Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

Ιερά Μητρόπολις Πατρών Νέος Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέα Πατρών Θεία Λειτουργία 30/11/2011.

(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ)

Ο π. θεολόγος επί το έργον

 







Ο Χριστός πέρασε τα παθήματα ,γιατί τήρησε τις εντολές του Πατέρα Του και έτσι ήλθε σε σύγκρουση με τον κόσμο. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στον άνθρωπο που καλείται από τον Χριστό να ζήση την ζωή Του.
Γέροντας Σωφρόνιος του έσσεξ

Πέντε άνθρωποι που ήθελαν πραγματικά «να δουν» τον Θεό.

 



Οι παρακάτω περιπτώσεις δείχνουν ότι ο Θεός εμφανίζεται μόνον όταν Τον αναζητάς με οδύνη, όταν η εύρεσή Του δεν είναι για σένα δευτερεύον ζήτημα, αλλά ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Η αναζήτηση του Θεού μπορεί να κρατήσει χρόνια και οπωσδήποτε συνοδεύεται από έντονους συνειδησιακούς σεισμούς. Είτε μου αρέσει είτε όχι, όταν γεμίζω τη ζωή μου με άλλες ανάγκες και ενδιαφέροντα, και απλώς λέω (όταν το θυμηθώ), «αν ο Θεός θέλει να Τον πιστέψω, ας εμφανιστεί να Τον δω», ο Θεός ΔΕΝ εμφανίζεται. Ο λόγος είναι απλός: Εκείνος θέλει να Τον πιστέψω, εγώ όμως θέλω;

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938). «Έζησε στη γη ένας άνθρωπος, άνδρας με άσβεστη πνευματική δίψα, που λεγόταν Συμεών.

Προσευχόταν για..... πολύν καιρό με ασταμάτητο θρήνο: «Ελέησόν με!». Αλλά δεν τον άκουγε ο Θεός.
Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: «Είσαι αδυσώπητος!» (=αλύπητος). Και όταν με αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε ξαφνικά τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη, που, αν κρατούσε ακόμη μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε πια να λησμονήσει το ανείπωτα πράο, το απέραντα αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από υπερνοητή ειρήνη βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς ζωής του μαρτυρούσε ακούραστα ότι «ο Θεός αγάπη εστίν», αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου» (βλ. π. Σωφρονίου [Σαχάρωφ], Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003).

Ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993),

Ρώσος ζωγράφος στο Παρίσι, με οκταετή θητεία στον υπερβατικό διαλογισμό και μεταφυσικές εμπειρίες μέσω του διαλογισμού. Για χρόνια αντιμετώπισε πειρασμούς, όπως «αν υπάρχει Θεός, πώς είναι δυνατόν να μην είμαι εγώ ο Θεός;» και «γιατί ο Ιησούς να είναι ο Υιός του Θεού και όχι εγώ;». Εγκατέλειψε το μυστικισμό αυτού του είδους απογοητευμένος και, όταν ανακάλυψε την ορθοδοξία, ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός.
Οι θεοπτικές εμπειρίες του (όραση του ακτίστου φωτός) ήταν κατακλυσμιαίες, πράγμα που τον στήριξε σε περιόδους επίπονων προσπαθειών να πλησιάσει το Θεό και οδυνηρής μετάνοιας για την προηγούμενη απόρριψή Του. Από αυτές κατάλαβε ότι ο Θεός είναι ταπεινή αγάπη και ότι έρχεται όταν Εκείνος θέλει (όταν κάποιος πρόκειται αληθινά να ωφεληθεί), ενώ ο άνθρωπος είναι αδύνατο να προκαλέσει την εμφάνισή Του με κάποια «μέθοδο» (βλ. π. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί [=Θα δούμε το Θεό όπως είναι]).

Ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ,

μετέπειτα ορθόδοξος επίσκοπος στην Αγγλία. Ως νέος, ήταν σκληροπυρηνικός άθεος. Βασανιζόταν όμως έντονα από την απουσία νοήματος στη ζωή. Αποφάσισε λοιπόν να ερευνήσει αν υπήρχε νόημα στη ζωή και, αν σε ένα χρόνο διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει νόημα, να αυτοκτονήσει. Μια μέρα, παρακινημένος από φίλο του, παρακολούθησε την ομιλία ενός Ρώσου ορθόδοξου ιερέα. Αυτά που άκουσε τον εξόργισαν τόσο, ώστε, γυρίζοντας σπίτι, πήρε την Καινή Διαθήκη της μητέρας του, για να δει αν το Ευαγγέλιο υποστηρίζει αυτά που είπε ο ιερέας στην ομιλία του. Λίγη ώρα αργότερα, είχε την αίσθηση ότι Κάποιος καθόταν, αόρατος, απέναντί του – και ότι Αυτός ο «κάποιος» ήταν ο Χριστός.
[Σημειωτέον ότι, επειδή ήταν απόλυτα σίγουρος για την ανυπαρξία του Θεού, δεν είναι λογικό να «φαντάστηκε» την παρουσία του Χριστού. Θα έπρεπε να «φανταστεί» κάτι σύμφωνο με τις απόψεις του, όχι αντίθετο με αυτές]. Βλ. π. Ιωάννη Κωστώφ, Αθεϊσμός – Τίνος είναι η αυταπάτη.

Ο Γκλεμπ Ποντμοσένσκι, μετέπειτα π. Γερμανός, ιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας (Καλιφόρνια):

«Επιθυμούσα τη ζωή αλλά έπρεπε να ξέρω γιατί. Να ζω απλώς και μόνον επειδή γεννήθηκα, για να υποφέρω αναίτια και να πεθάνω; Εγώ δεν ζήτησα να γεννηθώ! Ήθελα πραγματικά να ζήσω, αλλά είχα ήδη προχωρήσει πιο πέρα από μια κατάσταση απελπισίας, όπου τα πάντα μοιάζουν αφόρητα απεχθή και μια δαιμονική ενέργεια πλήρους αδιαφορίας κυριεύει ολόκληρο το είναι του ανθρώπου αφαιρώντας κάθε φυσικό φόβο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να ονομαστεί “βουβός τρόμος”. Έχοντας λοιπόν περάσει ο ίδιος από μια τέτοια εμπειρία, γνωρίζω τι περνούν στις μέρες μας οι νέοι με αυτοκτονικές τάσεις. Υπήρξα κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ – δεκαεννιά χρονών».
Μόνον η χάρη του Θεού μπορούσε να γλιτώσει τον Γκλεμπ από μια τέτοια κατάσταση. Στεκόταν σε μια γέφυρα στη Βοστόνη και σκεπτόταν ν’ αυτοκτονήσει, όταν, αίφνης, του ήρθε σαν αστραπή μια ανάμνηση από πολλές έγχρωμες φωτογραφίες ενός αγίου που γνώριζε από παιδί – του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Ρώσος αυτός ασκητής του 14ου αιώνα είχε ζήσει όπως ακριβώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει: μαζί με το Θεό στην αγκαλιά της φύσης. Ο λογισμός ψιθύρισε στον Γκλεμπ: «Δώσε μια ευκαιρία. Δες αν μια τέτοια γνήσια ζωή αγνότητας, μακριά από τον κόσμο και σε ενότητα με τη φύση, είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν είναι, αν όλα τούτα είναι απλώς η ψευδαίσθηση ενός ονειροπόλου, ένα παραμύθι, ένα “όπιο του λαού”, τότε μόνο αφαίρεσε τη ζωή σου…».
(Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του, τ. Α΄, Μυριόβιβλος 2006, σελ. 293-294)

Ο Ευγένιος Ρόουζ, μετέπειτα π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), συνιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας:

Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, άρχισε να ζει στο κλίμα του ηδονισμού και της σεξουαλικής ανηθικότητας. […] Ο Ευγένιος προκαλούσε το Θεό, όπως είχε κάνει και στην κορυφή του βουνού Μπάλντυ – αυτή τη φορά, αψηφώντας τους νόμους Του. […] Όπως ο ίδιος ανέφερε αργότερα, αυτή ήταν η πιο σκοτεινή και η πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι απαγορευμένες πράξεις τον αηδίαζαν, ακόμα και τη στιγμή που τις έκανε. Κατόπιν, επέσπευδαν την εμφάνιση μέσα του μακροχρόνιων περιόδων κατάθλιψης. […]
Όμως ακόμα και στα πιο άγρια μεθύσια του, ο Θεός, τον οποίο είχε απορρίψει ως «αφηρημένη έννοια», δεν τον άφηνε ήσυχο. Σε ένα γράμμα του προς κάποιο φίλο στην Πομόνα, γραμμένο σε κατάσταση μέθης, εξαπέλυε λόγια κακόβουλου, δαιμονικού παλληκαρισμού και στη συνέχεια κατέληγε με το ερώτημα: «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαι στο Σαν Φρανσίσκο; Επειδή θέλω να μάθω ποιος είμαι και ποιος είναι ο Θεός. Εσύ θέλεις να τα μάθεις αυτά; Για μένα, αυτά είναι τα μόνα πράγματα που με νοιάζει να μάθω». (Βλ. π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], στο ίδιο, σελ. 104-105).

Ιδιαίτερα ταλαντούχος, διδάκτορας των ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο Ευγένιος εγκατέλειψε την προοπτική να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου, απογοητευμένος από τη διαφθορά και την υποκρισία που είδε στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Μελέτησε την κινέζικη σοφία, ασχολήθηκε με το βουδισμό ζεν, όταν όμως ανακάλυψε την ορθοδοξία «ένιωσε» ότι «βρήκε την πατρίδα». Μετά από βαθιά μελέτη, έγινε ορθόδοξος, αργότερα μόνασε στα δάση της Καλιφόρνιας με τον π. Γερμανό και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ορθόδοξους διδασκάλους στο δυτικό κόσμο.


Επιμέλεια: Θ. Ι. Ρηγινιώτης

«Η μαγειρική είναι αγάπη»

Ο κορυφαίος αρχιμάγειρος του Αγίου Ορους μάς προσφέρει 126 από τις καλύτερες συνταγές του σε ένα εντυπωσιακό λεύκωμα. «Επειδή αγαπάμε αυτούς για τους οποίους μαγειρεύουμε, γι' αυτό δεν πρέπει να φοβόμαστε τα λάθη. Η αγάπη μας προς τους άλλους μας οδηγεί στο πώς θα κάνουμε νοστιμότερο το φαγητό». Τα παραπάνω θα μπορούσαν να συνοψίσουν την ηθική ενός ας πούμε ευαίσθητου και συναισθηματικού σεφ που δεν θέλει να τραβήξει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επαγγελματία και στον ερασιτέχνη μάγειρο. Αυτός όμως που τα γράφει είναι ο αγιορείτης μοναχός Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός, ο θρυλικός και περιζήτητος αρχιμάγειρος στο Περιβόλι της Παναγίας, ήτοι στο Αγιον Ορος.
Γιατί όμως ο μοναχός Επιφάνιος, έπειτα από 35 χρόνια στο Αγιον Ορος, αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα 126 από τις περίφημες συνταγές του προκειμένου να επωφεληθούν, όπως είναι φυσικό, και οι κοσμικοί; Το λέει ο ίδιος στο σημείωμά του με τίτλο Ο θέλων πρώτος είναι έστω πάντων διάκονος. Λοιπόν, «πάντων διάκονος» και ο ίδιος, λέει χαρακτηριστικά: «Εύχομαι το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, πέρα από την αρωγή των συνταγών, να σας βοηθήσει να πλησιάσετε ακόμη περισσότερο αυτούς που αγαπάτε μαγειρεύοντας. Ανοίξτε το σπίτι σας, καλέστε τους φίλους σας, μαγειρέψτε μαζί, στρώστε το τραπέζι, πιείτε κρασί και χαρείτε μαζί...».
Το κελί του π.Επιφάνιου που με κόπο αναστήλωσε ο ιστορικός Μυλοποταμος
Η αρχαιότερη Πολιτεία του Θεού
Το Αγιον Ορος είναι η αρχαιότερη και μεγαλύτερη Πολιτεία του Θεού επί Γης. Ενας τόπος άχρονος, όπου τα ρολόγια δεν έχουν σημασία και τα πάντα ρυθμίζονται από την εναλλαγή των εποχών και τη διαδοχή ημέρας και νύχτας. Γι' αυτό και ο ρυθμιστικός παράγοντας - του βίου και όχι του χρόνου, ο οποίος ως φιλοσοφική έννοια για την Ορθοδοξία δεν υπάρχει - είναι η προσευχή. Αλλά στο Αγιον Ορος έχουμε μια αυτορρυθμιζόμενη κοινωνία με βασικά, σταθερά γνωρίσματα που διαρκώς υπενθυμίζουν στα μέλη της (κατ' επέκταση και στους προσεκτικούς επισκέπτες) πως εδώ η ζωή και ο θάνατος δεν είναι παρά οι δύο όψεις της αιωνιότητας. Ο χρόνος δεν υπάρχει για τον απλούστατο λόγο ότι ο Θεός είναι άχρονος - άρα τα ρολόγια της κοσμικής κοινωνίας δεν έχουν καμία θέση εδώ όσο ανατέλλει και δύει ο ήλιος. Ολα αυτά ορίζουν την ποιητική του τόπου, που έμεινε λίγο-πολύ ανάλλαχτη μέσα στους αιώνες.
Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι μια τέτοια αυτορρυθμιζόμενη εν πολλοίς κοινωνία είναι και αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο όσο πιστεύουν ορισμένοι - κι ας αποτελεί τον αντίποδά του. Στο πολιτισμικό πεδίο, άλλωστε, το φαγητό και το ποτό είναι από τα κυριότερα ειδοποιά γνωρίσματα οποιασδήποε κοινωνίας. Ολοι μας γνωρίζουμε τις αξιοζήλευτες επιδόσεις των μοναχών, ορθοδόξων και καθολικών, στην οινοποιία. Εξίσου ενδιαφέρουσες ωστόσο είναι και οι επιδόσεις τους στη μαγειρική και το βιβλίο του μοναχού Επιφανίου το επιβεβαιώνει. Στη Μαγειρική του Αγίου Ορους μας προσφέρει πολλές από τις εξαίσιες συνταγές του, γραμμένες με όση σαφήνεια χρειάζεται ώστε ακολουθώντας τες να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να επιτύχει ένα αποτέλεσμα κοντά στο επιθυμητό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα καταφέρει να αντικαταστήσει την εμπειρία που θα είχε αν γευόταν μία από τις σπεσιαλιτέ του μοναχού Επιφανίου φτιαγμένη από τον ίδιο. Αλλά ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραλείπει να προτρέπει τους αναγνώστες να δοκιμάσουν.
Ψαρικά, λαδερά, οστρακόδερμα
Υπάρχουν αγιορείτικες συνταγές που τώρα τελευταία σε πλείστες όσες παραλλαγές, οι οποίες συχνά φτάνουν στα όρια της υπερβολής, προσφέρονται από ταβέρνες και εστιατόρια της μόδας και αγνοούμε ότι προέρχονται από τη μακραίωνη γαστρονομική παράδοση του Αγίου Ορους, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τα όσπρια, τα οστρακοειδή και τα μαλάκια. Πέραν της πρακτικής του αξίας, αυτό μας θυμίζει εμμέσως πλην σαφώς το παρόν βιβλίο.
Η Μαγειρική του Αγίου Ορους περιέχει τρεις κατηγορίες συνταγών: αυτές που αφορούν τα Ψαρικά, εκείνες που περιλαμβάνουν τα Οσπρια και τα Λαδερά και αυτές που αφορούν τα Μαλάκια και τα Οστρακόδερμα. Σε μια εποχή πλείστων αμφιβολιών όσον αφορά την ποιότητα των τροφίμων δεν είναι περιττό να τονίσουμε αυτό που γράφει για τα τελευταία, με συγκινητική, θα έλεγε κανείς, μετριοπάθεια ο μοναχός-αρχιμάγειρος: «Οσον αφορά τα οστρακοειδή, σας παρακαλώ θερμώς μόνο φρέσκα να τα τρώτε». Και στην τρίτη αυτή κατηγορία βρίσκει κανείς πραγματικά μαγικές ή, για να χρησιμοποιήσω ένα επίθετο που θα ταίριαζε καλύτερα στην περίπτωση, «θείες» συνταγές, όπου εξέχουσα θέση κατέχουν οι 13 συνταγές για το χταπόδι: με χόρτα, με φρέσκα φασολάκια, λιαστό, στα κάρβουνα, ξιδάτο, λεμονάτο, με κοφτό μακαρονάκι, με μανέστρα, κρασάτο, με πατάτες, στιφάδο, με ρύζι και τέλος χταποδόσουπα, ένα πιάτο που προσφέρεται για ένα κανονικό μεσογειακό συμπόσιο που, σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου, θα «μοσχοβολάει θάλασσα και λαχανόκηπο». Οσοι πιστεύουν ότι αρκετές από τις συνταγές αυτές εφαρμόζονται και στην ας πούμε «κοσμική μαγειρική» κάνουν λάθος. Οι μικρές παρεκκλίσεις, όπως αποκαλούμε συνήθως τις ιδιοτυπίες, μας δίνουν και το μέτρο, καθώς λέμε, της διαφοράς. Και όσοι συγκρίνουν θα καταλάβουν - κι ας μην έχουν ιδέα από μαγειρική.
Ο π.Μακάριος ,ο π.Επιφάνιος ,ο π.Παύλος...
Η ευωχία, η μεταφυσική, η αιωνιότητα
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο (που, εκτός από ας πούμε μικρός οδηγός μαγειρικής, είναι καθαυτό και ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα) αυτομάτως μεταφέρεται και σε άλλα πεδία αυτών των μικρών αλλά ουσιαστικών διαφορών. Λ.χ., στον τρόπο με τον οποίο ψήνουν και πίνουν οι καλόγεροι τον καφέ στο Αγιον Ορος. Εκτός του ότι, όπως και το φαγητό, τον ψήνουν στα ξύλα, δεν παραλείπουν να ρίξουν στο φλιτζάνι και δυο-τρεις σταγόνες ούζου. Αναφερόμενος στη συνήθεια αυτή ο αείμνηστος πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης είδε μια έκφραση της αιωνιότητας. Δεδομένου ότι η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη (κατά την επικρατέστερη εκδοχή, προέρχεται από την τουρκική λέξη uzum, που θα πει τσαμπί από σταφύλι - εκδοχή που δεν ακούγεται πειστική αφού το ποτό αυτό παραγόταν από την αρχαιότητα ακόμη), ο Πεντζίκης εφηύρε τη δική του ετυμολογική εκδοχή και ισχυριζόταν ότι η λέξη ούζο σημαίνει ου ζω, δίνοντας στο ποτό μια υπερβατική διάσταση ή αλλιώς ορίζοντάς το ως έκφραση μιας κατάστασης του πνεύματος που οδηγεί πέραν της ζωής και του θανάτου.
Οπως εύλογα συμπεραίνει κανείς, η ευωχία την οποία συνεπάγεται η εκτέλεση των συνταγών της Μαγειρικής του Αγίου Ορους και η απόλαυση των εδεσμάτων προϋποθέτει τη συνοδεία ικανής ποσότητας κρασιού ή ούζου, μολονότι σπάνια ο συγγραφέας του βιβλίου προτείνει και το σχετικό ποτό, όπως και συνταγές που συνοδεύονται από παροιμίες ή αποσπάσματα εκκλησιαστικών κειμένων, ψαλμών, λαϊκών παροιμιών και καλογερικών ασματίων. Διότι, έπειτα από ένα καλό φαγητό, τι άλλο να κάνει κανείς από το να αναπέμψει τις ευχαριστίες του προς τον Υψιστο για τα προσφερόμενα αγαθά; Σε κάποια ένδοξα φινάλε ο μοναχός Επιφάνιος δεν διστάζει να μας προτρέψει: «Μην ντρέπεστε, μπορείτε να τα δοκιμάσετε!». Αυτό, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, λειτουργεί και ως προτροπή στους επίδοξους μαγείρους να φανούν αντάξιοι του δασκάλου.
Και το φαγητό μπορεί να ανήκει στα θαύματα
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και ποιητικό εισαγωγικό του κείμενο με τίτλο Οψον και ψαλμός, πόμα και ύμνος, αναφερόμενος στην ατμόσφαιρα που επικρατεί στα μοναστήρια, ο Θεόδωρος Ιωαννίδης γράφει ανάμεσα στα άλλα:
«Για τον αγιορείτη μάγειρα οι μεγάλες γιορτές, όταν πανηγυρίζουν μοναστήρια σαν τη Μεγίστη Λαύρα ή την Ιερά Μονή των Ιβήρων, είναι ημέρες δύσκολες, ιδιαίτερα αν τύχει και πάρει τιμητική πρόσκληση με την υπογραφή ηγουμένου να αναλάβει "το δύσκολον και επίπονον διακόνημα του αρχιμαγείρου". Τότε, διευθύνοντας, δίκην αρχιμουσικού, τους πολυάριθμους βοηθούς του, ετοιμάζει μιαν απίστευτη ποσότητα γευμάτων - όλα το ίδιο νόστιμα - για έναν τεράστιο αριθμό προσκυνητών. Το γεγονός, αν δεν επαναλαμβανόταν σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί θαύμα».
Θα μπορούσε να θεωρηθεί θαύμα... που σημαίνει ότι ανατρέπεται το παλαιό αξίωμα και η ποιότητα δεν εξαρτάται πλέον από την ποσότητα. Το φαγητό είναι «θείον» - το ίδιο και η μαγειρική. Αρα τα πάντα αποτελούν θέλημα Θεού - αλλά η κινητήριος δύναμη και εδώ είναι η αγάπη. Ο μοναχός Επιφάνιος Μυλοποταμινός - δυστυχώς σχεδόν μόνο τα ονόματα των ιερωμένων μας παραπέμπουν πλέον ευθέως στην ονοματοποιητική λειτουργία - πιστεύει ότι η αγάπη από μόνη της αρκεί για να μεταμορφώσει τις απλές γνώσεις των συνταγών σε παράγοντα της ευωχίας, δηλαδή του μικρού θαύματος που είναι το καλό φαγητό. Αλλά δεν χρειάζεται να καταφεύγει κανείς στη μεταφυσική για να εξηγεί αυτές τις απλές απολαύσεις. Θα μπορούσε απλώς να το θεωρήσει απαύγασμα της ίδιας της ζωής που γεννά τα δοξαστικά για τα όσα αφειδώς μας παρέχει η φύση. Και αν η προσέγγιση αυτή ακούγεται πέραν του δέοντος κοσμική, υπάρχει και η αντίστοιχη, παράλληλη, συμπληρωματική - ή και πρωτεύουσα, αν θέλετε - των ίδιων των μοναχών, τουτέστιν η θεϊκή ευσπλαχνία.
Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός
Στο εμπεριστατωμένο κείμενό του με τίτλο Η οψαρτυτική του ενδόξου βυζαντινισμού μας, όπου για να ταιριάζει με το πνεύμα του βιβλίου ο Θανάσης Γεωργιάδης υιοθετεί ένα ύφος βυζαντινίζον (αλλά, για να εξηγούμαστε, χωρίς να βυζαντινολογεί), μας προσφέρει την πολιτισμική και κοινωνική πλευρά του θέματος ανατρέχοντας στη βυζαντινή κοινωνία, στα ιστορικά δεδομένα και στους συγγραφείς της περιόδου φωτίζοντας εν πολλοίς το ιστορικό υπόβαθρο του Αγίου Ορους, όπου η κοινωνία των 2.000 και πλέον μοναχών που το αποτελούν σήμερα - κατά πολύ μεγαλύτερη στο παρελθόν - ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της πλέον μακρόχρονης που γνώρισε ο κόσμος. Και παραπέμπει στον σερ Στίβεν Ράνσιμαν, ο οποίος έγραφε ότι «ο πολίτης της αυτοκρατορίας (σ.σ.: Βυζαντινής) έμεινε συνειδητά Ρωμιός, συνειδητά ορθόδοξος, συνειδητά ως το τέλος ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, συνειδητά κληρονόμος του ελληνικού εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής». (Το τι πιστεύουν βέβαια όσοι θεωρούν εαυτούς κληρονόμους των κληρονόμων είναι μια εν πολλοίς θλιβερή - όταν δεν είναι αστεία - ιστορία).
Το βιβλίο πλουτίζεται με πλήθος θαυμάσιων φωτογραφιών του Γιώργου Πούπη που όχι μόνο πλαισιώνουν το θέμα αλλά μας δίνουν και ένα μικρό πανόραμα μιας άλλης πλευράς των μονών του Αθω: των μαγείρων, όπως βέβαια και των μαγειρείων του εν ώρα λειτουργίας.

πηγή και εδώ και εδώ

Συζυγία αρετής και μωρίας (Ιωαν. Κορναράκη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών)

 



 
    Ο αγώνας για την απόκτηση μιας αρετής δεν είναι πάντοτε ένα απλό εγχείρημα, δηλ. εύκολη και αυτονόητη κατάκτηση. Χρειάζεται ένας μεγάλος βαθμός εγρηγόρσεως και νήψεως στον αγώνα για την κατάκτηση μιας οποιασδήποτε αρετής, επειδή κάθε αρετή ζευγαρώνεται πολύ εύκολα με την αντίθετή της κακία
Σε κάθε αρετή αντιστοιχεί η αντίθετη προς αυτήν κακία και δεν είναι συχνά δύσκολο, αγωνιζόμενος κάποιος για την κατάκτηση μιας αρετής, να ολισθήσει στην αντίθετή της κακία. Αυτήν την πραγματικότητα την περιγράφει ως εξής ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος).
«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και ένα βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπλεγμένες μαζί τους. Επί πα­ραδείγματι: Με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η  πορνεία, με την φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότητα και η νωθρότητα και η οκνηρία… Με την σιωπή η διδασκαλική υπεροψία… Σε όλα δε αυτά ακολουθεί σαν κοινό κολλύριο ή μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία».
Στην περίπτωση επομένως που ο πνευματικός, καλοπροαίρετος αγωνιστής, δεν εφαρμόζει την εγρήγορση και νήψη, κινδυνεύει να εμπλακεί στην παγίδα κάποιας κακίας χωρίς να το αντιληφθεί, επειδή ο νους του και ο λογισμός του είναι προσηλωμένος στην απόκτηση κάποιας σημαντικής αρετής, χωρίς την υποψία της πιθανότητας κάποιας διολισθήσεώς του στην αντίθετη ή παραπλήσια προς αυτήν κακία. Αλλά και ο  Αββάς Θα­λάσσιος θα παρατηρήσει ότι.«Δίπλα σε όλες τις αρετές είναι φυτεμένες οι κακίες· και μάλιστα τόσο κοντά, ώστε οι πονηροί άνθρωποι να βλέπουν ακόμη και τις αρετές ως κακίες».
Και η παρατήρηση αυτή του αγίου Θαλασσίου δείχνει επίσης ότι η επιδίωξη μιας αρετής είναι συνδεδεμένη με πολλούς κινδύνους εκτροπής του πνευματικού αγωνιστή στους σκόλιους δρόμους της κακίας. Και μάλιστα ο μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται πράγματι να είναι το «δηλητήριο» της κενοδοξίας, δεδομένου ότι κάθε κακία υπηρετεί την φιλαυτία την εγωλατρία και γενικώς τη στήριξη της ατομικής δαιμονικής αξιώσεως για κάθε είδους «θεοείδειαν», υλόφρονα και γεώδη ή πνευματική», στα πλαίσια της δαιμονικής υποβολής- «και έσεσθε ως θεοί».
      Ο όσιος Νείλος ο ασκητής μας δίνει την εικόνα της συζυγίας, της σύμπλεξης αρετής και κακίας στην αδυναμία των πέντε μωρών παρθένων, της γνωστής ευαγγελικής περικοπής, να εισέλθουν μαζί με τον νυμφίο στη χαρά των γάμων, επειδή δεν προνόησαν να έχουν μαζί τους επαρκές έλαιον για τις λαμπάδες τους, αφού υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να χρονίσει ο ερχομός του νυμφίου.
Αλλά ποιά ήταν άραγε η κακία που διέπραξαν οι χαρακτηρισθείσες ήδη υπό του Κυρίου ως μωρές παρθένες;
Κατά τον όσιο Πατέρα, η κακία η οποία αμαύρωσε το κατόρθωμα της παρθενίας των πέντε νεαρών γυναικών ήταν η φιλοχρηματία, η οποία τους στέρησε τη δυνατότητα να κοσμήσουν την παρθενική ψυχή τους με την αρετή της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας προς τον πάσχοντα ποικιλοτρόπως πλησίον και συγχρόνως τις εμπόδισε να εισέλθουν στη χαρά των γάμων με τον νυμφίο.
Έτσι οι μωρές παρθένες παρουσιάζουν μια αντίφαση, την οποία ο όσιος Νείλος προβάλλει με τα ζωηρά χρώματα μιας ως μη ώφειλε συμπεριφοράς.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, κατά τον όσιο Πατέρα, οι μωρές παρθένες απεδύθησαν σ’ ένα σκληρό αγώνα για να κατακτήσουν την αρετή της παρθενίας· «ενίκησαν την τυραννίδα της φύσεως, εχαλίνωσαν μαινόμε­νη επιθυμία, κατέσβεσαν την καιόμενη φλόγα της ηδονής, εφίμωσαν με τη δύναμη του πνευματικού νόμου το φρόνημα της σαρκός, επάτησαν, χωρίς να βλαβούν στο παραμικρό, τους καιόμενους άνθρακες των ερε­θισμών προς ακολασίαν».
Ενώ λοιπόν οι μωρές παρθένες έκαναν αυτόν τον δυσκολότατο αγώνα (που για πολλούς ανθρώπους είναι αδύνατος), έμειναν απαθείς στην εκδήλωση και προσφορά συμπαθείας και ελέους προς τους αναξιοπαθούντες αδελφούς, που αποτελούσε έργο ευχερές, αφού «ου πόνος, ούχ ιδρώς, ου κάματος, βούλησις δε μόνη» εχρειάζετο για τη θεοφιλή πραγματοποίησή του.
Αυτή η αντίφαση μεταξύ της κατακτήσεως μιας τόσο σπουδαίας αρετής, όπως η παρθενία, και της παραλείψεως ενός τόσο σημαντικού χρέους φιλανθρωπίας και οικτιρμών προς τους πάσχοντας αδελφούς δικαιολογεί, κατά τον όσιο Νείλο, τον χαρακτηρισμό των πέντε αυτών γυναικών ως μωρών, που τους προσήψε η θεία Γραφή. Διότι· «το δυ­σχερές, και του αδυνάτου πλησίον την παρθενίαν κατορθώσασαι, του ελάττονος και λίαν αν ευκόλου κατημέλησαν».
Συχνά, ο καλοπροαίρετος – συνειδητός πνευματικός αγωνιστής, εφόσον νήφει και γρηγορεί και διαλέγεται με πνεύμα ταπεινώσεως με τον εσώτερο εαυτό του, τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο, μπορεί να εντοπίσει στην προσωπική του ζωή αυτή τη συζυγία αρετής και μωρίας. Ίσως οι περισσότεροι χριστιανοί είμαστε ενάρετοι σε κάποιες πλευρές της ζωής μας αλλά συγχρόνως και θύματα ή δούλοι μιας μωρίας, κάτω από την σκέπη της οποίας φιλοξενούνται αντιφάσεις και αναπαύονται παραβάσεις ευαγγελικής ζωής.
Σε τέτοιες περιπτώσεις εντοπίζονται, με πειστική ενάργεια, ενδοψυχικές ακαταστασίες, διασπάσεις και δυσαρμονίες, οι οποίες έχουν επισημανθεί επιγραμματικά από την αποστολική γραφίδα του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου· «Ανήρ δίψυχος ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού».
Συχνά έχουμε ίσως καθορίσει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ένα «κομ­μάτι» του εαυτού μας για τα «θρησκευτικά» μας καθήκοντα ή για κάποιο είδος πνευματικής ζωής, που καθησυχάζει τη συνείδησή μας, ότι είμαστε άνθρωποι του Θεού. Αλλά έχουμε επίσης εγκαταλείψει ένα άλλο «κομμάτι» του εαυτού μας στο έλεος της λατρείας των ειδώλων του κόσμου τούτου. Αυτή ακριβώς είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η μωρία των χριστιανών· μια ανόσια συμπόρευση με τη μωρία του κόσμου, που μας αποδεικνύει ανθρώπους του κόσμου τούτου. Συχνά συλλαμβανόμαστε άνθρωποι του κόσμου τούτου, τη στιγμή που διατηρούμε μέσα μας την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου του Θεού και της Εκκλησίας Του.
Τέτοιες πάντως ανόσιες συζυγίες έχουν διδάξει τον πατερικό άνθρωπο να είναι αποκλειστικά προσανατολισμένος στον κακό εαυτό του, στα κρύφια και άγνωστα σ’ αυτόν αίτια των αδυναμιών του και των συμπεριφορών εκείνων, που προκαλούνται από υποβολές του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος, ως ανύστακτος και επίβουλος ανταγωνιστής του, προσπαθεί να εξουδετερώνει το όφελος των πνευματικών του κατακτήσεων.
Η στάση αυτή του πατερικού ανθρώπου μάς διδάσκει να κλείνουμε τα μάτια μας στη λάμψη κάποιας αρετής ή κάποιου χαρίσματός μας και να τα κρατάμε αδιάλειπτα ανοικτά στο «σκότος το εν ημίν». Μια τέτοια εγρήγορση και νήψη δεν ευνοεί ασφαλώς ανόσιες και μωρές συζυγίες αρετής και κακίας.

(Περιοδικό: «Ορθόδοξη μαρτυρία», έκδοση Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως, Οι φίλοι του Αγίου Όρους.)

Κυκλοφορεῖ τό φύλλον τῆς 2.12.11 τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου»


 
Μερικά ἀπό τά περιεχόμενά του:
◇ Σύναξης Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν: Παρεσιώπησε τὴν ἀξίαν τῶν Δογμάτων τῆς Πίστεως ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
◇ «Ἔδιωξαν» τόν κ. Γ. Παπανδρέου καί ἐπανηῦρε τόν ἑαυτόν του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
◇ Πρὶν ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑλλὰς ταφῆ ὁλοκληρωτικῶς… Με ἀφορμὴν τὴν δήλωσιν τῆς Εὐρωβουλευτοῦ τοῦ ΛΑΟΣ «νὰ καῆ ἡ Ἑλλάς, ἀρκεῖ νὰ σωθῆ ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Εὐρωζώνη»!
◇ Ἕνα ἀντιπαπικόν «ἐπεισόδιον» εἰς τό κήρυγμα τοῦ Σεβ. Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου μέ βαθύτερον νόημα.
◇ Ἐρώτησις εἰς τό Εὐρωκοινοβούλιον διά τήν μετατροπήν τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας εἰς Τέμενος.
◇ Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος καί τά πνευματικά του κατορθώματα. Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση.
◇ Αἱ δοκιμασίαι – συκοφαντίαι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Καὶ μία κορυφαία ἀρετή του, ἡ συγχώρησις. Τοῦ Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ζιόμπολα.
◇ Ἡ ἀσθένειά μας. Τοῦ κ. Στεργίου Σάκκου.
◇ Προτεσταντισμὸς καὶ Ἁγία Γραφή. Τοῦ Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου.
Γεγονότα καί Σχόλια. Βιβλιοκρισίαι καί ἄλλη ἐνδιαφέρουσα ὕλη συμπληρώνουν τό φύλλον.

Η ζωή είναι όπως το ποτάμι ...

 


  Η ζωή είναι όπως το ποτάμι το ποτάμι είναι ένα και οι όχθες δυο ……….όταν δε ξεκίνα το ταξίδι του από τα ψηλά βουνά είναι γάργαρο μικρό πόσιμο και με μια σχετικά νεανική ορμή.
  Όσο χαιρετά και απομακρύνεται από την πηγή του και παίρνει τον κατήφορο αρχίζουν τα προβλήματα ………γίνεται ποιο ορμητικό ποιο μεγάλο παραμένει υπό προϋποθέσεις και ολίγων πόσιμο αλλά συσσωρεύει και διάφορα αλλά υλικά τα λεγόμενα φερτά ………….
  Έτσι με τα φερτά υλικά πορεύεται έως το τέρμα του που συνήθως είναι πολύ φαρδύ πολύ ήρεμο απαγορευτικό προς πόσιν και καταλήγει στην θάλασσα όπου και τερματίζει την διαδρομή του ………. και γίνεται και πράξη το γνωμικό <<το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω>>……
  Έτσι είναι και η ζωή μας ένα μικρό ρυάκι που ξεκινά μες στην ανεμελιά και στην καθαρότητα και καταλήγει στο τέλος μες στην θάλασσα……..και δεν γυρίζει πίσω……………..
  Ένας άλλος τρόπος να κάνεις την ιδία πορεία με το ποταμάκι είναι να το ακλουθείς με την ησυχία σου και με όλη την σύνεση από την όχθη έχεις την πολυτέλεια να το παρακολουθείς σε όλα τα στάδια του χωρίς να αλλοιώνεσαι με τα λεγόμενα <<φερτά υλικά>> είναι η ποιο ασφαλής πορεία στην ζωή ……….προς την θάλασσα …..σου επιτρέπει σε ορισμένα σημεία να μπαίνεις και μέσα κατόπιν επιλογής δίκια σου αλλά έχεις και την ευκαιρία να περνάς και στην αντίπερα όχθη ……….εκεί φυσικά ελλοχεύει και ο κίνδυνος να σε παρασύρει το ρέμα ……..αλλά τότε δείχνεις και την ωριμότητα που έχεις αποκτήσει με την πορεία σου ως παρατηρητής από την όχθη
  Δεν λέω ότι δεν έχουν χαθεί και σε αυτό το σημείο κάποιοι ………αλλά είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας εκεί έχει να κάνει και το αυτεξούσιο που έχεις προς χρήση
  Με λίγα λόγια αδελφοί μου η πορεία του καθενός έχει να κάνει με τον τρόπο που ακολουθεί το ποτάμι …….άλλο να είσαι μέσα και άλλο να είσαι από έξω η εμπειρία δεν είναι και πολύ διαφορετική αλλά είναι σίγουρα ποιο ασφαλής και είναι άλλο να εκπαιδεύεσαι εν ηρεμία και άλλο σε ταραχή ….
Αυτά τραβά ο κόσμος την σήμερον ημέρα είναι στο ρέμα του υλικού και απρόσωπου κόσμου παλεύει με τα φερτά υλικά και αγωνιεί για το τέρμα του ταξιδιού του στην θάλασσα πως θα τον εύρη θα είναι σώος και αβλαβής η τσακισμένος στην καλύτερη περίπτωση για να μη πω πνιγμένος …………
  
                                                                                  π.Θεοφάνης Δανιήλ
 

Ἡ Θεία Λειτουργία

Θεόκλητος Ἀθανασόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας)



Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων πρὶν και μετὰ ἀπὸ αὐτήν.



(Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Πρωτοσυγκελλεύοντος Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, ἡ ὁποία ἔγινε κατά τὴ 2η Ἱερατική Σύναξη τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.)


Σεβασμιώτατε πάτερ καὶ Δεσπότα, Σεβαστοί μου πατέρες καὶ ἐν Χριστῷ ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί, εὐλογεῖτε.

Κλήθηκε σήμερα ἡ ἀσημότητά μου ἀπὸ Σᾶς ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἄκρως τιμητικά, νά ἀπευθύνη «λόγον ἀγαθόν» στόν ὑφ’ Ὑμᾶς συναγμένο Ἱερό Κλῆρο, στήν τιμία τούτη σημερινὴ ὁμήγυρη, τὴν ὁποία καὶ παρακαλῶ «ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. α’ 8) νά μὲ δῆ καὶ νά μὲ κρίνη ὡς ἀδελφό ἐλάχιστο καὶ ἀνάξιο γιά τέτοια δοχή, ἄρα ἀδελφικῶς καὶ νά μοῦ συγχωρήση τὴν ἀπειρία καί τίς ἀτέλειες. Πρὸς Σᾶς ἀπευθυνόμενος ἅγιε Γέροντα, ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς ἀπαντήσω στήν εὐγενικὴ καὶ πατρικὴ Σας πρόσκλησι, ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπήντησε στόν Κύριο ὅταν τοῦ ζήτησε να τὸν βαπτίση, νά βαπτίση δηλαδὴ ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ διδαχθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;», παραφράζοντας ἀλλὰ καὶ προσαρμόζοντας τὰ λόγια τοῦ Βαπτιστοῦ στή σημερινὴ περίσταση. Ὅμως «πρέπον ἐστὶν» (Ματθ. γ’ 15) νά ὑπακούσω στήν ἀγάπη Σας, ἀνέβην στό βῆμα καὶ ζητῶ τὴν εὐχὴ Σας πρὸς τοῦτο.

Τὸ θέμα πού μὲ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ προσεγγίσωμε εἶναι: «Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν – ποιμένων πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν».



Ἐκκλησία: Ὁ ὅλος Χριστὸς


Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ἅγιοι πατέρες, εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι τὸ νά εἶναι κανεὶς Ἐκκλησία σημαίνει νά ἀνήκη στήν κοινότητα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, στήν Ἱερή Ἀποστολικὴ Κοινότητα, νά εἶναι «ἐρριζωμένος» καὶ «οἰκοδομημένος» (Κολ. β’ 7) σ’ ἕνα σῶμα (Ἀ’ Κορ. ια’ 13). Ἐκκλησία γι’ αὐτοὺς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐπιούσιος Λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιά τὸν ὁποῖο ὁ Πέτρος εἶπε: «Εἶστε γένος ἐκλεκτό, σῶμα ἱερέων πού ἔχουν βασιλικὴ καταγωγή• εἶστε συγχρόνως βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, ἔθνος ἅγιο, χωρισμένο ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀφιερωμένο στόν Θεό, λαός πού ἀνήκει κατὰ κυριότητα σ’ αὐτὸν τὸν Θεό» (Α’ Πετρ. β’ 9).

Κι ἀλήθεια ἡ Ἐκκλησία πού ἱδρύθηκε καὶ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι «θεία κοινωνία» κι ὄχι κοσμικὴ κοινωνία• εἶναι ἱερή Κοινότητα ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», οὔτε κἄν «τοῦ αἰῶνος τούτου», ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος καὶ μένοντος αἰῶνος. Εἶναι ἡ Κοινότητα ἐκείνων πού μένουν «ἐν Αὐτῷ» καὶ στην ὁποία Αὐτὸς ὁ Ἴδιος μένει καὶ οἰκεῖ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνας Λαὸς ἐκλεγμένος σὲ πορεία, ὁ «νέος Ἰσραήλ», ποὺ τοῦ δόθηκε μιά καινούργια σωτήρια ἱστορική ἐντολή: νά φανερώση στόν κόσμο τὴ νέα σχέση, τή Διαθήκη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους πού συντελέστηκε «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ποιότητα τοῦ καινούργιου «Λαοῦ τοῦ Θεοῦ» θεμελιώνεται καὶ σφραγίζεται, ὑποστασιάζεται καὶ σφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νά μετέχη κανεὶς σ’ αὐτὸν τὸν λαό, σημαίνει ὅτι μετέχει στόν Χριστό, ὅτι εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει μιά πράξη ἀποδοχῆς τῆς «Καινῆς Διαθήκης», σημαίνει ἐλεύθερη ἀποδοχὴ καὶ μετοχὴ στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ.

Ἐκκλησία εἶναι σύναξη στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναγμένος καὶ προσκαλεσμένος στήν «κλάση τοῦ ἄρτου» καὶ τὴν «εὐλογία τοῦ ποτηρίου» (Πραξ. β’ 42)• εἶναι τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο, μιά πράξη βρώσεως καὶ πόσεως, εἶναι εἰκόνα καὶ συνάμα φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στήν Εὐχαριστία, εἶναι δῶρο εἶναι ἀνάπλαση τῆς ζωῆς κι ἀνακαίνιση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία στήν Εὐχαριστία, γιατὶ Εὐχαριστία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού μυστηριακὰ ἐνοικεῖ στό Σῶμα Του.

Ὅταν οἱ πιστοὶ τελοῦμε τή Θεία Λειτουργία, ὅταν συναζόμαστε σ’ ἕναν ὡρισμένο τόπο καὶ μιά ὡρισμένη ὥρα γιά νά τελέσουμε τή Θεία Εὐχαριστία, ἡ Σύναξή μας αὐτὴ ὑποστασιάζει καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Προσφέροντας στόν Θεό ἄρτο καὶ οἶνο, προσφέρουμε τὸν κόσμο σ’ Αὐτόν. Κι ὁ κόσμος γίνεται Εὐχαριστία, γίνεται Ἐκκλησία, γίνεται Χριστός, κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν. «Ὅταν τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνάμικτος μὲ ὕδωρ, καὶ ὁ παρασκευασμένος ἄρτος δεχθοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται Εὐχαριστία, δηλαδὴ αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος. Τότε ὁ κόσμος δέχεται ἐκ νέου τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ κι ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται, ἀνακαινίζεται, ἀνασταίνεται. Ζοῦμε ἔτσι τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν ἐγκαινισμό, τὸ ξεκίνημα τοῦ «καινοῦ αἰῶνος», τὸ βίωμα τῆς ὀγδόης Ἡμέρας. Τὴν ἀρχὴ τῆς ἐσχάτης ἡμέρας ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐπανέλθη καὶ «θὰ Τὸν περιβάλλη ὁ χορὸς τῶν ἀγαθῶν δούλων καὶ θὰ λάμπουν κι αὐτοὶ καθὼς λάμπει Ἐκεῖνος». Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης θὰ εἶναι τότε «Θεὸς ἀνάμεσα σὲ θεούς. Θὰ εἶναι ὁ ὡραῖος καὶ λαμπρὸς κορυφαῖος τοῦ ὡραίου αὐτοῦ καὶ λαμπροῦ χοροῦ» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).

Ἡ Ἐκκλησία ὄντως εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πλήρωμά Του, καθὼς ὁ Παῦλος διδάσκει (Ἐφεσ. α’ 23), γιατὶ εἶναι τὸ συμπλήρωμά Του, ἡ ἐπέκταση καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγίας Ἐνσαρκώσεως, ἤ μᾶλλον τῆς ἔνσαρκης ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ ὅλα πού γιά χάρη μας ἔγιναν, δηλαδὴ τὸν Σταυρό, τὸν Τάφο, τὴν τριήμερη Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάβαση στους οὐρανοὺς καὶ «τὴν ἐκ δεξιῶν καθέδραν» (εὐχή Ἀναφορᾶς στή Λειτουργία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Μὲ τή σάρκωσή Του ὁ Χριστὸς «τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε καὶ ἐνδύθηκε τή σάρκα» καὶ «ἦρθε στό δικό της σπίτι. Τή βρῆκε ἀκάθαρτη, ρυπαρή, γυμνή, γεμάτη ἀπὸ αἵματα καὶ τὴν ἔλουσε (μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα), τὴν ἄλειψε μὲ ἔλαιο καὶ ἀρώματα (μὲ τὸ ἅγιο Χρῖσμα), τὴν ἔθρεψε (μὲ τή Θεία Κοινωνία), τὴν ἐνέδυσε ἱμάτιο ποὺ ὅμοιό του δέν ἦταν δυνατὸν νά βρεθῆ: Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔγινε στολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἀνεβάζει στά ὕψη». Τὴν ἀνυψώνει στήν οὐράνια Βασιλεία ὅπου ἱερουργεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.

Μὰ καὶ ἐδῶ στή γῆ πού Ἐκεῖνος ἔπλασε, κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι μιά καινούργια σάρκωση, ἕνας καινούργιος Εὐαγγελισμός. Στή θέση τῆς Θεοτόκου, θὰ μᾶς πῆ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία. Παρακαλώντας ὁ Λειτουργὸς «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς» κατὰ τή φοβερή Ἀναφορά, κατὰ κάποιον τρόπο ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τῆς Ἀειπαρθένου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. α’ 38). Καὶ ἱερουργεῖται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου πλέον Ἐκκλησίας.

Μὲ τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο ἡ Ἐκκλησία γίνεται Θεότοκος Μητέρα, ζῆ τὴ Σάρκωση. Ὁ Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αὐτὴν καὶ τὰ τίμια Δῶρα Της. Μυστηριακὰ συλλαμβάνεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ὁ Ἄναρχος, σαρκώνεται ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Ἐδῶ ὁ Χριστὸς «ξανασταυρώνεται», γιά νά καθαρίση «μὲ τὸ δικό Του τὸ αἷμα» (Ἑβρ. ιγ’ 12) τή φύση μας, μεταβάλλοντάς την καὶ ξαναπλάθοντὰς την σὲ «καινούργιο καλούπι», κατὰ τὸν ἱερό Χρυσόστομο. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὸ βάπτισμα ὁλάκερης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Σταυρό, εἶναι τὸ «ἐν αἵματι βάπτισμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει λειτουργικὰ Εὐχαριστιακά τὴν πλήρωσή της, δέχεται τὴν τελείωση «τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λουκ. α’ 45): «Τοῦτο ἐστι τὸ σῶμά μου… Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου» (Μαρκ. ιδ’ 22-24). Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία ζῆ μυστηριακὰ τὸν διάλογο, ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στήν Κεχαριτωμένη καὶ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει τὸν Καρπό αὐτοῦ τοῦ διαλόγου.

Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν ἐρωτᾶται τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀπαντάει: «ὁ ὅλος Χριστός». Ζητάει μάλιστα νά γίνουμε ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Χριστός, γιατὶ ὁ Χριστὸς «δέν εἶναι μόνο στήν κεφαλή, οὔτε μόνο στό σῶμα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁλόκληρος στήν κεφαλὴ καὶ στό σῶμα». Βλέπει τὴν Ἐκκλησία σὰν τὸν τόπο καὶ τρόπο τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στόν λυτρωμένο κόσμο, καὶ συνεχίζει: «Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς γιατὶ μὲ τήν Ἀνάστασή Του εἶναι παρών μαζὶ μας καὶ μᾶς συναντάει ἐδῶ στή γῆ». Κατ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μπορεῖ νά λεχθῆ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς στέκεται ἐπίμονα καὶ ἑρμηνεύει πῶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ πού τρυπήθηκε πάνω στόν Σταυρό, αὐτὴ ἡ φύση μας μεταβλήθηκε σὲ Ἐκκλησία Χριστοῦ κι ἔγινε πραγματικὰ «σῶμα Του, ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του» (Ἐφεσ. ε’ 30), παραθέτοντας ἕνα καταπληκτικό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Εὔα πλάστηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι καὶ μεῖς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει «ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του»… Ὅτι ἡ Ἐκκλησία (πράγματι) ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ συστήθηκε … αὐτὸ τὸ φανερώνει ἡ Γραφή. Γιατὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνυψώθηκε στόν Σταυρό καὶ καρφώθηκε καὶ πέθανε, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες προσερχόμενος, τρύπησε τὴν πλευρὰ Του καὶ ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ (Ἰωάν. ιθ’ 34). Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ συστήθηκε ἡ Ἐκκλησία… Καὶ γεννιόμαστε μὲν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, τρεφόμαστε δὲ μὲ τὸ αἷμα (στή Θεία Κοινωνία). Βλέπεις λοιπόν, πῶς «ἀπὸ τή σάρκα Του εἴμαστε καὶ ἀπὸ τὰ ὀστά Του», καί πῶς ἀπὸ τὸ αἷμα Ἐκείνου καὶ τὸ ὕδωρ γεννιόμαστε καὶ τρεφόμαστε;». Καὶ καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατέρας: «Ἐμεῖς καὶ ὁ Χριστὸς εἴμαστε ἕνας», γιατὶ στήν Ἐκκλησία «ὅλοι εἴμαστε ἕνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ»

Τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ (magnalia Dei), τὰ θαυμάσια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ τὰ ζοῦμε, μὰ κυρίως τὰ ἐπαληθεύομε στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Πολλαπλάσια βεβαίως τὰ ζῆ καὶ τὰ ἐπαληθεύει ὁ Λειτουργός, σὰν στέκει στό μέσο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὸ «μεθόριον», «τὸ σύνορο δηλαδὴ οὐρανοῦ καὶ γῆς…, τὸ ἐργαστήριο τῶν δωρημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ἐδῶ βρίσκεται ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου πού ἀναβλύζει τή δωρεά τῆς δεσποτικῆς Ἀγάπης: «Προκαλοῦν δέος, θὰ γράψη ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀνέβλυσε πηγή πού χυνόταν σὲ ποτάμια αἰσθητά. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀναβλύζει πηγή πού χύνει πνευματικοὺς ποταμούς. Κοντὰ στήν πηγὴ αὐτὴ ἔχουν φυτευτεῖ δένδρα πού φθάνουν στόν οὐρανό. Δένδρα πού ἔχουν πάντοτε καρπό ὥριμο κι ἀμάραντο».

Ὀρθῶς, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ σύνοδος, δηλαδὴ ὡς τὸ μυστήριο τῆς ἑνώσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῆς συναντήσεως ἱστορίας καὶ ἐσχάτου, τῆς ἀνακράσεως ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, τοῦ γάμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς τὸ ἀχώριστο σκήνωμα Θεοῦ κι ἀνθρώπων (Ἀποκ. κα’ 3). Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀργανικὴ ἐνσωμάτωση καὶ συμμετοχὴ τοῦ κόσμου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπανένωση τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὸν Τριαδικό Θεό, μᾶλλον δὲ ἡ ἀνθρωπότητα ἀναγεννημένη καὶ μεταμορφωμένη.

Ὁ ἄνθρωπος, μή λησμονοῦμε, πλάστηκε ἀπό τόν Θεό, γιά τόν Θεό• πλάστηκε γιά νά ἔχει συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Δημιουργό του. Οἱ πρωτόπλαστοι, ὅπως καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ζοῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἄκουγαν τή φωνή Του, συνομιλοῦσαν μαζί Του. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στούς πρωτόπλαστους σημειώνει: «Ἡ χαρά τους ἦταν νά συνομιλοῦν καί νά συζητοῦν μέ τόν Θεό, ὡς φίλος πρός φίλο». Κάνει ὄντως ἐντύπωση τεράστια σέ ὅλους μας, ὅτι κατά τήν παλαιά Οἰκονομία - τόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του σέ πρῶτο πρόσωπο, κυρίως δέ τοῦτο πολλαπλασιάζεται ὡς φαινόμενο στή σχέση Προφητῶν καί Ἰαχβέ, φανερώνοντας τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πλάσματός Του, μεγαλεῖο πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἀκοῦς ἐκεῖ τόν ἄνθρωπο νά παραπονῆται, νά δοξολογῆ τόν Θεό, νά Τόν παρακαλῆ, νά Τόν ὑπακούη ἤ μή, νά ἐκφράζη τά ἐσώψυχά του. Ὅμως πάντοτε μιλᾶ σάν σέ φίλο του, σάν σέ γνωστό του, σάν παιδί στόν Πατέρα του ἴσως, σάν ταπεινός δοῦλος τέλος πρός φιλάνθρωπο Δεσπότη.

Ἡ κοινωνία αὐτή συνεχιζόταν ὅσο καιρό ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε τόν Θεό καί εἶχε ὑπακοή στό θέλημά Του. Μόλις ὅμως τό ἀδαμιαῖο γένος παρέβη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόλις ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ τους καί αὐτοαπεκόπησαν ἀπό τήν πατρική Του ἀγάπη, ἔχασαν ἀμέσως τή θεία κοινωνία, ἀδυνατοῦντες πλέον νά συνομιλοῦν μέ τόν Θεό.

Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Θεός -Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά συνάξη καί πάλι τον ἄνθρωπο στό σπίτι του, στόν χαμένο Παράδεισο. Αὐτή ἡ διαρκής ἔξοδος –κένωσις τοῦ Θεοῦ ἀπό τά μεγαλεῖα Του -ἔστω καί πρός καιρόν- καί ἡ πορεία Του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ ἐν συνεχείᾳ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἡ ἀνταπόκριση τοῦ πλάσματος στήν κλίση τοῦ οὐρανοῦ, «τελειοῦται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία», πού κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή εἶναι «ἡ συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου». Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται ἔκτοτε μόνο μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη εἶναι «ἡ Κιβωτός».

Γράφει λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος: «… καί ὅπως τόν καιρό τοῦ Κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι πού πίστεψαν καί εἰσῆλθαν εἰς τήν Κιβωτό σώθηκαν ἀπό τόν κατακλυσμό, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅσοι χριστιανοί πιστεύουν καί εἰσέρχονται στήν ἁγία μας Ἐκκλησία λυτρώνονται ἀπό τόν νοητό κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας τῶν πολλῶν».

Ἡ Ἐκκλησία πλέον Κιβωτός εἶναι ἡ πνευματική μάνδρα πού προστατεύει τά λογικά πρόβατα, ἐμᾶς τούς χριστιανούς ἀπό τόν νοητό λέοντα, τόν διάβολο πού παραμονεύει ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά διαλύση τό λογικό τοῦ Κυρίου ποίμνιο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμη τό πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού προστρέχει σ’ Αὐτήν. Δέχεται τούς ψυχικά ἀσθενεῖς καί τούς θεραπεύει ἀπό τά πνευματικά τραύματα. Δέχεται τούς ἀνθρώπους μέ πάθη καί ἀδυναμίες καί τούς μεταμορφώνει πνευματικά. Μεταβάλλει τούς λύκους σέ πρόβατα, πού ἀρχίζουν ἔκτοτε νά προσφέρουν μέ ἀφθονία ἔργο ἀγάπης. Δέχεται ληστές, πόρνους, μοιχούς, φονεῖς, ἁμαρτωλούς καί τούς κάνει ἁγίους.

Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διά τοῦτο οὐκ ἄν ἁμάρτοι τις τῆς Κιβωτοῦ τὴν Ἐκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ἡ μέν γάρ Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῷα καί ἐφύλαττε ζῷα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῷα καί τά μεταβάλλει. Οἷόν τε λέγω: Εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ. Εἰσῆλθεν λύκος καί ἐξῆλθεν λύκος. Εἰσῆλθεν τις ἱέραξ ἐνταῦθα καί ἐξέρχεται περιστερά. Εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον». Δηλαδή: «Γιά τοῦτο δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑψηλότερη καί πολυτιμότερη και ἀσυγκρίτως εὐρύτερη ἀπό τήν Κιβωτό. Γιατί ἡ μέν Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῶα γιά νά τά διασώση καί τά διεφύλασσε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τούς ἀποθηριωμένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους καί τούς μεταβάλλει. Τί θέλω νά εἰπῶ; Μπῆκε στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε τό γεράκι καί βγῆκε γεράκι. Μπῆκε λύκος καί βγῆκε λύκος. Εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία κάποιος ἄνθρωπος- γεράκι καί βγῆκε ἄνθρωπος- περιστέρι. Εἰσῆλθε ἄνθρωπος -λύκος και ἐξῆλθε ἄνθρωπος -πρόβατο».

Βέβαια ζώντας ὁ κόσμος τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ, ζῆ συνάμα καὶ ἀπολαμβάνει μια ὕψιστη χάρι καὶ δωρεά, τὸ μεγαλεῖο καλύτερα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ποὺ ἀνυψώνει τὴν ὅλη Ἱερὰ Σύναξη στήν πυρωμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀνωγαίου τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τή μεταβάλλει σὲ πιστό ἀντίτυπό της, καὶ δικαίως ἀνακράζει μυστικά: «Τώρα ἀναγεννήθηκα• αὐτὴ εἶναι ἡ μεταμόρφωση – ἀλλοίωσις – πού χαρίζει ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου!» (Μέγα Προκείμενο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μετὰ τῶν δύο στίχων του).

Τοῦτο τὸ γέγονος τὸ ζῆ κυρίως ὡς πλήρωμα ὁ χειροτονούμενος. Βλέπει γύρω του τὰ πάντα ν’ ἀλλοιώνωνται, νά παίρνουν παράξενη θωριά κι ἀνερμήνευτη ὄψη. Κυριολεκτικά ζῆ μιά μεταμόρφωση τὴν ὥρα πού ἡ Ἱερωσύνη σκηνώνει μέσα του καὶ τὸν καθιστᾶ μια ὕπαρξη ἄλλης ποιότητας, «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πραξ. θ’ 15), ἁγιοπότηρο ἕτοιμο νά δεχτῆ τὸν Θεῖο Μαργαρίτη. Μὰ κι ἱερή Λειτουργικὴ Σύναξη πού τὸν κυκλώνει τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ δέεται γι’ αὐτὸν ἀκατάπαυστα μέσα στήν εὐλογημένη ἁγιοπνευματική ἀτμόσφαιρα, ζῆ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὑπάρξεὼς του• τή μεταβολή τοῦ ἀνθρώπινου σκήνους του σὲ ὑπηρέτη τῆς Θείας Οἰκονομίας, σὲ ὑπηρέτη τοῦ Μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ, σὲ ὄργανο λειτουργικό.

Ἑρμηνεύοντας ἐμπειρικὰ τή Θεία Λειτουργία ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει• «… ἡ Χάρη εἶναι αὐτή πού ἁγιάζει … αὐτὸς δέ πού κάθε φορὰ ἱερουργεῖ εἶναι ὑπηρέτης της. Γιατὶ τίποτε δέν προσφέρει δικό του, οὔτε τολμάει νά πράξη ἤ νά πῆ κάτι προερχόμενο ἀπὸ τὴν κρίση καὶ τοὺς λογισμοὺς του• ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα πού παρέλαβε ἄνωθεν, εἴτε εἶναι πρᾶγμα, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργο, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τοῦ παραγγέλθηκε καὶ τὸ παρέλαβε, ἔτσι καὶ τὸ προσφέρει στό Θεό».

Κι ὁ εὐλογημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τὸ ἐπιτραχήλιο ποὺ φέρει ὁ κληρικός πάνω του, ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὸ συνιστᾶ τὸ σύμβολο τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης καὶ κυρίως ὅτι ἐξεικονίζει τή Χάρη τὴν «τελεστική» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν «ἄνωθεν κατερχομένην» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ὁ λόγος πλέον, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί, γιά τὰ ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ ἡ Ἐκκλησία μας.

Στην ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στή Θεία Εὐχαριστία τήν Ἐκκλησία μας ἡ Θεία Λειτουργία πάντοτε ἀρχίζει μὲ τὴν ἀπὸ μέρους τοῦ ἱερέως ἐκφώνηση τῆς δοξολογικῆς φράσεως: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτὸς ὁ μακαρισμὸς δηλώνει κατηγορηματικά τὴν πίστη τῆς «Ἱερᾶς Κοινότητος» ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ ὅλου Χριστοῦ, καὶ ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένης Ἁγιοτριαδικῆς Βασιλείας, φανέρωση ποὺ μεταμορφώνει τή γῆ σὲ οὐρανό, σὲ τόπο Ἀγγέλων, σὲ κοινωνία Θεανθρώπινη.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι οὐράνια καὶ πνευματικὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγή -κατὰ φύσιν-, καθότι σχετίζεται μὲ τὴν Τριαδική Θεότητα. Μάλιστα στήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καὶ σκέψη ταυτίζεται μέ τίς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις ὡς Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεὸς δέν εἶναι μόνο ὁ ὕψιστος δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος καὶ ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας, αὐτός πού πραγματώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ συνάμα «αὐτὴ αὕτη» ἡ Βασιλεία, ὁ τελικὸς «οἶκος» τῶν πιστῶν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.

Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ὅταν μιλάη γιά τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στρέφεται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Κύριος βιώνεται ἀπ’ αὐτήν ὡς ἡ «αὐτοβασιλεία» (Ὠριγένης), ὡς ἡ «αὐτοζωή» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Δέν εἶναι ἁπλὰ μιά κατάσταση, τὸ «ἀληθῶς ζῆν» γιά τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο• ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πού ἕλκει ὅλους πρός τόν ἑαυτό Του μέ τή δύναμη τῆς Χάριτος. «Τί εἶναι ἡ Βασιλεία;», ρωτάει ὁ Χριστός μὲ τὸ στόμα τοῦ Χρυσοστόμου. Κι ἀπαντᾶ ὁ Κύριος• «Ἡ ἐμὴ παρουσία», ἡ δική μου ἡ παρουσία! Τοῦτο, θὰ πῆ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νά τό πῆ ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ζῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προγεύεται ἐξ αἰτίας ἑνὸς γεγονότος: Τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ μας.

Ὅμως ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο γνώρισμα στή θεολογική γλώσσα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ πνευματολογικό της γνώρισμα. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες ταυτίζουν τή Βασιλεία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τονίζοντας ὅτι «ἐφ’ὅσον ὁ Πατὴρ εἶναι Βασιλιάς, καὶ ὁ Μονογενὴς εἶναι Βασιλιάς, τότε Βασιλεία εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρατηρεῖ πώς, κάθε φορά πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καὶ παρακαλεῖ, διὰ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου», ἐπικαλεῖται οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Γιατὶ αὐτό εἶναι τὸ δυναμικό ἔργο τοῦ Παρακλήτου: νά μεταμορφώνη καὶ νά θεώνη τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα• ἡ δὲ ἐπίκλησή Του φανερώνει τὴν τελευταία πράξη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὴν πραγμάτωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὴν ὑπερκυριότητά Του.

Τὸ ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τὸ γευόμαστε «ἀρρήτῳ τῷ τρόπῳ», κατὰ τή Θεία Λειτουργία, γνωρίζεται καὶ πραγματώνεται, αὐξάνεται και τελειώνεται μὲ τή διαρκή παρουσία (=οἰκονομία) τοῦ Παρακλήτου. Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς ἤ μόνο αὐτουργία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμπειρία ἐν Χριστῷ, ἀλλὰ καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἰδίως ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Χωρὶς τὴν κοινωνία τοῦ Παρακλήτου ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καταντᾱ κενὸς τύπος, ἡ διακονία ἐπιτήδευση, ἡ προσευχὴ μονόλογος, ἡ Θ. Λειτουργία μυστικομαγική τελετή, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλὸς ὀργανισμός καὶ ὁ ποιμαντικός μόχθος ὀργανωτική κίνηση στό κενό.

Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, ὅταν προκλήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Ἄρειο καί τίς κακοδοξίες τῶν ὀπαδῶν του, ὁ ἁγ. Ἀθανάσιος ἀπάντησε ὡς Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδεται μὲ τὸν Χριστό καὶ ὁ Χριστὸς φανερώνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐμεῖς ὅλοι ἕνα Πνεῦμα ποτιστήκαμε, τὸ δὲ Πνεῦμα ποτιζόμενοι, τὸν Χριστό γευόμαστε (πίνομεν)». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἐκφράζει «τὸν κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν», τὴν ἐμπειρία τῶν τέκνων της, ὅτι «ἡ Θεία Χάρη ἀδιάσπαστα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ρέει καὶ προσφέρεται πρὸς τοὺς ἀξίους… Ὥστε εὔλογα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ διάδοση αὐτῆς τῆς δυνάμεως ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ προσφέρεται καὶ τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης).

Τώρα πιστεύομε πὼς μποροῦμε να κατανοήσωμε γιατὶ στόν ὀρθόδοξο χῶρο κηρύσσεται πάντοτε, παντοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ὅτι στήν Ἐκκλησία συνεχίζεται μιά διαρκής Πεντηκοστή, γιατὶ τὸ Πνεῦμα πότε δέν τὴν ἐγκαταλείπει, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή. «Ὅπως ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ… Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε γιά τὸν ἑαυτὸ Του ὅτι «ἰδοὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζὶ σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’20)… ἔτσι εἶπε καὶ για τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μας στόν αἰώνα• γιά τοῦτο μποροῦμε νά τελοῦμε πάντοτε τὴν Πεντηκοστὴ (… οὕτω καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος εἶπεν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα μεθ’ ἡμῶν ἐστι, καὶ δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν) (ἱερὸς Χρυσόστομος). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας θὰ διδάξη ὅτι ἡ στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου κατὰ τή Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Εὐχαριστιακή Πεντηκοστή• «Ὁ καιρὸς οὗτος (τῆς Θείας Εὐχαριστίας) τὸν καιρόν Ἐκεῖνον (τῆς Πεντηκοστῆς) σημαίνει».

Εἶναι ὡς ἐκ τούτου, ἅγιοι πατέρες, κοινοτοπία νομίζομε, τὸ νά τονισθῆ γιά μία εἰσέτι φορά, πὼς τὰ πάντα στήν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ Παράδοση μᾶς ὁδηγοῦν, μᾶς δείχνουν τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐκείνη μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ.

Τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, δηλαδὴ τὴν τροφή πού ἔλαβε ἐντολὴ μόνον Ἐκείνη νά «μοιράση» στόν κόσμο, ποὺ καρτερικὰ προσμένει τὴν ζωοποίησή του ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μέσῳ αὐτῆς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μυστήριο ποὺ φανερωμένο πιὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, γιά νά ζήση ὁ κόσμος, κατὰ τὸν πολὺ Παῦλο Εὐδοκίμωφ. Πρόκειται γιά τὸ ἕνα, ἀρχικό καὶ μοναδικό μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυρεῖται, ἀναπτύσσεται καὶ παρατείνεται στούς αἰῶνες μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Δηλαδὴ γιά τὸ «χριστιανικό μυστήριο», γιά τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶχε καὶ ἔχει σταθερή καί καθαρή συνείδηση καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὴν ὕπαρξή της. Οἱ διάφορες μυστηριακές ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ «μυστηρίου» ἐκφράζουν καὶ ἀπαρτίζουν τὶς διάφορες ὄψεις ἤ πλευρές του, ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε Μυστήρια ἤ μυστηριακὲς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα σκελετώνουν τή λειτουργική της ζωὴ κι ἀπαρτίζουν συνάμα ἕνα ζωντανό χαρισματικό ὀργανισμό, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου λειτουργεῖται τὸ ΜΥΣΤΗΡΙΟ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, για τὸν μετασχηματισμό – μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο: γιά νά παρέχη τὴν ἁγιοτριαδική εὐλογία σ’ ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ πράγματα, γιά νά τ’ ἀνεβάση μέσῳ τῆς κλίμακας τοῦ ἁγιασμοῦ στη συμμετοχὴ τοῦ ἀγαθοῦ, στό πραγματικό τους εἶναι, στόν προορισμό τους. Τὰ πάντα «ἔχουν ἐλάχιστη ἀξία πρὸ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας• ὅμως μὲ τὸν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, καθένα ἀπ’ αὐτὰ διαφορετικά πιὰ ἐνεργεῖ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Ἡ ὕλη μ’ ἄλλα λόγια τοῦ πεσμένου κόσμου, τοῦ πεσμένου κάτω ἀπὸ τὸ εἶναι του ἀνθρώπου μεταμορφώνεται μὲ τή μυστηριακή εὐλογία, μετασχηματίζεται, ὄχι βέβαια ἀκόμα φανερά, ἀλλὰ «ἐν μυστηρίοις» καὶ μὲ τρόπο ἀντιληπτό μονάχα ἀπ’ τὴν πίστη, σὲ ἔνδοξη ὕλη.

Μὴ λησμονοῦμε ὅτι γινόμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μὲ τὴν ἀποδοχὴ κάποιων ἰδεῶν, πορισμάτων, ἠθικῶν ἄρχων ἤ νόμων, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ μιά πράξη: τὴν τριπλή κατάδυση κι ἀνάδυσή μας στό νερό τῆς Κολυμβήθρας, τῆς μήτρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συνιστᾶ οὐσιαστικὰ τή συμμετοχή μας στόν θάνατο καὶ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση, τὸ Εὐχέλαιο, ἡ Ἱερωσύνη καὶ ὁ Γάμος, εἶναι ἑπτὰ θεοδίδακτοι καὶ θεοσύστατοι τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους πραγματώνεται καὶ φανερώνεται τὸ συνεχιζόμενο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συστατικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἑπτὰ συγκεκριμένες δυνατότητες ὀργανικῆς ἐντάξεως ἤ καλύτερα δυναμικῆς ἐπανεντάξεως τοῦ ἀτομικοῦ μας βίου στή ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς, γεγονότα χαρισματικῆς συστάσεως τῆς καινῆς κτίσεως πού ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. «Αὐτὸν τὸν δρόμο χάραξε ὁ Κύριος κατεβαίνοντας σέ μᾶς κι αὐτή τη θύρα ἄνοιξε εἰσερχόμενος στόν κόσμο• ἀνεβαίνοντας δὲ καὶ πάλι στόν Πατέρα Του τὴν ἄφησε ἀνοιχτή, ὥστε ἀπὸ ‘κεῖ μέσῳ αὐτῆς νά ’ρχεται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους… Διότι ἀποτυπώνοντας κι ἀπεικονίζοντας μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τὴν ταφὴ Του κι ὁμολογώντας τὸν θάνατὸ Του, διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγεννιόμαστε κι ἀναπλασσόμαστε καὶ ὑπέρλογα ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Σωτῆρα … Γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε μὲ Αὐτόν…» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)

Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στήν Θεία Εὐχαριστία, ἦταν ὀργανικὰ μέρη τῆς Εὐχαριστιακῆς Λειτουργίας, εἶχαν τὴν τελείωσὴ τους στό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου καὶ ἦσαν Μυστήρια ἀκριβῶς γιατὶ διέθεταν τὴν μαρτυρία καὶ τὴν Εὐχαριστιακή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πῆ χαρακτηριστικά• «Ἡμῶν δὲ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ», «ἡ πίστη μας εἶναι Εὐχαριστιακή, δηλαδὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν Εὐχαριστία», γιά νά ἐκφράση τὴν ὀρθόδοξη πεποίθηση ὅτι κάθε Μυστήριο ἀνάγεται στή σύσταση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ Πάσχα πού πλουτίζει λίγο - λίγο μὲ τή χάρη τῆς παρουσίας Ἐκείνου τὸν χῶρο, τὸν χρόνο, τὰ ὄντα καὶ διαποτίζει ἀργὰ μὲ αἰωνιότητα τὴν καρδιά τῶν πραγμάτων, προετοιμάζοντας τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία, μᾶλλον σὲ Εὐχαριστία. Καὶ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τή Θεία Λειτουργία, μὲ τή Θεία Εὐχαριστία – αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς μεταμορφωμένης ὕλης – καὶ τὰ
λοιπὰ Μυστήρια ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση, τὰ ἄνθη, τὰ ἀστέρια, τὸ φῶς, τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ, τὸ λάδι, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς• καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιά νά θρέψη μὲ τή ζωή τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα στό βάθος τους, γιά νά φανερώση πὼς οἱ ρίζες καὶ οἱ τελικοὶ σκοποί τοῦ σύμπαντος φέρουν τή σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνάμα γιά νά πῆ στόν ἄνθρωπο πὼς χάρη στήν συναγμένη Ἐκκλησία καὶ στή λειτουργικὴ τῆς προσευχή, ἤ καλύτερα εὐχή, ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νά ἔχη ἕνα ὀντολογικό ἀγκυροβόλιο, ἕνα τελικό καταφύγιο: τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Τὸν ὅλο Χριστό!

Τὰ Ἱερά, βέβαια, Μυστήρια δέν εἶναι μόνο σημεῖα – σημάδια- κατὰ τὴν Ἰωάννειο ρήση, ποὺ φανερώνουν τὶς θεῖες ὑποσχέσεις, οὔτε ἁπλὰ μέσα γιά νά ζωογονοῦν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο• δέν παρέχουν μόνο, ἀλλὰ περιέχουν τή Θεία Χάρη• εἶναι ὀχήματα καὶ ἐφόδια ἀθανασίας• εἶναι μαζὶ τὰ ὄργανα τῆς σωτηρίας καὶ ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. Ἀνήκουν στό μυστικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ κι ἐκφράζουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ τῆς ζωῆς της ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας θὰ πῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις», φανερώνεται μὲ τὰ Μυστήρια, ἑρμηνεύεται διὰ μέσου τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Εἶναι γεγόνοτα τῆς ζωῆς, ἐσχατολογικά μαρτύρια τῆς ἀποστολῆς της. Γιατὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ἄρχισε ὁ ἐσχατολογικός αἰώνας τοῦ Πνεύματος, ἐγκαινιάστηκε «ὁ καινούργιος αἰώνας τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Εὐσέβιος Καισαρείας). Κάθε Μυστήριο εἶναι πάντα ἕνα γεγονὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιά τὴν Ἐκκλησία• ἐπιτελεῖται μὲ τὴν καθοδο τοῦ Παρακλήτου καὶ προέρχεται ἀπ’τὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔχει χρέος ὁ Λειτουργός, ὁ Κληρικός νά μάθη τὸν κόσμο πὼς τὰ Ἱερά Μυστήρια εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκείνη γιορτάζει τὴν «ἀνάμνηση» τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ καλεῖ τὸν κόσμο νά μετάσχη στόν Σταυρό καὶ στήν Ἀνάσταση, στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς, χωρὶς τὸν Χριστό καὶ τίς μυστηριακές πράξεις τοῦ Χριστοῦ σωτηρία δέν ὑπάρχει. Αὐτοσωτηρία γιά τὸν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει, οὔτε φιλοσοφικὴ ἤ ἰδεαλιστική προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ νοεῖται ἤ ἀξιολογεῖται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ γένοιτο, ἀδελφοί!

Νά γιατὶ κάθε φορά πού τελεῖται Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία κηρύττει πώς ὁ Μέγας Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀνοίγει τίς καρδιακές Του πύλες καὶ στρώνει στά θεῖα δώματά Του «δεῖπνον μέγα», συμπόσιο μυστικό καὶ αἰώνιο, κι ἐξαποστέλει τὸν Ἀγαπημένο Δοῦλο Του στούς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες, στίς πόλεις καὶ στούς φράκτες τῶν κτημάτων τῆς γῆς, νά καλέση τὸν σύμπαντα κόσμο «νά γεμίση τὸ σπίτι Του», «νά γευτῇ τὸ Δεῖπνο Του» (Λουκ. ιδ’ 23-24).

Καὶ δέν ἔληξε ἤ καλύτερα δέν λήγει τοῦτο τὸ Δεῖπνο ποτέ, παρὰ μυστικῶς συνεχίζεται ἀθάνατο στούς αἰῶνες, κρατώντας ἀνοιχτές τὶς θύρες του στίς ἑκάστοτε γενεές τῶν πιστῶν, μέσα στήν ἀσταμάτητη ἑνότητα τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ δηλώσαμε ἤδη, τὸ λέμε καὶ πάλι• τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία παρὰ ἡ συμμετοχὴ στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, δεῖπνο ποὺ συνιστᾶ καὶ φανερώνει τὴν Ἐκκλησία• καί τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Εὐχαριστία, παρὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Μυστήριο τοῦ «ὅλου Χριστοῦ», κατὰ τὴν φράση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ.

Κάθε φορά πού οἱ πιστοὶ συναθροιζόμαστε «προσκαρτερώντας τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τεμαχισμό τοῦ Ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γιά τή Μετάληψη» (Πραξ. β’ 42), ξαναγυρίζουμε πίσω στό Ὑπερῷο τοῦ Μεγάλου Οἰκοδεσπότη, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ Μαθητές Του τελοῦν τὸ Δεῖπνο, βέβαιοι πώς κάθε τέλεση τοῦ Μυστηρίου εἶναι τὸ τελευταῖο τοῦτο Δεῖπνο τὸ Μυστικό. Μυστήριο ἄρρητο ποὺ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο, ὅπως ἐπίσης μία εἶναι καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ Τράπεζα πάντοτε ἡ ἴδια κι ὁ Οἰκοδεσπότης Κύριος πάντα παρών, θύτης καὶ θῦμα, λειτουργός, προσφέρων καὶ προσφερόμενος.

Μὴ λησμονοῦμε ποτέ πώς στό πασχάλιο τοῦτο Εὐχαριστιακό Τραπέζι, ὡς συνδαιτυμόνες Χριστοῦ καὶ Ἀποστόλων μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ψάλλοντας ἕνα μοναδικό προσκλητήριο-θούριο, ποὺ οὐσιαστικὰ ἑρμηνεύει τὴν ποιότητά Της: «Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερῴῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν» (Ἐλᾶτε ν’ ἀπολαύσουμε πιστοὶ μὲ ἀνυψωμένο τὸν ψυχικό μας κόσμο, τή φιλοξενία καὶ τὴν ἀθάνατη Τράπεζα πού μᾶς παραθέτει ὁ Δεσπότης Χριστὸς σὲ τόπο ὑψηλό• διότι ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Λόγο Θεοῦ διδασκαλίες ὑψηλές ποὺ μεταρσιώνουν τὸν νοῦ σὲ θεῖες ἀναβάσεις, τὸν Ὁποῖο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνυμνοῦμε δοξαστικά) (Κανὼν Μ. Πέμπτης). Ἐκκλησία Λειτουργοῦσα – Ἐκκλησία αὐτοερμηνευομένη!

Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο της ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία καὶ στὴν Εὐχαριστία καταλήγοντας, βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους. Εἶναι τὸ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, κέντρο καί τέλος ὅλων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων, Μυστήριο Μυστηρίων. Σὰν τὸ γευόμαστε ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τῆς θείας κοινωνίας, τὸ παράφορο κορύφωμα τῆς Τριαδικῆς Ἀγάπης, τῆς συναντήσεως τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν μὲ τὸν ἀναστημενο Κύριο, ποὺ μεταβάλλει τή σύναξη τῶν πιστῶν σὲ σύναξη ἀθανάτων.

Ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστικὴ σύνοψη, παράσταση, παράταση καὶ συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας καὶ πράξεως τοῦ Χριστοῦ στόν χῶρο καὶ τὸν χρόνο• συνιστᾶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πού καθαρίστηκε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, στή σφαίρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὰν τρεφόμαστε μ’ αὐτήν, « οἱ θεῖες δωρεές βρίσκονται ἐνώπιόν μας. Ἡ μυστικὴ Τράπεζα στολίζεται. Τὸ ζωοποιό ποτήριο εἶναι γεμάτο. Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καλεῖ σὲ δεῖπνο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑποδέχεται τοὺς καλεσμένους… Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ διαμοιράζει τὸ Σῶμα της ὑπὸ τή μορφή τοῦ Ἄρτου καὶ προσφέρει τὸ ζωοποιό Αἷμα ὑπὸ τή μορφή τοῦ Οἴνου. Τὶ φοβερό μυστήριο! Τὶ ἄρρητη οἰκονομία! Τὶ ἀκατάληπτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ! Τὶ ἀνεξιχνίαστη εὐσπλαχνία!» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Δῶρο καὶ καρπὸς της εἶναι ἡ πληρότητα τῆς κοινωνίας, συναντήσεως κι ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν σταυρωμένο κι ἀναστημένο ζωντανό Κύριο κι ἡ μετοχὴ στή Βασιλεία Του. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀνακράσεως καὶ συνενώσεως τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ἀπαρχὴ καὶ τὸ μέσο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως ἀνθρώπου καὶ κόσμου. Εἶναι πρωτίστως ἡ ἀγαπητική κοινωνία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μέλους της μὲ τὴν Κεφαλὴ της, τὸν Χριστό. «Αὐτοί πού ἐσθίουν τοῦ Νυμφίου τὰ μέλη, θὰ πῆ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, καὶ πίνουν τὸ αἷμα Του, ἀπολαμβάνουν τή γαμήλια κι ἀγαπητική κοινωνία Του».

Καθένας πού γεύεται τὸν Κύριο εὐχαριστιακά, πνίγεται μέσα στίς φανερές κι ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του. Προσφέρεται Ἐκεῖνος «κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος» σὲ μᾶς, κι αὐτὴ Του ἡ προσφορά μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό ὅλα. Παύουμε νά ὑπάρχουμε. «Πεθαίνουμε». Συγχρόνως εἶναι ἡ στιγμή πού «γεννιόμαστε» στή ζωή• κοινωνοῦμε τῆς θείας ζωῆς, μὲ τὸ νά προσφέρουμε τὰ πάντα, μὲ τὸ νά γίνουμε μιά εὐχαριστιακή προσφορά. Μὰ ἡ «ἀπώλεια» τῆς ζωῆς εἶναι ταυτόχρονα ἀνάδυση τῆς ὑπάρξεώς μας σὲ κόσμο «καινό κι ἀσύνθετο», ὅπου παρεγενόμενοι εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Στά δῶρα τοῦτα χωράει ἡ αἰωνιότητα. Σ’ ἕναν Ἅγιο Μαργαρίτη ὅλος ὁ Παράδεισος, ὁ Χριστός. Κι ἐσύ, θὰ πῆ στό Εἰσοδικό του ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, «ζῆς τὴν ἐμπειρία τοῦ ψυχορραγοῦντος, καὶ τὸ σπαρτάρισμα τοῦ ἀρτιγέννητου…Εἶσαι νεκρὸς καὶ ζωντανός. Ἀνύπαρκτος καὶ παντοδύναμος. Πέφτεις στό κενό, καταποντίζεσαι καὶ πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου παρουσίας Του».

Μέσα στήν Εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό κλίμα του, ποὺ μπορεῖ νά εὐδοκιμήση. Στήν πατρίδα του, ποὺ τοῦ εἶναι ὅλα γνώριμα καὶ οἰκεῖα. Μιλάει τή μητρική του γλώσσα, σὰν ὁ κτιστός κόσμος μεταβάλλεται σὲ σκήνωμα τῆς θείας δόξης, σ’ ἕνα μέρος ταπεινό, ἀλλὰ ἀστραπηβόλο τῆς θεοφάνειας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερουργία τὰ σύμπαντα γίνονται μιά δέηση, παράκληση, ἱκεσία, ἀπολαμβάνουν τὸ πυράκτωμα τῆς παρατεταμένης Πεντηκοστῆς καὶ δροσίζονται ἀψευδῶς. Ἔτσι «ἡ σύμπασα κτίση νεουργεῖται καὶ θεουργεῖται». Ἀπ’ ἐδῶ βγαίνουν οἱ Ἅγιοι, ὁ Παράδεισος, ἡ αἰωνιότητα κι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί, ὁμόψυχοι, ὁμοκάρδιοι, ἄνθρωποι πού ξέρουν νά ζοῦν σὲ «παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι’ 24).

Συγκεντρωμένοι «ἐν Ὑπερῴῳ τόπῳ», βρισκόμαστε οἱ πάντες μέσα στούς πάντες, σὲ ἀδιάκοπη κοινωνία μὲ τὸν Χριστό καὶ τὸ σῶμα Του –τοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε ἡ Εὐχαριστία «κοινωνία λέγεται καὶ εἶναι ἀληθινά, γιατὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν κοινωνοῦμε τὸν Χριστό καὶ μετέχουμε στή σάρκα καὶ θεότητά Του, καὶ συνάμα κοινωνοῦμε κι ἑνωνόμαστε καὶ μεταξὺ μας μὲ αὐτή. Ἀκριβῶς γιατὶ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ «ἕναν ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα κι ἕνα αἷμα Χριστοῦ καὶ μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μεταβαλλόμενοι σὲ σύσσωμους Χριστοῦ» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).

Ναί, ἅγιοι πατέρες, μόνο ἡ συναγμένη Ἐκκλησία πού γεύεται κι ἀνασαίνει τὸ μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ, ἐξομολογητικά μπορεῖ, μὲ τοὺς μαργαρίτες τοῦ Ἀχράντου Του σώματος κι αἵματος ἀκόμα στό στόμα, νά πῆ:

«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποῦς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ•
κινῶ τὴν χεῖρα καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν•
Ἀ µέ γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!
Κινῶ τὸν πόδα καὶ ἰδού, ἀστράπτει ὡς Ἐκεῖνος•
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ’ἀπόδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σὲ ποιοῦντι»

(Μέλη Χριστοῦ γινόμαστε καὶ μέλη δικὰ μας ὁ Χριστός•
καὶ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι τὸ δικό μου, ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
εἶναι χέρι καὶ πόδι τοῦ Χριστοῦ.
Κι ὁ ἄθλιος ἐγὼ χέρι Χριστοῦ καὶ Χριστοῦ πόδι πάλι.
Τὸ χέρι ποὺ κουνῶ ὁ Χριστὸς ἀκέραιος.
Καὶ τή θεότητα βάλε στόν νοῦ σου ἀκομμάτιαστη!
Κινῶ τὸ πόδι μου καὶ νά ποὺ ἀστράφτει, ὅπως Ἐκεῖνος•
ὅμως μὴν πῆς πὼς βλασφημῶ, μὰ δέξου ὅ,τι εἶπα
καὶ τὸν Χριστό προσκύνησε, ποὺ ἔτσι σὲ χαριτώνει!)
(ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)


Ὁ ἱερεύς κυκλώθηκε ἀπό ἕνα οὐράνιο φῶς…


Σεβασμιώτατε, ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἅγιοι πατέρες, θὰ μποροῦσα, ἤ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νά κλείσω τὴν φτωχή μου εἰσήγηση ἐδῶ. Ὅμως, τόσο τὸ θέμα πού μοῦ ἐδόθη, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ στήν εὐθύνη–στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων μπροστὰ ἀπ’τὸ γεγονός τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας, τῆς Θείας Λειτουργίας δηλαδή, ὅσο καὶ τὸ γεγονός ὅτι ἀπευθύνομαι σὲ τίμιους ἀδελφοὺς καὶ ἐκλεκτούς συλλειτουργούς, μὲ ὁδηγοῦν, μὲ παρωθοῦν νά δώσωμε μιά ἀπάντηση καὶ σ’αὐτὴν τὴν πρόκληση- πρόσκληση, ποὺ εἶναι καὶ ἀπαίτηση τῶν καιρῶν μας. Ὅμως, συγχωρήσατέ με ἅγιε Γέροντα, θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου λίγο καὶ φτωχό γι’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Γιά τοῦτο, μὲ τὴν εὐχὴ σας, ὡς ἀπάντηση ἂς λάβωμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Μέγα Γεροντικό ποὺ ἴσως εἶναι ἡ πολύτιμη «κραυγαλέα σιωπή» τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνδόψυχη ἀπαίτηση ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Κληρικούς, τοῦ Λαοῦ μας τοῦ εὐλογημένου ποὺ ζητεῖ «ἡ ψυχὴ τοῦ ἱερέα … νά εἶναι λαμπρότερη κι ἀπ’ αὐτές τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ὥστε ποτέ νά μὴν τὸν ἀφήνη ἔρημο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα…»
(ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).

«Ἕνας Ἐπίσκοπος, γράφει τὸ Γεροντικό, ὄντως ἄξιος καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος, περιοδεύοντας τὴν ἐπαρχία του ἔφτασε σ’ ἕνα μικρό πολὺ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε νά ἰδῆ τὸν ἱερέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα παρουσιάστηκε μπροστὰ του ἕνας ἁπλοϊκὸς χωρικός, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸ χωραφι του φορώντας τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν ἀσπάστηκε, μὰ μέσα του ἕνας λογισμὸς τὸν τυραννοῦσε• ἤθελε - καὶ δικαίως- τὸν Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου νά ἔχη πιὸ ἐκκλησιαστικό χρῶμα, πιὸ ἐκκλησιαστικὴ θωριά…

Ἡ ἄλλη μέρα ἦταν Κυριακή! Ὁ ἱερεὺς ἑτοιμάστηκε νά λειτουργήση κι ὁ Ἐπίσκοπος δέν τὸν ἄφηνε καθόλου ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἀναζητοῦσε κάτι ἀπ’τὴν ποιότητά του… Καὶ νά! Ἀπ’ τή στιγμή πού ἄρχισε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ ἱερεὺς κυκλώθηκε ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς πού τὸν λάμπρυνε χωρὶς να τὸν καίη, κι αὐτὸ κράτησε ὥς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας.

Τότε φώναξε τὸν ἱερέα στό Ἅγιο Βῆμα ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζήτησε νά τὸν εὐλογήση! Ὁ ἁπλοϊκὸς κληρικός σάστισε.

-Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἀνώτερος νά εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν κατώτερὸ του; Ἐσύ εὐλόγησέ με, ἅγιε Δεσπότα, εἶπε, κι ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια.

-Ἀδύνατον νά εὐλογήσω ἐκεῖνον πού στέκεται μέσα σὲ θεϊκή φλόγα καὶ προσφέρει τὴν ἀναίμακτη θυσία! «Τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείτονος εὐλογεῖται», ψέλλισε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος.

-Ὑπάρχει τάχα, ἅγιε Δέσποτα, ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἀκόμη, ποὺ νά πλησιάζη τὸ Θυσιαστήριο καὶ νά μὴν περικυκλώνεται ἀπὸ οὐράνιο φῶς; εἶπε μὲ ἀπορία ὁ ἁπλοϊκὸς ἱερεύς.

Τὶ ν’ ἀπαντήση ὁ Ἐπίσκοπος σ’ ἐκεῖνον πού ἔβλεπε τὸ ὑπερφυσικό σὰν τὸ φυσικώτερο πρᾶγμα τοῦ κόσμου;».

Δεσπότη μου, σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς,

Τὰ ἔτη Σας πολλά, καλλίκαρπα καὶ θεοτίμητα!




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Α’


1) Ἡ Ἁγία Γραφή (Α.Γ.)• Παλαιά (Π.Δ.) καί Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.)


2) Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955 ἑξῆς (Β.Ε.Π.Ε.Σ.)


3) Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972 ἑξῆς (Ε.Π.Ε.)


4) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series graeca, Paris 1857-1866 (P.G.)


5) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series latina, Paris 1844-1864 (P.L.)


6) Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν…, ἐκδοτικός οἶκος «ΑΣΤΗΡ», Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, ἐν Ἀθήναις, τ. Α’ (41974), Β’ (41975), Γ’ (41976), Δ’ (41976), Ε’ (31963)


7) Τό Μέγα Γεροντικόν…, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, τ. Α’ (11994), Β’ (11995), Γ’ (11997), Δ’ (11999).


8) Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ (τρεῖς θεομητορικές ὁμιλίες, κείμενο-μετάφραση- εἰσαγωγή-σχόλια, Παναγιώτης Νέλλας), ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 21974.


9) Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας καί τά κεφάλαια περί ἱερωσύνης τoῦ ὁσίου Θεογνώστου (ἀπόδοση στή νεοελληνική Ἀντωνίου Γ. Γαλίτη), ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1978


Β’


1) Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Ἐκκλησία: Ὁ αὐθεντικός φύλακας καὶ ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 11998


2) Τοῦ ἰδίου, Ἀπό Πτερύγων Ἄμβωνος, Ἔκδοση τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Τριπόλεως, Τρίπολη 12001 (Ἐκδόσεις Ἀκρίτας)


3) Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου, Εἰσοδικόν, Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος, 21978


4) Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία, Σχόλια, Ἱερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Ἅγιον Ὄρος, 31993


5) Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, (ἔνατη ἐπανέκδοση), Ἀθήνα 91994


6) Τοῦ ἰδίου, Τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, σειρά «σύνορο», Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1973


7) Τοῦ ἰδίου, Πείνα καί δίψα, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα, τρίτη ἔκδοση


8) Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984


9) Τοῦ ἰδίου, Χριστός Ἀρχή καί Τέλος, ἐκδόσεις Ἱδρύματος Γουλανδρῆ -Χόρν, Ἀθῆναι 1983


10) Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, [μετάφραση Ἀγαμέμνονος Τ. Μουρτζόπουλου], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972


11) Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπινου Ἤθους, ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 11980


12) Olivier Clement, Ἡ θεολογία μετά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», σειρά «σύνορο», ἐκδόσεις «ΑΘΗΝΑ», Ἀθήνα 1973


13) Βλαδιμήρου Λόσκι, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας [μετάφρασις πρεσβυτέρας Στέλλας Κ. Πλευράκη], Θεσσαλονίκη 51991


14) Τοῦ ἰδίου, Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ [μετάφρασις Μ.Γ.Μιχαηλίδη], ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974


15) Τοῦ ἰδίου, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973


16) Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979


17) Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας [μετάφραση ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς] ἐκδ. οἶκος «ΑΣΤΗΡ» Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 31974


18) π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία [μετάφραση ἀπό τά Ρωσικά Ἀνδρέα καί Μαρίκας Χελιώτη], ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21987


19) Τοῦ ἰδίου, Ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος [μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984


20) Τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἐκκλησία Προσευχομένη, Εἰσαγωγή στή Λειτουργική Θεολογία [ἀπόδοση ἀπό τά Ἀγγλικά: π. Δημήτριος Β. Τζέρπος], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑ», Ἀθήνα 1991


21) Τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο [μετάφραση ἀπό το Ἀγγλικό: Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 1983


22) Πρωτοπρεσβυτέρου, Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή -Ἐκκλησία- Παράδοση [μετάφρασις Δημητρίου Γ. Τσάμη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976


23) Τοῦ ἰδίου, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐκδόσεις «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 1973


24) Τοῦ ἰδίου, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς πίστεως [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977


25) Τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση [μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Γενικοῦ Ἐπιθεωρητοῦ Μ.Ε.], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983

Το σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα στην Κωνστάντσα της Ρουμανίας


O Άγιος απόστολος Ανδρέας,ο οποίος εκχριστιάνισε τη Ρουμανία είναι ο πολιούχος και προστάτης άγιος ολόκληρης της Ρουμανίας.Κατά την παραμονή του στη ρουμανική γη ένα μεγάλο μέρος το πέρασε σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στην πόλη Κωνστάντσα της Ν.Α.Ρουμανίας η οποία τώρα είναι τόπος προσκυνήματος.Κοντά στη «Σπηλιά του Αγ.Ανδρέα» βρίσκονται 9 πηγές όπου σύμφωνα με την παράδοση έκανε τις πρώτες βαπτίσεις.Σκαμμένη μέσα σ''έναν βράχο σήμερα έχει τη μορφή ενός ναού.Στα 200 μέτρα απόσταση έχουν βρεθεί τα ίχνη αρχαίων κελλιών σκαμμένων μέσα σε βράχους.
Μετά από μακρά περίοδο ερημώσεως,στις αρχές του 20ου αιώνα,ένας δικηγόρος ο οποίος ταξίδευε στα μέρη εκείνα είδε επαναλαμβανόμενα όνειρα που του έδειχναν το μέρος όπου βρίσκεται η σπηλιά.Έτσι ανακαλύφθηκε ο πρώτος χριστιανικός ναός της ρουμανικής γης.
Μετά το 1990 χτίστηκε κοντά στη σπηλιά ένας μεγάλος ναός και εγκαταστάθηκε μια μοναστική αδελφότητα,ενω πρόσφατα χτίστηκε άλλος ένας ναός προς τιμήν της Αγίας Σκέπης
www.proskynitis.blogspot.com

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...