Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Μπόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Μπόκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

ΠΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΩ ΤΟΝ ΘΕΟ;


ΙΗΣΟΥΣ1
π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ γαλ­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­άρ, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ στὸν 20ό αἰ­ώ­να, στὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας» με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται:
«Πέ­ρα­σα πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια.Κοινωνοῦσα, ἐ­ξο­μο­λο­γι­ό­μουν, ἤ­μουν πο­λὺ εὐ­σε­βής. Ἤ­θε­λα νὰ ἀ­ρέ­σω στὸν κα­λὸ Θε­ὸ καὶ νὰ ἔ­χω μιὰ κα­τά­λευ­κη ἁ­γνὴ ψυ­χή… Μέ­χρι τὰ 12-13 μου ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ὑ­πέ­ρο­χα γιὰ μέ­να. Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη – εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.
Καὶ τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα πῆ­ρα τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ μὴν ὑ­πα­κού­ω. Ἔ­λεγ­χαν μὲ ἄ­κρα αὐ­στη­ρό­τη­τα τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τά μου… Περ­νοῦ­σα τὶς δι­α­κο­πές μου στὴ Λι­μου­ζέν, σ’ ἕ­να ἰ­δι­ό­κτη­το κτῆ­μα τοῦ παπ­ποῦ, …καὶ στὴν ἐ­ξο­χὴ ξέ­με­να πάν­τα ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Ὑ­πῆρ­χαν στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ες δε­μέ­νες συλ­λο­γές… Μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν τὰ κομ­μά­τια ποὺ ἦ­ταν «γιὰ μέ­να», … καὶ μοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πά­ρω τὸν τό­μο στὸ δά­σος ὅ­που κα­τα­σκή­νω­να γιὰ νὰ δι­α­βά­σω. Μιὰ ὡ­ραί­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ κομ­μά­τια ποὺ δὲν ἦ­ταν γιὰ μέ­να… Καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με στὸ Πα­ρί­σι, κα­τα­βρό­χθι­σα ὅ­λη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα μου, …ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­πε­φτε στὰ χέ­ρια μου.
Δὲν εἶ­χα κα­θό­λου τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­κα­να κά­τι κα­κό, δὲν περ­νοῦ­σε κἂν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό μου ὅ­τι προ­σέ­βαλ­λα τὸ Θε­ό. Πρέ­πει νὰ πῶ ὅ­τι εἶ­χα τα­κτο­ποι­ή­σει -μὲ τὸν τρό­πο μου- τὶς σχέ­σεις μα­ζί του… Ὡ­στό­σο ἕ­να βρά­δυ στὴ Λι­μου­ζὲν ἔ­κα­να μέ­σα μου με­ρι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις… Εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: τὸ ὅ­τι δὲν ὑ­πα­κοῦς, τὸ ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὰ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ τό­τε μοῦ ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­θαμ­βω­τι­κή: πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!».
Ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πράγ­μα­τι ἡ εὔ­στο­χη καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς δι­α­πί­στω­ση τῆς συγ­γρα­φέ­ως! Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, δὲν εἶ­χε πλέ­ον καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό.
Πό­σο τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αὐ­τὸ οἱ Χρι­στια­νοί; Ἔ­χου­με ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι τὸ δι­κό μας θέ­λη­μα καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μπορεῖ νὰ εἶ­ναι δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ μὴ συμ­πί­πτουν πάντα με­τα­ξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό, εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας, κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2). Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀ­κό­μα κι ἂν δε­χό­μα­στε θε­ω­ρη­τι­κὰ τὸν Θε­ό, οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­πορ­ρί­πτου­με. Δὲν πι­στεύ­ου­με πιὰ σ’ αὐ­τόν. Δὲν ρυθ­μί­ζει Ἐ­κεῖ­νος τὴ ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος γιὰ μᾶς. Θε­ός μας εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός μας μὲ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν καὶ τὸν ἐ­ξυ­μνοῦν.
Αὐ­τή τὴν αὐ­το­θέ­ω­ση πό­θη­σε μά­ται­α ὁ Ἀ­δάμ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὸν δρό­μο ποὺ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἀ­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κὰ τὸ ἴ­διο λά­θος. Δὲν ζή­τη­σε τί­πο­τε δι­κό του, ἀλ­λὰ «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε» (Φιλ. 2, 7), γιὰ νὰ γί­νει ἀ­πό­λυ­τα ὑ­πά­κου­ος στὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­θε Χρι­στια­νὸς ποὺ σκέ­πτε­ται μὲ «νοῦν Χρι­στοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16) καὶ δὲν θέ­λει δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὸν Θε­ό, προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πο­τά­ξει ἐν­τε­λῶς τὸ δι­κό του θέ­λη­μα στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πε­θά­νει γιὰ τὸν κό­σμο. Νὰ ζή­σει γιὰ τὸν Θε­ό.
Πῶς θὰ τὸ πε­τύ­χου­με αὐ­τό, ἂν δὲν ἀ­παρ­νη­θοῦ­με ἑ­κού­σια τὸν ἑ­αυ­τό μας, κά­θε τὶ ποὺ θέ­λου­με; Κι ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, πῶς θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό; (Μάρκ. 8, 34).

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 375, Ὀ­κτώ­βριος 2014)
πηγή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2014

Σταυρός η σκέπη της Εκκλησίας.-π.Δημητρίου Μπόκου



12ΣΕΠ
ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Μιὰ ἐν­τε­λῶς θαυ­μα­στή, ὅ­σο καὶ πα­ρά­δο­ξη ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε στὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ, ἐ­νῶ αὐ­τὸς κα­θό­ταν στὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του, μέ­ρα με­ση­μέ­ρι, στὴ Χε­βρών, κον­τὰ στὴ δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ.
Κα­θὼς σή­κω­σε τὰ μά­τια του, εἶ­δε τρεῖς ἄν­δρες νὰ στέ­κον­ται ἀ­πέ­ναν­τί του. Ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως νὰ τοὺς προ­ϋ­παν­τή­σει καὶ τοὺς προ­σκύ­νη­σε ὣς τὴ γῆ.
-  Κύριέ μου­, εἶ­πε, ­ἂν ἔ­χω τὴν εὔ­νοι­ά σου, μὴν προ­σπε­ρά­σεις τὸν δοῦ­λο σου. Ἂς φέ­ρουν λί­γο νε­ρὸ νὰ πλύ­νε­τε τὰ πό­δια σας, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ δρο­σι­στεῖ­τε κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο. Θὰ φέ­ρω καὶ λί­γο ψω­μὶ νὰ πά­ρε­τε δύ­να­μη, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ πη­γαί­νε­τε. Πε­ρά­στε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν δοῦ­λο σα­ς.
Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πάν­τη­σαν:
-  Κάνε ὅ­πως εἶ­πε­ς.
Τό­τε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἔ­τρε­ξε στὴ σκη­νὴ καὶ εἶ­πε στὴ Σάρ­ρα:
-  Πάρε γρή­γο­ρα τρεῖς γα­βά­θες ἀ­λεύ­ρι ἐ­κλε­κτό, ζύ­μω­σέ το καὶ κά­νε πίτ­τε­ς.
Με­τὰ ἔ­τρε­ξε στὰ βό­δια, πῆ­ρε ἕ­να μο­σχά­ρι τρυ­φε­ρὸ καὶ κα­λό, τὸ ἔ­δω­σε στὸν ὑ­πη­ρέ­τη κι ἐ­κεῖ­νος τὸ ἑ­τοί­μα­σε γρή­γο­ρα. Πῆ­ρε ἀ­κό­μα βού­τυ­ρο, γά­λα καὶ μαζὶ μὲ τὸ μο­σχά­ρι ποὺ εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει,   τὰ πα­ρέ­θε­σε μπρο­στά τους. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρω­γαν,  αὐ­τὸς τοὺς πα­ρα­στε­κό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο (Γεν. 18, 1-8).
Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τό, γνω­στὸ καὶ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀ­βραά­μ», θε­ω­ρεῖ­ται ὡς φα­νέ­ρω­ση τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, Πα­τρός, Υἱ­οῦ καὶ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στὴν ὀρ­θό­δο­ξη εἰ­κο­νο­γρα­φί­α ὡς ἡ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅ­τι μι­λών­τας γιὰ τοὺς τρεῖς ἄν­δρες ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, τοὺς προσ­δι­ο­ρί­ζει συ­νε­χῶς μὲ τὸ ὄ­νο­μα «­ὁ Κύ­ρι­ο­ς».
Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ εἶ­ναι μιὰ φα­νε­ρὴ μαρ­τυ­ρί­α τῆς τρι­α­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νυ­πάρ­χει καὶ μιὰ ἀ­κό­μη δι­ά­στα­ση σ’ αὐ­τό. Εἶ­ναι μιὰ προ­τύ­πω­ση, ἕ­νας συμ­βο­λι­σμὸς τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: Ἔ­χου­με τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὸν δη­μι­ουρ­γὸ καὶ πα­τέ­ρα, σὲ μιὰ ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τη σκη­νὴ ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὰ ἐ­πὶ γῆς πι­στὰ τέ­κνα Του, τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὴ Σάρ­ρα. Μιὰ πρότυπη εἰ­κό­να, ἕνα ἀρχέτυπο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θρι­αμ­βεύ­ου­σας καὶ στρα­τευ­ο­μέ­νης.
Στὸ ὅ­λο σκη­νι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τὴν Μαμ­βρῆ, ἕ­να δέν­τρο ρω­μα­λέ­ο, γε­μά­το ζω­ὴ καὶ δρο­σιά, ποὺ δὲν μνη­μο­νεύ­ε­ται τυ­χαῖ­α, ἀ­φοῦ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν μᾶς συ­νη­θί­ζει σὲ ἄ­χρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γον­τας: «Ποιὰ εἶ­ναι ἡ σκη­νὴ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ; Εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πὸ τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ. Καὶ πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ Σταυ­ρὸς μὲ τὴ βε­λα­νι­διά, ἐ­πει­δὴ τὸ ξύ­λο της εἶ­ναι γε­ρὸ καὶ ἀ­λύ­γι­στο».
Καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­κὸς ὁ συμ­βο­λι­σμὸς αὐ­τός, ἀ­φοῦ ὁ Σταυ­ρὸς πε­ρι­γρά­φε­ται παν­τοῦ σὰν ἕ­να ζω­η­φό­ρο φυ­τό, ποὺ φυ­τρώ­νει ἀ­πὸ τὰ ἄ­δυ­τα τῆς γῆς, ὑ­ψώ­νε­ται σὲ ὕ­ψος τε­ρά­στιο, γί­νε­ται σὲ εὗ­ρος καὶ μῆ­κος ἴ­σος μὲ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἁ­γιά­ζει μὲ τὰ τέσ­σα­ρα ἄ­κρα του (τε­τρα­με­ρὴς) τὸν τε­τρα­πέ­ρα­το κό­σμο (=τὰ τέσ­σα­ρα πέ­ρα­τα τοῦ κό­σμου). Ποὺ βλα­στά­νει καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται στὸ μυ­στι­κὸ πα­ρά­δει­σο (=κῆ­πο) ποὺ λέ­γε­ται Θε­ο­τό­κος. Καὶ μᾶς θυ­μί­ζει τὸ δέν­τρο τῆς ζω­ῆς στὸ μέ­σον τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ἀ­π’ τὸν καρ­πὸ τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­φα­γαν πα­ρά­και­ρα οἱ Πρω­τό­πλα­στοι, ὁ­δη­γών­τας ἔ­τσι τὸ γέ­νος μας στὸν πνευ­μα­τι­κὸ καὶ σω­μα­τι­κὸ θά­να­το. Αὐ­τὸν τὸν θά­να­το κα­ταρ­γεῖ τώ­ρα ὁ Σταυ­ρός, κα­θὼς μᾶς ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὸν καρ­πὸ τοῦ ξύ­λου τῆς ζω­ῆς, τὸν Χριστό, ἀ­π’ τὸν ὁ­ποῖ­ο τρώ­γον­τας δὲν ἀ­πο­θνή­σκου­με. Εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρός, μα­ζὶ μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση, ἡ σω­τη­ρί­α ποὺ «πρὸ αἰ­ώ­νων εἰρ­γά­σα­το(=πραγματοποίησε) ἐν μέ­σῳ τῆς γῆς» ὁ Θε­ός. Σκε­πά­ζει τώ­ρα καὶ σώ­ζει ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α,  ὅ­πως προ­στά­τευ­ε ἡ δρῦς τοῦ Μαμ­βρῆ τὴ σκη­νὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ.
Ἐ­μεῖς; Εἴ­μα­στε ἄ­ρα­γε κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...