Ευλογημένο μουΤο θαύμα, ως αποκάλυψη του Φωτός του Θεού, στη μυστική και προσωπική ζωή εκάστου ανθρώπου, συμβαίνει συνεχώς και αδιάλειπτα.Ακόμα και η ελαφριά -στον αέρα κίνηση- μιας άδειας, γαλάζιας, νάϋλον σακκούλας
( θυμάσαι την ταινία με τον Κέβιν Μπέϊκον) μπορεί στα μάτια της ευαίσθητης ψυχής, να φανερώσει την παρουσία της Χάριτος και να δημιουργήσει συγκίνηση, αγάπη και ελπίδα.
Ο καθένας, βιώνει στον μυστικό του βίο, μικρά και μεγάλα, φανερά και αόρατα θαύματα.
Μπορεί κάποιος τρίτος, ακούγοντάς τα, αδιάφορα, με ψύχρα ψυχής , να προσπεράσει.
Ο ίδιος, όμως, ο αποδέκτης του δώρου, εσωτερικά αλλοιώνεται με την καλή την αλλοίωση και προχωράει στον προσωπικό του ανήφορο(γολγοθά κάποιες δύσκολες ώρες)με ουράνιο κουράγιο.
Και απορούνε οι άπιστοι ή ολιγόπιστοι άλλοι, και μουρμουράνε ενοχλημένοι: “σύμπτωση!”
-” Το μυαλό τους και μια λίρα το πουλάνε στη Βαλύρα” που θα μου πούνε εμένα ότι είναι “σύμπτωση”!
-Ψυχραιμία!
Επειδή, λοιπόν, στενοχωρήθηκες για τον ξάδερφο που απολύθηκε, θα σου αφηγηθώ ένα μικρό αληθινότατον σκηνικό που άκουσα τις προάλλες, επειδή νομίζω, ότι εσύ ειδικά, το μήνυμα θα το νιώσεις, και θα δυναμώσεις την ελπίδα της προσευχής σου.
Στο ξαναλέω με την καρδιά μου:
-Ναι, είναι χάλια χαλίων η κατάσταση αυτή τη στιγμή, όχι μονάχα στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια, όμως:
-Αρνούμαι, να διαβάζω και να ακούω συνέχεια, σπαστικά, τα ανάποδα.
-Υπάρχει και Θεός, τελεία και παύλα!
Υπάρχει Θεός που ακούει και παρεμβαίνει με μυστήριους και απίστευτους τρόπους, αρκεί ο άνθρωπος δια Πίστεως, να Του εμπιστεύεται με την αθωότητα μικρού παιδιού, το χεράκι του.
-Αμάν μωρή Σαλογραία, έλεοςςς! Άρχισες πάλι τα κηρύγματα;
Δε με παρατάς, λέω εγώ, στη ζαλάδα μου!
Έχω καταπικραθεί τούτες τις μέρες, άσε με.
Ούτε γαλακτομπούρικο δε θέλω να φάω!
-Ούτε γαλακτομπούρικο;
Ε τότε, πράγματι, ζόρισε η κατάσταση!
Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να σου γίνω τσιμπούρι.
Δεν επιτρέπεται να σε παρατήσω.
Nαι, ναι!
Μου αρέσει να γίνομαι τσιμπούρι ιλαρό, άγγελέ μου.
( Όλα κι όλα! δεν θα σου γίνονται τσιμπούρια μόνο οι υποβολιμαίες εκ του Εξαποδού σκέψεις απελπισίας, που σε παρακινούν ενδόμυχα, να πας και να κρεμαστείς, όπως έλεγες -χαρούμενα δήθεν- τις προάλλες.Θα σου γίνονται, θες δε θες, τσιμπούρια και οι λογισμοί της ελπίδας, αστέρι μου…)
Επιμένω και θέλω να το πιστέψεις:
Τα πράγματα, δεν είναι μόνο μαύρα-άσπρα- για Όνομα!
Ενυπάρχουν εντός τους, ακαταμέτρητες αποχρώσεις χρωμάτων.
Υπάρχει Θεός, η Παναγία είναι ολοζώντανη, και ο ελπίζων στη δύναμή Τους, ου καταισχυνθήσεται στον αιώνα, μας τονίζει το Πνεύμα το Άγιο, το Πνεύμα της Αληθείας.
Ας μπω, όμως, στο θέμα, να μη σε καθυστερώ, δεν είναι και μεγάλη η ιστορία, αξίζει να την ακούσεις, στις μικρές λεπτομέρειες, έτσι, ως αντίδοτο στη μαύρη μουρμούρα του διαβόλου, που λυσσάει, επιθυμώντας, την κάθε ψυχή να την τρομάξει, να την απελπίσει, να την βυθίσει στην απόγνωση, μέχρι τον τέλειο αφανισμό της.
Τα γεγονότα τα έμαθα απ’ τον εντιμότατο φίλο Αντώνη Κ. -πρωτοετή φοιτητή Φυσικό, τώρα στα Γιάννενα
Αφορούσαν, έναν κολλητό του Αντώνη, τον εικοσιεπτάχρονο Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, λεβέντης, φιλότιμος και εργατικός.
Παρόλα αυτά μια ωραία πρωία, όπως γίνεται όλο και πιο συχνά τελευταία, ο εργοδότης, τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!
Ο Αλέξανδρος με τα παπούτσια στο χέρι, παρότι από κάτι κάλους ανακουφίστηκε σφόδρα
(ουδέν κακόν αμιγές καλού, πάντα θα ισχύει)
μίσησε τόσο την κοινωνία την άδικη, που του προέκυψε αυτοκαταστροφική διάθεση
(είναι τόσο εύκολο) κάπου σκουντούφλησε και, από τη μεγάλη σκασίλα, πέφτοντας, έσπασε το ένα του πόδιιι!
-Φτού να πάρει!
Δεν του έφτανε το ένα κακό-της απόλυσης- τον βρήκε και δεύτερο-αυτό του κατάγματος.
Άντε αγχωμένες τρεχάλες στα κατεπείγοντα.
Νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμες, ακινησία, πόνος!
Τον γυψώσανε.
Πήρε και πατερίτσες.
Δεν του έφτανε του Αλέξανδρου η απόλυση, δεν του έφτανε το κάταγμα- τα χάλασε και με την κοπελιά με την οποία πλέκαν μαζί, για κάμποσο διάστημα, το πράσινο πουλόβερ μιας σχέσης.
Ένιωθε άξιος μόνο για μούτζες και τύφλες.
Η ζωή, ξαφνικά, φαινόταν μια σκύλα κατάμαυρη που τον γάβγιζε κακιασμένα, ασταμάτητα.
Το μέλλον τοίχος σκληρός, αδιαπέραστος, δίχως ευλογίας αχτίδα.
Ο Αλέξανδρος, έχασε δουλειά, κορίτσι πλέον δεν είχε, το πόδι του ρηγματώθηκε, πλην όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.
“Πιστεύω τω φίλω. Τον πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις”.
-Θυμάσαι, περιστεράκι μου, τα έγραφε ο μακαρίτης ο Ζούκης.
-Τα νεύρα μου! Προχώρα, μανδάμ, πού τον ξεθάψαμε πάλι το φιλόλογο Ζούκη; στο παρασύνθημα! βιάζομαι!
-Μη μου αγριεύεις εμένααα! Θα σηκωθώ και θα φύγωωω!
Αν ξαναμουρμουρίσεις, ανυπόμονα, σύξυλο θα σ’αφήσω και θα τρέξω να μαζέψω λαψάνες.
(Όχι. Δεν θα σου πω τι είναι οι λαψάνες. Να μάθεις. Θα σου χρειαστούνε – μέρες που έρχονται!)
Τέλος πάντων, ψυχραιμίααα! ας ξαναπιάσω το νήμα μας.
-Ας πιώ και μια γουλιά τσάι, χι χι … it’s time for five o’ clock tea, darling!
Χρειάζεται σασπένς η αφήγηση, ας είναι και λίγη.
Έλεγα, λοιπόν, ότι πράγματι μεγάαααλος θησαυρός ο πιστός φίλος
( παρακαλώ όποιος απέκτησε έστω και έναν πιστό φίλο, έστω και ηλεκτρονικό, να μηννν τον θεωρεί αυτονόητο ή δεδομένο και να ευχαριστεί για κείνον, τον Κύριο, στουμπώντας το κεφάλι του, σε στρωτές, εδαφιαίες μετάνοιες- μέρα και νύχτα!).
Αν χαθεί ένας πιστός φίλος, δύσκολα, πολύ δύσκολα ξαναβρίσκεται, νεαντερταλονικολάκη μου.
………………………………………………………………………….
Τον εμψύχωνε, λοιπόν και εν Κυρίω, ο καλός ο Αντώνης.
Τον παρότρυνε:
-Ρε συ Αλέξανδρε, δεν έχεις που δεν έχεις δουλειά- μην κάθεσαι κι αναστενάζεις ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο…
-Moove! Κουνήσου!
Ξεκίνα, να ζητήσεις βοήθεια, είναι τόσο σημαντικό να ζητάμε βοήθεια, το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
“Αιτειτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται, ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται”
ξεκίνα- να μια ιδέα τώρα- ξεκίνα να πας στην Παναγία της Τήνου, να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια λύση στο πρόβλημα.
-Η Παναγία ακούει!
Τόσο εκατομμύρια πιστούς ανά τούς αιώνες έχει βοηθήσει…
Μάνα είναι η Παναγιά- αδέρφια οι άγιοι.
Αυτούς έχουμε οικογένεια.
Μας προτρέπουν, επιθυμούν διακαώς, να τους ζητάμε βοήθεια.
Ζητώντας βοήθεια, λαβαίνοντας χάρη,
θερμαίνεται μεταξύ μας ο σύνδεσμος της αγάπης.
Όταν “αγκαλιάζουμε” με την προσευχητική σκέψη τους άγιους, “κολλάμε” και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.
Καταλαβαίνει η Παναγία κι από άνεργα παιδιά, ρε φίλε, καταλαβαίνει!
(Δεν έκανε και καμιά γιάπικη καριέρα εξάλλου ο λατρεμένος Της γιος.
Απλός ξυλουργός ήταν που τα παράτησε κιόλας – και για ένσημα του ΙΚΑ ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).
-Ζήτα, λοιπόν, δική Της επέμβαση!
(Συνελόντ’ειπείν, “του έφαγε τα τζιέρια” στο “μπούρου μπούρου” ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το “λάδι” του έβγαλε!).
-Να πάω στην Τήνο; παραδόθηκε ξεπνοημένα ο
Αλέξανδρος .
Με σπασμένο το πόδι; με γύψο; και πατερίτσα και μόνος μου;
Μα πόσο ήρωας θέλεις να γίνω;
Ξέρεις τι απόσταση είναι από την Πάτρα, η Τήνος, ρέ Άντονυ;
Και από μακριά η Μεγάλη Δέσποινα, δεν μας ακούει;
Είναι ανάγκη να πάω να βασανιστώ- ο καραβοτσακισμένος- μέσα και σ’άλλα καράβια;
-Μάλιστα. Είναι ανάγκη!
Η Παναγία θα σε βοηθήσει, αν προσφέρεις και συ μια θυσία, επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα, γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας στις οικοδομές – με τα ζόρια στα σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.
Επέμενε τόσο, που ο Αλέξανδρος το πήρε απόφαση
(γι αυτό σου λέω:καμιά φορά, ευλογημένα και τα “τσιμπούρια”…)
Ξεκίνησε για Πειραιά, έβγαλε εισιτήριο με το καράβι για Τήνο.
Ταξίδευε “σέρνοντας την πληγωμένη περηφάνεια του σαν ματωμένο άλογο”, που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σέρνοντας το γυψωμένο το πόδι, με πατερίτσες, μονάχος.
Ήταν καλοκαιράκι.
Βρήκε κάπου μια θέση.
Άπλωσε το χτυπημένο του πόδι, κάπως να χαλαρώσει.
Το καράβι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.
Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα και μια ελπίδα αδιόρατη -μικρή σαν αποπροσανατολισμένη και χαμένη μαρίδα- ίσα που φαίνονταν κάτω απ’ το βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο κύμα της συνείδησης, το πελαγίσιο.
Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν και πάλευε να γιατρέψει, την τυφλή, κωφάλαλη απιστία του.
Κάπου ανάμεσα στις μπερδεμένες του σκέψεις, φώναζε νοερά και κάποιο:
“Παναγία μου βόηθα με”.
Τον άκουγε η Κυρά η Μεγάλη; Δεν τον άκουγε; πολύ θα επιθυμούσε να ξέρει…
Την ώρα αυτή της βαρύθυμης ενατένισης των πραγμάτων, βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
Κρατούσε σκουρόχρωμο χαρτοφύλακα στο ένα του χέρι.
Στο άλλο χέρι βάσταγε έναν καφέ, σε πλαστικό ποτηράκι.
Καθώς πλησίασε τον Αλέξανδρο- δεν ξέρω πώς και τι ακριβώς – ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του, περίλουσε τού Αλέξανδρου το ταξιδιωτικό παντελόνι.
-Ω ! χίλια συγνώμη, αναφώνησε κοκκινίζοντας ο κουστουμάτος.
Σας λέρωσα!
-Δεν πειράζει δεν πειράζει, απάντησε εξουθενωμένα ο νέος.
(Τι χειρότερο θα μπορούσε να πάθει; ούτε να θυμώσει δεν είχε κουράγιο, εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος; δεν υπήρχε περίπτωση. )
Εντάξει. Χαμογέλασε βεβιασμένα.
Ο άνθρωπος με τον καφέ, αμήχανος για την αδεξιότητα, και αφού ξαναζήτησε “χίλια συγνώμη”, κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.
Μετά από ώρες ταξίδι , το καράβι έδεσε στου ευλογημένου νησιού, το λιμάνι.
Ο Αλέξανδρος με τις πατερίτσες, αγκομαχώντας, σέρνοντας το μπανταρισμένο το πόδι του, έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου, άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της, Της κατάθεσε για λίγο, και επισήμως, τον πόνο του.
Αν γινόταν ας τον βοηθούσε.Τόσους και τόσους στο διάβα των αιώνων είχε βοηθήσει.
Γιατί όχι και κείνον, Κυρία μου;
Αφού άναψε το κερί, ξανακατέβηκε, πήρε το καράβι για Πειραιά…
Πάνω στο πλοίο της επιστροφής-τι σύμπτωση- βρισκόταν και ο ίδιος άνθρωπος που τον λέρωσε με τον καφέ του, την προηγούμενη μέρα.
Ε! καθώς διασταυρώθηκαν οι ματιές , χαμογέλασαν, χαιρετήθηκαν, και μια και η ζημιά με τον καφέ είχε γίνει αφορμή γνωριμίας, κάθισαν δίπλα και σιγά σιγά άρχισαν τη συζήτηση.
Κουβέντα στην κουβέντα, ο Αλέξανδρος τον πόνο του, τον ξεδίπλωσε
.
-Δουλεύεις νεαρέ; ρώτησε το κοστούμι.
-Όχι. Απολύθηκα. Ψάχνω.
-Τι ξέρεις να κάνεις;
-Αυτό και κείνο και το άλλο και το παράλλο.
-Α ωραία! αναφώνησε το κοστούμι.
-Λοιπόν,νεαρέ, εγώ δούλευα στην τάδε επιχείρηση.
Τώρα όμως φεύγω και πηγαίνω σε ένα άλλο πόστο καλύτερο.
Σε συμπάθησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα.
-Θες να σε συστήσω να έρθεις στη θέση μου;
-Αν θέλωωω! χαρά μεγάλη άστραψε στην καρδιά του Αλέξανδρου.
Την ευκαιρία της δουλειάς, στον αέρα την άρπαξε.
Δε στάθηκε να την κοιτάξει όπως μερικοί κοιτάγαν το γαιδούρι στα δόντια.
Ξεκίνησε και ας είχε πονεμένο ακόμη το πόδι.
Το πόδι γιατρεύτηκε.
Και για να μη στα πολυλογώ, περιστεράκι μου, ο Αλέξανδρος βρήκε όχι μόνο δουλειά, αλλά στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.
Μεταξύ μας:ξέρεις πώς γίνονται αυτά:
Ο έρωτας -λέει- ξεκινάει ή από θαυμασμό ή από οίκτο.
Ε! τον είδε η άλλη με την πατερίτσα, τής ξύπνησε μέσα της η αδερφή του ελέους….
( ήταν και πιστή στο Θεό, κοπέλα φιλάνθρωπη εξάλλου)….
-Εντάξει!!! Εντάξει!!!!μη βαράςςςς!!! τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα ενός ενδιαφέροντος και μιας φροντίδας που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!(πήγα να το χαλάσω ψυχαναλυτικά, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
Άντε και στα δικά σου, ξεφτέρι μου!)
Και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν(“Το γοργόν και χάριν έχει”)
Και έγινε ο Αντώνης κουμπάρος.
Και τώρα τα νιογάμπρια αναμένουν και τέκνο.
Και έζησαν αυτοί καλά -και ελπίζω και μεις, χάριτι θεία, να ζήσουμε καλύτεραααα!
(Μη γελάς! Θα ζήσουμε!)
Αυτό είναι το μικρό αληθινό σκηνικό, αγαπημένο μου.
Θα έσκαγα αν δε σου το έλεγα.
Ξέρω ξέρω, θα μου αρχίσεις τα διάφορα τα δικηγορίστικα, τα εξυπνακίστικα, τα πεσιμίστικα, έως τα τεμπελίστικα.
Δεν χαμπαριάζω μία!
Ζήτα βοήθεια από την Παναγία και η πόρτα θα ανοίξει όπως άνοιγε εκείνη η αόρατη σπηλιά όταν ο Αλή Μπαμπάς φώναζε μπροστά της :
- Ανοιξε ” σουσάμι” !
-Μανδάμ, η κρίση στο “Δόξα Πατρί” σε έχει βαρέσει…τι να πω! μένω άλαλος…
-Σκέψου για μένα ό,τι θες, δε με νοιάζει.
Όμως…
Κράτα γερά, ό,τι και να γίνει την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.
Η Παναγία ακούει!
Η Παναγία ευλογεί!
Η Παναγία προστατεύει!
Η Παναγία, μάς δίνει όλες τις Χάρες, όλα τα αληθινά αγαθά- πάντα να το θυμάσαι.
Και οι κουτσοί- μέσα ακόμα στου κυκλώνα το “μάτι”- βρίσκουν δουλειά
-και όχι μόνον-
άμα το θέλει η Παναγιά!
Σαλογραία
Απο το ιστολόγιο της Σαλογραίας
( θυμάσαι την ταινία με τον Κέβιν Μπέϊκον) μπορεί στα μάτια της ευαίσθητης ψυχής, να φανερώσει την παρουσία της Χάριτος και να δημιουργήσει συγκίνηση, αγάπη και ελπίδα.
Ο καθένας, βιώνει στον μυστικό του βίο, μικρά και μεγάλα, φανερά και αόρατα θαύματα.
Μπορεί κάποιος τρίτος, ακούγοντάς τα, αδιάφορα, με ψύχρα ψυχής , να προσπεράσει.
Ο ίδιος, όμως, ο αποδέκτης του δώρου, εσωτερικά αλλοιώνεται με την καλή την αλλοίωση και προχωράει στον προσωπικό του ανήφορο(γολγοθά κάποιες δύσκολες ώρες)με ουράνιο κουράγιο.
Και απορούνε οι άπιστοι ή ολιγόπιστοι άλλοι, και μουρμουράνε ενοχλημένοι: “σύμπτωση!”
-” Το μυαλό τους και μια λίρα το πουλάνε στη Βαλύρα” που θα μου πούνε εμένα ότι είναι “σύμπτωση”!
-Ψυχραιμία!
Επειδή, λοιπόν, στενοχωρήθηκες για τον ξάδερφο που απολύθηκε, θα σου αφηγηθώ ένα μικρό αληθινότατον σκηνικό που άκουσα τις προάλλες, επειδή νομίζω, ότι εσύ ειδικά, το μήνυμα θα το νιώσεις, και θα δυναμώσεις την ελπίδα της προσευχής σου.
Στο ξαναλέω με την καρδιά μου:
-Ναι, είναι χάλια χαλίων η κατάσταση αυτή τη στιγμή, όχι μονάχα στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια, όμως:
-Αρνούμαι, να διαβάζω και να ακούω συνέχεια, σπαστικά, τα ανάποδα.
-Υπάρχει και Θεός, τελεία και παύλα!
Υπάρχει Θεός που ακούει και παρεμβαίνει με μυστήριους και απίστευτους τρόπους, αρκεί ο άνθρωπος δια Πίστεως, να Του εμπιστεύεται με την αθωότητα μικρού παιδιού, το χεράκι του.
-Αμάν μωρή Σαλογραία, έλεοςςς! Άρχισες πάλι τα κηρύγματα;
Δε με παρατάς, λέω εγώ, στη ζαλάδα μου!
Έχω καταπικραθεί τούτες τις μέρες, άσε με.
Ούτε γαλακτομπούρικο δε θέλω να φάω!
-Ούτε γαλακτομπούρικο;
Ε τότε, πράγματι, ζόρισε η κατάσταση!
Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να σου γίνω τσιμπούρι.
Δεν επιτρέπεται να σε παρατήσω.
Nαι, ναι!
Μου αρέσει να γίνομαι τσιμπούρι ιλαρό, άγγελέ μου.
( Όλα κι όλα! δεν θα σου γίνονται τσιμπούρια μόνο οι υποβολιμαίες εκ του Εξαποδού σκέψεις απελπισίας, που σε παρακινούν ενδόμυχα, να πας και να κρεμαστείς, όπως έλεγες -χαρούμενα δήθεν- τις προάλλες.Θα σου γίνονται, θες δε θες, τσιμπούρια και οι λογισμοί της ελπίδας, αστέρι μου…)
Επιμένω και θέλω να το πιστέψεις:
Τα πράγματα, δεν είναι μόνο μαύρα-άσπρα- για Όνομα!
Ενυπάρχουν εντός τους, ακαταμέτρητες αποχρώσεις χρωμάτων.
Υπάρχει Θεός, η Παναγία είναι ολοζώντανη, και ο ελπίζων στη δύναμή Τους, ου καταισχυνθήσεται στον αιώνα, μας τονίζει το Πνεύμα το Άγιο, το Πνεύμα της Αληθείας.
Ας μπω, όμως, στο θέμα, να μη σε καθυστερώ, δεν είναι και μεγάλη η ιστορία, αξίζει να την ακούσεις, στις μικρές λεπτομέρειες, έτσι, ως αντίδοτο στη μαύρη μουρμούρα του διαβόλου, που λυσσάει, επιθυμώντας, την κάθε ψυχή να την τρομάξει, να την απελπίσει, να την βυθίσει στην απόγνωση, μέχρι τον τέλειο αφανισμό της.
Τα γεγονότα τα έμαθα απ’ τον εντιμότατο φίλο Αντώνη Κ. -πρωτοετή φοιτητή Φυσικό, τώρα στα Γιάννενα
Αφορούσαν, έναν κολλητό του Αντώνη, τον εικοσιεπτάχρονο Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, λεβέντης, φιλότιμος και εργατικός.
Παρόλα αυτά μια ωραία πρωία, όπως γίνεται όλο και πιο συχνά τελευταία, ο εργοδότης, τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!
Ο Αλέξανδρος με τα παπούτσια στο χέρι, παρότι από κάτι κάλους ανακουφίστηκε σφόδρα
(ουδέν κακόν αμιγές καλού, πάντα θα ισχύει)
μίσησε τόσο την κοινωνία την άδικη, που του προέκυψε αυτοκαταστροφική διάθεση
(είναι τόσο εύκολο) κάπου σκουντούφλησε και, από τη μεγάλη σκασίλα, πέφτοντας, έσπασε το ένα του πόδιιι!
-Φτού να πάρει!
Δεν του έφτανε το ένα κακό-της απόλυσης- τον βρήκε και δεύτερο-αυτό του κατάγματος.
Άντε αγχωμένες τρεχάλες στα κατεπείγοντα.
Νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμες, ακινησία, πόνος!
Τον γυψώσανε.
Πήρε και πατερίτσες.
Δεν του έφτανε του Αλέξανδρου η απόλυση, δεν του έφτανε το κάταγμα- τα χάλασε και με την κοπελιά με την οποία πλέκαν μαζί, για κάμποσο διάστημα, το πράσινο πουλόβερ μιας σχέσης.
Ένιωθε άξιος μόνο για μούτζες και τύφλες.
Η ζωή, ξαφνικά, φαινόταν μια σκύλα κατάμαυρη που τον γάβγιζε κακιασμένα, ασταμάτητα.
Το μέλλον τοίχος σκληρός, αδιαπέραστος, δίχως ευλογίας αχτίδα.
Ο Αλέξανδρος, έχασε δουλειά, κορίτσι πλέον δεν είχε, το πόδι του ρηγματώθηκε, πλην όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.
“Πιστεύω τω φίλω. Τον πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις”.
-Θυμάσαι, περιστεράκι μου, τα έγραφε ο μακαρίτης ο Ζούκης.
-Τα νεύρα μου! Προχώρα, μανδάμ, πού τον ξεθάψαμε πάλι το φιλόλογο Ζούκη; στο παρασύνθημα! βιάζομαι!
-Μη μου αγριεύεις εμένααα! Θα σηκωθώ και θα φύγωωω!
Αν ξαναμουρμουρίσεις, ανυπόμονα, σύξυλο θα σ’αφήσω και θα τρέξω να μαζέψω λαψάνες.
(Όχι. Δεν θα σου πω τι είναι οι λαψάνες. Να μάθεις. Θα σου χρειαστούνε – μέρες που έρχονται!)
Τέλος πάντων, ψυχραιμίααα! ας ξαναπιάσω το νήμα μας.
-Ας πιώ και μια γουλιά τσάι, χι χι … it’s time for five o’ clock tea, darling!
Χρειάζεται σασπένς η αφήγηση, ας είναι και λίγη.
Έλεγα, λοιπόν, ότι πράγματι μεγάαααλος θησαυρός ο πιστός φίλος
( παρακαλώ όποιος απέκτησε έστω και έναν πιστό φίλο, έστω και ηλεκτρονικό, να μηννν τον θεωρεί αυτονόητο ή δεδομένο και να ευχαριστεί για κείνον, τον Κύριο, στουμπώντας το κεφάλι του, σε στρωτές, εδαφιαίες μετάνοιες- μέρα και νύχτα!).
Αν χαθεί ένας πιστός φίλος, δύσκολα, πολύ δύσκολα ξαναβρίσκεται, νεαντερταλονικολάκη μου.
………………………………………………………………………….
Τον εμψύχωνε, λοιπόν και εν Κυρίω, ο καλός ο Αντώνης.
Τον παρότρυνε:
-Ρε συ Αλέξανδρε, δεν έχεις που δεν έχεις δουλειά- μην κάθεσαι κι αναστενάζεις ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο…
-Moove! Κουνήσου!
Ξεκίνα, να ζητήσεις βοήθεια, είναι τόσο σημαντικό να ζητάμε βοήθεια, το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
“Αιτειτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται, ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται”
ξεκίνα- να μια ιδέα τώρα- ξεκίνα να πας στην Παναγία της Τήνου, να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια λύση στο πρόβλημα.
-Η Παναγία ακούει!
Τόσο εκατομμύρια πιστούς ανά τούς αιώνες έχει βοηθήσει…
Μάνα είναι η Παναγιά- αδέρφια οι άγιοι.
Αυτούς έχουμε οικογένεια.
Μας προτρέπουν, επιθυμούν διακαώς, να τους ζητάμε βοήθεια.
Ζητώντας βοήθεια, λαβαίνοντας χάρη,
θερμαίνεται μεταξύ μας ο σύνδεσμος της αγάπης.
Όταν “αγκαλιάζουμε” με την προσευχητική σκέψη τους άγιους, “κολλάμε” και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.
Καταλαβαίνει η Παναγία κι από άνεργα παιδιά, ρε φίλε, καταλαβαίνει!
(Δεν έκανε και καμιά γιάπικη καριέρα εξάλλου ο λατρεμένος Της γιος.
Απλός ξυλουργός ήταν που τα παράτησε κιόλας – και για ένσημα του ΙΚΑ ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).
-Ζήτα, λοιπόν, δική Της επέμβαση!
(Συνελόντ’ειπείν, “του έφαγε τα τζιέρια” στο “μπούρου μπούρου” ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το “λάδι” του έβγαλε!).
-Να πάω στην Τήνο; παραδόθηκε ξεπνοημένα ο
Αλέξανδρος .
Με σπασμένο το πόδι; με γύψο; και πατερίτσα και μόνος μου;
Μα πόσο ήρωας θέλεις να γίνω;
Ξέρεις τι απόσταση είναι από την Πάτρα, η Τήνος, ρέ Άντονυ;
Και από μακριά η Μεγάλη Δέσποινα, δεν μας ακούει;
Είναι ανάγκη να πάω να βασανιστώ- ο καραβοτσακισμένος- μέσα και σ’άλλα καράβια;
-Μάλιστα. Είναι ανάγκη!
Η Παναγία θα σε βοηθήσει, αν προσφέρεις και συ μια θυσία, επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα, γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας στις οικοδομές – με τα ζόρια στα σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.
Επέμενε τόσο, που ο Αλέξανδρος το πήρε απόφαση
(γι αυτό σου λέω:καμιά φορά, ευλογημένα και τα “τσιμπούρια”…)
Ξεκίνησε για Πειραιά, έβγαλε εισιτήριο με το καράβι για Τήνο.
Ταξίδευε “σέρνοντας την πληγωμένη περηφάνεια του σαν ματωμένο άλογο”, που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σέρνοντας το γυψωμένο το πόδι, με πατερίτσες, μονάχος.
Ήταν καλοκαιράκι.
Βρήκε κάπου μια θέση.
Άπλωσε το χτυπημένο του πόδι, κάπως να χαλαρώσει.
Το καράβι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.
Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα και μια ελπίδα αδιόρατη -μικρή σαν αποπροσανατολισμένη και χαμένη μαρίδα- ίσα που φαίνονταν κάτω απ’ το βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο κύμα της συνείδησης, το πελαγίσιο.
Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν και πάλευε να γιατρέψει, την τυφλή, κωφάλαλη απιστία του.
Κάπου ανάμεσα στις μπερδεμένες του σκέψεις, φώναζε νοερά και κάποιο:
“Παναγία μου βόηθα με”.
Τον άκουγε η Κυρά η Μεγάλη; Δεν τον άκουγε; πολύ θα επιθυμούσε να ξέρει…
Την ώρα αυτή της βαρύθυμης ενατένισης των πραγμάτων, βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
Κρατούσε σκουρόχρωμο χαρτοφύλακα στο ένα του χέρι.
Στο άλλο χέρι βάσταγε έναν καφέ, σε πλαστικό ποτηράκι.
Καθώς πλησίασε τον Αλέξανδρο- δεν ξέρω πώς και τι ακριβώς – ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του, περίλουσε τού Αλέξανδρου το ταξιδιωτικό παντελόνι.
-Ω ! χίλια συγνώμη, αναφώνησε κοκκινίζοντας ο κουστουμάτος.
Σας λέρωσα!
-Δεν πειράζει δεν πειράζει, απάντησε εξουθενωμένα ο νέος.
(Τι χειρότερο θα μπορούσε να πάθει; ούτε να θυμώσει δεν είχε κουράγιο, εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος; δεν υπήρχε περίπτωση. )
Εντάξει. Χαμογέλασε βεβιασμένα.
Ο άνθρωπος με τον καφέ, αμήχανος για την αδεξιότητα, και αφού ξαναζήτησε “χίλια συγνώμη”, κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.
Μετά από ώρες ταξίδι , το καράβι έδεσε στου ευλογημένου νησιού, το λιμάνι.
Ο Αλέξανδρος με τις πατερίτσες, αγκομαχώντας, σέρνοντας το μπανταρισμένο το πόδι του, έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου, άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της, Της κατάθεσε για λίγο, και επισήμως, τον πόνο του.
Αν γινόταν ας τον βοηθούσε.Τόσους και τόσους στο διάβα των αιώνων είχε βοηθήσει.
Γιατί όχι και κείνον, Κυρία μου;
Αφού άναψε το κερί, ξανακατέβηκε, πήρε το καράβι για Πειραιά…
Πάνω στο πλοίο της επιστροφής-τι σύμπτωση- βρισκόταν και ο ίδιος άνθρωπος που τον λέρωσε με τον καφέ του, την προηγούμενη μέρα.
Ε! καθώς διασταυρώθηκαν οι ματιές , χαμογέλασαν, χαιρετήθηκαν, και μια και η ζημιά με τον καφέ είχε γίνει αφορμή γνωριμίας, κάθισαν δίπλα και σιγά σιγά άρχισαν τη συζήτηση.
Κουβέντα στην κουβέντα, ο Αλέξανδρος τον πόνο του, τον ξεδίπλωσε
.
-Δουλεύεις νεαρέ; ρώτησε το κοστούμι.
-Όχι. Απολύθηκα. Ψάχνω.
-Τι ξέρεις να κάνεις;
-Αυτό και κείνο και το άλλο και το παράλλο.
-Α ωραία! αναφώνησε το κοστούμι.
-Λοιπόν,νεαρέ, εγώ δούλευα στην τάδε επιχείρηση.
Τώρα όμως φεύγω και πηγαίνω σε ένα άλλο πόστο καλύτερο.
Σε συμπάθησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα.
-Θες να σε συστήσω να έρθεις στη θέση μου;
-Αν θέλωωω! χαρά μεγάλη άστραψε στην καρδιά του Αλέξανδρου.
Την ευκαιρία της δουλειάς, στον αέρα την άρπαξε.
Δε στάθηκε να την κοιτάξει όπως μερικοί κοιτάγαν το γαιδούρι στα δόντια.
Ξεκίνησε και ας είχε πονεμένο ακόμη το πόδι.
Το πόδι γιατρεύτηκε.
Και για να μη στα πολυλογώ, περιστεράκι μου, ο Αλέξανδρος βρήκε όχι μόνο δουλειά, αλλά στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.
Μεταξύ μας:ξέρεις πώς γίνονται αυτά:
Ο έρωτας -λέει- ξεκινάει ή από θαυμασμό ή από οίκτο.
Ε! τον είδε η άλλη με την πατερίτσα, τής ξύπνησε μέσα της η αδερφή του ελέους….
( ήταν και πιστή στο Θεό, κοπέλα φιλάνθρωπη εξάλλου)….
-Εντάξει!!! Εντάξει!!!!μη βαράςςςς!!! τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα ενός ενδιαφέροντος και μιας φροντίδας που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!(πήγα να το χαλάσω ψυχαναλυτικά, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
Άντε και στα δικά σου, ξεφτέρι μου!)
Και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν(“Το γοργόν και χάριν έχει”)
Και έγινε ο Αντώνης κουμπάρος.
Και τώρα τα νιογάμπρια αναμένουν και τέκνο.
Και έζησαν αυτοί καλά -και ελπίζω και μεις, χάριτι θεία, να ζήσουμε καλύτεραααα!
(Μη γελάς! Θα ζήσουμε!)
Αυτό είναι το μικρό αληθινό σκηνικό, αγαπημένο μου.
Θα έσκαγα αν δε σου το έλεγα.
Ξέρω ξέρω, θα μου αρχίσεις τα διάφορα τα δικηγορίστικα, τα εξυπνακίστικα, τα πεσιμίστικα, έως τα τεμπελίστικα.
Δεν χαμπαριάζω μία!
Ζήτα βοήθεια από την Παναγία και η πόρτα θα ανοίξει όπως άνοιγε εκείνη η αόρατη σπηλιά όταν ο Αλή Μπαμπάς φώναζε μπροστά της :
- Ανοιξε ” σουσάμι” !
-Μανδάμ, η κρίση στο “Δόξα Πατρί” σε έχει βαρέσει…τι να πω! μένω άλαλος…
-Σκέψου για μένα ό,τι θες, δε με νοιάζει.
Όμως…
Κράτα γερά, ό,τι και να γίνει την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.
Η Παναγία ακούει!
Η Παναγία ευλογεί!
Η Παναγία προστατεύει!
Η Παναγία, μάς δίνει όλες τις Χάρες, όλα τα αληθινά αγαθά- πάντα να το θυμάσαι.
Και οι κουτσοί- μέσα ακόμα στου κυκλώνα το “μάτι”- βρίσκουν δουλειά
-και όχι μόνον-
άμα το θέλει η Παναγιά!
Σαλογραία
Απο το ιστολόγιο της Σαλογραίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά