Ι
Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα εἶναι, πάνω ἀπ' ὅλα γεγονὸς πνευματικῆς σημασίας. Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς χώρας μας στὸ σύνολό της δίνει συχνὰ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀγνοεῖ ἤ παραγνωρίζει τὴν πλευρὰ αὐτὴ τοῦ θέματος. Ἔτσι ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ καὶ κατὰ τῆς εἰσόδου τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔχουν ἀκουσθῆ ὡς τώρα ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, συνοψίζονται κυρίως στὴν οἰκονομικὴ καὶ τὴν πολιτικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος.
Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρώπη εἶναι γεγονὸς πνευματικό, γιατί οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης φαίνονται διατεθειμένοι νὰ προχωρήσουν σὲ μία ἑνότητα βαθύτερη ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἤ ἀκόμα καὶ τὴν πολιτική. Αὐτὸ ποὺ κινεῖ τὶς ἐξελίξεις πρὸς τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀδήριτη ἀνάγκη τῆς ἐπιβιώσεως ἤ κάποια δίψα δυνάμεως• εἶναι κυρίως ἡ πίστη στὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι διττή: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι πίστη στὸ ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ ταυτότητα• τὸ ἄλλο σκέλος τῆς πίστεως αὐτῆς εἶναι ὅτι τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα ἀξίζει νὰ ὑπάρχει, νὰ προστατευθῆ καὶ νὰ προβληθῆ, γιατί ἔχει κάτι νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς μιὰ τέτοια πίστη κάθε ἑνότητα εὐρωπαϊκὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ ἀποτύχη, ἀκριβῶς ὅπως κάθε ἔθνος καὶ κάθε λαὸς ποὺ δὲν ἔχει μία τέτοια πίστη γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ πεθάνη.
Ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖται τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα ποὺ ἑνώνουν τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα; Ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὴ διαφοροποιοῦν; Καὶ πῶς μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν τὰ τελευταῖα μὲ τὰ προηγούμενα σὲ μία δημιουργικὴ ἑνότητα ποὺ θὰ προωθήση καὶ δὲν θὰ τινάξη στὸν ἀέρα τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀκαδημαϊκὰ καὶ ἀερώδη. Ἔχουν πελώριες συνέπειες ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσέξουν ὅσοι χειρίζονται ὑπεύθυνα τὶς ἐξελίξεις τοῦ μεγάλου θέματος.
Ὡς πρὸς τὰ κοινὰ πνευματικὰ στοιχεῖα μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Εὐρώπης ἔχουν λεχθῆ πολλά, ἀκόμα καὶ ἀπὸ χείλη ἐπίσημα, ὄχι μόνον πνευματικῶν ἀλλὰ καὶ πολιτικῶν προσώπων. Ἀρκεῖ νὰ φέρη κανεὶς στὸ νοῦ του δηλώσεις τοῦ Ἕλληνα καὶ τοῦ Γάλλου προέδρου τῆς Δημοκρατίας, στὴν περίοδο τῆς ἐντάξεως τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, γιὰ νὰ καταλάβη πόσο βαθειὲς εἶναι οἱ κοινὲς πνευματικὲς ρίζες τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Εὐρώπης. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἁπλά. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ κοινὰ πνευματικὰ στοιχεῖα ἔχομε κυρίως στὸ νοῦ μας —πολὺ δίκαια— τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὀφειλὴ τῆς Εὐρώπης πρὸς αὐτό. Χωρὶς τὸ κλασσικὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε Εὐρώπη οὔτε Ἑλλάδα σημερινή. Ἀλλὰ ἡ ἱστορία δὲν ἐπιδέχεται ἁπλουστεύσεις. Οὔτε ἡ Εὐρώπη οὔτε ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι ἁπλῶς ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα. Οἱ διεργασίες ποὺ ὑπέστη τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα γιὰ νὰ γίνη Εὐρώπη ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι βαθύτατες. Ἀκριβῶς στὶς διεργασίες αὐτὲς ὀφείλεται ὄχι μόνο ἡ θετικὴ σχέση Εὐρώπης καὶ Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ἡ διαφοροποίησή τους. Ἂν δὲν συλλάβουμε τὶς λεπτὲς αὐτὲς διεργασίες καὶ δὲν ἐκτιμήσουμε χωρὶς περιστροφὲς τὶς διαφοροποιήσεις, δὲν θὰ ποῦμε ὅλη τὴν ἀλήθεια στὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θὰ βοηθήσουμε κανένα, οὔτε τὴν ὑπόθεση τῆς Εὐρώπης.
Καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἁπλὸ μελετητὴ τῆς Ἱστορίας εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κυριώτερος ἱστορικὸς παράγων ποὺ παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, στὴν Εὐρώπη καὶ στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνη λόγος γιὰ συνάντηση Εὐρώπης καὶ Ἑλλάδος ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο αὐτό, ἔστω καὶ ἂν ἐπιφανειακά, μετὰ τὸ Διαφωτισμὸ καὶ τὸν Οὑμανισμὸ ποὺ ἀκολούθησε μὲ διάφορες μορφὲς (Μαρξισμὸς κ.λ.π.), δίνεται ἡ ἐντύπωση πὼς τὸ στοιχεῖο «Χριστιανισμὸς» δὲν εἶναι οὐσιαστικὸ στὴν Εὐρωπαϊκὴ (ἡ καὶ τὴν Ἑλληνικὴ) ταυτότητα. Εἶναι ἀφέλεια νὰ διατείνεται κανεὶς ὅτι οἱ ἱστορικὲς καταβολὲς λαῶν μὲ τόσο ἔντονη παραδοσιακὴ συνείδηση ὅσο οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοί, ἐξαφανίζονται μὲ ὁποιουδήποτε εἴδους ἐπαναστάσεις. Ὅπως ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπόρεσε, παρὰ τὶς σκληρὲς συγκρούσεις, νὰ ἐξαφανίση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ προτίμησε νὰ τὸ μεταπλάση, ἔτσι καὶ οἱ μετὰ τὴ «σύνθεση» ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς Εὐρώπης δὲν μπόρεσαν νὰ ἐξαφανίσουν τὸ στοιχεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα. Αὐτὸ ἰσχύει ἐξ ἴσου καὶ γιὰ τὴ σύγχρονη Ἑλλάδα ποὺ ζῆ τὸ ὅλο πρόβλημα στὴ μορφὴ ἑνὸς τραγικοῦ διχασμοῦ τῆς συνειδήσεώς της.
Γιὰ τὴ σύγχρονη Ἑλλάδα ἡ φυσικὴ σύνδεση μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Ὅταν λέμε ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ἐννοοῦμε τὴν μορφὴ ἐκείνη κατανοήσεως καὶ βιώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκχριστιανίσουν τὸν Ἑλληνισμό, νὰ δώσουν δηλαδὴ νέες ἀπαντήσεις, προερχόμενες ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη, στὰ μεγάλα καὶ θεμελιώδη ἐρωτήματα ποὺ ἔθεσε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ μεγάλη πνευματικὴ διεργασία ἄρχισε κιόλας στὸν β/ μ.Χ. αἰώνα μὲ τοὺς Ἀπολογητὲς καὶ κυρίως μὲ τὸν Εἰρηναῖο, καὶ ἔφθασε στὸ καίριο καὶ ἀποφασιστικό της στάδιο στὸν δ/ αἰώνα μὲ τὸν Ἀθανάσιο καὶ τοὺς Καππαδόκες πατέρες Βασίλειο, Γρηγόριο θεολόγο καὶ Γρηγόριο Νύσσης. Τότε κρίθηκαν τὰ μεγάλα θέματα καὶ πάρθηκαν οἱ μεγάλες ἀποφάσεις ποὺ διέπλασαν ὁριστικὰ τὴν Ὀρθοδοξία στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Σ' ὅλους τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν μέσα ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία καὶ ὡς τὴν ἵδρυση τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ζοῦσε τὴν ἑλληνικότητά του μὲ τὴν μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας• ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καὶ ἡ ἑλληνικότητά του.
Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν ριζικὰ στὰ νεώτερα χρόνια. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀλλαγὴ ἔχει τὴν προϊστορία της στοὺς Βυζαντινοὺς ἀκόμα χρόνους, ὅταν ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Τελλό, τὸν Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστὸ καὶ ἄλλους μία ἀπ' εὐθείας ἀνασύνδεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα χωρὶς τὴ μεσολάβηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ξεχάστηκε γιὰ τὸ ἑλληνικὸ γένος. Βρῆκε διέξοδο καὶ καρποφόρησε μᾶλλον στὴ Δύση προετοιμάζοντας τὴν Ἀναγέννηση, παρὰ στὸ ὑπόδουλο ἔθνος μας. Πῆρε ἐν τούτοις τὴν ἐκδίκησή της μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ὁλοκληρωμένη πλέον καὶ καρποφοροῦσα στὴν Εὐρώπη ἡ προσπάθεια τοῦ κλασσικοῦ οὑμανισμοῦ ἦλθε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος. Καὶ ἡ πόρτα ἄνοιξε μὲ εὐκολία (ποιὸς νὰ ἔφερνε ἀντίρρηση, ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία; — ἀστεῖο πράγμα), γιὰ νὰ δημιουργηθῆ ἡ διχοτόμηση τῆς συνειδήσεως, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω.
Ὁλόκληρη ἡ ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὴν κατώτερη ὡς τὴν ἀνώτατη βαθμίδα της εἶχεν ὡς βάση τὰ ἀρχαῖα κλασσικὰ γράμματα. Οὔτε ἴχνος ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς συγγραφεῖς στὰ προγράμματα διδασκαλίας. Ἔτσι ὁ νεοέλληνας ἔμαθε νὰ καυχᾶται γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς συνδέση μὲ τὸ ἄμεσο παρελθὸν ἤ καὶ μὲ τὸ παρόν του. Στὸ Σχολεῖο μάθαινε ὅτι ἑλληνισμὸς εἶναι ὁ κλασσικὸς ἑλληνισμός, ἀλλὰ στὴν καθημερινὴ ζωή του, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ παραμύθι τῆς γιαγιᾶς καὶ περνοῦσε μέσα ἀπ' τὸ Βυζαντινὸ εἰκόνισμα καὶ τὶς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ φθάνη ὡς τὸ λαϊκὸ τραγούδι καὶ τοὺς καημοὺς τῆς ξενητειᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ζοῦσε σὲ ἕνα ἄλλο κόσμο. Αὐτὸς ὁ «ἄλλος κόσμος» ἦταν ἡ φυσικὴ ἑλληνικότητά του• ὁ κόσμος τῆς παιδείας ἦταν μία ἑλληνικότητα πλαστή, διανοητικὴ καὶ χωρὶς ὑπαρξιακὲς ρίζες. Ἔτσι μπαίνει στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα φέρνοντας μαζί του ἕνα διχασμὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἑλληνικότητα τοῦ νεοέλληνα, δηλαδὴ στὴν ἴδια τὴν ταυτότητά του.
Ἂν θελήσουμε νὰ παραστήσουμε συμβολικὰ καὶ θεσμικὰ τὸ διχασμὸ αὐτό, θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μιὰ σύγκρουση μεταξὺ Σχολείου καὶ Ἐκκλησίας, διανοήσεως καὶ Ὀρθοδοξίας. Οἱ πρακτικὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ διχασμοῦ εἶναι τρομακτικὲς καὶ ἄρχισαν ἤδη νὰ ὑψώνονται ἀπειλητικές, χωρὶς νὰ εἶναι καθόλου ἄσχετες μὲ τὸ θέμα τῆς εἰσόδου μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα. Ὅλοι μιλοῦν σήμερα γιὰ σοβαρὴ κρίση στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ διωγμὸ ἐναντίον της. Στὴν πραγματικότητα κανένα ἀντικειμενικὸ γεγονὸς δὲν ἄλλαξε σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ δικαιολογῆ τὴν κατάσταση αὐτή. Σκάνδαλα κληρικῶν ὑπῆρχαν πάντοτε καὶ μάλιστα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμό, ποτὲ ὅμως στὸ παρελθὸν δὲν γίνονταν θέματα δημοσιογραφικοῦ ἀναγνώσματος. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε δὲν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν κληρικῶν, ἀλλὰ ἡ ἀπέναντί τῆς Ἐκκλησίας στάση τῶν νεοελλήνων. Ἔπαυσαν πιὰ νὰ βλέπουν στὸν ἐπίσκοπό τους τὸν ἐκφραστὴ καὶ ἐγγυητὴ τῆς ἑλληνικότητάς τους, ὅπως ἄλλοτε, (κι ὅπως ἀκόμα τώρα στὴν Πόλη καὶ στὴ διασπορὰ γενικότερα). Ἄλλοτε κάθε πλῆγμα κατὰ τοῦ ἐπισκόπου ὁ Ἕλληνας τὸ θεωροῦσε πλῆγμα κατὰ τῆς ταυτότητός του. Γύρω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο —τὸν πολὺ «ἁμαρτωλότερο» ἀπὸ τοὺς σημερινούς— μαζεύονταν οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν πὼς ἦταν Ἕλληνες, καὶ φυσικὰ δὲν ρίχνει κανεὶς λάσπη στὰ σύμβολα ποὺ ἐγγυῶνται καὶ ἐκφράζουν τὴν ταυτότητά του.
Τώρα ὅμως τὸ νὰ εἶσαι Ἕλληνας καὶ τὸ νὰ εἶσαι ὀρθόδοξος δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Ὁ διχασμὸς Σχολείου καὶ Ἐκκλησίας εἶναι πιὰ ὁριστικός. Δὲν μένει παρὰ νὰ φύγη κι αὐτὸ τὸ σκιῶδες καὶ περιπαιζόμενο μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἤ τουλάχιστο νὰ καταστῆ προαιρετικὸ γιὰ νὰ ἐπισφραγισθῆ ὁ χωρισμὸς ὁριστικά. Τὸ ἴδιο σὲ εὐρύτερη κλίμακα ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἰσχῦον Σύνταγμα κάνει τὰ πρῶτα βήματα πρὸς τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ εἶναι πιὰ ἡ ἱστορικὴ μοίρα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.
Μέσα στὴν κατάσταση αὐτὴ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ τίθεται θέμα Ὀρθοδοξίας στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ καμπὴ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ εἶναι ἡ ἔνταξή του στὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια. Μὲ ποιὰ ἑλληνικὴ ταυτότητα θὰ πᾶμε στὴν Εὐρώπη; Μ' αὐτὴν ποὺ μᾶς ἔδωσαν τὰ Σχολεῖα καὶ ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ διανόηση ἤ μ' αὐτὴν ποὺ μᾶς ἔδωσεν ἡ Ὀρθοδοξία; Ἐπὶ πλέον τὸ ὅλο ζήτημα εἶναι πρακτικὰ ὀξύτατο: πῶς θὰ συμβαδίσουμε μὲ τὸ παράγωγο δίκαιο τῶν εὐρωπαϊκῶν κοινοτήτων, ὅταν πολλὰ ἀπὸ τὰ ἰσχύοντα στὴν ἑλληνικὴ νομοθεσία, ἀποτέλεσμα τῆς εἰδικῆς στενῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, συγκρούονται μὲ βασικὲς ἀρχὲς καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς συνθήκης τῆς Ρώμης;
Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ συνήθισε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἐκφραστὴ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἔθνους περνᾶ ἀπὸ τέτοια ἀμηχανία ὥστε νὰ γελοιοποιῆ τὸν ἑαυτό της μὲ προβολὴ νομοθετικῶν ἀξιώσεων ποὺ ἁπλούστατα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη. Δὲν βλέπει τὴ ρίζα τοῦ προβλήματος καὶ τὰ βάζει μὲ τὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου. Ἀγνοεῖ ὅτι, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν παιδεία του ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν τὴ βλέπει πλέον ὡς ἀναγκαῖο ἐκφραστὴ τῆς ἑλληνικότητάς του, (διαφορετικὰ θὰ μποροῦσε μὲ ἕνα νεῦμα της νὰ ρίχνη κυβερνήσεις) καὶ θέλει νὰ ἐπιμένη σὲ ἕνα ρόλο ποὺ δὲν τῆς ἀνήκει πλέον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετωπίζει τὸν σοβαρὸ κίνδυνο νὰ κλείση τὰ μάτια της στὴν νέα πραγματικότητα καὶ ἤ νὰ φωνασκῆ χωρὶς ἀποτέλεσμα ἤ νὰ ταυτισθῆ μὲ μία μερίδα μόνον Ἑλλήνων, αὐτῶν ποὺ συμβαίνει νὰ ἀντιτίθενται σὲ κάθε ἀλλαγὴ καὶ νὰ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία ὡς προστάτη ὠρισμένων ἠθικῶν κανόνων ἤ ἑνὸς στείρου συντηρητισμοῦ καὶ τίποτε περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ Πολιτεία, ἀκριβῶς γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται νὰ δεχθῆ τὴ νέα πραγματικότητα, εἶναι ἕτοιμη νὰ προχωρήση στὴν Εὐρώπη χωρὶς τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ λάθος εἶναι τεράστιο καὶ στὶς δυὸ πλευρές, καὶ εἶναι λάθος ρεαλισμοῦ. Γιατί ἁπλούστατα οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ πλέον νὰ προσποιῆται ὅτι ἐκφράζει, ὅπως ἄλλοτε, τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα, οὔτε ἡ Πολιτεία μπορεῖ νὰ ἀγνοήση ὅτι ἡ πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ νεοέλληνα, ἡ ἑλληνικότητά του, εἶναι δεμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι τὸ συμπέρασμα φαίνεται νὰ εἶναι ὅτι γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Εὐρώπη καὶ τὴ συμβολή μας στὴν πνευματική της ἑνότητα χρειαζόμαστε τὴν ἑλληνική μας ταυτότητα, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ διαμόρφωσεν ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία.
Τὸ πείραμα μιᾶς ἑλληνικότητας χωρὶς Ὀρθοδοξία ποὺ ἔγινε στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα ἀπέτυχε καὶ τὴν ἀποτυχία του τὴ μαρτυρεῖ ὄχι ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ ἡ ἔντονη ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς κληρονομιᾶς μας ποὺ διαπυρώνει τὴ νέα ἑλληνικὴ πνευματικὴ ζωή, τὴν μουσική, τὴν ποίηση, τὴν τέχνη γενικά. Ὅσο πιὸ πολὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ἑλληνικότητά μας, τόσο πιὸ πολὺ πίνουμε τὸ νερὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ξαναγυρίζοντας ἄθελά μας στὴ Βυζαντινὴ εἰκόνα καὶ μουσική, ἀκόμα καὶ στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ καμιὰ ἐπιστροφὴ δὲν δημιουργεῖ ταυτότητα πνευματική, ἂν εἶναι ἁπλῶς ἐπιστροφὴ στὸ παρελθόν. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέτυχε καὶ μαζί του καὶ ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα ποὺ ἤθελε νὰ ἀναστήση, γιατί πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία κέρδισε τότε τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιατί δὲν ἦταν ἐπιστροφή, ἀλλὰ δημιουργικὴ σύνθεση.
Ἔτσι καὶ σήμερα, γιὰ νὰ φέρη στὸ φῶς τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα ἡ Ὀρθοδοξία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλὴ ἐπιστροφὴ στὶς μορφὲς τοῦ παρελθόντος, ἕνας νοσταλγικὸς «ἔρως ὀρθοδοξίας» ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Καὶ ἡ σημερινὴ πραγματικότητα γιὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Εὐρώπη. Ὁ ἑλληνισμὸς πρέπει νὰ ἀναπλασθῆ στὰ βασικὰ συστατικὰ στοιχεῖα του, χωρὶς νὰ χάση τὴν ἑλληνικότητά του, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἀφοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναπόφευκτα βασικὰ συστατικά του εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, εἶναι καιρὸς νὰ μελετήσουμε βαθειὰ τὸ πρόβλημα τῆς συμβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα μὲ τὴν ὁποία καλούμεθα νὰ ἐμφανισθοῦμε σήμερα.
Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη χωρὶς χρονοτριβή, ἂν θέλουμε ἡ εἴσοδός μας στὴν Εὐρώπη νὰ γίνη μὲ τὴ δική μας ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ συγχρόνως νὰ σημάνη τὴ βεβαίωση τῶν ἑλληνικῶν καταβολῶν τῆς ἑλληνικότητας τῆς Εὐρώπης.
ΙΙ
Ποιὰ ἦταν ἡ μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος στὰ χέρια τοῦ Χριστιανισμοῦ; Μὲ ποιὸν τρόπο οἰκοιώθηκε καὶ μετέπλασε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἡ Εὐρώπη καὶ μὲ ποιὸν ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι θεμελιακὰ καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βροῦν τὴν ὁλοκληρωμένη ἀπάντησή τους σὲ ἕνα ἄρθρο τόσο περιορισμένο ὅσο αὐτὸ ἐδῶ. Μόνο τὰ πιὸ βασικὰ καὶ καίρια σημεῖα μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ διαφωτισθεῖ κάπως τὸ τεράστιο πρόβλημα ποὺ θέσαμε.
Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα ξεπήδησε ἀπὸ τὴν πρώιμη σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου. Ἂν ἀφαιρέσεις τὸν Αὐγουστίνο ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη, ὅλο τὸ οἰκοδόμημά της καταρρέει, ἀκριβῶς ὅπως ἂν ἀφαιρέσεις τοὺς Ἕλληνες πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχεις πιὰ Ὀρθοδοξία. Ἔτσι εἶναι ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ σημασία τῶν ἐξελίξεων ποὺ ὑφίσταται τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καθὼς περνάει ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ κανάλια γιὰ νὰ φθάσει ὡς ἐμᾶς.
Ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἐπιλέγαμε γιὰ νὰ συστηματοποιήσουμε τὴν πορεία τῆς Ἱστορίας, ἔτσι καὶ μὲ τὸν Αὐγουστίνο, ἡ σκέψη του ἐκφράζει μιὰ γενικότερη στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο, ποὺ χαρακτηρίζει μία ὁλόκληρη παράδοση. Καὶ ἡ παράδοση αὐτή, αὐτὴ ἡ γενικότερη στάση ποὺ ἐνσαρκώνεται ἀπὸ πολλούς, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ τὸ ὀνομάσουμε Δύση. Ὁ Αὐγουστίνος ἐκφράζει τὴ Δύση μὲ ἕνα τρόπο χριστιανικό, μία Δύση ποὺ εἶχε ἤδη πρὶν ἀπ' αὐτὸν οἰκειωθεῖ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα μὲ τὸ δικό της τρόπο. Ἡ προσφορὰ τοῦ Αὐγουστίνου ἔγκειται στὸ ὅτι προσπάθησε νὰ ἐκχριστιανίσει τὸ δυτικοποιημένο αὐτὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, πράγμα ποὺ τὸν ἔκαμε πατέρα τῆς Εὐρώπης.
Ἡ δυτικὴ στάση ἀπέναντι τοῦ κόσμου, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ Λατίνοι τῆς Ρώμης καὶ τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, εἶχε κοινὸ χαρακτηριστικό της τὴν μέριμνα γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν ὄντων ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι χρήσιμα. Αὐτὸ ἐξωτερικὰ ὁδήγησε στὴ θαυμαστὴ ἐπιτυχία τῆς ὀργανώσεως τῶν θεσμῶν καὶ τοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἐνῶ φιλοσοφικὰ εἶχε ἄλλες βαθύτερες συνέπειες. Γιὰ νὰ εἶναι τὰ ὄντα πρόσφορα σὲ ὀργάνωση, ταξινόμηση, χρησιμότητα κ. λ. π., χρειάζεται μιὰ κάποια σταθερότητα, μιὰ ἀντικειμενοποίηση. Ἔτσι ὅλες οἱ θέσεις - κλειδιὰ τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς σκέψεως δυτικοποιήθηκαν περνώντας ἀπ' αὐτὴ τὴν στατικοποίηση καὶ ἀντικειμενοποίηση.
Ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ἔδειξε τόσο πειστικὰ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὅρος «φύσις» μεταφερόμενος στὴ σκέψη τῶν Ρωμαίων ὡς narura ἔχασε τὴν ἀρχικὴ δυναμικότητά του («φύσις» ἀπὸ τὸ «φύω» — τὸ εἶναι στὴ δυναμική του ἀνάπτυξη) καὶ ἔγινε στατικὴ ἀντικειμενικὴ «πραγματικότητα». Τὸ ἴδιο καὶ «ὁ «λόγος» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ποὺ ἦταν αὐτὴ «ἡ μυστικὴ δύναμη τῆς «συλλογῆς» τῶν ὄντων σὲ μιὰ ἑνότητα θαμβωτικὴ καὶ κάτ’ ἐξοχὴν αἰσθητικὴ (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν «ὁ πιὸ αἰσθητικὸς λαὸς τῆς Ἱστορίας), ἔγινε στὰ χέρια τῶν Ρωμαίων μιὰ δύναμη τοῦ νοῦ νὰ ἀναλύει μᾶλλον παρὰ νὰ συλλέγει τὰ ὄντα, ἤ νὰ τὰ συλλέγει ἀφοῦ τὰ ἀναλύσει, δηλαδὴ μία καταδυνάστευση τοῦ εἶναι ἀπὸ τὸ σκέπτεσθαι — ἡ πηγὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ πιθανῶς καὶ τῆς τεχνολογίας.
Τελικά, γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ πιὸ ἄμεσα ἐνδιαφέρον θέμα, παρόμοια ἦταν ἡ τύχη καὶ τῆς νέας πιά, καθαρὰ χριστιανικῆς προελεύσεως, κατηγορίας γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολλὰ χρωστᾶ ἡ Δύση στὸν Αὐγουστίνο εἰδικά. Πρόκειται γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου προϋποθέτει ἱστορικὰ τὴν χριστιανικὴ προβληματικὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερά της Τριαδικῆς ὑπάρξεώς Του. Ὁ Αὐγουστίνος πράγματι ἔδωσε στὴν κατηγορία τοῦ προσώπου τόσο κεντρικὴ σημασία ὥστε νὰ σημειώνει, χάρη σ' αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ μόνο, αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ γένεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ἀλλὰ πῶς ἐννοεῖ ὁ Αὐγουστίνος τὸ πρόσωπο; Ἐδῶ κεῖται τὸ καίριο πρόβλημα τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.
Τὸ πρόσωπο, ὅπως τὸ ἀναπτύσσει ὁ Αὐγουστίνος, φαίνεται νὰ εἶναι μία ἄρνηση τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως πρὸς χάριν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος, μὲ μιὰ ρωμαλέα πνευματικὴ κίνηση, στρέφει τὸν καταρρέοντα δυτικὸ ἄνθρωπο πρὸς τὰ «ἔσω». Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη στοὺς θεσμοὺς κλονίζεται καὶ ὅλα φαίνονται νὰ ἀπειλοῦνται μὲ ἀφανισμό, σ' αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς Ἱστορίας τῆς Δύσεως στὸ ὁποῖο ζεῖ ὁ Αὐγουστίνος, ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ κοιτάζει μέσα του καὶ νὰ ἀνακαλύπτει ἐκεῖ ὁλόκληρους κόσμους, πιὸ μεγάλους καὶ πιὸ θαυμαστοὺς ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ θάμπωνε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως ἀνακαλύπτει, χάρη στὸν Αὐγουστίνο, τὸ ὑποκείμενο, αὐτὸν τὸν μυστηριώδη ἐσωτερικὸ κόσμο ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀντιφατικὲς δυνάμεις, ἀκόμα καὶ σκοτεινὰ διαμερίσματα, τὰ ὁποῖα ὁ κλασικὸς Ἕλληνας θὰ ἔσπευδε νὰ τὰ ἐκθέσει στὸ φῶς.
Μὲ τὸν Αὐγουστίνο ἡ Δύση μπῆκε στὸ μεγάλο δικό της πιὰ δρόμο. Δὲν ξέχασε ποτὲ τὸ ρωμαϊσμό της καὶ ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ πιστεύει στὴ δύναμη τῶν θεσμῶν, τῆς ὀργανώσεως τῶν ὄντων σὲ χρήσιμα καὶ ἀποδοτικὰ ἀντικείμενα. Ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ ἡ πίστη αὐτὴ ἀποδεικνύονταν μάταιη, ἀφοῦ οἱ θεσμοὶ μοιραία κάποτε καταρρέουν, εἶχε πιά, χάρη στὸν Αὐγουστίνειο χριστιανισμό της, τὴ δυνατότητα νὰ στρέφεται στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ὑποκειμένου. Ψυχολογία, μυστικισμός, εὐσεβισμός, Καρτεσιανὴ σκέψη, ὁ Pascal, Ρομαντισμός, ἀκόμα καὶ σύγχρονος ὑπαρξισμός, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τυπικὰ ἐπιτεύγματα τῆς Δύσεως, εἶναι γεννήματα αὐτοῦ του ἐκχριστιανισμένου ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο ἑλληνισμοῦ ποὺ δημιούργησε τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα. Μὲ μιὰ γενίκευση πού, παρὰ τὸν κίνδυνο νὰ κατηγορηθεῖ γιὰ ἁπλούστευση, μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει, ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ σὰν μία ἀδιάκοπη παλινδρόμηση ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα στὸ ὑποκείμενο, ἀπὸ τὴν δράση στὴν πίστη, ἀπὸ τὸ σύνολο στὸ ἄτομο, ἀπὸ τὴν θεσμοποίηση στὴν ἐπανάσταση, ἀκόμα καὶ στὸν μηδενισμό.
Τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο μᾶς εἰσάγει στὸ βάθος τοῦ προβλήματος. Πῶς ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ σκέψη, παρὰ τὶς ἑλληνικὲς ρίζες της, παρήγαγε ἕνα Nietzche καὶ ἔθρεψε μέσα στοὺς κόλπους της αὐτὸ ποὺ ἡ κλασικὴ Ἑλλάδα δὲν θὰ μποροῦσε οὔτε νὰ διανοηθεῖ: τὸν μηδενισμό; Εἶναι ἄραγε ἡ ροπὴ γιὰ τὴ δύναμη, (αὐτὴν ποὺ φθάνει ὡς τὴν καταστροφὴ) ποὺ τὸ δυνατὸ τευτονικὸ πνεῦμα συνεισέφερε στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη, ἤ εἶναι καὶ κάτι ποὺ ἀνάγεται σ' αὐτὲς τὶς ρίζες τῆς Εὐρώπης, δηλαδὴ στὸν ἐκχριστιανισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο; Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐξήγηση, καὶ μόνο τὸ δεύτερο αὐτὸ σημεῖο θὰ μποροῦσε νὰ διαφωτίσει τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἱκανοποιητικά. Μὲ τὴν προβολὴ τοῦ προσώπου ὡς ὑποκειμένου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, ἤ ὡς ἀτόμου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Βοήθιο, δημιουργήθηκε μία αὐτονόμηση τοῦ «ἐγὼ» καὶ μιὰ ἀντιπαράταξή του πρὸς τὸν κόσμο ἤ τὴν φύση. Ἡ Ἱστορία ἀντικατέστησε τὴν ὀντολογία, καὶ τὸ ἀνθρώπινο «ἐγὼ» ὡς ὁ κατασκευαστὴς τῆς Ἱστορίας ἔγινε αὐτόνομη περιοχὴ ὑπάρξεως, μὲ τοὺς δικούς της νόμους καὶ αὐτοτέλεια.
Στὸ χῶρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας αὐτὸ ἐσήμανε τὴν ἐσωτερικοποίηση καὶ «πνευματοποίηση» τοῦ «ἐγὼ» ἤ τῆς ψυχῆς μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο καὶ πέρα νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος ἀκόμα καὶ γιὰ αἰώνια ζωὴ ἡ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» μὲ μόνη ἀναφορὰ στὰ ἀνθρώπινα ὑποκείμενα καὶ χωρὶς μιὰ γενικότερη μεταμόρφωση τοῦ φυσικοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Στὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ ἐσήμανε τὴν τραγικὴ διχοτόμηση ἀνάμεσα στὴν Ἱστορία καὶ στὴν ὀντολογία, ποὺ συνοδεύει ἀκόμη τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ἔτσι κάθε ἔξαρση τοῦ προσώπου ὁδηγεῖ ἀργὰ ἤ γρήγορα τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη στὴν ἀπόρριψη τῆς ὀντολογίας, ὅπως καὶ κάθε ἔξαρση τῆς ὀντολογίας (π.χ. ἀπὸ τὴ Μεσαιωνικὴ Σχολαστικὴ φιλοσοφία) ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ ἐξαρθεῖ τὸ πρόσωπο σὲ βάρος τῆς οὐσίας (ὅπως συμβαίνει στὸν Ὑπαρξισμό). Ὁ μηδενισμὸς γίνεται ἔτσι τὸ συνακόλουθό τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμό του, ὑποχρεώνεται συχνὰ σὲ ἀκρωτηριασμὸ ἤ καὶ αὐτοαναίρεση.
III
Στὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, ὅπως διαμορφώθηκε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου πῆρε ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωσε στὴ Δύση ὁ Αὐγουστίνος. Ἐδῶ τὸ πρόσωπο δὲν ἐκφράστηκε ψυχολογικά, σὰν ἐσωτερίκευση καὶ ἐνδοστρέφεια τοῦ ὑποκειμένου. Ὁ εὐσεβισμός, ὁ ρομαντισμὸς καὶ ὁ ψυχολογικὸς ἀτομικὸς μυστικισμὸς δὲν βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ πρόσωπο δὲν θεωρήθηκε ὡς ἄτομο, ὡς ὑποκείμενο, καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἐλευθερία του δὲν τέθηκε ποτὲ σὲ ἀντιπαράθεση ἤ ἀντιδικία μὲ τὸν «ἄλλο», ὅπως συνέβη ἐπὶ παραδείγματι στὸν ὑπαρξισμὸ τοῦ Sartre. Μὲ βάση κυρίως τὴν Τριαδικὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τὸ πρόσωπο θεωρήθηκε πάντοτε ὡς μία ταυτότητα ποὺ πηγάζει ἀπὸ κάποια σχέση, ὡς ἑτερότητα ποὺ γεννιέται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μία σχέση μὲ κάποιον ἄλλον. Ἔτσι ἡ ἐλευθερία ἔγινε ταυτόσημη μὲ τὴν ἀγάπη: ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾶ κανείς, τόσο πιὸ ἐλεύθερος εἶναι. Γιατί ἐλευθερία εἶναι πρῶτα καὶ κύρια ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ «ἐγώ», ὄχι ἡ συνειδητοποίηση τῶν ὁρίων καὶ τῆς αὐτονομίας του. Εἶναι τὸ σπάσιμο τῶν ὁρίων ποὺ θέτει γύρω του τὸ ἄτομο, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν «ἄλλο», ἡ ἔξοδός του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ἄλλο. Ἡ ἐλευθερία στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν εἶναι, ὅπως στὸν Αὐγουστίνο, καὶ τὴ μετέπετα Δυτικὴ σκέψη ἀπὸ τὸν Καρτέσιο ὡς τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν Ρομαντισμό, ἀποτέλεσμα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ προσώπου, ἀλλὰ τῆς ἐκστάσεώς του σὲ μία κίνηση ἑνώσεως μὲ τὸ «σὺ» καὶ τὸ «ἐμεῖς». Ἀπὸ αὐτὴ τὴν «ἀγαπητικὴ σχέση», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ξεπηδάει ἡ ἑτερότητα καὶ ἡ ἀπόλυτη ταυτότητα τοῦ προσώπου. Κάθε ἐνδοστρέφεια, κάθε «ἀναχώρησις εἰς ἑαυτὸν» ἀπειλεῖ ἀντὶ νὰ τροφοδοτεῖ τὸ πρόσωπο, τὴν ἑτερότητα καὶ τὴν ἐλευθερία του.
Ἔτσι ἀποφεύχθηκαν στὴν Ὀρθοδοξία δύο βασικοὶ κίνδυνοι πού, ὅπως εἴδαμε, παρεισέφρυσαν στὴ Δυτικὴ εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κίνδυνος τοῦ μηδενισμοῦ. Στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶχε θέση καὶ ἀποφεύχθηκε, πάντοτε ὅμως χάρη στὴν ἀντίληψη ποὺ ἐκφράζει τόσο σκληρά, θὰ ἔλεγε κανείς, ὁ Πλάτων στὸ 10ο βιβλίο τῶν Νόμων του, ὅτι τὸ μερικὸ ὑπάρχει πρὸς χάριν τοῦ ὅλου, καὶ ὄχι τὸ ὅλο πρὸς χάριν τοῦ ἐπὶ μέρους — δηλαδὴ στὴν ἀντίληψη ποὺ οὐσιαστικὰ ὑποτάσσει τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου στὸ «ὅλον», στὴν κοσμική, κοινωνικὴ ἤ ἠθικὴ ἑνότητα καὶ ἁρμονία τονίζοντας στὸν ἄνθρωπο πὼς «αὐτὸ (τὸ ὅλο) δὲν ἦρθε στὴν ὕπαρξη πρὸς χάρη σου, ἀλλὰ ἐσὺ πρὸς χάρη του» (Νόμοι Χ, 905 cd).
Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴ Βιβλικὴ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει χάριν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἀντίθετα — ὁ κόσμος ὑπάρχει χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἔκαμε τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπόλυτη καὶ πρωταρχική. Ἀλλά, ἐνῶ στὴ Χριστινικὴ Δυτικὴ σκέψη, ποὺ ταύτισε τὸ πρόσωπο μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ὑποκειμένου, ἡ ἐλευθερία αὐτὴ ἔφερε τὸ πρόσωπο ἀντιμέτωπο στὸν «ἄλλο», καὶ παρήγαγε ἔτσι τὰ σπέρματα τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ, στὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου νοήθηκε ὡς ἀγάπη, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἀτόμου, ὡς ἐλεύθερη ὑποταγὴ τοῦ θελήματος τοῦ «ἐγὼ» στὸ θέλημα τοῦ «σύ», ὡς «ἀγαπητικὴ σχέση».
Ἂν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη — μία ἀγάπη ὅμως ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε λογικὴ αἰτιότητα, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ ἀείμνηστος Συκουτρὴς ἀντιπαραβάλλοντάς την πρὸς τὸν Πλατωνικὸ ἔρωτα στὴν «Εἰσαγωγή» του στὸ Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα — ἡ Ὀρθοδοξία ἔδωσε σ' αὐτὴν τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη ὀντολογικὸ περιεχόμενο κάνοντάς την ἀρχὴ καὶ αἴτιο ὑπάρξεως: ἀντὶ νὰ τὴν ὑποτάξει στὸ λόγο τῶν ὄντων, ὑπέταξε τὸ λόγο τῶν ὄντων σ' αὐτήν, ἤ μᾶλλον τὸν ταύτισε μαζί της. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διατηρήθηκε ἡ κλασικὴ ἑλληνικὴ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν μηδενισμό, χωρὶς νὰ θυσιαστεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, στὴν ὁποία ἐπέμεινε ὁ Χριστιανισμός.
Ὁ δεύτερος κίνδυνος, ποὺ ἀποφεύχθηκε στὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν πρῶτο. Πρόκειται γι' αὐτὸ ποὺ ὀνομάσαμε πιὸ πάνω παλινδρόμηση ἀνάμεσα στὴ Σκύλλα τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τὴ Χάρυβδη τοῦ κολλεκτιβισμοῦ. Ὅταν ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ «ἐγὼ» πρὸς τὸ «σὺ» ὅταν τὸ πρόσωπο ὡς ἑτερότητα ἀναδύεται ἀπαραίτητα ἀπὸ μιὰ σχέση μὲ τὸν ἄλλο καὶ ὄχι ἀπὸ μιὰ ἐνδοστρεφῆ αὐτοβεβαίωση τοῦ ὑποκειμένου• τότε δὲν τίθεται ποτὲ τὸ δίλημμα «ἀτομικότητα ἤ συλλογικότητα». Ἀντὶ τοῦ διλήμματος αὐτοῦ ἀναπτύσσεται στὸν πολιτισμὸ μία ὑγιὴς ἔννοια κοινότητας, μέσα στὴν ὁποία ἀνθεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου. «Ὑγιὴς» δὲ ἔννοια κοινότητας σημαίνει μία κοινωνία, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὄχι γιὰ νὰ ὑποχρεώνει τὸ πρόσωπο σὲ συμμόρφωση πρὸς μία δεδομένη (ἰδεολογικὰ ἡ ἠθικὰ) ἁρμονία τοῦ ὅλου, ἀλλὰ ποὺ ἀντλεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ ὅλου ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῶν προσώπων καὶ περιθάλπει τὸ πρόσωπο νὰ ἀναδυθεῖ ὡς ἐλεύθερη, μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ταυτότητα — μία κοινότητα δηλαδὴ πού, ἀντὶ νὰ ἀντιμάχεται, καλλιεργεῖ καὶ σέβεται τὴν ἑτερότητα, δίνοντας αὐτὴ πλέον τὴν πρέπουσα προτεραιότητα στὸ πρόσωπο καὶ ἀντλώντας ἡ ἴδια τὴν ἑνότητα καὶ ἁρμονία τοῦ συνόλου της ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα τῶν προσώπων.
IV
Ὅλα αὐτὰ ἴσως νὰ μὴν ἔγιναν ποτὲ πλήρεις ἱστορικὲς πραγματικότητες, ὑλοποιημένες θεσμικὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας (θὰ ἦταν παράτολμο νὰ ταυτίσει κανεὶς ἐπὶ παραδείγματι τὸ Βυζάντιο μὲ μία μορφὴ ἱστορικῆς ὑλοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας). Ἀποτέλεσαν ὅμως τὸ πνεῦμα ποὺ κυριάρχησε στὴν ἱστορία αὐτή. Καὶ ἐνῶ τὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐξαντληθεῖ στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἐν τούτοις αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν νοηματίζει καὶ τὴν κατευθύνει, καί, ἂν μὴ τί ἄλλο, τὴν προφυλάσσει ἀπὸ καταστρεπτικοὺς κινδύνους. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ φέρνει μαζί της ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Καὶ εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει ἡ Ἑλλάδα νὰ προσφέρει στὴν Εὐρώπη σήμερα.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάμει τὴν προσφορὰ αὐτὴ ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα πρέπει ἡ ἴδια νὰ συνειδητοποιήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ πνεύματος. Αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Τὴ δυσκολεύει πρῶτα τὸ ὅτι οἱ φορεῖς ποὺ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ταγμένοι στὴ διαφύλαξη, ἑρμηνεία καὶ μετάδοση αὐτοῦ τοῦ πνεύματος — κυρίως ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία — ἔχουν περιπέσει εἴτε σὲ ἀδράνεια εἴτε σὲ μία οὐσιαστικὴ ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ πνεύματος ποὺ εἶναι ταγμένοι νὰ ἐκπροσωποῦν. Μία ἄλλη δυσκολία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη παιδεία, ποὺ δὲν ἔχει καταλάβει ὅτι χωρὶς τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ἑλληνικὴ ταυτότητα ἄξια νὰ συμβάλει θετικὰ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Εὐρώπης. Γιὰ νὰ ξεπεραστοῦν οἱ δυσκολίες αὐτὲς εἶναι ἀνάγκη νὰ δοθεῖ ἀπόλυτη προτεραιότητα ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους θεσμοὺς ποὺ διαθέτει ἡ χώρα (Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Πανεπιστήμια, Ἱδρύματα ἐρευνῶν κ.λ.π.) στὴ μελέτη τοῦ τεράστιου θέματος τῆς σχέσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, τόσο στὸ ἱστορικό του εὖρος ὅσο καὶ κυρίως στὸ φιλοσοφικὸ καὶ ὑπαρξιακό του βάθος. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει μὲ τὸ ἕνα μάτι στραμμένο στὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ τὸ ἄλλο στὴν Ἱστορικὴ πορεία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ἂν δὲν γίνει αὐτὸ τώρα, ἴσως νὰ εἶναι πιὰ ἀργὰ γιὰ τὴν τύχη ὄχι μόνο τῆς Εὐρώπης, ποὺ χρειάζεται ἀπόλυτα τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ ἐπιζήσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα, ποὺ θὰ κινδυνεύει νὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ ἴσως νὰ χαθεῖ ὁλοσχερῶς.