Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Κωνσταντίνος Καλλιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Κωνσταντίνος Καλλιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2018

«Πληγώνοντας τον άλλο…»



Όσο περνούν τα χρόνια και σωρεύονται στην ψυχή αρχειοθετημένα γεγονότα και ενθυμήσεις παλιές, τότε αρχίζει ένα σχολαστικό ξεδιάλυμα όλων αυτών, ώστε να ξαναφανούν (για έσχατη ίσως φορά) τα περιττά κι άχρηστα, αλλά και τα πολύτιμα κι αγαπημένα. Κι εκεί, λοιπόν, στον όλο αυτό σωρό παρατηρείς και κάποιες στιγμές εχθρικής ή άπρεπης συμπεριφοράς, κατά τις οποίες άφησες το στίγμα σου στην ψυχή του άλλου πληγώνοντάς τον με λόγια και απανθρωπία κάποτε.
Ιδίως σε ηλικίες τρυφερές, τότε δηλαδή, που άνοιγαν οι ψυχές να δεχτούν η μια την άλλη με σκοπό τη συνεργασία, τη φιλία, τη συνδρομή.
Κι όμως κάποιες φορές , το νοιώθεις ακόμα, είτε από εγωισμό, είτε από κενοδοξία, είτε από ευθιξία, η συμπεριφορά σου δεν ήταν ευπρεπής και έντιμη.
Γιατί η επιθετική ταχτική, με το σκεπτικό ότι εσύ κατέχεις το δίκιο, τραυμάτισε κάποιες ψυχές. Και μάλιστα άφησε πάνω τους τα σημαδια μιάς αγριότητας, που ο θυμός επέτρεψε να εκδηλωθεί.
Για να περάσουν τα χρόνια και να μην μπορείς να κάμεις τίποτε πιά, ώστε ν’ ανατρέψεις τα πράγματα, αφού οι τύψεις υπάρχουν (κι ενοχλούν) όπως και οι πληγές…
Ναί, τα σκέφτεται κανείς ολ᾿ αυτά, όταν περάσουν τα χρόνια και βαρύνουν πάνω του για τα καλά.
Τότε, λοιπόν, συνειδητοποιεί τα λάθη και τις αστοχίες του, όπως οι τόσες και τόσες φορές που, ηθελημένα ή όχι, πλήγωσε κάποιους, που σήμερα είναι αδύνατο να τους ξαναδεί, νάτούς ξανανταμώσει.
Γι᾿ αυτό και σε στιγμές ησυχίας υψώνει τα χέρια του στον ουρανο ικετεύοντας να τόνελεήσει η Χάρη Του, να του δώσει την ευκαιρία «του οράν» τα πταίσματα, όχι με το φακό της αυτοδικαίωσης ή της όποιας ανοχής, αλλά πρωτίστως με την φωτισμένη διαδαχή του ιερού ψαλμωδού:
«Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου έστι διαπαντός… Ελεησόν με ο Θεός, ελεήσόν με» (πρβλ. Ψαλ. 50).
π. Κ.Ν. Καλλιανός
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2016

Κυριακὴ τῶν Προπατόρων ἤ, Τοῦ Οἰκοδεσπότη ἡ προσβολή ( Λκ.14, 15-24 ) τοῦ π. Κων. Ν. Καλλιανοῦ





             Κυριακὴ τῶν Προπατόρων

          ἤ, Τοῦ Οἰκοδεσπότη ἡ προσβολή
( Λκ.14, 15-24 )

τοῦ π. Κων. Ν. Καλλιανοῦ

.         

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη των προπατορων κηρυγμα

         

.             Κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν Κυριακή, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ὀνομαζει ἡ Ἐκκλησία, ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ Θεία Λειτουργία μᾶς θυμίζει, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, τὴν προσβολὴ ποὺ κάνουμε στὸν ἴδιο τὸν φιλότιμο οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο ὡς ἐπίσημους συνδαιτημόνες. Γιατὶ τὸ νὰ σέ καλέσουν σὲ ἐπίσημο τραπέζι δὲν εἶναι καὶ μικρὴ ὑπόθεση. Προαπαιτεῖ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει ὁ οἰκοδεσπότης στὸ πρόσωπό σου μαζὶ καὶ τὴν τιμή: λιθάρια ἀκρογωνιαῖα ὁπωσδήποτε, μὲ τὰ ὁποῖα κτίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς σχέσης, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης. Κι αὐτό, ἐπειδὴ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ τραπέζι εἶναι ἀναμφίβολα ὁ χῶρος ποὺ συνάζει τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς συμφιλιώνει. Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ παρευρεθεῖς κάπου, ἄν προηγουμένως δὲν εἶσαι πλήρως συντονισμένος μὲ τὸν ψυχισμὸ τῶν συνδαιτημόνων σου, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι αὐτὸ καθίσταται ἐνοχλητικὴ καὶ συναμα βαρετή.

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη των προπατορων κηρυγμα
.            Μέσα στὸ ἱερό, λοιπόν, κλίμα τοῦ φωτεινοῦ Σαρανταημέρου καὶ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγαλη τῶν Χριστουγέννων Πανήγυρι, ξαναδιαβαζουμε αὐτὴ τὴν κορυφαία Κυριακὴ παραβολή, προσέχοντας ἕνα-ἕνα τὰ νοήματα ποὺ στέκονται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις, πίσω ἀπὸ τὶς φράσεις καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κορμὸ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὰ ὁποῖα καὶ ἐπισκεπτόμαστε, πασχίζοντας νὰ ἐρευνήσουμε ὁλόκληρο τὸ πεδίο μέσα στὸ ὁποῖο ἐκτείνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ βροῦμε τὸν «πολύτιμο μαργαρίτη»( πρβλ. Μτθ 13, 45-46) ποὺ περιέχει, ὥστε νὰ ὠφεληθοῦμε καὶ συνάμα νὰ κατανοήσουμε ποιὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά μας στὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Γιατὶ ἀποκρυπτογραφώντας τὴ συμπεριφορὰ τῶν ὁμάδων τῶν ὅσων κάλεσε ὁ οἰκοδεσπότης, ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐμεῖς τουλάχιστον δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐπαναλάβουμε. Ὄχι ἀπὸ ἀγένεια ἤ τὸ λεγόμενο «τάκτ», ἀλλὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ βαθειὰ συναίσθηση τῆς τιμῆς ποὺ μᾶς γίνεται. Γιατὶ ἄν στὸν κόσμο τὸ θεωροῦμε πάρα πολὺ μεγαλη τιμὴ νὰ μᾶς καλέσουν σ᾿ ἕνα τραπέζι, πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ κυκλώσουμε τὸ Τραπέζι Του καὶ νὰ καταστοῦμε, τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ἱερές, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, φιλότιμοι καὶ ἔντιμοι συνδαιτημόνες ;
.             Ἀλήθεια, οἱ δικαιολογίες γιὰ τὴν ὅποια ἀπουσία μας τί χρειάζονται; Καὶ γιατὶ προβάλλονται, ὅταν πρῶτοι ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά μας καὶ ἕωλα εἶναι, ἀλλὰ καὶ φαιδρά;

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Δρομολογίου συνέχεια


Φέγγει ἡ νέα ἐπέτειος, ἡ τριακοστὴ ἕκτη τῆς ἱερατικῆς διακονίας καὶ φωτίζει τὸ νέο δρομολόγιο ποὺ ἀρχίζει. Γιατὶ τὰ τριάντα ἕξι χρόνια, τὸ διάστημα τὸ χρονικὸ  δηλαδή ποὺ ἄρχισε  ἐκείνη τὴ Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ συνεχίζεται ἴσαμε σήμερα, εἶναι γιὰ τὸν ὑποφαινόμενο ἕνα θαῦμα. Ναί, θαῦμα, ἀφοῦ κατόρθωσε καὶ πέρασε τὸ φράγμα τῶν τόσων χρόνων, μηνῶν καὶ  ἡμερῶν. Ποὺ ἄν τὰ κοιτάξεις σὲ βάθος παρατηρεῖς ὅτι εἶναι μιὰ ἀλυσσίδα γεγονότων ποὺ συρράπτονται μεταξύ τους μὲ τὴν ἀνοχή Του. Γεγονότων ποὺ συμπληρώνουν στιγμὴ τὴ στιγμή, ὥρα τὴν ὥρα, μέρα τὴ μέρα τὸ  προσωπικὸ «μωσαϊκὸ» τοῦ ἱερατικοῦ του βίου. Καὶ εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, πώς αὐτὸ τὸ μωσαϊκὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψηφίδες διάφορες καὶ ἄνισες μεταξύ τους. Ψηφίδες βιοτῆς, πασπαλισμένες μὲ δάκρυα καὶ ἀγωνία. Κάπου-κάπου μπορεῖ νὰ διακρίνονται καὶ οἱ ζωηρες ἀκτῖνες ἀπὸ μέρες φωτεινές, μέρες καὶ ὧρες ποὺ τὶς ἄγγιξε ὁ ἐνθουσιασμός κι ἡ εὐχαρίστηση. Μόνο ποὺ αὐτὲς εἶναι τόσο ἐλάχιστες, ὥστε νὰ ἀδυνατεῖς κάποτε νὰ τὶς γυρεύεις.


Ὡστόσο καταλαβαίνεις πολὺ καλά, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅτι οἱ δυσκολίες, οἱ ἀγωνίες, οἱ γκρίζες μέρες εἶναι κάποτε περισσότερο ἀπαραίτητες ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς χαρμοσύνης, γιατὶ γίνονται σπουδαῖα μαθήματα,  κατὰ τὸ ἀρχαῖο ρητό «Παιδείας αἱ μὲν ρίζαι πικραὶ οἱ δὲ καρποὶ γλυκεῖς». Κι εὐτυχῶς δηλαδή, ἐπειδὴ ὅλα τὰ παραπάνω σφυρηλατοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γαλβανίζουν, ὤστε ν᾿ ἀντέχει στὶς ἐπερχόμενες καταιγίδες. Κι ἔνας ποιμένας, σὲ ὅποια κοινότητα κι ἄν διακονεῖ, μικρή-μεγάλη, σὲ χωριὸ ἤ σὲ πόλη, στὴν Ἑλλάδα ἤ στὴν ξένη, πάντα ταξιδεύει, καθὼς ξετυλίγει τὴ διακονία του, σὲ «κυμαινομένη θάλασσα», μὲ καταιγίδες σφοδρὲς ἤ ὄχι. Κι ἄν, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο «ὁ καλὸς ὁ καπετάνιος στὴ φουρτούνα φαίνεται», κι ὁ ἐνδεδυμένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, στὶς ταραγμένες θάλασσες ποὺ καθημερινὰ ταξιδεύει, φαίνεται πόσο ὑπέυθυνος εἶναι καὶ προσεκτικός, ἔχοντας πρωτίστως ἐμπιστοσύνη, ὄχι στὶς δυνάμεις του, ἀλλὰ στὴν ἄνωθεν συνδρομή. «Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου». Μὲ αὐτὸ πορεύεται, μὲ αὐτὸ διακονεῖ μὲ αὐτὸ ἀναζητᾶ εὐκαιρίες γιὰ νὰ ξεπερνᾶ τὶς ὅποιες συμπληγάδες.

Τριανταέξη χρόνια. Τὸ δρομολόγιο ἀκόμα συνεχίζεται... Καὶ μαζύ του αὐξάνεται ἠ εὐγνωμοσύνη. Πρωτίστως σὲ Κεῖνον καὶ μετὰ στοὺς συνεργάτες καὶ δικούς του ἀνθρώπους. Γιατὶ ὅλοι τους τὸν στηρίζουν. Καὶ τὴν ἔχει τόση ἀνάγκη αὐτὴ τὴ στήριξη / βακτηρία...

΄π. Κ.Ν.Καλλιανός

Πέμπτη, Μαρτίου 05, 2015

«Καί δός ἡμῖν Δέσποτα πρός ὕπνον ἀπιοῦσιν…»


Τό σύνορο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου τό προγεύεσαι καθημερινά τήν ὥρα ἐκείνη, ὅπου μετά τή βραδυνή σου ἐπιστροφή ἀναζητᾶς τήν εὐλογημένη ἡσυχία, ἀλλά περισσότερο τό σφάλισμα τῶν κουρασμένων ὀφθαλμῶν σου: κουρασμένων ἀπό ἔνα πλῆθος εἰκόνων πού ἀποθηκεύουν μέ τήν, ἐν εὐθέτω καιρῶ, προοπτική τῆς ἐπεξεργασίας. (Μέ τά χρόνια ἀρχίζεις νά κατανοεῖς πώς οἱ εἰκόνες πού ξαποσταίνουν τήν ψυχή σου ὅλο καί λιγοστεύουν, καθώς τό Ὡραῖο καί Κόσμιο ὅλο καί χάνονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς.)

Οἱ στιγμές λοιπόν ἐκεῖνες μεταξύ τοῦ ξύπνιου καί τοῦὕπνου ἔχουν μιά ἰδιαίτερη καί πολύ σημαντική δύναμη:δύναμη λυτρωτική πού ἀσφαλῶς σέ φέρνει μέχρι τό βάθοςτῆς ψυχῆς σου, καθώς μέ τρόπο ἁπλό, ἀλλά ἀμέτρηταἐπώδυνο ἐξετάζεις τή συνειδησή σου. Εἶναι ἔνα ἔσχατο κοίταγμα στόν καθρέφτη της, ὅπου φαίνεται ὄχι τό εἴδωλό σου, ἀλλά ἡ πολιτεία σου. Μιά πολιτεία, πού μονάχα ἐσύ κι ὀ Θεός γνωρίζετε.

Γι᾿ αὐτό καί τήν ὤρα ἐκείνη, πού στά μάτια κατεβαίνει ὁ νυσταγμός πασχίζεις νά κάμεις κάποια δειλά βήματα μετανοίας. Νά ξαναδέσεις τό νῆμα τῆς συνάντησής σου μέ Ἐκεῖνον, γιατί τό θεωρεῖς ἀπαραίτητο, καθώς ὁ λόγος τοῦ Νηπτικοῦ Πατρός, πού συμβουλεύει ὄτι ἡ κλίνη μπορεῖ νά εἶναι ὁ τάφος μας, ἀφοῦ ὀ ὕπνος εἶναι «εἰκών θανατου» (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), ἀνακαλεῖται στό νοῦ.

Συναντᾶς ξανά λοιπόν πρόσωπα πού ἀντάμωσες ὅλη τήν ἡμέρα, ἤ σέ κάποιους ἄλλους καιρούς καί διαπιστώνεις μέσα στήν ψυχή σου ἕνα νυγμό, καθώς προβάλλεται στήν ὀθόνη τοῦ νοῦ ἡ συμπεριφορά σου, ὁ ἀργός σου λόγος, ἡ βιαστική – ἀπορριπτική φυγή σου καί κάποια ἄλλα ἀτοπήματά σου. Πασχίζεις νά ταχτοποιήσεις τά ὅσα ἄτακτα συσσώρευσες μέσα σου καί παρατηρᾶς, πώς δέν ἔχεις τή δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, γιατί μιά ἐσωτερική σύγχυση ἐπικρατεῖ ἀκόμα μέσα σου, λές καί ταράχτηκε ἡ ἥρεμη ἡ δεξαμενή καί θόλωσε τό νερό.

 Ἔτσι, παρακαλεῖς Ἐκεῖνον, πού εἶναι «ἡ ὄντως Εἰρήνη», ὅπως σοῦ χαρίσει ἀνάπαυση, γιατί μόνον ἔτσι θά ἔχεις ὕπνο «πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον». Γιατί ὁ ὔπνος ἄν καί εἶναι τό μυστηριῶδες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στοιχεῖο, ἐν τούτοις ἀναπαύει καί ἀναζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ κάθε πρωΐ καινούριο, ἀνανεωμένο, δημιουργικό καί ἐλπιδοφόρο, καθώς διαπιστώνει πώς τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καιρό μετανοίας. Μιάν ἄλλη δηλαδή εὐκαιρία, ὥστε νά ζωντανέψει μέσα του ἡ λαχτάρα γιά ἐπιστροφή καί ἀληθινή μετάνοια. Ἄλλωστε, τό αἴτημα ὅπως, «Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι…» ἔχει ἀναμφίβολα τή σημασία του καί ὁπωσδήποτε τόν συμβουλευτικό – σωτηριολογικό χαρακτῆρα του.

Λίγο πρίν τά βλέφαρα σφαλίσουν, πρίν ἀρχίσει τόσῶμα νά δέχεται τήν παραμυθία τοῦ ὕπνου, διαπιστώνειςγι᾿ ἄλλη μιά φορά τήν ἀνάγκή νά παραδοθεῖς στά χέριατοῦ Θεοῦ, γιατί τό θεωρεῖς καί ἀπαραίτητο, ἀλλά καίφυσικό. Συντονίζεις λοιπόν τό εἶναι σου μέ τήν παρακάτω εὐχή κι ἀρχίζεις νά περνᾶς τό μεσότοιχο, ἀπό τό νυσταγμό στόν ὕπνο, πού ἀναμφίβολα εἶνα «ἀργία τῶν αἰσθήσεων» (Ἁγ. Ἰωάννης Σιναΐτης).

«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Τριάς Ἁγία δόξα σοι». Ἀμήν.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

πηγή
Το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2014

Τοῦ Δωδεκαημέρου...

Χρέος Ἱερό
Στὸν Γιατρὸ Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἑόρτιος χαιρετισμός
«Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβησε ὁ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ τ᾿ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νοῦ του ἕνα πρὸς ἕνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γυρίζει βουὴ καὶ σάλαγο. Κάποια μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρατής Μυριβήλης, Τὰ Παγανά)
Ἀνοίγει καὶ πάλι τὶς πάντιμες θύρες του τὸ Ἅγιο καὶ στοργικὸ Δωδεκαήμερο, μὲ τὶς γιορτάδες του, ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς ν᾿ ἀραδιάζονται ἡ μιὰ πίσω ἀπό τὴν ἄλλη καὶ νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ  εὐφροσύνη τρυφερότητα, ἀλλὰ καὶ νοσταλγία. Νοσταλγία, πασπαλισμένη μὲ μνῆμες πολλές. Γιατὶ αὐτὲς οἱ μέρες ἄλλο τίποτε δὲν κουβαλοῦν, παρὰ μονάχα θύμησες παλιές. Θύμησες ποὺ τὶς στοιχιώνουν Πρόσωπα ἱερά, ὅμως ὅλα τους φευγᾶτα. Πρόσωπα ποὺ ἀναπαύονται σιμὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπα ποὺ δὲ ζήλεψαν ποτέ τους τίποτε, μονάχα τὴν ἔγνοια τῆς ἐντιμότητας καὶ τῆς νοικοκυρωσύνης εἶχαν.
Αὐτὰ τὰ πρόσωπα συλλογίζομαι κι ἐγώ, μέρες ποὺ εἶναι καὶ τὶς σημαδεύει ἡ ζωηρὴ ἡ Μνήμη, καθὼς σὲ πρῶτο πλᾶνο βρίσκεται ἡ παιδικὴ ἡλικία, τότε δηλαδὴ ποὺ τὸ παιδὶ ἀρέσκεται στὸ ν᾿ ἀφουγκράζεται, νὰ μαθαίνει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκστασιάζεται, καθὼς μέσα στὴ σκιὰ τῶν θρύλλων ποὺ τοῦ διηγοῦνται,  πασχίζει νὰ διακρίνει τὸ κάθε γεγονός. Γιατὶ ἦταν ὅμορφα ἐκεῖνα ποὺ ἀκούγαμε ἀπό τοὺς παλιότερους, ὅμορφα ὅπως τὰ παραμύθια, ἐπειδή, ὅπως τὸ λέει κι ἡ λέξη: τὸ παραμύθι εἶναι παραίνεση, ἀλλὰ καὶ παρηγοριά. Καὶ τὰ κρύα, στοτεινὰ βράδυα, τὰ χειμωνιάτικα τὰ βράδυα, μόναχα ἔτσι μποροῦσαν νὰ διαβοῦν γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ κουκούβιζαν σιμὰ τὴν παραστιά κοιτώντας τὶς φλόγες νὰ κλαδώνουν πάνω στὰ λέπια τοῦ πεύκου ἤ τὴ γκριζόμαυρη ὄψη τοῦ σχοίνου καὶ τῆς κουμαριᾶς. Κι ὕστερα παρατηροῦσαν τὶς περίεργες λέξεις ποῦ βγάζανε αὐτὰ τὰ ξύλα καθὼς καίγονταν ἀφήνοντας παράξενους ἤχους ἤ κάποιο τσιριγμό. «Ἀρή, ποιός λέει»; Πρόφτανε νὰ πεῖ ἡ Μάνα, καθὼς ἄκουγε αὐτὴ τὴ μυστικὴ συνομιλία τῆςφωτιᾶς καὶ τοῦ ξύλου... Κι ἐμεῖς τ᾿ ἀκούγαμε αὐτὰ καὶ προσπαθούσαμε νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε... Πάντως ἐκείνη ἡ γλώσσα τῶν ξύλων καὶ τῆς φωτιᾶς ἦταν καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα μιὰ γλώσσα μυστηριακή, ποὺ ἄνοιγε νέους δρόμους στὴν παιδική μας ψυχὴ. Δρόμους ποὺ κάποτε ἔπρεπε νὰ περπατήσουμε γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ τελικὰ ὁδηγοῦν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, πολλὲς φορὲς πάσχισα νὰ ἑρμηνεύσω μὲ τὴ λογική, τὴν ἐπιστημονικὴ βακτηρία καὶ τὴ σιωπὴ πολλὰ δρομολόγια ποὺ ἑτοιμαζόμουν νὰ κάμω, καθὼς ἑτοιμαζόμουν νὰ ἐξηγήσω ἐκείνα ποὺ ἔζησα. Ὅμως ξαναγύριζα ἐκεῖ, στὴν πρώτη δηλαδή, ἐμπειρία ποὺ εἶχα ἀρχίσει προβάλλοντας τὴ δικαιολογία: «Μιὰν ἄλλη φορά...». Ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἦρθε, ἀλλὰ μήτε ποῦ θἄρθει, γιατί, καθὼς γέρασα πιὰ ἔνα καταλάβα. Πῶς ἄν ἐπιχειρήσω νὰ ψάξω, νὰ μελετήσω προσεχτικά, ν᾿ ἀμφισβητήσω στὴ συνέχεια ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄκουγα, τότε ἔπερεπε νὰ καταργήσω καὶ τὴν εὐλογημένη καί φροντισμένη μὲ τόση ἐπιμέλεια, θαλπωρή καὶ ἀγάπη -ἄδολη ἀγάπη-αὐλὴ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου κανένας ἐπιστρέφει καὶ ξαποσταίνει ὅποτε τὸ ἔχει ἀνάγκη.
Καιρὸς ὅμως νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, ποὺ εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μοῦ καλλιέργησαν, μὲ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ὀλιγογραμματοσύνη τους, τὴν ψυχή. Μάλιστα τόσο νοικοκυρεμένα ποὺ χαίρομαι νὰ ἐπιστρέφω καὶ νὰ τοὺς ἀναπολῶ. Μὲ πρώτη τὴ μανού Σοφία ἀπ᾿ ὅπου ἄκουσα τὰ πιὸ κορυφαῖα καὶ χρησιμότατα λόγια καὶ συμβουλές, διανθισμένα πάντα μὲ μικρὲς διηγήσεις ἀπὸ τὴ ζωή της. Γιατὶ ἄν καὶ γεννημένη τὸν πρῶτο χρόνο τοῦ 20ου αἰ. κουβαλοῦσεμαζί της ἕνα κόσμο φερμένο ἀπὸ τὰ θαμπὰ τὰ χρόνια τοῦ 19ου αἰ. ἤ καὶ παλιότερου.
Ἀπὸ κεῖ λοιπόν ἔμαθα γιὰ τὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν ὁποία, μικροὶ καὶ μεγάλοι τηροῦσαν τὶς Σαρακοστές, ἀλλὰ καὶ γεύονταν μὲ πραγματικὴ χαρὰ τὶς γιορτάδες. Ὅπως γιὰ τὸν πατέρα της, τὸν ἀρχιμάστορα τοῦ χωριοῦ, τὸν μαστρο-Γιώργη Τσουκαλᾶ, πὼς διάβαινε τὶς μέρες τῆς νηστείας μὲ λιτὸ γεῦμα ἀπὸ ἐλιὲς, ψωμὶ καὶ φρέσκη ρήγανη, γιὰ εὐωδιά, μαζὶ μὲ ἕνα «κολοκύθι» -ἴσα μὲ μισὸ κιλό- καλὸ ντόπιο κρασί, μαῦρο. 
 
Οἱ καλλικάτζαροι (ἡ ζωγραφιὰ ἀπὸ τοῦ Ἀναγνωστικὸ Δ΄ τάξεως τοῦ Δημοτικοῦ, 1959)
Ἀπὸ κείνη ἔμαθα καὶ γιὰ τοὺς καλλικάτζαρους, γιατὶ τὶς νύχτες τοῦ Δωδεκαήμερου ποτὲ δὲν ἔβγαινε ἔξω, γιατὶ τοὺς φοβόταν ἐπειδὴ ἦταν καλλικατζαρογεννημένη. Γεννημένη δηλαδὴ μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ αὐτὰ τὰ ξωτικὰ σεργιανᾶνε καὶ τὰ κάνουν ὅλα ἄνω κάτω. Κι αὐτὸ μοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσε κι ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἡ Προγινιστίνα, ποὺ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τοῦ μεγάλου καλλικάτζαρου ποὺ εἶδε μπροστά της, ὅταν ἦταν κοπέλα, μιὰ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου καὶ φρίχτηκε, κόπηκε ἡ μιλιά της κι ὕστερα τὴν πῆγε η μάνα της σὲ μιὰ ἀρχαία γιάτρισσα στὸ Κάτω Χωριό ποὺ ἤξερε ἀπὸ τέτοιες λαχτάρες, πότισε τὸ κορίτσι «φριξόνερο» καὶ ἔγιανε.
Κι ὔστερα ἦταν οἱ ἄλλες ἱστορίες ποὺ λέγανε οἱ παλιοί. Γιὰ τὸ Βαρσαμᾶ ποὺ πήγαινε νύχτα στὴν Πλατάνα καὶ κειδὰ, στὸ Πουρί , μόλις κατεβεῖς τὸ καλτερίμι κι εἶσαι ἕτοιμος νὰ διαβεῖς τὸ λαιμὸ μέχρι ν᾿ ἀνεβεῖς τὸ ἄλλο καλτερίμι ποὺ σὲ πάει στὸ Μαχαλᾶ, ἐκεῖ λοιπόν, ποὺ ἤτανε ξέφωτο καὶ κάνανε κονάκι οἱ καλλικάτζαροι, πείσανε τὸ Βαρσαμᾶ καὶ τοῦ σβύσαμε τὸ φανάρι. Ἄντε τώρα... Σκοτάδι, ἄσβος... Ποῦ νὰ πᾶς μπροστὰ ἤ πίσω κι ὕστερα νἄναι καὶ χιονιᾶς ὁ καιρός, ν᾿ ἀργεῖ τὸ ξημέρωμα, νὰ χορεύουν οἱ καλλικάτζαροι...
Ἱστορίες, ποὺ σήμερα ἔπαψαν νὰ λέγονται, ὅπως ἔπαψαν τὰ παιδιὰ νὰ γεύονται τὰ μοῦρτα μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ εἶναι τόσο γλυκά, γιατὶ τἄχουν «κατουρήσει» οἱ καλλικάτζαροι, ἐνῶ λίγο πιὸ πρὶν εἶναι τόσο στιφά.
Αὐτὰ ἄκουγα τότε. Κι  ὄχι μονάχα ἐγὼ ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Κι ὕστερα τὰ λέγαμε μεταξύ μας, ὅταν μαζευόμασταν τὰ ἀπογεύματα κειδὰ στὰ «Κάγγελα» ἤ στὶς «Κουκοῦλες», ἀπὸ πάνω στὸ οἰκόπεδο, ποὺ ἦταν δίπλα στῆς θειᾶς Πανταζίνας τὸ σπίτι. Καὶ λέγαμε γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «Ἀραπουσπλιά», ποὺ ἦταν παρακάτω ἀπὸ τὸν «Ἐλιώνα», γιὰ τὰ φαντάσματα ποὺ βγαίνανε τὴ νύχτα, γιὰ τὶς Νεράϊδες κ.ἄ. πολλά.
Ὅμως μέσα στὸ ὅλο κλίμα καὶ σκηνικὸ  τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ μείνουν ἀνόθευτες στὴν ψυχὴ κι οἱ συναντήσεις. Συναντήσεις μὲ κάποιους συγχωριανούς, ποὺ ἔχουν ταξιδέψει πιὰ γιὰ τὸν ἀληθινὸ τὸν κόσμο, ὅπως τὸν λέγανε. Γιατὶ αὐτὲς οἱ συναντήσεις σφράγισαν πολὺ καλὰ τὴ σκέψη καὶ προσδιόρισαν τὴ συμπεριφορά μας, καθὼς δίδασκαν. Δίδασκαν, ὄχι γιατὶ τό ἀπαιτοῦσαν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ γιατὶ ἐμεῖς ψάχναμε τότε πρότυπα. Κι ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ποὺ ταμιεύσαμε ἦταν κι αὐτά. Ὅπως τοῦ μπάρμπα Βαγγέλη τοῦ Καραστάθη ποὺ κάποιες παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅταν πηγαίναμε «νὰ τὰ ποῦμε», νὰ καλαντίσουμε ὅπως λένε σήμερα, ἦταν σιωπηλός, σκεφτικός καὶ γαλήνιος σὲ μισοσκότεινη κάμαρη, σιμὰ στὴ φωτιά τῆς παραστιᾶς ποὺ φώτιζε μάλιστα τὸ γύρω χῶρο, γιατὶ ἦταν ἀπόβραδο ἀκόμα καὶ δὲν εἶχαν ἀνάψει τὴ λάμπα. Αὐτὴ τὴ σιωπηλὴ μορφὴ θυμᾶμαι... Νὰ κοιτάζει τὴ φωτιὰ καὶ νὰ θυμᾶται, ἴσως, παλιὰ Χριστούγεννα, τὴ ζωή του ὁλάκερη... Νὰ θυμᾶται καὶ νὰ μᾶς κοιτάζει μὲ εὐγένεια καὶ σιωπή... Καὶ νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη στὴν ἡσυχία κι ἀσφαλῶς στὴν ἴδια τὴν ἑστία. Πρόσφορα πολύτιμα τῆς οἰκίας καὶ τοῦ κόσμου της.
Μετὰ ἦταν τὸ ἄλλο μάθημα. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ ἕνα ἀγαθὸ καὶ καλοσυνᾶτο ἄνθρωπο, τὸν μπάρμπα-Κωνσταντῆ τὸν Τρακόσα ποὺ καθόταν τότε σιμὰ στὴν ἐκκλησιά κι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ μᾶς δεχόταν στὸ σπίτι του νὰ τοῦ ποῦμε τὴν «Καληνησπέρα» (Κάλαντα τῶν Χριστουγέννων) καὶ τὴν Ἀρχιμηνιά (Κάλαντα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου).
Χρόνια πηγαίναμε... Καὶ κάθε φορὰ μᾶς ἔλεγε νὰ προοδέψουμε, νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά, νὰ κοιτᾶμε νὰ γίνουμε χρήσιμοι ἄνθρωποι. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ κι ὅλο μᾶς ἔταζε νὰ μᾶς φτιάξει ἔνα ὡραίο ξύλινο καΐκι, ἁρματωμένο καὶ ὅμορφο. Τὸ καΐκι δὲν ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς. Ἴσως σκαρώθηκε γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὴ θειὰ τὴ Μαγδαλινίτσα, τὴ γυναίκα του, ὥστε νὰ ταξιδέψουν μ᾿ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ μᾶς ἀπόμεινε ἡ καλοσύνη, ἡ συμβουλευτική του καὶ ἡ πάντα ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ποῦ μᾶς δεχόταν μὲ χαρὰ τὶς χρονιάρες ἐκεῖνες μέρες. 
Κι ὕστερα ἦταν ὁ μπάρμπα-Χρυσόστομος κι ἡ θειὰ Εὐανθία κοντὰ στὴν ἐκκλησιά μὲ τὴν εὑρύχωρη αὐλή, τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ἀψεγάδιαστο χαμόγελο τῆς νοικοκυρᾶς. Στολισμένο τὸ σπίτι, μὲ φωτιὰ νὰ καίει κι ἐκεῖ καὶ τὶς κάρτες τὶς γιορταστικὲς στὸ τραπέζι μὲ τὰ πορτοκάλια στὴ φρουτιέρα. Κι ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ νὰ χωνεύει μέσα σὲ καπνισμένα σύννεφα τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησιᾶς μὲ φόντο τὸ πάνω χωριό.
Λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν  τὰ σπίτια τοῦ μπάρμπα Παναὴ τοῦ Τσακμάκη, ὅπου ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία μᾶς περίμενε πάντα μὲ χαρὰ καὶ χίλιες εὐχές.
Αὐτὸ ποὺ ἀπομένει ἀπὸ κείνη τὴ γειτονιὰ στὸ νοῦ ἦταν ἡ νοικοκυροσύνη καὶ ἡ καθαριότητα. Τὰ σπίτια ἦταν πολὺ μικρά. Μιὰ κάμαρη κάτω, μιὰ πάνω. Κι ὅμως σοῦ χάριζαν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν εὐρύχωρα καὶ ἀναπαυτικά. Ἡ παραστιὰ ποὺ ἔκαιγε μὲ λαπρὴ φωτιά, ἡ χαμηλωμένη λάμπα, τὰ λιτὰ στρωσίδια, ἡ εὐωδιὰ τοῦ ξύλου καὶ τῆς ναφθαλίνης, τὸ χαμόγελο κι οἱ εὐχὲς τῆς θειᾶς Οὐρανίας μένουν ἀναλλοίωτα στὴν ψυχή, κοσμήματα λὲς πολύτιμα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς. Κι εὐτυχῶς δηλαδή...
Ὅμως καὶ στὸ Ἀπάνω τὸ Χωριὸ εἴχαμε ἀνάλογες συμπεριφορὲς καλωσύνης καὶ διδαχῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἁγνῆς ἀνθρωπιᾶς.
Ὅπως ἦταν ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνὼ ποὺ ὅταν πηγαίναμε νὰ τὰ ποῦμε θὰ μας φίλευε ἀπὸ κεῖνα τὰ μεγάλα, τὰ ζουμερὰ τὰ πορτοκάλια, ποὺ δὲν τὰ ξέραμε τότε στὸ χωριό, τὰ γνωστὰ ὡς «μέρλιν». Καὶ μᾶς τὰ ἔδινε μὲ ὅλη της τὴν καρδιά, ὅπως τὸ καλοκαίρι μᾶς φίλευε τρυφερὰ ἀγγουράκια στὸ μποστάνι της, στοῦ «Κώστα».
Ὁ κατάλογος δὲν ἔχει τελειωμό. Γιατὶ ξέρω ὅτι ἔχω λησμονήσει πολλούς, μὲ πρῶτο τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη μὲ τὸ κατανυκτικό του ψάλσιμο, ποὺ συγκινοῦσε καὶ μεταρσίωνε. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν (κι εὐτυχῶς δηλαδή) τὰ σύγχρονα μηναχήματα τοῦ ἤχου ποὺ μεταποιοῦν τὴ φωνὴ σὲ «κονσερβοποιημένο» προϊόν, ἀλλὰ μιὰ φυσικότητα καὶ χάρη ποὺ δίδασκαν αὐθόρμητα τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀρχοντιά. Στοιχεῖα ξένα σήμερα στὴν ἐποχὴ τοῦ «κίτς» καὶ τῆς αὐτοδιαφήμισης. Γιατὶ τότε, ποὺ σὲ κανένα σπίτι δὲν ἔβλεπες στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο καὶ φωτάκια, μαθαίναμε νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ὅλα ἐτοῦτα τὰ ψήγματα χρυσοῦ, ποὺ ἀφειδώλευτα μᾶς χάριζαν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοί, συνετοὶ νοικοκυραῖοι, ποὺ τὰ σπίτια τους δὲν εὐωδιάζαν βαρύτιμα ἀρώματα καὶ ἀποσμητικὰ χώρου, ἀλλὰ καμμένο ξύλο, μῆλο, κυδώνι καὶ ξεφλουδισμένο πορτοκάλι.  Ἄντε καὶ λίγη ναφθαλίνη.
Αὐτὰ κουβαλῶ στὴν ψυχή μου καὶ τὰ χαίρομαι, καθὼς τὶς χρονιάρες τοῦτες μέρες τὰ ξαναφέρνω μπροστά μου. Σὰν τὶς φωτογραφίες ποὺ τὶς κοιτᾶς καὶ δὲν τὶς χορταίνεις. Ἐκεῖνες ὅμως ἀπομένουν ἀκίνητες, κρυσταλλωμένες, σιωπηλές. Ὡστόσο στὸ βάθος τοῦ χρόνου ποὺ ἔχουν ἀποταμιεύσει ὑπάρχει ἠ ἄλλη γλώσσα, ἐκείνη τῆς στοργῆς, τῆς συγκίνησης, τῆς ἀναπόλησης, τῆς νοσταλγίας. Αὐτὴ τὴ γλώσσα αὐτὲς τὶς μέρες ἀφουγκράζεσαι καὶ εὐγνωμονεῖς τὸν καθένα ἀπὸ τοὺςπαραπάνω κὰι ὄχι μόνο. Μέχρι νὰ κλείσει κι ὁ δικός σου ὁ κύκλος καὶ νὰ ἀναχωρήσεις κι ἐσὺ ὅπου κι ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν. Μὲ μιὰ λεπτομέρεια μονάχα: Δὲν θἄσαι μονάχος στὸ ταξίδι, θὰ σὲ συντροφεύουν ὅλοι αὐτοί. Νάσαι σίγουρος.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2014

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2014

Τοῦ Δεκεμβρίου τὰ εἰσόδια

π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ὄχι, δὲν εἶναι ὁ ἔσχατος τοῦ χρόνου μῆνας ὁ Δεκέμβριος ποὺ μᾶς ἔκαμε τὴ χάρη καὶ μᾶς ἐπισκέφτηκε κι ἐφέτος. Εἶναι ὁ πιὸ τρυφερὸς μῆνας ὅλου τοῦ χρόνου, γιατὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν στοργικὴ μεγάλη Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ πολὺ περισσότερο μᾶς ξαναγυρίζει στὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ εὐωδιάζουν ἀθωότητα καὶ ἄμετρη συγκίνηση: Τὰ χρόνια τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τότε ποὺ μετρούσαμε τὶς μέρες γιὰ νὰ φτάσει ὁ καιρὸς ὁποῦ θὰ κλείσουν τὰ Σχολεῖα καὶ θὰ χαιρόμαστε τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου.
Ὡστόσο ὁ Δεκέμβριος μὲ τὰ Νικολοβάρβαρα, τὶς ἄλλες γιορτὲς τῶν Ἁγίων, φωτίζει καὶ τὸν προεόρτιο δρόμο μας καὶ μᾶς γαληνεύει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν εἰκόνα πραότητος π.χ. τοῦ Ἁγίου τῶν θαλασσῶν Νικολάου, τὴν φιλότιμη μορφὴ τοῦἉγίου Σπυρίδωνος ο ὁποῖος «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας» τον, ὁ Προφήτης Δανιὴλ μὲ τοὺς Ἁγίους Προπάτορες ποὺ μᾶς γνέφουν νὰ προσεγγίσουμε «ἐν πίστει τὸ Μυστήριον» τῶν τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν καὶ νὰ προευτρεπίσουμε τῶν Χριστουγέννων τὰς εἰσόδους.
Δεκέμβριος, λοιπόν... Μὲ τοὺς φωταγωγημένους δρόμους, τὰ σπίτια, τὰ καταστήματα. Φῶτα ποικίλα καὶ ἑλκυστικά. Ποὺ στολίζουν Χριστουγεννιάτικα δέντρα, προσόψεις σπιτιῶν, πλατεῖες, δρόμους. Ὡστόσο, τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι αὐτό, γιατὶ ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς «Οἱ βιτρίνες δὲν ἀνασταίνουν τὸν παράδεισό μου» (Π. Β. Πασχος). Καὶ τὸν Παράδεισο, ἄν μᾶς ἐνδιαφέρει, θὰ χρειαστεὶ νὰ τὸν ἀναζητήσουμε σὲ μιὰ σπηλιά. 
«Δεῦτε λάβωμεν τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον σπηλαίου» μᾶς συμβουλεύει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης μᾶς προτρέπει κι ἄλλο ἕνα πρᾶγμα: Νὰ ἀναζητήσουμε μέσα στὰ πολλὰ καὶ ποικιλόχρωμα φῶτα «τὸ φῶς τὸ τῆς Γνώσεως». Κι ὄλοι ξέρουμε ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ φῶς. Λιγοστοὶ, ἐλάχιστοι ὅμως τὸ ἀναζητοῦμε...Γιατί, τάχα;

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

Τῆς Μεγαλης Παρακευῆς...


π .Κων. Ν. Καλλιανός  
Στὸν ποιητὴ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τὸν φιλότιμο τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας Ἱεράρχη, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πέργης κύριον Εὐάγγελον, πασχάλιον εύχετήριον
Ἕνα τρυφερὸ καὶ ὁλοπόρφυρο, δροσερὸ τριαντάφυλλο, προσφέρεται σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα τὴ σημαδιακὴ καὶ κορυφαία τῆς Μεγαλης Παρασκευῆς, τριανταφυλλο πάντερπνο τῆς Πασχαλιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει ἀπό κατάνυξη καὶ θάλπος, γιὰ τὸν Κύριό μας, ποὺ εἶναι καὶ παραμένει ὁ «πραΰς βασιλεύς»(Μτθ. 21,5). Βασιλεύς, μὲ φιλανθρωπία ὅμως, ποὺ φθάνει μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου· μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας ἀπό τὴ χαοτικὴ τὴ χώρα τῆς ὅποιας μας ἐξορίας. Ποὺ κυριολεκτικὰ συγκλονίζει τὶς ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχὲς, οἱ ὁποῖες συνειδητοποιοῦν αὐτὴ Του τὴν προσφορά. Προσφορὰ δοσμένη μὲ ἁγνὴ ἀγάπη καὶ φιλία, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἐξαντλεῖται μέσα σὲ μικροσυμφέροντα, ὅπως συμβαίνει μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτὸ λοιπὸν, τὸ τριαντάφυλλο κατατίθεται σήμερα, Μεγάλη Παρασκευὴ, μέρα πανόλβια καὶ ἐστεμμένη μὲ τὸ γνήσιο καὶ ἐπίσημο διάδημα, ἐκεῖνο τῆς Θυσίας. Διάδημα ἀναμφισβήτητο, ποὺ κανεὶς δὲν τόλμησε νὰ τὸ ἀποκαθηλώσει. Κατατίθεται, λοιπόν, σήμερα στὸν Κύριο τῆς δόξης. Τὸν ἐσταυρωμένο ὅμως Κύριο, ποὺ στέκει «νεκρὸς καὶ ἄπνους» στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησιᾶς-στὸ κέντρο τοῦ Κόσμου δηλαδὴ καὶ ἀναμένει: ἀναμένει Ὕμνους Ἐπιταφίους, ἀναθρεμένους μές στὴν κατενυγμένη καρδιά, ποὺ μὲ συνειδητὴ πενθοφορία ἐπιμένει νὰ κελαϊδεῖ. «Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον, καὶ ἐπιτάφιον, ᾠδήν σοι ᾄσομαι, τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι» . Γιατί, ἄραγε; Μά, ἐπειδὴ ὅλη αὐτὴ ἡ στράτα θὰ καταλήξει στὸ «Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.» .
Ἂς συνεχίσουμε τὸ ταξίδι μας στὴν Μ. Ἑβδομάδα χωρὶς νὰ καταστοῦμε θεατὲς τῶν ὅσων συμβαίνουν, ἀλλὰ, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε τελικὰ ποιοὶ καὶ μὲ ποιοὺς εἴμαστε...Μονάχα ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τὴ Λαμπρὰ τῆς Ἀνάστασης, μαζὶ μ’ έκείνους ποὺ τὴν πρωτογνώρισαν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση (βλ. Ἰω.15, 6) Γιὰ νὰ εἰσοδεύει ἔτσι στὴ ζωή μας ἡ νέα ἐλπίδα, δηλαδή, ὁ Θεὸς πού ἔχει νικήσει τὸν θάνατο, «Θανάτῳ, θάνατον πατήσας»

Ἀμήν. 
πηγή 

Σάββατο, Μαρτίου 01, 2014

«Τριῴδιον παρ’ ἀνθρώπων δέχου, Κύριε..»

H-periodos-kai-oi-Kyriakes-twn-Apokrew-«Aenai-EpAnastasiΠροετοιμάζοντας τίς ἀποσκευές της ἡ Ἐκκλησία γιά τό νέο καί ἐν πολλῇ, ἀλλά καί πολλαπλῇ διακινδυνεύσει ἐπιχειρούμενο ταξίδι στό πέλαγος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκομίζει στήν πνευματική Της τράπεζα τό Τριώδιον, καί μέ ἱεροκατάνυξη τό ἀνοίγει. Τό ἀνοίγει καί μᾶς θυμίζει ὅτι τό ταξίδι εἶναι μακρύ καί πολυήμερο, σκιασμένο κάποτε ἀπό τόν χειμῶνα πού δέν ἔχει παρέλθει, μέ τούς νοητούς «Λαιστρυγόνας καί Κύκλωπας» ὑπούλως νά καιροφυλαχτοῦν. Ὡστόσο, εἶναι ψυχωφέλιμο ταξίδι καί ἀποκαλυπτικό. Γι᾿ αὐτό κι ἀπαιτεῖ κατάλληλη προετοιμασία. Γιατί ἕνα ταξίδι δέ σχεδιάζεται μονάχα, ἀλλά πρωτίστως ἀξιολογεῖται: πόσο χρήσιμο εἶναι στ᾿ ἀλήθεια;
Τριῴδιο λοιπόν. Μιά κρίσιμη γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας χρονική περίοδος, πού ἀποσυμπιέζει σιγά σιγά τήν ψυχή καί τῆς χαρίζει τήν εἰρήνη, τή σιωπή καί τήν κατάνυξη. Τά ἀγαθά ἐκεῖνα δηλαδή, πού τήν ἀναζωογονοῦν καί συγυρίζουν, τακτοποιῶντας τίς ὅποιες σκόρπιες σκέψεις, ἐπιθυμίες, λογισμούς. Μέ ἄξονα καί μέ τή συνδρομή τοῦ πολύτιμου ἐργαλείου τῆς μετάνοιας. Γι᾿ αὐτό καί ἱκετεύουμε, «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα..». Αὐτές τίς πῦλες ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, καί μᾶς ὑπενθυμίζει : «Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί».
Θεμέλιος λίθος ἡ προτροπή αὐτή, στηρίζει τήν πνευματική μας οἰκοδομή καί γίνεται κερί ἀναμμένο, πού φωτίζει τόν βηματισμό μας μέσα στό ἱερό στάδιο ὅπου πρόκειται νά εἰσοδεύσουμε, «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι».
Αὐτές, λοιπόν, οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ Τριῳδίου γίνονται ἀναμφίβολα τό κλειδί πού ἀνοίγει τοῦτες τίς πῦλες τῆς μετανοίας, ἀπομακρύνοντας τήν κάθε ἀλαζονική συμπεριφορά μας, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ πρόσκομμα γιά τήν ἀποποίηση τῆς κάθε ὑποκριτικῆς μας ἐνέργειας. Γιατί ἴδιον τοῦ φαρισαϊσμοῦ εἶναι ἡ δαιμονική ὑπεροψία, πού ἀναχαιτίζει τή Θεία Χάρη, σύμφωνα μέ τήν πατερική ἐντολή: «Ἡ μέν ταπείνωσις συνάπτεται τῷ Χριστῷ, ἡ δέ ἀλαζονεία τῷ πεφρονιματισμένῳ καί πλήρους ὄγκου δαίμονι»( Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης).
Ὡστόσο, τό μέγα ζητούμενο, τό ὁποῖο ὀφείλει νά διακριβώσει κάθε θεοκατάνυκτος ψυχή, εἶναι ἡ ἀποβολή τοῦ φαρισαϊκοῦ στοιχείου ἀπό τήν μετά τοῦ Θεοῦ σχέση καί κοινωνία. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται διά τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀσχηματίστου προσευχῆς: ἐκείνης δηλαδή πού ἀνοίγει δρόμους συνάντησης μεταξύ Θεοῦ κι ἀνθρώπου. Μόνο πού ἀπαιτεῖται εἰλικρίνεια καί συντριβή, ἀποβολή τοῦ προσωπείου καί δυνατότητα τοῦ προσευχομένου «τοῦ ὁρᾶν τά πταίσματά» του. Καί ἡ δυνατότητα αὐτή ἐπιτυγχάνεται ὅταν ὑπάρξει συντριβή καί ταπείνωση. Διότι ἡ θεόδωρος αὐτή χάρη, «ἡ ταπείνωσις, τροφή ὑπάρχει τῶν ἀρετῶν…τῶν παθῶν ἀναίρεσις, συντήρησις ὑγρότητος ἐν τῇ ρίζῃ τῆς πίστεως» (Ἁγ. Ἀνδρέας ὁ Κρήτης).
Ἀνοίγει, λοιπόν, τό Τριῴδιο ὑπενθυμίζοντάς μας νά προσέξουμε, μήπως ὑποπέσουμε στήν παγίδα τῆς αὐτοδικαίωσης, πού ἀσφαλῶς γεννᾶ κατάκριση, ὑποτίμηση καί περιφρόνηση τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ ὁ «φαρισαϊκῶς προσευχόμενος» καί κατ᾿ ἀκολουθίαν, ζῶν, κινούμενος καί ὑπάρχων, δέν εἶναι δυνατόν νά διαπιστώνει στόν ἄλλο, τόν συνάνθρωπό του, ἔστω καί ψῆγμα καλωσύνης, τρυφερότητος καί μετανοίας. Διότι, «ἄν καί ἀπομονώνεται γιά νά προβάλλῃ τήν θρησκευτική του ὑπεροχή, συγχρόνως ἐπικαλεῖται τίς ἀδυναμίες καί τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιά νά βιώση τήν ἱκανοποίηση τῆς θρησκευτικῆς του αὐταρκείας». ( Ἰ. Κ. Κορναράκης) Καί μ᾿ αὐτήν ζεῖ. Γιά νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου κι ὄχι «ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» (Λκ. 18,11), μεταξύ αὐτῶν κι ὁ Τελώνης πού συμπροσεύχεται μαζί του λίγο παραπέρα καί στόν ὁποῖο προβάλλει, μεταθέτει ὅλο τό φᾶσμα τῶν ἐνοχῶν. Ἀντίθετα ἀπό τόν Τελώνη, πού συνοψίζει ὅλη του τή βιοτή καί τήν ἐνσυνείδητη μετάνοιά του σέ τρεῖς λέξεις «Ὁ Θεός, ἱλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»( Λκ.18, 13 ). Καί τό κυριώτερο: «βιώνει τήν ἐνοχή του «κατά μόνας»… καί δέν τήν μεταφέρει ἐπί ἄλλων ἀνθρώπων. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἔνοχος καί ἡ εὐθύνη τῆς ἐνοχῆς αὐτῆς βαρύνει ἀποκλειστικῶς αὐτόν μόνο» (Ἰ. Κ. Κορναράκης).
Τό βασικό διερώτημα πού ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός, καθὼς προσεγγίσαμε αὐτή τήν ἱεροπρεπέστατη χρονική περίοδο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, εἶναι τό ἑξῆς: Τελικά σέ ποιά μερίδα ἀνήκουμε: ἐκείνων πού μέ φαρισαϊκή ὑψηγορία ἐπιμένουν νά βηματίζουν ἀκόμα πρός τό ἱερό προσεύξασθαι, ἤ ἐκείνων πού μέ βεβαρυμένους τούς ὀφθαλμούς προσέρχονται καί ψελλίζουν: « Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε»;
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ἐφημέριος Σκοπέλου
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 139
Ἔτος 2014

Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

Πανηγύρεως ήμέρα ἤ, Ἑνός ἱερέως οἱ Στοχασμοί

Στόν ἑορτάζοντα σήμερα καθηγητή καί λόγιο Π.Β. Πάσχο, 
ταπεινό εὐχετήριο

Λαμπροφορεμένη μέσα στό θερινό τ’ ἀπόβραδο ἡ ἐκκλησιά ἀναμένει νά συναχθεῖ ὀ κόσμος καί ν᾿ ἀρχίσει  μιά ἄλλη ἀκόμα πανήγυρις. Ποιά, στ’ ἀλήθεια ἀπό τότε πού πρωτάνοιξε τίς θύρες του ἐτοῦτος ὁ ναός ; Ἄγνωστος ὀ ἀριθμός, γιατί τά παλιά χαρτιά χάθηκαν, ἀκόμα καί οἱ πέτρες πάνω στίς ὁποῖες οἱ πρόγονοι σκάλιζαν ἀνορθόγραφα κάποιες λέξεις καί μαζί μ΄ αύτές κι ἀριθμούς, χρονολογίες δηλαδή, γιά να τίς ἔχουν οἱ ἐπίγονοι ὡς ὀδηγό, κι αὐτά χάθηκαν... Κι ἔτσι ὁ παπᾶς, πού σιωπηλός τά σκέφτεται ὅλ᾿ αὐτά λίγο πρίν ἡχήσουν οἱ ἑόρτιες οἱ καμπάνες, κοιτώντας γι᾿ ἄλλη μιά φορά τὴν στολισμένη εἰκόνα τοῦ Ἀγίου, πασχίζει νά διαπεράσει τίς στοιβάδες τοῦ Χρόνου καί νά θυμηθεῖ... Ποιά πανήγυρι ἦταν ἡ πρώτη καί ποιά θἄναι ἡ τελευταία γιά τόν ἴδιο, ἀφοῦ πίσω του τά τριαντατέσσερα χρόνια διακονίας στό ναό αὐτό τοῦ φαίνονται σά νά μήν πέρασαν. Κι ὅμως...


Καθώς στίς εἰκόνες ἀρχίζει νά σέρνεται τό δειλινό τό φῶς καί σιγά-σιγά νά μαζεύεται ὁ κόσμος μέ τίς εικόνες, τά πρόσφορα καί τά ὀνόματα γιά μνημόνευση, ἀπό μέσα του ἀρχίζει ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα μούδιασμα πού τοῦ φέρνει στά μάτια ἕνα ψιχάλισμα παράξενο καί συνάμα παρήγορο. Γιατί σκέφτεται ὅτι εἶναι οἱ τελευταῖες του πανηγύρεις... Ὄχι, δέν θά τίς διπλασιάσει, μήτε θά καταφέρει νά πλησιάσει καί τά μισά τῆς διακονίας του... Γιατί τά χρόνια πέρασαν, ὅπως περνᾶνε ὄλα κι ὀφείλει τοῦτο νά τό δεχτεῖ, ὅπως δέχετει τήν ἀπόλυση στήν κάθε Ἀκολουθία ἤ στή Λειτουργία. Ὀφείλει νά δεχτεῖ δηλαδή τό μάθημα πού τοῦ παραδίδει κάθε μέρα ὁ Θεός καί τό διαβάζει μέ προσοχή σέ κάθε ἑσπερινή Ἀκολουθία: «Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος... (κι ὕστερα)... ἔθου σκότος καὶ ἐγένετο νύξ...» ( Ψαλμ. 103). Λόγια σταθερά καί φωτεινά, γραμμένα μέ σοφία καί θεία ἔμπνευση, ὥστε νά δίνουν στόν καθένα πού ἐπιθυμεῖ νά τά ἐμβιώσει τή δυνατότητα νά καταννοεῖ τά ὅριά του ὡς ὄν πεπερασμένο.

-         Ἔ, παπᾶ, τόν διακόπτει μιά φωνή. Δέν ἀσήμανες ([1]) ἀκόμα;

Οἱ καμπάνες ἠχοῦν χαρμόσυνα. Εἰσοδικό ἑόρτιο στήν Πανήγυρη γιά τή Μνήμη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Τή νῆμα τῶν στοχασμῶν κόβεται (προσωρινά) γιά νά ξαναδεθεῖ σέ ἄλλη εὐκαιρία πού θά δώσει Ἐκεῖνος καί ὅλες αὐτές οἱ ἁγιασμένες εὐκαιρίες.

Παρασκευή - Σάββατο, 26/27-7-2013
π. Κων. Ν. Καλλιανός




[1] Ἀσήμανα=χτύπησα τήν καμπάνα.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Ἄσχημοι καιροί καί σκοτεινοὶ ἄνθρωποι- π. Κων. Ν. Καλλιανός



Ὅσο περνάει ὁ καιρός ὅλο καί περισσότερο ζητᾶς τήν ἡσυχία, τήν ἀπομόνωση καί φυσικά τήν ἀποχή ἀπό τίς μεγαλοφωνοῦσες συντυχίες· συντυχίες πού πληγώνουν, διχοτομοῦν καί μακραίνουν τή δυστυχία μέσα σου. Γιατί στίς μέρες μας, ὅπου ἔχει συσωρευτεῖ ὅ,τι τό σπουδαῖο καί τεχνολογικά τέλειο, οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα καί γίνονται ἀτελεῖς· μεταπλάθονται δηλαδή σέ ὄντα πού βόσκουν στά λιβάδια τῆς κατανάλωσης καί τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, μέ σκοπό τήν αὔξηση τῆς ἐγκόσμιας περιουσίας τους, πού τούς γίνεται καθημερινά βρόγχος στήν ψυχή τους, γι᾿ αὐτό καί παρατηρεῖται αὐτό τό φαινόμενο τῆς πλεονεξίας καί τῆς σκληρῆς πάλης, τό ποιός δηλαδή θά κυριέψει, ποιός θά ἐξαφανίσει τόν ἄλλον ἀπό τούς καταλόγους τῶν ἀνθρώπων, γιά νά ὑπερισχύσει αὐτός.

Πῶς, λοιπόν, οἱ καιροί μας νά μή γίνουν ἄ-σχημοι, δίχως δηλαδή τήν εὐπρέπεια καί τό ἦθος, πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πατέρες μας, ὅταν, μάλιστα, βλέπουμε μέ τόση βεβαιότητα νά ἀγριεύει καί νά θεριεύει ὁ κόσμος, παρ᾿ ὅλο πού εὐδόκησε ὁ Θεός, ὥστε στά χρόνια μας νά δοῦμε τόσα καί τόσα θαυμαστά καί ἐξαίσια πράγματα, πού μποροῦσαν νά μᾶς ἀναπάψουν! Καί μαζί μ᾿ αὐτούς τούς καιρούς ἄ-σχημοι μεταβάλονται καί  γίνονται κι οἱ ἄνθρωποι, μή φέροντας δηλαδή τή σφραγίδα καί τήν ὀμορφιά τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ πού τούς δόθηκε  τήν ἡμέρα τῆς Δημιουργίας. Γι᾿ αὐτό καί ἄρχισε ἡ συνεχής καθίζηση τοῦ Ἀνθρώπου, ὡς ὄντος μέ θεϊκή προέλευση καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ, ἀπό τό θρόνο τοῦ κυρίαρχου τῆς οἰκουμένης πού τόν εἶχε τάξει ὁ Δημιουργός του. Γιά νά λάβει τή θέση του ἕνα πλάσμα δίχως σπλάχνα ἐλέους καί ἐντιμότητας, τό ὁποῖο ζεῖ γιά νά ταλανίζεται μέ τό σισύφιο μαρτύριο τῆς τάχα δημιουργίας: δημιουργίας πού βάση της ἔχει τά ὑλικά άγαθά κατά τό γραφικό «ψυχή μου ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά».

Καθώς διάβηκα τήν ἕκτη δεκαετία ἐγκόσμιου βίου,  παρατηρῶ τήν ἀποχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν καλλιέργειά του, κυρίως τήν ἐσωτερική, καί τήν διαρκῆ προσπάθειά του νά ψαύσει μέ ὅσα μέσα μπορεῖ τό κέρδος καί τήν οἰκονομική του ἐπιφάνεια. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἀδυσώπητοι ἀνταγωνισμοί, οἱ ἀνόσιοι συσχηματισμοί καί περισσότερο οἱ σκοτεινές συμμαχίες γιά τήν ἐξαφάνιση τοῦ ἄλλου καί τήν κυριαρχία αὐτῶν πού νομίζουν πώς μέ τό χρῆμα καὶ μὲ παγίδες διάφορες  θά κατακτήσουν τόν κόσμο. Δίχως νὰ λησμονοῦμε τὶς νέες παγίδες τοῦ διαβόλου, τὶς σκοτεινὲς ὑποκλοπὲς ἡλεκτρονικοῦ τύπου, ποὺ γίνονται χάριν ἐκβιασμοῦ καὶ διατηρήσεως τῆς ἐπιφάνειας τοῦ ἑνὸς ἔναντι τοῦ ἄλλου.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀφείλει ὁ καθένας μας νὰ ἐρευνήσει βαθειά τὶς φλέβες τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖνες τὶς πηγὲς, ποὺ θὰ τοῦ χαρίσουν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχὶα. Γιατὶ ἀπό πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἐμφανιστοῦν αὐτὰ τὰ ἀγαθά, παρά μονάχα ἀπό τή βαθειὰ συναίσθηση καὶ ἐμβίωση τοῦ Γεροντικοῦ λόγου: «Φεῦγε καὶ σώζου».   Κι ἄν γυρίσουμε ἀνάποδα τὶς λέξεις, νὰ είμαστε σίγουροι; πολλὰ θὰ βροῦμε.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...