Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2015

Στα χρόνια των Διωγμών,ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων

Το Ιερό Αντιμήνσιο: αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα και χωρίς αυτό Θεία Λειτουργία δεν τελείται. 
Πάνω στο Αντιμήνσιο με το διπλωμένο και συρραμμένο ειλητό, τοποθετείται το Ιερό Ευαγγέλιο, αντί του Σωτήρος Χριστού.
Στα χρόνια των Διωγμών, ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων!
Ο Άγιος Μάρτυς Λουκιανός επρόκειτο να πεθάνη μαρτυρικά για την πίστι του Χριστού. Ήταν ήδη φυλακισμένος. Ναός στη φυλακή δεν υπήρχε, αλλά και ο Μάρτυς δεν μπορούσε να μετακινηθή, όχι μόνο γιατί ήταν δεμένος με βαρειές αλυσίδες, αλλά και γιατί την προηγουμένη ημέρα είχε βασανισθή σκληρά, για να υπογράψη και να δηλώση ότι προσκυνά τα είδωλα και αρνείται τον Χριστό.
Όπως ήταν, λοιπόν, καταπληγωμένος, ξαπλωμένος κάτω, δεμένος με τις αλυσίδες και επειδή ήταν ιερεύς, ετέλεσε ο ίδιος πάνω στο στήθος του, μέσα σε φρικτούς και δυνατούς πόνους, την φρικτωτάτη Θυσία της Θείας Λειτουργίας, χρησιμοποιώντας τον άρτο και τον οίνο, που του έφεραν κρυφά για τα Τίμια Δώρα εκεί, στη φυλακή.
Στη φυλακή όμως δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι χριστιανοί, υποψήφιοι Μάρτυρες κι αυτοί, μελλοθάνατοι για το Χριστό. Όλοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρο από τον Άγιο Λουκιανό σε σχήμα Ναού, Αγγέλων και Αγίων και κάλυπταν έτσι από πάνω τον Μάρτυρα, για να μην πάρουν είδηση οι ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες και οι δήμιοι «τα τελούμενα» της Θείας Λειτουργίας. Φύλαξαν δηλαδή το μεγάλο Μυστήριο από τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών. 

Σκεφθήτε, τι σεβασμός! Να χαμε μάτια, να μπορούσαμε να το δούμε! να μπορούσαμε να το νοιώσουμε!
untitled2
Ο Άγιος Θεοδώρητος μας πληροφορεί τα εξής για τον Άγιο ερημίτη Μάρι:
Όταν ύστερα από τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια εγκλείστου βίου και σκληρών ασκήσεων, θέλησε να λειτουργηθή και να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων (δεν είχε λειτουργηθή τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια δεν είχε κοινωνήσει εκουσίως αυτά τα χρόνια) αυτή του την επιθυμία την είπε στον Άγιο Θεοδώρητο, που τον επισκέφθηκε. Διότι, όταν άνοιξε την πόρτα της εγκλείστρας του, για να δεχθή επισκέπτες, δέχθηκε πρώτο τον Άγιο Θεοδώρητο μαζί με δύο διακόνους υποτακτικούς του.
Σ αὐτόν λοιπόν είπε:
«Θέλω να τελεσθή η Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων. Αύριο με καλεί ο Κύριος!»
Τότε ο Άγιος Θεοδώρητος αμέσως και πρόθυμα ετέλεσε την κοσμοσωτήριο Θεία Λειτουργία χρησιμοποιώντας για Αγία Τράπεζα τα χέρια, τις απλωμένες παλάμες των δύο διακόνων! Φρικτός Γολγοθάς και νοητό Θυσιαστήριο τα χέρια και οι παλάμες των δύο διακόνων…
Αυτές βέβαια είναι εξαιρέσεις, που γίνονται σπανιότατα, αλλά απαραίτητες, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. 
Αγία Τράπεζα λοιπόν και Αντιμήνσιο έγιναν τα στήθη των Μαρτύρων και οι παλάμες των ιεροδιακόνων.

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου
Από το βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;

Σ’ ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τὸ ὁποῖο εἶχε φυλάξει στὸ ἀρχεῖο του ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, πατὴρ Ἀρσένιος Κομπούγιας, τοῦ ἡσυχαστηρίου «Παναγία ἡ Γοργοεπήκοος» στὴ Ναύπακτο, γράφει τὸ ἑξῆς σημαντικὸ γεγονός:

Ἕνας ἱερεὺς ζηλωτὴς, μὲ πλούσια δράση, εἶδε κάποτε ἕνα ὄνειρο. Ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχει περιγράψει ὡς ἑξῆς:

«Καθόμουνα στὴν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἐργασία. Τὸ σῶμα μου πονοῦσε ἀπ’ τὴ μεγάλη κόπωση.

Πολλοὶ στὴν ἐνορία μου ζητοῦσαν τὸν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Καὶ πολλοὶ τὸν εἶχαν βρεῖ. Ἡ ἐνορία μου προόδευε ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἡ ψυχὴ μου πλημμύριζε ἀπὸ χαρά, ἐλπίδα καὶ θάρρος. Τὰ κηρύγματά μου ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση. Πολλοὶ προσήρχοντο στὴν Ἐξομολόγηση. Ἡ ἐκκλησία μου ἦταν πάντοτε ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Εἶχα κατορθώσει νὰ κινητοποιήσω ὁλόκληρη τὴν ἐνορία.

Ἱκανοποιημένος ἀπ’ ὅλα, ἐργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ἐξαντλήσεως. Ἐνῷ σκεπτόμουνα ὅλα αὐτὰ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς, ποὺ θὰ σᾶς περιγράψω:

Ἕνας ξένος μπῆκε στὸ δωμάτιο χωρὶς νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γλυκὸ κι εἶχε μεγάλη πνευματικότητα. Ἦταν καλὰ ντυμένος καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι του μερικὰ ὄργανα χημικοῦ ἐργαστηρίου. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση προκαλοῦσε παράξενη ἐντύπωση. Ὁ ξένος μὲ πλησίασε. Κι ἐνῷ μοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι του γιὰ νὰ μὲ χαιρετήσει, μὲ ρώτησε:

-Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;

Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ μοῦ προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατὶ ἤμουν πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὸ ζήλο μου. Καὶ δὲν εἶχα καμία ἀμφιβολία, πὼς κι αὐτὸς ὁ ξένος θὰ ἦταν πολὺ χαρούμενος, ἄν τὸν γνώριζε.

Τότε, ὅπως θυμᾶμαι ἀπ’ τὸ ὄνειρό μου, γιὰ νὰ τοῦ δείξω πόση ἀξία ἔχει ὁ ζῆλος μου, σὰν νὰ ἔβγαλα ἀπ’ τὸ στῆθος μου μιὰ συμπαγῆ μᾶζα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε σὰν χρυσάφι. Τοῦ τὴν ἔβαλα στὸ χέρι καὶ τοῦ λέω:

-Αὐτὸς εἶναι ὁ ζῆλος μου.

Ἐκεῖνος τὴν πῆρε καὶ τὴ ζύγισε προσεκτικὰ πάνω στὴ ζυγαριὰ του:

-Ζυγίζει πενῆντα κιλά, μοῦ λέει σοβαρά.

Ἐγὼ μόλις ποὺ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ χαρὰ μου γιὰ τὸ βάρος αὐτό. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ σοβαρότητα, σημείωσε τὸ βάρος σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ συνέχισε τὴν ἐξέτασή του.

Ἔσπασε τὴ μᾶζα ἐκείνη σὲ κομμάτια καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα χημικὸ τηγάνι πάνω στὴ φωτιά. Ὅταν ἡ μᾶζα ἔλειωσε καὶ καθαρίστηκε, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὴ φωτιά. Ξεχώρισε τὰ διάφορα στοιχεῖα. Ὅταν αὐτὰ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τὰ ἄγγιζε μ’ ἕνα σφυράκι καὶ ζύγιζε τὸ βάρος κάθε κομματιοῦ πάνω στὸ χαρτί.

Ὅταν τελείωσε, μοῦ ἔριξε μιὰ ματιὰ γεμάτη ἀπὸ συμπόνια καὶ μοῦ λέει:

-Εὔχομαι νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σωθεῖς.

Κι ἀμέσως, ἐγκατέλειψε τὸ δωμάτιο.

Στὸ χαρτὶ ποὺ μοῦ ἄφησε στὸ τραπέζι, ἦταν γραμμένα τὰ ἑξῆς:

Ἀνάλυσις τοῦ ζήλου τοῦ ἱερέως Χ.

Συνολικὸν βάρος: 50 κιλὰ

Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυσις παρουσιάζει τὰ ἑξῆς στοιχεῖα:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπικὴ φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρὸς ἐπιβολὴ καὶ κυριαρχία πάνω στὶς ψυχές: 8 κιλά.
• Ἐπίδειξις: 10 κιλὰ παρὰ 20 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό: 10 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: 10 γραμμάρια.

Σύνολον: 50 κιλά.

Ἡ παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ ξένου καὶ ἡ ματιὰ μὲ τὴν ὁποία μὲ ἀποχαιρέτησε, μοῦ μετέδωσαν κάποια ἀνησυχία. Μὰ ὅταν εἶδα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξετάσεώς του, ἔνοιωσα τὰ γόνατά μου νὰ λυγίζουν.

Θέλησα στὴν ἀρχὴ ν’ ἀμφισβητήσω τὴν ὀρθότητα τῶν ἀριθμῶν. Μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα ἕναν ἀναστεναγμὸ τοῦ ξένου, ποὺ εἶχε φθάσει στὴν ἐξώπορτα. Ἠρέμησα κι ἄρχισα νὰ σκέπτομαι πιὸ ψύχραιμα. Μὰ καθὼς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστὰ μου. Δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω τὸ χαρτί, ποὺ κρατοῦσα στὰ χέρια μου. Ἀγωνία καὶ φόβος μὲ κατέλαβαν. Στὰ χείλη μου ἦλθε ἡ κραυγή:

-Κύριε, σῶσον με…

Ἔριξα πάλι μιὰ ματιὰ στὸ χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε αὐτὸ σ’ ἕναν ὁλοκάθαρο καθρέπτη, ποὺ καθρέπτιζε τὴν καρδιὰ μου. Ἔνοιωσα καὶ ἀνεγνώρισα τὴν κατάστασή μου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακαλοῦσα τὸν Κύριο νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπ’ τὸ ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα μὲ μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας.

Στὰ περασμένα χρόνια, παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ σώσει ἀπὸ διαφόρους κινδύνους. Μὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ δικὸ μου ΕΓΩ.

Γιὰ πολὺ καιρὸ ἔνοιωθα ταραγμένος. Τέλος, ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονες προσευχές, ἔνοιωσα τὸ φῶς τοῦ Κυρίου νὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιὰ μου καὶ νὰ καίει τ’ ἀγκάθια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μου. Ὅταν ὁ Κύριος μὲ καλέσει κοντὰ Του, θὰ Τὸν εὐχαριστήσω ὁλόθερμα γιὰ τὴν ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς ἡμέρας, γιατὶ μοῦ φανέρωσε τότε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτὸ μου καὶ ὁδήγησε τὰ πόδια μου στὸν πιὸ στενό, ἀλλὰ καὶ πιὸ ὄμορφο δρόμο. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα ἀνανέωνα τὶς ἀποφάσεις μου.

Ἐκείνη ἡ ἐπίσκεψη ποὺ μοῦ ἔκανε Ἐκεῖνος ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), μὲ ἔκανε ἄλλον ἄνθρωπο καὶ ὠφέλησε πολὺ τὴν ἐργασία μου».
πηγή

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

Η αξία τής ελεημοσύνης κατά τόν ιερό Χρυσόστομο. Θ” Λουκα. Ομιλία (και κείμενο) π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου

Λουκά Θ, 2007
Γνωστή είναι χριστιανοί μου η σημερινή παραβολή, του άφρονος πλουσίου.
Ψυχή μου, ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά.
Τώρα μπορώ για πολλά χρόνια να αναπαύομαι, να τρώω, να πίνω, να διασκεδάζω, να γλεντώ, και να κάνω ότι θέλω στη ζωή μου.
Και όμως την ίδια βραδιά θα πεθάνει.
Και ο θάνατός του θα είναι σκληρός, διότι του είπεν ο Θεός, «Άφρων», δηλαδή άμυαλε, αμετανόητε, αμαρτωλέ, άπληστε,
αυτή τη νύκτα, θα έρθουν οι δαίμονες και θα απαιτήσουν την ψυχή σου.
Αυτά που ετοίμασες ποιος θα τα πάρει;
Συγγενείς; Ή ξένοι; Φίλοι ή εχθροί; Ή μήπως και το κράτος;
Όποιος στηρίζεται από μας, στα υλικά αγαθά, στο τέλος και αυτά μπορεί να τα χάσει, και την ψυχή του να χάσει.

Σε τι θα μας ωφελήσουν οι πολλές ανέσεις, και οι υλικές απολαύσεις εάν μας έλθουν ανίατες ασθένειες, σωματικές αναπηρίες, καλπάζουσα λευχαιμία, καρκίνος στο πάγκρεας, στους πνεύμονες, στη μήτρα, στο προστάτη, όγκο στον εγκέφαλο;
Τι να τα κάνομε τα πλούτη, αν έχουμε έντονα οικογενειακά προβλήματα, και δράματα με διαζύγια, με ναρκωτικά, με παραστρατήματα διαφόρων μορφών και διαστροφών;
Χωρίς Θεόν όλα είναι άχρηστα, όλα είναι μάταια. Ο πλούσιος της παραβολής πάλι, κάνει και ένα μεγάλο λάθος, με το να επαναλαμβάνει το κτητικόν «μου», πολλές φορές.
Είπε δηλαδή.
Τους καρπούς «μου», τις αποθήκες «μου», τα γεννήματά «μου», τα αγαθά «μου».
Το λέμε και μείς πολλές φορές.
Τα λεφτά «μου», τα κτήματά «μου», τα διαμερίσματά «μου», τα αυτοκίνητά «μου», τα χρυσαφικά «μου», τις λίρες «μου» και ούτω κάθε εξής.
Και ξεχνάμε ότι μαζί μας δεν θα πάρομε απολύτως τίποτε.
Να έχεις, δε σου λέγει κανένας να μην έχεις, αλλά δώσε και κάτι λίγα για το πτωχό, τον άστεγο, το γυμνό, τον πεινασμένο.
Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν, λέγει ο λαός, αλλά και η Γραφή.
Αυτό το λίγο όμως, όταν θα το δώσεις, να το δίδεις με όλη σου την καρδιά, διότι ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.
Και κάτι άλλο, να το κάμεις κρυφά και ανώνυμα.
Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου.
Ελεημοσύνη να κάμνεις.
Και ελεημοσύνη σε είδος, και ελεημοσύνη σε χρήμα, και ελεημοσύνη σε προϋποθέσεις, και ελεημοσύνη πνευματική με το να συγχωρείς τους εχθρούς σου.
Αυτούς που σου έκαμαν κακό και ζημιά.
Επίσης ελεημοσύνη πνευματική με τις μνημονεύσεις που οφείλουμε να κάνομε σε κάθε Θεία Λειτουργία, ζώντων και νεκρών.
Και ελεημοσύνη πνευματική με προσευχή και μάλιστα με το κομποσκοίνι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την πάσης φύσεως ελεημοσύνη ως βασίλισσα των αρετών.
Μεγάλο πράγμα λέγει και ασύλληπτο είναι ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού και ως πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Πολυτιμότερος όμως είναι ο ελεήμων χριστιανός, και μάλιστα αυτός που ελεεί με όλη του την καρδιά και κρυφά, αλλά και ιδιαιτέρως εκείνος που ελεεί δια πονεμένης προσευχής εν τω ταμείω αυτού.
Ή κλεισμένος δηλαδή στο δωμάτιό του, ή στο ταμείον της καρδιάς του.
Έχει μεγάλα φτερά η ελεημοσύνη, συνεχίζει ο Άγιος, διότι είναι αυτή που διασχίζει όχι μόνον τους ουρανούς, αλλά προσπερνά και όλους τους χορούς των αγγέλων και αρχαγγέλων,
και ίσταται μετά παρρησίας μπροστά στο Θρόνο του Θεού.
Το βεβαιώνει και η Αγία Γραφή.
Είπεν ο άγγελος Κυρίου, «Κορνήλιε, αι προσευχές σου και η ελεημοσύνη σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού».
Από το δέκατο κεφάλαιο των πράξεων.
Και συμπληρώνει ο ιερός Χρυσόστομος, με λόγους που έχουν μεγάλη βαρύτητα.
Ώστε λοιπόν όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοφαρίζει όλες, διότι κάνει την καρδιά σου μαλακή και σπλαχνική και αυτή σε οδηγεί στη μετάνοια , στην εξομολόγηση, και δι’ αυτής στη Θεία Κοινωνία.
Αυτό το εις μνημόσυνον σημαίνει ότι σε ενθυμείται διαρκώς, συνεχώς, κάθε στιγμή ο Θεός, και είναι Αυτός που θα σου προσφέρει σωτηρία και αιώνια ζωή.
Μας λέγει και άλλα πολλά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ας ακούσουμε μερικά.
Εκείνο με το οποίο μπορούμε να μοιάσουμε με τον Θεόν, είναι η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία προς τον πάσχοντα, είτε αυτός είναι φίλος, είτε είναι εχθρός, είτε είναι συγγενής, είτε είναι ξένος και άγνωστος, είτε είναι καλός, είτε είναι ακόμα και κακός.
Όταν στερούμεθα αυτού του είδους την αρετή, είμεθα γυμνοί και από τις άλλες.
Επαναλαμβάνω ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, και συνεχίζει.
Δεν είπε ο Κύριος αν νηστεύετε, αν αγρυπνείτε, αν εγκρατεύεστε, αν παρθενεύετε και αν πολλάς δυνάμεις ποιείτε, και αν ακόμα και τέρατα και σημεία ποιείτε, ότι θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα, όχι, διότι με κανένα από αυτά δεν ασχολείται ο Θεός, ούτε και Τον ενδιαφέρουν αυτές οι μικροαρετές.
Αλλά τι λέγει;
Να είστε σπλαχνικοί προς τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις.
Όπως είναι σπλαχνικός ο ουράνιος Πατέρας σας.
Γίνεστε ουν οικτίρμονες και ελεήμονες καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστί.
Η ελεημοσύνη κατά τον ίδιο μεγάλο Άγιο είναι η καρδιά της κάθε αρετής.
Είναι και κάτι ακόμα περισσότερο.
Είναι η μητέρα, είναι η μάνα της αγάπης.
Αν θέλεις να αποδείξεις ότι είσαι άξιος μαθητής του Χριστού, οφείλεις να είσαι ελεήμων.
Να είσαι παντελεήμων.
Εξ όλης ψυχής, και καρδίας, και ισχύος, και διανοίας.
Η ελεημοσύνη είναι η οδηγός προς τη μετάνοια.
Το φάρμακο που θεραπεύει τις πληγές που προκαλεί η αμαρτία.
Το σαπούνι για τις ακαθαρσίες της ψυχής μας, η σκάλα που στηρίζεται στον ουρανό, και είναι αυτή που μας ενώνει μεταξύ μας ως μέλη του ενός σώματος του Ιησού Χριστού.
Προσεύχεσαι για νεκρούς και ζωντανούς;
Προσευχήθηκες σήμερα στη Θεία Λειτουργία και κατά την διάρκειαν του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων και όταν εψάλετο το Άξιον Εστί;
Εάν το έκαμες, τότε έκαμες ελεημοσύνη.
Προσεύχεσαι ακόμα με πόνο, με πόνο, για τους εχθρούς σου;
Τότε κάμεις αληθινή ελεημοσύνη!
Να δίδουμε ευχές και ευλογίες και με όλη μας την καρδιά.
Όχι κατάρες. Όχι αναθεματισμούς. Όχι διαβολοστέλματα.
Συμπαραστέκεσαι στις ανάγκες του πλησίον σου είτε υλικά, είτε ηθικά, είτε πνευματικά και έμπρακτα;
Το επαναλαμβάνω, είσαι ελεήμων.
Μας λέγει και κάτι άλλο, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Είναι απολύτως αναγκαία η ελεημοσύνη, διότι είναι αυτή που παρασκευάζει το δραστικότατο φάρμακο της μετανοίας.
Άκουσε τι λέγει η Αγία Γραφή.
Θα μας πει τρία εδάφια.
Πρώτον.
Πλήν τα ενόντα δότε ελεημοσύνη και ιδού πάντα καθαρά ημίν εστί.
Θα δίνουμε και την ερμηνεία που δίνει ο Άγιος.
Δηλαδή, λέγει ο Άγιος, δώστε ελεημοσύνη και όλα θα γίνουν καθαρά.
Δεύτερον.
Ελεημοσύνες και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτία.
Δηλαδή με ελεημοσύνη και πίστη στο Θεό, καθαρίζονται οι αμαρτίες.
Και τρίτον.
Πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας.
Η ερμηνεία του, του Χρυσοστόμου.
Δηλαδή το νερό σβήνει τις φλόγες της φωτιάς και η ελεημοσύνη εξιλεώνει τις μεγάλες αμαρτίες.
Κατά λέξη αυτά πάντα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
Χριστιανοί μου,
εάν οι ελεημοσύνες μας είναι και γίνονται κατά τους τρόπους που μας περιέγραψε ο Ιερός Χρυσόστομος, τότε η τελευταία νύκτα της ζωής μας θα είναι γεμάτη χαρά, γεμάτη ειρήνη και ανάπαυση.
Πιθανόν βέβαια να έχουμε σωματικούς πόνους εξαιτίας κάποιας βαριάς ασθένειας, αλλά η ψυχή μας όμως θάναι χαρούμενη οπωσδήποτε, αφού με βεβαιότητα θα περιμένει να την παραλάβουν οι άγγελοι του Θεού.
Δεν θα τρέμει μπροστά στην ιδέα του θανάτου.
Δεν θα τον φοβάται.
Ούτε και για τους δαίμονες θα ανησυχεί, ούτε για τα τελώνια.
Όλα τα έχει απομακρύνει από μπροστά από την ψυχή η έμπρακτη ελεημοσύνη.
Ελεημοσύνη με αγάπη, ελεημοσύνη με πίστη, ελεημοσύνη με χαρά, με ιλαρότητα.
Ελεημοσύνη που να μην περιμένει ευχαριστώ.
Ελεημοσύνη με πνεύμα ταπεινό.
Ελεημοσύνη με μετάνοια ψυχική.
Ελεημοσύνη και από το υστέρημα.
Χριστιανοί μου,
ελεείτε, ελεείτε, ελεείτε οι πάντες, όπως και όπως μπορείτε.
Για να βρετε και σείς και μείς έλεος από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον ανήκει πάσα Δόξα, Τιμή και Προσκύνησις, τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014

Εις τον Άγιο Νεκτάριο


Η εκκλησία μας σήμερα τιμά αδελφοί μου, πανηγυρικά τιμά τη μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού.
Ασκήτευσε στην Αίγινα και το 1920 ίδρυσε την Ιερά Μονή, τη γνωστή σημερινή Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος.
Από μικρός ο Άγιος υπήρξε αγνός και καθαρός.
Στις σπουδές του άριστος μαθητής, φοιτητής, ακαδημαϊκός, και στη προσωπική του ζωή όσιος.
Στη μοναχική που καθιέρωσε, υπήρξε μάρτυς του πόνου, και του αναιμάκτου μαρτυρίου της συνειδήσεως.
Σαν διδάσκαλος και ιεροκήρυκας υπήρξε προφήτης και απόστολος.
Μέσα στην ιεροσύνη και ως διάκονος και ως πρεσβύτερος, και ως επίσκοπος υπήρξε μια συνεχή προσφορά θυσίας, προς τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Ύστερα από τον άδικο κατατρεγμό του, και την εξορία του από την Αλεξάνδρεια, εδώ στην Ελλάδα, κατάφερε με την δύναμη και τη Χάρη του Χριστού μας, να διδάξει στη πατρίδα μας την αληθινή βιωματική μυστική ζωή της ορθοδόξου εκκλησίας, δηλαδή να ξεχωρίσει από τον παρωχημένο σκοταδισμό και τις δυσειδαιμονίες της εποχής του, την ατόφια διδασκαλία τη μυστική, της εκκλησίας της ορθοδόξου.
Να αναγεννήσει λίγο το πνεύμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα θέματα περί προσευχής.
Αφού ξεχώρισε ο Άγιος κατά πρώτον λόγον τον άνθρωπο, από τον χριστιανό άνθρωπο,
- εννοείται βέβαια με τα κηρύγματα και τα γραπτά του κείμενα – κατόπιν ζωγράφισε τον χριστιανό.
Πώς είναι με το κάθε πάθος χωριστά, και πως είναι όταν κοσμείται από τις αρετές του Θεού.
Και τέλος δίδει και τον χριστιανό, που κατακτάται ολόκληρος από τη θεία χάρη.
Όλα αυτά περιγράφονται άριστα σε ένα βιβλίο του, που το κυκλοφόρησε ως «Γνώθι σ’αυτόν».
Είναι αυτό που έλεγε ο Απόστολος Παύλος και το οποίον είπε και το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, «Ζώ δε ουκέτι εγώ, Ζεί δε εν εμοί Χριστός».

Στην καρδιά μας, όχι ο άνθρωπος που αγαπάμε, σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέλφια, αλλά ο ΧΡΙΣΤΟΣ.
Πρώτα ο Χριστός και ύστερα ο αγαπημένος ή η αγαπημένη.
Αγάπη στον πρώτον, τον Θεόν, εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος, διανοίας, αλλά και αγάπη στον δέυτερον ως σεαυτόν, δηλαδή να τον αγαπάς όπως τον εαυτόν σου και τίποτα περισσότερο.
Στην καρδιά μας ο Χριστός και όχι ο χρυσός.

Η προτεραιότητα, μας συμβουλεύει ο Άγιος Νεκτάριος, είναι ο Χριστός, το Άγιον θέλημά Του, η εκκλησία και τα μυστήριά της, και ύστερα ακολουθούν οι κοσμικές γνώσεις, η καριέρα, το επάγγελμα, και να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω στην αμαρτωλή εξουσία και δύναμη, στις επιστήμες, στον αμαρτωλό πλούτο, στην παλικαριά, στην πρωτιά, στην διεστραμμένη τέχνη, στην τελειομανία και τόσα άλλα που μας απομακρύνουν απ' το Χριστό.
Και όταν βασιλεύσει ο Χριστός και η ειρήνη στην καρδιά μας, τότε την πλούσια αυτή ευλογία, απλόχερα την δίνουμε στον άνδρα μας, στη γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στους γονείς μας και στον κάθε πλησίον.
Αυτόν τον πλούτον, της θείας χάριτος, που έχει και κοσμεί τη καρδιά μας, ΕΥΚΟΛΑ εμείς την μοιράζομε, τη δίνουμε, η την μοιραζόμαστε αν θέλετε, με τον σύντροφο της ζωής μας, και την οικογένειά μας και με τον κάθε συνάνθρωπό μας.
Σε ασύγκριτο βαθμό, τον σκορπούσε αυτόν τον πνευματικό πλούτο, της θεία χάριτος, ο Άγιος Νεκτάριος, στο πλήρωμα της εκκλησίας, πολύ δε περισσότερον ως διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, στους σπουδαστές της, καθώς αργότερα και στις μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος
που ίδρυσε ο ίδιος στην Αίγινα.

Χριστιανοί μου,
η ζωή του Αγίου Νεκταρίου από τότε που έγινε επίσκοπος Πενταπόλεως, ήτο γεμάτη πίκρες, φθόνους, συκοφαντίες, προδοσίες, εξορίες, κατατρεγμούς, πειρασμούς και θλίψεις, και αρρώστιες πολλές.
Διαβάστε το βίο, κυκλοφορούν σε πολλά φυλλάδια και θα τον δείτε και θα θαυμάσετε.
Αλλά και η ΥΠΟΜΟΝΗ του όμως, ήτο απροσμέτρητος, Ιώβειος, αγόγγυστος, και Αγία, γι αυτό και ήτο όλος φώς, και όλος δόξα, και αυτό το φώς δεν ήτο ένας απλός φωτισμός του νου.
Αλλά άκτιστον ουράνιον φώς, που τον κάλυπτε ορατά ολόκληρον, και τον γέμιζε από ειρήνη, αγάπη, δόξα και δύναμη πίστεως, αυτήν που χρειαζόμαστε, στις δύσκολες ημέρες που έρχονται, όποιες κι αν είναι αυτές.
Το άκτιστον φώς, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, πηγάζει μέσα από τις ΚΑΘΑΡΕΣ καρδιές, διότι μέσα σ’ αυτήν βασιλεύει ο Χριστός, ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ η βασιλεία του Θεού, βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος στην Αγία Γραφή, όπου ο Χριστός εκεί και το ανέσπερον, άκτιστον φώς, όπου ο Χριστός εκεί και ο Παράδεισος, εκεί και η βασιλεία Του.
Στον Άγιο Νεκτάριο, καρδιά και νους, ήταν ένα πράγμα, γι αυτό, επαναλάμβανε συχνά, «ζεί δε εν εμοί Χριστός, ζώ δε ουκέτι εγώ, ζεί δε εν εμοί Χριστός».

Όταν το 1962 μ' αξίωσε ο Θεός και πήγα για πρώτη φορά στον Άγιο Νεκτάριο, μόλις είχε αγιοποιηθεί, πρίν ένα χρόνο, δύο, συνάντησα εκεί, μια μοναχή Θεοδώρα, η οποία μάλιστα μας είχε και η ίδια, αγιογραφήσει τον Άγιο Νεκτάριο, όπως ακριβώς ήταν, όπως ήταν, -την έχουμε αυτήν την εικόνα, -
εκείνη η ευλογημένη ψυχούλα η μοναχή, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι, αχ πάτερ μου λέει,
"Τι απέραντη ουράνια και ακατάληπτη ευτυχία, με καταλαμβάνει σε κάθε Θεία Λειτουργία του Αγίου, όταν βεβαιώνεται, ότι ακουμπάει η ψυχή μου, πνευματικά ακουμπάει η ψυχή μου στο στήθος του Χριστού, μέσω του Αγίου, ως άλλος αγαπημένος μαθητής απόστολος και Ευαγγελιστής του Κυρίου, Ιωάννης… "
Και ρώτησα εγώ, "και πώς γίνεται αυτό", -μεσάνυχτα εγώ τότε από τέτοια πράγματα-, να, μας έμαθε να λέμε και το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Όταν λοιπόν από τις πολλές φορές που το λέγω στη Θεία Λειτουργία, χωρίς να το καταλάβω, από μόνο του το κεφάλι μου γέρνει αριστερά, και σκύβει σκύβει και ακουμπά προς το μέρος της καρδιάς, όπως ακριβώς, διδάσκεται και η εφαρμογή, η πρακτική εφαρμογή της νοεράς προσευχής.
Και άλλοτε το βιώνω, το ίδιο πράγμα νοιώθω δηλαδή εκείνη τη στιγμή που γέρνει, το κεφάλι μου προς το μέρος της καρδιάς, γέρνει η ψυχή μου και ακουμπά στο στήθος του Κυρίου.
Και άλλοτε αυτό το βιώνω, στη Θεία Κοινωνία όταν επιστρέφω στη θέση μου.

Για κοιτάξτε τώρα ένα παράξενο πράγμα, την Κυριακή του Αγίου Δημητρίου, μια ψυχή από σάς, -είναι εδώ,- δε λέω άνδρας γυναίκα, λέω μόνο μια ψυχή, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είδε λοιπόν γύρω μας, εδώ μέσα στο ναό, να παρευρίσκονται, -η ψυχή εννοεί,- όχι τα μάτια, όχι τα σωματικά μάτια, η ψυχή ένοιωσε την ώρα που έλεγε την ευχή και είχε κλειστά τα μάτια, ότι γέμισε από τους Αποστόλους, τον Πέτρο, τον Παύλο, τον Ιωάννη, τον Ιάκωβο, τον Ανδρέα και άλλους.
Επίσης τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Χαράλαμπο, και άλλους πολλούς. Επίσης τον Άγιο Γεώργιο, πρώτα βέβαια τον Άγιο Δημήτριο, ήταν και του Αγίου Δημητρίου, τον Άγιο Στέφανο, τον Άγιο Μηνά, τον Άγιο Αρτέμιο και άλλους …
Εκατομμύρια μαρτύρους, μαζί με την Αγία Βαρβάρα, την Αγία Αικατερίνη την Αγία Παρασκευή, την Αγία Ειρήνη και άλλους και άλλους και άλλους …
Επίσης αισθάνθηκε και ολόκληρον τον αόρατο κόσμο, των αγγέλων και αρχαγγέλων, Χερουβείμ και Σεραφείμ, Θρόνων και Κυριοτήτων, και πάνω από όλους την Υπεραγία Θεοτόκο.
Εκείνη τη στιγμή, είδε να φεύγουν από δω μπροστά, κάτι παιδάκια, τα οποία τα αναγνώρισε γιατί ήταν εδώ καθισμένα, Ήταν η Λυδία της Ξένιας, ήταν ο Στέφανος ο δικός μου και ο Μηνάς, ήταν ο Μιχαλάκης του κυρίου Κώστα, και της Θυμίας, ήταν ο Τιμόθεος του κυρίου Λευτέρη, ήταν η Δήμητρα, -πού είναι η Δήμητρα;- , ήταν η Γεωργία της κυρίας Νίκης, ήταν μια Μαρία και άλλοι.
Τα οποία φύγαν όλα μαζί άνοιξε ο χώρος των ανδρών, εν μέσω των αποστόλων πήγαν στο θρόνο του Κυρίου, όπου εκάθητο ο Κύριος και έπεσαν στην αγκαλιά Του.
Τα παιδιά έπεσαν στην αγκαλιά Του, τα παιδάκια, τα άκακα, κάτω από δύο χρονών,
Δε θα θυμώνετε…
Αχ χριστιανοί μου πόσο θάθελα όλοι και εμείς, και σείς και μείς οι λειτουργοί του Υψίστου που σήμερα είμαστε τρείς, ο πατής Παναγιώτης, ο πατήρ Αντώνιος και εγώ ο βρωμερός, και ο καθένας χωριστά, να ένοιωθε, να ζήσει, να ζούσε, να βίωνε, με τρόπο καθαρά πνευματικό και ακατάλυπτο – ΟΧΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ – όχι με το νού, όχι με φαντασίες, όχι με ψευδοφάνιες,
όχι με ψευδοκαταστάσεις και ανατριχιάσματα, όχι, αλλά με ουράνια θεωρία, να μπορεί να βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, την καρδιά του, να ακουμπά, στο θεανθρώπινο στήθος του Κυρίου μας, εδώ.
Και στη συνέχεια να καταφιλά, όπως εκείνα τα παιδάκια, που ακουμπούσαν στο στήθος Του, πώς όλα μαζί δεν ξέρω, και ύστερα άρχισαν να του φιλούν τα χεράκια και τα πόδια τα πανάχραντα του Κυρίου,
να μπορούσαμε και μείς νοερά, να το κάνομε αυτό όπως τόκανε στην πραγματικότητα και ο Μέγας Παϊσιος.
Θα αισθανόμασταν τότε ανέκφραστη μακαριότητα, "τι ευτυχία Θεέ μου" θα λέγαμε,
Δεν τα βιώνουμε όμως …
Να γιατί εκκλησιαζόμεθα, να γιατί εκκλησιαζόμαστε, Φύγαν όλοι οι νεαροί στην ηλικία των 14, 15, 16,
Τι πάς εκκλησία, αφού δε καταλαβαίνεις, πώς θα καταλάβει το ξερό σου το κεφάλι;
Αφού δε προσεύχεσαι.
Αφού σε όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δε λές Χριστέ μου ελέησέ με, βοήθησέ με το σκοτισμένο μου μυαλό!
Σάμπως το λένε οι γονείς για τα παιδιά;
Εδώ βιώνουμε την ανθρώπινη τραγωδία μας, την αμαρτωλότητά μας, αλλά βιώνουμε όμως και την ελπίδα της σωτηρίας μας.

Αυτά πρόσφερε ο Άγιος Νεκτάριος σε κάθε Λειτουργία, στην Αγία Τριάδα στην Αίγινα, και όταν ο Άγιος λειτουργούσε, δεν συνέβαιναν μόνο αυτά που μου είπε και μου αποκάλυψε η αδελφή Θεοδώρα και το βρήκα ύστερα από 48 χρόνια αυτό το πράγμα γραμμένο σε ένα τριμμένο χαρτί, αλλά και στο Χερουβικό Ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, έμπαινε ολόκληρος μέσα σε ένα φώς, τόσο φώς που δεν τον έβλεπε η γερόντισσα Μαγδαληνή που ήταν διάκονος τότε του Αγίου Νεκταρίου σύμφωνα με την μαρτυρία.

Φοβερόν το μυστήριον, και όλο αυτό το μεγαλείο της αποκαλύψεως της θείας λαμπρότητος,
εισέρχεται μυστικά στις καρδιές όλων μας όσων τις έχουν ανοικτές.
Από τα απροσπέλαστα εκείνα μυστήρια των ουρανίων Θείων Λειτουργιών του Αγίου Νεκταρίου, είθε ο Άγιος να δίδει, να δωρίζει σε όλους εμάς που εκκλησιαζόμαστε σε κάθε ναό της χώρας, μετά φόβου Θεού, πίστεως, αγάπης, υπομονής και ταπεινού φρονήματος, λίγες στιγμές Θεέ μου, λίγες, λίγες, λίγες στιγμές, λίγα δευτερόλεπτα, μας φτάνουν, λίγα δευτερόλεπτα, έστω και πέντε, να μας χαρίσει τη θεία μακαριότητα που ζούσε εκείνος, μπροστά στην Αγία Τράπεζα όταν έκανε ή όταν έκανε προσευχή, με τη βεβαιωμένη ελπίδα ότι θα τύχουμε όλοι μας, την σωτηρία μας, δυνάμει του θείου ελέους και της Σταυρικής Του Θυσίας,

Αμήν.

Παρασκευή, Ιουλίου 25, 2014

Το κλειδί του Παραδείσου

Το κλειδί του Παραδείσου

Όταν ήμουν στον Άγιο Βασίλειο στην περίοδο 1970-80 είχα γνωρίσει μια οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν και η υπέργηρη κυρία Κατερίνα, την οποία περιποιείτο η κόρη της Καλλιρρόη.
Ο σύζυγος της κυρίας Καλλιρρόης ήταν δικηγόρος και λεγόταν Χριστόφορος Σταμάτουζας.

Η κυρία Κατερίνα, λόγω της ηλικίας της, ήταν συνεχώς σε μια καρέκλα, όπου καθόταν με πολλή δυσκολία. Δεν βάδιζε. Άρχισε να μη βλέπει κιόλας. Ήταν όμως χριστιανή που έκανε τα θρησκευτικά της καθήκοντα: το πρωί την προσευχή της, το βράδυ το Απόδειπνο, τους Χαιρετισμούς… Όταν άρχισε να μη βλέπει, μου έλεγε:

–Στενοχωρούμαι, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς να περάσω όλη την ήμερα, πώς να διαβάσω τις προσευχές μου.

Της είπα λοιπόν:

-Να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».

Της έδωσα κι ένα κομποσχοινάκι κι όπως καθόταν σε μια πολυθρόνα απ’ αυτές τις πάνινες, που έχουν και χερούλια, έλεγε την ευχή. Κι αυτό την είχε γλυκάνει και πολύ ευχαριστιόταν.

–Α, όλη την ήμερα, ούτε καταλαβαίνω πώς περνάει λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με»! Ευχαριστιέμαι μ’ αυτό, ευχαριστιέμαι πολύ, γλυκαίνεται το στόμα μου. Όλο έτσι έλεγε.

Κάποτε με ρώτησε:

–Θα με βοηθήσει αυτό, όταν θα έρθει ή ώρα να φύγω απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;

–Βεβαίως, της λέω, και να μη στενοχωριέσαι. Αν λες συνεχώς την ευχούλα να μην ανήσυχεις καθόλου! Θα έρθω εγώ και θα σου δώσω το κλειδί για ν’ άνοιξεις την πόρτα του Παραδείσου.

(Εγώ αυτό το είπα για να της δώσω ελπίδα και να της αφαιρέσω τον φόβο του θανάτου).

Αρρώστησε και βάρυνε πολύ. Πήγαινα και την κοινωνούσα σχεδόν κάθε εβδομάδα για να παίρνει δύναμη. Ένα βράδυ κατά τις 2.00 ή ώρα, ξυπνάει την κόρη της και λέει:

–Ετοιμάσου. Όπου να ναι έρχεται ο πατήρ Στέφανος να με κοινωνήσει.

–Ο πατήρ Στέφανος θα κοιμάται τώρα στο σπίτι του, της απάντησε ή κόρη της.

–Όχι, όχι, θα ΄ρθει, θα έρθει τώρα! Σε παρακαλώ, ετοίμασε το τραπεζάκι. Βάλε το θυμιατό, βάλε και το κερί.

(Έτσι έκαμαν πάντοτε. Ετοίμαζαν ένα τραπεζάκι στρογγυλό, με άσπρη πετσέτα και επάνω το καντήλι, το κηροπήγιο και το θυμιατό δίπλα, αναμμένα όλα. Άπλωνα το “μάκτρο”, ακουμπούσα πάνω τα τίμια Δώρα, έκανα την ένωση και την κοινωνούσα.)

–Τα ετοίμασες; ρώτησε την κόρη της.

–Τα ετοίμασα.

–Χτυπάει ή πόρτα. Πήγαινε να ανοίξεις.

Έκανε ή κόρη της ότι πήγαινε να ανοίξει. Αυτή περίμενε. Έκανε το σταυρό της, πήρε το “μάκτρο”, (υποθετικά), το έβαλε κάτω από το σαγόνι της, άνοιξε το στόμα της, κατάπιε, σκουπίστηκε, έδωσε πίσω το “μάκτρο”, έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε να φύγω. Ποιος ξέρει; Προφανώς Άγγελος την κοινώνησε στο πρόσωπο το δικό μου. Αποκλείεται να ήταν παραίσθησις. Ήταν ένα γεγονός πραγματικό, όπου κοινώνησε των άχραντων Μυστηρίων αλλά σε πνευματική μορφή.

Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν, πήγα, και μου είπαν ιδιαιτέρως τι συνέβη. Πλησίασα την άρρωστη και μου είπε:

– Σ’ ευχαριστώ πού ήρθες τη νύχτα… Το κλειδί που είναι;…

–Μη στενοχωριέσαι κυρία Κατερίνα και το κλειδί θα πάρεις! Την επομένη το βράδυ με ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη. Πήγα στο σπίτι και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ήρθε η στιγμή να φύγει και έλεγε:

Πάτερ Στέφανε, φεύγω! Ήρθαν οι Άγγελοι! Που είσαι; που είσαι; Έλα… ήδη με έφεραν μπροστά στην πόρτα του Παραδείσου και είναι κλειστή… Θέλω το κλειδί, το κλειδί, πού μου υποσχέθηκες, το κλειδί, το κλειδί… Α, ευχαριστώ…

Άπλωσε το χέρι της και φάνηκε σαν να πήρε ένα μεγάλο παλαιό κλειδί, γύρισε το χέρι της, όπως κάνουμε όταν ανοίγουμε με κλειδί μια πόρτα, κατέβασε το χέρι της, έκανε το σημείο του σταυρού, “σ’ ευχαριστώ…” είπε και εκοιμήθη. Έτσι έφυγε ή κυρία-Κατερίνα με το κλειδί του Παραδείσου στο χέρι!

Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο
“ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ”
του Πρωτ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Γιατί ο Δείπνος της Μ. Πέμπτης, ονομάζεται «Μυστικός Δείπνος»;

Ο Χριστός δίνει στους αποστόλους την Θεία Κοινωνία (μικρογραφία από τον χειρόγραφο κώδικα των Ευαγγελίων του Rossano, 6ος αιώνας μΧ)
Ο Χριστός δίνει στους αποστόλους την Θεία Κοινωνία (μικρογραφία από τον χειρόγραφο κώδικα των Ευαγγελίων του Rossano, 6ος αιώνας μΧ)
Η λέξη μυστικός παράγεται από το “μύστης” και αυτό από το “μυώ”. Άρα ο Δείπνος αυτός δεν έγινε κρυφά και απομονωμένα, αλλά για να αποκαλύψει, παρουσιάσει και διδάξει στους δώδεκα μαθητές Του ο Κύριος, ότι το μυστήριο της Σταυρικής Του Θυσίας ήδη έχει συντελεσθεί. Ο Δείπνος εκείνης της Πέμπτης λέγεται και είναι “ΜΥΣΤΙΚΟΣ”, διότι εμύησε ο Κύριος τους Μαθητές Του και διά των Μαθητών εμάς στη σωτήρια θυσία: Ιερούργησε ο ίδιος τη Σταυρική Θυσία του Γολγοθά. Με τον Μυστικό Δείπνο ο Χριστός με τρόπο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου και την κοινή λογική, προλαβαίνει τα γεγονότα της προδοσίας, της Δίκης, των Παθών, του Γολγοθά και της Θυσίας πάνω στον Σταυρό. Και τα προλαμβάνει διότι είναι παρόντα στην τροφή του Παναγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος Του… “Φάγετε από το Σώμα μου”, τους λέγει, “και πίετε από το Αίμα μου”. Είμαι το “Εσφαγμένο Αρνίον”. Για να μας ομιλεί έτσι ο Κύριος, σημαίνει ότι η Θυσία έχει ήδη συντελεσθεί και συνεχίζει με την δική μας Θεία Λειτουργία να συντελείται!
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Εὐχή καί φωτισμός τοῦ νοῦ

 
ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
   Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας ἀγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, πού καλλιεργοῦσε τήν Εὐχή, ὅπως τήν διδάχθηκε ἀπό τόν Γέροντά του, ταξίδευε μέ λεωφορεῖο ἀπό Ἀθήνα γιά Θεσσαλονίκη.
Σέ μία εἰκοσάλεπτη στάσι τοῦ λεωφορείου στοῦ “Λεβέντη”, κατέβηκε καί στάθηκε στήν ρίζα ἑνός παρακειμένου δένδρου μέ πολλή σκιά καί συνέχισε νά λέγη νοερά, τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», πρᾶγμα πού τό ἔκανε συνεχῶς καί σ᾿ ὅλο του τό ταξίδι.
Ξαφνικά…, καί χωρίς καμμιά προειδοποίησι, κατέβηκε καί εἰσῆλθε ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή στήν καρδιά του, μέ πλήρη τήν νοερά ἐνέργειά της. Καί τότε ἦλθε σέ ἔκστασι!… Ἦτο σάν νά χάθηκε…(Ὅταν ὁ προσευχόμενος νοῦς εἰσέρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βυθό τῆς καρδίας, ἀλλοιώνει νοερά ἀλλά καί μέ ἱεροπρέπεια ὅλο τόν

ψυχοσωματικό ἄνρωπο. Οἱ αἰσθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά. Οἱ σκέψεις ἀπαλείφονται καί σιγοῦν. Τόο σῶμα ἀγγελοποιεῖται… καί ὅλες οἱ λειτουργίες του οὐρανοποιοῦνται. Ἔτσι καί σ᾿ αὐτό τόν χριστιανό, πού περιῆλθε σέ ἔκστασι.)
 Φῶς ὡραιότατον, ἄλλοτε πάλλευκο καί ἄλλοτε λευκογάλαζο καί ἀσυγκρίτως καθαρώτερο καί λαμπρότερο ἀπό τό φῶς μιᾶς ἡλιόλουστης ἡμέρας, τόν ἔζωσε μέσα-ἔξω. Ἐγένετο κάτι σάν σύγκρασις-ἔνωσις
  • φωτός καί ψυχῆς,
  • φωτός καί νοός,
  • φωτός καί σώματος,
  • φωτός καί τοῦ χώρου γύρω του.
 Εἶχε τήν πνευματική αἴσθησι μιᾶς ἀνέκφραστης εἰρήνης καί θείας μακαριότητος. Εἶχε τήν αἴσθησι τῆς ἁγνότητος τοῦ θείου Φωτός ἀλλά καί τῆς ἁγνότητος ψυχῆς καί σώματος. Ἀνείπωτη εὐτυχία καί γεῦσι αἰωνιότητος…
 Ταυτόχρονα εἶχε καί μιά ἀκατάληπτη πνευματική ἐνόρασι… Τί εἶδεν; Ὁ Θεός γνωρίζει… Τί τοῦ ἀπεκαλύπτετο; Ὁ Θεός γνωρίζει… Ἄβυσσος τά κρίματα τοῦ Θεοῦ!…
 Καί ξαφνικά…, ἦλθε στόν ἑαυτό του ἀπό τό κορνάρισμα τοῦ λεωφορείου γιά τήν ἀναχώρησι. Καί μέσα σέ κατάστασι εἰρήνης καί ἄκρας ταπεινώσεως, σηκώθηκε καί μέ δυσκολία εἰσῆλθε στό λεωφορεῖο…
 Καί ἡ ἀπορία του: “Πῶς ἐγώ, πού εἶμαι «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία», δέχθηκα ἐπίσκεψι θείας Χάριτος μέ τόση λαμπρότητα, ἀφοῦ τά ἔργα μου, τά λόγια μου καί οἱ σκέψεις μου εἶναι καί λογίζονται «ὡς ράκος ἀποκαθημένης”;»
 Ὅταν ἀνέφερε τό γεγονός στόν Γέροντά του, πῆρε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: «Στά τοῦβλα τῆς ψυχῆς σου ἔπεσε κατ᾿ ἄκραν συγκατάβασιν μιά ἀκτῖνα θεϊκοῦ Φωτός, γιά νά τήν ξεβρωμίση λίγο. Παρά ταῦτα, τοῦβλο εἶσαι… καί τοῦβλο παραμένεις…»
 (Ἡ ἀπάντησις τοῦ Πνευματικοῦ εἶχε σκοπό νά φυλάξη τήν ψυχή του ἀπό τήν οἴησι, τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό καί τήν κενοδοξία. (Προσωπικές σημειώσεις)).
 Αὐτό τό βίωμα τοῦ ἀνωνύμου χριστιανοῦ ἦτο μιά ἀπό τίς ἄπειρες δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα Του, πού ἠγωνίζετο καθημερινά καί μέ πολύ φιλότιμο νά λέγη τήν Εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τηρῶντας κατά δύναμιν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί συμμετέχοντας μέ πολλή ταπείνωσι στά πανάγια σωστικά Μυστήρια.
 Οἱ μεγάλες δωρεές καί τά πλούσια καί πολλαπλᾶ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, χωρίς πλάνη, ἔρχονται κατ᾿ ἐξοχήν διά μέσου τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
 Ὅταν ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή εἰσέρχεται, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βάθος τῆς καρδιᾶς, στό ἀπύθμενο πνευματικό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ἐκεῖ συναντᾶ τήν ἄνωθεν εἰρήνη, τήν«”ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. Δ΄: 7). Ἐκεῖ ὁ νοῦς μας συναντᾶ τόν θεῖο Σαββατισμό, τήν ἀπόλυτη ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, Διότι:
  • ἐκεῖ εὐωδία πνευματική,
  • ἐκεῖ θεία μακαριότης,
  • ἐκεῖ ἡ πάλλευκος αὐγή,
  • ἐκεῖ τό ἀπρόσιτον κάλλος,
  • ἐκεῖ ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων,
  • ἐκεῖ ἡ ὑπερουράνιος ἀγαλλίασις,
  • ἐκεῖ τό ἐράσμιον καί ἄκτιστον Φῶς,
  • ἐκεῖ ἡ πνευματική αἴσθησις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἔτσι, ἐκτός τῆς προφορικῆς Εὐχῆς, ὑπάρχει καί ἡ πνευματική προσευχή μέ τήν νοερά ἐνέργειά της, ὅπου ὁ χριστιανός, ὁ ἀφοσιωμένος στήν εὐχούλα, κάθεται σ᾿ ἕνα σκαμνί ἤ στέκεται ὄρθιος καί σκύβει τό κεφάλι ἀριστερά, πρός τό μέρος τοῦ στήθους, κι ἀρχίζει νά λέγη τήν Εὐχή,
  • ἀμετεώριστα,
  • ἀφάνταστα,
  • ἀνεικόνιστα,
  • ἀνείδεα – ἀνίδεα,
  • ἀσχημάτιστα,
  • ἄμορφα
  • μέ βία πολλή,
  • μέ πόνο σωματικό
καί λίγο μέ τήν βοήθεια τῆς ἀναπνοῆς (εἰσπνοή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἐκπνοή: «ἐλέησόν με»).
Αὐτή ἡ ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς γίνεται μέσα στήν νύχτα καί σέ ἀπόλυτη ἡσυχία, μέ τά μάτια κλειστά καί τό νοῦ βυθισμένο στήν καρδιά, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἐνδιάθετος λόγος συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Καί προσοχή: Πάντοτε σέ συγκεκριμένη ὥρα τῆς νυκτός, βυθισμένος ὁ “εὐχόμενος” στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί στήν ἀπόλυτη ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχάς, κάνοντας ἕνα τέτερτο τήν Εὐχή πού, ὕστερα ἀπό λίγο χρόνο, θά γίνη μισή ὥρα καί κατόπιν μία ὥρα ἤ καί περισσότερο,σύμφωνα πάντα μέ τίς δυνάμεις μας καίμέ τίς ὁδηγίες τοῦ ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ καί Πνευματικοῦ. Ἔτσι, πότε καθιστοί σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καί πότε-πότε ὄρθιοι, γιά νά μή μᾶς πιάση ὁ ὕπνος, θά λέμε τήν Εὐχούλα, βυθίζοντας τόν νοῦ μας μαζί μέ τήν Εὐχή καί μέ ὄλη μας τήν ἀγαπητική διάθεσι καί προαίρεσι ΜΕΣΑ στήν ΚΑΡΔΙΑ.
Γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, πρέπει νά προηγοῦνται, κατά τούς Νηπτικούς Πατέρας, τά ἑξῆς: (πού συστήνονται καί ἀπό τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τό Ἡσυχαστή ἀλλά καί τόν δικό μου Γέροντα):
  • Ἰερές σκέψεις γιά τό Πάθος καί τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου.
  • Σκέψεις γιά τόν θάνατό μας, ἄν ἔλθη ἐκεῖνο τό βράδυ…, καί πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων, πού θά διεκδικοῦν τήν ψυχή μας ἤ πῶς θά βρεθοῦμε μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ παρουσία καί τί θά κληρονομήσουμε; τόν παράδεισο ἤ τήν κόλασι;
  • Σκέψεις γιά τήν ζωή τῶν Ἁγίων στόν παράδεισο καί τήν διακονία τῶν Ἀγγέλων γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
  • Καί ἰδιαίτερες σκέψεις γιά τήν προσωπική μας σωτηρία, τήν μετάνοια μας καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς γνήσιος ἡσυχαστής καί μιμητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, καλλιεργοῦσε πάρα πολύ τά δάκρυα στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία του. Ὅταν ὁ νοῦς πενθῆ, ἔλεγε, φωτίζεται καί δέχεται ἀπό τόν Θεόν ἀπερίγραπτη παράκλησι καί παραμυθία, σύμφωνα μέ τόν μακαρισμό:«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅ τι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε΄: 4). Ἕνα πρᾶγμα πίστευε κι ἦτο πρᾶξις γι᾿ αὐτόν: Ὅτι σέ κάθε ἐνθύμησι τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν τρέχουν ἀπό τά μάτια μας δάκρυα, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει μέσα ἡ ἄγνοια, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ σκληρότης τῆς καρδιᾶς.
Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός καί ἀμόλυντος καί ὡς καθαρός καί ἀμόλυντος ἑνωθῆ, ἐν Χριστῷ, μέ τήν καρδιά, εὐθύς ἀμέσως ἀποδιώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι, πού κυριεύει καί βασανίζει τήν ψυχή μας καί τόν νοῦ. Ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ὄλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικά ἀλλοιώνεται ἀπό τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καί γίνεται ὅλος ΦΩΣ. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καί ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά.
 Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλή πρός ὅλους, μοναχούς καί λαϊκούς, ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὅποιος θέλει, ἄς δοκιμάση. Νά δοκιμάση νά λέγη τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἕστω καί προφορικά. Κι ὅταν χρονίση ἡ ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, τότε μέσα του θά ζήση τόν παράδεισο! Θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη. Θά γίνη ἄλλος ἄνθρωπος, ἕστω κι ἄν εἶναι χριστιανός πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο. Ἡ δοκιμή ὅμως θά γίνεται πάντα μέ τίς ὁδηγίες ὁδηγοῦ ἀπλανοῦς, καθαροῦ καί φωτισμένου.
 Ἀνάλογα λοιπόν μέ τόν κόπο του ὁ χριστιανός καί τήν καθαρότητα πού θά ἔχη καί τήν ταπείνωσι πού θά καλλιεργῆ, θά γευθῆ πολύτιμους καρπούς ἀπό τήν κατά δύναμι Νοερά Καρδιακή προσευχή.
Ἄν πάλι αὐτός ὁ ἐργάτης τῆς Καρδιακῆς προσευχῆς ζῆ στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὦ!, τότε δέν περιγράφονται τά οὐράνια χαρίσματα τῆς Εὐχῆς.
  Κατά τήν Ἁγία Γραφή νοῦς καί καρδιά ταυτίζονται. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι συγχρόνως καί τό μάτι τῆς ψυχῆς μας. Κι ὅταν τό μάτι εἶναι καθαρό, τότε ὄλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός, ἁγιασμένος, κεχαριτωμένος. Ὁ νοῦς ἀκόμα εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ὁ καθρέπτης εἶναι καθαρός καί φωτεινός, τότε μέ πολλή φυσικότητα μπορεῖ καί ἀντικατοπτρίζεται μέσα σ᾿ αὐτόν τό ἄκτιστο δεσποτικό Φῶς τῆς τρισηλίου Θεότητος. Τί φωτίζει; τόν ὅλο ἄνθρωπο, μέσα κι᾿ ἔξω! Φωτίζει τόν νοῦ, τόν λόγο, τό πνεῦμα, τίς νοερές ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, τίς αἰσθήσεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς διαθέσεις, ἀκόμη καί τίς φυσικές ἁπλές κινήσεις τῶν ἁγιασμένων Γεροντάδων…
 Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ἡ Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς, μοῦ διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἀξιοθαύμαστη ἐμπειρία της, πού τῆς συνέβη στά μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς, τότε πού ὑπῆρξε ἡ μεγάλη πεῖνα, ἡ γύμνια καί ἡ παντελής φτώχεια.
 Ἦτο ἀκόμη λαϊκή τήν ἐπόχή ἐκείνη, καί λόγῳ τῆς μεγάλης στερήσεως πού ὑπῆρχε σέ τρόφιμα, μόλις καί μετά βίας ἐξοικονομοῦσε μιά φετοῦλα ψωμάκι γιά ὅλη τήν ἡμέρα! Τίποτε ἄλλο!
 Ἔτσι, ἔφθασε καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τό δέ Μεγάλο Σάββατο ἡ κατάστασίς της ἦτο δραματική. Τό βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί κάθησε σέ μιά γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι, λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
 Ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού ἄρχισαν νά καταφθάνουν στήν ἐκκλησία, κρατοῦσαν καί ἀπό ἕνα κερί. Ἄλλος μικρό καί ἄλλς μεγάλο. Καί στό «Δεῦτε λάβετε φῶς…» ἐκείνη δέν πῆγε νά πάρη φῶς, γιατί δέν εἶχε οὔτε τό πιό μικρό κεράκι.
  • Ἐσύ, Χριστέ μου, ἔλεγε μέσα της, ἀποφάσισες νά μήν κρατάω οὔτε μιά λαμπαδίτσα… Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!
Καί μέσα στήν προσευχή της ἐξέφραζε τήν ἀγωνία της καί κάποια μικρά παράπονα στόν Χριστό γιά τίς στερήσεις, τήν πεῖνα πού τήν θέριζε, γιά τήν λαμπάδα πού δέν εἶχε, ἐνῶ συγχρόνως μέ δάκρυα στά μάτια ἔλεγε συνεχῶς τήν ΕΥΧΗ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «νά ᾿ ναι εὐλογημένο».
Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε εἰπωθῆ τό «Χριστός ἀνέστη» καί ἄρχισε ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Στή μέση τῆς ἀκολουθίας λιποθύμησε ἀπό τήν ἐξάντλησι ἐξ αἰτίας τῆς πείνας τόσων ἡμερῶν, χωρίς νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τούς γύρω χριστιανούς.
Συνῆλθε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Πασχαλινῆς Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος…» (Ἰωάν. Α΄: 1). Τότε λές καί ἄκουγε ἀπό τό στόμα τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέως καί Πνευματικοῦ της χίλια οὐράνια ραδιόφωνα νά διαλαλοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού εἶναι καί ὁ θρίαμβός της.
Αὐτά τά λόγια χαράχθηκαν βαθειά μέσα στήν ψυχή της, τήν κατέλαβαν ὁλόκληρη ψυχοσωματικά, καί τῆς δημιούργησαν ἕναν πρωτόγνωρο ἀξιοθαύμαστο χορτασμό,
ΚΑΙ στήν καρδιά.
ΚΑΙ στίς αἰσθήσεις.
ΚΑΙ στό σῶμα,
πού ἀδυνατοῦσε νά τόν περιγράψη μέ λόγια. Ἦτο χορτάτη καί στήν ψυχή καί στό σῶμα! Χορτάτη!!!
ἀργότερα τῆς ἦρθε ὁ λογισμός καί ἡ ἐσωτερική πληροφορία ὅτι οἱ Πατέρες τῆς “ἐρήμου” καί οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές, αὐτόν τόν ὑπερχορτασμό ἠσθάνοντο καί ἐβίωναν, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔτρωγαν καί δέν ἐγεύοντο γιά ἀρκετό καιρό τίποτε.
 Καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται πληρότητα στήν ψυχή της, μέ ταυτόχρονο ὑπερουράνιο χορτασμό, κατά τήν ὁμολογία της, μέ ὑπερκόσμια εὐωδία καί ἄρρητη γεῦσι. (Σάν νά εἶχε γευθεῖ τά γλυκύτερα μέλια καί ὅλα τά γλυκά τούτου τοῦ κόσμου).
Ἡ ἀκατάπαυστη αὐτή οὐράνια γλυκύτητα καί ὁ πνευματικός αὐτός χορτασμός αἰσθάνθηκε νά καταπλημμυρίζουν ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς της νά πληροῦνται ἀπό οὐράνιο πλοῦτο.
Ἡ καρδιά της νόμιζε ὅτι θά σπάση ἀπό τήν πολλή εὐτυχία πού ἀπολάμβανε, διότι, ἔνῶ ἐκείνη δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ τήν διπλῆ Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ταυτόχρονα μέσα στήν καρδιά της ἔψαλλε ὄχι μόνο μέ τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί μαζί μέ πλῆθος χορῶν ἁγίων Ἀγγέλων τό «Χριστός ἀνέστη».
Γι᾿ αὐτό, μετά τήν Θεία Κοινωνία της καί πρίν τελειώσει ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, ἔφυγε ἀμέσως πολύ γρήγορα γιά τό σπίτι της, γιά νά μή χάση αὐτό τό οὐράνιο μεγαλεῖο, πού βίωνε ψυχοσωματικά μέ τόση μεγαλοπρέπεια.
Καί ᾿ κεῖ δέν ἤθελε νά φάη αὐτό, πού τόσο πτωχά εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἐξαδέλφη της… Τίποτε, μά τίποτε, οὔτε μιά σταγόνα νερό δέν ἤθελε. Καί μοῦ ἔλεγε:
  • Πάτερ Στέφανε, τά χείλη μου δέν μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν τήν οὐράνια γεῦσι πού ἠσθάνοντο, καί ἦτο -πῶς νά τό πῶ; – σάν νά ἐγεύοντο χίλια μέλια θείας Χάριτος!
(Τούς σκληρούς ἀγῶνες, πού ἔκανε ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Μακρίνα, ὅταν ἦτο ἀκόμη στόν κόσμο ὡς λαϊκή, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά τούς φθάσουμε, ἀλλά οὔτε κἄν νά τούς καταλάβουμε μέ τό κοσμικό μυαλό, πού ἔχουμε…, σέ ἀντίθεσι μέ τίς δικές μας σημερινές προσπάθειες, πού εἶναι τελείως ἀναιμικές, ἀδύνατες, χλιαρές καί νερόβραστες.(Προσωπικές σημειώσεις)
Ἔτσι, ἐκείνους πού ἐντρυφοῦν στήν Καρδιακή προσευχή, μέ τήν ἐπίβλεψι ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ, ὄχι μόνο μοναχούς καί ἡσυχαστές, ἀλλά καί ἀγωνιζομένους πιστούς χριστιανούς, ἡ θεία Χάρις αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τούς ἀναβιβάζει στήν τελείωσι, στόν θρόνον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ! Εἶναι πλέον οἱ πρέσβευταί ἐκεῖνοι, πού δυσωποῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας!
Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπάξη τήν Εὐχή, τήν ἐγκλωβίση μέσα του καί τήν κατεβάση στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ “εὐχομένου” νοερῶς, τότε ἡ ψυχή ἀνέρχεται στά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ ὑπερνοητοῦ οὐρανοῦ τῶν Οὐρανῶν, στήν Πόλι τοῦ Θεοῦ τήν ἁγία καί νοερῶς “ὁρᾶ καί ἅπτεται” ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, «δι᾿ ἐσόπτρου» καί «ἐν αἰνίγματι»(Α΄ Κορ. ιγ΄: 12), τά ἀγαθά τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. Γ΄: 20). Ἐπειδή ὅμως προσφέρονται λόγοι θείας καί ὑψηλῆς πνευματικῆς ἐργασίας γιά τήν Νοερά προσευχή, αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβουμε τούς λόγους τοῦ Θεοφάνους τοῦ Μοναχοῦ, πού μᾶς ἐκφράζουν σέ ἀπόλυτο βαθμό: «Μή νομίσης ὡς διδάσκων ταῦτα λέγω, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἐμαυτόν στηλιτεύσω ἐν τούτοις, ὁρῶν ἔπαθλα τῶν ἀγωνιζομένων καί τήν ἐμαυτοῦ ἀκαρπίαν ἐκ πάντων».(Θεοφάνους Μοναχοῦ, Κλίμακα χαρίτων, Φιλοκαλία.. τ. Γ΄, σελ. 62).
 Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 Ἀπότόβιβλίο:««Εὐχή μέσα στόν κόσμο«
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης
πηγή   το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2014

Κήρυγμα εις τους Γ Χαιρετισμούς Μερικά αίτια στή γέννηση τών παθών καί η καταπολέμησίς τους π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα, 
δηλαδή Χαίρε Υπεραγία Θεοτόκε, που νεκρώνεις με τις πρεσβείες σου τον άνθρωπο από την φλόγα των παθών.
Χριστιανοί μου, από τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον εαυτόν μας μέχρι σήμερα, στην όποια ηλικία και αν είμεθα, παιδιά, νέοι, μεσήλικες και γερόντια, διαπιστώνουμε με λύπη ότι μας πολεμούν συνεχώς κάθε μέρα, πολλών ειδών πάθη. 
Πριν από κάθε ορθρινό ή εωθινό Ευαγγέλιο, όπως και στις παρακλήσεις ψάλουμε το γνωστό σε όλους μας «εκ νεότητός μου πολλά πολεμεί με πάθη». Από μωρά δηλαδή μας πολεμούν τα πάθη, που είναι και οι αρρώστιες της ψυχής. 
Όπως κάθε αρρώστια έχει τις εκδηλώσεις της, πυρετό, πόνο, ζάλη, εμετούς, εξανθήματα, πύον, και χίλια δυο άλλα, έτσι και τα πάθη έχουν και αυτά τις εκδηλώσεις τους. Εκδηλώνονται δηλαδή ως κακές επιθυμίες, ως διεστραμμένες ορμές, ως πονηρές συνήθειες και ως κακές έξεις. 
Κάθε άνθρωπος που γεννιέται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, γεννιέται με τη ροπή προς το κακό. Με κλίση προς το κακό και την αμαρτία. Η Αγία Γραφή μας βεβαιώνει λέγοντας ότι ο άνθρωπος εκ νεότητος ρέπει προς τα πονηρά, δηλαδή από της γεννήσεώς του. Φωλιάζουν μέσα μας τα πάθη σαν τους σπόρους που φυτεύονται στη γη. Κάποτε φυτρώνουν αυτοί οι σπόροι, και κάτω από κατάλληλες καιρικές συνθήκες και με τις φροντίδες και τις περιποιήσεις των γεωργών φυτρώνουν, μεγαλώνουν, γιγαντώνουν και δίνουν τους καρπούς των. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποικιλία των διαφόρων αδυναμιών και κακών κλίσεων που έχουμε μέσα μας, από τη γέννησή μας. Τις περισσότερες φορές αυτά τρέφονται και μεγαλώνουν και γίνονται πάθη, από μας τους ίδιους τους γονείς προς τα παιδιά μας, που τους δίδουμε το κακό παράδειγμα. Όσο πικρή και αν είναι αυτή η αλήθεια, πρέπει να λέγεται, πρέπει να ακούγεται, πρέπει να διαλαλείται. Ότι τις περισσότερες φορές για τα πάθη των παιδιών μας φταίμε εμείς οι γονείς. 
Άλλοτε πάλι οι γονείς μεν είναι ευσεβείς, αλλά έχουν κάποιες αδυναμίες και ιδιαιτερότητες προς τα παιδιά τους, και έτσι ανέχονται τα μικρά τους στραβά κουσούρια, είναι πέρα από κάθε μέτρο επιεικείς, προσφέρουν με αφθονία και αδιακρισία τα υλικά αγαθά, και δεν ελέγχουν μετά σοβαρής αυστηρότητος και τις πλέον μικρές αλλά πικρές παρεκτροπές. 
Άλλοι πάλι από τους γονείς είναι πολύ νευρικοί, πολύ θυμώδεις, με πολλές φωνές, και αδιάκριτες ξυλιές και άλλοι πάλι είναι τελείως αδιάφοροι. 
Μερικοί, το ακούω με φρίκη αυτό στην Ιερά Εξομολόγηση, παίρνουν οι ίδιοι τα παιδιά τους από το χέρι και τα οδηγούν στην αμαρτία. Τα μαθαίνουν την κακία, την πονηριά, το ψέμα, τη διαφθορά, την κλοπή και χίλια δυο άλλα μύρια κακά. 
Υπάρχουν και μερικοί κακοί μπαμπάδες, πατέρες, που όλα τα στραβά τα ρίχνουν στις γυναίκες τους ενώ η κυρίως αιτία είναι η αναισθησία τους. 
Υπάρχει που υπάρχει το κακό μέσα στις παιδικές ψυχούλες, και αντί να καλλιεργήσουμε το καλό, το αγαθό, το θεοσεβές, δηλαδή την θεοσέβεια και την αρετήν, εμείς με την όλη μας διαγωγή, τρέφουμε τις αδυναμίες τους, τα κάνουμε πάθη και τα οδηγούμε στην καταστροφή. Και όλα αυτά στην παιδική ηλικία. Τα βλέπουμε! 
Ξέρετε πόσα παίρνουν τα παιδιά των έξι μηνών, του ενός έτους, των δύο, των τρία, των πέντε… Μέχρι κάποια ηλικία ας πούμε δέκα ετών, από κεί και ύστερα, μετά από αυτήν την ηλικία δηλαδή, αρχίζει να αποκτά το παιδί την δική του κρίση, αν και την έχει πολύ πιο νωρίς, αλλά ας την βάλουμε εμείς αυτήν την ηλικία μετά τα επτά και τα δέκα, διότι τότε διαβάζουμε και την ευχή που αποδίδει ευθύνη στο παιδί, «Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός …», αυτή η ευχή διαβάζεται ως συγχωρητική ευχή, των κεκοιμημένων μετά την ηλικία των επτά ετών. 
Το παιδί λοιπόν με την δική του κρίση, κάνει τις δικές του επιλογές, και έχει πλέον και τις δικές του ευθύνες. Αλλά ότι κακό ή καλό σπείραμε, αυτό και θα θερίσουμε. Αυτό θα θερίσουν και τα παιδιά που μεγαλώνοντας, ποιος το ξέρει, ή θα γιγαντώσουν ακόμα τα πάθη τους, ή θα τα σμικρύνουν και θα τα εξαφανίσουν, με τον πνευματικό αγώνα που θα κάνουν μέσα από την Ορθόδοξη Παράδοση και Εκκλησία, με την συμμετοχή τους, στα Πανάγια σωστικά μυστήρια, με την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, εργαζόμενοι το έργον της σωτηρίας, μετά συντριβής και μετανοίας. 
Δυστυχώς χριστιανοί μου, δυστυχώς λέω, όλοι μας έχουμε κλίσεις, αδυναμίες, ελαττώματα και πάθη που μας ταλαιπωρούν και μας βασανίζουν καθημερινά, αναστατώνουν τα νεύρα μας, ανακατεύουν τα σωθικά μας, ποτίζουν το μυαλό μας, ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και στο τέλος μας κολάζουν. Άλλοτε πάλι έρχονται στιγμές εξάψεως, και από ασήμαντες αφορμές φουντώνουν τα πάθη ακόμα πιο πολύ, μας τυλίγουν σαν φλόγες και καταστρέφουν την ειρήνη μέσα στην ψυχή. Την αγάπη μεταξύ των συζύγων, μεταξύ των αδελφών, και των συγγενών. Αφαιρούν την ασφάλεια και την σιγουριά απ’ τα παιδιά μας, γκρεμίζουν την οικογενειακή ευτυχία, χαλάνε μακροχρόνιες φιλίες, εκμηδενίζουν κάθε πνευματική προσπάθεια για πρόοδο και για σωτηρία. Τα πάθη δεν καταστρέφουν μόνον προσωπικά, τον κάθε άνθρωπο χωριστά, αλλά στην έξαψή τους όπως είπαμε, δεν διαλύουν μόνον την οικογένεια, αλλά ακόμα και ολόκληρες κοινωνίες, λαούς και έθνη. 
Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα. Η εικόνα αυτή των πυρίνων φλογών, που χρησιμοποιείται από τους Χαιρετισμούς, είναι πολύ χαρακτηριστική. Την έχουμε δει και με τα μάτια μας, όπως η πυρκαγιά, όταν απλώνεται στο δάσος, τυλίγει με τις φλόγες της τα πάντα, και αφήνει πίσω της σεληνιακό τοπίο στάχτης και ολοκληρωτικής καταστροφής, έτσι γίνεται και με την φλόγωση των παθών. Απλώνεται πρώτα στο νού μας, τον οποίον θολώνει και σκοτίζει, και κατόπιν στην καρδιά μας, προκαλώντας αφόρητη κατάσταση, πριν ξεθολώσει. 
Τα παραδείγματα θα τα πάρουμε από τον ίδιον τον εαυτόν μας, όταν τον βλέπουμε κάτω από την επίδραση των διαφόρων παθών. Θρέφεις μια φωτιά; Συντηρείς αυτήν και μεγαλώνει. Τρέφουμε τα πάθη μας; Και αυτά μεγαλώνουν, φουντώνουν και στο τέλος καταστρέφουν. Τα τρέφουμε τα πάθη μας θα πει ότι ικανοποιούμε τις αμαρτωλές μας επιθυμίες. Και όσον τις ικανοποιούμε, τόσον και περισσότερο αυξάνονται αυτές οι επιθυμίες. Έτσι η αμαρτωλή επιθυμία σιγά σιγά καθίσταται ψύχωση, μανία, και καταλήγει στην αιχμαλωσία, την εξάρτηση και τέλος στον θάνατο και στον αιώνιον θάνατον. 
Και όταν κάποιος δεν μπορεί άμεσα να ικανοποιήσει το πάθος του στην αρχή λυπάται, αδημονεί, στεναχωρείται, μελαγχολεί. Είναι νευρικός. Ύστερα αρχίζει να οργίζεται, να θυμώνει, να βρίζει και να δημιουργεί άσχημες σκηνές, στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία. Και αν και τώρα δεν ικανοποιήσει το πάθος του, τότε ολοκληρώνει την αυτοκαταστροφή του, και γίνεται μέχρι και ψεύτης, κλέφτης, ακόμα και φονιάς, χωριστά ότι ξεπουλάει τα πάντα απ’ το σπίτι του, για να μην μπούμε σε άλλες λεπτομέρειες. 
Και τώρα μπαίνει το ερώτημα, σώζεται αυτός ο άνθρωπος; Δόξα τω Θεώ σώζεται. Και σώζεται από τον Σωτήρα, τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό, που ήλθε στον κόσμο για να τον σώσει και όχι για να τον κρίνει. «Εγώ ήλθον για να σώσω τον κόσμον, και όχι για να τον κρίνω». 
Με την πίστη, την μετάνοια, την προσευχή και τα Πανάγια Μυστήρια, μπορούμε όλοι μας να ελευθερωθούμε σιγά σιγά από τα πάθη, να ειρηνεύσουν οι λογισμοί μας, να φωτισθεί ο νους μας και το μυαλό μας, να καθαρισθούν οι αισθήσεις μας, να ξαναζωντανεύσουν και να αναζωογονηθούν όλες οι ψυχικές μας δυνάμεις. Η προαίρεσή μας είναι να κατεργασθούμε μετά φόβου και τρόμου την σωτηρία μας, ακολουθώντας τον δρόμον του Σταυρού και της θυσίας. 
Η ξεδιάντρωπη προβαλλομένη σαρκολατρεία, τα φοβερά έκτροπα των τηλεοράσεων, ο πάνδημος υλιστικός τρόπος ζωής των ημερών μας, και η κατάλυσις των αξιών της Ευαγγελικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συντελούν στο να εξάπτωνται στο έπακρον τα ακατανόμαστα πάθη. 
Έτσι παρασύρονται και πέφτουν σε μεγάλες αμαρτίες οι χριστιανοί στην πατρίδα μας υπερκαλύπτοντες και αυτόν ακόμη τον ___. 
Αλλά όπως όμως ο Πανάγιος Θεός, προστάτεψε τους τρείς παίδας μέσα στην κάμινο του πυρός με θαυματουργικό τρόπο, και το επαναλαμβάνομε αυτό κάθε φορά που ψάλουμε τον κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, έτσι και όλους εμάς, που ζούμε μέσα στην κόλαση της φωτιάς, της αμαρτωλής και ξεδιάντρωπης εποχής μας, μπορεί να μας προστατεύσει ο Θεός με πολλούς τρόπους αρκεί εμείς να το θελήσουμε. 
Η θέλησίς μας, η θέλησή σου, και η θέλησή σου και η θέλησίς μου, δηλαδή η καλή μας προαίρεσις είναι αυτή και μόνη που θα μας οδηγήσει στην αληθινή μετάνοια. Και μετά της μετανοίας θα ζωντανέψει η πίστις μας, θα ενεργοποιηθεί η αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον. Θα πολλαπλασιασθεί η προσευχή μας, και το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» δεν θα λείψει από τα χείλη, από το νου και απ’ την καρδιά. Θα πυκνώσει η συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία και στα λοιπά μυστήρια, και δεν θα πηγαίνουμε μόνον τρείς και πέντε φορές το χρόνο στην εκκλησία. Θα αρχίσει η μελέτη των Αγίων Γραφών και των καλών άλλων βιβλίων και δη βέβαια των Πατέρων της Εκκλησίας, και θα αυξηθεί και το συναίσθημα της αμαρτωλότητός μας και όλα θα πάρουν τον δρόμο για την σωτηρία. Στην αποδυνάμωση των παθών, και το σβήσιμο της αντιπάλου φλόγας των κακιών και πονηριών μας, θα συντελέσουν τα μέγιστα οι πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σ’ αυτήν καταφεύγουμε για να σβεστούν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού τα καθ’ ημών δολίως κινούμενα. 
Στην Παναγία μας λοιπόν θα προστρέχουμε όταν μας κυκλώνουν οι πειρασμοί. Στην Παναγία μας θα γονατίζουμε για όλα μας τα προβλήματα, τα βάσανα και όλους τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ζωής. 

Χριστιανοί μου, η μόνη ασφαλής οδός προς τον Χριστό τον Σωτήρα μας είναι η μεσιτεία της Παναγίας Μητρός Του, της Θεοτόκου. Διότι είναι η μόνη που σβήνει με τις πρεσβείες της και τις μεσιτείες της, τις φλόγες των παθών. Γι’ αυτό ακριβώς και ξανά και πάλι ξανά, θα κραυγάσουμε θριαμβευτικά 
«Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα»,
Αμήν

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014

Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;




Σ’ ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τὸ ὁποῖο εἶχε φυλάξει στὸ ἀρχεῖο του ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, πατὴρ Ἀρσένιος Κομπούγιας, τοῦ ἡσυχαστηρίου «Παναγία ἡ Γοργοεπήκοος» στὴ Ναύπακτο, γράφει τὸ ἑξῆς σημαντικὸ γεγονός:

Ἕνας ἱερεὺς ζηλωτὴς, μὲ πλούσια δράση, εἶδε κάποτε ἕνα ὄνειρο. Ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχει περιγράψει ὡς ἑξῆς:

«Καθόμουνα στὴν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἐργασία. Τὸ σῶμα μου πονοῦσε ἀπ’ τὴ μεγάλη κόπωση.

Πολλοὶ στὴν ἐνορία μου ζητοῦσαν τὸν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Καὶ πολλοὶ τὸν εἶχαν βρεῖ. Ἡ ἐνορία μου προόδευε ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἡ ψυχὴ μου πλημμύριζε ἀπὸ χαρά, ἐλπίδα καὶ θάρρος. Τὰ κηρύγματά μου ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση. Πολλοὶ προσήρχοντο στὴν Ἐξομολόγηση. Ἡ ἐκκλησία μου ἦταν πάντοτε ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Εἶχα κατορθώσει νὰ κινητοποιήσω ὁλόκληρη τὴν ἐνορία.

Ἱκανοποιημένος ἀπ’ ὅλα, ἐργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ἐξαντλήσεως. Ἐνῷ σκεπτόμουνα ὅλα αὐτὰ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς, ποὺ θὰ σᾶς περιγράψω:

Ἕνας ξένος μπῆκε στὸ δωμάτιο χωρὶς νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γλυκὸ κι εἶχε μεγάλη πνευματικότητα. Ἦταν καλὰ ντυμένος καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι του μερικὰ ὄργανα χημικοῦ ἐργαστηρίου. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση προκαλοῦσε παράξενη ἐντύπωση. Ὁ ξένος μὲ πλησίασε. Κι ἐνῷ μοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι του γιὰ νὰ μὲ χαιρετήσει, μὲ ρώτησε:

-Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;

Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ μοῦ προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατὶ ἤμουν πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὸ ζήλο μου. Καὶ δὲν εἶχα καμία ἀμφιβολία, πὼς κι αὐτὸς ὁ ξένος θὰ ἦταν πολὺ χαρούμενος, ἄν τὸν γνώριζε.

Τότε, ὅπως θυμᾶμαι ἀπ’ τὸ ὄνειρό μου, γιὰ νὰ τοῦ δείξω πόση ἀξία ἔχει ὁ ζῆλος μου, σὰν νὰ ἔβγαλα ἀπ’ τὸ στῆθος μου μιὰ συμπαγῆ μᾶζα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε σὰν χρυσάφι. Τοῦ τὴν ἔβαλα στὸ χέρι καὶ τοῦ λέω:

-Αὐτὸς εἶναι ὁ ζῆλος μου.

Ἐκεῖνος τὴν πῆρε καὶ τὴ ζύγισε προσεκτικὰ πάνω στὴ ζυγαριὰ του:

-Ζυγίζει πενῆντα κιλά, μοῦ λέει σοβαρά.

Ἐγὼ μόλις ποὺ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ χαρὰ μου γιὰ τὸ βάρος αὐτό. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ σοβαρότητα, σημείωσε τὸ βάρος σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ συνέχισε τὴν ἐξέτασή του.

Ἔσπασε τὴ μᾶζα ἐκείνη σὲ κομμάτια καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα χημικὸ τηγάνι πάνω στὴ φωτιά. Ὅταν ἡ μᾶζα ἔλειωσε καὶ καθαρίστηκε, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὴ φωτιά. Ξεχώρισε τὰ διάφορα στοιχεῖα. Ὅταν αὐτὰ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τὰ ἄγγιζε μ’ ἕνα σφυράκι καὶ ζύγιζε τὸ βάρος κάθε κομματιοῦ πάνω στὸ χαρτί.

Ὅταν τελείωσε, μοῦ ἔριξε μιὰ ματιὰ γεμάτη ἀπὸ συμπόνια καὶ μοῦ λέει:

-Εὔχομαι νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σωθεῖς.

Κι ἀμέσως, ἐγκατέλειψε τὸ δωμάτιο.

Στὸ χαρτὶ ποὺ μοῦ ἄφησε στὸ τραπέζι, ἦταν γραμμένα τὰ ἑξῆς:

Ἀνάλυσις τοῦ ζήλου τοῦ ἱερέως Χ.

Συνολικὸν βάρος: 50 κιλὰ

Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυσις παρουσιάζει τὰ ἑξῆς στοιχεῖα:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπικὴ φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρὸς ἐπιβολὴ καὶ κυριαρχία πάνω στὶς ψυχές: 8 κιλά.
• Ἐπίδειξις: 10 κιλὰ παρὰ 20 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό: 10 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: 10 γραμμάρια.

Σύνολον: 50 κιλά.

Ἡ παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ ξένου καὶ ἡ ματιὰ μὲ τὴν ὁποία μὲ ἀποχαιρέτησε, μοῦ μετέδωσαν κάποια ἀνησυχία. Μὰ ὅταν εἶδα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξετάσεώς του, ἔνοιωσα τὰ γόνατά μου νὰ λυγίζουν.

Θέλησα στὴν ἀρχὴ ν’ ἀμφισβητήσω τὴν ὀρθότητα τῶν ἀριθμῶν. Μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα ἕναν ἀναστεναγμὸ τοῦ ξένου, ποὺ εἶχε φθάσει στὴν ἐξώπορτα. Ἠρέμησα κι ἄρχισα νὰ σκέπτομαι πιὸ ψύχραιμα. Μὰ καθὼς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστὰ μου. Δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω τὸ χαρτί, ποὺ κρατοῦσα στὰ χέρια μου. Ἀγωνία καὶ φόβος μὲ κατέλαβαν. Στὰ χείλη μου ἦλθε ἡ κραυγή:

-Κύριε, σῶσον με…

Ἔριξα πάλι μιὰ ματιὰ στὸ χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε αὐτὸ σ’ ἕναν ὁλοκάθαρο καθρέπτη, ποὺ καθρέπτιζε τὴν καρδιὰ μου. Ἔνοιωσα καὶ ἀνεγνώρισα τὴν κατάστασή μου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακαλοῦσα τὸν Κύριο νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπ’ τὸ ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα μὲ μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας.

Στὰ περασμένα χρόνια, παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ σώσει ἀπὸ διαφόρους κινδύνους. Μὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ δικὸ μου ΕΓΩ.

Γιὰ πολὺ καιρὸ ἔνοιωθα ταραγμένος. Τέλος, ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονες προσευχές, ἔνοιωσα τὸ φῶς τοῦ Κυρίου νὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιὰ μου καὶ νὰ καίει τ’ ἀγκάθια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μου. Ὅταν ὁ Κύριος μὲ καλέσει κοντὰ Του, θὰ Τὸν εὐχαριστήσω ὁλόθερμα γιὰ τὴν ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς ἡμέρας, γιατὶ μοῦ φανέρωσε τότε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτὸ μου καὶ ὁδήγησε τὰ πόδια μου στὸν πιὸ στενό, ἀλλὰ καὶ πιὸ ὄμορφο δρόμο. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα ἀνανέωνα τὶς ἀποφάσεις μου.

Ἐκείνη ἡ ἐπίσκεψη ποὺ μοῦ ἔκανε Ἐκεῖνος ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), μὲ ἔκανε ἄλλον ἄνθρωπο καὶ ὠφέλησε πολὺ τὴν ἐργασία μου».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...