Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2014

Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως

Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών (Κούτσας)

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό. Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ' αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5). 

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα. 

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. 

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι». 

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν' ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν' ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4). 

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα: 
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2). 
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς». 

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη. 
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: 
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4). 

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ' αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς. 

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ; 

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν. 

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5). 

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές». 

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6). 

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της». 

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8). 

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9). 

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ' ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή. 
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ' ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος». 
Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου». 

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων. 

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: 
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12). 

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. 

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος». 

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος. 

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ' ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13). 

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». 

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27). 

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν: 

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ' ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ' ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15). 

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό». 

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ' ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ' ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ' αὐτῶν». 
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ' αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ' ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ' ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ' ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16). 
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27). 

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας. 

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...». 

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως. 

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί! 



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104. 
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b. 
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74. 
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32. 
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22 
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49. 
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215 
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215). 
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215. 
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74. 
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32. 
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51. 
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26. 
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325. 
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15. 
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2014

ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΣ ΥΜΑΣ,ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΤΑΡΑΣΘΕ

''Ευλογείτε τους διώκοντας υμας,ευλογείτε και μη καταράσθε''(Προς Ρωμαίους Επιστολή).


ΤΟ ΡΗΜΑ ΕΥΛΟΓΩ στη χριστιανική μας παράδοση —τη βιβλική αντίληψη καί την εκκλησιαστική ευσέβεια— έχει διάφορες σημασίες, πού ό παρών χώρος δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε. Εδώ σημαίνει εύχομαι, επικαλούμαι την ευλογία του Θεοϋ για κάποιον. Είναι βέβαιο ότι ό απόστολος Παύλος σε αυτή την προτροπή του έχει υπόψη του ανάλογα λόγια του Κυρίου μας (Ματθ. 5,44' Λουκ. 6,28), τα όποΐα ασφαλώς ήταν γνωστά στην πρώτη Εκκλησία από την προφορική παράδοση.

Ή αγάπη είναι το γνώρισμα μας ως χριστιανών. "Εχουμε χρέος να αγαπούμε τους πάντες. Χωρίς διακρίσεις καί χωρίς περιορισμούς. Ακόμη καί τους ίδιους τους έχθρούς μας. Αυτούς πού μας μισούν καί μας καταδιώκουν. "Ενας από τους τρόπους με τους οποίους οί πιστοί θα πρέπει να εκφράζουμε αυτή την αγάπη μας είναι καί ή ευλογία. Δηλαδή να ευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Να επικαλούμαστε γι' αυτούς την ευλογία καί τη χάρη του Θεοϋ. Να παρακαλούμε τον Κύριο να τους φωτίσει καί να οδηγήσει τα βήματα τους στο δρόμο της σωτηρίας.
Ασφαλώς μια τέτοια στάση δεν είναι κάτι εύκολο καί απλό. ' Η εμπάθεια συχνά παγιδεύει την καρδιά μας καί ή επιθυμία για αντεκδίκηση πολλές φορές συνταράσσει τον εσωτερικό μας κόσμο. ' Από τα πάθη αυτά, αν δεν τα καταπολεμήσουμε έγκαιρα, παρασύρεται καί ή γλώσσα, ή οποία αρχίζει να κατακρίνει, να υβρίζει, να κακολογεί. ' Ως χριστιανοί όμως οφείλουμε να υπερνικούμε αυτές τίς αντιδράσεις του παλαιού ανθρώπου. Να ελέγχουμε τους λόγους μας καί να αναδεικνύουμε τη γλώσσα μας όργανο ευλογίας.
Ο Άγιος Αντώνιος, μεταξύ άλλων, συμβούλευε τον άββά Παμβώ: «Εγκρατής γενοϋ γλώσσης!». Κι ένας άλλος μεγάλος ασκητής, ό άββάς Σισώης, για τριάντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο προσευχόταν καί έλεγε: «Κύριε Ίησού, σκέπασαν με από της γλώσσης μου».


«Και μη καταρασθε»

 
ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ εναντίον του αλλού αφεθεί ελεύθερο καί θεριέψει μέσα μας, τότε δεν κυριεύει μόνο την καρδιά, υποτάσσει καί τη γλώσσα καί την καθίστα υποχείριο του. Καί αντί να ευλογούμε, όπως οφείλουμε, αρχίζουμε καί καταριόμαστε. Καταρώμαι σημαίνει επιθυμώ καί εύχομαι το κακό καί τη δυστυχία του αλλού. Με τη δύναμη του λόγου επικαλούμαι για το συνάνθρωπο μου ο,τι χειρότερο.  Ακόμη καί αυτό το χωρισμό του από το Θεό. Δεν πρόκειται για ένα απλό αμάρτημα της γλώσσας, αλλά για βαρύτατη αμαρτία πού φανερώνει κακότητα ψυχής, μανία άντεκδικήσεως καί όργίλο χαρακτήρα.

Παρά τη βαρύτητα καί την άποκρουστικότητά της, ή κατάρα δυστυχώς είναι φαινόμενο πολύ διαδεδομένο. Πολλοί από τους συνανθρώπους μας —περισσότερο, βέβαια, από τους άνδρες οί γυναίκες— καταριούνται με μεγάλη ευκολία. ' Ακόμη καί γονείς τα ίδια τα παιδιά τους. Καί τίς περισσότερες φορές από επιπολαιότητα καί αθυροστομία. Σέ όλους μας είναι γνωστές οί φράσεις - κατάρες: «Να μη σε βρει ό χρόνος!», «Κακιά ώρα να σ' ευρει!», «Κακό χαμπάρι να σουρθεί».


Μορφή κατάρας, καί μάλιστα βαρύτερη, είναι καί ή πολυχρησιμοποιούμενη φράση «ανάθεμα σε» καί «αναθεματισμένε» ή αυτές πού δυστυχώς ακούονται νύχτα - μέρα, ακόμη καί από μικρά παιδιά, «άι στο διάβολο!», «Να πας στο διάβολο!», «Να σε πάρει ό διάβολος!».



"Αν με τίς πρώτες επικαλούμαστε το κακό —έστω καί το βαρύτερο — για τους άλλους, αναθεματίζοντας ή διαβολοστέλνοντας κάποιον ευχόμαστε ό,τι χειρότερο: να χωριστεί ό αδελφός μας για πάντα από το Θεό καί να περιέλθει στην εξουσία του σατανά, ' Ο Χριστός μας έχυσε το αίμα Του για να ελευθερώσει «πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (Πράξ. 10,38)• «ίνα τα τέκνα του Θεοϋ τα διεσκορπισμένα συναγάγη είς εν» (Ίω. 11,52). Κι έμεΐς ευχόμαστε για ορισμένους αδελφούς μας να χωριστούν από το Χριστό και να γίνουν λεία του σατανά! Πόσο βαριά λόγια! Τί φρικτό αμάρτημα!


 
Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομοςπολεμώντας την κάκιστη συνήθεια της κατάρας πού επιπόλαζε καί τότε μεταξύ των χριστιανών, σε μία ομιλία του ερωτά: «Τί λοιπόν, είναι αυτό το ανάθεμα πού λες; Δεν σημαίνει αυτός να πάει στο διάβολο, να χάσει τη δυνατότητα σωτηρίας καί να αποξενωθεί από το Χριστό; Καί ποιος είσαι συ; Αυτό είναι έργο της εξουσίας καί της μεγάλης δυνάμεως του Θεοϋ... Γιατί, λοιπόν, ανέλαβες ένα τέτοιο έργο»; Καί ό πολύς ' Ιωσήφ ό Βρυέννιος σαν εξήγηση των δεινών πού έπέρχονταν κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας δίνει, «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και ανάθεματίζομεν το καθ' ήμέραν και μυρίαις άραϊς ύποβάλλομεν».

' Αναφέρεται στο Γεροντικό πώς κάποτε ό άββάς Μακάριος ό Αιγύπτιος ανέβαινε από τη Σκήτη στο ορός της Νιτρίας. "Οταν είχε σχεδόν πλησιάσει, λέει στο μαθητή του: «Προχώρα συ λίγο μπροστά». Καθώς ό μαθητής προχωρούσε, συνάντησε έναν ειδωλολάτρη ιερέα. Ό αδελφός του φώναξε καί του είπε: «"Αχ, δαίμονα, που τρέχεις»; Τότε εκείνος γύρισε καί τον χτύπησε τόσο, ώστε τον άφησε σχεδόν ήμιθανή. Λίγο παρακάτω τον συναντά ό άββάς Μακάριος καί του λέει: «Μακάρι να σωθείς! Μακάρι να σωθείς, κουρασμένε!». Εκείνος απόρησε, τον πλησίασε καί του είπε: «Τί καλό είδες σε μένα καί μου μίλησες έτσι»;  Ο γέροντας του λέει: «Επειδή σε είδα να κοπιάζεις, καί δεν γνωρίζεις ότι μάταια κοπιάζεις». Αυτός του απάντησε: «Κι εγώ με το χαιρετισμό σου συγκλονίστηκα. Καί συνειδητοποίησα ότι είσαι άνθρωπος του Θεοϋ, ενώ ένας άλλος κακός μοναχός πού με συνάντησε, με ύβρισε. Κι εγώ τον χτύπησα αλύπητα».

Ό γέροντας κατάλαβε ότι ήταν ό μαθητής του. Ό ιερεύς τότε, πέφτοντας στα πόδια του γέροντα, του έλεγε: «Δεν θα σε αφήσω, αν δεν με κάνεις μοναχό!». Στή συνέχεια καί οί δυο ήρθαν επάνω οπού ήταν ό μοναχός, τον σήκωσαν καί τον μετέφεραν στην εκκλησία του ορούς. Οί μοναχοί πού είδαν τον ειδωλολάτρη ιερέα μαζί του απόρησαν. Καί τον έκαναν μοναχό. Καί πολλοί από τους εθνικούς έγιναν εξαιτίας του χριστιανοί. "Ελεγε, λοιπόν, ό άββάς Μακάριος: «Ό λόγος ό κακός και τους καλούς ποιεί κακούς• και ό καλός λόγος καί τους κακούς ποιεί καλούς».
Αδελφοί μου,
"Ας φυλάσσουμε τη γλώσσα μας καί ας προσέχουμε τους λόγους μας. Ό καλός λόγος ωφελεί, ενώ ό κακός ζη¬μιώνει. Πάντοτε ας ευλογούμε. "Ολους. Ακόμη καί τους εχθρούς μας. Να ευλογούμε καί να μην καταριόμαστε.

πηγή

-Μητρ.Συμεών Κούτσα
ΜΑΘΗΤΕΥΣΑΤΕ(Ομιλίες στους Αποστόλους)
Εκδ.''Τήνος''

Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2013

«Ἐγκρατείᾳ τήν σάρκα ταπεινῶσαι πάντες σπουδάσωμεν, τό θεῖον ὑπερχόμενοι στάδιον τῆς ἀμώμου νηστείας...».Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών



 Ἡ ἀναγκαιότητα γιά μιά ὑπεύθυνη στάση καί μιά συνειδητή πορεία κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή μᾶς ὑποχρεώνει νά θέσουμε τό ἐρώτημα: Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ἱερῆς αὐτῆς περιόδου; Σέ τί συνίσταται ἡ πιό βασική ἐπιδίωξή μας;
Ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἀνευρίσκουμε στήν ἐκκλησιαστική μας ὑμνογραφία· στούς ἱερούς ὕμνους μέ τούς ὁποίους κι ἀπόψε κι ὁλόκληρη τήν Τεσσαρακοστή ἀπευθυνόμαστε πρός τόν Τριαδικό Θεό μας.
Οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν τήν ἱερή γλώσσα τῆς λατρείας. Καί σ᾿ αὐτούς ἔχει ἀποταμιευθεῖ ὁ πλοῦτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Μ᾿ αὐτούς ἐκφράζεται ἡ ἐξαγιασμένη αἴσθηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας, λοιπόν, ἀπό τούς ὕμνους πού ψάλαμε καί πού μᾶς ὑποδεικνύει τί ὀφείλουμε νά πράξουμε καί πῶς θά πρέπει νά βιώσουμε κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι καί τό 1ο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας· ἀπευθύνεται στή συναγμένη Ἐκκλησία καί τήν προτρέπει:
«Ἐγκρατείᾳ τήν σάρκα ταπεινῶσαι πάντες σπουδάσωμεν, τό θεῖον ὑπερχόμενοι στάδιον τῆς ἀμώμου νηστείας...».
Δηλαδή: Καθώς εἰσερχόμαστε στό ἱερό στάδιο τῆς ἄμωμης νηστείας, ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ ζῆλο νά ταπεινώσουμε τή σάρκα μέ τήν ἐγκράτεια.
Τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε εἶναι, τί σημαίνει ἐγκράτεια στή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως.
Προκαταβολικά θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἐγκράτεια δέν εἶναι μόνο ἡ νηστεία, νοούμενη ἀποκλειστικά ὡς ἀποχή βρωμάτων. Τό περιεχόμενο τῆς ἐγκράτειας, σύμφωνα μέ τή χριστιανική ἐμπειρία, εἶναι πολύ πιό εὐρύ. Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει καί ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐγκράτειαν δέ ἡγούμεθα ὁρίζεσθαι οὐ μόνον τήν τῶν βρωμάτων ἀποχήν (τοῦτο γάρ πολλοί καί τῶν παρ᾿ Ἕλλησι φιλοσόφων κατώρθωσαν), ἀλλά πρό γέ πάντων τόν τῶν ὀφθαλμῶν ρεμβασμόν».
Δηλαδή: «Ἡ ἐγκράτεια νομίζουμε πώς δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποχή τῶν βρωμάτων, τῶν τροφῶν (διότι αὐτό τό κατόρθωσαν καί πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες φιλοσόφους), ἀλλά προπάντων στόν ρεμβασμό τῶν ματιῶν».
Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐγκράτεια; Ἐπικαλοῦμαι δύο πατερικούς ὁρισμούς, ἕναν τοῦ Χρυσοστόμου καί ἕναν τοῦ Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐγκράτειας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο «τοῦτο ἐστιν ἐγκράτεια, τό μηδενί ὑποσύρεσθαι πάθει». Ἐγκράτεια εἶναι νά μήν παρασύρεται καί νά μήν ὑποκύπτει ὁ χριστιανός σέ κάποιο πάθος.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀναλυτικότερος: «Ἔστιν οὖν ἡ ἐγκράτεια», μᾶς λέει, «ἁμαρτίας ἀναίρεσις, παθῶν ἀπαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν παθημάτων τε καί ἐπιθυμιῶν, ζωῆς πνευματικῆς ἀρχῆς, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πρόξενος, ἐν ἑαυτῇ τό κέντρον τῆς ἡδονῆς ἀφανίζουσα».
Δηλαδή: «Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποξένωση ἀπό τά πάθη, ἡ νέκρωση τοῦ σώματος μέχρι τῶν αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν καί λειτουργιῶν· εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, αὐτή πού γίνεται πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀφανίζοντας μέ τή δύναμή της τό κεντρί τῆς φιληδονίας».
Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, στή χριστιανική μας ἐμπειρία εἶναι κάτι πολύ εὐρύτερο ἀπό τή νηστεία τῶν τροφῶν. Ἐκφράζει τό πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα μας. Συγκεφαλαιώνει ὅλα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συναριθμεῖ τήν ἐγκράτεια μεταξύ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,23). Καί ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός «πάντα ἐγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. 9,25).
Ἡ φροντίδα καί ὁ ἀγώνας του εἶναι πῶς νά καταπολεμήσει καί ὄχι νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας (Ρωμ. 13,14). Φοβᾶται μήπως φανεῖ «ἀδόκιμος», ἀκατάλληλος καί ἀσυνεπής, καί γι᾿ αὐτό «ὑπωπιάζει», σκληραγωγεῖ δηλαδή μέ τήν ἄσκηση, τό σῶμα του καί τό «δουλαγωγεῖ», τό ὑποτάσσει, γιά νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες του (Α΄ Κορ. 9,27).Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἐγκράτεια καί τήν ταπείνωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος συχνά παρεξηγεῖται. Καί παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἀπό χριστιανούς, ἀπό ἀνθρώπους δηλαδή πού εἶναι μέλη της.Ἀγνοώντας τό βαθύτερο νόημα τῆς πίστεώς μας καί παρερμηνεύοντας τή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς, μᾶς κατηγοροῦν ὅτι περιφρονοῦμε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντας το σάν κάτι τό κακό.Μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀπ᾿ ὅποιους κι ἄν ὑποστηρίζεται, ἀποτελεῖ δεινή πλάνη. Γιά τή χριστιανική ἀνθρωπολογία τό σῶμα μας εἶναι κάτι τό ἱερό. Πλασμένο «καλόν λίαν» (Γέν. 1,31), τιμήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀφοῦ κατά τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό ἀνθρώπινο σῶμα.Ἔτσι, μετέχει στόν ἐν Χριστῷ ἁγιασμό καί τό σῶμα πού φέρουμε. Καί αὐτή ἡ συμμετοχή εἶναι πού τό ἀναδεικνύει, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ναό τοῦ Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α' Κορ. 3,17· 6,19). Καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἐξαγιασμένο μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καί τή ζωοποιό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μέλλει νά μετάσχει καί στήν ἄκτιστη δόξα τῆς θείας Βασιλείας.Ἄν κάτι πολεμοῦμε οἱ χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια, αὐτό δέν εἶναι τό σῶμα ἀλλά «τό φρόνημα τῆς σαρκός» (Ρωμ. 8,6-7)· οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, ἡ ροπή πρός τή φιληδονία πού μετά τήν πτώση ἐμφιλοχώρησε μέσα μας.Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἐγκράτειά μας, κατά τήν παροιμιώδη διατύπωση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος στό Γεροντικό, δέν ἐπιδιώκουμε νά γίνουμε «σωματοκτόνοι» ἀλλά «παθοκτόνοι». Καί, ὅπως διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἐγκράτεια οἱ χριστιανοί δέν ἐννοοῦμε τήν ἀποχή τῶν βρωμάτων «εἰς τό παντελές» -ἀφοῦ κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ στόν θάνατο-, ἀλλά «τήν ἐπιτηδευόμενην ἀποχήν τῶν ἡδέων», ἀποχή πού ἀποσκοπεῖ στήν ὑπερνίκηση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός καί στήν πραγματοποίηση «τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ», πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας.
Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών

Ἡ προσευχή ὡς ἐπιδίωξη προσέγγισης καί κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό....του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νεας Σμύρνης κ.κ. Συμεών



Ἡ προσευχή ὡς ἐπιδίωξη προσέγγισης καί κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν οὐράνιο Πατέρα, τόν Δημιουργό καί Σωτήρα μας, ἀποτελεῖ τήν ἱερώτερη καί εὐγενέστερη ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρώπου. 
Φαινόμενο πανανθρώπινο καί πανθρησκειακό, ἡ προσευχή κατέχει πρωταρχική σημασία στή χριστιανική μας παράδοση. Στό κήρυγμα καί στή ζωή τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Στή διδασκαλία ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στή διδαχή καί στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους μέχρι και σήμερα, τήν ἐποχή μας. 
Οἱ ὡραιότεροι λόγοι πού ἀκούστηκαν ἀπό χριστιανικά χείλη καί οἱ θαυμασιότερες σελίδες πού γράφτηκαν ἀπό χριστιανικές πένες ἀφιερώθηκαν στήν προσευχή. Στήν ἀξία πού ἔχει καί στόν ὀρθό τρόπο μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε. 
Ἡ προσευχή συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Χωρίς προσευχή δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πνευματική ζωή. Χριστιανός πού δέν προσεύχεται τακτικά, μέ ζῆλο καί μέ θέρμη, νεκρώνεται πνευματικά• οὐσιαστικά παύει νά εἶναι χριστιανός. 
Ἡ προσευχή αὐξάνει τήν ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο. Ἐνδυναμώνει τήν πίστη. Φωτίζει τόν νοῦ. Θερμαίνει τήν καρδιά. Γαληνεύει τήν ψυχή. 
Ἡ προσευχή ἐνισχύει τόν πνευματικό ἀγώνα πού διεξάγουμε. Μᾶς στηρίζει στήν ὥρα τῶν πειρασμῶν. Μᾶς ἀνακουφίζει στόν πόνο. Μᾶς παρηγορεῖ στίς θλίψεις. Μᾶς προστατεύει ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ. Γίνεται ὅπλο πανίσχυρο σέ κάθε ὥρα καί σέ κάθε στιγμή. Ὅσο ἀναγκαία γιά τή βιολογική μας ὑπόσταση εἶναι ἡ ἀναπνοή, ἄλλο τόσο ἀναγκαία εἶναι καί ἡ προσευχή γιά τήν πνευματική ζωή μας. 
Ὡς χριστιανοί ὀφείλουμε νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά προσευχόμαστε συχνά. Νά προσευχόμαστε θερμά. Νά προσευχόμαστε 
* ἐμπνεόμενοι ἀπό τή διδασκαλία καί τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας• 
* καθοδηγούμενοι ἀπό τήν πνευματική πείρα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν τήν προσευχή ὅσο τίποτε ἄλλο καί τήν κατέστησαν ἔργο ζωῆς• 
* ἀκολουθώντας τήν τάξη καί τούς τύπους προσευχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, πού καθαγιάστηκαν στή διαδρομή τῶν αἰώνων καί πού χρησιμοποιήθηκαν ἀπό ἀναρίθμητες γενιές ὀρθοδόξων χριστιανῶν. 
Άρθρο Του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών

πηγή

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2012

Νηστεία των Χριστουγέννων τοῦ Σεβ. Μητρ. Νέας Σμύρνης κ. Συμεών


Orthodox Newsletter of St Theodore, Lanham
Ορθόδοξο Φυλλάδιο Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου, Lanham
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ / NOVEMBER, 15th, 2012                                 Τεύχος / Issue 92
Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ   /   By His Eminence Metropolitan PANTELEIMON of Antinoes 
τοῦ Σεβ. Μητρ. Νέας Σμύρνης κ. Συμεών
      Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τή Μεγάλη Τεσσα­ρακοστή εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστή στή γλώσ­σα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας καί ὡς σαραντά(η)μερο. Περιλαμ­βά­νει καί αὐτή σαράντα ἡμέρες, ὅμως δέν ἔχει τήν αὐστηρότητα τῆς νη­στείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τήν 15η Νοεμβρί­ου καί λήγει τήν 24η Δεκεμβρίου.
     Ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή δεύτερη μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τοῦ χρι­στιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τά μέσα τοῦ Δ΄ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεόρταζε τή γέννηση καί τή βάπτιση τοῦ Χρι­στοῦ ὑπό τό ὄνομα τά Ἐπιφάνεια τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 6 Ἰανουα­ρίου. Τά Χριστούγεννα ὡς ξεχωριστή ἑορτή, ἑορταζομένη στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη στήν Ἀνατολή ἀπό τή Δύση περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα.
     Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού πρῶτος ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» (PG 48, 752) καί μᾶς πληροφορεῖ περί τό 386 ὅτι «οὔπω δέ­κατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γε­γένηται» (PG 49, 351).
     Μέ τή διαίρεση τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καί τήν καθιέρωση τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τήν 25η Δεκεμ­βρίου, τῆς Περιτομῆς τήν 1η καί τῆς Βαπτίσεως τήν 6η Ἰανουα­ρί­ου, διαμορφώθηκε καί τό λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή τό ἑόρ­τιο χρονικό διάστημα ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου ὥς τίς 6 Ἰανουα­ρίου. Ἔτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑνότητα τῶν δύο μεγά­λων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
     Ἡ μεγάλη σημασία πού ἀπέκτησε μέ τήν πάροδο τοῦ χρό­νου στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτή τῶν Χριστουγέν­νων καί ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καί ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν, ἀπο­τ­έλεσαν τίς προϋποθέσεις γιά τήν καθιέρωση καί τῆς πρό τῶν Χρι­στουγέννων νηστείας. Σ’ αὐτό ἀσφαλῶς ἐπέδρασε καί ἡ δια­μορ­φωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσα­ρα­κοστῆς πού προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.
     Ὅπως ἡ ἑορτή ἔτσι καί ἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑπο­δοχή τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐμφανίστηκε ἀρχικά στή Δύση, ὅπου ἡ νηστεία αὐτή ὀνομαζόταν Τεσσαρακοστή τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ἐπειδή ἄρχιζε ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου τούτου τῆς Δυ­τικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἐπανελήφθη καί σ΄ ἐμᾶς, ὅπου πολλοί τή νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὀνομάζουν τοῦ ἁγίου Φιλίππου ἐπει­δή προφανῶς ἀρχίζει τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου.
     Οἱ πρῶτες ἱστορικές μαρτυρίες, πού ἔχουμε γιά τή νηστεία πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται γιά τή Δύση στόν Ε’ καί γιά τήν Ἀνατολή στόν ΣΤ΄ αἰώνα. Ἀπό τούς ἀνατολικούς συγγραφεῖς σ΄αὐτήν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ πατριάρχης Κων­σταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Θεό­δω­ρος ὁ Στουδίτης, καθώς ἐπίσης καί ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεό­δωρος Βαλσαμών.
     Ἡ νηστεία στήν ἀρχή, καθώς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διάρ­κειας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει περί τόν ΙΒ΄ αἰώνα –καί κατά συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιά τά ὅσα ἴσχυαν στήν ἐπο­χή του–, σαφῶς τήν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπό τήν ἐπί­δρα­ση τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καί αὐτή σέ σαράντα ἡμέρες, χωρίς ἐν τούτοις νά προσλάβει τήν αὐστηρό­τητα τῆς πρώτης.
    Πῶς θά πρέπει νά τή νηστεύουμε; Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ σα­ρανταημέρου δέν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά καί αὐγά. Ἀντί­θε­τα, ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε ψάρι ὅλες τίς ἥμερες –πλήν, φυσι­κά, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς– ἀπό τήν ἀρχή μέχρι καί τήν 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε ἐπίσης καί κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἄν πέσει.
 Ἀπό τήν 17η μέχρι καί τήν 24η Δεκεμβρίου, παραμονή τῆς ἑορ­τῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου μόνο –ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καί Παρασκευῆς πού θά παρεμ­βληθοῦν καί κατά τίς ὁποῖες τηροῦμε ἀνέλαιη νηστεία. Ἐπίσης μέ ξηροφαγία θά πρέπει νά νηστεύουμε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς νη­στείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς καί τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐκτός βέβαια κι ἄν πέσουν Σάββατο ἤ Κυριακή.
 
ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Του ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΓΑΖΗ
«Ἐπίσης ὀφείλουμε νά μήν τηροῦμε μόνο τήν τάξη τῆς νη­στείας πού ἀφορᾶ τίς τροφές, ἀλλά νά ἀπέχουμε καί ἀπό κά­θε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε, ὅπως νηστεύουμε ὡς πρός τήν κοι­λιά, νά νηστεύουμε καί ὡς πρός τή γλώσσα, ἀποφεύγοντας τήν κατα­λαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, τή λοιδορία, τήν ὀργή καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού διαπράττουμε μέσῳ τῆς γλώσσας.
Ἐπίσης χρειάζεται νά νηστεύουμε ὡς πρός τά μάτια. Νά μή βλέπουμε μάταια πράγματα. Νά μήν ἀποκτοῦμε παρρη­σία διά μέσου τῶν ματιῶν. Νά μήν περιεργαζόμαστε κάποιον μέ ἀναίδεια. Ἀκόμη θά πρέπει νά ἐμποδίζουμε τά χέρια καί τά πόδια ἀπό κάθε πονηρό πράγμα.
Μέ αὐτό τόν τρόπο νηστεύοντας μιά νηστεία εὐπρόσδε­κτη στόν Θεό καί ἀποφεύγοντας κάθε εἴδους κακία πού ἐνερ­γεῖ­ται διά μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπό τίς αἰσθήσεις μας, θά πλη­σιά­ζουμε, ὅπως εἴπαμε, τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Χριστουγέννων ἀναγεν­νημένοι, καθαροί καί ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων μυστη­ρίων».
πηγή

Δευτέρα, Αυγούστου 13, 2012

Η Παρθένος Μαρία, ανεδείχθη «μήτηρ της ζωής» και «πηγή της ζωής». (Ερμηνεία των καταβασιών της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.(Γ)


πηγή


(Μητροπ. Ν. Σμύρνης, Συμεών)

Ωδή η.
Φλόγα δροσίζουσαν ὁσίους, δυσσεβεῖς δὲ καταφλέγουσαν, ἄγγελος Θεοῦ ὁ πανσθενής, ἔδειξε Παισί· ζωαρχικὴν δὲ πηγήν, εἰργάσατο τὴν Θεοτόκον, φθορὰν θανάτου καὶ ζωήν, βλυστάνουσαν τοῖς μέλπουσι· Τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(Ο πανίσχυρος άγγελος του Θεού έδειξε στους τρεις Παίδες τη φλόγα να δροσίζει τους ευσεβείς και να κατακαίει τούς ασεβείς. Ο ίδιος κατέστησε τη Θεοτόκο πηγή που γίνεται έτσι αιτία της ζωής, η οποία αναβλύζει τον αφανισμό του θανάτου και τη ζωή σ’ αυτούς που ψάλλουν: Οι λυτρωμένοι υμνούμε και υπερυψώνουμε τον μόνο Δημιουργό σε όλους τους αιώνες.)

Ειρμός της η’ ωδής η παρούσα καταβασία, συνδυάζει την ιστορία των τριών Παίδων, στους οποίους ανήκει και η ογδόη βιβλική ωδή, και την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο ι. Κοσμάς ονομάζει «πανσθενή», δηλαδή παντοδύναμο, τον άγγελο του Θεού που κατήλθε στο καμίνι, στο οποίο ο Ναβουχοδονόσορ είχε ρίξει τους τρεις Ισραηλίτες νέους. Γιατί άραγε τον ονομάζει έτσι ο ποιητής, αφού παντοδύναμος είναι μόνο ο Θεός και όχι οι άγγελοι; Προφανώς διότι αυτός που κατέβηκε στην κάμινο του πυρός δεν ήταν ένας απλός άγγελος αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, τον οποίο ο προφήτης Ησαΐας ονομάζει «άγγελον μεγάλης βουλής» (9, 6). Γι’ αυτό ακριβώς και ο Ναβουχοδονόσορ όταν είδε τον άγγελο μες στο καμίνι μαζί με τους τρεις Παίδες, τον χαρακτήρισε ως όμοιο με υιό του Θεού: «Και ην η όρασις του τετάρτου ομοία υιώ Θεού» (Δαν. 3. 25).
Η φλόγα της καμίνου κατά τρόπο θαυμαστό αφ’ ενός δρόσιζε τους τρεις Παίδες και αφ’ ετέρου κατέκαιε τους Χαλδαίους που βρίσκονταν κοντά στο καμίνι: «Και διεχείτο η φλοξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαράκοντα εννέα. Και διώδευσε και ενεπύρισεν ους εύρε περί την κάμινον των Χαλδαίων. Ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ και ουκ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησεν αυτοίς» (Ύμνος 23-26).
Ο Κύριος όμως, ο παντοδύναμος Άγγελος της βουλής του Θεού Πατρός, ανέδειξε και την παναγία Μητέρα Του «ζωαρχικήν πηγήν». Η Παρθένος Μαρία, γεννώντας τον σωτήρα Χριστό, ανεδείχθη «μήτηρ της ζωής» και «πηγή της ζωής», «η τοις πάσι την όντως ζωήν αναβλύσασα», όπως διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και καθώς το σώμα της Θεοτόκου με την πανσθενουργό δύναμη του μονογενούς Υιού της δεν υπέστη «διαφθοράν», αλλά διατηρήθηκε μες στον τάφο «αδιάφθορον» και μετά τρεις ημέρες μετέστη στους ουρανούς, η Παναγία έλαβε τη χάρη να παρέχει και στους πιστούς τη δυνατότητα να νικούν και να υπερβαίνουν το θάνατο.

Ωδή θ’.
 Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν Σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν Σου.

(Στο πρόσωπό σου, αμόλυντε Παρθένε, νικήθηκαν οι νόμοι της φύσεως! Διότι παραμένει παρθένος αυτή που γέννησε τον Υιό, και ο θάνατος συναντά από τώρα τη ζωή! Θεοτόκε, συ που συνεχίζεις να είσαι παρθένος μετά τη γέννα και να ζεις μετά το θάνατο, σώζε πάντοτε τους χριστιανούς που αποτελούν την κληρονομιά σου.)

«Όροι της φύσεως» είναι οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τη βιολογική ζωή των ανθρώπων. Οι νόμοι αυτοί, διακηρύσσει με έκπληξη και θαυμασμό ο ι. Κοσμάς, νικήθηκαν στο πρόσωπο της υπεραγίας Θεοτόκου. Η Παναγία, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για κάθε γυναίκα, όντας παρθένος συνέλαβε ασπόρως, χωρίς δηλαδή ανδρικό σπέρμα. Και παρθένος όντας πάλι, γέννησε τον Κύριο αφθόρως, δηλαδή χωρίς να φθαρεί η παρθενία της· «τους όρους υπερβάσα της φύσεως», καθώς γράφει ο ι. Δαμασκηνός.
Τόσο, λοιπόν, η σύλληψη όσο και η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία συνιστούν νίκη και υπέρβαση των φυσικών νόμων, και αυτό υπογραμμίζει και ο υμνογράφος με την έκφραση «παρθενεύει γαρ τόκος». «Η Παρθένος υπερφυώς τεκούσα» τον Θεό Λόγο, διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «παρέλυσεν ουδέν της παρθενίας τεκμήριον. Ως γαρ αυτός άνθρωπος γέγονεν, ουκ αλλοιώσας την φύσιν, ουδ’ αμείψας την δύναμιν· ούτω την τεκούσαν και Μητέρα ποιεί και παρθένον διατηρεί· θαύματι θαύμα κατά ταύτα διερμηνεύων άμα και θατέρω κρυπτών το έτερον… Και τοσούτον πάλιν μητέρα την Παρθένον τεκούσαν ποιούμενος, όσον δια της κυήσεως άλυτα τα της παρθενίας δεσμά απεργάσασθαι».
Αλλά και κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου οι φυσικοί νόμοι νικήθηκαν και πάλι. Αποτελεί νόμο της φύσεως το σώμα από το οποίο αποχωρίζεται η ψυχή και ενταφιάζεται να διαλύεται. Αυτό όμως δεν ίσχυσε για το θεοδόχο σώμα της Παναγίας. Ο θάνατος δεν μπόρεσε να του προξενήσει φθορά και διάλυση, άλλ’ έγινε σύμφωνα με μία θαυμάσια έκφραση του ι. Κοσμά, «διαβατήριον ζωής αΐδίου και κρείττονος». Ο Κύριος διαφύλαξε το σώμα της παναγίας Μητέρας Του μέσα στον τάφο αδιάφθορο και μετά τρεις ημέρες το μετέστησε ενδόξως στους ουρανούς, «Έπρεπε αυτή που φιλοξένησε στην κοιλιά της τον Θεό Λόγο», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «να κατοικήσει στις θειες σκηνές του Υιού της… Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία της απείραχτη κατά τη γέννα, και το σώμα της να διατηρηθεί αδιάφθορο μετά το θάνατο».
Η Θεοτόκος υπήρξε αειπάρθενος· παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τν τόκω και παρθένος μετά τόκον. Αυτό ομολογεί ο ι. Κοσμάς και στον παρόντα ειρμό, ακολουθώντας την ομόφωνη διδασκαλία της Εκκλησίας. Γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Παρθένος γαρ άπασα τω τόκω την παρθενίαν λυμαίνε­ται· αύτη δε και προ τόκου, και τίκτουσα μένει παρθένος, και μετά γέννησιν». Εις την Έκδοσή του δε διδάσκει ακόμη σαφέστερα: «Ώσπερ δε συλληφθείς παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον μόνος διελθών δι’ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν…Μένει τοίνυν και μετά τόκον παρθένος η Αειπάρθενος, ουδαμώς ανδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα».
Η Παναγία μας είναι επίσης και η «μετά θάνατον ζώσα». Ο θάνατος της υπήρξε θάνατος ζωηφόρος, διότι την εισήγαγε στη δόξα και την όντως ζωή του Μο­νογενούς Υιού της. Κι εκεί μεσιτεύει για τη σωτηρία όλων μας· σώζει, όπως λέει ο ι. μελωδός, διά του Υιού της «την κληρονομίαν» της. Κληρονομία είναι όλοι οι χριστιανοί, ο λαός του Θεού. Όλοι οι πιστοί αποτελούμε την κληρονομιά που έλαβε ο Κύριος από τον Θεό Πατέρα, σύμφωνα με τα λόγια του Ψαλμωδού: «Και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου» (2, 8). Η κληρονομιά όμως του Υιού είναι πρόδηλο ότι αποτελεί κοινή κληρονομιά και της παναγίας Μητέρας Του. Όπως γράφει ο ι. Δαμασκηνός, απευθυνόμενος προς την ίδια την Παναγία, είμαστε «ο σος λαός διά τον σον Υιόν», κι εκείνη είναι η παρηγοριά μας, από την οποία μπορούμε να ζητούμε, καθώς τιμούμε την ένδοξη Κοίμησή της: «Μείνον μεθ’ ημών, η ημετέρα παράκλησις, το μόνον επί γης ημών παραμύθιον. Μη εάσης ημάς ορφανούς…».

(Μητροπ. Νέας Σμύρνης Συμεών, «Οι Καταβασίες των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών», εκδ. Τέρτιος, 110-115)

Τίποτε δεν είναι ικανό να νικήσει την αγάπη του Θεού. (Ερμηνεία των καταβασιών της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.-Β))


πηγή

(Μητροπ. Ν. Σμύρνης, Συμεών)
Ωδή ε΄
Τ θεον καρρητον κάλλος, τν ρετν Σου, Χριστέ, διηγήσομαι· ξ ιδίου γρ δόξης συναΐδιον, κανυπόστατον λάμψας παύγασμα, παρθενικς π γαστρός, τος ν σκότει κα σκι, σωματωθες νέτειλαςλιος.

(Χριστέ μου, θέλω να περιγράψω τη θεία και ανέκφραστη ομορφιά των αρετών Σου. Διότι, αφού έλαμψες από την αιώνια δόξα, τον Πατέρα, ως απαύγασμα συναΐδιο και ενυπόστατο, υστέρα, παίρνοντας σάρκα από την κοιλιά της Παρθένου, ανέτειλες σαν ήλιος
σ’ όλους εκείνους πού βρίσκονταν στο σκοτάδι της αγνωσίας και στη σκιά της αμαρτίας.)
Το θείο κάλλος του Χριστού είναι άρρητο· γλώσσα άνθρωπου αδυνατεί να το περιγράψει. Αυτό μας επισημαίνει και ο Μ. Βασίλειος διερμηνεύοντας αυθεντικά την κοινή εμπειρία της Εκκλησίας: «Άρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί· ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή… Τούτο το κάλλος σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον, ψυχή δε μόνη και διάνοια καταληπτόν, είπου τινα περιέλαμψεν των αγίων και αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς εγκατέλιπεν…».
Αν και άρρητο, λοιπόν, το κάλλος του Θεού, ο ι. Κο­σμάς επιθυμεί να το «διηγηθεί». Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβιβάζοντας την υπάρχουσα αντίθεση, τοποθετεί στο στόμα του ποιητού τα εξής: «θέλω διηγηθεί τούτο εγώ, όχι καθώς είναι – αδύνατον γαρ -, αλλά καθ’ όσον δύναμαι και καθώς η εμή γλώσσα έχει ισχύν».
Ο υμνογράφος ομιλεί συγκεκριμένα για το «κάλλος των αρετών» του Χριστού. Προφανώς εμπνέεται από ανάλογο λόγο του προφήτου Αββακούμ: «Εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού» (3, 3). Ποιές άραγε είναι οι «αρετές» του Χριστού; Είναι οι θείες ενέργειες ή, αλλιώτικα, τα «προσόντα» και οι ιδιότητες του Θεού, όπως η αγαθότητα, η δικαιοσύνη, η πανσοφία κ.ά., τα οποία ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ονομάζει «τα περί την φύσιν» του Θεού. Στις θείες ενέργειες αναφερόμενος και ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί ότι είναι «άρρητοι μεν διά το μέγεθος, ανεξαρίθμητοι δε διά το πλήθος».
Μεταξύ των κατ’ εξοχήν αρετών του Χριστού ο ποιητής στη συνέχεια του ειρμού περιλαμβάνει και τα δύο κορυφαία μυστήρια: την προαιώνια γέννησή Του από τον Θεό Πατέρα και τη θεία ενανθρώπησή Του. Ο Κύριος μας είναι το «απαύγασμα της δόξης» του Πατρός (Εβρ. 1, 3) και γεννήθηκε «εκ του Πατρός προ πάντων των αιώνων», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Την προαιώνια γέννηση του Χριστού ο ι. Κοσμάς χαρακτηρίζει ως έκλαμψη: ο Χριστός έλαμψε ως απαύγασμα «συναΐδιον και ενυπόστατον» «εξ αϊδίου δόξης». «Αΐδιος δόξα» είναι ο Θεός Πατέρας. Και ο Υιός είναι το συναϊδιο και ενυπόστατο απαύγασμα του Πατρός, που σημαίνει άχρονος και αιώνιος όπως ο Πατέρας και ότι είναι ζων και έχει τέλεια υπόσταση, καθώς έχει και ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Με αύτη την έννοια ονομάζουμε τον Θεό τρισυπόστατο ή ότι προσκυνούμε «ένα Θεόν εν τρισίν υποστάσεσιν».
Ο Κύριος, μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4, 4) ενανθρώπησε· «εσωματώθη από παρθενικής γαστρός» κατά τον ποιητή, δηλαδή προσέλαβε ανθρώπινη φύση μέσα στην άχραντη κοιλιά της Παρθένου Μαρίας. Έτσι ανέτειλε σαν ήλιος -«ήλιος της δικαιοσύνης» (Μαλ. 4, 2) «τοις εν σκότει και σκιά»· ο Χριστός δηλαδή με την ένσαρκη παρουσία Του στον κόσμο και το κήρυγμα του Ευαγγελίου Του φώτισε τους ανθρώπους που ζούσαν στα σκοτάδια της ειδωλολατρίας και τη σκιά της ασέβειας και της αμαρτίας. Με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου πραγματοποιήθηκε αυτό που λέει ο προφήτης Ησαΐας στην πέμπτη βιβλική ωδή, από την οποία εμπνέεται εδώ και ο λόγος του ι. Κοσμά: «Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει ίδετε φώς μέγα· οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει εφ’ υμάς» (Ησ. 9, 2).
Ωδή ς’.
λιον ποντογενές, κητον ντόσθιον πρ, τς τριημέρου ταφς Σου τ προεικόνισμα, οωνς, ποφήτηςναδέδεικται· σεσωσμένος γρ ς κα προπέπωτο, σινς βόα· Θύσω Σοι μετ φωνς, ανέσεως Κύριε.
(Το θαλασσινό και εσωτερικό εκείνο πυρ του κήτους που είχε γεννηθεί στο πέλαγος ήταν ένας τύπος που προεικόνιζε την τριήμερη ταφή Σου, τύπος του οποίου προφήτης ανεδείχθη ο Ιωνάς. Διότι με το να διασωθεί αβλαβής, όπως ήταν και προτού τον καταπιεί το κήτος, φώναζε: Θα Σου προσφέρω. Κύριε, θυσίες μαζί με ύμνους ευχαριστίας.)
Η περιπέτεια του προφήτου Ιωνά και η θαυμαστή διάσωσή του αποτελεί τύπον που προεικόνιζε την τριήμερη ταφή και την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου μας, όπως ο ίδιος υπαινίχθηκε; «Ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο υιός του άνθρωπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. 12, 40).
Ο ποιητής αναφέρεται εδώ στην ιστορία του Ιωνά όχι μόνο επειδή ο παρών ειρμός ανήκει στην ς΄ ωδή, την αντίστοιχη δηλαδή της έκτης βιβλικής ωδής του Ιωνά, αλλά για να την συνδυάσει και με το πρόσωπο της Θεοτόκου και το εορταζόμενο γεγονός της ένδοξης μεταστάσεώς της. Διότι όπως ο Ιωνάς παρέμεινε τρεις ήμερες στην κοιλιά του κήτους και ο Κύριος τις ίδιες ημέρες στον τάφο, έτσι και η Παναγία μας παρέμεινε τρεις ημέρες στο μνήμα, οπού την είχαν ενταφιάσει. Και καθώς ο Χριστός αναστήθηκε τριήμερος, και η Παρθένος Μαρία μετά από τρεις ημέρες μετέστη στους ουρανούς.
Ο Ιωνάς δεν έπαθε τίποτε, καμία βλάβη κατά την παραμονή του στην κοιλιά του κήτους. Αλλά και το σώμα της Θεοτόκου δεν έπαθε καμία βλάβη και διαφθορά κατά την παραμονή του στον τάφο. «Έδει της εν τω τίκτειν», εξηγεί ο ι. Δαμασκηνός, «φυλαξάσης την παρθενίαν αλώβητον, αδιάφθορον τηρηθήναι το σώμα και μετά θάνα­τον».
Και στο Α’ εγκώμιό του στην Κοίμηση ο ίδιος Πατέρας διδάσκει: «Αλλά και φυσικώς η πανίερος και μακάριά σου ψυχή του πανολβίου και ακήρατου σου χωρίζεται σώματος και το σώμα τη νομίμω ταφή παραδίδοται, όμως ουκ εναπομένει εν τω θανάτω ουδ’ υπό της φθοράς δια­λύεται. Ης γαρ τικτούσης αλώβητος η παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης αδιάλυτον το σώμα πεφύλακται».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας το 2ο  τροπάριο της α’ ωδής του πρώτου κανόνος στην Κοίμηση, προσκομίζει ένα πλήθος πατερικών μαρτυριών, οι οποίες τονίζουν ότι η Θεοτόκος αναστήθηκε. Παράλληλα εξηγεί γιατί η Εκκλησία, προκειμένου για το πρόσωπο της Παναγίας, προτιμά να ομιλεί για μετάσταση και όχι για ανάσταση .
Το «άλιον ποντογενές κητώον εντόσθιον πυρ» (η διατύπωση συνιστά μιαν εκτεταμένη περίφραση) είναι το κήτος που κατάπιε τον Ιωνά και το οποίο αποτελεί έναν από τους κορυφαίους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης, με τον οποίο προεικονιζόταν η τριήμερη ταφή και η εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού. Ο Ιωνάς με τα όσα υπέστη και με το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο διασώθηκε ανεδείχθη «υποφήτης», δηλαδή προφήτης· αυτός που εξήγγειλε μέσω του εαυτού του αυτόν τον τύπο.
Ο Ιωνάς όντας στην κοιλιά του κήτους προσευχήθηκε και είπε: «Εγώ δε μετά φωνής αινέσεως και εξομολογήσεως θύσω σοι, όσα ηυξάμην αποδώσω σοι εις σωτηρίαν μου τω Κυρίω» (2, 10). Σύμφωνα με τον ειρμό, ο Ιωνάς φαίνεται να δίνει την υπόσχεση «θύσω σοι..» «σεσωσμένος και ασινής», δηλαδή μετά την έξοδό του από την κοιλιά του κήτους στην ξηρά.
Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, επισημαίνει ο
άγιος Νικόδημος, είχαμε ζωοθυσίες. Οι θυσίες αυτές τώρα
έπαυσαν. ‘Αντί γι’ αυτές οι χριστιανοί προσφέρουμε
στον Θεό άλλες θυσίες: «θυσίαν δικαιοσύνης» (Ψαλμ. 50,
21). «θυσίαν αινέσεως» (Ψαλμ. 49,23)      το «συντετριμμένο πνεύμα» (Ψαλμ. 50, 19) και προπάντων, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, τα σώματά μας, νεκρωμένα από κάθε εμπαθή επιθυμία: «Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, διά των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών» (Ρωμ. 12, 1).
Ωδή ζ’.
Ἰταμῷ θυμῷ τε καὶ πυρί, θεῖος ἔρως ἀντιταττόμενος, τὸ μὲν πῦρ ἐδρόσιζε, τῷ θυμῷ δὲ ἐγέλα, θεοπνεύστῳ λογικῇ, τῇ τῶν ὁσίων τριφθόγγῳ λύρᾳ ἀντιφθεγγόμενος, μουσικοῖς ὀργάνοις, ἐν μέσῳ φλογός· Ὁ δεδοξασμένος, τῶν πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
(Ο θείος έρωτας που εναντιωνόταν στο θρασύ θυμό και στη φωτιά, από τη μια δρόσιζε το πυρ κι από την άλλη περιγελούσε το θυμό. Και με τη θεόπνευστη και λογική τρίφθογγη λύρα των ευσεβών νέων αντέκρουε μες στο καμίνι τα μουσικά όργανα και έλεγε: Ο δοξασμένος Θεός των πατέρων και δικός μας είσαι ευλογημένος!)
Ό,τι πιο δυνατό, ο,τι πιο ακατανίκητο είναι ο έρωτας του Θεού. Ο απόστολος Παύλος διδάσκει πως τίποτε δεν είναι ικανό να νικήσει την αγάπη του Θεού (Ρωμ. 8, 35­-39). Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει στους Ύμνους του ότι αυτός που αγάπησε πραγματικά τον Θεό γίνεται «ωραίων ωραιότερος», «πλουσίων πλουσιώτερος» και «δυνατών απάντων δυνατώτερος και βασιλέων μεί­ζων». Στη δύναμη του θείου έρωτα που κατέφλεγε τις καρδιές των τριών ευσεβών Ισραηλιτών νέων αναφέρεται και ο ι. μελωδός στον παρόντα ειρμό.
Ο θείος έρωτας των τριών Παίδων υπερνίκησε τρία πράγματα: Πρώτον, τον ορμητικό και αναίσχυντο θυμό του Ναβουχοδονόσορος: «Τότε Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού, και η όψις του προσώπου αυτού ηλλοιώθη επί Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ» (Δαν. 3, 19). Δεύτερον, το πυρ της καμίνου που «εξεκαύθη εκ περισσού» και στην οποία έριξαν τους τρεις Παίδες. Και τρίτον, τα μουσικά όργανα, με τον ήχο των οποίων παρακινούσαν οι κήρυκες του Ναβουχοδονόσορος τους λαούς να προσκυνήσουν τη χρυσή εικόνα του.
Έτσι η δύναμη της αγάπης του Θεού επέτυχε να δροσίσει τη φωτιά του αναμμένου καμινιού, περιγελούσε το θράσος του βασιλικού θυμού και με την υμνωδία που ενέπνεε στις καρδιές και τα χείλη των τριών Παίδων αντέκρουσε τους ήχους των βασιλικών μουσικών οργάνων. Οι τρεις Παίδες δεν κρατούσαν μες στο καμίνι κάποιο μουσικό όργανο. Γι’ αυτό ως «λύραν θεόπνευστον, λογικήν και τρίφθογγον» θα πρέπει να εννοήσουμε την υμνωδία που τους ενέπνεε ο Θεός, η οποία ήταν «λογική» αφού αναφερόταν στον ζώντα και αληθινό Θεό και όχι σε άνθρωπο (όπως ο Ναβουχοδονόσορ που αξίωνε λατρευτική προσκύνηση για την εικόνα του) και ακόμη τρίχορδη γιατί προερχόταν εκ συμφώνου και από τους τρεις.
Η ακροτελεύτια φράση «ο δεδοξασμένος…» αποτελεί παραλλαγή της αρχής της εβδόμης βιβλικής ωδής, που είναι η προσευχή των τριών ηρωικών νέων.
(Μητροπ. Νέας Σμύρνης Συμεών, «Οι Καταβασίες των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών», εκδ. Τέρτιος, 102-110)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...