Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2016

Εις την Εορτή της αγίας Παρασκευής Η θαυματουργός Αγία Παρασκευή υπό το Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου κ.κ. Ιεροθέου


Η αγία Παρασκευή τιμάται όχι μόνον από τις γυναίκες εκείνες που φέρουν το όνομά της, αλλά και από όλους τους Χριστιανούς. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως στην Επαρχία μας, αφού υπάρχουν πολλοί ενοριακοί ναοί, αλλά και εξωκκλήσια που τιμώνται στο όνομά της και αυτήν την ημέρα πανηγυρίζουν λαμπρώς.
Ο βίος της αγίας Παρασκευής είναι θαυμαστός. Οι γονείς της ήταν ευσεβείς και ενάρετοι, η γέννησή της έγινε με την επέμβαση του Θεού, η ίδια μεγάλωσε με χριστιανικό τρόπο, διένειμε την περιουσία της στους πτωχούς, έγινε μοναχή, κήρυττε τον Χριστό, τον ομολόγησε και τελικά υπέστη πολλά βασανιστήρια και εμαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού. Έτσι λέγεται οσιοπαρθενομάρτυς.
Υπάρχουν εικόνες που παρουσιάζουν την αγία Παρασκευή να κρατά με τα χέρια της ένα πιάτο μέσα στο οποίο υπάρχουν δύο μάτια. Αυτή η παράσταση αναφέρεται σε ένα θαύμα που επετέλεσε η Αγία. Ένα από τα μαρτύριά της ήταν ότι την έβαλαν μέσα σε ένα πυρακτωμένο λέβητα μέσα στον οποίο υπήρχε καυτό λάδι και αναμμένη πίσσα. Παρά ταύτα η Αγία, με την Χάρη του Θεού, όχι μόνον δεν καιγόταν, αλλά και φαινόταν ωσάν να δροσιζόταν. Ο Βασιλεύς που παρακολουθούσε το μαρτύριο, θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, της είπε να του ρίξη λίγο από το λάδι και την πίσσα για να διαπιστώση εάν είναι καμμένα. Μόλις η αγία Παρασκευή του έρριξε λίγο από αυτά αμέσως τυφλώθηκαν οι οφθαλμοί του. Τότε παρεκάλεσε την Αγία να ικετεύση τον Θεό να του δώση πάλι το φως των οφθαλμών του, πράγμα που έγινε με την προσευχή της. Αυτό το θαύμα μας υπενθυμίζει η συγκεκριμένη εικόνα της αγίας Παρασκευής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί άρρωστοι, των οποίων πάσχουν τα μάτια, θεωρούν την αγία Παρασκευή ως προστάτη τους και την παρακαλούν να επέμβη θαυματουργικά και να τους θεραπεύση. Οι άγιοι, με την βοήθεια του Θεού, είναι ιατροί των ψυχών και των σωμάτων μας. Σε αυτούς καταφεύγουμε όταν έχουμε διάφορα προβλήματα και ζητούμε την βοήθειά τους. Βέβαια, θεολογικά λέμε ότι δια των αγίων ενεργεί Αυτός ο Ίδιος ο Θεός, αφού οι άγιοι είναι φίλοι και θεράποντες του Χριστού.
Κατ’ επέκταση, η αγία Παρασκευή μπορεί να θεωρηθή και ιατρός των ασθενειών του ψυχικού οφθαλμού που είναι ο νους μας. Πέρα από τον οφθαλμό του σώματος έχουμε και τον οφθαλμό της ψυχής με τον οποίο μπορούμε να δούμε την δόξα του Θεού. Και όπως τα σωματικά μάτια αρρωσταίνουν, έτσι αρρωσταίνει και ο οφθαλμός της ψυχής. Επειδή είναι άρρωστος ο ψυχικός οφθαλμός, γι’ αυτό και είμαστε πονηροί, και δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό. Η αίρεση, η αθεΐα, η άγνοια του Θεού, και πολλές άλλες ψυχικές ασθένειες είναι αποτέλεσμα του ότι πάσχει ο πνευματικός οφθαλμός.
Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέγει σε έναν ψαλμό: «φωτιείς μοι το σκότος». Μέσα μας υπάρχει σκότος γιατί τυφλωθήκαμε ψυχικά και δεν μπορούμε να δούμε την δόξα του Θεού. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσευχόταν στον Χριστό: «φώτισόν μου το σκότος».
Σήμερα εορτάζουμε και πανηγυρίζουμε την αγία Παρασκευή, που έζησε με τον Χριστό και μαρτύρησε για την δόξα Του. Είναι η προστάτης και όλων εκείνων που έχουν πρόβλημα στα σωματικά τους μάτια, αλλά και όλων μας που έχουμε πρόβλημα με τους ψυχικούς μας οφθαλμούς και δεν μπορούμε να δούμε την αγάπη του Θεού, δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τα πάθη μας, την ανάγκη που έχουν οι διπλανοί μας, αλλά δεν μπορούμε να δούμε και τον τρόπο με τον οποίο θα σωθούμε. Κι αν παρακαλέσουμε την αγία Παρασκευή με πίστη θα μας θεραπεύση.
Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά και ευλογημένα. Η αγία Παρασκευή να σας προστατεύη σε όλη σας την ζωή, με την δύναμη και Χάρη του Χριστού.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2016

Ὁ ὅρος Ἐκκλησία (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου)

Ὁ ὅρος Ἐκκλησία
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Κατατέθηκε στά Πρακτικά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας)
Στά κείμενα τά ὁποῖα ἔχουμε ὑπ' ὄψιν μας καί ἐπί τῶν ὁποίων θά γίνη συζήτηση κεντρικό σημεῖο εἶναι ὁ ὅρος Ἐκκλησία πού συνδέεται μέ τό τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιοί προσδιορίζονται ὡς μέλη της.

1. Ἡ διάκριση τῶν ὅρων
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι πολυσήμαντος. Προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλέω-ῶ, πού δηλώνει τήν συνάθροιση ἀνθρώπων.
Στἀ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί διαφόρων κοινωνιολόγων συναντᾶνται πολλές φορές ὁ ὅρος Ἐκκλησία. Θά δοῦμε μερικές τέτοιες περιπτώσεις.
Ἀπό πλευρᾶς κοινωνιολογικῆς Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνάθροιση ἀνθρώπων γιά νά συζητήσουν θέματα πού ἀπασχολοῦν τήν κοινωνία. Γνωστή εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στήν ἀρχαία Ἀθήνα. Μέ τήν ἄποψη αὐτή ὑπάρχει καί ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία πονηρευομένων» (Ψαλμ. 25).  
Ἀπό πλευρᾶς θρησκευτικῆς, Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνάντηση ἀνθρώπων γιά νά ὑμνήσουν καί νά δοξάσουν τόν Θεό ἤ νά ἐκδηλώσουν τό θρησκευτικό τους συναίσθημα. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια γίνεται λόγος γιά Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά Ἐκκλησία αἱρετικῶν, ἀκόμη καί γιά συνάθροιση ἀνθρώπων γιά νά ὑμνήσουν τόν διάβολο, καί ἔτσι ὀνομάζεται σατανική ἐκκλησία.
Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία καί τό θέωσε. Σέ αὐτό τό Σῶμα ἐντάχθηκαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μετέπειτα Χριστιανοί, μετά τήν Πεντηκοστή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ καί αὐτή εἶναι ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.
2. Ἡ Ἐκκλησία μέ ἀκρίβεια καί οἰκονομία
Σέ ἐκκλησιαστικά κείμενα μπορεῖ κανείς νά συναντήση τόν ὅρο Ἐκκλησία καί μέ ἀκρίβεια καί μέ οἰκονομία.
Μέ ἀκρίβεια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, οἱ βεβαπτισμένοι καί οἱ βεβαιόπιστοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ταυτόχρονα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί «κοινωνία θεώσεως», πού σημαίνει ὅτι ὅσοι μετέχουν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι μέλη τῆς Ἐkκλησίας, μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς τῆς θεώσεως.
Μέ τήν προοπτική αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος στήν ὁποία προήδρευσε ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφει ὅτι στούς αἱρετικούς δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία: «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν...». Ἐπίσης, μέ αὐτήν τήν προοπτική συντάσσονται οἱ Κανόνες 7ος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 95ος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου γίνεται λόγος γιά Ἀρειανούς, Μακεδονιανούς, Ναυατιανούς, Νεστοριανούς, Εὐτυχιανούς, Σεβηριανούς, τούς ὁποίους ὀνομάζουν μέ αὐτό τό ἰδιαίτερο ὄνομα καί δέν κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν κλπ.
Μέ αὐτό τό νόημα πρέπει νά δῆ κανείς τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στόν 1ο Κανόνα: «Οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς• ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τό διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν». Καί ἐπίσης ἔτσι ἑρμηνεύεται καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσι καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐστίν».
Ἐπίσης πρέπει νά ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ ἐπιστολή του πρός τόν Διονύσιο Μοναχό, κάνει λόγο γιά τά τρία γένη ἀθεΐας. Ὡς δεύτερο γένος ἀθεΐας ἐννοεῖται «ἡ πολυσχεδής δή καί πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν». Αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε μέσα στήν προοπτική τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι προσδιορίζουν ἐκείνους πού ἔχουν διαφορετική ἄποψη ἀπό τήν δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκλησίας καί τούς χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικούς.
Νομίζω ὅτι κανένας Ὀρθόδοξος Κληρικός, καί μάλιστα εὑρισκόμενος σέ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, προκειμένου νά συντονισθῆ μέ τήν ὅλη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραθεωρήση τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία πού διατυπώθηκε ἀπό πολλούς Πατέρες καί ἀπό Συνόδους ὅτι τό Filioque, δηλαδή ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὅπως καί τό actus purus εἶναι αἱρέσεις πού διαλύουν ὅλο τό ὀρθόδοξο οἰκοδόμημα. Ὅταν γιά παράδειγμα στήν δυτική θεολογία γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ κτιστές ἐνέργειες, τότε ἀμφισβητεῖται τελείως τό ἔγκυρο καί τό ὑποστατό τῶν Μυστηρίων
Μέ οἰκονομία ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀνευρίσκεται σέ μερικά κείμενα Πατέρων καί συγγραφέων καί ἔτσι χαρακτηρίζονται οἱ αἱρετικοί. Σέ πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ἄν κανείς προσέξη, θά δῆ ὅτι μέ τόν ὅρο Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ συναθροίσεις ἤ καί οἱ Ναοί στούς ὁποίους γίνονται οἱ συναθροίσεις.
Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κάνει λόγο γιά «δυτική Ἐκκλησία». Αὐτό ὅμως πρέπει νά τό δοῦμε ἀφ' ἑνός ὅτι ἔτσι πού εἶχε ἐπικρατήσει τήν ἐποχή ἐκείνη πού ἔγραφε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νά λέγωνται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι αὐτό πρέπει νά ἐνταχθῆ μέσα στήν ὅλη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὅπως φαίνεται στά κείμενά του, εἶχε σαφῆ ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὁμιλοῦσε γιά «ἑτεροδόξους Ἐκκλησίας». Ἡ λέξη ἑτερόδοξος φανερώνει τήν αἵρεση καί ἑπομένως αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα ἀπό πλευρᾶς θεολογίας. Ὅμως, δέν πρέπει κανείς νά παραβλέπη ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἰδιαιτέρως στό βιβλίο του «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος» θεωρεῖ τούς Πάπες ὡς τούς «κακούς δαίμονες» τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Συγκεκριμένα γράφει: 
«Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις;  Νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν Παπῶν τῆς δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό ἑλληνικόν ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους Πάπας, οἵτινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους». Ἐπίσης, δέν πρέπει νά παραβλέψη κανείς ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος κάνει λόγο γιά τίς αἱρέσεις τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, καθώς ἐπίσης ὀνομάζει τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου ὡς Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἑπομένως, ὅποιος ἐπικαλεῖται τήν ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» δέν πρέπει νά παραβλέπη τήν ὅλη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεση.
Ἔχοντες ὑπ' ὄψιν τόν κατ' ἀκρίβειαν καί κατ' οἰκονομίαν ὅρο Ἐκκλησία, πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι ὑφίσταται διαφορά μεταξύ καθημερινῶν συζητήσεων ἤ γραπτῶν κειμένων καί ἐπιστολῶν μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, καί τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Δηλαδή, μπορεῖ στήν καθημερινή γλώσσα καί τήν ἐπικοινωνία πού ἔχουμε μέ ἄλλους Χριστιανούς νά χρησιμοποιῆται ὁ ὅρος Ἐκκλησία κατ' οἰκονομίαν γιά τούς ἑτεροδόξους, ὅμως ὅταν πρόκειται νά ἐκδοθῆ Συνοδική Πρᾶξις μέ βαρύτατο θεολογικό περιεχόμενο, τότε πρέπει νά χρησιμοποιῆται ἡ ἀκρίβεια. Δέν εἶναι κατανοητό σέ δογματικά κείμενα νά ὑπάρχη ἔκπτωση ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία.
Αὐτό πρέπει νά γίνη καί στό κείμενο τό ὁποῖο ἐπεξεργαζόμαστε μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσμος». Ἤδη ὁ τίτλος αὐτός εἶναι ἀκριβέστατος θεολογικά καί δογματικά, ὁπότε καί τό περιεχόμενό του πρέπει νά εἶναι ἀκριβέστατο, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἀναντιστοιχία μεταξύ τίτλου καί περιεχομένου ἑνός κειμένου.
Ἐπίσης, μέ τόν ὅρο «λοιπός Χριστιανικός κόσμος» δέν ἐννοοῦνται μόνον οἱ δυτικοί Χριστιανοί, ἀλλά καί οἱ ἀνατολικοί Χριστιανοί, ὅπως οἱ Προχαλκηδόνιοι, οἱ Νεστοριανοί, καί οἱ Μονοθελῆτες.
Ἑπομένως, θά πρέπει νά γίνη ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά γίνη λόγος ἀφ' ἑνός μέν γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες.

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2016

ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ


ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

       ἩἉγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού πρόκειται νά συνέλθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Κρήτη ἦταν «προσδοκία» πολλῶν, πού τήν ὁραµατίσθηκαν, ἑτοιµάσθηκαν, κουράστηκαν, καί τώρα ὁδηγεῖται πρός τήν σύγκλησή της.
Τά ἐρωτήµατα τά ὁποῖα τίθενται εἶναι ἐάν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι αὐτή πού περίµεναν ὅσοι τήν ὁραµατίσθηκαν. Γράφονται καί λέγονται πολλά γιά τό θέµα αὐτό, ἄλλοι ἐκφράζουν τήν χαρά τους, γιατί ἐπιτέλους ἦλθε αὐτή ἡ ποθητή ὥρα, ἄλλοι ἐκφράζουν ἔντονο προβληµατισµό, ἔντονο δισταγµό καί ἄλλοι αἰσθάνονται πλήρη ἀπογοήτευση.
Στήν µικρή αὐτή τοποθέτηση θά περιορισθῶ σέ µερικές ἐπισηµάνσεις.
1. Σύνοδος Προκαθηµένων
Ἡ µέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδος ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στήν πραγµατικότητα ὅµως θά εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τήν ἄποψη αὐτήν τήν στηρίζω στό ὅτι ὅλες οἱ κρίσιµες ἀποφάσεις ἐλήφθησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στίς 6-9 Μαρτίου τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ Προκαθήµενοι ἔλαβαν τήν ἀπόφαση νά συγκληθῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 2016 καί καθόρισαν τήν θεµατολογία της. Στίς 27-28 Ἰανουαρίου 2016 οἱ Προκαθήµενοι στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἐψήφισαν τόν Κανονισµό λειτουργίας (ἐκτός τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας) καί τά ἑτοιµασθέντα κείµενα ἀπό τίς Ἐπιτροπές, πλήν ἑνός θέµατος τό ὁποῖο δέν ὑπεγράφη ἀπό δύο Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας καί Γεωργίας). Πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ Προκαθήµενοι θά ὑπογράψουν τό µήνυµα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ ἀπό ἕναν ἐκπρόσωπο ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τό πρόγραµµα τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά καταρτισθῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους. Τέλος δέ τά κείµενα στήν τελική τους µορφή θά ψηφισθοῦν καί θά ὑπογραφοῦν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἑποµένως, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ἀνωτέρω ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι κυρίως Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί αὐτό εἶναι συµβατικό, γιατί ἕως τώρα ἦταν ἐλλιπής ἤ ἀνύπαρκτη ἡ παρουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰωάννου, ἀµφισβητεῖται δέ πρός τό παρόν ἡ παρουσία του κατά τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἑποµένως, οὔτε ὅλων τῶν Προκαθηµένων εἶναι Σύνοδος. Θεωρητικά, βέβαια, ὑποτίθεται ὅτι οἱ Προκαθήµενοι ἐξέφρασαν ἤ ἐκφράζουν τίς ἀποφάσεις τῶν περί αὐτῶν Συνόδων. Αὐτό εἶναι θεωρητικό. Καίτοι τό σύστηµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, ἐν τούτοις ὅµως σέ πολλά θέµατα δέν λαµβάνονται ἀποφάσεις ἀπό τίς Συνόδους.
∆έν γνωρίζω ἐπαρκῶς τί γίνεται στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλά γνωρίζω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τί γίνεται στήν δική µας Ἐκκλησία. Γιά τήν ἀπόφαση συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἐλήφθη τόν Μάρτιο τοῦ 2014, γιά τά κείµενα πού ὑπεγράφησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 δέν ἐζητήθη ἡ ἄποψη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέν συζητήθηκαν κατά τίς συνεδριάσεις της. Γιά τά ὑπόλοιπα, ὅπως γιά τό µήνυµα τό ὁποῖο θά ἐκδώση ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, δέν γνωρίζω ἄν θά ὑπάρξη ἡ συγκατάθεση καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας µας. Ἑποµένως, ἡ µέλλουσα νά συγκληθῆ Ἱερά Σύνοδος εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων καί ὄχι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπιπροσθέτως, πρέπει νά τονισθῆ ὅτι σέβοµαι ἀπολύτως τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµο, ὁ ὁποῖος διευθύνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος µέ σεβασµό στό Συνοδικό σύστηµα, ἀκούει τίς ἀπόψεις τῶν Ἱεραρχῶν καί πάντοτε ἀποδέχεται τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, χωρίς νά ἐπιδιώκη νά τήν χειραγωγῆ.
Ὅµως, ὑπάρχει Πατριαρχικό Γράµµα, τό ὁποῖο ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τήν 30ή Σεπτεµβρίου τοῦ ἔτους 1999, σύµφωνα µέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἔχει Προκαθήµενον, ἀλλά Προκαθηµένη εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος. Μήπως µπορεῖ νά ἑρµηνευθῆ αὐτό ὡς ὑπαναχώρηση ἤ διαφορετικά; Τελικά, οἱ ὁποιεσδήποτε ἀπόρροιες τῆς Ἱερᾶς Αὐτῆς Συνόδου θά εἶναι ἀποφάσεις τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
2. Ἡ παράκαµψη Μεγάλων Συνόδων
Ἡ Σύνοδος αὐτή σχεδιάσθηκε καί προετοιµάσθηκε ὡς µιά Οἰκουµενική Σύνοδος καί µάλιστα ἡ πρώτη σκέψη διατυπώθηκε τό 1923 µέ τήν 1600η ἐπέτειο τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἐτέθησαν περίπου ἑκατό (100) θέµατα τά ὁποῖα προέκυψαν ὅλο τό διάστηµα τῆς δεύτερης χιλιετίας, µέ τήν ἀπόσχιση τοῦ δυτικοῦ τµήµατος τῆς Ρωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (8ο-11ο αἰώνα), τήν διαίρεση καί τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ (15ο αἰώνα), τήν ἀνάπτυξη ποικίλων ἰδεολογικῶν ρευµάτων, ὅπως τοῦ ∆ιαφωτισµοῦ, τοῦ Ροµαντισµοῦ, τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τοῦ ὑπαρξισµοῦ, ἀλλά καί τῆς ἐκκοσµίκευσης τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστιανισµοῦ. Τελικά, ὅλο αὐτό τό ὅραµα τῶν «Πατέρων» τῆς ἰδέας αὐτῆς κατέληξε στό νά γίνη ὄχι µιά Οἰκουµενική Σύνοδος, ἀλλά µία Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού δέν µπορεῖ ἀκόµη νά βρῆ τήν ταυτότητά της, µέ µόνον ἕξι θέµατα ἄνευρα, ἀνεπίκαιρα, χωρίς ἰδιαίτερη στοχοθεσία, καί µερικά ἀπό αὐτά εἶναι ἀποδεσµευµένα ἀπό τήν παράδοση τῶν Πατέρων. Ἔχω ἀκούσει καί διαβάσει ὅτι ἀπό πολλούς ὑποστηρίζεται ὅτι ἔχει νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος περίπου 1.200 χρόνια καί αὐτή συνέρχεται γιά πρώτη φορά µετά ἀπό µιά τέτοια µεγάλη χρονική περίοδο. Αὐτό δηµιουργεῖ ἔντονο προβληµατισµό σέ ὅλους ὅσοι ἀσχολοῦνται µέ τά θεολογικά γράµµατα καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ αὐτόν τόν λόγο, παρουσιάζεται ὡσάν νά ὑπάρχη ἕνα ἐκκλησιαστικό κενό µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο πού ἔπρεπε νά καλυφθῆ, ἐνῶ ἔχουν συγκροτηθῆ µεγάλες καί σηµαντικές Σύνοδοι, ὅπως ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-80), ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ (1341-1351), ὅπως ἐπίσης σηµαντικές Σύνοδοι ἔγιναν µεταξύ τοῦ 15ου-18ου αἰῶνος, µέ καθοριστικές ἀποφάσεις. ∆ίνεται, λοιπόν, ἡ ἐντύπωση ὅτι παρακάµπτονται καί περιθωριοποιοῦνται ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι. Αὐτό τό θεωρῶ «προσβολή» ἐκ µέρους µας πρός τούς ἁγίους µας, Μέγα Φώτιο, ἅγιο Συµεών τόν Νέο Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ, ἁγίους Κάλλιστο καί Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν 15ο-18ο αἰώνα. Φυσικά, αὐτοί οἱ ἅγιοι δέν προσβάλλονται, ἀφοῦ οἱ διδασκαλίες τους ἔχουν ἀποκτήσει οἰκουµενικό κῦρος, ἡ ἀπόφαση τῆς Θ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (1351) ἔχει συµπεριληφθῆ στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἀλλά εἶναι προσβολή καί πτώση δική µας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.  Φαίνεται ὅτι µέ τήν Σύνοδο αὐτή ἐπιδιώκεται νά ἀρχίση µιά νέα ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς µας ἀποστασιοποίησης ἀπό τήν θεολογία καί τήν ὁρολογία τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο καί µετά.
Ἔτσι, θά παρουσιασθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα «κενό µνήµης», ἕνα «πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. ∆έν ἐξηγοῦνται ἀλλιῶς µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἔχουν ἑτοιµασθῆ, ὅπως καί οἱ ἑρµηνευτικές ἀναλύσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τους. Φαίνεται νά εἶναι µιά κακέκτυπη µίµηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ὡς ἰδέα ξεκίνησε µέ τήν προσπάθεια γιά τήν σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἀνέπτυξε µιά «νέα ἐκκλησιολογία» πού ἀπό τήν ἔννοια «τῆς ἀποκλειστικότητας» πέρασε στήν θεολογία «τῆς περιεκτικότητας» ἤ «βαπτισµατικῆς θεολογίας», κατά ἀνάλογο τρόπο µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἑτοιµάσθηκαν γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑπενθυµίζουν µιά «νέα ἐκκλησιολογία» καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἀναγνωρίζονται Μυστήρια καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3. Ἐλλιπής προετοιµασία
Ἄν ἔλθουµε στά καθ’ ἡµᾶς, διαπιστώνουµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία µας δέν προετοιµάσθηκε κατάλληλα γιά τήν Σύνοδο αὐτή. Καί εἶναι µιά Ἐκκλησία πού ἔχει ὑψηλό θεολογικό δυναµικό, ζωντανό µοναχισµό καί καλά ὀργανωµένη ἐκκλησιαστική ζωή. Μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία µας ἐκπαιδεύει, µέ τίς Θεολογικές Σχολές, Θεολόγους καί Κληρικούς ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχει παγκόσµια ἀκτινοβολία, µέ θεολογικά καί ποιµαντικά κείµενα καί πολλά ἄλλα. Ὅµως, γιά τήν ἐπεξεργασία τῶν κειµένων πού θά ὑπογραφοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ὑπῆρξε ἐπαρκής προετοιµασία καί Συνοδικές Ἀποφάσεις. Τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Κωνσταντινούπολη ἀποφασίσθηκε ἡ Σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, καθώς ἐπίσης ἀποφασίσθηκε ἀπό Ἐπιτροπή νά ἐπικαιροποιηθοῦν τά ἤδη ἑτοιµασθέντα κείµενα. Ἀπό τότε µέχρι σήµερα ἔπρεπε νά συζητηθοῦν σέ Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας, νά δοθοῦν κατευθύνσεις στούς ἐκπροσώπους µας πού θά κατέληγαν σέ ὁριστικά κείµενα, νά γίνουν συζητήσεις στίς Θεολογικές Σχολές, σέ συνάξεις Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε νά ἐκτεθοῦν οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας µας, γιά νά περάσουν στά τελικά κείµενα. Ἀντίθετα, ὅµως, ὅλοι ἐµεῖς οἱ Ἱεράρχες διατελούσαµε ἐν ἀγνοίᾳ καί λάβαµε τά ὁριστικά κείµενα, ἀφοῦ ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τόν Ἰανουάριο στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης καί παρεπέµφθησαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἐρχόµαστε τώρα νά συζητήσουµε γιά τά κείµενα αὐτά, ὅταν ὑπάρχουν λίγες δυνατότητες νά διορθωθοῦν. Ἔχω στά χέρια µου τίς ἐκθέσεις τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθησαν στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τοῦ ἔτους 2014-2015, καθώς ἐπίσης ἔχω καί τά ἀποσπάσµατα τῶν Πρακτικῶν τῶν Συνεδριάσεων τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
Οἱ ἐκπρόσωποί µας διαβεβαίωναν µέ τίς Ἐκθέσεις τους ὅτι τά κείµενα δέν ἔχουν προβλήµατα. Ἐπίσης, ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος διένειµε τίς ἐκθέσεις καί τά κείµενα στούς Ἀρχιερεῖς πρός ἐνηµέρωσή τους, χωρίς νά φαίνεται ἀπό τά πρακτικά ὅτι ἔγιναν συζητήσεις ἤ δίδονταν κατευθυντήριες γραµµές γιά ἐνδεχόµενες τροποποιήσεις ἤ προσθῆκες, ἐκτός ἀπό µία φορά πού ἐλήφθη ἀπόφαση γιά µερικές λεκτικές διορθώσεις. Κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ ἔτους 2009 γιά τόν διάλογο µέ τούς Ρωµαιοκαθολικούς ἀποφασίσθηκε: «1. ∆ιεπιστώθη ἡ ἀνάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ἐνηµερώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, στά σηµαντικά αὐτά ζητήµατα. ∆ηλώθηκε δέ ὅτι ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαµβάνῃ γνώση ὅλων τῶν φάσεων τῶν ∆ιαλόγων, διαφορετικά κανένα κείµενο δέν δεσµεύει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε αὐτό συνιστᾶ τό Συνοδικό Πολίτευµα τῆς Ἐκκλησίας. … 4. Τό κείµενο τῆς Ραβέννας καί τό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑποµένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτοµένης. Αὐτό πρακτικῶς σηµαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσµένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁµολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους» (Ἀνακοινωθέν Ἱεραρχίας, 16-10-2009). Ἐάν αὐτό ἐλέχθη γιά τό κείµενο τῆς Ραβέννας, τό ἴδιο καί περισσότερο ἔπρεπε νά γίνη στήν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ ἐπρόκειτο νά ὑπογραφοῦν κείµενα δεσµευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔπρεπε, λοιπόν, πέρυσι νά συγκληθῆ πάραυτα ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας, νά µελετηθοῦν τά κείµενα ἀπό ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, νά γίνουν συγκεκριµένες εἰσηγήσεις καί νά ληφθοῦν ἀποφάσεις. Αὐτό ἔγινε ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀπό ὅ,τι γνωρίζω.
Ἑποµένως, αὐτό πού γίνεται σήµερα ἔπρεπε νά γίνη πρό τῆς ὑπογραφῆς τῶν κειµένων αὐτῶν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 2016. Ἔπρεπε δέ νά ἀκούσουµε καί τίς ἀπόψεις τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδηµιῶν, ὅπως καί τῶν Ἱερέων, Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ἡ σοβαρότητα κάθε Συνόδου ἔχει σχέση µέ τήν σοβαρότητα µέ τήν ὁποία ἀντιµετωπίζονται τά θέµατα.
∆υστυχῶς, ἐµεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ἀρκούµα- στε µόνον σέ µιά ποιµαντική διακονία µέ κοινωνιολογική ἀναφορά καί ἔχουµε ἀφήσει τά θεολογικά θέµατα σέ µερικούς πού παριστάνουν τούς «εἰδικούς». Τοὐλάχιστον, σέ αὐτήν τήν «ἔσχατη ὥρα», τήν «δωδεκάτη», ἄς ἐπιδεί- ξουµε ὑψηλό αἴσθηµα εὐθύνης ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήµατος καί θεολογικῆς ὁρολογίας, νά ἀποστασιοποιηθοῦµε ἀπό συναισθηµατικές «εὐαισθησίες» καί διάφορες ἐκκλησιαστικές σκοπιµότητες. ∆έν ἔχει σηµασία ποιοί θά ἐκπροσωπήσουν τῆς Ἐκκλησία µας στήν Σύνοδο αὐτή, ἀλλά τί θά ὑποστηρίξη ἡ Ἐκκλησία µας µέ τίς θέσεις πού θά παρουσιάση.
Ὁπότε, ἡ σηµερινή σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πολύ σηµαντική, γιατί πρέπει νά ἀποδεχθοῦµε τήν ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί στήν πραγµατικότητα νά ἀποφασίσουµε γιά θέσεις πού προσδιορίζονται ἀπό τήν παράδοσή µας ἤ ἐάν θά ἐπηρεασθοῦµε ἀπό σύγχρονες ἀντιλήψεις πού ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τήν γλώσσα καί τό πνεῦµα ὅλων τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. Αὐτό εἶναι τό ζητούµενο. Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουµε ὅτι δέν εἶναι µόνον τά κείµενα τῶν ἕξι θεµάτων, ἀλλά καίρια σηµασία ἔχει τό µήνυµα πού θά ἐκπονηθῆ καί θά ἀναγνωσθῆ στήν ἔναρξη τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἔχει λεχθῆ ὅτι κι ἄν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν συζητηθοῦν καί δέν ἀποφασισθοῦν διάφορα θέµατα, τό βασικότερο εἶναι τό µήνυµα πού θά ἀποσταλῆ σέ ὅλο τόν κόσµο. Ἔτσι, ἔχουµε ἐπιλέξει ἕναν Μητροπολίτη νά µᾶς ἐκπροσωπήση στήν σύνταξη τοῦ µηνύµατος. Θά ἔπρεπε σήµερα νά γνωρίζουµε τό περιεχόµενό του ἤ τά βασικά καί κεντρικά σηµεῖα πού θά περιλαµβάνη καί νά ἀποφασίσουµε σχετικά. Ἀπό ὅ,τι γνωρίζω ἤδη ἑτοιµάζεται τό κείµενο αὐτό, θά ὁλοκληρωθῆ ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή πού θά συνεδριάση στήν Κρήτη µιά ἑβδοµάδα πρίν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί θά εἶναι τό βασικό µήνυµα τῆς Συνόδου αὐτῆς. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά ἀγνοῆ τό κείµενο αὐτό, δέν θά λάβη γνώση τοῦ περιεχοµένου του, ἀφοῦ θά εἶναι τόσο σηµαντικό; 7 Ἐγώ τοὐλάχιστον, ὅπως ἐλπίζω καί πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί, δέν ἐξουσιοδοτῶ κανέναν νά συντάξη καί νά ὑπογράψη ἕνα τέτοιο κείµενο, ἄν δέν τό διαβάσω προηγουµένως.
Προτείνω νά προστεθῆ στό Μήνυµα ἡ παράγραφος: «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί τῶν Μεγάλων Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῶν µετέπειτα Συνόδων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτά εἶναι τά καίρια καί σηµαντικά θέµατα καί ὄχι ποιός θά παρευρεθῆ στήν Σύνοδο αὐτή καί ποιός θά ἀρνηθῆ νά παρευρεθῆ γιά δῆθεν «συνειδησιακούς λόγους».
4. Ἐκκλησιαστική διγλωσσία
∆ιαβάζοντας κανείς µερικά ἀπό τά κείµενα αὐτά παρατηρεῖ ὅτι διαπνέονται ἀπό ἕνα πνεῦµα διγλωσσίας.
Ἡ λέξη διγλωσσία µπορεῖ νά ξενίζη, ἀλλά ἐκφράζει µιά πραγµατικότητα ὅταν γνωρίζουµε ὅλο τό πνεῦµα πού ὑπάρχει γύρω ἀπό τά σχετικά θέµατα. Σέ ἄλλο κείµενό µου ἔχω ἐπισηµάνει τά διφορούµενα θέµατα πού ὑπάρχουν σέ µερικά κείµενα, ὅπως τό ἔχουν κάνει πολλοί ἄλλοι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, µοναχοί, θεολόγοι, λαϊκοί, καί γι’ αὐτό δέν µπορεῖ κανείς νά ἐνοχλῆται. Ἡ ἐπισήµανση αὐτή εἶναι ἀναγκαία, ἄν σκεφθοῦµε ὅτι πρόκειται γιά Συνοδικά Πανορθόδοξα κείµενα, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι προσεγµένα. Μπορεῖ στήν καθηµερινή µας ἐπικοινωνία ἤ κάποτε σέ κείµενά µας νά ἔχουν περάσει µερικές λέξεις πού προκαλοῦν προβληµατισµό, ὅπως γιά παράδειγµα µπορεῖ νά γράφουµε ἤ νά ποῦµε «Ρωµαιοκαθολική Ἐκκλησία» ἤ «Προτεσταντική Ἐκκλησία» κλπ., ἀλλά ὅταν συντάσσωνται ὁµολογιακά κείµενα, τά ὁποῖα θά παραµένουν ὡς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τότε πρέπει νά εἴµαστε προσεκτικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, κατά τήν διάρκεια τῶν θεολογικῶν καί ἡσυχαστικῶν ἀγώνων ἔχει καθιερώσει µιά βασική ἀρχή: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁµολογία».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν ἀντιλογία µπορεῖ κανείς νά χρησιµοποιήση κάθε εἴδους ἐπιχειρήµατα, ὅµως ὅταν γράφη ὁµολογιακά κείµενα, τότε ὁ λόγος πρέπει νά εἶναι σύντοµος καί δογµατικῶς ἀκριβής, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἐδογµάτισαν «βραχύ ρήµατι καί πολύ συνέσει». Ἔτσι, τά κείµενα πού τίθενται ἐνώπιόν µας καί πρόκειται νά ὑπογραφοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία µας πρέπει νά εἶναι δογµατικῶς καθαρά, καί νά µή διακρίνωνται ἀπό ἀσάφεια καί σύγχυση, διαφορετικά δέν θά εἶναι κείµενα ὀρθόδοξα.
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς λέξεις πού χρησιµοποιοῦνται καταλαβαίνει ὅτι ἐπιδιώκεται νά καλυφθοῦν κάποια θέµατα, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται πολλές φορές µέ τούς νόµους πού ψηφίζονται στά Κοινοβούλια καί εἶναι φωτογραφικοί. Ὑπάρχει µιά ἀσαφής καί συγκεκριµένη πρακτική σέ πολλά ἐκκλησιαστικά θέµατα πού καλύπτονται κάτω ἀπό τίς λέξεις τῶν κειµένων, τά ὁποῖα κάνουν λόγο γιά ἄλλες Ἐκκλησίες. Θά ἀναφέρω τρία παραδείγµατα ἀπό τήν ἕως τώρα πρακτική. Τό πρῶτον εἶναι τό θέµα τῶν πράξεων τοῦ 1965, πού ἔγιναν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Βατικανό, αὐτό πού ἔχει καθορισθῆ νά γράφεται ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων.
Νά θυµίσω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β΄ , ἀνεψιός τοῦ Μεγάλου Φωτίου, µέ συνοδική ἀπόφαση διέγραψε τό ὄνοµα τοῦ Πάπα Ρώµης Σεργίου ∆΄ ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τό 1009, ἐπειδή στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του συµπεριέλαβε τό Σύµβολο τῆς Πίστεως µέ τό filioque, καί ἀπό τότε κανενός Πάπα τό ὄνοµα δέν ἐτέθη στά δίπτυχα, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία. Ἀργότερα, τό 1054 ὁ Καρδινάλιος Οὐµβέρτος ἀναθεµάτισε τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο καί ἄλλους δύο καί ἐκεῖνος τόν ἀναθεµάτισε. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀκοινωνησία ὑπῆρξε καί πρίν τά ἀναθέµατα, καί φυσικά ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων δέν καταργεῖ τήν πράξη τῆς ἀκοινωνησίας. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Τό 1965 ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων ἤ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας; Εἶναι ἐρώτηµα καίριο, διότι στήν Πράξη τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 7ης ∆εκεµβρίου τοῦ 1965 γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων, καί ἑποµένως ὑφίσταται ἀκόµη ἡ ἀκοινωνησία, ἐνῶ σέ δήλωση πού ὑπογράφηκε στά γαλλικά µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα καί τήν ὁποία διάβασε ὁ Πάπας κατά τήν τελευταία ἡµέρα (7 ∆εκεµβρίου) καί πράξη τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀκοινωνησίας.
Ἔχω στήν διάθεσή µου τό κείµενο αὐτό στήν γαλλική καί τήν ἀγγλική γλώσσα. Τό δεύτερο εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουµένου ὅτι, δυστυχῶς, στήν ἐκκλησιαστική πρακτική ὄχι µόνον ἀναγνωρίζονται οἱ Ἑτερόδοξοι ὡς Ἐκκλησίες, ἀλλά ὑπάρχει καί ἐκκλησιαστική καί εὐχαριστιακή κοινωνία! Ἑποµένως, ὑφίσταται µία ἐκκλησιαστική διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση. Ἀναφέροµαι σέ ἕνα κείµενο µιᾶς Ἐκκλησίας, πού χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁµολογία», πού ἐγκρίθηκε ἐπισήµως καί στό ὁποῖο ἐπικρατεῖ σέ µεγάλο βαθµό ἡ διγλωσσία καί ἡ σύγχυση. Ἐνῶ γίνεται λόγος γιά Μία Ἐκκλησία, συγχρόνως χαρακτηρίζονται καί ἄλλες ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες «ἀποτελοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἐπίσης, γίνεται λόγος ἀκόµη γιά θεία Κοινωνία ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς «διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας», ὅπως καί γιά τό ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Τό τρίτο παράδειγµα εἶναι ὅτι πρόσφατα διάβασα τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου µέ τίτλο «Θεολογικός διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν (ἱστορία-κείµενα-προβλήµατα)» καί διαπίστωσα ἀκόµη γιά µιά φορά ὅτι κατά τόν διάλογο αὐτό καί τίς δηλώσεις καί τά κοινά κείµενα µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα, ὅπως καί τῶν ἀντιπροσώπων τους, ἐπικρατεῖ µιά γλώσσα ὅτι ἐπικρατεῖ ἕνα πνεῦµα «ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια» καί ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δέ ἰδιαζούσης ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος». Ἡ διγλωσσία σέ ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα εἶναι µιά ὀδυνηρή πραγµατικότητα πού δείχνει τήν ἀποµάκρυνση ἀπό τά ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά κείµενα δύο χιλιετιῶν. Αὐτό δέν πρέπει νά γίνη στά κείµενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
5. Ὁ ὅρος «ἀδελφαί Ἐκκλησίαι»
Στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», ἐνῶ γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», συγχρόνως γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν», ὁπότε γίνεται σύγχυση πρός τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό προτείνεται ἡ διόρθωση τοῦ κειµένου αὐτοῦ. Τό θέµα αὐτό εἶναι σοβαρότατο, γιατί σέ διάφορους θεολογικούς διαλόγους µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ὅπως ἐπίσης καί σέ ἐπίσηµα κείµενα γίνεται λόγος γιά «ἀδελφές Ἐκκλησίες», µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν, καί δυστυχῶς αὐτός ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἀνέπτυξε µιά ἰδιαίτερη θεολογία καί ἐκκλησιολογία.
∆έν εἶναι δέ ἕνας τεχνικός ὅρος, ἀλλά µιά σύγχρονη ἐκκλησιολογική θεολογία, πού ἐπικράτησε στήν οἰκουµενική κίνηση. Γιά τόν ὅρο «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί µάλιστα ὅπως ἄρχισε νά χρησιµοποιῆται, γίνεται µιά ἀναφορά σέ κείµενο πού ἐξέδωσε τό Γραφεῖο τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν διδασκαλία πίστεως τοῦ Βατικανοῦ (30 Ἰουνίου 2000), τῆς ὁποίας προήδρευε ὁ Καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράντζιγκερ, µετέπειτα Πάπας Βενέδικτος. Ὁ ὅρος αὐτός, σύµφωνα µέ τό κείµενο αὐτό, ἐµφανίσθηκε τόν 12ο καί 13ο αἰώνα, χρησιµοποιήθηκε στούς νεώτερους χρόνους ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα, υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί ἔκτοτε χρησιµοποιήθηκε σέ παπικά ἔγγραφα, σέ προσφωνήσεις, σέ ἐπιστολές, σέ ἐγκυκλίους κλπ. Ἐπίσης, στό κείµενο πού ἐξέδωσε ἡ Ἐπιτροπή γιά τήν διδασκαλία τῆς πίστεως γίνεται µιά θεολογική ἀνάλυση τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς καί παρουσιάζεται γιά τό πῶς τήν ἐννοοῦν οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί», ὅτι «ἡ µία ἁγία, καθολική καί ἀποστολική παγκόσµια Ἐκκλησία», πού εἶναι ἡ Παπική, «δέν εἶναι ἀδελφή, ἀλλά µητέρα ὅλων τῶν συγκεκριµένων Ἐκκλησιῶν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον «θά πρέπει κάποιος νά ἀποφεύγη, ὡς αἰτία παρεξηγήσεως καί θεολογικῆς σύγχυσης, τήν χρήση ἐκφράσεων ὅπως «οἱ δυό µας Ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἀποδίδεται στήν Καθολική Ἐκκλησία καί στό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (ἤ µιᾶς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας)». Πάντως, ὁ ὅρος αὐτός «ἀδελφές Ἐκκλησίες», κατά τό κείµενο, «µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖται µόνο γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἐκεῖνες κοινότητες, οἱ ὁποῖες διατήρησαν ἔγκυρη ἐπισκοπική διαδοχή καί εὐχαριστία».
Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» χρησιµοποιεῖται ἀπό τούς Παπικούς µέ τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἔννοια τῆς ἐγκυρότητας τῶν µυστηρίων καί τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς καί δέν εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, µέ τήν προσθήκη ὅτι µητέρα Ἐκκλησία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ «Καθολική Ἐκκλησία». Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε γιά τό θέµα αὐτό: «Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας, ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας». Αὐτό προέρχεται ὄχι µόνο ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἀλλά καί ἀπό τά κείµενα πού ὑπογράφησαν κατά τούς θεολογικούς διαλόγους µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1987), στό Νέο Βάλαµο τῆς Φινλανδίας (1988) καί ἀργότερα στήν Ραβένα (2007).
Ὑπενθυµίζω ὅτι στό Μόναχο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος»· στό Μπάρι καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Πίστις, µυστήρια καί ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»· στό Νέο Βάλαµο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό Μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ µυστηριακῇ δοµῇ τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίᾳ ἡ σπουδαιότης τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τόν ἁγιασµόν καί τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ»· καί στήν Ραβένα καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Ἐκκλησιολογικαί καί κανονικαί συνέπειαι τῆς µυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης καί αὐθεντία».
Τά τέσσερα αὐτά κείµενα καταρτίσθηκαν καί ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκλησιῶν, µέ τήν προοπτική ὅταν θά ὁλοκληρωθῆ ὁ θεολογικός διάλογος, θά ἐγκριθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ὕστερα ἀπό αὐτά ἐξάγονται ἀναµφιβόλως δύο σηµαντικά συµπερά- σµατα. Τό πρῶτο συµπέρασµα εἶναι ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφαί Ἐκκλησίαι» καί ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» γιά τούς Ρωµαιοκαθολικούς δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στίς χριστιανικές αὐτές κοινότητες. Τό δεύτερο συµπέρασµα εἶναι ὅτι τά ὡς ἄνω κείµενα ὑπεγράφησαν ἀπό τούς ἐκπροσώπους καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µέ τήν ἀπαραίτητη ὅµως προϋπόθεση ὅτι θά ἔλθουν τελικά πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δηλαδή τελοῦν ὑπό τόν ἀπαραίτητο ὅρο τοῦ ad referendum.
Ἄν ὅµως στό κείµενο πού πρόκειται νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο στήν Κρήτη παραµείνη ἡ ἔκφραση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν» καί ἄλλες παρόµοιες ἐκφράσεις, τότε ἀναγνωρίζονται ἐµµέσως τά κείµενα πού ἤδη ἔχουν ὑπογραφῆ ἀπό τούς ἀντιπροσώπους, καίτοι εἶναι προβληµατικά, χωρίς νά ἔλθουν πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία µας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον πρέπει νά προηγηθῆ ἡ ἔγκριση ἤ µή τῶν τεσσάρων κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἑποµένως, πρέπει ὁπωσδήποτε στό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθῆ καί νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά µή χαρακτηρίζωνται ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες.
6. Τό «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τοῦ Βαπτίσµατος
Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό Βάπτισµα τῶν Ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», δηλαδή δέν ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παλαιότεροι Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου χρησιµο- ποιοῦσαν τήν κανονική τάξη περί τοῦ κατ’ ἀκρίβειαν καί κατ’ οἰκονοµίαν τρόπου ἀποδοχῆς κάποιων ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἄν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας –πού δέν ὑπάρχουν– καί ἄλλο εἶναι τό πῶς ἀποδεχόµαστε κάποιον ἑτερόδοξο στήν Ἐκκλησία. Κατ’ ἀκρίβειαν δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κατ’ οἰκονοµίαν ἀποδεχόµαστε κάποιον µέ Χρίσµα ἤ λίβελλο, ὅταν ἡ βάπτιση γίνεται στό ὄνοµα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως νοεῖται ὀρθοδόξως, καί µέ τριττή ἐµβάπτιση στό νερό. Αὐτό µᾶς ἀναπαύει. Ἡ ἄποψη µερικῶν νά µετατρέπουν τήν οἰκονοµία, ἀπό µία προσωρινή ὑποστολή τῆς ἀκρίβειας σέ µόνιµη κατάσταση, εἶναι ἀνεπίτρεπτη. Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», πράγµα πού δέν τό ἰσχυρίζονται οἱ Κανόνες 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές Οἰκουµενικές Συνόδους δέν πρέπει νά παροραθῆ ὅτι στήν λατινική παράδοση ἔχει εἰσαχθῆ ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ἄλλες αἱρετικές ἀποκλίσεις, καθώς ἐπίσης καί ὁ ραντισµός στό βάπτισµα καί ἡ ἐπίχυση ὕδατος, παρακάµπτοντας τήν ἐµβάπτιση τοῦ ἐµβαπτιζοµένου στό νερό. Ἔπειτα, διερωτᾶται κανείς γιατί νά µή εἶναι «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά» τό Χρίσµα, ἡ θεία Εὐχαριστία στούς ἑτεροδόξους µέ τήν ἴδια νοοτροπία; Καί γιατί εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων, ὅταν ταυτοχρόνως ἐµποδίζονται νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πού εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τοῦ βαπτίσµατος; ∆ηλαδή, κατά µερικούς θεολόγους τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ἀλλά δέν παράγει ἐκκλησιαστικά ἀποτελέσµατα, ἀφοῦ εἶναι ἀνενεργό , ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος;  Ἡ ἄποψη περί «ἐγκύρου» καί «ὑποστατοῦ» βαπτίσµατος συνδέεται µέ τήν Ἀποστολική ∆ιαδοχή, δηλαδή «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» Ἱερωσύνη. Αὐτή ἡ θέση εἶναι παράδοξη, διότι ἡ Ἀποστολική ∆ιαδοχή δέν εἶναι «µαγική» καί µηχανική πράξη, δέν εἶναι µόνον µιά σειρά, ἀδιάκοπη ἔστω, χειροτονιῶν, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διαδοχή ἀποστολικοῦ τρόπου, κατά τό Ἀπολυτίκιο: «Καί τρόπων µέτοχος, καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόµενος, τήν πράξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτοµῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας µέχρις αἵµατος, Ἱεροµάρτυς Ἰγνάτιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡµῶν».
Ἡ ἀπώλεια τῆς Ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς πίστεως, ἡ εἰσαγωγή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ὡς ἀνωτέρας ἀπό τήν ἀποστολική καί τήν πατερική θεολογία, δέν συνιστᾶ Ἀποστολική διαδοχή. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύµατος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ µετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν» (α΄ Κανών). Ὅπως ἐπίσης εἶναι γνωστή ἡ φράση ἀπό τόν Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος: «Παρὰ δὲ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁµαρτηµάτων ἄφεσιν λαβεῖν». Πέρα τοῦ δογµατικοῦ αὐτοῦ θέµατος τίθεται ἔντονος προβληµατισµός, καί ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, τῆς ἀδιάκοπης σειρᾶς χειροτονιῶν, ἀφοῦ παραδίδεται ἱστορικά ὅτι ὁ Καρλοµάγνος καί οἱ διάδοχοί του τοποθετοῦσαν ὡς Ἐπισκόπους λαϊκούς χωρίς χειροτονία, τούς θεωροῦσαν ὡς διοικητικά ὄργανα µέσα στό φεουδαλιστικό σύστηµα πού ἐπέβαλαν, µέ ἀποτέλεσµα νά διαµαρτύρεται, πρίν τό 1009, ἀκόµη καί ὁ Πάπας τῆς Ρώµης πρός τούς Γερµανούς Ἡγεµόνες. Ἱστορικά ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι πρίν τό σχίσµα τῆς Παλαιᾶς Ρώµης πρός τήν Νέα Ρώµη, ὑπῆρξε σχίσµα τῶν Ἐπαρχιῶν ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Καρλοµάγνος πρός τήν Παλαιά Ρώµη.
Τό ἔτος 794 στήν Φραγκφούρτη καταδικάστηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος καί τό ἔτος 809 στό Ἄαχεν εἰσήχθη τό filioque, καί ὅλα αὐτά πέρασαν καί στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώµης, ὅταν κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους. ∆ιαβάζοντας τό βιβλίο «∆ιάλογοι» τοῦ Πάπα Ρώµης Γρηγορίου, τοῦ ὀνοµαζοµένου ∆ιαλόγου, βλέπει κανείς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρώµης πρό τοῦ 7ου αἰῶνος µ.Χ., τήν θεολογία της καί τόν ἡσυχασµό της, τά κοινά σηµεῖα µέ τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν, Ἐπισκόπων καί µοναχῶν πρός τούς αἱρετικούς Γότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Λογγοβάρδους καί ἀκόµη πρός τούς Φράγκους, ὅπως καί τά µαρτύρια, τήν σφαγή πού ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἀπό τά Γερµανικά φῦλα. Καί ὅλα αὐτά συνέβαιναν στίς ἀρχές τοῦ 7ου 14 αἰῶνος. Τότε, γιά ποιά ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή ὁµιλοῦµε, ὅταν ὅλα εἶναι προβληµατικά, καί τά θεολογικά, καί τά ἐκκλησιαστικά, καί τά ἱστορικά;
7. Ἡ κακοδοξία τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου
Τό θέµα τοῦ προσώπου δέν εἶναι «σχολαῖο», δηλαδή σχολαστικό, εἶναι µεγίστης σηµασίας.
Ἔχει εἰσαχθῆ στήν ὁρολογία µας, τό χρησιµοποιοῦµε συχνά, κάνουµε λόγο γιά τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» καί τήν «ἱερότητά» του, γιά τήν διαφορά µεταξύ «προσώπου καί ἀτόµου» καί πολλά ἄλλα πού εἶναι ἄρνηση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων µας. ∆ιάβασα τό κοινό ἀνακοινωθέν πού ὑπεγράφη στήν Μυτιλήνη µεταξύ τοῦ Πάπα, τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος. Γίνεται λόγος γιά «προστασία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», γιά «ἀνθρωπιστική κρίση», γιά «παραβίαση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τῶν θεµελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων καί ἐλευθεριῶν τους», γιά «κρίση ἀνθρωπιστική», ἀλλά ὄχι γιά «ἀνθρώπινο πρόσωπο». ∆υστυχῶς, σήµερα ἔχει ἀντικατασταθῆ ἡ ὡραιότατη καί θεολογικότατη λέξη ἄνθρωπος ἀπό τίς λέξεις πρόσωπο, ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού µοῦ θυµίζουν τήν παλαιότερη φράση «σοσιαλισµός µέ ἀνθρώπινο πρόσωπο», καί µέ αὐτή τήν ἔννοια ἀπό τήν θεολογία φθάσαµε στήν κοινωνιολογία γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα.
Βεβαίως, σεβόµαστε τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα, ἀλλά ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν µπορεῖ νά περικλεισθῆ µόνον σέ αὐτά. Ἡ λέξη πρόσωπο καί ἄτοµο γιά τόν ἄνθρωπο καί τά σχετικά µέ τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου» ἔχουν µιά διαδροµή ἀπό τόν Θωµᾶ τόν Ἀκινάτη µέχρι τόν Κάντ, τόν γερµανικό ἰδεαλισµό (Φίχτε, Σέλινγ, Χαῖγκελ), τήν ρωσική θεολογία καί τόν ὑπαρξισµό, καί χρησιµοποιοῦνται κυρίως ἀπό µερικούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά µιά µορφή «θεολογικοῦ ἰοῦ», πού ἔχει προσβάλει τήν ὀρθόδοξη θεολογία µας. Καί µπορεῖ, ἴσως, νά χρησιµοποιοῦµε τόν ὅρο αὐτόν στήν καθηµερινή µας γλώσσα, χωρίς νά τό ἀντιλαµβανόµαστε, ἀλλά ὅταν εἰσάγεται αὐτός ὁ ὅρος σέ ἐπίσηµα συνοδικά καί ἐκκλησιαστικά κείµενα, τότε ἀποτελεῖ θεολογική παρεκτροπή. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι πού χρησιµοποιοῦν τίς φράσεις «ἀνθρώπινο πρόσωπο», «ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», «βούληση ἤ ἐλευθερία τοῦ προσώπου» σαφῶς παραβιάζουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅτι ἡ φύση εἶναι καλή, καί ὄχι ἀναγκαστική, ἡ θέληση-βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τοῦ προσώπου, τό πρόσωπο ταυτίζεται µέ τό ἄτοµο κ.ἄ.
Ἡ σύνδεση µεταξύ τῆς θέλησης καί τοῦ προσώπου καταργεῖ τόν Τριαδικό Θεό, εἰσάγει τριθεΐα, καί ἡ σύνδεση µεταξύ φύσεως καί ἀνάγκης ἀποδίδει µοµφή στόν Θεό γιά τήν δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, στό κείµενο πρέπει νά ἀντικατασταθοῦν τά περί προσώπου, µέ τήν λέξη ἄνθρωπος. Τί ὡραία εἶναι αὐτή ἡ λέξη µέ τό ὀρθόδοξο περιεχόµενο τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁµοίωση! Φυσικά, κάθε ἄνθρωπο ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τόν σεβόµαστε καί δέν µπορεῖ νά τόν ὀνοµάζουµε πρόσωπο γιά νά δείχνουµε τόν σεβασµό µας σέ αὐτόν.
Ἐπειδή µερικοί ἐπικαλοῦνται τόν Γέροντα Σωφρόνιο πού ὁµιλοῦσε περί προσώπου θέλω νά ἐπισηµάνω ὅτι ὅσα ἔγραφε ὁ Γέροντας δέν ἔχουν καµµιά σχέση µέ ἐκεῖνα πού ἀναλύουν οἱ σύγχρονοι θεολογοῦντες περσοναλιστές.
Ὁ Γέροντας ταύτιζε τό πρόσωπο-ὑπόσταση µέ τήν πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁµοίωση καί στήν πραγµατικότητα µέ τόν ὅρο πρόσωπο «ζωγράφιζε» τόν ἅγιο Σιλουανό.
Συµπέρασµα
Τά κείµενα πού ἔχουν γραφῆ καί ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί πρόκειται νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκαλοῦν σέ µερικά σηµεῖα, διότι στίς ἡµέρες µας παρατηρεῖται, ἀκόµη καί µέσα στήν Ἐκκλησία µιά σύγχυση µεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῆς διδασκαλίας τῶν οὑµανιστῶν πολεµίων του.
Τά κείµενα καταρτίσθηκαν χωρίς δηµόσιο διάλογο καί θεολογική «διαβούλευση», γι’ αὐτό δηµιούργησαν θεολογικές ἀντιδράσεις, καί δικαίως. Ὅµως, µερικοί «ἔξυπνοι» ὁµίλησαν σκληρά γι’ αὐτούς πού δικαίως ἀντιδροῦν µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα καί τούς ὀνόµασαν «»στρατευµένη φράξια» µιᾶς ἰδεολογικῆς ὀρθοδοξίας», τῆς «ὀρθοδοξίας «ἁγιατολάχ»». Στρέφονται ἐναντίον «τῆς σύναξης τῶν πεφωτισµένων καί θεουµένων γερόντων καί πνευµατικῶν πατέρων», καί γράφουν: «Καιρός πιά, γιά τούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες καί ὅλους ἐµᾶς, νά τελειώνουµε µ’ αὐτήν τήν καρικατούρα τῆς δῆθεν πιστότητας στήν Παράδοση, µ’ αὐτούς τούς ὀρθοδόξους «ἁγιατολλάχ», πού θεωροῦν πῶς ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς ἀνά τόν κόσµον ὀρθοδοξίας…». Τό πρόβληµα, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐπιχειρεῖται µιά χειραφέτηση ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τήν 7η Οἰκουµενική Σύνοδο καί φθάνει µέχρι σήµερα, µιά ἀποδυνάµωση καί ἀποµάκρυνση ἀπό τήν διδασκαλία τῶν θεουµένων ἁγίων µας, κυρίως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ 16 ἁγίου Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν ἄλλων Φιλοκαλικῶν Πατέρων. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, ἄς ὁµολογήσουν ἐπισήµως στό µήνυµα, πού θά ἐκπέµψουν, τήν πιστότητά τους στίς Μεγάλες Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, ἤτοι στίς Συνόδους ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί στίς ἐν συνεχείᾳ Συνόδους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Εἶναι τόσο ἁπλό!





το  είδαμε    εδώ

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2016

Ἡ ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας


Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου  
Ὅσο προχωροῦµε πρός τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόσο καί γράφονται διάφορα κείµενα, αὐξάνεται τό ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν γιά τά ὅσα πρόκειται νά γίνουν σέ αὐτήν καί κυρίως γιά ὅσα θά ἀποφασισθοῦν.
Προσπαθῶ νά δῶ τά θέµατα αὐτά µέ ψυχραιµία, νηφαλιότητα καί κυρίως µέσα ἀπό τήν καθολική πείρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἤδη ἔχω συντάξει καί δηµοσιοποιήσει διάφορα κείµενα καί πρόκειται νά διατυπώσω τίς ἀπόψεις µου προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη κατά τόν Μάϊο γιά νά λάβη σαφεῖς ἀποφάσεις ὡς πρός τήν στάση πού θά τηρήση ἡ Ἐκκλησία µας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά συνέλθη στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο.
Ἐµεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως καί οἱ Κληρικοί παντός βαθµοῦ, µοναχοί, θεολόγοι καί γενικά Χριστιανοί, µποροῦµε καί πρέπει νά καταθέτουµε τίς σκέψεις µας στά Συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐνηµερώνουµε τούς Χριστιανούς. 
∆υστυχῶς ὅλη αὐτή ἡ συζήτηση γίνεται καθυστερηµένα, γιατί ἔπρεπε νά γίνη πρίν ὑπογραφοῦν τά κείµενα αὐτά κατά τήν Σύνοδο τῶν Προκαθηµένων στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης τόν παρελθόντα Ἰανουάριο. Εὐθύνονται δέ ὅλοι ἐκεῖνοι πού κρατοῦσαν τά κείµενα αὐτά «ὑπό τό µόδιον» καί δέν δίνονταν στήν δηµοσιότητα γιά εὐρύτερη συζήτηση οὔτε κἄν στούς Μητροπολίτες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας µας γιά νά λάβουν γνώση. 
Αὐτή εἶναι µιά λυπηρά ἱστορία πού δέν περιποιεῖ τιµή σέ ἐκείνους πού τήν σχεδίασαν ἤ τήν ἐφάρµοσαν. 
Ἐπιφυλασσόµενος νά ἐκφράσω τίς ἀπόψεις µου κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θά καταγράψω ἐδῶ µερικά σηµεῖα πού µποροῦν νά ὠφελήσουν ὅσους ἔχουν καλή διάθεση.   

1. Ἡ βάση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύµατος εἶναι συνοδική, πού σηµαίνει γίνεται συζήτηση, ἀνταλλάσσονται ἀπόψεις καί ἐξάγονται τά συµπεράσµατα. «Ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι καὶ ἡµῖν», ὅπως ἀπεφάνθη ἡ Ἀποστολική Σύνοδος στά Ἱεροσόλυµα, κατά τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. ιε΄,  28).
Τό συνοδικό, ὅµως, πολίτευµα δέν λειτουργεῖ οὔτε ἐκφράζεται µόνον µεταξύ τοῦ Σώµατος τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί γενικά στίς συζητήσεις µεταξύ Κληρικῶν, µοναχῶν καί λαϊκῶν, ὅσων τελικά τό ἐπιθυµοῦν. Ἔτσι, ἀποφεύγεται ἡ Κληρικοκρατία καί ἡ λαϊκοκρατία. Τό ἐκκλησιαστικό πολίτευµα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα λειτουργίας του εἶναι συνοδικῶς ἱεραρχικό καί ἱεραρχικῶς συνοδικό. 
Ἑποµένως, δέν πρέπει νά ἐνοχλοῦν οἱ ἀπόψεις-θέσεις πού διατυπώνονται ἀπό Κληρικούς, µοναχούς, θεολόγους, λαϊκούς, ὡσάν αὐτές οἱ ἀπόψεις νά κλονίζουν τόν Συνοδικό θεσµό. Μιά τέτοια ἄποψη εἶναι ἐκτροπή ἀπό τό ἐκκλησιαστικό φρόνηµα, ἐκφράζει δέ παπική ἀντίληψη. 
Στό σηµεῖο αὐτό θά παρατεθῆ ἕνα χαρακτηριστικό κείµενο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι: 
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι µιά συνέλευσις, πού οὐδέποτε διακόπτεται. Μέ ἄλλους λόγους, ἡ ὑπερτάτη αὐθεντία –καί ἡ ἱκανότης πρός διάκρισιν τῆς ἀληθείας εἰς τήν πίστιν– εἶναι ἐµπιστευµένη εἰς τήν Ἐκκλησίαν, πού εἶναι πράγµατι "Θεῖος θεσµός" κατά τήν ὀρθήν καί στενήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, ἐνῶ οὐδεµία Σύνοδος ἤ "Συνοδικός θεσµός" εἶναι de jure Divino, παρά µόνον ὅταν ἀποτελῆ ἀληθῆ εἰκόνα ἤ φανέρωσιν τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τό σηµεῖον αὐτό φαινόµεθα νά ἔχωµεν ἐµπλακῆ εἰς φαῦλον κύκλον. Ἴσως αὐτό εἶναι ἀληθές, ἐάν ἐπιµένωµεν δι' ἐπισήµους ἐγγυήσεις εἰς τά δογµατικά ζητήµατα. Ἀλλά προφανῶς τοιαῦται "ἐγγυήσεις" δέν ὑφίστανται οὔτε εἶναι δυνατόν νά προσαχθοῦν καί µάλιστα προκαταβολικῶς. Ὡρισµέναι "Σύνοδοι" εἰς τήν πραγµατικότητα ὑπῆρξαν ἀποτυχίαι, τίποτε περισσότερον ἀπό conciliabula, πού βεβαίως διέπραξαν λάθη. ∆ι' αὐτόν δέ τόν λόγον µεταγενεστέρως ἀπεκηρύχθησαν. Πολύ διδακτική ἐπί τοῦ προκειµένου εἶναι ἡ περίπτωσις τῶν Συνόδων τοῦ τετάρτου αἰῶνος. Αἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐγένοντο δεκταί ἤ ἀπερρίπτοντο ἀπό τάς Ἐκκλησίας ὄχι διά λόγους τυπικούς ἤ "κανονικούς", ἡ δέ ἐτυµηγορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξεν ἄκρως ἐκλεκτική. Ἡ Σύνοδος δέν εὑρίσκεται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἦταν ἡ ἄποψις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας». 

2. Ἡ Πεντηκοστή εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί αὐτή δέν εἶναι µία ἑορτή πού πανηγυρίζεται ἐξωτερικά, ἀλλά ἡ µετοχή στήν θέωση, κατά διαφόρους βαθµούς. Τό ὅτι ἐπελέγη ἡ Πεντηκοστή γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι σηµαντικό, γιατί δείχνει ὅτι οἱ Προκαθήµενοι πιστεύουν ὅτι πρέπει ἡ Σύνοδος αὐτή νά ἐκφράζει τήν ζωή τῆς Πεντηκοστῆς.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὅσοι θά συµµετάσχουν στίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά ἔχουν ἀποστολικό καί πατερικό φρόνηµα καί ζωή, νά µετέχουν, κατά διαφόρους βαθµούς, στήν µέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοπτικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, νά προσεύχωνται –ὅσο καί ἄν ἀκούγεται αὐτό παράξενα– νά διακατέχωνται ἀπό τήν συνείδηση πού διαπότιζε τούς ἁγίους Πατέρας στίς Οἰκουµενικές καί Μεγάλες Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. 
Τά κείµενα πού θά ψηφισθοῦν πρέπει νά εἶναι κείµενα προσευχῆς καί ὄχι κείµενα κοσµικῶν συµβιβασµῶν καί σκοπιµοτήτων· πρέπει νά εἶναι κείµενα πού θά συντονίζωνται στήν ὅλη παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ἔχουν ὀργανική σχέση µέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουµενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί γενικά τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἄν δέν ὑπάρχη ἡ προσωπική πνευµατική ἐµπειρία, τοὐλάχιστον νά ὑπάρχη ἡ σαφής συνείδηση πού ἐκφράζει ἡ φράση «ἑπόµενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», ὅπως γράφεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων. 
Τελικά, οἱ Σύνοδοι βασίζονται στούς µεγάλους Πατέρες πού παρευρέθηκαν σέ αὐτές, καί ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συνεκρότησαν τίς Οἰκουµενικές Συνόδους. 
Μιά πρόχειρη ἀνάγνωση τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων θά ἀποδείξη ὅτι ἡ βάση καί ἡ ὑποδοµή τῶν ἀποφάσεών τους εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν ἐµπειρικῶν Πατέρων, µέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς λέξεως. 
Γιά παράδειγµα, στόν «ὅρο πίστεως» τῆς ∆΄  Οἰκουµενικῆς Συνόδου γράφεται: «...τήν δέ ἀπλανῆ τῶν Πατέρων ἀνανεωσάµενοι πίστιν...». Ἐπίσης, στά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς συναντᾶµε τήν φράση: «πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ὅροις ἑπόµενοι». Καί στόν «ὅρο πίστεως» τῆς ΣΤ΄   Οἰκουµενικῆς Συνόδου γράφεται ὅτι ἡ Σύνοδος ἀκολουθεῖ «τῇ τῶν ἁγίων καί ἐγκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ...». 
Ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα παραδείγµατα ἀπό τά Πρακτικά τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, ἀπό τά ὁποῖα συνάγεται ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων προηγεῖται καί ἀκολουθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.

 Ὅσοι ἔχουν τήν ἄποψη ὅτι ἡ Σύνοδος ὁµοιάζει µέ ἕνα ἐπιστηµονικό Συνέδριο ἀκαδηµαϊκῶν θεολόγων σφάλλουν.
Ἄλλωστε, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδειξαν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐµπειρία, ὅπως φαίνεται στίς Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος, πού πρωτοστατοῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς. 
Ἐλπίζω δέ ὅτι ἔστω καί τήν τελευταία στιγµή θά διατυπωθῆ γραπτῶς στά κείµενα πού θά ἐκδοθοῦν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν µεγάλων ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, κυρίως τοῦ ἔτους 1351, πού ἔδειξαν ὅτι ἡ πραγµατική µεθοδολογία τῶν δογµάτων στίς Οἰκουµενικές καί Τοπικές Συνόδους εἶναι ἡ νηπτική παράδοση καί ζωή. Ἄν δέν γίνει αὐτό, τότε θά ἀποδειχθῆ περίτρανα ὅτι ἐπιλέγεται ἡ «ἰδεολογοποίηση» τήν ὁποίαν µερικοί ἐπιθυµοῦν νά ἀποφύγουν.  
3. Παρατηρώντας τήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση διαπιστώνουµε ὅτι κινεῖται µέσα στίς «γεωπολιτικές στρατηγικές», σέ ἐθνικιστικές σκοπιµότητες, στήν «ψυχρή πολεµική» µεταξύ Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως. Ὄντως ὑφίσταται µιά τέτοια πραγµατικότητα, ἀφοῦ ἡ θεολογία, δυστυχῶς, ἀπό ἀδιάκριτους καί ἀθεολόγητους Κληρικούς ἐµπλέκεται µέ τήν πολιτική καί τήν διπλωµατία. Αὐτό τό ἐπεσήµανα καί σέ ἄλλο κείµενό µου, χρησιµοποιώντας καί ἐνδεικτικό παράδειγµα.
Γιά νά ἀποφευχθῆ αὐτή ἡ ἐκκοσµικευµένη τακτική, θά πρέπει ὅσοι συµµετάσχουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά στηριχθοῦν πάνω στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχουν καθαρό ἐκκλησιαστικό φρόνηµα. Μόνον µέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία µποροῦµε νά ἀποµακρυνθοῦµε ἀπό τέτοιες κοσµικές νοοτροπίες. ∆έν ἐπαρκοῦν τά σκληρά λόγια καί οἱ ἐπιθετικές ἐπισηµάνσεις γιά νά ἀποφευχθῆ αὐτός ὁ ὑπαρκτός κίνδυνος. 
Τελικά, εὐθύνονται ὅσοι, µέ τήν κοσµική νοοτροπία τους εἰσάγουν ἤ ἐπιτρέπουν νά εἰσάγεται µέσα στήν Ἐκκλησία ἡ «γεωπολιτική στρατηγική», νά συνδέεται, δηλαδή, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας µέ πολιτικές καί ἐθνικιστικές σκοπιµότητες. Πρόκειται γιά κατάπτωση. 
4. Ἡ ἀλήθεια ἐπικρατεῖ µέ τήν µέθεξη καί τήν µαρτυρία τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, µέ ἐµπνευσµένο λόγο καί θεοειδῆ ἀγάπη, µέ νηφαλιότητα κάι ψυχραιµία, µέ εἰρηνικό καί θεοφιλῆ τρόπο. 
Ἀντίθετα, τά ἐπιθετικά συνθήµατα, οἱ καλοστηµένες «ταµπέλες», ὁ «ξύλινος θεολογικός λόγος», τά δηλητηριώδη ὑπονοούµενα, ὁ στιγµατισµός ἐγωϊστικῶν καταστάσεων µέ «παπική» νοοτροπία, ἡ ὑποτίµηση ἄλλων

ἀδελφῶν, ἡ καταπολέµηση τοῦ συντηρητισµοῦ µέ ἕναν ἄλλον συντηρητισµό καί φιλελευθερισµό καί πολλά ἄλλα δέν συνιστοῦν ἔκφραση καί συνείδηση ἀληθείας, ἀλλά µᾶλλον ἐκδήλωση πανικοῦ! 
Γενικά, ἡ ἀλήθεια γιά νά ἐπικρατήση χρειάζεται τήν πνοή τοῦ Παρακλήτου, τήν ἀτµόσφαιρα τῆς Πεντηκοστῆς, τό εἰρηναῖο πνεῦµα, τήν ἀποµάκρυνση τῆς πυορροοῦσας πληγῆς τῶν παθῶν. Ἡ ὑποστήριξη τῆς ἀληθείας µέ πάθη, µέ ὑπερηφάνεια καί ἐπιθετικότητα, µέ φανατισµούς καί µισαλλοδοξίες, τήν ἀποδυναµώνει ὁλοκληρωτικά. 
Ἐµπαθεῖς Κληρικοί πού δέν ἀπαντοῦν σέ θεολογικές προκλήσεις µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα, ἀλλά µέ ἐπιθετικά «ἰδεολογικά σχήµατα» δέν προσφέρουν ἀπολύτως τίποτε στόν θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό διάλογο, τόν ὁποῖον δῆθεν ἐπιδιώκουν καί ὑποστηρίζουν. 
Εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μαξίµου τοῦ Ὁµολογητοῦ «δαιµόνων θεολογία προδήλως ἡ τῶν ἐπ’ αὐτῇ διά φιλοδοξίαν µέγα φυσώντων δίχα πράξεως γνῶσις», καθώς ἐπίσης εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά «τήν νῦν γλωσσαλγίαν καί τούς αὐθηµερινούς σοφούς καί τούς χειροτονητούς (αὐτοδίδακτους-αὐτοχειροτόνητους) θεολόγους».  
5. Εὐχόµαστε πραγµατικά, ὅσοι ἀγαποῦµε τήν Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού θά συνέλθη τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, νά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν περιστάσεων. Τά κείµενα τά ὁποῖα τελικά θά καταρτίση καί κυρίως τό µήνυµα πού θά ἐκπέµψη, πρέπει νά εἶναι καθαρά, χωρίς ὑπονοούµενα καί ὑποσηµειώσεις, αὐθεντικά, ἀληθινά, ὅπως τό Ἅγιον Πνεῦµα εἶναι «πνεῦµα ἀληθείας». Αὐτό σηµαίνει ὅτι πρέπει νά ἀναδύεται ἀπό αὐτά τά κείµενα ἡ εὐωδία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ἡ συνείδηση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχή τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν ἐρηµιτῶν καί τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, µέ ἄλλα λόγια νά εἶναι κείµενα προσευχῆς καί ὀρθοδόξου θεολογίας. 
Βέβαια, ὅλοι µας στόν καθηµερινό λόγο πίπτουµε σέ θεολογικά λάθη ἤ ἀβλεψίες ἤ ἀκόµη δεχόµαστε ἀθελήτως ἐπιρροές ἀλλότριες, ἀλλά τά Συνοδικά κείµενα πρέπει νά εἶναι καθαρά. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἀποφασίζη Συνοδικῶς δέν φιλοσοφεῖ, δέν φλυαρεῖ, δέν ἐπιτίθεται, δέν διακρίνεται ἀπό βερµπαλισµό, ἀλλά ἐκφράζει µέ καθαρούς ὅρους τήν ἀλήθεια, χωρίς νά κρύπτη διφορούµενες ἔννοιες. 
Μέ αὐτήν τήν προοπτική ἔγραψα τό περί ἀντικαταστάσεως τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο» ἀπό τόν ὅρο ἄνθρωπος. ∆έν ἔχω πρόβληµα µέ τόν ὅρο πρόσωπο, ὅπως τόν χρησιµοποιεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά µέ τίς

παρερµηνεῖες διαφόρων συγχρόνων θεολόγων, πού ἐκφράζουν ἀντορθόδοξες ἀπόψεις.
Ἀπό πολυχρόνια µελέτη διαπίστωσα ὅτι σήµερα ὁ ὅρος πρόσωπο περισσότερο ἐκλαµβάνεται µέ τήν σχολαστική καί ὑπαρξιακή νοοτροπία, µέ τίς ἀπόψεις τοῦ γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ µέ ἕναν οὑµανιστικό βολονταρισµό, καί γενικά µέ τόν δυτικό περσοναλισµό, ὁ ὁποῖος ὑπονοµεύει ὅλη τήν ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ προσώπου στόν Θεό, στόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ συνδέει τήν φύση µέ τήν ἀνάγκη καί τήν βούληση µέ τό πρόσωπο, ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι αἱρετικοί. 
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ζήτησα νά γίνη αὐτή ἡ ἀντικατάσταση καί δέν πρέπει νά δίνωνται ἄλλες ἑρµηνεῖες πού ἀδικοῦν τήν λογική ἀρτιότητα αὐτῶν πού τίς ἐκφράζουν. 
Γενικά, δέν ἔχω πρόβληµα µέ τήν λέξη πρόσωπο, ἀλλά µέ τίς σύγχρονες φιλοσοφικές καί κοινωνιολογικές ἀναλύσεις περί τοῦ προσώπου, ὅπως δείχνουν οἱ φράσεις «ὀντολογία τοῦ προσώπου», «ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» κλπ., πού διαστρέφουν ὅλη τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. 
Γιά νά περατώσω αὐτές τίς σύντοµες ἐπισηµάνσεις, τονίζω ὅτι ἡ µέλλουσα νά συνέλθη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, στήν ὁποία θά παραστῶ, «ἐκτός ἀπροόπτου», ἐπιθυµῶ νά ἐµπνέεται ἀπό τό ∆οξαστικό τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού παραθέτω, τό ὁποῖο  ψάλλουµε µεγαλοπρεπῶς στούς Ἱερούς Ναούς, καί µάλιστα αὐτήν τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, τήν Κυριακή πρό τῆς Πεντηκοστῆς, πού θά συνέλθη ἡ Σύνοδος. Ὅλα ὅσα λέγονται στήν Ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, πρέπει νά ἔχουν ἀντίκρυσµα στά µέλη τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ψάλλουµε στό τροπάριο: 
«Τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁ χορός,  ἐκ τῶν τῆς οἰκουµένης περάτων συνδραµών,  Πατρός καί Υἱοῦ καί Πνεύµατος Ἁγίου  µίαν οὐσίαν ἐδογµάτισε καί φύσιν,  καί τό µυστήριον τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ·  οὕς εὐφηµοῦντες ἐν πίστει µακαρίσωµεν λέγοντες.  Ὦ θεία παρεµβολή, θεηγόροι ὁπλῖται, παρατάξεως Κυρίου·  ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώµατος·  τῆς µυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι·  τά µυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου·  τά πάγχρυσα στόµατα τοῦ Λόγου· 

Νικαίας τό καύχηµα· οἰκουµένης ἀγλάϊσµα,  ἐκτενῶς πρεσβεύσατε ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡµῶν».
Ἔτσι ἐπιθυµοῦµε νά εἶναι τά µέλη ἤ τοὐλάχιστον ἡ πλειοψηφία τῶν µελῶν τῆς Συνόδου αὐτῆς. 
Ὅποιος ὑπερασπίζεται τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄς καθρεπτισθῆ στό πνεῦµα αὐτοῦ τοῦ ∆οξαστικοῦ, γιά νά συµµετάσχη στήν δόξα τῶν Πατέρων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. –


Πηγή

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Το νόημα του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού





Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου


...Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μιλούμε για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού συνδεδεμένο με την Ανάστασή Του. Γιατί Σταυρός χωρίς την Ανάσταση είναι μια σκληρή και αδήριτη πραγματικότητα, και Ανάσταση χωρίς τον Σταυρό είναι μια ψεύτικη και συναισθηματική κατάσταση. Όταν κάνουμε λόγο για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, δεν το εννοούμε αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά για την απαλλαγή του ανθρώπου από την τυραννία και την φρικτή φυλακή του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου. Με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο, και έτσι μας έδωσε την δυνατότητα να υπερβούμε και εμείς τους τρεις αυτούς εχθρούς. Κυρίως πρέπει να σημειώσουμε ότι με την θυσία του Χριστού και την Ανάστασή Του μπορούμε να υπερβούμε την θνητότητα και την κτιστότητά μας. Από την ημέρα που γεννιόμαστε έχουμε μέσα στην βιολογική μας ύπαρξη τον θάνατο, που εκδηλώνεται με πολλές μορφές, όπως με την ασθένεια, την φθορά του σώματος, τις ανασφάλειες, την αύξηση της ηλικίας, τα πάθη της αυτοσυντηρήσεως, της φιλαργυρίας κλπ. Όλοι οι άνθρωποι περνούν στην ζωή τους την διαδικασία του θανάτου. Το παιδί στην ηλικία των 8-10 ετών καταλαβαίνει ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμο γεγονός. Ο έφηβος βλέπει την βασανιστικότητα του θανάτου. Ο μεσήλικας βλέπει τα χρόνια να περνούν χωρίς σκοπό και νόημα, και ο συνταξιούχος περνά μια τρομερή κρίση, πορευόμενος προς τον θάνατο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον τονισμό της Ανάστασης, δίνει μια διέξοδο στο υπαρξιακό κενό του ανθρώπου.

-Πώς μπορούμε ως Ορθόδοξοι να κατανοήσουμε το νόημα της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Κυρίου;

Η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση δείχνει κάπως πώς μπορούμε να κατανοήσουμε υπαρξιακά τα μεγάλα αυτά γεγονότα. Εκείνο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι μπορεί κανείς με διάφορους τρόπους να προσεγγίση αυτά τα γεγονότα. Μια προσέγγιση είναι η λογική και ιστορική επεξεργασία, να διαβάση κανείς για το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα αυτά. Μια άλλη είναι να τα πλησιάση συναισθηματικά, να δη, δηλαδή, τον πόνο και την οδύνη του Χριστού. Μια άλλη προσέγγιση είναι να συμμετάσχη σε όλη την διαδικασία των ηθών και εθίμων, να τα ζήση, δηλαδή, φολκλορικά, γιατί έτσι ικανοποιούνται και τα παιδικά βιώματα. Η Εκκλησία όμως με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής επιδιώκει να βοηθήση τον άνθρωπο να τα προσεγγίση υπαρξιακά. Μια θεολογία που δεν έχει σχέση με την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, και την απαλλαγή του από αυτήν, δεν έχει καμμία αξία και σημασία. Το να δη κανείς το πρόβλημα του θανάτου μέσα στην ύπαρξή του, όπως εκδηλώνεται με την τυραννία των παθών, και να επιδιώκη να το θεραπεύση με την μετάνοια, που είναι αλλαγή του νού και του τρόπου ζωής, είναι μέθεξη του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού.

Τα συναισθήματα που επικρατούν στα διαδραματιζόμενα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος είναι σύμμεικτα. Ο πόνος συμβαδίζει με την χαρά, η ραθυμία με την εγρήγορση, η αμαρτία με την συγχώρηση, η προδοσία με την αγάπη, η πτώση με την λύτρωση, ο θάνατος με την Ανάσταση. Πιστεύετε ότι αυτά τα συναισθήματα πρέπει να αποτελούν για τον σύγχρονο κόσμο και ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους μια πρόκληση;

Κατ’ αρχάς να σάς πω ότι μέσα στην Εκκλησία διδασκόμαστε για το πώς τα συναισθήματα μετατρέπονται σε βαθειά πνευματικά βιώματα. Γιατί, όπως γνωρίζετε, υπάρχει διαφορά μεταξύ αισθημάτων και συναισθημάτων. Τα πρώτα είναι βαθειές πνευματικές υπαρξιακές καταστάσεις, ενώ τα δεύτερα (συναισθήματα) είναι επιφανειακές ευχαριστήσεις.

Πράγματι, αυτές οι αντιθέσεις μεταξύ πόνου και χαράς, ραθυμίας και εγρήγορσης, αμαρτίας και συγχώρησης κλπ. αποτελούν τρομερή πρόκληση. Συνήθως οι άνθρωποι και μάλιστα οι νέοι άνθρωποι πορεύονται έναν μονόδρομο, αποτελούν το λεγόμενο μονοδιάστατο άνθρωπο. Θέλω να πω ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι συνήθως πονεμένοι και προδομένοι, αισθάνονται αποτυχημένοι στην ζωή. Είναι φοβερό να αισθάνεται ο νέος άνθρωπος μόνος, θλιμμένος, πονεμένος, απαράκλητος και απαρηγόρητος, να αισθάνεται το καταθλιπτικό βάρος της αμαρτίας, να βιώνη το αδιέξοδο στην ζωή του. Και όμως η Εκκλησία μας δείχνει τον δρόμο για την υπέρβαση του αδιεξόδου, με την υπόδειξη της διεξόδου. Σήμερα χρειαζόμαστε παρηγοριά, παράκληση, ελπίδα. Και ο Θεός συνιστά: “παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου”. Μέσα από την προοπτική της παράκλησης και παρηγοριάς βλέπω τα γεγονότα της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα. Να βλέπης την πόρνη γυναίκα να γίνεται αμέσως σώφρων, αφού αγάπησε τον Χριστό. Να βλέπης τον ληστή, τον εγκληματία, να γίνεται πρώτος πολίτης του Παραδείσου. Να βλέπης τον μαθητή που αρνήθηκε τον Χριστό να γίνεται Πρωτοκορυφαίος Απόστολος. Δεν είναι μεγάλη παρηγοριά;

-Πώς θα παρουσιάζατε εν συντομία τα δρώμενα του θείου δράματος;

Αν διαβάση κανείς το συναξάριο της κάθε ημέρας θα δη αναλυτικά τί εορτάζουμε κάθε ημέρα της Εβδομάδος. Αν μπορούσα να κάνω μια σύντομη ανάλυση, θα έλεγα ότι όλα τα γεγονότα δείχνουν δύο πραγματικότητες - αλήθειες. Η μία την επιθετικότητα και το μίσος του ανθρώπου προς την αλήθεια. Και η άλλη την “επιθετικότητα” της αλήθειας και της αγάπης προς το μίσος. Όπως έλεγε παλαιότερα ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο άνθρωπος καταδίκασε τον Θεό στον θάνατο και ο Θεός “κατεδίκασε” τον άνθρωπο στην αθανασία. Πάντοτε το μίσος και η ανασφαλής επιθετικότητα δείχνει αδυναμία, ενώ η αγάπη και η εκούσια σταύρωση φανερώνει την δύναμη του πνεύματος. Οι άνθρωποι σήμερα βλέπουν παντού εχθρούς και αισθάνονται τον διπλανό τους σαν απειλή για την ύπαρξή τους. Ο Χριστός μας έδειξε ότι ο εχθρός δεν βρίσκεται απλώς έξω από μάς, αλλά μέσα μας είναι η τραυματισμένη ελευθερία μας που λειτουργεί ως μηδέν και όχι ως αγάπη, καθώς επίσης μας δίδαξε ότι η παρουσία του άλλου δεν είναι απειλή για την ύπαρξή μας, αλλά “προφητικό γεγονός”, αφού ο άλλος είναι ο αδελφός μας, η χαρά μας. Ο Σάτρ έλεγε: “Οι άλλοι είναι η κόλασή μου”. Οι άγιοι, κατά το πρότυπο του Χριστού, αναφωνούν: “Χριστός ανέστη, χαρά μου”.

-Ποιό είναι το μήνυμα που εκπορεύεται από το κενό μνημείο του Θεανθρώπου για τον άνθρωπο της τηλοψίας;

Ζούμε σε μια εποχή πληροφορίας και πληροφορικής, στην οποία εποχή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η τηλοψία ή τηλεόραση. Παρά ταύτα όμως ζούμε σε εποχή παραπληροφορίας και παραπληροφόρησης. Μαθαίνουμε πολλά νέα που γίνονται στον κόσμο, αγνοώντας το μεγαλύτερο νέο, την ουσία των πραγμάτων.

Ο Henry David Thoreau, αναφερόμενος στην πληροφόρηση της εποχής του (1854), έλεγε ότι οι εφημερίδες δεν προσφέρουν “τίποτε το νέο”. Υπογράμμιζε ότι αν διαβάση κανείς ένα περιστατικό, μια ληστεία, έναν φόνο κλπ., δεν χρειάζεται να διαβάση άλλο. “Αν γνωρίζετε την γενική αρχή, τί σάς νοιάζουν οι μύριες περιπτώσεις και εφαρμογές της; Για έναν φιλόσοφο όλα τα νέα, όπως λέγονται, είναι κουτσομπολιό, κι αυτοί που τα συντάσσουν και τα διαβάζουν είναι γριές κυρίες την ώρα του τσαγιού”. Ο Walter Benjamin (1938) κάνει λόγο για το ότι η σύγχρονη πληροφορία είναι στην πραγματικότητα “σύντομη ασύνδετη πληροφορία”. Και γράφει χαρακτηριστικά: “Η ιστορία της πληροφορίας δύσκολα μπορεί να γραφή χωριστά από την ιστορία της διαφθοράς του τόπου”. Πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για την σύγχρονη πληροφορική!

Όμως, ο κενός τάφος του Θεανθρώπου προσφέρει την παλαιά αλλά πάντα καινούρια πληροφορία, ότι νικήθηκε ο θάνατος, ότι η πραγματική ζωή ξεπετιέται από τον θάνατο, την κένωση, την θυσία και προσφορά. Μάλλον καλύτερα μπορώ να πω ότι ο κενός τάφος του Χριστού δεν προσφέρει πληροφορία, έστω την καλύτερη, αλλά την ζωή που νικά τον θάνατο.

Η τηλοψία ακόμη μπορεί να λειτουργή με το κτιστό φως και κάνει τον άνθρωπο να γνωρίζη την επιφάνεια, αλλά ο κενός τάφος του Χριστού μας δείχνει το άκτιστο Φώς, που φωτίζει και το σκοτάδι του Άδη και γεμίζει με φως όλη την κτίση. Έτσι, ενώ οι δίαυλοι της πληροφορίας ικανοποιούν τις αισθήσεις, ο κενός τάφος του Χριστού αναπαύει τις πνευματικές αισθήσεις, φανερώνει την ζωή, την πέρα των αισθήσεων.

-Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να φθάση στην πραγμάτωση της Αναστάσεως; Ποιο το μήνυμα που θα θέλατε ως Ιεράρχης να αποστείλετε προς τους νέους;

Όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν το στίγμα του πνεύματος που θέλω να περάσω μέσα από την συνέντευξη αυτή. Εκείνο που θα ήθελα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως είναι ότι υπάρχει μια επανάσταση που γίνεται με το μίσος και τις ενέργειες του θηρίου της Αποκαλύψεως και υπάρχει μια Ανάσταση που γίνεται με την αγάπη και τις ενέργειες του Αρνίου της Αποκαλύψεως. Ο Χριστός με την Ανάστασή Του έκανε την μεγαλύτερη επανάσταση μέσα στην ιστορία. Η κάθε επανάσταση δεν είναι ούτε οδηγεί στην Ανάσταση, αλλά η Ανάσταση εν Χριστώ Ιησού είναι η αληθινή επανάσταση, από την άποψη ότι η λέξη επανάσταση προέρχεται από το ρήμα επανίστημι και δείχνει την επάνοδο του ανθρώπου στο πρωτόκτιστο κάλλος, την επαναφορά του ανθρώπου στην προηγουμένη του δόξα, την ανάστασή του από την πτώση.

Ο Χριστός θυσιάστηκε και αναστήθηκε όχι για να κάνη μερικές θεαματικές ενέργειες για προσωπική του εξύψωση και δόξα, αλλά για να γίνη το φάρμακο για τον άνθρωπο. Όταν βρίσκεται ένα φάρμακο για μια αρρώστια, τότε χαιρόμαστε γιατί ο κάθε άρρωστος μπορεί να ιατρευτή. Έτσι, ο Χριστός με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, έγινε το ισχυρότερο φάρμακο, “τό φάρμακο της αθανασίας”. Όλοι εμείς που κυριαρχούμαστε από τον θάνατο μπορούμε να απαλλαγούμε από την δυναστεία του και να ζήσουμε την Ανάσταση. Αυτό το έζησαν όλοι οι άγιοι, επομένως μπορούμε και εμείς.

Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι το βιβλίο της Αποκαλύψεως δείχνει τις ενέργειες του Αντιχρίστου, αλλά και την δόξα του Χριστού, το χάραγμα του θηρίου, αλλά και το σφράγισμα του Αρνίου, την κακότητα του θηρίου, αλλά και την αγάπη του Αρνίου, τους ανθρώπους του θηρίου, αλλά και τους ανθρώπους του Αρνίου, την καταστροφή της κτίσεως, αλλά και την ανακαίνιση της κτίσεως. Το τέλος της Αποκαλύψεως είναι η θριαμβευτική νίκη του Χριστού πάνω στον Αντίχριστο, ο καινός ουρανός και η καινή γη. Και οι νέοι άνθρωποι μόνο με τον νέο Χριστό, που καινοποιεί τα πάντα και αφθαρτίζει τα πάντα μπορούν να παραμείνουν πάντοτε νέοι, στην ζωή, το φρόνημα και την όλη τους ύπαρξη.


(www.parembasis.gr)

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...