Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Δορμπαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Δορμπαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ«Εάν μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών»


«Εάν μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών»

α. Στο τελευταίο σκαλοπάτι για την είσοδό μας στην Μεγάλη Σαρακοστή η Εκκλησία μας έρχεται διά του ευαγγελικού αναγνώσματος – τμήματος της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – να επιτείνει ό,τι ετόνισε στις προηγούμενες εισαγωγικές Κυριακές του Τριωδίου: ότι δεν είναι δυνατόν να πορευτούμε την ευλογημένη αυτήν περίοδο, που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, ότι δεν μπορούμε να έχουμε δηλαδή πραγματική σχέση με τον Θεό μας, αν δεν πετάξουμε από πάνω μας τις «μάσκες» της υποκρισίας και δεν σταθούμε έναντι Αυτού με το αυθεντικό πρόσωπό μας, αυτό που δημιουργεί η αληθινή μετάνοια: χωρίς τις επακαλύψεις της μνησικακίας, με αληθινή νηστεία που γίνεται για εμάς τους ίδιους, με συναίσθηση ότι το κέντρο βάρους της ζωής μας, ο αληθινός θησαυρός μας, βρίσκεται όχι στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου του παρερχομένου, αλλά στη Βασιλεία του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι η Μεγάλη Σαρακοστή λειτουργεί ως τύπος όλης της ζωής μας, αφού ο καθημερινός αγώνας του χριστιανού είναι πώς να διατηρηθεί ακέραιο το αυθεντικό του πρόσωπο, εκείνο που βγήκε από την αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας μας ως μέλος Χριστού. Ο Κύριος λοιπόν τονίζει: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό και να διατηρεί το δώρο της χάρης Του, χωρίς  πρώτα από όλα να δίνει αδιάκοπα τη συγγνώμη του στον συνάνθρωπό του. Κατά τη διατύπωση του Ίδιου: «Εάν μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών».

β. 1. Κι είναι αλήθεια ότι η επισήμανση του Κυρίου είναι καίριας και αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι η μνησικακία, ως μνήμη της κακίας των άλλων και αδυναμία συνεπώς προσφοράς της συγγνώμης μας για τα τυχόν παραπτώματά τους απέναντί μας, αποτελεί ένα από τα βασικά και μόνιμα σχεδόν προβλήματα στις σχέσεις μας με αυτούς. Λόγοι προσβλητικοί, κακές συμπεριφορές, στάσεις αδιαφορίας του άμεσου ή ευρύτερου περίγυρού μας, έρχονται πολλές φορές να προκαλέσουν τον υπάρχοντα εγωισμό μας, ο οποίος απαιτεί την αποδοχή και τον έπαινο, ίσως μάλιστα και την κυριαρχία επί των άλλων, ακυρώνοντας έτσι τη μοναδική και αποκλειστική σχεδόν προϋπόθεση παρουσίας του Θεού στη ζωή μας: την αγάπη. Με άλλα λόγια η μνησικακία αποτελεί το μεγαλύτερο φράγμα για να παραμένουμε εν τω Θεώ, αφού «ο Θεός αγάπη εστί», ενώ αποκαλύπτει περίτρανα τον εγωισμό που έχει θρονιαστεί ως βασιλιάς στην καρδιά μας, συνεπώς και την κατίσχυση της αμαρτίας πάνω μας.

2. Ο Κύριος λοιπόν είναι σαφής: αν δεν αποτινάξουμε από την καρδιά μας, δηλαδή από τον βαθύτερο εαυτό μας, την όποια μνησικακία μας, αν δεν αγωνιζόμαστε να είμαστε ανεξίκακοι με αγάπη μέσα μας, πρόσωπο Θεού δεν πρόκειται να δούμε, ούτε εν τω νυν ούτε εν τω μέλλοντι αιώνι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι μία απομείωσή μας: χάνουμε κάτι,  αλλά ο κατεξοχήν εμπλουτισμός μας: διώχνουμε αυτό που συνιστά δηλητήριο της ψυχής μας και ενέργεια δαιμονική, και κρατάμε και αυξάνουμε τη χάρη του Θεού. Την αλήθεια αυτή ο Κύριος δεν την κήρυξε μόνον με τα παραπάνω λόγια, με θετική και αρνητική διατύπωση, που και μόνον αυτά ήταν βεβαίως υπεραρκετά για τη συνειδητοποίηση της φοβερής σημασίας της ανεξικακίας, αλλά και με τα λόγια της προσευχής που μας έμαθε να λέμε, στην Κυριακή λεγόμενη προσευχή, στο γνωστό «Πάτερ ημών»: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»: συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων. Η συγγνώμη του Θεού προς εμάς έχει ως μοναδική προϋπόθεση τη συγγνώμη τη δική μας προς τους συνανθρώπους μας. Ο Κύριος δηλαδή «έδεσε» τη σωτηρία μας με την καλή σχέση μας προς τους άλλους. Αυτό που τόνισε το ευαγγέλιο της κρίσεως της προηγουμένης Κυριακής, έρχεται σήμερα να τονιστεί και με έναν άλλον τρόπο.

3. Εκεί όμως που ο Κύριος έδωσε το συγκλονιστικότερο «μάθημα» της ανεξικακίας ήταν με την ίδια τη ζωή Του, όταν βρισκόταν μάλιστα πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του, που περικλείει όλη την τελειότητα (όσιος Μάρκος ο ασκητής),  ήταν η αποκάλυψη της άπειρης αγάπης Του και της ανεξικακίας Του, απέναντι μάλιστα σε μία ανθρωπότητα, η οποία τόσο είχε εκτροχιαστεί, ώστε θέλησε να σκοτώσει τον ίδιο τον Δημιουργό και Ευεργέτη της. «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι τα λόγια προσευχής Του υπέρ των σταυρωτών Του. Και το παράδειγμα αυτό συγγνώμης και ανεξικακίας συνέχισαν, με τη βοήθεια και τη χάρη βεβαίως του Ίδιου, και οι απόστολοι και οι μάρτυρες και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας. Ο άγιος Στέφανος για παράδειγμα: τι άλλο κάνει όταν την ώρα που λιθοβολείται από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους επαναλαμβάνει, απλώς παραλλαγμένα, τα ίδια λόγια του Κυρίου; «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»; Το ίδιο και ο νεώτερος άγιος, για να μνημονεύσουμε και έναν ακόμη, Διονύσιος Αιγίνης: κρύβει και καλύπτει από το απόσπασμα που τον κυνηγά, τον φονιά του αδελφού του και στη συνέχεια τον φυγαδεύει.
Έτσι, όρος, προϋπόθεση για να είναι κανείς Χριστιανός, είναι η βίωση της ανεξικακίας και της συγγνώμης. Δεν μπορεί κανείς να λέγεται Χριστιανός, χωρίς να συγχωρεί τους πάντες, έστω κι αν αυτοί είναι εχθροί του. Κι αυτό άλλωστε, ως γνωστόν, είναι το διακριτικό που ξεχωρίζει τον χριστιανό μάρτυρα από οποιοδήποτε άλλο είδος μάρτυρα: ο χριστιανός πεθαίνει προσευχόμενος υπέρ των διωκτών του, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη γνησιότητα της πίστης του στον Χριστό.

4. Βεβαίως η απόκτηση της ανεξικακίας δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί αγώνα διαρκή και επίπονο. Χρειάζεται να «ματώσει» κανείς εσωτερικά, για να μπορέσει να σταθεί με καθαρή καρδιά απέναντι στον συνάνθρωπό του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ασκητή εκείνου στο Γεροντικό, που έφτυνε αίμα τη στιγμή που τον πλησίασε ένας άλλος αδελφός. Και στην ερώτηση του αδελφού τι συνέβη, εκείνος απάντησε: Πριν από λίγο ένας αδελφός με πίκρανε. Και παρακάλεσα τον Θεό να μου βγάλει την πίκρα από μέσα μου. Και να, ο Θεός με άκουσε και έκανε αίμα την πίκρα μου και την έβγαλα.
Θα πρέπει μάλιστα να διέλθει ο πιστός από ορισμένα στάδια, που μας τα έχουν υποδείξει και καθορίσει οι ασκητικοί Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, για παράδειγμα, ο επονομαζόμενος της Κλίμακος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες στην ανεξικακία. Πρώτη βαθμίδα, γράφει, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται  για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. Πρόκειται για στάδιο τελείωσης που χαρακτηρίζεται από το σύγχρονο λογικοκρατούμενο και αυτονομημένο άνθρωπο ως τρέλα. «Αρχή ανεξικακίας – λέει επακριβώς – εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».

5. Ο ίδιος μάλιστα άγιος προβαίνει και σε άλλα σημεία των λόγων του και σε συγκεκριμένες συμβουλές, που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ξεπεράσει τη μνησικακία. Μερικά παραδείγματα.
- Αν αισθάνεσαι πικρία και μίσος απέναντι σε κάποιον αδελφό και δεν έχεις τη δύναμη να τον αγαπήσεις με την καρδιά σου, τουλάχιστον να μετανοείς απέναντί του και να τον πλησιάζεις με τα λόγια, με το στόμα. Ίσως έτσι ντραπείς τα λόγια σου και τον αγαπήσεις πραγματικά.
- Αν ακούσεις ότι κάποιος αδελφός σε κατηγόρησε, μην αφεθείς εσύ στο πάθος της μνησικακίας, αλλά ξεπέρασέ το λέγοντας γι’ αυτόν επαινετικά λόγια.
- Αν δεις ή ακούσεις κάτι που σου κινεί το πάθος της κατακρίσεως (καρπού της μνησικακίας), μη λες ότι από αγάπη κατακρίνεις, διότι η αγάπη οδηγεί σε κρυφή προσευχή υπέρ αυτού που έσφαλε, και όχι σε κατηγόρια. Αυτός ο τρόπος αντιδράσεως μάλιστα – προσευχή υπέρ αυτών που μας φταίνε – αποτελεί κατά τον άλλον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο όσιο Μάρκο τον ασκητή, «κτύπημα και πληγή των δαιμόνων».

γ. Η ανεξικακία, ενόψει μάλιστα της Σαρακοστής που μας ωθεί με όλες τις εκφράσεις της στην αποκάλυψη του γνήσιου εαυτού μας, όπως είπαμε, παρ’ όλες τις δυσκολίες αποκτήσεως και βιώσεώς της, είναι ό,τι πιο απαραίτητο για την πορεία μας ως χριστιανών. Δεν θα σωθούμε από τις τυχόν νηστείες ή τις ελεημοσύνες ή τις προσευχές μας, αν όλα αυτά δεν βρίσκουν την κατάληξή τους στην ανεξικακία ή και δεν την έχουν ως προϋπόθεσή τους. Διότι, και πάλι θα το πούμε, η αρετή αυτή είναι έκφραση της αγάπης και η αγάπη είναι και θα είναι το απόλυτο κριτήριο της ζωής μας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2017

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού) ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή»(κάθισμα όρθρου) ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄) ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄) ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στα πλαίσια της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων» («Εκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν Κάραν, καρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν. Ο Βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους, γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων»).

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» («Απεστάλη βοώντος φωνή ο Πρόδρμος ταις ερήμοις καρδίαις, την του Υιού του Θεού πίστιν ευσεβή εγκεντρίζων του όντως Θεού») (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» («Ετοιμάσατε, φάσκει και νυν ο Πρόδρομος, του Κυρίου την τρίβον, δι’ αγιότητος ούτος γαρ ελθών, συν Πατρί και Πνεύματι, ταις ημών καρδίαις οικήσει εις αιώνας») (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» («Λαμπροφανής ανέτειλεν η τιμία σου κάρα, εκ των αδύτων κόλπων γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Δυσωπούμεν σε των δεινών ευρείν λύσιν και τον καιρόν ευμαρώς ανύσαι της εγκρατείας, πρεσβείαις σου») (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας» («Ήνοιξε προπύλαις της εγκρατείας η πάνσεμνος κεφαλή σου, πανεύφημε, και τρυφήν προέθηκεν ηδυτάτην πάσι θείων χαρισμάτων ων περ μετέχοντες πιστώς, το της νηστείας τραχύ γλυκαίνομεν»).

Ανάβοντας ένα κερί για τον εχθρό...

Ιστορίες από το εξομολογητάρι(1)
π.Γεωργίου Δορμπαράκη


Όταν ξαναήλθε για την εξομολόγηση έλαμπε το πρόσωπό του.
«Πάτερ, αυτό που μου είπατε την τελευταία φορά το εφάρμοσα και είδα σχεδόν άμεσα το αποτέλεσμά του».
«Ποιο;», απόρησε ο ιερέας. «Δεν θυμάμαι για τι μου λέτε. Και ο καιρός που πέρασε, και οι διάφορες εξομολογήσεις πολλών ανθρώπων που περνούν από το εξομολογητάρι, με κάνουν να μη θυμάμαι τις συζητήσεις που γίνονται κάθε φορά με τον εξομολογούμενο, οπότε να με συμπαθάτε, μα δεν… θυμάμαι».

«Σας είχα εξομολογηθεί την προηγουμένη φορά», είπε ο μεσήλικας άνδρας, «ότι είχα κάποιο πρόβλημα μ’ έναν γείτονα που με ταλαιπωρούσε, και συνεχίζει βέβαια να με ταλαιπωρεί, με τα λόγια τα πειρακτικά που λέει συχνά, με ενέργειες προσβλητικές, και μάλιστα κάποιες που στρέφονται εναντίον και των ίδιων των παιδιών μου. Ήταν και είναι ακατανόητη για μένα η στάση του, γιατί κοιτάω την όλη βιωτή μου απέναντί του, πώς του συμπεριφέρομαι, κι εγώ και όλη η οικογένειά μου, και δεν βρίσκω κάτι που να του έχουμε φταίξει. Γι’ αυτό και μέσα μου υπάρχει κάτι σαν αγκάθι, που μερικές φορές με κάνει να δημιουργούνται λογισμοί εκδίκησης απέναντί του, να θέλω να του κάνω ίσως κάποιο κακό… Συγκρατούμαι βέβαια πάντοτε, γιατί γνωρίζω τον λόγο του Θεού που μας καλεί να αγαπούμε και τους ίδιους τους εχθρούς μας, μα δεν έχω φτάσει σε αυτό το σημείο…».

«Λοιπόν, σε τι έγκειτο η βοήθειά μου την προηγουμένη φορά;», είπε ο ιερέας, ο οποίος σιγά σιγά έφερνε στη μνήμη του τη συνάντησή τους και τι μάλλον του είχε προτείνει να κάνει.
 «Πάτερ, λειτούργησε σαν θεραπευτικό φάρμακο η πρότασή σας, τουλάχιστον σ’ εμένα, και θα σας την θυμίσω σύντομα. Πέρα από το ότι μου θυμίσατε την εντολή βεβαίως του Κυρίου περί αγάπης για όλους και μάλιστα τους ενάντιους σε μας – είναι η εντολή, μου είπατε, που κατεξοχήν αυτή εφαρμοζόμενη μας φέρνει άμεσα μπροστά στον Θεό και μας γεμίζει από τη χάρη Του -, μου επισημάνατε ότι μπορεί να μη βλέπω κάτι εχθρικό δικό μου απέναντι σ’ αυτόν τον συνάνθρωπό μου, μα ίσως ανεπίγνωστα κάτι που είπα ή κάτι που έκανα, κάποια ίσως γκριμάτσα του προσώπου μου, να εκλήφθηκε από αυτόν με αρνητικό τρόπο και να θεώρησε έτσι ότι τον περιφρονώ ή ότι τον εχθρεύομαι. 


Εκείνο όμως που έκανα και συνεχίζω να κάνω, και γι’ αυτό πράγματι σας ευγνωμονώ και ευχαριστώ τον Κύριο, είναι ότι πίεσα τον εαυτό μου, κατά τον λόγο σας, να βάζω τον γείτονά μου πρώτον στην προσευχή μου, και κάθε φορά που μπαίνω στην Εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι, να το ανάβω κυρίως προς χάρη αυτού. Πάτερ, ιδίως αυτό το τελευταίο με έκανε να δω την παρουσία της χάρης του Θεού. Γιατί από την πρώτη φορά που το έκανα, ένιωσα μία τέτοια γλύκα στην ψυχή μου που δεν περιγράφεται».
Είπε και σταμάτησε ο αγωνιστής άνθρωπος, ενώ ένα δάκρυ κύλισε από τα κατανυγμένα μάτια του.

Ο ιερέας συγκινήθηκε κι αυτός. Έστρεψε το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο που βρισκόταν στο μικρό εξομολογητάρι και ανέπεμψε νοερά ύμνο για την απειρία της αγάπης Του.
«Πράγματι, το ελάχιστο που κάνουμε», είπε στον χαριτωμένο άνθρωπο, «το παίρνει ο Κύριος και το πολλαπλασιάζει με τέτοιο τρόπο που το κάνει να μοιάζει ατίμητο. Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος, η μεγάλη αυτή μορφή της εποχής μας, δεν έλεγε ότι στα μηδενικά της ζωής μας ο Κύριος, όταν δει το παραμικρό θετικό, βάζει μπροστά το «ένα» και τα κάνει τεράστια και αξιοτίμητα;»
«Πάτερ, δεν ήταν τίποτα αυτό που έκανα, και όμως μου έδωσε αντ’ αυτού ο Κύριος τόση χάρη…», μούσκεψε το μαντήλι του ο μεσήλικας κι έσκυψε το κεφάλι του.

«Να πω και κάτι ακόμη, κύριε Θόδωρε», συμπλήρωσε ο ιερέας, «που το διάβασα τώρα τελευταία και μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση. Το ‘γραψε ένας νέος άνθρωπος που κατάλαβε κι εκείνος προφανώς την αξία και της ελάχιστης προσπάθειας που ευαρεστεί όμως πολύ τον Θεό μας».
«Τι είναι αυτό;», είπε ο Θόδωρος, κι ανασήκωσε το κεφάλι του με ενδιαφέρον.
«Εδώ το έχω», είπε ο πνευματικός. «Μου έκανε εντύπωση και το αντέγραψα. Να σας το διαβάσω. 
Επιγράφεται: «Μόνο ένα λεπτό!».
«Άλλη μια μέρα πέρασε… Το συμπέρασμα το ίδιο… Κενότητα κι απαισιοδοξία. Κάθε βράδυ απόφαση για αλλαγή, αλλά στο τέλος η ίδια διαπίστωση: «Πάλι δεν έκανα τίποτα»…
Δεν θα σου μιλήσω για τις γνωστές δικαιολογίες. Πλέον αυτές έχουν γίνει μια γραφική «πιπίλα» για τον κόσμο… Ναι ξέρω… «Τρέξιμο»… «Άγχος»… «Κρίση»… και πόσα ακόμα… μα η ουσία πού είναι;
Τελικά το ζητούμενό μου είναι ένα: «μόνο ένα λεπτό». Τόσο χρειάζομαι. Όχι παραπάνω. Λίγο χρόνο το πρωί και λίγο το βράδυ. Λίγα δευτερόλεπτα…
Μα τι λέω; Δευτερόλεπτα; ΝΑΙ… λίγα δευτερόλεπτα. Ο Θεός δεν θέλει ώρες. Μόνο ένα λεπτό να του χαρίσω. Αυτό θέλει. Κάποια δεύτερα δοξολογίας. Ένα «Δόξα τω Θεώ». Φτάνει να το πω. Φτάνει να το πιστέψω. Και πού ξέρεις; Αύριο μπορεί να γίνουν δύο τα λεπτά…».

«Έχετε δίκιο, πατέρα μου», κούνησε το κεφάλι του ο άνθρωπος. «Είναι μικρό αλλά δυνατό κείμενο. Και τόσο… αληθινό!»

«Λοιπόν, κ. Θόδωρε», είπε ο πνευματικός. «Ασφαλώς δεν ήλθατε σήμερα για να πείτε μόνον αυτό. Τι έχετε άλλο προς εξομολόγηση;»

το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2017

«Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

π.Γεωργίου Δορμπαράκη
Μικρές στάσεις στην Κλίμακα του Αγ.Ιωάννου(1)

  «Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα: «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (λόγ. α΄ 38).

 Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος. Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.
Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. 
 Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!
Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος«Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».


το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)


«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)

α. Μία άλλη Υπαπαντή μπορεί να χαρακτηριστεί η περίπτωση που καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα και που διαδραματίζεται στην Ιεριχώ με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Ο Κύριος συναντά τον Ζακχαίο, με  αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής, παρά τη συκομοριά, που θα ολοκληρωθεί  στο σπίτι του Ζακχαίου – μάλλον που ξεκινά την ολοκλήρωση, αφού έκτοτε η ζωή του αγίου Ζακχαίου ήταν μία αδιάκοπη αναζήτηση του Κυρίου – τη σωτηρία αυτού και όλης της οικογενείας του. Κατά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, η συνάντηση προϋπέθετε δύο συγκλίνουσες ενέργειες: την ενέργεια του ίδιου του Κυρίου, που ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός», και την ενέργεια του Ζακχαίου, που «εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Η ώρα της πρώτης φάσης της συνάντησης κατακλείεται με τη φράση του Κυρίου: «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.

β. 1. Το αίτημα αυτό του Κυρίου να μείνει στο σπίτι του Ζακχαίου συνιστά καταρχάς μία παραδοξότητα: ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης, δηλαδή άνθρωπος αμαρτωλός, δεδομένου ότι οι τελώνες, ως γνωστόν, εξυπηρετούσαν τους κατακτητές των Ιουδαίων Ρωμαίους και καταπίεζαν οικονομικά τον απλό λαό μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς του. Γι’ αυτό και ο γογγυσμός των Ιουδαίων για την επιλογή του Κυρίου να πάει στο σπίτι του Ζακχαίου – «και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι» - μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένος. Αλλά η εξήγηση της παραδοξότητας αυτής φαίνεται να υπάρχει στο «σήμερον» του Κυρίου. Το «σήμερον» φανερώνει την ώρα του Θεού για τον Ζακχαίο. Την ώρα που η ψυχή του Ζακχαίου ήταν ανοιχτή στην παρουσία και την ενέργεια Εκείνου, την ώρα δηλαδή που ο άνθρωπος  μπορεί να νιώσει την πάντοτε αναζητούσα αυτόν χάρη του Θεού. Πρόκειται για τις παρόμοιες περιπτώσεις που καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης, σαν εκείνην με τη Σαμαρείτιδα «παρά το φρέαρ του Ιακώβ», με τη συγκλονιστική φράση «ώρα  ην ωσεί έκτη». Το «σήμερον» λοιπόν ως η ώρα της χάρης για τον Ζακχαίο δίνει και το νόημα του «δει», του πρέπει. «Πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».

2. Ποια στοιχεία συγκεκριμένα συνθέτουν την ώρα αυτή και οριοθετούν την αναγκαιότητά της; Πρώτον, όπως είπαμε, η αναζήτηση του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος ήλθε στον κόσμο «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός». Ο άνθρωπος χαμένος στα πάθη και τις αμαρτίες του, λόγω της άγνοιας του αληθινού Θεού και της επιρροής του αρχεκάκου διαβόλου, είχε ανάγκη αναζητήσεώς του από τον Θεό. Κανείς πέραν του ίδιου  του Δημιουργού δεν μπορούσε να ρίξει φως στη ζόφωση αυτή του ανθρώπου, κανείς πέραν Εκείνου που είναι το φως του κόσμου, του ενανθρωπήσαντος Θεού μας: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Κι ένας τέτοιος χαμένος άνθρωπος ήταν και ο Ζακχαίος. Το ίδιο το επάγγελμά του – να καταπιέζει και να αδικεί του ανθρώπους – είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Ποτέ κανείς ζώντας με αδικία δεν βρίσκεται στην καθάρια ατμόσφαιρα της παρουσίας του Θεού. Η καταχνιά, η ζόφωση, η σύγχυση αποτελούν τα μόνιμα γνωρίσματα της ψυχής του. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται προς αναζήτηση και του Ζακχαίου. Στο «στόχαστρο» της αγάπης Του, εκείνη την ημέρα, είχε αυτόν και την οικογένειά του. Κι από ό,τι τελικώς θα αποδειχτεί, και όλη την πόλη της Ιεριχώς: η αποκατάσταση που θα κάνει ο Ζακχαίος, θα περιλάβει σχεδόν όλους τους κατοίκους της: το ήμισυ της περιουσίας του θα πάει στους φτωχούς, θα δώσει πίσω στο τετραπλάσιο, δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο  για τα Ιουδαϊκά δεδομένα, ό,τι είχε πάρει από αδικίες.

Δεύτερον, η αναζήτηση του ίδιου του Ζακχαίου: «ο Ζακχαίος εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Δεν ξέρουμε ακριβώς το κίνητρό του, αλλά σαφώς υπονοείται από το ανάγνωσμα ότι ο Ζακχαίος πρέπει να μην αισθανόταν καθόλου  καλά μέσα του με ό,τι έπραττε και ενεργούσε. Η καρδιά του δεν πρέπει να είχε φτάσει σε σημείο πώρωσης, που σημαίνει ότι οι αδικίες που έπραττε του προκαλούσαν «θλίψιν και στενοχωρίαν» κατά τον απόστολο. Κι αυτή η εσωτερική του πίεση – ένα είδος απελπισίας ίσως από τον εαυτό του – τον έκανε να αναζητεί τον Ιησού, τον λαϊκό δάσκαλο που περιφρονούσαν οι επίσημοι δάσκαλοι και άρχοντες του Ιουδαϊσμού. Η αναζήτηση λοιπόν αυτή του Ζακχαίου δεν ήταν μία επιφανειακή αναζήτηση, μία περιέργεια, κατά το παράδειγμα του Ηρώδη Αγρίππα, ο οποίος και αυτός ζητούσε να δει τον Ιησού, σαν κάποιο μάγο όμως και θαυματουργό (Πρβλ. Λουκ. 23, 8-9). Η αναζήτησή  του ήταν βαθιά και αποφασιστική, που τον κάνει να μην υπολογίζει τίποτε: ούτε τη θέση του ούτε την υπόληψή του – το ανέβασμά του στη συκομοριά συνιστούσε μεγάλη πρόκληση για τον λαό σε σχέση με το αξίωμά του. Κι αυτό θα πει: εκείνη την ώρα ο Ζακχαίος «ρίσκαρε», κατά το κοινώς λεγόμενο, την κοινωνική του υπόληψη. Έκανε κάτι που περιείχε ένα στοιχείο προσωπικής θυσίας.

3. Έτσι η ώρα συνάντησης με τον Χριστό κάθε ανθρώπου – δεδομένου ότι εν προκειμένω ο Ζακχαίος λειτουργεί ως τύπος κάθε ανθρώπου – δεν είναι ώρα αδιαφορίας και υποτονικότητας, δεν είναι ώρα λογικής ψυχραιμίας και θεωρούμενης αξιοπρέπειας. Μία τέτοια κατανόηση φανερώνει εγωισμό και θωράκιση στον ψεύτικο εαυτό μας. Η ώρα αυτή είναι ώρα έντασης και θεοποιού «τρέλας»:  κάνει αυτόν που τον καταλαμβάνει να ξεπερνά τα συμβατικά πλαίσια της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και να προβαίνει σε υπέρβαση του εαυτού. Με ποιο σκοπό; Να φτάσει στο σημείο συντονισμού του με τον εξίσου ανατρεπτικό Θεό μας, ο Οποίος «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’  εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2, 6-7) (αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ώρα της συνάντησης με τον Θεό είναι ώρα «τρέλας» εκ μέρους πρώτα του Θεού, λόγω του μανικού έρωτά Του προς τα πλάσματά Του, και εκ μέρους έπειτα του ανθρώπου, λόγω της απελπισίας του από ό,τι μπορεί να προσφέρει σ’ αυτόν ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. Όση «αξιοπρέπεια» έλειψε από τον Θεό – τι «αξιοπρέπεια» μπορεί να έχει ένας Θεός γεννημένος σαν άνθρωπος και μάλιστα σε στάβλο στο πιο άσημο χωριό της Ιουδαίας, κι έπειτα Εσταυρωμένος; - τόση πρέπει να λείψει και από τον άνθρωπο, αν θέλει να βρει το σημείο συνάντησης μαζί Του. Θέλουμε να πούμε ότι η ταπείνωση του ανθρώπου αποτελεί την προϋπόθεση να βρει τον ταπεινό Θεό και να σχετιστεί μαζί Του.

4. Το αποτέλεσμα τελικώς επιβεβαιώνει την αλήθεια: ο Ζακχαίος σώθηκε και μαζί με αυτόν και η οικογένειά του. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Σωτηρία, διότι η συνάντηση αυτή με τον Κύριο τον οδήγησε σε αληθινή μετάνοια, σε έμπρακτη δηλαδή αλλαγή του, η οποία φανερώθηκε με την προσφορά αφενός του μισού της περιουσίας του στους φτωχούς αδελφούς του, στην αποκατάσταση έπειτα, όπως είδαμε, του κάθε από αυτόν αδικημένου, και μάλιστα στο τετραπλάσιο. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι η σχέση με τον Χριστό είναι αληθινή, στο βαθμό που ο άνθρωπος αλλάζει τρόπο ζωής και ανοίγεται εν αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Δέχτηκε δηλαδή ο Ζακχαίος τον Χριστό στο σπίτι του, αμέσως το σπίτι του έγινε «κατ’ οίκον Εκκλησία», αγκαλιά για όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

γ. Στο πρόσωπο του Ζακχαίου κρινόμαστε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί: αν δηλαδή έχουμε συναντήσει πράγματι τον Χριστό, κι αν Τον έχουμε συναντήσει, πώς φανερώνεται τούτο με τη στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας. Κι αυτό θα πει: έχουμε τον πόθο και την «τρέλα» να είμαστε μαζί Του; Είμαστε διατεθειμένοι προς χάρη Του να χάσουμε πράγματα που μας «ανήκουν», προκειμένου να τα δώσουμε σε εκείνους που όντως τους ανήκουν: στους αδελφούς μας εν Χριστώ;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;


Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!

Κυριακή, Ιουλίου 03, 2016

ΤΟ ΣΩΣΤΟ, ΝΑΙ! ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΣΩΣΤΟ;



Πρίν ἀπό λίγο σχετικά καιρό, ψάχνοντας στό ραδιόφωνο τήν εὕρεση κάποιου σταθμοῦ, συντονίσθηκα καί μέ κάποιον ἀπό τούς πάμπολλους μικρούς ἰδιωτικούς σταθμούς, ὅπου καί παρέμεινα λίγο, γιατί μοῦ κίνησαν τήν περιέργεια τά λόγια κάποιας νεαρῆς δημοσιογράφου. ᾽Απευθυνόταν στούς νέους τῆς ἡλικίας της καί τούς προέτρεπε νά μήν ἀκολουθοῦν ἄκριτα αὐτά πού οἱ μεγάλοι τούς λένε, ἀλλά νά τά θέτουν ὑπό τήν κρίση τους, γιά νά ἀποφασίσουν ἐκεῖνοι ἄν πρέπει ἤ ὄχι νά τά ἀποδεχθοῦν. ῎Ελεγε μάλιστα ἐπί λέξει: ῾Δέν ἔχει σημασία ποιός μᾶς λέει νά κάνουμε κάτι, ἄν εἶναι μεγάλος, μορφωμένος ἤ ὄχι. ᾽Εκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ἄν αὐτό πού μᾶς λέει εἶναι τό σωστό. Καί σωστό εἶναι αὐτό πού ἀρέσει στόν καθένα᾽.
῎Εχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι πρέπει νά μείνουμε λίγο στά λόγια αὐτά, γιατί περιέχουν κάποια ἀλήθεια, ἀναμειγμένη ὅμως μέ πολλή πλάνη. ᾽Ηχοῦν δηλαδή τά συγκεκριμένα λόγια ὡς σύνθημα, πού ἄν γίνει ἀποδεκτό, κλονίζει τά θεμέλια κάθε ἀξίας στή ζωή καί κάθε παραδοσιακῆς πεποιθήσεως.

Καί κατά πρῶτον: Ποιά ἡ ἀλήθεια στήν προτροπή τῆς νεαρῆς παρουσιάστριας; Τό γεγονός ἀσφαλῶς νά μήν εἴμαστε εὔπιστοι – γενικεύουμε τήν ἀναφορά της - ἀλλά νά ἐλέγχουμε πάντοτε ἄν αὐτό πού μᾶς σερβίρουν εἴτε ὡς λόγο εἴτε ὡς ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι τό σωστό. Μέ ἄλλα λόγια ὄντως χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος – αὐτόν κυρίως ἔχουν στόχο οἱ πάντες –, νά βρίσκεται σέ κατάσταση ἑτοιμότητος καί ἐγρηγόρσεως, ὥστε νά μή γίνεται πιόνι στά χέρια κανενός ἐπιτηδείου.
Ἡ ἑτοιμότητα καί ἐγρήγορση αὐτή ἰδιαιτέρως κρίνεται στήν ἐποχή μας ἀπολύτως ἀπαραίτητη, δεδομένου ὅτι ὅλοι διαπιστώνουμε πώς μᾶς περικυκλώνουν πολλές φορές συμφέροντα καί δυνάμεις τέτοιες, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στό νά μᾶς κάνουν ἁπλούς ὀπαδούς, μάζα χωρίς κρίση, μέ ἀπώτερο στόχο νά γίνουμε μέσα πρός πραγματοποίηση τῶν δικῶν τους σκοτεινῶν ἐπιδιώξεων. Κατά κόρον μάλιστα ἀκούγεται στίς ἡμέρες μας ὅτι ἔχει χαθεῖ ἡ ἁπλότητα καί ἡ ἀγαθωσύνη ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων κι ἔχει περισσεύσει ἡ ὑποκρισία καί ἡ κακία, κατά συνέπεια δέν πρέπει κανείς εὔκολα νά ἀκολουθεῖ κάποιον ἤ κάτι πού ἐξωτερικά φαίνεται ὅτι τόν γοητεύει.
Τέτοια συμφέροντα καί τέτοιες δυνάμεις μέ σκοτεινές ἐπιδιώξεις, δηλαδή ἐπιδιώξεις πού καλύπτονται μέ προσωπεῖο καλωσύνης, μπορεῖ νά ἔχουν οἱ διάφορες αἱρέσεις πού ἔχουν κατακλύσει καί τήν πατρίδα μας, οἱ ἀποκρυφιστικές ὀργανώσεις πού παραπλανοῦν τούς ἀφελεῖς μέ συνθήματα γοητευτικά, οἱ μασονικές στοές, πολλές φορές δέ καί  διάφορες πολιτικές παρατάξεις. Εἶναι λοιπόν σωστό καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἀκεραιότητά μας ὡς ἀνθρώπων νά ἀντιδροῦμε σ᾽ αὐτά πού μᾶς διακηρύσσουν, γιά τούς ἐπίγειους παραδείσους πού μᾶς ὑπόσχονται, καί νά θέτουμε τά λεγόμενα καί τίς ὑποσχέσεις τους κάτω ἀπό τήν κρίση μας.
῎Αν ὅμως εἶναι ὀρθό νά κρίνει κανείς τά πράγματα μέ τό κριτήριο τοῦ σωστοῦ, δέν εἶναι καθόλου εὔκολο στό νά προσδιορίσει καί τό περιεχόμενό του. ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος δηλαδή ὁ καθένας νά δίνει καί τόν δικό του ὁρισμό στό τό τί εἶναι σωστό, ἄρα ὅλοι νά νομίζουν ὅτι σκέπτονται καί δροῦν σωστά, καί ὅμως νά βρίσκονται στήν πλάνη. Στόν κίνδυνο αὐτόν ἀκριβῶς ἔπεσε καί ἡ νεαρή παρουσιάστρια, μέ τήν ὁποία ξεκινήσαμε. ᾽Αποπειράθηκε νά προσδιορίσει τήν ἔννοια τοῦ σωστοῦ καί οὐσιαστικά τήν κατήργησε. Καί τοῦτο γιατί γκρέμισε κάθε ἰδέα συλλογικότητος καί ἀντικειμενικότητος τοῦ σωστοῦ. ῾῎Εδεσε᾽ τό σωστό μόνο μέ τίς ὀρέξεις καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ καθενός: ῾Σωστό εἶναι ὅ,τι ἀρέσει στόν καθένα᾽ ἰσχυρίσθηκε.
῎Ετσι σωστό βαφτίστηκε μόνο τό ὑποκειμενικό, αὐτό πού ἐξαρτᾶται ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀτόμου. Οὐσιαστικά, ἐδῶ βρισκόμαστε στήν ἐπαναφορά τῆς πεποιθήσεως τῶν σοφιστῶν τῆς ἀρχαίας ῾Ελλάδος, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τήν παρακμή καί τήν ἐκτροπή τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας, μέ τό ῾πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος᾽. Γιά ὅλα τά πράγματα μέτρο καί κριτήριο εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν εἶναι εὐνόητο ὅτι καταργεῖται κάθε ἀντικειμενική ἀξία, κάθε ἀλήθεια πού διεκδικεῖ κάποια καθολικότητα στή ζωή: ὁ καθένας γίνεται καί ἕνας μικρός θεός.
῎Αν ὅμως τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μου εἶναι βρώμικο καί πονηρό, ἡ ἔννοια τοῦ σωστοῦ γιά μένα δέν θά χρωματιστεῖ ἀνάλογα; Πῶς θά πεισθεῖ ἕνας ἐγκληματίας πού ἔχει πωρωθεῖ ἐσωτερικά ὅτι τό νά σκοτώνει δέν εἶναι σωστό; Πῶς θά πεισθεῖ ἕνας κλέφτης ὅτι τό νά κλέβει δέν τόν δικαιώνει; Καί μάλιστα ὅταν τείνουμε ὡς ἄνθρωποι νά ντύνουμε καί ἰδεολογικά τίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη μας; ῞Ωστε τό νά χρησιμοποιεῖ κανείς ὡς μέτρο τοῦ ὀρθοῦ καί σωστοῦ τίς ὀρέξεις του, εἶναι κάτι τό πολύ ἐπικίνδυνο καί ἐπισφαλές. Στήν πραγματικότητα δυναμιτίζει, ὅπως εἴπαμε, κάθε κοινωνική ἀξία, κάθε ἔννοια συλλογικότητος στή ζωή, ἄρα τήν ἴδια τή ζωή, ἀφοῦ αὐτή ἀναντίρρητα ἔχει κοινωνικό χαρακτήρα.

Τί περιεχόμενο λοιπόν θά δίναμε στήν ἔννοια τοῦ σωστοῦ; Τί θά λέγαμε ὡς ἀντίρρηση στά λόγια τῆς νεαρῆς, ἡ ὁποία πιθανόν ἐξέφραζε κάτι πού δέν τό εἶχε πολυσκεφθεῖ; Μά τί ἄλλο ἀπό τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ! Σωστό δηλαδή δέν μπορεῖ κανείς νά θέσει ἄλλο, ἄν μάλιστα εἶναι χριστιανός, ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι ἡ πρόταση τῆς παρουσιάστριας, γιά ἕναν πιστό, θά ἔπαιρνε τήν ἑξῆς μορφή: ῾Νά κρίνουμε πάντοτε τά πράγματα,  ἄν εἶναι σωστά. Καί σωστό εἶναι αὐτό πού πού συμφωνεῖ μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ᾽.
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ῾μέτρον πάντων ἄνθρωπος᾽ ἀντικαθίσταται, ὅπως ἔχει πεῖ καίρια ἐδῶ καί πολύ καιρό ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος τῆς σύγχρονης ἐποχῆς ὅσιος ᾽Ιουστίνος Πόποβιτς, μέ τό ῾μέτρον πάντων ὁ Θεάνθρωπος᾽. Μόνον ὅ,τι τελεῖ σέ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι καί τό ὀρθό, ἄρα καί τό σωστό καί τό ἀναγκαῖο στή ζωή. Διαφορετικά, δέρνουμε τόν ἀέρα καί ὑποδουλωνόμαστε  σέ ἰδεολογίες πού ἔχουν δαιμονικές τίς ἐπιρροές.

Οἱ παραπάνω ἐπισημάνσεις πρέπει νά μᾶς προβληματίσουν. Διότι ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, ἔχουμε διαποτιστεῖ μέ τή νοοτροπία τοῦ ῾ἔτσι μ᾽ ἀρέσει᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἰδιαιτέρως ὅσοι ἀσχολούμαστε μέ τήν ἀγωγή – γονεῖς, δάσκαλοι, κληρικοί – θά πρέπει νά ἐμφυσήσουμε στά παιδιά μας αὐτό τό σύνθημα-πρόταση ζωῆς: Κρίνετε τά πάντα γύρω σας καί μέσα σας μέ τό κριτήριο πού λέγεται Χριστός. Εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια πού θά ἐπιβεβαιώνεται πάντοτε σέ ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς. Προϋπόθεση ὅμως σ᾽αυτό: πρῶτοι ἐμεῖς νά τό ἔχουμε ἐνστερνιστεῖ καί νά τό ζοῦμε.

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ




Αυτός ο μακάριος καταγόταν από την Ανατολή και καταύγασε τη Δύση σαν πολύφωτος αστέρας. Διότι αφού υπέταξε τα πάθη της σάρκας από την παιδική του ηλικία με την εγκράτεια και την αγνότητα, φάνηκε ως ένσαρκος άγγελος. Έφτιαξε καλύβα σε μία αμυγδαλιά και εύφρανε τους πάντες με τους λόγους του, ενώ ο ίδιος έδωσε φτερά στον νου του φτάνοντας σε ένθεο ύψος. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τού έδωσε πλούσια τη χάρη της θαυματουργίας και φάνηκε φωτεινότατος στύλος καταφωτίζοντας όλους με τα θαύματά του. Παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι έφτασε γρήγορα στην απάθεια. Κι αφού κατάφλεξε τις ηδονές της σάρκας, πήρε με τα χέρια του αναμμένους άνθρακες κι αφού στάθηκε κατά πρόσωπο του βασιλιά τον θυμιάτισε χωρίς να καεί καθόλου. Έτσι αφού κατέπληξε κάθε ανθρώπινη φύση με τη ζωή του και τα θαύματά του, μετατέθηκε προς τον Κύριο, τον Οποίο από βρέφος αγάπησε με μεγάλο πόθο”.

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν μπορεί να αντισταθεί στην πρόκληση που του δίνει το όνομα του οσίου Δαυίδ. Ο όσιος τον παραπέμπει στον προφητάνακτα Δαυίδ, από τον οποίο βρίσκει αντιστοιχίες ζωής με εκείνον: ο νέος Δαυίδ πάλεψε με τα πάθη του που ήταν σαν τον Γολιάθ του πρώτου Δαυίδ, και τα νίκησε. Ο νέος Δαυίδ εξεικονίζει τον παλαιό Δαυίδ, γιατί έγινε κι αυτός σαν εκείνον ευθύς, ταπεινός, πράος. ῾Νέε Δαυίδ ενώθηκες με τον παλαιό Δαυίδ, γιατί σκότωσες σαν άλλο Γολιάθ τα σαρκικά σου πάθη᾽(῾Δαυίδ συνήφθης τω πάλαι Δαυίδ νέε, άλλον Γολιάθ σαρκικά κτείνας πάθη᾽) (στίχοι συναξαρίου). ῾Έγινες ευθύς και ταπεινός και πράος, εξεικονίζοντας με πιστότητα τον συνώνυμό σου Δαυίδ᾽(῾Γέγονας ευθύς και ταπεινός και πράος, Δαυίδ τον συνώνυμον εξεικονίζων πιστώς᾽) (ωδή η´).  Η σύγκριση που κάνει ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ των δύο Δαυίδ γίνεται ακριβώς γι᾽ αυτόν τόν σκοπό: να προβάλει τον όσιο ως τέτοιο πνευματικό αγωνιστή που έφτασε σε ύψη κατά Χριστόν απάθειας και έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος. ῾Νέκρωσες, πάτερ, το αμαρτωλό φρόνημα του σώματος εδώ στη γη, γι᾽ αυτό και απέκτησες τον Χριστό στην καρδιά σου, που είναι η αληθινή ζωή᾽(῾Μέλη νεκρώσας, πάτερ, εν γη του σώματος, την ζωήν ενοικούσαν εν τη καρδία έσχηκας, Χριστόν᾽) (ωδή α´). ῾Γνωρίστηκες ως οίκος του θείου Πνεύματος, όσιε Δαυίδ᾽(῾Οίκος θείου Πνεύματος εγνωρίσθης, όσιε Δαυίδ᾽) (ωδή ς´). 


Από την άποψη αυτή ο όσιος Δαυίδ, ως ῾έμπλεως συνέσεως και χάριτος᾽ (ωδή δ´), έγινε έκτοτε μία άλλη παρουσία του Θεού στον κόσμο που βοηθά αυτόν να ξεφεύγει από τη δαιμονική κακία. Με άλλα λόγια ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει για μία ακόμη φορά ότι οι άγιοι, αγιάζοντας τον εαυτό τους, δηλαδή γινόμενοι δίοδος ώστε να φανερώνεται η ενέργεια του Θεού, αποτελούν τους μεγαλύτερους ευεργέτες του κόσμου. Ο αγιασμός αυτών συντελεί και στον αγιασμό των υπολοίπων ανθρώπων, η δική τους πνευματική άνοδος δίνει ώθηση και στην αναγωγή των υπολοίπων ημών. Υπάρχει λοιπόν πολλή αλήθεια στο λεγόμενο ότι λόγω των αγίων ο Θεός σώζει και τους άλλους ανθρώπους. Αυτό άλλωστε δεν τονίζει και το γεγονός από την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Αβραάμ, ῾πιέζοντας᾽ τον Κύριο με τις ερωτήσεις του, εισπράττει την απάντησή Του ότι ῾χάριν και δέκα ακόμη δικαίων θα σώσει και όλους τους ευρισκομένους στις αμαρτωλές πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων;᾽ Ας δούμε όμως τον ίδιο τον υμνογράφο μας να μας καθοδηγεί επ᾽ αυτού. ῾Ο βίος σου, όσιε, αφού αναδείχτηκε ένδοξος από τη βία που άσκησες πάνω στην ανθρώπινη φύση σου, λύτρωσε τους ανθρώπους, με τη συνέργεια του Πνεύματος, από τη βιαιότατη κακία᾽(῾Ο βίος σου τη βία της φύσεως περιφανής αναδειχθείς και συνεργεία του Πνεύματος βιαιοτάτης κακίας ανθρώπους ελυτρώσατο, όσιε᾽) (ωδή δ´).

Πόση παρηγοριά από αυτό, αλλά και πόση ευθύνη! Κατανυσσόμαστε από την αγάπη του Θεού και των αγίων απέναντι σε εμάς τους απλούς και αμαρτωλούς – ο αγώνας των αγίων γίνεται και για εμάς – αλλά και προκαλούμαστε να νιώσουμε την ευθύνη που έχουμε απέναντι και στους υπολοίπους συνανθρώπους μας – ο καθένας μας είναι υπεύθυνος και για τους άλλους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επισήμανση του αγίου Ιωσήφ: ο όσιος κοίμισε με τον αγώνα του τα πάθη του σώματος, ο ίδιος έτσι κοιμήθηκε ειρηνικά, και με την κοίμησή του αυτή έγινε ο άγρυπνος φύλακάς μας. ῾Κοίμισες τις ηδονές του σώματος, όσιε Πάτερ, με τις άγρυπνες προσευχές σου και τα αγωνίσματα, γι᾽ αυτό και αφού ύπνωσες κοιμήθηκες ειρηνικά πράγματι. Λοιπόν έτσι σε αποκτήσαμε άγρυπνο φύλακά μας, εμείς που σε τιμάμε με πόθο᾽(῾Κοιμίσας τας ηδονάς του σώματος, όσιε, προσευχαίς αγρύπνοις και αγωνίσμασι, Πάτερ, εν ειρήνη αληθώς υπνώσας εκοιμήθης. ´Οθεν σε άγρυπνον κεκτήμεθα φύλακα οι πόθω τιμώντές σε᾽) (ωδή γ´).

Ο άγιος Ιωσήφ αξιοποιεί στο έπακρο και την επιλογή του οσίου Δαυίδ να ζήσει σε καλύβα πάνω σε μία αμυγδαλιά. Κατά τον υμνογράφο ο όσιος πρώτον έγινε σαν καλλικέλαδο πουλί, που ζει κι αυτό πάνω στα δέντρα, οπότε από εκεί έλαβε χρυσά φτερά για να ανεβεί στην απάθεια και την τελειότητα και να κατασκηνώσει τελικά στο ύψος του ουρανού. ῾Σαν ευκέλαδο πουλί με την ανάβασή σου στο δέντρο κατασκεύασες καλύβα, πάτερ, παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι. Από εδώ απέκτησες χρυσά φτερά της απάθειας και της τελειότητας και κατασκήνωσες προς το ουράνιο ύψος᾽(῾Καθάπερ όρνις ευκέλαδος εν αναβάσει φυτού, καλιάν, Πάτερ, έπηξας, τω κρύει πηγνύμενος και τω θέρει φλεγόμενος. Χρυσάς εντεύθεν έλαβες πτέρυγας της απαθείας και της τελειότητος, και προς ουράνιον ύψος κατεσκήνωσας᾽) (στιχηρό εσπερινού κ.α.) Και: ευρισκόμενος στο δέντρο έγινες σαν τον αετό από πλευράς πνευματικής: απέκτησες δυνατά φτερά για να πετάξεις στα ουράνια. ῾Φυτώ πηξάμενος, ως αετός, πάτερ, καλιάν, προς τα ουράνια τας σας φρένας εξεπέτασας᾽) (ωδή θ´).  Δεύτερον ζώντας πάνω σε ξύλο δέντρου έκανε υπομονή,  γιατί είχε διαρκώς τα όμματα της ψυχής του προς τον εν ξύλω σταυρωθέντα Κύριο. ῾Έχοντας τα όμματά σου και τα νοήματα διαρκώς προς τον αναρτηθέντα στο ξύλο, έμεινες καρτερικά πάνω στο φυτό, πάτερ᾽(῾Τείνας σου τα όμματα και τα νοήματα προς τον εν ξύλω αναρτηθέντα, φυτώ ενεκαρτέρησας, Πάτερ᾽) (ωδή ε´). Τρίτον σαν κλαδί κι αυτός του δέντρου έπρεπε να ποτιστεί, για να παραμείνει εκεί. Και το πότισμά του ήταν τα ποτάμια των δακρύων του. ῾Ίστασο ακλόνητος φυτού κλώνοις, όσιε, αρδείαις δακρύων σου συχνώς ποτιζόμενος᾽ (ωδή ζ´).

Η μνήμη του οσίου Δαυίδ αγιάζει και εμάς που τον τιμούμε. Έζησε άγια και καθώς συναγάλλεται τώρα μαζί με τους άλλους αγίους πρεσβεύει διαρκώς υπέρ ημών. ῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερα εμάς που την τελούμε με πίστη, όσιε Δαυίδ. Διότι έζησες τη ζωή σου, άγιε, με αγιότητα και μετά την κοίμησή σου συναγάλλεσαι πάντοτε με τους αγίους᾽(῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερον ημάς, τελούντας ταύτην πιστώς, όσιε Δαυίδ. Αγίως γαρ ήνυσας την σεαυτού, άγιε, ζωήν, και μετά κοίμησιν τοις Αγίοις συναγάλλη αεί᾽) (ωδή θ´). 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...