Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξο Ήθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξο Ήθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2021

Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία ,Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία



 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Παιδεία και πνευματικά θέματα

 Πολλοί παιδαγωγοί αποφαίνονται και υποστηρίζουν ότι, η νεανική ηλικία είναι η πιο κατάλληλη για την ακρόαση πνευματικών θεμάτων, ακόμα και λεπτών εννοιών. Μερικοί μάλιστα υποστήριξαν ότι και από την παιδική, αν όχι και τη νηπιακή ηλικία, είναι δεκτικά τα παιδιά για ακρόαση πνευματικών θεμάτων. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την πρακτική των τελευταίων ετών να φοιτούν υποχρεωτικά σε βρεφονηπιακούς σταθμούς – Σχολεία και Νηπιαγωγεία, των βρεφών και νηπίων από τις πρώτες ηλικίες. Είναι γνωστά τα θεσπισθέντα με νόμους προγράμματα αυτών των σχολικών μονάδων. Περιλαμβάνουν εκτός από το διασκεδαστικό παιγνίδι και θέματα με καθαρά πνευματικό περιεχόμενο, προσαρμοσμένο στην ηλικία τους. Παράδειγμα είναι το πνεύμα της συναλληλίας που καλλιεργείται έντονα στα ιδρύματα αυτά. Ακόμη πνευματικά θέματα διδάσκονται με τις μικρές προσευχούλες, με την αλληλοβοήθεια, το πνεύμα καλοσύνης, συνεργασίας, φιλανθρωπίας, αγάπης και σεβασμού προς το Θεό, τους γονείς και τους συνανθρώπους μας.  

Αν όλα αυτά προγραμματίζονται από τα νομοθετημένα σχολικά προγράμματα και περιλαμβάνουν ευρέα θέματα που άπτονται και γενικών πνευματικών προβληματισμών, γιατί να μην εφαρμόζονται και από τους γονείς που έχουν και την ευθύνη αλλά και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών τους; Πέφτει επομένως μεγάλη υποχρέωση στους γονείς για να διδάσκουν και να κατευθύνουν τα παιδιά τους, από τη νηπιακή και τη βρεφική και την παιδική ηλικία, στα γνήσια πνευματικά θέματα. Δεν εννοούμε βεβαίως μόνο τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα. Ενδιαφέρον έχουν και θέματα πνευματικής ενημέρωσης σε σχετικούς με την Ελληνομάθεια και την παγκόσμια πνευματική παραδοχή. Μπορούν τα παιδιά μας να γίνουν από μικρά σκεπτόμενα.

Θα έθετα ακόμη στους γονείς και ένα επιτακτικό ερώτημα: Γονείς, προσοχή! Ρωτήσετε τον εαυτό σας. Πόσες φορές μιλάτε με τα παιδιά σας για πνευματικά θέματα; Σε ποιόν αφήνετε το έργο αυτό; Είναι το κατ’ εξοχήν κύριο έργο για τη σωστή παιδαγωγία των παιδιών σας. Αυτή η τρυφερή ηλικία έχει ανάγκη από ακροάσεις τέτοιου πνευματικού είδους. Όλοι μας, άλλοι εκ πείρας και άλλοι από σπουδές και μελέτες, γνωρίζουμε ότι η τρυφερή παιδική ηλικία είναι εκείνη που αφομοιώνει αμέσως όσα λέγονται. Ακόμα και από πολλούς ερεθισμούς εκ του περιβάλλοντος. Σ’ αυτή την ηλικία τυπώνονται οι ιδέες στο νου των παιδιών. Συμβαίνει όπως τυπώνεται μια σφραγίδα πάνω στο κερί. Σ’ αυτή την ηλικία δεν αρχίζει να κλίνει το άτομο προς την αρετή ή την κακία; Τότε καταγράφονται οι μεγάλες τάσεις μέσα στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου που θα τον συνοδεύουν σε όλη τη ζωή του. Οι πνευματικοί προβληματισμοί θεμελιώνονται στην παιδική ηλικία και δύσκολα αλλάζουν κατόπιν. «Ό,τι μικρομάθει δεν γερονταφήνει», αποφαίνεται ο σοφός λαός μας.

Οι πνευματικοί προβληματισμοί όμως, πρέπει να έχουν ηθικό και λογικό προσανατολισμό. Να κατευθύνουν σωστά, με τη βοήθεια των γονέων, τα παιδιά προς την ηθική τους ολοκλήρωση και τελείωση. Πρακτικά πάντως η διδασκαλία των παιδιών σε πνευματικά θέματα και προβληματισμούς, πρέπει να γίνεται ευκαίρως – ακαίρως. Δηλαδή όχι με τακτές ώρες διδασκαλίας, αλλά με την εμφάνιση κάθε πνευματικού θέματος στην οικογενειακή ζωή. Έχει δε η υπεύθυνη οικογένεια πολλές ευκαιρίες για να βιώνει πνευματικά θέματα.

Μπορούμε να παρουσιάσουμε μερικά, σαν συμπέρασμα:

– Το οικογενειακό τραπέζι το μεσημέρι ή το βράδυ είναι μια πολύτιμη ευκαιρία. Η προσευχή προ του φαγητού δίνει αφορμή για να θυμίζουν οι γονείς την προσφορά του Θεού στην τροφοδοσία τους. Ερωτάται όμως: Γίνεται προσευχή; Αν όχι, ιδού η ευκαιρία.

– Το ξεκίνημα για τη δουλειά και για το ημερήσιο πρόγραμμα, όποιο και αν είναι, δίνουν μια άλλη ευκαιρία. Ο βιοπορισμός είναι ένα θέμα που έχει και πνευματικές προεκτάσεις.

– Οι οικογενειακοί εορτασμοί δίνουν πολύτιμες στιγμές για πνευματικές συζητήσεις και προβληματισμούς. Γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους; Πρέπει δε να γίνονται συχνοί οικογενειακοί εορτασμοί.

– Το κλείσιμο της ημέρας είναι μια ακόμη ευκαιρία. Εδώ μπορούμε να κάνουμε τον απολογισμό μας. Συνήθεια ήταν και είναι των Χριστιανών, αλλά και των αρχαίων Ελλήνων σοφών. Ιδιαιτέρως των Πυθαγορείων. Ο απολογισμός της ημέρας γίνεται δίδαγμα για τα παιδιά.

Διδακτικά είναι όλα αυτά και όσα ακόμα η αγάπη των γονέων εφευρίσκει για τα παιδιά τους. Οι Γονείς, ας τολμήσουν….

Πηγή

Γιὰ τὸ ράσο τῶν κληρικῶν

 



Ἐσεῖς θεωρεῖτε, τίμιε πατέρα, λεπτομέρεια τὴν ἔνδυση τῶν ἱερέων, τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά, καὶ παραξενεύεστε, ποὺ ἡ ὑψηλότερη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία φροντίζει περὶ αὐτοῦ.

Ἐν τῷ μεταξὺ συνεχίζετε νὰ μιλᾶτε γιὰ τὴ σημασία τῆς ἀναμόρφωσης τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης καὶ συμπεριφορᾶς τῶν ἱερέων. Πῶς ταιριάζει αὐτό; Καὶ λεπτομέρεια καὶ σημαντικὴ ἀναμόρφωση; Ὅμως ὁ κάθε φίλος τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀναρωτηθεῖ γιατί οἱ στρατιωτικοί τοῦ γήινου βασιλείου δὲν ἐξεγείρονται ἐνάντια στὴ δική τους στολή, οὔτε οἱ τελωνιακοί, οὔτε οἱ ὑπάλληλοι τῆς ἐφορίας, οὔτε οἱ δασοφύλακες, οὔτε οἱ σιδηροδρομικοί; Ἀλλὰ φοροῦν ἐκεῖνο ποὺ ἄλλος τοὺς ὅρισε σὰν στολὴ χωρὶς παράπονο, καὶ συμπεριφέρονται ἔτσι ὅπως διατάχθηκαν.

Πῶς οἱ στρατιωτικοί τοῦ Βασιλιᾶ τῶν Οὐρανῶν εἶναι οἱ μόνοι ποὺ ξεσηκώνονται ἐναντίον τῆς στολῆς τους καὶ τῶν κανόνων περὶ τῆς συμπεριφορᾶς τους; Ἐὰν ὁ λαὸς θέλει νὰ βλέπει τὸν ἱερέα του μὲ ράσο, μὲ γένια καὶ μαλλιά, τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι διάλογοι σταματοῦν. Ἐὰν ὁ λαὸς μισεῖ νὰ βλέπει τὸν ἱερέα στὸ ροῦχο τοῦ ἔμπορα, χωρὶς γένια καὶ χωρὶς μαλλιά, τότε αὐτὴ ἡ ἀναμόρφωση πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀπομακρυνθεῖ σὰν προσβολὴ τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν τοῦ εὐσεβῆ λαοῦ.

Σ’ αὐτὸ τὸ πράγμα, λοιπόν, τὸ μέτρο εἶναι ἡ λαϊκὴ αἴσθηση καὶ κρίση, καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι ἡ ἰδιωτικὴ προτίμηση κάποιων ἱερέων. Ἐξάλλου, ἐφόσον τὸ μακρὺ γένι καὶ τὰ μαλλιὰ δὲν εἶναι βαριὰ στοὺς ποιητές, στοὺς καλλιτέχνες, ἀκόμα καὶ στοὺς σοσιαλιστικοὺς ἀρχηγούς, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι βαρὺ στοὺς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, στοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς ποιμένες τοῦ λαοῦ;

Ὁ ὅσιος Ἱερώνυμος γράφει εἰρωνικὰ περὶ τῶν στολισμένων ἱερέων τῆς ἐποχῆς του: «Ντρέπομαι νὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τὸ ἱερατικὸ ἢ διακονικὸ ἀξίωμα μὲ στόχο, νὰ κάνουν παρέα πιὸ ἐλεύθερα μὲ γυναῖκες. Φροντίζουν ἀποκλειστικὰ περὶ τοῦ ἐνδύματός τους, περιποιοῦνται τὰ μαλλιά τους, φοροῦν πολύτιμα δαχτυλίδια, φυλάγονται ἀπὸ τῆς σκόνη, μόλις ποὺ ἀκουμποῦν τὸ χῶμα μὲ τὰ πόδια τους. Πρέπει νὰ σκεφθεῖς, ὅτι πρόκειται γιὰ νεόνυμφους γαμπροὺς καὶ ὄχι γιὰ ἱερεῖς!».

Στοὺς ἀρχαίους τὰ γένια ἦταν χαρακτηριστικὸ τῶν φιλοσόφων. Μία φορὰ στὴ Ρώμη, ἐξαιτίας πολλῶν τσαρλατάνων φιλοσόφων, ὁ καίσαρας διέταξε ὅλοι οἱ φιλόσοφοι νὰ ξυρίσουν τὰ γένια τους. Σ’ αὐτὸ ἀπάντησε ὁ Ἐπίκτητος, ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: «Ὁ καίσαρας μπορεῖ νὰ μοῦ πάρει τὸ κεφάλι, ὄχι τὰ γένια!». Τόσο ἐκτιμοῦσε τοῦτο τὸ ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικό τῆς κλήσης του.

Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι λεπτομέρεια, θὰ πεῖτε. Εἶναι λεπτομέρεια, χωρὶς ἀμφιβολία. Μπροστὰ στὴν ψυχὴ καὶ στὸν χαρακτήρα ἑνὸς χριστιανοῦ τὸ ροῦχο καὶ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιὰ εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντο πράγμα. Ὅμως ἡ ζωὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ σημαντικὰ καὶ τὰ ἀσήμαντα. Καὶ ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ἀριστοκρατικὸ καὶ λεπτὸ πράγμα, ὥστε καὶ τὰ ψιλοπράγματα, μποροῦν νὰ τὴν ὠφελοῦν ἢ νὰ τὴ ζημιώνουν.

Ὅταν τὸ λογικὸ ποίμνιο θέλει οἱ ποιμένες του νὰ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, καὶ νὰ ἔχουν καθορισμένα σημάδια ἀναγνώρισης, τότε ὡς πρὸς τί ἡ ἀντίρρηση; Οἱ καθολικοὶ ἱεραπόστολοι στὸ Κιτάι, ὑπολογίζοντας καὶ τὴν ψυχολογία τοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο κηρύττουν, δὲν ντρέπονται νὰ φοροῦν πλεξίδες στὰ μαλλιὰ καὶ μακριὰ καφτάνια καὶ τουρμπάνια. Τότε γιατί οἱ φιλόχριστοι ἱερεῖς νὰ ἀντιδροῦν στὸν λαὸ καὶ μὲ τὰ ψιλοπράγματα νὰ θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὰ μεγάλα πράγματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς προόδου τῶν πιστῶν;

Εἰρήνη σὲ σᾶς ἀπὸ τὸν Κύριο.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

Θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων Γεώργιος Μαντζαρίδης



Ὁ ὅρος διαπροσωπικὲς σχέσεις χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ στὸν χῶρο τῆς Ψυχιατρικῆς καὶ τῆς Κοινωνικῆς ψυχολογίας, ἀλλὰ σύντομα καθιερώθηκε στὸν εὐρύτερο ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη διευκόλυνε τὸν διάλογό της μὲ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἐνῶ ταυτόχρονα προσέδωσε σὲ αὐτὸν εὐρύτερο καὶ βαθύτερο περιεχόμενο.

Ὡς διαπροσωπικὲς χαρακτηρίζονται οἱ σχέσεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων προσώπων. Ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τὴν ἔρευνα τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι πρωτίστως ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Μὲ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀσχολεῖται βέβαια καὶ ἡ Κοινωνιολογία. Ἐνῶ ὅμως ἡ Κοινωνιολογία ὡς μὴ ἀξιολογικὴ ἐπιστήμη βλέπει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μόνο τοὺς κοινωνικοὺς ρόλους, χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται στὴν ψυχολογικὴ διάστασή τους, ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία προχωρεῖ στὴν διερεύνηση τῆς διαστάσεως αὐτῆς, ποὺ προσελκύει καὶ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον της. Ἔτσι, ἂν σὲ κάποια κοινωνικὴ ὁμάδα ὅλα λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἡ Κοινωνιολογία θὰ διαπιστώσει σωστὴ λειτουργία τῶν ρόλων της. Ἂν ὅμως ἡ ἁρμονία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν μελῶν της ἢ σὲ κάποια ἄλλη αἰτία, θὰ τὸ διερευνήσει ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία.

Ἡ ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων δὲν ἀποτελεῖ συμβατικὸ ἢ δευτερογενὲς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του κοινωνικὸ ὄν, ἀναπτύσσει αὐθόρμητα διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν ἀτομικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα, ποὺ ἦταν συνήθης στὴν νεωτερικότητα, ἀδικοῦσε καὶ παρερμήνευε ὄχι μόνο τὴν κοινωνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁριζόντια κοινωνικότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θρησκευτικότητα. Ὄχι μόνο οἱ συνειδητὰ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικῶς ψυχροὶ ἢ ἀδιάφοροι ἔχουν πάντοτε κάποιο εἶδος θρησκευτικότητας, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς προσήλωση σὲ κάποια ἰδεολογία ἢ σὲ κάποια «προσωπικὴ» φιλοσοφία, ἢ ἀκόμα ὡς πίστη σὲ διάφορες προλήψεις καὶ προκαταλήψεις. Τὰ θρησκευτικὰ ὅμως αὐτὰ ὑποκατάστατα δημιουργοῦν συνήθως προβληματικὲς καταστάσεις καὶ φαλκιδεύουν τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ διευρύνει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.

Ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖται καὶ ἀναπτύσσεται ὡς πρόσωπο στὸ πλαίσιο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεών του, ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὴν εὐρύτερη ἀνθρωπότητα. Ποτὲ κανεὶς δὲν ζεῖ μόνος του• πουθενὰ δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ κάποιο περιβάλλον. Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ μοναχικὸς ἄνθρωπος, ὁ πιὸ ἀπόκοσμος ἐρημίτης δὲν ζεῖ τὴν ζωή του ὡς μοναδικὸς κάτοικος τῆς γῆς. Καὶ μόνη ἡ εὐτυχία ἢ ἡ πικρία ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τὴν μοναξιὰ του ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο ἀνταποκρίσεως, μία θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια ὁποιαδήποτε ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ περιβάλλον του εἶναι καὶ παραμένει πάντοτε σχετική. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐξετάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν γονιῶν του, τῶν συγγενῶν του, τοῦ κόσμου του καὶ τοῦ συνόλου τῶν σχέσεων καὶ ἀλληλεξαρτήσεών του.

Στὴν καθημερινὴ ζωὴ οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καὶ εὐρύτερα οἱ κοινωνικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκευτικὲς ἀκόμα σχέσεις τους, κινοῦνται σὲ φυσικὸ καὶ συναισθηματικὸ ἐπίπεδο μὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ ἀποχρώσεις. Ἔτσι ἔχουμε τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους, τῶν παιδιῶν μεταξύ τους, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν συμμαθητῶν, τῶν συνεργατῶν, τῶν συμπατριωτῶν κ.τ.λ.

Ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἔμφυτη κοινωνικότητά της. Εἰδικότερα εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀγάπη, ποὺ ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς «σπερματικὸς λόγος»[1]. Βέβαια ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι σὲ ὅλους ἡ ἴδια• δὲν ἀναπτύσσεται μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ οὔτε φθάνει πάντοτε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Ὅσο περισσότερο καλλιεργεῖται καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερο εὐρύνεται ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνονται λεπτότερες οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παθολογικὲς ἐκεῖνες καταστάσεις ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό του, ὑπάρχει καὶ ἕνα ὁλόκληρο φάσμα φυσιολογικῶν καταστάσεων, στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος εἶναι λιγότερο ἢ περισσότερο περιορισμένος στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνοικτὸς στοὺς ἄλλους.

Ἡ φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σχηματίζονται οἱ σκέψεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μὲ ἐνέργειες καὶ πράξεις[2]. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα γίνονται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους ἢ ὅτι αὐτὰ δὲν χρειάζονται ἢ δὲν πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπόψη. Ὅλα ὅμως αὐτὰ στεροῦνται πραγματικοῦ νοήματος, ὅταν δὲν συνδέονται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν καρδιά του. Γι’αὐτὸ ἡ καλλιέργεια, ὅπως καὶ ἡ ἐξύψωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, πρέπει νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ δεοντολογία, μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων; Ἡ δεοντολογία αὐτὴ στὴν Ἁγία Γραφὴ διατυπώνεται καὶ προβάλλεται μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλη τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστι πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὕτη• ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»[3].

Ὅπως γίνεται φανερό, ἡ δεοντολογία αὐτὴ δὲν ἔχει θεωρητικὴ ἀλλὰ ὀντολογικὴ βάση. Δὲν στηρίζεται δηλαδὴ σὲ θεωρητικὲς ἀρχὲς οὔτε ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἀπρόσωπους κανόνες, ἀλλὰ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ εἶναι, τὸν Θεό, καὶ ἀποκαλύπτεται μὲ προσωπικὲς σχέσεις. Ἡ βάση τῆς δεοντολογίας αὐτῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βάση τῆς δεοντολογίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ὀντολογία τῆς δημιουργίας του καὶ τῆς ὑπάρξεώς του[4]. Ὁ ἄνθρωπος ἐντέλλεται νὰ ἀγαπήσει τὸν ἄπειρο Θεό, γιατί ἀπὸ αὐτὸν δημιουργήθηκε καὶ αὐτὸν εἰκονίζει. Καλεῖται δηλαδὴ νὰ στρέψει τὸν ἑαυτό του στὴν αἰτία καὶ τὸ πρότυπο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καλεῖται σὲ μία διαρκῆ πρὸς τὰ ἄνω ἐπέκταση. Καὶ ἡ κατακόρυφη αὐτὴ ἐπέκταση πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ὁριζόντια πλάτυνσή του• μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον παραμένει ἀόριστη καὶ ἀπροσδιόριστη. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ παραμένει μετέωρη καὶ ψεύτικη.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης αὐτῆς ποῦ καλεῖται νὰ καλλιεργήσει ὁ ἄνθρωπος; Ἡ χριστιανικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι σαφής. Ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»[5]. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ὡς ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα προσώπων. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Καὶ ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸ καὶ προσφέρει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα καὶ ἀνταποδίδει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Τέλος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, εἶναι κοινὸ στὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἐντελῶς ἀνοικτὰ μεταξύ τους• στὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο ἄλλα, ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀσύλληπτη αὐτὴ ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁμοούσια φύση καὶ τὴν πλήρη περιχώρηση τῶν προσώπων ἐκφράζει τὸν χαρακτήρα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ποὺ προβάλλει ὡς ὕψιστο ἰδεῶδες γιὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Γιὰ νὰ μάθει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἀγάπη καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὶς αὐθεντικὲς καὶ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, πρέπει νὰ γνωρίσει τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἐπειδὴ ἡ γνώση κάποιου πράγματος γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ αὐτοῦ ποὺ τὸ γνωρίζει, ἕπεται ὅτι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως μπορεῖ γίνει αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος;

Ὁ ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του Θεὸς γνωρίζεται μέσα στὸν κόσμο μὲ τὶς ἐνέργειές του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουν τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἐνέργειες, μὲ τὶς ὁποῖες γίνεται γνωστὸς ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, εἶναι οἱ θεοφάνειες καὶ οἱ ἐντολές του. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐκφράζουν τὸ εἶναι του, τὸ ἦθος του, τὴν ἀγάπη του. Ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τὸν Θεό: «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστι, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν»[6].

Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκαν στὸν ἄνθρωπο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως»[7] φανερώθηκαν μὲ τὸν πληρέστερο τρόπο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον ὁ Χριστός, ὡς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[8], εἶναι τὸ πρότυπο τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ βρίσκει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο συμπυκνώνεται στὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ διατυπώνεται στὸ Τριαδικὸ δόγμα.

Πολλοὶ νομίζουν ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἀφορᾶ μόνο τοὺς θεολόγους καὶ θεωροῦν ἀνώφελη τὴν γνώση του, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἐγγύτερη ἐξέτασή του. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ πολλοὶ θεολόγοι σήμερα δὲν ἀποδίδουν στὸ δόγμα αὐτὸ τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὸ βαθύτατο νόημά του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται τεράστιο κενὸ στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως μὲ καταλυτικὲς ἐπιπτώσεις στὴν χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθική. Εἰδικότερα μάλιστα γιὰ τὸ θέμα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐν κοινωνίᾳ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ σπουδαιότητα τοῦ δόγματος αὐτοῦ εἶναι πρωταρχική. Θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα προβάλλει τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ καὶ τὴν σωστὴ ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Στὴν Ἁγία Τριάδα μόνο τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων, παραμένουν ἀκοινώνητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτό. Ὅλα τὰ ἄλλα στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι κοινά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐπινοήσει τομὴ ἢ διαίρεση καὶ νὰ ἐννοήσει τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα ἢ νὰ χωρίσει τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄρρητη καὶ ἀκατανόητη, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διάκρισή τους[9]. Κανένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα δὲν εἶναι ἀναγώγιμο στὴν θεία οὐσία ἢ τὴν θεία ἐνέργεια[10]. Ἀλλὰ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει ὅλη τὴν θεία οὐσία καὶ τὴν θεία ἐνέργεια.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει κεφαλαιώδη θεολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σπουδαιότητα. Κάθε παραλλαγὴ τῆς ἀλήθειας αὐτῆς προσβάλλει ὄχι μόνο τὴν ἀκρίβεια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τὴν φύση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ ἠθικῆς.Ἔτσι ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, ποὺ μαρτυρεῖ διάθεση ὑπαγωγῆς τοῦ προσώπου στὴν οὐσία, τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό, δὲν ἐπηρέασε μόνο τὴν θεολογία, ἀλλὰ ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως.

Βέβαια ἡ ἁπλὴ διαπίστωση τῆς σπουδαιότητας τοῦ δόγματος γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στερεῖται νοήματος. Χωρὶς νόημα παραμένει καὶ ἡ τυπικὴ διατήρηση τοῦ δόγματος, ὅταν αὐτὸ δὲν συνδέεται μὲ τὴν καθημερινὴ πράξη καὶ ζωή. Τέλος, ὄχι μόνο χωρὶς νόημα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὴ ὡς ὑποκριτική, καθίσταται ἡ τάση ποὺ καυτηριάζει τὶς ἀποκλίσεις τῶν δυτικῶν ἀπὸ τὴν καθιερωμένη ὀρθόδοξη πράξη καὶ ζωή, οἱ ὁποῖες ὅμως εἰσχώρησαν στὸ μεταξὺ καὶ διαδόθηκαν στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτὸ ἰσχύει ἄλλωστε στὴν πράξη καὶ γιὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό. Ὅταν τὸ δόγμα ἀγνοεῖται ἢ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ζωή, καὶ ὅταν στὴν θέση τοῦ αὐτοελέγχου καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς παρουσιάζεται ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ κατάκριση τῶν ἄλλων, τότε φαλκιδεύονται ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα μυσταγωγεῖ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀγάπη καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴν τὴν τελειότητα ζητεῖ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί»[11].

Μὲ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης ἀναδεικνύεται σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀνάδειξή της στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο, δὲν εἶναι δυνατή, ὅσο παραμένει διασπασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἐδῶ προβάλλει καὶ τὸ αἴτημα γιὰ τὴν σωτηρία, δηλαδὴ γιὰ τὴν διάσωση τῆς ἀκεραιότητας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.

Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» καὶ δημιούργησε ἔτσι τὸν καινὸ ἄνθρωπο. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεκτείνεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν Ἐκκλησία του, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς καινῆς κτίσεως καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ προσφέρεται ὡς δῶρο σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, αὐτὸ κοινωνοῦν καὶ μέσα σὲ αὐτὸ ξανακερδίζουν τὴν ὁμοουσιότητά τους. Ἔτσι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν δημιουργία τῆς καινῆς κτίσεως: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις»[12]. Ἡ καινὴ αὐτὴ κτίση δὲν ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ ὡς ἀνακαίνιση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὡς ἐσωτερικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλλαγὴ τῆς σχέσεώς του μὲ αὐτόν. Καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἀνακαίνιση, διακρίνει καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνακαίνιση, τὴν ἀνακαίνιση σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Ὁ Χριστὸς μεταδίδει τὴν σωτήρια καὶ ἀνακαινιστικὴ χάρη του ὄχι μόνο στὴν φύση ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου[13]. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διαγράφεται τὸ «πρόγραμμα», ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν πανανθρώπινη ὁμοουσιότητα. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ προβάλλει στὸν πιστὸ ὡς ἔργο ζωῆς. Μὲ κάθε σκέψη καὶ κάθε πράξη, μὲ τὸ ὅλο φρόνημα καὶ τὴν ὅλη ζωὴ του ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐντάξεώς του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ• καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν οἰκείωση καὶ τὴν ἀφομοίωση τῆς θείας ἀγάπης στὸ ὀστράκινο σκεῦος του.

Βέβαια ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποτὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ προσώπου του πρὸς τοὺς ἄλλους δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν βαθμὸ τοῦ ἀνοίγματος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῶν Χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται μὲ πρότυπο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.Τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γιατί ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη αὐταπάρνηση καὶ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Εἶναι ἔργο πίστεως ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ὅδευση τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ἀνακαίνιση λοιπὸν ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο συντελεῖται: α) μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, καὶ β) μὲ τὴν οἰκείωση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη, τὴν κοινωνία τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· πρωτίστως βέβαια τῆς ἐντολῆς τῆς διπλῆς ἀγάπης στὴν καθημερινὴ ζωή.

Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογική του ὁμοουσιότητα μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἔρχεται μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν χάρη αὐτὴ ἀποκτοῦν τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν μυστηριακὴ ὁμοουσιότητα στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο μεταφράζοντας τὶς ἐντολὲς σὲ τρόπους ζωῆς. Καὶ στὸ στάδιο ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὁ ἐκκλησιολογικὸς καὶ χαρισματικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνακαινίσεως. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑποδηλώνεται ἐξαρχῆς μὲ τὰ μυστήρια ποὺ εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἐκκλησία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, τὰ ὁποία ἐμπεριέχουν συμβολικὰ καὶ τὸ «πρόγραμμα» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδίωξαν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν ἀποταγὴ ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ τὴν ἐλεύθερη προσφορά τους γιὰ κοινὴ χρήση: «Οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ»[14]. Ἡ κοινοκτημοσύνη ὅμως αὐτή, ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν, ἐκδηλώθηκε ὡς χαρισματικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν προσέλαβε θεσμικὴ μορφή. Γι’αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διατηρηθεῖ διαχρονικὰ καὶ καταργήθηκε. Τὴν διαχρονικὴ διατήρηση τῆς κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατὴ ἀκολούθως ὁ θεσμὸς τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προβλέπει ὄχι μόνο κατανάλωση ἀλλὰ καὶ παραγωγὴ ἀγαθῶν. Στὸν μοναχισμὸ καθιερώνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀποταγὴ τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας καὶ ἡ ἀποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος. Ἔτσι αἴρεται εὐρύτερα ἡ αἰτία τῆς διασπάσεως καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας.

Βέβαια καὶ ὁ μοναχικὸς θεσμὸς ἔχει τὴν κοσμική του διάσταση μὲ τὴν κοινὴ περιουσία, τὴν κατοικία, τὰ διακονήματα κ.τ.λ., ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν μοναχῶν. Ἐδῶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ρυθμίζονται μὲ ἄξονα τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ πρῶτος ἄλλωστε σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἡ τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἀλλοτριώνει τὴν φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὶς τοποθετεῖ στὴν ὀντολογική τους βάση καὶ προοπτική.Ἔτσι ἡ ὁριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σὲ ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ εὐρύνεται ἀπεριόριστα: «Μοναχὸς ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος»[15].

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Χριστιανισμὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις προβάλλεται ὡς μαρτυρία τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετοχῆς στὴν ἀληθινὴ ζωὴ[16]. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς συνδέει τὴν ταυτότητά του μὲ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»[17]. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας…ἡ χάρη ἔρχεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ διατηρεῖται»[18]. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ ἢ ἡ θεολογικὴ ἀλλοτρίωσή του ἀποστερεῖ καὶ τὴν κοσμικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν παρουσία κέντρων ἀναφορᾶς, ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ ἰδεώδης μορφὴ ἀναπτύξεως τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ προσφέρει ἄφθονα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ θέλημα καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον, ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ φιλαλήθεια στὶς καθημερινὲς σχέσεις, ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως ἢ καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς κρίσεως τῶν ἄλλων, ἡ θεώρηση τοῦ πλησίον ὡς ἀδελφοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ συνιστοῦν βασικὲς θέσεις τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἐξευγενίζουν καὶ ἐξυψώνουν οὐσιαστικὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη ἀλλήλων, εἶναι συνεργάτες καὶ συνυπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὑπαγορεύει καὶ ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ στήριξή του, ἡ συμμετοχὴ στὸν πόνο καὶ τὴν χαρά του, ἡ ἀποφυγὴ τῆς προσβολῆς ἢ τοῦ σκανδαλισμοῦ του ἀποτελοῦν βασικὲς ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν πιστό. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀτομικὸ ἀλλὰ συλλογικὸ ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις δὲν ἀνήκουν στὸ περιθώριο ἀλλὰ στὸ ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐκφραστικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα ποὺ ἀπευθύνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[19]. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴν προσωπικὴ προσαγωγή του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν στήριξη τοῦ πλησίον νὰ πλησιάσει τὸν κοινὸ Πατέρα. Καὶ ἡ φροντίδα αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἀλλὰ κύριο ἔργο ποὺ ἐκφράζει τὴν ταυτότητά του ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς πιστούς: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[20].

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»[21]. Ἐδῶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐνεργήσει ἀπέναντί του ἔτσι, ὅπως θὰ ἤθελε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἄλλοι ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὁ κανόνας αὐτὸς προσφέρει στὸν καθένα τὸ ἀσφαλέστερο πρακτικὸ μέτρο σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὰ ὅριά της. Αὐτὰ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν δεύτερη μεγάλη ἐντολή, ποὺ καλεῖ τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτό του. Τὸν καλεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ἀπεριόριστα πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Νὰ μὴ ξεχωρίζει τὸν πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ τὸν βλέπει καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὡς ἑαυτό του. Νὰ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ πλησίον ὡς δική του ζωὴ καὶ νὰ γίνεται ἕνα μαζί του[22].

Ἡ θεώρηση αὐτὴ τοῦ πλησίον δὲν κατασκευάζεται σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προκύπτει ὡς ὀντολογικὴ συνέπεια μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτὸς του εἶναι ὁ πλησίον. Χωρὶς αὐτὸν δὲν βρίσκεται οὐσιαστικὰ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα. Δὲν ἐπαληθεύει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται αἰσθητὸ μέσα στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Γι’αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁδήγησε πολλοὺς πιστοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ συνέβαλε στὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει κάθε Χριστιανός. Τὸ μοναστήρι εἶναι μία ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ ὅπως καὶ αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔβλεπαν στὸ μοναχικὸ κοινόβιο τὴν ἰδεώδη χριστιανικὴ κοινωνία. Σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ θέμα μας μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τελειότερο πλαίσιο γιὰ τὴν καλλιέργεια σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Οὐσιαστικὰ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ στὴν ἰδανική της μορφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν πληρέστερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, ποὺ ἔχει ὡς ἔσχατο στόχο τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα προσευχήθηκε ὁ Χριστός: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[23]. Στὸ πλαίσιο μιᾶς τέτοιας ἑνότητας ὁ καθένας ὡς πρόσωπο ἀποτελεῖ κατὰ κάποιον τρόπο τὸ κέντρο τοῦ συνόλου• κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε πράγμα εἶναι γι’αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ καθετὶ ποὺ τοῦ ἀνήκει προσφέρεται σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα[24]. Ἡ Τριαδολογία εἰκονίζεται στὴν ἀνθρωπολογία. Κάθε πτυχὴ τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει καὶ τὸ ἀνθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογικὴ ἀλήθεια προβάλλεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια ζωῆς.

Ἡ σωστὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Καὶ οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις προϋποθέτουν σωστὰ πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ἢ ὁλοκληρωμένες ἀνθρώπινες ὑποστάσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἀγκαλιάζουν μὲ τὴν ἀγάπη τους ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ κένωση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πλησίον ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ πρόσωπο. Ὅσο βαθύτερα «συγχωρεῖ» κάποιος μέσα του τοὺς ἄλλους, ὅσο περισσότερο τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του, τόσο πιὸ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις καλλιεργεῖ, τόσο περισσότερο ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸ ἰδανικὸ πρότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μὲ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης.

Ἀπὸ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ ὅτι τέτοια πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προετοιμαστοῦν χωρὶς τὴν θεανθρώπινη κοινωνία, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία• δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαμορφωθοῦν χωρὶς τὶς ἀνθρωπολογικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ καλλιεργεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γίνεται ἐκφραστής της στὴν καθημερινὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται δύσκολο, καὶ εἶναι πράγματι δύσκολο ἰδιαίτερα μέσα στὴν σύγχρονη ἐγωκεντρικὴ κοινωνία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συνήθως ὡς ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς.

Ἡ θεσμοποίηση ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν αὐτεξούσια συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ καταναγκασμό. Ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὁρισμένα πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλὰ προκαλεῖ ἀναπόφευκτα ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ δημιουργεῖ ἐκρηκτικὲς καταστάσεις. Οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀκαταστασία ἢ τὴν παρενόχληση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατευθύνουν τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καταλλαγὴ στὶς καρδιές τους. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὡς πρόσωπα.


1. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος 2,1,PG 31,908C.

[2]. Βλ. Ματθ. 15,19. Μάρκ. 7,21.

[3]. Ματθ.22,37-39.

[4]. Τὴν ἄμεση σχέση ὀντολογίας καὶ δεοντολογίας ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὰ ἔργα του.

[5]. Α Ἰω.4,7.

[6]. Α΄ Ἰω. 2,3-4.

[7]. Ἑβρ. 1,1.

[8]. Κολ. 1,15.

[9]. Μ. Βασιλείου(;), Ἐπιστολὴ 38,4, PG 32,332D-333A.

[10]. Γιὰ περισσότερα βλ. Ἀρχιμ.Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 129 κ.ἑ.

[11]..Ἰω. 17,20.

[12]. Β΄ Κορ. 5,17.

[13]. Βλ.π.χ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 5, PG 151,64C.

[14]. Πράξ. 4,33.

[15]. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 121, PG 79,1193B.

[16]. Βλ. Α’ Ἰω.3,14.

[17]. Βλ. Ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων (περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλῶ), PG 65,136B.

[18]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 448-450.

[19]. Πληρωτικὰ Θ. Λειτουργίας.

[20]. Α΄ Κορ. 10,24.

[21]. Ματθ. 7,12.

[22]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56.

[23]. .Ἰω. 17, 21.

[24]. Βλ. Archimandrite Sophrony, Parole a la Communaute 72 (2008), σ. 7-8.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...