου ἔρριψε κατὰ γῆς «συνεσπάραξεν αὐτὸν» ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς ὅλον τὸ σῶμα του καὶ ὁ δαιμονιζόμενος υἱός «πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων». Τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὁμιλεῖ ἄλλοτε αὐτὸ τὸ ἴδιον καὶ ἄλλοτε διὰ τοῦ παιδίου. Ὁ Κύριος, ἵνα διδαχθῇ ὁ λαὸς τὸ μέγεθος τοῦ πονηροῦ τούτου πνεύματος καὶ αἰσθανθῇ τὴν ἐκ τῆς θεραπείας τοῦ υἱοῦ τούτου θείαν Του δὺναμιν, ἐρωτᾷ τὸν πατέρα˙ «πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονε αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε˙ παιδιὸθεν. Πολλάκις καί εἰς πῦρ αὐτόν ἔβαλλεν καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν». Ὁ πατὴρ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν εἰς τὸ νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱόν του ὀλιγοπιστῶν,καὶ εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλά καὶ ἐν πλήρει συντριβῇ λέγει πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Εἰ τί δύνῃ, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ’ ἡμᾶς». Ἂν δύνασαι, βοήθησέ μας!

Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία ἀπαιτεῖ καὶ τὴν πίστιν τοῦ θὲραπευομένου. Διά τοῦτο ὁ Κύριος φροντίζων νὰ διεγείρῃ τὴν πίστιν τοῦ πατρὸς καὶ ἐκ μετριοφροσύνης ἀποδίδων τὴν θεραπείαν εἰς τὴν πίστιν ταύτην λέγει τὸ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὁ πατὴρ συγκεντρώνων τὰς ὀλίγας δυνάμεις τῆς πίστεώς του καὶ αἰσθανόμενος, ὅτι δὲν εἶναι, ὅσον ἔπρεπε, πιστός, λέγει μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Ἰησοῦν «πιστεύω βοὴθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ» ἤτοι βοήθησον μὲ τὸν ὀλιγόπιστον. Αὐτό ἤθελε καὶ ὁ Κύριος, τὴν πίστιν ταύτην. Ἔπειτα προβαίνει εἰς τὸ θαῦμα ὡς ἑξῆς:

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν εὑρισκόμενος ὄχλος συγκεντρώνεται πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος, ἀποφεύγων πάντοτε τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ ὄχλου «ἰδών, ὅτι ἐπισυντρέχει ὁ ὄχλος» ὅτι συγκεντρώνεται ὁ λαὸς «ἐπετίμησε τῷ πνεὺματι τῷ ἀκαθάρτῳ» διέταξε τὸν διάβολον «λέγων αὐτῷ τὸ ἄλαλον καί κωφόν πνεῦμα ἐγώ ἐπιτάσσω σοι, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Ὀνομάζεται ὁ κατέχων τὸν υἱόν τοῦτον πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν, διότι προκαλεῖ εἰς τὸ θῦμα του κωφότητα καὶ βωβαμάραν. Τὸ πονηρόν πνεῦμα ὑπακούει εἰς τὴν ἐντολήν τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἀφίνων τὰ τελευταῖα δείγματα τῆς κακίας του ἐπὶ τοῦ θύματός του «κράξαν» τὸ ἴδιον «καί πολλά σπάραξαν» τὸ θῦμα Του «ἐξῆλθεν». Ὁ δὲ υἱός «ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε τοὺς πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν». Ὁ Ἰησοῦς λίαν συμπαθῶς «κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἤγειρεν αὐτόν». Ὁ υἱός «ἐθεραπεύθη ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης καὶ ἀνέστη» καί ἠγέρθη, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἐθεράπευσε τὸν υἱόν τοῦτον «ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρί αὐτοῦ» τὸν παρέδωκε εἰς τὸν πατέρα Του. Πάντες οἱ ἄνθρωποι βλέποντες ταῦτα «ἐξεπλήσσοντο ἐπί τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ἐξεπλήσσοντο διὰ τὰ μεγάλα ταῦτα ἔργα τὰ προερχόμενα ἐκ τοῦ θεοῦ.

Μετὰ ταῦτα «εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς οἶκον oἱ μαθηταί αὐτοῦ κατ’ ἰδίαν ἐπηρώτων αὐτόν, διατὶ ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν» δὲν μπορέσαμεν «ἐκβαλεῖν αὐτὸ» νὰ ἀποδιώξωμεν τὸ πονηρόν δηλαδὴ αὐτὸ πνεῦμα; Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾷ: «διά τὴν ὀλιγοπιστίαν ὑμῶν». Οἱ Ἀπόστολοι εἶχον λάβει ἐξουσίαν νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια. Πεποιθότες ὅμως εἰς τὴν ἰδίαν των δύναμιν καὶ μὴ καταφυγόντες εἰς τὴν προσευχήν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του «τοῦτο τὸ γένος» τῶν δαιμόνων γενικῶς «ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ὁ Κύριος δεικνύων τὴν δύναμιν τῆς πίστεως ἐνισχυόμενην ὑπό τῆς προσευχῆς σὺμπληροῖ λέγων: «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ καί μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν». Πίστις ὡς κόκκος σινὰπεως εἶναι ἡ θερμὴ πίστις, ὡς θερμὸς εἶναι ὁ σιναπόσπορος. Αὕτη δύναται ὄρη νὰ μετακίνησῃ, λέγει ὁ Κύριος. Εἶναι ἀληθές, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δὲν μετεκίνησαν ὄρη, διότι δὲν παρέστη ἀνάγκη τοιαύτη. Ἀνέστησαν ὅμως νεκροὺς μὲ τὴν πίστιν των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ὅπως ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνώτερον τῆς μετακινήσεως τῶν ὀρέων.



Θέμα: Ἀνατροφὴ τῶν τέκνων.

Εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπὴν τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ δίδεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐξετάσωμεν τὰς ἐλλείψεις καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ζωῆς μας. Ἂς ἴδωμεν.

Α. Ἐξωχριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν παδίων: 

Προκειμένου νὰ ἴδωμεν τὰς ἐλλείψεις τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδίων, πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν τὸ παιδὶ καὶ τοὺς διδασκάλους του. Ἐπειδὴ δὲ διδάσκαλοι τοῦ παιδίου πλὴν τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ οἰκογένεια, καὶ τὸ σχολεῖον, θὰ ἴδωμεν τὴν φύσιν τοῦ παιδίου, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς διδασκάλους αὐτοῦ.

Πρῶτον. Ἡ φύσις τοῦ παιδίου: Ἐκ τῆς ἀνωτέρω εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἴδομεν, ὅτι ὁ υἱός «κακῶς σεληνιάζεται. Πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ, πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ξηραὶνεται». Ἡ δὲ ζωὴ μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ παῖς πὰρ’ ὅλην τὴν ἀπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν ποὺ ἔχει εἰς μικράν ἡλικίαν, ὅσον προχωρεῖ εἰς τὴν ἡλικίαν, ὁ ἐγωϊσμός, τὸ πεῖσμα, ἡ ζήλεια καὶ τὰ λοιπὰ πάθη εἶναι ψεγάδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας ἀναντίρρητα. Ἡ εἰκών τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν ὑπολείπεται πολλάκις τοῦ παιδικοῦ δαιμονίου ὑγιοῦς υἱοῦ. Καὶ τὸ παιδί, ὅταν εὑρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος, πάθους τινός, τινάζεται, ξηραίνεται, κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ κακία πηγάζουσα ἐκ τῶν πρωτοπλάστων Ἀδάμ—Εὔας εἶναι κληρονομικὴ ἐπομένως παρουσιάζεται καὶ εἰς τά παιδιὰ καὶ εἶναι βαθεῖα.

Δεύτερον. Οἱ γονεῖς: Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς μανθάνομεν, ὅτι ὁ πατὴρ ἦτο ὀλιγόπιστος καὶ ὁ Κύριος ὠνόμασε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν πατέρα τοῦτον «γενεὰν ἄπιστον» καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας ταύτης δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱός, πρὶν παρουσιασθῇ ὁ Χριστός. Πράγματι! Αἱ ἀτέλειαι τῶν γονέων ἐπιδροῦν πολὺ εἰς τὴν μὴ ὀρθήν διαπαιδαγώγησιν τῶν τέκνων των ἰδίως δὲ ἡ ἀπιστία των. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἀπρόσεκτος συμπεριφορὰ τῶν συζύγων εἰς ζητήματα αἰδημοσύνης, αἱ ἀδυναμίαι τῶν γονέων ἐνώπιον τῶν τέκνων, ἡ προσκόλλησις τῶν γονέων εἰς τὸ χρῆμα, ὥστε ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ νὰ συντρίβῃ ψυχικῶς τοὺς γονεῖς, ἐπιδροῦν ὀλεθρίως εἰς τὰ τέκνα. Ὄχι αἱ συμβουλαὶ τῶν γονέων, ἀλλά τά ἄπρεπα λόγια τῆς στιγμῆς ἐπιδροῦν εἰς τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα εἶναι εὔφλεκτος ὕλη εἰς τὰ λόγια ταῦτα τῆς στιγμῆς τῶν γονέων, διότι οἱ μικροὶ εἶναι κατάσκοποι τῶν μεγάλων!

Τρίτον. Τὸ σχολεῖον: Ὁ δαιμονιζόμενος υἱός δὲν ἐθεραπεύθη ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ὅπως ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος δὲν εἶχον οὗτοι τὴν ἀνάλογον πίστιν οὐδὲ τὴν προσευχήν. Ἐάν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱόν, διότι ἐστεροῦντο ἀναλόγου πίστεως, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ διώξῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὸ σχολεῖον, τὸ ὁποῖον ἔχει διδασκάλους ἀπίστους. Δυνατὸν οἱ μορφωμένοι διδάσκαλοι ἀλλά ἄπιστοι νὰ δώσωσιν εἰς τὰ παιδιὰ γνώσεις πολλάς. Δὲν δύνανται ὅμως νὰ διώξωσιν ἀπὸ τὰ παιδιὰ οὐδὲ ἕν δαιμόνιον. Διά τὴν ζήλειαν, τὸ ψεῦδος, τὴν ἀπάτην, τὸ πεῖσμα, τὸν θυμὸν καὶ λοιπὰ πάθη, τά ὁποῖα ἐμφωλεύουν εἰς τὴν καρδίαν τῶν παιδιῶν, δὲν καταβάλλεται φροντὶς νὰ ἐκριζωθῶσι, διότι ἡ προσοχὴ τοῦ σχολείου στρέφεται κυρίως εἰς τὰς γνώσεις ὑπό τάς δύο ὄψεις τὴν μνήμην καὶ τὴν κρίσιν. Αὐτὰ ἀναπτύσσονται καὶ βαθμολογοῦνται. Ἡ διαγωγὴ βαθμολογεῖται μόνον χωρὶς νὰ διαπαιδαγωγῆται, ὅπως παιδαγωγεῖται ἡ μνήμη καὶ ἡ κρίσις. Πῶς τὸ σχολεῖον θὰ βγάλη τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὸ παιδί, τὸ ὁποῖον παιδὶ ἔχει τόσην κάκιαν, τό δὲ σχολεῖον ἄνευ Χριστοῦ ἔχει τόσην ἀδυναμίαν;

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ αἰσθανθεὶς τὴν ἀδυναμίαν τοῦ παιδιοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν ἰδικήν του κατέφυγεν εἰς τὸν Χριστὸν. Καὶ ἡμεῖς ἔχοντες, ὑπ’ ὄψιν τὴν παιδικὴν φλόγα τῶν παθῶν, τὴν οἰκογενειακὴν καὶ σχολικὴν ἐλλιπῆ διαπαιδαγώγησιν, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν Χριστόν, διότι μόνον Αὐτός θὰ βγάλη τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιά.



Β. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ  τ ῶ ν  π α ι δ ί ω ν. 

Τὰ παιδιὰ θὰ εὕρουν τὴν χαρὰν των εἰς τὸν Χριστὸν, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα μεγάλο παιδί. Τὰ παιδιὰ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ εὕρουν τὸ ἄναμμά των καὶ συμπλήρωμά των. Θὰ ἀνάψῃ ὅ,τι καλὸν ἔχουν καὶ θὰ ἀποκτήσουν ὅ,τι τοὺς λείπει. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἁπλότης τοῦ μικροῦ παιδιοῦ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ συμπληρωθῇ ὑπό τῆς καθαρότητας. Τὸ παιδὶ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν δὲν θὰ ἔχη μόνον τήν φυσικήν του χαράν, ἀλλά καὶ καρδίαν καθαράν. Ἡ φυσικὴ εἰλικρίνεια, ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν αὐτὰ εὑρεθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν, θὰ εὕρῃ σπουδαῖον τρόπον ἐκδιώξεως τῶν δαιμονίων διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Ποῖος ἱερεὺς ἐξωμολόγησε μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν εἶδε τὴν παιδικὴν εἰλικρίνειαν πεντακάθαρη; Τὰ παιδιὰ εἶναι ἀπρόσεκτα καὶ αἱ πτώσεις των πολλαί. Ἡ εἰλικρίνειά των ὅμως ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι τόσον φυσική, ὥστε προσφέρει ὅλο σιτάρι, κόκκους καθαρούς ἐνοχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἐξομολογήσεις τῶν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξομολογούμενοι προσφὲρουσι ὀλίγους κόκκους ἐνοχῆς, τὰ περισσότερα δὲ λόγια των εἶναι ἄχυρα ἀπὸ βάσανα καὶ ἱστορίες ἤ ἁμαρτίες ἄλλων. Ἑπομένως ἡ ἁπλότης, χαρὰ καὶ εἰλικρίνεια, τὰ στολίδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας θὰ ἐνισχυθῶσι καὶ θὰ συμπληρωθῶσι ὑπό τῆς καθαρότητος καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ ὡδήγησε τὸ παιδίον του εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωσι καί οἱ γονεῖς εἰς τά παιδιά τῶν. Πρέπει νὰ ὁδηγοῦν αὐτὰ εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει δηλαδὴ οἱ γονεῖς νὰ προπορεύωνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὥστε νὰ ἐκκλησιάζωνται. Πρέπει οἱ γονεῖς ὄχι μόνον νὰ στέλλουν τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλά νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ αὐτοί, ὅπως ἐξωμολογήθῃ καὶ ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τὴν ὀλιγοπιστίαν του εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει οἱ γονεῖς μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ των νὰ προσέρχωνται εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Πόσον ὡραῖον νὰ βλέπῃ τὶς γονεῖς νὰ συμπροσεὺχωνται μὲ τὰ παιδιὰ των! Πόσον συγκινητικὸν γονεῖς νὰ συμψάλλουν μὲ τὰ παιδιὰ των. Τότε θὰ φύγουν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἐὰν οἱ γονεῖς στέλλουν μόνον τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξομολόγησιν, θείαν κοινωνίαν, αὐτοὶ δὲ ἀδιαφοροῦσιν, οὐδόλως οἰκοδομοῦσιν αὐτά.

Τί νὰ εἴπῃ τις διὰ τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουσιν ἤ εἰρωνεύονται τὰ παιδιὰ των, ὅταν αὐτὰ θρησκεύωσι; Αὐτοὶ πρῶτοι θὰ πληρώσωσι τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας των, διότι τὰ δαιμόνια τῶν παιδιῶν αὐτῶν θὰ στραφοῦν κατὰ τῶν γονέων των καί θὰ ποτίσουν αὐτοὺς μὲ δηλητήριον. Ἰδοὺ ἡ φύσις τοῦ παιδίου μακρὰν καὶ πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ἰδοὺ αἱ ἀτελεῖς διαπαιδαγωγήσεις σχολικαὶ καὶ οἰκογενειακαὶ καὶ αἱ συμπληρώσεις αὐτῶν.

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγησις τῶν παιδιῶν φαίνεται ἐκ τοῦ ἑξῆς: Ὁ βαθύπλουτος Κροῖσος ἠρώτησε τὸν σοφὸν Σόλωνα, ποῖος εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σόλων ἀπαντᾷ: Ὁ Βίτων καὶ ὁ Κλέοβις, διότι θησκευτικῶς παιδαγωγηθέντες ὑπό τῆς μητρὸς των ἐφάνησαν εὐγνώμονες εἰς αὐτὴν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ἡ μήτηρ τῶν δύο αὐτῶν υἱῶν μετέβαινε τακτικὰ εἰς τὸν ναόν. Ἡμέραν τινά, ἐπειδὴ ἔλειψαν οἱ ἵπποι τοῦ ὀχήματος, ἐζεύχθησαν οἱ δύο οὗτοι υἱοὶ καὶ ἔφερον ἐγκαίρως τὴν μητέρα των εἰς τὸν ναόν. Ἐκεῖ κοιμηθέντες οἱ δύο υἱοί κατόπιν προσευχῆς τῆς μητρὸς των, ὅπως ἐπιτύχωσιν οὗτοι τὸ μέγιστον ἀγαθόν, ἀπέθανον ἐν τῷ ναῷ! Ἐὰν τοιαύτην ἰδέαν εἶχον οἱ πρὸ Χριστοῦ διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀνατροφήν, ποίαν σημασίαν πρέπει νὰ δίδωμεν ἡμεῖς διὰ τὰ παιδιὰ εἰς τὴν Χριστιανικὴν ἀνατροφήν; Ἂς ὁδηγήσωμεν λοιπόν τὰ παιδιὰ εἰς τὸν Χριστόν!


(1) Μάρκ. 6,7-13





B.  Δευτέρα πρόρρησις τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ματθ. 17,22-23. Μάρκ. 9,30—32-, Λουκ. 9,43β—45.


Ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθηταὶ Του «ἐξελθόντες ἐκεῖθεν» ἐκ τῶν μερῶν δηλ. τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου, ὅπου ἐθεραπεύθη ὁ σεληνιαζόμενος υἱός «παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας καί οὐκ ἤθελεν, ἵνα τις γνῷ». Ὁ Κύριος δηλαδή, ἵνα ἀποφύγῃ τὸν κοσμικὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ ἵνα εὑρίσκεται μόνος μετὰ τῶν μαθητῶν Του παρασκευάζων αὐτοὺς διὰ τὸ πάθος του «παρεπορεύετο» ἤτοι διήρχετο πόλεις καὶ κώμας χωρὶς νὰ σταματήσῃ ἤ ἐπορεύετο διὰ τῶν μὴ κεντρικῶν ὁδῶν τῶν πόλεων.

«Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπί πᾶσι, οἷς ἐποίει καί συστρεφομένων αὐτῶν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ». Ἐνῷ δηλαδὴ ὅλοι ἐθαύμαζον διὰ τὸ θαῦμα τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ καὶ τὰ ἄλλα θαύματα, τὰ ὀποῖα ἔκαμνε καὶ ἐνῷ περιεφέρετο ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν Τοῦ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, «ἐδίδασκε» συνεχῶς καὶ κατ' ἐπανάληψιν ἐτόνιζεν εἰς «τοὺς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς˙ θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους», δέσατε κόμπον καλὰ εἰς τὸ μυαλό σας, ὅτι «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται» ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων «εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καί ἀποκτενοῦσιν Αὐτὸν» θὰ τὸν φονεύσωσι «καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἐγερθήσεται» καὶ φονευθείς θὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἡμέραν. Οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ταῦτα «ἐλυπήθησαν σφόδρα». Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἐπί τοῦ ὄρους μεταμόρφωσίν Του στρέφει τὸ βλέμμά Του εἰς τὸν Γολγοθάν, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἀναβῇ εἰς Ἱεροσόλημα, ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ μαθηταὶ ἀδυνατοῦν νὰ συνδέσουν τὰ δύο ταῦτα ὄρη, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συνδυάσωσι μεταμόρφωσιν καὶ σταύρωσιν. Δία τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει δι΄ αὐτούς. «Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο» τῆς σταυρώσεως. Δὲν ἐνόουν τὴν σταύρωσίν Του, διότι ἦσαν πλήρεις πολιτικῶν μεσσιανικῶν ἀντιλήψεων. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει καὶ ἄλλο τί: «τὸ ρῆμα τοῦτο ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’ αὐτῶν, ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ καί ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι Αὐτὸν περί τοῦ ῥήματος τούτου». Ἡ ἀλήθεια δηλαδὴ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, ἦτο ἀκατανόητος, πολὺ βαρεῖα διὰ τὸν νοῦν τῶν Ἀποστόλων. Ἡ θεία πρόνοια, ἵνα μὴ συντριβῶσιν οἱ Ἀπόστολοι ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἀληθείας ταύτης καὶ ὦσι ἐν διαρκεῖ κατηφείᾳ ἐπέτρεπε νὰ μὴ ἐννοῶσι τὴν φρικτὴν ὄψιν τοῦ σταυροῦ πλήρως. Ἐφοβοῦντο δὲ νὰ ἐρωτήσωσι καὶ τὸν Ἰησοῦν, ἵνα μὴ λυπήσωσιν Αὐτὸν καὶ ἐπιτιμηθῶσιν ὑπ' Αὐτοῦ, ὡς ἐπετιμήθη καὶ ὁ Ἀπόστ. Πέτρος, ἴσως δὲ καὶ ἵνα μὴ ἀκούσωσι τρομερώτερα πράγματα.

Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἐνόησαν «τὸ ρῆμα» τὸν λόγον περὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἐνόησαν ὅμως κάποιο ἄλλο σπουδαῖον σημεῖον, τὸ ἑξῆς. Προλέγων ὁ Κύριος τὸ πάθος Του, δηλοῖ, ὅτι ἐκουσίως πάσχει, εἶναι κύριος τοῦ πάθους Του. Ἑπομένως ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀπροσδόκητου τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ ἐπηρεάσῃ τελικῶς τοὺς μαθητάς Του περὶ δῆθεν ἀποτυχίας τοῦ ἔργου Του,

Ἡ πρόρρησις αὕτη τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου θεωρεῖται δευτέρα, ἄν καὶ πρό ταύτης ὑπῆρξαν δύο ἄλλαι ἐν Ματθ. 16,21 καὶ 17,12, διότι ἡ πρώτη 16,21 θεωρεῖται κύρια πρόρρησις. Ἡ ἄλλη ἐν 17,12 ἦτο συμπτωματική. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἦτο ἀκατανόητος ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ἐθεωρεῖτο ἐσχάτη ἀδυναμία διὰ τὸν Ἀρχηγὸν των καί ἀπελπισία διὰ τὸν ἑαυτὸν των. Καί ὅμως ὁ Σταυρὸς εἶναι δύναμις καί ἐλπίς.



Θέμα: Ὁ Σταυρὸς δύναμις – Ἐλπὶς

Α. Ὁ Σταυρός δύναμις. Ὁ Σταυρὸς εἶναι δὺναμι.ς πρός τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὑλικὸν κόσμον και τoν ἔμψυχον κόσμον ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων.

α) Ὁ Σταυρός δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπωμεν τὸν Ἰησοῦν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τήν μανίαν τῶν σταυρωτῶν του καὶ παραδίδοντα τὴν ἁγίαν Του ψυχὴν ἐν μέσῳ τόσων σκληρῶν βασάνων μὴ φαντασθῶμεν, ὅτι περιῆλθεν εἰς τὴν ἀξιοθρήνητον ταύτην θέσιν ἀπὸ ἀδυναμίαν. Δὲν εἶναι ἡ σκληρότης τῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα τὸν κάμνουν καί ἀποθνήσκει, εἶναι ἡ θέλησίς Του.Ὁ θάνατος πὰρ’ ἡμῖν προέρχεται ἐξ ἀδυναμίας, ἀπὸ ἐξάντλησιν. Ὁ Κύριος ἀποθνῄσκει, διότι τὸ θέλει. Ὁ Κύριος πρὶν σταυρωθῇ ὁμολογεῖ: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν». Ἰωάν. 10,18. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ὁ Κύριος ἐξηπλωμένος ἐπί τοῦ σταυροῦ ἐξετάζει διὰ τῆς σκέψεως Του τά ὑπό τῶν προφητῶν περὶ ἐαυτοῦ γραφέντα καὶ «εἰδώς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὰ πάντα τετέλεσται» ἐννοήσας, ὅτι ἅπασαι αἱ προφητεῖαι ἐξεπληρώθησαν πλὴν τοῦ πικροῦ ποτίσματος, ἵνα πληρωθῇ ἡ γραφὴ εἶπε «διψῶ». (1)

Μετὰ ταῦτα ἰδών, ὅτι οὐδὲν ἄλλο Τὸν κρατᾷ εἰς τὸν κόσμον, ὑψώνει τὴν φωνήν Του καὶ παραδίδει τὸ πνεῦμα μετὰ τοσαύτης ἠρεμίας, ὥστε εἶναι εὔκολον νὰ συμπεράνῃ τις, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ τοῦ ἀφαίρεσῃ τὴν ζωήν. Ποῖον ἄλλον εἴδομεν νὰ κοιμᾶται μετὰ τοιαύτης γλυκύτητος, μεθ’ ὅσης ἀποθνῄσκει ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ; Οὐδένα! Ποῖος ἄλλος ὁρίζει τόσον ἀκριβῶς τὴν ὥραν τοῦ ὕπνου, καθ' ἥν θὰ κλείσουν τὰ βλέφαρά του, ὡς ὁρίζει ὁ Χριστὸς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Τὶς τῶν ἀνθρώπων μελετῶν ταξίδιον ὁρίζει τόσον ἐπακριβῶς τὴν ὥραν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἀφίξεως, ὅσον ὁ Χριστός τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Δία τοῦτο ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ζῶντος τοῦ Κυρίου οὐδόλως συνεκινήθη ἐκ τῆς τοῦ Κυρίου τύχης, ὅταν ὅμως ἀπέθανεν ὁ Κύριος, ὡμολόγησεν ἐκεῖνος τὴν θεότητα Του εἰπών «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος.

Διατί; Διότι εἶδεν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ταύτῃ ἀδυναμίᾳ καὶ ἑξαντλήσει δύναμιν ἠρεμίας καὶ ἐλευθερίαν αὐτοδιαθέσεως. Ἰδοὺ ἡ πρώτη δύναμις τοῦ Ἐσταυρωμένου; Ἀποθνήσκει κατά τον Αὐγουστῖνον ἐκ δυνάμεως, ἐπειδὴ τὸ θέλει καί οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας παρὰ τὴν θέλησιν Του:Ὦ δύναμις Τοῦ Ἐσταυρωμένου!

β) Ὁ Σταυρός δύναμις πρός τό ὑλικόν σύμπαν. 
Ὁ Σταυρικὸς θάνατος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σείσῃ ἐκ θεμελίων τὸν Οὐρανόν καὶ τὴν γῆν, διότι ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη «σκὸτος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τήν γῆν, τὰ μνημεῖα ἡνεῴχθησαν καί πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί τὸ καταπέτασμα» τὸ τέμπλον τοῦ Ναοῦ, ἂς εἴπωμεν σήμερον,«ἐσχίσθη εἰςδύο ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω». Γενικῶς ὁ σταυρὸς δίδει ἕνα μάθημα, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν εἰς τὴν ἄψυχον φύσιν νὰ μὰθῃ ποῖον ἦτο τό χάος; ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθε καί εἰς τὸ ὁποῖον θὰ κατὴντα, ἂν δὲν συνετηρεῖτο ὑπό τῆς θείας προνοίας. Πόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ!

γ) Ὁ σταυρός πρός τόν ἄνθρωπον καί δαίμονας. 
Ὁ σταυρὸς συνταράσσει ὄχι μόνον τὴν ἄψυχον φύσιν, ἀλλά τους δαίμονας καὶ τὸν ἐγωισμόν τῶν ἀνθρώπων. Ἰδοὺ πῶς. Μεγαλυτέρα νίκη εἶναι ἡ καθυπόταξις τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν συντριβὴν ὁλοκλήρου τῆς φύσεως, διότι οὐδὲν ἐν τῇ φύσει «ῥοῶδες καὶ ἀνυπότακτον ὅσον ἡ ἀνθρώπινη καρδία καὶ οὐδὲν ἄκαμπτον ὅσον ἡ τῶν δαιμόνων ὑπεροψία. Ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ διότι ἀνῆλθε μέχρι τοῦ Θείου θρόνου καὶ ἐκρήμνισεν ἐκεῖθεν μερίδα ἀρκετήν καὶ ἐκλεκτήν τῶν Οὐρανίων πνευμάτων, τοὺς ἀγγέλους, κατὸπιν κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἀφοῦ μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἐγωϊστάς καὶ ἀντάρτας κατὰ τοῦ θείου θελήματος, ἔκαμε αὐτοὺς δούλους τοῦ κακοῦ.

Ὁ σταυρὸς ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε τοσαὺτας καὶ τοιαύτας καρδίας ἀνθρωπίνας, οἵας οὐδεμία ἄλλη δύναμις τοῦ κόσμου. Γύρω τοῦ σταυροῦ βασιλεῖς ἐναπέθεσαν τὰ σκῆπτρα καὶ τὰς βασιλικὰς ἀλουργίδας, παρθένοι ἀφιέρωσαν τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς των. Μάρτυρες ἔδωκαν τὸ αἷμα των, πλῆθος δὲ ὁσίων, ἀσκητῶν, ἱερομαρτύρων ἔζησαν τὸν σταυρὸν ὑποτάσσοντες τὸν ἐγωϊσμόν των. Ποῖα ὅπλα ἐχρησιμοποίησεν ὁ Κύριος κατὰ τῶν ἐχθρῶν τούτων; Μήπως κεραυνούς, ἀστραπάς ἤ τὴν μεγαλοπρεπῆ Του ἐμφάνισιν ἐνώπιον τῆς ὁποίας, τὰ ὑψηλότερα ὄρη τρέμουν, διαρρέουν ὡς τηκόμενος κηρός; Ὄχι! Ἀλλά αἱματωμένην καθέδραν, ὀνοζομένην σταυρόν, αἱμα χυνόμενον μετὰ σκληρότητος, θάνατον ἄτιμον, στέφανον ἐξ ἀκανθῶν. Καὶ πολὺ σοφὴ εἶναι ἡ ἐκλογὴ αὕτη. Θὰ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἐγωϊσμὸν μεγαλύτερον καὶ τὸν ἐγωϊστήν δαίμονα ὑπερόπτην, ἐὰν ἤθελεν ἐπέλθει κατ' αὐτοῦ μετὰ δυνάμεως. Ἡ ἀδυναμία πρέπει νὰ τὸν νικήσῃ, ἵνα ἡ ἧττα του εἶναι καὶ ταπείνωσίς του! Πρέπει νὰ ἡττηθῇ διὰ μέσου τινός, τὸ ὁποῖον περιφρονεῖ! Ὑψώθης ὦ Σατανᾶ, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μεθ' ὅλης σου τῆς δυνάμεως. Κατῆλθεν ὁ Θεὸς ἐναντίον σου μετὰ πάσης ἀδυναμίας, ἵνα δείξῃ πόσον περιφρονεῖ τὰ σχέδια σου. Ἠθέλησες νὰ γίνῃς Θεός τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας κατὰ τὸ φαινόμενον ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γίνεται Θεός σου! Ὦ δύναμις τοῦ σταυροῦ! Ἡ ἐσχάτη ἀδυναμία ἔφερε τοιαῦτα ἀποτελέσματα, οἵα οὐδεμία ἄλλη δύναμις. Πολὺ καλὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυχᾶται οὐχὶ εἰς τὰ θαύματα καὶ ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἀλλά εἰς τὸν σταυρόν Του. «Ἐμοί μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰμή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου». Ὦ δύναμις τοῦ Σταυροῦ! Εἰς μάτην προσπαθοῦν οἱ δήμιοι Ρωμαῖοι στρατιῶται σταυρώνοντες τὸν Χριστὸν νὰ ξηράνουν τὸ ποταμὸν τῆς ζωῆς. Ὅσα περισσότερα πλήγματα καταφέρουν κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καὶ περισσότερον αἷμα χύνεται, τόσον ἀφθονωτέρα ἡ ζωὴ ἀναβρύει ἐκ τῶν πληγμάτων! Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλάρι ὕδατος ζῶντος. Κάθε κτύπημα καὶ ζωή! Κτυπήσατε λοιπὸν σεῖς, δήμιοι σταυρωταί, μεθ’ ὅλης τῆς σωματικῆς σας δυνάμεως καὶ τῆς ψυχικῆς σας ἀγριότητος! Ἀνοίξατε πληγάς, θύρας καὶ παράθυρα ἀπό ὅλας τὰς πλευράς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἵνα διαρρεύσῃ ἡ ὡραία Του ζωή! Ματαιοπονεῖτε. Δὲν θὰ ῥεύσῃ, ἐὰν δὲν θελήσῃ Αὐτὸς ὁ ἴδιος. Μάλιστα! Ὅ,τι δὲν ἠδυνήθητε νὰ ἐπιτύχητε διὰ τῆς ἀγριότητάς σας τὸ ἐπέτυχεν Ἐκεῖνος διὰ τῆς ἀγάπης Του, διότι ἀπὸ ἀγάπην Του ἠθέλησε καὶ ἀπέθανε! Ἀφοῦ τοιαύτη εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, αὐτὸς εἶναι ἡ ἐλπίς μας.


Β.' Ὁ Σταυρός—Ἐλπίς.

Οὗτος εἶναι ἡ ἐλπίς μας. Πράγματι. Ἡ πληθὺς τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι μεγάλη. Εἰς ποίαν ἀπελπισίαν θὰ περιεπίπτομεν, ἀφοῦ ὁ στενὸς δρόμος, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς διατάσσει νὰ βαδίσωμεν, τὸ εὐόλισθον τοῦ δρόμου τούτου, τὸ ἀσθενές τῆς κυμαινόμενης καὶ ἀσταθοῦς θελήσεώς μας θὰ μᾶς ὠδήγουν εἰς ἀπείρους πτώσεις; Ὅταν ῥίψω ἕν βλέμμα εἰς τὰ μυστικὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας ἱκανῆς νὰ κρύψῃ τόσας καὶ τόσας πτυχάς στρεβλάς διεφθαρμένων κλίσεων, τῶν ὁποίων οὐδεμίαν γνῶσιν οὐδὲ κἄν ὑποψίαν ἔχω, φρίττω. Φρικιῶ, ὅταν συλλογισθῶ, ὅτι καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀθῶα λόγια καὶ ἔργα ὑπάρχουν τὰ μολύσματα τοῦ κακοῦ! Ἐὰν ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγεν«οὐδέν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ’ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι» «δὲν αἰσθάνομαι συγκεκριμένον τι ἁμάρτημα καὶ ὅμως δὲν εἶμαι ἀπηλλάγμενος ἁμαρτιῶν» τί δύναμαι νὰ εἴπω ἐγώ, νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι καὶ ἁμαρτωλοί; Ἔχομεν ὅμως ἐλπίδα τὸν Ἐσταυρωμένον, ὁ ὁποῖος ἐνισχύει τὴν ἀσθενῆ ἀνθρώπινην φύσιν, συγχωρεῖ τὰς πτώσεις..

Ὦ Σταυρὲ Πανσεβάσμιε, σὺ χύνεις μέσα εἰς τὴν ψυχὴν μας ἠρεμίαν. Ἐφ' ὅσον δύναμαι νὰ ἀγκαλιάσω τὸν σταυρόν, οὐδέποτε θὰ χάσω τὴν ἐλπίδα μου. Ἐφ' ὅσον βλέπω εἰς τὰ δεξιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν φέροντα τὴν ἀνθρώπινην φύσιν σημαδεμένην εἰς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας καὶ τὴν καρδίαν, τὴν κεφαλὴν μὲ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τῆς ἀγάπης, τὰς πληγάς τὰς ὁποίας ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐδόλως ἀπελπίζομαι, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται τὸ ἀσθενὲς ἀνθρώπινον γένος. Οὐδόλως ὁ τρόμος τῆς θείας μεγαλειότητος μὲ ταράσσει, ὥστε νὰ μὲ ἐμποδίζῃ νὰ πλησιάσω καὶ νὰ σκεπασθῶ εἰς τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν. Ἡ σταυρωμένη θεία σὰρξ εἶναι ἄσυλον τῆς ἀνθρωπίνης μου ἀδυναμίας. Ὁ Σταυρὸς μὲ βεβαιοῖ, ὅτι θὰ ἐλεηθῶ. Ὁποία ἐλπίς!

Ποίαν δύναμιν παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ἔχει ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴν δύναμιν, παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ποὺ δίδει καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς τοὺς διαφόρους ἁγίους καὶ ἀσκητάς. Εἷς ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Οὗτος ἐν ἐρήμῳ εὐρισκόμενος ὑφίστατο πολλούς πειρασμοὺς ὁμοίους πρὸς τοὺς τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐπειράζετο ὑπό τοῦ Σατανᾶ ἐν ἐρήμῳ ἐπὶ 40 ἡμέρας· ἐνεφανίζετο δηλαδή ὁ Σατανᾶς ὑπὸ μορφὴν ὄφεων καὶ ἀγρίων θηρίων. Ὅταν ἔκαμνε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὁ Ἅγιος, οἱ δαίμονες ἔφευγον. Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τὸ ὅπλον τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως φεύγει τὸ σκυλὶ πρὸ τῆς μάστιγος, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ διάβολος πρὸ τοῦ Σταυροῦ. Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι δύναμις καὶ ἐλπίς ἡμῶν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...