Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Γκότσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2015

Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἁβραάμ



 

Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τάς ρητάς μαρτυρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχομεν καί ὑπαινιγμούς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.

῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίον τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυός Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τήν σκηνήν του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι εἰς αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑπεδέχθη μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπην, παρ᾿ ὅλον πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. ᾿Ακολούθως τούς παρέθεσε πλουσίαν τράπεζαν. Κατά τήν συζήτησιν οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀπέκτα παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινεν.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.

Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).

῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.

Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).

῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.



῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.



Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἰδεῖ τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.



῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.

᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.

᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).

Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.

Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.

῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Κυριακή, Μαΐου 31, 2015

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



Η εικόνα της Πεντηκοστής παρουσιάζει υπερώο. Είναι το υπερώο που έμεναν οι Απόστολοι μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Οι Απόστολοι κάθονται ημικυκλικά. Στην κορυφή του ημικύκλιου είναι οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Τρίτος δεξιά του Πέτρου είναι ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς και απέναντι του ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος, τρίτος κοντά στον Παύλο. Ακολουθούν οι υπόλοιποι Απόστολοι κατά σειράν ηλικίας. Όλοι είναι ήρεμοι με γλυκεία έκφραση και στοχαστικό βλέμμα. Κρατούν ειλητάρια έκτος του Αποστόλου Παύλου, που κρατεί βιβλίο. Είναι τα σύμβολα του διδακτικού χαρίσματος, που έλαβαν από το Άγιο Πνεύμα. Μεταξύ των Πρωτοκορυφαίων διακρίνεται ένα κάθισμα κενό. Είναι η θέση του Χριστού, της θείας Κεφαλής της Εκκλησίας, την οποίαν εικονίζει η εικόνα της Πεντηκοστής.

Στο πάνω μέρος της εικόνας εικονίζεται ο ουρανός δια τμήματος κύκλου. Από αυτό εκπέμπονται δώδεκα ακτίνες φωτός, που κατέρχονται στους Αποστόλους. Στην εικόνα μας, έκτος των κατερχόμενων ακτινών, αιωρείται επάνω από την κεφαλή κάθε Αποστόλου πύρινη γλώσσα, που σημαίνει ότι γέμισαν όλοι από Άγιο Πνεύμα και απέκτησαν το χάρισμα της γλωσσολαλίας. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος το είχε προφητεύσει αυτό, όταν έλεγε στους ακροατές του ότι ο «οπίσω του ερχόμενος», ο Χριστός, θα βαπτίσει τους οπαδούς Του με Πνεύμα Άγιο και με το πυρ της θείας Χάριτος.

«Από κάτω του  καθίσματος, πάνω στο οποίο είναι καθισμένοι (οι Απόστολοι), εικονίζεται η μορφή ενός γέροντα με στέμμα  στο κεφάλι του και με οξύ στρογγυλό γένι, που κρατά με τα δύο χέρια του σινδόνι, μέσα στο οποίο φαίνονται δώδεκα ειλητάρια, δηλαδή χαρτιά τυλιγμένα. Ο γέροντας  αυτός συμβολίζει τον Κόσμο, τα δε χαρτιά τους δώδεκα κλήρους που κληρώθηκε η οικουμένη να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού από τους Αποστόλους.

Στις αρχαιότερες εικόνες της Πεντηκοστής, αντί του Κόσμου, ζωγραφίζονται κάποιοι άνθρωποι από διάφορες φυλές, ντυμένοι με παράδοξα φορέματα και γυρισμένοι κατά πάνω, σαν να ακούουν ξαφνιασμένοι το κήρυγμα των Αποστόλων, και πάνω από  αυτούς ή επιγραφή ΛΑΟΙ, ΦΥΛΑΙ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑΙ. Παριστάνουν δε αυτοί τους ανθρώπους από τα διάφορα έθνη, που βρέθηκαν στα Ιεροσόλυμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, την ώρα που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα και οι οποίοι, όταν άκουσαν την βοή  που έγινε από την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, μαζεύτηκαν στο σπίτι που βρίσκονταν οι Άγιοι Απόστολοι και απορούσαν, διότι άκουαν ο καθένας στη γλώσσα του το κήρυγμα που έβγαινε από το στόμα των μαθητών του Χριστού, όπως αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων» (Φ. Κόντογλου).


Η σημασία της εικόνας.

Όπως πληροφορούμαστε από τις Πράξεις των Αποστόλων, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής βρίσκονταν στο υπερώο περίπου εκατόν είκοσι πρόσωπα. Συνεπώς τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος δεν έλαβαν μόνον οι Δώδεκα Απόστολοι. Όλοι οι παρευρισκόμενοι «επλήσθησαν Πνεύματος Αγίου». Επί πλέον ο Απόστολος Πέτρος στην ομιλία του κατά την ημέρα της Πεντηκοστής διαβεβαίωσε, ότι όλοι όσοι θα μετανοήσουν και βαπτισθούν, θα λάβουν «την δωρεά του Αγίου Πνεύματος». Οι εκατόν είκοσι μαθητές εκπροσωπούν όλη την Εκκλησία. Για τον βυζαντινό αγιογράφο είναι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας όλων των γενεών και όλων των αιώνων. Αυτός είναι ο λόγος, που ενώ τα καθισμένα πρόσωπα είναι δώδεκα, ο αριθμός αυτός δεν αντιστοιχεί στους Δώδεκα Αποστόλους. Ο Απόστολος Παύλος και οι Ευαγγελιστές Λουκάς και Μάρκος, που εικονίζονται στην εικόνα, δεν ανήκαν στον κύκλο των άμεσων Μαθητών του Κυρίου.

Σε αντίθεση με τις άγιες μορφές των Αποστόλων έρχεται η συμβολική μορφή του Κόσμου. Γι’ αυτήν διαβάζουμε σε ένα κείμενο του 17ου αιώνα: «Γιατί κατά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος παρουσιάζεται ένας άνθρωπος καθήμενος σε σκοτεινό μέρος, κυρτωμένος από τα χρόνια, ενδεδυμένος με κόκκινο ένδυμα, με βασιλικό στέμμα επί της κεφαλής του και μ’ ένα λευκό ύφασμα στα χέρια του, που περιέχει δώδεκα γραμμένους κυλίνδρους. Ο άνθρωπος κάθεται σε σκοτεινό μέρος, επειδή η οικουμένη ήταν προηγουμένως χωρίς πίστη. Είναι κυρτωμένος από τα χρόνια, διότι είχε γεράσει από την αμαρτία του Αδάμ. Το κόκκινό του ένδυμα υποδηλώνει τις αιματηρές θυσίας του πονηρού. Το βασιλικό στέμμα υποδηλώνει την αμαρτία, που κυβερνούσε τον κόσμο. Το λευκό ύφασμα στα χέρια του με τους δώδεκα κυλίνδρους σημαίνει τους Δώδεκα Αποστόλους, που έφεραν φως στην οικουμένη με την διδασκαλία τους».

Ο Χριστός ο Θεός μας, «ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας», είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Για τούτο πρέπει στη προσευχή μας να Τον παρακαλούμε να μας φωτίζει και αγιάζει με το Άγιο Πνεύμα, που είναι «ο φρουρός και αγιοποιός της Εκκλησίας, ο διοικητής των ψυχών, ο κυβερνήτης των χειμαζόμενων, ο φωταγωγός των πεπλανημένων και αθλοθέτης των αγωνιζο­μένων και στεφανωτής των νενικηκότων» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις 17,3).


(Χρήστου Γ. Γκότση, Ο Μυστικός κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων, τ. Α΄, Αθήνα 1971)
το είδαμε εδώ.

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως




 



Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου - Περιγραφή τῆς εἰκόνας





Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμά του ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 364).

Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».

Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2014

Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου



 



Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ξεχωρίζουν μεταξύ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν διά τόν πλούσιον συμβολισμόν των, ὅπως τόν βλέπομεν ἄλλωστε εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς καί τήν εἰκονογραφίαν. Ἡ Ἱερά Παράδοσις συνεπλήρωσε τά κενά τῶν Εὐαγγελίων γύρω ἀπό τήν ζωήν τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ἐγνώρισε διδακτικούς σταθμούς τῆς ζωῆς της, πού ἐμπνέουν καί τρέφουν τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν πρός τό πρόσωπόν της.

«Ὅπως ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ», παρατηρεῖ ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, «ἔτσι καί ἡ ἑορτή τῆς Εἰσόδου της εἰς τόν Ναόν ἐδημιουργήθη ὑπό τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τά ἀπόκρυφα (Εὐαγγέλια) διά νά δώσῃ ἔμφασιν –αὐτήν τήν φοράν ἐν τῷ προσώπῳ τῆς διαλεγμένης Παρθένου, πού ἀφιέρωσε τόν ἑαυτόν της εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ -εἰς «τήν ἐκπλήρωσιν τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου». Τό μυστήριον τῆς Θεομητορικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά συγκριθῇ μέ τήν Κοίμησιν, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς αὐτό τοῦτο τό θησαυροφυλάκιον τῆς Παραδόσεως· ἡ Ἐκκλησία διακόπτει τήν σιγήν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μᾶς δείχνει τούς ἀκαταλήπτους δρόμους τῆς θείας Προνοίας, οἱ ὁποῖοι προπαρασκευάζουν τό δοχεῖον τοῦ Λόγου, «τήν πρό αἰώνων προορισθεῖσαν μητέρα», «τήν ἐκ τῶν Προφητῶν προκηρυχθεῖσαν» πού εἰσάγεται τώρα εἰς τά Ἅγιᾳ τῶν Ἁγίων, ὡς « τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».

Περιγραφήν τῆς εἰσόδου τῆς Θεομήτορος εἰς τόν Ναόν εὑρίσκομεν εἰς τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα, ἐπί πολλά χρόνια ἄτεκνοι, ὅπως εἴδομεν, ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπό νηστείαν καί προσευχήν τέκνον, τήν Μαρίαν, τήν ὁποίαν εἰς ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἀφιερώνουν εἰς τόν Ναόν συμφώνως πρός τήν ὑπόσχεσίν των:

«Καί ἐγένετο τριετής ἡ παῖς, καί εἶπεν Ἰωακείμ· Καλέσατε τάς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τάς ἀμιάντους καί λαβέτωσαν ἀνά λαμπάδα, καί ἔστωσαν καιόμεναι, ἵνα μή στραφῇ ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω καί αἰχμαλωτισθῇ ἡ καρδία αὐτῆς ἐκ ναοῦ Κυρίου. Καί ἐποίησαν οὕτως ἕως ἀνέβησαν ἐν τῷ ναῷ Κυρίου. Καί ἐδέξατο αὐτήν ὁ ἱερεύς, καί φιλήσας εὐλόγησεν αὐτήν καί εἶπεν· Ἐμεγάλυνεν Κύριος τό ὄνομά σου ἐν πάσαις ταῖς γενεαῖς· ἐπί σοί ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν φανερώσει Κύριος τό λύτρον (=λύτρωσιν) αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Καί ἐκάθισεν αὐτήν ἐπί τρίτου βαθμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου, καί ἐπέβαλεν Κύριος ὁ Θεός χάριν ἐπ᾽ αὐτήν, καί κατεχόρευσεν τοῖς ποσίν αὐτοῖς, καί ἠγάπησεν αὐτήν πᾶς οἶκος Ἰσραήλ. Καί κατέβησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς θαυμάζοντες καί αἰνοῦντες τόν δεσπότην Θεόν, ὅτι οὐκ ἐπεστράφη ἡ παῖς εἰς τά ὀπίσω. Ἦν δέ Μαρία ἐν τῷ ναῷ Κυρίου ὡς περιστερά νεμομένη, καί ἐλάμβανεν τροφήν ἐκ χειρός ἀγγέλου».

Εἰς τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ Πρωτευαγγελίου στηρίζεται καί ἡ ἱερά ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς. Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι προχωροῦν πέραν τοῦ Θεομητορικοῦ αὐτοῦ ἐπεισοδίου διά νά συλλάβουν τήν μυστικήν σημασίαν του καί τήν σχέσιν του πρός τό θεῖον σχέδιον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Παναγία δέν εἰσέρχεται εἰς τόν Ναόν μόνον διά νά προσφέρῃ μέ τούς γονεῖς της τό δῶρον της καί νά ὑψώσῃ τήν εὐχαριστήριον προσευχήν της. Εἰσέρχεται διά νά γίνῃ ἡ ἰδία «καί ἀνάθημα καί εὐῶδες θυμίαμα». Κατοικεῖ εἰς τά ἄδυτα τοῦ Ναοῦ διά νά γίνῃ «τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνόν καί ὡραῖον» (β’ Ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου).


 



Ἡ Παναγία δηλαδή γίνεται μέ τήν εἴσοδόν της καί τήν παραμονήν της εἰς τόν Ναόν «ὁ ναός ὁ ἔμψυχος τοῦ μεγάλου Βασιλέως», ὁ «θεοχώρητος ναός», «ὁ οὐρανός ὁ νοητός», «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος» κατά τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Ἔτσι ὁ Ναός τοῦ Νόμου (πρόκειται διά τόν Ναόν τοῦ Ζοροβάβελ, πού ὑστεροῦσεν εἰς λαμπρότητα ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Σολομῶντος) γίνεται τύπος καί σύμβολον τῆς Παρθένου. Αὐτή μέ τήν προετοιμασίαν της εἰς τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ θά γίνῃ ἀργότερον ὁ Ναός τοῦ Σώματος τοῦ Υἱοῦ της. Τρέφεται μέ οὐράνιον ἄρτον, διότι θά γεννήσῃ τόν Ἄρτον τῆς ζωῆς. Ὡραιότατα παρουσιάζει τούς συμβολισμούς αὐτούς τό γ’ Στιχηρόν τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς:

«Ἐπουρανίῳ τραφεῖσα, Παρθένε, ἄρτῳ πιστῶς ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου, ἀπεκύησας κόσμῳ ζωῆς ἄρτον τόν Λόγον· οὗ ὡς ναός ἐκλεκτός καί πανάμωμος προεμνηστεύθης τῷ Πνεύματι μυστικῶς, νυμφευθεῖσα τῷ Θεῷ καί Πατρί».

Ἔτσι ἡ ἱερά Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καί ἡ σχετική εἰκόνα ὑπηρετοῦν ἕνα βαθύτερον σκοπόν: Χειραγωγοῦν τόν πιστόν εἰς τό μυστήριον τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τόν Ναόν εἶναι τό προοίμιον τῆς εὐνοίας τοῦ Θεοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους, ἡ προκήρυξις τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ προαγγελία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πραγματοποίησις τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας διά τήν σωτηρίαν τοῦ Κόσμου. Αὐτά διακηρύσσει τό Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς:

«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τό προοίμιον καί τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις. Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται καί τόν Χριστόν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καί ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν· Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις».

Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος μέ βάσιν τάς ἀνωτέρω πληροφορίας τῆς ἀποκρύφου διηγήσεως καί τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς Θεοτόκου συνθέτει τήν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»


 



Τό Κύριον πρόσωπον τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ τριετής Παναγία. Εἰκονίζεται τήν στιγμήν πού τήν ὑποδέχεται εἰς τόν Ναόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας, ὁ μετέπειτα πατήρ τοῦ Προδρόμου. Τήν συνοδεύουν οἱ γονεῖς της καί αἱ παρθένοι, πού βαστοῦν λαμπάδας.

Ἡ Παναγία δέν ἐμφανίζει τίποτε τό παιδικόν, ἐκτός ἀπό τό μικρόν μέγεθος τοῦ σώματός της. Αὐτό γίνεται σκοπίμως. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος θέλει νά μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπό τό γράμμα τῆς διηγήσεως («τριετής ἡ παῖς») διά νά συλλάβωμεν τό πνεῦμά της, τήν ἐκκλησιολογικήν της διάστασιν. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο ὁ ὑμνῳδός μᾶς καλεῖ «τήν νηπιάζουσαν φύσει καί ὑπέρ φύσιν» Μητέρα ἀναδειχθεῖσαν τοῦ Θεοῦ εὐφημήσωμεν ὕμνοις (Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου).

Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς ὥριμος γυναῖκα μέ τό γνωστόν μαφόριόν της, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τάς εἰκόνας της.


 



Τό ἴδιο κάμνει ὁ ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τάς λαμπάδας τῶν παρθένων. Αἱ ἀνημμέναι λαμπάδες δέν εἶχον σκοπόν κατ᾽ αὐτόν νά ἐμποδίσουν τήν τριετῆ παιδίσκην νά στραφῇ εἰς τά ὀπίσω, καθώς ἐπήγαινεν εἰς τόν Ναόν, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀπόκρυφος διήγησις, ἀλλά νά ὑποδείξουν τήν νοητήν λαμπάδα, τήν Παναγίαν, καί προδηλώσουν τήν μελλοντικήν αἴγλην, πού θά ἀνέλαμπεν ἀπό αὐτήν καί θά ἐφώτιζε τούς εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας καθημένους ἀνθρώπους, δηλαδή τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτόν τόν συμβολισμόν παρουσιάζει τό δ’ Στιχηρόν προσόμοιον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ δ’ ἤχου:



 



«Αἱ νεάνιδες χαίρουσαι καί λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καί εἰσάγουσιν αὐτήν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἱερῶς προδηλοῦσαι τήν μέλλουσαν αἴγλην ἄρρητον ἐξ αὐτῆς ἀναλάμψειν καί φωτίσειν τούς ἐν σκότει καθημένους, τῆς ἀγνωσίας ἐν Πνεύματι».


 



Τήν Παναγίαν ὑποδέχεται εἰς τό ἱερόν ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας φορῶν τήν ἐπίσημον ἱερατικήν στολήν του. Κύπτει μέ τεταμένας τάς χεῖρας νά ὑποδεχθῇ «εὐφραινόμενος ταύτην ὡς Θεοῦ κατοικητήριον». Ἡ μικρά Παναγία λυγερόσωμος καί εὐθυτενής τείνει καί αὐτή τάς χεῖράς της πρός τόν ἱερέα.


 



Εἰς τό ἄνω ἀριστερόν πολλῶν εἰκόνων παριστάνεται ἡ Παναγία καθημένη ἐπάνω εἰς μαρμάρινον θρόνον, ὅπου δέχεται τήν τροφήν, πού τῆς κομίζει ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Παναγία θά παραμείνῃ εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ὡς νέα Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ὡς ἡ «ἔμψυχος κιβωτός» καί κατά τήν 12ετῆ παραμονήν της εἰς τό Ἱερόν θά τρέφεται θαυματουργικῶς μέ οὐράνιον τροφήν.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2014

Περιγραφή τῆς εἰκόνας της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου




gennisitheotokou01
Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου γιά τήν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν ἀκολουθεῖ τό ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Σκοπός του εἶναι νά ὑπογραμμίσει τή θαυματουργική γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ταυτόχρονα ὅμως μένει πιστός στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τή βλέπουμε στά τρο­πάρια τῆς ἑορ­τῆς. Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἰκονίζει τή Θεοτόκο μέσα σέ λίκνο (κούνια), ὡς βρέφος σπαργανωμένο, δέν παραλείπει νά γράψει πάνω ἀπό τό κεφά­λι της τά συνηθισμένα συμπιλήματα ΜΡ-ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).
Σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσο τῆς ἑορτῆς τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται πώς ἡ παιδίσκη πού γεννήθηκε ἤ συνελήφθη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Στήν εἰκόνα δεσπόζει ἡ μορφή τῆς ἁγίας Ἄννας, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στό κρεβάτι. Μέ τό ἀριστερό της χέρι, πού μόλις βγαίνει ἀπό τό ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τό γερμένο κεφάλι της. Εἶναι βυθισμένη σέ εὐσεβεῖς σκέψεις λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος. Τό βλέπουμε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στή μέση τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται οἱ δοῦλες, οἱ «παιδίσκες», καθώς καί οἱ ἐπισκέπτριες πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητό στή λε­χώνα καί νά τήν περιποιη­θοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά ’ναι ἡ Ἰουδίθ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τίς δοῦλες κάνει ἀέρα μέ ριπίδιο στήν Ἄννα.
Ἡ σκηνή στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή συνάντηση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὕστερα ἀπό τήν εἴδηση πού ἔφερε ὁ ἄγγελος ὅτι θά ἀποκτήσουν παιδί. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται στήν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τους (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖο στή Χρυσή πύλη τῆς πόλης). Ἡ ἁγία Ἄν­να λέει στόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».
Στό δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ σέ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή τόν βρῆκε ὁ ἄγγελος πού τοῦ μετέφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση. Ὁ Ἰωακείμ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄννα, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτή καί συνομιλεῖ μαζί της. Κοντά στή νεογέννητη Παναγία κάθεται μιά παιδίσκη πού γνέθει. Σ’ αὐτή τήν παράσταση κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι ζωηρά, ζεστά, ἔντονα. Τά πρόσωπα φωτεινά, ἐκφραστικά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στήν περίσταση: ἕνα παιδί γεν­νιέται ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.Κλείνουμε τήν ἀνάλυση τῆς εἰκόνας «ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου» μ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 1,5):
«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρω­πίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δα­βιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶσαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκά­λαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπο­λαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

[Ἀπό τό βιβλίο Χρήστου Γκότση, Ὁ Μυστικός Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων, τόμ. 2, 2η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1995), 43-48].

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014

Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἁβραάμ -Γκότσης Χρῆστος


 

Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τάς ρητάς μαρτυρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχομεν καί ὑπαινιγμούς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.

῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίον τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυός Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τήν σκηνήν του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι εἰς αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑπεδέχθη μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπην, παρ᾿ ὅλον πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. ᾿Ακολούθως τούς παρέθεσε πλουσίαν τράπεζαν. Κατά τήν συζήτησιν οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀπέκτα παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινεν.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.

Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).

῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.

Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).

῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.



῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.



Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἰδεῖ τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.



῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.

᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.

᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).

Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.

Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.

῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Κυριακή, Απριλίου 20, 2014

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως




Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ



Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.

Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).

Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

 
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
 
Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).

Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.

Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.

Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).
».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου - Περιγραφή τῆς εἰκόνας




Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμα τοῦ ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 364).

Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».

Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2014

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας




Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
 
 

 

Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

 
Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2013

Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου - Ἑρμηνεία Εἰκόνας




 ἱερὴ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆςΘεοτόκου καὶ  σχετικὴ εἰκόνα ὑπηρετοῦν ἕναβαθύτερο σκοπόχειραγωγοῦν τὸν πιστὸ στὸμυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦΘεοῦΗ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στὸ ναὸ εἶναι τὸ προοίμιο τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ προκήρυξη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀναγγελία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας, οἰκονομίας. Αὐτὰ διακηρύσσει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις. Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πάσι προκαταγγέλλεται. Αὐτὴ καὶ ἠμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις.»
Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος μὲ βάση τὶς παραπάνω πληροφορίες τῆς ἀπόκρυφης διήγησης καὶ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ Θεοτόκου συνθέτει τὴν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων.
Τὸ κύριο πρόσωπο τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ τριετὴς Παναγία. Εἰκονίζεται τὴ στιγμὴ ποὺ τὴν ὑποδέχεται στὸ ναὸ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας, ὁ μετέπειτα πατέρας τοῦ Προδρόμου, καθὼς τὴν παραδίδουν εὐλαβικὰ οἱ θεοσεβεῖς γονεῖς της. Πίσω τους ἀκολουθοῦν οἱ παρθένες, «οἱ ἀμίαντες θυγατέρες τῶν Ἑβραίων», ποὺ κρατοῦν ἀναμμένες λαμπάδες.
Ἡ Παναγία δὲ ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δὲν ἐμφανίζει δηλαδὴ τίποτε τὸ παιδικό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μικρὸ μέγεθος τοῦ σώματός της. Αὐτὸ γίνεται σκόπιμα. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ γράμμα τῆς διήγησης («τριετὴς ἡ παῖς»), γιὰ νὰ συλλάβουμε τὸ πνεῦμα της, τὴν ἐκκλησιολογικὴ τῆς διάσταση. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ ὁ ὑμνωδὸς μᾶς καλεῖ «τὴν νηπιάζουσαν φύσει καὶ ὑπὲρ φύσιν Μητέρα ἀναδειχθείσαν τοῦ Θεοῦ εὐφημήσωμεν ὕμνοις»(Τροπάριο τοῦ ὄρθρου).
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς ὥριμη γυναίκα μὲ τὸ γνωστὸ μαφόριό της, ὅπως τὴ βλέπουμε στὶς εἰκόνες της.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ ὑμνωδὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὶς λαμπάδες τῶν παρθένων. Οἱ ἀναμμένες λαμπάδες δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἐμποδίσουν τὴν τριετῆ παιδίσκη νὰ γυρίσει πίσω, στὸ σπίτι της, καθὼς ἦταν στὸ δρόμο πρὸς τὸ ναὸ -αὐτὸ λέει ἡ ἀπόκρυφη διήγηση- ἀλλὰ τοῦτο: νὰ ὑποδείξουν τὴ νοητὴ λαμπάδα, τὴν Παναγία, καὶ προδηλώσουν ἔτσι τὴν ἀνείπωτη μελλοντικὴ αἴγλη. Αὐτὴ ἡ αἴγλη θὰ ἦταν ὁ Χριστός, γιατί ἀπὸ τὴν Παναγία θὰ ἀνέλαμπε (θὰ γεννιόταν) φωτίζοντας τοὺς καθισμένους στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους. Αὐτὸν τὸ συμβολισμὸ παρουσιάζει τὸ δ'; στιχηρὸ προσόμοιό του ἑσπερινοῦ, ἦχος δ' «Αἱ νεανίδες χαίρουσαι καὶ λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καὶ εἰσάγουσιν αὐτὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἱερῶς προσηλοῦσαι τὴν μέλλουσαν αἴγλην ἄρρητον ἐξ αὐτῆς ἀναλάμψειν καὶ φωτίσειν τοὺς ἐν σκότει καθημένους, τῆς ἀγνωσίας ἐν Πνεύματι».
Σὲ πολλὲς εἰκόνες πίσω ἀπὸ τὸ Ζαχαρία, ἀριστερά, παριστάνεται ἡ Παναγία νὰ κάθεται σὲ καθέδρα μὲ τρία σκαλιὰ (εἶναι ἡ ἀναβαθμοὶ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου) καὶ νὰ περιμένει τὴν τροφὴ ποὺ τῆς φέρνει ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Παναγία νὰ παραμείνει στὸ Ἅγιο τῶν Ἁγίων ὡς νέα Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ὡς ἡ «ἔμψυχος κιβωτὸς» καὶ στὰ δώδεκα χρόνια της παραμονῆς τῆς ἐκεῖ θὰ τρέφεται θαυματουργικὰ μὲ οὐράνια τροφή.
    
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: 
Ὁ Μυστικὸς κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων 
(τόμος δεύτερος) 
Χρήστου Γ. Γκότση 
Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 02, 2013

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου Χρῆστος Γκότσης





Ὀλίγας ἡμέρας μετά τήν ἔναρξιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τήν 8ην Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».

Διά τό γεγονός αὐτό τά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερον μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστοι εἶναι καί οἱ λόγοι της, πού διεσώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθῇ, ὅτι ἡ προτροπή πρός τούς ὑπηρέτας κατά τό θαῦμα ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2, 5) εἶναι οἱ τελευταῖοι της λόγοι, πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε κατά τάς ἀρχάς τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου) καί εἰς τό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε μέ σιωπήν τήν δρᾶσιν τοῦ Υἱοῦ της καί σιωπηλή ἔπνιξε τόν πόνον της κάτω ἀπό τόν Σταυρόν Του.

Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων περί τοῦ βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν αἱ ἀπόκρυφοι διηγήσεις. Αὐταί, γραμμέναι ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμέναι ἀπό τήν φαντασίαν των, δίδουν πληροφορίας διά τήν Γέννησίν της, τήν παιδικήν της ἡλικίαν, τήν Κοίμησίν της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπῆρεν ἀπό τά κείμενα αὐτά τάς παραδόσεις, πού ἐθεώρησεν ἀληθινάς καί τάς διεφύλαξεν εἰς τάς ἑορτάς, τούς ὕμνους, τάς εἰκόνας, πού ἔγιναν μέ τό ὑλικόν των.

Μία ἀπό τάς ἀποκρύφους διηγήσεις εἶναι τό «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου». Ἀνεφέρθη κατά τήν περιγραφήν τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἱακώβου διηγεῖται μεταξύ ἄλλων καί τά τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπό αὐτό μανθάνομεν τά ὀνόματα τῶν γονέων της, πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνίαν των, τήν καταγωγήν τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικόν γένος τοῦ Δαβίδ κ. ἄ. Ἐδῶ βλέπομεν τήν θλῖψιν καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρογύνου διά τήν ἀτεκνίαν του, καθώς καί τάς προσευχάς καί τάς νηστείας του διά τήν ἀπόκτησιν τέκνου.

Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιον, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον, τό λεγόμενον τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικῶς μέ τό Πρωτευαγγέλιον, ὁμιλεῖ διά τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.

Διά νά κατανοήσωμεν τά εἰκονιζόμενα εἰς τήν παράστασιν τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσωμεν μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν διήγησιν τοῦ Ἰακώβου:

«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρα ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῇ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ».

Ὅπως βλέπομεν εἰς τήν ἀνωτέρω διήγησιν, ἡ Γέννησις τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ὑπό τοῦ ἀγγέλου ὕστερα ἀπό μακράν περίοδον ἀτεκνίας τῶν γονέων της. Ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν γέννησιν καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἡ Γέννησις ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθηεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς τοῦ πλ. δ’ ἤχου).

Τήν σύγκρισιν μεταξύ τῆς μητρός τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἀτέκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ πλ. β’ ἤχου:

«Εἰ καί θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τῶν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».

Ὅπως βλέπομεν εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παραλλήλως πρός τήν Γέννησιν τῆς Παναγίας, καί τόν ρόλον της ὡς Μητρός τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς Ἄννης διαβλέπουν κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσῃ τούς καρπούς τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου»

Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἀκολουθεῖ εἰς τήν ἔνταξιν τῶν σχετικῶν σκηνῶν τό ἀπόκρυφον Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου διά νά ὑπογραμμίσῃ τήν θαυματουργικήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως ὅμως μένει πιστός εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Διά τοῦτο ἐνῷ εἰκονίζει τήν Θεοτόκον ἐντός λίκνου, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, δέν παραλείπει νά ἐπιγράψῃ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της τά συνήθη συμπιλήματα ΜΡ- ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).

Εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσον τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅσον καί τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται ὅτι ἡ γεννηθεῖσα ἤ συλληφθεῖσα παιδίσκη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τήν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφή τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη εἰς τό κρεββάτι. Μέ τήν ἀριστεράν της χεῖρα, πού μόλις προβάλλει ἀπό τό ὁλοκόκκινον μαφόριόν της, στηρίζει τήν κεκλιμένην κεφαλήν της. Αἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, εἰς τάς ὁποίας ἔχει βυθισθῆ λόγῳ τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται εἰς τήν λυπηράν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου της.

Εἰς τό μέσον τῆς εἰκόνος εἰκονίζονται αἱ δοῦλαι, αἱ «παιδίσκαι», πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητόν εἰς τήν λεχώ καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά εἶναι ἡ Ἰουδίθ, τήν ὁποίαν κατ᾽ ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τάς δούλας μέ ριπίδιον κάμνει ἀέρα εἰς τήν Ἄννα.

Ἡ σκηνή εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθῆ ἀπό τήν συνάντησιν τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης μετά τήν ἀναγγελίαν ὑπό τοῦ ἀγγέλου περί ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καί ἀσπάζονται εἰς τήν πύλην τοῦ σπιτιοῦ των (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖον εἰς τήν Χρυσῆν πύλην τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει εἰς τόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιον: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».

Εἰς τό δεξιόν μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ εἰς στάσιν προσευχῆς. Εἰς αὐτήν τήν ἱεράν στιγμήν τόν εὑρῆκεν ὁ ἄγγελος, πού τοῦ μετέφερε τήν χαρμόσυνον εἴδησιν. Ὁ Ἰωακείμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Θεοτόκον, ἔχει ἐστραμμένον τό βλέμμα του πρός αὐτήν καί συνομιλεῖ μαζί της.

Πλησίον τῆς νεογεννήτου Παναγίας κάθηται γνέθουσα μία παιδίσκη.

Εἰς τήν ὅλην εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς.

Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καί τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τά πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει εἰς τήν γέννησιν τέκνου ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.

Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μέ ἀπόσπασμα ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου:

«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶ σαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013

Η ερμηνεία της εικόνας της Αναλήψεως


Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως εἶναι τό ἐπισφράγισμα τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί τό θριαμβευτικόν ἐπιστέγασμα τῶν ὅσων ἔπραξεν ὁ Κύριος ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως λέγει τό Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς: «Τήν ὑπέρ ὑμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς ἐπουρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν καί οὐδείς καθ᾿ ὑμῶν». Ὁ Χριστός δηλαδή, πού εἶναι Θεός μας, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ, ὅταν συμφώνως πρός τό θεῖον σχέδιον συνεπλήρωσε καί ὡλοκλήρωσε τά ὅσα ὑπέρ ἡμῶν ἔπραξεν. Αὐτά ἥνωσαν τήν γῆν μέ τόν οὐρανόν, τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεόν. Ἡ Ἀνάληψις δέν ἐσήμαινε βεβαίως καί χωρισμόν τοῦ Κυρίου ἀπό τούς ἠγαπημένους Του Μαθητάς. Μέ αὐτούς ὁ Διδάσκαλος παρέμεινεν ἡνωμένος συμφώνως πρός τήν ὑπόσχεσίν Του: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28, 20).
Τό ἔργον τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάληψίν Του εἰς τούς οὐρανούς συνέχισε καί συνεχίζει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή, μέ τήν δύναμιν πού τῆς ἔδωκεν ὁ Ἱδρυτής της, διδάσκει, θαυματουργεῖ, ἁγιάζει καί σώζει τούς πιστούς. Οἱ πιστοί εἶναι διά τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡνωμένοι μέ τόν Ἀρχηγόν των.
 
Διά τήν Ἐκκλησίαν Του ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τούς Ἀποστόλους, ὅταν ἐνεφανίζετο εἰς αὐτούς ἐπί τεσσαράκοντα ἡμέρας μετά τήν Ἀνάστασίν Του. Ὑπεσχέθη εἰς αὐτούς τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρήγγειλε νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τήν κτίσιν, νά διαλαλήσουν τήν Ἀνάστασίν Του καί νά καλέσουν τούς ἀνθρώπους νά μετανοήσουν διά τά ἁμαρτωλά των ἔργα. Ἐκεῖνοι πού θά ἐπίστευον, θά ἐγίνοντο μέ τό Ἅγιον Βάπτισμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. «Καί ταῦτα εἰπών βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη (=ὑψώθη πρός τά ἐπάνω), καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καί ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν πορευομένου αὐτοῦ, καί ἰδού ἄνδρες δύο (δηλαδή ἄγγελοι) παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῇτι λευκῇ, οἵ καί εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται (=θά ἔλθῃ κατά τόν ἴδιο τρόπον), ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ ἀπό ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος…» (Πράξ. 1, 9-12).
 
Ἡ Ἐκκλησία, διά τήν ὁποίαν ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψίν Του, ἀφ᾿ ἑνός καί ἡ σκηνή τῆς Ἀναλήψεως ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι τά δύο θέματα, πού παρουσιάζει ἡ εἰκών τῆς Ἀναλήψεως. Ἐπειδή εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν διατίθενται περισσότεροι στίχοι δι᾿ ὅσα ὁ Κύριος εἶπε περί τῆς Ἐκκλησίας καί ὀλιγώτεροι δι᾿ αὐτό τοῦτο τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως, ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος, στηριζόμενος εἰς τήν βιβλικήν διήγησιν, διαθέτει καί ἀνάλογον χῶρον εἰς τήν περί ἧς ὁ λόγος εἰκόνα. Τό κύριον μέρος τῆς εἰκόνος καταλαμβάνουν οἱ Ἀπόστολοι μέ τήν Παναγίαν (τά μέλη δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ) καί μόλις ἕνα μικρόν τμῆμα εἰς τό ἄνω μέρος τῆς εἰκόνος καταλαμβάνει ὁ Ἀναληφθείς Κύριος.
 
Ἐπειδή ἡ Ἀνάληψις κατά τό ἁγιογραφικόν κείμενον ἔγινεν εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν (εὑρίσκεται ἀνατολικῶς τῆς Ἱερουσαλήμ καί ἧτο κατάφυτον ἀπό ἐλαίας κατά τούς ἀρχαίους χρόνους), τό τοπίον τῆς εἰκόνος εἶναι ὀρεινόν μέ ἐλαιόδενδρα ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους.
 
Ἀφοῦ εἴδομεν τάς πληροφορίας, τάς ὁποίας μᾶς δίδει ἡ Ἁγία Γραφή διά τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου καί πῶς εἰς γενικάς γραμμάς μεταφέρει αὐτάς διά νά τάς παρουσιάσῃ εἰς τήν σχετικήν εἰκόνα ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος, ἐρχόμεθα τώρα νά ἴδωμεν λεπτομερέστερον τά δύο τμήματα τῆς εἰκόνος.
 
Περιγραφή τῆς εἰκόνος: α) Ὁ Ἀναληφθείς Κύριος. Εἰς τήν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως ὁ Κύριος εἰκονίζεται μέσα εἰς «δόξαν», ἄλλοτε στρογγύλην, καί ἄλλοτε ἐλλειψοειδῆ, καθήμενος ἐπί οὐρανίου τόξου (εἰς ἄλλας εἰκόνας ἐπί θρόνου). Μέ τήν δεξιάν Του χεῖρα εὐλογεῖ καί μέ τήν ἀριστεράν κρατεῖ εἰλητάριον, τό ὁποῖον γράφει: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Τό εἰλητάριον εἶναι τό σύμβολον τοῦ διδασκάλου.
 
Τήν «δόξαν», ἐντός τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ὁ Κύριος, ὑποβαστάζουν δύο ἄγγελοι. Συμβολίζουν καί ἐκφράζουν τήν θείαν μεγαλειότητα καί ἐξουσίαν. (Ὁ Κύριος ὡς παντοδύναμος δέν εἶχεν ἀνάγκην τῶν ἀγγέλων διά νά ἀναληφθῇ εἰς τούς οὐρανούς). Εἰς μερικάς εἰκόνας τῆς Ἀναλήψεως οἱ ἄγγελοι δέν ὑποβαστάζουν τήν «δόξαν», ἀλλά ἐνατενίζουν τόν Κύριον εἰς στάσιν προσευχῆς. Ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ἀποροῦν καί θαυμάζουν, διότι ὁ Χριστός ἀνελήφθη ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος, δηλαδή μέ τό ἄφθαρτον καί δοξασμένον σῶμά Του.
 
Ἄλλοτε οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται σαλπίζοντες συμφώνως πρός τόν ψαλμικόν στίχον «ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46, 6). Ὁ στίχος αὐτός ἀναφέρεται αὐτούσιος εἰς τήν ὑμνολογίαν τῆς Ἀναλήψεως, διότι «ἡ εἰς οὐρανούς ἄνοδος διά τούτων (τῶν λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μέγας Ἀθανάσιος).
 
β) Οἱ Ἀπόστολοι. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι χωρισμένοι εἰς δύο ὁμίλους ἔχοντες εἰς τό μέσον τήν Παναγίαν. Ὄπισθεν τῆς Παναγίας εὑρίσκονται δύο λευκοφοροῦντες ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι δείχνουν τόν Ἀναληφθέντα Κύριον. Ὡς ἀγγελιαφόροι τοῦ Θεοῦ διαβεβαιώνουν καί παρηγοροῦν τούς παρισταμένους διά τήν ἐπάνοδον τοῦ Κυρίου κατά τήν δευτέραν παρουσίαν.
 
Εἰς τό κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς τό ἀναφερόμενον εἰς τήν Ἀνάληψιν δέν ἀναφέρεται ὅτι παρευρέθη ἡ Θεοτόκος κατά τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον τοῦ Υἱοῦ Της. Περί αὐτοῦ μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱερά Παράδοσις, ὅπως τήν βλέπομεν ἄλλωστε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Ἀξία προσοχῆς εἶναι ἡ θέσις καί ἡ στάσις τῆς Θεοτόκου εἰς τήν εἰκόνα. Εὑρίσκεται ἀκριβῶς κάτωθεν τοῦ Υἱοῦ Της καί εἶναι ἔτσι ὁ ἄξων τῆς ὅλης συνθέσεως. Ἡ στάσις Της εἶναι στάσις προσευχῆς. Οἱ Ἀπόστολοι μέ τάς πρός τόν Κύριον ἐστραμμένας κεφαλάς των καί τάς χειρονομίας των ἔρχονται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἀτάραχον καί ἤρεμον μορφήν τῆς Παναγίας. Εἰς τήν εἰκόνα μας τό ὑποπόδιον, ἐπί τοῦ ὁποίου πατεῖ ἡ Θεοτόκος τονίζει ἀκόμη περισσότερον τήν ξεχωριστήν θέσιν Της μεταξύ τῶν εἰκονιζομένων Ἀποστόλων.
 
Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναλήψεως ἠθέλησε μέ τούς Ἀποστόλους, πού περιστοιχίζουν τήν Παναγίαν, νά παρουσιάσῃ τήν Ἐκκλησίαν, εἰς τήν ὁποίαν ὁ Κύριος θά ἔστελνε κατά τήν Πεντηκοστήν τό Ἅγιον Πνεῦμα διά νά τήν ζωοποιήσῃ. Περί τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τούς Μαθητάς καί τῆς ἐπιδημίας του εἰς τόν κόσμον ὁμιλοῦν καί τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως, συνδέοντα ἔτσι τά δύο κοσμοϊστορικά καί κοσμοσωτήρια γεγονότα.
 
Τό πρόσωπον δεξιά τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖον βλέπει εἰς τόν οὐρανόν μέ τήν χεῖρα ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς του, εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Κατά τήν Ἀνάληψιν ὁ Παῦλος δέν εἶχεν θέσιν μεταξύ τῶν Ἀποστόλων, διότι ἡ μεταστροφή του ἔγινεν ἀργότερον. Ἡ θέσις του εἰς τήν εἰκόνα εἶναι συμβολική. Θά γίνῃ καί αὐτός μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέλος ἐκλεκτόν. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος ἀποσπᾷ τόν Παῦλον ἀπό τήν ἐποχήν του καί τόν συγκαταριθμεῖ μεταξύ τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι καί ἡ θέσις τοῦ Ἰούδα ἀνεπληρώθη καί ἡ παράστασις τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε δυναμική, ἐκφραστική καί συμβολική.
 
Αἱ ὑψωμέναι εἰς προσευχήν χεῖρες τῆς Παναγίας ὑπενθυμίζουν τόν ρόλον Της πλησίον τοῦ Υἱοῦ Της. Ἡμεῖς, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοί πρός Θεόν… ἀεί μεσιτείαν». Παρακαλοῦμεν τόν Χριστόν νά μᾶς σώσῃ καί ἐλεήσῃ «ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
 
Ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σχέσεως Θεοτόκου καί Ἐκκλησίας εἶναι τό ἀλύγιστον τῆς στάσεως τῆς Παναγίας, πού βλέπομεν εἰς μερικάς εἰκόνας. Μέ τήν ἀκινησίαν Της αὐτήν φαίνεται νά ἐκφράζῃ τά ἀμετακίνητα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ Ἀπόστολοι μέ τάς διαφόρους χειρονομίας των συμβολίζουν τάς διαφόρους γλώσσας καί τά ποικίλα μέσα, μέ τά ὁποῖα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων.
 
Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναλήψεως μέ τούς λόγους τοῦ Ἁγίου πάπα Λέοντος Α´ (440-461): «Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἰδική μας ἀνύψωσις καί ὅπου ἡ δόξα τῆς Κεφαλῆς προεπορεύθη, ἐκεῖ καλεῖται καί ἡ τοῦ Σώματος ἐλπίς», τά μέλη δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

ἀπό τό βιβλίο:
«Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ»
ΧΡΗΣΤΟΥ Γ. ΓΚΟΤΣΗ

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...