Γιὰ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῶν Ἀθηνῶν τὸ γεγονὸς ὑπῆρξε βαρυσήμαντο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀνακοίνωση τῆς κοινότητος στὴν ἰστοσελίδα της καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν χειροτονητήριο λόγο τοῦ κ. Σαλάχα (Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία, http://www.cen.gr). Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ὑπῆρξε λυπηρὸ καὶ προκλητικό, καθὼς ἔφερε πάλι στὴν ἐπικαιρότητα τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ἀπεκάλυψε γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὶς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ φανέρωσε πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ προοπτικὴ τῶν λεγομένων Θεολογικῶν Διαλόγων. Οἱ κατωτέρω διαπιστώσεις εἶναι ἀρκούντως πειστικὲς περὶ τούτου:
α) Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων
Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων συνεχίζει νὰ εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνη τὴν ἐκκλησιολογία, στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ Οὐνία τὸν 16ον αἰώνα. Τὸ βεβαιώνουν οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ ἐπισκόπου Δημητρίου Σαλάχα κατὰ τὸν χειροτονητήριο λόγο του.
Λέγει κατ᾿ ἀρχήν: «Ἡ κοινότητά μας ἀποτελεῖ μικρὸ τμῆμα τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀληθινό. Ὅλες οἱ οὐνιτικὲς κοινότητες προέρχονται ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἔγιναν «Καθολικές», ἐπειδὴ ἀποδέχθηκαν τὸ παπικὸ Πρωτεῖον καὶ τὰ παπικὰ δόγματα. Αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς «αἱ κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικαὶ Ἐκκλησίαι», ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἡ κοινωνία τους μὲ τὸν Πάπα τὶς ἔχει καταστήσει «καθολικές», πλήρεις ἐκκλησίες, ἐξασφαλίζοντάς τους τὴν «καθολικότητα», ἐνῷ οἱ ὑπόλοιπες κατ᾿ ἀνατολὰς ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πάπα (οἱ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ οἱ ἀντιχαλκηδόνιες μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἐκκλησίες ποὺ δὲν προσχώρησαν στὴν Οὐνία), δὲν εἶναι «Καθολικὲς» ἢ ὅπως τὶς χαρακτήρισε ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος εἶναι «ἐπὶ μέρους ἢ τοπικὲς Ἐκκλησίες, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν πρώτη θέση κατέχουν οἱ Πατριαρχικὲς Ἐκκλησίες» (Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ, 14).
Συνεχίζεται ὁ χειροτονητήριος λόγος μὲ τὴν διαβεβαίωσι: «ἑνωτικὸ εἶναι τὸ ὅραμά μας καὶ ὄχι ῾οὐνιτικό᾿. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ ἰσχύουσες κανονικὲς δομὲς λειτουργίας τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν θεσπίσθηκαν ῾ἄχρι καιροῦ᾿, δηλαδὴ μέχρις ὅτου οἱ ῾Ἐκκλησίες Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξη ἀποκαταστήσουν τὴν πλήρη κοινωνία τοὺς (Διάταγμα γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, ἀριθ. 30) κατὰ τὸ πρότυπο τᾶς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας». Καὶ ἐμεῖς διερωτώμεθα: τί διαφέρει τὸ ῾ἑνωτικὸ᾿ ἀπὸ τὸ ῾οὐνιτικὸ᾿ ὅραμα; Μήπως τὸ οὐνιτικὸ δὲν ἦταν ἀνέκαθεν ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἑνωτικὸ (ψευδενωτικό), δὲν στόχευε δηλαδὴ στὴν ἐπίτευξι ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅμως τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς παπικῆς αὐθεντίας καὶ τῶν παπικῶν δογμάτων, τὰ ὁποία θεσπίσθηκαν στὶς παπικὲς συνόδους τῆς Λυών, τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, τοῦ Τριδέντου καὶ τῶν λοιπῶν; Μήπως τὸ «ἑνωτικὸ» ὅραμα τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τοῦ παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦ προβλέπει κατάργησι τῶν δογμάτων ποὺ θεσπίσθηκαν ἀπὸ δεκατρεῖς «οἰκουμενικὲς» συνόδους τοῦ παπισμοῦ (Περὶ τοῦ ἀντιθέτου βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἀνησυχία γιὰ τὴν προετοιμαζομένη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007)); Καὶ ἐν τέλει πῶς χωρὶς τὴν ἀπόρριψι ὅλων τῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν (αἱρέσεων) ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος θὰ ἐπιτύχῃ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα χωρὶς νὰ εἶναι «οὐνιτικό», δεδομένου ὅτι μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἐπιτύχει τὴν κατάργησι κανενὸς ἀπὸ αὐτά;
Κατόπιν ὁ ἐπίσκοπος Σαλάχας διαβεβαιώνει τοὺς Ὀρθοδόξους: «ἡ Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία [σσ. ἐννοεῖ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῆς Ἀχαρνῶν, τῆς ὁποίας προΐσταται] ἀπορρίπτει καὶ θὰ ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ κάθε ἐνέργεια προσηλυτισμοῦ» καὶ προσθέτει: «ἀλλὰ τοὺς παρακαλῶ [τοὺς Ὀρθοδόξους] νὰ μὴ μᾶς ἀρνηθοῦν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουμε». Ἀναμφίβολα ἀπορρίπτει ρητῶς τὶς εἰδεχθεῖς μεθόδους τοῦ παρελθόντος, καὶ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι εἰλικρινὴς ὅταν ἀπαιτῇ νὰ ὑπάρχουν ὡς κοινότης ποὺ θέλει νὰ αὐτοπροσδιορίζεται. Ἐν τούτοις πρέπει νὰ γίνῃ σαφὲς ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, παρ᾿ ὅτι δὲν ἔχουμε ἀντίρρησι γιὰ τὸ δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου καὶ κάθε κοινότητος νὰ αὐτοπροσδιορίζωνται, τονίζουμε ὅτι ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ ἁπτὴ ἀπόδειξις ὅτι ὑφίσταται ἡ Οὐνία καὶ ἑπομένως κάθε ἐνέργεια τοῦ Βατικανοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ὕπαρξί τους ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωσι τῆς Οὐνίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν γίνεται ἀθέμιτος προσηλυτισμὸς ἢ ὄχι. Ἡ Οὐνία εἶναι πρωτίστως ἐκκλησιολογικὸ πρόβλημα. Ὡς τέτοιο κυρίως μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἑπομένως, ἐφ᾿ ὅσον τὸ Βατικανὸ ἐπιβεβαιώνει τὴν Οὐνία ἐξασφαλίζοντας στὶς οὐνιτικὲς ἐκκλησίες τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν ὑπὸ τὸ παρὸν ἐκκλησιολογικὸ τοὺς καθεστώς, ὁ θεολογικὸς Διάλογος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ὡς προοπτικὴ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν «κατὰ τὸ πρότυπο τᾶς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας» ἀλλὰ τῆς Οὐνίας!
β) Τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει τὴν Οὐνία
Παρ᾿ ὅτι ὑποκριτικὰ «καταδικάζει» τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν (κείμενο τοῦ Balamand §1), τὴν ἐπιβεβαιώνει ἀναγνωρίζοντας τὴν ὕπαρξι τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων (§31), καὶ ἐνισχύοντας ποικιλοτρόπως τὴν παρουσία καὶ δραστηριοποίησί τους μέσα στὰ κανονικὰ ὅρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Διερωτώμεθα: Μέχρι πότε οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαιωνίζουμε τὸν Θεολογικὸ Διάλογο ἀνεχόμενοι αὐτὴ τὴν τραγελαφικὴ κατάστασι; Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ (ἐκτὸς ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ἀντίθετα μὲ τὸ Βατικανὸ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Οὐνία) εἶναι ἀνακόλουθοι καταδικάζοντες τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τοῦ παρελθόντος καὶ ἀναγνωρίζοντες τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες. Πῶς ἐννοεῖται καταδίκη τῆς Οὐνίας καὶ ταυτόχρονος ἐνίσχυσις τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων ποὺ κάνουν πραγματικότητα τὴν Οὐνία στὴν σκηνὴ τῆς Ἱστορίας;
Οἱ παλαιὲς ἀποτρόπαιες ἐνέργειες τῆς παπικῆς Οὐνίας εἶναι γνωστές. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀδυναμία τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν φρικτὴ Φραγκοκρατία, οἱ παπικοὶ ἔθεσαν τὸ πρῶτο θεμέλιο τῆς Οὐνίας μὲ τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὶς ἀποφάσεις τῆς παπικῆς Συνόδου τῆς Λυὼν (1274) ἐπὶ Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου. Τὸ δεύτερο καὶ καθοριστικὸ θεμέλιο τῆς Οὐνίας τέθηκε μὲ τὴν γνωστὴ τυραννικὴ ἀπαίτησι τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ´ γιὰ πλήρη ὑποταγὴ τῶν ἐμπεριστάτων Ἀνατολικῶν στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439). Μὲ τὴν παροιμιώδη γιὰ τὴν δολιότητά της δράσι τους οἱ Ἰησουῖται ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) καὶ ἐντεῦθεν κατέστησαν τὴν Οὐνία τὸν μεγάλο πειρασμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐστοίχισε τὴν ζωὴ τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως καὶ τὴν ἐκθρόνισι πολλῶν πατριαρχῶν, ὠδήγησε στὴν ἀποσκίρτησι ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μεγάλων κοινοτήτων στὴν Οὐκρανία, τὴν Τρανσυλβανία, τὴν Δαλματία, τὴν Ἀντιόχεια, καὶ προεκάλεσε τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων σε αὐτὲς καὶ ἄλλες τουρκοκρατούμενες περιοχὲς [Ἡ οὐνία χθὲς καὶ σήμερα (συλλογικὸς τόμος π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Δ. Γόνη, δ. Ἠ. Φρατσέα, δ. Εὐγ. Μοράρου, καὶ Ἐπισκόπου Βανάτου Ἀθανασίου Γιέβτιτς), ἔκδ. Ἁρμός, 1992. Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Giorgiou, Ἱστορικὴ θεώρηση τῶν αἰτίων καὶ τῶν συνεπειῶν τῆς Ἕνωσης τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Τρανσυλβανία μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία (Ἡ Οὐνία στὴν Τρανσυλβανία ἀπὸ τὸν 18ο μέχρι τὸν 21ο μ.Χ. αἰ.), ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2006. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, στὸν συλλογικὸ τόμο Εἰκοσιπενταετηρικὸν (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999. Τιμοθέου Ἰ. Τιμοθεάδη, Ἡ Οὐνία Γιαννιτσῶν καὶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ χθὲς καὶ σήμερα, Γιαννιτσὰ 1992]. Τὴν ἴδια περίοδο ἡ παποκινούμενη οὐνιτικὴ προπαγάνδα κλιμακώνεται μὲ τὴν δράσι τῆς Propaganda Fidei καὶ μὲ τὰ σχολεῖα (κορυφαῖα θέσι μεταξύ τους κατεῖχε τὸ Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴν Ρώμη) [Ζαχαρία Ν. Τσιρπανλῆ, Οἱ Μακεδόνες σπουδαστὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Ρώμης καὶ ἡ δράση τους στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία, ἔκδ. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσ/νίκη 1971], καθοδηγούμενα ἀπὸ παπικοὺς ἱεραποστόλους μὲ σκοπὸ ὄχι μόνο τὸν ἐξουνιτισμὸ μεμονωμένων προσώπων ἀλλὰ κυρίως τὴν ἀλλοίωσι τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων με τὴν φιλολατινικὴ δραστηριότητα πολλῶν ἐκ τῶν ἀποφοίτων τους.
Ἀλλὰ καὶ στοὺς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνους τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει ἀνεπιφύλακτα καὶ ἐνισχύει ποικιλοτρόπως τὴν Οὐνία. Ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν οὐνίται θεολόγοι συμμετέχουν στὴν Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπή, παρὰ τὴν ἔντονη καὶ σθεναρὰ ἀπαίτησι τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Διασκέψεως γιὰ μὴ συμμετοχὴ τοὺς (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σέλ. 38). Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ συμβάλλει καθοριστικὰ στὴν ἀναβίωσι τῆς Οὐνίας στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Μὲ τὴν συμφωνία τοῦ Balamand (1993), ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαροτάτων θεολογικῶν ἀτοπημάτων, ἀναγνωρίζεται καὶ δικαιώνεται ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ὑπογραφὴ ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ μὲ ἐμπιστευτική του ἐπιστολὴ στὸν ρωμαιοκαθολικὸ συμπρόεδρο τοῦ Διαλόγου Καρδινάλιο Edward Cassidy ἀνατρέπει τὴν γραμμὴ (τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Βαλτιμόρη (2000) καὶ ὁδηγεῖ χάριν τῶν Οὐνιτῶν τὸν Διάλογο σὲ ναυάγιο. Ἔγραφε σὲ αὐτήν: «Πρέπει (στὴν διάσκεψιν τῆς Βαλτιμόρης), νὰ δηλωθῇ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι οἱ Ἀνατολικὲς Καθολικὲς (=οὐνιτικὲς) Ἐκκλησίες μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης χαίρουν τῆς αὐτῆς ἐκτιμήσεως ὡς καὶ πάσα ἄλλη Ἐκκλησία, ποὺ τελεῖ εἰς κοινωνίαν πρὸς τὴν Ρώμην» (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper τὶς ἐπαφὲς μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τ. 4/Ἀπρίλιος 2008, σελ. 287), καὶ ἐπέφερε τὴν δικαία ἀγανάκτησι καὶ παραίτησι ἀπὸ τὴν συμπροεδρία τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ. Ὁ νῦν Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ´ στοιχῶν στὴν ἴδια τακτικὴ εὐλογεῖ καὶ συγχαίρει τὴν οὐνιτικὴ ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία (Ἐφημ. Καθολική, φ. 3046/18-4-2006), φέρει στὴν συνοδεία του οὐνίτη ἐπίσκοπο ἐπισκεπτόμενος τὸ Φανάρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006, δηλώνει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὅτι «κατ᾿ αὐτὸν ὁ καλύτερος τρόπος διὰ τὴν ἑνότητα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι αὐτὸς τῆς Οὐνίας» (Ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/12/2006) καὶ τώρα ἀποστέλλει νέον ἀποστολικὸ ἔξαρχο στὴν Ἀθήνα!
γ) Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας
Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἄκρως προβληματική. Γιὰ νὰ μὴ διακοπῇ δῆθεν ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ἔγιναν καὶ γίνονται ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων προκαθημένων καὶ θεολόγων ἀπαράδεκτες ὑποχωρήσεις. Ἡ θαρραλέα καὶ ὀρθοδοξοτάτη θεολογικὴ γλώσσα τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Κων/πόλεως, μὲ τὴν ὁποία ἐστηλίτευαν τὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἐσίγησε χάριν τοῦ ἀθεολογήτου «διαλόγου τῆς ἀγάπης» τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (κλασικὸ κείμενο πλέον ἀποτελεῖ ἡ αὐστηρὴ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας [Ἐφημ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (Κων/πόλεως), 31ης Μαρτίου 1907] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´). Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις καὶ οἱ ἐγκύκλιοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τῆς Οὐνίας (Ἀ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τόμ. 2ος, Βρυξέλλες 1963, σ. 314, 389, 395-396. Καὶ Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. II, Graz-Austria 1968, σελ. 821-859 [901-939] καὶ 860-870 [940-950]) πέρασαν στὴν λήθη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ὡς πολεμικὴ τακτική, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν προσιδιάζει στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς «καταλλαγῆς»!
Διερωτᾶται ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις: Σὲ ποιὰ θεολογικὴ βάσι στηρίζεται ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας; Τί ἄλλαξε στὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, ὥστε οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοί της νὰ γίνωνται φιλοφρόνως δεκτοὶ καὶ ἀποδεκτοί; Πότε οἱ Οὐνίται ἔδειξαν ὅτι διορθώνονται ἐκκλησιολογικῶς, εἴτε γινόμενοι πλήρως ρωμαιοκαθολικοὶ εἴτε ἐπιστρέφοντες στοὺς κόλπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας; Ὑπὸ ποίαν ἔννοια τὸ δικαίωμά τους νὰ ὑπάρχουν ὡς ξεχωριστὲς κοινότητες τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι νὰ ἀποκατασταθοῦν ἐκκλησιολογικῶς; Μήπως καταργήσαμε τὰ ἐκκλησιολογικά μας κριτήρια;
Ἀναμφίβολα ἡ μόνη δυνατὴ ἑρμηνεία τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀνοχῆς ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἡ διολίσθησις σὲ μία ἐκκλησιολογία ἄγνωστη μέχρι σήμερα, ἀνατρέπουσα τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συντασσομένη στὴν ἐκκοσμικευμένη νοοτροπία τῶν ἡμερῶν μας.
δ) Τὸ Βατικανὸ παραπλανᾷ τοὺς Ὀρθοδόξους
Τὸ Βατικανὸ ἀναδεικνύει τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μέσον παραπλανήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ τοῦ φρονήματος. Ἐνῷ ἡ Οὐνία ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ καὶ οἱ Οὐνίται χαίρουν τῆς ἀποδοχῆς Ὀρθοδόξων προκαθημένων, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος συνεχίζεται, ἀναβαλλομένης γιὰ τὸ μέλλον τῆς συζητήσεως ἐπὶ τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος τῆς Οὐνίας (Συνέλευσις Βελιγραδίου, 2006). Οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀμβλύνονται καὶ μετακινεῖται τὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία στὴν κοινωνιολογία. Ἡ κρυστάλλινη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία ὁσημέραι ὑποχωρεῖ καὶ παραχωρεῖ τὴν θέσι της στὴν θολὴ καὶ γέμουσα συγκρητισμοῦ ἐκκλησιολογία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Οἱ οἰκουμενισταὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποστηρίξουν καινοφανεῖς ἀπόψεις γιὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔχουν ἀπὸ αἰώνων ἀπαντηθῆ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας κατὰ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο. Ἐπίκαιρα χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιων ἀπόψεων εἶναι μεταξὺ ἄλλων: ἡ μετονομασία τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque σὲ «διαφορετικὴ θεολογικὴ προσέγγισι ποὺ δὲν θίγει τὴν οὐσία τοῦ δόγματος», ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν δογματικῶν, ἠθικῶν καὶ λειτουργικῶν παραμορφώσεων τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς «νόμιμης ποικιλομορφίας», ἡ προβολὴ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐξουσίας ὡς Πρωτείου δῆθεν διακονίας.
Πέραν τούτου ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς βομβαρδίζεται ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως μὲ μηνύματα «καταλλαγῆς» καὶ μὲ εἰκόνες «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀμβλύνεται τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ ποὺ μέχρι τώρα λειτουργοῦσε ὡς ἰσχυρὸ ἀνάχωμα στὶς κοσμοκρατορικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ παπισμοῦ. Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου γίνονται ἀνεπίτρεπτες καὶ κατὰ παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπροσευχὲς καὶ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, μέχρι τοῦ ἀπαραδέκτου λειτουργικοῦ ἀσπασμοῦ ἐν μέσῃ Ὀρθοδόξῳ Λειτουργία καὶ τῆς «εὐλογίας» τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου ὑπὸ τοῦ Πάπα.
Ἐπιστέγασμα καὶ κορύφωσι τῶν κανονικῶν παραβάσεων ἀπετέλεσε ἡ κατὰ τὸν παρελθόντα μήνα Μάϊον, Κυριακὴν τῆς Σαμαρείτιδος, ἀναπάντεχος μυστηριακὴ διακοινωνία (intercommunion) τοῦ ρουμάνου ἐπισκόπου Βανάτου κ. Νικολάου μετὰ τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ Οὐνιτῶν, γεγονὸς ποὺ προεκάλεσε τὴν ἔντονη διαμαρτυρία τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ καὶ Ἁγίω Ὄρει ῥουμάνων μοναχῶν πρὸς τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥουμανίας καὶ τὴν σοβαρότατη ἀνησυχία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ τὸν στόχο, στὸν ὁποῖο ἀπέβλεπε ἡ σκανδαλώδης αὐτὴ πράξις.
Ἐν τέλει μὲ κείμενα ὅπως τῆς Ῥαβέννας (2007), γεμάτα με σκόπιμες ἀσάφειες καὶ θεολογικὲς σοφιστεῖες, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικῶν κινεῖται ἤδη πρὸς μία οὐνιτικοῦ τύπου ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συνέντευξις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper, προέδρου τοῦ παπικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησι τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποία σχολιάζει τὸ γαλλόφωνο περιοδικὸ S.O.P.: «Στὴν Δύσι γνωρίσαμε τὴν ἀνάπτυξι ποὺ κατέληξε στὴν Β´ Βατικάνειο σύνοδο μὲ τὸν καθορισμὸ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, μία ἀνάπτυξι τὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δέχθηκαν ποτέ. Χρειάζεται συζήτησις πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς ἐξελίξεις (ποὺ ἐπῆλθαν) πάνω στὰ θεμέλια της πρώτης χιλιετίας. Θὰ πρέπει ἀκόμη νὰ σκεφθοῦμε, εἶπε (ὁ Kasper), γιὰ τὸ πῶς θὰ λειτουργήσῃ τὸ πρωτεῖον τοῦ Ρώμης, ἐνῷ πρέπει νὰ γίνη σαφὲς ὅτι ὑπάρχουν ἤδη ῾δυὸ Κώδικες τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου᾿ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας: ἕνας γιὰ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἄλλος γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη. Συμφώνως πρὸς τοὺς κώδικες αὐτούς, τὸ πρωτεῖο ἀσκεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὸν (ποὺ ἰσχύει) γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Δὲν θέλουμε νὰ ἐπιβάλουμε στοὺς Ὀρθοδόξους τὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας, πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας νέος τύπος πρωτείου γιὰ τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πρόσθεσε».
Εἶναι βεβαίως ἀξιομνημόνευτη καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ ἐπὶ τῶν δηλώσεων αὐτῶν, ὅπως τὴν δημοσιεύει στὸ σχόλιό του τὸ ἴδιο περιοδικὸ S.O.P.: «῾Σὲ ποιὸ νέο τύπο, ἀναφέρεται;᾿, διερωτήθηκε ὁ ρῶσος θεολόγος, καὶ ὑπενόησε ὅτι θὰ μποροῦσε βεβαίως νὰ ἀναφέρεται σὲ ῾αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρχει στὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη᾿, δηλαδὴ στὴν Οὐνία. «Μὲ ἄλλα λόγια, μία ἀκόμη φορὰ μᾶς προτείνεται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεχθοῦμε μία οὐνιτικὴ θέασι τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης», θεωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. «Ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ ῾βήμα προόδου᾿, πολὺ φοβοῦμαι ὅτι μία παρόμοια πρόοδος δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ἐμπνεύση τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὴν Οὐνία ὡς ἀντίφασι τῆς ἑρμηνείας τους γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ ὡς προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας». «Τὸ 1993, στὸ Balamand, Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι εἶχαν καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Οὐνία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελῇ τύπο ἑνότητος καὶ τώρα, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα, ὁ πρόεδρος τοῦ Ποντιφικικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μᾶς προκαλεῖ νὰ δεχθοῦμε τὴν οὐνιτικὴ ἑρμηνεία τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου», πρόσθεσε, καὶ συνεπέρανε: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία νέα Οὐνία. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία στρατηγικὴ συνεργασία ποὺ θὰ ἀποκλείῃ κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ. Ἔχουμε ἀκόμη ἀνάγκη νὰ συνεχίσουμε τὸν θεολογικὸ διάλογο, ὄχι γιὰ νὰ μεταμορφώσουμε τοὺς Ὀρθοδόξους σε οὐνίτες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ ἐκκλησιολογικὰ σημεῖα ἀσυμφωνίας μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων᾿» [Περιοδικὸ S.O.P., τεῦχ. 327 (Ἀπρίλιος 2008), σελ. 7-9. βλ. καὶ τὶς παρόμοιες δηλώσεις τοῦ Walter Kasper στὸ ἄρθρο τοῦ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 281-289, διότι δείχνουν τὴν σταθερὴ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ].
Εἶναι παρήγορο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις ἀντιδρᾶ σὲ κίβδηλες ἑρμηνεῖες τοῦ Πρωτείου, τὸ ὁποῖο ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ ἀσκεῖται ὑπὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως ἐδήλωσε τὸ 1973 μὲ κάθε σαφήνεια καὶ ἐπισημότητα ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Δημήτριος καὶ σχολιάζει ἐπιτυχῶς ὁ καθηγητὴς Εὐάγγελος Θεοδώρου (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 287-288).
Ἡ χειροτονία τοῦ νέου οὐνίτου ἐπισκόπου στὴν Ἀθήνα ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον ἰσχυρὸ κόλαφο τοῦ Βατικανοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγκεκριμένα ἐδῶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη συλλογικὴ ἀντίδρασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (μνημονεύουμε ἰδιαιτέρως τὸ Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν) [Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία: ἡ καταδίκη της, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσ/νίκη 1993. Κων/νου Κωτσιοπούλου, Ἡ Οὐνία στὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος 1993. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχουν καταγραφῆ ὡς κλασικὰ πλέον κείμενα ἡ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ οἱ τρεῖς ἐπιστολὲς πρὸς τὸν οὐνίτη ἐπίσκοπο Θεοδωρουπόλεως Γεώργιο Χαλαβατζῆ, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (βλ. Φύσις καὶ χαρακτὴρ τῆς Οὐνίας, ἔκδ. Φοίνικος (ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Ἀναπλάσεως), Ἀθήνησι 1928))] γιὰ τὶς δραστηριότητες τῶν οὐνιτῶν, συνάντησε τὴν τυπικὴ ἀπαξιωτικὴ ἀπάντησι τοῦ Βατικανοῦ: τὴν ἀνεπιφύλακτη ὑποστήριξι τῆς Οὐνίας. Τίθεται ἑπομένως ὀξύτερα τὸ ἐρώτημα: Τί νόημα ἔχει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ὅταν ἡ Οὐνία ἐπικροτεῖται, ἐπευλογεῖται καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανό;
Οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες, οἱ ὁποῖοι διαθέτουν εὐαίσθητο δογματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κριτήριο, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐμπαίζεται καὶ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα κινδυνεύει, ὅταν οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι γίνωνται κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις. Ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς ἐπίσης ἀνησυχεῖ, ὅταν διαπιστώνη ὅτι μετὰ ἀπὸ ἐκατονταετία ἐπαφῶν καὶ τριακονταετία σχεδὸν ἐπισήμων Διαλόγων ἡ προοπτικὴ δὲν εἶναι νὰ ἐπανεύρουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν κοινωνία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοὺς προσφέρωνται διαβεβαιώσεις ὀρθοδοξίας.
Εἶναι κατανοητὸ ὅτι δὲν πρόκειται ὁ εὐσεβὴς λαὸς νὰ συμφωνήσῃ μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτή. Ὑπομένει ἄχρι καιροῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνουν πρόωρα σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ δεχθῇ συνοδικὴ ἐπιβεβαίωσι τῶν ἀντικανονικῶς γινομένων. Πολλῶ μᾶλλον δὲν προτίθεται νὰ ἀνεχθῇ ὑποχωρήσεις σὲ δογματικὰ ζητήματα καὶ συνοδικὴ ἐπισφράγισί τους. Κριτήριο ἀπαρασάλευτο Ὀρθοδοξίας διακρατεῖ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁσάκις βλέπει νὰ προσβάλλωνται οἱ δυὸ αὐτοὶ στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας του, στενοχωρεῖται, ὀδυνᾶται καὶ ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία Του, νὰ ἀναδείξῃ τοὺς ἐπισκόπους του φύλακας τῶν θείων δογμάτων καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ἀπεύχεται νὰ φθάσῃ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ χρειασθῇ νὰ τεθοῦν ἐκτὸς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας οἱ ἀθετοῦντες τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Διότι, κατὰ τὴν ἀπόφανσιν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει τὴν συνείδησιν ὅτι «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν πότε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 920 [1000]).
του π. Γεωργίου Καψάνη,
Ἅγιον Ὅρος, 16/29 Ἰουνίου 2008, Κυριακὴ Β´ Ματθαίου
Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίω Ὄρει διαλαμψάντων Πατέρων ἡμῶν, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων, Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν.
Περιοδικό «Παρακαταθήκη», τεύχος 60, Μάιος – Ιούνιος 2008
***
Η ιστοσελίδα www.zoiforos.grέχει τη μεγάλη τιμή και χαρά, με τις ευλογίες του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους και όλων των πατέρων της Ιεράς Μονής, να παρουσιάσει στο διαδίκτυο κατ΄ αποκλειστικότητα, όλο το εκδοτικό έργο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους που αφορά το θεολογικό διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Αντιχαλκηδονίους.
***
Διαβάστε παρακάτω σε μορφή .pdf το κείμενο:
«Ουνία: Η μέθοδος του παποκεντρικού οικουμενισμού»
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Άγιον Όρος 2008