Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011

Ο απολυμένος και η βοήθεια της Παναγίας της Τήνου

Ευλογημένο μουΤο θαύμα, ως αποκάλυψη του Φωτός του Θεού, στη μυστική και προσωπική ζωή εκάστου ανθρώπου, συμβαίνει συνεχώς και αδιάλειπτα.Ακόμα και η ελαφριά -στον αέρα κίνηση- μιας άδειας, γαλάζιας, νάϋλον σακκούλας
( θυμάσαι την ταινία με τον Κέβιν Μπέϊκον) μπορεί στα μάτια της ευαίσθητης ψυχής, να φανερώσει την παρουσία της Χάριτος και να δημιουργήσει συγκίνηση, αγάπη και ελπίδα.
Ο καθένας, βιώνει στον μυστικό του βίο, μικρά και μεγάλα, φανερά και αόρατα θαύματα.
Μπορεί κάποιος τρίτος, ακούγοντάς τα, αδιάφορα, με ψύχρα ψυχής , να προσπεράσει.
Ο ίδιος, όμως, ο αποδέκτης του δώρου, εσωτερικά αλλοιώνεται με την καλή την αλλοίωση και προχωράει στον προσωπικό του ανήφορο(γολγοθά κάποιες δύσκολες ώρες)με ουράνιο κουράγιο.
Και απορούνε οι άπιστοι ή ολιγόπιστοι άλλοι, και μουρμουράνε ενοχλημένοι: “σύμπτωση!”
-” Το μυαλό τους και μια λίρα το πουλάνε στη Βαλύρα” που θα μου πούνε εμένα ότι είναι “σύμπτωση”!
-Ψυχραιμία!
Επειδή, λοιπόν, στενοχωρήθηκες για τον ξάδερφο που απολύθηκε, θα σου αφηγηθώ ένα μικρό αληθινότατον σκηνικό που άκουσα τις προάλλες, επειδή νομίζω, ότι εσύ ειδικά, το μήνυμα θα το νιώσεις, και θα δυναμώσεις την ελπίδα της προσευχής σου.
Στο ξαναλέω με την καρδιά μου:
-Ναι, είναι χάλια χαλίων η κατάσταση αυτή τη στιγμή, όχι μονάχα στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια, όμως:
ρνούμαι, να διαβάζω και να ακούω συνέχεια, σπαστικά, τα ανάποδα.
-Υπάρχει και Θεός, τελεία και παύλα!
Υπάρχει Θεός που ακούει και παρεμβαίνει με μυστήριους και απίστευτους τρόπους, αρκεί ο άνθρωπος δια Πίστεως, να Του εμπιστεύεται με την αθωότητα μικρού παιδιού, το χεράκι του.


-Αμάν μωρή Σαλογραία, έλεοςςς! Άρχισες πάλι τα κηρύγματα;
Δε με παρατάς, λέω εγώ, στη ζαλάδα μου!
Έχω καταπικραθεί τούτες τις μέρες, άσε με.
Ούτε γαλακτομπούρικο δε θέλω να φάω!
-Ούτε γαλακτομπούρικο;
Ε τότε, πράγματι, ζόρισε η κατάσταση!
Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να σου γίνω τσιμπούρι.
Δεν επιτρέπεται να σε παρατήσω.
Nαι, ναι!
Μου αρέσει να γίνομαι τσιμπούρι ιλαρό, άγγελέ μου.
( Όλα κι όλα! δεν θα σου γίνονται τσιμπούρια μόνο οι υποβολιμαίες εκ του Εξαποδού σκέψεις απελπισίας, που σε παρακινούν ενδόμυχα, να πας και να κρεμαστείς, όπως έλεγες -χαρούμενα δήθεν- τις προάλλες.Θα σου γίνονται, θες δε θες, τσιμπούρια και οι λογισμοί της ελπίδας, αστέρι μου…)
Επιμένω και θέλω να το πιστέψεις:
Τα πράγματα, δεν είναι μόνο μαύρα-άσπρα- για Όνομα!
Ενυπάρχουν εντός τους, ακαταμέτρητες αποχρώσεις χρωμάτων.
Υπάρχει Θεός, η Παναγία είναι ολοζώντανη, και ο ελπίζων στη δύναμή Τους, ου καταισχυνθήσεται στον αιώνα, μας τονίζει το Πνεύμα το Άγιο, το Πνεύμα της Αληθείας.
Ας μπω, όμως, στο θέμα, να μη σε καθυστερώ, δεν είναι και μεγάλη η ιστορία, αξίζει να την ακούσεις, στις μικρές λεπτομέρειες, έτσι, ως αντίδοτο στη μαύρη μουρμούρα του διαβόλου, που λυσσάει, επιθυμώντας, την κάθε ψυχή να την τρομάξει, να την απελπίσει, να την βυθίσει στην απόγνωση, μέχρι τον τέλειο αφανισμό της.
Τα γεγονότα τα έμαθα απ’ τον εντιμότατο φίλο Αντώνη Κ. -πρωτοετή φοιτητή Φυσικό, τώρα στα Γιάννενα
Αφορούσαν, έναν κολλητό του Αντώνη, τον εικοσιεπτάχρονο Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, λεβέντης, φιλότιμος και εργατικός.
Παρόλα αυτά μια ωραία πρωία, όπως γίνεται όλο και πιο συχνά τελευταία, ο εργοδότης, τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!
Ο Αλέξανδρος με τα παπούτσια στο χέρι, παρότι από κάτι κάλους ανακουφίστηκε σφόδρα
(ουδέν κακόν αμιγές καλού, πάντα θα ισχύει)
μίσησε τόσο την κοινωνία την άδικη, που του προέκυψε αυτοκαταστροφική διάθεση
(είναι τόσο εύκολο) κάπου σκουντούφλησε και, από τη μεγάλη σκασίλα, πέφτοντας, έσπασε το ένα του πόδιιι!
-Φτού να πάρει!
Δεν του έφτανε το ένα κακό-της απόλυσης- τον βρήκε και δεύτερο-αυτό του κατάγματος.
Άντε αγχωμένες τρεχάλες στα κατεπείγοντα.
Νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμες, ακινησία, πόνος!
Τον γυψώσανε.
Πήρε και πατερίτσες.
Δεν του έφτανε του Αλέξανδρου η απόλυση, δεν του έφτανε το κάταγμα- τα χάλασε και με την κοπελιά με την οποία πλέκαν μαζί, για κάμποσο διάστημα, το πράσινο πουλόβερ μιας σχέσης.
Ένιωθε άξιος μόνο για μούτζες και τύφλες.
Η ζωή, ξαφνικά, φαινόταν μια σκύλα κατάμαυρη που τον γάβγιζε κακιασμένα, ασταμάτητα.
Το μέλλον τοίχος σκληρός, αδιαπέραστος, δίχως ευλογίας αχτίδα.
Ο Αλέξανδρος, έχασε δουλειά, κορίτσι πλέον δεν είχε, το πόδι του ρηγματώθηκε, πλην όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.
“Πιστεύω τω φίλω. Τον πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις”.
-Θυμάσαι, περιστεράκι μου, τα έγραφε ο μακαρίτης ο Ζούκης.
-Τα νεύρα μου! Προχώρα, μανδάμ, πού τον ξεθάψαμε πάλι το φιλόλογο Ζούκη; στο παρασύνθημα! βιάζομαι!
-Μη μου αγριεύεις εμένααα! Θα σηκωθώ και θα φύγωωω!
Αν ξαναμουρμουρίσεις, ανυπόμονα, σύξυλο θα σ’αφήσω και θα τρέξω να μαζέψω λαψάνες.
(Όχι. Δεν θα σου πω τι είναι οι λαψάνες. Να μάθεις. Θα σου χρειαστούνε – μέρες που έρχονται!)
Τέλος πάντων, ψυχραιμίααα! ας ξαναπιάσω το νήμα μας.
-Ας πιώ και μια γουλιά τσάι, χι χι … it’s time for five o’ clock tea, darling!
Χρειάζεται σασπένς η αφήγηση, ας είναι και λίγη.
Έλεγα, λοιπόν, ότι πράγματι μεγάαααλος θησαυρός ο πιστός φίλος
( παρακαλώ όποιος απέκτησε έστω και έναν πιστό φίλο, έστω και ηλεκτρονικό, να μηννν τον θεωρεί αυτονόητο ή δεδομένο και να ευχαριστεί για κείνον, τον Κύριο, στουμπώντας το κεφάλι του, σε στρωτές, εδαφιαίες μετάνοιες- μέρα και νύχτα!).
Αν χαθεί ένας πιστός φίλος, δύσκολα, πολύ δύσκολα ξαναβρίσκεται, νεαντερταλονικολάκη μου.
………………………………………………………………………….
Τον εμψύχωνε, λοιπόν και εν Κυρίω, ο καλός ο Αντώνης.
Τον παρότρυνε:
-Ρε συ Αλέξανδρε, δεν έχεις που δεν έχεις δουλειά- μην κάθεσαι κι αναστενάζεις ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο…
-Moove! Κουνήσου!
Ξεκίνα, να ζητήσεις βοήθεια, είναι τόσο σημαντικό να ζητάμε βοήθεια, το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
“Αιτειτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται, ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται”
ξεκίνα- να μια ιδέα τώρα- ξεκίνα να πας στην Παναγία της Τήνου, να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια λύση στο πρόβλημα.
-Η Παναγία ακούει!
Τόσο εκατομμύρια πιστούς ανά τούς αιώνες έχει βοηθήσει…
Μάνα είναι η Παναγιά- αδέρφια οι άγιοι.
Αυτούς έχουμε οικογένεια.
Μας προτρέπουν, επιθυμούν διακαώς, να τους ζητάμε βοήθεια.
Ζητώντας βοήθεια, λαβαίνοντας χάρη,
θερμαίνεται μεταξύ μας ο σύνδεσμος της αγάπης.


Όταν “αγκαλιάζουμε” με την προσευχητική σκέψη τους άγιους, “κολλάμε” και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.
Καταλαβαίνει η Παναγία κι από άνεργα παιδιά, ρε φίλε, καταλαβαίνει!
(Δεν έκανε και καμιά γιάπικη καριέρα εξάλλου ο λατρεμένος Της γιος.
Απλός ξυλουργός ήταν που τα παράτησε κιόλας – και για ένσημα του ΙΚΑ ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).
-Ζήτα, λοιπόν, δική Της επέμβαση!
(Συνελόντ’ειπείν, “του έφαγε τα τζιέρια” στο “μπούρου μπούρου” ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το “λάδι” του έβγαλε!).
-Να πάω στην Τήνο; παραδόθηκε ξεπνοημένα ο
Αλέξανδρος .
Με σπασμένο το πόδι; με γύψο; και πατερίτσα και μόνος μου;
Μα πόσο ήρωας θέλεις να γίνω;
Ξέρεις τι απόσταση είναι από την Πάτρα, η Τήνος, ρέ Άντονυ;
Και από μακριά η Μεγάλη Δέσποινα, δεν μας ακούει;
Είναι ανάγκη να πάω να βασανιστώ- ο καραβοτσακισμένος- μέσα και σ’άλλα καράβια;
-Μάλιστα. Είναι ανάγκη!
Η Παναγία θα σε βοηθήσει, αν προσφέρεις και συ μια θυσία, επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα, γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας στις οικοδομές – με τα ζόρια στα σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.
Επέμενε τόσο, που ο Αλέξανδρος το πήρε απόφαση
(γι αυτό σου λέω:καμιά φορά, ευλογημένα και τα “τσιμπούρια”…)
Ξεκίνησε για Πειραιά, έβγαλε εισιτήριο με το καράβι για Τήνο.
Ταξίδευε “σέρνοντας την πληγωμένη περηφάνεια του σαν ματωμένο άλογο”, που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σέρνοντας το γυψωμένο το πόδι, με πατερίτσες, μονάχος.
Ήταν καλοκαιράκι.
Βρήκε κάπου μια θέση.
Άπλωσε το χτυπημένο του πόδι, κάπως να χαλαρώσει.
Το καράβι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.
Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα και μια ελπίδα αδιόρατη -μικρή σαν αποπροσανατολισμένη και χαμένη μαρίδα- ίσα που φαίνονταν κάτω απ’ το βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο κύμα της συνείδησης, το πελαγίσιο.
Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν και πάλευε να γιατρέψει, την τυφλή, κωφάλαλη απιστία του.
Κάπου ανάμεσα στις μπερδεμένες του σκέψεις, φώναζε νοερά και κάποιο:
“Παναγία μου βόηθα με”.
Τον άκουγε η Κυρά η Μεγάλη; Δεν τον άκουγε; πολύ θα επιθυμούσε να ξέρει…
Την ώρα αυτή της βαρύθυμης ενατένισης των πραγμάτων, βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
Κρατούσε σκουρόχρωμο χαρτοφύλακα στο ένα του χέρι.
Στο άλλο χέρι βάσταγε έναν καφέ, σε πλαστικό ποτηράκι.
Καθώς πλησίασε τον Αλέξανδρο- δεν ξέρω πώς και τι ακριβώς – ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του, περίλουσε τού Αλέξανδρου το ταξιδιωτικό παντελόνι.
-Ω ! χίλια συγνώμη, αναφώνησε κοκκινίζοντας ο κουστουμάτος.
Σας λέρωσα!
-Δεν πειράζει δεν πειράζει, απάντησε εξουθενωμένα ο νέος.
(Τι χειρότερο θα μπορούσε να πάθει; ούτε να θυμώσει δεν είχε κουράγιο, εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος; δεν υπήρχε περίπτωση. )
Εντάξει. Χαμογέλασε βεβιασμένα.
Ο άνθρωπος με τον καφέ, αμήχανος για την αδεξιότητα, και αφού ξαναζήτησε “χίλια συγνώμη”, κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.
Μετά από ώρες ταξίδι , το καράβι έδεσε στου ευλογημένου νησιού, το λιμάνι.
Ο Αλέξανδρος με τις πατερίτσες, αγκομαχώντας, σέρνοντας το μπανταρισμένο το πόδι του, έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου, άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της, Της κατάθεσε για λίγο, και επισήμως, τον πόνο του.
Αν γινόταν ας τον βοηθούσε.Τόσους και τόσους στο διάβα των αιώνων είχε βοηθήσει.
Γιατί όχι και κείνον, Κυρία μου;
Αφού άναψε το κερί, ξανακατέβηκε, πήρε το καράβι για Πειραιά…
Πάνω στο πλοίο της επιστροφής-τι σύμπτωση- βρισκόταν και ο ίδιος άνθρωπος που τον λέρωσε με τον καφέ του, την προηγούμενη μέρα.
Ε! καθώς διασταυρώθηκαν οι ματιές , χαμογέλασαν, χαιρετήθηκαν, και μια και η ζημιά με τον καφέ είχε γίνει αφορμή γνωριμίας, κάθισαν δίπλα και σιγά σιγά άρχισαν τη συζήτηση.
Κουβέντα στην κουβέντα, ο Αλέξανδρος τον πόνο του, τον ξεδίπλωσε
.
-Δουλεύεις νεαρέ; ρώτησε το κοστούμι.
-Όχι. Απολύθηκα. Ψάχνω.
-Τι ξέρεις να κάνεις;
-Αυτό και κείνο και το άλλο και το παράλλο.
-Α ωραία! αναφώνησε το κοστούμι.
-Λοιπόν,νεαρέ, εγώ δούλευα στην τάδε επιχείρηση.
Τώρα όμως φεύγω και πηγαίνω σε ένα άλλο πόστο καλύτερο.
Σε συμπάθησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα.
-Θες να σε συστήσω να έρθεις στη θέση μου;
-Αν θέλωωω! χαρά μεγάλη άστραψε στην καρδιά του Αλέξανδρου.
Την ευκαιρία της δουλειάς, στον αέρα την άρπαξε.
Δε στάθηκε να την κοιτάξει όπως μερικοί κοιτάγαν το γαιδούρι στα δόντια.
Ξεκίνησε και ας είχε πονεμένο ακόμη το πόδι.
Το πόδι γιατρεύτηκε.
Και για να μη στα πολυλογώ, περιστεράκι μου, ο Αλέξανδρος βρήκε όχι μόνο δουλειά, αλλά στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.
Μεταξύ μας:ξέρεις πώς γίνονται αυτά:
Ο έρωτας -λέει- ξεκινάει ή από θαυμασμό ή από οίκτο.
Ε! τον είδε η άλλη με την πατερίτσα, τής ξύπνησε μέσα της η αδερφή του ελέους….
( ήταν και πιστή στο Θεό, κοπέλα φιλάνθρωπη εξάλλου)….
-Εντάξει!!! Εντάξει!!!!μη βαράςςςς!!! τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα ενός ενδιαφέροντος και μιας φροντίδας που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!(πήγα να το χαλάσω ψυχαναλυτικά, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
Άντε και στα δικά σου, ξεφτέρι μου!)
Και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν(“Το γοργόν και χάριν έχει”)
Και έγινε ο Αντώνης κουμπάρος.
Και τώρα τα νιογάμπρια αναμένουν και τέκνο.
Και έζησαν αυτοί καλά -και ελπίζω και μεις, χάριτι θεία, να ζήσουμε καλύτεραααα!
(Μη γελάς! Θα ζήσουμε!)
Αυτό είναι το μικρό αληθινό σκηνικό, αγαπημένο μου.
Θα έσκαγα αν δε σου το έλεγα.
Ξέρω ξέρω, θα μου αρχίσεις τα διάφορα τα δικηγορίστικα, τα εξυπνακίστικα, τα πεσιμίστικα, έως τα τεμπελίστικα.
Δεν χαμπαριάζω μία!
Ζήτα βοήθεια από την Παναγία και η πόρτα θα ανοίξει όπως άνοιγε εκείνη η αόρατη σπηλιά όταν ο Αλή Μπαμπάς φώναζε μπροστά της :
- Ανοιξε ” σουσάμι” !
-Μανδάμ, η κρίση στο “Δόξα Πατρί” σε έχει βαρέσει…τι να πω! μένω άλαλος…
-Σκέψου για μένα ό,τι θες, δε με νοιάζει.
Όμως…
Κράτα γερά, ό,τι και να γίνει την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.
Η Παναγία ακούει!
Η Παναγία ευλογεί!
Η Παναγία προστατεύει!


Η Παναγία, μάς δίνει όλες τις Χάρες, όλα τα αληθινά αγαθά- πάντα να το θυμάσαι.
Και οι κουτσοί- μέσα ακόμα στου κυκλώνα το “μάτι”- βρίσκουν δουλειά
-και όχι μόνον-
άμα το θέλει η Παναγιά!
Σαλογραία
Απο το ιστολόγιο της Σαλογραίας

Η παράκληση του ανθρώπου. (Κυριακή Ζ΄Λουκά)




«Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε»
Ο Χριστός ήταν και είναι ή μόνη και διαρκής παράκληση κάθε ανθρώπου. Φυγαδεύει κάθε θλίψη και μεταμορφώνει κάθε ανθρώπινο πόνο. Κανένας δεν αγάπησε τόσο πολύ τον άνθρωπο και δεν τον απάλλαξε από τον φόβο των οριακών του καταστάσεων όσο ο Χριστός.
Καθ’ όδόν προς την οικία του Ιαείρου, όπως αναφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα την Κυριακή Ζ΄ Λουκά, έγινε το θαύμα της θεραπείας της αιμορροούσης γυναικός. Δώδεκα χρόνια έπασχε από διαρκή αιμορραγία. Λόγω της ασθενείας της αποκλειόταν από την κοινωνική και θρησκευτική ζωή σαν ακάθαρτη. Μέσα στην απελπισία της πλησίασε τον Χριστό, ακούμπησε την άκρη του ιματίου Του και αμέσως έγινε καλά.
Η συνάντησή μας με τον Χριστό
Πολλά πράγματα πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ. Κατ’ αρχήν πρέπει να εκτιμήσουμε την ελπίδα και την τόλμη της γυναίκας. Υπερνίκησε όλους τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς κανόνες συμπεριφοράς και έπιασε το ιμάτιο του Χριστού. Τον καιρό που της απαγορευόταν να εισέλθει στη συναγωγή, αυτή πλησίασε την πραγματική Ζωή, τον Χριστό, και εκεί βρήκε τη θεραπεία της. Και ο Κύριος δέχεται αυτή την τόλμη, γιατί βλέπει πέρα απ’ τα
φαινόμενα. βλέπει το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. ξέρει το πνεύμα του Νόμου και σπάζει το φράγμα της τυπολατρίας. Έτσι μας έδειξε ότι για τη συνάντηση του ανθρώπου με τον Χριστό απαιτείται τόλμη και θάρρος. Αυτό το βλέπουμε στη ζωή των αγίων. Όταν αναπαυόμαστε στη στείρα και στεγνή επιτέλεση ορισμένων θρησκευτικών καθηκόντων και αισθανόμαστε αυτάρκεια, δεν μπορούμε να απολαύσουμε τη νηφάλια μέθη της κοινωνίας με τον Θεό.
Η προτεραιότητα της ειλικρίνειας
Η πίστη είναι ένα γεγονός που συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν περιορίζεται μόνο στην ανακάλυψη και αποδοχή του Θεού, αλλά κυρίως οικοδομείται στον λυτρωτικό διάλογο του ανθρώπου με το θεμέλιο της υπάρξεως μας, που είναι ο Θεός. Ο περιορισμός της πίστεως σε ορισμένες τυπικές διατάξεις και η παραγνώριση του αληθινού θρησκευτικού βιώματος ήταν το πνευματικό φαινόμενο που έντονα κυριαρχούσε στους ισραηλίτες την εποχή του Χριστού. Ο Κύριος σήμερα σπάζει την πνευματική αυτή εκτροπή της τυπικής και επιφανειακής θρησκευτικότητας και τονίζει με τη συμπεριφορά του την προτεραιότητα της ειλικρίνειας της πίστεως και του αληθινού βιώματος.
Η ουσία του ευαγγελικού μηνύματος
Στη χριστιανική πίστη το κέντρο βάρους της πνευματικής ζωής τοποθετείται στην ουσία του ευαγγελικού μηνύματος. Όταν όμως αγνοείται η ουσία της πίστεως και διατηρείται μόνον ο τύπος, απονοηματίζεται η πίστη και οδηγούμεθα στην τυπολατρία, που καταλήγει μοιραία στην ειδωλολατρία, αφού δίνει, προτεραιότητα και κύρος σε δευτερεύοντα στοιχεία και παραγνωρίζει τις ουσιαστικές επιταγές της πίστεως.
Πολλές φορές οι άνθρωποι ρέπουν σ’ αυτού του είδους την επιφανειακή θρησκευτικότητα, ικανοποιούνται στην εκτέλεση μόνον εξωτερικών και τυπικών πράξεων κι έτσι παραμένουν αμέτοχοι από το βίωμα της χριστιανικής ζωής. Βέβαια, όταν διατηρείται γνήσια και ακέραια η ουσία της πίστεως, τότε ο τύπος βοηθεί στη διατήρηση της ουσίας και δεν απορρίπτεται.
Με λίγα λόγια, ο χριστιανός οφείλει να είναι πηγαίος και ειλικρινής στην πίστη του, και διακριτικός στην έκφραση τού εσωτερικού βιώματος. Όσο ο άνθρωπος μυεί­ται στην πνευματική ζωή. τόσο είναι ικανός να αξιολογεί και να δίνει προτεραιότητα στην ουσία και την αρχή της πίστεως.
(Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία)

ΑΙΣΧΟΣ! Ο Χατζημαρκάκης αναγνώρισε “ Ακούστε τιείπε ο άθλιος ελληνικής καταγωγής Γερμανός Ευρωβουλευτής σήμερα στα Σκόπια!



Ακούστε τι είπε ο άθλιος ελληνικής καταγωγής Γερμανός Ευρωβουλευτής σήμερα στα Σκόπια!!! “είμαι χαρούμενος που είμαι εδώ και που μπορώ να πω λίγα λόγια στα Μακεδονικά”. Δείτε την ιστορία και το βίντεο…Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Γιώργος Χατζημαρκάκης, ο οποίος συμπροεδρεύει στην Μεικτή Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που επισκέφθηκε σήμερα τα Σκόπια, δήλωσε ότι η παράλειψη του επιθέτου «μακεδονικός» από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόοδο της χώρας είναι λάθος και πρότεινε να συντάξουν μια πρόταση με τους Σκοπιανούς βουλευτές που θα απαιτούν στο μέλλον από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μην αφήνει απ’ έξω το επίθετο αυτό.
Το συμπέρασμα αυτό βγήκε από την ένατη συνεδρίαση της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής –Σκοπίων και Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία εκτός από τον Χατζημαρκάκη ήταν ο Ρίτσαρντ Χόβιτ, η Τέουτα Αρίφι- αναπληρωτής πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκολα Ποπόφσκι και πολλοί βουλευτές της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου. Ο Χατζημαρκάκης δήλωσε ότι …τα Σκόπια είναι μια χώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά περισσότερο από ορισμένες άλλες χώρες, και στην οποία οι πολίτες έχουν κατηγορηματική θέση στην ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

«Η απουσία του επιθέτου «μακεδονικός» στην έκθεση είναι απαράδεκτη. Η Μεικτή Επιτροπή θα εξετάσει το θέμα και να συζητήσουμε πως μπορούμε να βρούμε μια καλή λύση για αυτό, επειδή προκάλεσε αντιδράσεις εδώ στη χώρα και δεν θέλουμε να διαταραχθεί η εικόνα της στην ΕΕ», δήλωσε ο Χατζημαρκάκης.

Αναφορικά με το πρόσφατο περιστατικό των Βρυξελλών με μια ομάδα σκοπιανών δημοσιογράφων, ο Χατζημαρκάκης δήλωσε ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί απόψε.

Επεσήμανε ακόμη ότι η έκθεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει τις προόδους που έγιναν σε όλους τους τομείς και εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα σχέδια των μελλοντικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα όπως αυτά ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη σημερινή συνεδρίαση.

Ο βουλευτής του SDSM Αντρέι Πέτροφ δήλωσε ότι μεταξύ των βουλευτών των Σκοπίων υπάρχει συναίνεση σχετικά με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνοντας ότι η παράλειψη του επιθέτου ‘μακεδονικός’ τους ενόχλησε όλους. Τόνισε ακόμη ότι τα ζητήματα που αναφέρονται στην έκθεση για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ θα καταλήξουν σε συναίνεση με το κυβερνών κόμμα.

MEP Chatzimarkakis addresses press conference in Macedonian
undefined
Skopje, 4 November 2011 (MIA) – I am glad to be here and that I am able to say a few words in Macedonian. Lately, there have been signals from Brussels that point to difficulties and I condemn this, because I still believe in the swift accession of your country in the EU. I have only one goal, and that is to help your country join the EU as soon as possible, Member of European Parliament (MEP) Jorgo Chatzimarkakis addressed Friday’s press conference in Macedonian language.
“There are many people in Greece who speak Macedonian and there are no problems with the language, which is named Macedonian. One of the former foreign ministers proposed it is called Macedonian”

Σημαντική σημείωση: Ο Χατζημαρκάκης λέει ΜΑΚΕΝΤΟΝΣΚΙ, το οποίο οι Σκοπιανοί μεταφράζουν “Macedonian” (στο ΜΙΑ) και δεν το αφήνουν “makedonski”. Αυτό έχει μεγάλο παρασκήνιο το οποίο θα αναλύσουμε τις επόμενες ημέρες.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η αληθινή ζωή (Κυριακή Ζ΄ Λουκά)


πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 28/10/2011
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ
Γράφει ο ΠρωτοπρεσβύτεροςΔιονύσιος  Τάτσης
Στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων ὑπῆρχαν καὶ ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ἔπρεπε νὰ τηρεῖται ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ προκειμένου νὰ δικαιωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἰδιαίτερα ὁ Παῦλος ἔλεγχαν αὐστηρὰ καὶ τόνιζαν ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ Νόμου δὲν πρέπει νὰ τηροῦνται, γιατὶ ἡ σωτηρία προῆλθε μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀνάστασή του.
Ἕνας ἐπίσκοπος σημειώνει σχετικά: “Ὁ Χριστὸς μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ ζωή. Κανένα καλὸ ἔργο καὶ καμμιὰ διάταξη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου δὲν μπορεῖ νὰ ζωοποιήσει τὸν ἄνθρωπο. Μόνον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ Κύριος μᾶς προσφέρει τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ τὴ θεία ζωή του”...

Σκοπὸς τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ τὸν καθοδηγεῖ ἡ πίστη στὸν Χριστό, ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὸν ἐξαγιασμό του. Εὑρισκόμενος πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία, προσπαθεῖ νὰ ζεῖ μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ μὲ ταπείνωση, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἔχει ἡ κατὰ Θεὸν πορεία του πνευματικὰ ἀποτελέσματα. Παράλληλα, μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ ἀντλεῖ χρήσιμα διδάγματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ εὐκολότερα νὰ ἀντιμετωπίζει τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Στὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα βρίσκει φωτεινὰ παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ πλούσια πνευματικὴ ἐμπειρία. Μελετώντας ἀνοίγονται μπροστά του νέοι ὁρίζοντες καὶ παρακινεῖται γιὰ ἐντονότερο ἀγώνα.

Λόγος αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου



πηγή: Η Άλλη Όψις
Λόγος του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν
Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε...
Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος - 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου

Κυριακή Ζ΄Λουκά - Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου




Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκά 8, 41-56
Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου
Ο Ιησούς Χριστός επιστρέφει στην Καπερναούμ, αφού προηγουμένως βρισκόταν στα Γάδαρα, όπου θεράπευσε το δαιμονιζόμενο νέο. Οι κάτοικοι των Γαδάρων μετά το θαύμα τον παρακάλεσαν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Σε αντίθεση με αυτούς οι κάτοικοι της Καπερναούμ συγκεντρώθηκαν μαζικά και τον ανέμεναν με ενθουσιασμό. Σ΄ αυτήν λοιπόν την περιοχή πραγματοποιήθηκαν τα δύο θαύματα που μνημονεύονται στο παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα και τα οποία συναντούμε και στους τρεις Συνοπτικούς Ευαγγελιστές. Τα δυο θαύματα επιτελούνται διαδοχικά, αφού η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας πραγματοποιείται κατά την πορεία του Ιησού Χριστού προς το σπίτι του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, ο οποίος του ζήτησε να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, η οποία πέθαινε.

Ο άρχοντας της Συναγωγής Ιάειρος, μόλις αντικρίζει τον Ιησού Χριστό πίπτει μπροστά του, αναγνωρίζοντας προφανώς της θεϊκή του ιδιότητα, και τον παρακαλεί να έλθει στο σπίτι του και να θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη μοναχοκόρη του. Ο Ιάειρος δεν είχε τη θέρμη της πίστης του εκατόνταρχου, που σε άλλη παρόμοια περίπτωση παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον δούλο του με ένα μόνο λόγο του και χωρίς να εισέλθει στο σπίτι του, γιατί θεωρούσε, ότι δεν είναι άξιος μιας τέτοιας τιμής. Τότε ο Ιησούς Χριστός εγκωμίασε τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και τώρα στην παρούσα περίπτωση δεν απορρίπτει και την ασθενέστερη πίστη του αρχισυνάγωγου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς τονίζει το γεγονός ότι πρόκειται για μοναχοκόρη: «ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ». Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε αρκετές στα θαύματα του Ιησού Χριστού, όπως ο μονογενής υιός της χήρας της Ναΐν, ο δαιμονιζόμενος νέος κ.α. Το γεγονός αυτό προκαλεί περισσότερο την ευσπλαχνία του Ιησού Χριστού και ταυτόχρονα καταδεικνύει τη συντριβή του Ιάειρου εξαιτίας αυτής της συμφοράς.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν πορεύεται προς το σπίτι του Ιάειρου και το συγκεντρωμένο πλήθος τον ακολουθεί και τον σπρώχνει, όπως μας αφήνει να κατανοήσουμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είτε για να τον δει από κοντά, είτε το πιο πιθανόν να τον ακουμπήσει και να λάβει την ευλογία του, ή την θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μεταξύ του πλήθους ήταν και η αιμορροούσα γυναίκα, η οποία για δώδεκα χρόνια υπέφερε από αιμορραγία και δεν μπορούσε να θεραπευθεί, παρά το γεγονός ότι ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς. Ωστόσο η φήμη της θεραπευτικής και θαυματουργικής ικανότητας του Ιησού Χριστού είχε διαδοθεί παντού, παρά τις περί του αντιθέτου προτροπές του προς τους θεραπευμένους να μιλούν για τις θεραπείες τους. Η αιμορροούσα λοιπόν γυναίκα «ακούσασα περί του Ιησού», όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο παράλληλο κείμενό του, αναπτέρωσε τις ελπίδες της και είχε την βεβαιότητα, ότι μόνο ο Ιησούς Χριστός θα την απάλλασσε από την ασθένειά της. Η ασθένεια αυτή της αιμορραγίας, εκτός από τη σωματική ταλαιπωρία, στην εποχή εκείνη λάμβανε και κοινωνική – θρησκευτική διάσταση. Σύμφωνα με τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του αίματος, η αιμορραγία καθιστούσε τη γυναίκα «μολυσμένη» και είχε σαν αποτέλεσμα την κοινωνική και θρησκευτική της ταπείνωση και περιθωριοποίηση. Έτσι η ταλαίπωρη γυναίκα: «έλεγε γαρ εν εαυτή ότι εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού, σωθήσομαι» (Μαρκ. 5, 28). Μονολογούσε δηλαδή και σκεφτόταν ότι αρκεί μόνο να αγγίξει πάνω στα ρούχα του Ιησού Χριστού και τότε θα θεραπευθεί. Έτσι «προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής».
Τότε ο Ιησούς Χριστός σταματά την πορεία του και ρωτά με επιμονή: «τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή του μάλιστα προκαλεί την αντίδραση των μαθητών και συγκεκριμένα ο Πέτρος αποκρίνεται: «επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή του Ιησού Χριστού δεν είναι τυχαία: «ήψατό μου τις• εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ΄ εμού». Σαν Θεός γνώριζε τι είχε συμβεί και ακόμα τι επικρατούσε στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο της γυναίκας, αλλά με την επιμονή του αυτή θέλει να τοποθετήσει το θαύμα στη σωστή του διάσταση, τόσον όσον αφορά στην ίδια τη γυναίκα, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους.
Μετά από αυτή την επιμονή του Ιησού Χριστού, η γυναίκα: «ιδούσα δε ότι ουκ έλαθε», αφού διαπίστωσε ότι δεν διέφυγε της προσοχής του, φοβισμένη και τρομαγμένη παρουσιάστηκε μπροστά του και ενώπιον όλων αποκάλυψε τα κίνητρα της ενέργειάς της και ότι θεραπεύθηκε αμέσως. Η γυναίκα, όπως και όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος, είχε ακούσει για τον Ιησού Χριστό και για τις θαυματουργικές ικανότητές του, αλλά και για τις υπερβάσεις του έναντι των κοινωνικών και θρησκευτικών κατεστημένων. Ωστόσο διατηρούσε και τις επιφυλάξεις της, πώς θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια πράξη; Να πάει να ακουμπήσει το Διδάσκαλο, ο οποίος στα μάτια των πολλών ανθρώπων είχε την υποχρέωση, να διατηρήσει και να διαφυλάξει όλες τις θρησκευτικές διατάξεις; Η πράξη της ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες απαγόρευαν σε «μιασμένα» άτομα να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και πολύ περισσότερο με το Διδάσκαλο. Γι΄ αυτό η γυναίκα διακατεχόταν από φόβο και τρόμο για την πράξη της. Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων σχετικά με το αίμα καθιστούσαν τις γυναίκες μολυσμένες, όταν είχαν έμμηνες ρήσεις. Έτσι η αιμορροούσα γυναίκα, για δώδεκα χρόνια ήταν στιγματισμένη ως «μολυσμένη» και κοινωνικά και οικογενειακά απορριπτέα. Ο αρχικός όμως δισταγμός και η ατολμία της, δίνει στη συνέχεια τη θέση του στην παρρησία του λόγου και στην ομολογία τη πράξης της. Η βαθιά της πίστη απομακρύνει κάθε δισταγμό και ντροπή.
Η αντίδραση του Ιησού Χριστού δεν ήταν αναμενόμενη από την καθεστηκυία τάξη των Ιουδαίων, οι οποίοι θα ήθελαν να επιπλήξει τη γυναίκα για την παράβαση των διατάξεων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός όμως δεν επιθυμεί να ταπεινώσει τη γυναίκα, αλλά να την εξυψώσει, όπως έκανε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις με τελώνες, πόρνες, λεπρούς κ.λ.π. Κατά τον τρόπο αυτό ο Ιησούς Χριστός προχωρεί σε μια υπέρβαση όλων εκείνων των προκαταλήψεων, που αφορούσαν είτε στις έμμηνες ρήσεις, είτε σε αιμορραγία, είτε σε λέπρα, είτε και σε οποιαδήποτε άλλη σωματική πάθηση. Όλα αυτά δεν μολύνουν τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστούν άξιο της συμπαράστασης και βοήθειας των υπολοίπων συνανθρώπων του. Γι΄ αυτό ο Ιησούς Χριστός ακουμπά όλους τους ασθενείς χωρίς κανένα δισταγμό, για να αποβάλει όλες τις προκαταλήψεις από τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Σε αντίθετη περίπτωση και αν ο Ιησούς Χριστός κρατούσε μια αποστασιοποιημένη στάση έναντι των ασθενών, τότε πιθανόν να είχαμε αρνητικές επιπτώσεις στα θέματα της περίθαλψης των αρρώστων.
Η απάντηση του Ιησού Χριστού προς την αιμορροούσα γυναίκα: «θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε• πορεύου εις ειρήνην» καταστέλλει τον τρόμο της. Είναι σαν να της λεει, μη φοβάσαι ούτε εμένα, ούτε και τις διατάξεις του νόμου, πήγαινε με ψυχική ηρεμία να συνεχίσεις ειρηνικά τη ζωή σου, απαλλαγμένη από κάθε μέριμνα που σου προκαλούσε η ασθένεια. Η πράξη της γυναίκας δεν είναι ξένη προς την πίστη της. Το απλό άγγιγμα του ενδύματος του Χριστού θα παρέμενε ανενεργό και αναποτελεσματικό αν δεν συνοδευόταν από την ισχυρή πίστη της, ότι εκείνος είναι ο μόνος που μπορούσε να την θεραπεύσει. Άλλωστε τα πλείστα θαύματα του Κυρίου αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την επιβράβευση της πίστης του ασθενούς ανθρώπου. Η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί τον Κύριο να επιτελέσει ένα θαύμα. Στην προκειμένη περίπτωση η ήδη υπάρχουσα πίστη της γυναίκας αυξήθηκε περισσότερο μετά το θαύμα. Σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου, αλλά και την πεποίθηση της Εκκλησίας μας, η αιμορροούσα γυναίκα είναι η Αγία Βερονίκη, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 12 Ιουλίου. Η Αγία Βερονίκη μετά το θαύμα της θεραπείας της αιμορραγίας της εντάχθηκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού. Στην πορεία του Ιησού Χριστού προς τον Γολγοθά η Αγία Βερονίκη έτρεξε και σκούπισε με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπό του. Πάνω στο μαντήλι αυτό αποτυπώθηκε η μορφή του Χριστού και έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση περί του Αγίου Μανδηλίου.
Μετά την παρένθεση αυτή του θαύματος της αιμορροούσας η διήγηση της περικοπής επανέρχεται κάπως απότομα στο αρχικό της θέμα, δηλαδή την ασθένεια της μοναχοκόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου. «Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου• μη σκύλλε τόν διδάσκαλον». Το διάλογο του Χριστού με τη γυναίκα διακόπτει η θλιβερή είδηση του θανάτου της κόρης του Ιάειρου. Πλέον δεν συντρέχει λόγος παρενόχλησης του Διδασκάλου, κατά την κρίση των απεσταλμένων από το σπίτι του Ιάειρου. Στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν μας διευκρινίζει αν ο Ιάειρος είχε προσωπική εμπειρία της διδασκαλίας και θεϊκής εξουσίας του Ιησού Χριστού, ή απλά είχε ακούσει γι΄ αυτόν. Φαίνεται όμως ότι οι απεσταλμένοι από το σπίτι του Ιάειρου είχαν την εντύπωση, ότι η δύναμη του Χριστού περιοριζόταν μέχρι τη θεραπεία των ασθενειών. Για τη δική τους αντίληψη ο θάνατος παρέμενε ακατανίκητος.
Ο Ιησούς Χριστός άκουσε την θλιβερή είδηση και χωρίς να αφήσει τον Ιάειρο να αντιδράσει, θετικά ή αρνητικά του είπε: «μη φοβού• μόνον πίστευε και σωθήσεται». Ο θάνατος, που παραμένει ακατανίκητος για τα ανθρώπινα δεδομένα, καταλύεται από τη θεϊκή δύναμη και εξουσία του Ιησού Χριστού. Την ίδια στιγμή όμως καλεί και τον Ιάειρο να πιστέψει, ώστε να σωθεί η νεκρή πλέον κόρη του. Το ίδιο σκηνικό συναντούμε και στην Ανάσταση του Λαζάρου. Εκεί ο Χριστός διαβεβαιώνει την απαρηγόρητη αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, ότι «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιω. 11,23). Στην προκειμένη περίπτωση ο Ιησούς Χριστός χαρακτηρίζει τον θάνατο σαν ύπνο: «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει». Βεβαίως ο λόγος αυτός του Ιησού Χριστού και στις δυο περιπτώσεις προκάλεσε την ειρωνεία, ή την δυσπιστία των πολλών. Γι΄ αυτό ο Κύριος όταν εισήλθε στο σπίτι του Ιάειρου δεν είχε αφήσει κανένα άλλο να εισέλθει εκτός από τους τρεις μαθητές του, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, καθώς και τον πατέρα και την μητέρα της κόρης. Τότε ο Ιησούς Χριστός έπιασε το χέρι της κόρης και την κάλεσε, «η παις εγείρου» και έτσι με τη θεϊκή του δύναμη, ανέτρεψε το θάνατο και ανάστησε τη νεκρή.
Ο θάνατος, βέβαια, παραμένει το πιο τρομακτικό ίσως γεγονός στη ζωή μας, καθώς καθημερινά σχεδόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτόν. Βλέποντας ο άνθρωπος ότι ο θάνατος βάζει ένα τέλος σε όλα τα σχέδια, τα όνειρα και τις προσδοκίες της ζωής του, καταλαμβάνεται από τον φόβο, τον τρόμο και την αγωνία. Σε κάποιους δυστυχώς υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο θάνατος είναι ο τερματισμός των πάντων και είναι εντελώς παράδοξο γι΄ αυτούς, εάν κανείς υποστηρίζει, ότι υπάρχει κάτι μετά θάνατον. Αυτή τη θεωρία συναντούμε και στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, καθώς οι συγγενείς και φίλοι του Ιάειρου «κατεγέλων», όταν ο Ιησούς Χριστός τους διαβεβαίωνε, ότι η κόρη του «ουκ απέθανε αλλά καθεύει». Πολλοί άνθρωποι ακόμη και σήμερα καταγελούν και περιφρονούν την πίστη της Εκκλησίας μας για την μετά θάνατο ζωή και την ανάσταση των νεκρών. Μπροστά όμως σε όλες αυτές τις μηδενιστικές θεωρίες προβάλλει η προσταγή του Αρχηγού της ζωής και του θανάτου: «η παις εγείρου». Την φθορά και τον θάνατο, τα επακόλουθα της πτώσης έρχεται να επανορθώσει ο Υιός του Θεού, ο οποίος διώχνει την ασθένεια, τον πόνο, την φθορά και τον θάνατο και οδηγεί και πάλιν τον άνθρωπο στο «αρχαίον κάλλος», στην αφθαρσία και αθανασία, στην αιώνια μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού.
Μητρόπολη Κωνσταντίας

Στέργιος Σάκκος, Η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και η θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός



Λκ 8,40-56
῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικός
῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης, τό δίδυμο αὐτό θαῦμα, περιγράφεται καί ἀπό τούς ἄλλους δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 9,18-26· Μρ 5,22-43).
8,40. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐγκαταλείποντας τήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου ἡ παρουσία του ἦταν ἀνεπιθύμητη, ἐπιστρέφει στήν Καπερναούμ. ᾿Εκεῖ ὁ ὄχλος ἀπεδέξατο αὐτόν, τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά· ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν, τόν περίμεναν ὅλοι μέ λαχτάρα.

8.41. Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ κάποιος πού ὀνομαζόταν ᾿Ιάειρος. Τό ὄνομα αὐτό εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ιαΐρ (πρβλ. ᾿Αρ 32,41· Δε 3,14· Κρ 10,3· ᾿Εσθήρ 2,5), πού στά ἑλληνικά μεταφράζεται «Φωτεινός» ἤ «Φώτιος». ῾Ο ᾿Ιάειρος ἦταν ἄρχων, δηλαδή προϊστάμενος, τῆς συναγωγῆς, ὑπεύθυνος γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως, αὐτός πού ὅριζε τούς ἀναγνῶστες τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί ἔδινε τόν λόγο σέ ἐκείνους πού ἤθελαν νά μιλήσουν. Γιά τήν ἐποπτεία κάθε συναγωγῆς ὑπῆρχαν τρεῖς ἤ τέσσερις ἀρχισυνάγωγοι.
῾Ο ἀρχισυνάγωγος ᾿Ιάειρος γονάτισε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει στό σπίτι του. ῾Η στάση του -πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ (βλ. σχόλια στό 5,12)- δηλώνει ὅτι ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀξιωματοῦχος ἀναγνωρίζει τόν ᾿Ιησοῦ ὡς ἀνώτερό του καί ἐλπίζει στήν βοήθειά του.
8,42. ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιάειρος εἶχε ἕνα μονάκριβο κορίτσι περίπου δώδεκα ἐτῶν, τό ὁποῖο κινδύνευε νά πεθάνει. ῾Ο πόνος τοῦ πατέρα πού χάνει τό μονάκριβο παιδί του, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ ἰουδαίου, πού θεωροῦσε τήν ἀτεκνία δεῖγμα μεγάλης τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, κάνουν τόν ᾿Ιάειρο νά ζητᾶ γονατιστός τήν βοήθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, συμπονώντας τόν δυστυχισμένο πατέρα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του.
῾Η πίστη τοῦ ᾿Ιαείρου δέν ἦταν, βέβαια, τόσο μεγάλη ὅσο τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. ᾿Εκεῖνος ζήτησε ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του ἀπό μακριά μέ ἕνα μόνο λόγο του (βλ. Μθ 8,8· Λκ 7,7). ῾Ο ᾿Ιάειρος τόν παρακάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά βάλει τό χέρι του πάνω στό ἑτοιμοθάνατο κορίτσι (βλ. Μθ 9,18). Εἶχε ἴσως πληροφορηθεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιτελέσθηκαν κάποια ἄλλα σημεῖα (βλ. Μθ 8,3.15· Μρ 1,31.41· Λκ 4,40· 5,13). ῾Ο Κύριος, ὡστόσο, πού θαύμασε τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ (Μθ 8,10· Λκ 7,9), δέν ἀπορρίπτει καί τήν ἀσθενέστερη πίστη τοῦ ἰσραηλίτη ᾿Ιαείρου.
Στόν δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Τά πλήθη συνωθοῦνταν γύρω ἀπό τόν Διδάσκαλο, πού δέν κρατοῦσε ἀποστάσεις, ἀλλά σκορποῦσε σέ ὅλους ἁπλόχερα τίς εὐεργεσίες του καί δέν καταφρονοῦσε κανέναν.
8,43-44. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Μέσα στό πλῆθος πού περιέβαλλε τόν ᾿Ιησοῦ εἰσχώρησε καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό συνεχῆ ἐξαντλητική αἱμορραγία. ῾Υπέφερε δώδεκα χρόνια. ῎Εκανε κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια γιά τήν θεραπεία της. Ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς. ῾Η κατάστασή της ὅμως ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά χειροτέρευσε (βλ. Μρ 5,26).
῾Ο μωσαϊκός νόμος θεωροῦσε ἀκάθαρτη τήν γυναίκα πού εἶχε αἱμορραγία. ῞Οποιος ἀκουμποῦσε τήν ἴδια ἤ ἀντικείμενα πού ἐκείνη εἶχε ἀγγίξει, γινόταν ἐπίσης ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνει μία σειρά καθαρμῶν, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά συμμετέχει στήν κοινωνία τῶν ῾Εβραίων (βλ. Λε 15,25-27). ῾Η αἱμορροοῦσα, λοιπόν, ζοῦσε στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς ζωῆς. Οὔτε στόν ναό ἐπιτρεπόταν νά πάει ἀλλά οὔτε καί νά συναναστραφεῖ ἄλλους. Γι᾿ αὐτό πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ κρυφά προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἀπό πίσω, ὥστε νά μήν τήν ἀντιληφθεῖ κανείς. Θά ἔχανε τότε τήν εὐκαιρία τῆς θεραπείας καί θά τῆς ἔμενε ἡ ντροπή γιά τήν ἀσθένεια πού κουβαλοῦσε. ῾Υπῆρχε ἄλλωστε κίνδυνος νά τήν κακοποιήσουν ἀκόμη καί νά τήν λιθοβολήσουν. Φοβισμένα καί ταπεινά ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου του, μέ τήν πεποίθηση ὅτι μπορεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς νά τῆς χαρίσει ἀκόμη καί ἔτσι τήν θεραπεία· «ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Μθ 9,21· πρβλ. Μρ 5,28).
Πράγματι, μόλις ἡ γυναίκα ἄγγιξε τόν ᾿Ιησοῦ, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία της. ῾Ο Λουκᾶς ὡς γιατρός σημειώνει τήν ἄμεση θεραπεία χρησιμοποιώντας ἰατρική ὁρολογία· καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. «῞Οπως ἄν κάποιος φέρει τό μάτι του κοντά σέ φῶς πού λάμπει ἤ φρύγανο κοντά σέ φωτιά, ἀμέσως θά λάβουν ἐνέργεια, ἔτσι μόλις ἡ αἱμορροοῦσα πρόσφερε πίστη σέ ἐκεῖνον πού μποροῦσε νά τήν θεραπεύσει, ἀμέσως ἔλαβε τήν θεραπεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος24.
8,45. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
῾Ο ᾿Ιησοῦς ρωτᾶ· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ἴδιος, βέβαια, ὡς παντογνώστης γνώριζε πολύ καλά ποιός καί γιατί τόν ἄγγιξε. Κάνει, ὡστόσο, τήν ἐρώτηση αὐτή, ἐπειδή θέλει νά διαλύσει τόν φόβο τῆς γυναίκας ὅτι ἔκλεψε τήν θεραπεία της· νά διορθώσει τήν ἐσφαλμένη της ἀντίληψη, ὅτι θά μποροῦσε νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ ἐνέργειά της· νά ἀποκαλύψει, τέλος, καί στούς ἄλλους τήν πίστη τῆς ἄρρωστης γυναίκας, καθώς καί τήν δική του δύναμη καί παγγνωσία.
῾Ο Πέτρος, ὡς ὁ πιό αὐθόρμητος, ἐκφράζει τήν σκέψη καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ὁρμητικός του χαρακτήρας δέν τόν ἀφήνει νά σκεφθεῖ ὅτι ὁ Κύριος θά εἶχε κάποιο λόγο γιά νά κάνει μιά τέτοια ἐρώτηση.
8,46. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐξηγεῖ ὅτι δέν ἀναφέρεται σέ ἕνα τυχαῖο ἄγγιγμα, ἀλλά σέ μία ἐπαφή πού εἵλκυσε ἀπό μέσα του θεραπευτική δύναμη. Συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν του, μιλάει ὅπως ἐκεῖνοι θά μποροῦσαν νά τόν καταλάβουν, «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο25. Διευκρινίζει· ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. ᾿Από τήν φράση αὐτή γίνεται φανερό ὅτι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς τά σημεῖα βρισκόταν μέσα του, χωρίς ποτέ νά ἐξαντλεῖται οὔτε νά μειώνεται, διότι αὐτός ἦταν ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί κάθε ἀγαθοῦ (βλ. σχόλια στό 6,19).
῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος συμπληρώνει ὅτι ὁ Κύριος, στήν συνέχεια, ἔρριξε γύρω του ἕνα ἐρευνητικό βλέμμα· «καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν» (5,32). Δέν κάλεσε ἀμέσως τήν γυναίκα, ἀλλά τῆς ἔδωσε ἕνα χρονικό περιθώριο, ὥστε μόνη της νά ὁμολογήσει τήν πράξη της.
8,47. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
῞Οταν ἡ γυναίκα διαπίστωσε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτή νόμιζε, ἦρθε τρέμοντας ἀπό τόν φόβο μήπως τιμωρηθεῖ γιά τήν τολμηρή της ἐνέργεια. ῎Επεσε γονατιστή μπροστά του καί ὁμολόγησε σέ ἐκεῖνον πού ὅλα τά γνώριζε καί ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τόν ἄγγιξε. Πίστευε ὅτι ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του θά θεραπευθεῖ. Πραγματικά, ὅπως ἡ ἴδια βεβαιώνει, θεραπεύθηκε ἀμέσως.
8,48. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
῾Ο Κύριος προσφωνεῖ στοργικά τήν φοβισμένη γυναίκα καί τήν ἐνθαρρύνει λέγοντας· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά αἰσθάνεται ἐνοχές πού τόν πλησίασε· οὔτε τόν νόμο πρόσβαλε οὔτε τούς ἀνθρώπους μίανε οὔτε τόν ἴδιο ἔθιξε. ᾿Αντίθετα, ἔκανε μία σπουδαία πράξη πίστεως, πού τήν κατέστησε μέτοχο τῆς δυνάμεώς του καί τῆς ἐξασφάλισε τήν σωτηρία. ῾Επομένως, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀξιοκατάκριτη, ἀλλά ἀξίζει νά προβάλλεται ὡς πρότυπο πρός μίμηση. Τέλος, τήν βεβαιώνει ὅτι μπορεῖ νά νιώθει ἀπόλυτα εἰρηνική. Αὐτός πού τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἀρρώστια, πού μάστιζε τό σῶμα της, φροντίζει νά εὐεργετήσει καί τήν ψυχή της χαρίζοντάς της τήν εἰρήνη· γι᾿ αὐτό τήν ἀποκαλεῖ θύγατερ, προσφώνηση πού δέν ἀπηύθυνε σέ ἄλλη γυναίκα.
8,49- 50. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
᾿Ενῶ ἀκόμη ὁ Κύριος μιλοῦσε στήν γυναίκα, ἔρχεται κάποιος παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἀπό τό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου, γιά νά τοῦ φέρει τό δυσάρεστο μήνυμα· ἡ κόρη του πέθανε. ῏Ηταν πλέον περιττή καί ἀνώφελη ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Ιησοῦ. Γι᾿ αὐτό, προσθέτει· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Γιά τήν σημασία τοῦ ρήματος «σκύλλω» βλ. σχόλια στό 7,6.
῾Η εἴδηση θά προκάλεσε ὁπωσδήποτε μεγάλο πόνο στόν πατέρα. Μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη διατηροῦσε μέσα του κάποια ἐλπίδα. Εἶχε δεχθεῖ τόσο πρόθυμα ὁ ᾿Ιησοῦς νά τόν ἀκολουθήσει καί μόλις εἶχε δώσει ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς δυνάμεώς του θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. Πίστευε ὁ ᾿Ιάειρος ὅτι ὁ θαυμαστός αὐτός διδάσκαλος μποροῦσε νά θεραπεύσει ἀκόμη καί τά βαρύτερα νοσήματα. ῾Η πίστη του ὅμως δέν ἦταν τόση, ὥστε νά ἐλπίζει σέ μιά νεκρανάσταση.
῾Ωστόσο, πρίν προλάβει ὁ ᾿Ιάειρος νά ἐκφράσει τό παράπονό του, ὅτι ἄν δέν καθυστεροῦσαν στόν δρόμο, ἡ κόρη του θά ἀπέφευγε ἴσως τόν θάνατο (πρβλ. ᾿Ιω 11,32), ἀκούει τήν φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Δέν διέφυγε τήν προσοχή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα πού ἔφθασε στόν ἀρχισυνάγωγο οὔτε ἡ ὀδύνη τοῦ δύστυχου πατέρα, πού ἔβλεπε νά σωριάζονται ὅλες του οἱ ἐλπίδες. Μέ ἀγάπη καί καλωσύνη στρέφεται πρός αὐτόν καί τόν ἐνθαρρύνει. Κανείς ἄλλος, βέβαια, δέν θά τολμοῦσε νά τόν παρηγορήσει μέ τά ἴδια λόγια· μόνον αὐτός πού, ὅπως πρόκειται νά ἀποδείξει, εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου καί χορηγός τῆς ζωῆς. Δέν διστάζει, λοιπόν, νά παροτρύνει τόν ᾿Ιάειρο, πού εἶχε νικήσει τούς πρώτους δισταγμούς καί ὥς ἐκείνη τήν στιγμή προσδοκοῦσε τό θαῦμα, νά μή χάσει τήν πίστη του τήν ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας. Τοῦ εἶχε δώσει, ἐξάλλου, ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα γιά τήν δύναμη τῆς πίστεως θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. ῾Ο Κύριος, πρίν κάνει ἕνα σημεῖο, ζητᾶ πάντοτε ἀπό τούς ἀνθρώπους πίστη, διότι ἀποβλέπει στήν οὐσιαστική τους ὠφέλεια. ῾Ο ἴδιος, ἀναμφίβολα, δέν ἀδυνατεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο ἀκόμη καί σέ ἀπίστους, ἀλλά δέν προσφέρει ποτέ τίς εὐεργεσίες του σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τίς ἀξιοποιήσουν.
8,51. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
῾Ο Κύριος, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς κόρης παρά μόνον τούς πιό οἰκείους της, τούς γονεῖς της, καί τούς πιό οἰκείους του, τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν ᾿Ιάκωβο καί τόν ᾿Ιωάννη. ᾿Αθόρυβα καί ἥσυχα ἤθελε νά κάνει τό μεγάλο θαῦμα. «Οὐ γὰρ δὴ ὁ ταπεινὸς ᾿Ιησοῦς θέλει πρὸς ἐπίδειξίν τι ποιεῖν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος26. ᾿Από τούς μαθητές διάλεξε τρεῖς, διότι ἦταν ἀρκετοί ὡς μάρτυρες (βλ. Δε 19,15)· καί διάλεξε αὐτούς τούς τρεῖς, διότι αὐτοί ἦταν ἱκανοί νά μεταφέρουν καί νά βεβαιώσουν τό σημεῖο καί στούς ὑπόλοιπους. Αὐτούς τούς ἴδιους πῆρε, ἐπίσης, μαζί του ὁ Κύριος στήν Μεταμόρφωση (βλ. Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28) καί στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,37· Μρ 14,33).
8,52-53. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὅλοι ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν χτυπώντας τά στήθη τους γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ. ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶχαν καταφθάσει ἤδη καί οἱ «αὐληταί» (βλ. 9,23), οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τίς συνήθειες τῆς ᾿Ανατολῆς τόνιζαν μέ τούς αὐλούς τους πένθιμα ἄσματα. ῾Υπῆρχε συνήθεια καί ὁ πιό φτωχός ᾿Ισραηλίτης ἀκόμη, στήν κηδεία ἀγαπητοῦ του προσώπου νά μισθώνει αὐλητές καί μοιρολογῆτρες.
῎Αν καί ἦταν ἤδη βεβαιωμένο γεγονός ὁ θάνατος τοῦ κοριτσιοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει στούς παρευρισκομένους· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει (πρβλ. ᾿Ιω 11,11). Θέλει νά κατευνάσει τήν ταραχή τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει. Δέν θά ἔχει διάρκεια ὁ θάνατος αὐτός, γι᾿ αὐτό τόν χαρακτηρίζει ὡς ὕπνο. «῞Οπως τότε πού γαλήνευσε τήν θάλασσα, πρῶτα εἶχε ἐπιτιμήσει τούς μαθητές γιά τήν δειλία καί τήν ὀλιγοπιστία τους, ἔτσι καί τώρα φροντίζει πρῶτα νά καταπραΰνει τήν ταραχή τῶν παρευρισκομένων, δείχνοντας ταυτόχρονα ὅτι δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀνασταίνει νεκρούς», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος27.
Δέν ἦταν, βέβαια, εὔκολο νά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία τῶν λόγων του ὅσοι βρίσκονταν τήν ὥρα ἐκείνη στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου. ᾿Απόλυτα βεβαιωμένοι γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰρωνεύονταν τόν ᾿Ιησοῦ, γελοῦσαν εἰς βάρος του, ἐπειδή εἶπε ὅτι τό κορίτσι κοιμᾶται. ῾Η στάση τους ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀλήθεια τοῦ σημείου· ᾿Εφόσον ὁ θάνατος ἦταν βέβαιος, ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη μαρτυρία γιά τήν θεϊκή δύναμη τοῦ ᾿Ιησοῦ.
8,54. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους πού θορυβοῦσαν, ἔπιασε τό χέρι τῆς νεκρῆς κόρης καί τῆς μίλησε σάν νά ἐπρόκειτο νά τήν ξυπνήσει ἀπό τόν συνηθισμένο ὕπνο· ἡ παῖς ἐγείρου, ξύπνα κορίτσι μου! ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος διασώζει τήν ἀραμαϊκή προσφώνηση· «ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε» (5,41). Μέ παρόμοια κίνηση καί λόγο ὁ Κύριος εἶχε ἀναστήσει καί τόν νεκρό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν (βλ. σχόλια στό 7,14).
8,55-56. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Στήν ἁγία Γραφή συχνά ἡ ψυχή ὀνομάζεται «πνεῦμα», ἐπειδή δημιουργήθηκε μέ τήν θεία πνοή (βλ. Γέ 2,7) καί ἔχει ὑπόσταση πνευματική. ῾Η ἔκφραση ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς προϋποθέτει ὅτι θάνατος εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
῾Η δυνατότητα πού εἶχε ἀμέσως τό ἀναστημένο κορίτσι νά φάει καί νά περπατήσει (βλ. Μρ 5,42) φανερώνει ὅτι ἐπανῆλθε πράγματι στήν ζωή -δέν ἦταν φάντασμα (πρβλ. Λκ 24,39-41)- καί ὅτι, ἐπιπλέον, ἡ ὑγεία της ἀποκαταστάθηκε ἀπόλυτα.
Στούς ἔκπληκτους γονεῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγέλλει, ἐπίμονα κατά τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο (5,43), νά κρατήσουν μυστικό τό σημεῖο (βλ. σχόλια στό 5,14).
-(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, κεφ. 1-8, Θεσσαλονίκη 2008)
πηγη ακτινες

Εκοιμήθη ο π. Πολύκαρπος Τύμπας




Εκοιμήθη ο πατέρας Πολύκαρπος Τύμπας
Ένας από τους πλέον δραστήριους ιερείς, που άφησε τη σφραγίδα του στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών έφυγε από τη ζωή το πρωί του Σαββάτου.
Ο λόγος για τον π. Πολύκαρπο Τύμπα, 79 ετών, προϊστάμενο για 40 και πλέον χρόνια του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου, λογιότατου και πολυγραφότατου, γνωστού σε όλη την Τρικαλινή κοινωνία για τα «πύρινα» κηρύγματά του. Από νεαρά ηλικία είχε αφιερώσει τη ζωή στον Θεό και τον δρόμο αυτό ακολούθησαν και τα πέντε παιδιά του. Οι δυο γιοί του έγιναν κληρικοί και ο ένας μάλιστα είναι Αρχιμανδρίτης, δυο κόρες του ακολούθησαν τον μοναχικό βίο, ενώ η Πέμπτη του κόρη είναι παντρεμένη με κληρικό.
Ο π. Πολύκαρπος Τύμπας, έδωσε γενναία μάχη τους τελευταίους μήνες και έφυγε ήσυχος τα ξημερώματα. Η κηδεία του θα γίνει στη 1.30 μ.μ. της Κυριακής από τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...