Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2015

Ἡ πασχάλια χαρά

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
                ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!  

Τό Πάσχα, ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ γιορτή μεγάλης χαρᾶς. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστός συναντᾶ τίς μυροφόρες καθώς φεύγουν ἀπό τό μνῆμα, τό πρῶτο πράγμα πού τούς λέει εἶναι ἡ λέξη «Χαίρετε». Ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτή τήν πασχάλια χαρά, τρία σημεῖα ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία: εἶναι χαρά προσωπική, εἶναι χαρά συμπαντική καί εἶναι χαρά εὐχαριστιακή.

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά προσωπική. Ἔτσι καταπῶς τό βεβαιώνουμε στόν πασχάλιο κανόνα τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας: «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ταφή καί ἡ Τριήμερος Ἀνάστασή Του, δέν ὑπάρχουν γιά νά τά ἀτενίζουμε ἁπλά ὡς συμβάντα τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τά βιώνει ὁ καθένας μας ὡς τεκταινόμενα μέσα στήν ἴδια του τή ζωή. Ὑπάρχουν γιά νά εἶναι ἄμεσα καί προσωπικά. Ἐγώ σταυρώνομαι μέ τό Χριστό, ἐγώ θάβομαι μαζί Του καί εἶμαι ἐγώ πού ἀνασταίνομαι ἐκ νεκρῶν μαζί μέ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἀνακαίνιση ἡ δική μου, ἡ ἐπαναδημιουργία μου. Εἶναι εὐλογημένοι ὅσοι τό αἰσθάνονται αὐτό στήν καρδιά τους τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως!

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά συμπαντική. Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέσα ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, ἡ πασχάλια χαρά κοινωνεῖται στό κόσμο τῆς φύσης – στά ζῶα, στόν ἀέρα, στό νερό, σέ καθετί πού ἔρχεται στή ζωή τήν ἄνοιξη. Καί πάλι, ὁ ἀναστάσιμος κανόνας τονίζει ἐμφατικά αὐτό τό στοιχεῖο• «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος• Χριστός γάρ ἐγήγερται». Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία, ὑπῆρχε κάποτε τό ἔθιμο -μπορεῖ καί νά ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα σέ κάποιες περιοχές- νά σταματᾶνε οἱ ἀγρότες, γυρίζοντας ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί κρατώντας τό ἅγιο φῶς, στούς στάβλους τῶν ζώων, καί νά ψέλνουν τόν ἀναστάσιμο ὕμνο στά ἄλογα καί τά κοπάδια – «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Δέν ὑπῆρχε τίποτα τό γλυκερό σ’ αὐτό• ἦταν μία ἀναγνώριση τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά μαζί μέ τόν κόσμο. Εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί πού κατά τή διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης νύχτας εἰσέρχονται σέ ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο!


 



Τό Πάσχα εἶναι ἐπίσης μιὰ χαρά εὐχαριστιακή. Ὁ Κύριος δέν ἀποσύρθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας κατά τήν Ἀνάληψη, ἀλλά μᾶς ἄφησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς ἕνα διαρκῆ δεσμό. Τρώγοντας τόν οὐράνιο Ἄρτο καί πίνοντας ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, ἑνωνόμαστε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τόν ἀναστημένο καί δοξασμένο Χριστό. Γιά νά παραπέμψουμε γιά μία ἀκόμη φορὰ στόν ἀναστάσιμο: «ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ Ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου ». Ἡ πασχάλια χαρά σχετίζεται ἄμεσα μέ τή χαρά τῆς Κοινωνίας. Δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στήν Εὐχαριστία, συμμετέχουμε ἀπό τώρα στό Μεσσιανικό Δεῖπνο, πού θά γευτοῦμε «ἐκτυπώτερον» κατά τήν «ἀνέσπερη ἡμέρα» τῆς οὐράνιας Βασιλείας.

Τό Πάσχα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀφετηρία, ὁ διαφανής καί ἀμετάθετος ἐγκαινιασμός αὐτῆς τῆς «ἀνέσπερης ἡμέρας». Κι εἶναι πραγματικά εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού, καθώς λαμβάνουν τή Θεία Κοινωνία τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, βιώνουν τήν παρουσία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας!



Πραγματική κι ὅμως παράδοξη!

Τό Πάσχα, ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα καταπάνω στό θάνατο, εἶναι τό κέντρο ὅλης μας τῆς λατρείας, τό θεμέλιο ὅλης τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς μας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναστήθηκε πραγματικά ἀπό τούς νεκρούς, τότε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλη μας ἡ πίστη εἶναι «ματαία» (Α’ Κόρ. 15,17) κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α’ Κόρ. 15,19). Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωντανή Χριστιανοσύνη.

Οἱ εὐαγγελικές ἀναφορές στήν Ἀνάσταση ἐπιμένουν ἰδιαίτερα σέ δύο σημεῖα. Καταρχάς, τονίζουν ἐμφατικά τήν πραγματικότητά της. Μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός δέν ἐμφανίστηκε ἁπλά, σάν σέ ὅραμα, στούς μαθητές Του, ἀλλά τούς κατέστησε ὁλότελα σαφές ὅτι ἦταν παρών γιά μία ἀκόμη φορὰ μέ τό πραγματικό -φυσικό Του σῶμα – τό ἴδιο σῶμα πού προσηλώθηκε καί πέθανε πάνω στό Σταυρό. Ἐκεῖνο τό δειλινό τῆς πασχάλιας ἡμέρας, τό πρῶτο πράγμα πού κάνει, ἀφοῦ τούς ἀπευθύνει τόν χαιρετισμό Του, εἶναι νά τούς δείξει τίς πληγές στά χέρια καί τήν πλευρά Του. Μιὰ ἑβδομάδα μετά, ξαναεμφανίζεται καί λέει στό Θωμᾶ: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰωάν. 20,27). Οἱ μαθητές καλοῦνται νά μήν ἔχουν τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς τό σῶμα τοῦ Πάθους στό Γολγοθᾶ καί τό σῶμα τῆς Ἀνάστασης, πού τώρα ἀντικρίζουν μπροστά τους, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. Ὁ ἀναστημένος Σωτήρας δέν εἶναι ἄσαρκο πνεῦμα• «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε», τούς λέει, «ὅτι πνεῦμα, σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα… καί λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγε» (Λουκ. 24, 39-43). Τά Εὐαγγέλια δέν ἀφήνουν χῶρο γιά καμιά ἀμφισημία: ἡ Ἀνάσταση εἶναι πραγματική.

Ὅμως τήν ἴδια στιγμή, ὑπάρχει μιὰ παραδοξότητα, ἕνα μυστήριο γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Περνᾶ μέσα ἀπό κλειστές θύρες (Ἰωάν. 20,19). Μετά τήν Ἀνάσταση, οἱ μαθητές δέν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως τόν Ἰησοῦ στή λίμνη τῆς Τιβεριάδας (Ἰωάν. 21,4)• οὔτε ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας στό δρόμο πρός Ἐμμαούς (Λουκ. 24,16). Ἔχει τό ἴδιο σῶμα πού εἶχε καί πρίν, κι ὡστόσο εἶναι διαφορετικό, διότι τώρα εἶναι «σῶμα πνευματικόν» (Α’ Κόρ. 15,44),

Αὐτό δέν σημαίνει πώς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση εἶναι, ὑπό μία ἔννοια, μή πραγματικό ἤ ἐξαϋλωμένο. Ὄχι: παραμένει ἕνα ὁλότελα φυσικό σῶμα, ἀποτελούμενο ἀπό ὕλη. Ὅμως ἡ ὑλικότητά του ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τούς περιορισμούς πού ὑφίστανται συνήθως τά σώματά μας. Διαθέτει ἐλαφράδα, ἄνωση καί ἐλευθερία – ἰδιότητες πού τά σώματα τῶν δικαίων θά ἀποκτήσουν κατά τή γενική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων, ἀλλά πού ἐμεῖς πρός τό παρόν δυσκολευόμαστε νά φανταστοῦμε. Ὅμως, παρότι θαυμαστά μεταμορφωμένο, παραμένει τό ἴδιο μέ πρίν, ἕνα φυσικό σῶμα.

Ἄς μήν χάνουμε τήν εὐκαιρία, σέ κάθε πασχάλια γιορτή, νά ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας στήν πραγματικότητα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, νά ἀνοίγουμε κάθε φορὰ τά μάτια μας ἐκστατικά ἐνώπιον τοῦ ἀναστημένου σώματός Του, καί νά κοιτᾶμε μπροστά προσδοκώντας τή δική μας μελλοντική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων.

 
Τρία δῶρα καί μία ἀποστολή

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας, εἰσέρχεται μετά τήν Ἀνάσταση, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί ἐμφανίζεται, «οὔσης ὀψίας», στούς μαθητές Του. Κομίζει στούς Ἀποστόλους τρία δῶρα, καί σέ ἀνταπόδοση τούς δίνει τήν ἐντολή ἤ τούς παραγγέλλει νά φέρουν εἰς πέρας μία ἀποστολή. Ποιά εἶναι αὐτά τά τρία ἀναστάσιμα δῶρα καί ποιά ἡ ἀποστολή ποὺ τά συνοδεύει;

Τό πρῶτο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Εἰρήνης; «Ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς• εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19). Ἡ εἰρήνη σημαίνει μία αἴσθηση κατεύθυνσης: Ὄχι τήν ἀπουσία πειρασμῶν καί ἀγώνα -αὐτά συνεχίζονται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας- ἀλλά τήν ἀπουσία ἐκείνης τῆς σύγχυσης, τῆς παραζάλης καί τῆς ἀβεβαιότητας, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά παραλύει. Τέτοια ἦταν ἡ κατάσταση τῶν μαθητῶν. Ὅταν εἶδαν τόν Κύριό τους νά πεθαίνει στό Σταυρό, ἀπογοητεύτηκαν βαθιά καί τράπηκαν σέ φυγή, ὅπως τά πρόβατα χωρίς ποιμένα. Δέν εἶχαν ἰδέα τί θά ἔπρατταν στή συνέχεια. Ὅμως τώρα πού συνάντησαν τόν ἀναστημένο Σωτήρα, ἔχουν πλέον μέσα τούς εἰρήνη. Ἔχουν μία αἴσθηση προσανατολισμοῦ καί ξέρουν πού πηγαίνουν.

Τό δεύτερο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Χαρᾶς: «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωάν. 20,20). Ἡ ἀπόγνωση πού ἔνιωσαν οἱ μαθητές ὅταν εἶδαν τόν Χριστό σταυρωμένο μετατράπηκε τώρα σέ ἀγαλλίαση. Συντετριμμένοι προηγουμένως, ζαρωμένοι ἀπό τό φόβο πίσω ἀπό κλειδωμένες πόρτες, μεταμορφώνονται ἔξαφνα ἀπό μία μεγάλη χαρά.

Τό τρίτο δῶρο εἶναι τό σημαντικότερο ὅλων, εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. 20,22). Προεξοφλώντας τήν πληρέστερη ἀποκάλυψη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ἀναστημένος Χριστός καθιστᾶ τοὺς Ἀποστόλους «πνευματοφόρους». Αὐτό, ἀπό μία ἄποψη, μπορεῖ κανείς νά τό δεῖ ὡς τό πλήρωμα τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνσάρκωσης: ὅπως βεβαιώνουν οἱ Πατέρες, «ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως λέει καί ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας -προσωπική καί ἀναφαίρετη στόν καθένα μας- εἶναι τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».

Αὐτό εἶναι τό τριπλό δῶρο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ: Εἰρήνη, Χαρά καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅμως τά δῶρα ὑπάρχουν πάντα γιά νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους καί νά γίνονται χρήσιμα γιά τό καλό τῶν ἄλλων γι’ αὐτό καί τό τριπλό δῶρο κουβαλᾶ μαζί του καί μία πρόσκληση ἀποστολῆς. «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωαν. 20, 21): ἡ Εἰρήνη, ἡ Χαρά καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεπάγονται τό στάλσιμο τῶν Ἀποστόλων σέ μία ἀποστολή. Πρέπει νά προεκτείνουν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί τό χῶρο, φέρνοντας τό δικό Του μήνυμα συγχωρήσεως στούς ἀπεγνωσμένους καί ἐξουθενωμένους. Ἐνδυναμώθηκαν διά τοῦ Πνεύματος γιά νά κομίσουν μαρτυρία: «ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48).

Κι ὡστόσο, ὁ Κύριος, καθώς προσφέρει τά τρία δῶρα Του καί ἐμπιστεύεται στούς Ἀποστόλους ἕνα ἔργο, κάνει καί κάτι ἄλλο: «Ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν» (Ἰωάν, 20,20). Γιατί; Δέν χωρᾶ καμία ἀμφιβολία πώς νά τούς διαβεβαιώσει πώς αὐτός πού στέκεται μπροστά τους εἶναι πράγματι Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος, ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς μέ τό ἴδιο φυσικό σῶμα πού ὑπέφερε πάνω στό Σταυρό. Ὅμως ὑπάρχει σίγουρα κι ἕνας βαθύτερος λόγος. Ἄν ὁ Σωτήρας τούς δείχνει τά πέντε στίγματα τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους, νωπά ἀκόμα στή σάρκα Του, εἶναι γιά νά τούς καταστήσει σαφές πώς μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει νά ἐκπληρώσουν μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού τούς παρέδωσε. Κι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι νά Τόν ἀκολουθήσουν στό δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά μοιραστοῦν μαζί Του τήν οὐσιαστική αὐτοπροσφορά Του, νά βαστάξουν «ἐν τῷ σώματι, τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γαλ. 6,17). «Ὑμεῖς ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48): ὅσο ὁ καθένας μας γίνεται μάρτυρας, δηλαδή σύν-πάσχει καί σύν-μαρτυρεῖ μαζί μέ τό Χριστό, ὅσο εἴμαστε ἐκτεθειμένοι, ἀνοιχτοί στό πόνο τῶν διπλανῶν μας, τόσο θά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀληθινοί ἀπόστολοι.

Στίς βιτρίνες τῶν γραφείων κηδειῶν ὑπάρχει κάποιες φορές ἡ ἐπιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ἤ σταυρῶν». Ὅμως στή πραγματικότητα δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ τῶν δύο: δέν μποροῦμε νά φορέσουμε τό στεφάνι τῆς ἀναστάσιμης νίκης, ἄν δέν σηκώσουμε μαζί μέ τό Χριστό τό Σταυρό. Κατά τό Μεσαίωνα, τά «πασχάλια μνήματα», οἱ κατασκευές δηλαδή ἐκεῖνες πού ἑτοιμάζονταν γιά νά στολίσουν κάθε Πάσχα τούς ἀγγλικούς ναούς, ἔφεραν πάνω τους τήν ἐπιγραφή «Vincit qui patitur» – «Αὐτός πού πάσχει νικᾶ». Αὐτό συνέβη μέ τό Σωτήρα μας καί αὐτό πρέπει νά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Ἄς βαστάξουμε λοιπόν στό σῶμα μας τά στίγματα τοῦ σταυρωθέντα Ἰησοῦ, καί στή συνέχεια, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μοιραστοῦμε μαζί μέ τούς ἄλλους τήν Εἰρήνη καί τή Χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ!
Πηγή

Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2015

Νηστεία σημαίνει Εγκράτεια, Προσευχή, Αγαθοεργία

Θα προσεχθεί ότι στην κοινή Ορθό­δοξη χρήση οι λέξεις «νηστεία» και «εγκρά­τεια» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά. Πριν την Β’ Βατικάνεια Σύνοδο η Ρωμαιο­καθολική Εκκλησία έκανε μια σαφή διά­κριση μεταξύ των δύο όρων: Η εγκράτεια αφορούσε το είδος του φαγητού που ετρώγετο άσχετα από την ποσότητα, ενώ νηστεία σήμαινε ένα περιορισμό στον αρι­θμό των γευμάτων ή στην ποσότητα του φαγητού που μπορούσε κάποιος να πάρει. Έτσι για μερικές μέρες απαιτούντο και τα δύο, και η εγκράτεια και η νηστεία. Εναλ­λακτικά η μια μπορούσε να παραγράφει, η άλλη όχι. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνεται μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των δύο λέξεων. Κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσ­σαρακοστής υπάρχει συχνά ένας περιορι­σμός σχετικά με τον αριθμό των γευμάτων που πρέπει κανείς να τρώει καθημερινά, αλλά όταν δίνεται άδεια για ένα γεύμα δεν υπάρχει περιορισμός σχε­τικά με την ποσότητα της τροφής που επι­τρέπεται κάποιος να φάει. Οι Πατέρες απλώς δηλώνουν σαν μια κατευθυντήρια αρχή ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να τρώμε μέχρι κορεσμού αλλά να σηκωνόμαστε πάντα από το τραπέζι νοιώθοντας ότι θα μπορούσαμε να φάμε περισσότερο κι ότι είμαστε τώρα έτοιμοι για προσευχή.
nhstpros1
Είναι σημαντικό να μην παραβλέ­πουμε τις σωματικές απαιτήσεις της νηστείας αλλά είναι ακόμα πιο σημαντικό να μην παραβλέπουμε την πνευματική της σημασία. Η νηστεία δεν είναι μόνο ζήτημα δίαιτας. Είναι ηθικό όπως και σωματικό. Η πραγματική νηστεία πρέπει να μεταστραφεί στην καρδιά και στη θέληση. Πρέ­πει να επιστρέφει στο Θεό, πρέπει να γυρίσει σαν τον Άσωτο στο σπίτι του Πατέρα μας. Με τα λόγια του Αγίου Ιωάννη του Χρυστοστόμου «εγκράτεια σημαίνει όχι μόνο από τα φαγητά αλλά και από τις αμαρτίες». «Η νηστεία», επιμένει, «έπρεπε να τηρείται όχι μόνον από το στόμα αλλά και από τα μάτια, τα αυτιά, τα πόδια, τα χέρια και όλα τα μέλη του σώμα­τος»: το μάτι πρέπει να απέχει από αισχρά θεάματα, το αυτί από κακεντρεχή φλυαρία, τα χέρια από πράξεις αδικίας.
Είναι άσκοπο να νηστεύεις από φαγητό, δια­μαρτύρεται ο Μέγας Βασίλειος, και να εντρυφάς στην κατάκριση και στη συκοφαντία. Το ίδιο σημείο φαίνεται στο Τριώδιο ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρα­κοστής: «Νηστεύσωμεν ώσπερ εν τοις βρώμασιν εκ παντός πάθους…Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον, τω Κυρίω· αληθής νηστεία, η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους, και επιορκίας· η τούτων ένδεια, νηστεία εστίν, αληθής και ευπρόσδεκτος…Νηστείαν ουκ αποχήν βρωμάτων μόνον τελέσωμεν, αλλά παντός υλικού πάθους αλλοτρίωσιν».
Η βαθύτερη σημασία της νηστείας συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στην τριάδα: Προσευχή, νηστεία, αγαθοεργία. Χωρισμένη από την προσευχή και τη συμμετοχή των αγίων μυστηρίων, ασυντρόφευτη από πράξεις ελέους η νηστεία μας γίνε­ται φαρισαϊκή ή ακόμα δαιμονική. Δεν οδηγεί στη συντριβή και στη χαρά αλλά στην έπαρση, την εσωτερική ένταση και εριστικότητα. Ο δεσμός μεταξύ της προσευχής και της νηστείας καταδεικνύεται σωστά από τον π. Αλέξανδρο  Ελχανίνωφ. Ένας αρνητής της νηστείας του λέει: «Η δουλειά μας ζημιώνει και γινόμαστε  νευρι­κοί. .. Δεν έχω δει ποτέ υπηρέτες (στην προεπαναστατική Ρωσία) τόσο κακοδιάθετους όσο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της Αγίας Εβδομάδας. Ολοφάνερα η νηστεία έχει μια πολύ κακή επίδραση πάνω στα νεύρα». Σ’ αυτό ο π. Αλέξαν­δρος απαντά: «έχεις απόλυτο δίκαιο… αν δεν συνοδεύεται από την προσευχή και από μια πιο έντονη πνευματική ζωή οδηγεί βασικά σε μια αυξημένη κατάσταση νευρικότη­τας. Είναι φυσικό ότι οι υπηρέτες που νήστευαν αυστηρά και οι οποίοι εξαναγκάζον­ταν να εργαστούν σκληρά κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής ενώ δεν τους δινόταν άδεια να εκκλησιαστούν, ότι θα ήσαν θυμωμένοι και νευρικοί.»
Έτσι η νηστεία είναι χωρίς αξία ή ακόμη βλαβερή όταν δεν συνδυάζεται με την προσευχή. Στο Ευαγγέλιο ο διάβολος εκβάλλεται όχι μόνο με νηστεία, αλλά με «προ­σευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21, Μαρκ. θ’ 29)’ και για τους πρώτους Χριστιανούς αναφέρεται όχι μονάχα ότι νήστεψαν, αλλά ότι «νήστεψαν και προσευχήθηκαν» (Πράξ. ιγ’, 3, παράβαλε ιδ’, 23). Και στις δύο, και στην Παλαιά και στην Καινή Δια­θήκη, αντικρίζεται η νηστεία όχι σαν ένας σκοπός αλλά σαν μια βοήθεια σε πιο έντονη και ζωντανή προσευχή, σαν προπαρασκευή για πιο αποφασιστική δραστη­ριότητα ή για άμεση συνάντηση με τον Θεό. Έτσι η σαρανταήμερη νηστεία του Κυρίου μας στην έρημο ήταν η άμεση προετοιμασία για τη δημόσια διακονία του (Ματθ. δ’, 1—11). Όταν ο Μωυσής νήστεψε (Εξόδ. λδ’, 28) στο Όρος Σινά και ο Ηλίας στο Όρος Χωρήβ (Γ’ Βασιλ. ιθ’,8—12), η νηστεία και στις δύο περιπτώσεις συνδεόταν με μια θεοφάνεια. Η ίδια σύνδεση μεταξύ νηστείας και θέας του Θεού είναι φανερή στην περίπτωση του Απ. Πέτρου (Πράξ. ι’, 9—10): «Ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί. Εκεί πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα» κι άκουσε τη φωνή του Θεού. Τέτοιος είναι πάντα ο σκοπός της ασκητικής νηστείας, για να μας καταστή­σει ικανούς, όπως το θέτει το Τριώδιο, να «προσέλθωμεν όρει το των ευχών».
(Πηγή: The Lenten  Triodion, London 1978, sel. 14-19, μετάφραση:ΕΛΙΣΑΙΟΣ)
πηγή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Το νόημα της Νηστείας

Ποια είναι η έννοια της λέξης «νηστεία»; Εδώ χρειάζεται απόλυτη προ­σοχή έτσι ώστε να διατηρηθεί μια κανονική ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού. Στο εξωτερικό επίπεδο η νηστεία περιέχει φυσική αποχή από φαγητά και ποτά και χωρίς τέτοιαν εξωτε­ρική αποχή δεν μπορεί να τηρηθεί μια ολοκληρωμένη και αληθινή νηστεία: Όμως οι κανονισμοί για το φαγητό και το ποτό δεν πρέπει ποτέ να αντιμετωπίζονται ως αυτοσκοπός γιατί η ασκητική νηστεία έχει πάντα έναν εσωτερικό και αφανή σκοπό. Ο άνθρωπος είναι μια ενότητα σώματος και ψυχής, «εξ αοράτου τε και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως», με τα λόγια του Τριωδίου· και η ασκητική μας νηστεία θα έπρεπε να περιλαμβάνει ταυτό­χρονα και τις δύο αυτές φύσεις.
nohmnhst1
Η τάση να δίνεται υπερβολική έμφαση σε εσωτερικούς κανονισμούς σχετικά με την τροφή με ένα νομικίστικο τρόπο, και η αντίθετη τάση να περιφρονούνται αυτοί οι κανονισμοί σαν απηρχαιωμένοι και άχρηστοι, είναι και οι δύο αξιοθρήνητες σαν προδοσία της πραγματικής Ορθοδοξίας. Και στις δύο περιπτώσεις διαταράσσεται η κανονική ισορροπία μεταξύ εξωτερικού και εσωτερι­κού.
Η δεύτερη τάση είναι αναμφίβολα η πιο επικρατούσα στις μέρες μας, ιδιαίτερα στη Δύση. Μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα οι πλείστοι Δυτικοί Χριστιανοί, από κοινού με τους αδελφούς τους στην Ορθόδοξη Ανα­τολή, απείχαν, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής όχι μόνον από κρέας αλλά και από ζωικά προϊόντα όπως τα αυγά, το γάλα, το βούτυρο και το τυρί. Στην Ανατολή και όμοια στη Δύση, η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής απαιτούσε μια αυστηρή σωματική προσπά­θεια. Αλλά στη Δυτική Χριστιανοσύνη τα τελευταία πεντακόσια χρόνια οι σωματικές απαιτήσεις της νηστείας έχουν μειωθεί στα­θερά μέχρι που τώρα είναι λίγο περισσό­τερο από συμβολική. Διερωτάται κανείς πόσοι από εκείνους που τρώνε τηγανίτες την τελευταία ημέρα Αποκριάς των Δυτικών, γνωρίζουν τον αρχικό λόγο γι’ αυτό το έθιμο (για να χρησιμοποιηθούν  όλα τα αυγά και το βούτυρο που έμειναν πριν αρχίσει η νηστεία της Μεγάλης Τεσ­σαρακοστής); Ο σύγχρονος Ορθόδοξος κόσμος μια και είναι εκτεθειμένος στη Δυτική εκκοσμίκευση αρχίζει επίσης να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι αυτής της χαλάρωσης.
Ένας λόγος γι’ αυτήν την κάμψη στη νηστεία είναι σίγουρα η αιρετική στάση απέναντι στην ανθρώπινη φύση ή η κίβδηλη «πνευματοκρατία» η οποία απορ­ρίπτει ή παραγνωρίζει το σώμα αντιμετωπί­ζοντας τον άνθρωπο αποκλειστικά με προϋποθέσεις του σκεπτόμενου  μυα­λού του. Σαν αποτέλεσμα, πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί έχουν χάσει την αληθινή θέα του ανθρώπου σαν μιας ολοκληρωμένης ενότητας του ορατού και του αόρατου: Αρνούνται τον θετικό ρόλο που παίζει το σώμα στην πνευματική ζωή, ξεχνώντας τη διαβεβαίωση του Απ. Παύ­λου: «το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν… δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών» (Α’ Κορ. ς’ 19—20).
Άλλος λόγος για την κάμψη στη νηστεία προβάλλεται στις μέρες μας ότι οι παραδοσιακοί κανόνες δεν είναι πια εφαρ­μόσιμοι σήμερα. Αυτοί οι κανόνες προϋποθέτουν, έτσι υποστηρίζεται, μια κλειστά οργανωμένη, μη πλουραλιστική Χριστια­νική, κοινότητα που ακολουθεί ένα γεωρ­γικό τρόπο ζωής που τώρα πια είναι όλο και περισσότερο γεγονός του παρελθόν­τος. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Αλλά χρειάζεται επίσης να λεχθεί ότι η νηστεία, όπως εφαρμοζόταν σύμφωνα με την παράδοση στην Εκκλη­σία, πάντα ήταν δύσκολη και πάντα συνεπαγόταν κακουχία. Πολλοί από τους συγχρόνους μας είναι πρόθυμοι να νηστέψουν για λόγους υγείας ή ομορφιάς ή για να χάσουν βάρος. Δεν μπορούμε εμείς οι Χριστιανοί να κάνουμε τα ίδια για χάρη  της ουράνιας Βασιλείας; Γιατί γινόταν η αυτα­πάρνηση ευχαρίστως δεκτή από προηγού­μενες γενιές Ορθοδόξων, κι από μας τους διαδόχους τους σήμερα να αποδεικνύεται  ένα τόσο ανυπόφορο φορτίο; Κάποτε ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ διερωτήθηκε γιατί τα θαύματα της χάριτος ήταν τόσο άφθονα έκδηλα στο παρελθόν, ενώ δεν ήσαν πια φανερά στις μέρες του, και σ’ αυτό απάντησε: «Μονάχα ένα πράγμα λεί­πει, η σταθερή αποφασιστικότητα».
Ο πρωταρχικός σκοπός της νηστείας είναι να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την εξάρτησή μας από τον Θεό. Αν εξασκείται σοβαρά, η Σαρακοστιανή αποχή από το φαγητό (ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες) περικλείει μια σημαντική δόση πραγματι­κής πείνας κι επίσης ένα συναίσθημα κόπωσης και σωματικής εξάντλησης. Ο σκοπός της είναι να μας οδηγήσει με τη σειρά της σ’ ένα συναίσθημα εσωτερικής ταπείνωσης και συντριβής· να μας φέρει, δηλαδή, στο σημείο όπου μπορούμε να εκτιμήσουμε όλη την ισχύ της δήλωσης του Χριστού: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’,5). Αν πάντοτε χορταίνουμε και ξεδιψούμε πλήρως, εύκολα αναπτύσσουμε μια λανθασμένη αίσθηση αυτονομίας και αυτάρκειας. Η τήρηση μιας σωματικής νηστείας κλονίζει αυτήν την αμαρτωλή αυτάρκεια. Μας απογυμνώ­νει από την επίπλαστη ασφάλεια του Φαρι­σαίου (ο οποίος νήστευε, είναι αλήθεια, αλλά όχι με το σωστό πνεύμα). Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μάς δίνει τη σωτήρια αυτή — δυσαρέσκεια του Τελώνη. (Λουκ. ιη’ 10—13). Αυτή είναι η αποστολή της πείνας και της κόπωσης: για να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και την εξάρτησή μας από τη βοήθεια του Θεού.
Θα ήταν όμως παραπλανητικό να μιλούμε γι’ αυτό το στοιχείο της κόπωσης και της πείνας. Η εγκράτεια οδηγεί όχι κυρίως σ’ αυτό αλλά επίσης σε ένα συναί­σθημα φωτισμού, εγρήγορσης, ελευθερίας και χαράς. Ακόμα κι αν η νηστεία κατ’ αρχήν αποδεικνύεται εξασθενητική αργότερα ανακαλύπτουμε ότι μας καθιστά ικα­νούς να κοιμόμαστε λιγότερο, να σκεφτόμαστε καθαρότερα και να εργαζό­μαστε πιο αποφασιστικά. Όπως αναγνωρίζουν πολλοί γιατροί, οι περιοδικές νηστείες συμβάλλουν στη σωματική υγεία. Ενώ περιέχει γνήσια αυταπάρνηση η νηστεία δεν ζητά να βλάψει το σώμα μας αλλά μάλλον να αποκαταστήσει σ’ αυτό την υγεία και την ισορροπία του. Οι πλείστοι από μάς στο Δυτικό κόσμο συνήθως τρώμε περισσότερο από ό,τι χρει­αζόμαστε. Η νηστεία απελευθερώνει το σώμα μας από το υπερβολικό βάρος και το κάνει πρόθυμο σύντροφο στο έργο της προσευχής, ακοίμητο και ευαίσθητο στη φωνή του Αγίου Πνεύματος.
πηγή

Τετάρτη, Ιουλίου 30, 2014

Ποιά τά σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα;




Ποιά τά σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου; 


- Κατὰ τὴν ἄποψή μου, τὸ σοβαρότερο πνευματικὸ πρόβλημα τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαίου εἶναι ἡ ἀπώλεια νοήματος καὶ σκοποῦ. Στὴ σύγχρονη Δυτικὴ Εὐρώπη οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν μεγάλο βαθμὸ ὑλικῆς εὐμάρειας, σαφῶς μεγαλύτερης ἀπ' ὅτι στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», καθὼς τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι πὼς δὲν βρίσκουν λόγο ὕπαρξης, δὲν βρίσκουν κανένα σκοπὸ ἢ κατεύθυνση στὴ ζωή τους, καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο μ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπωλέσει τὴν πίστη τους, μεγάλος ἀριθμὸς χριστιανῶν αἰσθάνεται τὸ ἴδιο. Ὡς ἕνα βαθμὸ αὐτὸ συνδέεται μὲ μία μεγάλη μεγαλύτερη ἀποδόμηση τῆς κοινωνίας. 

Στὸ παρελθόν, στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπως συμβαίνει ἀκόμη σὲ ἄλλα μέρη τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι γεννιόντουσαν σὲ μιὰ ζῶσα κοινότητα, σὲ μιὰ εὐρύτερη οἰκογένεια, ἐντὸς πολλῶν δικτύων, ἐκείνων τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς κωμόπολης, καὶ ἔνοιωθαν ὅτι κατεῖχαν μία θέση στὴν κοινωνία. Σήμερα, ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος νοιώθει μόνος, εἴτε –συχνότατα-, ἀκόμη καὶ ἐὰν δύο ἄνθρωποι συζευχθοῦν, πρόκειται ἁπλῶς περὶ δύο προσώπων, δὲν ὑφίσταται ἡ εὐρύτερη οἰκογένεια, θεῖοι, θεῖες, ἐξαδέλφια, φίλοι, νὰ τοὺς στηρίξουν. 

- Ὅ,τι ἀποκαλοῦμε πυρηνικὴ οἰκογένεια. 

- Ἀκριβῶς, πυρηνικὴ οἰκογένεια. Νομίζω δὲ ὅτι αὐτὴ [ἡ κατάσταση] ὑποβάλλει τὸ γάμο σὲ μεγάλη πίεση καὶ ἐξάλλου, στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία μας, ὡς ἕνα βαθμὸ ἄγνωστο στὸ παρελθόν, ἔχουμε ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν συζευχθεῖ, ποὺ πιθανὸν νὰ εἶχαν περιστασιακὲς σχέσεις μὲ ἄλλους, ἀλλ' ὄχι σταθερὲς μὲ τὴν ἔννοια τῆς μακρόχρονης δέσμευσης, καθὼς ἐπίσης ἔχουμε γύρω μας τόσους ἀνθρώπους τῶν ὁποίων οἱ γάμοι εἶναι διαλυμένοι. Ὅταν κοιτῶ στὴν ἐκκλησία μου, ἐδῶ στὴν Ὀξφόρδη, ἐννοῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀναλογίζομαι πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχουν πραγματικὴ οἰκογένεια. Φυσικά, ὑπάρχουν ἄλλοι στοὺς ὁποίους τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά, ὑφίστανται μητέρα, πατέρας καθὼς καὶ οἰκογένειες μὲ παιδιά, ἀλλὰ ἀκόμη βλέπω τόσους ἀνθρώπους ἀπομονωμένους. 

Ὅταν δέχομαι τὶς ἐξομολογήσεις τους, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι συνήθως οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διαπράξει ἀσυνήθιστα εἴτε ὑπερβολικὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, καὶ ἐὰν ἀφουγκραστῶ ὄχι τόσο αὐτὰ ποὺ λένε ὅσο τὴ σιωπή τους, αὐτὰ ποὺ δὲν λένε, ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἐξαγορεύουν στὴν ἐξομολόγηση εἶναι τὸ ἑξῆς: «Δὲν βρίσκω κανένα νόημα στὴ ζωή μου» . Καὶ κατὰ συνέπεια, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτιστους σκοποὺς τοῦ πνευματικοῦ πατρός, σήμερα, εἶναι ὄχι νὰ ἐπιπλήττει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν κακία τους, ὄχι νὰ συντρίβει τὴν ὑπερηφάνειά τους. Πολὺ συχνὰ δὲν ἔχουν ἱκανὴ αἴσθηση τῆς προσωπικῆς τους ἀξίας καὶ νοήματος. 

Ὀφείλουμε νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἀγαπᾶ, ὅτι κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι μοναδικό, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἕνα εἰδικὸ σκοπὸ γιὰ κάθε ἕνα μας καὶ ὅτι δὲν εἴμαστε ἁπλὰ πιόνια ἐπιτραπέζιου παιχνιδιοῦ, ποὺ μποροῦν νὰ ἀντικατασταθοῦν. Σὲ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο ὑπάρχει ἕνας θησαυρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνευρίσκεται σὲ κανέναν ἄλλο. Ὅμως, γιὰ μένα αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ πρόβλημα. Φέρνω στὴ μνήμη μου κάποιον, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ἐδῶ καὶ λίγες ἑβδομάδες: «Ἐὰν πέθαινα αὔριο, δὲν θὰ τὸ ἔπαιρνε εἴδηση κανείς». Ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης, ἡ ὁποία συχνὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀπόγνωσης. 

Κατὰ συνέπεια, ἐὰν θὰ μποροῦσα νὰ προσθέσω δυὸ λέξεις ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἴμαστε πλασμένοι κατ' εἰκόνα Θεοῦ, τουθ' ὅπερ σημαίνει, πρωτίστως κατ' εἰκόνα Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως ἐνέχει ἐπίσης τὴν ἔννοια κατ' εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἂν ἀναρωτηθοῦμε ποιὸ εἶναι τὸ βασικὸ νόημα τῆς Τριάδος, σαφῶς πρόκειται περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι ἁπλὰ αὐταγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμοιβαία ἀγάπη. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἁπλὰ ἡ ἐνδοστρεφὴς ἀγάπη τοῦ ἑνός, εἶναι ἡ συνενωτικὴ καὶ συμμετοχικὴ ἀγάπη τῶν τριῶν, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες Πατέρες καλοῦν «περιχώρηση». Ὥστε, ἐὰν ἐμεῖς, τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα, εἴμαστε κατ' εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε πλασμένοι νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ εἴμαστε πλήρως ἀνθρώπινοι ἐὰν εἴμαστε ἀπομονωμένοι, ἐὰν εἴμαστε μόνοι. Μέσῳ τῶν σχέσεών μας μὲ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πλάσματα φτάνουμε στὴν ὁλοκλήρωσή μας. 

- Διαφορετικὰ παραμένουμε ἁπλὰ σαρκικοί. 

- Ἀκριβῶς. Καὶ θὰ συμφωνοῦσα μὲ τὸν Γάλλο συγγραφέα Bernanos, ποὺ γράφει ὅτι «Κόλαση εἶναι νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀγαπήσεις πλέον». Αὐτὸ ὅμως εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς σύγχρονης κοινωνίας μας. Ὑπάρχει ἀσίγαστη δίψα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀσίγαστη δίψα γιὰ ἀγάπη. Ἴσως δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθεῖ, ἴσως θεωροῦν ὅτι ὑπάρχει δυστυχία, ἀλλὰ ἐὰν μπορούσαμε νὰ βροῦμε τρόπους στὴ σύγχρονη κοινωνία μας νὰ πληρώσουμε τὴ δίψα τους, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνονται πραγματικὲς Τριαδικὲς εἰκόνες... 
πηγή

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2014

Ἡ ἰδιωτικὴ προσευχή




Ὅταν ἕνας Ὀρθόδοξος σκέφτεται γιὰ προσευχὴ ἔχει κυρίως ὑπ’ ὄψιν του τὴν κοινὴ λειτουργικὴ προσευχή. Ἡ κοινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολὺ μεγαλύτερο μέρος στὴν θρησκευτική του ἐμπειρία παρὰ σ’ αὐτὴν τοῦ μέσου δυτικοῦ Χριστιανοῦ. Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν προσεύχονται παρὰ μόνο ὅταν βρίσκονται στὴν ἐκκλησία. Ἀντίθετα ὑπάρχουν εἰδικὰ προσευχητάρια μὲ τὶς καθημερινὲς προσευχὲς γιὰ νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθόδοξους, πρωὶ καὶ βράδυ μπροστὰ στὶς εἰκόνες στὸ σπίτι τους. Οἱ προσευχὲς σ’ αὐτὰ τὰ βιβλία εἶναι κατὰ μεγάλο ποσοστὸ παρμένες ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιον ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν κοινὴ Λατρεία, καὶ ἔτσι ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι του ὁ Ὀρθόδοξος προσεύχεται «μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκόμη καὶ στὸ σπίτι του συναδελφώνεται μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ προσεύχονται μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅπως κι αὐτός. Ἡ προσωπικὴ προσευχὴ εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα στὰ πλαίσια τῆς κοινότητας. Κανένας δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ μόνο σὰν μέλος τοῦ Σώματος. Ἀκόμη καὶ σὲ ἀπομόνωση «στὸ ταμεῖον» ὁ Χριστιανὸς προσεύχεται σὰν μέλος τῆς λυτρωμένης κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ μαθαίνει πῶς νὰ λατρεύει» (1). 

Στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὅπως δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ Λειτουργίας καὶ προσωπικῆς λατρείας, ἔτσι δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ μοναχῶν καὶ ὅσων ζοῦν στὸν κόσμο. Οἱ προσευχὲς στὰ προσευχητάρια ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ λαϊκοί, εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καθημερινὰ στὰ μοναστήρια σὰν μέρος τῆς Θείας Λατρείας. Τὰ ἀνδρόγυνα ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο Χριστιανικὸ δρόμο ὅπως οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς κι ἔτσι ὅλοι παρόμοια χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες προσευχές. Φυσικὰ τὰ προσευχητάρια αὐτὰ στοχεύουν μόνο σὰν ὁδηγοί, σὰν πλαίσια προσευχῆς, καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖ ὅπως τὸ νοιώθει μὲ δικά του λόγια.

Οἱ ὁδηγίες στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν πρωϊνῶν προσευχῶν δίνουν ἔμφαση στὴν ἀνάγκη περισυλλογῆς γιὰ μιὰ «ζωντανὴ» προσευχὴ στὸν «Ζῶντα » Θεό. Στὴν ἀρχὴ λέγουν: «Μόλις ξυπνήσεις προτοῦ ξεκινήσεις τὴ μέρα στάσου μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὸν Παντεπόπτη Θεό. Κάμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πές: Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν. Προσφωνώντας ἔτσι τὴν Ἁγία Τριάδα μεῖνε γιὰ λίγο σιωπηλὸς ὥστε οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά σου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ κοσμικὲς ἔγνοιες. Μετὰ ἀπάγγειλε τὶς ἀκόλουθες προσευχὲς χωρὶς βιασύνη καὶ μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά».

Στὸ τέλος τῶν πρωινῶν προσευχῶν σημειώνεται: «Ἂν ἡ ὥρα στὴ διάθεσή σου εἶναι λίγη καὶ ἡ ἀνάγκη ν’ ἀρχίσεις δουλειὰ εἶναι πιεστική, εἶναι καλύτερα νὰ πεῖς μερικὲς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ποὺ εἰσηγοῦνται, μὲ προσοχὴ καὶ ἀφιέρωση, παρὰ νὰ τὶς ἀπαγγείλεις ὅλες βιαστικὰ καὶ χωρὶς αὐτοσυγκέντρωση».

Ὑπάρχει ἐπίσης μία σημείωση στὶς πρωινὲς προσευχὲς γιὰ ὅλους, ποὺ τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ διαβάσουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας.

Γιὰ παράδειγμα, ἂς πάρουμε δύο προσευχὲς ἀπὸ τοὺς «Ὁδηγοὺς» ἡ πρώτη γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς ἡμέρας γραμμένη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Κύριε κάνε ὥστε νὰ συναντήσω τὴν ἐρχόμενη μέρα εἰρηνικά. Βοήθα με σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ στηρίζομαι πάνω στὸ θεῖο Σου θέλημα. Σὲ κάθε ὥρα τῆς ἡμέρας ἀποκάλυψε τὸ θέλημά Σου σὲ μένα. Εὐλόγησε τὶς συναλλαγὲς μ’ ὅλους ὅσους μὲ περιτριγυρίζουν. Δίδαξέ με νὰ μεταχειρίζομαι τὸ κάθε τί ποὺ συναντῶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς μέρας μὲ ψυχικὴ γαλήνη καὶ μὲ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι ἡ θέλησή Σου τὰ κυβερνᾶ ὅλα. Σ’ ὅλα μου τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια κυβέρνησε τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μου. Σὲ ἀπρόβλεπτα γεγονότα μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ξεχάσω ὅτι ὅλα στέλλονται ἀπὸ Σένα. Δίδαξὲ με νὰ ἐνεργῶ σταθερὰ καὶ σοφά, χωρὶς νὰ πικραίνω καὶ νὰ στενοχωρῶ τοὺς ἄλλους. Δός μου δύναμη νὰ ἀντέξω τὴν κόπωση τῆς μέρας ποὺ ἔρχεται μὲ ὅλα ὅσα θὰ φέρει. Καθοδήγησε τὴν θέλησή μου, δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι· προσεύχου ὁ ἴδιος σὲ μένα. Ἀμήν».

Αὐτὲς εἶναι μερικὲς φράσεις ποὺ κλείνουν τὴν βραδυνὴ προσευχή: «Τοῖς μισοῦσιν καὶ ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε. Τοῖς ἀγαθοποιοῦσιν ἀγαθοποίησον, τοῖς ἀδελφοις καὶ οἰκείοις ἡμῶν χάρισαι τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ ἐπίσκεψαι καὶ ἴασιν δώρησαι, τοὺς ἐν θαλάσσῃ κυβέρνησον, τοῖς ἐν ὁδοιπορίαις συνόδευσον... Τοὺς ἐντειλαμένους ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν ἐλέησον κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. Μνήσθητι Κύριε τῶν προκοιμηθέντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ ἀνάπαυσον αὐτούς, ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου....»

Ὑπάρχει ἕνα εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται πλατειὰ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀποτελέσει ποτὲ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ὁ τυπικὸς «Διαλογισμός», σύμφωνα μὲ μιὰ μέθοδο, τὴν Ἰγνατιανή, τὴν Σαλπικιακή, τὴν Σαλεσιανή, ἤ κάποια ἄλλη. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐνθαρρύνονται νὰ διαβάζουν τὴν Βίβλο ἤ τοὺς Πατέρες ἀργὰ καὶ σὲ βάθος. Ἀλλὰ τέτοια ἄσκηση ἐνῶ εἶναι ἐξαιρετικὴ στὸ σύνολό της δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ προσευχή, οὔτε ἔχει συστηματοποιηθεῖ καὶ περιορισθεῖ σὲ καμμιὰ μέθοδο. Κάθε ἕνας προτρέπεται νὰ διαβάζει ὅπως τὸν ἀναπαύει.

Μὰ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀσκοῦν τυπικὸ Διαλογισμὸ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἔχει παίξει ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ, Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Μιὰ καὶ κάποτε λέγεται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δίνουν ἀρκετὴ σημασία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Χριστοῦ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ κλασσικὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες προσευχὲς εἶναι βασικὰ Χριστοκεντρικὴ• ἀπευθύνεται καὶ συγκεντρώνεται στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ὅσοι ἔχουν μεγαλώσει μέσα στὴν παράδοση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν μποροῦν οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχάσουν τὸν Ἐνσαρκωμένο Χριστό.

Σὰν βοήθημα στὴν ἀπαγγελία αὐτῆς τῆς προσευχῆς πολλοὶ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν κομβοσχοίνι ποὺ διαφέρει κάπως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦν στὴν Δύση. Τὸ Ὀρθόδοξο κομβοσχοίνι εἶναι καμωμένο ἀπὸ μαλλὶ ἔτσι δὲν κάνει θόρυβο ὅπως ἕνας σπόγγος μὲ χάντρες.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι προσευχὴ θαυμαστῆς εὐελιξίας, εἶναι προσευχὴ γιὰ ἀρχάριους μὰ συνάμα, προσευχὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὰ βαθύτερα μυστήρια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ὁποτεδήποτε, ὀπουδήποτε• περιμένοντας στὴ σειρά, περπατώντας, ταξιδεύοντας, σὲ λεωφορεῖο ἤ στὸ τραῖνο, δουλεύοντας, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ κοιμηθεῖς τὸ βράδυ σὲ ὧρες σοβαρῆς ἀνησυχίας, ὅταν ἀδυνατεις νὰ συγκεντρωθεῖς σὲ ἄλλες προσευχές. Μὰ ἂν βέβαια κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ λέγει τὴν «εὐχὴ» σὲ σκόρπιες περιστάσεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, εἶναι διαφορετικὸ θέμα νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνεις λίγο - πολὺ συνεχῶς καὶ νὰ χρησιμοποιεῖς τὶς φυσικὲς ἀσκήσεις ποὺ ἔχουν συνδεθεῖ μαζί της. Ὀρθόδοξοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἐπιμένουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονται συστηματικὰ στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει, ὅπου εἶναι δυνατόν, νὰ μποῦν κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση πεπειραμένου διδασκάλου καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτα ἀπὸ μόνοι τους.

Γιὰ μερικοὺς ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ «εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ» ὥστε δὲν ἐπαναλαμβάνεται κατόπιν συνειδητῆς προσπάθειας ἀλλὰ ἀπαγγέλεται ἀπὸ μόνη της, συνεχίζοντας ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ ἤ γράφει, στὰ ὄνειρά του, ξυπνώντας τὸν τὸ πρωί.

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ προσεύχεται ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα θὰ προσεύχεται συνεχῶς μέσα του. Τότε, οὔτε ὅταν κοιμᾶται οὔτε ὅταν εἶναι ξύπνιος θὰ ἀποκοπεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του• μὰ ὅταν τρώγει κι ὅταν πίνει, ὅταν ξαπλώνει ἤ ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται βαθειὰ ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς θὰ εἰσπνέεται μέσα στὴν καρδιά του ἀπὸ μόνη της.»

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἔτσι ὥστε ἡ ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ θείου ὀνόματος ἐνεργεῖ σὰν ἕνα ἀποτελεσματικὸ σημάδι τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα εἶδος μυστηρίου» (2). «Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν βρίσκεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, συνδέει τὴν καρδιὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς θέωσης... Λάμποντας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὸ φῶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, φωτίζει ὅλον τὸ Σύμπαν» (3)

Σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς ὅπως καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν σὲ μερικὲς στιγμές, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀποδεικνύεται μεγάλη πηγὴ διαβεβαίωσης καὶ χαρᾶς.

«Νὰ πῶς προχωρῶ τώρα καὶ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ πολύτιμο καὶ γλυκὺ πράγμα στὸν κόσμο. Κάποτε περπατῶ 43 ἡ 44 μίλια τὴν μέρα καὶ νοιώθω ὅτι δὲν περπατῶ καθόλου. Ἔχω μόνο τὴν συναίσθηση ὅτι λέγω τὴν «εὐχή». Ὅταν μὲ διαπερνᾶ τὸ τσουχτερὸ κρύο ἀρχίζω καὶ λέγω τὴν εὐχὴ μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο καὶ σύντομα ζεσταίνομαι ὅλος. Ὅταν ἡ πείνα μὲ καταβάλλει καλῶ πιὸ συχνὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ξεχνάω τὴν ἐπιθυμία μου γιὰ φαγητό. Ὅταν πέσω ἄρρωστος μὲ ρευματισμοὺς στὴν ράχη καὶ στὰ πόδια συγκεντρώνω τὶς σκέψεις μου στὴν «εὐχὴ» καὶ δὲν νοιώθω τὸν πόνο. Ἂν κάποιος μοῦ κάνει κακό, τὸ μόνο ποὺ ἔχω εἶναι νὰ σκεφτῶ πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸ τραῦμα κι ὁ θυμὸς περνοῦν μακρυὰ καὶ τὰ ξεχνάω ὅλα... Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ μπορῶ καὶ καταλαβαίνω τώρα τὸ νόημα τῆς περικοπῆς τοῦ Ἀποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α' Θεσσαλονικεῖς ε' 17).» (4)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Γ. Φλωρόφσκυ — Prayer private and Corporate ( Ologos publications, Saint Louis), p. 3.
2) In Moine de l’ Eglise d’ Orient. - La Priere Jesus, Chevetogne, 1952, p. 87.
3) S. Bulgakov - The Orthodox Church, p. 170-1
4) Οἱ περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ, σ. 26-8

Μετάφραση: Θεοφάνη Τομάζου

Κυριακή, Ιουλίου 13, 2014

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ – ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΔΙΟΚΛΕΙΑΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΓΟΥΕΑΡ



Οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες -
έργο του Ηλία Δημητρέλου. 
Ὑπάρχουν ὁρισμένα βιβλία ποὺ μοιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴ δική τους ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἔκδοσής τους περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητα, ἐνῷ ἡ ἐπίδρασή τους γίνεται ἐμφανὴς μετὰ ἀπὸ δύο ἢ περισσότερους αἰῶνες. Ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο βιβλίο…

Ποιός ἦταν  λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶΝικόδημος δημοσίευσαν αὐτὴ τὴ μεγάλη συλλογὴ Πατερικῶνκειμένων σχετικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή;Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε κρίσιμη καμπὴ γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Παρὰ τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, ἡ βυζαντινὴ (ἢ καλύτερα ἡ ρωμαίικη) περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδοξίας συνεχίστηκε χωρὶς διακοπὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Μὲ αὐτὸ ἐννοῶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνέχισε νὰ παίζει κεντρικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες κοιτάζοντας πίσω στὸ παρελθόν, εἶχαν ὡς ἰδεῶδες τους τὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου.

Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 18ου αἰώνα ὡστόσο, μία νέα ἰδεολογία ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν λόγιων Ἑλλήνων· τὸ πνεῦμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ὕφος αὐτῆς τῆς νέας νοοτροπίας ἦταν περισσότερο κοσμικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ρωμιῶν, ἂν καὶ ἀρχικὰ τουλάχιστον δὲν ἦταν ρητὰ ἀντιεκκλησιαστικό. Οἱ πρωταγωνιστὲς αὐτοῦ τοῦ κινήματος στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω, πιὸ πίσω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, προβάλλοντας ὡς ἰδεῶδες τὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλέους, ποὺ τόσο θαύμαζαν στὴ Δύση. Πρότυπά τους δὲν ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς κλασικῆς περιόδου. Αὐτοὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐμπνεύστηκαν ὡστόσο, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ δυτικὴ λατρεία γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ γενικότερα ἀπὸ τὴ νοοτροπία τοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung), ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν ἰδεολόγων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ ἀπὸ τὸν ψευδο-μυστικισμὸ τῶν Μασόνων…

Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι  Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἶναι  πιὸδιακεκριμένος ἐκπρόσωπος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ στὰ τέλητοῦ 18ου αἰώνατότε οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπρόσωποι τοῦρωμαίικουεἶναι οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας ἅγιοςΝικόδημος καὶ  ἅγιος ΜακάριοςΜαζὶ μὲ τοὺς ἄλλουςΚολλυβάδεςοἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος αἰσθάνθηκανἀπειλητικὴ τὴ διείσδυση τῶν ἰδεῶν τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦστὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τουςΠίστευαν ὅτι  ἀναγέννησητῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰγίνει πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναβίωση τῆςμυστικῆς καὶ νηπτικῆς θεολογίας τῶν ΠατέρωνΜὴν ἐλπίζετε στὴ νέα ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης, ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες συμπατριῶτες τους. Θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπογοήτευση. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἀναγέννησηςεἶναι νὰ ἀνακαλύψουμε ἐξαρχῆς τὶς γνήσιες ρίζες μας στὸ παρελθὸν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι τὸ μήνυμά τους ἐξίσου ἐπίκαιρο σήμερα, ὅσο ἦταν καὶ τὸν 18ο αἰώνα;

Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ

ΠΗΓΗ : ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΔΙΟΚΛΕΙΑΣ, Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ ΣΕ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ, εκδ, ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Σ. ΩΝΑΣΗΣ. 

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Τι είναι η Μετάνοια;

Τι είναι η Μετάνοια;
Τι σημαίνει μετάνοια;
Συνήθως θεωρείται ως θλίψη για την αμαρτία, ένα αίσθημα ενοχής, μια αίσθηση στενοχώριας και τρόμου για τις πληγές που προκαλέσαμε στους άλλους και τον εαυτό μας.


Μια τέτοια άποψη όμως είναι επικίνδυνα ατελής.
Η στενοχώρια και ο τρόμος υπάρχουν πράγματι συχνά στη βίωση της μετάνοιας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η μετάνοια, δεν αποτελεί καν το σπουδαιότερο τμήμα της. Αν θεωρήσουμε όμως κατά τρόπο κυριολεκτικό τον όρο «μετάνοια», τότε θα βρεθούμε πιο κοντά στην καρδιά του ζητήματος.
Μετάνοια σημαίνει «αλλαγή του νου»: όχι απλώς λύπη για το παρελθόν, αλλά μια θεμελιώδης μεταμόρφωση της όρασής μας, ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και τον Θεό – σύμφωνα με τον Ποιμένα του Ερμά, είναι «μια μεγάλη κατανόηση». Μια μεγάλη κατανόηση και όχι, αναγκαστικά, μια συναισθηματική κρίση. Η μετάνοια δεν είναι ένας παροξυσμός τύψεων και αυτό-οικτιρμού, αλλά μεταστροφή, επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής μας στην Αγία Τριάδα.
Ως «νέος νους», ως μεταστροφή και επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής, η μετάνοια είναι κάτι το θετικό, και όχι αρνητικό. «Μετάνοια εστί θυγάτηρ ελπίδος, και άρνησις ανελπισίας», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Δεν είναι απελπισία, αλλά σφοδρή αναμονή∙ δεν είναι το αίσθημα πως κάποιος έφτασε σε αδιέξοδο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα βγει απ’ αυτό. Δεν είναι αυτομίσος, αλλά επιβεβαίωση του αληθινού μου εαυτού, του δημιουργημένου κατ’ εικόνα Θεού. Μετάνοια σημαίνει πως κοιτάζω, όχι προς τα κάτω, στις δικές μου ελλείψεις, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού∙ όχι προς τα πίσω αυτομεμφόμενος, αλλά προς τα εμπρός με εμπιστοσύνη. Μετάνοια είναι να βλέπω όχι το γιατί απέτυχα να γίνω κάτι, αλλά τι ακόμη μπορώ να γίνω με τη Χάρη του Χριστού.
Όταν η μετάνοια ερμηνευτεί μ’ αυτήν την θετική έννοια, δεν θεωρείται πλέον μια απλή πράξη, αλλά μια συνεχής στάση.
Ο θετικός χαρακτήρας της μετάνοιας γίνεται προφανής όταν σκεφτούμε τι προηγείται των λόγων του Χριστού «μετανοείτε∙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Στον προηγούμενο στίχο ο ευαγγελιστής παραθέτει τον στίχο 9,2 του Ησαΐα: «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Αυτό είναι το άμεσο πλαίσιο της εντολής του Κυρίου για μετάνοια: προηγείται η αναφορά στο «μέγα φως» που ανέτειλε γι’ αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι, και ακολουθείται από μια άλλη αναφορά για την εγγύτητα της Βασιλείας του Θεού. Η μετάνοια, λοιπόν, είναι μια φώτιση, μια μετάβαση από το σκότος στο φως∙ μετάνοια σημαίνει να ανοίξουμε τα μάτια μας στην Θεϊκή ακτινοβολία∙ όχι να καθόμσατε θλιμμένοι στο λυκόφως, αλλά να χαιρετούμε την αυγή που έρχεται.
Η μετάνοια έχει επίσης εσχατολογικό χαρακτήρα, είναι ένα άνοιγμα προς τα Έσχατα, που δεν βρίσκονται απλώς στο μέλλον, αλλά είναι ήδη παρόντα∙ το να μετανοούμε σημαίνει να αναγνωρίζουμε πως η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται ανάμεσά μας, και ότι αν αποδεχτούμε τον ερχομό της Βασιλείας, όλα τα πράγματα θα γίνουν καινούρια για μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Kallistos Ware - Bishop of Diokleia
«Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ»

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Εἰς τὴν Πεντηκοστήν -Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ



 



Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σώζεται ἀπὸ μόνος του. Σώζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».

Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.
Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.

Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.

Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾶ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.
«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).

Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή.

γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή.
Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καὶ νὰ ξεχαστεῖ ὁ ρόλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, στὸ ἔργο τους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλληλοσυμπληρώνονται, καὶ αὐτὸ ἰσχύει τόσο στὴν Ἐκκλησιολογία ὅσο καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἐνῷ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος λέγει πὼς «ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία», ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος γράφει τὸ ἐξίσου ἀληθὲς πὼς «ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ναὸς καὶ κατοικία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο μᾶς ἑνώνει, ἀλλ᾿ ἐγγυᾶται καὶ τὴν ἄπειρη ποικιλία τῶν προσώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία: κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ γλῶσσες πυρὸς «διαμοιράστηκαν» καὶ ἐκάθησαν «ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον» τῶν παρόντων. Τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι δῶρο στὴν Ἐκκλησία, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ προσωπικὸ δῶρο, προσαρμοσμένο στὸν χαρακτῆρα τοῦ καθενὸς καὶ τῆς καθεμιᾶς. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α´ Κορ. 12, 4). Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ἰσοπέδωση τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιβολὴ ἐνὸς ἄκαμπτου καὶ ὁμοιόμορφου προτύπου πάνω σ᾿ ὅλους, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζουν κάποια ἀνιαρὴ μονοτονία, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀναπτύξει τὴν πιὸ ἔντονη καὶ διακεκριμένη προσωπικότητα. Πληκτικὸ εἶναι τὸ κακὸ κι ὄχι ἡ ἁγιότητα.

Αὐτὴ ἐν συντομίᾳ εἶναι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία – εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, σῶμα Χριστοῦ, πληρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος- εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, θεία καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ὁρατή, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινότητες, ποὺ λειτουργοῦν πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἀόρατη, ἐπειδὴ περιλαμβάνει τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἀνθρώπινη, ἐπειδὴ ἁμαρτωλοὶ ἀποτελοῦν τὰ ἐπίγεια μέλῃ της, εἶναι θεία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, μεταξὺ στρατευμένης Ἐκκλησίας καὶ θριαμβευούσας (σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ ὁρολογία), ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ συνιστοῦν μία μοναδικὴ καὶ συνεχῆ πραγματικότητα. «Ἡ ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία, ζεῖ σὲ πλήρη κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός». Βρίσκεται στὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ Μέλλοντος, καὶ ζεῖ ταυτόχρονα στοὺς δυὸ Αἰῶνες.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

Τὰ Μυστήρια




«Ὁ Λυτρωτής μας, ποὺ τὸν βλέπαμε κάποτε σωματικά, τώρα εἶναι παρὼν στὰ μυστήρια»
Ἅγ. Λέων ὁ Μέγας
 

Τὰ μυστήρια κατέχουν κεντρικὴ θέση στὴ Χριστιανικὴ λατρεία. «Καὶ ἄλλως δὲ μυστήριον καλεῖται», γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν Εὐχαριστία, «ὅτι οὒχ ἅπερ ὁρῶμεν πιστεύομεν, ἀλλ’ ἕτερα ὁρῶμεν, καὶ ἕτερα πιστεύομεν... Ἀκούω σῶμα Χριστοῦ, ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ ἄπιστος». Αὐτὸς ὁ διπλὸς χαρακτῆρας, ὁ ταυτόχρονα ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικός, εἶναι τὸ διακριτικὸ χαρακτηριστικό τοῦ μυστηρίου: τὰ μυστήρια, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Σὲ κάθε μυστήριο ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς ἑνὸς ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ μία ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Στὸ βάπτισμα ὁ χριστιανὸς ὑφίσταται μία ὁρατὴ κατάδυση στὸ νερό, ἐνῷ ταυτόχρονα καθαρίζεται ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Στὴν Εὐχαριστία λαμβάνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ ὁρατὴ ἄποψη εἶναι ἄρτος καὶ οἶνος, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα μεταλαμβάνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Στὰ περισσότερα μυστήρια ἡ Ἐκκλησία παίρνει ὑλικὰ πράγματα –νερό, ψωμί, κρασί, λάδι- καὶ τὰ μετατρέπει σὲ ὀχήματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ μυστήρια μᾶς μεταφέρουν στὸ γεγονὸς τῆς Σάρκωσης, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὑλικὴ σάρκα καὶ τὴν κατέστησε ὄχημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀφετέρου δὲ προεικάζουν τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν τελικὴ λύτρωση τῆς ὕλης κατὰ τὴν Ἐσχάτη Ἡμέρα. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει κάθε προσπάθεια ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ καταστήσει τὰ μυστήρια λιγότερο ὑλικά. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπὸ ὁλιστικοὺς ὅρους, ὡς μία ἀδιάλυτη ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος ἔτσι, ὥστε τὰ μυστήρια, στὰ ὁποῖα συμμετέχουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ περιλαμβάνουν τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους. Τὸ βάπτισμα τελεῖται διὰ καταδύσεως. Στὴν Εὐχαριστία χρησιμοποιεῖται ἔνζυμος ἄρτος κι ὄχι μπισκότα. Κατὰ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἱερέας δὲν μεταδίδει τὴν ἄφεση ἐξ ἀποστάσεως, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν στὴν κεφαλὴ τοῦ μετανοοῦντα. Στὴν κηδεία συνηθίζεται τὸ φέρετρο νὰ παραμένει ἀνοικτό, καὶ ὅλοι προσέρχονται νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν κεκοιμημένο – τὸ νεκρὸ σῶμα εἶναι ἀντικείμενο ἀγάπης, κι ὄχι ἀποστροφῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνήθως ἀναφέρεται σ’ ἑπτὰ μυστήρια, τὰ ἴδια ἀκριβῶς ποὺ ἀναφέρει καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία: Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία, Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση, Ἱερωσύνη, Γάμος, Εὐχέλαιο

Ὁ κατάλογος αὐτὸς δημιουργήθηκε καὶ σταθεροποιήθηκε μόλις τὸν δέκατο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν ἡ Λατινικὴ ἐπιρροὴ βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτή, οἱ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς διέφεραν σημαντικὰ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν μυστηρίων ποὺ ἀνέφεραν: ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μιλᾷ γιὰ δύο, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης γιὰ ἕξι, ὁ Ἰωάσαφ, Μητροπολίτης Ἐφέσου (δέκατος πέμπτος αἰῶνας) γιὰ δέκα. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν ἑπτὰ μυστήρια, συνήθως διαφέρουν ὡς πρὸς τὰ μυστήρια ποὺ περιλαμβάνουν στὸν κατάλογό τους. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ δὲν παρουσιάζει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ λόγους εὐκολίας στὴ διδασκαλία.

Ὅσων ἡ σκέψη κινεῖται στὰ τυπικὰ πλαίσια ποὺ θέτει ὁ ὅρος «ἑπτὰ μυστήρια», πρέπει νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ δύο παρανοήσεις. Κατ’ ἀρχάς, ἂν καὶ τὰ ἑπτὰ μυστήρια εἶναι ὅλα γνήσια, δὲν διαθέτουν ὅμως τὴν ἴδια σπουδαιότητα, ἀλλ’ ὑπάρχει μία κάποια «ἱεράρχηση» μεταξύ τους. Ἡ Εὐχαριστία, παραδείγματος χάριν, βρίσκεται στὴν καρδιὰ ὅλης της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει, π.χ. μὲ τὸ Εὐχέλαιο. Τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία κατέχουν μία εἰδικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων: σύμφωνα μὲ μία φράση ποὺ υἱοθετήθηκε στὴ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ Ρουμάνων καὶ Ἀγγλικανῶν θεολόγων στὸ Βουκουρέστι τὸ 1935, αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια «προεξάρχουν τῶν ἄλλων θείων μυστηρίων».

Δεύτερον, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὰ «ἑπτὰ μυστήρια», δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀπομονώνουμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες πράξεις τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα, καὶ οἱ ὁποῖες συμβατικὰ ὀνομάζονται μυστηριακὲς πράξεις ἢ Ἁγιαστικὲς τελετές. Στὶς πράξεις αὐτὲς ἀνήκει ἡ τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ μεγάλος Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων, ἡ τελετὴ τῆς ταφῆς, καὶ τὸ χρῖσμα τοῦ Μονάρχη. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ τὴν ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ἐπίσης πάρα πολλὲς εὐχές, ποὺ καὶ αὐτὲς διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα: εὐχὲς γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ σιταριοῦ, τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ λαδιοῦ. Γιὰ τὰ φροῦτα, τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ σπίτια. Γιὰ κάθε ἀντικείμενο καὶ στοιχεῖο. Αὐτὲς οἱ βραχύτερες εὐχὲς καὶ ἀκολουθίες εἶναι συχνὰ πολὺ πρακτικὲς καὶ πεζές: ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἑνὸς αὐτοκινήτου, ἢ μίας μηχανῆς τρένου, ἢ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν βλαβερῶν ζῳυφίων. Δὲν ὑπάρχει κανένας ἄκαμπτος διαχωρισμὸς μεταξὺ μίας εὐρύτερης καὶ μίας στενότερης ἔννοιας τοῦ ὅρου «μυστήριο»: ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς μία ἑνότητα, ὡς ἕνα μοναδικὸ καὶ μεγάλο μυστήριο, ποὺ οἱ διάφορες πτυχὲς του ἐκφράζονται μὲ μία μεγάλη ποικιλία πράξεων, ποὺ μερικὲς τελοῦνται μόνο μία φορὰ στὴ ζωή μας, ἐνῷ ἄλλες ἴσως καθημερινά.

Τὰ μυστήρια εἶναι προσωπικά: εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στὸν κάθε χριστιανὸ κατὰ προσωπικὸ τρόπο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὰ περισσότερα μυστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ἱερέας ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν παρόντων, καθὼς τελεῖ τὸ μυστήριο. Ὅταν, παραδείγματος χάριν, προσφέρει τὴ θεία Κοινωνία, λέει: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... (δείνα) τὸ τίμιον Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου...» Ἡ κατὰ τὸ Εὐχέλαιο λέει: «Θεράπευσον, Πάτερ, τὸν δοῦλον σου...(δείνα) ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος καὶ ψυχῆς». Καὶ κατὰ τὴ χειροτονία ὁ ἐπίσκοπος λέει: «Ἡ θεία χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται τὸν ... (δείνα)». Ἀξίζει νὰ προσέξουμε πὼς σὲ κάθε περίπτωση ὁ λειτουργὸς δὲν μιλᾷ στὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν λέει. «Βαπτίζω...», «Χρίω...», «Προχειρίζομαι...». Τὰ «μυστήρια» δὲν εἶναι δικές μας πράξεις, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», καὶ πραγματικὸς τελετουργὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη Χρυσόστομο, «Ὁ ἱερέας ἁπλῶς δανείζει τὴ γλῶσσα του καὶ προσφέρει τὰ χέρια του».
πηγή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2014

Τρεῖς δεῖχτες


Κάλλιστος Γουέαρ (Ἐπίσκοπος Διοκλείας)

Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἕνας πού ἀγαπᾶμε, ὁ προσωπικός μας φίλος. Δέν χρειάζεται ν' ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ φίλου. Ὁ Θεός, λέει ὁ Olivier Clement, «δέν εἶναι ἐξωτερική μαρτυρία, ἀλλά τό μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Ἄν πιστεύουμε στό Θεό, εἶναι γιατί τόν γνωρίζουμε ἄμεσα ἀπό τή δική μας ἐμπειρία καί ὄχι ἀπό λογικές ἀποδείξεις. Παρ' ὄλ' αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐδῶ μία διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐμπειρία» καί στίς «ἐμπειρίες». Ἄμεση ἐμπειρία μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς νά συνοδεύεται ἀναγκαστικά ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες. Ὑπάρχουν πράγματι πολλοί πού ἔφτασαν νά πιστέψουν στό Θεό ἀπό κάποια φωνή ἤ ἀπό κάποιο ὅραμα, σάν κι αὐτό πού δέχθηκε ὁ Ἀπ. Παῦλος στό δρόμο γιά τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 1-9). Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί ἄλλοι πού ποτέ δέν ἔχουν περάσει ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀλλά μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι, σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους καί στό σύνολό της, αἰσθάνονται μία ὁλοκληρωτική ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μία πεποίθηση πού ὑφίσταται σ' ἕνα ἐπίπεδο πιό στέρεο ἀπ' ὅλες τίς ἀμφιβολίες τους. Ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά δώσουν μαρτυρία γιά μίαν ὁρισμένη θέση ἤ στιγμή, ὅπως μπόρεσε ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος, ὁ Pascal ἤ ὁ Wesley, μποροῦν νά ἰσχυριστοῦν μ' ἐμπιστοσύνη: Ξέρω τό Θεό προσωπικά.

Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μίαν ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ' ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν' ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα.
Πρῶτος, εἶναι ὁ κόσμος γύρω μας. Τί βλέπουμε; Πολλή ἀκαταστασία καί φανερή φθορά, πολύ τραγική ἀπελπισία καί φαινομενικά ἄχρηστο πόνο. Αὐτό εἶναι ὅλο; Βέβαια ὄχι. Ἄν ὑπάρχει ἕνα «πρόβλημα κακοῦ», ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα «πρόβλημα καλοῦ». Ὁπουδήποτε κοιτάξουμε, δέν βλέπουμε μόνο σύγχυση ἀλλά καί ὀμορφιά. Στή χιονονιφάδα, στό φύλλο ἤ στό ἔντομο, ἀνακαλύπτουμε σχέδια δομημένα μέ μίαν εὐαισθησία καί ἰσορροπία πού τίποτε φτιαγμένο ἀπ' τήν ἀνθρώπινη ἐπιδεξιότητα δέν μπορεῖ νά τό φτάσει. Δέν πρόκειται νά ἑρμηνέψουμε συναισθηματικά αὐτά τά πράγματα ἀλλά δέν μποροῦμε νά τ' ἀγνοήσουμε. Πῶς καί γιατί ἐμφανίστηκαν αὐτά τά σχέδια; Ἄν πάρω ἕνα πακέτο μέ κάρτες μόλις φερμένες ἀπό τό ἐργοστάσιο, μέ τίς τέσσερις ἄκρες τακτικά τοποθετημένες σέ σειρά κι ἀρχίσω νά τό ἀνακατεύω, τότε ὅσο ἀνακατεύονται τόσο τό ἀρχικό σχέδιο θά ἐξαφανίζεται καί θ' ἀντικαθίσταται ἀπό μίαν ἀνόητη ἀντιπαράθεση. Ἀλλά στήν περίπτωση τοῦ σύμπαντος ἔχει συμβεῖ τό ἀντίθετο. Μεσ' ἀπό ἕνα χάος ἀρχικό ἔχουν ξεπηδήσει σχέδια μέ πολυμορφία καί νόημα πού ὁλοέν' αὐξάνουν, κι ἀνάμεσα σέ ὅλ' αὐτά τά σχέδια τό πιό πολύμορφο καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Γιατί θάπρεπε ἡ διαδικασία ποὺ συμβαίνει στό πακέτο μέ τίς κάρτες ν' ἀντιστραφεῖ ἀκριβῶς στό ἐπίπεδο τοῦ σύμπαντος; Τί ἤ ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι' αὐτή τήν κοσμική τάξη καί τό σχέδιο; Τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι παράλογα. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογική πού μέ σπρώχνει νά ψάξω γιά μίαν ἑρμηνεία ὁπουδήποτε διακρίνω τάξη καί νόημα. 


«Τό Καλαμπόκι ἦταν Ἀνατολή καί Ἀθάνατο Σιτάρι πού ποτέ δέν θάπρεπε νά θεριστεῖ, μήτε ποτέ εἶχε σπαρθεῖ. Νόμιζα πώς ἦταν ἐκεῖ αἰώνια. Ἡ Σκόνη καί οἱ Πέτρες τοῦ Δρόμου ἦταν πολύτιμα σάν Χρυσάφι... Τά Πράσινα Δένδρα, ὅταν τά πρωτοεῖδα μέσα ἀπό μία Πύλη μέ γήτεψαν καί μέ μάγεψαν• ἡ Γλύκα τους καί ἡ ἀλλόκοτη Ὀμορφιά τους ἔκαναν τήν καρδιά μου νά πηδήξει, καί σχεδόν τρελός ἀπό Ἔκσταση πού ὑπῆρχαν τέτοια περίεργα καί θαυμάσια Πράγματα...» Ἡ ἀντίληψη τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Thomas Traherne γιά τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου μπορεῖ νά παραλληλιστεῖ μέ πολυάριθμα κείμενα ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ἐδῶ π.χ. εἶναι τά λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh τοῦ Κιέβου:

Κοίταξε τόν οὐρανό, τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί τ' ἀστέρια, τό σκοτάδι καί τό φῶς, καί τή γῆ πού εἶναι ἁπλωμένη πάνω στά νερά, πῶς εἶναι ρυθμισμένα, Κύριε, ἀπό τήν πρόνοιά σου!

Κοίταξε τά διάφορα ζῶα καί τά πουλιά καί τά ψάρια πῶς στολίζονται μέ τή στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Καί γι' αὐτό τό θαῦμα, ἐπίσης ἀποροῦμε: πῶς ἔχεις δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκόνη καί πόσο διαφέρουν στήν ἐμφάνιση τ' ἀνθρώπινα πρόσωπα: ἀκόμη κι ἄν μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους ἀπ' ὅλο τόν κόσμο, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας μέ τήν ἴδια ἐμφάνιση ἀλλά ὁ καθένας, μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δική του ἐμφάνιση. Ἄς θαυμάσουμε ἀκόμη πῶς τά πουλιά τ' οὐρανοῦ φεύγουν ἀπ' τόν παράδεισό τους: δέ μένουν σέ μία χώρα ἀλλά φεύγουν δυνατά καί ἀδύνατα μαζί, πρός ὅλες τίς χῶρες στήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, σ' ὅλα τά δάση καί τούς ἀγρούς.

*

Αὐτή ἡ παρουσία τοῦ νοήματος μέσα στόν κόσμο μαζί μέ τή σύγχυση, τῆς συνοχῆς καί τῆς ὀμορφιᾶς μαζί μέ τήν ἀσημαντότητα μᾶς δίνει ἕνα πρῶτο «δείχτη» πρός τό Θεό. Βρίσκουμε ἕνα δεύτερο «δείχτη» μέσα μας. Γιατί, περ' ἀπ' τήν ἐπιθυμία μου γιά εὐχαρίστηση καί τήν ἀπαρέσκειά μου γιά τόν πόνο, νά ἔχω μέσα μου ἕνα αἴσθημα καθήκοντος καί ἠθικῆς ὑποχρέωσης, μίαν αἴσθηση τοῦ σωστοῦ καί τοῦ λάθους, μία συνείδηση; Καί αὐτή ἡ συνείδηση δέν μοῦ λέει ἁπλῶς νά ὑπακούω σέ κανόνες πού μέ δίδαξαν ἄλλοι• εἶναι προσωπική. Γιατί, ἐπί πλέον, ἔτσι καθώς εἶμαι τοποθετημένος μέσα στό χρόνο καί στό χῶρο, βρίσκω μέσα μου αὐτό ποῦ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὀνομάζει «ἀπέραντη δίψα» ἤ δίψα γιά ὅ,τι εἶναι αἰώνιο; Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι;

Ἡ ἀπάντηση σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις κάθε ἄλλο παρά φανερή εἶναι. Τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξαιρετικά πλατιά• ὁ καθένας ἀπό μᾶς ξέρει πολύ λίγα γιά τόν ἀληθινό καί βαθύ ἑαυτό του. Μέ τίς ἐξωτερικές κι ἐσωτερικές ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες, μέ τή μνήμη μας καί μέ τή δύναμη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἐκτεινόμαστε πάνω ἀπ' τό διάστημα, ἁπλωνόμαστε πρός τά πίσω καί πρός τά ἐμπρός μέσα στό χρόνο, καί φτάνουμε περ' ἀπ' τό χῶρο καί τό χρόνο μεσ' τήν αἰωνιότητα. «Μέσα στήν καρδιά εἶναι ἀπύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οἱ Ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου. «Δέν εἶναι παρά ἕνα μικρό σκεῦος: κι ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖ δράκοι καί λιοντάρια καί δηλητηριώδη πλάσματα καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας: ἄγρια, ἀπότομα μονοπάτια ὑπάρχουν ἐκεῖ καί ἀνοιχτά χάσματα. Ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι, ὑπάρχει ζωή καί Βασιλεία, ὑπάρχει φῶς καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οὐράνιες πολιτεῖες καί οἱ θησαυροί τῆς χάριτος: τά πάντα ὑπάρχουν ἐκεῖ»

Μ' αὐτό τόν τρόπο ἔχουμε ὁ καθένας μέσα στή δική μας καρδιά, ἕνα δεύτερο «δείχτη» Τί σημαίνει ἡ συνείδησή μου; Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιά τήν αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ποὺ ἔχω; Μέσα μου ὑπάρχει κάτι πού, συνέχεια, μέ κάνει νά κοιτάζω περ' ἀπ' τόν ἑαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μία πηγή θαύματος, μία πηγή γιά μία συνεχῆ αὐτοϋπέρβαση.

πηγή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE: Ο υπολογιστής σου δεν πρόκειται ποτέ να σε αγαπήσει!

Η εποχή μας, είναι  μία εποχή που κυριαρχείται όλο και πιο πολύ από τις μηχανές. Η χρήση της τεχνολογία είναι καλή και ευλογημένη, όμως δυστυχώς πολλοί άνθρωποι είναι τόσο απασχολημένοι «μιλώντας» στους υπολογιστές τους, ώστε έχουν όλο και λιγότερο χρόνο να συζητήσουν μεταξύ τους.

Αντιμέτωποι με μία τέτοια απανθρωποποιητική τάση, υφίσταται για μας, ως ορθοδόξους και ως χριστιανούς, μία επείγουσα ανάγκη να διακηρύξουμε την υπέρτατη σημασία των άμεσων σχέσεων, πρόσωπο με πρόσωπο.
Είμαι ουσιαστικά πρόσωπο όταν συναντώ τους άλλους, όταν εισέρχομαι σε διάλογο μαζί τους, όταν τους κοιτάω στα μάτια και τους επιτρέπω να κοιτάξουν τα δικά μου.
Με άλλα λόγια, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι ζωτικής σημασίας η απόδοση έμφασης στην αξία της φιλίας και της προσωπικής αγάπης. Μόνο τα πρόσωπα είναι ικανά για αγάπη: μπορεί να αγαπάς τον υπολογιστή σου, αλλά ο υπολογιστής σου δεν σε αγαπά. 
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε ώστε τα πρόσωπα, με την εκπληκτική ικανότητά τους για αμοιβαία στοργή και αγάπη, να επισκιαστούν και να καταποθούν από τις μηχανές.

από το βιβλίο: Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα
εκδ. : ΙΝΔΙΚΤΟΣ 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...