Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανική Υμνολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστιανική Υμνολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2015

Ἀναφορὰ στὴ θεσπέσια ὑμνολογία τοῦ Πάσχα

ΧΡΙΣΤΟΣ  ΑΝΕΣΤΗ!!!
                   ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!


Τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἡ κορυφαία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ πώς, μαζὶ μὲ τὴν ἐβδομαδιαία ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς, ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἀρχαιότερη χριστιανικὴ ἑορτή. Κατ’ αὐτὴ ἐορτάζεται τὸ μέγα γεγονός τῆς ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη Του κατὰ τοῦ Ἅδη καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς! 

Τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ γεγονὸς φρόντισε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες νὰ τὸ ἑορτάζει μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα. Μεγάλοι ποιητὲς ὑμνογράφοι καὶ μελῳδοὶ συνέθεσαν γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτή, ὕμνους ἄφθαστου μεγαλείου καὶ ποιητικῆς ἀξίας. Ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ὑμνογράφους τοῦ Πάσχα ξεχωρίζουμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελῳδό. Ὁ μὲν Ἰωάννης συνέθεσε τὸν κανόνα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καὶ ὁ Ρωμανὸς τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς.

Ὁ πιὸ ἀγαπητὸς ἀναστάσιμος ὕμνος εἶναι ἀναμφίβολα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη, ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Πρόκειται γιὰ τὸν θριαμβευτικὸ παιάνα τῆς πιὸ μεγάλης νίκης ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ποτὲ δὲν ἔχουν ἀποδοθεῖ τόσο πυκνὰ νοήματα, ποὺ γιὰ νὰ ἀναλυθοῦν θὰ γράφονταν ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, σὲ ἕνα τόσο μικρὸ ὕμνο!

Ὁ κανόνας τῆς ἐξαίσιας ἑορτῆς ἀποτελεῖ πραγματικὰ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀριστουργήματα τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας, ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς καὶ μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (η΄ αἰών.), συνέθεσε αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ποίημα σαφῶς κάτω ἀπὸ θεία ἔμπνευση. Ἡ ἀξία του ἔγκειται ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν καταπληκτικῆ λογοτεχνικῆ τοῦ σύνθεση, στὸν πλοῦτο καὶ τὸ σπάνιο λεξιλόγιο, στὶς ζωηρὲς εἰκόνες, στὴν πλοκὴ τῶν γεγονότων, καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὰ σπουδαιότατα θεολογικὰ μηνύματα ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτόν. Εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ μεγάλος ποιητὴς χρησιμοποίησε ὡς βάση τῶν τροπαρίων τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς πανηγυρικοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ποιητῆ τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου ἀκόμα καὶ τὰ πεζὰ κείμενα εἶναι ἀπὸ μόνα τους καταπληκτικὰ ποιήματα! 

Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν α΄ Ὠδὴ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος παραλληλίζει τὸ Χριστιανικὸ μὲ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα. Ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὴ θαυμαστὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου στὴν ἐλευθερία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ περάσαμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς νοητῆς Αἰγύπτου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς στὴ λύτρωση καὶ τὴ θέωση. Καλεῖται λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα νὰ ἑορτάσει λαμπρὰ τὸ μεγάλο καὶ σωτήριο αὐτὸ γεγονός. «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρινθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας».

Στὸ δεύτερο καὶ τρίτο τροπάριο καλοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ καθαρίσουν τὶς αἰσθήσεις γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δοῦν τὸ ἐκθαμβωτικὸ ἀναστάσιμο φῶς. Καλοῦνται ἐπίσης οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ, ὅλος ὁ ὁρατὸς καὶ ὁ ἀόρατος κόσμος νὰ ἑορτάσει τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς Ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου.

Στὸν εἱρμὸ τῆς γ΄ Ὠδῆς ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος προτρέπει τοὺς πιστούς, ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες ἤπιαν νερὸ ἀπὸ τὴν ἄγονη πέτρα, νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, "πόμα καινόν" ποὺ εἶναι ὁ Ἀναστὰς Χριστός. Τὸ δεύτερο τροπάριο εἶναι ἴσως τὸ πιὸ πομπῶδες καὶ θριαμβευτικὸ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, « Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια, ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται». 

Ἡ Ὑπακοή, ποίημα ἀγνώστου ποιητῆ, παρουσιάζει ἀριστοτεχνικὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐπισκέψεως τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ τάφο τοῦ Κυρίου καὶ τὸν περίφημο διάλογο αὐτῶν μὲ τὸν ἄγγελο τῆς Ἀναστάσεως.

Στὴν γ΄ Ὠδὴ ὁ ποιητὴς ἀνατρέχει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸν προφήτη Ἀββακούμ, ὁ ὁποῖος προεῖδε τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἐπίσης στὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο τροπάριο τῆς ἴδιας Ὠδῆς ἀναφέρεται σὲ προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «ἐνιαύσιος ἀμνός» ὁ «βροτὸς ἀμνός», ὁ «ἄμωμος καὶ ἄγευστος κηλίδος» τοῦ ἑβραϊκοῦ πάσχα. Προτρέπονται ἐπίσης οἱ πιστοὶ νὰ σκιρτήσουν ἀπὸ χαρά, ὅπως «Ὁ θεοπάτωρ Δαυὶδ πρὸ τῆς σκιώδους κιβωτοῦ», διότι «ἀνέστη Χριστὸς ὡς παντοδύναμος».

Στὴν ε΄ Ὠδή μᾶς προτρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἅγιες μυροφόρες καὶ ὅπως ἐκεῖνες, «Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέως καὶ ἀντὶ μύρου τὸν ὕμνον προσοίσομεν τῷ Δεσπότῃ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀνατέλλει χάριν κάθε ζωῆς. Στὸ γ΄ τροπάριο τῆς ἴδιας Ὠδῆς προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ προσέλθουν «λαμπαδηφόροι» γιὰ νὰ συνεορτάσουν «ταὶς φιλεόρτοις τάξεσι» τὸ σωτήριο Πάσχα τοῦ Θεοῦ.

Στὴν στ΄ Ὠδὴ ὁ ἱερὸς ποιητὴς ἀναφέρεται στὴ θαυμαστὴ προτύπωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὸ πρόσωπο καὶ τὰ παθήματα τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ. Στὸ δεύτερο τροπάριο παραλληλίζεται ἡ θαυμαστὴ μετὰ τόκον παρθενία τῆς Θεοτόκου μὲ τὴ θαυμαστὴ ἔγερση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν τάφο χωρὶς νὰ ἀφήσει ἴχνη. «Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῶα Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεὶς τῆς παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου…».

Ὑπέροχο εἶναι πραγματικὰ καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, ποίημα τοῦ μεγάλου ποιητῆ τῶν κοντακίων Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ (στ΄ αἰών.). «Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε…» καὶ ὁ οἶκος «Τὸν πρὸ ἡλίου Ἥλιον…» Σὲ αὐτὰ ὑμνεῖται ἡ μεγάλη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη καὶ τὸ μεγάλο θάρρος τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες πῆγαν στὸν ζωήβρυτο τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχαν τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ δοῦν πρῶτες τὸν Κύριο ἀναστάντα.

Ἡ ζ΄ καὶ η΄ Ὠδὴ γ΄, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀναφέρονται στὸ πάθος καὶ τὴ θαυμαστὴ διάσωση τῶν ἁγίων τριῶν Παίδων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Οἱ εὐλογημένοι ἐκεῖνοι Παῖδες εἶναι ξεκάθαρη προτύπωση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Αὐτὸς ποὺ ἔσωσε τοὺς ἀδίκως παθόντας Παῖδες ἀπὸ τὴν κάμινο τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης «γενόμενος ἄνθρωπος, πάσχει ὡς θνητὸς καὶ διὰ πάθους τὸ θνητὸν ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν». Τὸ δεύτερο τροπάριο τῆς ζ΄ Ὠδῆς εἶναι μιὰ καταπληκτικὴ νικητήρια ὠδή, «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾄδου τὴν καθαίρεσιν…». Ὑμνεῖται ἡ ἧττα τοῦ μεγαλυτέρου καὶ μέχρι τότε ἀνίκητου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ θανάτου, ποὺ εἶναι προϊὸν τῆς ἁμαρτίας. Στὸν εἱρμό της η΄ Ὠδὴς ἐξαίρεται ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὡς «Κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα…βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».

Ἡ θ΄ Ὠδὴ τοῦ περιφήμου αὐτοῦ κανόνα εἶναι τὸ ποιητικότερο μέρος του. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ θ΄ Ὠδὴ τῶν κανόνων εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο. Σ’ αὐτὴ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἐπιστράτευσε ὅλο τὸ ποιητικὸ τοῦ ταλέντο καὶ συνέθεσε, ὑπὸ θεία ἔμπνευση φυσικά, τροπάρια ἄφθαστου μεγαλείου. Μὲ ἄκρατο λυρισμὸ ἀποκαλεῖ τὴν θεοδόχο Παρθένο νοητὴ «Νέα Ἱερουσαλήμ» καὶ «Σιὼν» καὶ τὴν προτρέπει νὰ φωταγωγηθεῖ, νὰ χορέψει καὶ νὰ χαρεῖ γιὰ τὴν ἔγερση τοῦ θείου τόκου Της. Στὸ δεύτερο τροπάριο ἐξαίρεται ἡ θεία καὶ φίλη γλυκύτατη ὑπόσχεση, πού μας ἔχει δώσει ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς καὶ εἶναι γιὰ μᾶς «ἄγκυρα ἐλπίδος», ὅτι θὰ εἴμαστε ἐνωμένοι μὲ Αὐτὸν στοὺς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ἐπίσης στὸ τρίτο τροπάριο ὑμνεῖται τὸ ἅγιο Πάσχα καὶ ὀνομάζεται μέγα καὶ ἱερότατο καὶ δέεται ὁ ποιητὴς στὴν Σοφία καὶ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀναστάντα Κύριο, νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μετάσχουμε «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλέιάς» Του.

Καταπληκτικὰ καὶ ποιητικὰ ἀριστουργήματα εἶναι ἐπίσης καὶ τὰ τέσσερα στιχηρὰ τῶν αἴνων, «Πάσχα ἱερὸν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται…», «Δεῦτε ἀπὸ θέας, γυναῖκες εὐαγγελίστριαι…», «Αἱ μυροφόραι γυναῖκες ὄρθρου βαθέως…» καὶ «Πάσχα τὸ τερπνόν…». Σὲ αὐτὰ ὑμνεῖται τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ πρωταγωνιστής του ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων μυροφόρων καθίστανται οἱ ἀψευδεῖς καὶ ἐνθουσιώδεις εὐαγγελίστριές της πιὸ εὐφρόσυνης ἀγγελίας ὅλων τῶν ἐποχῶν, «τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ». 

Τέλος στὸ θεσπέσιο δοξαστικὸ τῶν αἴνων «Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρινθῶμεν τῇ πανηγύρει…» καλούμαστε ὅλοι νὰ ἀφήσουμε τὴν κακία καὶ «ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει», γιὰ νὰ μπορέσουμε ἔτσι, μὲ ἕνα στόμα, νὰ ψάλλουμε ἄπειρες φορὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς στὰ μάτια, τὸ νικητήριο παιάνα μας, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοὶς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος».

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2015

Εκ της Ακολουθίας του Επιταφίου - Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου


01. Απολυτίκια «Ο ευσχήμων Ιωσήφ...», «Ότε κατήλθες...», «Ταις μυροφόροις γυναιξί...»
02. Η α' Στάση Των Εγκωμίων
03. Η β' Στάση Των Εγκωμίων
04. Η γ' Στάση Των Εγκωμίων
05. Καθίσματα «Σινδόνι καθαρά...», «Εξέστησαν χοροί...»
06. Η α' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
07. Η γ' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
08. Κάθισμα «Τον τάφον σου Σωτήρ...»
09. Η δ' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
10. Η ε' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
11. Η στ' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
12. Το Κοντάκιο, Ο Οίκος Και Το Συναξάριο
13. Η ζ' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
14. Η η' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
15. Η θ' Ωδή Του Κανόνος Μετά Της Καταβασίας
16. Μέλος Μ. Βασιλείου «Τον ήλιον κρύψαντα...»

Στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ Θρῆνο τῆς Παναγίας- Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός







Προοίμιον

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

Οἶκοι

α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
«Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις;
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ’κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ’ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θα ’φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ’πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

γ´
Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου,
ποὺ Σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἄς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

δ´
Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη
καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε,
Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε:
«Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ
παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω
τὸν Ἀδάμ;
Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς
πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε
Πὼς «θέλοντας ἔπαθεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ε´
Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι.
Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη».
Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο.
Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.
Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω.
Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς.
Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη,
ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

στ´
Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς,
μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα
σὰν τὸ Μάννα,
ὄχι στὸ ὅρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο,
εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου
ἄνθρωπος ἔγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σώζω.
Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαῖς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά:
«δέχεται θεληματικὰ τὸ Πάθος
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ζ´
«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου
Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα
πιὸ πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ.
Σπλάχνο, τί μοῦ λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ
δὲ γιατρεύεται;»
Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς.
Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν
πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε.
Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.
Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο
καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

η´
Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς,
καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ
πῶς λές,
«ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»;
Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ
κρεββάτι βαστώντας.
Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε,
ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω,
ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε.
Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων.
Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι,
τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»

θ´«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,
καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης.
Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή,
ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν
Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ
καὶ λυπήσου τὴν Εὔα, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ι´
Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία
ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα
κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του κλαίει.
Καὶ ἡ Εὔα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη,
γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό τοῦ Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾶς
καὶ τὴν Εὔα συγχώρεσε, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ια´
Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Της ἀπάντησε:
«Κύριέ μου,
ἂν ἀκόμα μιὰ φορὰ Σοῦ μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης.
Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα
αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα.
Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῆς σὲ μένα;
Ἂν πᾶς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα θὰ Σὲ ξαναδῶ;
Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο
γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ,
θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποῦ εἶναι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιβ´
Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα
πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία:
«Ἔχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῆς μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα
καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι του ἔχυσα.
Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου.
Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὔα ἐτότες, Μητέρα,
ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης:
«Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιγ´Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῆς,
Πὼς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο
ὅπου εὑρίσκονται
καὶ τὶς πληγὲς τους θεραπεύω
καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία.
Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή.
Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαίρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν
τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα.
Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα
Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ ψέλνης ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιδ´
Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα,
καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα
τώρα βιάζομαι
νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι.
Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου
καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνήθηκε τὸ πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους
πώς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ
καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιε´
«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι
καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι
καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό,
ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα.
Ἄσε με τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω.
Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ,
μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται
οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν.
Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε
Πὼς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο».
Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή;
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιστ´Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα,
οὔτε καὶ νὰ φοβηθῆς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου,
γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι.
Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ
τοῦ πῶ.
Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν.
Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν.
Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν.
Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρύσης, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς,
κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιζ´
Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου
καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ
βάθος τῆς σοφίας.
Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες.
Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ
σώσης τοὺς ἀνθρώπους.
Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες.
Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτή, καὶ
ὅλους ἐλευθέρωσες.
Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχης καὶ ὅταν δὲν πάσχης.
Ἐσύ ’σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σώζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ
Τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει:
«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».

Πέμπτη, Απριλίου 09, 2015

Το φοβερό μίσος των Εβραίων προς των Ιησού Χριστό, μέσα από τα Τροπάρια της Μεγάλης Πέμπτης (που προσπαθούν να απαγορέψουν)

Το φοβερό μίσος των Εβραίων προς των Ιησού Χριστό, μέσα από τα Τροπάρια της Μεγάλης Πέμπτης (που προσπαθούν να απαγορέψουν)
 
Παρότι το Κ.Ι.Σ (Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο) και διάφορες άλλες εβραϊκές οργανώσεις έχουν προσπαθήσει να τα απαγορέψουν (κάτι που πέτυχαν με τα ενοχλητικά για εκείνους Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής), εντούτοις τα ακόλουθα τροπάρια ψάλλονται σήμερα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπενθυμίζοντας στους πιστούς το μίσος, τον φθόνο, την κακία και την αχαριστία των Ιουδαίων προς τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. Επίσης, απαντούν στις «απορίες» ορισμένων «θεολόγων» για το ποιος σταύρωσε τον Κύριο και αποστομώνουν όσους έχουν το θράσος να μιλάνε για «αντισημιτισμό». Προσέξτε τα «κοσμητικά επίθετα» που χρησιμοποιούν οι Άγιοι Υμνογράφοι για τον «εσμό των θεοκτόνων», δηλαδή «τα γένη των Εβραίων».
Αναλυτικά, όπως τα βρήκαμε εδώ:
Ἀντὶ ἀγαθῶν, ὧν ἐποίησας Χριστέ, τῷ γένει τῶν Ἑβραίων σταυρωθῆναί σε κατεδίκασαν, ὄξος καὶ χολήν σε ποτίσαντες. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι οὐ συνῆκαν, τὴν σὴν συγκατάβασιν.

Ἐπὶ τῇ προδοσίᾳ οὐκ ἠρκέσθησαν Χριστὲ τὰ γένη τῶν Ἑβραίων, ἀλλ' ἐκίνουν τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, μυκτηρισμὸν καὶ χλεύην προσάγοντες. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Οὔτε γῆ ὡς ἐσείσθη, οὔτε πέτραι ὡς ἐρράγησαν, Ἑβραίους ἔπεισαν, οὔτε τοῦ Ναοῦ τὸ καταπέτασμα, οὔτε τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε· οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τὰ ἔθνη, κᾀκεῖνα με δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, κᾀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Σήμερον τοῦ Ναοῦ τὸ καταπέτασμα, εἰς ἔλεγχον ῥήγνυται τῶν παρανόμων· καὶ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας, ὁ ἥλιος κρύπτει, Δεσπότην ὁρῶν σταυρούμενον.

Τὸ ἄθροισμα τῶν Ἰουδαίων, τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσαντο, σταυρωθῆναί σε Κύριε· αἰτίαν γὰρ ἐν σοὶ μὴ εὐρόντες, τὸν ὑπεύθυνον Βαραββᾶν ἠλευθέρωσαν, καὶ σὲ τὸν Δίκαιον κατεδίκασαν, μιαιφονίας ἔγκλημα κληρωσάμενοι. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, τὸ ἀνταπόδομα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Μὴ ὡς Ἰουδαῖοι ἑορτάσωμεν· καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς ὁ Θεός, ἀλλ' ἐκκαθάρωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, καὶ εἰλικρινῶς δεηθῶμεν αὐτῷ. Ἀνάστα Κύριε, σῶσον ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος.

Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον, πρὸς Πιλᾶτον ἐμμανῶς, ἀνακράζων ἔλεγε· Σταύρωσον, Χριστὸν τὸν ἀνεύθυνον. Βαραββᾶν δὲ μᾶλλον οὗτοι ᾐτήσαντο. Ἡμεῖς δὲ φθεγγόμεθα, Λῃστοῦ τοῦ εὐγνώμονος, τὴν φωνὴν πρὸς αὐτόν. Μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.
Ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή, ἐπέστη Χριστέ σοι, καὶ ὡς ἄδικον εἷλκε, τὸν Κτίστην τῶν ἁπάντων, ὃν μεγαλύνομεν.

Νόμον ἀγνοοῦντες οἱ ἀσεβεῖς, φωνὰς Προφητῶν τε, μελετῶντες διακενῆς, ὡς πρόβατον εἷλκον, σὲ τὸν πάντων Δεσπότην, ἀδίκως σφαγιάσαι· ὃν μεγαλύνομεν.

Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον, πληγέντες, αὐτοφθόνῳ κακίᾳ τὸν φύσει Ζωοδότην, ὃν μεγαλύνομεν.

Ἐκύκλωσαν κύνες ὡσεὶ πολλοί, ἐκρότησαν, Ἄναξ, σιαγόνα σὴν ῥαπισμῷ, ἠρώτων σε, σοῦ δέ, ψευδῆ κατεμαρτύρουν, καὶ πάντα ὑπομείνας, ἅπαντας ἔσωσας.

Δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν, ὁ πρωτότοκος υἱός μου Ἰσραήλ, ἐμὲ ἐγκατέλιπε, πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον, ἐμὲ ἐπὶ ξύλου ἐσταύρωσε, τὸν δὲ Βαραββᾶν ᾐτήσατο, καὶ ἀπέλυσεν· ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ, καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε· σὺ δὲ Ἰσραὴλ οὐκ ἐνετράπης, ἀλλὰ θανάτῳ με παρέδωκας. Ἄφες αὐτοῖς Πάτερ ἅγιε· οὐ γὰρ οἴδασι τί ἐποίησαν.

Λαὸς δυσσεβὴς καὶ παράνομος, ἵνα τί μελετᾷ κενὰ; ἵνα τί τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, θανάτῳ κατεδίκασε; Μέγα θαῦμα! ὅτι ὁ Κτίστης τοῦ Κόσμου, εἰς χεῖρας ἀνόμων παραδίδοται, καὶ ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος, ἵνα τοὺς ἐν ᾍδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ, κράζοντας· Μακρόθυμε Κύριε δόξα σοι.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην








π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον Ι           
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ    
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.                                                                      Οἶκοι              
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
                           Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις       παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Κυριακή, Απριλίου 05, 2015

Εκ της Ακολουθίας του Νυμφίου της Αγίας και Μεγάλης Δευτέρας εκ της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

01. «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου...», «Αλληλούια» [4.12]
02. «Ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτον...», «Αλληλούια» [0.53]
03. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» (Αργό) [6.11]
04. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» (Σύντομο) [2.07]
05. «Τα πάθη τα σεπτά...» [2.26]
06. «Αόρατε κριτά...» [2.24]
07. «Των παθών του Κυρίου τας απαρχάς...» [4.47]
08. Η α' ωδή του Κανόνος μετά της Καταβασίας [3.40]
09. Το Κοντάκιο, ο Οίκος και το Συναξάριο [2.14]
10. Η η' ωδή του Κανόνος μετά της Καταβασίας [5.12]
11. Η θ' ωδή του Κανόνος μετά της Καταβασίας [4.15]
12. «Τον νυμφώνα Σου βλέπω...» [3.37]
13. «Πάσα πνοή...», «Αινείτε...» [4.16]
14. «Ερχόμενος ο Κύριος...» [3.15]
15. «Φθάσαντες πιστοί...» [1.35]
16. «Κύριε, ερχόμενος προς το πάθος...» [5.02]
17. «Κύριε, προς το μυστήριον το απόρρητον...», «Κύριε, τα τελεώτατα φρονείν...» [4.37]
18. «Της ξηρανθείσης συκής...» [1.38]
19. «Δευτέραν Εύαν την Αιγυπτίαν...» [3.34]

Ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος : Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ὕμνοι στὸ πρωτότυπο καὶ σὲ μετάφραση Ἀνδρέα Θεοδώρου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος», 
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας
Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Μεγάλη Δευτέρα

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Ἀλληλούϊα.
Ἀπὸ τὴν προχωρημένη νύχτα εἶναι ξάγρυπνο τὸ πνεῦμα μου, στραμμένο σ' ἐσένα ὁ Θεός, γιατί τὰ προστάγματά σου εἶναι φῶς καθοδηγητικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν ἐπάνω στὴ γῆ. Δοξολογεῖτε τὸ Θεό.

***

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα• ἀνάξιὸς δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε, οὗν ψυχή μου μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς• ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, προστασίαις τῶν Ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς». 
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει• ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς• σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).

***

«Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ• Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι• ὁ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ δρακὶ περιέχων καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον».
Τὰ πάθη (τοῦ Κυρίου) τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα (ἡ Μ. Δευτέρα) προβάλλει μὲ λαμπρότητα στὸν κόσμο σὰν φῶτα σωτήρια καὶ λυτρωτικά. Διότι ὁ Χριστὸς σπεύδει πρόθυμα νὰ ὑποστεῖ τὸ πάθος ἀπὸ ἀγαθότητα. Αὐτός, ποὺ περικλείει τὰ σύμπαντα στὴν παλάμη του, καταδέχεται νὰ κρεμαστεῖ στὸ ξύλο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.

***

«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὗν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ἄσμασιν• ὁ γὰρ κτίστης ἔρχεται σταυρὸν καταδέξασθαι, ἐτασμοὺς καὶ μάστιγας, Πιλὰτῳ κρινόμενος• ὅθεν καὶ ἐκ δούλου ραπισθεὶς ἐπὶ κόρρης, τὰ πάντα προσίεται, ἵνα σώση τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο βοήσωμεν• Φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων δώρησαι τὴν ἄφεσιν τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τὰ ἄχραντα πάθη σου».

Τὴν ἔναρξη τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ σημερινὴ ἡμέρα προβάλλει μὲ λαμπρότητα. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅσοι ἀγαπᾶτε τὶς γιορτές, νὰ προϋπαντήσουμε μὲ ᾄσματα (τὸν Κύριο). Διότι ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων ἔρχεται νὰ ὑποστεῖ τὸ σταυρικὸ θάνατο, νὰ ἀνακριθεῖ (σὰν κακοῦργος) καὶ νὰ μαστιγωθεῖ, δικαζόμενος ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Ἔτσι, δεχτεῖς ράπισμα στὸ πρόσωπο ἀπὸ δοῦλο, ὅλα τὰ ὑπομένει γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Γιαυτὸ ἂς φωνάξουμε• φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, χάρισε τὴν ἄφεση τῶν πταισμάτων σ' αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη προσκυνοῦν τὰ ἄχραντα πάθη σου.

***

«Διακονῆσαι αὐτὸς ἐλήλυθα, οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργὸς ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ, ὁ πλουτῶν θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ ψυχὴν ἀντίλυτρον ὁ ἀπαθὴς θεότητι».
Ἐγώ, ὁ τέλειος Θεός, ἔχω ἔλθει στὴ γῆ γιὰ νὰ ὑπηρετήσω αὐτόν, τοῦ ὁποίου τὴ μορφὴ φέρω ὡς Πλαστουργὸς μὲ τὴ θέλησή μου, δηλαδὴ τὴ μορφὴ τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ πτώση τοῦ πτώχευσε ἀπὸ τὰ θεῖα του χαρίσματα. Παρόλο ποὺ εἶμαι ἀπαθὴς Θεός, ἦλθα γιὰ νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου ὡς λύτρο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ παραβάτη.

***

«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ• λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
Τὸ νυφικό σου θάλαμο βλέπω, Σωτῆρα μου, στολισμένο καὶ δὲν ἔχω ἔνδυμα γιὰ νὰ εἰσέλθω σ' αὐτόν• κάνε σύ, Κύριε, ποὺ χορηγεῖς τὸ φῶς, λαμπρὴ τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσε μὲ (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία).

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Νίκος Τσιρώνης, "Πώς των ρημάτων μου αμνημονείτε;"


«ΠΩΣ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΜΟΥ ΑΜΝΗΜΟΝΕΙΤΕ;»
Τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἀκοῦμε τό ἀκόλουθο στιχηρό ἰδιόμελο: «Κύριε, ἐρχόμενος πρός τό πάθος, τούς ἰδίους στηρίζων μαθητάς ἔλεγες, κατ’ ἰδίαν παραλαβών αὐτούς· Πῶς τῶν ρημάτων μου ἀμνημονεῖτε, ὧν πάλαι εἶπον ὑμῖν, ὅτι προφήτην πάντα οὐ γέγραπται εἰ μή ἐν Ἱερουσαλήμ ἀποκτανθῆναι; Νῦν οὖν καιρός ἐφέστηκεν, ὅν εἶπον ὑμῖν· ἰδού γάρ παραδίδομαι ἁμαρτωλῶν χερσίν ἐμπαιχθῆναι, οἵ καί σταυρῷ προσπήξαντες, ταφῆ παραδόντες, ἐβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν. Ὅμως θαρσεῖτε· τριήμερος γάρ ἐγείρομαι εἰς ἀγαλλίασιν πιστῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον».

Ὁ Διδάσκαλος εἶχε ἐγκαίρως ἐνημερώσει τούς μαθητές Του γιά τό ἑκούσιο πάθος Του καί τήν ἀνάστασή Του. «Ἀπό τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτόν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καί πολλά παθεῖν ἀπό τῶν πρεσβυτέρων καί ἀρχιερέων καί γραμματέων καί ἀποκτανθῆναι, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι» (Ματθ. 16 21). «Καί ἀναβαίνων ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα παρέλαβε τούς δώδεκα μαθητάς κατ’ ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ, καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι καί σταυρῶσαι, καί τῇ τρίτη ἡμέρα ἀναστήσεται» (Ματθ. 20 17-19). «Καί ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσε ὁ Ἰησοῦς πάντας τούς λόγους τούτους εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· οἴδατε ὅτι μετά δύο ἡμέρας τό πάσχα γίνεται, καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τό σταυρωθῆναι» (Ματθ. 26 1-2).
Ὅπως προκύπτει ἀπό τά παρατιθέμενα ἐδάφια, ὄχι μία φορά ἀλλά ἐπανειλημμένως ὁ Κύριος τούς εἶχε προειδοποιήσει γιά τά μέλλοντα. Καί δέν τό ἀναφέρει μόνον ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ἀνάλογη ἐνημέρωση διαβάζουμε καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές (Μάρκ. 10 33, Λουκᾶ 18 31 καί Ἰωάν. 3 14). Ἐκτός ἀπό τούς Εὐαγγελιστές ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος ἀπό τούς ἀγγέλους στό κενό μνημεῖο πρός τίς Μυροφόρες. «Μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὤν ἐν τῇ Γαλιλαία, λέγων ὅτι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καί σταυρωθῆναι καί τῇ τρίτη ἡμέρα ἀναστῆναι· καί ἐμνήσθησαν τῶν ρημάτων αὐτοῦ» (Λουκᾶ 24 6-8). Γιά νά εἶναι προετοιμασμένοι, νά μή σκανδαλισθοῦν, νά μή κλονισθοῦν, γιά νά μή ταραχθεῖ ἡ καρδιά τους (Ἰωάν. 14 1).
Οἱ Μαθητές δέν εἶχαν μόνον λησμονήσει τά ρήματα τοῦ Διδασκάλου. Ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη, ἔβλεπαν τόν Κύριο σάν ὑποψήφιο κοσμικό ἄρχοντα πού θά ἐλευθέρωνε τό ἔθνος τους ἀπό τούς ξένους κατακτητές. Τό ὁμολογοῦν οἱ δύο Μαθητές οἱ συμπορευόμενοι μέ τόν Ἄγνωστο πρός Ἐμμαούς μετά τήν Ἀνάσταση: «ἡμεῖς δέ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ» (Λουκᾶ 24 21). Εἶχαν προηγηθεῖ οἱ Πέρσες, οἱ  Ἕλληνες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τῶν διαδόχων του καί τώρα εἶχαν ἀφέντες τούς Ρωμαίους. Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης ἐζήτησαν: «… δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξη σου» (Μάρκ. 10 27, Ματθ. 20 20). Καί οἱ ἄλλοι Μαθητές τό ἴδιο φρόνημα εἶχαν διότι «ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περί τῶν δύο ἀδελφῶν» (Ματθ. 20 24). Μέ τήν ἐμπειρία τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ ἡ ἀντίληψη αὐτή μᾶλλον ἐμπεδώθηκε, οἱ προσδοκίες μεγάλωσαν, καί ἡ ἀνατροπή πού ἐπῆλθε ἀσφαλῶς ἔκανε πιό ἔντονη τήν ἀπογοήτευση, τήν θλίψη, τόν πόνο.
Ἔχοντας λησμονήσει τήν προειδοποίηση τοῦ Διδασκάλου, βρέθηκαν ἀπροετοίμαστοι γιά τήν ὄντως μεγάλη δοκιμασία πού ἀντιμετώπισαν. Εἶχαν λησμονήσει καί τήν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου γιά τήν ἀνάστασή Του καί βρέθηκαν χωρίς ἄγκυρα πίστεως καί ἐλπίδας στόν κλύδωνα.
Στό πρόσωπο τῶν Μαθητῶν ἀναγνωρίζουμε τόν ἑαυτόν μας. Πόσες φορές στή ζωή μας δέν συλλαμβάνουμε τόν ἑαυτόν μας νά ἔχει λησμονήσει τά ρήματά Του; Ἔτσι ἀπελπιζόμαστε ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι ἀδυνατοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα πάθος. Αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι μπροστά σέ διάφορους πειρασμούς, διάφορες ἀπειλές. Λησμονοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι παντοδύναμος καί πανάγαθος, θέλει τήν πνευματική μας προαγωγή. Ἡ Χάρη Του εἶναι διαθέσιμη. Λησμονοῦμε τό «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» τοῦ Ἀπ. Παύλου (Φιλ. 4 13). Στή δίνη τῶν παθῶν, τῶν πειρασμῶν δέν εἴμαστε μόνοι. Ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαιώνει: «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ.  28 20). Δυστυχῶς λησμονοῦμε καί τήν σχετική ἐμπειρία μας καί δειλιάζουμε.
Μᾶς βρίσκουν ἀσθένειες, γίνονται εἰς βάρος μας ἀδικίες, πολεμική, κατατρεγμοί. Ὁ κόσμος ὅπου ζοῦμε «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α’ Ἰωάν. 5 19). Ἄρχοντάς του ὁ διάβολος. Ἡ βασιλεία τοῦ κακοῦ ἔχει μέσα μας ἀποικία, προγεφύρωμα πού πρέπει νά ἐξαλείψουμε. Ἔχουμε προειδοποιηθεῖ: «… εἴ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰωάν. 15 20). «… ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλά θαρσεῖτε· ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. 17 33).
Ἔχουμε ἀκόμη προειδοποιηθεῖ καί γιά τήν «ἐξουδετέρωση» ἀπό τήν ὁποία «κινδυνεύουν» τά ρήματά Του. Μέ τήν παραβολή τοῦ σπορέως. Μέ δράση τοῦ ἐχθροῦ, ἄμεση καί ἔμμεση διά τῶν ὀργάνων του καί ὁπωσδήποτε μέ τήν δική μας παθητική ἤ ἐνεργητική σύμπραξη «ἐξουδετερώνονται» τά ρήματά Του.
Τά ρήματά Του τροφή τῆς ψυχῆς μας, φῶς στή διάνοιά μας, κριτήριο τῶν κινήτρων, προθέσεων, ἐνεργειῶν μας. Στόν διμέτωπο ἀγῶνα πού διεξάγουμε σάν ζωντανά μέλη τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, στήν ἐσωτερική ἀρένα καί στόν κοινωνικό στίβο, τά ρήματά Του πυξίδα καί πολικός ἀστέρας, στήριγμα καί ἐλπίδα.
Νίκος Τσιρώνης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 152

Ἀπρίλιος 2015

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...