Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2014

Το δόγμα ως έκφραση της εμπειρίας και ως οδηγός στην εμπειρία

 
π. Ι. Ρωμανίδης


Το δόγμα δεν διατυπώνεται από φιλοσόφους και ηθικολόγους ούτε από συντηρητικούς για να δεσμεύουν τους ανθρώπους, αλλά από Αγίους Πατέρες που είχαν εμπειρία της Ακτίστου δόξης του Θεού και διατυπώνεται με σκοπό να αντιμετωπίσουν τους αιρετικούς και να οδηγήσουν τους πιστούς στην θέωση. Έτσι, το δόγμα συνδέεται στενά με την εμπειρία της Θεώσεως των θεοπτών Αγίων.

Η υποδομή του δόγματος είναι η εμπειρία των Αγίων. Έτσι, με την αποδοχή των δογμάτων και με την επικοινωνία με θεουμένους Αγίους και τα συγγράμματα τους κληρονομούμε την εμπειρία τους και όχι απλώς τα λόγια τους και τους όρους που εκείνοι θέσπισαν.

«Η ερμηνευτική των Πατέρων δεν βγαίνει μόνο από τα γράμματα που διάβασαν, βγαίνει και από την εμπειρία τους. Γι’ αυτό και όταν μιλάνε για δόγματα, δεν μιλάνε μόνο ερμηνευτικά πάνω σε κείμενα, μιλάνε και από την εμπειρία τους, όπως ένας αστρονόμος, που, όταν διδάσκη, δεν μιλάει μόνο από βιβλία αστρονομικά, αλλά βλέπει και από το τηλεσκόπιο, εξακριβώνει και από το τηλεσκόπιο αυτά που είναι γραμμένα στα βιβλία. Μάλιστα, το τηλεσκόπιο είναι πιο σπουδαίο από τα βιβλία. Έτσι και στην πατερική θεολογία, πιο σπουδαίο και από τα βιβλία είναι ο νους των φωτισμένων. Όταν ο νους βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού, είναι σαν τον αστρονόμο που βλέπει από το τηλεσκόπιο. Είναι δηλαδή η εμπειρία του δόγματος. Δεν είναι μόνο το δόγμα που κληρονομήσαμε εμείς. Έχει εμπειρία το δόγμα. Το ίδιο γίνεται και στους αιρετικούς. Όταν ο Άρειος λέη ανοησίες ή ο Νεστόριος, δεν μιλάνε μόνο από βιβλία, μιλάνε και από την (εσφαλμένη) εμπειρία τους, διότι κάνει βίωμα το δόγμα, όπως κάνει οποιοσδήποτε σημερινός άνθρωπος των θετικών επιστημών».

Οι Άγιοι Πατέρες διατύπωσαν την εμπειρία της Θεώσεως και, επειδή είχαν την ίδια αποκάλυψη, γι’ αυτό και, όταν συναντήθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους, συμφώνησαν και στην διατύπωση.

«Στα χρόνια της διατυπώσεως των δογμάτων υπήρχε ταυτότητα των Πατέρων με την εμπειρία. Οπότε, ομιλούντες οι Πατέρες εκ της ιδίας αυτών εμπειρίας, μπορούσαν εύκολα να συμφωνήσουν και στην διατύπωση. Ήταν εύκολο. Δεν ήταν δύσκολο.

Αλλά η δυσκολία τι ήταν; Η δυσκολία ήταν, όχι η διατύπωση, αλλά η διατύπωση κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ερμηνευθή αιρετικά. Αυτό ήταν το πρόβλημα των Πατέρων».

Το ότι τα δόγματα είναι διατύπωση της εμπειρίας της Θεώσεως των Αγίων είναι η μια πλευρά του θέματος αυτού, η άλλη πλευρά είναι ότι τα δόγματα οδηγούν στην θέωση αυτούς που τα αποδέχονται και γίνονται βίωμα τους.

«Εφ’ όσον ο σκοπός της θεολογίας είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νου και το δόγμα είναι η έκφραση αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, τότε το δόγμα είναι αλάθητο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι είναι η έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.

Αλλά, το δόγμα που είναι η έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως, δεν το ξέρουμε μόνο ως δόγμα, το ξέρουμε και ως βίωμα των Αγίων της Εκκλησίας, οποιουδήποτε φθάνει στην ίδια εμπειρία της Θεώσεως. Έχουμε το δόγμα, που είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως και μετά έχουμε το δόγμα που γίνεται βίωμα σε αυτούς που φθάνουν στην θέωση».

Συνεπώς το δόγμα είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως και οδηγός προς την θέωση.

«Τίποτε άλλο δεν μπορεί να ονομασθή θεολογία από Ορθοδόξου απόψεως. Και το μόνο πράγμα που μπορεί να ονομασθή δόγμα στην Ορθόδοξη παράδοση, είναι η έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως, το οποίο δόγμα, που είναι η έκφραση, είναι κι ο οδηγός στην εμπειρία, όπως ακριβώς συμβαίνει στις θετικές επιστήμες, που η προηγουμένη εμπειρία, η περιγραφή και η έκφραση, οδηγεί στην επανάληψη της εμπειρίας στους μαθητές. Και αυτός ο κύκλος που έχουμε στις θετικές επιστήμες, είναι αυτός ο κύκλος που έχουμε στην πατερική παράδοση».

Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη θεολογία διαγράφει έναν κύκλο, από την άποψη ότι αρχίζει από την αποκάλυψη που έχουν οι θεόπτες, στην συνέχεια αυτή η θεοπτική εμπειρία διατυπώνεται όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα δεδομένα, με σκοπό να οδηγήση αυτούς που την δέχονται στην βίωση της αποκαλύψεως. Με αυτήν την έννοια λέμε ότι τα δόγματα συνδέονται με την θεραπεία των ανθρώπων.

«Αυτή είναι η ουσία της Ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας. Όλα τα Ορθόδοξα δόγματα εκπηγάζουν από αυτήν την εμπειρία, διότι αυτή είναι η αποκάλυψη, εκπηγάζουν από αυτήν την εμπειρία και ως σκοπό έχουν να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε αυτήν την εμπειρία. Αρχίζουμε με την εμπειρία αυτή και τελειώνουμε σε αυτήν την εμπειρία.

Οπότε, η Ορθόδοξη θεολογία έχει μορφή κυκλική. Από όπου πιάσεις τον κύκλο, είσαι πάντοτε πάνω στον κύκλο. Αρχίζουμε και τελειώνουμε με αυτή την διάγνωση και την θεραπεία. Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδοξίας τι είναι; Δεν είναι το δόγμα ως τυπικό φαινόμενο, δηλαδή το να λέμε: Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα ποιητήν ουρανού και γης… Και ξέρω γω τι άλλο, να τα λέμε χύμα όλα τα δόγματα, να λέμε περί Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, Δευτέρας, Τρίτης, κλπ., κλπ.

Το κριτήριο της Ορθοδοξίας τι είναι; Είναι η διδασκαλία η οποία κάμει την σωστή διάγνωση της καταστάσεως του ανθρώπου, εφαρμόζει την σωστή θεραπεία και οδηγεί τον άνθρωπο από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. Αυτό είναι το κριτήριο του Ορθοδόξου δόγματος. Οπότε, το Ορθόδοξο δόγμα έχει ως σκοπό την θεραπεία του ανθρώπου και την διαφύλαξη των πλαισίων μέσα στα οποία γίνεται αυτή η θεραπεία».

Έτσι, τα δόγματα δεν έχουν σκοπό να γραφούν απλώς σε βιβλία και να κλεισθούν σε βιβλιοθήκες, αλλά να γίνουν προσωπική εμπειρία, βίωμα. Άλλωστε, αυτό γίνεται σε όλες τις επιστήμες, όπως π. χ. στην ιατρική. Σπουδάζουμε την ιατρική επιστήμη για να μπορούμε να θεραπεύσουμε τους αρρώστους. Οπότε, δεχόμαστε εγκεφαλικά τα δόγματα, προκειμένου στην συνέχεια να γίνουν βίωμα.

«Ο θεούμενος, που έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, είναι σε κατάσταση θεωρίας και εργάζεται η προσευχή μονολογίστως μέσα στην καρδιά του, έχει γίνει αυτός κάτοχος της αληθείας. Αυτή η αλήθεια θα τον ελευθέρωση· όχι η δογματική αλήθεια που στήνουμε μέσα στο ντουλάπι μας και προσκυνάμε τα Ορθόδοξα δόγματα, δηλαδή, δεν είναι αυτή η αλήθεια που σώζει.

Εμείς τώρα πιστεύουμε ότι έχουμε τα δόγματα -η Α' Οικουμενική Σύνοδος διδάσκει η Β΄, η Γ', η τάδε- κι αυτές είναι δογματικές διδασκαλίες της Εκκλησίας και έχουμε την αντίληψη ότι η αλήθεια θα μας σώση· σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε όλα τα δόγματα των Οικουμενικών Συνόδων ως κάτι το εξωτερικό από τον εαυτό μας, για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και να έχουμε την σωτηρία. Αυτή είναι μια φράγκικη αντίληψη περί αποδοχής των δογμάτων.

Στην Ορθόδοξη πίστη -γι’ αυτό άμα θέλετε, θα βρήτε πολλά στον Συμεών τον Νέο Θεολόγο- το δόγμα πρέπει να γίνη βίωμα. Το δόγμα πρέπει να είναι εμπειρία. Και πρέπει κανείς εμπειρικά να μάθη το δόγμα. Πρώτα δέχεται το δόγμα έτσι εγκεφαλικά, ως μάθημα, κι αφού το αποδεχθή, πρέπει να μετατραπή το μάθημα αυτό σε εμπειρία. Πρέπει το δόγμα να γίνη βίωμα.

Ακριβώς όπως γίνεται στις θετικές επιστήμες. Σπουδάζω ιατρική επιστήμη, παίρνω τα πρώτα μαθήματα στο πρώτο έτος, πρωτοετής που είμαι, σπουδάζω το ένα και το άλλο, τα προκαταρκτικά, μετά φθάνω στο σημείο που πάω για κάποια ειδικότητα, πάω να γίνω παθολόγος κλπ, εννοείται θα γίνη προεργαστήριο.

Για να γίνω γιατρός πρέπει να πάω στο νοσοκομείο να δουλέψω, να εξασκηθώ και τα δόγματα της ιατρικής επιστήμης πρέπει να γίνουν βιώματα και όταν γίνουν βιώματα είμαι γιατρός πλέον. Γι’ αυτό δεν είναι απλώς να δεχθούμε τα δόγματα, αλλά τα δόγματα να γίνουν βιώματα, και όταν τα δόγματα γίνουν βιώματα, γίνεται κανείς θεολόγος, θεραπευτής κ.o.κ., και τοποθετείται σωστά μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας και της θεολογικής θεραπευτικής».

«Το λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος σαφώς. Επί λέξει το λέει: Βίωμα-δόγμα-βίωμα. Χρησιμοποιεί αυτά τα ονόματα».

Κανονικά οι Κληρικοί, ιδίως οι Επίσκοποι, πρέπει να γνωρίζουν εμπειρικά τις αλήθειες της Εκκλησίας. Η αρχαία Εκκλησία πρόσεχε πολύ το θέμα αυτό. Όμως, αν δεν εύρισκε Κληρικούς που να έχουν προσωπική εμπειρία της Πεντηκοστής, για να γίνουν Επίσκοποι, τότε αναζητούσε τουλάχιστον Κληρικούς που να γνωρίζουν τα δόγματα της Εκκλησίας και με αυτά να καθοδηγούν το ποίμνιο.

«Πάμε στην εποχή του Συμεών του Νέου Θεολόγου και μας λέει τώρα, ότι, επειδή δεν ήταν εύκολο να βρούμε ανθρώπους υποψηφίους επισκόπους, οι οποίοι να έχουν κάνει τα δόγματα βιώματα, γι’ αυτό εισήχθη ο λίβελλος, δηλαδή αυτές οι τρεις ομολογίες πίστεως, που κάνει σήμερα ο δεσπότης, όταν χειροτονήται. Κάνει την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως και μετά χειροτονείται.

Μάς λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι, επειδή δεν ημπορούσαν να βρουν οι Μητροπολίται και Πατριάρχαι ανθρώπους που είχαν κάνει τα δόγματα βιώματα, γι’ αυτόν τον λόγο εύρισκαν ανθρώπους οι οποίοι υπόσχοντο να διατηρήσουν ακέραια τα δόγματα, την δογματική διατύπωση, δηλαδή την δογματική διδασκαλία ακέραιη και τους κανόνας, για να μπορή ο κάθε Χριστιανός να ξέρη ότι έχει έναν πιστό ποιμενάρχη, ο οποίος τους πιο προχωρημένους θα τους οδηγήση σε υψηλότερα πράγματα, που είναι η θεωρία.

Λοιπόν, αυτή είναι η κατάσταση. Αλλ' ο Επίσκοπος, όμως, ήξερε τι είναι ο σκοπός του δόγματος κι ας μην είχε φθάσει στην θεωρία, στην θέωση. Και η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε, διότι σε κάθε χωριό υπήρχε Επίσκοπος. Μετά έχουμε την παράδοση, που σε κάθε χωριό υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Οπότε, το βιωμένο δόγμα υπήρχε δίπλα στην ενορία».

Επειδή αυτή η παράδοση για διαφόρους λόγους είχε χαθή στην εποχή του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, γι’ αυτό και με τον λόγο και τα κείμενα του έκανε μια «επανάσταση» στην εκκλησιαστική ζωή, γιατί έδειξε πως το δόγμα γίνεται βίωμα και πως το δόγμα προέρχεται από την αποκαλυπτική εμπειρία.

«Και το εξηγεί ο ίδιος, ότι εξ αιτίας διωγμών, διωγμών αλλεπαλλήλων, εξ αιτίας αιρέσεων, η Εκκλησία είχε φθάσει σ' ένα σημείο που οι εκάστοτε Επίσκοποι, Πατριάρχαι και Μητροπολίται έψαχναν να βρουν ανθρώπους στους οποίους το δόγμα να είναι βίωμα, δηλαδή το δόγμα που είναι οδηγός στους ανθρώπους να περάσουν από την κάθαρση, να φθάσουν στον φωτισμό, στην αέναη μνήμη Θεού, οπότε τα αξιώματα που καθοδηγούν τον άνθρωπο μεταβάλλονται σε βίωμα, και δεν βρίσκανε.

Και γι’ αυτόν τον λόγο επέλεγαν ανθρώπους και τους χειροτονούσαν Επισκόπους, οι οποίοι από το ένα μέρος δεν είχαν μεγάλο ζήλο προς τα επάνω, προς τα άνω, δηλαδή, να κάνουν φοβερή ασκητική για να φθάσουν στην νοερά προσευχή, αλλ’ ούτε όμως είχαν ροπή και έλξη προς τα κάτω, δηλαδή ήσαν καλοί άνθρωποι. Και επειδή ήσαν καλοί άνθρωποι τους εξέλεγαν και τους χειροτονούσαν Επισκόπους. Και τότε εισήχθη και η παράδοση στην χειροτονία να δίνουν και ομολογία που έχουμε μέχρι σήμερα.

Ο Επίσκοπος, όταν χειροτονήται, λέει το Σύμβολο της Πίστεως, κάνει μια ερμηνεία του Συμβόλου και υπόσχεται ότι θα κράτηση τα δόγματα και τους κανόνας κ.ο.κ. Και με αυτήν την υπόσχεση ότι θα κράτηση αυτούς τους τύπους, τον χειροτονούσαν Επίσκοπο. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε η Εκκλησία δασκάλους, οι οποίοι υπόσχονται μέχρι θανάτου ότι θα διατηρήσουν και θα φυλάξουν ανόθευτα τα δόγματα αυτά, ώστε κατηχηθέντες οι διάφοροι από έναν τέτοιο Επίσκοπο, να μπορούν να πάνε σε κανένα Μοναστήρι, αν έχουν τον ζήλο, να μεταβάλουν αυτά τα δόγματα σε ζωή».

Είναι επόμενο ότι τα δόγματα δεν είναι στοχασμός, αλλά έκφραση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Η άποψη ότι η θεολογία είναι στοχασμός, τον οποίο οι Άγιοι Πατέρες μετέτρεψαν σε δόγμα, είναι ξένη προς την Ορθόδοξη παράδοση.

«Πρόσφατα διάβασα μια μελέτη, η οποία έγραφε ότι η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, μέχρι την εποχή του Αγίου Φωτίου, ήταν καθαρός στοχασμός. Δηλαδή, φαντάζεται αυτός, ότι οι Πατέρες εστοχάζοντο περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και ότι δεν είχε γίνει δόγμα, και επί Αγίου Φωτίου γίνεται πλέον δόγμα από στοχασμός, οπότε πλέον σταματάει ο στοχασμός, διότι τώρα έχουμε δόγμα. Πριν από οκτώ αιώνες κάναμε στοχασμούς και τώρα φτιάξαμε ένα δόγμα.

Γι’ αυτό μας κατηγορούν οι Προτεστάντες και οι Αγγλικανοί ότι πήραμε μια στοχαστική υπόθεση και την αναγάγαμε σε δόγμα και έτσι εμείς προκαλέσαμε σχίσμα. Διότι, αφού πριν ήταν στοχασμός, σημαίνει ότι ημπορούσε κανείς να πη ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, οπότε δεν ήταν αιρετικός. Ή, εκ μόνου του Πατρός, και πάλιν αιρετικός δεν ήταν. Και είναι πλέον αιρετικός, διότι έτσι απεφάσισεν η Η' Οικουμενική Σύνοδος».
Όμως τέτοιες απόψεις δεν είναι Ορθόδοξες και πατερικές.

 
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

πηγή
Το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία;




Μέσα σ' αὐτήν τήν ἐξέλιξι ὑπάρχει καί ἡ ἀντεπίθεσις τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ; Ὄχι. Δέν εἶναι πολιτισμός ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἄς τήν ὀνομάζη ὁ Toynbee Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Γιατί; Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη καί μάλιστα ἰατρική ἐπιστήμη σύμφωνα μέ τά σημερινά κριτήρια. Ὄχι πολιτισμός. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πολιτικό ἤ κοινωνικό σύστημα. Διότι ἀναφέρεται στήν προσωπική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σ' αὐτά τά δύο: Στό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί στό «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Βέβαια μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιά νά δημιουργήση πολιτισμό. Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε θρησκεία. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπό ἕνα μοναδικό φαινόμενο, πού δέν ὑπάρχει στίς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι ἀνθρωπολογικό καί θεραπευτικό. Σ' αὐτό διαφέρει. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.

Ὁ σωστός γιατρός μεριμνᾶ γιά τήν θεραπεία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀσθενῶν χωρίς διακρίσεις. Δέν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς θεραπεύση. Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ κοινωνική τους τάξις ἤ τό μορφωτικό τους ἐπίπεδο ἤ ἡ οἰκονομική τους κατάστασις ἤ ἡ θρησκεία τους ἤ ἡ ἠθική τους συμπεριφορά. Ὁ σωστός γιατρός βλέπει μόνο ἄν ἕνας ἄνθρωπος, πού τόν πλησιάζει, εἶναι ἄρρωστος ἤ ὄχι. Καί, ἄν εἶναι ἄρρωστος, ἐνδιαφέρεται καί προσπαθεῖ νά τόν θεραπεύση. Νά θεραπεύση τήν πάθησι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν θεραπεύση. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοσι, ἔχομε κάτι παραπάνω ἀπό αὐτό. Καί σ' αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ «ἀντεπίθεσί» μας.

Ὁ Θεός ἀγαπάει ὄχι μόνο τούς ἁγίους, ἀλλά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κολασμένους, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Καί θέλει νά σώση, νά θεραπεύση τούς πάντας. Θέλει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν θέλουν ὅλοι νά θεραπευθοῦν. Αὐτό, τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί θέλει νά θεραπεύση τούς πάντας καί ὅτι ἀγαπᾶ τούς πάντας ἐξ ἴσου, διαπιστώθηκε καί διαπιστώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, ὅσων δηλαδή ἔφθασαν σέ θέωση, δηλαδή σέ θεοπτία καί εἶδαν τόν Θεόν.

Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν ἐκβιάζει τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου. Σέβεται ὁ Θεός, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὅμως νά θεραπεύση κάποιον μέ τό ζόρι. Θεραπεύει μόνο ὅσους θέλουν νά θεραπευθοῦν καί τοῦ ζητοῦν νά τούς θεραπεύση. Φυσιολογικά κάποιος, πού ἔχει σωματική ἀρρώστεια ἤ καί ψυχική, πηγαίνει μέ τήν θέλησί του καί ὄχι μέ τό ζόρι στόν γιατρό, γιά νά γίνη καλά, ἄν ἀκόμη ἔχη τά λογικά του. Ἔτσι καί στήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Πρέπει κάποιος ἀπό μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεσι, ἐλεύθερα νά προσέλθη στήν Ἐκκλησία, στούς κατάλληλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν φώτισι καί τήν ἐμπειρία καί κατέχουν τήν θεραπευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί σ' ἐκείνους νά κάνη ὑπακοή γιά νά βρῆ θεραπεία.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2013

Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; π.Ιωάννης Ρωμανίδης



Μέσα σ' αὐτήν τήν ἐξέλιξι ὑπάρχει καί ἡ ἀντεπίθεσις τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ; Ὄχι. Δέν εἶναι πολιτισμός ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἄς τήν ὀνομάζη ὁ Toynbee Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Γιατί; Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη καί μάλιστα ἰατρική ἐπιστήμη σύμφωνα μέ τά σημερινά κριτήρια. Ὄχι πολιτισμός. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πολιτικό ἤ κοινωνικό σύστημα. Διότι ἀναφέρεται στήν προσωπική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σ' αὐτά τά δύο: Στό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί στό «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Βέβαια μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιά νά δημιουργήση πολιτισμό. Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε θρησκεία. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπό ἕνα μοναδικό φαινόμενο, πού δέν ὑπάρχει στίς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι ἀνθρωπολογικό καί θεραπευτικό. Σ' αὐτό διαφέρει. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.

Ὁ σωστός γιατρός μεριμνᾶ γιά τήν θεραπεία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀσθενῶν χωρίς διακρίσεις. Δέν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς θεραπεύση. Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ κοινωνική τους τάξις ἤ τό μορφωτικό τους ἐπίπεδο ἤ ἡ οἰκονομική τους κατάστασις ἤ ἡ θρησκεία τους ἤ ἡ ἠθική τους συμπεριφορά. Ὁ σωστός γιατρός βλέπει μόνο ἄν ἕνας ἄνθρωπος, πού τόν πλησιάζει, εἶναι ἄρρωστος ἤ ὄχι. Καί, ἄν εἶναι ἄρρωστος, ἐνδιαφέρεται καί προσπαθεῖ νά τόν θεραπεύση. Νά θεραπεύση τήν πάθησι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν θεραπεύση. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοσι, ἔχομε κάτι παραπάνω ἀπό αὐτό. Καί σ' αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ «ἀντεπίθεσί» μας.

Ὁ Θεός ἀγαπάει ὄχι μόνο τούς ἁγίους, ἀλλά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κολασμένους, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Καί θέλει νά σώση, νά θεραπεύση τούς πάντας. Θέλει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν θέλουν ὅλοι νά θεραπευθοῦν. Αὐτό, τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί θέλει νά θεραπεύση τούς πάντας καί ὅτι ἀγαπᾶ τούς πάντας ἐξ ἴσου, διαπιστώθηκε καί διαπιστώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, ὅσων δηλαδή ἔφθασαν σέ θέωση, δηλαδή σέ θεοπτία καί εἶδαν τόν Θεόν.

Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν ἐκβιάζει τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου. Σέβεται ὁ Θεός, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὅμως νά θεραπεύση κάποιον μέ τό ζόρι. Θεραπεύει μόνο ὅσους θέλουν νά θεραπευθοῦν καί τοῦ ζητοῦν νά τούς θεραπεύση. Φυσιολογικά κάποιος, πού ἔχει σωματική ἀρρώστεια ἤ καί ψυχική, πηγαίνει μέ τήν θέλησί του καί ὄχι μέ τό ζόρι στόν γιατρό, γιά νά γίνη καλά, ἄν ἀκόμη ἔχη τά λογικά του. Ἔτσι καί στήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Πρέπει κάποιος ἀπό μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεσι, ἐλεύθερα νά προσέλθη στήν Ἐκκλησία, στούς κατάλληλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν φώτισι καί τήν ἐμπειρία καί κατέχουν τήν θεραπευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί σ' ἐκείνους νά κάνη ὑπακοή γιά νά βρῆ θεραπεία.

πηγή

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2013

Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία


Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου
Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ' αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι' αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ' αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες14 να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ' αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα15 .
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ' αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι' αυτούς τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ' αυτήν την ζωή και μάλιστα σ' αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως απ' όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι' αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ' όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ' αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ' όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ' αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.
Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι' αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του – εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν – ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Πού σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή πίστις;
Σ' αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, που χρησιμοποιεί τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ16., χωρίς να εμβαθύνη σ' αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ο οποίος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως γι' αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του17.
Εφ' όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ' όψιν, είναι ο άξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετάθάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος σ' αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ' αυτήν τη ζωή να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι' αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ' είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σ' αυτόν τον κόσμο, σ' αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα η κάθαρσις και ο φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την Κόλασι; Γι' αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό κλειδί, το οποίο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.
Οπότε το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πώς θα δη ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν18, και να προετοιμάζη τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως19.
Αυτή η προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίση και να τελειώση σ' αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ' αυτήν τη ζωή να γίνη η θεραπεία και να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σ' αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ' αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή20.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το έργο σήμερα, σ' αυτήν την ζωή, διότι σ' αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος, που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί η οδός»21. Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ' αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ' αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δη τον Χριστόν σ' αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη ζωή22.
Σημειώσεις
14. Η χρήση του όρου αυτού από τον π. Ιωάννη δεν είναι υποτιμητική. Είχε συνηθίσει ήδη από τις Η.Π.Α., όπου έζησε από ηλικίας τριών μηνών, εμεγάλωσε, εσπούδασε και ανδρώθηκε, να χρησιμοποιεί έτσι αυτόν τον όρο. Στο Άγιον Όρος επίσης χρησιμοποιείται κατά κόρον η λέξη παπάς, χωρίς καθόλου μειωτικό περιεχόμενο. Το αντίθετο μάλιστα.
15. Ο λόγος του π. Ιωάννου, όπως αναφέραμε ήδη στον Πρόλογο, είναι μερικές φορές καυστικός.
16. Τα οποία βέβαια κάνουν και οι πραγματικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και δεν είναι κακό το να θέλη να κάνη κανείς αυτά· κακό είναι το να μένη μόνο σ' αυτά.
17. Που είναι δηλαδή ο πνευματικός τους πατέρας και οι μοναχοί του είναι άσχετοι με τον Ησυχασμό.
18. Βέβαια μερική εμπειρία της θέας αυτής του Θεού έχουν όλοι οι άνθρωποι αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα, δηλαδή μετά τον βιολογικό θάνατο.
19. Βλ. Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία, Δ', έκδ. Αστέρος, 1976, σ. 134, § 79.
20. Βλ. Αγίου Συμεών νέου θεολόγου, Ευρισκόμενα, Λόγος 75οςος. Εκεί διαβάζουμε: «Τοσούτον της Εκείνου θέας εκπέσομεν, κατά την αναλογίαν της εκάστου ημών απ' εντεύθεν αμβλυωπίας, καθ' όσον του φωτός αυτού εκουσίως εαυτούς υστερήσαμεν εν τη παρούση ζωή».
21. Ιω. 14, 6.
22. Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 162. «... Με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα αναστηθούν όλοι οι άνθρωποι και θα κριθούν για τα έργα τους. Οι αμαρτωλοί που δεν απέκτησαν πνευματικό οφθαλμό, δεν θα εξαφανισθούν. Θα παραμείνουν ως πρόσωπα οντολογικά, αλλά όμως δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Όπως λέγει ο άγιο Μάξιμος ο Ομολογητής, οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το ''αεί φευ είναι'', ενώ οι δίκαιοι το ''αεί ευ είναι''.

Τρίτη, Ιουλίου 30, 2013

Ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας;



 Πατερική Θεολογία
 Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου
Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

Ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας

Το θέμα τώρα είναι ποια είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. 
Η Ορθόδοξη παράδοσι προσφέρει μέθοδο θεραπείας του νοός του ανθρώπου, 
δηλαδή της ψυχής του. Η θεραπεία αυτή έχει δύο φάσεις, όπως είπαμε, τον
 φωτισμό και την θέωσι. Η θέωσις, δηλαδή η θεοπτία, είναι η εγγύησις 
της θεραπείας, της πλήρους θεραπείας. Αυτή η θεραπευτική μέθοδος,
 η θεραπευτική αγωγή, που προσφέρει η Ορθόδοξος παράδοσις, 
αραδίδεται (εξ ου και παράδοσις) από γενεά σε γενεά με φορείς 
ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν στον φωτισμό και στην θέωσι και
 έγιναν θεραπευτές για τους άλλους. Δεν είναι δηλαδή απλή
 μεταβίβασις γνώσεων από τα βιβλία, αλλά μεταβίβασις και
 διαδοχή εμπειρίας, της εμπειρίας του φωτισμού και της εμπειρίας
 της θεώσεως.Παρατηρείται όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι
 κατάστασι φωτισμού και θεώσεως είχαν μόνο οι Πατριάρχες και
 οι Προφήτες των Ισραηλιτών. Αυτό είναι ιστορικό φαινόμενο.
 Πριν από τους Προφήτες έχομε τους Πατριάρχες. 
Προ του Μωϋσέως έχομε τον Αβραάμ. 
Διαβάζομε όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι μέχρι τον Αβραάμ υπάρχει 
συνείδησις της καταστάσεως του φωτισμού και της θεώσεως. 
Ο ίδιος ο Αβραάμ ήταν θεόπτης, δηλαδή έφθασε σε θέωσι. 
Αυτό φαίνεται σαφώς. Για την εποχή προ του Αβραάμ πάλι έχομε στοιχεία
 από την Εβραϊκή Παράδοσι ότι φωτισμός και θέωσις υπήρχαν και στους
 προπάτορες του Αβραάμ, παραδείγματος χάριν στον Νώε.
 Η παράδοσις αυτή, του φωτισμού δηλαδή και της θεώσεως, μεταβιβάζεται.
 Δεν εμφανίζεται έτσι εκ του μηδενός.
 Δεν εμφανίζεται ξαφνικά τον 11ο ή 12ο π.Χ. αιώνα.
Υπάρχει Καινή Διαθήκη, υπάρχει και Παλαιά Διαθήκη. 
Στην Καινή Διαθήκη είναι πιο εύκολος ο έλεγχος, διότι
 είναι περιωρισμένος ο χρόνος διαρκείας της. 
Η Παλαιά Διαθήκη όμως περιλαμβάνει 1500 χρόνια ιστορίας.
 Μέσα τώρα σ' αυτήν την περίοδο έχομε μία σπονδυλική στήλη.
 Αυτή η σπονδυλική στήλη, που είναι η παράδοσις του φωτισμού 
και της θεώσεως που μεταβιβάσθηκε από Προφήτη σε Προφήτη,
 είναι και η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως: 
Η μεταβίβασις της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως
 από γενεά σε γενεά. Αυτή εκτείνεται στην Παλαιά Διαθήκη
 χρονικά από τον Αβραάμ μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
 Αυτή είναι η Προφητική παράδοσις, η παράδοσις των Πατριαρχών
 και των Προφητών.
Αλλά και πριν από αυτήν την περίοδο έχομε την πρώτη περίοδο, 
που εκτείνεται από τον Αδάμ, μέσω του Νώε, μέχρι τον Αβραάμ.
 Σήμερα έχει διαπιστωθή αρχαιολογικά η αλήθεια των αναφερομένων
 ιστορικών γεγονότων στην Παλαιά Διαθήκη τουλάχιστον μέχρι
 την εποχή του Μωϋσέως. Και σήμερα δεν υπάρχει κανείς, που να
 αμφισβητή την Παλαιά Διαθήκη ως κείμενο μεγάλης ιστορικής αξίας.
 Αλλά και πριν από τον Μωϋσέα μέχρι την εποχή του Αβραάμ έχουν 
βρη οι αρχαιολόγοι στοιχεία, που επαληθεύουν τα αναφερόμενα στην
 Παλαιά Διαθήκη γύρω από το πρόσωπο του Αβραάμ.
Βλέπομε λοιπόν ότι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως 
δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής,
 αλλά είναι η μεταβίβασις αυτής της εμπειρίας, του φωτισμού
 και της θεώσεως διαδοχικά από τον 
Αδάμ μέχρι των ημερών μας.

Παρασκευή, Ιουνίου 07, 2013

Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου)


Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου) Αέναη επΑνάσταση
Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον ύπνο. Ενώ η θέωσιςείναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο θέλει ο Θεός.

Ένας φωτισμένος μπορεί να μη φθάση ποτέ σε θέωσι. Ο Θεός, που την χαρίζει, κρίνει αν είναι απαραίτητο να οδηγήση έναν φωτισμένο σε θέωσι. Και το ότι δεν οδηγεί κάποιον σε θέωση μπορεί να σημαίνη ότι έτσι χωρίς αυτήν δηλαδή, θα είναι καλύτερα για την ψυχή του, διότι σε εναντία περίπτωσι η θέωσις μπορούσε να τον έβλαπτε, π.χ. να τον οδηγούσε σε υπερηφάνεια. Δηλαδή ο Θεός οδηγεί κάποιον σε θέωσι, όταν δεν κινδυνεύη πνευματικά και όταν του είναι απαραίτητο είτε για να τον στηρίξη είτε για να τον δυναμώση είτε για να τον προετοιμάση για κάποια αποστολή.
Έτσι η εμπειρία της θεώσεως δεν είναι αυτόματη. Δεν μπορεί δηλαδή ένας φωτισμένος να την αποκτήση. Ένας φωτισμένος μάλλον αποφεύγει να την ζητήση από τον Θεό. Όταν όμως την έχει ανάγκη, ο Θεός συγκαταβαίνει και την δίνει, του δείχνει δηλαδή την δόξα Του, το άκτιστο Φως Του. Π.χ. ένας ασκητής ζη στην έρημο, σε απομόνωσι από τους ανθρώπους και με πολλές στερήσεις· και τούτο για την αγάπη του Θεού. Τότε, εφ’ όσον έχη καθαρθή, έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και τον παρηγορεί και του χαρίζει εμπειρίες θεώσεως.
Ένας αληθινός ασκητής δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά τουλάχιστον έχει μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το Άγιο, που προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα του και του κάνει παρέα στην φαινομενική μοναξιά του. Αυτή είναι η κατάστασις φωτισμού. Όταν όμως το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κρίνη ότι πρέπει, τότε του χαρίζει κατά διαστήματα και την εμπειρία της θεώσεως, όταν χρειάζεται και εφ’ όσον είναι για το καλό του, π.χ. για να τον δυναμώση μετά από μία δαιμονική επίθεσι.
Αυτά φαίνονται καθαρά στους βίους των αγίων. Σ’ αυτά λοιπόν τα δύο στάδια θεωρίας, στον φωτισμό και στην θέωσι, η γνώσις του Θεού είναι καθαρά εμπειρική. Δεν είναι γνώσις μεταφυσική, δηλαδή αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού.
Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου) Αέναη επΑνάσταση
Περί των δύο ειδών της αποκαλύψεως
Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και τίποτε άλλο.
Όμως σ’ αυτή την εμπειρία της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος, με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς! Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του. Θα προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι. Έτσι όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.
Οπότε στην εμπειρία του φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό, αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία, ώστε όλοι να τα κατανοούν.
Στην θέωσι όμως όλα τα ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή, θεολογεί βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους. Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.
Εδώ τώρα έχομε το βασικό κλειδί της Πατερικής παραδόσεως: Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές, τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.
Όλα αυτά μαζί είναι η υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως. Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί. Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας, στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.
Οπότε τώρα βάσει αυτής της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να θεολογή σωστά, οπότε και γίνεταιθεολόγος της Εκκλησίας.
Άρα υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της θεώσεως. Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοιΘεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη.
Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου) Αέναη επΑνάσταση
Μέχρις ότου λοιπόν γίνη θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δη ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις. Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα συμπεράσματά του.
Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου 
Καθηγητή Πανεπιστημίου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...