Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2011

Κήρυγμα επί του Ευαγγελίου της Κυριακής Ι' Λουκά του Σεβ. Μητροπολίτου Λέρου κ.κ. Παισίου

 


«και πάς ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γενομένοις υπ΄ αυτού» .
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο πλήρης αγάπης οικτιρμών, αγαθότητας, φιλανθρωπίας και ελέους, Κύριος των Κυριευόντων και Βασιλεύς των Βασιλευόντων, ο Οποίος δια  την του κόσμου σωτηρία έκλινε  ουρανούς και ήλθε στην γη, δίδασκε πανταχού και πάντοτε τον λόγο του Θεού, ο οποίος «πάντας ανθρώπους  θέλει  σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας  έλθειν».
Ο λόγος Του, ρήματα ζωής αιωνίου, απεκάλυπτε τις σωτηριώδεις  αλήθειες με τις οποίες ο εν σκότει και σκιά καθήμενος άνθρωπος θα μπορούσε να  ξαναβρεί τον δρόμο της αλήθειας, τον δρόμο της σωτηρίας του.
Οι συναγωγές, θα έλεγε κανείς ο σημερινός άμβωνας, δια τον Μέγα Διδάσκαλο ηταν τόπος πάντοτε προσιτός. Γνωστός και επίκαιρος ηταν ο ο λόγος του Κυρίου σε θεία και σωτήρια διδάγματα - τα οποία μετά προσοχής άκουε ο διψασμένος όχλος και δι΄ αυτών φωτιζόταν, αγιαζόταν και  σωζόταν, σωματικώς και πνευματικώς- και τα λόγια του Κυρίου ειναι φως, αγιασμός, ζωή και σωτηρία.
Η σημερινή ευαγγελική  περικοπή αναφέρεται σε  μία από αυτές τις πολλές συναγωγές που  υπήρχαν στη πόλη την αγία, στην Ιερουσαλήμ·  «ην  δε διδάσκων ο Ιησούς  εν μια των συναγωγών εν τοις σάββασι». Στη συναγωγή αυτή  τακτικά   έκανε την παρουσία της μία γυναίκα, που δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια έπασχε από κύρτωση και η οποία δεν μπορούσε να σηκώσει το σώμα της και να θαυμάσει τα του Θεού δημιουργήματα, τα οποία εποίησε  η πανσθενής του Θεού Πατρός  δεξιά.
Όμως, παρά το πρόβλημα της σωματικής της υγείας η πονεμένη ερχόταν δια να ακούσει μετά  προσοχής τον λόγο του Κυρίου Ιησού και ασφαλώς  τα  θεία λόγια Του έδιδαν τροφή πνευματική στην ψυχή της πονεμένης στο σώμα γυναίκας.
Η τακτική παρουσία της πονεμένης  γυναίκας στην συναγωγή άναψε στην αγία ψυχή του Ιησού όλη την θεϊκή συμπάθειά Του. Η δυστυχία αυτής της γυναίκας αγγίζει το φιλάγαθο του Ιησού. Η επί δέκα οκτώ χρόνια ταλαιπωρία της γίνεται αιτία της σωτηρίας της και  «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς και τα βάθη των ανθρώπων γιγνώσκων Κύριος» της λέγει: «γύναι  απολέλυσαι της ασθενείας σου».
Αυτή την πονεμένη, αυτήν την δυστυχισμένη, αυτήν την ταλαιπωρημένη γυναίκα από το βάρος  της ασθένειάς της  έρχεται ο Μέγας Ιατρός της ψυχής και του  σώματος και θεραπεύει «τη ημέρα  του σαββάτου».
Και ώ του θαύματος! η συγκύπτουσα γυναίκα ανορθώνεται, σηκώνεται, δοξάζει, αινεί και ευχαριστεί τον Θεό δια την μεγάλη ευεργεσία  που της έκαμε να την  απαλλάξει από την φοβερή αρρώστια της, αλλά και όλο το πλήθος χάρηκε  δι΄ όσα  ένδοξα  πράγματα ποίησε ο Κύριος.
Ο Αρχισυνάγωγος, όμως,  με αγανάκτηση πολλή απευθύνεται στον όχλο και λέγει ότι ο Ιησούς θεράπεψε το Σάββατο και αναφέρει τον Μωσαϊκό νόμο, που λέγει ρητώς  «υπάρχουν έξ ημέρες που  επιτρέπεται η εργασία», τότε να έρχεστε να θεραπεύεστε και όχι την ημέρα  του Σαββάτου.
Και ο των όλων Κύριος, ο Οποίος έλεγε στους Γραμματείς και Φαρισαίους ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, και ούχ ο άνθρωπος  δια το Σάββατο», καυτηριάζει τον φθονερό αρχισυνάγωγο λέγοντάς του ότι η θεραπεία της γυναικός δεν ήταν εργασία υλική, αλλά ήταν εργασία αγάπης, προσφοράς, ελέους και φιλανθρωπίας.
Ο φθονερός, όμως, αρχισυνάγωγος, ο δήθεν τηρητής του Μωσαϊκού νόμου, λυπάται, θλίβεται, αγανακτεί, μαίνεται, λυσσά από φθόνο, από κακία και  εν ονόματι του νόμου, τα πάντα διαστρέφει και δεν αποβλέπει στο κοινό συμφέρον και στην κοινή ωφέλεια.
Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι, ως ο αρχισυνάγωγος, κατέχονται από την επάρατη κακία του φθόνου και μαίνονται και αγανακτούν κατά των ανθρώπων της αρετής και του καθήκοντος, και λασπολογούν, κατασυκοφαντούν, χύνουν το δηλητήριο του φθόνου και βλάπτουν ηθικά χωρίς ίχνος εντροπής τους πάντες και τα πάντα.
Ο φθόνος, μεγάλο και φοβερό  θανάσιμο αμάρτημα, είναι η δυσώδης πηγή όλων των δυστυχημάτων. Ο φθόνος σκότισε τον Σατανά, ο φθόνος εξώρισε τον πρώτο άνθρωπο από τον Παράδεισο, ο φθόνος έφερε όλα τα δεινά στη γη, ο φθόνος έφερε και αυτό το δεινότερο κακό στον άνθρωπο τον θάνατο τον σωματικό, πού είναι ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή· « φθόνω δε διαβόλου ο θάνατος  εισήλθεν εις τον κόσμον».
Βεβαίως, πολλά  θα είχε να πεί κανείς δια το μέγα αμάρτημα του φθόνου, πού δυστυχώς και  στις ημέρες μας επικρατεί η επάρατος αυτή κακία με φοβερές προεκτάσεις και στην κοινωνία μας, και που γεννά πάθη, μίση, κακίες, έχθρες, διχόνοιες. Ο «Αγιος  Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός μας λέγει:  «φθόνος πάντων των παθών αδικώτατον άμα και δικαιώτατον, το μεν ότι διοχθεί τοις καλοίς, το δε  ότι τήκει τους έχοντας».
Ο φθόνος είναι από όλα τα πάθη ανοητότερο και ελεεινότερο: «τούτο», λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος «Διάβολον έξ ανθρώπου ποιεί, τούτο δαίμονα άγριον απεργάζεται».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ας επικαλεστούμε και εμείς, ως  η συγκύπτουσα του σημερινού ευαγγελίου,  θερμά την βοήθεια του Ιησού Χριστού, δια να θερμάνει την ψυχή μας η θεία χάρις και το άπειρο έλεός Του και να φυτευτεί μέσα στις καρδιές μας η αγνή, η άδολη, η αγία αγάπη προς όλους τους αδελφούς μας, χωρίς καμία διάκριση, ακόμα και προς τους εχθρούς μας.
Ας μη μας κυριεύσει το σαράκι του φθόνου και  φθονούμε και εμείς, όπως εκείνος ο φθονερος αρχισυνάγωγος, αλλά να έχουμε την αρετή της ταπείνωσης και πάντοτε να  έχουμε να πούμε έναν λόγο αγάπης προς όλους τους εν Χριστώ Ιησού άδελφούς μας, δια να αγαπήσει και εμάς ο Θεός της αγάπης, του ελέους και των οικτιρμών, παρά του Οποίου «πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον».
ΑΜΗΝ.
Ο.Λ.Κ.Α.Π.

Κυριακή Ι΄ Λουκά

 

Κυριακή Ι΄ Λουκά
Η χαρά του θαύματος
(Κυριακή Ι΄ Λουκά)
Η σκηνή που περιγράφει η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ι΄ Λουκά είναι συγκλονιστική για τις διαθέσεις και την ειλικρίνεια των ανθρώπων, αλλά και τη στάση του Χριστού μας. μέσα στο πλήθος ευρίσκεται μια γυναίκα ραχητική. . Σκυμμένη κάτω και πονεμένη ακούει τη φωνή χωρίς να μπορεί να δει τη μορφή του Ιησού. Ο Ιησούς προχωρεί προς την ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα. Την πλησιάζει. Με στοργή της λέει: «Γύναι, είσαι λυτρωμένη από την ασθένειά σου. Είσαι πλέον καλά.». μια δύναμη διαπερνά τα μέλη της. Το σώμα  της επανέρχεται. Δοξολογία και ευχαριστία στην καρδιά της. Θαυμασμός, χαρά και αγαλλίαση. Όμως ο φθόνος και η ψυχική κακία μολύνουν την ατμόσφαιρα της χαράς. Ο αρχισυνάγωγος    αγανακτεί, γιατί δήθεν ο Κύριος παραβαίνει την αργία του Σαββάτου. Ο αρχισυνάγωγος οδηγήθηκε από τον φόβο, που κυριαρχούσε τη στιγμή αυτή στην ψυχή του, σε μια αποτρόπαια πράξη. Θέλησε να επιτεθεί στον Χριστό, μα δεν έχει τη δύναμη να πει φανερά τι συμβαίνει στην ψυχή του. και βρίσκει τη σκιά του νόμου, για να καλύψει την άνομη συμπεριφορά του.  ο Κύριος όμως απαντά αμέσως στην πρόκληση χαρακτηρίζοντας ως υποκρισία την αντίδραση του αρχισυνάγωγου, και εκφράζει την αγάπη Του για τον άνθρωπο: «Υποκριτά, λέει , αυτή που είναι θυγατέρα του Αβραάμ  και την είχε δεμένη ο σατανάς  για δέκα οχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά αυτά την ημέρα του Σαββάτου;». ο αρχισυνάγωγος, όπως προαναφέραμε, κρύφτηκε πίσω από τις εντολές και το νόμο του Θεού. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που κακοπροαίρετοι άνθρωποι του Θεού, για να επιτύχουν τα άνομα σχέδια τους και να ικανοποιήσουν τις κτιστές τους θελήσεις. Εγωπαθείς χρησιμοποιούν  τον λόγο του Θεού για να προβληθούν και ανυπάκουοι στην Εκκλησία τον παρερμηνεύουν. Κάποιες φορές μάλιστα επικαλούνται, για να καλύψουν την εγωπάθεια και την αυθαιρεσία τους, λόγια από την Αγία γραφή και τους Πατέρες, τα οποία προσαρμόζουν στην περίπτωση.  Με αυτόν τον τρόπο αντί να συμμορφώνεται  ο άνθρωπος στις εντολές του Θεού, κρύβεται πίσω από αυτές και τις μεταχειρίζεται για την κάλυψη της προσωπικής εμπάθειας. Έτσι δημιουργούνται αιρέσεις και άλλες ατομικές θεωρίες και διδασκαλίες που ταράσσουν  την Εκκλησία του Χριστού. Όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή,  δεν μπορεί να ερμηνεύει σωστά τον θείο λόγο. Διότι μόνο η καθαρή καρδιά τον παρουσιάζει γνήσια και καθαρά. Αυτή μόνο τον αντιλαμβάνεται. Αυτό που πρέπει να  γνωρίζουμε είναι ότι τον Χριστό δεν τον ενδιαφέρει τόσο αυτό που κάνουμε, όσο  ο λόγος για τον οποίο το κάνουμε. Συνήθως η επιθετικότητα μας και ο φθόνος έναντι των άλλων και μάλιστα εν ονόματι του Χριστού είναι ο ευσεβής τρόπος με τον οποίο καθιερώνουμε τη δική μας εξουσία και είναι συνέπεια της απουσίας της αυτογνωσίας και της αληθινής αγάπης. Όταν έχουμε αυτογνωσία αποκτούμε  πραγματική ταπεινοφροσύνη. «Ακολουθεί δε την ταπεινοφροσύνη η επιείκεια για τους άλλους», γράφει ο άγιος  Ισαάκ ο Σύρος. Όταν η ταπεινοφροσύνη δεν ακολουθείται από επιείκεια για τους άλλους, είναι  ταπεινολογία. Γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκουμε όλοι μας την κάθαρση της καρδιάς και να στηριζόμαστε στους ένθεους Πατέρες μας, που έγιναν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, φωτίστηκαν από την Αγία Τριάδα και έτσι, με τον φωτισμό του Παρακλήτου, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και την Αγία Γραφή. Έτσι θα διδαχτούμε ότι είμαστε εκείνοι που εμποδίζουμε τη μεταμόρφωση τους βιώνοντας το πνεύμα του νόμου, ή όπως χαρακτηριστικά λέει ο άγιος Αθανάσιος, τον νου του νόμου. Ο Τριαδικός  Θεός να μας φωτίζει, για να ερμηνεύουμε τον νόμο Του ορθόδοξα και να ανακαλύπτουμε την ουσία της πίστεως μας. Αμήν

Κυριακή ι' Λουκά -Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου

Κυριακή ι' Λουκά

«Ὁ Κύριος βλέποντας τήν κυρτωμένη γιά δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἀπό τήν ἀσθένεια γυναίκα, γεμάτος ἀγάπη τῆς λέει: «γυναίκα εἶσαι ἐλεύθερη ἀπό τήν ἀσθένειά σου». Ἀκουμπώντας ταυτόχρονα ἐπάνω τῆς τό χέρι Του.
Τότε πρός ἔκπληξη ὅλων ὁ ἀρχισυνάγωγος παρατήρησε τόν Κύριο ὅτι ἐθεράπευε ἡμέρα Σάββατο, πού ὁ νόμος ἀπαγορεύει κάθε ἐργασία καί Ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντά: «Ὑποκριτή σεῖς δέν κάνετε μικροεργασίες ὅπως νά ποτίσετε ἤ νά ταΐσετε τά ζῶα σας; Καί δέν πρέπει αὐτή ἡ γυναίκα πού εἶναι ἀπόγονός του Ἀβραάμ καί βασανίζεται ἐδῶ καί δεκαοκτώ χρόνια νά θεραπευθῆ;»
Ἀδελφοί μου,
Ἀκούγοντας κανείς αὐτή τήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου θά ἀναλογισθῆ «τί φθόνος, τί κακία εἶναι αὐτή; Ἀντί νά χαρεῖ γιά τή θεραπεία γεμάτος φθόνο κατηγορεῖ;», γι’ αὐτό θά μιλήσουμε γιά τό φοβερό πάθος τοῦ φθόνου, γιατί πραγματικά εἶναι φοβερό. Ἄλλωστε ὅλοι μας, ἄλλοι λίγο, ἄλλοι πολύ, ἔχουμε πικρές ἐμπειρίες.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γιά νά δείξουν πόσο φοβερό πάθος εἶναι ὁ φθόνος, εἶχαν ἀπεικονίσει μέ σάν ἄριστο τρόπο τόν φθόνο. Εἶχαν λαξεύσει σέ μάρμαρο ἄνδρα πού στό χέρι τοῦ κρατοῦσε τό τρομερό φίδι τό ὁποῖο δάγκωνε μέ τά φαρμακερά του δόντια τοῦ τό στῆθος τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κατάτρωγε τά σωθικά. Φρικτούς πόνους δοκίμαζε ὁ δυστυχής πού ἦταν ζωγραφισμένοι στό πρόσωπό του. Δέν εἶχε ὅμως τήν πρόνοια καί τή δύναμη νά πετάξει τό φίδι ἀπό τό χέρι του καί νά λυτρωθεῖ, ἀλλά τό κρατοῦσε τό τροφοδοτοῦσε μέ τά σπλάχνα του καί τό γιγάντωνε μέ τό αἷμα του.
Αὐτός εἶναι καί ἔτσι εἶναι ὁ φθονερός ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος δηλαδή πού κρατεῖ στά χέρια τοῦ τό φαρμακερό φίδι τοῦ φθόνου μέ ἀποτέλεσμα νά δηλητηριάζει τή ζωή του, νά φθείρει τήν ὑγεία του καί νά πλημμυρίζει τή καρδιά του ἀπό φαρμάκι, ἀφοῦ οἱ χαρές καί οἱ ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων ἀποτελοῦν πηγές πόνου καί πικρίας γί΄αὐτόν τόν ἴδιο.
Νά λοιπόν τί εἶναι ὁ φθόνος. Ἕνα φοβερό δηλητήριο πού καταστρέφει πρῶτα αὐτόν καί μετά τούς ἄλλους. Ἕνα δηλητήριο πού γεμίζει καρδιές ἀκόμη καί ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς φοβερό πάθος. Πόσο φοβερό πάθος εἶναι ὁ φθόνος μας τό δείχνει καί ἡ παρακάτω ἱστορία μας.
«Σέ ἕνα μοναστήρι εἶχαν καλέσει στήν ἑορτή τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας μας ἕνα Ρουμάνο μοναχό τόν Π. Νεκτάριο, νά ψάλει σάν δεξιός ψάλτης. Κάποιοι λοιπόν μοναχοί ἀπό φθόνο, γιατί προτιμήθηκε αὐτός σάν δεξιός ψάλτης καί ὄχι κάποιος ἀπό τό μοναστήρι ἤ τά μοναστήρια τῆς περιοχῆς, ἔγιναν ὄργανα τοῦ διαβόλου καί ἔβαλαν δηλητήριο μέσα στό ρόφημα τοῦ ψάλτη.
Ὁ εὐλογημένος αὐτός μοναχός μόλις κατάλαβε τούς πρώτους πόνους νά τόν ζώνουν γεμάτος πίστη ἔτρεξε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, προσκύνησε καί κατόπιν πῆρε τό καντήλι της καί ἤπιε ὅλο τό περιεχόμενο λέγοντας «Παναγία μου σῶσε μέ γιατί μέ δηλητηρίασαν».
Ἡ Παναγία, ἀντίληψη, βοήθεια καί ἰατρός ὅλων ἐκείνων πού μέ πίστη τήν ἐπικαλοῦνται, μόλις ὁ Π. Νεκτάριος ἤπιε τό λάδι τοῦ καντηλιοῦ τῆς τόν ἐθεράπευσε καί μάλιστα τοῦ δημιούργησε μεγαλύτερη διάθεση γιά νά ψάλλει στήν ἑορτή της. Ἔτσι ὁ π. Νεκτάριος θά ὁμολογήσει τήν ἑπόμενη ἡμέρα «Οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχα τόση διάθεση καί καθαρότητα λάρυγγα, ὅπως εἶχα τή νύκτα». Ἔτσι ἔγινε τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἐπεδίωξε ὁ διάβολος νά ἐπιτύχει μέ φθονερούς μοναχούς.
Ἀδελφοί μου, βλέπετε πόσο πραγματικά εἶναι φοβερό τό πάθος τοῦ φθόνου, ἀφοῦ ὁδήγησε μοναχούς γιά νά ἱκανοποιήσουν τό πάθος τους νά σκεφθοῦν καί νά φθάσουν ἀκόμα καί στό ἔγκλημα.
Ἀλήθεια. Ποιός ζωγράφος θά μποροῦσε νά σχεδιάσει τήν ἀπαίσια μορφή τοῦ φθόνου καί πιό μολύβι εἶναι ἱκανό νά περιγράψει καί νά ἀπεικονίσει τό ψυχικό μαρτύριο ἐκείνου πού αὐτοκαταδικάζεται νά τροφοδοτεῖ μέ τή σάρκα καί τό αἷμα τοῦ τό ἀχόρταγο φίδι τοῦ φθόνου;
Γι’ αὐτό ἄς ξεριζώνουμε ἀπό μέσα μας τό πάθος τοῦ φθόνου μόλις ἀντιληφθοῦμε τήν ὕπαρξή του καί νιώσουμε τό δηλητήριό του νά δηλητηριάζει τή σκέψη μας καί ἔτσι καί τή ζωή μας. Τά μυστήριό της Μετανοίας καί ἐξομολόγησής μας περιμένει. Μήν ἀμελοῦμε ἀλλά νά πολεμοῦμε.
Ὁ Θεός μαζί σας καί μακριά ἀπό τό δηλητήριο τοῦ φθόνου

Ιερά Μητρόπολις Πάφου -Κυριακή Ι Λουκά



 «Ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν… ουκ έδει λυθήναι… τη ημέρα του Σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄ 16)   
Δυο καταστάσεις καταδίκασε με αποφασιστικότητα ο Ιησούς με τη διδασκαλία του. Η πρώτη είναι εκείνη της αμαρτίας και η δεύτερη είναι εκείνη της υποκρισίας. Όμως, στη συνέχεα, διαφοροποιεί τη θέση του έναντι των προσώπων που είναι εκφραστές αυτών των καταστάσεων.    
Έτσι, ενώ τον βλέπουμε να αποστρέφεται την αμαρτία, εν τούτοις δεν αποστρέφεται τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αντίθετα τον αγκαλιάζει με αγάπη και τον προσκαλεί σε μετάνοια. Συναναστρέφεται με τους «αμαρτωλούς» αδιαφορώντας για τα σχόλια των επικριτών του ότι είναι «φίλος τελωνών και αμαρτωλών» (Λουκ. ζ΄24) και ότι «ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς» (Λουκ ιε΄2). Απαντώντας δε στους επικριτές του θα πει ότι δεν ήρθε στον κόσμο για να καλέσει σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς. «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ θ΄13). Όμως, ενώ διαχωρίζει τους αμαρτωλούς από την αμαρτία, εν τούτοις δε διαχωρίζει τους υποκριτές από την υποκρισία. Και τούτο γιατί ο μεν αμαρτωλός αναγνωρίζει την ασθένειά του και αποδέχεται την προσφερόμενη θεραπεία, μέσω της μετάνοιας, ο δε υποκριτής όμως δεν αναγνωρίζει ασθένεια στον εαυτό του και άρα δεν μπορεί να αποδεχθεί και θεραπεία. Ο υποκριτής αντιλαμβάνεται λανθασμένα την αρετή, ο υποκριτής καταπιάνεται με τον τύπο και όχι την ουσία της αρετής, που είναι η αγάπη. Ο υποκριτής προσποιείται το σεβασμό προς το νόμο του Θεού και ότι αυτός ο σεβασμός εξαντλείται στην τυπική εφαρμογή των εντολών του Θεού, όπως έγινε σήμερα και με τον αρχισυνάγωγο ο οποίος αγανακτεί γιατί ο Ιησούς παραβίασε την εντολή της αργίας του Σαββάτου με τη θεραπεία της συγκύπτουσας.
Αυτή η αγανάκτηση υποκρύπτει δολιότητα και μίσος κατά τον Ιησού που έκανε τη θεραπεία και όχι σεβασμό στην ουσία της εντολής της αργίας του Σαββάτου. Ο αρχισυνάγωγος προσποιείται ζήλο και σεβασμό στην εντολή του Θεού για την εργασία και την αργία, ενώ το πραγματικό του κίνητρο είναι ο φθόνος κατά τον Ιησού, γιατί με τα θαύματα του προσείλκυε τους ανθρώπους. Παράλληλα με την αγανάκτηση του ο αρχισυνάγωγος για την παραβίαση της εντολής του νόμου του Θεού από τον Ιησού, έκρυβε τη δική του αδυναμία να θαυματουργήσει. Ακόμα αν η περί αργίας του Σαββάτου εντολή έπρεπε να εφαρμοστεί κατά γράμμα τότε, αφού αυτός είναι ο υπερασπιστής της εφαρμογής του νόμου του Θεού, πως γίνεται παραβάτης με το να επιτρέπει την παραβίαση της αργίας του Σαββάτου προσφέροντας στα ζώα τροφή και νερό; Αν για την αποτροπή της υλικής ζημιάς επιτρέπεται η παραβίαση της περί αργίας του Σαββάτου εντολής πόσο μάλλον για τη θεραπεία ενός ανθρώπου και μάλιστα μιας γυναίκας που, παρά το πρόβλημα υγείας που είχε, πήγε στη συναγωγή για να εκπληρώσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Μοναδικό κίνητρο της η αγάπη και ο σεβασμός προς το νόμο του Θεού.
Η αληθινή ευσέβεια, λοιπόν είναι πρώτιστα ευσέβεια αγάπης. Αγάπης προς το Θεό, όπως κάνει η συγκύπτουσα αλλά ισοδύναμα και αγάπης προς το συνάνθρωπο. Η μια αγάπη συνυπάρχει με την άλλη και δεν μπορεί να αποχωρισθεί με την άλλη  όπως τόνισε καθαρά ο Ιησούς στο νομικό. Έτσι απαντώντας στο ερώτημα του νομικού «ποια είναι  μεγαλύτερη εντολή στο νόμο» θα πει ο Ιησούς: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου, με όλη τη ψυχή σου και με όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή» Και δεύτερη, το ίδιο σπουδαία μ’ αυτή: «Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δυο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Ματθ. κβ΄ 36-40). Μάλιστα, μέσα από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, υπέδειξε ότι «πλησίον» είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ακόμα και ο εχθρός.
Αυτή η πρόσκληση του Ιησού για υπέρβαση της αγάπης προς τον εαυτό μας αποτελεί την κορυφαία προσφορά προς την ανθρωπότητα. Έτσι όταν μας παρέδιδε την καινούργια εντολή μας έλεγε: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωά. ιγ΄34-35).
Όπως η αγάπη είναι γνώρισμα του Θεού έτσι και η αγάπη γίνεται το γνώρισμα των Χριστιανών. Και όχι μόνο. Αλλά η αγάπη οδηγεί στην αληθινή γνώση του Θεού. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8). Μάλιστα η αγάπη που είναι δώρο και προσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο, βρίσκει την τέλεια έκφραση της όταν επιστρέφει σαν δώρο στο συνάνθρωπο.
Δυστυχώς αυτή τη μεγάλη αλήθεια της θρησκείας είτε δεν την συνειδητοποίησε ή και την αγνόησε ο αρχισυνάγωγος του σημερινού Ευαγγελίου. Έτσι εγκλώβισε τη θρησκεία σε καθορισμένους τύπους και αδιαφόρησε για την ουσία, που είναι το έλεος και η αγάπη.
Αυτό τον τύπο «ευσέβειας» καθιέρωσε κατά καιρούς ο άνθρωπος με αποτέλεσμα και τον ηθικό ξεπεσμό του. Έτσι, με την προσκόλληση στον τύπο μετέτρεψε την ευσέβεια από θεοφιλή σε θεομίσητη γιατί,  απογυμνώνοντας την από την αγάπη, την έντυσε με τον ψεύτικο μανδύα της υποκρισίας και την σταθεροποίησε στο πάθος και την εμπάθεια. Αυτό το είδος της ευσέβειας καταδίκασε απερίφραστα ο Ιησούς σαν επικίνδυνη εκδήλωση τόσο για εκείνον που την τροφοδοτεί, όσο και για τους γύρω του. «Γιατί, όπως είπε, κλείνετε στους ανθρώπους το δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Ούτε εσείς μπαίνετε, ούτε το επιτρέπεται σε όσους θέλουν να μπουν… Αλίμονο σας γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσία. Έτσι κι εσείς εξωτερικά φαίνεστε ευσεβείς στους ανθρώπους κι εσωτερικά είστε γεμάτοι υποκρισία και ανομία» (Ματ κγ΄ 14 και 27-28).
Αδελφοί μου, όταν η ευσέβεια εκφράστηκε με λόγια και έργα τότε μεγαλούργησε. Αντίθετα, όταν η ευσέβεια περιορίστηκε στους τύπους, τότε προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά τόσο στους άλλους όσο και στους ίδιους.
Στο όνομα της έγιναν «ιεροί πόλεμοι» και η αντιχριστιανική «Ιερά εξέταση». Στο «όνομα» της αγανάκτησε σήμερα ο αρχισυνάγωγος. Στο «όνομα» της αγανακτούν και σήμερα πολλοί. Ίσως ανάμεσα τους να είναι και ο εαυτός μας. Ας προσέξουμε όλοι. Ο αγιασμός τόσο της Κυριακής όσο και του εαυτού μας περνά μέσα από την αληθινή ευσέβεια. Δηλαδή της αρμονίας ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις μας. Παρά την υπάρχουσα υποκρισία εντούτοις υπάρχει και στην εποχή μας πραγματική ευσέβεια. Αυτή ας αποκτήσουμε κι εμείς. Αμήν.      


Θεόδωρος Αντωνιάδης

Σωτήρια υπέρβαση -Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου


 


Κυριακή Ι Λουκά: «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου»
Ισχυρή πρόκληση για μια σωτήρια υπέρβαση προβάλλει η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η οποία ξεδιπλώνει ενώπιόν μας μηνύματα ουράνιας αντοχής. Η συγκύπτουσα γυναίκα βίωνε το δικό της μαρτύριο πριν να γνωρίσει τη λύτρωση που προσφέρει η αγάπη του Χριστού στις προοπτικές
της θαυματουργίας Του. Πριν να λυτρωθεί όμως η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα έκανε το αποφασιστικό βήμα, το οποίο ζητεί πάντοτε από μας ο Χριστός. Η κατάστασή της ήταν όντως τραγική. Την είχε κυριεύσει πονηρό πνεύμα, σύμφωνα με την περιγραφή του ευαγγελιστή Λουκά. Την κρατούσε καθηλωμένη για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια χωρίς να μπορεί να ορθώσει το κορμί της και ήταν καταδικασμένη να βλέπει μόνο προς το έδαφος, αφού ήταν συγκύπτουσα.

Αλήθεια, πόσο μεγαλείο ψυχής και δύναμη πνευματική χρειάζεται κάποιος κάτω από τέτοιες συνθήκες να σέρνει το κορμί του, φοβερά ταλαιπωρημένο όπως ήταν και να παρευρίσκεται κάθε Σάββατο στη Συναγωγή; Να συμμετέχει στη λατρεία και κυρίως να διατηρεί την ελπίδα της.

Πολύ περισσότερο όμως, προκαλεί σίγουρα θαυμασμό το γεγονός ότι σε καμιά περίπτωση η γυναίκα εκείνη δεν διαμαρτυρόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Αντίθετα, εκείνο στο οποίο περιοριζόταν ήταν να επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και να επιζητεί την χάρη του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο ψυχής, ονομάζει τη γυναίκα «θυγατέρα του Αβραάμ», δηλαδή παιδί του Θεού.

Γέφυρα σωτηρίας

Πραγματικά πολλά θα μπορούσε να μας διδάξει η στάση της συγκύπτουσας γυναίκας, η πίστη της οποίας μπροστά στις φοβερές δοκιμασίες της ζωής την αναδεικνύει πρότυπο προς μίμηση. Ο πόνος, οι θλίψεις, οι ασθένειες και οι όποιες δοκιμασίες μέσα στις αγκάλες της αγάπης του Θεού μεταβάλλονται σε ευλογημένες γέφυρες σωτηρίας. Αυτό μας διδάσκει και η σοφία των πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πολύ εύστοχα σημειώνουν ότι ο άνθρωπος με τις δοκιμασίες και τις θλίψεις φωτίζεται, γιατί ο πόνος τον οδηγεί στην ταπείνωση, η οποία με τη σειρά της μας επαναφέρει στη φυσική ψυχική μας κατάσταση. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πνευματικά αδύνατοι ας γνωρίζουν ότι ο Θεός τους επισκέπτεται, όταν παρουσιάζονται σωματικές ταλαιπωρίες και κίνδυνοι και εξωτερικοί πειρασμοί. Ενώ οι τέλειοι ας Τον γνωρίζουν από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και από την προσθήκη των χαρισμάτων».

Πρότυπα ζωής

Εν μέσω θλίψεων, δοκιμασιών, αλλά και του μαρτυρίου, βάδισαν την οδό προς την τελείωση και αναδείχθηκαν αιώνια πρότυπα ζωής οι άγιοι που λάμπουν στο ορθόδοξο χριστιανικό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού. Δύο μεγάλες μορφές από αυτούς τιμούμε και σήμερα. Πρόκειται για την αγία Βαρβάρα τη Μεγαλομάρτυρα και τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, την πραγματικά εξέχουσα πατερική αυτή μορφή.

Η αγία Βαρβάρα ήταν μοναχοκόρη του επιφανούς Διοσκούρου, ο οποίος όταν διαπίστωσε ότι ήταν χριστιανή και μετά την άρνησή της να προσκυνήσει τα είδωλα, την παρέδωσε σε φρικτά βασανιστήρια. Κατακαίεται στα πλευρά, κτυπιέται με σιδερένιες σφαίρες στο κεφάλι, την σέρνουν στην πόλη γυμνή και τελικά «δέχεται διά ξίφους την τελευτήν, αυτού του ιδίου του πατρός ταις οικείαις χερσίν ανελόντος». Δηλαδή ο ίδιος ο πατέρας την αποκεφάλισε με τα χέρια του.

Πραγματικά, τόσο με το άγιο παράδειγμα της αγίας Βαρβάρας όσο και με εκείνο της συγκύπτουσας γυναίκας αποκαλύπτονται στη ζωή μας οι σωτήριες εκείνες δίοδοι διά μέσου των οποίων ο άνθρωπος ακόμα και μέσω των πιο ζοφερών καταστάσεων και δοκιμασιών αναδεικνύεται χαριτωμένη εικόνα του Θεού και ακτινοβολεί η παρουσία του σε φωτεινούς ορίζοντες.

Αγαπητοί αδελφοί, ιδιαίτερα μπροστά στα σημερινά αδιέξοδα της ζωής, ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα της συγκύπτουσας γυναίκας που μετά τη θεραπεία της από τον Κύριο «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν», αλλά και της αγίας Βαρβάρας που καταξιώθηκε να ανεβεί στα δυσθεώρητα ύψη της Μεγαλομάρτυρος.


Xριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
churchofcyprus.org.cy

Η υποκριτική τυπολατρεία (Κυριακή Ι΄Λουκά)-ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

 

Αντιμέτωπος με τη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού βρίσκεται ακόμα μία φορά ο Κύριός μας, αγαπητοί μου, όπως καταγράφεται στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ευρισκόμενος στη συναγωγή, ημέρα Σάββατο, θεράπευσε μια συγκύπτουσα γυναίκα, η οποία, επί δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, βίωνε το άλγος της ασθενείας. Η θαυματουργική επέμβαση του Ιησού προκάλεσε την μήνη και την οργή του αρχισυναγώγου, ο οποίος Τον κατηγόρησε για παραβίαση της αργίας του Σαββάτου, την οποία σαφώς ορίζει ο Μωσαϊκός νόμος. Ο εμπαθής και τυφλωμένος θρησκευτικά αρχισυνάγωγος, ενώ είδε με τα μάτια του το θαυμαστό γεγονός, ενώ έγινε μάρτυρας της θεραπείας της βαρέως ασθενούσας γυναίκας, ενώ τού δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει και πιστέψει στην Μεσσιανικότητα του Χριστού, ενώ είχε μπροστά του τόσους λόγους για να δοξάσει το όνομα του Θεού, ξέσπασε κατά του Χριστού οχυρωμένος πίσω από ανούσιες τυπικές διατάξεις. Απέδειξε ότι δεν ήταν υπηρέτης του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά ένας κοινός διεκπεραιωτής θρησκευτικών αναγκών και υποθέσεων, που εξέπεσε της υψηλής και υπεύθυνης αποστολής του, διακονώντας τον τύπο και όχι την ουσία.

Η λατρεία των εξωτερικών σχημάτων της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής και η αίσθηση ότι αυτά αρκούν για να θεωρηθεί κανείς σωστός και αυθεντικός Χριστιανός, έχει, δυστυχώς, διαπεράσει τον τρόπο ζωής πολλών ανθρώπων, που νομίζουν ότι με τον τρόπο αυτό είναι εντάξει έναντι του Θεού. Το φαινόμενο αυτό, πολύ διαδεδομένο στην εποχή μας, δημιουργεί ανθρώπους δύο ταχυτήτων. Ανθρώπους που φροντίζουν για την άρτια δημόσια Εκκλησιαστική τους εικόνα. Προβάλλουν εαυτούς ως πρότυπα νηστευτών, εκκλησιαζόμενων και προσευχόμενων Χριστιανών, με έντονη, μάλιστα, φιλανθρωπική δραστηριότητα, αλλά και διάθεση αυστηρού ελέγχου προς όλους τους άλλους που, κατά τη γνώμη τους, δεν ζουν κατά Χριστόν. Την ίδια στιγμή, στον προσωπικό τους βίο και έξω από τα αδιάκριτα μάτια των άλλων ανθρώπων, τα ίδια αυτά πρόσωπα εύκολα δικαιολογούν της αμαρτωλές ροπές και τις παθογόνες πτώσεις τους. Επιδεικνύουν αδίστακτη σκληρότητα όταν νιώθουν ότι θίγονται τα συμφέροντά τους. Αδιαφορούν για τις πραγματικές ανάγκες των συνανθρώπων τους, που δεν αντιμετωπίζονται με ευχολόγια.

Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί έχουν μετατρέψει την πίστη σε ιδεολογία, την γνήσια θρησκευτικότητα σε εθιμική συνήθεια, την αγάπη σε υποχρέωση, την πνευματική ζωή σε ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης και επαίνου από τους άλλους ανθρώπους.

Η τυπολατρεία, όμως, συχνά λαμβάνει και άλλες μορφές, από ανθρώπους με έντονη πνευματική ζωή. Αναζητούν την γνησιότητα και την αυθεντικότητα στους πνευματικούς τους πατέρες, επιλέγοντάς τους και κρίνοντάς τους με βάση την εξωτερική εικόνα και όχι τα εσωτερικά χαρίσματα. Τα μακριά γένια και τα μαλλιά στους κληρικούς, το χαμηλό βλέμμα και η ταπεινοσχημία, συχνά ανάγονται σε κριτήρια αυθεντικότητας για τους ιερωμένους, που, σε αντίθετη περίπτωση, καταγγέλλονται ως κοσμικοί και μη παραδοσιακοί. Η αντίληψη αυτή, που φανερώνει σαφές έλλειμμα διακρίσεως και αληθινής πνευματικότητας, στηλιτεύεται ακόμα και από την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας μας, που πολεμά τον πειρασμό της τυπολατρείας. Ας ακούσουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: «Είχαμε ακούσει ότι ο Γέροντας έχει γενειάδα που φθάνει ως τη γη και θέλαμε να τον παρακαλέσουμε να μάς την δείξει. Φοβούμενοι, όμως, μήπως τον προσβάλωμε, ζητήσαμε, εκ των προτέρων να μάς συγχωρήσει. Εκείνος απόρησε, αλλά μάς το υποσχέθηκε. Τότε τον παρακαλέσαμε να λύσει την γενειάδα και αυτός αμέσως ξεκούμπωσε το ζωστικό, την έλυσε από τη μέση, όπου την είχε περιτυλίξει και την άφησε ελεύθερη. Σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος. Ο  Γέροντας μάς ικανοποίησε, αλλά παρατήρησε ότι αυτή η περιέργειά μας είναι μάταια και ανωφελής. Η τρίχα – μακριά ή κοντή – δεν σημαίνει τίποτε, δεν συντελεί στη σωτηρία, για την οποία δεν είναι απαραίτητες οι μακριές τρίχες, που σαπίζουν στον τάφο, αλλά τα θεάρεστα έργα»[1]

Από τα παραπάνω συμπεραίνεται , αδελφοί μου, ότι η σωτηρία της ψυχής μας δεν εξαρτάται από την τυφλή εφαρμογή τυπικών διατάξεων και νόμων, αλλά από τα έργα της αγάπης μας, όταν αυτά είναι καρπός γνήσιας και διακριτικής πίστης, έντονης και ουσιαστικής Μυστηριακής ζωής και ευλογημένης μετανοίας. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Κυριακή Ι' Λουκά: Ομιλία περί της σταθερότητος την οποίαν χρεωστούμε να έχωμεν εις την ευσέβειαν της Αγίας μας Πίστεως (Προκόπιος ο Μεγαλοσπηλαιώτης)

Θεραπεία της συγκυπτούσης γυναικός

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. ιγ. 10 – 17.

Τω καιρώ εκείνω, Ήν διδάσκων ο Ιησούς εν μιά των συναγωγών εν τοις σάββασι. και ιδού γυνή ήν πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ήν συγκύπτουσα, και μή δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. ιδών δέ αυτήν ο Ιησούς, προσεφώνησε και είπεν αυτή, γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου, και επέθηκεν αυτή τας χείρας, και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. αποκριθείς δέ ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω, έξ ημέραι εισίν εν αις δεί εργάζεσθαι, εν ταύταις ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μή τη ημέρα του σαββάτου. απεκρίθη ούν αυτώ ο Κύριος και είπεν, υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βούν αυτού η τον όνον απο της φάτνης, και απαγαγών ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι απο του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; και ταύτα λέγοντος αυτού, κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πάς ο όχλος έχαιρεν επι πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού.


Απόδοση:

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε επάνω της τα χέρια του, κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς• μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του, κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)


Ομιλία Προκοπίου του Μεγαλοσπηλαιώτου, περί της σταθερότητος την οποίαν χρεωστούμε να έχωμεν εις την ευσέβειαν της Αγίας μας Πίστεως

«Αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος αγανακτών, ότι τω Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω. Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου».

Αυτός, εσκοτισμένος από το πάθος του φθόνου ο οποίος του εκυρίευε την καρδίαν εναντίον του Ιησού, όχι μόνον έκλεισε τα ώτα του για να μην ακούει την απόρρητον σοφία του Ιησού, όχι μόνον εσφράγισε τους οφθαλμούς του για να μη βλέπει την θείαν εκείνην ενέργεια των θαυμάτων του, τα οποία ήσαν ικανά να στρέψουν κάθε καρδία στην πίστη και στον σεβασμό του θείου υποκειμένου του, αλλά και τον κατεδίκασε μάλιστα με μίαν τολμηράν αυθάδειαν ενώπιον του λαού ως παραβάτην του νόμου. Και αυτό διότι εθαυματούργησε κατά την ημέρα του Σαββάτου, και εθεράπευσε με ένα μόνον λόγο μίαν δυστυχισμένην γυναίκα από μίαν ανίατον ασθένειαν, η οποία την ετιμωρούσε επί δεκαοκτώ χρόνους. «… Εξ ημέραι εισίν, εν αις δει εργάζεσθαι. Εν ταύταις ουν εισερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου». Τώρα θέλετε άλλην μεγαλυτέραν αναισθησίαν από αυτήν που εκυρίευσε τούτον τον άθλιον αρχισυνάγωγον μέσα σε εκείνην την Συναγωγήν, όπου εδίδασκε και θαυματουργούσε ο Ιησούς; Πόσοι τέτοιοι όμως ευρίσκονται ακόμη και στην Εκκλησίαν μας, οι οποίοι κλείνουν τους οφθαλμούς των στα φώτα της πίστεώς μας για να μη βλέπουν τις θαυματουργίες της, και σφραγίζουν την ακοήν τους για να μην ακούουν τις ουράνιες διδασκαλίες της; Έτσι γίνονται όμοιοι με τα αναίσθητα είδωλα των εθνών.

Τρία προτερήματα πρέπει να διαθέτουν οι καρπερές ρίζες των δένδρων. Πρέπει να είναι σταθερές, για να κρατούν το δένδρον ασάλευτο στις προσβολές των ανέμων. Να είναι βαθείες, για να το τρέφουν με την γονιμότητα της γης. Να είναι καρποφόρες, για να το πλουτίζουν με καρπούς. Αυτά τα τρία αποτελούν και τις πλέον εξαίρετες αρετές της χριστιανικής πίστεως. Αυτή πρέπει να είναι στερεά, για να κρατά τον νου του ανθρώπου σταθερόν στην αρχικήν παραδοχή της αληθείας, και να μη τον αφήνει να ταλαντεύεται από τις προσβολές των εναντίων περιστάσεων. Πρέπει να είναι βαθεία, για να τον τρέφει με την μετάληψη των θείων μυστηρίων. Πρέπει να είναι καρποφόρος, για να πλουτίζει την καρδία του ανθρώπου με τον πολλαπλασιασμόν των καλών έργων. «Το γαρ επίστασθαί σε ολόκληρος δικαιοσύνη, και το ειδέναι το κράτος σου, ρίζα αθανασίας».

Προσέχετε για να καταλάβετε. Η χριστιανική πίστις δεν είναι καμία πίστις απλή, που ημπορεί να γεννήσει στον νου μας κάποιαν αμφιβολίαν, αλλά είναι μία πίστις ουράνιος, η οποία δεν καταδέχεται κανένα κίνημα δισταγμού ή αμφιβολίας. Και το αίτιον αυτής της αναντιρρήτου βεβαιότητος είναι η θεία αλήθεια, επάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η αγία πίστις των χριστιανών. Η εμπιστοσύνη που δίδουμε εμείς στα λόγια ενός ανθρώπου, έχει ως θεμέλιόν της δύο αφορμές. Η μία είναι η γνώσις του, η άλλη είναι η αγαθότης του. Και έτσι στοχαζόμεθα ότι αυτός που μας ομιλεί, δεν μας παραπλανά με όσα μας λέγει. Επειδή έχει ορθήν γνώση των πραγμάτων, και επειδή είναι αγαθός άνθρωπος. Γι’ αυτό και δίδουμε περισσοτέραν εμπιστοσύνη στα λόγια ενός σοφού παρά στα λόγια ενός αμαθούς. Και περισσότερον εμπιστευόμεθα έναν ενάρετον παρά έναν πονηρόν. Αν είναι έτσι, γίνεται φανερόν ότι εμείς οφείλουμε να δίδωμε μίαν άπειρον πίστη σ’ εκείνα που μας λέγει ο Θεός, εάν βέβαια ο νους μας ήταν ικανός για μίαν τοιαύτην απειρότητα πίστεως. Επειδή ο Θεός είναι ουσιώδης σοφία, είναι αδύνατο να μη γνωρίζει τα πράγματα κατά τη φυσικήν τους οντότητα. Και επειδή αυτός είναι η καθ’ αυτό αγαθότης και αλήθεια, είναι αδύνατον να μας απατήσει σε όσα μας λέγει. Όθεν εμείς είμεθα περισσότερον από βέβαιοι, ότι δεν αστοχούμε όταν δίδομε όλην μας την πίστη σε έναν πάνσοφον και πανάγαθον Κύριον. Η αιτία λοιπόν για την οποία χρεωστούμεν εμείς οι χριστιανοί να κρατούμε ως βεβαία την πίστη μας, δεν είναι ότι εγεννήθημεν μέσα σε αυτήν. Δεν είναι ότι ανετράφημεν με το γάλα της διδασκαλίας της. Δεν είναι για το παράδειγμα που έχουμε από τους προγόνους μας στο να κρατούμε ως βεβαίαν αυτήν την πίστη. Ούτε οι ισχυρές αποδείξεις που προβάλλουν επάνω στην αλήθειάν της οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Αλλά η πρώτη και καθ’ αυτό αιτία για την οποία πρέπει να κρατώμεν ως βεβαία την πίστη μας είναι ότι την εφανέρωσεν ο ίδιος ο Θεός στην αγίαν μας Εκκλησία, και δια μέσου της Εκκλησίας μας την εφανέρωσε και σ’ εμάς.

Ακούστε ένα θαυμαστόν γεγονός επάνω σ’ αυτήν την αλήθεια. Στην εποχή του Μαξιμιανού, επαρουσιάσθη στον έπαρχο του βασιλέως αυτού, ονομαζόμενον Ασκληπιάδην, ένας χριστιανός, το όνομα του οποίου ήταν Ρωμανός, και ομολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, υβρίζοντας τους ψευδώνυμους θεούς των Ελλήνων. Άρχισαν λοιπόν, δια προσταγής του επάρχου, να τον βασανίζουν, βιάζοντάς τον να αρνηθεί τον Χριστόν και να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο άγιος όμως δεν ησθάνετο τόσον τους πόνους των βασάνων στο σώμα του, όσον ησθάνετο μίαν λύπη στην καρδία του, επειδή δεν ημπορούσε να πείσει τον έπαρχο να γνωρίσει τον αληθινόν Θεό. Και επειδή με τα λόγια δεν κατόρθωνε τίποτε, ηθέλησε να τον καταπείσει με ένα θαύμα, που εσκέφθη να κάμει με την δύναμη του Κυρίου. Όθεν, λησμονώντας τους πόνους του, στρέφεται κάποιαν στιγμή στον έπαρχον, και του ομιλεί με τον τρόπον τούτον: Ω Ασκληπιάδη, εάν δεν θέλεις να πεισθείς στα λόγια τα ιδικά μου, που κηρύττω τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ρώτα έστω εκείνο το βρέφος, που είναι τόσον άκακο, για να μάθεις αυτήν την αλήθειαν από το στόμα του. Και λέγοντας έτσι, κάνει νεύμα σε μια γυναίκα χριστιανήν που έστεκεν εκεί και κρατούσε στις αγκάλες της ένα βρέφος μικρόν και το παρουσίασε στον έπαρχο. Αυτό, αφού ηρωτήθη, ύψωσε την φωνήν του και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Συγχυσμένος λοιπόν ο Ασκληπιάδης για την αλήθειαν αυτήν που ήκουσεν από το στόμα του βρέφους, το ερωτά πάλι ποίος το εδίδαξεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός. Και αυτό αποκρίνεται ότι το έμαθεν από την μητέρα του, και η μητέρα του το έμαθεν από τον Θεόν. Ιδού λοιπόν η ωραιοτέρα απόκρισις, την οποία πρέπει να δίδει ένας χριστιανός, σ’ εκείνους που συμβαίνει να τον ερωτήσουν με τρόπον παρόμοιον για την αλήθεια της πίστεώς μας. Ποίος σε εβεβαίωσεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, ότι είναι υιός του Θεού, ότι απέθανε για την σωτηρίαν του κόσμου, ότι ανέστη τριήμερος, ότι μέλλει κάποτε να κρίνει όλο το γένος των ανθρώπων; Ποίος με εβεβαίωσε; Με εβεβαίωσεν η Μητέρα μου η Αγία Εκκλησία. Και αυτή το έμαθεν από τον ίδιον τον Θεόν.

Ιδού πώς ηκολούθησαν τα πράγματα. Ο Ιησούς Χριστός εφανέρωσε τα μυστήρια της πίστεως στους αγίους Αποστόλους του, οι Απόστολοι τα παρέδωσαν στην Εκκλησίαν, η Εκκλησία τα εδίδαξε σ’ εμάς. Βεβαίως δεν είναι αναγκασμένοι όλοι οι χριστιανοί να γνωρίζουν εις βάθος όλα τα απόρρητα μυστήρια της πίστεώς μας, έχουν όμως όλοι χρέος να γνωρίζουν ορισμένα, τα πλέον εξαίρετα και σωτήρια, και να τα πιστεύουν αδιστάκτως. Και αυτά είναι τα μυστήρια εκείνα τα οποία περιέχονται στο Σύμβολον της Πίστεως, που είναι τόσον αναγκαίον να πιστεύονται αδιστάκτως, ώστε είναι δύσκολο να σωθεί όποιος αμφιβάλλει και σε ένα μόνον.
Δεν είναι όμως αρκετόν για την σωτηρίαν ενός χριστιανού να γνωρίζει μόνο την εξήγηση των μυστηρίων της πίστεώς μας, αλλά πρέπει να γνωρίζει ακόμη και άλλα πολλά τα οποία αποβλέπουν στην σωτηρία του. Είναι αναγκαίον σε κάθε χριστιανόν να γνωρίζει ότι δεν αρκεί μόνον η θέλησις του ανθρώπου στο να μετανοήσει από τις αμαρτίες του, αλλά χρειάζεται να συνεργήσει και η χάρις του Θεού. Η οποία δεν χαρίζεται ούτε σε όλους τους καιρούς, ούτε σε όλους τους αμαρτωλούς. Και μάλιστα είναι το πλέον δύσκολο να δοθεί σε έναν αμαρτωλό που έφθασε να λησμονήσει τον Θεόν για πολύν καιρόν, δουλεύοντας ακατάπαυστα κάτω από τον ζυγόν της αμαρτίας. Και τούτο το βλέπουμε φανερά σε πολλούς οι οποίοι αποθνήσκουν αμετανόητοι μέσα στην αμαρτία τους, ενώ διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα εύρουν κάποιαν ευκαιρία μετανοίας. Από την αμάθειαν προέρχεται το ότι πολλοί χριστιανοί είναι τόσον αμέριμνοι για την σωτηρία τους, ώστε, μολονότι καθημερινώς απομακρύνονται από τον Παράδεισον με τις αδιακόπους αμαρτίες τους, παρ’ όλα ταύτα πιστεύουν ότι ευρίσκονται πλησίον στην θύρα του Παραδείσου. Πόσον αναγκαίον είναι να γνωρίζουν οι χριστιανοί ότι η αμαρτία είναι ένα άπειρον κακό, και πως ο Θεός έχει ένα άπειρον μίσος γι’ αυτήν, διότι προξενεί άπειρον ύβριν στην θείαν του μεγαλειότητα! Από αυτήν την αμάθεια συμβαίνει να νομίζουν πολλοί ότι όσον κακόν είναι να πέσει κάποιος μίαν φοράν σε μίαν αμαρτίαν, τόσον είναι να πέσει και πολλές φορές. Αχ! πόσες ζημίες προέρχονται στις ψυχές των χριστιανών από παρόμοιες αμάθειες! Η ψυχή η αμαθής, σκεπασμένη από το σκότος της αγνωσίας της, δεν πείθεται στις φωνές της Εκκλησίας, δεν κινείται σε κανένα καλόν απόχτημα, δεν αποφεύγει κανένα κίνδυνον.

Και αν είναι άξιοι καταδίκης τόσοι ασεβείς, οι οποίοι εγεννήθησαν μέσα στο σκότος της ασεβείας και δεν βλέπουν την αλήθειαν, πόσης καταδίκης άξιοι είναι άραγε οι χριστιανοί εκείνοι, που εγεννήθησαν μέσα στο φως της ευσεβείας, και κλείνουν θεληματικώς τους οφθαλμούς των για να μη βλέπουν την οδό της σωτηρίας τους; Λέγουν ότι δεν έχουν χρόνο να εξετάσουν για να μάθουν, διότι είναι κοσμικοί και έχουν τις φροντίδες του σπιτιού τους, έχουν να οικονομήσουν την οικογένεια και τόσες άλλες υποθέσεις. Τι σημαίνει όμως αυτό; Αν έχουν οικογένεια και παιδιά, δεν έχουν άραγε και ψυχήν να οικονομήσουν; Για την ψυχήν ουδείς λόγος, καμία επιμέλεια. Επειδή είναι κοσμικοί, νομίζουν ότι δεν ημπορούν να ζήσουν ως χριστιανοί, να περιπατήσουν ως τέκνα φωτός. Ω αναισθησία μεγάλη!Μία πίστις λοιπόν τόσον ανάβαθη, δεν είναι καθόλου περίεργον να μένει εξ ίσου άκαρπη. Η εκλεκτή πίστις πρέπει όχι μόνον να είναι σταθερά στην βεβαιότητα και βαθεία στην γνώσιν, αλλά να είναι ακόμη και καρποφόρος στα έργα της ευσεβείας. «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου», λέγει ο θείος Ιάκωβος. Η πίστις είναι συνδεδεμένη με τα καλά έργα, καθώς η ρίζα του δένδρου είναι συνδεδεμένη με τους καρπούς.

Ένας χριστιανός λοιπόν ο οποίος κρατά στην καρδία του την ρίζα της πίστεως σταθεράν, έπειτα όμως δεν γεννά καρπούς της πίστεως, αυτός βεβαίως «εκκόπτεται, και εις πυρ βάλλεται», όπως το άκαρπον δένδρον. Διότι η χριστιανική πίστις δεν είναι μόνον ένα φως ουράνιον, που φωτίζει τον νου να γνωρίζει την αλήθεια, αλλά είναι και μία δύναμις η οποία βοηθεί συγχρόνως την θέληση να εργάζεται τα έργα της αρετής. Δεν είναι δύναμις μόνον θεωρητική αλλά και πρακτική. Η αρχή της πίστεως είναι η θεωρία και η γνώσις. Αλλά το τέλος της, η ολοκλήρωσίς της, είναι η πράξις. Γι’ αυτό η πίστις μας ονομάζεται από τον Θεόν ουράνιος αρραβώνας: «Και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εν πίστει», για να καταλάβωμε ότι το αποτέλεσμα τούτο του αρραβώνος είναι η καρποφορία των αρετών. Αν μια φωτιά δεν έχει την ύλην που απαιτείται για να συντηρηθεί, τότε χάνει την δύναμή της και αποθνήσκει. Και η πίστις, που είναι ένα ουράνιον φως το οποίον ανάπτει μέσα στον νου μας, αποθνήσκει όταν εμείς δεν την βοηθούμε με τα καλά έργα, και μένει ανενέργητος. «Συ πιστεύεις ότι ο Θεός εις εστί. Καλώς ποιείς. Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι. Θέλεις δε γνώναι, ω κενέ άνθρωπε, ότι η πίστις χωρίς των έργων, νεκρά εστί;». Όταν η πίστις δεν συνοδεύεται από καλά έργα, δεν της αρμόζει πλέον το όνομα της πίστεως. Όπως ένα ανθρώπινον σώμα, όταν χωρισθεί από την ψυχή, μένει νεκρό και δεν ημπορεί πλέον να ονομασθεί άνθρωπος.

Τώρα σας αφήνω να στοχασθείτε πόσον εύκολον είναι να διαφθαρεί η πίστις εντελώς όταν είναι αποθαμένη. Είναι αληθώς πολύ δύσκολο να παραμείνει ζωντανή η πίστις μέσα στην καρδίαν ενός αμαρτωλού, η οποία είναι ωσάν μία βρωμερά φυλακή που του στερεί την ζωή μίαν ώραν ενωρίτερα.

Αγαπητοί αδελφοί, για να μην συμβεί σε μας μία τοιαύτη μεγάλη δυστυχία, ας ακούσομε την συμβουλήν του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος μας λέγει να ερευνούμε πάντοτε τον εαυτόν μας, για να διαπιστώνωμε αν ευρισκώμεθα μέσα στην πίστιν. «Εαυτούς πειράζετε ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε». Διότι δεν αρκεί να αποκτήσωμε εμείς την πίστιν, αλλά και η πίστις πρέπει να αποκτήσει εμάς, να μας κάνει κτήμα της, εις τρόπον ώστε να εργαζώμεθα εμείς με την δύναμη της πίστεως, και η πίστις να ενεργεί με την ιδικήν μας εργασία. Και όλα μας τα έργα να περνούν από τα χέρια της, να έχουν αυτήν ως κριτήριο, και να κανονίζονται από τους ιδικούς της σκοπούς. Ας εξετάζομε τον εαυτόν μας μήπως η πίστις στην καρδία μας δεν είναι σταθερά. Μήπως ταλαντεύεται από τις αμφιβολίες που ημπορούν καμμίαν φοράν να περνούν από τον λογισμόν μας, ή με την συνεργία του δαίμονος, ή εξ αιτίας των σαρκικών μας παθών, τα οποία κινούνται σαν λαίλαπες για να σβήσουν τελείως από την καρδία μας αυτόν τον πυρσόν της πίστεως. Ας ερευνούμε μήπως πιστεύομε με πίστιν ανθρωπίνην, εκείνο το οποίον οι άλλοι χριστιανοί πιστεύουν με πίστιν θείαν. «Έχετε πίστιν Θεού», μας λέγει ο Κύριος. Πίστιν Θεού εννοεί πίστιν που έχει την αρχή της από τον Θεόν, και επεκτείνεται στον Θεόν, αυτόν έχει κατάληξή της. Και όταν βεβαιωθεί η καρδία μας ότι έχομε πίστιν Θεού αληθινήν, ας ερευνήσομε ακολούθως εάν αυτή η πίστις είναι βαθέως ριζωμένη μέσα στην γνώση των μυστηρίων εκείνων που οφείλουν οι χριστιανοί να γνωρίζουν λεπτομερώς.

Ας μην περνά από τον νου σας αδελφοί ότι το όνομα χριστιανός μέλλει να μας τιμήσει ενώπιον του Θεού, εάν μας λείπει η ζωή του χριστιανού. Μάλιστα αυτό το όνομα θα συμβάλει στο να μας αποστραφεί ο Θεός, εάν παρουσιασθεί γυμνόν από τα έργα της αρετής. Το πολύτιμον και ευωδέστατον μύρον των μυστηρίων μας, το καθαρτικότατον ύδωρ του αγίου Βαπτίσματος, το δυναμικότατον έλαιον του αγίου Χρίσματος, όλα αυτά τα τόσον σωτήρια φάρμακα της ψυχής μας, μέλλουν να χρησιμεύσουν στους αμαρτωλούς για να φανούν πιο αμαρτωλοί ενώπιον του προσώπου του Κυρίου μας. Διότι τα εμόλυναν με τις μολυσμένες πληγές των αμαρτιών τους. Και όπως είπε ο ίδιος, πρόκειται να τους τιμωρήσει σκληρότερα από εκείνους τους ειδωλολάτρες της Τύρου και της Σιδώνος. «Λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως, ή υμίν».

«Εαυτούς πειράζετε, ει εστέ εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε» και παρακαλείτε τον Χριστόν και Θεόν, να σας χαρίζει την ενότητα, την σταθερότητα της πίστεως, να μη μεταβάλλεται αυτή από συνεχείς αυξομειώσεις. Τέλος, η στάθμη και η λυδία λίθος με τα οποία ημπορείτε να δοκιμάζετε τον εαυτόν σας, εάν η πίστις ευρίσκεται ριζωμένη μέσα στην καρδία σας, και εάν σεις ευρίσκεσθε μέσα στην χάρη της πίστεως, είναι να έχετε υπομονήν στις θλίψεις σας, και να καρποφορείτε πάντοτε στα έργα της αρετής. Τότε θα βεβαιωθείτε, ναι, ότι όλος ο Χριστός κατοικεί μέσα στην ψυχή σας, και σεις ευρίσκεσθε όλοι μέσα στην χάρη του. «Ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστί, ει μη τι αδόκιμοι εστέ;», έτσι μας βεβαιώνει ο θείος Παύλος. Και ο Κύριος μας παραγγέλλει: «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν». Και έτσι είναι όλη η αλήθεια.

(Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 387 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή Ι’ Λουκά – Η θεραπεία της συγκύπτουσας

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιγ΄ 10-17
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ  Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ  Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα  Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Η θεραπεία της συγκύπτουσας

Κάθε Κυριακή

Κάποιο Σάββατο ο Κύριος, όπως συνήθιζε, δίδασκε σε μία απ’ τις Συναγωγές. Ανάμεσα στο πλήθος μόλις που ξεχώριζε μία γυναίκα σκυμμένη διαρκώς με κυρτωμένο το σώμα της τόσο πολύ, που δεν μπορούσε καθόλου να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. Βασανιζόταν η δύστυχη δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια από σατανική ενέργεια. Όταν λοιπόν την είδε ο Κύριος, της φώναξε: Γυναίκα, είσαι ελεύθερη από την αρρώστια σου. Άπλωσε πάνω της τα χαριτόβρυτα χέρια του και την ίδια στιγμή έγινε καλά, σηκώθηκε ολόρθη και δόξαζε τον Θεό για τη θεραπεία της.
Γιατί όμως ο Κύριος σπλαχνίσθηκε και θεράπευσε τη γυναίκα αυτή χωρίς η ίδια να ζητήσει τη θεραπεία της; Διότι η γυναίκα αυτή ήταν ευσεβής, αν και είχε μία τόσο βασανιστική και παραμορφωτική ασθένεια, που καθιστούσε δύσκολη και επίπονη κι αυτήν ακόμη τη μετακίνησή της, δεν απουσίαζε όμως από τη Συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου. Επιπλέον η γυναίκα αυτή, ενώ ήταν άρρωστη δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν σκληρύνθηκε η καρδιά της, δεν έγινε άπιστη. Αντίθετα μέσα στη δοκιμασία της έμεινε σταθερή στην πίστη της. Και προσήλθε στη Συναγωγή με τόσο κόπο, διότι είχε πόθο να ακούει το λόγο του Θεού. Φαίνεται μάλιστα ότι άκουγε το κήρυγμα του Κυρίου με ενδιαφέρον πολύ κι εκδήλωνε βαθιά εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν της ζήτησε πίστη για να κάνει το θαύμα, διότι διέκρινε την εσωτερική της διάθεση. Ούτε της είπε «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κατόπιν μάλιστα την ονόμασε και «κόρη του Αβραάμ», για να αποκαλύψει την ευσέβειά της.
Φαίνεται λοιπόν ότι η γυναίκα αυτή είχε εξαγνισθεί με την ασθένειά της, είχε αποκτήσει βαθύτερη ευσέβεια και πίστη. Ήλθε στη Συναγωγή για να διδαχθεί και να ωφεληθεί πνευματικώς. Και ο Κύριος μαζί με την ωφέλεια της ψυχής της της χάρισε και τη θεραπεία του σώματος.
Η γυναίκα αυτή έγινε σ’ όλους παράδειγμα που μας διδάσκει πολύ. Μας διδάσκει να συμμετέχουμε κάθε Κυριακή στη λατρεία του Θεού. Και μάλιστα εμείς που δεν πηγαίνουμε απλώς σε Συναγωγή για την ακρόαση του λόγου του Θεού, αλλά πηγαίνουμε στους ιερούς Ναούς μας, όπου τελείται η φοβερή και αναίμακτη θυσία του Κυρίου μας, άγγελοι και άγιοι και ο ίδιος ο Θεός είναι ανάμεσά μας. Πόσο αδικαιολόγητοι λοιπόν είμαστε να απουσιάζουμε, όταν μία συγκύπτουσα με τόσο κόπο δεν παρέλειπε το ιερό της καθήκον. Και τι απολογία θα δώσουμε στο Θεό την ώρα της Κρίσεως, όταν ο Κύριος θα κρίνει μπροστά μας κι εκείνη κι εμάς; Κάθε Κυριακή λοιπόν στο Ναό του Θεού, για να παίρνουμε χάρη και δύναμη, φως και ζωή. Κάποτε και το θαύμα, εάν ο Θεός το κρίνει.

Ο φθόνος οδηγεί σε παραλογισμό

Μόλις η γυναίκα θεραπεύτηκε, τα έκπληκτα μάτια όλων στράφηκαν προς τον Κύριο. Ένας όμως δεν άντεχε την κατάσταση αυτή. Ο Αρχισυνάγωγος! Αυτός δεν μπόρεσε να κρύψει τη ζήλεια του, και γεμάτος αγανάκτηση άρχισε να διαμαρτύρεται: Έξι μέρες μπορούμε να εργαζόμαστε, φώναξε. Αυτές τις εργάσιμες ημέρες να έρχεστε να θεραπεύεστε, κι όχι το Σάββατο.
Ο Κύριος όμως βλέποντας τη φοβερή υποκρισία και το φθόνο του Αρχισυναγώγου, τον ξεσκέπασε μπροστά σε όλους: Υποκριτή, του λέει. Ο καθένας σας την ημέρα του Σαββάτου δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδουράκι του από τη φάτνη και δεν το πηγαίνει να το ποτίσει; Και το κάνει αυτό χωρίς να θεωρείται παραβάτης της αργίας του Σαββάτου. Αυτή όμως η γυναίκα, που είναι κόρη του Αβραάμ και την έδεσε ο σατανάς με τέτοια αρρώστια, ώστε να μην μπορεί να σηκωθεί όρθια δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να θεραπευτεί την ημέρα του Σαββάτου; Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο Κύριος, ντροπιάζονταν όλοι οι αντίθετοί του και ιδιαιτέρως ο Αρχισυνάγωγος.
Διότι αυτός ήταν τόσο πολύ κυριευμένος από το φθόνο, ώστε παραλογίστηκε. Επειδή δεν τολμούσε να ελέγξει κατευθείαν τον Κύριο, τα έβαλε πονηρά και υποκριτικά με το λαό. Τους κατηγόρησε ότι παρέβαιναν το Σάββατο, ενώ καμία σχέση δεν είχε ο λαός με τη θεραπεία που έγινε. Αλλά ούτε η γυναίκα που θεραπεύτηκε παρακάλεσε τον Κύριο να τη θεραπεύσει. Έπρεπε λοιπόν να διαμαρτυρηθεί και να αρνηθεί τη θεραπεία της; Τέλος, αντί να αναγνωρίσει ο Αρχισυνάγωγος το θαύμα που έγινε, το παρουσιάζει ως μια απλή ανθρώπινη ενέργεια! Εάν ήταν όμως μία φυσική θεραπεία, τότε γιατί δεν την έκανε ο ίδιος στη συγκύπτουσα κάποια άλλη μέρα; Τόσα χρόνια την είχε κοντά του.
Ο φθόνος λοιπόν παραλογίζει και εξευτελίζει τον άνθρωπο. Είναι μία ασθένεια που όταν μας κυριεύσει, μας κάνει ανεξέλεγκτους. Κάποτε οδηγεί και σε πράξεις αποτρόπαιες και εγκληματικές. Πάντοτε όμως αναστατώνει και συχνά διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις. Γίνεται τείχος ακόμη κι ανάμεσα σε συγγενείς. Διαλύει οικογένειες, φιλίες, καταστρέφει ψυχές. Χρειάζεται επομένως πολλή προσοχή. Εάν βλέπουμε μέσα στην ψυχή μας το παραμικρό ίχνος ζήλειας, μην το αφήνουμε να εξελιχθεί. Αλλά να προστρέχουμε στο έλεος του Θεού, στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως και να ζητούμε τη Χάρη του Θεού για να το καταπολεμήσουμε αμέσως, πριν να είναι πολύ αργά.
Από το περιοδικό “Ο Σωτήρ“, τ. 1990

Κυριακή Ι' Λουκά - π. Χερουβείμ Βελέντζας



(κεφ. 13, 10-17)

Η διήγηση της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής μας περιγράφει τη θεραπεία της συγκύπτουσας, μιας γυναίκας που λόγω της ασθένειάς της ήταν κυρτωμένη και ταλαιπωρούνταν επί δεκαοκτώ έτη. Όταν την είδε ο Χριστός, ένα Σάββατο που δίδασκε στη Συναγωγή, την σπλαγχνίστηκε, μας λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς, και με ένα Του λόγο, χωρίς αυτή να το ζητήσει, τη θεράπευσε. Ωστόσο το θαύμα αυτό αντί να κάνει τους σκληρόκαρδους φαρισαίους να θαυμάσουν μαζί με όλο το λαό τα μεγαλεία του Θεού, κίνησε την αγανάκτηση του αρχισυνάγωγου, που τους κάλεσε να προσέρχονται τις άλλες μέρες για να θεραπεύονται, και να μη “καταλύουν” την αργία του Σαββάτου. “Υποκριτές”, απαντά ο Ιησούς, “ο καθένας δεν λύνει το Σάββατο το βόδι του ή το γαϊδουράκι του για να πάει να το ποτίσει; και αυτή η γυναίκα, που δεν είναι ζωντανό αλλά παιδί του Αβραάμ, δεν έπρεπε λοιπόν να λυθεί από τα δεσμά που επί δεκαοχτώ χρόνια την είχε δέσει ο διάβολος, επειδή σήμερα είναι Σάββατο;”
Μέσα από τη σημερινή διήγηση ο Κύριος στηλιτεύει την υποκρισία και την τυπολατρία όχι μόνον των φαρισαίων, αλλά και κάθε ανθρώπου, κάθε εποχής. Οι φαρισαίοι της εποχής Του είχαν μετατρέψει τις εντολές του Δεκαλόγου και του Νόμου σε ένα στείρο σύστημα υποχρεώσεων και περιορισμών, και γι αυτό συχνά αντιδρούσαν με αγανάκτηση όταν ο Χριστός θεράπευε τα Σάββατα, σε σημείο να λένε ότι εφόσον δεν τηρεί το Σάββατο, δεν προέρχεται από τον Θεό1. Η τυπολατρία τούς έκανε να θεωρούν τους εαυτούς τους αυτάρκεις έναντι του Θεού, σαν τον πλούσιο της περασμένης Κυριακής, που θεωρούσε τον εαυτό του τέλειο, μιας που δεν είχε κλέψει και δεν είχε σκοτώσει. Αγανακτούν οι φαρισαίοι που ο Χριστός κάνει θαύματα το Σάββατο, αγανακτούν που συνομιλεί και τρώει μαζί με αμαρτωλούς, αγανακτούν όταν βλέπουν τους μαθητές Του να τρώνε χωρίς προηγουμένως να έχουν πλύνει τα χέρια τους, ή να μην τηρούν επακριβώς τις νηστείες2.
Ο Χριστός όμως την περασμένη Κυριακή δίδαξε την ανάγκη της εξόδου από την εγωκεντρική αυτάρκεια και σήμερα μάς δείχνει ότι πάνω από τους τύπους βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων και η αλήθεια. Γι αυτό και θα πει χαρακτηριστικἀ ότι δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος για το Σάββατο, αλλά το Σάββατο για τον άνθρωπο3, ότι δηλαδή μεγαλύτερη σημασία έχει ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα, παρά η επακριβής τήρηση κάποιων κανόνων, ιδίως όταν παραβλέπεται το ανθρώπινο πρόσωπο.
Το μήνυμα όμως του Ευαγγελίου, το κήρυγμα του Χριστού αλλά και ο τρόπος της ενανθρώπησής Του και του Πάθους Του δίνουν προτεραιότητα στην ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου και στοχεύουν στην πνευματική του αποδέσμευση τόσο από τα δεσμά της αμαρτίας όσο και από τις στείρες υποχρεώσεις που φορτίζουν και καταπιέζουν τον άνθρωπο. Η τυπική και μηχανιστική τήρηση των εντολών του Θεού τελικά δεν μας προσφέρει τίποτα, αν στην καρδιά μας δεν πρυτανεύει η αγάπη προς τον πλησίον, η ευσπλαχνία και η διάθεση της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Το μήνυμα επομένως της σημερινής περικοπής μας αγγίζει και μας αφορά όλους, μιας που συχνά, ίσως και ασυναίσθητα, προτάσσουμε τις εντολές του Θεού και βάζουμε σε δεύτερη μοίρα την αγάπη προς τον πλησίον. Άλλες φορές πάλι, είτε θεωρούμε τους εαυτούς μας εντάξει έναντι του θεού, και άρα ο Θεός μάς οφείλει, είτε αγανακτούμε όταν κάποιοι από τους αδελφούς μας δεν τηρούν όλα όσα εμείς τηρούμε, και προσπαθούμε να τους πειθαναγκάσουμε να ακολουθήσουν το δικό μας μοτίβο πίστεως και ασκήσεως.
Διανύουμε την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων και πολλοί από εμάς νηστεύουμε και προετοιμαζόμαστε για την μεγάλη εορτή που έρχεται. Αν κάποιοι ανάμεσά μας δεν τηρούν τη νηστεία, ας μη τους κατακρίνουμε. Ας θυμηθούμε ότι πάνω από τη νηστεία, πάνω από κάθε εξωτερικό τύπο, σημασία έχει να μη καταλύεται ο σύνδεσμος της αγάπης. Και το ένα είναι ωφέλιμο, και το άλλο ουσιώδες. Αλίμονο αν παραθεωρήσουμε είτε το ένα είτε το άλλο, ή αν προσπαθήσουμε να επιβάλλουμε στους ανθρώπους γύρω μας τη στάση μας και τις επιλογές μας. Αλίμονο αν γίνουμε τυπικοί τηρητές των υποχρεώσεών μας απέναντι στο Θεό, και λησμονήσουμε τη μεγαλύτερη των εντολών Του, αυτή της αγάπης προς τον πλησίον.
Χαρακτηριστική είναι άλλωστε και η διήγηση από το βίο ενός σύγχρονου γέροντα, του π. Ιακώβου Τσαλίκη, που ήταν ηγούμενος στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια: όταν κάποτε είχαν ψήσει κρέας και όλοι μαζί οι μοναχοί γευμάτιζαν, χάρηκε που είδε τα πνευματικά του τέκνα να έχουν αγάπη και ομόνοια και τους είπε : “κρέας παιδιά μου να τρώτε, τις σάρκες των αδελφών σας να μην τρώτε”.


 _____________________
1. Ιω. 9, 16: “ ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές͵ Οὐκ ἔστιν οὗτος παρὰ θεοῦ ὁ ἄνθρωπος͵ ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι δὲ ἔλεγον͵ Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς”.
2. Βλ. Μαρ. 2, 14 – 3, 6.
3. Μαρ. 2, 27 : “καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς͵ Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον”.


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/11/6-12-09.html#ixzz1fNouWZOJ

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου 2011



Ευαγγελιστής Λουκάς
Κεφ. 13, χωρία 10 έως 17.
Μιὰ γυναῖκα θεραπεύεται τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.



Κείμενο:

ΙΓ΄\ Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἦν 10 διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.


Μετάφραση:


Εκείνο τον καιρό εδίδασκε ο Ιησούς σε μια από τις συναγωγές και ήταν ήμερα Σάββατο. Και ήταν εκεί μια γυναίκα πού είχε πονηρό πνεύμα. Ήταν άρρωστη δεκαοχτώ χρόνια και ήταν σκυφτή και δεν μπορούσε να σηκώσει το σώμα της καθόλου. Και όταν την είδε ο Ιησούς της μίλησε και της είπε: Γυναίκα, είσαι λυμένη από την αρρώστια σου και ακούμπησε επάνω της τα χέρια του και αμέσως εκείνη ανασηκώθηκε και δόξαζε τον θεό. Και αποκρίθηκε ο αρχισυνάγωγος με αγανάκτηση, γιατί το Σάββατο έκαμε τη θεραπεία ο Ιησούς και έλεγε στο λαό: Έξι ήμερες είναι, οπού σ' αυτές πρέπει να εργαζόμαστε, σ' αυτές λοιπόν να έρχεσθε και να θεραπευόσαστε και όχι στην ήμερα του Σαββάτου. Του αποκρίθηκε λοιπόν ο Κύριος και είπε: Υποκριτά, ο καθένας σας το Σάββατο δεν λύνει το βόδι του και τον όνο από το παχνί και τα πάει και τα ποτίζει; Και αυτή εδώ πού είναι κόρη του Αβραάμ και την έδεσε ο Σατανάς δεκαοκτώ χρόνια δεν έπρεπε να λυθεί από τούτο το δέσιμο την ήμερα του Σαββάτου; Και ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς καταντροπιάζονταν όλοι οι εχθροί του· και όλος ο λαός είχε χαρά για τα θαύματα πού γίνονταν από αυτόν.


Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 13, 10-17)

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

«Υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει βουν αυτού
ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;»

ΑΝ ΓΕΝΙΚΑ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων είναι αποκρουστικό και απαράδεκτο φαινόμενο, στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής που διδάσκει το Ευαγγέλιο, αποτελεί σοβαρή πνευματική αρρώστια. Η υποκρισία όταν καταλάβει την ψυχή του χριστιανού, αλλοιώνει το φρόνημα του. Αφανίζει την αξία κάθε καλού έργου. Ανατρέπει τον ίδιο τον σκοπό της εν Χριστώ ζωής. Γι’ αυτό και ο Κύριος ήλεγξε με μεγάλη αυστηρότητα την υποκρισία των συγχρόνων Του Γραμματέων και Φαρισαίων, της ηγετικής αυτής θρησκευτικής τάξεωςμέσα στην τότε Ιουδαϊκή κοινωνία.
Το ίδιο βλέπουμε να κάνει και σήμερα στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε. Με παρρησία ελέγχει την υποκριτική στάση ενός αρχισυναγώγου, του προϊσταμένου δηλαδή μιας συναγωγής – ενός ναού, θα λέγαμε, όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι για να λατρεύσουν τον Θεό και να παρακολουθήσουν τη θρησκευτική διδασκαλία. Ο έλεγχος αυτής της υποκρισίας που ασκεί σήμερα ο Ιησούς, μας δίνει την ευκαιρία για μια βαθύτερη εξέταση του κατακριτέου ατυού φαινομένου.

Η υποκρισία του αρχισυναγώγου

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ένα Σάββατο σε μια συναγωγή για να προσευχηθεί και να διδάξει το συναγμένο πλήθος. Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρευρίσκονταν ήταν και μια γυναίκα «πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ». Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια ήταν άρρωστη από συνέργεια πονηρού πνεύματος. Το σώμα της είχε τόσο κυρτώσει ώστε της ήταν αδύνατο να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. Ο Χριστός την εντόπισε γρήγορα μέσα στο πλήθος. Διέκρινε την ευσέβεια που είχε. Και χωρίς η ίδια να το ζητήσει, έσπευσε να τη θεραπεύσει: «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου». Επέθεσε επάνω της τα ευλογημένα χέρια Του και η γυναίκα «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν».
Το θαύμα προκαλεί το φθόνο του αρχισυναγώγου. Κι ενώ βλέπει τη δύναμη του Θεού να θαυματουργεί και μια δυστυχισμένη γυναίκα να θεραπεύεται μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια αφάνταστης ταλαιπωρίας, εκείνος αγανακτεί. Αγανακτεί υποκριτικά για την καταπάτηση δήθεν της αργίας του Σαββάτου. Η φθονερή αγανάκτηση του είναι σκόπιμη. Γι’ αυτό καιδεν τολμά να ελέγξει κατ’ ευθείαν τον Ιησού, παρ’ ότι όσα λέει εμμέσως αναφέρονται στο πρόσωπο Του. Απευθύνεται στο συναγμένο πλήθος. Ελέγχει τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαν καμιά σχέση με το θαύμα που είχε γίνει.
Ο Κύριος βλέπει την απροκάλυπτη υποκρισία του αρχισυναγώγου. Το φθόνο της καρδιάς του, που προσπαθούσε να κρύψει κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας, του σεβασμού τάχα προς τον νόμο του Θεού. Γι’ αυτό και τον ελέγχει αυστηρά. Τον ονομάζει υποκριτή καιτον κατηγορεί ανοιχτά ότι παρερμηνεύει το νόμο. «Καθένας από σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».

Τι είναι υποκρισία

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ του αρχισυναγώγου είναι χαρακτηριστικό. Και μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση και τα συμπτώματα της υποκρισίας, όπως αυτά εκδηλώνονται και σε χριστιανικό έδαφος. Στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής.
Τι ακριβώς είναι η υποκρισία; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας δίνει έναν θαυμάσιο ορισμό: «Υποκρισία είναι η προσποίηση φιλίας ή μίσος που έχει καλυφθειί εξωτερικά με το σχήμα της φιλίας. Ή εχθρότητα που ενεργεί με το προσωπείο της συμπάθειας. Ή φθόνος που μιμείται τα χαρακτηριστικά της αγάπης. Ή βίος που δείχνει να στολίζεται από ψεύτικη και όχι πραγματική αρετή». Ανάλογος είναι και ο ορισμός της υποκρισίας που συναντούμε στον Μ. Βασίλειο: «Υποκριτής είναι αυτός που στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό πρόσωπο…Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους».
Η υποκρισία συνιστά αμάρτημα. Αρρώστια βαριά της ψυχής. Και αποτελεί συμπεριφορά διαβολική, αφού πρώτος ο διάβολος υποκρίθηκε, «όφεως υποκριτής γεγονώς». Ο υποκριτής άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα συμπεριφέρεται ψεύτικα. Αλλιώτικος είναι στην πραγματικότητα και διαφορρετικός επιδιώκει να φαίνεται. Άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα βγάζει προς τα έξω. Υποκρίνεται τον ευσεβή χωρίς να είναι στην πραγματικότητα. Ό,τι κάνει, ό,τι λέει, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί, δεν είναι έκφραση του περιεχομένου της καρδιάς του αλλά εξωτερικό προσωπείο, προσποιητή συμπεριφορά με την οποία επιδιώκει να επιδειχθεί και να εντυπωσιάσει τους άλλους. Γι’ αυτό και ο Κύριος ελέγχοντας αυστηρά την υποκριτική συμπεριφορά των Γραμματέων και των Φαρισαίων τους παρομοιάζει με «ασβεστωμένους τάφους», που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσία (Ματθ. 23, 27).

Η αιτία της υποκριτικής συμπεριφοράς

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ που γεννά την υποκρισία; «Η γαρ υπόκρισις», διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «εξ οιήσεως γεννάται». Ένας άλλος πνευματικός διδάσκαλος, ο όσιος Θαλάσσιος, παρατηρεί ότι η υποκρισία είναι «ίδιον της κενοδοξίας», ενώ ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, πέρα από την κενοδοξία, ως αιτία της υποκρισίας θεωρεί και τη φιλαργυρία.
Πραγματικά, τα όσα διδάσκουν οι Πατέρες μας επιβεβαιώνονται με ακρίβεια και στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό που μας παρωθεί να υποκρινόμαστε είναι ο εγωισμός μας. Και υποκρινόμενοι τους ευσεβείς επιδιώκουμε να επιδειχθούμε, να εντυπωσιάσουμε τους άλλους. Να τους κάνουμε να μας προσέξουν. Να σχηματίσουν καλή γνώμη για μας. Να μας επαινέσουν. Αυτό όμως σε καμιά περιπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια ευσέβεια, ειλικρινής χριστιανική ζωή. Διότι δεν πηγάζει από την αγάπη προς τον Θεό. Δεν εκπορεύεται από πραγματικό σεβασμό προς το Ευαγγέλιο Του. Δεν αποβλέπει στη δόξα του Κυρίου, αλλά στην ικανοποίηση του πάθους της κενοδοξίας που βασανίζει την ψυχή μας και το οποίο μας εξωθεί να γινόμαστε υποκριτές και ανθρωπάρεσκοι.

Η ζημιά που προκαλεί η υποκρισία

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ καταστρέφει την ενότητα της προσωπικότητας μας. Μας διχάζει εσωτερικά. Και μας εκθέτει στα μάτια των ανθρώπων, όταν – αργά ή γρήγορα – πέφτει το προσωπείο που φορούμε και αποκαλύπτεται πόσο διαφορετικοί είμαστε από αυτό που φαινόμαστε και πόσο προσποιητή είναι η συμπεριφορά που δείχνουμε προς τους άλλους. «Υποκριτήν», διαβάζουμε στη Φιλοκαλία, «ελέγχουσιν οι λόγοι και τα έργα». Εκτιθέμεθα όταν άλλα είναι τα κίνητρα, οι σκοποί, οι εσωτερικές μας διαθέσεις, και αλλιώτικη η εξωτερική συμπεριφορά και οι ενέργειες μας.
Η υποκρισία διαστρέφει την ουσία της θρησκευτικής ζωής. Γι’ αυτό και ο Κύριος Ιησούς μίλησε πολύ αυστηρά γι’ αυτήν και άσκησε δριμύ έλεγχο προς τους υποκριτές. Στην επί Όρους ομιλία Του (Ματθ. 6, 1-6, 16-18) υποδεικνύει πόσο διαφορετικός από αυτόν των υποκριτών θα πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο οι χριστιανοί οφείλουμε να σκούμε την ελεημοσύνη, την προσευχή και τη νηστεία. Και σε άλλη περίσταση – αντιμετωπίζοντας την πονηρία και την κενοδοξία των Γραμματέων και των Φαρισαίων – εν δίστασε να τους αποκαλέσει «υποκριτάς» και να εξαπολύσει εναντίον τους τα φοβερά εκείνα «ουαί» (Ματθ. 23, 13-36).
Το κακό που προξενεί η υποκρισία φαίνεται και στην περίπτωση του αρχισυναγώγου του σημερινού Ευαγγελίου. Βλέπει το θαύμα της θεραπείας και αντί να δοξάσει τον Θεό φθονεί. Και ο φθόνος τον κάνει να παρερμηνεύει ηθελημένα την εντολή του Θεού. Και ενώ φροντίζει – από ιδιοτέλεια βέβαια – για τα άλογα ζώα κατά την ημέρα του Σαββάτου, κόπτεται υποκριτικά για την καταπάτηση της αργίας από τη θεραπεία της συγκύπτουσας, την οποία εξισώνει με την εργασία! – πράγμα που όντως απαγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος.

* * *

Αδελφοί μου,
Οφείλουμε να το κατανοήσουμε καλώς: Η υποκρισία συνιστά σοβαρότατο κίνδυνο για την χριστιανική μας ζωή. Ευτελίζει το ευαγγελικό ήθος. Ακυρώνει ό,τι καλό με κόπο κατορθώνουμε. Σκανδαλίζει τους αδελφούς μας. Μας εκθέτει στα μάτια των ανθρώπων.
Γι’ αυτό ας είμαστε πάντοτε ειλικρινείς και έντιμοι. Απροσποίητη η συμπεριφορά μας. Αυστηροί στον εαυτό μας και επιεικείς στους άλλους. Ό,τι κάνουμε να το κάνουμε όχι χάριν της κενοδοξίας αλλά για την δόξα του Θεού και το καλό των αδελφών μας. Ανυπόκριτη η πίστη μας προς τον Θεό (Α’ Τιμ. 1, 5 –Β’ Τιμ. 1,15), ανυπόκριτη και η αγάπη προς τους αδελφούς μας (Ρωμ. 12, 9 – Β’ Κορ. 6, 6).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...