Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταπατερική Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταπατερική Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2012

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν στηρίζει τὴν «ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠη ΕΠΙΔΟΞΩΝ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ»


Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν στηρίζει τὴν


«ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ

ΕΠΙΔΟΞΩΝ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ»
Ὁ καθηγητὴς Τσελεγγίδης τονίζει:
Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία δὲν ἔχει ἁπλῶς χαρακτῆρα
 «πατρομαχίας, ἀλλὰ κυρίως 
συνιστᾶ μία θεομαχία»

Στὴν Ἡμερίδα ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 15 Φεβρουαρίου 2012 στὸν 
Πειραιᾶ καὶ στὸ Στάδιο «Εἰρήνης καὶ Φιλίας» μὲ θέμα «Πατερικὴ Θεολογία'
 καὶ Μεταπατερικὴ Αἵρεση», μίλησε καὶ ὁ καθηγητὴς θεολογίας 
κ. Δημ. Τσελεγγίδης. Ἡ εἰσήγησή του εἶχε τὸν τίτλο:












«Νεοπατερικὴ ἢ νεοβαρ-λααμιτικὴ θεολογία; Ἄγνοια ἢ ἄρνηση τῆς

 ἁγιότητας; Κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν». 
Καὶ ὑπότιτλο: «Ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ θεολογικὴ ἐκτροπὴ τῶν ἐ
πίδοξων μεταπατερικῶν θεολόγων». 


Ἀσφαλῶς (ὅπως συμβαίνει σὲ παρόμοιες περιπτώσεις) τὸ κείμενο αὐτὸ

 θὰ δημοσιευθεῖ, μαζί μὲ τὶς ἄλλες εἰσηγήσεις (ὅπως
 τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεου, τῶν πρωτοπρεσβυτέρων
 καθηγητῶν π. Γ. Μεταλληνοῦ καὶ π. Θ. Ζήση κ.ἄ.) στὴν
 πληρότητά του ὡς γραπτὸς λόγος, μὲ τὶς στίξεις, τὴν προσθήκη
 ὅσων δὲν ἀναγνώστηκαν λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου, 
καὶ μὲ τὶς ὑποσημειώσεις.


Ἐπειδὴ ὣς τὴν δημοσίευση θὰ παρέλθη ἀρκετὸς χρόνος –καὶ τὰ

 γεγονότα τρέχουν– σκεφτήκαμε πὼς ἡ ἀπομαγνητοφώνηση 
ἑνὸς τμήματος τῆς εἰσηγήσεως αὐτῆς ἦταν ἀναγκαία τώρα, γιατὶ 
α) γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημα σὲ Ἡμερίδα ἀποκαλύπτεται μὲ ὑπεύθυνο
 θεολογικὸ λόγο, πὼς ἡ μεταπατερικὴ θεολογία ἀποτελεῖ μέρος 
τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων 
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (ἔστω κι ἂν δὲν κατονομάστηκαν ἀπὸ
 τὸν ὁμιλητὴ οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι) καὶ 
β) καθόσον ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» Βόλου 
ἀνακοίνωσε μιὰ Ἐκδήλωση-Διάλεξη ποὺ διοργανώνει στὶς 5 Μαρτίου
 2012! Καὶ ποῦ θὰ γίνει αὐτὴ ἡ Διάλεξη; Στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν
 αἴθουσα Ἐπιμορφωτικῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς!


Δηλαδή, τὴν στιγμὴ ποὺ ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ σώματος τῆς 

Ἐκκλησίας ἐδῶ καὶ καιρὸ (καὶ μὲ τὴν ἐν λόγῳ Ἡμερίδα) καταδικάζει 
τὴν μεταπατερικὴ θεολογία καὶ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου,
 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ
 ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος, συνεχίζουν ἀπτόητοι τὸ διχαστικό 
τους ἔργο καὶ


Ι) Ἤδη στὶς 2 Δεκεμβρίου 2011 ὁ κ. Ἱερώνυμος δέχτηκε στὸ 

Ἀρχιεπισκοπικὸ Μέγαρο «τὸ Δ. Σ. τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν
 Σπουδῶν Βόλου, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πρόεδρό του ...Δημητριάδος
 κ. Ἰγνάτιο» καὶ τότε, εἶχε τὴν εὐκαιρία «ὁ Μακαριώτατος νὰ 
ἐκφράσει τὴν εὐαρέσκεια καὶ ἱκανοποίησή του γιὰ τὴν πλούσια καὶ
 καρποφόρα δράση τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν, 
ἐνῶ δὲν παρέλειψε νὰ ἐπαναλάβει τὴ στήριξη καὶ ἐκτίμησή 
του γιὰ τὸ πρωτοποριακὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται στὸ Βόλο.
 Σημείωσε δὲ ὅτι ...Ἐκκλησία μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φωνὲς 
σὰν τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου, γι’ αὐτὸ καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς
 ὑπευθύνους της νὰ συνεχίσουν στὸν ἴδιο δρόμο, ἀψηφώντας
 τὶς ἀνοίκιες καὶ ἄδικες ἐπιθέσεις» ἐναντίον της!


ΙΙ) Παραχωρεῖ χῶρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς γιὰ ἐκδηλώσεις τῆς

 Ἀκαδημίας Βόλου, ὅπου διδάσκεται ἡ μεταπατερικὴ θεολογία,
 ἐνῶ δὲν παρέστη στὴν Ἡμερίδα τοῦ Πειραιᾶ, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν
 γνωστὸ πὼς θὰ εἶχε ὡς θέμα τὴν αἵρεση τῆς μεταπατερικῆς
 θεολογίας! (Ἀντίθετα τὸ 2010, σὲ ἄλλη Ἡμερίδα στὸν Πειραιᾶ
 μὲ παρόμοιο θέμα εἶχε δώσει τὸ παρόν).


Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ κάθε καινοτομία ἐπιφέρει σύγχυση καὶ διχασμὸ
 στὸ σῶμα τῆς Ἐκκκλησίας, παραθέτουμε ἕνα μέρος τῆς

 εἰσηγήσεως τοῦ κ. Τσελεγγίδη, ποὺ ἐκφράζει τὶς πατερικὲς θέσεις
 γιὰ τὸ θέμα, καὶ ὡς ἐκ τούτου δρᾶ προληπτικὰ καὶ (γιὰ ὅσους θέλουν)
 θεραπευτικά.



«Τὸ καταστρεπτικότερο ἔργο στὶς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ

 θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα, τὸ ἔκαναν κατὰ τὴν γνώμη μας
 οἱ Προτεστάντες. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀμφισβήτησαν εὐθέως τὸ 
κύρος τῶν Οἰκουμ. Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὴ
 σύνολη Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσή της. Ταυτόχρονα
 ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικὰ καὶ τυπικά, τὴν ἁγιότητα ὅλων 
τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ τὴν
 ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε ἐπὶ γῆς στρατευομένης 
Ἐκκλησίας.


Ἀντίστοιχα, τὸ καταστρεπτικότερο ἔργο στὴν δογματικὴ συνείδηση

 τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τὸ ἔκανε καὶ
 ἐξακολουθεῖ, ἀμείωτα, νὰ τὸ κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. 
Ὁ Οἰκουμενισμὸς
 ἀποτελεῖ σήμερα τὸν δυσώδη φορέα, τοῦ διαχριστιανικοῦ 
καὶ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, καὶ κατὰ συνέπεια τὸν πιὸ 
ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν
 ἐποχῶν, ἐπειδὴ συμβάλλει ἀποφασιστικὰ στὴν ἄμβλυνση τοῦ
 ὀρθοδόξου κριτηρίου καὶ τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.


Συγκεκριμένα διὰ τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καὶ διεθνῶς, 

ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καὶ βαθμιαίως, ὅλο καὶ μεγαλύτερες ἐκπτώσεις
 στὴν ἐκκλησιολογική-δογματικὴ συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων 
πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα
 μὲ τὴν σχετικοποίηση ἢ καὶ τὴν ἀκύρωση στὴν πράξη τοῦ κύρους
 τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ μάλιστα συλλογικῶν
 ἀποφάσεών τους, στὸ πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. 
Βλέπε λ.χ. τὴν κατάφορη καὶ κατ’ ἐξακολούθησιν –ἐδῶ 
καὶ χρόνια– παραβίαση τοῦ 2ουκανόνα τῆς Πενθέκτης 
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀπαγορεύει ρητῶς τὴν 
συμπροσευχὴ μὲ ἀκοινώνητους καὶ ἑτεροδόξους, μὲ τὴν
 σαφῆ ἀπειλὴ τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καὶ τοῦ 
ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν ποὺ τὴν παραβιάζουν.


Στὸ παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικὸ κλίμα καὶ

 εἰδικότερα καὶ κατ’ ἐξοχὴν στὸ καθαυτὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
 ποὺ περιγράψαμε ἐντάσσεται ὀργανικὰ καὶ τὸ ἐμφανιζόμενο τὸν 
τελευταῖο καιρὸ κίνημα τῶν ἐπίδοξων μεταπατερικῶν θεολόγων...


Στὴ σύντομη θεολογικὴ τοποθέτησή μας θὰ ἑστιάσουμε κατ’ ἐξοχὴν

 στὸ φρόνημα καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, 
καθὼς καὶ στὰ κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.


Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας μεταπατερικοὶ 

θεολόγοι, μὲ τὶς παράτολμες ἢ μᾶλλον μὲ τὶς θρασύτατες καὶ οὐ 
κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς
 νὰ ἀγνοοῦν πλήρως, τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθ’ ἑαυτήν, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, 
τί εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, 
κατὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ
 ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμα εἰδικότερα, ἐμφανίζονται 
στὰ κείμενά τους, νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ὀρθόδοξη καὶ ἀπλανῆ θεολογία
 παράγουν πρωτογενῶς, μόνο ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία 
τῶν παθῶν τους, καὶ κυρίως, ὅσοι φωτίστηκαν καὶ θεώθηκαν ἀπὸ τὶς
 ἄκτιστες ἐνέργειες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.


Ἡ ἐπιχειρούμενη αὐθαδῶς ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων

 Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, κλονίζει τὴν
 ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς πιστοὺς βεβαιότητα, ὡς πρὸς τὴν διαχρονικὴ 
ἰσχὺ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα 
καὶ πονηρὰ τὴν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογικὴ πιθανολογία. 
Μὲ τὸν τρόπο, ὅμως, αὐτὸ στὴν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια
 ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Ἀλλὰ τοῦτο παραβιάζει βάναυσα, 
τόσο τὸν ἁγιοπατερικό, ὅσο καὶ τὸν θεόπνευστο βιβλικὸ λόγο.


Μὲ βάση τὰ παραπάνω... θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε 

ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι, σαφῶς 
δὲν ἔχουν τὶς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, 
ἀλήθεια, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὶς ἔχουν, ὅταν
 συμβαίνει νὰ εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τὴν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων
 τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ὅταν ἐπιχειροῦν νὰ εἰσαγάγουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ 
θεολογικὴ σκέψη μιὰ δυτικοῦ τύπου θεολογικὴ καὶ γνωσιολογικὴ 
πιθανολογία, ποὺ ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τὴν ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ 
θωράκιση καὶ τὸν θεολογικὸ στοχασμό;


Αὐτὴ καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στὴν ἀπεμπόλιση τῆς 

χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐγγυᾶται 
τὴν γνησιότητα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Τὰ ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκὰ
 κριτήρια ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς
 ἀντικειμενικότητάς τους, δὲν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μὲ τὰ 
ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια τῶν θεολογεῖν ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς,
 ὅταν μάλιστα τὰ κριτήρια αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως.


Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ θεολογία ἔχει σαφῶς καὶ κυρίως 

ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια. Τὸ κατ’ ἐξοχὴν καὶ κορυφαῖο κριτήριο
 τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ
 ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τὴν διατύπωσαν. 
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλὴ ἄγνοια καὶ ἡ ἐπ’ αὐτῆς 
ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι 
ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν ἐνοχλητικὴ
 μᾶλλον γι’ αὐτοὺς ἁγιοπατερικὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης 
Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ 
θεολογία τους.


Μὲ τὴν στάση τους αὐτὴ φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δὲν γνωρίζουν

 τὴν πραγματικότητα, πὼς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καὶ
 Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοοῦν, ὅμως, κυρίως ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν
 Ἁγίων καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ κατὰ
 τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Δηλ. ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων ἔχει
 ὀντολογικὸ χαρακτῆρα καὶ εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στὴν
 ὁποία μετέχοντας ὁ πιστὸς ἄμεσα καὶ προσωπικά, καὶ ὑπὸ σαφεῖς
 ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις, καθίσταται ἐν πάσῃ αἰσθήσει
 κοινωνὸς τῆς ἁγιότητος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.


Εἶναι λοιπὸν εὐνόητο ὅτι ὁ χαρακτὴρ τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων 

Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.


Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τὴν ἀποστολικὴ 

Παράδοση στὴν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τὴν βίωσαν
 ἡσυχαστικῶς, ἀσκητικῶς καὶ κατ’ ἐξοχὴν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος 
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής,
 ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
 Παλαμᾶς (ἐνδεικτικὰ) ἐπικαιροποίησαν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ
 Πατερικὴ Παράδοση, ἐκφράζοντας σὲ λόγια θεολογικὴ γλῶσσα,
 αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ βίωναν ἀκτίστως καὶ ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ
 οἱ ἄλλοι, μὴ λόγιοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλὰ καὶ οἱ ὀλιγογράμματοι
 χαρισματοῦχοι, ὅπως καὶ οἱ ἁπλοὶ θεοφόροι πιστοὶ στὴν ἐποχή τους.


Ἡ χαρισματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν πρωτογενῆ 

θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἁπλοϊκὴ ἢ τὴν ἔντεχνη 
καὶ λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτελεῖ πιστὴ ἔκφραση
 καὶ ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καὶ ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ
 μέσα στὴν συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν
 θεουμένων πιστῶν της. «Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι 
ἐλάλησαν ἀπὸ Θεοῦ ἄνθρωποι», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος 
ἀπὸ τοὺς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας.


Νὰ ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὰ κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τὰ ἐπιστημονικὰ

 ἀκαδημαϊκὰ κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
 ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση
 γιὰ ἀπλανῆ ὀρθόδοξη ἐπιστημονικὴ θεολογία, μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ
 καὶ ἀπὸ τοὺς στερουμένους τὴν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, 
στὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ ἐνέχει καὶ ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς 
ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστικὴ μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στὴν
 γνωστὴ ἁγιοπατερικὴ διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν». 
Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ταπεινὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο διασφάλιζε τὴν ἁγιότητά τους,
 εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες ποὺ συμμετεῖχαν στὶς Οἰκουμενικὲς
 Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ 
θεολογία.


Ὁ θεολογικὸς στοχασμός, στὸν ὁποῖον ἀρέσκονται νὰ 

ἀναφέρονται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι καὶ ἡ συνεπαγόμενη
 θεολογικὴ πιθανολογία, δὲν προσιδιάζουν στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ 
θεολογία, ἀλλὰ στὴν ἑτερόδοξη καὶ αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα 
χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι τεχνολογία μᾶλλον,
 παρὰ θεολογία.


Εἶναι ἀξιοσημείωτη στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ ἡ καίρια παρατήρηση 

τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη τῆς Κλίμακος, ὅτι «ὁ Θεὸν μὴ γνούς», 
ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καὶ βιωματικῶς, «στοχαστικῶς ἀποφαίνεται».
 Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θὰ χρεώσει στοὺς λατινόφρονας 
βαρλααμίτες, τὸν χαμαίζηλο καὶ ἀνθρώπινο θεολογικὸ στοχασμό,
 σημειώνοντας ἀντιθετικῶς ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες,
 ἀλλὰ θεολέκτοις λογίοις τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν».


Ἀλλά, ὅταν ἀγνοεῖται καὶ παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἢ ἔστω ἡ 

ὀρθόδοξη θεολογικὴ μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», 
εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ ἐλεύθερου θεολογικοῦ στοχασμοῦ 
καὶ τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο, ὅμως, ὁδηγεῖ οὐσιαστικὰ σὲ μιὰ
 νεο-βαρλααμικὴ θεολογία ποὺ εἶναι ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ὡς κριτήριό
 της ἔχει τὴν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλ. ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὀπαδοί
 τους, ἀμφισβήτησαν τὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς 
θείας Χάριτος, ἔτσι καὶ οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι σήμερα, παραγνωρίζουν
 στὴν πράξη τὸν ἄκτιστο καὶ ἄρα διαχρονικὸ χαρακτῆρα τῆς ἁγιότητας 
καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους ἀξιώνουν
 νὰ ὑποκαταστήσουν στὴν διδασκαλία, παράγοντας κατὰ τὴν γνώμη 
τους, οἱ ἴδιοι πλέον, πρωτογενῆ θεολογία.


Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἐξωτερικοῦ χαρακτῆρα πατρομαχία, 

ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ μία θεομαχία, ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τοὺς Πατέρες
 τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες, εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τὴν
 ὁποίαν ἔμμεσα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ παραμερίζουν καὶ ἀκυρώνουν, 
μὲ ὅσα εἰσηγοῦνται μὲ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία τους.


Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας 

ποὺ προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτὸ καὶ 
εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ 
θεολογία εἶναι ταπεινὴ καὶ πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις πατράσιν».


Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, 

δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καὶ ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας,
 ἔχει ὅλα τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατὶ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς
 ζώσης παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον ποὺ θεολογεῖ
 μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα
 βίωσαν ἀπὸ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς,
 πάντοτε ὅμως πρακτικῶς, ἑπόμενοι καὶ ἐν συμφωνίᾳ μὲ τοὺς 
προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.


Ἡ ὀρθόδοξη ἐπιστημονικὴ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία δὲν καλεῖται, 

βεβαίως, νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἁγιοπατερικὴ χαρισματικὴ θεολογία. 
Οὔτε, ὅμως, καὶ δικαιοῦται νὰ παρουσιάζει ἄλλη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν 
αὐθεντικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο της εἶναι νὰ προσεγγίζει,
 νὰ διερευνᾶ καὶ νὰ παρουσιάζει ἐπιστημονικὰ τὸ περιεχόμενο 
τῆς πρωτογενοῦς χαρισματικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. 
Νὰ διακρίνει καὶ νὰ γνωστοποιεῖ τὰ κριτήρια τῆς ἀληθινῆς
 θεολογίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ πετυχαίνεται καὶ θὰ ἰσχυροποιεῖται
 ὅλο καὶ περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς χαρισματικῆς
θεολογίας, ὡς πρωτογενὴς θεολογία ποὺ προηγεῖται, μὲ τὴν 

ἐπιστημονικὴ θεολογία, ποὺ ὀφείλει νὰ ἀκολουθεῖ ταπεινῶς.
 Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ προωθοῦνται, μόνο ὅταν οἱ ἐκφραστὲς τῆς
 ἐπιστημονικῆς θεολογίας, δὲν θὰ εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι 
τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἄγευστοι τῶν 
ἐκκλησιαστικῶν βιωματικῶν δεδομένων...


Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι, γνωρίζουν πολὺ καλά,
 ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τὰ ὁποῖα 
εἴτε δὲν τοὺς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τοὺς
στρατηγικοὺς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τὸν ἀγαπημένο τους 
Οἰκουμενισμό. 
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια...


Συμπερασματικῶς: ...Ἡ μεταπατερικὴ θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καὶ

 κραυγαλέα ἀπόκλιση, τόσο ἀπὸ τὴν μέθοδο, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ
 φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ 
«ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

«Πατερικός φονταμενταλισμός» ή «μετα-πατερική θεολογική θολούρα»;

πηγή
Δρ. Φ., Σχολικός Σύμβουλος ΔΕ Διδάσκων στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων Τριαντάφυλλος Σιούλης
Είναι πολύ σημαντική και παρήγορη ταυτόχρονα η διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην μελέτη της Πατερικής θεολογίας από Έλληνες και ξένους θεολόγους μέσα από διαχριστιανικούς διαλόγους και διάφορα συνέδρια. Πρόσφατο παράδειγμα το πολύ σημαντικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στο Βόλο από την Ακαδημία Θεολογικών σπουδών με θέμα: «Νεο-πατερική σύνθεση και «μετα-πατερική» θεολογία: Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Δίκαια, κατά τη γνώμη μας, το έργο της Ακαδημίας έχει ενταχθεί στο «πλαίσιο της ανανέωσης στο χώρο της ελλαδικής ορθόδοξης θεολογίας» και είναι γόνιμοι σε κάθε περίπτωση οι προκαλούμενοι διάλογοι και οι αντιπαραθέσεις.
Εντύπωση ωστόσο προξενεί η διαπίστωση πως η προβληματική ορισμένων ανάλογων συναντήσεων δείχνει να χρησιμοποιείται από κύκλους στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης, αν όχι απαξίωσης και φίμωσης, οποιασδήποτε διαφορετικής θεολογικής οπτικής και άποψης για την ορθόδοξη Πατερική θεολογία, κυρίως παραδοσιακής ή απόψεων που εκφράζουν κάποια επιφυλακτικότητα στους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες…..
Πώς αλλιώς να εκλάβει κανείς κινδυνολογικές εκφράσεις που διατυπώθηκαν στο Συνέδριο και δημοσιεύθηκαν και κάνουν λόγο για «πατερικό φονταμενταλισμό», «εκκλησιαστική θριαμβολογία» «πνευματική υπεροχή έναντι του ‘Άλλου’ της Δύσης», «πνευματικό απομονωτισμό» και «ελληνοκεντρικότητα που αγγίζει την ειδωλολατρία». Διαπιστώνεται λοιπόν μια αντιπαράθεση και προκαλείται, ως προς τη χρήση των νεολογισμών αυτών και των νέων όρων και ορολογιών που «εντάσσονται» στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου και αφορούν στην πατερική σκέψη και στο πατερικό πνεύμα, η χρήση αντίστοιχων ορολογιών όπως «μετανεωτερική δήθεν θεολογία» και «μετα-πατερική θεολογική θολούρα».
Παράδειγμα υποβάθμισης, παραθεώρησης και περιθωριοποίησης των Πατέρων διαφαίνεται στην παρεξηγήσιμη άποψη που διατυπώθηκε στο Συνέδριο πως « … η ιστορική κριτική της Βίβλου δεν μπορεί σήμερα να αγνοείται από τους ορθοδόξους ερευνητές και να αντικαθίσταται απλά από την πατερική ερμηνευτική παράδοση. Ακόμη περισσότερο η ορθόδοξη επιστημονική χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου στη βιβλική ερμηνεία και η αναζήτηση της κυριολεκτικής σημασίας της Βίβλου μπορεί να διευκολύνει μια καρποφόρα εμπλοκή και χρήση της Βίβλου στη ζωή των ορθοδόξων πιστών, επιτρέποντας τη χρήση των Γραφών στο λειτουργικό κήρυγμα, όπως επίσης διευκολύνοντας τη δυναμική συνάντηση με το μήνυμα της Βίβλου στη λατρεία μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης Λειτουργίας». Δηλαδή, αν καταλαβαίνουμε καλά, οι άγιοι Πατέρες (π.χ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ιερώνυμος) αλλά και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς (π.χ. Ωριγένης) «αγνόησαν» την ιστορική κριτική των κειμένων της Βίβλου; Δεν ενέταξε η εκκλησία, μετά από την ιστορικο-φιλολογική ερμηνευτική μέθοδο και την κριτική της Βίβλου (π.χ. Σχολή Αντιόχειας), στην λατρεία βιβλικά κείμενα; Ή τέλος πάντων η ιστορική κριτική αυτών είναι ξεπερασμένη και ανεπίκαιρη και άρα πρέπει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από άλλη, σύγχρονη;
Η συμφωνία των Πατέρων (consensus patrum) από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα φανερώνει ότι ο λόγος των Πατέρων, στηριγμένος στην μυστική και ποιμαντική εμπειρία του εκκλησιαστικού γεγονότος, υπερβαίνει τα κοσμικά σχήματα και τη συμβολική γλώσσα της προ-νεωτερικότητας, νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας, όντας ένα διαρκές βίωμα και μαρτυρία στηριγμένο στο «δώσε αίμα και πάρε πνεύμα», πάντα το ίδιο ζωντανό και πάντα το ίδιο επίκαιρο, όπως τα ανθρώπινα.
Μια θεολογία ενταγμένη στη ζωή της εκκλησίας δια των αγίων, όπως διαχρονικά βιώνεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, το βυζάντιο, την εποχή της κολλυβαδικής αναγέννησης, τους σύγχρονους γεροντάδες και αγίους (π. Παϊσιος, π. Σωφρόνιος, π. Ιάκωβος, π. Πορφύριος, άγιος Σεραφείμ Σάρωφ, άγιος Νεκτάριος κ.ά.), είναι πνοή αναγεννητική, λυτρωτική, πάντα σύγχρονη και επίκαιρη. Η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται εντρυφώντας και ερευνώντας στο «ποιοι και τι ήσαν αυτοί, τι δίδασκαν, ποιο ήταν το πνευματικό κλίμα της εποχής τους, να ψηλαφήσουμε την αγωνία τους για την αλήθεια, να παρακολουθήσουμε την πιστότητα στην Παράδοση και την εμπιστοσύνη τους στο Άγιο Πνεύμα. Να γνωρίσουμε το εύρος της πνευματικής τους καλλιέργειας, την ευγένεια, την γενναιοψυχία και αισθαντικότητά τους. Να εκπλαγούμε από το θάρρος και την αγωνιστικότητά τους. Να ζήσουμε την ελπίδα τους, τις στιγμές της χαράς και της αγωνίας τους, να θαυμάσουμε το μεστό και πάντα επίκαιρο λόγο τους, αλλά και να γευτούμε από τις θείες εμπειρίες τους».
Δεν ξέρω πόσοι από εμάς της μετανεωτερικής εποχής περνάμε, όπως οι άγιοι Πατέρες «διά μέσου θλίψεων», «διά μέσου αίματος» για να «ανεβούμε στον ουρανό», να γίνουμε «πνευματοφόροι» και «θεοφόροι» όπως: «Είπε ο αββάς Λογγίνος στον αββά Ακάκιο: “… η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη που ρέουν απ’ αυτή σαν το αίμα. Όσο όμως είναι στην επιρροή των παθών, πως μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι άπαθής; Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα».
Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγος κστ΄): «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως», αλλού δε γράφει ο ίδιος άγιος (Λόγος λ΄) πως αν δεν γνωρίσει κανείς τον Θεό με τέλεια αγνότητα και καθαρότητα αφού «οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή», φτάνει δε στο σημείο να «ομιλεί περί θεού ‘στοχαστικώς’».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σχετικά με αυτό το θέμα βασιζόμενος στην πατερική παράδοση, διατυπώνοντας την θεολογία του ησυχασμού στον αγώνα του να αντιμετωπίσει τον ορθολογισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, λέγει πως υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η φιλοσοφία, στηριγμένη κυρίως στον ορθό λόγο και στη νοησιαρχία, ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια δίνοντας απαντήσεις σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας διατυπώνοντας κανόνες συμπεριφοράς (καθηκοντολογία, ηθικισμός) η δε θεολογία βοηθά τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το Θεό και να πετύχει τη σωτηρία του με την πίστη, δύναμη υπερβατική και με την άσκηση, καθαίροντας λίγο – λίγο τον εαυτό του, να ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελειώσεως, τη θεοπτία.
Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουν όλοι οι άγιοι Πατέρες στη συνέχεια, από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, μέχρι τον άγιο Νεκτάριο. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάττει ανόθευτη την αποστολική αλήθεια και ακέραιες τις διδασκαλίες των Πατέρων της. Έχοντας μάλιστα τη βεβαιότητα της αγιοπνευματικής συνεργίας στο θεολογικό τους έργο, χαρακτηρίζει τους ίδιους θεόπνευστους και θεοπαράδοτα τα συγγράμματα τους (Πενθέκτη Σύνοδος, ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, Τόμος Συνόδου έτους 1351). Εξαιτίας αυτής της βεβαιότητας, αποδίδει στην πατερική Παράδοση κύρος ίσο με αυτό της Αγίας Γραφής. Η διδασκαλία των Πατέρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλήθεια της Γραφής. Η θεολογική συμβολή της συνίσταται στη φανέρωση του κρυμμένου θησαυρού που βρίσκεται κάτω από το γράμμα της Γραφής και αποτελεί συνέχεια, επεξεργασία και βιωματική έκφραση αυτής. Στη συνείδηση της Εκκλησίας ο πατερικός λόγος αποτελεί συνέχεια και προέκταση του αποστολικού λόγου κι έτσι Γραφή και Παράδοση δεν αποτελούν μόνο την ενιαία έκφραση της θείας αλήθειας, αλλά και την οδό που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία του.
Οι άγιοι Πατέρες είναι τα γνήσια πρότυπα της χριστιανικής ζωής. Με το έργο και τη ζωή τους συνδέουν το υπεραισθητό με το αισθητό, το κτιστό με το άκτιστο, το χρόνο με την αιωνιότητα. Κατά συνέπεια, η παρουσία και η μαρτυρία τους δεν εξαντλείται στην αρχαιότητα, γιατί η αγιαστική ενέργεια του Πνεύματος συνεχίζει να τελοιεί τα μέλη της Εκκλησίας και να αναδεικνύει Πατέρες και διδασκάλους. Το έργο και η προσφορά των Πατέρων δεν εξαντλείται στο θεολογικό πεδίο της ερμηνείας της αλήθειας και της ορθής διατύπωσης των δογμάτων της Εκκλησίας. Το πλούσιο και πολύπλευρο έργο τους συμβάλλει, σε κάθε εποχή, στο ανθρωπιστικό ιδεώδες και προσφέρει καρπούς στην ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού, ενώ με το φρόνημα, το ήθος και το βίο τους γίνονται οι εκφραστές του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου. Οι Πατέρες ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, πλούσιο ή φτωχό, ισχυρό ή αδύνατο, μορφωμένο ή απαίδευτο, για τη δικαιοσύνη, την αξία και την ελευθερία του ανθρώπου, για την ισότητα και την ειρήνη. Ο λόγος τους είναι προφητικός, επαναστατικός, χαρισματικός, απελευθερωτικός, κενωτικός και θεραπευτικός. Προσλαμβάνουν τον κόσμο και τα πνευματικά αγαθά του, χρησιμοποιώντας τα και εντάσσοντας τα αριστοτεχνικά στην έκφραση της αλήθειας και στην προοπτική της μεταμόρφωσης.
Η ουσιαστική κατανόηση του πνεύματος της πατερικής θεολογίας προϋποθέτει πρωτίστως τη ριζική μεταβολή της προσωπικής ζωής του ανθρώπου και τη μετοχή του στη ζωή της Εκκλησίας. Η αυτονόμηση του τελευταίου από το εκκλησιαστικό βίωμα και άρα από τις εμπειρίες των Πατέρων δυσχεραίνει την κατανόηση αυτού του πνεύματος και αποτελεί τον πρώτο λόγο ακαταληψίας της πατερικής θεολογίας. Συνεπώς, η κατανόηση της πατερικής γραμματείας βρίσκεται πέρα από τις δυσχέρειες που γεννούν τα ιστορικοφιλολογικα προβλήματα των κειμένων και οπωσδήποτε δεν εξαντλείται σ’ αυτά.
Έτσι, για την κατανόηση της διδασκαλίας ενός Πατέρα, ενώ κρίνεται αναγκαία η καλή γνώση του εκφραστικού μέσου, του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της ιστορίας της εποχής του, εντούτοις τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν και ασφαλή τεκμήρια για την κατανόηση της. Οι Πατέρες ερμηνεύουν την αλήθεια χωρίς να αλλοιώνουν το περιεχόμενο της, χωρίς να την υποτάσσουν σε φιλοσοφικές κατηγορίες και χωρίς να κατασκευάζουν θεολογικά συστήματα. Οι διδασκαλίες τους είναι απόρροια της προσωπικής τους πνευματικής εμπειρίας, την οποία βιώνουν μέσα στην Εκκλησία με την προσευχή, τη μετοχή στα μυστήρια και την άσκηση. Η φωνή των Πατέρων είναι η φωνή του Αγίου Πνεύματος, που κατευθύνει και φωτίζει τη σκέψη τους. Οι Πατέρες δεν αυτονομούν τις αρετές ούτε όμως και τις αστοχίες των ανθρώπων. Τις εντάσσουν στο εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι, οποιαδήποτε πράξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως αρετή ή αμαρτία όχι τόσο από τα θετικά ή αρνητικά της αποτελέσματα, αλλά από το αν εκπηγάζει ή προάγει ή λυμαίνεται την αγάπη και την ενότητα του Σώματος του Χριστού.
Κατά συνέπεια, ο Χριστιανός εκλαμβάνεται ως οικουμενικό πρόσωπο, που καλείται να ενσαρκώσει στην επίγεια ζωή του την αγάπη, με σκοπό τη δική του μεταμόρφωση, αλλά και του κόσμου. Η πατερική διδασκαλία τονίζει την χωρίς προϋποθέσεις αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Αναδεικνύει την οικειότητα που υπάρχει ανάμεσα στο Θεό εν Χριστώ και τον άνθρωπο, τοποθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων στη βάση του φιλάδελφου πνεύματος και του διαλόγου, δίνει διέξοδο στα υπαρξιακά αδιέξοδα και φανερώνει τα χαρίσματα και τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου».
Στόχος πρέπει να είναι να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί η σπουδαιότητα αυτής της Παράδοσης, όπως για παράδειγμα της Φιλοκαλίας των έντεκα αιώνων, που «αγγίζει την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου σε Δύση και Ανατολή, χριστιανού και μη» «που υμνεί τη ζωή, αποκαλύπτει την αλήθεια, κομίζει πανανθρώπινες αξίες, αγγίζει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και εξανθρωπίζει τον άνθρωπο» και όχι να αποτελεί ζήτημα διανοητικής και μόνο προσέγγισης και να είναι αποκομμένη από τη λατρευτική και ευχαριστιακή ζωή της εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι παράδοξο να μιλά κανείς για βιβλικές αλήθειες χωρίς την άμεση προσφυγή στην ασφαλή ερμηνεία των Πατέρων. Να μιλά κανείς για ορθόδοξη πίστη και λατρεία χωρίς να αναφερόμαστε πρωτίστως στις πηγές που επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο της πίστης, πλούτισαν, αλλά και διαμόρφωσαν τη λατρεία της Εκκλησίας. Χωρίς να αναδεικνύεται η ορθοπραξία των Πατέρων, η δυναμική τους σκέψη και ο προβληματισμός τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένει επίκαιρος, ενώ παράλληλα τοποθετεί το μήνυμά τους στη σημερινή εποχή.
Η αντίληψη αυτή είναι παντελώς ξένη προς την καλλιέργεια κάθε είδους θρησκευτικού φονταμενταλισμού ή οπισθοδρόμησης. Μη πέσουμε στην παγίδα στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε την Πατερική Παράδοση μέσα από ορισμένη «μοντέρνα» οπτική «ιδεολογικής χρήσης» να διαμορφώσουμε μια ορθόδοξη θεολογία που να καλλιεργεί ηθικούς τύπους ανθρώπων αλλά όχι ελεύθερα πρόσωπα. Μια τέτοια προσέγγιση και οπτική της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και ασφαλή οδηγό και συνοδοιπόρο σε οποιαδήποτε πορεία διαλόγου και συνδιαλλαγής στην σημερινή εποχή της σύγχυσης και των διαφόρων σκοπιμοτήτων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2011

Πρός τους χρεωκοπημένους "θεολόγους" της Μεταπατερικής θεολογίας



Eάν κάποιος από παραφροσύνην έχη εκτραπή εις τόσον προχωρημένον σημείον τολμηρότητος, ώστε να αντιτάσσεται εις τους λόγους των Πατέρων, αυτός ευρίσκεται οπωσδήποτε μακράν της ασφαλούς θεολογίας των Χριστιανών.
Και εάν αυτός, δεν θεωρεί σεβαστήν και θαυμαστήν την διδασκαλίαν των Πατέρων, πώς τότε εμείς θα επαινέσωμεν, έστω και μετρίως, την ιδικήν του;
Από πού θα γίνη αυτός αξιόπιστος, αφού δεν θεωρεί τους Αγίους Πατέρες αξιόπιστους;
Εάν δε είναι πρόθυμος να ρυθμίζη τους λόγους σύμφωνα με την υπό των Πατέρων κηρυττομένην αλήθειαν ως ορθήν και απαρέγκλιτον στάθμην, από αυτήν συν Θεώ καθοδηγούμενοι και ημείς και χρησιμοποιούντες εναρμονίως τον αδιάστροφον κανόνα της, και την εναντίον μας εξαπολυθείσαν κατηγορίαν, θα διαλύσωμεν και τους ματαίως κατηγορούντας ημάς, εκπεσόντας πολύ από την ευθείαν οδόν, όσον εξαρτάται από ημάς, θα επαναφέρωμεν εις αυτήν.

Ο κολοσσός της Θεολογίας Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς "Περί θείων ενεργειών" ΕΠΕ, τ.3,σ.130

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2011

Όταν η βολιώτικη μεταπατερικότητα συνάντησε τον φαναριώτικο οικουμενισμό

 






του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου

Αρχές Ιουλίου ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος και η περί αυτόν πατρομάχος Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου επισκέφτηκαν το Φανάρι. Οι προσφωνήσεις που αντηλλάγησαν μεταξύ του Μητροπολίτου Δημητριάδος, του Οικουμενικού Πατριάρχη, του Συντονιστή της Ακαδημίας αλλά και του παρόντος στην επίσκεψη Μητροπολίτου Περγάμου φανερώνουν περίτρανα ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι απλώς παρέχει κάλυψη αλλά στηρίζει ολόθερμα τις δράσεις και τις θέσεις της πατρομάχου Ακαδημίας του Βόλου. Η στενή σχέση μεταξύ των δύο, Πατριαρχείου και Ακαδημίας, είχε γίνει γνωστή και κατά το παρελθόν, αυτή όμως τη φορά επιβεβαιώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο.

Αναμφίβολα μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της Ακαδημίας του Βόλου υπάρχει ομοιότητα, κοινή προοπτική, κοινή φιλοσοφία και μία κοινή οδός, που όμως βρίσκεται μακριά από την οδό των αγίων Πατέρων... Και οι δύο εμφανίζουν ένα «σύγχρονο» πρόσωπο, πρωτοτυπούν σε νεωτερισμούς και καινοτομούν επικίνδυνα και αντιπατερικά. Η μεταπατερική θεολογία της Ακαδημίας που ρητά αμφισβητεί τους αγίους Πατέρες και κάνει λόγο για υπέρβασή τους εξυπηρετεί πλήρως τον οικουμενιστικό βηματισμό του Φαναρίου που πορεύεται έξω από τα όρια που έθεσαν οι άγιοι Πατέρες στις σχέσεις με τους αιρετικούς ετεροδόξους και τους αλλοθρήσκους. Στα πλαίσια μιας μεταπατερικής θεολογίας και πράξης Κανόνες ιεροί και διδάγματα Συνόδων και Πατέρων μπορούν εύκολα να καταπατηθούν προκειμένου να χτίσουμε τη «νέα Ορθοδοξία» του διαλόγου και της οικουμενιστικής αγάπης.

Η μεταπατερικότητα ως σύμπτωμα της νεωτεριστικής διανοητικής φιλοσοφίας των πρωτεργατών της Ακαδημίας του Βόλου αποτελεί θεωρητικό θεμέλιο της ακολουθούμενης κατά τα τελευταία χρόνια οικουμενιστικής πορείας των Φαναριωτών. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή το Φανάρι δεν παρέλειψε να αποστείλει εισηγητές στα συνέδρια του Βόλου, ακόμη και τον κύριο εκπρόσωπο του και πρόεδρο όλων των οικουμενι(στι)κών δράσεων Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη.

Βολιώτικη μεταπατερικότητα και φαναριώτικος οικουμενισμός είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όταν λοιπόν συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι των δύο αυτών ομάδων είχαν πολλά να πούνε. Πόσο μοιάζουν τελικά μεταξύ τους! Έχουν μάλιστα αντιληφθεί ότι από τα αγρυπνούντα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διαφεύγει η ομοιότητά τους, γι’ αυτό έσπευσαν και οι μεν και οι δε να καταδικάσουν τους συκοφάντες του έργου τους που είναι κοινοί! Αντί όμως της ψευδούς κατηγορίας περί συκοφαντιών που δήθεν δέχονται, θα ήταν καλύτερα μόνοι τους να κάνουν σύγκριση της «θεολογίας» και της εκκλησιαστικής τους πράξης με την πατερική Θεολογία και ζωή για να διαπιστώσουν την απόσταση που τους χωρίζει από την διαχρονική ορθόδοξη παράδοση. Κι αν δεν έχει πλήρως αμβλυνθεί το ορθόδοξο αισθητήριό τους ας οδεύσουν στο εξής επόμενοι τοις αγίοις πατράσι.

πηγή

Τετάρτη, Ιουνίου 29, 2011

Περί της "Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών" της Ι. Μ. Δημητριάδος


 
undefined
    Η «ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ»
«Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ού κατά Χριστόν... » (Κολ. β΄ 8)
(Επιστολή Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου)

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»
Εφέτος συμπληρώθηκαν δέκα έτη από την ίδρυση της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών», που διατηρεί υπό την σκέπη της η Ι.Μ. Δημητριάδος. Πολλοί εκ των πιστών της αγιοτόκου ημών τοπικής Εκκλησίας, απλά γνωρίζουν την ύπαρξή της, άλλοι ίσως την αγνοούν, όμως είναι βέβαιο πως λίγοι γνωρίζουν επακριβώς τις δραστηριότητές της και τι σκοπούς εξυπηρετεί, ιδιαίτερα στον χώρο της θεολογίας και ευρύτερα στον εκκλησιαστικό. Για παράδειγμα, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πως στο συγκεκριμένο «θεολογικό εργαστήρι» προσέρχονται τακτικά εκπρόσωποι αιρετικών «εκκλησιών», κατά κανόνα της Δύσεως, όπου καταθέτουν ισότιμα τις δικές τους θεολογικές θέσεις, εξυφαίνοντας έτσι παρέα με τους Ορθοδόξους οικοδεσπότες, ένα συγκρητιστικό κατασκεύασμα, που εσκεμμένα και σε βάθος χρόνου αποδομεί τις έννοιες «αίρεση» και «πλάνη», και οδηγεί στη θρησκευτική πολυ-πολιτισμικότητα, στοιχείο δομικό της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου.
Έχει τονιστεί κατ' επανάληψιν και διαχρονικά τόσο από τους Αγίους Πατέρες, όσο και από τους χαρισματούχους γεροντάδες του καιρού μας, πως δεν είμεθα αρνητικοί στους διαλόγους μετά των ετεροδόξων, αρκεί να τηρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Και ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Εν πρώτοις, πως οι Ορθόδοξοι δεν κάνουμε ποτέ διάλογο «επί ίσοις όροις» με τους ετερόδοξους συνανθρώπους μας, σα να επρόκειται για πολιτική ή φιλοσοφική συζήτηση, αλλά πρόσκληση σε μαθητεία, κατά την ρητή προσταγή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ΄ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...» (Ματθ. κη΄ 19).
Οφείλουμε λοιπόν οι κατέχοντες την σωτηριώδη Αλήθεια του Χριστού να την μοιραζόμαστε με τους πεπλανημένους μας αδελφούς, εις τρόπον ώστε να τους «τραβήξουμε» στο Φώς, και όχι αυτή την Αλήθεια να την αναμιγνύουμε με το Ψεύδος του Διαβόλου –κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό- που εκπροσωπούν οι αιρετικοί, οι εμμένοντες στην πλάνη και στο πνευματικό Σκότος. Επιπλέον, έχουμε χρέος να αποκαλύπτουμε στον εκάστοτε ετερόδοξο ή ετερόθρησκο συνομιλητή, την «αρρωστημένη» κατάσταση στην οποία βρίσκεται, όπως ακριβώς ο ιατρός ανακοινώνει στον ασθενή από τι πάσχει, και κατόπιν του υποδεικνύει τη θεραπεία που πρέπει να ακολουθήσει.
Όμως δυστυχώς η πρακτική της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» είναι πολύ διαφορετική. Μέσα από την τέλεση πανάκριβων και πολυτελών συμποσίων και συνεδρίων, όχι μόνο δεν γίνεται μετάδοση της «ορθόδοξης μαρτυρίας» στους ετερόδοξους και ετερόθρησκους επισκέπτες της, όπως ψευδώς διαδίδουν τα στελέχη της «Α.Θ.Σ.», εις τρόπον ώστε να καθησυχάσουν το απληροφόρητο στην πλειοψηφία του ποίμνιο της αγιοτόκου ημών τοπικής Εκκλησίας, αλλά αντιθέτως η ορθόδοξη πλευρά όλο και υποχωρεί σε σημαντικά θεολογικά και δογματικά ζητήματα, με τραγική συνέπεια την εκ των ένδον φθορά και άμβλυνση του ορθόδοξου κριτηρίου και κυρίως της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας. Όλα τούτα δεν γίνονται ευδιάκριτα υπό των πιστών, απλούστατα διότι τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες το ορθόδοξο πλήρωμα σταμάτησε με ευθύνη των ποιμένων να ακούει λόγο κατηχήσεως, κήρυγμα δογματικό και θεολογικό, κάτι που διευκολύνει αφάνταστα παράτολμα εγχειρήματα και θεολογικούς ακροβατισμούς, σαν κι αυτούς που επιχειρεί ανενόχλητη η «Ακαδημία».
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες όλων αυτών των ενεργειών; Κατά βάσιν η αποστασία από την ορθή Πίστη και τον ορθόδοξο τρόπο ζωής που μας παρέδωσαν οι Θεοφόροι Άγιοι Πατέρες, αυτοί που αντέγραψαν τη ζωή του Χριστού πάνω στη γη. Όπως αναφέρεται άλλωστε και στον «Μικρό Ευεργετινό», «έλλειψη κατήχησης, αρχή αποστασίας». Γνωρίζουμε όμως οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πως η αποστασία των εσχάτων χρόνων θα είναι και το «σήμα κινδύνου», πως ο Αντίχριστος πλησιάζει΄ ο Απόστολος Παύλος μας πρετοιμάζει λέγοντάς μας πως ο Αντίχριστος δεν θα έλθει, «εάν μή έλθει η αποστασία πρώτον» (Β΄ Θεσ. β΄ 3). Η «Α.Θ.Σ.» λοιπόν, από τη συνείδηση όλων των αγρυπνούντων, σύγχρονων αγίων ποιμένων έχει κριθεί, και όχι άδικα, ως ένα θρησκευτικό «think tank» (=δεξαμενή σκέψης), που παίζει το δικό της ιδαίτερο ρόλο σ' αυτή την παγκόσμια και εξεσελισσόμενη αποστασία, εις τρόπον ώστε να εξαλειφθούν σιγά-σιγά στα μάτια της ανίδεης κοινής γνώμης οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών, και να οδηγηθούμε στην πολυπόθητη για τους παγκοσμιοποιητές, «Πανθρησκεία», η οποία σύμφωνα και με τον άγιο του καιρού μας γέροντα Παϊσιο, είναι το χαλί που στρώνεται για να πατήσει θριαμβευτικά ο Αντίχριστος!

Η «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ΕΡΙΞΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»
Το παραπάνω συμπέρασμα δεν είναι αυθαίρετο και αποδείχθηκε περίτρανα, τον περασμένο Ιούνιο του 2010, όταν διοργανώθηκε στις εγκαταστάσεις του «Συνεδριακού Κέντρου Θεσσαλίας», της Ι.Μ. Δημητριάδος, τετραήμερο συνέδριο με θέμα «Νεοπατερική σύνθεση ή μεταπατερική θεολογία-το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Το συνέδριο αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων πανορθοδόξως, κι αυτό διότι για πρώτη φορά τέθηκε επισήμως θέμα «υπέρβασης των Αγίων Πατέρων», ως ξεπερασμένων και αναχρονιστικών για την εποχή μας, ενώ παράλληλα προτάθηκε να τεθούν στο περιθώριο αυτοί και το σύνολο της θεολογίας τους. Ειπώθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, επί λέξει πως «τίθεται σαφώς και επειγόντως (sic) ζήτημα επανερμηνείας και συσχέτισης –των δογματικών κειμένων της πίστης- με την εκάστοτε συνάφεια (πραγματικότητα)...». Κοινώς, καλοί ήταν οι Πατέρες και τα κείμενά τους, αλλά για την εποχή τους! Είναι όμως ποτέ δυνατόν ένας πραγματικός Ορθόδοξος Χριστιανός να καταλήξει σε ένα τέτοιο βλάσφημο συμπέρασμα; Είναι δυνατόν οι Άγιοι να είναι ξεπερασμένοι στην εποχή μας, και ο τρόπος ζωής τους αλλά και η διδασκαλία τους να θεωρείται αναχρονιστική; Επιτρέπεται στη σημερινή δαιμονοκρατούμενη εποχή, που ο διάβολος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπιή...» (Β΄ Πέτρου ε΄ 8), να εκφράζονται μέσα από θεολογικά προγράμματα μιας Ορθόδοξης Μητρόπολης, τέτοια απαράδεκτα συμπεράσματα και θέσεις; Ή μήπως έχει εξαλειφθεί η Αγιότητα ακόμη και στους δύσκολους καιρούς μας; Μη γένοιτο να ειπωθεί κάτι τέτοιο, διότι σε κάθε εποχή ο Θεός μας δίνει τους Αγίους Του, πρόσωπα που οδηγούν την Εκκλησία Του απλανώς και αλαθήτως, και που θα την οδηγούν εώς τη Συντέλεια του παρόντος Κόσμου. Η Εκκλησία, σε πείσμα όσων υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι πάντοτε νέα και καινή, διότι η Άκτιστη Θεία Χάρις δεν παλιώνει ούτε γηράσκει, είναι η συνέχιση του πάντοτε νέου και επίκαιρου και ζωντανού έργου του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, με τις ενέργειες του οποίου ανανεούται και ανακαινίζεται ο άνθρωπος κάθε εποχής. Επομένως, το αίτημα της ανανεώσεως ισχύει όχι για τη σώζουσα Εκκλησία, αλλά για τη σωζόμενη εποχή, η οποία αντί να ελκύσει την Εκκλησία και να την ανανεώσει, πρέπει να ελκυσθεί από την Εκκλησία και να ανανεωθεί με την πάντοτε δραστική και ανακαινίζουσα Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της εκκοσμικεύσεως, όπως συνέβη στη Δύση και άρχισε να συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ανατολή, από φόβο μήπως η εμμονή στην παράδοση κατηγορηθεί ως συντηρητισμός και δουλικότητα. Η συμμόρφωση όμως προς την παράδοση δεν είναι υπακοή σε εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά ελεύθερη είσοδος και ενσωμάτωση στη ζωή του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.
 
Συνεπώς, οι θεολόγοι της «Ακαδημίας», ως γνήσιοι «θεολόγοι του γραφείου», πόρρω απέχουν από την πρωτογενή και πραγματική Ορθόδοξη θεολογία «της νήψης, της άσκησης και εγκράτειας». Όπως μας έχει διδάξει ο Χριστός «ούκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως», μέσα από θεολογικά «εργαστήρια», «μικροσκόπια» και «φίλτρα», αλλά αντιθέτως «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστιν» (Λουκ .ιζ΄ 20-21). Δεν υπάρχουν στην ορθόδοξη παράδοση και βιωτή καλύτεροι και πληρέστεροι θεολόγοι από τους Αγίους Πατέρες, αυτούς που εφάρμοσαν το Ευαγγέλιο στην πράξη. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο μόνον οι «διαβεβηκότες εν θεωρία και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι» έχουν το προνόμιο της θείας εμπειρίας και κοινωνίας, βλέπουν δηλαδή το Θεό. Οι υπόλοιποι οφείλουν να θεολογούν σε κατώτερα στάδια, κυρίως με το να ακολουθούν τους αληθείς θεολόγους και την αποφυγή προσωπικών στοχασμών ή φιλοσοφιών. Όμως οι της «Ακαδημίας» δεν συμμερίζονται αυτή τη θέση και με πνεύμα οίησης και «επιστημονικής περηφάνειας», ζητούν να μην ελέγχονται και να μην τους ασκείται ουδεμία κριτική σε ό,τι κι αν λέγουν. Κατά τη δική τους γνώμη, οι Άγιοι μπορούν να ελέγχονται, όχι όμως και η «Ακαδημία». Ένα από τα πορίσματα μάλιστα που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια του επίμαχου συνεδρίου της «μεταπατερικής θεολογίας», είναι πως ως θεολόγοι-επιστήμονες έχουν να αντιπαρέλθουν το λεγόμενο «πατερικό φονταμενταλισμό». Δηλαδή την εμμονή ορισμένων πιστών στην παράδοση της Ορθοδοξίας την χαρακτηρίζουν ως ...φονταμενταλισμό και φανατισμό. Κατ' αυτό τον τρόπο όμως παρατάσσουν απέναντι στους ευσεβείς Ορθοδόξους, έναν άλλο δικό τους τύπο φονταμενταλισμού, τον ακαδημαϊκό!
Έτσι λοιπόν εξηγείται πασιφανέστατα γιατί επιδιώκουν «να βγάλουν από τη μέση» τους Αγίους Πατέρες: διότι εκείνοι μένοντας αταλάντευτοι και αμετακίνητοι στις αρχές του Ευαγγελίου, διδάσκουν την αντίσταση στις αιρέσεις και την αποφυγή των σχέσεων με τους αιρετικούς. Σε αντίθεση δηλαδή με την αφεντιά τους, οι Άγιοι δεν συνεργάστηκαν με τους αιρετικούς ή με την κοσμική εξουσία και το αιρετικό πνεύμα αυτής, άρα είναι παραδείγματα προς αποφυγήν. Πολύ μεστά το διατυπώνει ένας αξιόλογος νεαρός καθηγητής θεολογίας, ο Ιωάννης Τάτσης, όταν ρητορικά και απευθυνόμενος στους δοκισήσοφους καθηγητάδες της «Α.Θ.Σ.», ερωτά: «Μήπως λησμονούν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκατέλειψε την καθηγητική έδρα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών για να γίνει μοναχός στον Πόντο; Μήπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν άφησαν τα υψηλά αξιώματα για τη ζωή της ερήμου; Μήπως ο Χρυσόστομος δεν μετέτρεψε το πατριαρχείο σε ησυχαστικό κελλί και επέλεξε όχι μόνο την ρήξη αλλά και τον έλεγχο των ανομιών της βασίλισσας; Τόσα και τόσα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν προσδέθηκε στο άρμα της κοσμικής εξουσίας αλλά υπήρξε πάντοτε και στην ουσία της ησυχαστική και εντός του κόσμου ασκητική».

ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΟΥΝ ΤΑ «ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ «Α.Θ.Σ.» 
Στο σημείο αυτό, και πλησιάζοντας προς το τέλος αυτού του ενημερωτικού κειμένου, θα παραθέσουμε τις γνώμες φωτισμένων Ιεραρχών και Κληρικών της εποχής μας, εις τρόπον ώστε να καταστεί σαφές πως τις όποιες αντιδράσεις για την «Ακαδημία» δεν τις εκφράζει μόνο «μια ομάδα φανατικών και ζηλωτών», όπως αρέσκεται να κάνει λόγο η Μητρόπολη Δημητριάδος, αλλά αξιόλογοι και αμέμπτου ήθους εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως μητροπολίτες, μοναχοί και ιερείς, αλλά και πολλοί καλοπροαίρετοι και αληθινά αγωνιώντες λαϊκοί. Και πρώτος εκ των Ιεραρχών που αντέδρασε δυναμικά στο συνέδριο της «μεταπατερικής θεολογίας», υπήρξε ο πάντα μαχητικός Μητροπολίτης Πειραιώς, π. Σεραφείμ, ο οποίος λίγες μόνο ημέρες μετά την τέλεση του συνεδρίου, απήντησε στους νεωτεριστές θεολόγους με σκληρή γλώσσα, αποκαλύπτοντας παράλληλα και τους δόλιους σκοπούς τους΄ ότι δηλ. «προωθείται εντός των τειχών της Εκκλησίας με την ανάπτυξη και προβολή ιδεών δήθεν θεολογικής εμβριθείας και ''επικαιροποιήσεως'' της αληθείας, που στοχεύουν στην ανατροπή, στην αρνητική μετάπλαση, στον αποσκορακισμό του αληθούς θεολογικού λόγου και στην εμπέδωση της πλάνης και στην μετατροπή του σωτηριώδους έργου της Εκκλησίας σε εγκοσμιοκρατικό σύστημα κοινωνικών αρχών που θα εγκολπώνεται όλες τις υποβολιμιαίες αντινομίες της μεταπτωτικής πραγματικότητος, μια νέα άκρως επικίνδυνη διαδικασία άρθρωσης δήθεν νέου θεολογικού λόγου».
Στην ίδια γραμμή και ο Μητροπολίτης Κυθήρων, π. Σεραφείμ, ο οποίος σε κήρυγμα πανηγύρεως από την Κόνιτσα κλείνοντας την ομιλία του αναφέρθηκε στην σύγχρονη «μεταπατερική θεολογία» λέγοντας: «στις μέρες μας υπάρχει πολλή σύγχυση. Θέλουν να θέσουν την πατερική θεολογία στο χρονοντούλαπο. Καλοί ήταν οι Πατέρες, λένε, αλλά είναι περασμένες αυτές οι εποχές». «Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η ''πάσα'' αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής», σπεύδει να συμπληρώσει σε εξαιρετική θεολογική του εργασία ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, π. Ιερόθεος. Επίσης ο ίδιος σε άλλο άρθρο του τονίζει ξεκάθαρα πως «η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η προφητική, αποστολική καί πατερική θεολογία καί γι' αυτό δέν μπορεί νά αποδοθή μέ άλλους όρους, όπως μεταπροφητική, μετααποστολική καί μεταπατερική, ούτε βέβαια καί μέ τόν όρο μεταορθόδοξη. Συνήθως, άλλα ουμανιστικά ρεύματα λαμβάνουν τέτοια ορολογία, όπως νεωτερική καί μετανεωτερική εποχή». 
Επιπλέον, επιβάλλεται να αναφέρουμε το καταπληκτικό για τη θεολογική του εμβρίθεια και τεκμηρίωση «Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος», που συνέταξε ο Μητροπολίτης Γλυφάδας, π. Παύλος, με το οποίο ξεσκέπασε και ανέλυσε όλες τις πλάνες που διατυπώθηκαν στο συνέδριο. Με το υπόμνημα ζητούσε να τεθεί θέμα για την ίδια την «Ακαδημία» στη Σύνοδο και για τη ζημιά που αυτή προξενεί στο χώρο της Εκκλησίας. Ξεκάθαρος ο Σεβασμιώτατος Γλυφάδας δήλωνε πως «δέν ἀρνούμεθα τόν ἐλεύθερο λόγο στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀλλά δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ὁ ἐλεύθερος λόγος νά καταλήξει σέ προτεσταντικό λόγο». Αλλά και ο Μητροπολίτης Γόρτυνος, π. Ιερεμίας αντέδρασε και μάλιστα πρόσφατα, αρκετά δυναμικά, αφού διετράνωσε σε πύρινο κήρυγμά του πως «λέγοντας λοιπόν ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες εἶναι σάν νά λέγουμε ὅτι δεν ὑπάρχει σήμερα Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία. Και ὅποιος βέβαια πεῖ αὐτό, εἶπε πέρα γιά πέρα μία μεγάλη βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάντοτε, χριστιανοί μου, σέ κάθε ἐποχή, θά ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες, γιατί πάντοτε ὑπάρχει Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα σ᾽ αὐτή».
Το πιο σημαντικό όμως συμπέρασμα, προκύπτει από την ανάλυση που κάνει ο διακεκριμένος ομότιμος καθηγητής του «Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας» του ΑΠΘ, πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, ο οποίος και καταδεικνύει ότι με τα συνεχή αντιπατερικά προγράμματα που εκτελούν οι της «Ακαδημίας», καθιερώνονται στη συνείδηση της Εκκλησίας ως «πατρομάχοι». Μάχονται δηλαδή ευθέως και μετωπικά τους Αγίους Πατέρες και μας θυμίζουν τους «εικονομάχους» του Βυζαντίου. Όπως αναφέρει ο π. Θεόδωρος, «αυτή η πατρομαχία είναι χειρότερη και από την εικονομαχία διότι τα ίδια τα ζώντα όργανα της Χάριτος του Θεού, τους Αγίους Πατέρες, τους βγάζεις από τη μέση. Χειρότεροι από τους εικονομάχους είναι αυτοί οι πατρομάχοι.... Και πλήττουν την Ορθόδοξη Θεολογία, διότι η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι μόνο αποστολική, είναι και πατερική. ''Των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα'' η Εκκλησία φυλάττει. Η αποστολική περίοδος συνεχίζεται με τους Πατέρας. Επομένως είναι ξεθεμελίωμα της Ορθοδοξίας, αν θέσουμε στην άκρη τους Πατέρες». 
Συμπερασματικά επομένως, οφείλουμε να τονίσουμε πως τα δέκα χρόνια λειτουργίας της «Α.Θ.Σ.» υπήρξαν δέκα προβληματικά χρόνια, με την εισαγωγή αρκετών καινοτόμων «θεολογικών» προγραμμάτων, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην ορθόδοξη παράδοση και κουλτούρα. Αντιθέτως παρατηρήθηκε αρθρόα πρόσληψη του «δυτικώς θεολογείν», θριάμβευσε κυριολεκτικά το πνεύμα του «νεο-βαρλααμισμού», δηλαδή της φιλοσοφικής αοριστίας και της κενής απάτης, αφού εκτός του συνεδρίου της «μεταπατερικής θεολογίας», στο οποίο κυρίως εστιάσαμε την προσοχή μας, γιατί ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», γίναμε μάρτυρες προγραμμάτων π.χ. «φεμινιστικής θεολογίας» (με απώτερο στόχο την ένταξη των γυναικών ακόμη και στον κλήρο!!), «λειτουργικής ανανέωσης» (μεταφράσεις παράτυπες των λειτουργικών κειμένων, αλλά και ισοπεδωτική απλοποίηση γενικότερα της λειτουργικής ζωής), συνέδρια «πολυ-πολιτισμικότητας» και «μετανεωτερικότητας» (εναρμονισμένα πλήρως με τις νεοταξίτικες επιταγές), μέχρι και ημερίδες που είχαν ως σκοπό να πληγεί το «ομολογιακό» μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, εις τρόπον ώστε να μετατραπεί σε θρησκειολογικό (δηλαδή να μην κατηχούνται τα ελληνόπουλα με ορθόδοξα νάματα, αλλά να διδάσκονται τις αιρέσεις του παπισμού και του προτεσταντισμού, με μπόλικο ισλάμ, βουδισμό, ινδουισμό κτλ.). Είναι χαρακτηριστικό τέλος, πως το συνέδριο της «μεταπατερικής θεολογίας» χρηματοδοτήθηκε από το «ιησουίτικο» Fordham University από τη Νέα Υόρκη, καθώς και το γερμανικό πανεπιστήμιο του Münster. Δηλαδή σε ένα συνέδριο υποτίθεται «ορθοδόξου ενδιαφέροντος», βασικοί χρηματοδότες του υπήρξαν δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα, ένα παπικό και ένα προτεσταντικό! Κάθε εχέφρων πιστός λοιπόν, ας βγάλει τα συμπεράσματά του!
 
Εκ της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Γατζέας-Βόλου 

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2011

Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας, Η μεταπατερική Θεολογία είναι βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος


Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας:
Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Οἱ μεταπατερικοί θεολόγοι εἶναι ἄγευστοι τοῦ πατερικοῦ πνεύματος καί ἔπρεπε νά… ντρέπωνται.
Ο ΣΕΒ. Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίας εἰς Ποιμαντικήν Ἐγκύκλιόν του (Κυριακήν 15ην Μαΐου) ἐπιτίθεται ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν θεολόγων, κληρικῶν καί ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι «ἀνεκάλυψαν» τήν μεταπατερικήν θεολογίαν, ὑποστηρίζων ὅτι οὗτοι προσβάλλουν τήν μνήμην τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀκολούθως, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης ἐπεσήμανεν ὅτι ἡ παραθεώρησις τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ προώθησις τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διατί μέ τον φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐθεολόγησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἡ ἐγκύκλιος
Τό πλῆρες κείμενον τῆς ἐγκυκλίου ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«1. Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά προσέξετε ἰδιαίτερα τό σημερινό μου κήρυγμα, γιατί θά ὁμιλήσω γιά μία ἁμαρτία, πού γίνεται ἐδῶ καί χρόνια, ἀλλά καί σήμερα ἰδιαίτερα, σχετικά μέ τήν σχέση μας προς τούς ἁγίους Πατέρες. Ὅλοι λέμε στίς προσευχές μας «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», ἀλλά σημασία ἔχει τό ἄν μελετοῦμε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἄν τήν ἐφαρμόζουμε καί ἄν τήν κηρύττουμε σωστά στόν λαό.
(α) Γιά νά σᾶς πῶ λίγα λόγια περί τῶν ἁγίων Πατέρων, λίγα μόνο, σᾶς λέγω πρῶτον ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί θά σᾶς πῶ γιατί: Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστο βιβλίο. Ἄνθρωποι μέν τήν ἔγραψαν, ἀλλά τήν ἔγραψαν μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀφοῦ λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφή γράφτηκε μέ την ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα καί αὐτός πού θέλει νά ἑρμηνεύσει τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει νά ἔχει καί αὐτός τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι πολύ λογικό αὐτό πού σᾶς λέω. Καί γιά νά ἀναφέρω ἐδῶ τό παράδειγμα τοῦ μακαριστοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη λέω, ὅτι ὄχι μόνο αὐτός πού ἔγραψε τό βιβλίο τῶν Μαθηματικῶν πρέπει νά ξέρει Μαθηματικά, ἀλλά καί αὐτός πού διδάσκει Μαθηματικά πρέπει νά γνωρίζει τήν ἐπιστήμη αὐτή. Οἱ ἅγιοι δέ Πατέρες εἶναι, ὅπως εἶπα, οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατί μέ τήν ἄσκησή τους στήν πνευματική ζωή καθάρισαν τήν ψυχή τους καί ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λοιπόν κατανοοῦν σωστά τήν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή.Γι᾽ αὐτό καί μόνο αὐτούς δεχόμαστε ὡς ἀληθινούς ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
(β) Σάν σωστοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι καί σωστοί καθοδηγητές τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό. Εἶναι μιά ἐπιστήμη ὁλόκληρη αὐτό, ἀδελφοί χριστιανοί, τό νά καθοδηγεῖ κανείς σωστά μιά ψυχή πρός τόν Θεό. Καί τήν ἐπιστήμη αὐτή τήν γνωρίζουν καλά οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καί τήν ἐκθέτουν μέ σαφήνεια στά βιβλία τους.
Σχετικά μ᾽ αὐτό, γιά νά μή σᾶς λέω πολλά, ἀρκοῦμαι μόνο σέ αὐτά τά λίγα: Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι γιά νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του –«θέωση» τό λέμε αὐτό – βασικό εἶναι τό να καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη, γιατί εἶναι ἀδύνατο γιά τόν Θεό νά ἑνωθεῖ με ἀκάθαρτο. Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες γνωρίζουν ἀπό την πεῖρα τους τόν τρόπο καί τήν μέθοδο γιά τόν καθαρμό τῆς ψυχῆς. Καί ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἄσκηση. Οἱ ἀθλητές κάνουν ἀσκήσεις, γιά νά ἀποκτήσουν γερό σῶμα. Καί οἱ μαθητές κάνουν «ἐξερσάϊζες» γιά νά μάθουν ἀγγλικά. Ὁμοίως καί ὁ χριστιανός πρέπει νά κάνει ἄσκηση· πρέπει δηλαδή, ὁ κάθε ἕνας μας, κατά τό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νά γίνει ἀσκητής. «Εἴ τις τῶν χριστιανῶν πολιτευθεῖ ἀλλέως, οὐκ ὄψεται τό Πρόσωπον Χριστοῦ τοῦ Βασιλέως», ἔλεγε ἕνα παλαιό ποίημα. Ἔτσι εἶναι χριστιανοί μου! Μέ καλοπέραση καί μέ τρυφηλή ζωή δέν μποροῦμε νά βροῦμε καί νά ζήσουμε τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι ἔζησαν ἀσκητικά καί ὄχι τρυφηλά.
2. Τί συμβαίνει ὅμως τώρα; Ἀκοῦστε: Διαβάζοντας μερικοί τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων βλέπουν σ᾽ αὐτούς ὅλο ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὅλο νά γίνεται λόγος γιά ἄσκηση καί γιά «στενή καί τεθλιμμένη» ὁδό καί λέγουν: Δέν γίνονται αὐτά σήμερα, αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτά ἦταν γιά τήν δική τους ἐποχή καί ὄχι γιά τήν δική μας. Σήμερα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μιά ἄλλη θεολογία. «Με- τα-πατερική», λοιπόν, θεολογία!... Τό κακό αὐτό, χριστιανοί μου, δέν εἶναι τωρινό. Ἔχει χρόνια πού ἔγινε ἡ ζημιά αὐτή στήν πατρίδα μας.
(α) Χρόνια τώρα, καλοί καί μορφωμένοι ἱεροκήρυκες δέν κάνουν στά κηρύγματά τους ἑρμηνευτικό κήρυγμα στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί δέν ὁμιλοῦν, ὅπως ἔκαναν πάλι αὐτοί, γιά κόλαση καί γιά παράδεισο, γιατί «σοκάρουν» τάχα οἱ λέξεις αὐτές στήν ἐποχή μας καί καταθλίβουν ψυχολογικά τούς ἀνθρώπους. Καί ἡ Ἐκκλησία – λέγουν οἱ μεταπατερικοί αὐτοί – πρέπει σήμερα νά γίνει σύγχρονη, γιά νά γίνει δεκτή ἀπό τόν λαό. Διαφορετικά, λέγουν, θά ἀποτύχει!... Σαν δέν ντρέπονται οἱ κύριοι αὐτοί!...
(β) Ἀλλά ἔγινε καί ἡ ἄλλη προσβολή κατά τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Πατέρων, πού δέν τήν νοήσαμε κἄν, γιατί εἴμαστε ἄγευστοι τοῦ πατερικοῦ πνεύματος. Ἀκοῦστε: Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουμε καλά ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἑνωμένοι καί ὅτι ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἕνας «πύργος ὁμοφωνίας» καί ὄχι «πύργος Βαβέλ», διαφωνίας δηλαδή. Οἱ προτεστάντες ὅμως παλαιότερα, τόν 19ο αἰώνα, διχοτόμησαν τούς Πατέρες καί τούς χώρισαν σέ «βιβλίζοντες» καί «ἑλληνίζοντες». Δέν μᾶς πειράζει ὁ λόγος τους αὐτός ὁ προτεσταντικός. Αἱρετικοί εἶναι καί αἱρετικά λέγουν. Το κακό ὅμως εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή, ἡ πλάνη αὐτή, περί χωρισμοῦ τῶν Πατέρων σέ δύο παρατάξεις, ἦλθε καί στόν χῶρο μας, χωρίς νά πολεμηθεῖ ἐπίσημα και δυναμικά. Λάθος ἔκανα! Βρέθηκαν στήν ἑλλαδική μας Ἐκκλησία τρεῖς ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἔχουν τάχα ἑνότητα στήν θεολογία τους. Πρός τιμήν τους γράφω τά ὀνόματά τους: Ὁ ἕνας εἶναι ὁ μακαριστός πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Σεβ. Μητροπολίτης τῆς ἰδιατέρας μου πατρίδος Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί ὁ τρίτος εἶναι ὁ λαμπρός Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου, Πρωτοπρεσβ. π. Γεώργιος Μεταλληνός. Τους εὐχαριστοῦμε καί τούς εὐχόμαστε τήν ἀπόλαυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
(γ) Ἀλλά λέγεται, χριστιανοί μου, καί στούς λόγους καί στίς συζητήσεις πολλῶν μία ἄλλη ἔκφραση σχετικά μέ τούς ἁγίους Πατέρες πού δέν πρέπει νά λέγεται. Λέγουν πολλοί: «Στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων» γινόταν ἔτσι. Αὐτός ὁ λόγος γιά «ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων» δέν πρέπει νά λέγεται, ὅπως πολύ καλά μᾶς τό ἀποδεικνύει καί μᾶς τό τονίζει ὁ ὀρθόδοξος πατήρ Φλωρόφσκυ. Γιατί μιλῶντας γιά κάποια ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι σάν νά λέγουμε ὅτι σήμερα δέν ἔχουμε ἁγίους Πατέρες. Ἀλλά οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναδεικνύονται μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέγοντας λοιπόν ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες εἶναι σάν νά λέγουμε ὅτι δεν ὑπάρχει σήμερα Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία. Και ὅποιος βέβαια πεῖ αὐτό, εἶπε πέρα γιά πέρα μία μεγάλη βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάντοτε, χριστιανοί μου, σέ κάθε ἐποχή, θά ὑπάρχουν ἅγιοι Πατέρες, γιατί πάντοτε ὑπάρχει Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα σ᾽ αὐτή. Ἄλλο βέβαια πού γιά τήν πληθύνουσα σήμερα ἁμαρτία λιγοστεύουν οἱ Πατέρες. Πάντως κουράγιο, χριστιανοί μου, καί μή φοβᾶστε. «Οὐκ ἐκλείψουσι τῇ Ὀρθοδοξίᾳ στρατιῶται», ὅπως ἔλεγε συχνά ὁ Γέροντας τῆς Φλώρινας πατήρ Αὐγουστῖνος.
3. Τέλος, σχετικά μέ τό σημερινό μου κήρυγμα λέω γενικά: Τό νά παραθεωροῦμε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά σοφιζόμαστε νά διδάξουμε στόν λαό μας μία ἄλλη διδαχή, καλή βέβαια καί ὠφέλιμη, ἀλλά ὄχι την ἀκριβῶς πατερική διδασκαλία, μέ τήν πρόφαση μάλιστα ὅτι αὐτή ἡ πατερική διδασκαλία δέν εἶναι για τήν ἐποχή μας, αὐτό λέγω, ἄν τό ποῦμε καί τό κάνουμε, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐθεολόγησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Χριστιανοί μου! Θέλω ὅλα ὅσα θά σᾶς λέω να εἶναι ἀπό τήν δεξαμενή τῶν ἁγίων Πατέρων. Θέλω νά σᾶς εἶμαι ἕνας πατερικός καί ὄχι μεταπατερικός κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Νά εὔχεσθε αὐτό για μένα στόν Ἰησοῦ Χριστό καί στήν Παναγία μας. Καί, ἐπειδή ἔχετε καλή «προῖκα» ἀπό τούς εὐσεβεῖς παπποῦδες καί γιαγιάδες σας, καί ἔχετε γι᾽ αὐτό καλό αἰσθητήριο Ὀρθοδοξίας, σᾶς παρακαλῶ, ὅπου στις πράξεις μου καί στά λόγια μου μέ βλέπετε νά ξεφεύγω ἀπό τό πατερικό καί νά στρέφομαι πρός τό
μεταπατερικό, νά μοῦ τό λέτε γιά νά διορθώνομαι. Στήν Ἐκκλησία μας, στήν Οἰκογένειά μας αὐτή την ἱερή, ὁ ἕνας πρέπει νά βοηθάει τόν ἄλλο γιά τήν σωτηρία του. Ἐγώ νά βοηθάω ἐσᾶς καί ἐσεῖς ἐμένα.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Ἰερεμίας».
«Ορθόδοξος Τύπος», 27/05/2011

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ


 




Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Του Παναγιώτη Τελεβάντου
=============
Συγκινητικοί οι λόγοι του Σεβ. Μητροπολίτη Γορτυνίας κ. Ιερεμία για τη μεταπατερική θεολογία.
Επί της ουσίας στοιχούνται στην καθαρά ορθόδοξη γραμμή, σε μια εγκύκλιο γραμμένη σε πλήρως κατανοητή για τον πολύ κόσμο γλώσσα, προς τον οποίο και απευθύνεται η εγκύκλιος του Σεβασμιότατου.
Το ύφος της εγκυκλίου διακρίνει ένα πολύ ταπεινό φρόνημα που αναπαύει ιδιαίτερα τους πιστούς.
Οι αντιρρήσεις του Σεβασμιότατου για τον Οικουμενισμό, το Νεοβαρλααμισμό και τους άλλους νεωτερισμούς, τη μεταπατερική θεολογία, τον εγκλεισμό των ανθρώπων σε ηλεκτρονική φυλακή και το χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας αναπαύουν τους πιστούς.
Ισως τώρα ορισμένοι που έκριναν τον Σεβασμιότατο τόσο αυστηρά, στο παρελθόν, επειδή απέσυρε την υπογραφή του από την “Ομολογία πίστεως για τον Οικουμενισμό”, να αντελήφθησαν ότι αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αγιος Γόρτυνος σταμάτησε ποτέ να είναι παραδοσιακός ιεράρχης.
Η “Ομολογία πίστεως για τον Οικουμενισμό” είναι απλά ένα κείμενο, που χρησιμοποιήθηκε - με επιτυχία - για να εξεγερθούν πολλοί και να διαμαρτυρηθούν εναντίον του Οικουμενισμού.
Αφού ο Σεβασμιότατος στοιχείται στην πατερική γραμμή πολύ λίγη σημασία έχει αν η υπογραφή του βρίσκεται μεταξύ όσων υπέγραψαν την Ομολογία.
Το σημαντικό - ιδίως για ένα επίσκοπο - είναι να καταθέτει ορθόδοξη ομολογία πίστεως.
Από τη στιγμή που ο Σεβασμιότατος Γόρτυνος το κάνει - και μάλιστα με τη σαφήνεια αυτής της εγκυκλίου-, εμείς δεν έχουμε λόγο παρά να ευχαριστήσουμε τον Κύριο, επειδή μας χάρισε ένα ομολογητή, ταπεινό, αδιάβλητο και καταρτισμένο σε θεολογικά θέματα ιεράρχη.
Παραθέτουμε στη συνέχεια την εγκύκλιο που μας έδωσε την αφορμή για τη σύνταξη του πιο πάνω σχολίου.
*****
Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Του Σεβ. Μητροπολίτη Γόρτυνος κ. Ιερεμία
=================
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστο βιβλίο. Ἄνθρωποι μέν τήν ἔγραψαν, ἀλλά τήν ἔγραψαν μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀφοῦ λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφή γράφτηκε μέ την ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα καί αὐτός πού θέλει νά ἑρμηνεύσει τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει νά ἔχει καί αὐτός τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι πολύ λογικό αὐτό πού σᾶς λέω. Καί γιά νά ἀναφέρω ἐδῶ τό παράδειγμα τοῦ μακαριστοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη λέω, ὅτι ὄχι μόνο αὐτός πού ἔγραψε τό βιβλίο τῶν Μαθηματικῶν πρέπει νά ξέρει Μαθηματικά, ἀλλά καί αὐτός πού διδάσκει Μαθηματικά πρέπει νά γνωρίζει τήν ἐπιστήμη αὐτή. Οἱ ἅγιοι δέ Πατέρες εἶναι, ὅπως εἶπα, οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατί μέ τήν ἄσκησή τους στήν πνευματική ζωή καθάρισαν τήν ψυχή τους καί ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λοιπόν κατανοοῦν σωστά τήν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή.Γι᾽ αὐτό καί μόνο αὐτούς δεχόμαστε ὡς ἀληθινούς ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Σάν σωστοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι καί σωστοί καθοδηγητές τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό. Εἶναι μιά ἐπιστήμη ὁλόκληρη αὐτό, ἀδελφοί χριστιανοί, τό νά καθοδηγεῖ κανείς σωστά μιά ψυχή πρός τόν Θεό. Καί τήν ἐπιστήμη αὐτή τήν γνωρίζουν καλά οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καί τήν ἐκθέτουν μέ σαφήνεια στά βιβλία τους.
Τί συμβαίνει ὅμως τώρα; Ἀκοῦστε: Διαβάζοντας μερικοί τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων βλέπουν σ᾽ αὐτούς ὅλο ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὅλο νά γίνεται λόγος γιά ἄσκηση καί γιά «στενή καί τεθλιμμένη» ὁδό καί λέγουν: Δέν γίνονται αὐτά σήμερα, αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτά ἦταν γιά τήν δική τους ἐποχή καί ὄχι γιά τήν δική μας. Σήμερα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μιά ἄλλη θεολογία. «Μετα-πατερική», λοιπόν, θεολογία!...Τό κακό αὐτό, χριστιανοί μου, δέν εἶναι τωρινό. Ἔχει χρόνια πού ἔγινε ἡ ζημιά αὐτή στήν πατρίδα μας.
Εγινε καί ἡ ἄλλη προσβολή κατά τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Πατέρων, πού δέν τήν νοήσαμε κἄν, γιατί εἴμαστε ἄγευστοι τοῦ πατερικοῦ πνεύματος. Ἀκοῦστε: Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουμε καλά ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἑνωμένοι καί ὅτι ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἕνας «πύργος ὁμοφωνίας» καί ὄχι «πύργος Βαβέλ», διαφωνίας δηλαδή. Οἱ προτεστάντες ὅμως παλαιότερα, τόν 19ο αἰώνα, διχοτόμησαν τούς Πατέρες καί τούς χώρισαν σέ «βιβλίζοντες» καί «ἑλληνίζοντες». Δέν μᾶς πειράζει ὁ λόγος τους αὐτός ὁ προτεσταντικός. Αἱρετικοί εἶναι καί αἱρετικά λέγουν. Το κακό ὅμως εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή, ἡ πλάνη αὐτή, περί χωρισμοῦ τῶν Πατέρων σέ δύο παρατάξεις, ἦλθε καί στόν χῶρο μας, χωρίς νά πολεμηθεῖ ἐπίσημα και δυναμικά. Λάθος ἔκανα! Βρέθηκαν στήν ἑλλαδική μας Ἐκκλησία τρεῖς ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἔχουν τάχα ἑνότητα στήν θεολογία τους. Πρός τιμήν τους γράφω τά ὀνόματά τους: Ὁ ἕνας εἶναι ὁ μακαριστός πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Σεβ. Μητροπολίτης τῆς ἰδιατέρας μου πατρίδος Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί ὁ τρίτος εἶναι ὁ λαμπρός Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου, Πρωτοπρεσβ. π. Γεώργιος Μεταλληνός. Τους εὐχαριστοῦμε καί τούς εὐχόμαστε τήν ἀπόλαυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τέλος, σχετικά μέ τό σημερινό μου κήρυγμα λέω γενικά: Τό νά παραθεωροῦμε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά σοφιζόμαστε νά διδάξουμε στόν λαό μας μία ἄλλη διδαχή, καλή βέβαια καί ὠφέλιμη, ἀλλά ὄχι την ἀκριβῶς πατερική διδασκαλία, μέ τήν πρόφαση μάλιστα ὅτι αὐτή ἡ πατερική διδασκαλία δέν εἶναι για τήν ἐποχή μας, αὐτό λέγω, ἄν τό ποῦμε καί τό κάνουμε, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐθεολόγησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Χριστιανοί μου! Θέλω ὅλα ὅσα θά σᾶς λέω να εἶναι ἀπό τήν δεξαμενή τῶν ἁγίων Πατέρων. Θέλω νά σᾶς εἶμαι ἕνας πατερικός καί ὄχι μεταπατερικός κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Νά εὔχεσθε αὐτό για μένα στόν Ἰησοῦ Χριστό καί στήν Παναγία μας. Καί, ἐπειδή ἔχετε καλή «προῖκα» ἀπό τούς εὐσεβεῖς παπποῦδες καί γιαγιάδες σας, καί ἔχετε γι᾽ αὐτό καλό αἰσθητήριο Ὀρθοδοξίας, σᾶς παρακαλῶ, ὅπου στις πράξεις μου καί στά λόγια μου μέ βλέπετε νά ξεφεύγω ἀπό τό πατερικό καί νά στρέφομαι πρός τό μεταπατερικό, νά μοῦ τό λέτε γιά νά διορθώνομαι. Στήν Ἐκκλησία μας, στήν Οἰκογένειά μας αὐτή την ἱερή, ὁ ἕνας πρέπει νά βοηθάει τόν ἄλλο γιά τήν σωτηρία του. Ἐγώ νά βοηθάω ἐσᾶς καί ἐσεῖς ἐμένα.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Ἰερεμίας».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...