Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2012

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής ΙΑ' Λουκά: Ερμηνεία εις την προς Κολασσαείς επιστολή του Παύλου της ΚΘ' Κυριακής (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


(Κολ. γ' 4-11)

- Κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας, ο Χριστός θα φανερωθεί και στους πιστούς και στους απίστους και όλοι θα γνωρίσουν ότι Αυτός είναι ο ζωοδότης και παντοδύναμος Θεός. Μόνο όμως οι νικητές της αμαρτίας θα απολαύσουν την θεία δόξα.

- Ποιά είναι τα μέλη τα επί της γης που ζητά ο Απόστολος να νεκρώσουμε;

- Πότε μια επιθυμία μας είναι καλή και πότε κακή;

- Γιατί η πλεονεξία είναι ειδωλολατρεία;

- Υπάρχει διαφορά μεταξύ θυμού και οργής;

- Οι βλασφημίες και οι αισχρολογίες δεν μολύνουν μόνο τας ακοάς των ακουόντων αλλά και το στόμα του λαλούντος το υπό Θεού πλασθέν προς δοξολογίαν Αυτού, προς ομολογίαν της Ορθοδόξου πίστεως και προς ωφέλιμη νουθεσία του πλησίον.

- Ο Παύλος εκήρυττε πανταχού, ότι ούτε των θαυμάτων η δύναμις, ούτε της σοφίας του κόσμου η απόδειξις πείθουν κάποιον να πιστέψει στον Ιησούν Χριστόν, αλλά Αυτός ο Ιησούς Χριστός ο Οποίος είναι δύναμις και σοφία Θεού, έλκει και πείθει τους αξίους για να πιστέψουν και ενωθούν μαζί Του.

- Για ποιό σκοπό άραγε ο Παύλος προβάλλει τον Έλληνα, τον Ιουδαίο, τον περιτετμημένον και τον απερίτμητον, τον βάρβαρον και τον Σκύθην, τον δούλον και τον ελεύθερον;

Διαβάστε ολόκληρη την ερμηνεία από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 138 - Έκδοσις 1840), πατώντας εδώ

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

Κυριακή ΙΓ' Λουκά: Ομιλία περί της χριστιανικής τελειότητος (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


ΘΕΟΛΟΓΙΑ
- Γιατί ο Ιησούς λέει στον πλούσιο ότι ένα σου λείπει για την τελειότητα και μετά του λέει δύο πράγματα: να πουλήσει την περιουσία του δίνοντας τα χρήματα στους φτωχούς πρώτον, και να Τον ακολουθήσει δεύτερον;

- Αρκεί κανείς να εγκαταλείψει όλα τα υπάρχοντά του για να ανέβει τον υψηλόν της αρετής βαθμόν;

- Από τί εξαρτάται ο βαθμός τής τελειότητος;

- Πώς σχετίζεται η φιλανθρωπία και η αγάπη προς τον Θεό;

- Πρότυπο όσων επιθυμούν την τελειότητα ο σωτήρας του κόσμου Ιησούς Χριστός.

- Μπορεί από μόνος του ο άνθρωπος να φτάσει στην τελειότητα;

- Δεν είναι όμως πιο εύκολο για έναν πτωχό να αφήσει τα υπάρχοντά του και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό, παρά για έναν πλούσιο;

- Υπάρχουν και σήμερα παραδείγματα ανθρώπων που αφήνουν τα υπάρχοντά τους και ακολουθούν τον Χριστό;

- Εάν κανείς δεν μπορέσει να φτάσει στην τελειότητα κινδυνεύει και αυτή η σωτηρία του;

- Υπάρχει ανταμοιβή για τους τελείους και ποιά είναι αυτή;


Διαβάστε τον λόγο από το "Κυριακοδρόμιο των τεσσάρων Ευαγγελιστών", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 138 - Έκδοσις 1840), πατώνταςεδώ

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2012

Κυριακή Η' Λουκά: Ερμηνεία του Ευαγγελίου και Ομιλία περί θείας ευσπλαγχνίας και των καταχρωμένων αυτής (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)

(Λουκά 10, 25-37)

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτου

Από την ερμηνεία:

- Ποιοί ονομάζονταν νομικοί στα χρόνια του Ιησού;

- Ο νομικός ρώτησε τον Ιησού από προσωπικό ενδιαφέρον ή ρωτάει άλλον λόγο;

- Γιατί ο Ιησούς ρωτάει τον Νομικό τί είναι γεγραμμέν ο στο νόμο;

- Ο νομικός αναγκάζεται να προβάλλει τα λόγια του νόμου.

- Αφού ο νομικός δεν επίστευε στον Ιησούν Χριστόν, γιατί ο Κύριος του είπε να αγαπά τον Θεόν και τον πλησίον του για να κληρονομήσει την αιώνιον ζωή;

- Γιατί ο νομικός ρωτάει τον Ιησούν για το ποιός είναι ο πλησίον; Αγνοούσε την απάντηση ο ίδιος; Τί απάντησε ο Ιησούς διδάσκοντας;

- Τί συμβολίζει ο άνθρωπος που λήστευσαν στην παραβολή; Τί συμβολίζουν οι ληστές; Τί συμβολίζουν οι πληγές στο σώμα του θύματος;

- Τί συμβολίζει ο ιερεύς της παραβολής και τί ο Λευίτης; Τί συμβολίζει το γεγονός ότι αυτοί προσπερνούν τον πάσχοντα και δεν τον θεραπεύουν; Τί συμβολίζεται στο πρόσωπο του Σαμαρείτη και τί στις ενέργειές του;

- Τί συμβολίζει το έλαιον και ο οίνος που έβαλε ο Σαμαρείτης στις πληγές του τραυματισμένου;

- Τί συμβολίζει το γεγονός της επιβίβασης του τραυματισμένου στο ζώο του Σαμαρείτη;

- Τί συμβολίζει το πανδοχείο και τί ο πανδοχέας;

- Τί συμβολίζουν τα δύο δηνάρια;

-Τί σημαίνει το γεγονός ότι ο Σαμαρείτης υπόσχεται να επιστρέψει, πληρώνοντας όσα παραπάνω έξοδα γίνουν για την θεραπεία του τραυματισμένου;


Από την ομιλία:
- Το μεγάλο βάρος των αμαρτημάτων του ανθρώπου και η ευσπλαγχνία και το έλεος του Θεού μετά την μετάνοιά μας.

- Ακόμα κι αν η μετάνοια δεν είναι αυτοπροαίρετη, αλλά αναγκασμένη και βεβιασμένη (π.χ. από κάποια ασθένεια ή άλλη απειλή) και τότε η μετάνοια ισχύει. Ουδεμία αμαρτία νικά την ευσπλαγχνία του Θεού.

- Απέραντα είναι της ευσπλαγχνίας του Θεού τα όρια. Μια φωνή του ληστή στο σταυρό ήταν αρκετή για να λάβει την συγχώρηση από τον Κύριο.

- Ο Θεός είναι δίκαιος και εύσπλαγχνος. Ενεργεί η ευσπλαγχνία χωρίς να βλάπτεται η δικαιοσύνη Του.

- Πώς ενώ πέφτουμε στα ίδια αμαρτήματα, μπορούμε να ελπίζουμε στου δικαιοτάτου κριτού την συγχώρεση;

- Αυθάδης αυτός που περιμένει να μετανοήσει στο τέλος της ζωής του.

- Πώς συμβιβάζεται η δικαιοσύνη του Θεού με το γεγονός ότι μας συγχωρεί πολλές φορές την ίδια αμαρτία;

- Σε όλα τα παραδείγματα της Αγίας Γραφής θα συναντήσει κανείς την δικαιοσύνη του Θεού συμπεπλεγμένη με την ευσπλαγχνία Του. Ας μην καταχραζόμαστε την ευσπλαγχνία του Θεού γιατί θα βρεθούμε εμπρός στην δικαιοσύνη Του!

- Παράλογος και ισχυρογνώμων αυτός που απελπίζεται.

- Ο ευσεβής φοβάται περισσότερο την ευσπλαγχνία του Θεού παρά την δικαιοσύνη Του, γιατί γνωρίζει ότι αν παροργίσει την δικαιοσύνη καταφεύγει στην ευσπλαγχνία, εάν δε παροργίσει την ευσπλαχνία δεν θα έχει άλλο καταφύγιο!

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής Γ' Λουκά: Ομιλία περί ελεημοσύνης (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)



(B΄ Κορινθ. 9, 6-11)

- Ελεημοσύνη: νομοθεσία Θεού, αρετή αρεστή στο Θεό και δια αυτήν λαμβάνουμε πολλές ανταποδόσεις

- Ποιές παγίδες στείνει ο διάβολος στους ελεήμονες για να χάσουν τον μισθό τους από την άσκηση της αρετής;

- Για ποιά λύπη μιλούσε ο θείος απόστολος όταν παρέδωσε τους περί ελεημοσύνης κανόνες; Ποιά λύπη μολύνει της ελεημοσύνης την θυσία;

- Η ντροπή ή η ενόχληση από πτωχόν μπορεί να αποτελούν αιτίες ελεημοσύνης; Είναι σε αυτές τις περιπτώσεις η ελεημοσύνη ευπρόσδεκτη από τον Θεό;

- Γιατί η ντροπή ως αιτία ελεημοσύνης είναι στην πραγματικότητα αδικία;

- Ποιά εντολή παραβαίνουμε όταν αιτία της ελεημοσύνης είναι η ενόχληση απ'τον πτωχόν;

- Η ελεημοσύνη δώρο Θεού που ανταποδίδουμε.

- Τί σημασία έχει η αιτία της ελεημοσύνης από την στιγμή που ο πτωχός παρηγορείται και η ανάγκη του καλύπτεται;

- Ποιός είναι ο πραγματικός σκοπός της ελεημοσύνης; 



Διαβάστε ολόκληρο τον λόγο από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 5 - Έκδοσις 1840), πατώντας 
εδώ

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής Β' Λουκά: Ομιλία περί του ότι άπαντες χρεωστούμεν γενέσθαι άγιοι και περί του πώς τοιούτοι γινόμεθα (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


(Β΄ Κορ.. στ' 16 - ζ΄ 1)
- Ο θεόπνευστος Παύλος παραγγέλει να γίνουμε άγιοι. Όχι μόνο οι μοναχοί και οι ασκητές, αλλά και όσοι ζούμε μέσα στο θόρυβο του κόσμου βυθισμένοι στις φροντίδες.

- Πώς όμως μπορεί κανείς να γίνει άγιος; Είναι κάτι το δύσκολο ή ακατόρθωτο;

- Μπορεί το σώμα να είναι καθαρό πάσης σωματικής αμαρτίας αλλά η ψυχή πλήρης πάσης ακαθαρσίας. Το αντίθετο ουδέποτε συμβαίνει. Δηλαδή, ουδέποτε το σώμα αμαρτάνει όταν η ψυχή καθαρεύη από των πονηρών εννοιών και αντικρούη και απωθή τις επιθυμίες του σώματος. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

- Πώς μπορούμε να εμποδίσουμε τον κακό λογισμό; Τα στάδια των λογισμών (προσβολή, συνηδυσμός, πάλη, συγκατάθεση).

- Μάταια προφασιζόμαστε άλλος μεν την νεότητα, άλλος δε το γήρας, άλλος μεν τον πλούτον, έτερος δε την πτωχείαν, άλλος το αξίωμα και άλλος την ιδιωτικήν κατάσταση. Μάταια προβάλουμε τις δυσκολίες για την ανάβαση της κλίμακας της αγιότητος. Όλες οι δικαιολογίες σβήνουν μπρος στα αγαθά που περιμένουν τους αγίους στον ουρανό.




Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 1ος, σελ. 301 - Έκδοσις 1840), πατώντας εδώ

Σάββατο, Αυγούστου 04, 2012

Κυριακή Θ' Ματθαίου: Ομιλία εις το 'ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας;' (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφ. Ιδ. 22 – 34

Τω καιρώ εκείνω, ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ού απολύση τους όχλους. Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δέ γενομένης, μόνος ήν εκεί. Το δέ πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων’ ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. Τετάρτη δέ φυλακή της νυκτός, απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επι της θαλάσσης. Και ιδόντες Αυτόν οι μαθηταί επι την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστί, και απο του φόβου έκραξαν. Ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων» θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε. Αποκριθείς δέ Αυτώ ο Πέτρος είπε» Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με προς σε ελθείν επι τα ύδατα. Ο δέ είπεν» ελθέ. Και καταβάς απο του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επι τα ύδατα, ελθείν προς τον Ιησούν. Βλέπων δέ τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων» Κύριε, σώσόν με. Ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ» ολιγόπιστε! Εις τί εδίστασας; Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον, εκόπασεν ο άνεμος, οι δέ εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν Αυτώ λέγοντες» αληθώς Θεού υιός εί. Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γήν Γεννησαρέτ.


Απόδοση:

Αμέσως ύστερα, ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο καΐκι, και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Αφού τους διέλυσε, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήρθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν• έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι• μη φοβάστε». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν πράγματι είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου, περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται• έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!». Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σε κυρίεψε η αμφιβολία;». Και μόλις ανέβηκε στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Τότε όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!». Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.

Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.



Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, εις την πρότασιν του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;», την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τον Πέτρον.

Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας.

Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος, αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.

Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».

Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του, γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τί συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη; Αραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο μαθητής του. Επίστευε, αλλά λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε, αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία γη.

Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το «Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου».

Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.

Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας: «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων που μας αδικούν, αυτός υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού΄ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.

Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν. Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν. Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».

Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά, πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό, και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.

Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.

Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε», είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».

Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν. «Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί», είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;» «Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.

Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας; Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί, εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος». Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’ Αυτόν.

Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα, όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».


(18ος αιών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη, έκδοσις Ζ', τομ. Α' σελ. 260 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 209 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2012

Ερμηνεία του ονόματος “ΙΩΑΝΝΗΣ”



24ΙΟΥΝ

Λόγος του Νικηφόρου Θεοτόκη εις την Γέννηση του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου(Απόσπασμα)

«…το όνομα Ιωάννης, άνωθεν υπό του Παναγίου Πνεύματος του εδόθη από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, προς τον Ζαχαρία λέγοντας: «και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην…
Αν στοχασθείς τούτο το όνομα Ιωάννης, θα το βρεις να είναι από επτά στοιχεία συγκείμενο: Ι.Ω.Α.Ν.Ν.Η.Σ. για να πληρωθεί εκείνο που η Προφήτιδα Άννα είπε: «ότι στείρα έτεκεν επτά», ένα για την του επτά αριθμού τιμή, ο οποίος είναι στην θεία Γραφή ιερός και σεβάσμιος, και άλλο ότι και τα επτά αυτά στοιχεία, το ι, το ω, το αν, το ν, το η, και το ς, αν κάποιος τα θεωρήσει κατά βάθος, θα βρει να έχει το καθένα ξεχωριστά κάποια μυστική και απόκρυφο έννοια…
…Τούτο το Ι, που είναι στην αρχή του ονόματος Ιωάννης, περιέχει πολλά και ανέκφραστα πράγματα… Φαίνεται σε πολλά μέρη της θείας Γραφής, ότι ο Θεός πρώτον δημιούργησε τις Αγγελικές Δυνάμεις, τις οποίες διαιρεί ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος σε τρεις Ιεραρχίες, και αυτές πάλι τις υποδιαιρεί σε εννέα τάγματα: α΄ σε Σεραφείμ, β΄ σε Χερουβείμ, γ΄ σε Θρόνους, δ΄ σε Κυριότητες, ε΄ σε Δυνάμεις, στ΄ σε Εξουσίες, ζ΄ σε Αρχές, η΄ σε Αρχαγγέλους και θ΄ σε Αγγέλους. Είναι δε και το τάγμα του Εωσφόρου, που ουρανόθεν έπεσε για την έπαρση και υπερηφάνειά του.
Ιδού ότι όλα τα Αγγελικά τάγματα, όσα εξ’ αρχής δημιούργησε ο Θεός, είναι δέκα. Το δέκατο ξεπεσμένο τάγμα, έχει να αναπληρωθεί και να γεμίσει από τους Μοναχούς. Γι’ αυτό και η Καλογερική λέγεται Αγγελικό σχήμα και είναι κατά αλήθεια, διότι αν οι Άγγελοι παρθενεύουν, αλλά και η καλογερική με παρθενία σεμνύνεται. Αν οι Άγγελοι αγρυπνούν, αλλά σε αγρυπνίες και η καλογερική καταγίνεται. Αν οι Άγγελοι ανώτεροι τροφής για το άϋλο, αλλά και η καλογερική με νηστείες διάγει. Αν έργο Αγγέλων είναι η ακατάπαυστος προς τον Θεό δοξολογία, αλλά τούτο είναι ίδιο και των Μοναχών. Αν για το κούφο της φύσεως με πτερά ζωγραφίζονται οι Άγγελοι, αλλ’ ιδού πτερά και στους Μοναχούς. Ποια; το επανοκαλύμμαυχο. Γι’ αυτό Αγγελικό σχήμα είναι η καλογερική, από την οποία έχει να αναπληρωθεί το ξεπεσμένο τάγμα του Εωσφόρου. Γι’ αυτό, φθόνο κινούμενος πολύ πολεμάει ο διάβολος την καλογερική, διότι αυτή θα καταλάβει τον τόπο του φωτισμού και της δόξης του Εωσφόρου, την οποία είχε αυτός προ του ξεπεσμού… Παχώμιος, Αντώνιος, Ονούφριος, Ευθύμιος, Αθανάσιος και πάντες οι Όσιοι, από τον Τίμιο Πρόδρομο έλαβαν το παράδειγμα της καλογερικής, σ’ αυτού τα ίχνη περπάτησαν, τούτου την ερημική ζωή μιμήθηκαν, και σε τούτο δεν είναι κανείς που να αντειπεί, ώστε ο Τίμιος Πρόδρομος είναι ο πρώτος και αρχηγός του Μοναχικού τάγματος, το οποίο μαζί με την ανατολή της λαμπροτάτης αυτού και χαρμοσύνου γεννήσεως και αυτό συνανέτειλε.
Το Ι τούτο πόσα σημαίνει κατά τον αριθμό; Δέκα. Ιδού ο δέκατος τούτος αριθμός του Ι, που μας παρασταίνει φανερώτατα τον ανακαινισμό και την ανόρθωση του ξεπεσμένου δεκάτου τάγματος, το οποίο ο Πρόδρομος με την ισάγγελο ζωή του έμελλε να ανακαινίσει, και αυτά μεν περί του Ι, το οποίο είναι μόνο σύμβολο φανερό του Τιμίου Προδρόμου.
Περί του Ω. Το δε κατόπιν Ω προεικονίζει φανερά την πρώτη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παρουσία, και στοχάσου για να δεις την αλήθεια. Είπαμε ανωτέρω, πως το Ι προεικονίζει τον Τίμιο Πρόδρομο. Πρώτον λοιπόν το Ι, κατόπιν από το Ι ακολουθεί το Ω. Τούτο το Ω, κατά τους γραμματικούς, από πού σύγκειται; Από δύο ΟΟ. Όταν σμίξεις δύο ΟΟ, κάνεις ένα Ω. Τούτο το Ω, και κατά την φωνή και κατά την σύνθεση, προεικονίζει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, διότι μέγας Θεός είναι ο Χριστός, και ότι εκ δύο φύσεων σύγκειται ασυγχύτως Θεότητος και Ανθρωπότητος ο Χριστός, καθώς και το Ω εκ δύο ΟΟ, αυτά τα δύο ΟΟ δεν είναι άλλο παρά δύο σφαιροειδείς κύκλοι. Ο δε κύκλος ούτε αρχή έχει ούτε τέλος. Γι’ αυτό και ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ούτε αρχή έχει ούτε τέλος, διότι αν τον στοχασθείς ως Θεό, τον βρίσκεις να είναι άναρχος και ατελεύτητος κατά την Θεότητα. Αν τον στοχασθείς ως άνθρωπο, όπου συνελήφθη ασπόρως μέσα στην άμωμο γαστέρα της αειπαρθένου Μαρίας, άναρχος ως από μέρους κατά τι και κατά την σάρκα, διότι αρχή της σαρκός των μετά τον Αδάμ επιλοίπων ανθρώπων είναι η σπορά τους ανδρός. Αν τον στοχασθείς σαν να μην υπέστη διαφθορά μέσα στον τάφο η αυτή παναγία Του σάρκα, υπάρχει και ατελεύτητος, μη διαλυθείσα εις χούν, που είναι των ανθρωπίνων σωμάτων η αρχή και το τέλος… Θαυμαστή λοιπόν παρομοίωση του Ω με τον Χριστό…
Περί του ΑΝ, και του ετέρου Ν. …Πρώτον λοιπόν το Ι (ο Πρόδρομος), κατόπιν τούτου το Ω (ο Χριστός), ιδού πρώτη παρουσία του Χριστού, κατόπιν δε από Ω (τον Χριστό) τι ακολουθεί; το ΑΝ. Τούτο το ΑΝ τι θέλει να πει; Ανάσταση! Τίνος; του ετέρου Ν. Τι θέλει να πει τούτο το δεύτερο Ν; Νεκρών! Προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Ιδού και η Δευτέρα του Χριστού παρουσία, όπου μέλλουν να αναστηθούν οι νεκροί.
Περί του Η. Κατόπιν του ΑΝ και του ετέρου Ν (που λέγεται Ανάσταση Νεκρών), τι έπεται; το Η. Τούτο το Η πόσα σημαίνει κατά τον αριθμό: Οκτώ! Ιδού λοιπόν όγδοος αριθμός. Τι εικονίζει αυτός ο όγδοος αριθμός; Τον όγδοο αιώνα της μακαρίας και τρισολβίου ζωής: «προσδοκώ ανάσταση νεκρών, και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Περί του Σ. …Τούτο το Σ, πόσα δηλώνει κατά τον αριθμό; Διακόσια! Αυτά τα διακόσια από πού αμέσως σύγκεινται; Από δύο εκατοντάδες. Διότι δίς εκατό, διακόσια. Ο εκατοστός αριθμός στη θεία Γραφή πως ονομάζεται; Τέλειος, αλλ’ επειδή ο εκατοστός αριθμός τέλειος, άρα ο δις εκατοστός υπερτέλειος. Ιδού λοιπόν ο υπερτέλειος αυτός αριθμός, που εικονίζει το υπερτέλειο, το απέραντο και ατελεύτητο της αιωνίου και μακαρίας ζωής.
Αλλ’ ω διαυγέστατο Ι, και του εκ του δύο ΟΟ συντεθειμένου Ω, πανέκλαμπρε Πρόδρομε, ευκταιότατε και πανευφρόσυνε του ΑΝ, του εν τω Άδη κειμένου Ν, προσκυνητά κληρονόμε του ΗΣ, αγιώτατε επτά αριθμέ, επτάφωτε λύχνε της Τρισηλίου Θεότητος, κρυφιώτατε μύστα και κατ’ αυτό μόνο το επτάστοιχο Ι.Ω.Α.Ν.Ν.Η.Σ, όνομα των απορρήτων του Θεού Μυστηρίων, χάρισέ μου παρακαλώ σε του Ν της αθλίας ψυχής μου το ΑΝ, τη απαύστω προς το Ω και ακοιμήτω πρεσβεία σου, και αξίωσον του ΗΣ πάντας ημάς τους ευλαβώς την σην πανένδοξο εορτάζοντας γέννηση”.
ΠΗΓΗ.ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘ.ΛΑΓΓΗ.ΤΟΜΟΣ ΣΤ.(ΙΟΥΝΙΟΣ)

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ: «Ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως. Ὅσοι ἔχουν μαζὶ τὴν ὀρθὴν πίστιν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, αὐτοὶ βλέπουν καί αἰσθάνονται καὶ ψηλαφοῦν ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύουν». [Δ´]



ΕΙΣ. ΣΧ.  «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἀγαπητοί, μὴ χάσετε τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσετε ὅλο τὸν λόγο τοῦ Νικηφ. Θεοτόκη. Μὴ τὸν παρακάμψετε. Περιέχει σπουδαῖα μηνύματα, ἐπείγοντα καὶ στὶς μέρες μας:  
.       «Ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι.»  «Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστιν».
.       Ἀσάλευτες ἀλήθειες τὶς ὁποῖες μὲ τὶς «θεολογικὲς» ζητήσεις καὶ τὶς γενεαλογίες καὶ τὶς νομικὲς μάχες καὶ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀθλιότητες καὶ τὶς θεομίσητες συμπροσευχὲς καὶ τὶς μεταπατερικὲς γελοιότητες καὶ τὶς ὀρθοδοξοφανεῖς θριαμβολογίες καὶ τοὺς ἀναλώσιμους ἀλαλαγμούς κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε!
 

Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
«ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ»
(Λειψία 1766)

Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ [Δ´, τελευταῖο](Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν)


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

.           Ἄλλη εἶναι ἡ πίστις ἡ θεωρητική, καὶ ἄλλη ἡ πίστις ἡ πρακτική. Πίστις θεωρητικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν νοῦν μου, ὅσα ἡ πίστις διδάσκει.Πίστις πρακτικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πράττω, ὅσα ὁ νόμος τῆς πίστεως, μοῦ παραγγέλλει. Ἡ θεωρητικὴ χωρὶς τὴν πρακτικήν, εἶναι νεκρά. «Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος. Ἡ πρακτικὴ χωρὶς τὴν θεωρητικήν, εἶναι ἀνωφελής. «Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ, ἐνώπιον αὐτοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ θεωρητικὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν. Διατὶ βλέπομεν πολλοὺς ὁποὺ πιστεύουσι μὲ τὸν νοῦν τους ὀρθά, μὰ οἱ πράξεις τους, καὶ τὰ ἤθη τους εἶναι κακά. Βλέπομεν καμμίαν φορὰ καὶ μερικοὺς ὁποὺ δὲν ἔχουν πίστιν ὀρθήν, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι καλά. Ὅταν ἡ θεωρητικὴ ἐνεργῆται, δηλονότι ὅταν εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν, πάντοτε μὲ ἕναν κάποιον τρόπον θαυμαστόν, καὶ ἀνεκδιήγητον αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει..           Ἐκεῖνοι οἱ καλότυχοι ἄνθρωποι, ὅσοι ἔχοντες πίστιν ὀρθήν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὴν ἐνεργοῦσι, καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν ἀγάπην,μὲ τὴν σωφροσύνην, καὶ μὲ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετὲς τὴν ψυχήν τους στολίζουσι,τραβίζουν ἐκ τοῦ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τοὺς προσθέτει ὁ Θεὸς τὸ μέτρον τῆς χάριτός του, καθὼς αὐτοὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν αὐξάνουσι τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς τους. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐβεβαίωνε τοὺς Ἐφεσίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἡ χάρις λοιπόν, τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὀ Θεὸς, πρέπει βέβαια νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ τὴν ψυχήν, νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, καὶ νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν θέλησιν εἰς κάθε ἀρετήν. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τοὺς δίδει τὴν χάριν του. Μὰ ποία ἄλλη ἀρετὴ μεγαλύτερη, ἤ ποία πλέον ἀναγκαιοτέρα διὰ τὴν σωτηρίαν μας ἀπὸ τὴν πίστιν; Εἰς τὴν πίστιν λοιπὸν πρῶτον τοὺς στερεώνει ἡ χάρις, εἰς τὴν πίστιν τοὺς θερμαίνει, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοὺς αὐξάνει. Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τόσον ζῆλον διὰ τὴν πίστιν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τοὺς Ἱεράρχας, εἰς τοὺς ἀσκητάς, εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους. Διὰ τὴν ἀρετὴν τοὺς ηὔξανεν εἰς τὴν πίστιν. Διὰ τοῦτο βλέπομεν καὶ ἕως τὴν σήμερον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως· ὅσοι ἔχουν κακὰ ἤθη καὶ εἶναι γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀρετήν, δὲν ἔχουν καμμίαν ζέσιν διὰ τὴν πίστιν τους. Ἡ πίστις, εἰς τὴν πρώτην ἀρχὴν ὁποὺ πιστεύομεν, πολλὰ μικρὴ εἶναι,  καθὼς μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Μὰ ἀφοῦ τὴν σπείρει ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ κάθε ἡμέραν τὴν ποτίζει μὲ τὰ γλυκύτατα νάματα τῆς ἀρετῆς, αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει, καὶ στερεώνεται περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετές. «Ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μείζων πάντων τῶν λαχάνων ἐστί, καὶ γίνεται δένδρον».
.         Ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταμωμένην ἔχῃ τὴν πίστιν τὴν ὀρθὴν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, καὶ ἐνεργῇ τὴν πίστιν του μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ πίστις του λαμβάνει μεγαλωτάτην αὔξησιν. Διατὶ τότε βλέπει, καί, αἰσθάνεται, καὶ ψηλαφᾷ διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύει. Καὶ πῶς; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, μᾶς λέγει ὁ Θεός, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὦ μακάριοι, ὅσοι τοιούτου χαρίσματος ἀξιωθήκατατε· τρισμακάριοι, καὶ τρισόλβιοι εἶστε. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὁποὺ ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας μόνον λατρεύομεν, ἐκατοίκησεν εἰς τὴν ψυχήν σας. Ἐσεῖς βέβαια δοκιμάζετε τὴν δόξαν τοῦ παραδείσου, καὶ τὴν χάριν τῆς μακαριότητος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί χρεία εἶναι νὰ εἰπῶ ἐγὼ πλέον, πόσον μεγάλη ἔγινεν ἡ πίστις σας διὰ μέσου τῶν καλῶν ἔργων σας; Κάθε ἕνας ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ μοναχός του. Βέβαια περισσοτέραν πίστιν ἔχετε ἐσεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ πιστεύετε, παρὰ ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ βλέπομεν. Διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἡμεῖς βλέπομεν μᾶς πλανοῦν πολλὲς φορὲς τὲς αἴσθησες· μὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐσεῖς αἰσθάνεσθε, σᾶς πληροφοροῦσιν τὸν νοῦν, καὶ τὴν καρδίαν. Τόσην αὔξησιν λαμβάνει εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις, ὅταν ἐνεργεῖται· καὶ ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν αὔξησιν λαμβάνει, ἐνεργουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄλλην θαυμασιωτέραν. Ἐπειδὴ πολλαπλασιάζεται, καὶ μεταδίδεται καὶ εἰς ἐκείνους ὁποὺ μᾶς βλέπουσι, καὶ ὁποὺ μᾶς συναναστρέφονται.
.         Ἐτοῦτο ὁποὺ λέγω, δὲν ἠμποροῦμεν βέβαια νὰ τὸ ἰδοῦμεν εἰς ἐτούτους τοὺς δυστυχεῖς καιρούς, ὁποὺ ἐκαταντήσαμεν. Διατὶ τώρα ἐφθάρησαν τὰ ἤθη, ἐσβύσθη ἡ ἀγάπη, ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες. Εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἐκαταστήθημεν ἀκράτητοι. Εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοιλίας ἀχόρταστοι. Εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης ἀχαλίνωτοι. Εἰς τὲς ματαιότητες τοῦ κόσμου ἔκδοτοι. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀργεῖ, οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄχρηστοι. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ἰδέτε ὅμως εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, πῶς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἀναρίθμητα πλήθη ἐπίστευαν· καὶ πῶς ἀπὸ ὀλίγοι πιστοὶ ὁποὺ ἦτον, τόσες μυριάδες ἔγιναν. Πῶς; Μὲ τί τρόπον οἱ δώδεκα ἁλιεῖς ἅπλωσαν τόσον τὴν πίστιν, καὶ τόσον ὀγλήγορα τὴν ἐμετάδωσαν; Μὲ τὰ ἀργύρια ὁποὺ ἐχάριζαν, ἤ μὲ τὰ ἀξιώματα ὁποὺ ἐμοίραζαν, ἤ μὲ τὲς ἀνάπαυσες ὁποὺ ἔταζαν, ἤ μὲ τὴν ἐξουσίαν, καὶ βίαν ὁποὺ ἐμεταχειρίζοντο; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Δὲν εἶχαν ἀργύρια νὰ χαρίζωσι, διατὶ ἦτον πτωχοί. Δὲν εἶχαν ἀξίες νὰ μοιράσουν, διατὶ ἦτον ἰδιῶται. Δὲν ἐβίαζαν, διατὶ δὲν εἶχαν καμμίαν ἐξουσίαν. Νὰ ἀφήσῃ κάθε ἕνας τὴν ἀνάπαυσίν του ἐπαρακινοῦσαν· νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του· νὰ καταφρονήσῃ τὸν ἑαυτόν του· νὰ εἶναι ἕτοιμος εἰς διωγμοὺς καὶ κινδύνους· νὰ εἶναι πρόθυμος, καὶ διὰ τὸν θάνατον, ἄν χρειασθῇ. Πόθεν λοιπὸν τόση αὔξησις εἰς τὴν πίστιν; Πῶς ἀπὸ δώδεκα, ἔγιναν τόσες μυριάδες, καὶ τόσον ὀγλήγορα; Ἀπὸ τὰ θαύματα ἔχετε νὰ εἰπῆτε. Εἶναι ἀληθινόν· μὰ καὶ ἡ ζωὴ ὁποὺ ἐζοῦσαν οἱ πιστεύοντες ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τὴν καρδίαν τῶν ἀπίστων. Ἔβλεπαν οἱ ἄπιστοι τοὺς πιστοὺς χωρὶς φθόνον, χωρὶς κακίαν, χωρίς κανένα πάθος, τόσον ἠγαπημένους τὸν ἕναν μὲ τὸν ἄλλον, ὁποὺ ἡ καρδία τους ἦτον μία· ἄκακους, ὡσὰν τὰ ἀρνία· καθαρούς, ὡσὰν τὲς περιστερές· εἰς τὴν προσευχήν, προσκαρετεροῦντας· εἰς τὴν νηστείαν, ἐπιμένοντας· εἰς τοὺς διωγμούς, τρέχοντας· εἰς τὸν θάνατον, χαίροντας. Καὶ τέτοιαν ζωὴν βλέποντες καὶ ἐθαύμαζαν, καὶ ἐσυμπαίραναν πὼς τέτοια ζωὴ ἁγία, πρέπει βέβαια νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν πίστιν ὑπεραγίαν.Καὶ ἔτσι ἐδέχοντο τὴν πίστιν, καὶ ἐπίστευαν. Διατὶ ὅταν ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ ζῶμεν καθὼς μᾶς διδάσκει ἡ πίστις μας, ὅταν ἔχωμεν δηλονότι ἤθη καλά, καὶ ἅγια, καὶ ἀρετὲς εὐαγγελικές, θαυμάζουσι τότε οἱ ἄπιστοι, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ ἐπιστρέφουσιν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν τους, «μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», λέγοντες. «Ὅταν γὰρ ὁ ἄπιστος ἴδῃ σε τὸν πιστὸν κατεσταλμένον, σωφρονοῦντα, κόσμιον ὄντα, ἐκπλαγήσεται, καὶ ἐρεῖ· ἀληθῶς μέγας ὁ τῶν χριστιανῶν Θεός».
.           Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστινκαὶ τὴν μεγαλύνουσιΣηκώσατε ὀλίγον τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὴν σήμερον πανηγυριζομένηνἁγιωτάτην Αὐγούσταν, καὶ θέλετε τὸ ἰδεῖ. Ἐκ προγόνων τὴν ὀρθοδοξίαν διδάσκεται ἡ ἀξιάγαστος, καὶ θεόσεπτος βασιλίς· καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἁπαλῶν τῶν ὀνύχων, ὅλη ἔκδοτος εἰς τοῦ παντοδυνάμου τὸ θέλημα ἦτον· καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὲ τὴν ἀγάπην, καὶ μὲ τὲς ἄλλες ὅλες ἀρετές, τὴν προγονικὴν ὀρθοδοξίαν ἐστόλιζεν, ἰδέτε πόσον αὐξάνει ἡ πίστις εἰς αὐτήν, καὶ πόσον θεμελιώνεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλοὺς φοβερισμοὺς τὴν φοβερίζει, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον Αὐτοκράτωρ Βασιλεύς. Κάθε τρόπον, κάθε μέθοδον, καὶ μέσον μεταχειρίζεται, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον τύραννος, πανοῦργος, καὶ σκληρός· νὰ τῆς ὀλιγοστεύσῃ θέλει τὴν πίστιν· θέλει νὰ καταφρονήσῃ τῶν ἁγίων εἰκόνων τὴν προσκύνησιν. Μὰ οὔτε οἱ κολακεῖες οὔτε οἱ φοβερισμοί, οὔτε οἱ τρόποι, οὔτε αἱ μέθοδοι, οὔτε τὰ μέσα, οὔτε οἱ πανουργίες, ὦ τοῦ θαύματος, τίποτες δὲν ἠδυνήθησαν. Δὲν σαλεύει ὁλότελα τὴν πατροπαράδοτον ὀρθοδοξίαν. Ἀσάλευτος μένει εἰς τὴν εὐσέβειαν. Προσκυνεῖ ἀκαταπαύστως τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.Τόσον τὰ καλὰ ἔργα ηὔξησαν τὴν πίστιν εἰς αὐτήν. Αὔξησε πάλιν ἡ πίστις διὰ μέσου της, καὶ εἰς τὸν πλησίον της ἐμεταδόθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν λιτανείαν ὁποὺ ἐδιόρισε, καὶ μὲ τὴν σύνοδον ὁποὺ ἐσύναξε, καὶ μὲ τὸν ζῆλον ὁποὺ ἔδειξε διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο, ἀναρίθμητοι ἐπίστευσαν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας ἐπροσκύνησαν, ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν σήμερον ἀκόμη ἄν προσκυνῶμεν τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἄν σεβώμεθα τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἄν τιμῶμεν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁ ζῆλος τῆς αὐγούστας Θεοδώρας εἶναι ἡ αἰτία. Ἄν δὲν εἴμεσθεν εἰκονομάχοι, αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία. Νὰ πόσον αὔξησεν ἡ πίστις ἀπὸ τὸν ζῆλον της. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τόσον τὴν ἐδόξασεν ὁ Θεός, σῶον ἀφήνοντας στοὺς αἰῶνας τὸ ἱερόν, καὶ βασιλικόν, καὶ ἅγιον σῶμά της, διὰ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τὸν κόσμον· ἐπειδὴ αὐτὴ ἔδειξε τοῦ κόσμου, τὰς ἁγίας εἰκόνας νὰ προσκυνῇ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ πίστις ἐνεργουμένη, ὦ χριστιανοί. Ἐνεργουμένη, αὐξάνει· καὶ αὐξάνοντας, μεγαλώνει· καὶ μεγαλώνοντας, δοξάζει τοὺς πιστούς. Μὴ πλανᾶσθε λοιπὸν ἀδελφοί μου. Εἶναι ἀληθινὰ ἡ πίστις ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὅστις τὸ πίει, δὲν διψᾷ εἰς τὸν αἰῶνα. Εἶναι ἀληθινὰ ζύμη, ἡ ὁποία κρυπτομένη μέσα εἰς τὸ τριμελὲς τῆς ψυχῆς μας, ὅλον θεῖον τὸ ἀποκατασταίνει. Εἶναι σαγήνη, ἡ ὁποία ἁπλωθεῖσα εἰς τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐσαγήνευσε τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι φῶς ὁποὺ φωτίζει, καὶ ἄρτος ὁποὺ θρέφει, καὶ μαργαρίτης ὁποὺ τὴν ψυχὴν καλλωπίζει. Μὰ ὅλα ἐτοῦτα εἶναι, ὁπόταν ἀνταμωμένη μὲ τὰ καλὰ ἔργα, εἶναι ἀνενέργητος, εἶναι ἀνωφελής, εἶναι ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχήν. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρὸν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστίν». Ὥστε ὁποὺ καὶ ἄν παύσητε νὰ τὴν ἐξετάζετε, δὲν φθάνει ἐτοῦτο· καὶ ἄν ἐξακολουθῆτε νὰ τὴν πιστεύετε μόνον, τίποτες δὲν ὠφελεῖσθε. Πρέπει, ὦ χριστιανοί, ἄν θέλετε τὸν παράδεισον, ἄν ἐπιποθῆτε τὸν Θεὸν ἐκεῖνον ὁποὺ πιστεύετε, νὰ τὸν ἰδῆτε, νὰ τὸν ἀπολαύσετε νὰ μακαρισθῆτε, πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς διδάσκει ἡ πίστις ἡ ὀρθή.

«ΠΙΣΤΙΣ [ἐμπιστοσύνη] ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι» (Νικηφ. Θεοτόκη) [Γ´]


Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
«ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ»
(Λειψία 1766)

Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ [Γ´](Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν)




Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.        Βλέπετε, πῶς ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζετε, φεύγει; Μὴ ἐξέτασις λοιπὸν εἰς τὴν πίστιν, ὦ χριστιανοί. «Πιστεύετε καθὼς παρελάβετε, τὰς δὲ μωράς, καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις», σᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ τὲς ἀφήσετε. Ἐξετάζετε, ναί, ἄν εἶστε γεωμέτραι τὰ τετράγωνα, καὶ τὰ τρίγωνα, τοὺς κυλίνδρους, καὶ τὰς σφαίρας, ὅλας τὰς ἐπιφανείας, καὶ ὅλα τὰ στερεά. Καὶ τὴν πίστιν μὴν ἐξετάζετε. Ἐπειδὴ δὲν δέχεται γεωμετρικὴν ἀππόδειξιν· διὰ τὸ νὰ μὴν εἶναι οὐδὲ τρίγωνον, οὐδὲ τετράγωνον, ιοὐδὲ ἐπιφάνεια, οὐδὲ στερεόν. Ἄν εἶστε μηχανικοί, ἐξετάζετε τὰ ζύγια, τοὺς μοχλούς, τοὺς τροχούς, τοὺς ἐν περιτροχείῳ ἄξονας· ἄν εἶστε ὀπτικοί, ἐξετάζετε τὸ ὄμμα, καὶ τὸ φῶς, καὶ τὰ κάτοπτρα· τὸν ἀέρα, καὶ τὸ φῶς. Κάθε γήϊνον σῶμα ἐξετάζετε, ἄν εἶστε φυσικοί. Κάθε οὐράνιον, ἄν εἶστε ἀστρονόμοι. Καὶ εἰς τὴν πίστιν μὴ ἐξέτασες. Διατὶ ἡ πίστις δὲν εἶναι κανένα τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς ἀπόδειξιν δὲν ὑποπίπτει. Ζητεῖτε τοὺς λόγους ἀκριβῶς, εἰς κάθε φυσικόν, καὶ τεχνικὸν πρᾶγμα. Διατὶ ἄν τοὺς καταλάβετε, πολὺ εἶναι τὸ κέρδος σας· γίνεσθε φιλόσοφοι, κατασταίνεσθε ἐπιστήμονες· μὰ ἄν δὲν τοὺς καταλάβετε· τίποτε ἄλλο δὲν χάνετε, παρὰ νὰ ἀπομείνετε ἀμαθεῖς. Μὰ εἰς τὰ πράγματα τῆς πίστεως, μὴ ζητεῖτε λόγους. Ἡ πίστις εἶναι πίστις, δὲν ἔχει ἀπόδειξιν· νὰ τὴν καταλάβετε δὲν ἠμπορεῖτε καὶ ἄν σφάλλετε, θάνατος εἶναι ἡ ζημία, καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ὁ γὰρ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»..          Μὰ ἐδῶ τὸ ἐγνωρίζω, μὲ μεγάλην ἔνστασιν, ἠμπορεῖ κάθε ἕνας νὰ μοῦ ἐναντιωθῇ. Καὶ ἄν δὲν ἐξετάζωμεν τοὺς λόγους τῆς πίστεως, καὶ ἂν δὲν γυμναζώμεθα εἰς τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιστεκόμεσθεν εἰς τῆς πίστεως τοὺς ἐχθρούς; Βεβαιώνετε τὴν ἔνστασιν. Πῶς ἤθελαν ἠμπορέσει οἰ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀντιπαλεύσουν τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας, ἀνίσως δὲν ἤξευραν τοὺς λόγους τῆς πίστεως;Καὶ τί ὠφέλειαν προξενεῖ, εἰπέτε μου, ἡ διὰ λόγου ἔνστασις εἰς τοὺς ἐχθρούς; Διὰ νὰ τοὺς πείσῃ; Εὕρετέ μου, ἄν εἶστε καλοί, ἕνα παράδειγμα· δείξετέ μου,πῶς νὰ ἐπείσθη ποτὲ ἕνας ἄπιστος,ἤ νὰ ἐνικήθη ἕνας αἱρετικὸς μὲ τὰ ἐπιχειρήματα,καὶ θέλω πληροφορηθῆ. Μὰ δὲν εὑρίσκετε, ὄχι, διατὶ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος». Εἶναι ἕτοιμα εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ἀπατηλὰ σοφίσματα· οἱ διαίρεσες τῆς μείζονος, ἤ τῆς ἐλάττονος. Εἶναι ἕτοιμος ὁ κύκλος τοῦ ἐπιχειρήματος· οἱ παρεξήγησες τῆς Γραφῆς. Κι ἄν ἔτσι εἶναι, τί ἄλλο προξενεῖ ἡ ἐναντίωσις, παρὰ μάχην, διχόνοιαν, φιλονεικίαν καὶ μάταιον ἀπεραντολογίαν; Οἱ θεοφόροι ἐκεῖνοι, ὅσοι εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐναντιώνοντο, τὸ ἔκαναν βιασμένοι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ ἔκαναν, ἐξετασμένην ἔχοντες τὴν πίστιν, ὄχι μὲ τὸν δεύτερον τρόπον ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον. Ἐγυμνάζοντο οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι εἰς τὴν ἀκριβεστάτην ἐξέτασιν τῶν λογων· ἀλλὰ εἰς τὴν πληρεστάτην εἴδησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καὶ ἄν θεωρήσετε τοὺς λογους τοῦ μεγάλου ἐκείνου φωστῆρος Ναζιανζηνοῦ, θέλετε εὕρει νὰ ὀνομάζῃ τοὺς τέτοιους ἐξαταστάς, λογολέσχας· ἀσυνέτους, ἀκρατήτους, γλωσσάλγους. Μὲ ὅλον τοῦτο, ἄς εἶναι. Ἦτον γυμνασμένοι, καθως θέλετε, καὶ ἐπιχειρίζοντο, καθὼς ἀρέσκεσθε. Μὰ τί ἐκατόρθωσαν; Τί ἐκατόρθωσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀθανασίου, καὶ τί ἐκεῖνα τοῦ Εὐσταθίου, καὶ ἄλλων σοφῶν, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Τίποτες. Μάλιστα ἄν δώσωμεν πίστιν εἰς τοὺς ἱστορικούς, μᾶς ἱστοροῦν αὐτοί, πὼς ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἕνας γηραλέος ὁμολογητής, ἕνας, ὁ ὁποῖος ὅμοια μὲ τὸν Ἀπόστολον, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐβάσταζεν· ἐπειδὴ εἶχε μαρτυρήσει, καὶ πληγωθεῖ ὁ τρισόλβιος, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ἀκούοντας νὰ διαλέγωνται, τοὺς ἐφώναξε παρρησίᾳ ἐκεῖ: πατέρες, θεῖοι πατέρες, μὴ συλλογισμούς, μὴ ἐνθυμήματα, μὴ σωρίτην, μὴ ἐπαγωγάς, μὴ διλήμματα. Πατέρες, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς λογικῆς τέχνης ἀγωνίζεσθε νὰ φέρετε εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁ τρόπος. Δὲν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν πίστιν μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ κάνοντες τὴν ἔκθεσιν τῆς πίστεως, μᾶς ἔπειθαν νὰ πιστεύωμεν. Ὅθεν ἔτσι κάμετε καὶ ἐσεῖς· καὶ ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸ καθεξῆς. Σηκώνεται εὐθύς, μετὰ τὴν ὁμιλίαν ἐκείνου τοῦ γέροντος,ὁ ἄκακος, καὶ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε νὰ ἐπιχειρίζεται, μήτε ἐγυμνάσθη νὰ διαλέγεται· ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον τόσων σοφῶν στέκει, ὁ ἱεράρχης Σπυρίδων, ὁ θαυματουργός· ἐκεῖνος ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου, καὶἐκείνου ἐστάθη τὸ κατόρθωμα. Αὐτὸς μὲ τὴν ἁπλουστάτην ἔκθεσιν τῆς πίστεως, πρῶτον ὡσὰν ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Ἀνδρέας, οἱ ἀλιεῖς, ἔπεισε τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ φιλοσόφου ὁποὺ ἐκαυχᾶτο εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἔπειτα μὲ τὸ θαῦμα τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινήν. Τίποτες δὲν ἐκατόρθωσαν οἱ σοφοὶ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ ὅλον τὸ ἐκατόρθωσεν ὁ ἁπλοῦς Σπυρίδων, μὲ τὴν ἔκθεσιν τὴν ἁπλῆν. Ἔτσι ἠθέλησε, καὶ ἔτσι ἐδιόρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι. Ὅθεν δὲν ἐπείσθη ποτὲ κανένας ἐξετάζοντας, καὶ πολυπραγμονώντας τὴν πίστιν.

.           Ἠξεύρω ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ, καὶ μὲ ἀλήθειαν σ[aς τό λέγω, πῶς ἀπό τὸν Ἄρειον ἔφυγεν ἡ ὀρθοδοξία· διατὶ ἤθελε νὰ ἐξετάζῃ τὴν αἰώνιον γέννησιν τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, πῶς ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθη τὸ ἄκτιστον τοῦ πνεύματος· διατὶ νὰ ἐξετάζῃ ἤθελε, πῶς ἔχει τὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ὁ Σαβέλλιος ἀρνήθη τὴν Ἁγίαν Τριάδα· ὁ Νεστόριος, τὴν Θεοτόκον· οἱ Μονοφυσῖται, τὰς δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ Θεοπασχῖται, τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος· οἱ εἰκονομάχοι, τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ οὕτω καθεξῆς ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· διατὶ ἤθελαν νὰ λεπτολογοῦσι, καὶ νὰ πολυπραγμονοῦν τὴν πίστιν, καὶ τὰ τῆς πίστεως..         Καὶ ἀκόμη ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀπόμεινε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, ὄχι διὰ ἄλλην αἰτίαν, παρὰ διατὶ ποτὲ δὲν ἤθέλησεν, ὄχι μόνον νὰ μάθη τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ οὐδὲ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ ἀπετόλμησε ποτὲ νὰ ἐξετάσῃ. Ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ πολλὲς φορὲς αἰτίαν νὰ ἐρευνήσῃ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του· νὰ ἀφήσῃ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτὸς τοῦ ἔδειχνεν, ἔλαβεν αἰτίαν τότε βέβαια νὰ ἐξετάσῃ καὶ τὸ διατὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ, καὶ τί ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁλοτελῶς. Ἀλλὰ πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς τὸν Θεόν. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ὅταν πάλιν τὸν ἐπρόσταξε νὰ δέσῃ τὸν ἠγαπημένον τοῦτ υἱόν , τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαυτώσεως, καὶ νὰ τὸν σφάξῃ ὡσὰν νὰ ἦτον πρόβατον.Καὶ ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ τὰ πατρικὰ σπλάγχνα τὸν ἐπαρακινοῦσαν βέβαια, καὶ νὰ ἐξετάξῃ, καὶ νὰ μάθῃ, διατὶ τὸν προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἔργον φοβερόν. Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ· ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ἀμὴ ὁπόταν ὑποκάτω εἰς τὴν δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ, ἐφιλοξένησεν ἐκείνους τοὺς τρεῖς, τοὺς ὁποίους κατὰ πρῶτον ἐνόμισε πὼς ἦσαν ἄνθρωποι, ἔπειτα τοὺς ἐγνώρισε πὼς ἦτον ὁ Θεός; Δὲν ἔλαβε τότε αἰτίαν νὰ ἐρωτήσῃ ποία εἶναι ἡ φύσις τους; Διατὶ τοῦ φαίνονται ὡς ἄνθρωποι; Πῶς εἶναι τρεῖς, καὶ εἶναι ἕνας; Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ, ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Μὰ τί στοχάζεσθε; Ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἐξέταζε τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ· ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε ἀποτολμήσῃ νὰ ἐξετάξῃ διὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ὁ Θεός, ἤθελε μείνῃ τάχα τόσον θερμὸς εἰς τὴν πίστιν; Ἐγὼ φοβοῦμαι, πὼς ἄν ἐξέταζεν, ἤθελε διστάσει· ἤθελεν ὀλιγοπιστήσει· δὲν ἤθελε μείνει βέβαια τόσον πιστός. Τὸ εἶπε φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐκείνου τοῦ προφήτου, μὲ τὸν ὁποῖον συχνὰ ἐσυνομίλει πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καθὼς ὁ φίλος ὁμιλεῖ μὲ τὸν φίλον του. Τὸ εἶπε, λέγω καθαρὰ τοῦ Μωϋσῆ ὅταν ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν. «Οὐ μὴ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου». Δὲν ἠμπορεῖς, ὄχι, τοῦ εἶπε, Μωϋσῆ νὰ μὲ ἰδῇς, καὶ νὰ μὲ καταλάβῃς. Διατὶ ὅστις θελήσει νὰ μὲ καταλάβῃ, χάνεται, ἀποθνήσκει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ εὐσεβὴς καὶ πιστός. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται».
.         Καὶ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι. Μὰ διὰ νὰ τό καταλάβωμεν καλλίτερα, ἄν ὑποθέσωμεν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας του ἕνα ἀγγεῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θέλει νὰ βάλῃ ὅλην τὴν θάλασσαν. Πρέπει βέβαια ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ γένῃ· ἤ τὸ ἀγγεῖον νὰ γένῃ τόον μεγάλον, ὅση εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἔτσι τὸ ἀγγεῖον νὰ χωρέσῃ μέσα του τὴν θάλασσαν· ἤ ἡ θάλασσα νὰ γένῃ τόσον μικρή,ὅσον εἶναι τὸ ἀγγεῖον, καὶ οὕτω νὰ περικλεισθῇ ἡ θάλασσα μέσα εἰς τό ἀγγεῖον. Ὅταν ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας θέλωμεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βέβαια πρέπει νὰ γένῃ· ἤ ὁ νοῦς μας νὰ γένῃ τόσον μεγάλος, ὅσον εἶναι ὁ Θεός, ἤ ὁ Θεὸς νὰ γένη τόσον μικρός, ὅσον εἶναι ὁ νοῦς μας. Νὰ γένῃ τὸ πρῶτον, εἶναι ἀδύνατον. Διατὶ ὁ νοῦς μας εἶναι κατὰ φύσιν μικρός, στενός, καὶ πεπερασμένος. Νὰ γένῃ τὸ δεύτερον, εἶναι ἀδύνατον, διατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερμέγιστος, εὐρυχωρότατος, ἄπειρος, ἤ διὰ νὰ εἰπῶ συντομώτερα: νὰ γένῃ ὁ νοῦς μας ἄπειρος εἶναι ἀδύνατον· νὰ γένῃ ὁ Θεὸς πεπερασμένος, εἶναι τῶν ἀδυνάτων. Τί ἔχει νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ λοιπόν, ὅταν ἐξετάζωμεν ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς διδάσκει ἡ πίστις; Σκότος βέβαια, ἀπορία, δισταγμός, ἀμφιβολία, ὀλιγοπιστία. Ἐτοῦτο ἀποκτοῦμεν ὅταν ἐξετάζωμεν τὴν πίστιν..         Τί θέλετε τώρα; Νὰ ἐξετάζετε τολμηρῶς ἤ νὰ πιστεύτε ἀνεξετάστως; Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐξέταζαν τολμηρῶς, εἶναι ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Πύρρος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ὁνώριος, ὁ Διόσκορος, καὶ ἄλλοι ὅμοιοι· μέλη σεσηπότα, δοχεῖα τοῦ διαβόλου, ἄνθρακες τοῦ ἅδου, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου, καὶ παντοτινῆς κολάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευαν χωρὶς νὰ ἐξετάζουσιν, ἦτον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Παῦλος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Βασίλειος, ὀ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, καὶ ἄλλοι παρόμοιοι τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες· τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι· ἄνθη τοῦ παραδείσου· τοῦ Θεοῦ υἱοί· τῆς μακαριότητος κληρονόμοι. Μὲ ποίων τὸ μέρος θέλετε νὰ εἶστε; Μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων στοχάζομαι. Μὴ ἐξέτασες λοιπὸν περίεργες, αὐθάδεις, καὶ ἄχρηστες. Μὴ ἐξέτασες εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ πίστις εἰς τὴν πίστιν, καὶ εἰς ὅσα διδάσκει ἡ πίστις.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...