Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2011

Κυριακη Ε’ Λουκά κεφ.16, στχ.19-31 - π. Γερασιμάγγελοσ Στανίτσας

Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου

Το νόημα στη ζωή

Το κεντρικό νόημα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής δεν είναι η καταδίκη του πλούτου και η εξύμνηση της συμφοράς και της φτώχειας, όπως ίσως φαίνεται από πρώτη άποψη. Το ευαγγέλιο αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ότι τα κοινωνικά προβλήματα δεν είναι αδιάφορα για τον Χριστό, αλλά και δεν αποτελούν τον πρωταρχικό στόχο του. Ο φτωχός έχει την συμπάθεια του Θεού όχι γιατί είναι φτωχός αλλά γιατί στηρίζει την ελπίδα του στο Θεό και ο πλούσιος δεν καταδικάζεται γιατί έχει υλικά αγαθά, αλλά γιατί κινδυνεύει να παγιδευτεί στον πλούτο και να χάσει το νόημα της ζωής.


1) Η αναζήτηση του νοήματος της ζωής δεν είναι πρόβλημα μόνο της φιλοσοφίας αλλά και καθημερινή ανάγκη του ανθρώπου. Από την στιγμή που ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση του εαυτού του αρχίζει να διερωτάται για το νόημα της ζωής του. Και ανάλογα με την απάντηση που δίνει παίρνει και την αντίστοιχη στάση στα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Συχνά πολλοί δυσκολεύονται να βρουν νόημα στη ζωή ιδιαίτερα σήμερα που ο άνθρωπος πραγματοποιεί καταπληκτικές προόδους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι η αδυναμία αυτή του ανθρώπου παρουσιάζεται ως τραγική ειρωνεία

2) Ο άνθρωπος λοιπόν που σημειώνει τόσες επιτυχίες στην επιστήμη και την τεχνολογία, που έχει τόσα αγαθά και ανέσεις αστοχεί να βρει νόημα στη ζωή. Αυτό, από χριστιανικής απόψεως, είναι φυσικό, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει το νόημα της ζωής με την προσκόλλησή του στον υλικό κόσμο, αλλά με την αναφορά του στο Θεό. Ο εγκλωβισμός στην ύλη εμποδίζει την προσέγγιση του νοήματος της ζωής.



3) Το νόημα της ζωής βρίσκεται στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Η πίστη στο Θεό και η αναγνώριση της αγάπης του για τον άνθρωπο δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ζωή. Η αληθινή ζωή προέρχεται από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Όποιος είναι μακριά από τον Θεό είναι ουσιαστικά νεκρός. Η πραγματική ζωή βρίσκεται πέρα από την φθορά και τον θάνατο. Ο άνθρωπος είναι φθαρτός, ο Θεός άφθαρτος. Ο φθαρτός άνθρωπος βρίσκει την αιώνια και άφθαρτη ζωή με την μετοχή του στην χάρη του Θεού. Έτσι νικά την φθορά και τον θάνατο. Οι λέξεις "πλούσιος και φτωχός" του ευαγγελίου έχουν περισσότερο θρησκευτικό παρά κοινωνικό περιεχόμενο, δηλ. είναι η υπογράμμιση ενός κινδύνου αυτάρκειας, ότι η ευημερία είναι ατέλειωτη.



4) Η παραβολή θέλει να στρέψει την προσοχή μας και στο ότι η παρούσα ζωή συνδέεται οργανικά με την μέλλουσα. Η κοινωνία με τον Θεό στην παρούσα ζωή αποτελεί προϋπόθεση για να διατηρηθεί στη μέλλουσα. Μια τέτοια θεώρηση της ανθρώπινης ζωής εισάγει μια ριζική ανατροπή στην θεώρηση του κόσμου. Τίποτε δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αγαθό, όταν περιορίζεται στον κόσμο και δεν συνδέεται με την αιωνιότητα. Τα πλούτη , οι τιμές, η υγεία ακόμα και η ίδια η ζωή δεν αποτελούν αγαθά από μόνα τους-κάτι τους λείπει όταν δεν εντάσσονται στην γενικότερη σχέση Θεού – ανθρώπου.

Κυριακή Ε΄Λουκά. Ο αυθεντικός πλούτος.- Εκκλησία της Κύπρου

***************************************************
«Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού».
Ο πλούσιος της παραβολής που προβάλλει σήμερα η Εκκλησία μας, κατακρατούσε όλα τα αγαθά αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ο εγωισμός που τον διακατείχε, του προκαλούσε μια έντονη εσωτερική ακαταστασία ώστε κλεινόταν ερμητικά στον εαυτό του και περιφρονούσε τους συνανθρώπους του. Αυτό είχε φοβερές συνέπειες πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο, αφού με βάση την περιγραφή, παρέμενε χωρίς πρόσωπο. Δεν αναφερόταν καν το όνομά του. Η παραβολή κάνει λόγο γενικά και αόριστα για κάποιο πλούσιο, ενώ από την άλλη προβάλλει την προσωπικότητα του φτωχού Λαζάρου.
Αυτή την αλήθεια πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα σήμερα. Ο πολιτισμός μας ευνοεί μια υπερτροφική ανάπτυξη του εγωισμού και του ατομισμού του ανθρώπου. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι σήμερα ο άνθρωπος στερείται της προσωπικής του ταυτότητας και έτσι αποδομείται το πρόσωπό του, υποτασσόμενος σε συστήματα και μηχανισμούς που λειτουργούν στραγγαλιστικά και εξουθενωτικά απέναντί του. Πολτοποιείται η προσωπικότητά του και μετατρέπεται σε ένα απλό νούμερο και αριθμό μέσα σε μια ανώνυμη μάζα.
Ο πλούσιοςΟ πλούσιος της παραβολής ήθελε όλους τους άλλους να τον φροντίζουν και να τον υπηρετούν, χωρίς αυτός να έχει διάθεση για προσφορά. Δεν έδιδε ούτε ακόμα από τα περισσεύματά του. Πραγματικά, μέσα από τις αντιθέσεις που εναλλάσσονται με τόσο ζωηρό ύφος στη διήγηση, προβάλλει από τη μια η καλοπέραση του πλουσίου και από την άλλη η εξαθλίωση του Λαζάρου.
Ο ΛάζαροςΤο όνομα Λάζαρος σημαίνει «ο Θεός βοηθός μου». Αυτό ακριβώς μετουσίωνε σε πράξη καθημερινής ζωής ο Λάζαρος, μέσα από την φτώχεια, τον πόνο και την αβάστακτη δυστυχία του. Προσπαθούσε να χορτάσει με ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Τόσο αδύνατος ήταν ο Λάζαρος, ώστε ακόμα και τα σκυλιά που έρχονταν και έγλυφαν τις πληγές του, δεν μπορούσε να απομακρύνει. Και όμως, παρά τη δυστυχία και τον πόνο του, ο Λάζαρος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Πόσο αλήθεια μας δίνει μηνύματα η στάση του, ιδιαίτερα σήμερα που μπροστά στην πιο μικρή και ασήμαντη δοκιμασία, υψώνουμε φωνές διαμαρτυρίας και απόγνωσης; Σήμερα που βλέπουμε ότι ο άνθρωπος θέλει να βαίνουν όλα σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες και επιλογές;
Μετά το θάνατοΟ θάνατος επισκέφθηκε πρώτα το Λάζαρο και μετά τον πλούσιο της παραβολής. Η ζωή του πλουσίου, με βάση τη διήγηση, μετά το θάνατο είναι γεμάτη βάσανα και θλίψη. Πονούσε περισσότερο όταν έβλεπε το Λάζαρο να είναι ευτυχισμένος στην αγκαλιά του Πατριάρχη Αβραάμ. Φαίνεται μάλιστα να στερεώνεται ακόμα πιο πολύ στην αμετανοησία του, όταν φέρεται να ζητεί από τον Θεό να αναστηθεί ο Λάζαρος προκειμένου να εξαναγκασθούν τα πέντε αδέλφια του να πιστέψουν. Πίσω όμως από το υποκριτικό ενδιαφέρον του γι’ αυτούς, μπορεί να διακρίνει κάποιος τον εγωισμό του. Και αυτό, γιατί ουσιαστικά με την στάση του θέλει να μετατοπίσει τις ευθύνες από τον εαυτό του στον Θεό. Αφού ο Θεός δεν κάνει «θαύματα» για να μας εξαναγκάσει να τον πιστέψουμε και να είμαστε κοντά του, τότε δεν φταίμε εμείς που βιώνουμε την κόλαση της απουσίας του.
Αγαπητοί αδελφοί, η πρόσκληση που βγαίνει μέσα από την περικοπή, είναι να τολμήσουμε να αρνηθούμε να προσδενόμαστε με τόση εξάρτηση στα υλικά αγαθά και να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας στην αγάπη του Θεού. Μόνο κοντά Του θα μπορούμε να αισθανόμαστε ότι κατέχουμε τα πάντα σε μια πληρότητα αληθινής ζωής. Η στάση που με τόση μεγάλη πίστη και υπομονή τηρούσε ο Λάζαρος μέσα από την φτώχεια και τον πόνο, ας γίνει οδηγός και στη δική μας ζωή για να είμαστε σε θέση να εισέλθουμε σε τροχιές της αυθεντικής αρχοντιάς.
Χριστάκη Ευσταθίου, Θεολόγου.

Κυριακή Ε’ Λουκά – Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ις’ 19-31
Εἶπεν ὁ Κύριος· 19  ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον  Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν  Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ  Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ  Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ  Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ  Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Πλουσίου και Λαζάρου

Ο πλούτος καταστρέφει

Ο πλούσιος της Παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε κάθε τόσο με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές. Πόσο υπέφερε ο δύστυχος! Ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
Πόσο μεγάλες οι αντιθέσεις των δύο αυτών ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά μεταξύ τους! Ο πλούσιος ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, κι ο Λάζαρος με τα έλκη του και τα κουρέλια του, ο πλούσιος καθόταν σε πολυτελή ανάκλιντρα, κι ο πτωχός πεταμένος στη γη. Ο πλούσιος περιβαλλόταν από επίσημους συνδαιτυμόνες, κι ο πτωχολάζαρος από σκυλιά.
Πόσο ανάλγητος αλήθεια ήταν ο πλούσιος! Πόσο κακό του έκανε ο πλούτος! Τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, την κοιλιοδουλία, την ασπλαχνία. Βέβαια η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος; Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής ενδιαφερόταν μόνο για τα πλούτη του. Δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε μέσα στη φθορά.
Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι προσκολλώμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι μεγάλος πειρασμός για τη ζωή μας. Κινδυνεύουμε όλοι μας.

Δρομολογούμε το μέλλον μας

Η πρώτη σκηνή τελείωσε. Ήταν η σκηνή πάνω στη γη. Στη συνέχεια όμως έχουμε τη δεύτερη σκηνή, επάνω στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα ζοφερά σκοτάδια του Άδη. Εκεί τώρα ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: —Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά. —Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του, απάντησε ο Αβραάμ· τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο. Αλλά ο πλούσιος επιμένει: —Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου να πει στα πέντε αδέλφια μου τι γίνεται εδώ στον άλλον κόσμο, για να προλάβουν να μετανοήσουν και να μην έλθουν κι αυτοί εδώ στην κόλαση. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: Έχουν στη γη τα βιβλία του Νόμου και των προφητών που μιλούν γι’ αυτά. —Όχι, πάτερ, συνεχίζει ο πλούσιος, δεν θα υπακούσουν στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους πεθαμένους ανθρώπους, θα μετανοήσουν. Ο Αβραάμ όμως έκλεισε το διάλογο λέγοντας: Εάν δεν έχουν καλή διάθεση να υπακούσουν στον Νόμο και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς.
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας.

Ο Πλούσιος και οφτωχός Λάζαρος -Κυριακή Ε Λουκά


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄  ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄ 19-31)


Ολόκληρο το ιερό Ευαγγέλιο είναι αποκάλυψις Θεού. Ποτέ μα ποτέ ο άνθρωπος από μόνος του δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει όλες αυτές τις θείες αλήθειες που μας προσφέρει ο Ευαγγελικός λόγος, όπως φυσικά αυτός διασφαλίζεται και ερμηνεύεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Δύο μεγάλες αλήθειες μας αποκαλύπτει η Ευαγγελική παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, που θα ακούσουμε την Κυριακή στους Ιερούς μας Ναούς.
α) Ότι όλα δεν τελειώνουν σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή και
β) Ας μη αναμένουμε μεταβολή καταστάσεως στον Άδη.

·                    Αν όλα τελείωναν με το κλείσιμο των οφθαλμών. Αν μετά τον θάνατο ο άνθρωπος θα έπεφτε στην ανυπαρξία, όπως κηρύσσουν οι υλιστές και οι σαρκολάτρες, τότε ο πλούσιος θα ήταν ο «τυχερός της ζωής» και ο ταλαίπωρος Λάζαρος θα ήταν το θύμα και ο ανόητος που αφήνει την ζωή του να παρατείνεται μέσα στα βάσανα….
Αν όλα τελείωναν στον κόσμο αυτό, τότε το κοινωνικό πρότυπο θα ήταν ο κάθε άσπλαχνος πλούσιος, και ανόητος αυτός που δείχνει αγάπη και στοργή στον ανήμπορο αδελφό.
Αν όλα ολοκληρώνονταν δια του θανάτου, τότε προς τι ο αγώνας για μια ανώτερη καθαρή ζωή και τιμιότητα; Αφού πέραν του τάφου, κατά την αναπόδεικτη γνώμη ορισμένων, δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, τότε, δεν θα πρέπει και να κατηγορούνται οι σκληρόκαρδοι και οι ηθικώς αναίσθητοι.
Αν όλα τελείωναν στην πρώτη αυτή Ευαγγελική σκηνή, τότε αλλοίμονο σε όσους Λάζαρους κάνουν Ιώβεια υπομονή στην  ζωή τους, αναμένοντας την ανταπόδοση του ουρανού.
Αν…


Όμως, δόξα τω Θεώ που τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι φαντάζεται ο κάθε προσκολλημένος στον πλούτο και στην ηδονή, και τελικώς έρχεται η δεύτερη σκηνή της περικοπής για να ανατρέψει τις φαινομενικές και ψεύτικες καταστάσεις…
Ρίχνεται το άπλετο φως της ουράνιας πραγματικότητας και τελικά ο ταλαίπωρος δεν είναι ο πτωχός Λάζαρος με την υπομονή και την καταπλήττουσα καρτερία του. Ταλαίπωρος και αξιοθρήνητος είναι ο πλούσιος που τώρα φλέγεται η ψυχή του μέσα στις φλόγες της κολάσεως και ζητά μέσω του Αβραάμ την βοήθεια του Λαζάρου:
 «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκ. ΙΣΤ 24).
Και ναι μεν αυτή είναι η πρώτη αποκαλυπτική αλήθεια, ότι δηλ. η ύπαρξις συνεχίζει να υφίσταται, ως ψυχή ζώσα, μετά τον θάνατον, αλλά και λαμβάνει την ανταπόδοση είτε των θετικών και αγίων έργων της, είτε των αρνητικών και αμαρτωλών πράξεών της στη ζωή αυτή.
  • Όμως διατρανώνεται στην συνέχεια και δεύτερη αλήθεια που αποκαλύπτεται στην ευαγγελική περικοπή, ότι «πέραν του τάφου ουκ έστι μετάνοια».
           Πόσο αλήθεια θα πρέπει να γίνουμε προσεκτικοί επάνω στο θέμα αυτό που, μέσω                     
           της παραβολής αυτής, αποτελεί δογματική αλήθεια της πίστεώς μας.
           Μια από τις μεγαλύτερες παγίδες, μέσω της οποίας ο «ανθρωποκτόνος» ξεγελά            
           τον πιστό άνθρωπο, είναι η εισήγησή του ότι μετά θάνατον, υπάρχει η δυνατότητα, η ψυχή, από την γέεναν να περάσει στους κόλπους του Αβραάμ, δηλ. στον Παράδεισο.
           Δυστυχώς η κακοδοξία αυτή, με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται, έχει βρει                 
           έρεισμα σε ορισμένους ημιμαθείς ανθρώπους των θείων δογμάτων, με αποτέλεσμα  
           και αυτά τα μνημόσυνα, τα οποία όντως προσφέρουν «όνησιν» (δηλ. παρηγοριά και 
          ανακούφιση) στις ψυχές, να παρερμηνεύονται, ότι δήθεν έχουν την δύναμη να  
           μεταφέρουν τις ψυχές από την μία κατάσταση στην άλλη.
           Εν τούτοις παρά τις εισηγήσεις του «εχθρού», για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην  
           σκλήρυνση και στην αμετανοησία και άρα να χάσει τελικώς την ψυχή του, παρά τις     
           οθνείες αντιλήψεις των ημιμαθών διδασκάλων που δημιουργούν μεγίστη σύγχυση  
           στις αστήρικτες ψυχές των απλοϊκών χριστιανών, ο ζωντανός λόγος του Θεού είναι  
           ξεκάθαρος. «Χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντας διαβήναι ένθεν προς ημάς
           μη δύνονται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν».
Αδελφοί μου, δεν έχουμε παρά να αντικατοπτρίσουμε την ορθόδοξη χριστιανική μας συνείδηση σ’ αυτές τις δύο μεγάλες αλήθειες οι οποίες αποτελούν θεμελιώδη δόγματα πίστεως. α) Στην αλήθεια ότι μας περιμένει η πέραν του τάφου ζωή, είτε θετικώς (Παράδεισος), είτε αρνητικώς (κόλαση), αναλόγως του πώς ζήσαμε και βιώσαμε την ευαγγελική επιταγή και β) στην αλήθεια ότι η μετάνοια δεν ισχύει μετά θάνατον, αφού η ψυχή παγιώνεται αιωνίως, εκεί που η ίδια ελευθέρως επέλεξε από αυτήν εδώ την ζωή.
Είθε να δώσει ο Αρχηγός της πίστεώς μας Ιησούς Χριστός, να συνειδητοποιήσουμε το τι μας περιμένει στο μέλλον και να επιδείξουμε ειλικρινή και βαθεία μετάνοιαν.
Αμήν.

(Ι. Ακρίτας)

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η αδυναμία του ανθρώπου και η δύναμις του Θεού

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 21/10/2011
Κυριακή Ε΄ Λουκά
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Πολλοὶ ἄνθρωποι ὑποφέρουν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες καὶ προσπαθοῦν μὲ τὴ βοήθεια τῶν γιατρῶν νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως καταφεύγουν καὶ στὸ Θεὸ καὶ ζητοῦν τὴ θεραπεία τους. Ἰδιαίτερα, ὅταν ἔχουν ἀναλάβει ἕνα δύσκολο καὶ κοπιῶδες ἔργο στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ζητοῦν ἐπίμονα μὲ τὴν προσευχή τους τὴ θεραπεία τους, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὸ φέρουν εἰς πέρας. Ὅμως δὲν ἱκανοποιοῦνται πάντα τὰ αἰτήματά τους, γιατὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικό.
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικό. Τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος στὴ Β´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: “Γιὰ νὰ μὴ περηφανεύομαι (λόγῳ τῶν πολλῶν ἀποκαλύψεων ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Θεό), ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στὸ σῶμα μου (ἀθεράπευτη ἀρρώστια), ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νὰ μὴ περηφανεύομαι. Γι᾽αὐτὸ τὸ ἀγκάθι τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὸ διώξει ἀπὸ πάνω μου...

Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: “Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατὶ ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου”.
Ὅ,τι κάνει ὁ χριστιανὸς καὶ ἰδιαίτερα οἱ ἐπιτυχίες τους δὲν ὀφείλονται στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὴ χάρη ποὺ ἐνοικεῖ σὲ αὐτὸν καὶ γι᾽αὐτὸ δὲν ἀπαιτεῖται πάντα ἡ σωματικὴ δύναμή του, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἱεραποστολικὸ καὶ γενικότερα τὸ ποιμαντκὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται κατὰ Θεὸν δὲν ἔχει περιθώρια νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖ. Αὐτὸς ἁπλὰ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Γι᾽αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ παρατηροῦμε προσωποπαγῆ ἔργα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ φαινόμενα προσωπολατρείας. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ διάκριση ἐκ μέρους τῶν ὑπευθύνων καὶ εἰδκότερα τῶν κληρικῶν.


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 30 Οκτωβρίου 2011. Κείμενο-μετάφραση-σχόλια.
Κατά Λουκάν ιστ’ 19-31.

Κείμενο:



Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ· ἀπέθανεν δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐν βασάνοις ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπεν Πάτερ Ἀβραάμ ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπεν δὲ Ἀβραάμ· Τέκνον μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὁδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πάσιν τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπεν δέ Ἐρωτῶ οὖν σε πάτερ ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ ἔχουσιν Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ο δὲ εἶπεν Οὐχί πάτερ Ἀβραάμ ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν. Εἶπεν δὲ αὐτῷ Εἰ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται

Μετάφραση της Ευαγγελικής περικοπής:


Είπε ο Κύριος: «Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος εφορούσε πορφύραν και λινά ενδύματα και εζούσε καθημερινώς μέσα σε μεγάλην πολυτέλειαν. Κοντά εις την πύλην του πιο ξαπλωμένος ένας πτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, γεμάτος πληγές, ο οποίος επιθυμούσε να χορτάση από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέ­ζι του πλουσίου. Ακόμη και τα σκυλιά εσυνείθιζαν να έρχωνται και να γλύφουν τις πληγές του. Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να φερθή από τους Αγγέλους εις τον κόλπον τού Αβραάμ. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Εις τον άδην, όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακρυά τον Αβραάμ και τον Λάζαρον εις τους κόλπους του. Και εφώναξε και είπε, ‘’Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρον να βουτήξη την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίση την γλωσσά μου, διότι υποφέρω μέσα σ' αυτήν την φλόγα’’. Αλλ' ο Αβραάμ είπε, ‘’Παιδί μου, θυ­μήσου ότι συ απήλαυσες τα αγαθά σου εις την ζωήν σου όπως και ο Λάζαρος τα κακά· τώρα όμως αυτός εδώ παρηγορείται και συ υποφέρεις. Και εκτός από όλα αυτά υπάρ­χει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα ώστε να μη μπορούν να περάσουν εκείνοι πού θέ­λουν να διαβούν απ' εδώ σ' εσάς, ούτε οι απ' εκεί σ' εμάς’’. Τότε είπε, ‘’Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να τον στείλης στο σπίτι του πατέρα μου, διότι έχω πέντε αδελφούς, να τους νουθετήση, δια να μη έλθουν και αυτοί εις τον τόπον αυτόν των βασάνων’’. Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ, ‘’Έχουν τον Μωϋσήν και τους Προφήτας ας τους ακού­σουν’’. Αυτός δέ είπε, ‘’Όχι, πάτερ Αβραάμ, άλλ' εάν κάποιος από τους νεκρούς πάη σ' αυτούς θα μετανοήσουν’’. Αλλ' ο Αβραάμ του απήντησε ‘’Εάν δεν ακούνε τον Μωϋσήν και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος από τους νεκρούς’’».
(Εκ τnς μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης των αειμνήστων καθηγ. Β. Βέλλα, Αρχιμ. Εύ. Αντωνιάδου, Αμ. Αλιβιζάτου, Γερ. Κονιδάρη, Έκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ).

Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 16, 19-31)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ

«Άνθρωπος τις ήν πλούτος…»

ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου είναι η τροφή και το ένδυμα. Η τροφή για να αυξηθεί και να συντηρηθεί το σώμα. Το ένδυμα για να καλύψουμε τη γυμνότητα του και να το προστατεύσουμε από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Μέσα στα πλαίσια των δυο αυτών αναγκών οι άνθρωποι αγωνιζόμαστε για να εξασφαλίσουμε τη διατροφή και την ενδυμασία μας. Όμως αν δεν προσέξουμε, ο αγώνας αυτός μπορεί να διαστρέψει τις δυο φυσικές ανάγκες και να τις μεταβάλλει σε φοβερά τυραννικά πάθη. Το ένδυμα και η ανάγκη του να γίνει πολυτέλεια που προκαλεί, χλιδή που διαφθείρει, ματαιοδοξία βδελυκτή στα μάτια του Θεού. Και η τροφή και η λήψη της να μεταβληθεί σε κοιλιοδουλία, κυνήγι της ηδονής, κολακεία της σάρκας.
Τον κίνδυνο αυτό μας επισημαίνει σήμερα ο Κύριος με την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου που ακούσαμε. Και θέλοντας να ξυπνήσουμε όλοι όσοι περιπέσαμε στο λήθαργο της ματαιόδοξης πολυτέλειας και της λατρείας των αναγκών του σώματος, μας παρουσιάζει και τις οδυνηρές μεταθανάτιες συνέπειες, που συνεπάγεται μια ζωή που κύλησε μέσα στην εγωπαθή ικανοποίηση των ατομικών αναγκών και τη σκληροκαρδία απέναντι στον πόνο και στη δυστυχία των άλλων. Των εν Χριστώ αδελφών μας. Των συνανθρώπων μας.

Καλός ή κακός ο πλούτος;

«ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ ήν πλούσιος…». Έτσι αρχίζει την παραβολή Του ο Κύριος. Αντίθετα με ό,τι κάνει για τον φτωχό Λάζαρο, για τον πλούσιο απαξιώνει να αναφέρει το όνομα του. Και μας περιγράφει με ζωηρά χρώματα την εγκόσμια πορεία του. Το πώς έζησε και πως συμπεριφέρθηκε. Του απαγγέλλει σοβαρό κατηγορητήριο και μας τον παρουσιάζει βαριά τιμωρημένη στη μεταθανάτια ζωή. Γιατί τάχα; Επειδή άραγε ήταν πλούσιος; Μήπως ο πλούτος και τα υλικά αγαθά είναι πράγματα απαράδεκτα και κατακριτέα από τον Θεό;
Ασφαλώς όχι. Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά αυτά καθεαυτά δεν είναι καταδεικαστέα. Το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε. Στο πως διαχειριζόμαστε τον πλούτο που, φυσικά, αποκτήσαμε με τον έντιμο μόχθο μας. Στο ποια θέση του δίνουμε μέσα στη ζωή μας. Διότι πρέπει να ομολογήσουμε ότι η καρδιά του ανθρώπου εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα πλούτη. Κουρσεύεται από το πάθος της φιλαργυρίας. Παρασύρεται από την ματαιότητα του κόσμου και κυριεύεται από τη φιληδονία. Και τότε λησμονεί τον Θεό και γίνεται άκαρδος και σκλήρός προς τους συνανθρώπους του. «Πρόσεξε», φωνάζειο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, «μήπως αφού φας και χορτάσεις τα αγαθά της γης, και χτίσεις όμορφα και πολυτελή σπίτια και κατοικήσεις σ’ αυτά…κι αυτξηθεί το χρυσάφι και το ασήμι σου…, υπερηφανευτεί η καρδιά σου και λησμονήσεις τον Κύριο και Θεό σου» (Δευτ. 8, 11-14).
Αυτό ακριβώς έπαθε και ο πλούσιος της παραβολής. Έγινε αιχμάλωτος του πλούτου του. Λησμόνησε τον Θεό και διέγραψε τους άλλους ανθρώπους από τον ορίζοντα της ζωής του. Με δυο αδρές πινελιές ο Κϋριος μας ζωγραφίζει την κατάσταση του.

Χλιδή και κοιλιοδουλία,
δυο φοβερά κακά του πλούτου

«ΕΝΕΔΙΔΥΣΚΕΤΟ πορφύραν και βύσσον». Ο πλούσιος της παραβολής κυριεύτηκε από την πολυτέλεια. Η ανάγκη του ενδύματος του έγινε τυραννικό πάθος. Φορούσε ενδύματα από τα πιο ακριβά, καμωμένα από βύσσο των Ινδιών και βαμμένα με πορφύρα της Φοινίκης. Ενδύματα δηλαδή, πολυτελή, βαρύτιμα και σπάνια. Έτσι ειδωλοποίησε το σώμα του. Κόμπαζε στολισμένος. Επιδειχνόταν προκλητικά. Αυτοθαυμαζόταν. Και επιδίωκε να τον θαυμάζουν και οι άλλοι. Και να τον επαινούν οι διάφοροι κόλακες.
«Ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Ο πλούσιος του Ευαγγελίου δεν ήταν μόνο ματαιόδοξος. Ήταν και κοιλιόδουλος. Λάτρευε την κοιλιά του. Ανήκε στην κατηγορία εκείνων, «ών ο Θεός η κοιλία», όπως γράφει ο Απόστολος (Φιλ. 3, 19). Γι’ αυτό και ζούσε «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Πόσα και πόσα δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός του Κυρίου! Φαγητά σπάνια και γαργαλιστικά. Ποτά μυρωδάτα και μεθυστικά. Πλήθη κολάκων να συντρώγουν μαζί του. Ποτήρια να τσουγκρίζονται, πιάτα να σπάνε, γέλια ηχηρά, βωμολοχίες, αισχρότητες. Και όλα αυτά όχι σπάνια. Όχι σε αραιά, επιτέλους, διαστήματα αλλά «καθ’ ημέραν», καθημερινά. Οι πολλοί τρώνε για να ζουν. Εκείνος ο ταλαίπωρος ζούσε για να τρώει. Σύνθημα ζωής γι’ αυτόν ήταν το στολίδι και η επίδειξη, το φαγοπότι και το ξεφάντωμα. Το ένδυμα και η τροφή, δυο φυσιολογικές ανάγκες, είχαν πλήρως διαστραφεί. Και είχαν γίνει πάθη αποκρουστικά που αιχμαλώτισαν την καρδιά του!
Ο Κύριος για να εκφράσει εντονώτερα τη ζοφερή κατάσταση της ψυχής του πλουσίου, μας δίνει ευθύς αμέσως και την εικόνα του φτωχού και δυστυχισμένου Λαζάρου. Στεκόταν παραπεταμένος στην εξώπορτα του μεγάρου του πλουσίου, ρακένδυτος και πληγιασμένος. Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού που πετούσαν οι υπηρέτες. Ο πλούσιος τον έβλεπε καθημερινά. Και όμως έμενε ψυχρός και αδιάφορος. Δεν μπόρεσε να εννοήσει το χρέος του. Δεν ξύπνησε από τον λήθαργο της εγωπάθειας του.

Η προκλητική πραγματικότητα της εποχής μας

ΟΜΩΣ ΑΣ αφήσουμε τον πλούσιο της παραβολής και ας έρθουμε στην εποχή μας. Πολύ φοβούμαι, λοιπόν, ότι και σήμερα – και όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά λίγο-πολύ όλοι μας – πάσχουμε από τη διπλή αυτή αρρώστια του πλουσίου της παραβολής, την επιδεικτική πολυτέλεια και τη ζωώδη κοιλιοδουλία. Διαστρέψαμε δυο φυσικές ανάγκες, όπως είναι το ένδυμα και η τροφή, με αποτέλεσμα να γίνουμε δούλοι της πολυτέλειας, σκλάβοι της μεγάλης αφέντισσας που ακούει στο όνομα κοιλιά!
Η σημερινή κοινωνία είμαστε μια κοινωνία πολυτέλειας, επιδείξεως και σπατάλης. Ο άνθρωπος σήμερα ντύνεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όχι γιατί το επιβάλλει η ανάγκη αλλά η θεοποιημένη μόδα και ο συρμός. Ντύνεται ή γδύνεται – αναλόγως! – διότι έτσι αποφασίζουν σκοτεινά και ύποπτα κέντρα ή πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα. Ανυπολόγιστο χρήμα ξοδεύεται κάθε χρόνο για να στολιστεί το σαρκίο σύμφωνα με τις επιταγές της θεάς μόδας. Αμύθητα ποσά για κοσμήματα. Χρόνος και χρήμα στους νεοειδωλολατρικούς ναούς της εποχής – τα «ινστιντούτα καλλονής», «αισθητικής», και πολλά άλλα.
Αλλά και στη λατρεία της κοιλιάς δεν υστερούμε. Χρήμα, χρήμα άφθονο ξοδεύεται για να φάμε και να πιούμε ό,τι πιο σπάνιο, ό,τι πιο πολυτελές. Περιουσίες ολόκληρες θυσιάζονται για την κοιλιά και τις άλλες αισχρές ηδονές που αναπότρεπτα συνδέονται με το φαγοπότι. Βάκχος και Αφροδίτη λατρεύονται πάντοτε μαζί. Λέγεται ότι στην Αμερική και την Ευρώπη ξοδεύονται για διασκεδάσεις πολύ περισσότερα από όσα ξοδεύονται για να τραφεί ολόκληρος ο πληθυσμός της γης!
Και όλα αυτά, όταν ανάμεσα μας, πολύ κοντά μας – η γη μας δεν είναι παρά μια μεγάλη γειτονιά – χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα, όταν εκατομμύρια παιδιά πεινούν και υποσιτίζονται, ζούν κάτω από άθλιες συνθήκες, στερούνται τα πιο απαραίτητα πράγματα για να επιβιώσουν. Όλοι αυτοί είναι οι σύγχρονοι Λάζαροι. Και στέκονται πολύ κοντά μας. Ανάμεσα μας. Μπορούμε να τους δούμε. Αρκεί τα μάτια μας – τα μάτια της ψυχής κυρίως – να είναι ανοιχτά!

* * *
Αδελφοί μου,
Δεν ήταν τα πλούτη του για τα οποία κατακρίθηκε από τον Θεό ο πλούσιος. Ήταν η προσήλωση του σ’ αυτά. Ήταν ο τρόπος που τα διαχειρίστηκε. Ήταν η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία του. Ήταν η αναλγησία του μπροστά στον πόνο και τη δυστυχία του φτωχού Λαζάρου. «Ακουέτωσαν ταύτα οι πλούσιοι», φωνάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. «Μάλλον δε ουχί οι πλούσοι, αλλ’ οι ανελεήμονες. Ου γαρ επειδή πλούσιος ήν εκολάζετο, αλλ’ επειδή ουκ ηλέησεν. Ένεστι γαρ πλουτούντα και ελεούντα τυχείν παντός αγαθού».
Γι’ αυτό μακριά από μας η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία. Ασφαλώς θα ντυθούμε και θα φάμε και θα πιούμε. Όμως πάντοτε με μέτρο, απλά και λιτά. «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα», λέει ο Απόστολος του Θεού, «τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α’ Τιμ. 6,7). Δεν είναι σκοπός της ζωής η ενδυμασία και η τροφή. Είναι μέσα. Δεν ζούμε για να τρώμε. Τρώμε για να ζούμε. Και για να είναι οι καρδιές και τα χέρια ανοιχτά στον πόνο και τις ανάγκες των συνανθρώπων μας, των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου

29 Οκτωβρίου Συναξαριστής


Αναστασίας Ρωμαίας, Αβραμίου και Μαρίας, Κυρίλλου Μίνη και Μηναίου, Σάββα Στρατηλάτη, Άννας Οσίας, Μελιτίνης, Βάσσας, Διομήδους, Αθανασίου Ιερομάρτυρα, Τιμοθέου Εσφιγμενίτη, Αβραμίου Αρχιμανδρίτη.


Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Ρωμαία, ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἡ Ὅσια Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.
Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος, ὑπενθύμισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Τότε, δυναμικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγώ, εἶπε, μία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιμοῦν γι’ Αὐτὸν τὸν θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους.
Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸν Χριστό μου τὸν θέλω καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει. Ἂν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε».
Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν μαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τὴν κρέμασε καὶ τῆς ἔσκισε τὸ σῶμα. Μετὰ ἔκοψε τοὺς μαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας· ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.

Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.





Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος καὶ Μαρία ἡ ἀνεψιά του

Ἀριστεὺς τῆς ἐγκράτειας καὶ τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος, ἄφησε τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Ζοῦσε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου προσευχόταν καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονήσει τὴν βασιλεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπομονή του κατόρθωσαν πολλὲς φορὲς νὰ καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιὲς καὶ νὰ ἑλκύσουν στὸν σταυρὸ ψυχὲς ὑπερβολικὰ ἐξαγριωμένες.
Πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν ὁ Ἀβράμιος, διατηροῦσε ὅλη τὴν ζωντάνια τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία του, μπόρεσε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν σωτηρία ἁμαρτωλῶν γυναικών.
Κάποτε εὐτύχησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Μαρία. Τὴν εἶδε σὲ κάποιο πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει, φορτωμένη μὲ κοσμήματα καὶ συντροφιὰ μὲ ἀκόλαστους νέους. Ἡ παραστρατημένη ὅμως νεαρή, δὲν εἶχε ἀποβάλει ἐντελῶς τὶς εὐσεβεῖς ἀναμνήσεις της.
Τὴν ἑπομένη, πῆγε στὸ γέροντα ἀσκητὴ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ μὴ παρέχει τὴν δική Του. Τὰ λόγια αὐτὰ συντάραξαν τὴ Μαρία, μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ζωὴ ἁγία.
Ὁ δὲ Ἀβράμιος πέθανε ὑπέργηρος, ὑπηρετώντας πιστὰ μέχρι τέλους τὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπὼν τὰς ἀπολαύσεις, ἐν τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεδείχθης, καὶ ἀσκήσει γέγονας, πεφυτευμένον ὡς δένδρον, ὕδατι, τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύμασι, τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Μεγαλυνάριον.

Τὸ δοθέν σοι τάλαντον πρὸς Χριστοῦ, πόνοις ἐγκρατείας, ἐγεώργησας δαψιλῶς, καὶ ὡς Ἱεράρχης, αὐτὸ ἐπηυξημένον, Ἀβράμιε προσάγεις, τῷ σὲ δοξάσαντι.





  
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος, Μίνης καὶ Μιναῖος οἱ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μίνη καὶ Μιναίου, ἐπαναλαμβάνεται, ἄγνωστο γιατί, καὶ τὴν 1η Αὐγούστου).





  
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν τρυπώντας του τὰ πλευρὰ μὲ λόγχη.





Ἡ Ὁσία Ἄννα

Γεννήθηκε στὸ Βυζάντιο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ὁ πατέρας της, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, ἦταν Διάκονος στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου στὶς Βλαχέρνες.
Νωρὶς ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἡ γιαγιά της τὴν πάντρεψε μὲ κάποιο εὐσεβὴ Διάκονο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ἀλλὰ ἀργότερα, ὁ ἄντρας της καὶ τὰ δύο της παιδιὰ πέθαναν καὶ ἔτσι ἡ Ἄννα διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.
Κατόπιν ὅμως, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, διέλυσε τὴ Μονὴ στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ Ἄννα. Στὴν ἀνάγκη αὐτή, ἡ Ὁσία φόρεσε ροῦχα ἀνδρικὰ καὶ μπῆκε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι μὲ τὸ ψευδώνυμο Εὐφημιανός.
Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ροῦχα καὶ ἔμεινε σὰν μοναχὴ στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν.
Μὲ τέτοια δὲ θεοφιλὴ ἐργασία παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.





Ἡ Ἁγία Μελιτίνη ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μελιτίνη κατηγορήθηκε ὡς Χριστιανὴ καὶ ὁδηγήθηκε στὸν τοπικὸ ἄρχοντα ὅπου ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίστηκε καὶ πρόσταξε νὰ τὴν χτυπήσουν βάναυσα στὸ πρόσωπο.
Στὴν συνέχεια, τὴν γύμνωσαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸ δικαστήριο, ὅπου τὴν ἀνέκριναν πολλὲς ὧρες. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάκριση ὑποβλήθηκε σὲ πολλὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ ὑποβλήθηκε στὴν τιμωρία τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἔτσι ἡ Ἁγία μάρτυρας Μελιτίνη τελείωσε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἄφθαρτο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.





Ἡ Ἁγία Βάσσα

Ἡ μνήμη τῆς ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρα μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ Ἁγίου καὶ Πανευφήμου Ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ».





Ὁ Ἅγιος Διομήδης

Τὴν μνήμη του συναντᾶμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1589 φ. 91α ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρα μνήμη τοῦ Ἅγιου Διομήδους, μαθητοῦ τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Τριφυλλίου, Ἐπισκόπου Λευκωσίας».
Ἄλλο βιογραφικό του στοιχεῖο δὲν ἔχουμε.





Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἐσφιγμενίτης ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας

Πατρίδα του τὸ χωριὸ Παράορα τῆς ἐπαρχίας Κεσσάνης τῆς Θράκης, καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δύο θυγατέρες. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ μία περιπέτεια μὲ τὴν σύζυγό του, ἀποχαιρέτησε τὰ παιδιά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἀποχώρησε στὴν Αἶνο. Ἐκεῖ ἀποκατέστησε τὴν γυναίκα του σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ αὐτὸς ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μεγίστη Λαύρα.
Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Τιμόθεος καὶ ἔμεινε ἕξι χρόνια ἀσκούμενος στὶς ἀρετές, ὑπακοή, πραότητα, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν πῆγε στὸ κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγμένου, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.
Τελικά, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγούμενου του Εὐθυμίου, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔφτασε στὴν Κεσσάνη. Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν συνοδὸ τοῦ Ἱερομόναχο Εὐθύμιο, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπαναφέρουν στὴν σωστὴ πίστη ἀρνησίχριστους. Τοὺς πρόδωσαν ὅμως καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς μετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀδριανούπολης.
Ἐκεῖ βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ Ὅσιοι ἔμεναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς μὲν Εὐθύμιο καὶ κάποιον ἄλλο μοναχὸ Βαρνάβα τοὺς ἐλευθέρωσαν καὶ τοὺς ἀπέλασαν, τὸν δὲ Τιμόθεο ἀποκεφάλισαν στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1820.
Μέρος τῶν αἱματωμένων ἐνδυμάτων του, βρίσκεται στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
(Ὁρισμένοι Συναξαριστές, μαζὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους, ἀναφέρουν καὶ κάποιον Ἱερέα Νικόλαο).





Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιμανδρίτης ἐν Ροστοβίᾳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

Πλουσίου και Λαζάρου, Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκ. 16, 19-31) -π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας

Η κατάληξη της ασπλαχνίας

Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου τίθεται ένα από μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί εντάσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πρόκειται για την άνιση κατανομή του πλούτου και η ασπλαχνία των πλουσίων απέναντι στου φτωχούς. Ο πλούτος είναι ένα είδωλο που έχει πολλούς προσκυνητές, πλούσιους και φτωχούς.
Η λατρεία του πλούτου βρίσκεται στο υπόβαθρο πολλών κοινωνικών αλλαγών. Οι βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές δε έχουν σχέση με οικονομικά μεγέθη. Τις γεννά η πίστη των Αγίων που μας δίνουν μια άλλη αίσθηση ζωής. Ανατρέπει κατεστημένα, κάνει τον φτωχό άρχοντα και τον πλούσιο ικέτη του φτωχού. Την εικόνα που μας δίνει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα για την μετά θάνατο κατάσταση του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, τα μάτια των Αγίων τη βλέπουν από τώρα, μέσα στις κοινωνικές αδικίες. Γιατί βλέπουν την κατάληξη της αδικίας και όχι την τυραννική ισχύ της. Και η κατάληξη της αδικίας είναι η απεγνωσμένη κραυγή του πλουσίου «πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καί πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψη τό ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καί καταψύξη τήν γλῶσσαν μου».
Μέσα όμως στην κολαστική φλόγα θα είναι και ο ανυπόμονος φτωχός. Αυτός που είχε θεωρήσει τον πλούτο σα το υψηλότερο αγαθό και έφθασε στο φθόνο των ανθρώπων.
Ο πλούσιος της παραβολής ήταν δούλος της φιλαυτίας του. Ήταν κλεισμένος στον εαυτό του «εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Η αγάπη για τον εαυτό του είχε νεκρώσει μέσα του κάθε συμπάθεια, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι «θεοσεβής», να πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Στην παραβολή δεν κατηγορείται για ασέβεια αλλά για έλλειψη αγάπης. Μπήκε στον τόπο του βασάνου ως ανελεήμων και φιλήδονος, όχι ως ασεβής.
Ζούσε την ειδωλολατρία των παθών. Η συνύπαρξη πίστης και ειδωλολατρίας είναι μια σχιζοφρενική κατάσταση στη ζωή πολλών πιστών.
Η πίστη για να είναι ορθή πρέπει να συνδέεται άμεσα με την πράξη. Δεν μπορεί κανείς να ικανοποιεί τα πάθη του και να ελπίζει ότι θα σωθεί χάρη στην πίστη του. Η πίστη που σώζει δεν είναι οι αντιλήψεις μας για το Θεό, που είναι άσχετες με την καθημερινή ζωή. Για να είναι σωτήρια η πίστη πρέπει να εμποτίζει όλη μας την ύπαρξη, αλλιώς ως πρόσωπα ζούμε ένα φριχτό διχασμό. Σήμερα ο Χριστός μας δίδαξε ότι η πίστη, όταν δεν συνοδεύεται από την αγάπη, δεν σώζει. Μας επισήμανε επίσης, ότι είναι δυνατή η πίστη ν’ αφήνει ανέπαφη την φιληδονία μας και την ασπλαχνία μας, οι οποίες τελικά κολάζουν την ψυχή μας.
Μετά τον θάνατο του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, το σκηνικό ανατράπηκε. Ο πλούσιος βρέθηκε «ἐν βασάνοις» ενώ ο Λάζαρος πήγε στους κόλπους του Αβραάμ. Το κολαστήριο της ψυχής του πλουσίου εκτός των παθών του, ήταν και η αμετανοησία του. Δεν είχε αίσθηση μετάνοιας. Όταν απευθύνθηκε στον Αβραάμ δεν είπε: «ἐλέησέ με», δεν αναγνώρισε την ευθύνη του. Απλώς παραπονιόταν για τις οδύνες του. Γι’ αυτό ο Αβραάμ του θύμισε ότι «ἀπέλαβε τά ἀγαθά του ἐν τῇ ζωῇ του».
Η ψυχή που είναι δοσμένη στις απολαύσεις του σώματος την ώρα του θανάτου αντιλαμβάνεται τον εαυτό της δέσμιο στο σώμα. Αγωνιά και υποφέρει. Ενώ ο εγκρατής που είχε ταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, την ώρα που πεθαίνει είναι ήρεμος και ελεύθερος. Ζει με την παρουσία του Θεού και η μετάβαση στη νέα κατάσταση γίνεται με ειρήνη.
Αν καταφέρναμε να δούμε πίσω απ’ τις κοινωνικές αναστατώσεις και αδικίες, τις πραγματικές αιτίες που τις προκαλούν, θα βλέπαμε ειδωλοποιήσεις και λατρεία ειδώλων, που δημιουργούνται από την πνευματική μας ραθυμία και την υποδούλωση στις απαιτήσεις των παθών. Θα βλέπαμε τον κόσμο να παίζει με την φωτιά της κόλασης.
Γι’ αυτό ας έχουμε υπόψη μας την κατάληξη του «θεοσεβούς» πλουσίου της παραβολής και που καταλήγει η ασπλαχνία του ανθρώπου.

π.Γ.Στ.

Ἀποχώρησε ὁ Παπούλιας ἀπό τήν παρέλαση -Κύριε Παπούλια ἀπό τήν προεδρία νά παραιτηθεῖτε

κύριος Παπούλιας πού ντέχει δύο λόκληρα χρόνια τήν καταδυνάστευση το λληνικο λαο πό μία χούφτα σφετεριστν τς ξουσίας δέν ντεξε τίς διαμαρτυρίες τν Θεσσαλονικέων καί ποχώρησε προσβεβλημένος καί φανερά κνευρισμένος πό τό χρο τς παρέλασης.

Κύριε Παπούλια μέ λο τό σεβασμό στό θεσμό ν χετε κόμα λίγη εαισθησία παραιτηθετε πό τή θέση σας γιά νά νοίξει δρόμος πρός τίς κλογές καί νά κάνει λαός τίς πιλογές του.
«Λυπμαι πάρα πολύ εναι ντροπή τους. ναφέρομαι στούς βριστές πού επαν «Παπούλια προδότη» επε κ. Παπούλιας καί πρόσθεσε: "γώ πολέμησα 15 χρονν. Διάλεξαν μία στορική μέρα ποία νήκει στήν λλάδα γιά να διαμαρτυρηθον μ’ ατό τόν τρόπο. Δέν μπορον νά μαυρώνουν τσι ατή τήν μέρα".
Κύριε Παπούλια θά συμφωνούσαμε πόλυτα μέ τά λεγόμενά σας ν δέν εχατε φήσει τά πράγματα νά φτάσουν ς δ.λλωστε εστε καί σες να πό τά μεγάλα γρανάζια το συστήματος ατά τά 37 χρόνια της μεταπολίτευσης καί τά 6 τελευταία μάλιστα πό τή διακοσμητική θέση το νώτατου ρχοντα.Βλέπατε τά μέτρα νά πέφτουν σάν τό χαλάζι καί δέν κάνατε τό...
παραμικρό.
ΟΧΙ εχαν πε τό 40 ο γονες μας καί ο παπποδες μας στούς κατακτητές καί κριβς τό διο ΟΧΙ λέμε καί σήμερα στούς σύγχρονους οκονομικούς κατακτητές πού φέρατε στή χώρα.
Πρίν γανακτήσετε λοιπόν μέ τίς ντιδράσεις το κόσμου σκεφτετε τί κάνατε σες γι’ ατό τό λαό πού κάθε μέρα το φορτώνετε καί καινούργια βάρη.Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ σας εναι μόνη ντρίκια λύση,λα τ’ λλα εναι λόγια του έρα!

Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους μόνο η Ελλάδα....


Ο λαός μας έφτασε στην κορυφή της Αθανασίας, γιατί έφτασε στην άκρη της Θυσίας»

Βασίλης Ρώτας, ποιητής



Δημήτρης Νατσιός

Οι Μεγάλες Ημέρες του Γένους μας. Η εθνική επέτειος του ’40.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, όχι μόνο να κλαις, αλλά, κυρίως, να καμαρώνεις. Λίγο να σηκωθούμε, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις... το Μνημόνιο, η Τρόικα, ο Βενιζέλος, η Βάσω, η Άννα πτώματα άταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι άνθρωποι.
Στρεφόμαστε, γυρίζουμε προς την ιστορία, όχι σαν φυγάδες από το παρόν, μα για να αντικρίσουμε νηφαλιότερα το επερχόμενο μέλλον και να παρηγορηθούμε λίγο.

Ιδίως τώρα που θόλωσε ο νους μας και μας βρήκε το κακό, το «πισωγύρισμα» στην ιστορία, (η καημένη η γλώσσα μας, τι τράβηξε από τους γλωσσοκόπανους της δήθεν «δημοτικιάς»), η μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας φρονηματίζει, «διά το μηδεμίαν ετοιμοτέραν είναι τοις ανθρώποις διόρθωσιν της των προγεγενημένων πράξεων επιστήμης» κατά τον Πολύβιο. Οι πράξεις, τα κατορθώματα των περασμένων, δι-ορθώνουν τους απογόνους και όχι τα «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», τα λόγια τα κούφια.

Το βλέπω μες στην τάξη. Ενθουσιάζονται τα παιδιά και αποτυπώνεται στην μνήμη τους ανεξίτηλα η διήγηση μιας ιστορίας, στην οποία δεσπόζει ένα ωραίο και σπουδαίο πρόσωπο.

Συναρπάζονται με αυθόρμητες, ζωντανές, αψιμυθίωτες αφηγήσεις.

Πανηγύρι στην τάξη γίνεται όταν φέρνεις μπροστά τους ιστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» με ηρωισμό και θυσία.

Φέτος έχω χαρά μεγάλη, γιατί δεν έφτασαν ακόμη στην μικρή, ακριτική μας πόλη, τα βιβλία που η αβελτηρία (το σωστό αβελτερία εκ του α +βέλτερος) και η ευήθεια του ΥΠΠΔΒΜ (υπουργού «ποδοβολητό») στέρησε από τους Ελληνόπαιδες.

Δύο μήνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα έξοχα των κορυφαίων της λογοτεχνίας μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Από τον Αίσωπο και τον άγιο Χρυσόστομο έως τον Ελύτη. (Ομιλώ γιά τα γλωσσικά εγχειρίδια).

Και πώς αλλιώς; Να είσαι, τώρα δασκάλα γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο γιά το έπος του ’40.

Αντί όμως γιά μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας.

Γράφει στο ημερολόγιό της:

«Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές».

Αυτό, τίποτε άλλο.

Η γ’ τάξη δημοτικού, χιλιάδες Ελληνόπουλα, τέτοιες ηττοπαθείς γελοιότητες διδάσκονται γιά το ηρωϊκό ’40.

Και στην Ε’ που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74) το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής:

«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο».

Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του;

Ήταν πανηγύρι εκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του διαβίου το υπόγειο;

Επιλογές αντάξιες μιας Δραγώνα, μιας Ρεπούση και της «υψηλοτάτης» διαβιοϋπουργού (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας .... και τίποτε άλλο).

Είναι γεγονός-παρενθέτω μία σκέψη- πως τα ασπόνδυλα προοδευτικά μαλάκια, ως θα έλεγε ο Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιάν «εσωτερική»
ενόχληση και αδιαθεσία, όταν αναφέρονται στα πανηγύρια του Γένους και της Πίστης.

Πουλημένες ψυχές, χωρίς ιθαγένεια τόπου, Γραικύλοι αληθινοί, δεν πιάνουν το νόημα της γιορτής, μετρούν τις χαμένες εργατώρες ή την «καθυστέρηση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας».

Θυμάμαι εκείνο το σπιθαμιαίου (πνευματικού) αναστήματος «πολιτικό ζώον», (αριστοτελικός ο όρος), ο Σημίτης, να πολιορκείται από δημοσιογραφικά μικρόφωνα, έξω από μία εκκλησία, ανήμερα των Θεοφανείων. (Τι μαρτύριο γιά κάτι τέτοιους ο εκκλησιασμός!).

Τι δήλωσε ο... αθεόφοβος:

«Τα Θεοφάνεια σηματοδοτούν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας».

Έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό καταντήσαμε ζήτουλες της Οικουμένης...

Ας αφήσουμε όμως τα υποκείμενα και ας πιάσουμε τα κείμενα.

Επεισόδια από εκείνες τις γιορτινές ημέρες του πολέμου. Να ξεθολώσει ο νους μας λίγο, να ξαποστάσουμε ακουμπώντας στις αετοράχες της Πίνδου και στα ψηλώματα της Βορείου Ηπείρου.

Το 1960 ομιλητής, κατά την εορτάσιμο ημέρα, στην Ακαδημία Αθηνών είναι ο Στρατής Μυριβήλης. Αντιγράφω:

«Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους.
Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα
στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

- Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;

Ο γέρος απάντησε δειλά:

- Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.

Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το
δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.

- Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι
καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους.
Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου
είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου,
θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους,
γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».

Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν γιά την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος» εδώ το κατανοούμε.

Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει».

Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου). «Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».

1940: Η Παναγία στο μέτωπο

1940: Η Παναγία στο μέτωπο



Πορεία στα χιόνια στο Αλβανικό Μέτωπο (από εδώ).

Προσευχή για τους νεκρούς των πολέμων, δικούς και εχθρούς

Το ιστολόγιό μας δεν έχει πολιτικό ενδιαφέρον, ούτε πατριωτικό, αλλά καθαρά πνευματικό. Αν και αγαπώ την πατρίδα μου, είμαι και ορθόδοξος χριστιανός (έννοια απολύτως πανανθρώπινη), άρα για μένα η ζωή και η σωτηρία της ψυχής του Τούρκου ή Γερμανού εισβολέα έχει την ίδια αξία με εκείνη του Έλληνα στρατιώτη. Έτσι το βλέπω, εκεί με οδηγεί η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά του λαού μου, είτε αρέσει αυτό σε μερικούς είτε όχι. Θα προτιμούσα να μη σκανδαλιστείτε, όλοι οι πατριώτες, αλλά να προβληματιστείτε και να δείξετε έστω κατανόηση.
Αυτή η ορθόδοξη άποψη έχει σοβαρά ερείσματα στην ιστορία του λαού μας. Ναι, έχουν υπάρξει χαροκαμένες μανάδες που έχουν φερθεί με ανθρωπιά σε τραυματίες, αιχμάλωτους ή νεκρούς εισβολείς.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άγιοι εμφανίζονται σε μάχες υπέρ των (αμυνόμενων) χριστιανών: ο άγιος Δημήτριος στην πολιορκία του Σκυλογιάννη και στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913, ο άγ. Μηνάς στο Ελ Αλαμέιν, ο αρχάγγελος Μιχαήλ στο Μανταμάδο (όπου μάλιστα σκότωσε τους πειρατές), η Παναγία κατά την επίθεση των Αβάρων (όταν ψάλθηκε ο Ακάθιστος Ύμνος) και φυσικά στο Αλβανικό Μέτωπο.
Γιατί οι άγιοι το κάνουν αυτό; Παρεμβαίνουν σωστικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για λόγους που εκείνοι ξέρουν. Συγκαταβαίνουν στην ανθρώπινη αδυναμία. Έρχονται να προστατέψουν. Σταματάνε μεγαλύτερες συμφορές. Υπακούνε σε αγωνιώδεις προσευχές ανθρώπων με καθαρή καρδιά. Αυτά είναι ΠΙΘΑΝΟΙ ΛΟΓΟΙ. Δε μπορώ να το κρίνω - εγώ δεν αγαπώ τον εχθρό μου πιο πολύ απ' όσο τον αγαπούν ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοι. Μπορώ μόνο να καταγράψω τις μαρτυρίες. 
Η Παναγία στον Ορχομενό και ο άγ. Χαράλαμπος στα Φιλιατρά σταμάτησαν τους ναζί, δεν τους σκότωσαν. Γιατί το έκαναν; Δε γίνεται μάρτυρας ο αθώος που πεθαίνει από μαχαίρι εισβολέα; Γιατί δεν το έκαναν στα Καλάβρυτα ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στους θαλάμους βασανιστηρίων; Μπορεί στον Ορχομενό, στα Φιλιατρά και όπου αλλού έγινε κάτι παρόμοιο, οι άνθρωποι να μην ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες ή μπορεί ο Θεός να παρενέβη, επειδή ίσως κάποια προτεστάντισσα Γερμανίδα μάνα προσευχόταν με αγωνία & καθαρή καρδιά για το γιο της κι ο Θεός δεν τον άφησε να λερώσει τα χέρια του με αίμα γυναικόπαιδων.
Επαναλαμβάνω, δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι η σφαγή το θύμα το καθαγιάζει (όταν είναι αθώο) και το σφαγέα τον στέλνει στην κόλαση, ξέρω πως ο Θεός νοιάζεται πιο πολύ για τα θύματα της αδικίας απ' όσο νοιάζομαι εγώ ή ένας ιστορικός ή δημοσιογράφος ή ακόμη και η μητέρα τους - και ξέρω πως ο Θεός ενεργεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι θα θέλαμε εμείς να ενεργήσει. Αυτό μας σκανδαλίζει, γιατί πάντα ξεγελάμε τη συνείδησή μας λέγοντάς της πως εμείς είμαστε σοφότεροι ή πιο δίκαιοι απ' το Θεό και πως ο Θεός κάνει λάθη, ενώ εμείς, αν ήμασταν στη θέση Του, "δε θα κάναμε" - οι καημένοι...

Η εικόνα της Παναγίας του Ορχομενού. Ζωγραφίστηκε με έξοδα του Γερμανού διοικητή Χόφμαν, που είχε κάνει την αποτυχημένη επίθεση στις 10 Σεπτ. 1942.

Είναι οφθαλμοφανές πως οι εμφανίσεις αυτές θυμίζουν τις παρεμβάσεις των θεών στα ομηρικά έπη. Αυτό βοηθάει όποιον θέλει να τις ερμηνεύσει ως μύθους ή ψευδαισθήσεις, γεννημένες απ' τη φαντασία των πιστών που έχουν επείγουσα ανάγκη να νιώσουν την υψηλή προστασία κάποιου ισχυρού (αλλά ανύπαρκτου) πνεύματος. Όμως οι πιο καλά μαρτυρημένες τέτοιες εμφανίσεις -της Παναγίας στο μέτωπο του 40- είναι πολύ κοντά σε μας (δεν απέχουν αιώνες, ώστε να μπορούμε να τις αγνοήσουμε πλήρως) και καλό είναι να μην απορριφθούν ελαφρά τη καρδία ακόμη κι από έναν "άπιστο", χωρίς να τον κάνουν, όχι να "πιστέψει", αλλά να βάλει ένα ερωτηματικό. 
Ο μέσος άνθρωπος δεν περιμένει να δει την Παναγία, ώστε να αυθυποβληθεί σε οράματα, και μάλιστα πολλά & ομαδικά. Την Παναγία την έστειλαν στους φαντάρους, περισσότερο ακόμα κι από τη δικαιοσύνη του αμυντικού αγώνα, οι προσευχές των μανάδων τους. Αυτό νομίζω.
Όσο για τις εμφανίσεις των αρχαίων θεών, εμφανίσεις πνευμάτων καταγράφονται σ' όλους τους πολιτισμούς, όλες τις εποχές. Αυτές τις αμέτρητες εμφανίσεις, ο πιστός του Διαφωτισμού απλά τις χαρακτηρίζει μύθους (αυθαίρετα) χωρίς να προβληματιστεί καν· ο πιστός των θρησκειών τις δέχεται όπως είναι, χωρίς να το ψάξει (όταν ένα πνεύμα τού λέει πως είναι θεός ή άγγελος το πιστεύει αμέσως)·  ο ορθόδοξος χριστιανός, ακόμα κι αν εμφανιστεί ο Χριστός, το αμφισβητεί και διερευνά την ταυτότητα του οράματος ανάλογα με τη συμπεριφορά του πνεύματος.

Εμφανίσεις της Παναγίας σε Έλληνες στρατιώτες το 1940

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ (εδώ & εδώ)

                                                                                          
Επιμέλεια: π. Δημητρίου Αθανασίου

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Πίνδο, η Παναγία ήταν η προστάτιδα και οδηγός των στρατιωτών. Οι στρατιώτες την έβλεπαν με τα μάτια της πίστης τους να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Β. Μπούρη, σύμφωνα με την οποία ο θείος της, Σπυρίδων Χουλιάρας, που πολέμησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να αφηγείται το εξής θαύμα της Παναγίας: ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και σαν οδηγός τους οδήγησε μπροστά στον εχθρό, έτοιμους να τον αντιμετωπίσουν.
Το θαύμα αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους στρατιώτες που πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου. Κατά μήκος όλου του μετώπου έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια γυναικεία μορφή βάδιζε ψηλόλιγνη, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Ήταν η Παναγία, η υπέρμαχος στρατηγός των Ελλήνων.
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…»
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.
«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός  δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» ["Νεκρός": άραγε πού να βρίσκεται τώρα αυτό το κειμήλιο;].
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.

Απόσπασμα από την εργασία "Η τιμή της Θεοτόκου στην Ήπειρο"

Η Αγία Σκέπη: ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών, βλέπει την Παναγία να σκεπάζει προστατευτικά το λαό μ' ένα ουράνιο ύφασμα. Στη μέση στέκεται ο μεγάλος ποιητής και μουσικός άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Σ' αυτό το όραμα βασίστηκε η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που γιορτάζεται 1 Οκτ., αλλά στην Ελλάδα, από το 1952, 28 Οκτ.

Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζαρος γράφει για τις εμφανίσεις της Παναγίας στον πόλεμο του '40


Ο άγων ήταν ιερός. Οι Έλληνες πολεμούσαν υπέρ Πί­στεως και Πατρίδος. Εγνώριζαν, ότι αν πατούσαν τον τόπο μας οι Φράγκοι, οι παπικοί θα μας νόθευαν την πίστι και θα μόλυναν την Ορθοδοξία.
Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη στον υπολοχαγό Νικόλαον Γκάντζαρον. Στα χρόνια της Κατοχής είχα την ευκαιρία, να τον γνωρίσω στα Γιάννενα. Εκεί μου το διηγήθηκε και ο ίδιος.
Επειδή όμως δεν διέσωζα τις λεπτομέρειες, τον παρα κάλεσα να μου τα γράψη. Παραθέτω την απάντησί του και την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο της απαντητικής επιστολής του και η αναφορά του:

Εν Ιωαννίνοις τη 3.2.1968
Πανοσιολογιώτατε,
Ο αδελφός μου Σωτήριος δι’ επιστολής του μοι διεβίβασε την υμετέραν παράκλησιν, όπως σας γράψω περί του υπ’ εμού οράματος της Θεοτόκου κατά τον Ελληνοϊταλικόν πόλεμον 1940-41…
Ετύγχανον Διμοιρίτης της Γ’ Διμοιρίας (2ου Λόχου, Ι Τάγματος, 40ου Συντάγματος Ευζώνων), ότε εις την περιοχήν Α’, του χωρίου Γκολέμι εν Β. Ηπείρω (Αλβανία) κατά μίαν προσωρινήν ανάπαυλαν του Τάγματος εν εφεδρεία, καθ’ ην δεν εδικαιολογείτο παραίσθησις ή ολιγοψυχία, συ νέβη το όραμα. Θεωρώ λοιπόν επιβεβλημένον μου καθήκον να σας ε νημερώσω περί του γεγονότος εκείνου.
Τούτο περιγράφεται εν τη υποβληθείση αναφορά μου, της οποίας ακριβές αντίγραφον σας εγκλείω.
Επειδή ως Χριστιανός δεν επιθυμώ θόρυβον περί το ό νομά μου, παρακαλείσθε θερμότατα, όπως μείνω άγνωστος, πράγμα όπερ έχω και ως αρχήν.
Μετά σεβασμού
Νικόλαος Γκάτζαρος
Οδός Λόρδου Βύρωνος 9, Ιωάννινα

Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυρια κήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύ σει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επι στροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγ μεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλ μοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ί να γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβρι ζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπε ρισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικη τήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

* * *
«Θεοτόκε η ελπίς, πάντων των Χριστιανών, σκέπε φρούρει φύλαττε, τους ελπίζοντας εις Σε»

Κοντάκιον της αγίας Σκέπης
Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Ώσπερ νεφέλη αγλαώς επισκιάζουσα, της Εκκλησίας τα πληρώματα Πανάχραντε, εν τη πόλει πάλαι ώφθης τη βασιλίδι. Αλλ’ ως σκέπη του λαού σου και υπέρμαχος, περισκέπασον ημάς εκ πάσης θλίψεως, τους κραυγάζοντας. Χαίρε Σκέπη ολόφωτε.

* * *

Άξιόν εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θε ού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την Όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.

Πηγή: Περιοδικόν «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
Αριθμ. 62-63, ΙΟΥΛΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1995

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...