Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2017

ΕΦΥΤΕΥΣΕΝ, ΠΕΡΙΕΘΗΚΕ, ΩΡΥΞΕΝ, ΩΚΟΔΟΜΗΣΕ, ΕΞΕΔΟΤΟ


         Μία από τις πιο συγκλονιστικές παραβολές για τον κόσμο και τον άνθρωπο είναι αυτή των κακών γεωργών.  Λίγο πριν το Πάθος Του ο Χριστός διηγείται στους μαθητές Του και κατ’ επέκτασιν στον καθέναν από εμάς, Ποιος είναι ο Θεός, ποιος ο άνθρωπος και ποιος ο κόσμος. Σκοπός της παραβολής δεν είναι να απεικονίσει μόνο την κακία των Εβραίων, οι οποίοι επρόκειτο να σταυρώσουν τον Κύριο. Ο Χριστός θέλει να καταλάβουμε Ποιος είναι ο Θεός και τι μας ζητά, αλλά και να πάρουμε θέση έναντί Του και έναντι του κόσμου και με βάση αυτή τη θέση να αντλήσουμε νόημα από την ζωή.
        Ο Θεός χαρακτηρίζεται ως «οικοδεσπότης».   Με μία σειρά από ρήματα, που μαρτυρούν λόγο και ενέργεια, αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο μας φανερώνεται. «Εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν» (Ματθ. 21, 33)«Φύτεψε ένα αμπέλι, το περιέφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έχτισε πύργο, το παραχώρησε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο».
Ο κόσμος είναι αμπελώνας που φυτεύτηκε από τον άρχοντα, τον οικοδεσπότη, τον νοικοκύρη Θεό. Ο αμπελώνας παράγει σταφύλια, τα οποία τρέφουν και χαροποιούν με το κρασί τον άνθρωπο. Τα σταφύλια έχουν μία ξεχωριστή ομορφιά. Μαρτυρούν αφθονία και ταυτόχρονα λιτότητα. Αφθονία με τη γεμάτη όψη που έχουν πάνω στο κλήμα. Λιτότητα με τις μικρές ρώγες, που γλυκαίνουν και χορταίνουν, αλλά δε χρειάζεται να φάει κανείς πολύ.
 Ο Θεός έβαλε όρια στον κόσμο, περιφράσσοντάς τον. Τα πάντα είναι δικά μας, αλλά υπάρχει και κάτι που δεν μας ανήκει. Αυτό είναι η δυνατότητα να γίνουμε θεοί από μόνοι μας. Η θέωση έρχεται εντός του αμπελώνος. Γιατί ο αμπελώνας δεν είναι μόνο υλικός. Είναι η ίδια η Εκκλησία, δηλαδή ο κόσμος στον οποίο η σχέση με τον Θεό δίνει το νόημα της ζωής. Αν βγούμε από τα όρια του αμπελώνα, τότε απομακρυνόμαστε από την τροφή που ο Θεός μας παρέχει. Και τροφή είναι η ζωή, τόσο του παρόντος, όσο και του αιώνιου κόσμου. Η απομάκρυνση είναι η αμαρτία. Κάθε τι που είναι εκτός των ορίων του αμπελώνος, μας κάνει να αυτοθεωνόμαστε, να θεωρούμαστε αυτάρκεις, αλλά δεν μας επιτρέπει να φυλαχθούμε από την αμαρτία.
  Ο Θεός όμως έσκαψε πατητήρι. Δεν μας στέρησε τη χαρά, αλλά μας έδωσε την ευκαιρία να την βιώσουμε. Ευλόγησε τη ζωή και τους καρπούς της. Τον έρωτα και την αγάπη. Την συνάντηση των τρυγητάδων που φέρνουν τον καρπό του αμπελώνος, για να τον πατήσουν στο πατητήρι, να τον κάνουν μούστο και κρασί. Ο μούστος παράγει προϊόντα που τρέφουν. Αν βράσει, γίνεται ο οίνος της χαράς και της ζωής. Δεν πατά μόνο ένας τα σταφύλια, αλλά πολλοί. Η Εκκλησία μας δίνει την ευκαιρία να χαρούμε μαζί με τους άλλους, στην ένωση και τον χορό της αγάπης, όπως γινόταν παλαιότερα που ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών ήταν γιορτή!
Ο Θεός όμως έχτισε και πύργο. Άφησε δηλαδή τόπο και για να ετοιμαστεί το κρασί στα υπόγειά του, αλλά και να μπορούν όσοι ζούνε στον αμπελώνα να κατοικούν και να χαίρονται.  Η Εκκλησία μας δίνει  τον πύργο της πρόνοιας του Θεού μέσα στον κόσμο. Και αυτός ο πύργος μας κάνει να παλεύουμε και για τον επιούσιο άρτο και για τον άρτο της ζωής με επίγνωση ότι όλα ανήκουν στον Θεό.
Ο Θεός όμως παραχωρεί τον αμπελώνα και τα πάντα σ’ αυτόν στους γεωργούς, στους ανθρώπους, σε μας δηλαδή.  Ο Ίδιος φεύγει. Μας εμπιστεύεται τον κόσμο και μας δίνει την ελευθερία να παλέψουμε σ’ αυτόν. Να χαρούμε. Να καρπωθούμε τα αγαθά του, αλλά και με αγάπη να μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας ό,τι μας δόθηκε. Ο Θεός στέλνει στον κόσμο εκείνους που μας υπενθυμίζουν ότι υπάρχει πάντοτε ένα μερίδιο που ανήκει σ’ Εκείνον. Αυτό είναι η αγάπη. Η ευγνωμοσύνη. Το ευχαριστώ για όσα μας έδωσε και την ίδια στιγμή η ευλογία της αγάπης που μοιράζεται με τους συνανθρώπους μας, όχι μόνο υλικά, αλλά και παρηγορητικά, πνευματικά,, συγχωρητικά. Από το νόημα να ζούμε με τον Θεό να πάρουν και οι άλλοι. Και μέσω των άλλων ο Θεός παίρνει από εμάς ό,τι του ανήκει. Την δωρεά της ομοίωσής μας προς Εκείνον που είναι η αγάπη.
Κάποιοι από μας μοιάζουμε με τους κακούς γεωργούς. Αψηφούμε τον Θεό  γιατί δεν Τον βλέπουμε με τα σωματικά μας μάτια. Γιατί έχουμε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και το λογικό μας, τα όπλα και τις δυνάμεις μας που νομίζουμε ότι μπορούμε να Τον περιφρονούμε και να θανατώνουμε όσους μας ζητούν το μερίδιο του Θεού. Να αρνούμαστε την αγάπη και να προτάσσουμε την αυτάρκεια. Να αρνούμαστε την ευχαριστία και να προτάσσουμε τα δίκια μας. Να αρνούμαστε την επιστροφή του Θεού και να πιστεύουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα ανεξέλεγκτοι.  Και ο Θεός επιμένει. Στέλνει μέχρι και τον Υιό Του, τον Κύριό μας. Κι εμείς επιμένουμε να κρατήσουμε τον κόσμο εγωκεντρικά για μας. Και βγάζουμε τον Χριστό «έξω του αμπελώνος», έξω από τη ζωή μας, για να Τον σκοτώσουμε, να πούμε ότι δεν υπάρχει για μας, ώστε να θεωρούμε ότι τα πάντα μας ανήκουν.
Ο Θεός θα επανέλθει. Την ώρα του θανάτου μας θα γίνει και η κρίση μας. Και τότε ο κόσμος θα δοθεί σε άλλους, που θα ξέρουν ότι η νοικοκυροσύνη, η δημιουργικότητα, η πρόνοια, το σχέδιο του Θεού, η θεία οικονομία έχει ως βάση της την Αγάπη. Μόνο που μαζί με την αγάπη συνυπάρχει η δικαιοσύνη. Διότι κι αυτή αναδεικνύει τη αλήθεια. Και η Αλήθεια είναι ο Θεός.
Ας διαλέξουμε να ζούμε στον κόσμο βλέποντάς τον όπως πραγματικά ο Θεός τον δημιούργησε, ως Εκκλησία. Ας διδαχθούμε από την νοικοκυροσύνη του Θεού και στην δική μας ύπαρξη.  Ας έχουμε σχέδιο στη ζωή μας. Ας φυτεύουμε καθημερινά στις καρδιές μας την αγάπη, ας γνωρίζουμε τα όριά μας, ας χαιρόμαστε την συνάντηση με τους άλλους και ας έχει η ύπαρξή μας τόπο στη αγάπη. Νικώντας την αυτάρκεια και τον εγωκεντρισμό, δίνουμε το μερίδιο  της αγάπης στον Θεό, όχι γιατί Εκείνος υστερεί, αλλά γιατί έτσι καταλαβαίνουμε για ποιον λόγο ζούμε. Και ας μην Τον έχουμε εκτός της ζωής μας, για να μην κριθούμε όπως οι κακοί γεωργοί, οι αχάριστοι της αγάπης, αυτοί που επένδυσαν στο «εγώ- θεό» και διέλυσαν κάθε ίχνος αληθινής ζωής που δεν έγκειται στην εξουσία, αλλά στο μοίρασμα της αγάπης που πλουσιοπάροχα  παρά Θεού γευόμαστε!

Κέρκυρα, 3 Σεπτεμβρίου 2017

Κυριακή Γ Ματθαίου-Θεός και Μαμωνάς,Δουλεία και Φιλία

Μια από τις πιο δύσκολα εφαρμόσιμες φράσεις της Καινής Διαθήκης είναι ο λόγος του Χριστού: «δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα» (Ματθ. 6, 24) . Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο εύκολο είναι να υποδουλωθεί ο άνθρωπος στο χρήμα. Το χρήμα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που εξασφαλίζουν την επιβίωση στον κόσμο μας, αλλά και αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής. Αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, πιθανότατα και όλες. Τα πάντα, άλλωστε, αγοράζονται και πουλιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός προφανώς δεν εννοεί ο άνθρωπος να μην χρησιμοποιεί το χρήμα ή να επιλέξει να ζει εκτός του κόσμου. Ο Χριστός αναφέρεται στην δουλεία του ανθρώπου στο χρήμα. Και δουλεία σημαίνει την μετατροπή του χρήματος σε σκοπό για τον άνθρωπο, σε νόημα ζωής. Τότε ο άνθρωπος παύει να υφίσταται ως ελεύθερη προσωπικότητα. Μετατρέπεται σε ύπαρξη που παραδίδεται στις επιθυμίες που ικανοποιούνται δια του χρήματος. Υποκύπτει στην φιλοδοξία, στην φιλαυτία, στην φιληδονία. Δεν είναι ο πυρήνας της ύπαρξής του, ο αληθινός εαυτός του αυτό που τον απασχολεί. Δεν είναι ο υπαρξιακός του προβληματισμός σχετικά με το ποιος είναι, πού πορεύεται, με ποια κριτήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να συνυπάρξει με τους πλησίον του, αλλά το πώς θα καταστήσει τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Και το χρήμα συμβάλλει σ’ αυτόν τον εγωκεντρισμό.
Ο Χριστός ταυτίζει την υποδούλωση στο χρήμα με την υποδούλωση στον διάβολο. Δεν είναι το χρήμα ο διάβολος, αλλά το χρήμα ως αυτοσκοπός που γίνεται υποταγή του ανθρώπου στο δαιμονικό πνεύμα. Και ο διάβολος έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την συνεχή επιδίωξη να είναι ελεύθερος σε σχέση με το Θεό και να έχει ως κριτήριο της ύπαρξής του τον εαυτό του. Επιδιώκει το αυτόφωτον, την ίδια δόξα, απολαμβάνει την ηδονή να είναι κυρίαρχος του εαυτού του όντας μακριά από το Θεό. Και μεταφέρει αυτή την πνευματική του κατάσταση στον κόσμο και σε κάθε ύπαρξη που ο Θεός έχει δημιουργήσει, προκαλώντας έναν συνεχή πόλεμο σ’ αυτήν για να την υποτάξει σε μια ζωή μακριά από το Θεό. Ζωή όμως χωρίς Θεό δεν έχει νόημα, δεν αντέχεται.
Γι’ αυτό και ο Χριστός ξεκαθαρίζει στην επί του όρους ομιλία Του ότι δεν μπορεί κάποιος να υπακούει σε δύο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Αυτό βέβαια, για τον άνθρωπο όχι μόνο της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό ως στάση ζωής. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερος όντας δούλος Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι εκείνος που δεν παραδέχεται κανέναν άλλον ως Θεό, παρά μόνο τον εαυτό του. Έτσι, ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα του διαβόλου. Θέλοντας να είναι ελεύθερος από το Θεό, γίνεται δούλος του εαυτού του και κατ’ επέκτασιν βιώνει την στάση ζωής του διαβόλου.
Γιατί όμως ενοχλείται ο άνθρωπος όταν ακούει ή του προτείνεται να είναι δούλος του Θεού;
Διότι ο άνθρωπος νομίζει ότι η δουλεία στο Θεό είναι όπως η δουλεία σε κάποιον άνθρωπο-δεσπότη και αφέντη. Ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα, αλλά άλλος ρυθμίζει τη ζωή του. Ότι δεν μπορεί να χαρεί. Ότι η ζωή του είναι γεμάτη απαγορεύσεις. Ότι θα πρέπει μόνο να εργάζεται, χωρίς να αναπαύεται και ότι η ακεραιότητα της ύπαρξής του πάντοτε θα είναι υπό αίρεσιν. Ακόμη κι όταν θα έχει τη δυνατότητα κάποιας μικροχαράς, και πάλι η ενοχή θα καραδοκεί ότι ο Θεός δεν είναι ευχαριστημένος μαζί του και ότι η αμαρτία είναι το μόνο που έχει ο άνθρωπος να επιδείξει έναντι του κυρίου του. Κι έτσι, ο άνθρωπος πείθεται ότι πρέπει να αποτινάξει την δουλεία του στο Θεό.
Όμως, για το Χριστό η δουλεία δεν είναι τέτοιου είδους. Το να είναι ο άνθρωπος δούλος Θεού σημαίνει στην ουσία να είναι φίλος με το Θεό. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σταθεί κοντά στο Θεό, αλλά διαλέγει την οδό της εμπιστοσύνης και της αγάπης, όπως το παιδί προς τον πατέρα του. Δεν αρνείται ο Θεός τη χαρά στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η συνεχής κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό είναι χαρά. Και η χαρά δεν εκφράζεται ούτε μπαίνει σε καλούπια συμπεριφοράς ή κανόνων, αλλά πηγάζει από το βάθος της ύπαρξης. Όπως το παιδί, όταν παίζει με τους γονείς του ή όταν μιλάει μαζί τους δεν τηρεί το savoir vivre, αλλά εκφράζεται με την άνεση της αγάπης, της σχέσης, της υιότητας, έτσι και ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εκφράζεται μέσα από την χαρά της εμπιστοσύνης, της αγάπης, της υιότητας. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της ζωής της Εκκλησίας. Ο συνεχής επαναπροσδιορισμός της σχέσης της υιότητας και της φιλίας με το Θεό.
Μια τέτοια σχέση δεν αφήνει περιθώρια δουλείας στον όποιο μαμωνά. Αν αγαπάμε το Θεό, τότε η σχέση μάς γεμίζει πληρότητα. Δεν μας χρειάζεται λοιπόν η αυτοθεοποίηση ή η μετατροπή της ύλης ως αυτοσκοπού για την όποια ευτυχία εν τω κόσμω. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον αγώνα για τη ζωή μας και την ποιότητά μας, αλλά δεν είναι αυτός ο αγώνας το κλειδί για να έχει η ζωή μας νόημα. Είναι η βάση για να μεταδώσουμε και στους άλλους από όσα ο Θεός επιτρέπει να έχουμε. Γι’ αυτό και δεν υποδουλωνόμαστε, αλλά μοιραζόμαστε, το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, χωρίς αυτό και πάλι να σημαίνει ότι καλλιεργούμε την ανευθυνότητα στη ζωή των άλλων. Έτοιμοι να προσφέρουμε, αρνητικοί στο να καθιστούμε το κατέχειν νόημα της ζωής μας.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της θεοποίησης των αγαθών και του εαυτού μας και της περιθωριοποίησης του Θεού, ο ευαγγελικός λόγος αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας. Θα ξαναγίνουμε φίλοι του Θεού, θα Τον εμπιστευτούμε και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, για να εξέλθουμε από την κρίση ή θα παραμείνουμε δούλοι του Μαμωνά, είτε αυτός έχει να κάνει με το χρήμα είτε με το διάβολο είτε με τον εγωκεντρισμό μας και θα αποτύχουμε γιατί δεν θα υπάρξει συλλογική αλλαγή; Ο λόγος του Χριστού δεν εξαιρεί κανέναν. Από τον πιο σπουδαίο μέχρι τον πιο ταπεινό. Από τους ταγούς μέχρι αυτούς που μοιάζουν ανώνυμοι. Καιρός του ποιήσαι.

ΠΗΓΗ

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2017

ΖΗΣΕ ΜΟΝΑΧΑ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΑΣΕ ΤΟ ΜΕΤΑ;

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ


H 16χρονη αγία Κυριακή (7 Ιουλίου), εικ. από εδώ, όπου και η βιογραφία της
 
Τα συναξάρια της Εκκλησίας είναι γεμάτα από αγίους και αγίες νέους στην ηλικία, κυρίως μάρτυρες, οι οποίοι περιφρόνησαν τόσο τη δύναμη της κοσμικής εξουσίας, όσο και την ευκολία που αυτή υποσχόταν, προκειμένου να κάμψει το φρόνημά τους και να τους κάνει να αρνηθούν τον Χριστό. Με αγωνιστικότητα έφταναν στο σημείο να αρνούνται και την ίδια τη ζωή, προτιμώντας το μαρτύριο για την αγάπη και την πίστη στον Χριστό. Άλλοι πάλι διάλεξαν από τη νεαρή ηλικία τους να αφιερωθούν στην πίστη και να ζήσουν ασκητικά, αφήνοντας κατά μέρος τον συνηθισμένο τρόπο πορείας που οι πολλοί ακολουθούν. 
 
Διαβάζοντας τους βίους αυτούς αναρωτιόμαστε:  δεν ήθελαν να χαρούνε τη ζωή που τους δόθηκε; Πόσο εύκολο ήταν να αφήσουν κατά μέρος την απτή χαρά και να διαλέξουν να ζήσουν και να πεθάνουν κατά τον ορισμό της πίστης: «σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’  αυτά που δε βλέπουμε»;
 
Οι νέοι σήμερα ζούνε στον κόσμο του «εδώ και τώρα». Ο πολιτισμός μας υπόσχεται άμεση ικανοποίηση, ακόμη και εικονικά. «Ζήσε μονάχα τη στιγμή και άσε το μετά», λέει ένα σύγχρονο τραγούδι. Πώς να καταλάβουν ότι υπήρξαν καιροί στους οποίους νέοι άνθρωποι ζούσαν τη στιγμή με κριτήριο το μετά; Παραιτούνταν από την πρόσκαιρη χαρά, φαίνονταν νικημένοι και όμως εξακολουθούν να ζούνε στις καρδιές των ανθρώπων και, όντας άγιοι, στη ζωή με τον Θεό. Τους ωθούσε η αγάπη προς τον Θεό, προς το Απόλυτο, προς την Αλήθεια. Δεν συμβιβάζονταν με κάτι λιγότερο, αυτό που ο κόσμος υποσχόταν, ακόμη κι αν φαίνεται δελεαστικό. Πρωτίστως τους συνάρπαζε η αγωνιστικότητα. Η αντίθεση σ’ αυτό που φάνταζε ακατανίκητο. Και η πρόταξη της αγάπης. Του έρωτα για τον Απόλυτο, που δεν τους άφηνε μόνους τους σε κάθε μορφής μαρτύριο. Και ήταν αυτός ο έρωτας  η πηγή της χαράς και της αντοχής.
 
Παραπονιόμαστε σήμερα ότι ζούμε σε έναν ανέραστο κόσμο. Ταυτίσαμε τον έρωτα με τον πόθο για το σώμα, με την ανάγκη για ηδονή. Έτσι αντικαταστήσαμε το «σ’  αγαπώ» με το «σε θέλω». Αποφεύγουμε να δενόμαστε με ανθρώπους και εύκολα αλλάζουμε και παρέες και συνήθειες. Ιδίως οι νεώτεροι. Ζώντας στην πραγματικότητα της κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι γνωριμίες στήνονται με ευκολία, δεν νιώθουμε πόσο αξίζει να αγωνίζεσαι για ό,τι και για όποιον αγαπάς. Και αγωνίζομαι σημαίνει ότι παραιτούμαι από το «εδώ και τώρα», παραιτούμαι από το «εγώ είμαι το κέντρο του κόσμου», από το «ζω για τη στιγμή». Αγωνίζομαι σημαίνει ότι ξεκινώντας από τον Απόλυτο, βλέπω στο πρόσωπο τού κάθε ανθρώπου με τον οποίο θέλω να σχετιστώ την εικόνα Του. Βλέπω ότι κάθε τι με το οποίο ασχολούμαι  έχει ψυχή. Και αγαπώντας μπορώ να παραιτηθώ από όλα. Ακόμη και από το ένστικτο της επιβίωσης. 
 
H Εκκλησία μάς μιλά για τον Χριστό που μας αγαπά απόλυτα, μέχρι θανάτου. Και μας προβάλλει τους αγίους και τις αγίες της ως πρόσωπα που αγάπησαν εξίσου απόλυτα. Όχι κάνοντας κακό στους άλλους. Αλλά εμπιστευόμενοι τον Θεό, ακόμη κι όταν υφίσταντο κακό. Η αγάπη θέλει αγώνα. Και οι νέοι σήμερα μπορούν να βρούνε τέτοια πρότυπα που θα αλλάξουν την πορεία τους στη ζωή της Εκκλησίας. Ας τα αναζητήσουμε.    

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 6 Ιουλίου 2016
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 05, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ:Ορθοδοξία και παιδεία

π.ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ

 Οι άνθρωποι ταυτίζουν την πίστη στο Θεό με μία εσωτερική, βιωματική κατάσταση που πηγάζει από την παράδοση της κοινότητας στην οποία ο άνθρωπος είναι ενταγμένος, από την οικογένεια, από την αναζήτηση του καθενός, από τον φόβο και την ανάγκη, που ενισχύουν την ανθρώπινη αγωνία για στηρίγματα, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του αισθητού.

 Χωρίς να αρνείται κάποιος αυτές τις ταυτίσεις, εντούτοις δεν μπορεί παρά να σταθεί σε μία παράμετρο, η οποία μας διαφεύγει. Είναι η παιδεία εκείνων των πνευματικών μορφών, οι οποίοι τόλμησαν να τα βάλουν με τους αυτοκράτορες και τα ιδεολογικά, πολιτικά και θρησκευτικά κατεστημένα της εποχής τους και να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη στην τιμή των εικόνων.  



Η Ορθοδοξία είναι και παιδεία και μάλιστα, αυτή που ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως παίδευση, άσκηση, δοκιμασία.«Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός» (Εβρ. 12.7). «Δείξτε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας. Ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά του».



  Ο Θεός επιτρέπει μέσα από την πίστη να διαπαιδαγωγούμαστε, να δοκιμαζόμαστε, ακόμη και να αισθανόμαστε τιμωρημένοι μέσα από αυτή τη σχέση Πατέρα και παιδιών.
 Σκοπός της παιδαγωγίας «το μεταλαβείν της αγιότητος» του Θεού, το να μετάσχουμε στην αγιότητά Του (Εβρ. 12,10), να γίνουμε κι εμείς άγιοι όχι λαμβάνοντας μία εξωτερική δωρεά, αλλά μετέχοντας σ’ αυτό που ο Θεός είναι: «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16).



 Οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος μας δίδει το καλό, ικανοποιεί τις επιθυμίες μαςΈχουμε μάθει να ζητούμε από Εκείνον και να ταυτίζουμε την πίστη με μία ιδιοτέλεια. Δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν δοκιμασίες στη ζωή μας. Είμαστε βέβαιοι ότι αγαπά χωρίς να μας δίνει παιδαγωγία. Έχουμε ταυτίσει την παιδεία με την θετική διάσταση της ζωής. Έτσι αρνούμαστε να δεχτούμε ότι ο Θεός λειτουργεί όπως ο κατά σάρκα πατέρας, όταν αγαπάει αληθινά. Ότι ο Θεός επιτρέπει να συμβούν δυσκολίες. Ότι ο Θεός ευλογεί τον κόπο. Ότι δεν φείδεται  ακόμη και τον έλεγχο. Δεν είναι τιμωρός ο Θεός, γιατί η δοκιμασία, η τιμωρία την οποία επιτρέπει να λάβουμε, δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό Του. Όμως η αγάπη πρέπει να είναι και σκληρή, όταν χρειάζεται. Προς το αληθινό μας συμφέρον, που είναι η στόχευσή μας στην κοινωνία με το Θεό χωρίς αστερίσκους. Η πληρωτική σχέση, η οποία στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη. Η επίγνωση των λαθών και των αμαρτιών. Και την ίδια στιγμή η ταπείνωση της αποδοχής του θελήματός Του, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι πάντοτε ευχάριστο.


«Μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου» (Παροιμ. 3,11).  Μην περιφρονείς την διαπαιδαγώγηση του Κυρίου, μας συμβουλεύει το βιβλίο των Παροιμιών  της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ο Παύλος. Θέλει θάρρος όμως να αποδεχτούμε το θέλημα και την αγάπη του Θεού, που δεν είναι όπως την θέλουμε, όπως την φανταζόμαστε, ωραιοποιημένη. Είναι όμως αληθινή. Έχει να κάνει με την κοινωνία μαζί Του και την μετοχή σ’ Αυτόν, στην αγιότητά Του.



 Αγιότητα σημαίνει καθαρότητα από αμαρτία, κάτι που για μας δεν είναι εφικτό. Μπορούμε όμως να προσφέρουμε σ’ Αυτόν την μετάνοιά μας.
 Αγιότητα σημαίνει αγάπη που γίνεται συγχώρεση για τους πάντες, κάτι που δεν είναι και πάλι εφικτό για μας. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την διάθεσή μας να αγαπήσουμε και Εκείνος θα αναπληρώσει τις ελλείψεις μας. 
Αγιότητα σημαίνει αποδοχή του θελήματός Του, γιατί αυτό αποσκοπεί στη σωτηρία, στη λύτρωσή μας από το κακό και το θάνατο, δηλαδή στην αληθινή ελευθερία. Και από μόνοι μας δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια τέτοια προοπτική. Μπορούμε όμως να Του προσφέρουμε την λιγοστή μας άσκηση, την προσπάθειά μας να υπερβούμε τον εαυτό μας, την λιγοστή υπακοή μας κι Εκείνος και πάλι θα θεραπεύσει την αδυναμία μας.



Οι άνθρωποι ταυτίζουν την Ορθοδοξία με την παράδοση, με τους θεσμούς, με τα αξιώματα, με το ιερατείο, με την ιστορία. Την θεωρούν κάτι το ξεπερασμένο, απαραίτητο όμως γιατί πολλοί και αδύναμοι εξακολουθούν να την εμπιστεύονται. Την θέλουν όμως ευχάριστη. Βοηθητική και παρακλητική. Που να συμβάλλει στο να βλέπουν τη ζωή θετικά. Που να προβάλλει έναν Θεό που δεν ζητά τίποτε, αλλά μόνο δίνει. Και δεν μπορούν να αποδεχθούν έναν Θεό που παιδαγωγεί τον άνθρωπο. Μια Εκκλησία που χωρίς να παραθεωρεί την δοτικότητα, κηρύττει δρόμους δύσκολους.Που τολμά να μιλά και να δείχνει δρόμους μαρτυρικούς. Αυταπάρνησης. Ρήξης με τη νοοτροπία κάθε εποχής. Ακόμη κι αν αυτή η ρήξη δεν κάνει θόρυβο.


 Ίσως κι εμείς οι χριστιανοί, μέσα από την ανάγκη για αυτοβεβαίωση που ως άνθρωποι αισθανόμαστε, λόγω του ότι εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αξίες και τρόπους που δεν είναι συμβατές με τη νοοτροπία του κόσμου και της σύγχρονης πραγματικότητας, να συμβάλουμε στην αίσθηση ότι η πίστη στο Θεό και η Ορθοδοξία είναι δρόμος και τρόπος εύκολος, που δίνει μαγικές λύσεις στον άνθρωπο.


 Ίσως να αισθανόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει την ανάγκη να αποδείξουμε την χρησιμότητά μας στον κόσμο. Ότι έχουμε λόγο ύπαρξης. Όμως η Ορθοδοξία χωρίς παιδεία, χωρίς διαπαιδαγώγηση, δεν είναι αληθινά ακέραιη. Ωραιοποιεί, αλλά δεν λυτρώνει. Ζητά από τους ανθρώπους να παραδώσουν τα φορτία τους χωρίς καν να κουραστούν να τα κουβαλήσουν. Μετατοπίζει τις ευθύνες στο Θεό, τους θεσμούς, το ιερατείο και αφήνει στην άκρη την ανάληψη του προσωπικού σταυρού από τον καθέναν. Έτσι όμως παραποιεί και το τι σημαίνει αληθινή χαρά, η οποία πηγάζει μέσα από την κοινωνία με το Θεό, την μετοχή στην αγιότητά Του. Είναι κοπιώδης ο δρόμος και ο τρόπος της Ορθοδοξίας.Στενός και τεθλιμμένος. Αλλά όχι μοναχικός. Είναι παρών ο Χριστός στη ζωή αυτού που Τον ακολουθεί. Και είναι τόση πολλή η αγάπη, το φως και η αλήθεια την οποία βιώνει αυτός που δεν φοβάται την παιδεία, ώστε να αλλάζει και να βοηθά και άλλους να αλλάξουν μαζί του.



Μια τέτοια Ορθοδοξία χρειαζόμαστε. Όχι ως θεωρητικό πρότυπο, αλλά ως στάση ύπαρξης και ζωής. Στην ενορία. Στο μοναστήρι. Στο διακόνημά του ο καθένας. Στην μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινότητα. Στην πατρίδα. Στον κόσμο. Κι ας μην φαίνεται χρήσιμη μια τέτοια Ορθοδοξία. Ποτέ δεν ήμασταν «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α’ Κορ. 13, 1). Πάντοτε θα παραμένουμε η μικρά ζύμη, ο κόκκος του σιναπιού, το άλας της γης.  Οι έχοντες επιλέξει τα δύσκολα. Του Σταυρού που φέρνει Ανάσταση.


το είδαμε εδώ

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Ο ΡΑΒΒΙ...



    Ένα από τα πιο όμορφα προσωνύμια που απέδωσαν στον Χριστό τόσο οι μαθητές Του όσο και οι άνθρωποι που Τον άκουγαν είναι το «Ραββί», δηλαδή το «Διδάσκαλε». Μάλιστα, το προσωνύμιο αυτό συνοδεύεται και από ομολογία πίστης σ’  Αυτόν και την αποστολή Του: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. 1, 50). «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Διδάσκαλος ο Χριστός, υιός του Θεού, δηλαδή Θεός ο Ίδιος, και βασιλιάς του Ισραήλ, όλης της ανθρωπότητας δηλαδή σύμφωνα με την διαθήκη, την υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ ότι οι απόγονοί του θα βασιλέψουν στην οικουμένη. Αυτές τις τρεις ιδιότητες του Κυρίου τις διασώζει η Εκκλησία ανά τους αιώνες και μας τις υπενθυμίζει ως πολύτιμη παρακαταθήκη στους καιρούς μας.
          Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο προσωνύμιο «ραββί». Ο Χριστός ήταν διδάσκαλος όχι μόνο των μαθητών Του, αλλά και όλου του κόσμου, διότι η διδασκαλία ήταν η αποστολή Του. Ήρθε για να μας δώσει όχι απλώς τις γνώσεις, αλλά τον ίδιο Του τον εαυτό. Συνήθως οι άνθρωποι που έχουν το χάρισμα ή την ιδιότητα του δασκάλου διδάσκουν με βάση τις γνώσεις, την κατάρτιση, το όραμα ζωής τους. Διδάσκουν αυτό που ξέρουν, αυτό που έχουν κατακτήσει από την γνώση των άλλων ή και ό,τι οι ίδιοι έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν και να προεκτείνουν. Ο Χριστός όμως δεν αξιοποίησε απλώς τον Νόμο και τους προφήτες, την παράδοση δηλαδή των ανθρώπων. Είναι ραββί διαφορετικός, διότι διδάσκει αυτό που ο Ίδιος είναι: την οδό του Θεού, τον τρόπο της Βασιλείας, την συνάντηση και την κοινωνία δι’  Αυτού με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός είναι ραββί μοναδικός, διότι είναι ο Ίδιος ο διδάσκων και ταυτόχρονα ο Ίδιος το περιεχόμενο της διδασκαλίας Του, το οποίο οι άνθρωποι καλούνται να οικειωθούν.  Γι’  αυτό και ο Χριστός είναι ένας ραββί ανεπανάληπτος, καθώς είναι ο Απόλυτος.
       Οι άνθρωποι στους αιώνες ακολουθήσαμε και ακολουθούμε άλλους διδασκάλους στην ζωή μας. Είτε αυτοί είναι ιδεολόγοι, είτε φιλόσοφοι, είτε εκπρόσωποι του εκάστοτε πολιτισμικού ρεύματος, αισθανθήκαμε οικείοι κοντά τους. Ταυτόχρονα, φοβηθήκαμε την διδασκαλία του Χριστού και γι’  αυτό Τον αρνηθήκαμε ή αδιαφορούμε γι’  Εκείνον. Η διδασκαλία των σοφών του αιώνος τούτου στην ουσία δεν μας αναγκάζει να δούμε την ζωή τόσο στην προοπτική της αιωνιότητας όσο και στην προοπτική της αλλαγής εντός μας και της ανάπτυξης και βίωσης ενός νοήματος ζωής το οποίο συνολικά δίνει την πληρότητα. Οι σοφοί του αιώνος τούτου καταφέρνουν να μας βοηθήσουν να δούμε αποσπασματικά πτυχές της ζωής: την οικονομία, την ποιότητα ζωής, την γνώση, την επιστήμη. Η μαθητεία κοντά τους, σημαντική ασυζητητί, στην καλύτερη περίπτωση μας βοηθά να φωτίσουμε πολλά από τα «πώς» και «γιατί;»  του κόσμου τούτου. Άλλοτε μας εξασφαλίζει μία σχετική ποιότητα ζωής, διότι ξέρουμε πού πρέπει να επενδύσουμε και πού όχι. Άλλοτε πάλι δικαιολογεί τα πάθη μας, την άρνησή μας να δούμε την ζωή στην προοπτική της άσκησης, της εξόδου από το εγώ μας και της συνάντησης με τον πλησίον μας. Άλλοτε μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι έχουμε χρόνο ή  ότι η επιστήμη και η τεχνική θα μας εξασφαλίσουν παράταση ζωής, θα αναστείλουν τον θάνατο για λογαριασμό μας. Άλλοτε μας κάνουν να επαναπαυόμαστε στις γνώσεις και την κοσμική σοφία. Άλλοτε μας πείθουν για τον εκμηδενισμό της ύπαρξής μας, εφόσον οι σοφοί του κόσμου δεν πιστεύουν σε Θεό και αιωνιότητα.
     Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάττει την μοναδικότητα, την διαφορετικότητα και το ανεπανάληπτο του Κυρίου μας ως ραββί. Και μας καλεί μέσα από την συμμετοχή μας στον τρόπο της, στην ευχαριστιακή συνάντηση, στην αγάπη, στην άσκηση, στην μετάνοια να γίνουμε με την σειρά μας μαθητές του Κυρίου. Να αφήσουμε τον Ίδιο να εισέλθει στην καρδιά μας. Να ακούσουμε τον λόγο Του, να τον μελετήσουμε και να τον κάνουμε πράξη στην ζωή μας. Και να έχουμε ως προτεραιότητα στην ζωή μας το Θεανδρικό Του Πρόσωπο και την σχέση μας μαζί Του. Γιατί Εκείνος δίνει πληρότητα νοήματος, απαντήσεις σε κάθε «γιατί;», σε κάθε «πώς;» του κόσμου, ακόμη κι αν η απάντηση χρειάζεται την υπομονή της σιωπής. Ο Χριστός δεν αρνείται τον κόσμο, αλλά το πνεύμα του πονηρού το οποίο ενυπάρχει σ’  αυτόν. Δεν αρνείται τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά την απολυτοποίησή τους, την πρόταξη της αγάπης για τους ιδίους και τους οικείους από την αγάπη για όλους και για τον Θεό. Δεν αρνείται τα κοσμικά σχήματα, αλλά την θεοποίηση και την απολυτοποίησή τους. Δεν αρνείται τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά την μετατροπή του ανθρώπου σε θηρευτή του άρτου, της ηδονής, της υπερηφάνειας, της κενοδοξίας.
     Στην Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκουμε την αυθεντικότητα του Προσώπου του Χριστού ακέραιη και ακαινοτόμητη και την ίδια στιγμή την διδασκαλία Του ανόθευτη. Και γι’  αυτό όταν γιορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, δίδουμε συνεχώς την υπόσχεση ότι ο Κύριος ως ο Διδάσκαλος των καρδιών και της ζωής μας θα είναι Αυτός που αναζητούμε για να τον ζήσουμε και να τον μεταδώσουμε στους επόμενους. Ότι αποδεχόμαστε την αποστολή που μας έδωσε να είμαστε, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτα δύσκολο, συνεχιστές του έργου Του. Όμως έχουμε την βεβαιότητα της υπόσχεσής Του, όπως αυτή αποτυπώνεται στην τελευταία επί γης διδασκαλία Του «Μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας» (Ματθ. 28,20).  Ας μην παρασυρόμαστε από το πνεύμα του αιώνος τούτου και ας Τον αναζητούμε στην Εκκλησία! Κι Εκείνος θα μας ανακαινίζει όντας «μεθ’  ημών»!

Κέρκυρα, 5 Μαρτίου 2017

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2017

Οι αλήθειες του Τελώνη και του Φαρισαίου(Ουχ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων)

Στην αρχή του Τριωδίου η Εκκλησία μας έχει ορίζει να διαβάζεται η παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου. Ο Χριστός, απευθυνόμενος σε εκείνους που είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και κατέκριναν τους άλλους, διηγείται την άνοδο δύο ανθρώπων στον ναό των Ιεροσολύμων και την προσευχή τους. Και οι δύο μίλησαν αληθινά για τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους. Ο Φαρισαίος είπε στο Θεό και στους ανθρώπους ότι ήταν διαφορετικός από όλους τους αμαρτωλούς, ότι τηρούσε τον μωσαϊκό νόμο και δεν έμοιαζε ειδικά με τον τελώνη. Δεν ήταν άδικος, άρπαγας και μοιχός. Δεν αδικούσε δηλαδή τους ανθρώπους ούτε με τη σκέψη, ούτε  με την πράξη, ούτε με τις επιθυμίες. Δεν άρπαζε τα αγαθά τους ούτε προσέβαλε την οικογενειακή τιμή και υπόληψή τους. Ο Φαρισαίος ανήκε στην τάξη των ευσεβών, των καθαρών, των τελείων εξωτερικά και σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Ο τελώνης έβλεπε την αμαρτωλότητά του και ενώπιον του Θεού ομολογούσε ότι δεν είχε τίποτε καλό να παρουσιάσει. Πενθούσε γι’ αυτό. Και παρακαλούσε το Θεό να τον ευσπλαχνισθεί. Από τους δύο αλήθειες η μία οδήγησε στην άφεση, την συγχώρεση, την δικαίωση. Η άλλη, η οποία είχε οδηγήσει τον Φαρισαίο στην αυτο-ύψωση, δεν έγινε αποδεκτή από το Θεό και ο Φαρισαίος κατακρίθηκε.
                Πολλά μηνύματα διδασκόμαστε από την παραβολή. Και καθώς ξεκινά η προετοιμασία όλων μας για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή η Εκκλησία πρωτίστως μας καλεί να δούμε την δική μας αλήθεια. Να εξετάσουμε τους εαυτούς μας και να παραδειγματιστούμε από την κατάκριση την οποία υπέστη ο Φαρισαίος.
                Οι περισσότεροι άνθρωποι ή φοβούνται ή παραθεωρούν ή κατασκευάζουν την αλήθεια για τον εαυτό τους.
Η αλήθεια για τον εαυτό μας, για τη ζωή, για τους στόχους μας, για τις σχέσεις μας χρειάζεται γενναιότητα για να μπορεί να διακριβωθεί, αλλά και να γίνει αντικείμενο προβληματισμού ή αφορμή για μετάνοια και αλλαγή.Συνήθως φοβόμαστε την αλήθεια που δεν μας είναι ευχάριστη. Το ότι έχουμε πάθη. Το ότι φέρουμε μερίδιο ευθύνης για ό,τι συμβαίνει τη ζωή μας. Για τις επιλογές μας. Για το ότι η ζωή μας έχει όρια και τέλος. Για το ότι ο χρόνος περνά και μας λείπουν καταστάσεις ή αγάπη ή νόημα σε ό,τι κάνουμε και ιδίως στις σχέσεις μας με τους άλλους.  Όλα αυτά δεν είμαστε έτοιμοι και φοβόμαστε να τα αντικρίσουμε. Γιατί ή θα μας πνίξουν οι ενοχές μας ή θα χρειαστεί να πάρουμε αποφάσεις, να ζητήσουμε άφεση και από το Θεό και από τους ανθρώπους, να κάνουμε καινούριες αρχές στη ζωή μας. Και οι άνθρωποι έχουμε μάθει στη συνήθεια. Μας βολεύει. Δεν αισθανόμαστε ότι μπορούμε να αλλάξουμε.
                Άλλοτε πάλι παραθεωρούμε την αλήθεια. Αφηνόμαστε στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής, στις επιλογές του πολιτισμού εντός του οποίου ζούμε. Συμπνιγόμαστε στις μέριμνες του βίου. Και έχουμε πολλές δυνατότητες να μην ακούσουμε και να μη δούμε τον εαυτό μας. Η εικονική μας πραγματικότητα. Οι υποχρεώσεις μας. Η αίσθηση ότι η ζωή μας είναι γεμάτη. Κυρίως η βεβαιότητα ότι έχουμε χρόνο, αλλά και η αίσθηση ότι η αλήθεια έχει να κάνει μόνο με τον παρόντα χρόνο και προσεγγίζεται μονάχα με ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε, ό,τι γευόμαστε, ό,τι απολαμβάνουμε και δεν χρειάζεται να γυρνούμε σε σχήματα του παρελθόντος, όπως νομίζουμε ότι είναι ο Θεός, η ηθική, η ενασχόληση με το τι θέλει και πώς αισθάνεται ο πλησίον μας  και το πλήθος των πειρασμών που αντιμετωπίζουμε, μας κάνουν να αδιαφορούμε γι’ αυτή.
                Άλλοτε, όπως ο Φαρισαίος, κατασκευάζουμε την δική μας αλήθεια.Αναγορεύουμε τους εαυτούς μας σε αυθεντίες. Μετρούμε τα πάντα με βάση το πώς νομίζουμε ή πώς θα θέλαμε να είναι και θεωρούμε ότι έχουμε βρει την αλήθεια. Την δική μας όμως αλήθεια. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε με άλλα κριτήρια, όπως αυτά του λόγου του Θεού και της εκκλησιαστικής ζωής. Ο Φαρισαίος νόμιζε ότι η αλήθεια του ήταν αποδεκτή από το Θεό και τους ανθρώπους. Πίστευε σ’ αυτήν. Δεν μπορούσε να διακρίνει ότι μέσα από την αλήθεια του είχε διαγράψει την ταπείνωση, την αγάπη για τους άλλους και την ευθύνη την οποία θα έπρεπε να έχει για εκείνους. Αυτοδικαιώθηκε. Λησμόνησε ότι ενώπιον του Θεού, εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχει τέλειος και αναμάρτητος. Λησμόνησε ότι χωρίς το Θεό τίποτε δεν μπορεί να πετύχει κανείς αυθεντικά. Και πίστεψε ότι ήταν «ουχ ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων» (Λουκ.18, 11). Και ευχαριστούσε το Θεό κιόλας γι’ αυτό.     
                Στην προβληματική μας στάση έναντι της αλήθειας συμβάλλει αποφασιστικά η λογική της σύγκρισης. Μας παρηγορεί το γεγονός ότι δεν είμαστε όπως οι άλλοι άνθρωποι. Ο καθένας μας χρησιμοποιεί στον εαυτό του ως άλλοθι το γεγονός ότι σε σχέση με τους άλλους είμαστε καλύτεροι ή δεν είμαστε τόσο άσχημα. Έχουμε πρόοδο. Έχουμε επιτυχίες. Έχουμε χαρίσματα. Έχουμε αυτάρκεια ενίοτε. Ότι στη διαφθορά και την κρίση του κόσμου εμείς αντέχουμε. Είμαστε διαφορετικοί. Και μπορεί να είναι αλήθεια. Ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία και αισθανόμαστε ότι προσπαθούμε να λειτουργούμε με γνώμονά μας την πνευματική πορεία, έχουμε την αίσθηση ότι σε σχέση με τους λοιπούς των ανθρώπων είμαστε πολύ καλύτερα. Και τολμούμε να πούμε ότι ο Θεός δεν θα μας λησμονήσει. Θα αναγνωρίσει τον κόπο μας και ότι θα μας ανταμείψει. Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε γιατί υφιστάμεθα δοκιμασίες στη ζωή μας, ενώ ενώπιον του Θεού είμαστε εντάξει. Και μπορεί κι αυτό να είναι αλήθεια. Μέσα όμως από τη σύγκριση λησμονούμε ότι ο Θεός δεν μας κρίνει με βάση τι είναι οι άλλοι, αλλά με βάση ποιοι είμαστε εμείς. Με βάση όχι την έλλειψη της κακίας, που είναι κι αυτή αμφίβολη, αλλά με βάση το πόσο προχωρήσαμε στο αληθινό νόημα της πνευματικής ζωής που είναι η ταπείνωση, η αγάπη και η εκζήτηση του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού, όπως επίσης και της άφεσης που ζητούμε από Εκείνον και από όσους δυσκολέψαμε στη ζωή μας.
                Ο τελώνης και η αλήθεια του αποτελούν ένα παράδειγμα που μας καλεί να ξαναδούμε  τη ζωή μας. Την αλήθεια. Να μην εγκλωβιστούμε στην αλήθεια μας, αλλά να κρίνουμε του εαυτούς μας με βάση αυτό που θέλει ο Θεός. Και «εν τη ταπεινώσει» να αναφωνήσουμε το «ιλάσθητι», ακόμη κι αν ο πολιτισμός μας μάς λέει ότι δεν χρειάζεται. Και ας εφευρίσκει τρόπους για να μην μας αφήσει τελικά χρόνο και όψη, ώστε να δούμε αληθινά την καρδιά και την ψυχή μας. Το Τριώδιο προσφέρεται, μέσα από την λειτουργική ζωή, μέσα από την περισυλλογή, αλλά και τα ερωτήματα που θέτει, να μας δώσει την ευκαιρία να μας ξαναδούμε. Και να επαναπροσεγγίσουμε την αλήθεια του Θεού. Ή, καλύτερο, τον Θεό που είναι η Αλήθεια.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

               
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των καιρών μας είναι η οικολογική κρίση. Παρά την μονομερή ενασχόλησή μας με την οικονομία, τα οικολογικά κινήματα, κυρίως μέσω του Διαδικτύου, καλούν τους νέους να δραστηριοποιηθούν. Να συγκεντρώσουν υπογραφές παλεύοντας εναντίον της καταστροφής της ατμόσφαιρας, της χλωρίδας και της πανίδας η οποία συμβαίνει χάριν του άμετρου κέρδους ισχυρών κρατών και μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Να προστατεύουν το περιβάλλον με δενδροφυτεύσεις, με ανακύκλωση, με  μάζεμα των σκουπιδιών από τα πεζοδρόμια και τις ακτές.
       Τα οικολογικά κινήματα σήμερα διακατέχονται συχνά από μία νεοπαγανιστική διάθεση έναντι της φύσης. Λατρεύουν την κτίση, προσωποποιώντας την. Θεοποιούν τη φύση  ως τον μεγάλο δάσκαλο του ανθρώπου. Όμως αυτός ο δρόμος δεν επιτρέπει να δούμε την Κτίση εν σχέσει με τον Κτίσαντα, διότι η φύση δεν είναι αυθύπαρκτη, ούτε άχρονη. Είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Δημιουργό και Κτίστη της, τον Τριαδικό Θεό. Επομένως η περιφρόνηση της κτίσης έχει να κάνει με την απιστία και την ασέβεια έναντι του Θεού και αποτελεί για την Εκκλησία αμαρτία, αποτυχία δηλαδή να βρούμε τον αληθινό προορισμό μας, ο οποίος έγκειται στο να εργαζόμαστε στον κόσμο με σεβασμό σ’  αυτόν και να τον προφυλάσσουμε από τη φθορά, για να συναντήσουμε και μέσω αυτής της οδού τον Θεό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι μέσα από τα κτίσματα, τη φύση, μπορούμε να έχουμε μία μερική γνώση, μία φυσική θεωρία του Θεού. Ο άνθρωπος, βλέποντας την αρμονία και το κάλλος του κόσμου, καλείται να αναλογιστεί για ποιον λόγο ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησε» και ότι το αληθινό νόημα της ζωής έγκειται στη γνώση και την κοινωνία με Αυτόν, όπως φανερώθηκε σε μας στο Πρόσωπο του Χριστού.
Ο Χριστός αγίασε την κτίση και όταν βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό και όταν πήρε στα χέρια Του και ευλόγησε το ψωμί και το κρασί, παραδίδοντας το μυστήριο της Ευχαριστίας. Αυτό συνεχίζει να πράττει η Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι στους αιώνες. Να αγιάζει τα ύδατα, για να δείξει ότι τα πάντα προσλαμβάνουν την χάρη του Θεού, αλλά και να χρησιμοποιεί το υλικό στοιχείο, το οποίο είναι κτιστό, για τον δικό μας αγιασμό. Στην Θεία Λειτουργία το υλικό μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, για να λάβουμε «άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».  Δεν είναι η φύση θεός. Αγιάζεται με την παρουσία και την ευλογία του Θεού, με σκοπό Εκείνον να ζήσουμε και να συναντήσουμε.
Για την Εκκλησία τα οικολογικά κινήματα, παρότι χρήσιμα, δεν απαντούν στο ερώτημα «πώς σώζεται ο άνθρωπος;». Όσο δεν ξεκινούμε από την προτεραιότητα της σχέσης μας με τον Χριστό, τόσο η αλλαγή στάσης ζωής έναντι της φύσης θα μένει στο επίπεδο του κτιστού. Η μετάνοια είναι η αφετηρία για να δούμε την κτίση στην αυθεντική της αποστολή. Και γι’  αυτό στους νέους χρειάζεται να δείξουμε την αυθεντικότητα της χριστιανικής ζωής και έναντι του περιβάλλοντος. Αυτήν των αγίων.
Ο αγιασμός και των υδάτων γίνεται δια του σημείου του Σταυρού. Η σχέση μας με τον άνθρωπο, όπως και με τον κόσμο προϋποθέτει την ανάληψη του Σταυρού να παραιτηθούμε από την θεραπεία του εγώ μας και να αγαπήσουμε. Για να είναι και η οικολογική έμπνευση αυθεντική. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 4 Ιανουαρίου 2017

Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2016

ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ;

Ως χριστιανοί που ζούμε στον κόσμο αισθανόμαστε συχνά απελπισία. Πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους που δεν αγαπούνε τον Θεό ή είναι αδιάφοροι; Πώς μπορούμε να έχουμε τη χαρά της πίστης, όταν ο κόσμος ζει μέσα σε τόση αγωνία, όταν το κακό κυριαρχεί, όταν οι ευχάριστες ειδήσεις τείνουν να εξαφανιστούν, όταν το κακό και ο θάνατος κυριεύουν τη ζωή μας;  Όταν το μόνο για το οποίο γίνεται λόγος είναι η κρίση; Όταν η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ανθρώπων είναι ο εαυτός τους, η ικανοποίηση των επιθυμιών τους και η απαισιοδοξία και το παράπονο για το ότι αυτό δεν είναι εφικτό;  Όταν ακούμε συνεχώς το «να περνάς καλά»  ως στόχο και όχι το «να ξέρεις γιατί ζεις»;...

 Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πάντως ότι αυτή η κατάσταση ίσχυε πάντοτε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Χριστός στον κόσμο, μία τέτοια πραγματικότητα υπήρχε. Γι’  αυτό και ο Κύριός μας επεσήμανε ότι στον κόσμο θα έχουμε θλίψη. Γιατί θα βλέπουμε τη ζωή διαφορετικά και θα αισθανόμαστε μόνοι και παράξενοι. Ο Χριστός βέβαια ζήτησε από όσους πιστέψουν σ’  Αυτόν να έχουν θάρρος, διότι νίκησε τον κόσμο και τη νοοτροπία Του. Επομένως, όποιος Τον ακολουθεί, δε χρειάζεται να απογοητεύεται. Να αποκαρδιώνεται. Να παραδίδει τη χαρά και την αισιοδοξία που η σχέση με τον Χριστό δίνουν, στη λύπη για τη ζωή και την πραγματικότητα. Αντιθέτως, καλείται να εργαστεί ώστε το ήθος και τις αξίες που βιώνει, να τα καταστήσει κτήμα και των άλλων. Να γίνει ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ότι μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει τη λύπη και τη θλίψη του κόσμου, αρκεί να πιστεύει.

               Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, χρησιμοποιεί μία προτροπή του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη, την οποία την επαναλαμβάνει στους χριστιανούς: «διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς»(Β’  Κορ. 6, 17). «Φύγετε μακριά απ’  αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ».

 Ο λόγος του Θεού δεν αποσκοπεί στην περιφρόνηση των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ζούνε μακριά Του. Αναφέρεται ουσιαστικά στο ήθος και τη  νοοτροπία τους. Στο αξιακό τους πλαίσιο. Στον τρόπο που σκέπτονται. Ο χριστιανός καλείται να ξεχωρίσει, να φύγει μακριά από μία τέτοια στάση ζωής. Να μην αφήσει να τον επηρεάσουν η απιστία, η αδιαφορία, η θεοποίηση του εαυτού, των παθών και των επιθυμιών και η ζωή χωρίς ελπίδα. Κυρίως όμως η παράδοση στον υλιστικό τρόπο ζωής. Στις δυσκολίες να έχει στραμμένη την καρδιά του στη πρόνοια του Θεού. Στο γεγονός ότι ακόμη κι αν παραχωρεί ο Θεός, για τα λάθη και τις αμαρτίες μας, να είναι δύσκολη η ζωή μας, ο χριστιανός δεν αφήνει τον εαυτό του να λιγοψυχήσει, να παραιτηθεί από την προσπάθεια να νικήσει, ακόμη και μέσα στην ήττα του. Και νίκη σημαίνει ελπίδα στον Θεό. Σημαίνει αγώνας για να βγούμε από το τέλμα και κατά άνθρωπον και κατά Θεόν. Σημαίνει μετάνοια για τα λάθη μας. Σημαίνει καινούργια αρχή στη ζωή μας. Με τόλμη και έμπνευση, που δίδονται μέσα από την προσευχή και την εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του.

             Την ίδια στιγμή ο χριστιανός καλείται να ξαναδεί τι σημαίνει να κυριαρχείται ο άνθρωπος από το ίδιον θέλημα. Γιατί από εκεί έρχεται η απογοήτευση. Δε συνεπάγεται κάτι τέτοιο ο άνθρωπος να μην έχει στόχους και όνειρα στη ζωή του. Όμως ο κυριότερος στόχος, αν πιστεύουμε στον Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι η αγάπη. Όχι ως παθητική και μοιρολατρική αποδοχή της πορείας της ζωής, του θελήματος των άλλων, για να μην στενοχωρήσουμε και δυσκολέψουμε κανέναν, αλλά ως αλήθεια και ειλικρίνεια. Αυτός που αγαπά δεν κρύβει αυτό που νιώθει και πιστεύει ότι είναι αληθινό. Το ίδιον θέλημα όμως είναι η απολυτοποίηση της αλήθειας μας. Είναι, την ίδια στιγμή, η αίσθηση ότι μόνο ικανοποιώντας αυτό που σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι μας ταιριάζει, θα είμαστε ευτυχισμένοι. Και διαπιστώνουμε ότι, παρότι επέρχεται αυτή η ικανοποίηση, για την οποία ο άνθρωπο κινεί γη και ουρανό, εντούτοις και πάλι ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί δεν μπορεί να αγαπά τον άλλο, αλλά μόνο τους στόχους του. Βλέπει τα πρόσωπα των άλλων ως αντικείμενα προς χρήσιν. Βλέπει τις επιδιώξεις του ως τις απόλυτες μεθόδους και οδούς ευτυχίας, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το θέλημά του δε είναι αρκετό να ευτυχήσει. Διότι όσα κι αν πετύχει, πάλι κάτι θα του λείπει. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει στην ύπαρξή του ζωντανή τη γνώση, την εμπιστοσύνη και την απόπειρα για βίωση του θελήματος του Θεού, που είναι η αγάπη, δηλαδή η έξοδος από τον εαυτό του σε ό,τι κάνει και το αγκάλιασμα τόσο του άλλου ανθρώπου όσο και του οτιδήποτε αξίζει, θα διαπιστώσει ότι μαζί του είναι ο Θεός. Και θα νιώσει στην καρδιά του, παρά την οδύνη κάποτε της ήττας, τη χαρά του ότι κάνει αυτό που ζητά ο Θεός. Κι Εκείνος θα στηρίξει και θα αγκαλιάσει.

              Κλειδί το «ακαθάρτου μη άπτεσθε». Ακάθαρτο είναι κάθε τι το οποίο κάνει τον άνθρωπο περήφανο και εγωιστή. Τον κάνει αυτάρκη στις ηδονές του. Είτε αυτό είναι επίτευγμα, είτε η εικόνα του,  είτε οι επιτυχίες του, είτε η αποδοχή των άλλων, ο αυτάρκης άνθρωπος οδηγείται σε μία δαιμονική έπαρση αυτοεγκλωβισμού στις δικές του δυνάμεις. Και γι’  αυτό ο Θεός προτρέπει τον άνθρωπο ούτε καν να αγγίζει το ακάθαρτο. Όπως απομακρύνουμε μία βρωμισμένη τροφή, έτσι και στη ζωή μας καλούμαστε να προσπερνάμε κάθε λογισμό, κάθε αντίληψη, κάθε πράξη που μας εγκλωβίζουν στην αυτάρκειά μας. Αξιοποιούμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους που μας στηρίζουν, όχι για να αυτοδοξαστούμε, ενίοτε ξεχνώντας και το πόσο και από ποιους ευεργετηθήκαμε, αλλά για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε. Να χαρούμε αληθινά και να μοιραστούμε το λίγο ή το πολύ που μας δόθηκε ή αποκτήσαμε, επειδή μας επιτράπηκε από τον Θεό να μπορούμε να το αποκτήσουμε.

              Η εποχή μας λειτουργεί ως μία χοάνη στην οποία ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει πώς θα βγει από την απελπισία της παράδοσης στην κυριαρχία των υλικών αγαθών, στο ίδιον θέλημα, σε ό,τι του δίνει αυτάρκεια και υπερηφάνεια. Και γι’  αυτό στις ήττες του ο άνθρωπος απογοητεύεται, συντρίβεται, ενίοτε παραιτείται και από την ζωή.  Δεν μπορεί να χτίσει σχέσεις που να έχουν διάρκεια, διότι δεν έχει μάθει να κάνει την αγάπη κέντρο και στόχο ζωής. Κυρίως όμως αφήνει να σβήνει από το προσκήνιο η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του. Ας αποσυρθούμε από έναν τέτοιο τρόπο ζωής και με όπλο μας την πίστη ας αφήσουμε τον Θεό να μας δεχθεί, να γίνει ο Πατέρας μας κι εμείς να είμαστε οι γιοι και οι θυγατέρες Του. Και τότε θα αντέξουμε, όσο κι αν η ζωή μας δυσκολεύει και φαίνεται χωρίς φως κι ελπίδα. Και χωρίς να είναι ανάγκη να συμφωνούμε με τους ανθρώπους που είναι μακριά από τον Θεό, είτε εντός είτε εκτός της Εκκλησίας, θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Με τη γλώσσα της προσευχής, της υπομονής και της προσμονής να μιλήσει ο Θεός και στις δικές τους καρδιές!

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

ΩΣ ΤΕΚΝΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΤΑ ΝΟΥΘΕΤΩ


          Ο σύγχρονος άνθρωπος, επιθυμώντας την ελευθερία του, μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων που έχει απεμπολήσει είναι και αυτή του παιδιού. Το παιδί δεν είναι αυτόνομο. Είναι εξαρτημένο από την αγάπη των γονέων του και κρεμασμένο από την αγκαλιά τους. Το παιδί δεν αποφασίζει για τον εαυτό του, αλλά ζητά  τη γνώμη των γονέων του. Το παιδί, ακόμη κι αν έχει διαφορετική άποψη για πράγματα και καταστάσεις της ζωής του, οφείλει να συζητά και να βρίσκει από κοινού λύσεις με τους γονείς του. Συχνά οι γονείς έχουν από το παιδί τους την απαίτηση της απόλυτης υπακοής. Φοβούνται την ελευθερία του παιδιού και δεν του τη δίνουν από καρδιάς, όταν εκείνο τη ζητεί ή δεν του τη δίνουν καθόλου. Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, θέλοντας να είναι ελεύθερος, απορρίπτει την ιδιότητα του παιδιού και ό,τι του την θυμίζει, όχι μόνο τη γονεϊκή στάση έναντί του, αλλά και οποιαδήποτε αυθεντία μοιάζει να του περιορίζει την ελευθερία, τον Θεό, το κράτος, τους δασκάλους, τη διανόηση. Απόλυτο κριτήριο το  «εγώ» του. Και το υπερτροφικό εγώ δείχνει μία ύπαρξη η οποία θέλει να αποφασίζει για τα πάντα με γνώμονα τα δικά της κριτήρια και την ίδια στιγμή να αδιαφορεί ή και να απορρίπτει όλους τους λόγους για τους οποίους κάποιος άλλος θα μπορούσε να την νουθετήσει. Ακόμη και την αγάπη.
       Παραδομένος σε μία ψυχολογικοποιημένη  ερμηνεία των σχέσεων ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ότι η όποια παράδοσή του στην ιδιότητα του παιδιού του στερεί την προσωπικότητά του. Το παράδοξο είναι ότι έχει μεταφέρει αυτή τη λογική και στη σχέση με τα δικά του παιδιά. Προσπαθώντας να μην περιορίσει την ελευθερία του «εγώ» τους, δε βάζει κανένα όριο στη συμπεριφορά τους, στα δεδομένα τους, στις προοπτικές τους, με αποτέλεσμα και εκείνα να μην αισθάνονται παιδιά, αλλά να ζητούν και να θέλουν ως ανεξάρτητοι άνθρωποι, κάτι όμως που υπερβαίνει τη φυσικότητα του χρόνου. Από τη φύση μας είμαστε προορισμένοι να είμαστε παιδιά, πριν μεγαλώσουμε. Να έχουμε την ανάγκη των μεγάλων. Και η ανάγκη δεν είναι μόνο ο δρόμος της επιβίωσης. Είναι συναισθηματική. Είναι σχεσιακή. Είναι διδακτική. Είναι κυρίως η ανάγκη της αγάπης. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει να μεγαλώνει πρόωρα. Να χάνει την παιδικότητά του όταν δεν είναι καιρός. Γιατί κάτι τέτοιο μαρτυρεί μία βίαιη απόπειρα ωρίμασης, η οποία όμως αν δε γίνει στην ώρα που ταιριάζει στον καθένα, επιφέρει μεγάλες δυσκολίες.
         Βέβαια το σύστημα της εποχής μας, κυρίως το πολιτιστικό και το ιδεοληπτικό, επευλογεί την απεμπόληση της παιδικότητας. Ζητά  ελεύθερους ανθρώπους και επικροτεί την ισοπέδωση των αξιών η οποία συνοδεύει την αποκαθήλωση του πατρικού και γονεϊκού προτύπου. Δεν υπάρχουν αυθεντίες για το σύστημα της εποχής. Και κάθε φορά που οι νέοι αλλά και γενικότερα οι άνθρωποι χτυπούνε τους θεσμούς, θεωρούνται δυναμικοί και απελευθερωμένοι. Ιδίως όταν απορρίπτουν τη θρησκεία και τον Θεό, βρίσκουν ευήκοα ώτα στο σύστημα. Η ιδιότητα του Θεού ως Πατέρα ενοχλεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα. Διότι ο Θεός ως Πατέρας αγαπά. Και προτείνει, δια του Ευαγγελίου, ό,τι μπορεί να δώσει νόημα και προσανατολισμό στη ζωή των παιδιών Του, αλλά έτσι αυτά αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τον δρόμο αυτό και αυτό αντίκειται στο δικό τους θέλω.
          Όμως ο Θεός δεν παύει να είναι Πατέρας. Δεν είναι μόνο ότι μας  δημιούργησε. Είναι και ότι μας αναγέννησε στο πρόσωπο του Υιού Του. Και η εκ νέου γέννησή μας περιλαμβάνει το Βάπτισμα, τον Σταυρό και την Ανάσταση. Το Βάπτισμα δεν είναι μόνο το μυστήριο της κολυμβήθρας. Είναι το βάπτισμα της μετανοίας, δηλαδή του αναπροσανατολισμού της ζωής μας. Είναι το βάπτισμα  στο αίμα της θυσίας, που έχει να κάνει με τον αγώνα για παραίτηση από ό,τι δικαιούμαστε, από ό,τι μας ευχαριστεί αλλά διαλύει τη σχέση μας με τους άλλους, από ό,τι δεν μας επιτρέπει να ζούμε με ελεύθερη από πάθη καρδιά. Ο Σταυρός είναι θάνατος. Θάνατος του θελήματός μας. Θάνατος της επιθυμίας να ζούμε χωρίς Θεό. Θάνατος της αίσθησης ότι το να είσαι παιδί σημαίνει ανωριμότητα και καθήλωση και επιλογή της ζωής της υιότητας που πηγάζει από την αγάπη. Γιατί στη σχέση μας με τον Χριστό το να είσαι παιδί Του σημαίνει όχι να μην εργάζεσαι για τίποτε, αλλά να μη σε καταβάλλει το άγχος. Σημαίνει όχι το να μην έχεις άποψη, αλλά να θέλεις η άποψή σου να στηρίζεται στο Ευαγγέλιο Του  και να Τον εμπιστεύεσαι στη χαρά και τη λύπη. Έχοντας σχέση υιότητας με τον Χριστό αφήνουμε κάθε φόβο μας να πεθάνει. Ακόμη και τον φόβο του θανάτου.  Η Ανάσταση είναι η χαρά της υιοθεσίας. Η Ανάσταση είναι η βεβαιότητα της καινής κτίσης, η οποία μας συμπεριλαμβάνει. Είναι η δοξολογία και η ευχαριστία ακόμη και για τα δύσκολα. Είναι η αφιέρωση στο να μοιραστούμε με τους άλλους την εμπιστοσύνη στο θέλημά Του και την ίδια στιγμή η έξοδος από την αίσθηση ότι μόνο αν δικαιωθούμε έχει νόημα η ζωή μας. Ανάσταση είναι η εκ της καρδίας συγχώρεση. Όχι με την αυταρέσκεια της δικαίωσης, αλλά με την χάρη της αγάπης και της ταπείνωσης. Βάπτισμα, Σταυρός και Ανάσταση είναι η αληθινή ελευθερία!
       Στην Εκκλησία βρίσκουμε τη ζωή της υιότητας. Στην Εκκλησία ο Θεός είναι Πατέρας. Και οι νουθεσίες που ακούμε από αυτούς που θέλουν να είναι γνήσιοι πνευματικοί πατέρες, αποτελούν στοιχείο της υιϊκής ζωής. Γιατί αποσκοπούν στην ελευθερία μας. Ο πνευματικός πατέρας είναι αυθεντικός αναγεννητής εν Χριστώ του ανθρώπου, όταν μιλά και διδάσκει με τη δική του ζωή το Βάπτισμα, τον Σταυρό, την Ανάσταση. Την οδό της Εκκλησίας δηλαδή. Όταν δεν αποσκοπεί στη θεραπεία των δικών του αναγκών ούτε στην οπαδοποίηση, αλλά διδάσκει Χριστό. Και ακόμη κι αν δε βρίσκει ανταπόκριση ο δρόμος και ο τρόπος του, εκείνος δεν παύει να νουθετεί, να προσεύχεται, να προχωρεί κατά Θεόν. Και είναι μοναδική αυτή η σχέση, διότι ο πατέρας μία φορά γεννά τα παιδιά του. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου, που γράφει στους Κορινθίους: «ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας . εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4, 14-15). «Σας συμβουλεύω όπως ο πατέρας τα αγαπημένα του παιδιά. Γιατί κι αν ακόμη έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με τον Χριστό, δεν έχετε πολλούς πατέρες αλλά μόνο έναν. Στη σωτήριο οικονομία του Ιησού Χριστού, εγώ σαν πατέρας σας γέννησα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου».   
Και αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Όχι το να κάνεις το θέλημά σου, αλλά να αγαπάς και να προχωρείς πιο πέρα από αυτό. Να εμπιστεύεσαι τον Θεό, τη διδαχή και τη σχέση που οδηγεί στην αναγέννηση της καρδιάς, δηλαδή να βλέπεις τον Θεό ως Πατέρα σου και την ίδια στιγμή εκείνους που βοηθούν στην πορεία της υιότητας  ως συνεργούς στο έργο Του. Όχι ως αυθεντίες που θέλουν γκρέμισμα γιατί σου στερούν την ελευθερία. Αλλά ως ευλογημένες παρουσίες που δια της πατρικής φροντίδας αποσκοπούν στο να σε βοηθήσουν στην ελευθερία της αγιότητας. Κι εδώ υπάρχει η αγάπη. Η αυθεντική και διαρκής. Που οδηγεί σε μία ωρίμαση όχι βίαιη και συντριπτική της αληθινής ανάγκης για ελευθερία, αλλά ως συνοδοιπορία προς αυτήν.
Αυτός ο δρόμος δεν περιορίζεται μόνο στη θρησκευτική ζωή, αλλά έχει νόημα και στη σχέση των γονέων και των παιδιών, των θεσμών με τους πολίτες, των δασκάλων με τους μαθητές. Βάπτισμα, σταυρός και ανάσταση από την μία και πνεύμα υιότητας από την άλλη, αποτελούν τις προϋποθέσεις για γνήσια ελευθερία. Ας εξετάσουμε και ας σπουδάσουμε αυτήν την μοναδική οδό!

Κέρκυρα, 28 Αυγούστου 2016 

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2016

ΕΙ ΤΙΝΟΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΜΕΝΕΙ, Ο ΕΠΩΚΟΔΟΜΗΣΕ, ΜΙΣΘΟΝ ΛΗΨΕΤΑΙ




                Οι άνθρωποι επιθυμούμε τα έργα μας και οι κόποι μας να αναγνωρίζονται. Όσοι πιστεύουμε στον Θεό έχουμε την ελπίδα ότι ακόμη κι αν σ’  αυτή τη ζωή βρούμε αχαριστία ή αδιαφορία από τους συνανθρώπους μας, ο Θεός δε θα λησμονήσει τις προσπάθειές μας και θα μας δώσει την ανταπόδοση στην αιωνιότητα. Μπορεί ο λογισμός να μας κατατρώγει, αλλά καλλιεργούμαστε και στην υπομονή. Εκεί που δυσκολευόμαστε πάντως είναι όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν τα έργα μας. Και κάνουμε αγώνα ώστε να τους πείσουμε για την αξία τους, για τον κόπο που έχουμε καταβάλει, για τη σημασία του να υπάρχει δικαιοσύνη στη ζωή και ό,τι αξίζει να γίνεται αποδεκτό. Κάποτε ο εγωισμός μας θίγεται και παραπονιόμαστε για τη στάση των άλλων. Μεταφέρουμε και τα παράπονά μας στον Θεό, στην προσευχή μας. Αισθανόμαστε δηλαδή αδικημένοι και ζητούμε προστασία ή μισθό.
                Αν για τα υλικά μας έργα, αν για τον τρόπο που φερόμαστε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, για την προσφορά μας στους άλλους, για τις δημιουργίες μας, για τα επιτεύγματά μας ζητάμε την αναγνώριση, θα είχε ενδιαφέρον ο προβληματισμός μας σχετικά με τα πνευματικά έργα, αυτά δηλαδή που αναφέρονται στη σχέση μας με τον Θεό. Εκεί βλέπουμε ότι συνήθως υστερούμε. Ακόμη και αν λειτουργούμε φαρισαϊκά, αυτοδοξαστικά, κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε τον Θεό ή να εκπληρώσουμε ακόμη και τα ελάχιστα. Είναι τα πάθη μας τα οποία μας κατατρώγουν, με αποτέλεσμα να αντιδρούμε, ανάλογα ο καθένας με τον χαρακτήρα του, ποικιλοτρόπως.
                Υπάρχουν αυτοί που μένουν στην επιφάνεια της συνήθειας στη σχέση με τον Θεό. Τους είναι αρκετή η εξωτερική τήρηση των εντολών, κατά την παράδοση, όπως έμαθαν. Η σχέση με τον Θεό έχει να κάνει με τη συμμετοχή στις γιορτές, με την τήρηση εθίμων, με ψήγματα πνευματικής ζωής, όπως είναι η νηστεία, με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι». Επειδή αυτά σε γενικές γραμμές τηρούνται, ανεξαρτήτως πνευματικού βάθους, οι τηρητές μένουν ευχαριστημένοι. Μάλιστα, θεωρούν ότι απέναντι στον Θεό είναι «εντάξει». Κάποτε καθησυχάζουν και τη συνείδησή τους, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με τον Θεό και την εκκλησιαστική συνήθεια και παράδοση. Βέβαια, καταλαβαίνουν ότι δε φτάνουν αυτοί οι τρόποι για να νικήσουν τον θάνατο και έχουν ανησυχία κατά βάθος και φόβο. Ενώ προσδοκούν μισθό ανταπόδοσης από τον ουρανό, διότι τουλάχιστον δεν έβλαψαν και προσπάθησαν να είναι τυπικοί, αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στο δυσκολότερο γεγονός της ζωής που είναι το τέλος της και πάντοτε φοβούνται ότι τα έργα τους μπορεί και να μη φτάνουν για την αιωνιότητα, όμως δεν έχουν διάθεση να μπούνε σε μία πιο ουσιαστική πνευματική πορεία.
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν αποτινάξει τον ζυγό του Θεού.Είναι όσοι πιστεύουν στον εαυτό τους, στη δύναμη της κοσμικής ζωής, στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Αυτοί που θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να ζήσουν, επειδή το τέλος είναι αναπόφευκτο και γι’  αυτό μπροστά στον θάνατο είτε καταρρέουν είτε συμβιβάζονται καθώς έχουν αποφασίσει ότι τα πάντα οδηγούνται προς το μηδέν. Σημασία έχει να περνάμε καλά σ’  αυτήν εδώ τη ζωή, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να είμαστε χαρούμενοι, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, χωρίς να πιεζόμαστε θρησκευτικά. Στην καλύτερη περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί έχουν ένα διανοουμενίστικο προσανατολισμό. Αγαπούνε την τέχνη, τις ιδέες, τη γνώση και νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει το νόημα της ζωής επαρκώς. Η πνευματικότητα είναι θέμα εγκεφαλικό και ευαισθησίας έναντι του κόσμου. Είναι ακολούθηση αιτημάτων όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η γνώση, το στυλ.
Υπάρχουν, τέλος, και εκείνοι, οι οποίοι είναι συνήθως λιγότεροι και οι οποίοι προσπαθούν να δούνε τη σχέση με τον Θεό σε βάθος. Αυτό συνεπάγεται την αυτογνωσία και την αυτοκριτική από την μία και από την άλλη ένα αίσθημα μετανοίας συνεχούς, δηλαδή εκζητήσεως του ελέους του Θεού για όσα δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν ή δεν κατενόησαν. Την ίδια στιγμή την καρδιά τους συνέχει η αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Η προσευχή και η ευσπλαχνία. Η παράδοση στο έλεος του Θεού από την μία και ο αγώνας για έναν κόσμο με περισσότερη αγάπη από την άλλη. Η ταυτόχρονη στροφή εντός δίνει στους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να αφήσουν τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να μιλήσει στην καρδιά τους και να νοηματοδοτήσει όπως Εκείνος γνωρίζει τη ζωή τους.
Στην αγωνία λοιπόν για τη δικαίωση αναφορικά με τα έργα της ζωής μας η Εκκλησία απαντά δια του Αποστόλου Παύλου: «Ει τινός το έργον μένει, ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός  (Α’  Κορ. 3, 15) Αν το έργο που έχτισε κάποιος αντέξει, αυτός θα λάβει μισθό. Αν όμως το έργο του καταστραφεί από τη φωτιά, αυτός θα χάσει την αμοιβή του, ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει μέσα από τις φλόγες. Μισθό λοιπόν και ανταπόδοση θα λάβει όποιος δει το έργο του να μένει στις καρδιές των ανθρώπων. Όποιος  δηλαδή αγάπησε τον Θεό και τον πλησίον, έκανε την αυτοκριτική του και πέρασε εν μετανοία τη ζωή του, μην αφήνοντας τα πάθη να τον νικήσουν. Όποιος έζησε επιφανειακά, κατά τη συνήθεια ή έβαλε στοιχεία αυτοδικαίωσης στα έργα του, αυτά δε θα μείνουν. Ο ίδιος όμως μπορεί να σωθεί, διότι η αγάπη του Θεού είναι τέτοια που δίνει έλεος ακόμη και στον ελάχιστο. Όσοι μένουν όμως σε μία ζωή χωρίς Θεό, διατρέχουν τον κίνδυνο να απομείνουν εδώ, σ’  αυτή τη ζωή και να μην μπορέσουν να αναγνωρίσουν τον Θεό στην αιωνιότητα. Γι’  αυτό χρειάζεται ο τρόπος και ο δρόμος της Εκκλησίας, η οποία, δια της πίστεως, δίνει ελπίδα και ζωή.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...