Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Σούλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Σούλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Οκτωβρίου 12, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ


«Κήρυγμα είναι ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, που απευθύνεται στον κοινό νου σχετικά με ένα θρησκευτικό ζήτημα, που συνήθως βασίζεται στην Αγία Γραφή και στα Πατερικά κείμενα και αναπτύσσεται με τρόπο που θα μπορούσε, αφ’ ενός να καθοδηγήσει και να διδάξει, καθώς και  να πείσει τον ακροατή».

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφερόμενος στο κήρυγμα ισχυρίζεται ότι  η διάθεση για ακρόαση του θείου λόγου είναι απόδειξη της υγείας της ψυχής και το παρομοιάζει με την όρεξη για τροφή του υγιούς σώματος. Ο πνευματικά υγιής διψάει για λόγο Θεού. Έχει μια ακόρεστη δίψα. Αυτό σημαίνει ότι η αντίθετη κατάσταση είναι απόδειξη πνευματικής ασθένειας.

Πράγματι, το κήρυγμα για την Εκκλησία παραμένει και στις μέρες μας ένα από τα σημαντικότερα μέσα ποιμαντικής καθοδήγησης του λαού του Θεού. Κι’ αυτό λόγω του ότι συνδέεται με την ατμόσφαιρα του Ιερού Ναού και τη μυσταγωγικότητα της των Ιερών ακολουθιών και δη του Ιερού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, που επιφέρουν τη νήψη της ψυχής και της διάνοιας των  πνευματικά ολοκληρωμένων πιστών, ενώ η αντίθετη διάθεση είναι απόδειξη πνευματικής ένδειας και  ασθένειας και συνήθως ασκούν αυστηρή κριτική του κηρύγματος, ιδιαίτερα για το θεολογικό κήρυγμα, ότι δήθεν ο λαός δεν κατανοεί θεολογικά κηρύγματα, λόγω του ότι τα κηρύγματα αυτά απαιτούν θεολογική παιδεία, γνώση μιας εξειδικευμένης ορολογίας και δεν έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή του απλού πιστού, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχουν στο λαό προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που να καθιστούν προσιτά τα νοήματα αυτών των κηρυγμάτων.

Πράγματι, το κήρυγμα πρέπει να αναφέρεται στα ποικίλα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική ζωή των πιστών, σε όλους τους χώρους της ζωής και της δράσεώς τους, όπως η προσωπική, η οικογενειακή, η επαγγελματική, η κοινωνική κ.ά.  αυτό που πρέπει ο κήρυκας του Θείου Λόγου να σταθμίσει είναι να μη παρασυρθεί σε ηθικισμούς και στείρους διδακτισμούς. Διότι, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ο λόγος του κήρυκα της Εκκλησίας πρέπει να είναι από την φύση του θεολογικός, γιατί είναι έκφραση της εμπειρίας που αποκτούν τα μέλη της Εκκλησίας στη σχέση και στην κοινωνία τους με τον Θεό. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να επιλύσει τα επίγεια προβλήματα του κόσμου, αλλά να καθοδηγήσει το λαό της Εκκλησίας στη μεγάλη έξοδό του από τη φθορά και τη θνητότητα, τις οποίες κραταιώνουν τα πάθη της καθημερινότητας. Έτσι, κινείται μέσα στην καθημερινότητα του κόσμου, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτή, οδηγώντας το λαό στη Βασιλεία του Θεού.

Είναι γεγονός ότι υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος σωματικός  και ψυχικός. Ο λαός του Θεού πονάει, εξόχως τούτη την δύσκολη περίοδο, που βιώνει πολιτικά και οικονομικά. Γι’ σήμερα αυτό που αναμένει και προσδοκά από την Εκκλησία είναι ένα λόγο παρακλήσεως, παρηγοριάς, ο οποίος να τον ενθαρρύνει και να του ανακαινίσει τις ψυχικές του δυνάμεις. Η απελπισία που υπάρχει στον κόσμο γίνεται καταστροφική, όταν δεν μπορεί να βρει κανείς νόημα στις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες της ζωής. Γι’ αυτό είναι σημαντική η διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία του ανθρώπου, τη ζωή του στον Παράδεισο, την πτώση του, την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», την ανακαίνισή του από τον Χριστό, την ύπαρξη της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, τον τρόπο της ζωής που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δίνει αισιοδοξία και προοπτική στη ζωή και ανακουφίζει τον πόνο μεταποιώντας τον, από αιτία θανάτου της ψυχής σε υλικό ασκήσεως, η οποία «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα» και η ελπίδα αυτή δεν απογοητεύει. Η παρηγοριά δηλαδή της Εκκλησίας είναι η θεολογία της, είναι ο λόγος που μιλά για το ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και «ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε», αφήνοντάς μας τον εαυτό του υπόδειγμα για να «επακολουθήσουμε τοις ίχνεσιν αυτού», ώστε να γίνουμε, όταν «φανερωθή, όμοιοι αυτώ», γιατί θα τον δούμε «καθώς εστί».

Ο δεινός ρήτορας της Εκκλησίας μας, ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι το κήρυγμα πρέπει να προσφέρει και να μεταποιεί με λεκτικά σχήματα στις καρδιές των ανθρώπων, απτή τη σχέση και τη συνάφειά  τους με το πρόσωπο του Χριστού.

Αυτό που συνιστά την Εκκλησία, λέγει, είναι η σχέση και η συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού. Γι' αυτό και κατεξοχήν ονομάζεται εκκλησία και όχι συνάθροιση ομοπίστων, αλλά μόνο εκείνη η σύναξη που γίνεται για την «κλάση του άρτου», την Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι το μοναδικό γεγονός της πραγματικής προσωπικής αλληλοπεριχώρησης του ανθρώπου και του Θεού. Είναι η αληθινή μέθεξη του Χριστού στην προσωπική εκστατική επαναφορά του πλάσματός του.

Όμως, μάλλον έχουμε πολλοί εξ’ ημών, ξεχάσει την ουσιαστική λειτουργία μας ως Σώματος Χριστού, έχουμε αποσυνδεθεί από την ευχαριστιακή μας αναφορά και έχουμε επικεντρωθεί σε κοινωνικά οράματα, πολιτισμικές αξίες και ευρωσυνταγματικές συνταγές, με αποτέλεσμα  ο Λόγος της Εκκλησίας να  μεταποιείται σε «ξύλινο λόγο» της πολιτικής και της κοινωνιολογικής οριζόντιας και επίπεδης θεώρησης, ώστε «Τούτω τας εκκλησίας ανέτρεψεν , ότι και υμείς ου ζητείτε λόγον ακούσαι κατανυκτικόν , αλλά τέρψαι δυνάμενον και τω ψόφω και τη συνθέσει των ρημάτων…», διακηρύσσει ο ιερός Χρυσόστομος.

Συνεπώς θα λέγαμε ότι ο λόγος του κηρύγματος, ως λόγος του Θεού σημαίνει  ότι, «εμεγάλυνας τον λόγον σου υπέρ παν το όνομα σου», ότι δηλαδή, ο Θεός έχει μεγαλύνει τον Λόγο Του ακόμα και πάνω από το ίδιο Του το όνομα. Γενικότερα ο Λόγος του Θεού είναι για όλους μας αλήθεια, τροφή για την ζωή μας και πηγή ευφροσύνης. Ο λόγος του Θεού οδηγεί και καθοδηγεί, προφυλάσσει και διαφυλάσσει, ενισχύει και ενδυναμώνει, παρηγορεί και διδάσκει. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται σε όλους, να είναι κήρυκες, σύμφωνα  με τους ιεροὺς κανόνες. Γι’ αυτό χρειάζεται η Επισκοπική άδεια.

Όμως είναι αναγκαίος ο λόγος και απαραίτητη η διδασκαλία από ικανούς και καταρτισμένους και ταυτόχρονα φωτισμένους κληρικούς, από τον Χριστό, όπως φώτισε δια της παραγγελίας του και τους μαθητές Του και Εκείνοι παρέδωσαν στους διαδόχους των, που μας παρέδωσαν συγγράμματα τόσο οι Απόστολοι, όσο και οι άγιοι Πατέρες. Έτσι, το κήρυγμα, ως έργο του Κυρίου αναδείχθηκε, ως η κυριότερη διακονία και πράξη των Μαθητών και Αποστόλων, καθώς επίσης και των Πατέρων. Το κήρυγμα το αποκαλεί ὁ Χριστός, (βλ. Ιωάν. 15,15) έργο του Πατρός και το ονομάζει, Θείο σπόρο (Λουκ.8,11) εξηγώντας ότι γι’ αυτόν τον σκοπό ήλθε, για να σπείρει δηλ. τον λόγο (Λουκ.8,5). Αλλά και ο Απ. Παύλος λέγει ότι τα έργο του κηρύγματος είναι ανώτερο από όλα τα άλλα έργα και διακηρύσσει (Λουκ.8,5), ότι «μου επιβάλλεται ως ανάγκη» και «αλλοίμονο, αν δεν ευαγγελίζομαι». ( (Α΄ Κορ. 9,16).

Συνεπώς  το κήρυγμα είναι αυτό που ετοιμάζει τον κόσμο να συναντηθεί και να συμβιώσει με τον Θεό. Αυτή η «συμβίωση» δεν έχει σχέση με δυσνόητες έννοιες, αλλά με την απλότητα της καρδιάς. Το κήρυγμα και μάλιστα το  θεολογικό είναι αυτό που βοηθά τον άνθρωπο να επιθυμήσει και να βιώσει την απλότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να ζει με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και ας εννοήσουμε πάντες, ότι το κήρυγμα είναι έργο της Εκκλησίας, και ας συμμετάσχουμε όλοι μας κατά το χάρισμα, που έχει ο καθένας μας χωριστά στην πραγμάτωσή του
.


Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ιδ΄ 14-22)«…λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». π.Γεώργιος Σούλος


Η Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Η΄ Ματθαίου αναφέρει ότι ο Χριστός με τους μαθητές Του βρίσκονταν σε ένα έρημο τόπο και εκεί είχε προστρέξει πάρα πολύς κόσμος, για να ακούσει τον Χριστό διδάσκοντα, όμως δεν προέβλεψαν ότι η διδασκαλία Του θα διαρκούσε αρκετή ώρα και δεν είχαν φροντίσει για το δείπνο τους, ώσπου κάποια στιγμή οι μαθητές πλησιάζουν τον διδάσκοντα Κύριο, για να του υπενθυμίσουν, ότι πρέπει να διακόψει τη διδασκαλία Του, για να πάει ο κόσμος, να προμηθευτεί τροφή, διότι εκείνοι δεν διέθεταν την υπερβολική αυτή ποσότητα, ώστε να φτάσει για όλους, δεδομένου ότι ήταν περί τους πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός των γυναικών και των παιδιών, ενώ διέθεταν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, καθώς ενημέρωσαν τον διδάσκαλο. Με έκπληξη άκουσαν τον Κύριο να τους λέγει «φέρετέ μοι αυτούς ώδε», και να προτρέπει το ακροατήριο να καθίσει και αμέσως προχωρά στην ευλογία των υπαρχόντων τροφίμων και πέντε άρτοι και τα δύο ψάρια πολλαπλασιάστηκαν και χόρτασε το πλήθος και μάλιστα υπήρχε και περίσσευμα, και «ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρης».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο προσέφερε με τη διδασκαλία Του στους ανθρώπους πνευματική τροφή, όταν όμως χρειάσθηκε τους προσέφερε και την υλική τροφή, αυξάνοντας και πολλαπλασιάζοντας τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, διότι ο Κύριος είναι η Τροφή του παντός κόσμου, τρέφει τις ψυχές των ανθρώπων με τον σωτηριολογικό Θείο λόγο Του, πού διασώζεται στους αιώνες, αλλά ενδιαφέρεται και τρέφει και το σώμα με υλική τροφή, όπως μας φανερώνει η θαυματουργική ευλογία των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων η Ευαγγελική περικοπή για την οποία ο Θεοφύλακτος λέγει μεταξύ άλλων: «... αναχωρεί λοιπόν ο Ιησούς εις έρημον τόπον, εις τα έθνη, τα έρημα του Θεού, και θεραπεύει τους αρρώστους κατά ψυχήν, είτα και τρέφει αυτούς.
Δεν παραγνωρίζει ο Θεάνθρωπος, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Τριαδικό Θεό με δύο ουσίες, το σώμα και ψυχή και ότι το σώμα είναι υλικό και φθαρτό και έχει ανάγκη από υλική τροφή. Η δε ψυχή είναι πνευματική και άφθαρτη και έχει ανάγκη τροφής πνευματικής.
Ο Κύριός μας, έθρεψε στην έρημο τους ανθρώπους πνευματικά και υλικά και δίδαξε δια του όντως « παραδόξου θαύματός Του». Η μαρτυρία αυτή μας διασώζεται και από όλους τους ευαγγελιστές, ο Ματθαίος (14,13-21), ο Μάρκος (6,30-44), ο Λουκάς (9,10-17) και ο Ιωάννης (6,1-14), ενώ υπάρχει μία παρόμοια διήγηση, την οποία αναφέρουν μόνο οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν και άλλο θαύμα, όπου συνέβη ο πολλαπλασιασμός των εφτά άρτων και «ολίγων ιχθυδίων» και ο χορτασμός τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων, Ματθαίος (15,32-39) και Μάρκος (8,1-10).
Οι πρώτοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Την περικοπή του θαύματος του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων την ερμηνεύουν με πολλούς τρόπους, δηλαδή με τη χρήση όλων των γνωστών στην εποχή τους ερμηνευτικών μεθόδων, όπως είναι η αλληγορική, η τυπολογική, η δογματική, η ηθική και η ιστορική μέθοδος.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύοντας αλληγορικά το συγκεκριμένο θαύμα του πολλαπλασιασμού των εφτά άρτων και των «ιχθυδίων» και της διατροφής με αυτά των τεσσάρων χιλιάδων, θέτει το ρητορικό ερώτημα: «τίνες αι τρεις ημέραι, ας προσμένουσι τω Κυρίω εν τη ερήμω;» και αμέσως απαντά: «Η έρημός εστιν η φύσις των ανθρώπων ή ο κόσμος ούτος εν ω προσμένουσι τω λόγω της αρετής και της γνώσεως, οι διά της πίστεως και των μελλόντων αγαθών ελπίδος κακοπαθούντες, αι δε τρείς ημέραι εισίν αι τρείς δυνάμεις της ψυχής, καθ’ ας προσμένουσι τω θείω λόγω της αρετής και της γνώσεως».( P.G. 90,392B).
Επίσης σε μια δεύτερη αλληγορική ερμηνεία γράφει: «τους τρεις γενικωτέρους νόμους αι τρεις ημέραι σημαίνουσι, τον γραπτόν φημί και τον φυσικόν και τον πνευματικόν, ήτοι τον της χάριτος». ( P.G. 90,392B) Και αλλού γράφει τα ακόλουθα: «... οι κρίθινοι τοιγαρούν πέντε άρτοι τους προχείρους της φυσικής θεωρίας παραδηλούσι λόγους ... Ως νοείν δίδωσι τοις των τοιούτων λόγων θαύμα εκ κριθής είναι τους άρτους, κοινόν δε τούτο κτηνών τε και ανθρώπων είδος υπάρχει τροφής και το συν γυναιξίν είναι και παισίν, όπερ δηλοί σαφώς μη των καθ’ ηδονήν παντελώς επιθυμιών και της ατελούς των λογισμών νηπιότητος αυτούς ηλλοτριώσθαι. Η δε έρημός εστιν ο κόσμος ούτος, εν ώ τοις δια της φυσικής θεωρίας περί το θείον κινουμένοις τους της φύσεως πνευματικώς διαθρύπτων λόγους ο του Θεού Λόγος πάσαν αγαθών χαρίζεται πλησμονήν, ως δηλούσιν αι των περισσευμάτων κόφινοι, δώδεκα όντως τον αριθμόν». ( P.G. 91,1396BC )
Τυπολογικές ερμηνείες έχει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο οποίος συνδυάζει τις διηγήσεις και των τεσσάρων ευαγγελιστών. Μία από αυτές είναι η ερμηνεία που δίνει στην αναχώρηση του Ιησού «πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος», καθώς και στο γεγονός ότι τον ακολούθησε «όχλος πολύς». Συσχετίζει δε, όλα αυτά με τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες και την εγκατάστασή τους στην έρημο του Σινά. Η Ερυθρά θάλασσα είναι τύπος της λίμνης της Τιβεριάδας, ο έρημος τόπος είναι η έρημος του Σινά και οι Ισραηλίτες ο όχλος που ακολουθεί τον Ιησού.( P.G. 73 440B ).
Επίσης τυπολογικά φαίνεται να συνδέει και ο Ωριγένης τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων με το Ψαλμικό (80,7) «απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν», το οποίο αναφέρεται στην αγάπη του Θεού προς τους Ισραηλίτες, όταν εγκατέλειψαν την Αίγυπτο. Αλλά και ο ιερός Χρυσόστομος, συσχετίζει το θαύμα με την ενέργεια του Θεού να δημιουργήσει τη βλάστηση στη γη «βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου»( Γεν 1,11) και τις ζωντανές υπάρξεις στη θάλασσα«εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών» (Γεν 1,20).
Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων δίνει αρκετές αφορμές για δογματικές ερμηνείες. Οι δογματικές τοποθετήσεις έχουν χριστολογικό χαρακτήρα. Αναφέρονται δηλαδή στη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στην ενότητα με τον Πατέρα και στο χαρακτήρα, τον τρόπο και το σκοπό των ενεργειών του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την ευλογία και την ευχαριστία του Χριστού τονίζει τρία σημεία: α) την ισότητα του Χριστού με τον Πατέρα, την οποία δείχνει συχνά με το να ενεργεί «ως εξουσίαν έχων»(Ματθ 7,29. Μαρκ 1,22), β) την προέλευσή του από τον Πατέρα, όπως αποδεικνύει η ταπεινότητά του και η αναφορά του σε Εκείνον, γι’ αυτό ενεργεί και «μετ’ εξουσίας» και «ευχόμενος» και γ) τη συνήθειά του να θαυματουργεί «εν μεν τοις ελάττοσι αναβλέπων εις τον ουρανόν, εν δε τοις μείζοσι μετ’ εξουσίας πάντα ποιών». Όταν ζητάει τη βοήθεια του Πατέρα, δεν σημαίνει ότι παίρνει δύναμη από Εκείνον, αλλά «ούτω ποιεί τιμών τον γεγενηκότα».( P.G. 58,498 )
Οι ερμηνευτές πατέρες κάνουν ιστορικογραμματικές ερμηνείες και προσεγγίσεις του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, όπως ο Ωριγένης και κυρίως ο Κύριλλος, ο οποίος, όταν κάνει τέτοια ερμηνεία, συνήθως το σημειώνει λέγοντας «και ταύτα μεν ημίν εις το εκ της ιστορίας λελέξεται χρήσιμον».
Γενικότερα όλοι θεωρούν τις διηγήσεις του θαύματος, ως μία ενιαία διήγηση, γι’ αυτό στις ερμηνείες τους, χρησιμοποιούν στοιχεία από τους Συνοπτικούς και από τον Ιωάννη. Όλοι τοποθετούν το θαύμα μέσα στη συνάφειά του αναφέροντας τόσο τα πριν από αυτό γεγονότα όσο και αυτά που ακολουθούν. Σημειώνουν ότι το θαύμα έγινε έτσι, ώστε να μην υπάρξει αμφιβολία τόσο στους μαθητές, που το διακόνησαν, όσο και στο πλήθος που δοκίμασε την τροφή. Τη θέση αυτή διατυπώνει ο άγιος Κύριλλος, αλλά και όσοι ανήκουν στη Σχολή της Αντιόχειας.
Ιστορικά αντιμετωπίζει το θαύμα και ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος γράφει ότι αυτό έγινε «ίνα μεθ’ υπερβολής ανύποπτον υπάρξη το θαύμα και μηδείς νομίση πλησίον κώμην κειμέμην εισενεγκείν τι εις την τράπεζαν». Το ίδιο πρεσβεύει και ο άγιος Κύριλλος. Την ίδια άποψη επαναλαμβάνει ο ιερός Χρυσόστομος και οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές.
Ως αποδεικτικό στοιχείο, για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι το θαύμα ήταν προϊόν φαντασίας, είναι η πείνα του κόσμου. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικά: «Διά τούτο και πεινάσαι αφήκε τους όχλους, ίνα μη τις φαντασίαν είναι νομίση το γεγενημένον».
Οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές διατυπώνουν διαφορετικές απόψεις για την ερμηνεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Κάποιοι δέχονται τη μεσσιανική ερμηνεία, ότι δηλαδή, ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο οποίος ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του λαού του. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών δέχεται την ευχαριστιακή ερμηνεία, την οποία στηρίζει σε ισχυρά επιχειρήματα, όπως είναι η γλωσσική ομοιότητα με τη διήγηση του Μ. Δείπνου. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ευχαριστία και η ευλογία του Ιησού έχει άμεση σχέση με τα ιουδαϊκά έθιμα των γευμάτων και των δείπνων, όπου πριν από την έναρξη του φαγητού ο οικοδεσπότης ευλογούσε ή ευχαριστούσε το Θεό και αμέσως μετά έκοβε τον άρτο σε κομμάτια και τον μοίραζε στους συνδαιτυμόνες.
Αναμφισβήτητα ισχύουν και οι μεταγενέστερες ερμηνείες του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων και θα λέγαμε ότι από τη στιγμή που οι Απόστολοι και οι διάδοχοι αυτών, από τότε και μέχρι τη συντελεία των αιώνων, πραγματώνουν την εντολή του Χριστού «δότε αυτοίς υμείς φαγείν» η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, θα διασώζει και θα διαδίδει το σωτηριολογικό μήνυμα του Χριστού, ώστε «προάγειν (αυτούς) εις το πέραν» της επουράνιας Βασιλείας του Θεού.

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΩΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ ΗΜΕΡΑ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ


Συναθροιζόμαστε και εφέτος εις τους ιερούς ναούς, με τη Χάρη της Παναγίας Τριάδος και τις πρεσβείες της «Παναγίας αχράντου», δια να τιμήσουμε την αειπάρθενο κόρη, την υπερένδοξος Δέσποινα του κόσμου, την κεχαριτωμένη Μαρία, την ανύμφευτη θεόνυμφη Μητέρα του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία αδιακόπως βρίσκεται στο κέντρο της ζωής και της συνείδησης των Ορθοδόξων χριστιανών και όπου το πανίερο πρόσωπό της, κατέχει υπέρλαμπρον και περίοπτη θέση στο σώμα της Εκκλησίας.
Μια θέση που δεν την υψώνει υπερβαλλόντως, προκαλώντας αντεγκλήσεις, αλλά την καθιστά αυτή που ακριβώς είναι, σε σχέση πάντοτε με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό και Θεό της. Γι’ αυτό, λέγει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, «η τιμή που αποδίδουμε στην Θεοτόκο, όχι μόνο δε μειώνει την λατρεία μας προς τον Θεό, αλλά έχει ακριβώς τον αντίθετο σκοπό. Διότι, όσο περισσότερο τιμούμε την Θεοτόκο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την μεγαλειότητα του Υιού της. Τιμούμε, δηλαδή, την Μητέρα λόγω του Υιού της και Θεού μας».
Η Ορθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, έρχεται να συνεχίσει και να εμπλουτίσει την Ορθόδοξη παράδοση. Μια παράδοση, που το ένα και μοναδικό πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, το πολλαπλασιάζει και το μετασχηματίζει αποδίδοντας σ’ αυτό ονόματα και ιδιότητες, ανάλογα με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα κάθε περιοχής. Παράλληλα, η Θεολογική συνείδηση και η Εκκλησιολογική εμπειρία, μέσα από τον πλούτο της γνώσης και της σοφίας των Αγίων Πατέρων, θεολογεί για την αειπάρθενον Μαρία και την εγκαθιστά στην ζωή της Εκκλησίας, ως Μητέρα της, ως Θεοτόκο και ως Παναγία.
Η Παρθένος Μαρία απέκτησε την Μητρική ιδιότητα και αναγνώριση, γιατί αποδέχθηκε να γίνει «το σκεύος της εκλογής και το δοχείο της Χάριτος», διά του οποίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο της Θείας Οικονομίας του Τριαδικού Θεού. Ήταν το πρόσωπο εκείνο που συγκέντρωνε πάνω του όλα τα χαρίσματα και τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις, για να κυοφορήσει τον «Άχρονο και τον Αχώρητο Θεό», ώστε να γεννήσει τον Θεάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου.
Η Θεοτόκος μετουσιώνει διαρκώς τις ελπίδες και τους πόθους του ανθρωπίνου γένους, και πρεσβεύει υπέρ των ανθρωπίνων δεήσεων και παρακλήσεων. Έγινε «η μεταβολή των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων, η προστάτις των αδικουμένων, των πενομένων η τροφή, των ξένων παράκλησις, η βακτηρία των τυφλών, των καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις και ορφανών βοηθός…»
Η αειπάρθενος Μαρία, ορθά ονομάσθηκε Θεοτόκος, γιατί δεν γέννησε άνθρωπο φθαρτόν, κτιστόν ή θνητόν. Γέννησε «τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Γέννησε «Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών». Γέννησε τον «σαρκωθέντα εκ πνεύματος Αγίου». Γέννησε τον «Σταυρωθέντα, παθόντα, ταφέντα και αναστάντα» Ιησούν Χριστόν. Η σημαντική αυτή διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στο Ιερό Σύμβολο της Πίστεως, πολεμήθηκε συστηματικά στη διάρκεια και εξέλιξη της Χριστιανικής πίστεως.
Όμως, σε εκείνους που αρνούνται, ότι η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απαντά: «Ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της Θεότητος.» ( PG 37, 177 C).
Συνεπώς η Ορθόδοξος Εκκλησία, επειδή «υπολαμβάνει» την Παρθένο Μαρία, ως Θεοτόκον, υπεισέρχεται στην ουσία και στο νόημα του θανάτου της, συσχετίζοντας τον θάνατόν της, με τον θάνατο του Υιού της και Θεού ημών, ο οποίος νικώντας τον θάνατον, «θανάτω θάνατον πατήσας», αναστήθηκε εκ των νεκρών και έδωσε σε μας την δυνατότητα και της δικής μας ανάστασης, καθώς και την αιώνια ζωή.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει, ότι η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, περιέχει όλο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας της σωτηρίας του ανθρώπου. Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην Κοίμηση και στη Μετάσταση της Θεοτόκου διδάσκει «ότι η Παναγία κοιμήθηκε, όπως κάθε θνητός άνθρωπος». Όμως, ο θάνατός της υπερβαίνει την έννοια του «θανάτου», ώστε δεν ονομάζεται «θάνατος», αλλά «κοίμησις» ή «θεία μετάστασις», καθώς και «εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριον». Αλλά, και εάν ακόμη λεχθεί «θάνατος», συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης, αυτός είναι «θάνατος ζωηφόρος». «Σήμερον ο της ζωής θησαυρός, η της χάριτος άβυσσος, θανάτω ζωηφόρω καλύπτεται», μας λέγει και ο υμνωδός.
Ο π. Αλεξάντερ Σμέμαν, επικαλούμενος τον στίχο του Ακάθιστου Ύμνου: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας», λέγει, ότι το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση της Θεοτόκου, προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη μυστική ημέρα. Μελετώντας τον θάνατό της και βλέποντάς την στο νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε, ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου της, έγινε γεγονός ζωής, έγινε είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Μελετώντας την Κοίμηση της Θεοτόκου η Εκκλησία, συνεχίζει ο π. Αλεξάντερ Σμέμαν, ανακαλύπτουμε και βιώνουμε τον θάνατο, όχι πλέον ως φόβο, ως τρόμο, ή ως τέλος, αλλά ως λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…».
Ενώ ο θάνατος για κάθε άνθρωπο είναι συνυφασμένος με τον φόβο και την θλίψη, για τον χωρισμό σώματος και ψυχής, καθώς και η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και στο απέραντο σκοτάδι, αυτά δεν ισχύουν για την Υπεραγία Θεοτόκο , διότι η Κοίμησή της, αλλά και ολόκληρη η ζωή της, ήταν διαρκής συνάντηση αγάπης, ήταν αδιάκοπη κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό και καθώς λέγει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης, η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», (Α΄ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου στην άφθορο και αθάνατο Κοίμηση της Παρθένου Μαρίας, διότι ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο θάνατός της γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας».
«Πολλοί άνθρωποι, γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκλαμβάνουν την ημέρα της Κοιμήσεως, ως ημέρα λύπης και αφορμή για δάκρυα, επειδή κοιμήθηκε η Κυρία Θεοτόκος. Εγώ όμως, τονίζει ο Άγιος Ιωάννης, την εκλαμβάνω, ως ημέρα ευφροσύνης. Γιατί, όσο ήταν στη γη, μόνο το χωριό Γεθσημανή την είχε. Όμως όταν μετέστη στον ουρανό, την έχει βοηθό και επιτηρητή, όλος ο κόσμος. Γιατί από την γη πήγε στον ουρανό, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από όλα τα θλιβερά, μετέστη στα χαροποιά και ευφρόσυνα. Για αυτό το λόγο «ευφραίνομαι», τονίζει ο Ιερός Δαμασκηνός.
Ιδού, λοιπόν, γιατί ο θάνατος της Θεοτόκου, γίνεται γιορτή, γιατί η θλίψη γίνεται χαρά. Να, γιατί η Κοίμηση της Υπερενδόξου Δεσποίνης Ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δεν έχει καθόλου πόνο, δεν έχει νεκρώσιμους θρήνους και οδυρμούς, αλλά έχει μόνο πανηγυρικό και εόρτιο φως και χαρά και στη λάμψη αυτού του εκθαμβωτικού εόρτιου φωτός, ο κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, ως σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, καθώς αντηχούν οι ύμνοι της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε• παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ΄).
Ο θάνατος δεν υφίσταται πια, διότι καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός, αλλά ένωση. Δεν είναι πια λύπη, αλλά χαρά. Δεν είναι πια ήττα, αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας. Γιορτάζουμε την αληθινή προτύπωση, την πραγματική πρόγευση και το αυθεντικό σκίρτημα χαράς, για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.
Πάσχα του καλοκαιριού, λέμε τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Πάσχα, δηλαδή, το πέρασμα της Παναγίας από τον κόσμο της φθοράς και του θανάτου, στην αληθινή ζωή. Αυτό το μοναδικό πρόσωπο τιμούμε και γιορτάζουμε τον Δεκαπενταύγουστο. Στις Ορθόδοξες Εκκλησιές μας χτυπά η καρδιά όλων των Ορθοδόξων χριστιανών.
Ας καταθέσει ο καθένας μας, στην εικόνα της τους πόνους, τους καημούς και τα βάσανά μας, που τούτον τον καιρό η χώρα μας και εμείς οι πολίτες περνάμε έντονα και δραματικά, έχοντας βεβαία την ελπίδα της αγάπης της και της μεσιτείας της, προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν, να μας βοηθήσει «εν τάχει» και εμείς με ευγνωμοσύνη, για τις πρεσβείες της στον Σωτήρα Χριστό, αναφωνούμε «πάλιν και πολλάκις» «και εις τους αιώνας των αιώνων» τον δοξολογικόν ύμνον: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής»!
Πρωτ. Γεώργιος Σούλος

Σάββατο, Αυγούστου 10, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Ο Χριστός, καθώς μας διηγείται και η σημερινή ευαγγελική περικοπή,  τελεί ένα ακόμη θαύμα, μετά από τις έντονες παρακλήσεις των δύο θεραπευμένων τυφλών, καθώς και του ενός κωφού, ο οποίος, αν και δεν ζήτησε εκφώνως τη δική του θεραπεία,  βλέποντας την ευεργεσία του θαύματος στους δύο τυφλούς, αναφώνησε δοξάζων τον Κύριο.
Πράγματι, ο Χριστός όταν τον επικαλείται ο άνθρωπος, ανταποκρίνεται στο αίτημα   με κύριο πάντα  κριτήριο την ψυχική και την πνευματική μας υγεία, Διότι, για τον Θεάνθρωπο Σωτήρα, το θαύμα και η διδασκαλία είναι μέρος της σωτηριολογικής παρουσίας Του στον κόσμο και αφορά τον Θεό, που το επιτελεί, καθώς και τον άνθρωπο, που δέχεται τη συγκεκριμένη ευεργεσία.
Συνεπώς,  ο Θεός δεν επιτελεί το θαύμα, για να διαφημίσει την θεότητά Του, γιατί ασφαλώς δεν έχει ανάγκη διαφήμισης ή υποστήριξης, γιατί δεν είναι αυτό το σχέδιο της Σωτηριολογίας του Θεού, για τον άνθρωπο. Ο Θεός επεμβαίνει στη ζωή μας, όταν τον καλέσουμε και επειδή μόνοι μας, δεν έχουμε τη δυνατότητα ή την ικανότητα, να σώσουμε τον εαυτό μας.
Ανταποκρινόμενος ο Χριστός στις ικεσίες των ανθρώπων που υποφέρουν, ενεργεί θαυματουργικά, ως  ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντας ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση του κάθε ασθενούς, διότι ο Θεός δημιούργησε τον «παραπεσόντα» άνθρωπο, ως ψυχοσωματική οντότητα και επιτελεί το θαύμα με κριτήριο την αγάπη Του και με σκοπό τη σωτηρία του όλου είναι του ανθρώπου.
Οι άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς διδάσκουν την άρρηκτη σχέση ψυχικών ενεργημάτων και σωματικών εκδηλώσεων και είναι κατάδηλη από τους πρώτους αιώνες, που αναπτύχθηκε η Εκκλησιαστική Γραμματεία, την οποία ακριβώς συναντούμε στην ανθρωπολογία του Ιωάννου Δαμασκηνού, όπου  υιοθετεί το τριμερές σχήμα των δυνάμεων της ψυχής: α) ο νους, β) ο λόγος και γ) η αίσθηση. Αυτές τις δυνάμεις τις θεωρεί, ως μέρη της αυτής ουσίας. Η ψυχή, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, είναι «ζώσα ουσία», δηλαδή, έχει τη ζωή ως ουσία. Μέρος δε, αυτής της ουσίας και μάλιστα «καθαρώτατον» είναι ο νους, ο οποίος «ουχ έτερον έχουσα παρ’ εαυτήν τον νουν, αλλά μέρος αυτής το καθαρώτατον». Η δεύτερη δύναμη, είναι ο λόγος, διότι η ψυχή είναι ουσία λογική, «Ψυχή τοίνυν έστιν ουσία λογική». Και η τρίτη αίσθηση «έστι δύναμις της ψυχής  είναι η αίσθηση, η δύναμη της ψυχής, όπου και τα τρία αυτά σχήματα λειτουργούν ως ενεργές δυνάμεις.
Συνεπώς κατά τον ι. Δαμασκηνό η ψυχή έχει τη ζωή, ως ουσία, αλλά και ως ενέργεια, για το συνημμένο σώμα της. Αυτό σημαίνει ότι οι ενέργειες της ψυχής είναι εκείνες που «προσδίδουν στο σώμα τη ζωή, την αύξηση, την αίσθηση και τη γέννηση».
Αλλά και τα άλλα όργανα του σώματος, ο εγκέφαλος και οι αισθητήρες του ευθυγραμμίζονται, προς τις ενέργειες της ψυχής και τις μεταποιεί σε ενέργημα ή σε πράξη, με αποτέλεσμα η ενέργεια που τελικά προκύπτει από την ενιαία εκδήλωση του υποκειμένου να είναι απολύτως ψυχοσωματική. Η άρρηκτη σχέση ψυχικών ενεργημάτων και σωματικών εκδηλώσεων φαίνεται κυρίως στο επίπεδο της διερεύνησης του λογικού, το οποίο σχηματικά χωρίζεται σε «ενδιάθετον λόγον», που είναι κίνημα της ψυχής και στον «προφορικόν λόγον», που ενεργείται διά του σώματος και εκφράζει τη νοητική ενέργεια της ψυχής «ως γλωσσικά αρθρωμένη νόηση».
Οι ενέργειες αυτές της ανθρώπινης φύσης αναπτύσσονται διεξοδικά και από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος δεν απολυτοποιεί κανένα τμήμα της δισύνθετης ύπαρξης, ούτε το σώμα ούτε την ψυχή, αλλά δέχεται ότι η ανθρώπινη φύση είναι επιδεκτική φωτιστικής ζωής ή νεκρώσεως, ύστερα από τη χρήση του αυτεξουσίου, είτε προς το αγαθό, είτε προς την κακό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν εγκλωβίζεται στην ψυχή, όπως έκαναν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι της εποχής του, οι οποίοι προέκριναν μόνο την ψυχή, λόγω της απλότητάς της και απέκρουαν μετά μανίας το σώμα, λόγω της σύνθεσής του και με αυτές τις προϋποθέσεις έβλεπαν την ψυχή να οικειώνεται την συνθετότητα του σώματος και να καθίσταται και αυτή εξαιτίας του σώματος ανεπίδεκτη φωτισμού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποκρούει με έμφαση και ένταση μια τέτοια διαλεκτική, διότι διακρίνει σε όλη την κτιστή φύση, ακόμα και στη ψυχή, μια μορφή σύνθεσης, υποστηρίζοντας, ότι η σύνθεση της νοεράς και λογικής ψυχής των ανθρώπων, αλλά και των αγγέλων ακόμη, εδράζεται στην αποδοχή δύο υπεναντίων ποιοτήτων, της αγαθότητας και της κακίας. «Η λογική και νοερά ψυχή ουσίαν μεν έχει την ζωήν, αλλά δεκτικήν των εναντίων, κακίας δηλονότι, και αγαθότητος. Διό και σύνθετος έστι πως η λογική και νοερά ψυχή, εκ της κατ΄ αυτήν ουσίας και μιας ηστινοσούν των ειρημένων εναντίων ποιοτήτων, αρετής φημί και πονηρίας. Η δε των αγγέλων νοερά φύσις, δεκτική μέντοι και αυτή των εναντίων εστί, κακίας δηλονότι και αγαθότητος. Και τούτο παριστάσιν οι πονηροί των αγγέλων, έκπτωσιν υποστάντες διά την έπαρσιν. Σύνθετοι πως τοιγαρούν εισί και οι άγγελοι, εκ τε της καθ’ εαυτούς ουσίας και μιας των εναντίων ποιοτήτων, αρετής φημί και πονηρίας. Όθεν δείκνυνται μηδ’ ούτοι ουσίαν έχοντες την αγαθότητα». (ΕΠΕ 8, 108).
Συνεπώς ο άνθρωπος δεν έχει ούτε, ως ουσία την αγαθότητα, ούτε ως ουσία την κακότητα και η ζωή του, η ζωή μας,  εξαρτάται από τις επιλογές μας, δηλαδή από την ορθή ή εσφαλμένη χρήση του «αυτεξουσίου» και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, πού «ενοικεί»στην ψυχή του πιστoύ και δημιουργεί νέα πραγματικότητα, η οποία γίνεται αισθητή στον πνευματοφόρο, πια άνθρωπο, ο οποίος διαθέτει πλέον τη δυνατότητα, να συνεχίζει το έργο του Χριστού, επί της γης, κατόπιν και της εντολής,  που έδωσε στους μαθητές και αποστόλους και της «σφραγίδος» της «δωρεάς» του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μπορούν να κάνουν κι αυτοί, καθώς και οι διάδοχοι των, θαύματα, όπως έκανε Εκείνος, σαν το σημερινό των δύο τυφλών, καθώς και του κωφού.
Αυτή η δυνατότητα του πνευματοφόρου και χριστοφόρου ανθρώπου, να μπορεί ενεργεί, όπως και ο Θεάνρωπος, δεν θα πρέπει να δημιουργεί έπαρση, γιατί πολύ εύκολα, μπορεί να απολέσει κάθε αγιοπνευματική πορεία, όπως το «τάγμα» των αγγέλων, που δαιμονοποιήθηκε. Γιατί δεν είναι η προσωπική δύναμη κανενός, όταν επιτελεί ένα θαύμα. Το θαύμα δεν το πραγματώνει κανείς σε αυτόν τον κόσμο. Ούτε ακόμα και οι άγιοι, γιατί δεν είναι δική τους η δύναμη, αλλά η χάρη  του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενεργοποιείται διότι οι άγιoι έκαναν το θέλημα τού Θεού, θέλημα δικό τους, γιατί  μέσα τους εγκαταστάθηκε ο Xριστός (Γαλ β' 20. Ρωμ. ιδ' 8) και περιπατούν«κατά Πνεύμα» και μπορούν   να πουν: «ο, τι έχω τούτο σοι δίδω, εν τω ονόματι τού Ιησού Xριστoύ τού Ναζωραίου, έγειρε και περιπάτει» (Πράξ. γ' 6), ή «Ταβιθά, ανάστηθι»! (Πράξ. θ' 40).
Συνεπώς καθοριστική προϋπόθεση της ζωής μας είναι η  «ενοίκηση τού Αγίου Πνεύματος», η οποία δεν επιτυγχάνεται με κάποιες τεχνικές μεθόδους, όπως νομίζουν, για παράδειγμα, οι πεντηκοστιανοί, αλλά με  την ορθή πίστη, που επιφέρει τη διαδραστική παρουσία της χάριτος του Θεού και κινητοποιεί ακόμα και τα όρη, που μεγενθύνεται, τόσο όσο ο άνθρωπος εισέρχεται στην έννοια της αγάπης,  στην εντολή του θελήματος του Θεού.
Το θαύμα, λοιπόν, προϋποθέτει την εσωτερική κάθαρση, πού δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της Θείας ενέργειας, αλλά και αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας. Προσπάθεια που προϋποθέτει πίστη στη δύναμη του Θεού, πίστη στο Θείο θέλημα, αποδοχή του Θελήματος,«γενηθήτω κατά το θέλημά σου» να είναι η απάντηση στο κάλεσμα του Θεού.
Διότι με τη βίωση της εντολής της αγάπης εξαλείφεται από την καρδιά του καθενός μας κάθε πικρία ή κακία, προς τον αδελφό και συνάνθρωπό μας και πλημυρίζουμε  από πίστη με συνέπεια να γίνεται η ζωή μας ένα θαύμα στο διηνεκές. Όπως ήταν η ζωή όλων των αγίων μας, εξαιτίας της μεγάλης τους πίστης, εκραζομένης ως αγάπη, καθ’ όλο τον αγιασμένο βίο τους.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε, ότι   στο σημερινό Ευαγγέλιο είδαμε δύο θαύματα που έκανε ο Χριστός, το ένα είναι ότι θεράπευσε δύο τυφλούς, οι οποίοι αμέσως απέκτησαν το φως των οφθαλμών τους και είδαν τα δημιουργήματα του Θεού και το άλλο (θαύμα) είναι ότι θεράπευσε έναν κωφό που δεν άκουγε. Και στα δύο αυτά θαύματα βλέπουμε την θεραπεία δύο σωματικών αισθήσεων, της οράσεως και της ακοής. Τι θα ήμασταν αν δεν είχαμε αυτές τις δύο σημαντικές αισθήσεις; Οι άνθρωποι που τις στερούνται καταλαβαίνουν την αξία τους.

Δοξάζουμε τον Θεό για την σωματική όραση και ακοή, που μας δωρίζει, αλλά ας εντείνουμε  τον αγώνα μας, ας πυκνώσουμε την προσευχή μας και την όλη εκκλησιαστική ζωή μας, ώστε να αποκτήσουμε και την πνευματική όραση και την πνευματική ακοή, διότι καθώς φαίνεται υπάρχει πολλή στέρηση στη ζωή μας.

Τέτοια θαύματα χρειάζεται η ανθρωπότητα της εποχής μας.  Χρειαζόμαστε τη θεραπεία μας, από πνευματική τύφλωση και την πνευματική κώφωση. Αυτό επιτυγχάνεται  με συνειδητή συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας και στα ιερά Μυστήρια. Τότε θα ελκύουμε πλούσια τη Χάρη Του και  ή ζωή μας θα είναι ενωμένη μαζί του, ώστε  θα είναι ολόκληρη ένα θαύμα, που θα θεραπεύει καθημερινά, όχι μόνο μερικές από τις αισθήσεις μας, αλλά ολόκληρο το είναι της υπάρξεώς μας. 

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ΠΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος
 «Προ του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ους προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος ,..ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».
Η Μεταμόρφωση του Χριστού ήταν ένα σημαντικό σημείο για τους Μαθητές του Χριστού, τους οποίους προετοίμασε, τόσο για τα Θεία Πάθη, όσο και για την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού, με τη διαφορά ότι εις την Μεταμόρφωση οι Μαθητές δεν είναι ήταν ακόμη μέτοχοι της Αναστάσεως και της θέας του Θεού.
 Ο όρος «μεταμόρφωση» σημαίνει  αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός, έλαβε τη Θεϊκή Του μορφή και φανέρωσε όλη την δόξα της Θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεώς Του, από τη Θεοτόκο.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει ότι ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, «ουχ ο ουκ ην προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ην μεταβαλλόμενος, αλλ’ όπερ ην τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είπε ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν, για να πληροφορήσει για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε, από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι το θέαμα του φωτός της μεταμορφώσεως του Κυρίου είναι το μυστήριο της όγδοης μέρας, δηλαδή της επέκεινα ζωής του κόσμου, που δημιουργήθηκε σε έξι μέρες και η υπέρβαση των αισθήσεών μας.  Το θείο φως φανερώνεται στο μέτρο του δυνατού, μεριζόμενο ανάλογα με τη δυνατότητα των δεχομένων.
Η θεωρία του άκτιστου φωτός, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, όπου σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, το βασίλειο του Θεού είναι ολόκληρη η δημιουργία, ολόκληρη η κτίση, ενώ η Βασιλεία του Θεού είναι η άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, η οποία είναι ενυπόστατη. Η μετοχή στη βασιλεία του Θεού είναι η βαθμιαία μέθεξη και κοινωνία του ανθρώπου στη Χάρη του Θεού, στην οποία μετέχει,  ως μέλος του Σώματος του Χριστού.
Συνεπώς η μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι η προοπτική της μεταμόρφωσης του κάθε ανθρώπου και συνδέονται οργανικά και λειτουργικά μεταξύ τους.  Κατά τη Θεία Μεταμόρφωση συναντώνται  Θεός και άνθρωπος, κτιστό και άκτιστο. Η μεταμόρφωση συνδέεται άμεσα με την ενανθρώπηση. Ο Θεός γίνεται «ως εις εξ ημών» και μας φανερώνει αυτό που πρέπει να γίνουμε εμείς. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να κατανοείται η μεταμόρφωση, ως περιπτωσιακό γεγονός και ως αναφερόμενο στα πνευματικά και στα επιμέρους μόνο θέματα του ανθρώπου και της ζωής του. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κατανοείται, ως γεγονός που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Βεβαίως η Μεταμόρφωση   φωτίζει το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού και απαντά στο ερώτημα «τις γαρ ούτος έστιν».  Αποδεικνύει ότι ο Ιησούς δεν είναι μόνο υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε , «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας…,  εν ημέραις Ηρώδου τον Μεγάλου», που η γενεαλογία Του φθάνει  μέχρι του γένους Δαβίδ, αλλά είναι και ο αναμενόμενος, δια μέσου των αιώνων Χριστός, που ήλθε, ως Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου.
Όντως η Μεταμόρφωση προβάλλει για τον άνθρωπο, ως προσωπική εμπειρία ζωής, αρχίζοντας από τους μαθητές και επεκτείνεται στον καθένα από εμάς. Μια αποκαλυπτική  εμπειρία ή καλύτερα μια αποκαλυπτική γνώση της θεότητας, αφού τη συγκεκριμένη στιγμή αποκαλύφθηκε μέρος  της άκτιστης μεγαλοσύνης της θεότητος, η οποία  εισήλθε στον κόσμο δια της ενανθρωπίσεώς Της.
Κατά συνέπεια στο Θαβώρ δεν συντελέσθηκε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του θεανθρώπου, με ακτίνες της Θεότητός Του, αλλά συντελέσθηκε  και μεταμόρφωση των Μαθητών, διότι οι Μαθητές αξιώθηκαν, να ιδούν την θεουργία της Θεανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. Συγκεκριμένα  ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς λέγει: «Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον» . Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη.
Στο Θαβώρ αποκαλύφθηκε το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος του ανθρώπου.  Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Αποκαλύφθηκε η κατάσταση που βρισκόταν ο Αδάμ πριν από την πτώση στον Παράδεισο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να τείνει.
Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό Μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν «καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοι μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία», στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, «έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ’, 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως  ο Μ. Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, καθώς  και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς  λέγουν, ότι έπεσαν στην γη από την προβολή του άκτιστου φωτός και της υπερέχουσας φανότητας.
Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων, όπου ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της άκτιστου Χάριτος, καθώς προφητεύει ο Δαυίδ: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί» (Ψαλμ. πα’, 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια σύναξη, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών «θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού», εφόσον ο κάθε συμμετέχων περάσει στην κάθαρση του νου και της καρδιάς, όπως συμβουλεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που λέγει χαρακτηριστικά: «Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον».
Η Μεταμόρφωση του Χριστού σε συνδυασμό με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, καθώς επίσης και με την μεγάλη εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Μαθητές έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, δείχνουν τον σκοπό και το νόημα της υπάρξεως του ανθρώπου.
Ας δοξολογούμε τον Μεταμορφωθέντα Χριστό ψάλλοντας  μαζί με τον υμνωδό «λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως του το αΐδιον πρεσβείαις της Θεοτόκου φωτοδότα δόξα σοι”.
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Ζώντας σε μια κοινωνία που βιώνουμε τεράστια προβλήματα οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά και κυρίως υπαρξιακά, εορτάζουμε και φέτος την κάθοδο και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τη συγκρότηση του θεσμού της Εκκλησίας του Τριαδικού Θεού, εν τω κόσμω, παρά την έντονη αντιεκκλησιαστική συνείδηση που επικρατεί. Γιατί όντως  η εποχή μας είναι μια εποχή ατομοκεντρική και ανταγωνιστική. Είναι μια εποχή που ενθαρρύνει τον ανθρώπινο ναρκισσισμό, με αποτέλεσμα να δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες, για την απομόνωση του ανθρώπου από την κοινωνία και την κοινωνικότητα, που επικαλείται ο όρος «εκκλησία», δηλαδή συνάθροιση, «επί τω αυτώ», καθώς και επικοινωνία των προσώπων που την συναποτελούν, που τα πρόσωπα τα μοιράζονται όλα, τα έχουν όλα κοινά.  
Στην  Εκκλησία ο ένας μοιράζεται με τον άλλο τον εαυτό του, τον χρόνο του, τις ανησυχίες του, την δημιουργικότητά του, τη χαρά του, τη λύπη του, την πίκρα του, την απόγνωσή του, την ελπίδα του, την πίστη του.  Στην Εκκλησία δεν υπακούουν οι πολλοί στον ένα, αλλά υπακούουν όλοι σε όλους. Διαφορετικά δεν μιλάμε για «εκκλησία». Ενδεχομένως μιλάμε για θρησκευτικό οργανισμό, ομάδα ή σύλλογο, παράταξη ή κόμμα, που ο καθένας κρατάει τα αγαθά του, την χαρά του, την δύναμή του, την ελπίδα του, την πίστη του, την αρετή του, για τον εαυτό του και δεν την μοιράζεται με τους άλλους και μάλιστα, πολλές φορές, αδικώντας τους άλλους. Σε αυτή την περίπτωση, ασφαλώς, δεν επικρατεί το Πνεύμα του Θεού, που «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Τελικά είναι όντως τραγική η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, διότι το γεγονός της Πεντηκοστής μεταξύ άλλων φανερώνει, ότι ένα από τα πρώτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι η δυνατότητα της κοινωνικότητας των ανθρώπων. Διότι το «Πανάγιο Πνεύμα», με την «κάθοδό Του», εγκατέστησε την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί δεν είναι Πνεύμα ανταγωνισμού αλλά «Πνεύμα σοφίας» και «συνέσεως». Λέγει ο άγιος ο Μέγας Αθανάσιος: «Αυτός ούν έστι Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι». Συνεπώς, ως πνευματοφόροι δεν γίνεται να είμαστε «σακοφάγοι».  Για την επίτευξη αυτού του σκοπού το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής. «Διατί αυτός ήταν ο σκοπός και το τέλος όλης της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δια να λάβουμε Πνεύμα Άγιον», λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος.  
Ο Leonid Ouspensky γράφει: «Όσοι έλαβαν τον Παράκλητο την ημέρα της Πεντηκοστής, τον έλαβαν, ως μέλη ενός καινού σώματος, που το αίμα του Χριστού το εξαγόρασαν, ως Εκκλησία. Επομένως, η Εκκλησία είναι η εκπλήρωση της οικονομίας της Τριάδος, η αποκάλυψη του Πατρός μέσα στο έργο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι εικόνα της Τριάδος, ενότης εν πολλαπλότητι Υποστάσεων, κατ' εικόνα της θείας τριαδικής ενότητας, που η Πεντηκοστή ολοκληρώνει την σύστασή της. Γι' αυτό είναι φυσικό, ως πρώτη ημέρα της εορτής (της καθόδου του Αγίου Πνεύματος), ν' αφιερώνεται στον εορτασμό της Αγίας Τριάδος και είναι επίσης φυσικό στην Εκκλησία μας να παίρνει η γιορτή το όνομά της ακριβώς από την Αγία Τριάδα. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την σημασία του ίδιου του γεγονότος. Η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους πραγματώθηκε διά της θελήσεως και της ενεργείας, που είναι κοινή στα τρία Θεία Πρόσωπα. Επομένως η θέωση του ανθρώπου πραγματοποιείται, διά της κοινής θελήσεως και ενεργείας της Τριάδος. Την ήμερα της Πεντηκοστής η ίδια η τριαδική ζωή κατέρχεται επί της γης και γίνεται ζωή του ανθρώπου.  Η Τριάς, στην οποία οφείλουμε την σωτηρία και την θέωσή μας, γίνεται το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής. Το κύριο θεολογικό θέμα της εορτής είναι η αποκάλυψη του τριαδικού δόγματος».( Leonid Ouspensky)
Έτσι με την ένσαρκη ζωή Του ο Θεός, λέγει ο άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς), εγκαθίδρυσε το Θεανθρώπινο Σώμα Του, προετοιμάζοντας τον γήινο και φθαρτό κόσμο, για την έλευση και δραστηριοποίηση του Αγίου Πνεύματος, στο Σώμα της Εκκλησίας, ως «ψυχή Αυτού του Σώματος», στο οποίο ένα αναρίθμητο πλήθος διαφορετικών ανθρώπων ενώνεται, διατηρώντας ταυτόχρονα την προσωπική του υπόσταση και ύπαρξη, όπως και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ως η απόλυτη έκφραση της ενότητας.
Αυτή την ενότητα την αντιλαμβανόμαστε στο ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που είναι μια επαναλαμβανόμενη Πεντηκοστή, αφού κατά την στιγμή της «Αγίας Αναφοράς», το Πνεύμα το Άγιο έρχεται σε εμάς και εντός ημών. Αυτό κατέρχεται ουσιωδώς που σημαίνει αληθινά και ουσιαστικά με όλες τις Θεϊκές του σημαντικές ενέργειες. Το γεγονός της συνεχούς καθόδου του Αγίου Πνεύματος, σημαίνει ότι ήταν εξ’ αρχής παρόν εις τον κόσμο, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό.
Δηλαδή η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, δεν φανερώνει ότι ήταν, ως τότε, απόν από τον κόσμο και τους ανθρώπους. Το Άγιον Πνεύμα  φανερωνόταν αμυδρώς στην Παλαιά Διαθήκη, ως εμφύσημα, ως ήχος και κυρίως, ως έμπνευση των Προφητών. Κατά την Πεντηκοστή φανερώνεται «ως κατ’ ιδίαν υπόστασιν υπάρχον». Έτσι, όταν τελείωσαν τα γεγονότα τα οποία φανέρωναν την υπόσταση του Υιού, άρχισαν να τελούνται τα γεγονότα, τα οποία φανερώνουν την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.   
Κατήλθε λοιπόν το Πανάγιο Πνεύμα με ένα τρόπο αισθητό, αντιληπτό και δυναμικό. Ήρθε με την μορφή αέρα, που φυσούσε βίαια και με τη μορφή πύρινων γλωσσών, που κάθισαν πάνω στα κεφάλια των Αποστόλων και που μετά την εμφάνισή τους απέκτησαν το χάρισμα, να ομιλούν ξένες γλώσσες.
Με την κάθοδο αρχίζει η βασιλεία του Θεού, να γίνεται ορατή «μετά δυνάμεως» και κατά τον πιο επίσημο τρόπο επαναρχίζει  η κοινωνία  Θεού και ανθρώπων. Αυτή είναι και η σημασία της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, η θέωση, δηλαδή, του ανθρώπου.
Το Άγιο Πνεύμα από την ημέρα εκείνη, όπως ο ίδιος ο Χριστός είχε υποσχεθεί στους μαθητές του, καθοδηγεί την Εκκλησία και δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να γνωρίσουν την αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια είναι ο Χριστός και ο νέος τρόπος ζωής που προτείνει στους ανθρώπους.  
Κάθε πιστός παίρνει το Άγιο Πνεύμα, που μένει στην Εκκλησία, με τα ιερά μυστήρια. Ιδιαίτερα το μυστήριο του Χρίσματος μεταδίδει στο βαπτιζόμενο τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και τον κάνει απόστολο του Χριστού. Γι' αυτό λέγεται και προσωπική Πεντηκοστή του ανθρώπου. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα είμαστε φτωχοί και αδύνατοι, μόνοι και απελπισμένοι, ακόμη και όταν νομίζουμε, ότι τα ξέρουμε και τα μπορούμε όλα. Το Άγιο Πνεύμα ολοκληρώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε, για την πολυσήμαντη τούτη μέρα ότι η Εκκλησίας μας, εορτάζει την Πεντηκοστή, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές του Χριστού πενήντα μέρες από το Πάσχα και πραγματοποιείται η μεγάλη υπόσχεση της Καινής Διαθήκης, που είναι ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Η Παλαιά Διαθήκη ήταν η υπόσχεση για τον ερχομό του Μεσσία στον κόσμο.
Ο Χριστός αποκάλεσε το Άγιο Πνεύμα Παράκλητο. Παράκλητος σημαίνει παρηγορητής και πρεσβευτής. Το Άγιο Πνεύμα είναι παρηγορητής των ανθρώπων και πρεσβευτής στον ουράνιο Πατέρα, υπέρ των αγωνιζόμενων πιστών. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο Διδάσκαλος των πιστών και η διδαχή Του, είναι ταυτόσημη με τη διδαχή του Χριστού. Όλα αυτά τα οποία είπε ο Χριστός στους Μαθητές Του, μας τα ερμηνεύει το Άγιο Πνεύμα. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος είναι η φανέρωση της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον Θεό. Την ημέρα της Πεντηκοστής κατέβηκε στη γη η πηγή παντός πνευματικού αγαθού. Ο Παράκλητος Θεός. Και το ύψιστο αγαθό που μας δώρισε ο Παράκλητος είναι η Εκκλησία μας. Γι’ αυτό και την ημέρα της Πεντηκοστής εορτάζουμε την ίδρυση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου «εν οίδα, ότι τυφλός ων, άρτι βλέπω»!

Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας  Η ευαγγελική περικοπή μας οδηγεί στη σκέψη, ως ορθόδοξοι Χριστιανοί, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που δεχθήκαμε τη στιγμή της Βαπτίσεώς μας
Οι περισσότεροι εξ’ ημών, διαθέτουμε την όρασή μας και χαιρόμαστε την κτίση και την ωραιότητά της. Το ερώτημα είναι αν οι εξωτερικοί οφθαλμοί μας οδηγούν στη θέα του Θεού και στη Θέωση, όπως οδηγήθηκε ο   «εκ γενετής τυφλός», ο οποίος μάλιστα μειονεκτούσε έναντι ημών, αφού δεν είχε το κτιστό φως.
Όντως ο «εκ γενετής τυφλός» δεν είχε εξωτερικούς οφθαλμούς για να βλέπει το κτιστό φως. Είχε όμως εσωτερικούς οφθαλμούς, που έβλεπε το άκτιστο Φως με αποτέλεσμα όταν τον πλησίασε ο επί γης Θεός, ο Θεάνθρωπος Χριστός, απέκτησε και το κτιστό φως.
Συνεπώς ο άνθρωπος κατέχοντας το άκτιστο Φως, βλέπει και ενώνεται με τον Θεό. Το βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, με τους πνευματικούς οφθαλμούς, οι οποίοι πραγματώνουν την ένωσή του με τον Θεό, που γίνεται γνώση του Θεού, η οποία είναι υπέρ την ανθρώπινη γνώση και  αίσθηση.
Τον «εκ γενετής τυφλό» της ευαγγελικής περικοπής, επισκέφθηκε ο ίδιος ο Χριστός και ενώθηκε μαζί Του. Εμείς περιμένουμε τον Παράκλητο, για να ενωθούμε μαζί Του.
Πράγματι, η ένωση αυτή του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται όταν έλθει ο Παράκλητος στον προσευχόμενο, που αναμένει την επαγγελία του Θεού, για τον οδηγεί στη θέα του Θεού, η οποία είναι εκείνη που δείχνει την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.
Έτσι η θέωση, που είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής, είναι εμφάνεια, είναι φανέρωση του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η θέα του ακτίστου Φωτός είναι εκείνη, που δημιουργεί την πνευματική ευφροσύνη, το θάρρος και την παρρησία στην ψυχή και στη συμπεριφορά του ανθρώπου, σαν αυτή που επέδειξε ο ευεργετηθείς τυφλός, όταν τον εξέταζαν με περιέργεια οι γείτονες και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ενοχλήθηκαν, διότι ήταν Σάββατο η ημέρα της θεραπείας του. Όμως αυτός με θάρρος τους απαντά: «Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν. Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν τι εποίησέ σου; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Απεκρίθη αυτοίς· είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί».
Διακρίνουμε στο ύφος της απάντησης του Τυφλού, ότι μιλά με άνεση και τόλμη, ενώ προηγουμένως οι γονείς του κράτησαν μια ουδετερότητα στις διευκρινίσεις τους, όταν οι  Φαρισαίοι τους ρώτησαν: «ούτος εστίν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πώς ουν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον: οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πώς δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε».
Από τα γενόμενα διακρίνουμε την πλήρη σωματική και πνευματική αποκατάσταση της υγείας του Τυφλού και απολήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα, ότι το τέλος της θεραπείας, όχι μόνο του συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά του κάθε   ανθρώπου είναι η θέα του ακτίστου Φωτός, η οποία κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι γνώρισμα του Φωτός εκείνου, είναι η γινομένη στην ψυχή κατάπαυση των ηδονών και των παθών και επιφέρει την των λογισμών ειρήνη και κατάσταση, ανάπαυση και πνευματική χαρά, περιφρόνηση της δόξας των ανθρώπων και συγχρόνως ταπείνωση, που είναι συνδεδεμένη με απόλυτη αγαλλίαση.
Δια το άκτιστο θείο φως, ο Ιδρυτής της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου στο Essex της Μ. Βρετανίας, Γέροντας Σωφρόνιος γράφει στο βιβλίο του: Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης [(1866-1938), Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200] τα κάτωθι:
«Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία ουκ εστίν ουδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως. Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο, ως άυλη αίσθηση του άυλου, ως αίσθηση νοερή και όχι λογική, ως αίσθηση με εξουσιαστική δύναμη που κατευθύνει τον άνθρωπο σε άλλο κόσμο, τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει, αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα του ή εκτός του σώματός του. Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του, τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από την αγάπη του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Μ’ αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται η θέα του φωτός, ενός φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομοιώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ’ αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται, δεν έρχεται ούτε απ’ έξω, ούτε από μέσα, αλλ’ αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του Θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πει, αν βρέθηκε σ’ έκσταση, δηλαδή, αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται την επιστροφή στο σώμα.
Το Θείο Φως είναι ορατό άσχετα από συνθήκες. Είναι ορατό και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένει με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπει ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. Αυτήν την όραση οι Άγιοι Πατέρες την ονομάζουν «όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς». Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ’ όλα, με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο (ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε) προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι Φως νοερό, Φως πνευματικό, Φως αγάπης, Φως ζωής.
Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχει φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα. Τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ’ ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ’ ακόμη ατελές, ενώ η αγάπη είναι τέλειο φως.
Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ’ άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήσει, ούτε πολύ περισσότερο, να εκπληρώσει τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.
Όποιος δεν είδε με δύναμη και πίστη το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή δύναμή του. Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας, την κτιστή φύση.  Γι’ αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ’ οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ’ έρχεται αποκλειστικά, ως δώρο του Ενός Αγαθού.
Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι’ αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήσει τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ’ από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ’ απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.
Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ’ αυτήν, είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ’ αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήινης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει, ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε σκοτάδι, ούτε θάνατος».
Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός ο Γέροντας Σωφρόνιος, προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνει έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήσει η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώσει, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκιά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπει και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ’ ερωτάται: τι είναι σ’ αυτόν η εικόνα του Θεού ή σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ’ όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» είναι προικισμένος με την ικανότητα να δηχθεί την θέωση, να γίνει κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη.
Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθεί αλλιώς, παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ’ αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως. Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος». Ο κάθε Χριστιανός πρέπει, να μιμηθεί τον Τυφλό και όπως και εκείνος ομολόγησε με πίστη, θάρρος και τόλμη, ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, έτσι και κάθε Χριστιανός πρέπει να διαλύει τα σκότη της απιστίας, της διαφθοράς, της ειδωλολατρίας, του πεσσιμισμού, του ωχαδερφισμού, της ιδιοτέλειας, του εγωισμού.
Συνεπώς πρέπει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως λέγοντες «ελθέτω η βασιλεία σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», αλλά και να προσπαθούμε, με όλες μας τις δυνάμεις, να πραγματοποιηθεί αυτό το αίτημά στον κάθε πιστό. Θα πρέπει να φροντίζουμε το φως της ορθοδοξης διδασκαλίας, δια της ορθοπραξίας του καθενός μας, να μπει παντού. Να μπει στην οικογένεια, στην παιδεία, στην τέχνη, στην λογοτεχνία, στην επιστήμη, στην πολιτική, στον στρατό, στον αθλητισμό, στην ψυχαγωγία, παντού και πάντοτε. Και, επειδή ο Θεός είναι Φως, αυτή η μέθοδος, όταν εφαρμόζεται σωστά, δεν είναι παρά μια πορεία προς το Φως, σαν αυτή που ακολούθησε ο «εκ γενετής τυφλός».
Χριστός ανέστη!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...