Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ανανίας Κουστένης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ανανίας Κουστένης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

Εις την Σύναξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἰωάννου


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀνανία Κουστένη
Στὶς 7 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν Σύναξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Εἶναι ἡ ἀρχαιότερη γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ ἦλθε Θεόθεν. Ὁ Θεὸς φώτισε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὅρισαν τὴν ἑπόμενη τῶν Θεοφανείων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος της Ἐκκλησίας μας. Ἡ Παναγία δὲν συγκρίνεται, βέβαια. Ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικν». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔνσαρκη. Ὁ φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ κῆρυξ τῆς μετανοίας. Ἡ φιλέρημος τρυγῶν. Σ’ ὁποια ἐρημιὰ κι ἂν εἴμαστε, καὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν, ὑπάρχει ἐκεῖ πάντοτε, νὰ τὸ ξέρομε αὐτό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ μᾶς συντροφεύει. Μᾶς κάνει καὶ μᾶς κρατᾶ τὴν καλύτερη παρέα καὶ τὴν καλύτερη συντροφιά.
Γι’ αὐτό, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εὐρισκόμενος  στὴν πολύβουη Ἀθήνα τῆς πλουτοκρατίας κλπ, ἐνθυμεῖτο περισσότερο τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο τῆς Σκιάθου. Ποῦ τὸν ἔλεγαν Ἀσέληνο, θὰ ’ταν σὲ κάποιο σημεῖο, ποὺ δὲν τὸ ’βλεπε οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε καὶ ἡ σελήνη. Καὶ τοῦ λέει σ’ ἕνα ὡραῖο ποίημα, μὲ τὸν ἴδιο τίτλο: «Ἀπὸ τὴν ἐρημία σου Ἄϊ μου Γιάννη/ ποὺ ἤχησε τὸ πάλαι ἡ φωνή σου/θυμήσου μας...
κ’ ἐμᾶς κ’ ἐμᾶς λυπήσου/ ποὺ λυώνομε μέσα σὲ μία ἐρημία/ γεμάτη ἀπὸ πληθυσμὸν ἀνθρώπινον.» Τί ὡραία! Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε μόνοι στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Τυπικὰ μόνοι μπορεῖ. Ὑπαρξιακά, ὅμως, ὄχι. Εἶναι κοντά μας ὁ σαρκωθεῖς, κοντά μας ἡ Ἁγία Τριάς, πολλῶ μᾶλλον, κοντά μας ἡ Παναγία, ὁ ἄη Γιάννης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, τὰ πνεύματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων. Κι ὅσοι μᾶς ἀγαποῦν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται ἐπὶ τῆς γς. Γι’ αὐτὸ δὲν εἴμαστε καθόλου μόνοι. Μόνο νὰ προσευχόμεθα καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμεθα καὶ εἴμεθα «ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων.» Ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους. Καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.
Τὴν ἴδια μέρα, 7 Ἰανουάριου πάντα, γιορτάζει καὶ ἡ μετένεξις, ἡ μεταφορά, δηλαδή, τῆς Τιμίας χειρὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ χρόνια το Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β’, τοῦ υἱοῦ του, Πορφυρογέννητου κι αὐτοῦ, τὸν 10ο  αιώνα. Εἶχε ταφεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴ Σεβαστή. Μία πόλη, ἐκεῖ κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, στὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶναι κοντὰ αὐτά, καὶ πῆγε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς κι ἐπῆρε τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Κι αὐτὸς γράφει τὰ περισσότερα γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας.
Τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Τὶς Συριάδες  Ἀθῆνες, ποὺ προῆλθε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ ’κε. Κι ἐκεῖ τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου μας Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἔκανε πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Ξεκλείδωνε ψυχές. Τὶς ἔφερνε στὸν Χριστό. Τὶς ἔβγαζε ἀπ’ τὴν ἁμαρτία, δίνοντας μετάνοια καὶ χάρη. Καὶ θαυματουργοῦσε παντοιοτρόπως. Ἔβγαζε δαιμόνια, θεράπευε ἀρρώστους, σήκωνε παράλυτους, καὶ ἔδινε, προπαντός, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.
Ἐκεῖ στὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας, λέει τὸ ταπεινὸ καὶ Ἱερὸ Συναξάριο τῆς 7ης  Ιανουαρίου, ἦτο κι ἕνας μεγάλος δράκοντας. Τὸν ὁποῖο ὁ κόσμος ἐκεῖ ὁ ἁπλός, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ μὴ χριστιανοί, δηλαδή, τοῦ ἀπένεμαν λατρεία. Τὸν εἶχαν θεό. Καὶ τοῦ πρόσφεραν κάθε χρόνο θυσία, μὲ θύμα ἕναν ἄνθρωπο. Ἔριχναν κλῆρο κι ὁποῖος τύχαινε. Μία χρονιὰ ἔτυχε, λοιπόν, ἡ κόρη ἑνὸς χριστιανοῦ, νὰ τὴν ρίψουν στὸν δράκοντα, νὰ τὴν φάγει. Ἐκεῖνος στενοχωρήθηκε. Δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Παρακαλοῦσε, λοιπόν, τὸν Θεό, τὸν Χριστό μας, καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη. Καὶ τὴν παραμονὴ αὐτῆς τῆς φοβερῆς καὶ θεοστυγοὺς πράξεως, πῆγε καὶ προσκύνησε τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου. Καὶ καθὼς προσκυνοῦσε, δάγκωσε καὶ ἔκοψε, ἢ πῆρε, μᾶλλον, μὲ τὸ στόμα του τὸν ἀντίχειρα. Δὲν τὸν κατάλαβε κανείς.
Τὴν ἄλλη μέρα, κρατώντας στὸ χεράκι του κρυφὰ τὸν ἀντίχειρα τοῦ μεγάλου Βαπτιστοῦ, πῆγε τὴν κόρη του στὸ μέρος ποὺ ἤρχετο ὁ δράκων, γιὰ νὰ τὴν φάει. Κι εἶχε μαζευτεῖ πολὺς κόσμος ἀπὸ περιέργεια, —τί ἄχαρο θέαμα καὶ τί σκληρὴ πράξη!— καὶ περίμεναν ὅλοι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐγίνετο αὐτὸ τὸ κακό. Καὶ καθὼς ἤρχετο ὁ δράκων καὶ ὁρμοῦσε πάνω στὸ θύμα του, τρέχει μπροστὰ ὁ πατέρας κι ἐνῶ εἶχε ἐκεῖνος ἀνοίξει τὸ στόμα του νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη, τοῦ ρίχνει μέσα στὸ στόμα, σημάδεψε, καὶ τοῦ ρίχνει τὸν ἀντίχειρα τοῦ μεγάλου Προδρόμου. Καὶ τί γίνεται; Ἐκεῖνος ἔσκασε καὶ ἐχάθη. Συγκινήθηκαν ὅλοι. Καὶ περισσότερο ὁ πατέρας. Καὶ πιὸ πολὺ ἡ κορούλα του. Χάρηκαν τόσο πολύ. Δόξασαν καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν μεγάλο Πρόδρομό Του, τὸν Χριστό μας. Καὶ τὸν μεγάλο Πρόδρομο. Πανηγύρισαν. Ἀλάλαξαν. Πολλοὶ εἰδωλολάτραι ἔγιναν χριστιανοί. Κι ὅλοι μαζὶ κι ὁ εὐεργετηθεῖς πατέρας περισσότερο, πῆραν πέτρες καὶ φτειάξανε μία μεγάλη ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Εἶχαν μάθει τὰ θαύματα κι οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου. Καὶ περισσότερο οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ρωμανὸς Πορφυρογέννητοι. Καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ χάρηκε πολὺ ποὺ τὸν ἤθελαν καὶ στὴ Βασιλεύουσα. Καὶ τί κάνει; Σ’ ἕναν ἑσπερινὸ καὶ καθς ἔκαναν οἱ πατέρες στὸ ναὸ ἐκεῖ ἁγιασμό, στὸ ναὸ ποῦ ἦταν τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου, τί κάνει ὁ ἅγιος; Φωτίζει καὶ σπρώχνει, θὰ λέγαμε, ἕνα διάκονο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τὸν Ἰώβ, καὶ τί κάνει; Καθς ἦταν ὅλοι ἐκεῖ στὸν ἁγιασμὸ προσηλωμένοι καὶ προσευχόμενοι, πάει καὶ ἁρπάζει, λέει τὸ Συναξάριο, ἁρπάζει τὸ χέρι τοῦ ἁγίου καὶ τὸ φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑπάρχει καὶ καλὸς ἁρπαγμός. Καὶ καλὴ κλοπή.
Καὶ τώρα ὁ ἄη Γιάννης ἤθελε νὰ πάει τὸ χέρι του ἐκεῖ καὶ πῶς νὰ τὸ κάνει; Βάζει τὸν ἄνθρωπο: «Ἄντε πήγαινε καὶ κᾶνε τὸ αὐτό.» Καὶ ὄντως ἔφθασε τὸ χεράκι τοῦ ἁγίου ἀνήμερα στὴ Σύναξή του. Στὴ χάρη του. Ἑπτὰ Ἰανουαρίου. Ἔφθασε. Μυστικὰ ἔφθασε. Τὸ ’φερε μυστικὰ ὁ ἄνθρωπος. Μὴν τὸν γνωρίσουν καὶ τὸν τρέξουνε πίσω καὶ τοῦ πάρουν τὸ χέρι. Ἤτανε μεγάλος θησαυρός. «Τὴν χείρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…», ποὺ λέει στὴν ἐννάτη ὥρα τὸ Δοξαστικόν, καὶ τὸ ἔψαλε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκοιμήθη μὲ αὐτό.
Τὸ ἔμαθαν οἱ αὐτοκράτορες καὶ βγῆκαν. Προϋπάντησαν τὸν μεγάλο Βαπτιστή. Ἔπεσαν κάτω στὴ γῆ, κλαίγανε, ἔκλαιγε ὁ κόσμος, ἦταν μεγάλη, ἔτσι, ἐκδήλωση χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης καὶ ὑποδοχῆς γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, τὸν μείζονα τῶν προφητῶν. Καὶ τὸ πῆραν στὰ χέρια τους. Στὸ χέρι τους οἱ αὐτοκράτορες. Καὶ ποῦ τὸ πῆγαν; Στὸ παλάτι. Στὸν ναὸ τοῦ παλατιοῦ. Κι ἐκεῖ: «Εὐχαριστοῦμε, ἅγιε Ἰωάννη, ποὺ ἄκουσες, εἶδες τὴν ἐπιθυμία μας κι ἄκουσες τὴ δέησή μας καὶ μᾶς ἦλθες μόνος, κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ κάθε χρόνο, στὶς 7 Ἰανουαρίου, ὅσο ἤσαν οἱ αὐτοκράτορες στὴν ἀθάνατη Κωνσταντινούπολή μας, γιόρταζαν τὴν μετένεξη, τὴ μεταφορά, δηλαδή, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Καὶ εἶναι στὸ Μηναῖο καὶ τὸ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς. Τί ὄμορφο εἶναι! Τί καλὸ εἶναι! Χρόνια πολλὰ καὶ σ’ ὅσους ἑορτάζουν.

(Ἀρχιμ. Ἀνανίας Κουστένης, Χειμερινὸ Συναξάρι, τ. Α΄, σ.134-140)

το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2016

π.Ἀνανίας Κουστένης: «Χτυπᾶν τὴν Ἐκκλησία, χτυπᾶν τὴν Πατρίδα γιὰ νὰ φέρουν τὴν παγκοσμιοποίηση, ἀλλὰ θὰ ΄ρθεῖ ἡ ὥρα ποὺ θά λειτουργήσει καὶ ὁ “Παπαφλέσσας”»!




Ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης σὲ μία συγκλονιστικὴ ὁμιλία ἐπίκαιρη ὅσο ποτέ, ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τοῦ Μεγάλου Κανόνος καὶ τῆς μετανοίας, περνᾶ στὴν παρουσίαση τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, μέσα στὸ Ἑλληνικό μας Ἔθνος. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στὴν Τουρκοκρατία ποὺ περάσαμε ἀλλὰ καὶ στὴ νέα Τουρκοκρατία ποὺ βιώνουμε σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες. Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά τὸν μεγάλο Ἱεράρχη Ἐθνομάρτυρα Ἀνανία, τόν πρόδρομο τοῦ 1821. Καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους νὰ ξυπνήσουμε, νὰ πάρουμε ἀπὸ τὸ μέγα φῶς τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ γένους μας. Ἡ ὁμιλία πραγματοποιήθηκε στὶς 15/04/05.
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαΐου 10, 2015

Ξέρετε γιατί διαβάζουμε τα μαρτύρια των Αγίων;

9def184b9a109d0e4b6b43a5aa0ea52d_L
Για να ιδούμε, τι τραβούν οι Άγιοι.
Κι όταν λέμε τα Μαρτύρια του καθενός, οι Άγιοι χαίρονται, όχι χαίρονται και καμαρώνουν εγωιστικά.
Χαίρονται, ξέρετε γιατί; Εν Κυρίω.
Χαίρονται, που μπόρεσαν, με τη χάρη Του, και Μαρτύρησαν και υπέστησαν δεινά για τ Ονομα Του.
Κι όταν τα λέμε, χαίρονται οι Άγιοι. Αγάλλονται και λέν: Δόξα να χεις, Χριστούλη μου, που μας βοήθησες και Μαρτυρήσαμε για το Όνομα σου, είσαι μεγάλος ,είσαι σπουδαίος, είσαι δυνατός.
Γι αυτό λέει ο Παύλος ο μέγας: Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω.
Λοιπόν γι αυτό τα λέμε εδώ και χαίρονται οι Άγιοι.
Κι όταν θυμιάζομε το εικόνισμα τους, κι όταν βάζομε κεράκι, κι όταν ο,τιδήποτε άλλο κάνομε και τους τιμάμε, τους σκεπτόμεθα και τους επικαλούμεθα, ξέρετε τι χαρά κάνουν; Είναι τ αδέλφια μας, που πήγαν στον ουρανό και περιμένουν κι εμάς.
Δεν άνοιξε ο παράδεισος. Περιμένουν όλοι οι Άγιοι και οι μάρτυρες κι οι ασκηταί και οι υπόλοιποι, περιμένουν εμάς, γιατί; για να λάβομε όλοι μαζί τον αιώνιο μισθό μας είναι οικογένεια οι Άγιοι οικογένεια η Εκκλησία.
Περιμένουν εμάς!
Οπως ενας πατέρας και μάνα, πό χουν στείλει τα παιδιά τους στον πόλεμο, και γυρίζουν τα παιδιά, ένα- ένα, περιμένουν να ρθει και το τελευταίο, για να κάνουν το συμπόσιο της χαράς και της συναντήσεως και της διασώσεως έτσι.
Κι όταν Έχουμε πόνους, αρρώστειες, δεινά, ή “τάς διοκλητιανούς” των ανιάτων νόσους, ας σκεπτόμεθα τους Αγίους.
Ξέρετε τι κάνουν αυτοί τότε; Μας επισκέπτονται.
Σκέπτομαι και επισκέπτομαι, είναι μαζί. Το επι τα συνδέει και τι; μας παίρνουν τον πόνο, μας δίνουν υπομονή και μας προσφέρουν δύναμη.
Πηγή: Aπόσπασμα από το βιβλίο του πατρός Ανανίου Κουστένη, “Εαρινό Συναξάρι Α΄”, Εξομολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ

Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

Ξέρετε γιατί διαβάζουμε τα μαρτύρια των Αγίων;

Ξέρετε γιατί διαβάζουμε τα μαρτύρια των Αγίων;
Για να ιδούμε, τι τραβούν οι Άγιοι.
Κι όταν λέμε τα Μαρτύρια του καθενός, οι Άγιοι χαίρονται, όχι χαίρονται και καμαρώνουν εγωιστικά.
Χαίρονται, ξέρετε γιατί; Εν Κυρίω.
Χαίρονται, που μπόρεσαν, με τη χάρη Του, και Μαρτύρησαν και υπέστησαν δεινά για τ Ονομα Του.
Κι όταν τα λέμε, χαίρονται οι Άγιοι. Αγάλλονται και λέν: Δόξα να χεις, Χριστούλη μου, που μας βοήθησες και Μαρτυρήσαμε για το Όνομα σου, είσαι μεγάλος ,είσαι σπουδαίος, είσαι δυνατός.
Γι αυτό λέει ο Παύλος ο μέγας: Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω.
Λοιπόν γι αυτό τα λέμε εδώ και χαίρονται οι Άγιοι.
Κι όταν θυμιάζομε το εικόνισμα τους, κι όταν βάζομε κεράκι, κι όταν ο,τιδήποτε άλλο κάνομε και τους τιμάμε, τους σκεπτόμεθα και τους επικαλούμεθα, ξέρετε τι χαρά κάνουν; Είναι τ αδέλφια μας, που πήγαν στον ουρανό και περιμένουν κι εμάς.
Δεν άνοιξε ο παράδεισος. Περιμένουν όλοι οι Άγιοι και οι μάρτυρες κι οι ασκηταί και οι υπόλοιποι, περιμένουν εμάς, γιατί; για να λάβομε όλοι μαζί τον αιώνιο μισθό μας είναι οικογένεια οι Άγιοι οικογένεια η Εκκλησία.
Περιμένουν εμάς!
Οπως ενας πατέρας και μάνα, πό χουν στείλει τα παιδιά τους στον πόλεμο, και γυρίζουν τα παιδιά, ένα- ένα, περιμένουν να ρθει και το τελευταίο, για να κάνουν το συμπόσιο της χαράς και της συναντήσεως και της διασώσεως έτσι.
Κι όταν Έχουμε πόνους, αρρώστειες, δεινά, ή "τάς διοκλητιανούς" των ανιάτων νόσους, ας σκεπτόμεθα τους Αγίους.
Ξέρετε τι κάνουν αυτοί τότε; Μας επισκέπτονται.
Σκέπτομαι και επισκέπτομαι, είναι μαζί. Το επι τα συνδέει και τι; μας παίρνουν τον πόνο, μας δίνουν υπομονή και μας προσφέρουν δύναμη.
Aπόσπασμα από το βιβλίο του πατρός Ανανίου Κουστένη, "Εαρινό Συναξάρι Α΄"

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην








π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον Ι           
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ    
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.                                                                      Οἶκοι              
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
                           Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις       παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2015

Κυριακή Γ Νηστειών Τα πρωτεία στον Σταυρό.-Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης




Του Αρχιμανδρίτη  Ανανία Κουστένη.

Τα πρωτεία στον Σταυρό.

Τρίτη Κυριακή των νηστειών σήμερα, αγαπητοί, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η αγία μας Εκκλησία μας παρουσιάζει τον θησαυρό της, τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό, για να πάρουμε δύναμη και να εμψυχωθούμε, καθώς προχωρούμε στην έρημο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, για να φτάσουμε στην Σταυρωμένη Παρασκευή. Μας προετοιμάζει λοιπόν η αγία μας Εκκλησία, κατά τον καλύτερο και ψυχολογικότερο τρόπο. Και ακούμε στο Ευαγγέλιο το σημερινό τον Ίδιο τον Χριστό να μας λέγει: «Όποιος θέλει να Με ακολουθήσει, να αρνηθεί τον εαυτό του». Η θρησκεία μας στηρίζεται στη θέληση του ανθρώπου, στην ελευθερία, στο αυτεξούσιο, για αυτό έχει μια μεγάλη αρχοντιά και για αυτό κερδίζει όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και τι θα πει να αρνηθούμε τον εαυτό μας ακολουθώντας τον Χριστό; Πέσαμε στον Παράδεισο, χάσαμε την ελευθερία χάσαμε την αγάπη, χάσαμε την ομορφιά, και γινήκαμε μια πληγή και ένας θρήνος. Και αυτό λοιπόν που γινήκαμε, πρέπει να το αποβάλουμε, ακολουθώντας τον Χριστό. Και αυτό γίνεται φυσικά, πάντα με τη βοήθεια και με την Χάρη και με τη δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, τον Οποίο στη ζωή μας και εμείς καθώς ο Χριστός και τηρουμένων των αναλογιών, τον σηκώνουμε και ακολουθούμε τον Μεγαλομάρτυρα του Γολγοθά, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Έχει βάρος ο Σταυρός, έχει δυσκολία αλλά έχει και χαρά. Και «όποιου του μέλλει ανάσταση, τον Γολγοθά διαβαίνει», μας λέει ο ποιητής του περασμένου αιώνα. Και Σίμωνας Κυρηναίος είναι από κοντά η Χάρη του Χριστού. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν άρχισε την Επανάσταση, πήρε δύο ξύλα, δύο κλαριά δέντρου, και τα έκανε Σταυρό, Τον ύψωσε και φώναξε σε όλους: «Τα πρωτεία στον Σταυρό και δόξα στους σταυρωμένους όλων των αιώνων». Και είχε δίκιο. Ακολούθησε εκείνος και το γένος μας την πορεία του Σταυρού και είχε ως αποτέλεσμα την νίκη, την ανάσταση, και την παλιγγενεσία του έθνους μας, τα οποία γιορτάσαμε. Και στη συνέχεια πάλι τα πρωτεία στον Σταυρό. Μας λέει ο Χριστός για την αξία της ανθρώπινης ψυχής, της μιας ψυχής και όλων των ψυχών, που δεν ισοφαρίζουν με όλη την πλάση, με όλη την κτίση. Γιατί όντως ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση. Είναι ο αντιπρόσωπος Του επάνω στη γη και είναι η απόδειξη της υπάρξεως του Θεού μας. Και μας συνιστά ο Χριστός να φροντίζουμε την ψυχή μας. Συνήθως εμείς φροντίζουμε τη ζωούλα μας, την καλοπέραση μας και τα υπόλοιπα γνωστά. Έτσι όμως χάνουμε την ψυχή μας, και αναγκάζουμε τον λαϊκό τραγουδιστή να μας λέει συχνά πυκνά πως «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα» και δεν μπορεί ο άνθρωπος να δώσει κανένα αντάλλαγμα της ψυχής του. «Η ψυχή είναι μάλαμα, δεν έχει αντάλλαγμα» που λένε και οι λαϊκοί τραγουδιστές. Το μόνο αντάλλαγμα είναι ο Σταυρός και το αίμα του Χριστού, είναι η θυσία του Θεανθρώπου. Μόνο με αυτά μπορεί να αντιμετρηθεί η ανθρώπινη ψυχή και να λάβει, αφού έχει μέγιστη αξία. Και στο τέλος του αγίου Ευαγγελίου ο Χριστός πάλι μιλάει για τα πρωτεία του Σταυρού, ότι «Εγώ αφού φύγω με την Ανάληψη μου, θα έρθω πολύ γρήγορα». Και ήρθε με την Πεντηκοστή και το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο γεννούσε και γεννά στις ψυχές τον Ιησού Χριστό τον Κύριο και συνεχίζει το απολυτρωτικό Του έργο. Και ακόμα ο Κύριος επενέβη δυναμικά και κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ για να δείξει ότι το κακό δεν έχει διάρκεια. Και όσο και αν επικρατήσει, έρχεται ώρα κατά την οποία τιμωρείται και αναχωρεί. Αυτό είναι πάρα πολύ επίκαιρο. Ας δίνουμε και εμείς, όπως είπε ο μεγάλος Κολοκοτρώνης τα πρωτεία στον Σταυρό. Στον Σταυρό. Στη ζωή του Χριστού, στη ζωή της εκκλησίας, στη ζωή του καλού και του αγαθού. Και τότε έχοντας τον Σταυρό στον ώμο, τον δικό μας Σταυρό ,και προχωρώντας στην έρημο του βίου, και συνάμα έχοντας βοηθό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, την χάρη του Χριστού, θα μπορέσουμε και εμείς να φτάσουμε στην Ανάσταση του Χριστού και τη δική μας.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2015

Πρώτη και Δεύτερη εύρεση της τιμίας κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου

τις 24 Φεβρουαρίου έχομε την εύ­ρεση, την πρώτη και δεύτερη εύρεση, της τί­μιας κεφαλής του Τιμίου και ενδόξου προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Η μεγάλη μας αγάπη μετά την Παναγίτσα στην Εκκλησία μας. Είναι ο μεγαλύτερος άγιος της Εκκλησίας μας. Και μάλιστα ο πιο στορ­γικός. Ο κήρυξ της μετανοίας και φοβερός απέναντι στην ανομία, στην αμαρτία και στο κακό, αλλά ο πιο εύσπλαχνος και τρυφερός, απέναντι στον αμαρτωλό, τον πονεμένο και πληγωμένο άνθρωπο. Λίγοι άγιοι της Εκκλησίας μας, να το ξέρετε, είναι τόσο στοργι­κοί όσο ο άγιος  Ιωάννης ο Πρόδρομος.
head
Γι’ αυτό μην τον αφήνετε. Η Εκκλησία μας έχει βάλει δεξιά στον θρόνο του Χριστού την Παναγία και αριστερά, τα ζερβά του Χριστού, όπως λέει το τραγούδι το Θρακιώτικο, τον Άη Γιάννη. Τον Άη Γιάννη τον Πρό­δρομο. Και γι’ αυτό, τη Σαρακοστή, ψάλλομε στην Παναγίτσα «Θεοτόκε Παρθένε», και το δεύτερο τροπά­ριο που γίνεται στους εσπερινούς, «Βαπτιστά του Χρι­στού, πάντων ημών μνήσθητι». Και μετά τους αγίους αποστόλους και μετά πάλι την Παναγίτσα. Τί ωραία ειν’ αυτά! Να τα μάθετε, για να τα λέτε, τις άγιες ημέρες της Σαρακοστής. Λοιπόν.
Όπως ξέρομε από την Ιερά Ιστορία, ο Ηρώδης Αντύπας αποκεφάλισε τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρο­μο, γιατί τον ήλεγχε, επειδή είχε πάρει τη γυναίκα του αδελφού του, ως γυναίκα του. Την Ηρωδιάδα. Κι ο άγιος Ιωάννης ήλεγχε και στηλίτευε το κακό και την ανομία. Αγαπούσε, όμως, τα θύματα της αμαρτίας. Και τον Ηρώδη αγαπούσε, κι ο Ηρώδης το ήξερε. Παρότι τον εφυλάκισε, δεν ήθελε να τον φονεύσει. Και μάλιστα πήγαινε πολλές φορές στη φυ­λακή ο Ηρώδης και άκουγε τον Ιωάννη. Ευχαρίστως. Και πολλά απ’ αυτά που του έλεγε «εποίει», λέει το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο 6 Κεφάλαιο. Έκαμε. Αλλά η Ηρωδιάδα, όμως, δεν τον άφηνε ήσυχο τον Ηρώδη.
Δεν μπορούσε να ησυχάσει, γιατί την ήλεγχε. Κι αντί να μετανιώσει η γυναίκα, εφόνευσε τον Ιωάννη, αντί να φονεύσει την αμαρτία πού ’χε μέσα της και το κακό. Και έφερε το κεφάλι του Προδρόμου, ο υπηρέτης τό ’δωσε στην θυγατέρα της Ηρωδιάδος, και τό ’δωσε εκείνη στη μητέρα της. Και ύστερα πήγαν και τό ’θαψαν στο παλάτι εκεί, σε μια άκρη, στο χειρότερο σημείο, και διέταξε να το θάψουν όσο γίνεται πιο βαθειά, για να μην το βλέ­πει, πως γίνεται θαμμένο, αλλά να θεωρεί ότι τό ’κρυψαν. Το εξαφάνισαν.
Κι ο άγιος Ιωάννης, λοιπόν, εκεί, παρουσιάστη­κε αργότερα σε δυο μοναχούς που πήγαιναν από τη Μικρασία στους Αγίους Τόπους, να προσκυνήσουν, και τους λέει: «Εδώ είναι το ιερό μου κεφάλι. Θέλω να το βγάλετε και να το πάρετε. Κι εγώ θα σας πω, τι να το κάνετε.» Και καθώς γύριζαν, πέρασαν μέσω Συρίας στην πόλη των Εμεσινών, στα Έμεσα της Συρίας, εκεί που ήταν κι ο άγιος Ρωμανός ο μελωδός, και το έδωσαν σ’ έναν κεραμοποιό. Έτσι τους εί­πε ο Άη Γιάννης. «Να το δώσετε σ’ αυτόν κι εσείς θα φύγετε. Κι εγώ ξέρω τι θα κάνω.» Τι ωραία! Οι άγιοι φροντίζουν τον εαυτό τους. Όπως η Πορταΐτισσα, δεν θέλει να την φροντίζουμε εμείς, μας φρο­ντίζει αυτή. Έτσι κι ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος και όλοι οι άγιοι.
Αλλοίμονο. Εμείς, άμα τους τιμάμε, προσκυνάμε τις εικόνες τους, τιμητικά, και όταν τους βλέπομε, ερχόμαστε σε επιπόθηση και αγάπη και στοργή του πρωτοτύπου, του προσώπου τους, πού ’ναι στον ουρανό, κι όταν τους θυμιάζομε, θέλουν οι άγιοι να τους θυμιάζομε, το λέει και η απόφαση της Ζ’ Οι­κουμενικής Συνόδου, που ερύθμισε την Εικονομαχία, και προκύπτει, έτσι, καλό μεγάλο. Κι όταν μιλάμε στους αγίους και τους αναφέρουμε, λένε κι αυτοί τ’ όνομά μας στον Θεό. Το έδωσαν, λοιπόν, στον κεραμοποιό, κι εκείνος, ενώ είχε αναδουλειές, άρχισαν οι δουλειές του να πηγαίνουν κάλλιστα. Τόσο πολύ, που δεν ήξερε τι να κάνει τα χρήματα και τα αγαθά που είχε. Και κατάλαβε ότι αυτό προήλθε από τον Άη Γιάννη. Τι ωραίο! Τι ευλογία!
Και κληροδότησε την τιμία κάρα, την είχε εκεί στο σπίτι του, συνέχεια, με καντηλάκι, με κεράκι, και μ’ ό,τι άλλο, και την προσκυνούσε. Και ευχαρι­στούσε τον μεγάλο Βαπτιστή. Κι είπε στην αδελφή του: «Δεν θα την πάρετε. Δεν θα την πας πουθενά. Θα την κρατήσεις εδώ, θα την τιμάς, θα την αγα­πάς, θα την προσκυνάς τιμητικά, και θα έχεις και το καντηλάκι και δεν θα λες στους άλλους τίποτε. Γιατί υπάρχουν και κακοί άνθρωποι. Μην στην πάρει κανείς.» Εκείνη εκοιμήθη, την κληροδότησε σε άλλον, και τελικά έφτασε στα χέρια ενός Ιερομονάχου Ευ­σταθίου, που ήταν Αρειανός.
Οι Αρειανοί πολεμού­σαν τη θεότητα του Χριστού, σαν τους σημερινούς χι­λιαστές. Έτσι. Φοβεροί ήτανε. Και εκείνος την είχε πάρει σ’ ένα κελλί που είχε εκεί, σ’ ένα ασκηταριό, κι έκανε θαύματα η αγία κάρα. Και τί έλεγε αυτός ο βλάκας; «Εγώ έχω τη σωστή πίστη, γιατί ο Άη Γιάννης θαυματουργεί.» Ο Άη Γιάννης δεν θαυματουργούσε, γιατί είχε αυτός σωστή πίστη. Θαυμα­τουργούσε, γιατί έβλεπε την πίστη των ανθρώπων! Ας πάμε στην Παναγία στη Λούρδη, στο Παρίσι, κάτω εκεί στη Γαλλία. «Είναι», λέει, «αυτοί καθο­λικοί, γιατί θαυματουργεί;» Γιατί βλέπει την πίστη των ανθρώπων η Παναγία. Εδώ θαυματουργεί ο Χριστός και η Παναγία και ο Άη Γιώργης και σε μουσουλμάνους και στο ’να και στ’ άλλο. Γιατί τί βλέπει; Την πίστη βλέπει. Την πίστη. Είναι πολύ σπουδαίο. Ο αιρετικός, όμως, έλεγε αυτό. Πήγαν, λοιπόν, οι χριστιανοί, τον άρχισαν με το ξύλο και τον κυνήγησαν και τον έδιωξαν από ’κει πέρα. Και καλά κάνανε.
Έχομε την πρώτη εύρεση, λοιπόν, στο παλάτι του Ηρώδη από τους δύο καλογήρους. Τώρα την πήρε ο κεραμοποιός, την άφησε στην αδελφή του και έφτασε, τελικά, σ’ έναν αιρετικό Ιερομόναχο Ευστάθιο. Τον έδιωξαν αυτόν, αλλά εκεί­νος είχε κρύψει την αγία κάρα σ’ ένα καλό σημείο, εκεί στην σπηλιά, και δεν την βρίσκανε. «Πάει», λέει, «τώρα. Την πήρε, την πέταξε, τί την έκανε;» Και παρουσιάστηκε ύστερα από χρόνια ο άγιος Ιω­άννης σ’ έναν ηγούμενο Μάρκελλο, εκεί κοντά στα Έμεσα, και στον επίσκοπο των Εμέσων Ουράνιο, και τους λέει: «Εγώ είμαι εδώ. Στη σπηλιά. Σας φυλάω όλους. Δεν με ξέρετε. Αλλά εγώ σας ξέρω και σας βλέπω και σας προστατεύω.
Να ’ρθετε να με πάρετε.» Και πήγαν εκεί πέρα, μετά φόβου Θεού και αγάπης πολλής, βρήκαν την αγία κάρα και την έφεραν στην πόλη των Εμεσινών, και την έβαλαν στη μεγάλη εκκλησία. Κι ο άγιος Ιωάννης έκαμε θαύμα­τα μεγάλα, και προστάτευε φανερά τους ανθρώπους, και το είχαν κρυφό καμάρι εκεί στη Συρία. Για την τρίτη εύρεση θα μιλήσομε σε άλλη φάση. Γιατί χάθηκε πάλι εκεί και βρέθηκε μετά αλλού, αλλά δεν είναι τώρα η τρίτη εύρεση. Έχομε την πρώτη και τη δεύτερη εύρεση του αγίου Ιωάννου.
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Χειμερινό Συναξάρι, τ. Β΄, σ.145-151)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015

Αγία Φιλοθέη «Η κυρά των Αθηνών»


Αγία Φιλοθέη
«Η κυρά των Αθηνών»
Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Λόγοι Α'
Εκδόσεις Αρμός 1999


         Ανυμνήσαμε και εγκωμιάσαμε σεβαστοί πατέρες και αγαπημένοι αδελφοί μου, την αγία οσιομάρτυρα Φιλοθέη την Αθηναία, την πολιούχον ημών, την προστάτιν, η οποία κατά τα δίσεκτα εκείνα χρόνια της σκλαβιάς και μάλιστα κατά τον 16ο αιώνα, που ήταν ο αιώνας του σκότους, στάθηκε λαμπρό και οδηγητικό και παρηγορητικό και σωτήριο φως. Αρκεί μια γυναίκα να είναι ανδρεία και μπορεί να κάνει τα πάντα.

Και κείνη ήτο αρχοντομαθημένη, καλομαθημένη κ.λπ. και σε πιο δύσκολη εποχή από τη δική μας με βαρβάρους και με τόσα άλλα δεινά. Και μάλιστα κατά τον 16ο αιώνα είχαμε και πολλές ανομβρίες και πειρατείες και αρρώστιες, συν την αιχμαλωσία και τη δουλεία και πραγματικά, οι προπάτορές μας περνούσαν μαρτυρικά τις ημέρες τους. Μαρτυρικά και βασανισμένα. Σταυρώσιμα. Άλλωστε όλη η Τουρκοκρατία ήταν η Μεγάλη Παρασκευή του Γένους μας. Όπου οι προπάτορές μας σταυρώθηκαν, βασανίστηκαν και υπέφεραν σαν το Χριστό μας, τηρουμένων, βέβαια πάντοτε, των αναλογιών. Όμως αυτό τους αναγέννησε, τους γέμισε με τη χριστιανική ελπίδα και υπομονή, με την αγάπη και με τη χάρη του μαρτυρίου. Όποιος υποφέρει και δοκιμάζεται σ' αυτή τη ζωή και μάλιστα άδικα, αυτός παίρνει τη χάρη του εσταυρωμένου αδίκως Κυρίου μας Ιησού Χριστού και λάμπει.

Σήμερα, που μάθαμε όλοι, δυστυχώς, στις ευκολίες, στερούμεθα αυτής της χάρης. Μπορεί να έχομε άλλη χάρη από το φαγητό ή από οτιδήποτε άλλο, αλλά αυτή η θεία χάρις σπανίζει και γι' αυτό είναι άδειες οι ψυχές μας, και δυσκολεμένες και ανικανοποίητες και γκρινιάζουν μετά. Γκρινιάζουν και φωνάζουν, γιατί θέλουν τον Κύριο. Η ψυχή μας η ίδια διαμαρτύρεται, το ξέρετε αυτό; Είναι χριστιανή ορθόδοξη καθολικώς διαμαρτυρόμενη . . . Διαμαρτύρεται η ψυχή μας, γιατί δεν της δίνουμε αυτό που θέλει. Και στη Δευτέρα Παρουσία, που θα έχουμε μεθαύριο την Κυριακή της Απόκρεω την ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας και της αδέκαστου κρίσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ποιος θα μας κρίνει; Η ίδια η ψυχή μας. Η ίδια η ψυχή μας θα μας κρίνει αμερόληπτα και με δικαιοσύνη. Έτσι είναι, η ψυχή μας ζητάει τον Κύριο και εμείς πολλές φορές δεν της δίνουμε τίποτα, ή της δίνουμε ψίχουλα ή φυτοζωούμε. Και εκείνη τι κάνει; Παραπονείται πια, μελαγχολεί, δυσκολεύεται και ταλαιπωρείται.

Και βλέπετε σήμερα, πόσοι από μας υποφέρουν από μελαγχολία, από κατάθλιψη, από ψυχολογικά προβλήματα, από τόσα άλλα. Υπάρχουν και μερικά που είναι αληθινά. Αλλά υπάρχουν και άλλα που είναι φανταστικά, δηλαδή μπορούμε να τα αποφύγουμε. Μπορούμε να γλυτώσουμε, μπορούμε να απαλλαγούμε. Γιατί ο Χριστός μας είναι ο θεραπευτής των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εκείνος είναι η ειρήνη μας, είναι η χαρά μας, είναι η πρώτη και η στερνή μας αγάπη, είναι το άλφα και το ωμέγα της ζωής μας, είναι ο πιο δικός απ' τους δικούς μας, αφού υφιστάμεθα σύγκραση με αυτόν, δηλαδή γινόμεθα ένα. Δια της θείας μεταλήψεως το Αίμα του γίνεται αίμα μας και το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Κι ας τραγουδάμε «Σώμα μου πλασμένο από πηλό» ή από κιλό! Έτσι είναι, αδελφοί μου, το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Γιατί; Κατά την πτώση του άνθρωπου πιο πολύ υπέφερε η ψυχή του, αλλά και το σώμα δεν πήγαινε πίσω. Απέθανε το σώμα. Και "επιστρέφει εις γην εξ ης ελήφθη". Γι' αυτό και το καημένο ταλαιπωρείται τόσο πολύ, υποφέρει τόσο πολύ. Μόνο ο Χριστός μας ξέρει τι υποφέρει το σώμα μας και, περισσότερο, τι υποφέρει η ψυχή μας. Και αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος και ο κατάλληλος να μας καταλάβει στα πάντα. Και στα ακαταλαβίστικα ακόμη, και στα ανείπωτα ακόμη. Και σε κείνα τα οποία εμείς δεν γνωρίζουμε και δεν ξέρουμε για τον εαυτό μας. Λέμε ότι ξέρουμε για τον εαυτό μας, τι ξέρουμε; Τίποτα δεν ξέρουμε. Ο Χριστός μας ξέρει από μέσα, απ' έξω κι ανακατωτά, όπως έλεγαν οι παλαιοί. Βέβαια, εκείνος μας ξέρει. Γι' αυτό και όπως το είπε ωραία η Εκκλησία προηγουμένως, "εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα". Δεν λέει μόνο "την ψυχήν", δεν είναι μονοφυσίτισσα η Εκκλησία, λέει "την ζωήν ημών", όλα τα στοιχεία του βίου μας, την ψυχή μας, το σώμα μας, τα πράγματά μας, τους αδελφούς μας, τους φίλους μας, τους εχθρούς μας, την πλάση ολόκληρη. Όλα "Χριστώ τω θεώ παραθώμεθα", τα κουβαλάμε στην Εκκλησία και τα παραθέτομε στο Σώμα του Χριστου, κατά τη θυσία και την Ευχαριστία, αλλά και κατά την προσευχή. Τ' αφήνουμε εκεί, λέμε πολλές φορές, τι κάνουμε εμείς οι καημένοι, παίζοντάς το έξυπνοι λέμε, "θα το τακτοποιήσω εγώ αυτό, θα το σκεφτώ και θα σου πω". "Εντάξει, μπορεί καμιά φορά νάναι κανείς ξύπνιος και νάναι και φωτισμένος. Αυτό είναι καλό βέβαια, και να μπορεί να το τακτοποιήσει. "Αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε και για τον εαυτό μας και για τους άλλους και για όλα, είναι να τα αναθέτομε στο Χριστό. Δεν είναι εύκολο αυτό, αδελφοί μου. Εδώ μια προσευχούλα πάμε να κάνουμε και σκορπίζει ο νους μας. Αρχίζει η βιοτική μέριμνα, αρχίζει ο νους μας και μας πάει από δώ κι από κει, και κείνη την ώρα θα θυμηθούμε τι θα μαγειρέψουμε, τι θα φορέσουμε, που θα πάμε, ποιόν θα πάρουμε τηλέφωνο, και τι μας είπανε, τι δεν είπαμε. Έτσι είναι, είναι σκόπιμο. Σκόπιμο είναι, δεν το βλέπετε αδελφοί μου; Διότι κατά την ώρα της προσευχής τι κάνουμε; Αφηνόμαστε στο Θεό, παραδινόμαστε στον Κύριο. Έρχεται πάνω μας η χάρη, μας αγκαλιάζει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας ασπάζεται, μας θεραπεύει, μας κανακεύει. Βέβαια, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γι' αυτό και ο διάβολος και ο παλαιός άνθρωπος που έχουμε μέσα μας αντιστέκονται. Εάν διαβάζαμε κάτι άλλο που μας ευχαριστούσε και ήταν κακό μπορεί να καθόμαστε μέχρι το πρωί. Παλιά παίρναμε κάποια περιοδικά και τα διαβάζαμε με το φακό κάτω από το κρεβάτι, κάτω απ' τα ρούχα. Και τα βάζαμε πολλές φορές κάτω από το στρώμα. Λοιπόν, διαβάζαμε και δεν μας έπιανε ύπνος. Όταν ήταν να διαβάσουμε όμως κάτι θρησκευτικό, κάτι πνευματικό, αμέσως ερχότανε. Αυτό σημαίνει ότι είναι κάποιος άλλος που ενεργεί αυτά τα πράγματα, ή συνεργεί, τουλάχιστον, σ' αυτά τα πράγματα. Γι' αυτό λέει κάπου ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θα μας μαλώσει η αγία Φιλοθέη, αλλά δεν πειράζει, "αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ' υμών". Αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από κοντά σας. Εδώ ακούει τα θεία ρήματα, πολλοί προσευχόμεθα με δικά μας λόγια -είναι κι αυτό καλό- αλλά ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέει να κάνουμε προθέρμανση μ' αυτό, και μετά να προσευχόμεθα με τις προσευχές της Εκκλησίας. Γιατί είναι ακολουθίες, είναι κοινοτική προσευχή, είναι η προσευχή της κοινότητος, είναι η μαζική προσευχή, είναι η προσευχή της Εκκλησίας και είναι μυριόστομος και είναι γραμμένη εν αγίω Πνεύματι. Πολλές φορές δεν ξέρομε πως να προσευχηθούμε, αδελφοί μου, εύκολο είναι; Λέμε τα δικά μας, ωραία, από κει και πέρα προσευχόμεθα με την προσευχή της Εκκλησίας. Διαβάζοντας ένα Απόδειπνο, διαβάζοντας την Παράκληση, διαβάζοντας μιαν ευχή, τόσες ευχές έχει το Ωρολόγιον, και τα άλλα βιβλία, και η Σύνοψις και ο Συνέκδημος ο Ιερός. Βρίσκουμε, τώρα εγέμισε πια ο τόπος βιβλία, βιβλία πνευματικά πάρα πολλά, σε σημείο που μερικοί που τ' αγοράζουν αλλά δεν έχουν που να τα βάλουν. Τόκανα και γω παλαιότερα, αλλά λέω, άστο δεν πειράζει.

Λοιπόν, είναι πάρα πολλά τα βιβλία, ε, ο καθένας δεν θα τα πάρει όλα, θα πάρει αυτά που του ταιριάζουν, αυτά που χρειάζεται, τα φάρμακα προς θεραπείαν. Όπως στο Φαρμακείο όταν πάμε, όλα τα φάρμακα είναι καλά, αν τα πάρουμε όλα τα φάρμακα όμως και τα χρησιμοποιήσουμε πολύ περισσότερο και όλα, θα ντοπαριστούμε, θα δηλητηριαστούμε, θα πεθάνουμε. Έτσι είναι. Εδώ διαλέγουν. Γιατί υπάρχουν και μερικά βιβλία, προσέξτε το αυτό, τα οποία δεν είναι για μας. Μπορεί νάναι για άλλους. Σίγουρα. Τι κάνουμε μερικοί; Το παίρνουμε, το διαβάζομε, πέφτουμε στην απελπισία, έρχεται ο διάβολος και λέει: "Είδες, εσύ δεν είσαι τίποτα. Τι ήταν αυτοί; Τι μεγάλοι, τι σπουδαίοι, τι τρανοί, τι άγιοι, τι σοφοί!". Και αντί να μας ρίξει στην ταπεινοφροσύνη, που είναι το καλύτερο, να πούμε, "εμείς, Κύριε, δεν είμαστε τίποτα, αυτοί έκαναν τόσα για την αγάπη σου. κι άλλα που δεν ξέρουμε. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα και πέφτω στα πόδια σου και σε προσκυνώ και σου λέω, ελέησόν με Κύριε, ελέησε με Κύριε, εγώ δεν έχω κάνει τίποτα. Αλλά μόνο για το λόγο αυτό που σου λέω, ελέησόν με, συγχώρεσε με". Και μετά επικαλούμεθα και την ευχή του αγίου, του οποίου διαβάζουμε το βιβλίο και την προστασία του και την μεσιτεία του και την παρουσία του. Έτσι είναι καλή αντιμετώπιση. Αλλά όταν αρχίσει ο άλλος και βάζει και πει : «Εσύ δεν είσαι τίποτα» και μας πιάνει μια μαύρη απελπισία, μια μελαγχολία.

Μια φορά ήταν ένας καλόγερος στο Άγιον Όρος και διάβαζε του αγίου Εφραίμ του Σύρου -Πανεπιστήμιο ο άγιος Εφραίμ, βεβαία, μεγάλη προσωπικότης- και ήρθε σε δύσκολη θέση ο καημένος, πήγε να του στρίψει κι ήταν και μόνος του. Και καθώς εκεί πάρα πολύ είχε δυσκολευτεί, πιάνει και ανάβει μια φωτιά και καίει το βιβλίο και λέει: "Προκειμένου να με κάψεις εσύ, σε καίω εγώ να ησυχάσω". Σοφή κίνηση, ο Θεός τον εφώτισε. Κι ας εχάθη το βιβλίο. Το βιβλίο είναι μέσον, η σωτηρία του άνθρωπου είναι σκοπός.


Έτσι, λοιπόν, τον 16ο αιώνα, τον πιο σκοτεινό αιώνα της Τουρκοκρατίας, έζησε, έλαμψε, έδρασε, εθαυματούργησε και εμαρτύρησε η οσία και μάρτυς Φιλοθέη η Αθηναία. Οι γονείς της δεν είχαν παιδί. Η μητέρα της η Συρίγω παρακαλούσε ολόθερμα την Παναγία, επί πολλά χρόνια, χωρίς να χάνει την πίστη της και την ελπίδα της. Παρακαλούσε τη Θεοτόκο Μαρία, «Δος μου και μένα, κυρά Παναγιά, ένα παιδάκι και γω σε σένα θα το χαρίσω». Επέμενε, επέμενε, επέμενε και πάει μια μέρα στην εκκλησία της Παναγίας και προσευχότανε. Κι απ' την πολλή προσευχή και τον κόπο αποκοιμήθηκε και τότε βλέπει να βγαίνει από την εικόνα της Παναγίας ένα φως υπέρλαμπρο και να μπαίνει στην κοιλιά της. Κατάλαβε, σε λίγες μέρες έμεινε έγκυος και σε εννέα μήνες εγέννησε την κόρη που την ονόμασε Ριγούλα ή Ρηγίλλη - η πλατεία Ρηγίλλης είναι η πλατεία της αγίας Φιλοθέης.

Και την εμεγάλωσε με αγάπη, με στοργή και εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Και όταν έφτασε δώδεκα ετών την επάντρεψε με κάποιον κακότροπο και σκληροτράχηλο άνθρωπο. Η αγία δεν το ήθελε αυτό, αλλά έκανε υπακοή στους γονείς της. Λέει, τόσα τράβηξαν οι καημένοι, τόσες προσευχές, τόσους κόπους να με μεγαλώσουν και τώρα να τους πικράνω; Που είναι εκείνοι που εύκολα πικραίνουμε τους γονείς μας; Και λέμε ότι δεν ξέρουν. Ότι δεν καταλαβαίνουν. .. Ε, αυτοί μας έφεραν στην ύπαρξη, λέει ο πατέρας μου ο καημένος, ο γονιός και γουρουνίσια μύτη να έχει, να τον σέβεσαι. Αυτός σε έφερε στον κόσμο με τη βοήθεια, βέβαια, του Θεού.

Έκανε, λοιπόν, η Ριγούλα υπακοή στους γονείς της. Δεν ήθελε να τους θλίψει και να τους στενοχωρήσει. Αυτό είναι χριστιανική καρδιά, αυτό είναι στοργή, αυτό είναι απαλότητα, αυτό είναι ευγένεια ορθόδοξη. Και πέρασε μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Ήτανε ένα σκέτο μαρτύριο γι' αυτήν. Δεν του κράτησε κακία, προσευχόταν μονάχα στο Θεό ολόθερμα να τον αλλάξει. Όχι να τον πάρει και να τον καταστρέψει, που λέμε εμείς πολλές φορές, να τον εξαφανίσει. «Χριστέ μου, ελέησέ τον, άλλαξέ τον, μεταποίησέ τον». Αλλά εκείνος δεν άλλαζε. Κι ο Χριστός τότε επενέβη, παρενέβη και τον πήρε. Η αγία δεν ευχόταν αυτό. Αλλά ο Χριστός που έβλεπε πως δεν άλλαζε, έκανε αυτό που έκανε.
Εμείς, λοιπόν, να ευχόμεθα αγαθά για όλους, και για τους εχθρούς μας. Βέβαια, είναι μερικοί, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν τόσο, ίσως εμείς ταλαιπωρούμε άλλους, που λέμε, «Θεέ μου πάρτον, ή πάρε εμένα. Πως θ' αντέξω, τι θα κάνω;». Και θυμάμαι έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, νάχουμε κι αυτή την ευχή, ήταν κάποιος που πήγαινε στο μοναστήρι, και τους ταλαιπωρούσε, τους έβριζε, τους φώναζε, τους αναστάτωνε, τους σύγχυζε. Και τι να κάνουν, κι οι αδελφές κι οι άλλοι που ήταν μαζί, του λένε. «Γέροντα τι να κάνουμε, να καλέσουμε την Αστυνομία, να του κάνουμε μήνυση». «Βρέ έτσι είμαστε οι χριστιανοί, λέει ο γέροντας, άλλο βρε θα κάνουμε, θα πάρουμε τα κομποσκοίνια όλοι, και να κάνουμε προσευχή γι' αυτόν τον άνθρωπο και να πούμε στο Χριστό μας να του δώσει όλα τα καλά. Να μην του στερήσει σε τίποτα, ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό». Και επέμειναν ώρα πολλή. Ε, ο άνθρωπος αυτός δεν ξαναήρθε. Ενώ εάν έχουμε μίσος, το μίσος γεννά μίσος. Και το γινάτι βγάζει και μάτι. Είναι υψηλά και δύσκολα αυτά, το καταλαβαίνω. Κάποτε μπορεί να χρειαστεί να φωνάξουμε, σίγουρα, αλλά λέμε ποια πρέπει να είναι η διάθεσή μας. Ποιές πρέπει να είναι οι κινήσεις μας. Τουλάχιστον δεν μπορούμε ούτε να συγχωρήσουμε, ε, ας προσπαθήσουμε λιγάκι να έρθουμε στη θέση του άλλου. Είναι σημαντικό αυτό. Γιατί ο άλλος είναι δέσμιος από τον διάβολο. Είναι όργανο, είναι πιόνι στα χέρια του. Και τον κάνει ότι θέλει. Και χτυπάει και μας. Γι' αυτό πάντοτε πίσω από τον όποιο δυσκολεμένο αδελφό μας και από τον ίδιο τον εαυτό μας, ας βλέπομε τον αρχέκακο, ας βλέπομε εκείνον, ο οποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους και ο πατήρ του κακού και της αδικίας, και χρησιμοποιεί τους ανθρώπους πολλές φορές και μας τους αδύνατους ως όργανα του. και να μας καταστρέψει, αλλά και περισσότερο, να πικράνει τον Κύριο. Το βλέπομε και στον εαυτό μας. Αν μισούμε κάποιον και δεν θέλουμε, κοιτάμε να κάνουμε τα πάντα με λόγια και έργα προκειμένου να τον πικράνουμε. Αν κάποιον δεν χωνεύουμε, κι αν κάποιος μας στενοχωρεί και βρεθούμε σε αντιπαράθεση λέμε τις χειρότερες κουβέντες, τις πικρότερες κουβέντες, τις πιο φαρμακερές κουβέντες, που κάνουνε μέγα κακό. Γι' αυτό λέει ο προφήτης Δαυίδ, «εν εμοί εταράχθη η καρδία μου» στον 142ο Ψαλμό. Κράτησα μέσα μου την ταραχή και δεν την έβγαλα προς τα έξω. Πόσο σπουδαίο είναι και πόσο δύσκολο είναι αυτό!

Κάποτε, θα μας μαλώσει πάλι η αγία Φιλοθέη, αλλά κι αυτή σχολείο είχε, και μάλιστα το πρώτο σχολείο θηλέων στον κόσμο, τον 16ο αιώνα εδώ στην Αθήνα, που όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Γι' αυτό και προηγουμένως κάναμε τρισάγιο υπέρ πάντων των διδασκάλων του Γένους, του ορθοδόξου Γένους ημών, κληρικών μοναχών και λαϊκών και υπέρ πάντων των συντελεστών της Παιδείας. Βέβαια, το πρώτο σχολείο θηλέων το έκανε η αγία Φιλοθέη.

Κάποτε ένας τσομπάνης είχε κουμπάρο ένα λύκο. Μύθος είναι, αλλά κρύπτει αλήθειες. Και το βράδυ που τελειώναν τις δουλειές τους, πήγαιναν και κοιμούνταν παρέα στη σπηλιά. Έχουμε όλοι ανάγκη από μια παρέα, από μια συντροφιά, έχομε τον αόρατο Θεό και τους αγίους, αλλά θέλουμε και να βλέπουμε και να ακούμε και να αισθανόμεθα. Πολλές φορές μερικοί αγοράζουν ένα σκυλάκι ή έχουν ένα γατί, καλό κάνει και αυτό, φτάνει να μη γίνεται λατρεία και ξεχνάμε το Θεό και τους ανθρώπους. Χρειάζεται κι αυτό. Άλλωστε το σκυλάκι είναι τόσο φιλότιμο, μας υποδέχεται, ενώ καμιά φορά ο σύντροφος μας μας υποδέχεται ρίχνοντας επάνω μας το γιούκο.
Και μια μέρα εκχύνεται ο λύκος και είχε φάει σκόρδο. Και του λέει το βράδυ ο κουμπάρος του ο τσομπάνης. «Κουμπάρε, βρωμάνε τα χνώτα σου». Του κακοφάνηκε του λύκου. Απλή κουβέντα ήτανε, αλλά οι άνθρωποι είμαστε τόσο εγωιστές -εδώ ο λύκος συμβολίζει, παρομοιάζει άνθρωπο-, τόσο εγωιστές που δεν δεχόμαστε τίποτα, και δεν αντέχουμε τίποτα. Και ο λύκος ελυπήθη σφόδρα και του λέει μια στιγμή, που ήταν πολύ θυμωμένος κι έτοιμος να του χυμήξει, «Πάρε κουμπάρε το τσεκούρι και δώσε μου μια τσεκουριά στην πλάτη». - «Τι λες, κουμπάρε μου, εσένα να χτυπήσω;» -«Χτύπησε με, γιατί αλλιώς θα σε φάω». Τον χτυπάει, έτρεξαν αίματα από την πληγή, και του λέει. Τώρα φύγε κι έλα σ' ένα χρόνο. Νωρίτερα μην έρθεις». Μετά ένα χρόνο έρχεται ο τσοπάνης και του λέει ο λύκος; -«Για κοίταξε την πλάτη μου, τι βλέπεις;» -«Τίποτα», -«θυμάσαι που μ' έχεις χτυπήσει;» -«Μάλιστα». - «Τώρα τίποτα, μια μικρή αμυχή, τίποτα». -«Ε, η πληγή που μου κάνες με το τσεκούρι πέρασε, η πληγή που μου κάνες με την κουβέντα σου δεν πέρασε». Γι' αυτό όσο μπορούμε, ας προσέχουμε.
Βέβαια, ισχύει καμιά φορά και αυτό που έλεγε ο εθνικός μας ποιητής. Τι έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, η μεγάλη και υπέροχη αυτή ψυχή; «Έχω εύκολο το χείλος, άλλ' όχι κακή την καρδιά». Καμιά φορά εύκολα μιλάμε, λέμε ότι τύχει κι άμα είμαστε οργισμένοι τα λέμε και όλα, αλλά μετά από λίγο μας περνάει, μας αφήνει εκείνη η φούρια, η οργή, το κακό.

Ή καμιά φορά είναι και το νευρικό σύστημα αδύνατο, η ψυχή αδύνατη αλλά δεν είναι κακή. Γιατί υπάρχουν και μερικοί που είναι gentleman άλλ' έχουνε κακία μέσα, μπορεί ποτέ να μη βρίσουν και να μη φωνάξουν και να μη μαλώσουν, αλλά μέσα το κρατάνε. Για παράδειγμα ο Πέτρος κι ο Ιούδας. Ο Πέτρος πάντοτε ξέφευγε. Ότι ήθελες έλεγε, αρνήθηκε και το Χριστό στο τέλος, τάκανε μούσκεμα, μια φορά βυθίστηκε και στη θάλασσα στην τρικυμία, ο Ιούδας είχε συμπεριφορά gentleman. Κύριος με τα όλα του. Κι όμως εκείνος επρόδωσε το Χριστό. Ο Πέτρος παρόλες τις αδυναμίες που είχε και τις δυσκολίες σώθηκε και βγήκε πρωτοκορυφαίος και έφερε στην Εκκλησία τους Εβραίους, κυρίως, και ο απόστολος Παύλος τους εξ εθνών, την περιτομή και την ακροβυστία. Γι' αυτό και τους έχει μαζί η Εκκλησία και τους γιορτάζει μαζί και κρατάνε την Εκκλησία στα χέρια τους, ο ένας τα έθνη και ο άλλος τους Ιουδαίους έφερε στην Εκκλησία. Και γίναμε όλοι μας ένα. Η ενότητα της πίστεως, η ενότητα της Ορθοδοξίας, η ενότητα της ζωής.

Και θυμάμαι πάλι το γέροντα, εκεί στο 5ο κεφάλαιο των Πράξεων, που εφόνευσε δια λόγου ο Πέτρος τον Ανανία και την Σαπφείρα. Με το χτήμα που αγόρασαν και ήθελαν να κάνουν και εφφέ, κράτησαν και μερικά χρηματάκια οι καημένοι, τι να κάνουν, δεν μπορούσαν να τα δώσουν και όλα. Και να φανούμε και καλοί και νάχουμε και δυό δεκάρες στην άκρη. Αδυναμία, αλλά ανθρώπινο ήταν. Και τι έκανε ο Πέτρος. Τους φόνευσε και τους δύο. Διαβάστε το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων. Και έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, θυμάμαι μια φορά εκεί. «Πως έγινε αυτό ρε παιδί μου; Άκου, λέει, να σκοτώσει τους ανθρώπους για λίγα χρήματα.» Αλλά έτσι ήταν ο Πέτρος, ορμητικός, παρορμητικός, θυελλώδης, σάρωνε. Αλλά, τι ωραίο βιβλίο η Αγία Γραφή!

Έχει ειλικρίνεια και τα λέει όλα. Τι θέλει να δείξει και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη; Ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος, τρελός, διχασμένος, χαμένος και τι θέλει να δείξει ακόμη. Ότι χρειάζεται ιατρό. Βέβαια, χρειάζεται ιατρό. Γι' αυτό και ο Χριστός πήγαινε με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες κι έτρωγε και τους εδίδασκε, και με το παράδειγμα του και με την αγάπη του και με τα ιερά του και θεόπνευστα λόγια. Κι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τι κάνανε; Τον κατηγορούσαν και μάλιστα πίσω του και εγόγγυζαν. Δεν είχανε τη λεβεντιά, ας πούμε, να τα πούνε μπροστά του γιατί θα παίρνανε την απάντηση απ' τον Κύριο. Έτσι είπε ο Χριστός κάποια στιγμή ότι δεν έχουν ανάγκη οι υγιαίνοντες, αλλά οι κακώς έχοντες έχουν ανάγκη ιατρού. Γι' αυτό να χαιρόμεθα και να καταχαιρόμεθα και την Παλαιά και κυρίως την Καινή Διαθήκη. Με τόση ειλικρίνεια, με τόση αμεσότητα, με τόση ευθύτητα μας μιλάει, δε μας κρύβει τίποτε, φανερώνει το δράμα του ανθρώπου, την αδυναμία του ανθρώπου, τα πάθη του ανθρώπου, αλλά και το μεγαλείο του Θεού. Και τη θυσία του θεανθρώπου, και την Ανάστασή του και την Ανάληψή του και όλα όσα έκαμε και κάμνει για μας. Γι' αυτό να διαβάζομε όσο μπορούμε την Αγία Γραφή και, μάλιστα, την Καινή Διαθήκη. Έλεγε πάλι ο γέροντας Πορφύριος. θυμάμαι: «Όποιος διαβάζει όρθιος την Καινή Διαθήκη και κυρίως τα Ευαγγέλια, την ώρα εκείνη κάνει και λατρεία και προσευχή και μελέτη των Γραφών και ό,τι άλλο ωραίο. Και πολλές φορές χωρίς να το καταλα-βαίνει».

Και μάλιστα, διαβάζοντας το Γεροντικό, ήταν κάποιος όσιος, ο οποίος μελετούσε την Παλαιά Διαθήκη, που είναι η κυοφορία του Χριστού και όχι το βιβλίο των Εβραίων, που λένε μερικοί που δεν ξέρουν οι καημένοι. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι των Εβραίων, είναι των χριστιανών. Εκείνοι σταύρωσαν και απέρριψαν το Χριστό, είναι το βιβλίο της Εκκλησίας, είναι το βιβλίο των χριστιανών, γι' αυτό και το πρώτο βιβλίο στη λατρεία της Εκκλησίας πριν γραφτεί η Καινή Διαθήκη ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Οι Ψαλμοί και Σολομών και ό,τι άλλο. Όπως και σήμερα έχουμε παλαιο-διαθηκικά αναγνώσματα και μάλιστα στη μεγάλη Τεσσαρακοστή, στην Προηγιασμένη και στον Όρθρο και σε μερικούς εσπερινούς άλλους. Λοιπόν, διάβαζε ο όσιος την Παλαιά Διαθήκη, την κυοφορία του Χριστού μας. Άκουσε κάποιον άλλον, άκουσε να υποτονθορύζει, επαναλαμβάνοντας χαμηλά τα ίδια τα ρήματα. Και του λέει ο γέροντας που ήταν φωτισμένος, «Τι κάμνετε εκεί, τι διαβάζετε, τι λέτε;» «Την Παλαιά», του απαντά. Και ο γέροντας του λέει στη συνέχεια, «Την Καινήν δεν γνωρίζετε;» Και μόλις είπε έτσι, ο δαίμονας έγινε άφαντος. Φανταστείτε τη δύναμη του Ευαγγελίου. Τη δύναμη της Καινής Διαθήκης που πολλές φορές την αφήνομε και γεμίζει σκόνες στη βιβλιοθήκη μας ή όπου αλλού. Και έρχονται οι Ευαγγελικοί και όποιοι άλλοι και μας κάνουν τους ξύπνιους, μαθαίνουν και ρητά απ' έξω, τα διαστρέφουν και μας προσφέρουν τροφή. Ενώ έχομε εμείς το Ευαγγέλιο, ερμηνευμένο απ' τους Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο της Εκκλησίας και το ερμηνεύει η ίδια η Εκκλησία με το ίδιο Άγιο Πνεύμα που το κατέγραψε. Πρέπει να τα προσέχουμε αυτά τα πράγματα. Γι' αυτό και πάνω στην άγια Τράπεζα βάζομε μόνο το Ευαγγέλιο και τον άγιο άρτο.

Η θεία λειτουργία είναι ακριβώς δύο πράγματα: η λειτουργία των κατηχουμένων, η μισή είναι κατήχηση, το Ευαγγέλιο, με αποκορύφωμα το κήρυγμα, και το άλλο μισό είναι η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού μας, η λειτουργία των πιστών. Αυτό είναι η θεία λειτουργία: η ζωή του Χριστού όλη. Γι' αυτό και κάνει μέγα καλό το να συμμετέχουμε στη θεία λειτουργία, όσο μπορούμε. Οι παλαιότεροι τρέχανε οι καημένοι. Και επί Τουρκοκρατίας δεν είχανε και πολλές εκκλησίες και πολλούς λειτουργούς, ήτανε και ο κίνδυνος των Τούρκων και τρέχανε στα εξωκκλήσια, στις ερημιές και όπου αλλού γινόταν θεία λειτουργία. Και δω παλαιότερα με τον παπά-Πλανά, τον μακαριστό και άγιο, γινόταν θεία λειτουργία κάθε μέρα και έτρεχαν πολλοί, όσο μπορούσαν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι προκύπτει μέγα καλό από τη θεία λειτουργία και ευχαριστώ και όλους εσάς που κάθε Παρασκευή που έχουμε θεία λειτουργία από το πρωί έρχεστε εδώ με τόση προθυμία και περισσότερη και πριν από τον παπά. Τι ωραίο είναι αυτό!

Ξέρετε, παλαιότερα στην εκκλησία πρώτα πήγαινε ο λαός και μετά ο κλήρος, και έπαιρναν το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο και τα άλλα σκεύη και "έκαναν είσοδο". Γι' αυτό και η μικρά είσοδος είναι είσοδος των ιερέων στον ναό. Σήμερα έχει αλλάξει. Έρχεται πρώτος ο ιερεύς και περιμένει τους πιστούς και κάνει και όρθρο, καλά είναι όλα αυτά. Λοιπόν, εγκάρδια σάς ευχαριστώ πραγματικά.

Η άγια λοιπόν, Φιλοθέη έμεινε τρία χρόνια με αυτόν τον ταλαίπωρο άνθρωπο και ύστερα τον πήρε ο Κύριος. Και μετά τη ζητούσαν πάλι εις γάμου κοινωνίαν, αλλά ηρνείτο. Και οι γονείς της έζησαν δέκα χρόνια ακόμη, δεν τους άφησε, δεν έκαμε αυτό που ήθελε. Δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει τους καημένους. Απέτυχα, σου λέει, στο γάμο, να τους φύγω κιόλας, δεν είχαν και παιδί τόσα χρόνια, να μείνουν μόνοι, κρίμα είναι. Γι' αυτό είπε, «Θεέ μου, θα περιμένω». Μεγάλη υπόθεση να περιμένει κανείς. Μεγάλη υπόθεση να ξέρει να περιμένει κανείς. Και περίμενε. Κι όταν έφυγαν, τότε έγινε μοναχή στο σπίτι αρχικά. Της παρουσιάστηκε ο άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και της είπε να φύγει, να χτίσει εκκλησία και μοναστηράκι, εκεί που είναι σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, επί της ομωνύμου οδού, της αγίας Φιλοθέης. Κι είναι και ο ναός του αγίου Ανδρέου εκεί. Παρουσιάζεται ο άγιος Ανδρέας, πολύ μεγάλος απόστολος και απόστολος των Ελλήνων μετά τον Παύλο. Και έφτιαξε σιγά σιγά τον ναό, τα κελλάκια και άρχισαν και πήγαιναν πολλές νέες των Αθηνών, κάπου διακόσιες, και έγινε ένα ολόκληρο συγκρότημα. Έφτιαξε μετά και σχολεία. Όπου δίδασκαν και γράμματα αλλά και τέχνες, υφαντική, κέντημα, ραπτική και ό,τι άλλο. Έφτιαξε και ξενώνα, έφτιαξε και γηροκομείο, τι έκανε δηλαδή η αγία Φιλοθέη; Έφτιαξε μια νέα Βασιλειάδα στην Αθήνα. Και τα διηύθυνε όλα κατά τρόπο σοφό και συνετό και αποδοτικό. Και πραγματικά, έλαμψε αυτό που έκανε η αγία και διεδόθη. Έφτιαξε και μετόχια, ένα στα Πατήσια που είναι ο άγιος Ανδρέας -που σήμερα είναι ο ηρωικός παπάς ο π. Γαβριήλ με τους συνεργάτες του-, έφτιαξε στην Καλογρέζα πάλι μοναστηράκι, έφτιαξε κι ένα ωραίο πηγάδι στο Ψυχικό, για να πίνουν οι διαβάτες που περνούν και να υφίστανται ψυχικό καλό, ή και να συγχωρούν και τους γονείς της.

Αλλά όλα αυτά εξόργισαν κάποια φορά τους κατακτητές. Και μάλιστα, έκρυβε και κοπέλες που τις κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τις πάρουν για τα χαρέμια τους. επειδή ήταν ωραίες κ.λπ. Και άλλες κατατρεγμένες που έρχονταν απ' όποιο μέρος της "Ελλάδος τις έκρυβε η αγία με κίνδυνο της ζωής της. Κάποια φορά το έμαθαν οι Τούρκοι και την πήραν μέσα. Την δίκασαν, την καταδίκασαν εις φυλάκισιν και η αγία μπήκε στη φυλακή. Και είχε χαρά. Λέει: «Για σένα Χριστέ μου όλα αυτά. Και είναι και λίγα. Εσύ υπέστης τα πάντα για μένα. Σ' ευχαριστώ που μου το κάνες, μεγάλη σου η χάρις». Αλλά πίσω. Όπως και για την Ταβιθά που ανέστησε ο απόστολος Πέτρος οι προσευχές των μοναχών και των τροφίμων και των ευεργετούμενων και των μαθητών και μαθητριών έφθαναν μέχρι τον ουρανό. Και εφώτισαν τους άρχοντες της πόλεως τους Έλληνες και πήγαν λοιπόν στον Διοικητή και τον παρεκάλεσαν να αφήσει ελευθέρα την αγία. Και την άφησε. Και η άγια, μήπως φοβήθηκε; Όχι. Μήπως υπέστειλε τη σημαία του αγώνος; Όχι. Συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο. με περισσότερη αγάπη. Και έκαμε το θεϊκό έργο της. Μεταμόρφωσε την Αθήνα και την περιοχή, κι είχε και ξενώνα, όχι μόνο να φιλοξενεί απλώς τους ξένους και περαστικούς και διαβάτες και έχοντας ανάγκη, αλλά ήθελε και αυτούς να ωφελεί στα μαύρα εκείνα χρόνια και να παίρνουν και εκείνοι πέντε καλά και να τα μεταφέρουν μετά στον τόπο τους. Τι ωραίο είναι αυτό!

Ο χριστιανός πρέπει να είναι μεταδοτικός. Και γράφει κάπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «... ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος». Τίποτα δεν είναι ψυχρότερο από το χριστιανό που δε σώζει άλλους. Καταλάβατε; Επηρεάζουμε τους άλλους με το παράδειγμα μας, με την αγάπη μας, με τα λεγόμενα μας, με την προσευχή μας, με την ταπείνωση μας. με την υπομονή μας, και με όλους τους τρόπους που προσφέρει η Εκκλησία και η ζωή. Επηρεάζουμε τους άλλους. Οι Τούρκοι το 'μαθαν κι αυτό. Της λένε, που θα πας, ρε κυρά, θα σε πιάσομε και θα σε κάνομε κομματάκια, τα' αλατιού στο ξύλο και μετά κομματάκια. Εκείνη, λοιπόν, στα 1588, 2 προς 3 του μηνός Οκτωβρίου που είναι η μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, άλλου πολιούχου Αθηνών, έκανε αγρυπνία στο εκκλησάκι στα Πατήσια. Και κει μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έσπασαν τις πόρτες και την άρχισαν στο ξύλο. Την άφησαν σχεδόν πεθαμένη. Νόμισαν ότι όντως απέθανε και την παράτησαν και έφυγαν. Πήγαν μοναχές και άλλοι, τη βοήθησαν, τη μετέφεραν στο άλλο μετόχι, στην Καλογρέζα, και εκεί την περιποιήθηκαν, την φρόντισαν, αλλά οι πληγές ήταν μεγάλες και σοβαρές και δεν επουλώνονταν εύκολα, γι' αυτό πέρασε κάμποσος καιρός, λίγοι μήνες, και η άγια παρέδωκε το πνεύμα σαν αύριο, 19 Φεβρουαρίου του 1589, πριν 509 χρόνια. Παρέδωκε το πνεύμα στον Κύριο μαρτυρικώς, άλλ' άφησε μέγα έργο, που το συνέχισαν εκείνοι κι εκείνες που τη διεδέχθησαν.

Και πριν τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, στάθηκε και κείνη ένας ισαπόστολος, ένας Ιεραπόστολος, ένας φωτιστής των σκλαβωμένων Ελλήνων και των υπολοίπων. Ακόμη και Τούρκοι την αγαπούσαν και την άκουγαν. Και θαύματα είχε κάνει, και δαιμόνια έβγαζε και τόσο μεγαλείο είχε, δεν θέλω να πω τα κατά πλάτος του βίου της άγιας -υπάρχουν, μπορούμε να τα διαβάσουμε- εμείς εδώ λέμε λίγα. Μεγάλη η χάρη λοιπόν της αγίας. Έφυγε λοιπόν για τους ουρανούς και σε λίγο το Πατριαρχείο την κατέταξε με τους αγίους. Και μάλιστα εδώ ήταν μια ωραία κίνηση και μια σοφή πράξη του Πατριαρχείου. Την αναγνώρισε ως όσια μητέρα. «Μνήμη της οσίας μητρός ημών Φιλοθέης», ενώ ήτο και μάρτυς. Γιατί δεν έβαλε «μάρτυς»; Γιατί θα εξόργιζε αυτούς που της επέβαλαν το μαρτύριο, τους Τούρκους. Σοφά φερομένη η Εκκλησία - είμαστε φρόνιμοι "ως οι όφεις". Τι ωραία που το λέει το Ευαγγέλιο! Την ονόμασε οσία μόνο η Εκκλησία, ενώ ήτανε και μάρτυς. Και μετά την απελευθέρωση βάλαμε και τον άλλον, τον επίζηλο τίτλο της, της μάρτυρος. Γι' αυτό λέμε, «της οσίας και μάρτυρος ή όσιο-μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας, της πολιούχου». Που άφησε εδώ το έργο της, το οποίο συνεχίστηκε όλα τα χρόνια της δουλείας. Και πρόσφερε τα φώτα της ελληνοχριστιανικής παιδείας και της Ορθοδοξίας σε όλους εκείνους, οι οποίοι τα χρειάζονταν, τα ζητούσαν και τα επιθυμούσαν.

Σ' ένα χρόνο έγινε ανακομιδή και το ιερό λείψανο της βγήκε ακέραιο και ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Έβαλαν λοιπόν το λείψανο στο ναΐδριο του αγίου Ανδρέου και το είχαν εκεί μες στο άγιο βήμα, το προσκυνούσαν, το είχαν κέντρο αναφοράς και πήγαιναν και έπαιρναν δύναμη, αισιοδοξία, την ευχή της αγίας και το θάρρος της και το μεγαλείο της. Όσο μπορούσε και όσο ο καθένας χρειαζόταν, κι έβγαιναν μετά δυνατοί και ικανοί να συνεχίσουν τη σκλαβιά και να συνεχίσουν τον αγώνα της σωτηρίας. Να συνεχίσουν δηλαδή, και την υπομονή στη σκλαβιά και τον αγώνα για τη σωτηρία τους. Και μείς την έχομε την αγία σε περίλαμπρη θέση: το ιερό σκήνωμα και λείψανο της στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Μπαίνοντας μέσα είναι δίπλα μας. Όπως δίπλα είναι και το λείψανο του ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε' , του οικουμενικού πατριάρχου, εκείνου που μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έφτιαξαν την Επανάσταση του '21.
Γι' αυτό και τόση μανία των εχθρών της πατρίδος και της πίστεως εναντίον του πατριάρχου Γρηγορίου. Προδότης, ποιος; Εκείνος που κάθησε και απαγχονίστηκε για το λαό, για να μη σφαγεί ο κοσμάκης, εκείνος που πήρε από το Ρήγα Φεραίο την Εταιρεία και την παρέδωκε στους Φιλικούς "για να μη χαθεί", όπως γράφει ο μεγάλος Μακρυγιάννης. Γιατί σήμερα υπάρχει και μία σύγχυση, αδελφοί μου. Πολλοί και διάφοροι λένε ό,τι θέλουν, εμείς ν' ανατρέχουμε στις πηγές της Εκκλησίας και της πατρίδος μας, και να ευγνωμονούμε εκείνους, οι οποίοι τα έδωσαν όλα για την πίστη και για το Γένος, και τη ζωή τους και τα πάντα, και γι' αυτό αναστήθηκε η Ελλάς, συντηρήθηκε και τετρακόσια χρόνια μες στην Τουρκοκρατία και βγήκε στο γλυκοχάραμα του 1821, που είναι η ανάστασις του Γένους μας, η ανάστασις της Ελλάδος μας.

Ας έχουμε την ευχή της αγίας μητρός ημών και μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας. Ας προστατεύει, όπως ακούσαμε και στους ύμνους ετούτο το άστυ, το κλεινόν παλαιά άστυ και σήμερα το "κλινών". Λοιπόν, και ας μας προστατεύει και περισσότερον την νεολαία μας, τα παιδιά μας, που τόσο δύσκολα ευρίσκονται, εκείνη ας τρέχει παντού, ας σκεπάζει παντού και ας προστατεύει και ας προσεύχεται. Και όταν περνάμε από την Μητρόπολη, ας μπαίνουμε να προσκυνάμε τιμητικά το λείψανό της το άγιο και να παίρνομε την ιερή της ευχή.

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...