Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 05, 2013

Η ερμηνεία της εικόνας της Ανάστασης Χρήστου Γ. Γκότση


 


Η εικόνα της Αναστάσεως στην ορθόδοξη Εκκλησία έχει δύο τύπους:

Ο ένας είναι η κάθοδος του Χριστού στον Άδη, ο δεύτερος εικονογραφικός τύπος είναι εκείνος που εικονίζει άλλοτε τον Πέτρο και τον Ιωάννη στο κενό Μνημείο και άλλοτε τον άγγελο που «επί τον λίθο καθήμενος» εμφανίστηκε στις Μυροφόρες.

Αργότερα η εικόνα της Αναστάσεως του τύπου αυτού πλουτίστηκε με τις σκηνές της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία Μαγδαληνή (το «Μη μου άπτου») και στις δύο Μαρίες (το «Χαίρε των Μυροφόρων»).


Ο Λεωνίδας Ουσπένσκη γράφει σχετικά:

«Οι δύο αυτές συνθέσεις χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως εικόνες της Αναστάσεως. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη αγιογραφία η πραγματική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού ουδέποτε απεικονίστηκε. Τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και η Παράδοση της Εκκλησίας, σιγούν για τη στιγμή αυτή και δε λένε πως ο Χριστός αναστήθηκε, πράγμα που δεν κάνουν για την Έγερση του Λαζάρου. Ούτε η εικόνα δείχνει αυτό.

»Η σιγή αυτή εκφράζει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο γεγονότων. Η Έγερση του Λαζάρου ήταν ένα θαύμα, το οποίο μπορούσαν όλοι να κατανοήσουν, ενώ η Ανάσταση του Χριστού ήταν απρόσιτη σε οποιαδήποτε αντίληψη... Ο ανεξιχνίαστος χαρακτήρας του γεγονότος αυτού για τον ανθρώπινο νου και συνεπώς το αδύνατο της απεικόνισής του είναι ο λόγος που απουσιάζουν εικόνες αυτής ταύτης της Αναστάσεως. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού».

Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα αναστάσιμα τροπάρια της Εκκλησίας μας, που υπογραμμίζουν το ανεξιχνίαστο μυστήριο της Αναστάσεως και το παραλληλίζουν με τη Γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο και την εμφάνισή του στους μαθητές μετά την Ανάσταση («Προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου». «Ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου»).

Εκτός από τους παραπάνω δύο τύπους της Αναστάσεως, συναντάμε στους ναούς μας κι άλλο τύπο: αυτόν που δείχνει το Χριστό γυμνό, μ’ ένα μανδύα ριγμένο, πάνω του να βγαίνει από τον Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Η εικόνα αυτή δεν είναι ορθόδοξη, αλλά δυτικήΕπικράτησε στην Ανατολή, όταν η ορθόδοξη αγιογραφία αποκόπηκε από τις ρίζες της, τη βυζαντινή παράδοση, λόγω της επικράτησης της ζωγραφικής της Αναγέννησης. Υποστηρίχθηκε πως «η μεγάλη προτίμηση για την δυτικότροπη απόδοση της Αναστάσεως οφείλεται, μεταξύ των άλλων, και στην επίδραση των προσκυνητών των Αγίων Τόπων, γιατί πάνω από την είσοδο του Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εικόνα της Αναστάσεως, που, αντιγραφόμενη στα διάφορα ενθύμια των προσκυνητών, έγινε υπόδειγμα για πολλούς ζωγράφους. Ώστε μπορούμε να πούμε πως, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, διαδόθηκε τόσο από τη δυτική τέχνη, όσο και απ’ τους Αγίους Τόπους» (Εικόνες της κρητικής τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε την εικόνα της Αναστάσεως, που λέγεται και «Η εις Άδου Κάθοδος, γιατί είναι η γνήσια εικών της Αναστάσεως, ην παρέδωσαν ημίν οι παλαιοί αγιογράφοι, σύμφωνος με την υμνωδίαν της Εκκλησίας μας. Εκφράζει δε δια της ζωγραφικής όσα ιερά και συμβολικά νοήματα εκφράζει ιδία το πασίγνωστον και υπό πάντων ψαλλόμενον, από παίδων έως γερόντων, τροπάριον, «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).


Περιγραφή της εικόνας

Στη βάση της εικόνας ανάμεσα σε απότομους βράχους, ανοίγεται μια σκοτεινή άβυσσος. Διακρίνουμε τις μαρμάρινες σαρκοφάγους, τις πύλες της κολάσεως με τις σκόρπιες κλειδαριές, καρφιά και κλείθρα, καθώς και τις μορφές του σατανά και του Άδη με τα φοβισμένα πρόσωπα και τα γυάλινα μάτια. Είναι τα «κατώτατα της γης», «τα ταμεία του Άδου», όπουκατέβηκε ο Κύριος για να κηρύξει τη σωτηρία «τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι».

Πάνω από το σπήλαιο, στο κέντρο της εικόνας, προβάλλει ο νικητής του θανάτου, ο Χριστός. Ο φωτοστέφανος της κεφαλής του, τα χρυσοκόκκινα ιμάτιά του που ακτινοβολούν, και η θριαμβευτική όψη του προσώπου του εναρμονίζονται πλήρως με το δίστιχο της πασχαλινής ακολουθίας:

Χριστός κατελθών προς πάλην άδου μόνος,
Λαβών ανήλθε πολλά της νίκης σκύλα (=λάφυρα).


Ο Χριστός επιστρέφει τροπαιούχος από τη μάχη του με τον άδη κρατώντας τα πρώτα λάφυρα της νίκης. Είναι ο Αδάμ που τον κρατάει από το χέρι, ενώ εκείνος γονατιστός τον κοιτάζει ευχαριστιακά. Πίσω του η Εύα με κατακόκκινο μαφόριο και κοντά της οι δίκαιοι, που περίμεναν με πίστη την έλευση του Λυτρωτή. Ανάμεσά τους ο Άβελ που πρώτος γεύτηκε τον θάνατο. Στην αριστερή πλευρά εικονίζονται οι βασιλείς και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσής, Πρόδρομος κ.ά. Όλοι αυτοί αναγνώρισαν το Λυτρωτή όταν κατέβηκε στον άδη και προετοίμασαν το κήρυγμά του, ώστε να βρει ανταπόκριση στις ψυχές των κεκοιμημένων.


Σε μερικές εικόνες η παράσταση του τροπαιούχου Κυρίου είναι πιο εκφραστική, γιατί σ’ αυτές ο Κύριος κρατάει στο χέρι του το ζωηφόρο Σταυρό, της ευσεβείας το «αήττητον τρόπαιον», με τον οποίο καταργήθηκε η δύναμη και το κράτος του θανάτου.

Αλλού έχουμε στο επάνω μέρος της εικόνας δύο αγγέλους που κρατούν στα χέρια τους τα σύμβολα του Πάθους και στο σπήλαιο το θάνατο να παριστάνεται με γέροντα αλυσοδεμένο. Είναι δεμένος από τους αγγέλους με τα ίδια δεσμά, με τα οποία είχε δέσμιο και υποχείριο το γένος των ανθρώπων.

Την παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι με επίπεδους εξώστες και οι επιγραφές:

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΙΣ ΧΣ

Ωραία παρατηρήθηκε, πως «η σύνθεση της εικόνας είναι βαθιά μελετημένη, ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειές της. Όλα, από το σχήμα των βράχων στο δεύτερο επίπεδο ως και τις αναλογίες των χρωμάτων, περιέχουν ένα βαθύτερο νόημα και υπακούουν σ’ ένα γενικό σχέδιο. Η εικαστική απεικόνιση του απόκρυφου κειμένου αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν χάνεται η σχέση με τα συγκεκριμένα επεισόδια του κειμένου» (Εικόνες της κρητικής τέχνης..., σ. 327).
 

Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων»
Χρήστου Γ. Γκότση (Εκδ. Αποστολική Διακονία)

Αναδημοσίευση από:

Παρασκευή, Απριλίου 26, 2013

Περιγραφή της εικόνας 'Η Έγερσις του Λαζάρου' (Γκότσης Χρήστος)



Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό
αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ
Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του,
ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ
μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς
βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό
Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ
ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμα τοῦ ὁ
Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος
σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου.
Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη
λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις
τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς
βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν
Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς
κρητικῆς τέχνης... σ. 364).
Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο.
Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν
κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα.
Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει
αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ
θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα,
ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά
Εὐαγγέλια».
Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά
παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες
μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς,
ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά
βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ
πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς
ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

(ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ – Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ
 ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ)
Πηγή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2013

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας





Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.


Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012

τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου






Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ξεχωρίζουν μεταξύ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν διά τόν πλούσιον συμβολισμόν των, ὅπως τόν βλέπομεν ἄλλωστε εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς καί τήν εἰκονογραφίαν. Ἡ Ἱερά Παράδοσις συνεπλήρωσε τά κενά τῶν Εὐαγγελίων γύρω ἀπό τήν ζωήν τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ἐγνώρισε διδακτικούς σταθμούς τῆς ζωῆς της, πού ἐμπνέουν καί τρέφουν τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν πρός τό πρόσωπόν της.

«Ὅπως ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ», παρατηρεῖ ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, «ἔτσι καί ἡ ἑορτή τῆς Εἰσόδου της εἰς τόν Ναόν ἐδημιουργήθη ὑπό τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τά ἀπόκρυφα (Εὐαγγέλια) διά νά δώσῃ ἔμφασιν –αὐτήν τήν φοράν ἐν τῷ προσώπῳ τῆς διαλεγμένης Παρθένου, πού ἀφιέρωσε τόν ἑαυτόν της εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ -εἰς «τήν ἐκπλήρωσιν τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου». Τό μυστήριον τῆς Θεομητορικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά συγκριθῇ μέ τήν Κοίμησιν, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς αὐτό τοῦτο τό θησαυροφυλάκιον τῆς Παραδόσεως· ἡ Ἐκκλησία διακόπτει τήν σιγήν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μᾶς δείχνει τούς ἀκαταλήπτους δρόμους τῆς θείας Προνοίας, οἱ ὁποῖοι προπαρασκευάζουν τό δοχεῖον τοῦ Λόγου, «τήν πρό αἰώνων προορισθεῖσαν μητέρα», «τήν ἐκ τῶν Προφητῶν προκηρυχθεῖσαν» πού εἰσάγεται τώρα εἰς τά Ἅγιᾳ τῶν Ἁγίων, ὡς « τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».

Περιγραφήν τῆς εἰσόδου τῆς Θεομήτορος εἰς τόν Ναόν εὑρίσκομεν εἰς τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα, ἐπί πολλά χρόνια ἄτεκνοι, ὅπως εἴδομεν, ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπό νηστείαν καί προσευχήν τέκνον, τήν Μαρίαν, τήν ὁποίαν εἰς ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἀφιερώνουν εἰς τόν Ναόν συμφώνως πρός τήν ὑπόσχεσίν των:

«Καί ἐγένετο τριετής ἡ παῖς, καί εἶπεν Ἰωακείμ· Καλέσατε τάς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τάς ἀμιάντους καί λαβέτωσαν ἀνά λαμπάδα, καί ἔστωσαν καιόμεναι, ἵνα μή στραφῇ ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω καί αἰχμαλωτισθῇ ἡ καρδία αὐτῆς ἐκ ναοῦ Κυρίου. Καί ἐποίησαν οὕτως ἕως ἀνέβησαν ἐν τῷ ναῷ Κυρίου. Καί ἐδέξατο αὐτήν ὁ ἱερεύς, καί φιλήσας εὐλόγησεν αὐτήν καί εἶπεν· Ἐμεγάλυνεν Κύριος τό ὄνομά σου ἐν πάσαις ταῖς γενεαῖς· ἐπί σοί ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν φανερώσει Κύριος τό λύτρον (=λύτρωσιν) αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Καί ἐκάθισεν αὐτήν ἐπί τρίτου βαθμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου, καί ἐπέβαλεν Κύριος ὁ Θεός χάριν ἐπ᾽ αὐτήν, καί κατεχόρευσεν τοῖς ποσίν αὐτοῖς, καί ἠγάπησεν αὐτήν πᾶς οἶκος Ἰσραήλ. Καί κατέβησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς θαυμάζοντες καί αἰνοῦντες τόν δεσπότην Θεόν, ὅτι οὐκ ἐπεστράφη ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω. Ἦν δέ Μαρία ἐν τῷ ναῷ Κυρίου ὡς περιστερά νεμομένη, καί ἐλάμβανεν τροφήν ἐκ χειρός ἀγγέλου».

Εἰς τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ Πρωτευαγγελίου στηρίζεται καί ἡ ἱερά ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς. Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι προχωροῦν πέραν τοῦ Θεομητορικοῦ αὐτοῦ ἐπεισοδίου διά νά συλλάβουν τήν μυστικήν σημασίαν του καί τήν σχέσιν του πρός τό θεῖον σχέδιον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Παναγία δέν εἰσέρχεται εἰς τόν Ναόν μόνον διά νά προσφέρῃ μέ τούς γονεῖς της τό δῶρον της καί νά ὑψώσῃ τήν εὐχαριστήριον προσευχήν της. Εἰσέρχεται διά νά γίνῃ ἡ ἰδία «καί ἀνάθημα καί εὐῶδες θυμίαμα». Κατοικεῖ εἰς τά ἄδυτα τοῦ Ναοῦ διά νά γίνῃ «τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνόν καί ὡραῖον» (β’ Ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου).


 



Ἡ Παναγία δηλαδή γίνεται μέ τήν εἴσοδόν της καί τήν παραμονήν της εἰς τόν Ναόν «ὁ ναός ὁ ἔμψυχος τοῦ μεγάλου Βασιλέως», ὁ «θεοχώρητος ναός», «ὁ οὐρανός ὁ νοητός», «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος» κατά τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Ἔτσι ὁ Ναός τοῦ Νόμου (πρόκειται διά τόν Ναόν τοῦ Ζοροβάβελ, πού ὑστεροῦσεν εἰς λαμπρότητα ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Σολομῶντος) γίνεται τύπος καί σύμβολον τῆς Παρθένου. Αὐτή μέ τήν προετοιμασίαν της εἰς τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ θά γίνῃ ἀργότερον ὁ Ναός τοῦ Σώματος τοῦ Υἱοῦ της. Τρέφεται μέ οὐράνιον ἄρτον, διότι θά γεννήσῃ τόν Ἄρτον τῆς ζωῆς. Ὡραιότατα παρουσιάζει τούς συμβολισμούς αὐτούς τό γ’ Στιχηρόν τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς:

«Ἐπουρανίῳ τραφεῖσα, Παρθένε, ἄρτῳ πιστῶς ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου, ἀπεκύησας κόσμῳ ζωῆς ἄρτον τόν Λόγον· οὗ ὡς ναός ἐκλεκτός καί πανάμωμος προεμνηστεύθης τῷ Πνεύματι μυστικῶς, νυμφευθεῖσα τῷ Θεῷ καί Πατρί».

Ἔτσι ἡ ἱερά Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καί ἡ σχετική εἰκόνα ὑπηρετοῦν ἕνα βαθύτερον σκοπόν: Χειραγωγοῦν τόν πιστόν εἰς τό μυστήριον τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τόν Ναόν εἶναι τό προοίμιον τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους, ἡ προκήρυξις τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ προαγγελία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πραγματοποίησις τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας διά τήν σωτηρίαν τοῦ Κόσμου. Αὐτά διακηρύσσει τό Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς:

«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τό προοίμιον καί τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις. Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται καί τόν Χριστόν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καί ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις».

Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος μέ βάσιν τάς ἀνωτέρω πληροφορίας τῆς ἀποκρύφου διηγήσεως καί τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς Θεοτόκου συνθέτει τήν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»

 



Τό Κύριον πρόσωπον τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ τριετής Παναγία. Εἰκονίζεται τήν στιγμήν πού τήν ὑποδέχεται εἰς τόν Ναόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας, ὁ μετέπειτα πατήρ τοῦ Προδρόμου. Τήν συνοδεύουν οἱ γονεῖς της καί αἱ παρθένοι, πού βαστοῦν λαμπάδας.

Ἡ Παναγία δέν ἐμφανίζει τίποτε τό παιδικόν, ἐκτός ἀπό τό μικρόν μέγεθος τοῦ σώματός της. Αὐτό γίνεται σκοπίμως. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος θέλει νά μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπό τό γράμμα τῆς διηγήσεως («τριετής ἡ παῖς») διά νά συλλάβωμεν τό πνεῦμά της, τήν ἐκκλησιολογικήν της διάστασιν. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο ὁ ὑμνῳδός μᾶς καλεῖ «τήν νηπιάζουσαν φύσει καί ὑπέρ φύσιν» Μητέρα ἀναδειχθεῖσαν τοῦ Θεοῦ εὐφημήσωμεν ὕμνοις (Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου).

Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς ὥριμος γυναῖκα μέ τό γνωστόν μαφόριόν της, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τάς εἰκόνας της.


 



Τό ἴδιο κάμνει ὁ ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τάς λαμπάδας τῶν παρθένων. Αἱ ἀνημμέναι λαμπάδες δέν εἶχον σκοπόν κατ᾽ αὐτόν νά ἐμποδίσουν τήν τριετῆ παιδίσκην νά στραφῇ εἰς τά ὀπίσω, καθώς ἐπήγαινεν εἰς τόν Ναόν, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀπόκρυφος διήγησις, ἀλλά νά ὑποδείξουν τήν νοητήν λαμπάδα, τήν Παναγίαν, καί προδηλώσουν τήν μελλοντικήν αἴγλην, πού θά ἀνέλαμπεν ἀπό αὐτήν καί θά ἐφώτιζε τούς εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας καθημένους ἀνθρώπους, δηλαδή τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτόν τόν συμβολισμόν παρουσιάζει τό δ’ Στιχηρόν προσόμοιον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ δ’ ἤχου:



 



«Αἱ νεάνιδες χαίρουσαι καί λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καί εἰσάγουσιν αὐτήν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἱερῶς προδηλοῦσαι τήν μέλλουσαν αἴγλην ἄρρητον ἐξ αὐτῆς ἀναλάμψειν καί φωτίσειν τούς ἐν σκότει καθημένους, τῆς ἀγνωσίας ἐν Πνεύματι».


 



Τήν Παναγίαν ὑποδέχεται εἰς τό ἱερόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας φορῶν τήν ἐπίσημον ἱερατικήν στολήν του. Κύπτει μέ τεταμένας τάς χεῖρας νά ὑποδεχθῇ «εὐφραινόμενος ταύτην ὡς Θεοῦ κατοικητήριον». Ἡ μικρά Παναγία λυγερόσωμος καί εὐθυτενής τείνει καί αὐτή τάς χεῖράς της πρός τόν ἱερέα.


 



Εἰς τό ἄνω ἀριστερόν πολλῶν εἰκόνων παριστάνεται ἡ Παναγία καθημένη ἐπάνω εἰς μαρμάρινον θρόνον, ὅπου δέχεται τήν τροφήν, πού τῆς κομίζει ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Παναγία θά παραμείνῃ εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ὡς νέα Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ὡς ἡ «ἔμψυχος κιβωτός» καί κατά τήν 12ετῆ παραμονήν της εἰς τό Ἱερόν θά τρέφεται θαυματουργικῶς μέ οὐράνιον τροφήν.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου Γκότσης Χρῆστος






Ὀλίγας ἡμέρας μετά τήν ἔναρξιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τήν 8ην Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».

Διά τό γεγονός αὐτό τά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερον μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστοι εἶναι καί οἱ λόγοι της, πού διεσώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθῇ, ὅτι ἡ προτροπή πρός τούς ὑπηρέτας κατά τό θαῦμα ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2, 5) εἶναι οἱ τελευταῖοι της λόγοι, πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε κατά τάς ἀρχάς τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου) καί εἰς τό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε μέ σιωπήν τήν δρᾶσιν τοῦ Υἱοῦ της καί σιωπηλή ἔπνιξε τόν πόνον της κάτω ἀπό τόν Σταυρόν Του.

Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων περί τοῦ βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν αἱ ἀπόκρυφοι διηγήσεις. Αὐταί, γραμμέναι ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμέναι ἀπό τήν φαντασίαν των, δίδουν πληροφορίας διά τήν Γέννησίν της, τήν παιδικήν της ἡλικίαν, τήν Κοίμησίν της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπῆρεν ἀπό τά κείμενα αὐτά τάς παραδόσεις, πού ἐθεώρησεν ἀληθινάς καί τάς διεφύλαξεν εἰς τάς ἑορτάς, τούς ὕμνους, τάς εἰκόνας, πού ἔγιναν μέ τό ὑλικόν των.

Μία ἀπό τάς ἀποκρύφους διηγήσεις εἶναι τό «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου». Ἀνεφέρθη κατά τήν περιγραφήν τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἱακώβου διηγεῖται μεταξύ ἄλλων καί τά τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπό αὐτό μανθάνομεν τά ὀνόματα τῶν γονέων της, πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνίαν των, τήν καταγωγήν τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικόν γένος τοῦ Δαβίδ κ. ἄ. Ἐδῶ βλέπομεν τήν θλῖψιν καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρογύνου διά τήν ἀτεκνίαν του, καθώς καί τάς προσευχάς καί τάς νηστείας του διά τήν ἀπόκτησιν τέκνου.

Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιον, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον, τό λεγόμενον τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικῶς μέ τό Πρωτευαγγέλιον, ὁμιλεῖ διά τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.

Διά νά κατανοήσωμεν τά εἰκονιζόμενα εἰς τήν παράστασιν τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσωμεν μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν διήγησιν τοῦ Ἰακώβου:

«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρα ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῇ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ».

Ὅπως βλέπομεν εἰς τήν ἀνωτέρω διήγησιν, ἡ Γέννησις τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ὑπό τοῦ ἀγγέλου ὕστερα ἀπό μακράν περίοδον ἀτεκνίας τῶν γονέων της. Ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν γέννησιν καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἡ Γέννησις ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθηεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς τοῦ πλ. δ’ ἤχου).

Τήν σύγκρισιν μεταξύ τῆς μητρός τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἀτέκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ πλ. β’ ἤχου:

«Εἰ καί θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τῶν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».

Ὅπως βλέπομεν εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παραλλήλως πρός τήν Γέννησιν τῆς Παναγίας, καί τόν ρόλον της ὡς Μητρός τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς Ἄννης διαβλέπουν κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσῃ τούς καρπούς τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου»

Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἀκολουθεῖ εἰς τήν ἔνταξιν τῶν σχετικῶν σκηνῶν τό ἀπόκρυφον Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου διά νά ὑπογραμμίσῃ τήν θαυματουργικήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως ὅμως μένει πιστός εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Διά τοῦτο ἐνῷ εἰκονίζει τήν Θεοτόκον ἐντός λίκνου, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, δέν παραλείπει νά ἐπιγράψῃ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της τά συνήθη συμπιλήματα ΜΡ- ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).

Εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσον τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅσον καί τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται ὅτι ἡ γεννηθεῖσα ἤ συλληφθεῖσα παιδίσκη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τήν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφή τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη εἰς τό κρεββάτι. Μέ τήν ἀριστεράν της χεῖρα, πού μόλις προβάλλει ἀπό τό ὁλοκόκκινον μαφόριόν της, στηρίζει τήν κεκλιμένην κεφαλήν της. Αἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, εἰς τάς ὁποίας ἔχει βυθισθῆ λόγῳ τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται εἰς τήν λυπηράν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου της.

Εἰς τό μέσον τῆς εἰκόνος εἰκονίζονται αἱ δοῦλαι, αἱ «παιδίσκαι», πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητόν εἰς τήν λεχώ καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά εἶναι ἡ Ἰουδίθ, τήν ὁποίαν κατ᾽ ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τάς δούλας μέ ριπίδιον κάμνει ἀέρα εἰς τήν Ἄννα.

Ἡ σκηνή εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθῆ ἀπό τήν συνάντησιν τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης μετά τήν ἀναγγελίαν ὑπό τοῦ ἀγγέλου περί ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καί ἀσπάζονται εἰς τήν πύλην τοῦ σπιτιοῦ των (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖον εἰς τήν Χρυσῆν πύλην τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει εἰς τόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιον: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».

Εἰς τό δεξιόν μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ εἰς στάσιν προσευχῆς. Εἰς αὐτήν τήν ἱεράν στιγμήν τόν εὑρῆκεν ὁ ἄγγελος, πού τοῦ μετέφερε τήν χαρμόσυνον εἴδησιν. Ὁ Ἰωακείμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Θεοτόκον, ἔχει ἐστραμμένον τό βλέμμα του πρός αὐτήν καί συνομιλεῖ μαζί της.

Πλησίον τῆς νεογεννήτου Παναγίας κάθηται γνέθουσα μία παιδίσκη.

Εἰς τήν ὅλην εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς.

Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καί τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τά πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει εἰς τήν γέννησιν τέκνου ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.

Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μέ ἀπόσπασμα ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου:

«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶ σαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2012

Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἁβραάμ



 
 

 
Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τάς ρητάς μαρτυρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχομεν καί ὑπαινιγμούς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.

῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίον τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυός Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τήν σκηνήν του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι εἰς αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑπεδέχθη μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπην, παρ᾿ ὅλον πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. ᾿Ακολούθως τούς παρέθεσε πλουσίαν τράπεζαν. Κατά τήν συζήτησιν οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀπέκτα παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινεν.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.

Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).

῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.

Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).

῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.

 


῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.

 


Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἰδεῖ τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.

 


῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.

᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.

᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).

Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.

Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.

῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...