Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Οφείλουμε ν΄άντιμετωπίσουμε την αίσθηση μοναξιάς των ανθρώπων(Καλλίστου Γουέαρ)

πηγή





'Οταν δέχομαι τίς εξομολογήσεις τους,αντιλαμβάνομαι ότι συνήθως οι άνθρωποι δεν έχουν διαπράξει ασυνήθιστα είτε υπερβολικά μεγάλα αμαρτήματα, καί εάν αφουγκραστώ όχι τόσο αυτά που λένε όσο τη σιωπή τους, αυτά πού δεν λένε, έκείνο πού πραγματικά έξαγορεύουν στην εξομολόγηση είναι το εξής:
«Δεν βρίσκω κανένα νόημα στη ζωή μου»
Και κατά συνέπεια ένας από τους πρωτίστους σκοπους του πνευματικού πατρός, σήμερα, είναι όχι να έπιπλήττει τους ανθρώπους για την κακία τους, όχι να συντρίβει την υπερηφάνεια τους. Πολύ συχνά δεν έχουν ικανή αίσθηση της προσωπικής τους αξίας καί νοήματος. 'Οφείλουμε να προσπαθή­σουμε να δώσουμε στους ανθρώπους την αίσθηση ότι ό Θεός τους αγαπά, ότι κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι μοναδι­κό, ότι ό Θεός έχει ένα ειδικό σκοπό για κάθε ένα μας καί ότι δεν είμαστε απλά πιόνια επιτραπέζιου παιγχνιδιού, πού μπορούν να αντικατασταθούν. Σε κά­θε ανθρώπινο πρόσωπο υπάρχει ένας θησαυρός, ό όποιος δεν ανευρίσκεται σε κανέναν άλλο.'Ομως, για μένα αυτό είναι το μεγαλύτερο πνευματικό πρό­βλημα. Φέρνω στη μνήμη μου κάποιον, ό όποιος μου εκμυστηρεύτηκε εδώ καί λίγες εβδομάδες: «Εάν πέθαινα αύριο, δεν θά το έπαιρνε είδηση κανείς». Όφείλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την αίσθηση της μοναξιάς, της απομόνωσης, ή οποία συχνά δυνατόν να αποτελεί ένα είδος απόγνωσης.

Γέροντας Αρσένιος ο Σπηλαιώτης: Λέγε την Ευχή κι ας περισπάται ο νους

 

- Προσπαθούμε να λέμε συνέχεια την ευχή αλλά ο νους μας περισπάται.
- Όταν λέμε την ευχήν όσο μπορούμε, ζορίζουμε και το μυαλό να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Αυτό όμως για να το πετύχουμε θέλει πολλήν βίαν. Όμως όταν δουλεύης, λέγε συνέχεια με το στόμα "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Ο νους σίγουρα φεύγει, πάει στην δουλειά, ταξιδεύει εδώ ή εκεί, όμως το αυτί ακούει, κάτι πιάνει, και σιγά σιγά το κατεβάζει στην καρδιάν.
Αλλά και να μην καταλαβαίνεις εσύ την ευχήν, όμως ο σατανάς καταλαβαίνει πολύ καλά και τρέμει μόνο που ακούει τ’ όνομα του Χριστού.
Πηγή: εδώ

Θαύμα του Αγίου Μηνά

Στη Κωνσταντινούπολη υπήρχε Ναός του Αγίου μεγαλοπρεπής και επιβλητικός. Έτρεχαν από όλα τα περίχωρα και γιόρταζαν εκεί στη γιορτή του τον Άγιο.

Ένας θεοφοβούμενος Χριστιανός, που θα πήγαινε στο πανηγύρι, επήρε μαζί του και αρκετά χρήματα. Στο δρόμο κατέλυσε το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο.
Ο ξενοδόχος κατάλαβε, ότι ο ξένος είχε χρήματα, γι’ αυτό, τα μεσάνυχτα, σηκώθηκε και τον σκότωσε. Για να μη τον πιάσουν όμως έκοψε το σώμα και έβαλε τα κομμάτια σ’ ένα σακί. Το έκρυψε δε μέσα στο κελάρι, ώσπου να βρει καιρό να το εξαφανίσει. Αλλά το πρωί παρουσιάζεται ο Άγιος Μηνάς, σαν στρατιώτης καβαλάρης και τον έρωτά:
—Πού είναι ο ξένος, που ήλθε, χθες το βράδυ και έμεινε στο ξενοδοχείο σου;
—Δεν ήλθε κανένας ξένος ψες, του λέγει. Ορκίζομαι, ότι έχω τόσες ημέρες να δω ξένο, να ξεπεζέψει εδώ.
Τότε ο Άγιος κατέβηκε από το άλογό του, μπήκε στο κελάρι, βρήκε το σακί και του λέγει:
—Τούτο εδώ τί είναι;

Ο ξενοδόχος τα έχασε. Κατάλαβε, ότι δεν έμεινε μυστικό το έγκλημα και νομίζοντας, ότι ο Άγιος είναι στρατιώτης βασιλικός, τον παρακαλούσε μετά δακρύων να μη φανερώσει το πράγμα. Τότε ο Άγιος επήρε τα μέλη του σώματος και έβαλε το καθένα στη θέση του. Έκανε προσευχή και ανέστησε τον νεκρό, λέγοντάς του:
—Δός δόξα τω Θεώ.
Ο αναστημένος σαν να ξύπνησε από τον ύπνο, σκέφτηκε πόσα είχε πάθη από τον ξενοδόχο και δόξασε τον Θεό. Ευχαριστούσε δε και τον Άγιο, που τον νόμιζε στρατιώτη.
Τότε ο Άγιος γύρισε στο ξενοδόχο και του είπε να του φέρει τα χρήματα, που του πήρε. Όταν τα έφερε, τα πήρε και τα έδωσε στο δικαιούχο και του είπε:
—Αδελφέ, πήγαινε στο δρόμο σου και να ευχαριστείς το Θεό.
Κατόπιν μίλησε σκληρά προς τον ξενοδόχο και του είπε:
—Ο Θεός να σε συγχωρήσει γι αυτό. Αλλά πρόσεξε, από εδώ και εις το έξης να μην ξανακάνεις τέτοιο πράγμα.
Έπειτα από αυτά καβαλίκεψε το άλογό του και εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Τότε κατάλαβαν, ότι ο Στρατιώτης ήταν ο Άγιος Μηνάς, στη πανηγύρι του όποιου πήγαινε ο ξένος να προσκυνήσει.
Τούτο το θαύμα σε μερικούς ίσως φανεί απίστευτο, αλλά το θαύμα είναι θαύμα και στην δύναμη του Θεού δεν είναι τίποτε αδύνατο.
Άλλωστε έχουμε και άλλους Αγίους, όπως π.χ. τον Άγιο Γεώργιο τον Μεγαλομάρτυρα, που ανέστησαν νεκρούς

Συναξαριστής 14 Δεκεμβρίου

Οἱ Ἅγιοι Θύρσος, Λεύκιος καὶ Καλλίνικος (κατ᾿ ἄλλους Κορωνᾶτος)



Ἔζησαν στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία καὶ κατοικοῦσαν στὴν Καισαρεία. Ἀνῆκαν ὅλοι σὲ διακεκριμένες οἰκογένειες. Ἦταν χαρακτῆρες ταπεινοὶ καὶ ἀγαποῦσαν τὸ Θεὸ «ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ», δηλαδὴ μὲ ἀγάπη πραγματικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ ὑποκρισία. Γι᾿ αὐτὸ ἀπέφευγαν τὸ θόρυβο τῆς δημοσιότητας, ἀλλὰ ὅμως ἦταν πασίγνωστοι γιὰ τὴν γεμάτη ἐλεημοσύνες ζωή τους.

Ὁ ἔπαρχος Κουμβρίκιος, φανατικὸς εἰδωλολάτρης, βλέποντας νὰ προοδεύουν οἱ χριστιανοί, προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς περιορίσει.

Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔκανε τὸ Λεύκιο καὶ πῆγε στὸν ἔπαρχο. Τὸν παρακάλεσε νὰ εἶναι μετριότερος πρὸς τοὺς χριστιανούς. Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Κουμβρίκιος, ἀμέσως τὸν συνέλαβε, τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο καὶ τὸ πρωί, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ γεγονὸς λύπησε τοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ ἄναψε ἀκόμα περισσότερο τὴν φλόγα τῆς πίστης πρὸς τὸ Χριστό.

Μετὰ ἀπὸ δυὸ ἡμέρες, πῆγε ἄλλος χριστιανὸς στὸν ἔπαρχο, ὁ Θύρσος. Θαῤῥαλέα του εἶπε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εἶναι πλάνη καὶ ὅτι τελικὸς νικητὴς θὰ εἶναι ὁ Χριστός.

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ σοφὰ λόγια του Θύρσου, τὰ ἄκουσε καὶ ἕνας ἱερέας τῶν εἰδώλων, ὁ Καλλίνικος. Ἡ ψυχή του φωτίστηκε καὶ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανός. Τότε, ἐπὶ τόπου ὁ ἔπαρχος ἀποκεφάλισε τὸν Καλλίνικο καὶ πριόνισε τὸ Θύρσο.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Tὴν ἑξαστέλεχον μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας· Θύρσον καὶ Φιλήμονα καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανόν Καλλίνικον καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοὺς φωστῆρας ἅπαντες, τῆς Ἐκκλησίας, συνελθόντες σήμερον, ἐν ἐγκωμίοις ἱεροῖς, ἀνευφημοῦντες ὑμνήσωμεν, ὡς ἀθλοφόρους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων, Ἀπολλώνιος, Ἀρριανός καὶ οἱ τέσσερις Προτεκτοράτοι



Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (290). Καὶ τὸ μαρτύριό τους ἔγινε ὡς ἑξῆς: Ὁ ἡγεμόνας τῆς Θήβας στὴν Αἴγυπτο Ἀῤῥιανός, συνέλαβε 37 χριστιανούς.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Ἀπολλώνιος, δείλιασε τὰ βασανιστήρια καὶ ἔδωσε τέσσερα φλουριὰ καὶ τὰ ῥοῦχα του στὸν Φιλήμονα, ποὺ ἔπαιζε σουραῦλι καὶ νὰ θυσιάσει αὐτὸς στὰ εἴδωλα ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Ὁ Φιλήμονας φόρεσε τὰ ῥοῦχα, συγχρόνως συνδέθηκε νοητὰ καὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Καὶ ὅταν διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό.

Τότε ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ ἔλθει ὁ Φιλήμονας νὰ παίξει μὲ τὸ σουραῦλι του, γιὰ νὰ ἑλκυσθεῖ ὁ δῆθεν Ἀπολλώνιος. Ἀλλ᾿ ὁ Φιλήμονας φανερώθηκε καὶ ὁ ἡγεμόνας ἔμεινε ἔκπληκτος. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι δὲν εἶναι χριστιανός, διότι δὲν ἔχει βαπτισθεῖ.

Τότε ὁ Φιλήμονας προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἀμέσως ἔβρεξε δυνατά. Ἡ βροχὴ αὐτή, πληροφορήθηκε ὁ Φιλήμονας ὅτι ἦταν βάπτισμα γι᾿ αὐτόν.

Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἀπολλώνιος ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ὁ Φιλήμονας, ὁ ἡγεμόνας τὸν ἔφερε μπροστά του καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό.

Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ Ἀῤῥιανὸς νὰ τοὺς βασανίσει σκληρὰ καὶ κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀῤῥιανὸς τυφλώθηκε. Στὸν ὕπνο του ὅμως, φάνηκε ὁ Φιλήμονας καὶ τοῦ εἶπε ν᾿ ἀλείψει στὰ μάτια του χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ θὰ θεραπευτεῖ. Πρᾶγμα ποὺ ἔγινε.

Τότε πίστεψε στὸν Χριστὸ ὁ Ἀῤῥιανὸς μὲ τέσσερις σωματοφυλακές του καὶ ἀργότερα ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Tὴν ἑξαστέλεχον μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας· Θύρσον καὶ Φιλήμονα καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανόν Καλλίνικον καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες 36 Μάρτυρες

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590 μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Φιλήμονα καὶ Ἀπολλώνιου (14 Δεκ.) καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 36 μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θηθαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ ἡγεμόνα Ἀῤῥιανοῦ (14 Δεκεμ.).

Μνήμη φοβερῆς ἀπειλῆς Σεισμοῦ

Κατὰ τοὺς χρονογράφους Θεοφάνη, Κεδρηνὸ καὶ Μαλάλα, ἔγινε τὰ μεσάνυχτα τοῦ 557.

Ὑπῆρξε δὲ πολὺ ἰσχυρός, διότι τὰ τείχη τῆς πόλης ὑπέστησαν μεγάλες ῥωγμὲς καὶ ἔπεσαν πολλὰ σπίτια. Εἶχε διάρκεια ὅπως λένε, 10 ἡμέρες.

ΜΗΤΡ. ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΠΑΥΛΟΣ: «ΧΑΨΑΜΕ ΤΑ ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΟΣΩΝ ΜΑΣ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΑΝ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΡΤΟ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ»




Μιὰ συνέντευξη “στὸ ψαχνὸ” ἔδωσε ὁ Σεβ. Σισανίου. Σοβαρὲς καὶ ἀληθινὲς τοποθετήσεις ἀγγίζουν μὲ διαύγεια τὰ τρέχοντα θέματα, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται στὴν λέξη ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ (αὐτοσυνειδησία). Στὴν ἐπίμαχη ἐρώτηση περὶ τῶν προθέσεων (τῆς ποιότητός τους δηλ.) τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ἀπάντησε δεόντως, ἀφοῦ τὶς προθέσεις, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὶς βαθμολογοῦμε ἀσφαλῶς. Ὅταν ὅμως τὰ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΑ ἔργα τὶς φανερώνουν, τὶς ἀποδεικνύουν καὶ τὶς πιστοποιοῦν, τότε ἴσως καὶ οἱ ἐρωτήσεις καὶ οἱ ἀπαντήσεις περιττεύουν! Μιλοῦν τὰ ἔργα ἀπὸ μόνα τους καὶ δὲν ὑπάρχει χρεία οὔτε μαρτυριῶν οὔτε ἐκτιμήσεων!



Σιατίστης Παῦλος: “ Πετάξαμε τὴν ψυχή μας στὰ σκουπίδια”

Ὁ Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Χαλκίδα τῆς Εὐβοίας καὶ τεράστιο κοινωνικὸ ἔργο μέχρι σήμερα, μιλᾶ γιὰ ἐπίμαχο κείμενο ποὺ μοιράστηκε τὸν περασμένο Νοέμβριο στὶς Ἐκκλησίες, γιὰ τὴν κρίση, τὴν πολιτική, τοὺς μετανάστες καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ γίνουμε ἕνα κράτος χωρὶς ταυτότητα. (1/2/2011)

. Τελικὰ ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια; Εἶσθε ὁ συγγραφέας καὶ ἐμπνευστὴς τοῦ κειμένου ποὺ διενεμήθη στὶς ἐκκλησίες;

. Τὸ κείμενο συνεγράφη ἀπὸ ἐμένα μὲ βάση τὶς δύο εἰσηγήσεις πρὸς τὴν Ἱεραρχία, τοῦ Σεβ. Δημητριάδος καὶ τὴν ἰδική μου, ἀπεστάλη εἰς τὸν Σεβ. Δημητριάδος, ὁ ὁποῖος τὴν ἐνέκρινε ὡς εἶχε καὶ ἐν συνέχεια ἀπεστάλη πρὸ τὴν Ἀρχιγραμματεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διὰ νὰ τεθεῖ ὑπ’ ὄψιν τοῦ Μακαριωτάτου. Προφανῶς ἐνεκρίθη καὶ ἐδόθη ἡ ἐντολὴ διὰ τὴν ἐκτύπωση ὡς κειμένου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ καὶ ἐγένετο.

. Ὑπῆρξαν διαφωνίες στὴν Ἱεραρχία γιὰ τὸ ἐπίμαχο κείμενο; Διέρρευσε ὅτι ἦταν ἀρνητικὸς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἀληθεύει;

. Κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱεραρχίας καὶ οἱ δύο εἰσηγήσεις δέχθηκαν τὸν ἔπαινο τῶν Ἱεραρχῶν καὶ ἐνεκρίθησαν ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας. Ἁρμόδιος διὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἐκτυπώσεως τοῦ κειμένου ἦτο ὁ Μακαριώτατος. Ἐὰν διαφωνοῦσε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν διορθώσει ἢ νὰ ἐμποδίσει τὴν ἐκτύπωσή της.

. Ἡ κρίση ποῦ ἀντιμετωπίζουμε σήμερα, εἶναι θέμα τῆς σημερινῆς Κυβέρνησης, τῶν Κυβερνήσεων διαχρονικὰ ἢ συστημικὸ (καπιταλισμός, παγκοσμιοποίηση);

. Προφανῶς ἡ κρίση δὲν εἶναι θέμα καὶ εὐθύνη τῆς σημερινῆς Κυβέρνησης. Εἶναι εὐθύνη ὅμως ὅλων τῶν Κυβερνήσεων διαχρονικά, οἱ ὁποῖες ὑπελόγισαν τὸ πολιτικὸ κόστος περισσότερο ἀπὸ τὰ πραγματικὰ συμφέροντα τῆς χώρας. Ὁμολογοῦμε σήμερα ὅτι παίρνουμε μέτρα καὶ κάνουμε ἀλλαγὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχουν γίνει πρὸ 20ετίας. Γιατί λοιπὸν δὲν λάβαμε τὰ μέτρα αὐτὰ στὴν ὥρα τους; Πολλὰ ἀπὸ τὰ στελέχη τοῦ πολιτικοῦ κόσμου συμμετεῖχαν διαχρονικὰ σὲ διάφορες Κυβερνήσεις. Ἤδη χθὲς (30.01.2011) ὑπουργὸς τῆς σημερινῆς Κυβερνήσεως (ἀναφορὰ στὴν συνέντευξη Λοβέρδου), σὲ συνέντευξή του, ὁμολογεῖ τὶς εὐθύνες τῆς παρατάξεώς του γιὰ τὸν τρόπο ἀσκήσεως τῆς πολιτικῆς. Ἀσφαλῶς καὶ τὸ ὅλο σύστημα ἔχει τὶς δικές του τεράστιες εὐθύνες. Τὸ καίριο ἐρώτημα εἶναι ἐὰν ἡ οἰκονομία ὑπάρχει, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο ἢ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκονομία.

. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἀπρόσωπο γρανάζι τῆς οἰκονομίας. Σ’αὐτὸ ἡ εὐθύνη τοῦ συστήματος εἶναι τεράστια. Σήμερα δὲν μιλᾶμε πλέον γιὰ δικαιοσύνη, μιλᾶμε γιὰσυμφέροντα καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποτυχία καὶ τοῦ συστήματος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας.


. Ποιοί οἱ κίνδυνοι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε σήμερα; Ὑπάρχει σχέδιο ἀφελληνισμοῦ καὶ ἐὰν ναὶ ἀπὸ ποιοὺς πιστεύετε ὅτι ὑποκινεῖται;

. Βλέπετε τὴν τεράστια ἀπαξίωση τῆς χώρας μας; Βλέπετε τὸν διεθνῆ διασυρμό της; Ἀσφαλῶς ἔχουμε τὶς εὐθύνες μας πρῶτοι ἐμεῖς. Ἐμεῖς δώσαμε τὸ δικαίωμα. Ὄμως τὰ γεγονότα στάθηκαν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀποκαλυφθοῦν πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Αὐτὸ ποὺ σήμερα ἐπιχειρεῖται εἶναι νὰ γίνουμε ἕνα κράτος μὲ ἄλλη ταυτότητα. Ἡπροσπάθεια ἀπαξίωσης καὶ διαστρέβλωσης τῆς ἱστορίας μας (παραδείγματα λίγα ἀπὸ τὰ πολλά, ἡ περιθωριοποίησή της στὸ σχολικὸ πρόγραμμα, ἡ νέα σειρὰ γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ 1821 κλπ.), ἡ προσπάθεια περιθωριοποίησης τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὸν συνεχῆ διασυρμό της, ἡ καταστροφὴ τῆς γλώσσας μας εἶναι ἐνδεικτικὰ σημεῖα τῆς ἐπιχειρούμενης προσπάθειας.

. Εἶναι ἀγαθὲς οἱ προθέσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ ἂν ναί, ὑπῆρχε ἄλλος δρόμος;

. Πιστεύω ὅτι οἱ προθέσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ εἶναι ἀγαθές. Ὁ Πρωθυπουργὸς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποτύχει καὶ εἶναι τεράστια ἡ εὐθύνη του γιὰ νὰ μὴν ἀποτύχει. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ ἔχω σαφῆ γνώμη γιὰ τὸ ἂν ὑπῆρχε ἄλλος δρόμος. Μία αἴσθηση ὅμως ποὺ ὑπάρχει στὸ λαὸ μας εἶναι ὅτι οἱ κατέχοντες δὲν μοιράζονται ἀναλογικὰ τὰ βάρη τῆς παρούσης κρίσεως. Ἡ φοροδιαφυγὴ π.χ. εἶναι μία πράξη ποὺ κάποιοι κάνουν εἰς βάρος καὶ τῆς Πολιτείας καὶ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.

. Τὴν Κάρτα τοῦ Πολίτη (Ἠλεκτρονικὴ ταυτότητα), πρέπει νὰ τὴ φοβόμαστε καὶ γιατί; Ποιά ἡ θέση σας σὲ ὅσα κυκλοφοροῦν περὶ σφραγίσματος, 666 καὶ ὅλης τῆς φιλολογίας ποὺ ἔχει ἀναπτυχθεῖ γύρω ἀπὸ τὰ barcodes καὶ τὶς ἠλεκτρονικὲς κάρτες;

. Κάρτα τοῦ Πολίτη: ἐξαρτᾶται τί θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ κάρτα, τί θὰ περιέχει. Μία ἀπὸ τὶς βασικότερες ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο καὶ Θεὸς κεκελευσμένος. Καθετὶ ποὺ εὐτελίζει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ τὴν θεόσδοτη ἐλευθερία του εἶναι ἀπαράδεκτο.

. Τί θὰ εἶναι λοιπὸν ἡ κάρτα; ἕνα ἁπλὸ χρηστικὸ ἀντικείμενο ἢ ἕνα μέσο ἐλέγχου τοῦ ἀνθρώπου;
. Ἐὰν ἡ κάρτα περιέχει στοιχεῖα γιὰ τὸν κάτοχο, τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος δὲν θὰ τὰ γνωρίζει, αὐτὸ συνιστᾶ εὐτελισμὸ τοῦ προσώπου καὶ παραβίαση τῆς ἐλευθερίας του. Ἐὰν τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ περιέχει εἶναι προσβάσιμα στὸν κάτοχο τότε θὰ εἶναι μία ἄλλη ταυτότητα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔχει ζητήσει πλήρη ἐνημέρωση ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση, ἔχει ζητήσει τὸ σχετικὸ νομοσχέδιο προκειμένου νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ μελετήσει καὶ νὰ πάρει ὑπεύθυνη ἀπόφαση.

. Τὰ περὶ σφραγίσματος καὶ χαράγματος χρειάζονται πολλὴ μεγάλη προσοχὴ ἀπὸ ὅλους μας. Ποῦ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ποῦ ἡ ὑπερβολὴ ἢ τὸ λάθος. Ἁρμόδια πάντως νὰ μιλήσει γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς Ἱεραρχίας Της. Ἡ βιασύνη καὶ ἡ προπέτεια εἶναι ἐπικίνδυνα πράγματα.

. Πρέπει ὅμως νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι μία Πολιτεία ποὺ ἀντιμετωπίζει εὐνοϊκὰ καὶ μὲ ἐναλλακτικὲς λύσεις τοὺς διαφόρους ἀντιρρησίες συνείδησης δὲν φαίνεται νὰ δείχνει κατανόηση σὲ ὅσους ἐκ τῶν χριστιανῶν ἔστω καὶ ἀπὸ ὑπερβολὴ δυσκολεύονται μὲ τὴ δική τους συνείδηση.

. Πιστεύετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἔχει πολιτικὸ λόγο ἢ ἀνάμειξη στὰ πολιτικὰ δρώμενα;

. Κατ᾽ ἀρχὰς ἡ Ἐκκλησία ἔχει καὶ Λόγο (τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ), εἶναι Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος καὶ λόγο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Λόγου. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν κόσμο. Πολιτικὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς πόλης, ἡ ζωὴ τῶν πολιτῶν, δηλαδὴ ἡ ζωὴ τῆς κοινωνίας.

. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχει κομματικὸ λόγο. Δὲν τὸν χρειάζεται. Τὸ κόμμα εἶναι κομμάτι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὅλον. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καθολικός. Ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει τὴ ζωή.


. Μιλήσατε γιὰ πολιτικὰ δρώμενα. Ἐὰν ἐννοεῖτε κομματικὲς ἀντιπαραθέσεις, δὲν ἔχει λόγο ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν ὅμως τὰ πολιτικὰ δρώμενα εἶναι κοινωνικὰ δρώμενα, ἀσφαλῶς καὶ ἔχει λόγο. Ἐὰν π.χ. ἡ Πολιτεία θεσπίζει νόμο ποὺ ἐπιτρέπει τὶς ἐκτρώσεις ἢ νόμο ποὺ ἐκθεμελιώνει τὴν οἰκογένεια, ἡ διαφωνία καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς Ἐκκλησίας θὰ σημαίνει πολιτικὴ παρέμβαση; Ἂς γίνουμε σοβαροί.

. Ὁ λόγος περὶ πολιτικῶν παρεμβάσεων εἰς ἕνα καὶ μόνο ἀποβλέπει, εἰς τὴν φίμωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναφαίρετο δικαίωμα νὰ ἀπευθύνεται στὸ πλήρωμά της, στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄλλη ἀντίληψη ὄζει ὁλοκληρωτισμοῦ.

. Οἱ Ἱεράρχες εἶναι κομματικοποιημένοι; Καὶ ἐὰν ναί, εἶναι θεμιτό;

. Οἱ Ἱεράρχες δὲν ἔχουν κανένα λόγο νὰ εἶναι κομματικοποιημένοι. Ἡ κομματικοποίηση εἶναι πτώχευση ἀπὸ τὸ ὅλον στὸ μέρος, στὸ κομμάτι. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡδιαφωνία τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάποια θέματα δὲν σημαίνει ἀντιπολίτευση. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται, οὔτε ἀντιπολιτεύεται. Σέβεται τοὺς ἄρχοντες τοὺς ὁποίους ὁ λαὸς ἐξέλεξε σὲ ὁποιαδήποτε θέση. Συνεργάζεται μαζί τους ἐφ᾽ ὅσον καὶ ἐκεῖνοι τὸ θέλουν καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια Της χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὸ κόστος.

. Δίνει ὅση βοήθεια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ἢ μπορεῖ νὰ κάνει περισσότερα; Μήπως δὲν προβάλλεται ἀρκετὰ ἢ σωστὰ ἡ δράση τῆς Ἐκκλησίας;

. Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, Πατριάρχη τότε τῆς Ἀλεξάνδρειας, νὰ τοῦ φέρει ὅλο τὸν πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος μάζεψε ὅλους τους φτωχοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας, τοὺς ὁποίους φρόντιζε μὲ περισσὴ ἀγάπη, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα «ἐλεήμων», καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ παλάτι λέγοντας στὸν Αὐτοκράτορα: «αὐτοὶ εἶναι οἱ θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας».

. Ἡ Ἐκκλησία βοηθᾶ ὅσο μπορεῖ καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς. Σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία τὸ πλήρωμα γνωρίζει αὐτὸ τὸ ἔργο γιατί τὸ συνδράμει ποικιλοτρόπως καὶ μὲ ἐθελοντικὴ προσφορὰ καὶ μὲ οἰκονομικὴ στήριξη.

. Ἀκούσατε ὅτι ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν διπλασίασε τὶς 10.000 μερίδες καθημερινὸ φαγητὸ ποὺ ἑτοίμαζε μέχρι τότε καὶ τὶς ὁποῖες προσέφερε πρὸς πάντας. Χωρὶς τὴν καθημερινὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἴσως εἴχαμε φθάσει σὲ κοινωνικὴ ἔκρηξη.

. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ προβάλλει τὸ ἔργο της. Τὸ ἔργο της τὸ γνωρίζει ὁ λαὸς ποὺ ὠφελεῖται ἀπὸ αὐτό. Ἀναγκάζεται κάποιες φορὲς νὰ τὸ παρουσιάζει, ὅταν ἀμφισβητεῖται κακόπιστα. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ παρουσιαστεῖ σὲ ὅλη τὴν ἔκτασή του. Πῶς νὰ παρουσιάσεις πχ. τὸν παπὰ ποὺ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ κάνει προσωπικὸ δάνειο γιὰ νὰ βοηθήσει ἕναν ἀσθενῆ, νὰ σώσει τὸ σπίτι ἑνὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ παιδιά του στὸ δρόμο, ἢ γιὰ νὰ μὴ σταματήσει ἔνα παιδὶ τὴν ξένη γλώσσα ποὺ κάνει; Προφανῶς δὲ τὸ δάνειο αὐτὸ τὸ πληρώνει ἀπὸ τὸν μισθό του. Αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φανοῦν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ πεῖς. Ὅταν ὁ παπὰς νοιώθει πατέρας, τότε κάνει τὰ πάντα μὲ ἀγάπη καὶ ἐφευρίσκει τρόπους. Οἱ εὔκολοι κριτὲς ἐμπορεύονται τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔβαλαν τὸ χέρι στὴ δική τους τσέπη.


. Ὁ Μακαριώτατος μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια στὴν πρόσφατη συνέντευξή του εἶπε πολὺ καθαρά, ὄτι τὸ 96% τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας τὸ ἔχει πάρει τὸ Κράτος. Τὸ ὑπόλοιπο 4%, παρ᾽ ὅλο ποὺ μὲ ἀμετάκλητες δικαστικὲς ἀποφάσεις ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἡ Πολιτεία στὶς ποικίλες ἐκφάνσεις της τὴν ἐμποδίζει νὰ τὸ ἀξιοποιήσει. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε πολὺ καθαρὰ ἐπίσης πὼς θέλει νὰ τὸ ἀξιοποιήσει σὲ ἔργα κοινωνικῆς προσφορᾶς καὶ ἔθεσε καὶ τὸ ὅριο τῆς ὁλοκληρώσεως αὐτῶν τῶν κοινωνικῶν παρεμβάσεων. Ποιός λοιπὸν καὶ γιατί φοβᾶται μία Ἐκκλησία μὲ μία ἔντονη κοινωνικὴ παρουσία;

. Ὅσο γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ ἔργου; Ὁ κάθε νοήμων ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει ὀργανωμένο κύκλωμα παραπληροφόρησης καὶ διαστρέβλωσης τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἢ μεγέθυνσης τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπινου λάθους .

. Ἔχει χρῶμα, ἐθνικότητα καὶ θρησκεία ὁ ἔχων ἀνάγκη;

. Ἀσφαλῶς ὄχι καὶ ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει καθημερινὰ μὲ τὴν μέριμνά της γιὰ κάθε ἄνθρωπο.

. Ποιά εἶναι ἡ προσωπική σας θέση στὸ θέμα ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ μὲ τοὺς λαθρομετανάστες καὶ τὴν δημιουργία φράχτη;

. Εἶναι ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα ἀπότοκο μίας κακῆς πολιτικῆς. Ὁ κάθε λαθρομετανάστης εἶναι καὶ αὐτὸς εἰκόνα Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τόπος μας ἔχει ὁρισμένες δυνατότητες. Δὲν φροντίσαμε τὴν ρίζα τοῦ προβλήματος ποὺ εἶναι ἡ ἀδικία ποὺ ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ τέτοιες διεξόδους.

. Ἕνα ἄλλο ἐρώτημα εἶναι ἐάν ὅλοι αὐτοὶ ἔρχονται μόνοι τους ἢ ἄλλοι τοὺς κατευθύνουν. Εἶναι πολλὰ ἀκόμη ἐρωτήματα γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ εἰκόνα τοῦ ὅλου προβλήματος. Ὁ φράκτης δὲν πιστεύω ὅτι εἶναι λύση. Συμφωνῶ μὲ τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου γιὰ τὸ θέμα.

. Πεῖτε μας μία διέξοδο ἀπὸ τὴν κρίση, ἀλλὰ καὶ γενικότερα.

. Κατ᾽ ἀρχὰς στὴν παροῦσα φάση καὶ στὸ σημεῖο ποὺ ἔχουμε φθάσει χρειαζόμαστε ὑπομονή, σύμπνοια, ἑνότητα, σοβαρότητα, προβληματισμὸ καὶ διάθεση θυσίας. Χρειαζόμαστε ἀκόμη ἀληθινὴ δικαιοσύνη στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκονομικοῦ βάρους καὶ βέβαια δὲν χρειαζόμαστε ἀλαζονεία ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες, ἀλλὰ κατανόηση, εἰλικρίνεια καὶ διάλογο. Χρειαζόμαστε ἀκόμη ἐγρήγορση ἀπέναντι στὶς φωνὲς ὅσων μέσα ἀπὸ μία καταστροφὴ θέλουν νὰ δικαιώσουν τὶς θέσεις τους.

. Εἶναι σημαντικὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ κρίση εἶναι πρωτίστως πνευματικὴ καὶ δευτερευόντως οἰκονομική. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε τότε ἔχουμε ὄντως πρόβλημα διεξόδου. Χάσαμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας. Τὸ ἐγκλωβίσαμε στὸ παρόν, τὸ ἐντοπίσαμε στὴν καλοπέραση καὶ τὴν εὐδαιμονία. Ξεχάσαμε τὸν καθαρὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Ἔτσι γίναμε εὔκολα θύματα καὶ χάψαμε τὰ δολώματα ὅσων μᾶς ὑποσχέθηκαν πιὸ πολὺ ἄρτο καὶ καλοπέραση. Βάλαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθειά του στὴν ἄκρη καὶ τὸ μόνο ποὺ πετύχαμε νὰ μετατρέψουμε «σὲ σκουπίδι» τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς πονάει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια κατάματα, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὴν δὲν σωζόμαστε.

. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε, ποιό νόημα ζωῆς ὑπηρετεῖ; Τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἢ τὴν σκουπιδοποίησή του; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἡ ἄκρη τοῦ ἀδιεξόδου. Βλέπουμε ὅτι ἡ λεγομένη παγκοσμιοποίηση ἔτσι ἀντιμετωπίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκι εἶχε θέσει τὸ δίλημμα: «ἐλευθερία ἢ εὐτυχία;» Ἐμεῖς κυνηγήσαμε τὴν ὑλικὴ εὐζωία καὶ χάσαμε τὸν ἑαυτό μας. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Ἡ ἄσκηση εἶναι δρόμος ἐλευθερίας, ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τοῦ οὐσιώδους.

 

«Το όνομα αυτού: Εμμανουὴλ» ( Ησαΐας ζ΄ 14)


«Τὸ ὄνομα αὐτοῦ: Ἐμμανουὴλ» ( Ἠσαΐας ζ΄ 14)
Σᾶς ἀποκαλύπτω τὸ μεγάλο μυστικό: Στέλνω ἀνάμεσά σας, κοντά σας, μαζί σας τὸν Υἱό μου. Τὸν μονογενῆ Υἱό μου. Τὸν στέλνω νὰ μείνη γιὰ πάντα σύντροφός σας. Θὰ ἔλθη στὴν γῆ ὡς Θεάνθρωπος. Μὴ γελαστῆτε ποὺ θὰ τὸν δῆτε μικρό, ἀδύναμο νήπιο. Τὸ μικρὸ αὐτὸ βρέφος, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός, εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ συνάναρχος Λόγος, ὁ αἰώνιος καὶ παντοδύναμος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι: Ἐμμανουήλ. Ἔτσι θὰ τὸν ὀνομάζετε. Διότι Ἐμμανουὴλ σημαίνει «ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν», ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Καὶ ἀκριβῶς μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ μου, μὲ τὸν ἐρχομό του στὸν κόσμο σας, ἐγὼ ὁ Θεὸς ἔρχομαι νὰ μείνω μαζί σας. Γιὰ πάντα.
Σᾶς ἀποκαλύπτω τὸ μεγάλο μυστικό. Μὴν τὸ ξεχνᾶτε. Αὐτὸ ποὺ κρύβεται στὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ» (Ἡσ. ζ΄ 4), «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς» (Ματθ. α΄ 23). Ἔτσι θὰ προσφωνήσετε τὸ νήπιο αὐτὸ τῆς Βηθλεέμ. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς Γεννήσεώς του θὰ μπορῆτε νὰ λέτε: ὁ Θεὸς εἶναι πιὰ μαζί μας. Γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἐμμανουήλ. «Ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν».

* * *
Ἔτσι μίλησε ὁ Αἰώνιος. Ἔτσι μίλησε ὁ Κύριος (Ἡσ. ζ΄ 14 καὶ Ματθ. α΄ 23). Οἱ αἰῶνες ποὺ πέρασαν γέμισαν ἀπὸ τὴν ἠχὼ τῆς φωνῆς του καὶ ἀπὸ τὴν βαθιὰ παρηγοριὰ καὶ γαλήνη ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ φωνή. Τὴν ἀκούω κι ἐγὼ ἀπόψε: Παιδί μου, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ αἰώνια ὀνόματά του. Γιατί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεάνθρωπος, ἦλθε καὶ μένει γιὰ πάντα μαζί σου, μαζί μας, ἀνάμεσά μας.
Ἀντηχεῖ ἀπόψε μέσα μου ἡ οὐράνια αὐτὴ φωνή. Τούτη τὴν νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Τὴν δέχομαι μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη. Τὴν κλείνω εὐλαβικὰ καὶ στοργικὰ ἐντός μου. Κι ἐκείνη προκαλεῖ μιὰ δόνηση στὴν ὕπαρξή μου. Ὅλα μέσα μου φωτίζονται. Καὶ ἀπὸ παντοῦ νιώθω νὰ ἀναδίδεται ἕνας ὕμνος. Ἀδύνατον νὰ τὸν κλείσω στὸ στῆθος μου. Τὸν αἰσθάνομαι νὰ ἀνεβαίνη. Νὰ ἀνεβαίνη. Νὰ φθάνη στὸ στόμα, νὰ κυλάη στὰ χείλη. Νὰ ξεχύνεται…
* * *
Ἐμμανουήλ! Ἐμμανουήλ! Τὸ ὄνομά σου γεμίζει μὲ δάκρυα χαρᾶς τὰ μάτια μου. Ἦλθες καὶ μένεις μαζί μου, μαζί μας, Θεὸς ἀγάπης καὶ δυνάμεως.
Εἶσαι μαζί μας, Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ Σὲ καλῶ μὲ τὸ ὄνομά σου, ποὺ ἐκφράζει αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός: Νὰ σὲ προσφωνῶ μέρα καὶ νύχτα: Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ, λατρευτέ μου, ἀγαπημένε μου Κύριε, εἶσαι μαζί μας. Εἶσαι μαζί μας στὰ σπίτια μας, στὰ ἐργοστάσιά μας. Σ’ αὐτὰ ποὺ βγάζουν σίδερα, τσιμέντα, ὑφάσματα ἢ καπνά. Περπατᾶς ἀνάμεσα στὰ μηχανήματα. Ἐργάτης κοντὰ στοὺς ἐργάτες, μέσα στὸν ἐξοντωτικὸ θόρυβο, τὴν σκόνη καὶ τὶς δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις. Ἦλθες γιὰ νὰ ζήσης αἰώνια κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοχθοῦν. Δὲν μπορεῖς λοιπὸν νὰ λείπης ἀπὸ τὰ ἐργοστάσια, ἀφοῦ τὸ ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ…
Ἀκοῦμε τὰ βήματά σου Ἰησοῦ, Ἐμμανουήλ μου, στοὺς διαδρόμους τῶν νοσοκομείων. Σ’ αὐτοὺς τοὺς διαδρόμους ποὺ μυρίζουν φάρμακα. Μπαίνεις μέσα στοὺς θαλάμους, μένεις μέσα στοὺς θαλάμους, δίπλα στὰ κρεβάτια τῶν ἀδελφῶν σου, τῶν ἀδελφῶν μας. Ἀγωνίζεσαι μαζὶ μὲ τοὺς γιατροὺς καὶ τὶς νοσηλεύτριες γιὰ τὴν νίκη πάνω στὴν ἀρρώστια καὶ τὸν θάνατο. Ἡ βάρδιά σου δὲν ἔχει τέλος, δὲν λήγει ποτέ. Πῶς νὰ λήξη, ἀφοῦ τὸ ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ;
Εἶσαι μαζί μας στὰ χωράφια μας καὶ στὰ βουνά μας. Σπέρνεις μαζὶ μὲ τοὺς σποριάδες, εἶσαι βοσκὸς μαζὶ μὲ τοὺς τσοπάνους. Ταξιδεύεις ἀκούραστος ναυτικὸς κοντὰ στοὺς ναυτικούς.
Εἶσαι μαζί μας! Δὲν χορταίνουμε νὰ τὸ λέμε. Εἶσαι ὁ Ἐμμανουήλ μας. Ὅλοι οἱ δρόμοι μας, ὅλες οἱ πλατεῖες τῶν πόλεών μας θὰ μποροῦσαν νὰ λέγωνται: ὁδὸς Ἐμμανουὴλ ἢ πλατεία Ἐμμανουήλ. Γιατί εἶσαι ὁ μόνιμος διαβάτης τους. Βαδίζεις ἀδιάκοπα δίπλα μας. Μᾶς στηρίζεις στοὺς πειρασμούς. Ἀκοῦς τὶς σκέψεις μας, τὶς γκρίνιες μας. Μᾶς συνοδεύεις διακριτικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Εἶσαι μόνιμα κοντά μας περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ σκιά. Εἶσαι ἡ σκιά μας. Λάθος: τὸ φῶς μας.
Ἐμμανουήλ! Ἐμμανουήλ! Καὶ ὅταν ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν δρόμο σου, καὶ πάλι δὲν μᾶς ἀφήνεις μοναχούς. Δὲν μᾶς ἐγκαταλείπεις στὴ μοναξιά μας. Ἂν κοιτάξουμε λίγο πίσω, μποροῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν δρόμο. Κάτω στὸ ἔδαφος θὰ ὑπάρχη μιὰ γραμμή. Εἶναι τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυνες ἀκολουθώντας μας σιωπηλά. Παίρνοντας τὴ γραμμὴ αὐτή, ποὺ τὴν χάραξε ὁ πόνος σου, μποροῦμε νὰ ξανασυναντήσουμε τὴν ὁδό. Γιατί ὅμως νὰ κοιτάξουμε κάτω, ἀφοῦ Σὺ ὁ ἴδιος στέκεσαι δίπλα μας, ἕτοιμος νὰ μᾶς ὁδηγήσης; Ναί, βέβαια! Εἶσαι μαζί μας, ἀφοῦ τὸ ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ! Ὄνομα ὑπέρτατα ἀγαπημένο. Μοῦ φθάνει αὐτὸ γιὰ κάθε πόνο, γιὰ κάθε θλίψη, γιὰ κάθε πειρασμό. Στὸν ἀδελφό μου ποὺ πονάει θὰ λέω αὐτὴ τὴ λέξη: Ἐμμανουήλ! Στὸν ἄνθρωπο ποὺ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἐγκατάλειψή του θὰ ψιθυρίζω γεμάτος σιγουριά: Μὴν ξεχνᾶς τὸν Ἐμμανουήλ! Ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος σύντροφος, εἶναι μαζί σου. Δὲν εἶσαι μόνος. Καὶ στὴν τραυματισμένη καρδιά μου θὰ μπορῶ νὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸν τὸν θαυμαστὸ ἐπίδεσμο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα: Ἐμμανουήλ.
ΖΩΗ 15/12/2011)

Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ

Λουδοβῖκος Νικόλαος (Πρεσβύτερος)

Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο στὴ σύγχρονη Γενετικὴ



Ι

Πρὶν καλὰ - καλὰ τελειώσει ὁ δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ σημαντικὸς Ἄγγλος συγγραφέας C . S . Lewis ἐξέδωσε, τὸ 1944, τὸ μυθιστόρημά του Perelandra, θέλοντας νὰ διηγηθεῖ ξανὰ τὴν ἱστορία τοῦ Κήπου τῆς Ἐδέμ. Ἡ Perelandra εἶναι ἕνας ἄλλος πλανήτης τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, αὐτὸς ποὺ οἱ γήινοι ἀποκαλοῦν Ἀφροδίτη, καὶ εἶναι ὅμως ἀπολύτως κατοικημένος ἀπὸ λογικὰ ὄντα τὰ ὁποῖα, ὅμως, μαζὶ μὲ τὸν πλανήτη τους ζοῦν -ὢ τοῦ θαύματος- μέσα στὸν παράδεισο, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς περιέγραψε τὸν τελευταῖο ἕνας Αὐγουστῖνος ἢ ἕνας Μ. Βασίλειος: πλήρης ἁρμονία, γαλήνη καὶ ἀφθαρσία παντοῦ, ἀπόλυτη ἀπουσία πόνου, ἀσθένειας, θλίψεων καὶ ἀγωνιῶν, εὐτυχία ἀπερίσταλτη καὶ ἀδιατάρακτη. Ὁ Θεὸς (τὸν ὁποῖο στὸν πλανήτη αὐτὸ ἀποκαλοῦν Maledi ) θὰ ἀποστείλει ἐκεῖ ἕναν γήινο σοφὸ (ὁ ὁποῖος στὸ μυθιστόρημα εἶναι μάλιστα πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς) ὀνόματι Ransom (λέξη ποὺ στὰ ἀγγλικὰ σημαίνει τὴν ἀπολύτρωση), γιὰ νὰ πληροφορήσει τοὺς ἀθώους κατοίκους γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ κακοῦ τὸν ὁποῖο στὸ βιβλίο ἀντιπροσωπεύει ὁ Weston, ἕνας δαιμόνιος γήινος, ποὺ ὁπλισμένος ἀντιμετωπίζει τοὺς κατοίκους τοῦ πλανήτη ὅπως ἕνας ἄποικος τοὺς ἀγαθοὺς ἰθαγενεῖς, θέλοντας νὰ τοὺς διαφθείρει καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς ὑποτάξει (δὲν εἶναι τυχαῖο δὲ πὼς τὸ ὄνομά του προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη West - τὴν Δύση).

Ὁ Ransom, μόλις βρίσκεται στὴν Perelandra , συγκλονίζεται: διαπιστώνει ἀμέσως πὼς οἱ αἰσθήσεις του λειτουργοῦν διαφορετικά, πολὺ βαθύτερα καὶ καθαρότερα, ὁ νοῦς του γαληνεύει ἀπροσδόκητα, τὸ σῶμα του ἐλαφρώνει. Ποτὲ δὲν ἔνοιωσε τὴ γεύση, τὴν ἀκοή του καὶ τὴν ὅρασή του τόσο ζωντανές, ἐνῶ πλήρης ἀφοβία τὸν καταλαμβάνει· τὰ ἄγρια ζῶα εἶναι φίλοι παιγνιώδεις. Κατάπληκτος καὶ συγκλονισμένος συναντᾶ τὴν Εὔα τῆς Perelandra, τὴν Κυρία ( Lady ), ὅπως ἀποκαλεῖται στὸ βιβλίο, χωρὶς διόλου νὰ σοκάρεται μὲ τὴν γυμνότητά της. «Ἔρχομαι ἐν εἰρήνῃ», τὴν χαιρετᾶ τραυλίζοντας. «Καὶ τί θὰ πεῖ εἰρήνη;», τοῦ ἁπαντᾶ ἐκείνη. Μὴ ἔχοντας ποτὲ γνωρίσει τὸ κακό, δὲν φοβᾶται κανέναν καὶ τίποτα. Ὅπως τὰ πολὺ μικρὰ παιδιά, ὅλη ἡ ζωὴ της εἶναι αὐτὴ ἡ «εἰρήνη» - τίποτε ἄλλο δὲν γνωρίζει...

Θ’ ἀφήσω κατὰ μέρος τὴν ἐξέλιξη τῆς πάλης μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, ποὺ συνιστοῦν τὴν συνέχεια τοῦ μυθιστορήματος (ὄχι φυσικὰ προτοῦ σᾶς διαβεβαιώσω, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶτε, πὼς ἡ ἔκβασή της ὑπῆρξε αἴσια), γιὰ νὰ σχολιάσω αὐτὸν τὸν μικρὸ διάλογο λίγο περισσότερο καὶ νὰ εἰσέλθουμε ἔτσι στὸ θέμα μας.

Παρὰ τὴν ἀναμφισβήτητη λοιπὸν εὐτυχία τῶν κατοίκων τῆς Perelandra, ὁ Ransom - Λυτρωτὴς γήινος φαίνεται νὰ ξέρει πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτούς, μ' ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή του. Οἱ εὐτυχισμένοι αὐτόχθονες τοῦ διαπλανητικοῦ Παραδείσου εἶναι πράγματι ἐντελῶς ἀνυπεράσπιστοι μπροστὰ στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ Εἶναι - Ἀγαθοῦ, ἀπέναντι, ἐννοῶ, στὸ Μηδὲν - Κακό, τὸ ὁποῖο ὡστόσο, παρ' ὅλο ποὺ δὲν «εἶναι », ἀπολύτως πραγματικό, δρᾶ ὑποδόρια καὶ ἀποτελεσματικά, ἀπειλώντας νὰ καταστρέψει –στ' ἀλήθεια!- τὸ πᾶν. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἄλλωστε ὁ Θεὸς ἀποστέλλει τὸν Λυτρωτὴ - Προφήτη Ransom σ' αὐτοὺς (καὶ δὲν διαλέγει πρὸς τοῦτο ἕναν ἀπὸ δαύτους): εἶναι ἡ γνώση τοῦ Μηδενὸς ἢ τοῦ Κακοῦ, ἂν θέλετε, ποὺ καθιστᾶ ἱκανὸ τὸν γήινο σοφὸ νὰ διαφυλάξει τὸ Εἶναι - Ἀγαθό. Αὐτὸ σημαίνει ὅμως πὼς τὸ κακὸ εἶναι ὑπαρξιακὰ καὶ ὀντολογικὰ ἀναπόφευκτο; Πῶς εἶναι μία προϋπόθεση τοῦ Ἀγαθοῦ κατ' ἀνάγκην; Πὼς ἀνήκει, θὰ λέγαμε τολμηρά, στὸ εἶναι τοῦ Ἀγαθοῦ (ἑπομένως καὶ τοῦ θεοῦ!); Τελικὰ τὸ κακὸ ἀνήκει στὸ Εἶναι τῶν ὄντων, κι ἂν ὄχι ποῦ ἀνήκει;

Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία πρώτη ἀπάντηση, διατρέχοντας τὴν φιλοσοφικὴ καὶ τὴν θεολογικὴ παράδοση καὶ καταλήγοντας στὴ μοντέρνα Γενετική, τῆς ὁποίας οἱ ἀναζητήσεις συνδέονται παράδοξα μὲ τὶς παραπάνω παραδόσεις.


ΙΙ

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ἡ διάκριση Καλοῦ καὶ Κακοῦ διατρέχει μὲ πολλὲς μορφὲς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Ὁ φόβος τοῦ χάους, τῆς ἀμετρίας, τῆς Ὕβρεως, τοῦ μὴ-ὄντος κατατρέχει βαθιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα, γι' αὐτὸ καὶ ἤδη στοὺς Προσωκρατικοὺς ὅλες oἱ ὀντολογικὲς ἔννοιες περὶ τοῦ Ὄντος -καὶ τέτοιες εἶναι ὄχι μόνον ὁ ἠρακλείτειος Λόγος ἢ ὁ ἀναξαγόρειος Νοῦς ἢ ὁ πυθαγόρειος ἀριθμὸς ἢ τὸ παρμενίδειο Ὄν, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἄπειρο τοῦ Ἀναξίμανδρου καὶ ἡ Φιλότης τοῦ Ἐμπεδοκλῆ καὶ τὸ ἀντίθετο τοῦ κενοῦ φυσικὸ ἄτομο τοῦ Λεύκιππου καὶ τοῦ Δημόκριτου (Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, θεολογικὴ Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, Βιβλίο 1, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 31-138) - ἀντιπαραθέτοντας σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μὴ Ὂν τὸ ὁποῖο μὲ διάφορες μορφές, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἐκφράζει στὸ ἠθικὸ πεδίο τὸ Κακό. Πολὺ περισσότερο στὸν Πλάτωνα, στοῦ ὁποίου τὸ ἔργο τὸ Κακό. συνδέεται [εἴτε ὡς ἄγνοια καὶ ἀπουσία φρονήσεως (Πρωτ. 355 e ), εἴτε ὡς νόσος τῆς ψυχῆς (Σοφιστ. 228 e ), εἴτε ὡς πτώση τῆς ψυχῆς ἀπ' τὸν ὑπερουράνιο τόπο (Φαῖδρος 246 e ), εἴτε ὡς κατὰ φύση κακότητα τῆς ὕλης στὸν Τίμαιο (42 e )] μὲ τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ξεγέλασμα αὐτοῦ τοῦ ψεύτικου κόσμου. Ὁ ὁποῖος, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸ μύθο τοῦ Σπηλαίου «τῆς Πολιτείας», ἀδυνατεῖ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἐπουράνιο Ἥλιο τοῦ Ἀγαθοῦ, καὶ τὸν κόσμο τῶν Ἰδεῶν (ὅ.π. σ.σ. 159-177).

Μὴ ὂν τὸ Κακὸ καὶ στὸν Ἀριστοτέλη (Μετ. VIII , 9,1051α), ἀφοῦ δὲν ἀνήκει στὸν κόσμο τῶν πραγματικοτήτων, ἐνῶ στὸν Πλωτῖνο τὸ Κακὸ ταυτίζεται ἐν τέλει μὲ τὴν ὕλη (Ἐνν. 1,8,3), ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι τόσο ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ Ἕν/Ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἶναι ὡστόσο ἡ μακρινὴ πηγή της. Ὡς ὀντολογικὴ ἀρχὴ τὸ Κακὸ θὰ ἐμφανισθεῖ κατ' οὐσίαν μόνον στὸν Μανιχαϊσμό, τὴν ἰουδαιοχριστιανίζουσα αὐτὴ ἀνατολικὴ διαρχικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία θέτει δύο ἀκριβῶς ἀρχὲς στὸ Σύμπαν, ἀντιμαχόμενες μεταξύ τους. Ἐδῶ κομμάτια ὁλόκληρα τοῦ κόσμου εἶναι κακά, φτιαγμένα ἀπὸ τὸ Κακό, ἐνῶ ἄλλα -τὰ πιὸ πνευματικὰ- εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὸ Καλὸ καὶ ἡ μεταξύ τους συμφιλίωση εἶναι ἀδύνατη.


III

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὴ χριστιανικὴ θεολογία, ἡ θέση τόσο τῆς ἀνατολικῆς - ἑλληνικῆς ὅσο καὶ τῆς δυτικῆς - λατινικῆς παράδοσης φαίνεται κατ' ἀρχὴν ταυτόσημη καὶ πρὸς αὐτὴν τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας.

Ἔτσι ὁ Ὠριγένης ἀπὸ τὴ μιὰ μᾶς βεβαιώνει ( De Princ . II , 9, 2 · In Joh . 4, II , 17) πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κακοῦ (μὲ κ μικρὸ πλέον, ἀφοῦ μόνον ὁ Θεὸς συνιστᾶ τὸ ὄντως Εἶναι) καὶ πὼς αὐτὸ δὲν διαθέτει μιὰ δική του ὑπόσταση ἢ ζωὴ ἢ οὐσία -ὑφίσταται ὡς ἄρνηση τοῦ ἀγαθοῦ, μιὰ ἰδέα ποὺ θὰ συναντήσουμε πολλὲς φορὲς στὴ Δυτικὴ σκέψη μέχρι τὸν Ἔγελο.

Ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ἄλλη (π.χ. Conf . Ill , 7,12) μᾶς βεβαιώνει παρομοίως ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει ὡς ἕνα μεταξὺ τῶν ὄντων, ἀλλὰ συνίσταται ὡς ἄρνηση τοῦ ἀγαθοῦ, privatio boni . Εἶναι μία ἁπλὴ ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὁποίας φυσικὰ δὲν εἶναι δημιουργὸς ὁ Θεὸς ( De quaest . 83, 24). Μὲ τὸν Αὐγουστῖνο ὡστόσο ἀρχίζει μία σειρὰ μεγάλων προβλημάτων περὶ τὸ κακό, τὰ ὁποῖα ταλανίζουν Δύση καὶ Ἀνατολὴ μέχρι σήμερα. Θὰ καταλάβετε τί ἐννοῶ ὅταν σᾶς ἀναφέρω πὼς ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ἀφενὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συνέδεσε τὸ κακὸ μὲ τὸ περίφημο, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο κατὰ τὸ ἔτος 396, «Προπατορικὸ Ἁμάρτημα», τὸ ὁποῖο γι' αὐτὸν εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ὅπως ἡ ἅλωση τῆς Τροίας ἢ oἱ Περσικοὶ πόλεμοι – πράγμα διόλου αὐτονόητο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση ὡστόσο. Τώρα λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ «γεννᾶ» τὸ κακὸ καὶ ὄχι ἀντίστροφα.

Γιὰ νὰ καταλάβετε τὴ διαφορά, θὰ πῶ πὼς γιὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, γιὰ παράδειγμα, αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία τοῦ κόσμου -ὑφίσταται, δηλαδή, ὄχι μόνον μία φορὰ πρὸς τὸ Εἶναι ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μία ἄλλη πρὸς «ἀπογένεσιν», ὅπως λέγει, τῶν ὄντων- τὸ κακὸ εἶναι θεμελιωδῶς μία φθορὰ τοῦ εἶναι καὶ ὄχι ἕνα «ἠθικὸ» γεγονός. Ἔτσι, ἐνῶ γιὰ τὸν Ἅγ. Μάξιμο (ἢ τὸν Μ. Ἀθανάσιο) εἶναι ἀκριβῶς ὁ πρωταρχικὸς σπόρος τοῦ μηδενὸς μέσα στὰ σπλάγχνα τοῦ ὄντος ποὺ γεννᾶ τὴν δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ συνεπῶς τοῦ κακοῦ, ἐὰν καὶ ἐφόσον ἐνεργοποιηθεῖ ἀπ' τὴν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, στὸν Αὐγουστῖνο εἶναι, ἀντίστροφα, ἡ ἠθικὴ ἀπόφαση δύο ἀνθρώπων (τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ποὺ γεννάει τὸ κακὸ (μ' ὅλη τὴν ἐνοχή του - ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ὁ πατέρας τῆς ἐνοχῆς στὴ Δύση).

Αὐτὸ ἔχει μία πελώρια συνέπεια στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀντολογίας. Θεωρήθηκε ἀπ' τὸν Αὐγουστῖνο, μ' ὅλα αὐτά, πὼς τὸ κακὸ «ἐφευρέθηκε» ἀπ' τὸν ἄνθρωπο (μὲ τὴν συνδρομὴ βεβαίως τοῦ διαβόλου, τοῦ ὁποίου ἡ θέση ὡστόσο δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἰσχυρή, διόλου παράδοξα στὸ αὐγουστίνειο ἔργο), ἡ δὲ ἐφεύρεση αὐτὴ φανερώνει μία πλήρη καὶ ἠθελημένη καταστροφὴ τῆς φύσης του. Μὲ τὴν ἐφεύρεση δηλαδὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε πὼς ἡ φύση του, ἐνῶ πλάστηκε ἀθώα καὶ καλὴ ἀπ' τὸν Θεό, ἔγινε ἠθελημένα κατ' οὐσίαν κακὴ -καὶ μάλιστα ἡ γυναικεία φύση. Διότι ἡ γυναίκα, προτοῦ ἤδη συναντήσει τὸ Φίδι - Διάβολο, εἶχε ἤδη ἐντός της τὴν δίψα τῆς δύναμης καὶ τὴν αὐθάδεια τῆς εὔκολης ἰσοθεΐας, στὶς ὁποῖες παρασύρει δόλια καὶ τὸν Ἀδάμ, ἀποδεικνύοντάς τον ὅμοιό της.

Μ' ἁπλὰ λόγια, κατὰ τὴν αὐγουστίνεια θεολογία, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κακὸς ἐπειδὴ ἠθελημένα ἢ κατόπιν ἀπάτης μετέχει καὶ ἀφήνεται στὴν ἐνεργούμενη ἤδη κοσμικὴ φθορά, ἀλλὰ ἐφευρίσκει αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν φθορὰ στὴν φύση του τὴν ἴδια. (Δὲν ἀγνοῶ πὼς εἶναι δυνατὸν καὶ στοὺς Ἕλληνες Πατέρες νὰ βροῦμε παρεμφερεῖς θέσεις, θεωρῶ ὅμως πὼς αὐτὲς δὲν κυριαρχοῦν θεωρητικὰ στὴν πατερικὴ παράδοση, ὄντας μᾶλλον κηρυγματικοῦ χαρακτήρα). Ἔτσι γεννιέται ἡ ἰδέα τῆς κληρονομικῆς ἐνοχῆς, καθὼς καὶ αὐτὴ τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ. Καθὼς ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπολύτως πλέον διεστραμμένη, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ ν' ἀναζητήσει πράγματι τὸν θεὸ καὶ τὴ Χάρη Του -αὐτὴ ἡ τελευταία μπορεῖ νὰ εἶναι μόνον ἕνα ἀναγκαστικὸ καὶ ἀναντίστατο (ὁ Αὐγουστῖνος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ, χαρακτηριστικὰ τὴ λέξη irresistible ) δῶρο τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς ποὺ Ἐκεῖνος, γιὰ ἄγνωστους λόγους, ἐπιθυμεῖ. Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι καταδικασμένη μάζα - massa damnata . Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸ ἐλάχιστα γίνεται λόγος περὶ ἐλευθερίας στὸν ἄνθρωπο. Πράγματι, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἔχει ἐλάχιστη σημασία ἐδῶ. Ἢ μᾶλλον δὲν ὑπάρχει κἄν ἐλευθερία ὡς ἐκλογὴ ἀλλὰ ὡς ἀναγκαστικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀναντίστατης χάρης τοῦ Θεοῦ.


IV

Ἀνακεφαλαιώνω: ἐνῶ ὅλη ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καὶ ἡ χριστιανικὴ θεολογία (πλὴν τοῦ Μανιχαϊσμοῦ) συμφωνοῦν κατ' οὐσίαν γιὰ τὸ ὅτι τὸ Κακὸ εἶναι ἁπλῶς ἄρνηση τοῦ Ἀγαθοῦ, μὲ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ ἄνθρωπος γίνεται αἰτία τοῦ κακοῦ, γινόμενος ἔκτοτε κακὸς στὴν ἴδια τὴν φύση του -τώρα ἡ κακότητα καὶ ἡ ἐνοχὴ της κληρονομοῦνται, μαζὶ φυσικὰ μὲ τὴν καταδίκη τους. Ἔτσι, ἐνῶ γιὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο Λυῶνος, γιὰ παράδειγμα, οἱ πρωτόπλαστοι ἁμαρτάνουν ἄθελά τους καὶ λόγω πνευματικῆς ἀνωριμότητας, στὸν Αὐγουστῖνο ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔκφραση προϋπάρχουσας συνειδητῆς φυσικῆς διαστροφῆς ( pervertio ). Καὶ εἶναι ἀδύνατον φυσικὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ περιγράψω τὸν φόβο καὶ τὴν ἐνοχὴ ποὺ δημιούργησαν στοὺς αἰῶνες θέσεις σὰν κι αὐτές, μαζὶ μὲ τὸν συνεχῆ πειρασμὸ τῆς κατηγορίας κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε μία ἀνθρώπινη φύση τόσο εὔκολα καὶ τόσο βαθιὰ καὶ μόνιμα διαστρεφόμενη. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν εἶναι ἕνα «ἁμαρτωλὸ αὐτόματο», εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἁμαρτήσει, διότι ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ ἔχουν γίνει μέρος τῆς φύσης του. Μόνο ἡ ἀνεξιχνίαστη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ σταματήσει τὸ δράμα αὐτὸ καὶ καμιὰ ἀπολύτως ἀγαθὴ ἀνθρώπινη προαίρεση ἢ προσπάθεια. Ὁ Θεὸς συνεργάζεται ἴσως μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀποφασίζει μόνος Του, ἀνεξάρτητα ἀπ' αὐτήν. Οἱ θέσεις αὐτὲς παρέμειναν στὴν Δυτικὴ θεολογία ἰσχυρές, παρὰ τὴν μεγάλη στροφὴ τὴν ὁποία ἐπεχείρησε ὁ ἄλλος μεγάλος της Δύσης, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἀποδίδοντας, ὅπως οἱ Ἕλληνες Πατέρες, καὶ αὐτὸς τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ στὴν κτιστότητα καὶ τὴν τρεπτότητα τῶν ὄντων καὶ ὄχι στὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ Ἑλληνικὴ Πατερικὴ θεολογία ἔχει ἀποκρυσταλλώσει τὶς θέσεις της γιὰ τὴν αἰτιολόγηση τοῦ κακοῦ, μ' ἕναν τρόπο τὸν ὁποῖο θὰ μπορούσαμε σχηματικὰ ν' ἀποδώσουμε ὡς ἑξῆς, μὲ βάση τὰ ὅσα ἤδη εἴπαμε. Οἱ αἰτίες λοιπὸν τοῦ κακοῦ εἶναι ἐδῶ κυρίως τρεῖς:

Πρώτη εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς κτιστότητας καὶ τῆς ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργίας, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ τὴ φύση τῶν ὄντων «εὐόλισθον» πρὸς τὸ ἀπόλυτο Μηδὲν ἀπ' τὸ ὁποῖο προῆλθαν, εἰδικὰ ἂν ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τὴν ὕπαρξή του αὐτάρκη καὶ μὴ δεομένη θείας Βοηθείας καὶ χάριτος.

Δεύτερη αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὡς πρόσωπο, ἁμαρτάνει ἢ σφάλλει σηκώνοντας ταυτόχρονα τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιλογῶν του: ἡ διαστροφὴ ἢ καταστροφὴ τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἐπιφαινόμενο τῆς λαθεμένης του ἐπιλογῆς, εἶναι ἕνα γεγονὸς συνεπῶς μὴ μόνιμο ἀλλὰ θεραπευόμενο (ἤδη σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τώρα καὶ τελείως, στὰ ἔσχατα) μὲ τὴν ἀλλαγὴ καὶ μόνο τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ τρίτη αἰτία τοῦ κακοῦ, συνδεόμενη μάλιστα ἀρκετὰ μὲ τὶς δύο πρῶτες, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ὁ κόσμος δὲν συγκροτεῖται ὡς «μονόλογος» τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ὡς «διάλογός» Του μὲ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ κάθε ἀγαθὴ βούληση τοῦ θεοῦ, λοιπόν, χρειάζεται μία ἐξίσου «ἀγαθὴ» ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ τελευταία λείπει, ἡ πρώτη ἀκυρώνεται. Ὁ Θεὸς ἀδυνατεῖ νὰ κάνει ἄμεσα τὸ καλὸ ἂν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀρνεῖται. Τὸ κάνει τότε ἀκριβῶς ἔμμεσα κι αὐτὸ σημαίνει ἀξιοποιώντας τὸ παραγόμενο κακὸ πρὸς ὑπεράσπιση καὶ ἄμυνα τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως ἀκριβῶς μὲ τὸν Ransom, τὸν μυθιστορηματικὸ ἥρωα μὲ τὸν ὁποῖο ξεκινήσαμε. Ὁ Ransom παραχωρήθηκε νὰ περάσει, ἀρκετὰ ἐπώδυνα, ἀπ' τὸ κακό, εἶναι ὅμως ὁ καλύτερος τώρα πλέον ὑπερασπιστὴς τοῦ ἀγαθοῦ -αὐτὸς καὶ ὄχι οἱ πανευτυχεῖς καὶ ἀκακοποίητοι κάτοικοι τῆς Perelandra, οἱ ὁποῖοι, ἀκριβῶς λόγω τῆς παραδείσιας εὐτυχίας τους, ἀδυνατοῦν παραδόξως νὰ διακρίνουν τὸ κακὸ πίσω ἀπ' τὴ δολιότητα τοῦ πανούργου Weston , ὅπως ἀκριβῶς ἄλλοτε συνέβη μὲ τὸν Ὄφι καὶ τὴν Εὔα τῆς διήγησης τῆς βιβλικῆς Γενέσεως. Τὸ ὅτι ὁ Ransom παρὰ τὴ γνώση τοῦ Κακοῦ ἐπιθυμεῖ τὸ Ἀγαθὸ καὶ τὸ ὑπερασπίζεται μέχρι θανάτου, σημαίνει ἀκριβῶς πώς, ἀντίθετα ἀπ' τὸν Αὐγουστῖνο, τὸ κακὸ δὲν ἀνήκει στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν διαστρέφεται ὁ ἄνθρωπος καθ' ὁλοκληρίαν, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλεύθερη κλίση τῆς προαίρεσής του μπορεῖ νὰ ἀναδείξει ὅλη τὴν ἔμφυτη ἀγαθότητα τῆς φύσης του, ἡ ὁποία εἰκονίζει ἄλλωστε τὴν ἀγαθότητα τοῦ θεοῦ τοῦ ἴδιου. Γιὰ τὴν πατερικὴ ἄλλωστε παράδοση, τὸ κακὸ εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ὑπόκειται ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ πράττει –δὲν τὸ ἐφευρίσκει ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀπουσία ἠθικισμοῦ ἢ νομικισμοῦ στοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Ὁ ἄνθρωπος πάσχει τὸ προκτισιακὸ μηδὲν, ὅταν δὲν μετέχει στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ.

Εἶναι λάθος, ἐξάλλου, τὸ νὰ θεωρεῖται πὼς ἡ βιβλικὴ περὶ τοῦ κόσμου ἔκφραση τοῦ Θεοῦ, ὡς «καλοῦ λίαν», ἀναφέρεται στὴν «ἀρχὴ» τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ ἔκφραση ἐσχατολογική, ἀναφερόμενη στὴν ἐσχατολογικὴ τελείωση τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν πατερικὴ τουλάχιστον παράδοση, ὅπως προσπάθησα νὰ δείξω ἀλλοῦ (βλ. ἡ Εὐχαριστιακὴ Ὀντολογία, Δόμος, Ἀθήνα 1992). Ἡ ἔκφραση αὐτὴ σημαίνει ὁπωσδήποτε καὶ τὴν τελικὴ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος σαφῶς φυσικὰ προϋπῆρχε τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου - διαφορετικὰ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν, κατὰ φύση καὶ ἀναγκαστικά, ἀπ' τὴν ἀρχὴ τους θεοί. Ὁ θάνατος προϋπῆρχε, ὡς συνέπεια ἀκριβῶς, ὅπως εἴπαμε, τῆς ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργίας, χωρὶς φυσικὰ ν' ἀκυρώνεται ἡ προοπτικὴ ὑπέρβασής του κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατὰ φύσιν - διαφορετικὰ (ἂν ὁ Ἀδὰμ δηλαδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ θανάτου) δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν πὼς «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», μετὰ τὴν τυχὸν βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ.

Στὸν Ἀδὰμ γίνεται ἡ ὀντολογικὴ πρόταση γιὰ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπὸ μέρους τοῦ θεοῦ (καὶ ὄχι μία πρόταση γιὰ ἠθικὴ ἐπιλογή)• εἶναι ὁ Ἀδὰμ τὸ ὂν τὸ ὁποῖο ὁρίζεται θὰ λέγαμε ὑπαρξιακὰ ἀπ' τὴν πρόταση ἀκριβῶς αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸ νὰ γίνει, ἐν ἐλευθερίᾳ, δι' αὐτοῦ ἡ εἴσοδος αὐτὴ τοῦ ἀκτίστου στὸ κτιστό. Στὰ ὅρια τοῦ νεώτερου ὑποκειμενισμοῦ ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ ὑφὴ τοῦ διαλόγου ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ κινδυνεύει, καθὼς τὸ κακό, εἴτε ἠθικολογικὰ εἴτε ὀρθολογικά, τοποθετεῖται εἴτε ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μέρος τῆς φύσης του, εἴτε ἐκτός του, ὡς «ἀντικειμενικὸ» ἐξωτερικὸ γεγονός. Ἐκτός τοῦ ὅτι καταλήγουν ὑποχρεωτικὰ σὲ διάφορες μορφὲς θεοδικίας, τὰ παραπάνω ἀποκρύπτουν τὸ γεγονὸς πὼς τὸ κακὸ δὲν ὑφίσταται ὡς αὐγουστίνεια φυσικὴ διαστροφὴ ( pervertio ) λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ὡς διακοπή, μερικὴ ἢ πλήρης, τοῦ διαλόγου αὐτοῦ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα συνάπτει τὸν θάνατο μὲ τὴ ζωή, τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο.

Καὶ μάλιστα, ἂν τὰ παραπάνω εἶναι σωστά, εἶναι αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ διάλογος ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν διαδικασία μέσω τῆς ὁποίας ἡ ἐσχατολογικὴ ἐξάλειψη τοῦ κακοῦ γίνεται πιθανή, ὡς ἐνσωμάτωση δηλαδὴ τοῦ κτιστοῦ Εἶναι στὸ Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐν προαιρέσει, ὡς «κοινωνία γνώμης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ὑποχρεωτικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μὲ τὸν διάλογο, λοιπόν, αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἐξαλείφει ἀπ' τὴν κτίση κάποια κομμάτια τοῦ προκτισιακοῦ μηδενός, κατὰ τὴν προαίρεσή του, μεταβάλλοντάς την σὲ κατὰ χάριν ἄκτιστο Σῶμα Χριστοῦ. Μία τέτοια στάση ἐπιτρέπει στὸν θεὸ νὰ ἐπεμβαίνει περισσότερο στὸν κόσμο, περιορίζοντας τὸ κακὸ ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπαρκεῖ πρὸς τοῦτο - οὐδέποτε ὅμως, οὔτε στὰ ἔσχατα, τὸ κακό, ὡς ἄρνηση τοῦ διαλόγου μετὰ τοῦ Θεοῦ, θ' ἀφανιστεῖ ἐντελῶς, παρὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀφθαρσία τῶν ὄντων. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο τότε θὰ φανεῖ, ὅμως, εἶναι τὸ ὅτι τὸ κακὸ δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς Δημιουργίας, τοῦ Εἶναι, τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ προαιρετική τους ἄρνηση.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Αὐγουστῖνο, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐπιπλέον, θεωρεῖ μόνον τὴν «πτώση τῆς προαίρεσης» διαβλητή, ἐνῶ αὐτὴν τῆς φύσεως ἀδιάβλητη. Δὲν ὑπάρχει «κακὴ φύση» λοιπὸν στὴν πατερικὴ παράδοση· τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς ποὺ περιγράφεται στὴ διήγηση τῆς Γενέσεως ὡς πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία προαιρετικὴ κίνηση ἀναχώρησης ἀπ' τὴν βιωματικὰ ἀφθαρτοποιὸ ἄκτιστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ὡς ἱστορικὸ γεγονός.


V

Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψουμε καὶ πάλι στὴ Δύση γιὰ νὰ δοῦμε δι' ὀλίγων τὴν συνέχεια καὶ νὰ φθάσουμε καὶ ὡς τὴ σύγχρονη Γενετική. Οἱ ἐκτιμήσεις μου εἶναι φυσικὰ ὑποκειμενικὲς καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ συζητηθοῦν καὶ διαφορετικὰ κάποια σημεῖα τῆς σχετικῆς ἱστορίας. Τὰ δύο μεγάλα προβλήματα τὰ ὁποῖα ἀνέκυψαν στὴ Δύση ἐξαιτίας τῆς διάδοσης τῶν θέσεων τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ ἤδη ἐξετάσαμε, νομίζω πὼς ὑπῆρξαν τὸ πρόβλημα καταρχὴν τῆς ὑπεράσπισης τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ τῆς ὑπεράσπισης τῆς φύσης (τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου) στὴ συνέχεια. Τὸ πρῶτο ἔργο τὸ ἀνέλαβε ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Leibniz καὶ τὸ δεύτερο ὁ Γάλλος φιλόσοφος Rousseau . Καὶ ὁ μὲν Leibniz (1646 – 1716) ἐπιχείρησε μία ὁλόκληρη «θεοδικία», λέξη πλασμένη ἀπ' τὸν ἴδιο καὶ τίτλος ὁμώνυμου βιβλίου του (1710). Ὁ φιλόσοφος προσπαθεῖ νὰ δικαιώσει τὸν Θεό, ὑποθέτοντας πὼς αὐτὸς ἀνέχεται τὸ κακὸ μὲ σκοπὸ νὰ βγεῖ τελικὰ κάποιο καλὸ ἀπ' αὐτό, μέσα σ' ἕναν κόσμο δημιουργημένο ἀπ' τὸν Ἴδιο, κόσμο ποὺ εἶναι «ὁ καλύτερος δυνατὸς ἀπ' ὅσους θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργηθοῦν», κατὰ τὴν πασίγνωστη φράση του. Τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ σκεφθοῦν καλύτερους κόσμους, τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς αὐτοὶ οἱ κόσμοι εἶναι πράγματι καλύτεροι, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη κρίση σφάλλει, περιοριζόμενη ἀπὸ πάθη ὑποκειμενικὰ καὶ τὴν ἄγνοια. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν καλύτερο δυνατὸ κόσμο, λοιπόν, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση πὼς αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε στὸ φῶς τῶν δικῶν τοῦ ἐπιλογῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι κατὰ πολὺ ἀνώτερες καὶ σοφότερες τῶν δικῶν μας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς ἀποτέλεσαν προσφιλῆ στόχο πλήθους ἐπιθέσεων ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἀθεϊστῶν, μ' ὅλο ποὺ δὲν διαφέρουν οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν πιὸ παρωχημένη τους ἐπεξεργασία, αὐτὴ τοῦ Hegel, ὁ ὁποῖος στὸ κακὸ εἶδε, ὅπως ἤδη εἴπαμε, μία ἀναγκαία «ἀρνητικότητα», τὴν ὁποία τὸ Πνεῦμα-Θεὸς χρησιμοποιεῖ γιὰ μία ἀνώτερη σύνθεση ποὺ περιλαμβάνει μία σύντηξη τῶν δύο (Καλοῦ καὶ Κακοῦ ἢ Εἶναι καὶ Μηδενὸς) μέσα στὸ Εἶναι.

Νομίζω ὅμως πὼς πολὺ μεγαλύτερη ἐπίδραση στὴ Δύση εἶχε ὁ ἄλλος φιλόσοφος, ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ἀνθρώπινης καὶ κοσμικῆς φύσης, ὁ Rousseau (1712 - 1778). Ἡ θέση τοῦ Γάλλου φιλοσόφου ἔχει τὸ προσὸν τῆς ἐξαιρετικῆς ἁπλότητας: ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, λέγει, εἶναι βαθύτατα καλὴ καὶ ἀγαθή. Ἐνάντια στὸν Αὐγουστῖνο (ἢ τὸν Καλβῖνο) θεωρεῖ πὼς ἡ φύση εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος τοῦ καλοῦ καὶ ἡ συμφωνία μαζί της κανόνας ζωῆς καὶ ἀλήθειας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι προϊὸν συνεπῶς ἁμαρτήματος ἢ πτώσης καὶ ἡ πολιτικὴ ἀνισότητα, ἐπιπλέον, εἶναι ἐντελῶς ἀστήρικτη.

Μὲ τὸν Rousseau ἡ Δύση ξαναβρίσκει τὴν θεμελιώδη χριστιανικὴ θέση πὼς ἡ φύση ἀνθρώπου καὶ κόσμου εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀγαθὸ - μόνο ποὺ ξαναβρίσκει τὴ θέση αὐτὴ ὡς ἐναντίωση στὴν ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία, εἴτε στὴν καλβινικὴ Γενεύη, ὅπου μεγάλωσε ὁ Rousseau, εἴτε στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἢ λουθηρανικὴ ὑπόλοιπη Εὐρώπη, θέλει συνήθως μὲ αὐγουστίνειο τρόπο τὴ φύση πεσμένη καὶ διεστραμμένη. Οἱ Εὐρωπαῖοι, μὲ τὸν Rousseau καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸν Διαφωτισμό, ξαναβρίσκουν λοιπὸν μία θεμελιώδη πατερικὴ θέση, ἀλλὰ ὡς διαμαρτυρία ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία ἢ τὴ θεολογία της, διαμορφώνοντας μία ἀνθρωπολογία τὴν ὁποία θεωροῦν ἀθεϊστικὴ (καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης τὴν θεωρεῖ τέτοια), ἐνῶ εἶναι χριστιανικότερη τῆς ἐκκλησιαστικῆς.

Τὸ κακὸ δὲν σταματᾶ ἐδῶ ὅμως. Χωρὶς θεολογικὴ ἀναφορά, ἡ ἀνατίμηση αὐτὴ τῆς φύσης εἶδε μπροστά της ν' ἀνοίγεται ὁ θεωρητικὸς δρόμος τοῦ De Sade . Πράγματι ὁ τελευταῖος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας βίαια ἀντιχριστιανὸς μαθητὴς τοῦ Rousseau, ποὺ ἀποκαλύπτει πὼς ἡ φύση δὲν διδάσκει μόνον τὴν ἁρμονία ἀλλὰ καὶ τὴ βία καὶ τὸν φόνο. Ἡ φυσικὴ ζωὴ θὰ σήμαινε ἔτσι τὴν δεξίωση καὶ αὐτῶν λοιπὸν τῶν «φυσικῶν» ἐπιδόσεων, «πέρα ἀπ' τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό», ὅπως θὰ ‘λέγε ὁ Nietzsche, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὴν κορύφωση τοῦ δρόμου ποὺ πῆρε ἡ Δύση μὲ τὸν Rousseau, ἀντιπαλεύοντας τὸν Αὐγουστῖνο. Ἡ φύση ὑπαγορεύει ἐν τέλει τὴ θέληση γιὰ δύναμη ὡς ὕψιστο κριτήριο ζωῆς· ἔχω δείξει σὲ παλαιότερο βιβλίο μου (π. Ν. Λ., Ἡ Κλειστὴ Πνευματικότητα καὶ τὸ Νόημα τοῦ Ἑαυτοῦ. Ὁ Μυστικισμὸς τῆς ἰσχύος καὶ ἡ ἀλήθεια φύσεως καὶ προσώπου, β΄ ἔκδ., Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1999) πὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Nietzsche ὄχι μόνον δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο, ἀλλὰ υἱοθετεῖ τὸ βαθύτερο σχῆμα σκέψης τοῦ τελευταίου: στὴ θέση τῆς πεσμένης φύσης, ποὺ στὸν Αὐγουστῖνο κυριαρχεῖται ἀπ' τὴν ἀθάνατη καὶ πνευματικὴ ψυχή, τίθεται τώρα ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνυπόστατη «πνευματικότητα», κυριαρχούμενη ἀπ' τὰ ζωτικὰ φυσικὰ ἔνστικτα.


Ι

Αὐτὴ εἶναι ἐν συντομίᾳ ἡ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία γεννιέται ὁ νεώτερος θεωρητικὸς προβληματισμὸς περὶ τοῦ κακοῦ στὸ χῶρο τῆς Γενετικῆς. Στὰ νεώτερα χρόνια ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας προχώρησαν σημαντικὰ περισσότερο ὅλη αὐτὴ τὴν ὀρθολογικὴ ἀναζήτηση τοῦ αἰτίου τοῦ κακοῦ μέσα στὰ ὅρια τὰ ἴδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ποτὲ ἔξω της.

Ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κακοῦ ὡς στοιχείου τῆς φύσης μὲ τὴν κατάλληλη «ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση», ἢ τουλάχιστον ἡ μερικὴ ἀπενοχοποίησή του. Ἀπ' τὴν πλήρη ἐξουδένωση τῆς φύσης ὡς τὴν ὑπὸ ὅρους ἀποδοχὴ της ὅμως τὸ ὀντολογικὸ σκηνικὸ παραμένει ἀμετάβλητο: καμμιὰ οὐσιαστικὴ προοπτικὴ δὲν ὑφίσταται γιὰ τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα μεταμόρφωσης αὐτῆς τῆς φύσης καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀποδοχῆς ἢ ἀπόρριψής της.

Θέλω στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐξετάσουμε σύντομα τρία πρόσφατα βιβλία τὰ ὁποῖα θέτουν τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ στὴν προοπτική τῆς Γενετικῆς του ἐξήγησης.

Tὸ prῶto ἀp’ aὐtὰ eἶnai tὸ bibl;io toῦ Robert Wright, The Moral Animal (1994). Στὸ βιβλίο του ὁ Wright θέτει ὑπὸ συζήτηση αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ «ψυχολογία τῆς ἐξέλιξης» μὲ βιολογικοὺς ὅρους: τὰ πάντα ἐξηγοῦνται ὡς προερχόμενα ἀπὸ μία ἐπιθυμία ἐπιβίωσης τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσδιορίζεται οὕτως ἢ ἄλλως ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιλογή. Συνεπῶς, ἐλάχιστη γενετικὴ βάση ἔχει ἡ διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, ἠθικοῦ ἢ μὴ ἠθικοῦ: ὅσον ἀφορᾶ στὴ σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ τῶν γυναικῶν, λόγου χάρη, «συγκρατημένες» καὶ πιὸ «ἠθικὲς» εἶναι ἁπλῶς οἱ πιὸ σίγουρες γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἐνῶ ἐπιθετικὲς οἱ πιὸ ἀνασφαλεῖς. Ὁ στόχος ὅμως παραμένει ὁ ἴδιος. Γιὰ ὅλες τὶς συμπεριφορὲς ἰσχύει τὸ ἴδιο. Ἡ ἠθικότητα ἔρχεται σὲ ἀντίθεση στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἐξελικτικὴ λογική, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀποτελεσματικὰ ἀπ' τὰ γονίδια καὶ τὸ περιβάλλον. Ἂν ἤμασταν σὲ θέση νὰ τὸ ἀποδεχθοῦμε αὐτό, ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφέας, θὰ διαθέταμε πολλὴ περισσότερη ἀνοχὴ καὶ συγχωρητικότητα πρὸς ἀλλήλους. Βεβαίως κάθε εἴδους ἀλτρουισμὸς ἢ ἀνιδιοτέλεια θὰ ἔπρεπε ἐπίσης ν' ἀποδοθεῖ σὲ γενετικὰ προσδιορισμένη ἀνώτερη ἐξελικτικὴ ἰδιοτέλεια.

Τὸ δεύτερο βιβλίο ποὺ θὰ ἐξετάσουμε εἶναι αὐτὸ τοῦ Lyall Watson, Dark Nature: a Natural History of Evil (1996). Ὁ Watson ὑποστηρίζει πὼς ἡ φύση εἶναι βαθύτατα μὴ ἠθική, βρίσκεται πέραν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφαίνεται μέσα στὸν κόσμο τῶν γονιδίων, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς κάνουν ὁτιδήποτε γιὰ ἐπιβίωση, ἀκολουθώντας κυρίως τὶς ἑξῆς μεθόδους: 1) Εἶναι ἐχθρικὰ πρὸς τοὺς ξένους, 2) Φιλικὰ πρὸς τοὺς φίλους καὶ 3) Ἐξαπατοῦν ὅσο εἶναι δυνατόν. Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ κτίζεται στὴν πραγματικότητα μὲ βάση τὶς ἀρχὲς αὐτές, ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφέας, ἂν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, μὴ ἐμφανῶς βιολογικὲς ἀρχές, ὅπως ὁ ἀλτρουισμός, τὸ μαρτύριο, ἡ ἀσκητικότητα, οἱ ὁποῖες δροῦν καὶ αὐτὲς ὅμως μὲ βουλητικοὺς κατὰ βάση σκοπούς, ἐπιτρέποντας μία μικρὴ ἁπλῶς ἀνάδυση ἀπ' τὸ πέλαγος τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, μία μικρὴ μὰ οὐσιώδη διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπ' τὰ ζῶα.

Τελευταῖο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Β. Appleyard, In Brave New Worlds. Staying Human in the Genetic Future (1998). Στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἀναμετρᾶται μ' αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ «γονοκεντρισμὸ» ( genocentrism ) καὶ τολμᾶ νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης ἂν τὰ πάντα σχεδὸν στὴ συμπεριφορὰ προσδιορίζονται ἀπὸ γονίδια. Τὸ πραγματικὸ ἀσυνείδητο, σημειώνει, ἔχει νὰ κάνει μ' αὐτὴν τὴν κρυφὴ ἐσώτερη δράση τῶν γονιδίων ἐντός μας, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τοὺς δικούς τους βιολογικοὺς δρόμους, ἄσχετα πρὸς τὰ ἤθη καὶ τὶς συνειδητές μας δῆθεν ἐπιλογές. Ὁ Appleyard θρηνεῖ γιὰ τὴν πιθανότητα μιᾶς πλήρους ἐπικράτησης τοῦ «γονοκεντρισμοῦ», πράγμα ποὺ θὰ ἐπέτρεπε σαφῶς ὁλοκληρωτικὲς λύσεις στὸ μέλλον, ἀλλὰ ταυτόχρονα δὲν ἔχει νὰ ἀντιπαραθέσει τίποτε σ' αὐτόν.


VII

Εἶναι φανερὸ πὼς μία σειρὰ ὀντολογικῶν καὶ κυρίως θεολογικῶν ἐρωτημάτων ἐγείρονται πλέον ἀκόμη. Ἡ Δύση βεβαίως παραπαίει ἀνάμεσα στὴν σύγχρονη πλήρη ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἀρχαία της αὐγουστίνεια καὶ καλβινικὴ πλήρη ἀπόρριψη τῆς φύσης, ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ἡ θεολογία δὲν ἀπαντᾶ ἀκόμη εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴν δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς σχέσης τῆς φύσης αὐτῆς μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ἂν ὁ Θεὸς διαθέτει ἄκτιστες ἐνέργειες δρῶν ὡς πρόσωπο καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης ὡς πρόσωπο μπορεῖ μὲ τὶς δικές του ἐνέργειες νὰ δεξιωθεῖ τὸν Θεό, τότε ἡ φύση μεταμορφώνεται, χωρὶς νὰ χάνεται, ἐξαφανιζόμενης κάθε ἀναγκαστικῆς φυσικῆς νομοτέλειας.

Τί εἶναι ὅμως τὸ πρόσωπο; Καὶ τί εἶναι ἡ ἐλευθερία; Ὑπάρχει μία βιοχημεία τῆς ἐλευθερίας; (Ἂν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία...). Ποῦ ἑδράζεται τὸ πρόσωπο ἢ ἡ ἐλευθερία μέσα στὸν ἄνθρωπο; Στὴν ψυχή του; Καὶ τί εἶναι ἡ ψυχή, ὅταν μάλιστα ἡ ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση ἔχει ἀπορρίψει κάθε μεταφυσικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς, θεωρώντας την κατ' οὐσίαν ὑλική; Ἔχουμε ἀκόμη πάρα πολλὰ πράγματι νὰ μάθουμε ἀκόμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι κατὰ τὴν πατερικὴ θεολογία ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνα δεδομένο ὂν ἀλλὰ ἕνα ὂν ἐν τῷ γίγνεσθαι, ποὺ δημιουργεῖται συνέχεια, καὶ μόνον στὰ ἔσχατα θὰ μάθουμε τί τέλος πάντων εἶναι. Ἡ μεγάλη συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στὴν ἀνθρωπολογικὴ αὐτὴ ἀπορία εἶναι ὡστόσο πὼς μᾶς ἔμαθε πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ χωρίσουμε τὸ περὶ ἀνθρώπου ἐρώτημα ἀπ' τὸ ἐρώτημα περὶ Θεοῦ καὶ πὼς μόνον ἡ ἀπάντηση σ' αὐτὸ τὸ τελευταῖο προοιωνίζεται καὶ τὴν ἀπάντηση στὸ πρῶτο.
Λουδοβῖκος Νικόλαος (Πρεσβύτερος)

Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο στὴ σύγχρονη Γενετικὴ



Ι

Πρὶν καλὰ - καλὰ τελειώσει ὁ δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ σημαντικὸς Ἄγγλος συγγραφέας C . S . Lewis ἐξέδωσε, τὸ 1944, τὸ μυθιστόρημά του Perelandra, θέλοντας νὰ διηγηθεῖ ξανὰ τὴν ἱστορία τοῦ Κήπου τῆς Ἐδέμ. Ἡ Perelandra εἶναι ἕνας ἄλλος πλανήτης τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, αὐτὸς ποὺ οἱ γήινοι ἀποκαλοῦν Ἀφροδίτη, καὶ εἶναι ὅμως ἀπολύτως κατοικημένος ἀπὸ λογικὰ ὄντα τὰ ὁποῖα, ὅμως, μαζὶ μὲ τὸν πλανήτη τους ζοῦν -ὢ τοῦ θαύματος- μέσα στὸν παράδεισο, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς περιέγραψε τὸν τελευταῖο ἕνας Αὐγουστῖνος ἢ ἕνας Μ. Βασίλειος: πλήρης ἁρμονία, γαλήνη καὶ ἀφθαρσία παντοῦ, ἀπόλυτη ἀπουσία πόνου, ἀσθένειας, θλίψεων καὶ ἀγωνιῶν, εὐτυχία ἀπερίσταλτη καὶ ἀδιατάρακτη. Ὁ Θεὸς (τὸν ὁποῖο στὸν πλανήτη αὐτὸ ἀποκαλοῦν Maledi ) θὰ ἀποστείλει ἐκεῖ ἕναν γήινο σοφὸ (ὁ ὁποῖος στὸ μυθιστόρημα εἶναι μάλιστα πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς) ὀνόματι Ransom (λέξη ποὺ στὰ ἀγγλικὰ σημαίνει τὴν ἀπολύτρωση), γιὰ νὰ πληροφορήσει τοὺς ἀθώους κατοίκους γιὰ τὸν κίνδυνο τοῦ κακοῦ τὸν ὁποῖο στὸ βιβλίο ἀντιπροσωπεύει ὁ Weston, ἕνας δαιμόνιος γήινος, ποὺ ὁπλισμένος ἀντιμετωπίζει τοὺς κατοίκους τοῦ πλανήτη ὅπως ἕνας ἄποικος τοὺς ἀγαθοὺς ἰθαγενεῖς, θέλοντας νὰ τοὺς διαφθείρει καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς ὑποτάξει (δὲν εἶναι τυχαῖο δὲ πὼς τὸ ὄνομά του προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη West - τὴν Δύση).

Ὁ Ransom, μόλις βρίσκεται στὴν Perelandra , συγκλονίζεται: διαπιστώνει ἀμέσως πὼς οἱ αἰσθήσεις του λειτουργοῦν διαφορετικά, πολὺ βαθύτερα καὶ καθαρότερα, ὁ νοῦς του γαληνεύει ἀπροσδόκητα, τὸ σῶμα του ἐλαφρώνει. Ποτὲ δὲν ἔνοιωσε τὴ γεύση, τὴν ἀκοή του καὶ τὴν ὅρασή του τόσο ζωντανές, ἐνῶ πλήρης ἀφοβία τὸν καταλαμβάνει· τὰ ἄγρια ζῶα εἶναι φίλοι παιγνιώδεις. Κατάπληκτος καὶ συγκλονισμένος συναντᾶ τὴν Εὔα τῆς Perelandra, τὴν Κυρία ( Lady ), ὅπως ἀποκαλεῖται στὸ βιβλίο, χωρὶς διόλου νὰ σοκάρεται μὲ τὴν γυμνότητά της. «Ἔρχομαι ἐν εἰρήνῃ», τὴν χαιρετᾶ τραυλίζοντας. «Καὶ τί θὰ πεῖ εἰρήνη;», τοῦ ἁπαντᾶ ἐκείνη. Μὴ ἔχοντας ποτὲ γνωρίσει τὸ κακό, δὲν φοβᾶται κανέναν καὶ τίποτα. Ὅπως τὰ πολὺ μικρὰ παιδιά, ὅλη ἡ ζωὴ της εἶναι αὐτὴ ἡ «εἰρήνη» - τίποτε ἄλλο δὲν γνωρίζει...

Θ’ ἀφήσω κατὰ μέρος τὴν ἐξέλιξη τῆς πάλης μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, ποὺ συνιστοῦν τὴν συνέχεια τοῦ μυθιστορήματος (ὄχι φυσικὰ προτοῦ σᾶς διαβεβαιώσω, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶτε, πὼς ἡ ἔκβασή της ὑπῆρξε αἴσια), γιὰ νὰ σχολιάσω αὐτὸν τὸν μικρὸ διάλογο λίγο περισσότερο καὶ νὰ εἰσέλθουμε ἔτσι στὸ θέμα μας.

Παρὰ τὴν ἀναμφισβήτητη λοιπὸν εὐτυχία τῶν κατοίκων τῆς Perelandra, ὁ Ransom - Λυτρωτὴς γήινος φαίνεται νὰ ξέρει πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτούς, μ' ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή του. Οἱ εὐτυχισμένοι αὐτόχθονες τοῦ διαπλανητικοῦ Παραδείσου εἶναι πράγματι ἐντελῶς ἀνυπεράσπιστοι μπροστὰ στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ Εἶναι - Ἀγαθοῦ, ἀπέναντι, ἐννοῶ, στὸ Μηδὲν - Κακό, τὸ ὁποῖο ὡστόσο, παρ' ὅλο ποὺ δὲν «εἶναι », ἀπολύτως πραγματικό, δρᾶ ὑποδόρια καὶ ἀποτελεσματικά, ἀπειλώντας νὰ καταστρέψει –στ' ἀλήθεια!- τὸ πᾶν. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἄλλωστε ὁ Θεὸς ἀποστέλλει τὸν Λυτρωτὴ - Προφήτη Ransom σ' αὐτοὺς (καὶ δὲν διαλέγει πρὸς τοῦτο ἕναν ἀπὸ δαύτους): εἶναι ἡ γνώση τοῦ Μηδενὸς ἢ τοῦ Κακοῦ, ἂν θέλετε, ποὺ καθιστᾶ ἱκανὸ τὸν γήινο σοφὸ νὰ διαφυλάξει τὸ Εἶναι - Ἀγαθό. Αὐτὸ σημαίνει ὅμως πὼς τὸ κακὸ εἶναι ὑπαρξιακὰ καὶ ὀντολογικὰ ἀναπόφευκτο; Πῶς εἶναι μία προϋπόθεση τοῦ Ἀγαθοῦ κατ' ἀνάγκην; Πὼς ἀνήκει, θὰ λέγαμε τολμηρά, στὸ εἶναι τοῦ Ἀγαθοῦ (ἑπομένως καὶ τοῦ θεοῦ!); Τελικὰ τὸ κακὸ ἀνήκει στὸ Εἶναι τῶν ὄντων, κι ἂν ὄχι ποῦ ἀνήκει;

Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία πρώτη ἀπάντηση, διατρέχοντας τὴν φιλοσοφικὴ καὶ τὴν θεολογικὴ παράδοση καὶ καταλήγοντας στὴ μοντέρνα Γενετική, τῆς ὁποίας οἱ ἀναζητήσεις συνδέονται παράδοξα μὲ τὶς παραπάνω παραδόσεις.


ΙΙ

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ἡ διάκριση Καλοῦ καὶ Κακοῦ διατρέχει μὲ πολλὲς μορφὲς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Ὁ φόβος τοῦ χάους, τῆς ἀμετρίας, τῆς Ὕβρεως, τοῦ μὴ-ὄντος κατατρέχει βαθιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα, γι' αὐτὸ καὶ ἤδη στοὺς Προσωκρατικοὺς ὅλες oἱ ὀντολογικὲς ἔννοιες περὶ τοῦ Ὄντος -καὶ τέτοιες εἶναι ὄχι μόνον ὁ ἠρακλείτειος Λόγος ἢ ὁ ἀναξαγόρειος Νοῦς ἢ ὁ πυθαγόρειος ἀριθμὸς ἢ τὸ παρμενίδειο Ὄν, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἄπειρο τοῦ Ἀναξίμανδρου καὶ ἡ Φιλότης τοῦ Ἐμπεδοκλῆ καὶ τὸ ἀντίθετο τοῦ κενοῦ φυσικὸ ἄτομο τοῦ Λεύκιππου καὶ τοῦ Δημόκριτου (Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, θεολογικὴ Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, Βιβλίο 1, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 31-138) - ἀντιπαραθέτοντας σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μὴ Ὂν τὸ ὁποῖο μὲ διάφορες μορφές, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἐκφράζει στὸ ἠθικὸ πεδίο τὸ Κακό. Πολὺ περισσότερο στὸν Πλάτωνα, στοῦ ὁποίου τὸ ἔργο τὸ Κακό. συνδέεται [εἴτε ὡς ἄγνοια καὶ ἀπουσία φρονήσεως (Πρωτ. 355 e ), εἴτε ὡς νόσος τῆς ψυχῆς (Σοφιστ. 228 e ), εἴτε ὡς πτώση τῆς ψυχῆς ἀπ' τὸν ὑπερουράνιο τόπο (Φαῖδρος 246 e ), εἴτε ὡς κατὰ φύση κακότητα τῆς ὕλης στὸν Τίμαιο (42 e )] μὲ τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ξεγέλασμα αὐτοῦ τοῦ ψεύτικου κόσμου. Ὁ ὁποῖος, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸ μύθο τοῦ Σπηλαίου «τῆς Πολιτείας», ἀδυνατεῖ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἐπουράνιο Ἥλιο τοῦ Ἀγαθοῦ, καὶ τὸν κόσμο τῶν Ἰδεῶν (ὅ.π. σ.σ. 159-177).

Μὴ ὂν τὸ Κακὸ καὶ στὸν Ἀριστοτέλη (Μετ. VIII , 9,1051α), ἀφοῦ δὲν ἀνήκει στὸν κόσμο τῶν πραγματικοτήτων, ἐνῶ στὸν Πλωτῖνο τὸ Κακὸ ταυτίζεται ἐν τέλει μὲ τὴν ὕλη (Ἐνν. 1,8,3), ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι τόσο ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ Ἕν/Ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἶναι ὡστόσο ἡ μακρινὴ πηγή της. Ὡς ὀντολογικὴ ἀρχὴ τὸ Κακὸ θὰ ἐμφανισθεῖ κατ' οὐσίαν μόνον στὸν Μανιχαϊσμό, τὴν ἰουδαιοχριστιανίζουσα αὐτὴ ἀνατολικὴ διαρχικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία θέτει δύο ἀκριβῶς ἀρχὲς στὸ Σύμπαν, ἀντιμαχόμενες μεταξύ τους. Ἐδῶ κομμάτια ὁλόκληρα τοῦ κόσμου εἶναι κακά, φτιαγμένα ἀπὸ τὸ Κακό, ἐνῶ ἄλλα -τὰ πιὸ πνευματικὰ- εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὸ Καλὸ καὶ ἡ μεταξύ τους συμφιλίωση εἶναι ἀδύνατη.


III

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὴ χριστιανικὴ θεολογία, ἡ θέση τόσο τῆς ἀνατολικῆς - ἑλληνικῆς ὅσο καὶ τῆς δυτικῆς - λατινικῆς παράδοσης φαίνεται κατ' ἀρχὴν ταυτόσημη καὶ πρὸς αὐτὴν τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας.

Ἔτσι ὁ Ὠριγένης ἀπὸ τὴ μιὰ μᾶς βεβαιώνει ( De Princ . II , 9, 2 · In Joh . 4, II , 17) πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κακοῦ (μὲ κ μικρὸ πλέον, ἀφοῦ μόνον ὁ Θεὸς συνιστᾶ τὸ ὄντως Εἶναι) καὶ πὼς αὐτὸ δὲν διαθέτει μιὰ δική του ὑπόσταση ἢ ζωὴ ἢ οὐσία -ὑφίσταται ὡς ἄρνηση τοῦ ἀγαθοῦ, μιὰ ἰδέα ποὺ θὰ συναντήσουμε πολλὲς φορὲς στὴ Δυτικὴ σκέψη μέχρι τὸν Ἔγελο.

Ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ἄλλη (π.χ. Conf . Ill , 7,12) μᾶς βεβαιώνει παρομοίως ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει ὡς ἕνα μεταξὺ τῶν ὄντων, ἀλλὰ συνίσταται ὡς ἄρνηση τοῦ ἀγαθοῦ, privatio boni . Εἶναι μία ἁπλὴ ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὁποίας φυσικὰ δὲν εἶναι δημιουργὸς ὁ Θεὸς ( De quaest . 83, 24). Μὲ τὸν Αὐγουστῖνο ὡστόσο ἀρχίζει μία σειρὰ μεγάλων προβλημάτων περὶ τὸ κακό, τὰ ὁποῖα ταλανίζουν Δύση καὶ Ἀνατολὴ μέχρι σήμερα. Θὰ καταλάβετε τί ἐννοῶ ὅταν σᾶς ἀναφέρω πὼς ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ἀφενὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συνέδεσε τὸ κακὸ μὲ τὸ περίφημο, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο κατὰ τὸ ἔτος 396, «Προπατορικὸ Ἁμάρτημα», τὸ ὁποῖο γι' αὐτὸν εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ὅπως ἡ ἅλωση τῆς Τροίας ἢ oἱ Περσικοὶ πόλεμοι – πράγμα διόλου αὐτονόητο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση ὡστόσο. Τώρα λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ «γεννᾶ» τὸ κακὸ καὶ ὄχι ἀντίστροφα.

Γιὰ νὰ καταλάβετε τὴ διαφορά, θὰ πῶ πὼς γιὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, γιὰ παράδειγμα, αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία τοῦ κόσμου -ὑφίσταται, δηλαδή, ὄχι μόνον μία φορὰ πρὸς τὸ Εἶναι ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μία ἄλλη πρὸς «ἀπογένεσιν», ὅπως λέγει, τῶν ὄντων- τὸ κακὸ εἶναι θεμελιωδῶς μία φθορὰ τοῦ εἶναι καὶ ὄχι ἕνα «ἠθικὸ» γεγονός. Ἔτσι, ἐνῶ γιὰ τὸν Ἅγ. Μάξιμο (ἢ τὸν Μ. Ἀθανάσιο) εἶναι ἀκριβῶς ὁ πρωταρχικὸς σπόρος τοῦ μηδενὸς μέσα στὰ σπλάγχνα τοῦ ὄντος ποὺ γεννᾶ τὴν δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ συνεπῶς τοῦ κακοῦ, ἐὰν καὶ ἐφόσον ἐνεργοποιηθεῖ ἀπ' τὴν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, στὸν Αὐγουστῖνο εἶναι, ἀντίστροφα, ἡ ἠθικὴ ἀπόφαση δύο ἀνθρώπων (τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ποὺ γεννάει τὸ κακὸ (μ' ὅλη τὴν ἐνοχή του - ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι ὁ πατέρας τῆς ἐνοχῆς στὴ Δύση).

Αὐτὸ ἔχει μία πελώρια συνέπεια στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀντολογίας. Θεωρήθηκε ἀπ' τὸν Αὐγουστῖνο, μ' ὅλα αὐτά, πὼς τὸ κακὸ «ἐφευρέθηκε» ἀπ' τὸν ἄνθρωπο (μὲ τὴν συνδρομὴ βεβαίως τοῦ διαβόλου, τοῦ ὁποίου ἡ θέση ὡστόσο δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἰσχυρή, διόλου παράδοξα στὸ αὐγουστίνειο ἔργο), ἡ δὲ ἐφεύρεση αὐτὴ φανερώνει μία πλήρη καὶ ἠθελημένη καταστροφὴ τῆς φύσης του. Μὲ τὴν ἐφεύρεση δηλαδὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε πὼς ἡ φύση του, ἐνῶ πλάστηκε ἀθώα καὶ καλὴ ἀπ' τὸν Θεό, ἔγινε ἠθελημένα κατ' οὐσίαν κακὴ -καὶ μάλιστα ἡ γυναικεία φύση. Διότι ἡ γυναίκα, προτοῦ ἤδη συναντήσει τὸ Φίδι - Διάβολο, εἶχε ἤδη ἐντός της τὴν δίψα τῆς δύναμης καὶ τὴν αὐθάδεια τῆς εὔκολης ἰσοθεΐας, στὶς ὁποῖες παρασύρει δόλια καὶ τὸν Ἀδάμ, ἀποδεικνύοντάς τον ὅμοιό της.

Μ' ἁπλὰ λόγια, κατὰ τὴν αὐγουστίνεια θεολογία, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κακὸς ἐπειδὴ ἠθελημένα ἢ κατόπιν ἀπάτης μετέχει καὶ ἀφήνεται στὴν ἐνεργούμενη ἤδη κοσμικὴ φθορά, ἀλλὰ ἐφευρίσκει αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν φθορὰ στὴν φύση του τὴν ἴδια. (Δὲν ἀγνοῶ πὼς εἶναι δυνατὸν καὶ στοὺς Ἕλληνες Πατέρες νὰ βροῦμε παρεμφερεῖς θέσεις, θεωρῶ ὅμως πὼς αὐτὲς δὲν κυριαρχοῦν θεωρητικὰ στὴν πατερικὴ παράδοση, ὄντας μᾶλλον κηρυγματικοῦ χαρακτήρα). Ἔτσι γεννιέται ἡ ἰδέα τῆς κληρονομικῆς ἐνοχῆς, καθὼς καὶ αὐτὴ τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ. Καθὼς ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπολύτως πλέον διεστραμμένη, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ ν' ἀναζητήσει πράγματι τὸν θεὸ καὶ τὴ Χάρη Του -αὐτὴ ἡ τελευταία μπορεῖ νὰ εἶναι μόνον ἕνα ἀναγκαστικὸ καὶ ἀναντίστατο (ὁ Αὐγουστῖνος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ, χαρακτηριστικὰ τὴ λέξη irresistible ) δῶρο τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς ποὺ Ἐκεῖνος, γιὰ ἄγνωστους λόγους, ἐπιθυμεῖ. Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι καταδικασμένη μάζα - massa damnata . Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸ ἐλάχιστα γίνεται λόγος περὶ ἐλευθερίας στὸν ἄνθρωπο. Πράγματι, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἔχει ἐλάχιστη σημασία ἐδῶ. Ἢ μᾶλλον δὲν ὑπάρχει κἄν ἐλευθερία ὡς ἐκλογὴ ἀλλὰ ὡς ἀναγκαστικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀναντίστατης χάρης τοῦ Θεοῦ.


IV

Ἀνακεφαλαιώνω: ἐνῶ ὅλη ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καὶ ἡ χριστιανικὴ θεολογία (πλὴν τοῦ Μανιχαϊσμοῦ) συμφωνοῦν κατ' οὐσίαν γιὰ τὸ ὅτι τὸ Κακὸ εἶναι ἁπλῶς ἄρνηση τοῦ Ἀγαθοῦ, μὲ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ ἄνθρωπος γίνεται αἰτία τοῦ κακοῦ, γινόμενος ἔκτοτε κακὸς στὴν ἴδια τὴν φύση του -τώρα ἡ κακότητα καὶ ἡ ἐνοχὴ της κληρονομοῦνται, μαζὶ φυσικὰ μὲ τὴν καταδίκη τους. Ἔτσι, ἐνῶ γιὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο Λυῶνος, γιὰ παράδειγμα, οἱ πρωτόπλαστοι ἁμαρτάνουν ἄθελά τους καὶ λόγω πνευματικῆς ἀνωριμότητας, στὸν Αὐγουστῖνο ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔκφραση προϋπάρχουσας συνειδητῆς φυσικῆς διαστροφῆς ( pervertio ). Καὶ εἶναι ἀδύνατον φυσικὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ περιγράψω τὸν φόβο καὶ τὴν ἐνοχὴ ποὺ δημιούργησαν στοὺς αἰῶνες θέσεις σὰν κι αὐτές, μαζὶ μὲ τὸν συνεχῆ πειρασμὸ τῆς κατηγορίας κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε μία ἀνθρώπινη φύση τόσο εὔκολα καὶ τόσο βαθιὰ καὶ μόνιμα διαστρεφόμενη. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν εἶναι ἕνα «ἁμαρτωλὸ αὐτόματο», εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἁμαρτήσει, διότι ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ ἔχουν γίνει μέρος τῆς φύσης του. Μόνο ἡ ἀνεξιχνίαστη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ σταματήσει τὸ δράμα αὐτὸ καὶ καμιὰ ἀπολύτως ἀγαθὴ ἀνθρώπινη προαίρεση ἢ προσπάθεια. Ὁ Θεὸς συνεργάζεται ἴσως μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀποφασίζει μόνος Του, ἀνεξάρτητα ἀπ' αὐτήν. Οἱ θέσεις αὐτὲς παρέμειναν στὴν Δυτικὴ θεολογία ἰσχυρές, παρὰ τὴν μεγάλη στροφὴ τὴν ὁποία ἐπεχείρησε ὁ ἄλλος μεγάλος της Δύσης, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ἀποδίδοντας, ὅπως οἱ Ἕλληνες Πατέρες, καὶ αὐτὸς τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ στὴν κτιστότητα καὶ τὴν τρεπτότητα τῶν ὄντων καὶ ὄχι στὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ Ἑλληνικὴ Πατερικὴ θεολογία ἔχει ἀποκρυσταλλώσει τὶς θέσεις της γιὰ τὴν αἰτιολόγηση τοῦ κακοῦ, μ' ἕναν τρόπο τὸν ὁποῖο θὰ μπορούσαμε σχηματικὰ ν' ἀποδώσουμε ὡς ἑξῆς, μὲ βάση τὰ ὅσα ἤδη εἴπαμε. Οἱ αἰτίες λοιπὸν τοῦ κακοῦ εἶναι ἐδῶ κυρίως τρεῖς:

Πρώτη εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς κτιστότητας καὶ τῆς ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργίας, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ τὴ φύση τῶν ὄντων «εὐόλισθον» πρὸς τὸ ἀπόλυτο Μηδὲν ἀπ' τὸ ὁποῖο προῆλθαν, εἰδικὰ ἂν ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τὴν ὕπαρξή του αὐτάρκη καὶ μὴ δεομένη θείας Βοηθείας καὶ χάριτος.

Δεύτερη αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὡς πρόσωπο, ἁμαρτάνει ἢ σφάλλει σηκώνοντας ταυτόχρονα τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιλογῶν του: ἡ διαστροφὴ ἢ καταστροφὴ τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἐπιφαινόμενο τῆς λαθεμένης του ἐπιλογῆς, εἶναι ἕνα γεγονὸς συνεπῶς μὴ μόνιμο ἀλλὰ θεραπευόμενο (ἤδη σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τώρα καὶ τελείως, στὰ ἔσχατα) μὲ τὴν ἀλλαγὴ καὶ μόνο τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ τρίτη αἰτία τοῦ κακοῦ, συνδεόμενη μάλιστα ἀρκετὰ μὲ τὶς δύο πρῶτες, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ὁ κόσμος δὲν συγκροτεῖται ὡς «μονόλογος» τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ὡς «διάλογός» Του μὲ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ κάθε ἀγαθὴ βούληση τοῦ θεοῦ, λοιπόν, χρειάζεται μία ἐξίσου «ἀγαθὴ» ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ τελευταία λείπει, ἡ πρώτη ἀκυρώνεται. Ὁ Θεὸς ἀδυνατεῖ νὰ κάνει ἄμεσα τὸ καλὸ ἂν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀρνεῖται. Τὸ κάνει τότε ἀκριβῶς ἔμμεσα κι αὐτὸ σημαίνει ἀξιοποιώντας τὸ παραγόμενο κακὸ πρὸς ὑπεράσπιση καὶ ἄμυνα τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως ἀκριβῶς μὲ τὸν Ransom, τὸν μυθιστορηματικὸ ἥρωα μὲ τὸν ὁποῖο ξεκινήσαμε. Ὁ Ransom παραχωρήθηκε νὰ περάσει, ἀρκετὰ ἐπώδυνα, ἀπ' τὸ κακό, εἶναι ὅμως ὁ καλύτερος τώρα πλέον ὑπερασπιστὴς τοῦ ἀγαθοῦ -αὐτὸς καὶ ὄχι οἱ πανευτυχεῖς καὶ ἀκακοποίητοι κάτοικοι τῆς Perelandra, οἱ ὁποῖοι, ἀκριβῶς λόγω τῆς παραδείσιας εὐτυχίας τους, ἀδυνατοῦν παραδόξως νὰ διακρίνουν τὸ κακὸ πίσω ἀπ' τὴ δολιότητα τοῦ πανούργου Weston , ὅπως ἀκριβῶς ἄλλοτε συνέβη μὲ τὸν Ὄφι καὶ τὴν Εὔα τῆς διήγησης τῆς βιβλικῆς Γενέσεως. Τὸ ὅτι ὁ Ransom παρὰ τὴ γνώση τοῦ Κακοῦ ἐπιθυμεῖ τὸ Ἀγαθὸ καὶ τὸ ὑπερασπίζεται μέχρι θανάτου, σημαίνει ἀκριβῶς πώς, ἀντίθετα ἀπ' τὸν Αὐγουστῖνο, τὸ κακὸ δὲν ἀνήκει στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν διαστρέφεται ὁ ἄνθρωπος καθ' ὁλοκληρίαν, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλεύθερη κλίση τῆς προαίρεσής του μπορεῖ νὰ ἀναδείξει ὅλη τὴν ἔμφυτη ἀγαθότητα τῆς φύσης του, ἡ ὁποία εἰκονίζει ἄλλωστε τὴν ἀγαθότητα τοῦ θεοῦ τοῦ ἴδιου. Γιὰ τὴν πατερικὴ ἄλλωστε παράδοση, τὸ κακὸ εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ὑπόκειται ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ πράττει –δὲν τὸ ἐφευρίσκει ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀπουσία ἠθικισμοῦ ἢ νομικισμοῦ στοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Ὁ ἄνθρωπος πάσχει τὸ προκτισιακὸ μηδὲν, ὅταν δὲν μετέχει στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ.

Εἶναι λάθος, ἐξάλλου, τὸ νὰ θεωρεῖται πὼς ἡ βιβλικὴ περὶ τοῦ κόσμου ἔκφραση τοῦ Θεοῦ, ὡς «καλοῦ λίαν», ἀναφέρεται στὴν «ἀρχὴ» τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ ἔκφραση ἐσχατολογική, ἀναφερόμενη στὴν ἐσχατολογικὴ τελείωση τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν πατερικὴ τουλάχιστον παράδοση, ὅπως προσπάθησα νὰ δείξω ἀλλοῦ (βλ. ἡ Εὐχαριστιακὴ Ὀντολογία, Δόμος, Ἀθήνα 1992). Ἡ ἔκφραση αὐτὴ σημαίνει ὁπωσδήποτε καὶ τὴν τελικὴ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος σαφῶς φυσικὰ προϋπῆρχε τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου - διαφορετικὰ ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν, κατὰ φύση καὶ ἀναγκαστικά, ἀπ' τὴν ἀρχὴ τους θεοί. Ὁ θάνατος προϋπῆρχε, ὡς συνέπεια ἀκριβῶς, ὅπως εἴπαμε, τῆς ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργίας, χωρὶς φυσικὰ ν' ἀκυρώνεται ἡ προοπτικὴ ὑπέρβασής του κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατὰ φύσιν - διαφορετικὰ (ἂν ὁ Ἀδὰμ δηλαδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ θανάτου) δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν πὼς «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», μετὰ τὴν τυχὸν βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ.

Στὸν Ἀδὰμ γίνεται ἡ ὀντολογικὴ πρόταση γιὰ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπὸ μέρους τοῦ θεοῦ (καὶ ὄχι μία πρόταση γιὰ ἠθικὴ ἐπιλογή)• εἶναι ὁ Ἀδὰμ τὸ ὂν τὸ ὁποῖο ὁρίζεται θὰ λέγαμε ὑπαρξιακὰ ἀπ' τὴν πρόταση ἀκριβῶς αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸ νὰ γίνει, ἐν ἐλευθερίᾳ, δι' αὐτοῦ ἡ εἴσοδος αὐτὴ τοῦ ἀκτίστου στὸ κτιστό. Στὰ ὅρια τοῦ νεώτερου ὑποκειμενισμοῦ ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ ὑφὴ τοῦ διαλόγου ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ κινδυνεύει, καθὼς τὸ κακό, εἴτε ἠθικολογικὰ εἴτε ὀρθολογικά, τοποθετεῖται εἴτε ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μέρος τῆς φύσης του, εἴτε ἐκτός του, ὡς «ἀντικειμενικὸ» ἐξωτερικὸ γεγονός. Ἐκτός τοῦ ὅτι καταλήγουν ὑποχρεωτικὰ σὲ διάφορες μορφὲς θεοδικίας, τὰ παραπάνω ἀποκρύπτουν τὸ γεγονὸς πὼς τὸ κακὸ δὲν ὑφίσταται ὡς αὐγουστίνεια φυσικὴ διαστροφὴ ( pervertio ) λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ὡς διακοπή, μερικὴ ἢ πλήρης, τοῦ διαλόγου αὐτοῦ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα συνάπτει τὸν θάνατο μὲ τὴ ζωή, τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο.

Καὶ μάλιστα, ἂν τὰ παραπάνω εἶναι σωστά, εἶναι αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ διάλογος ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν διαδικασία μέσω τῆς ὁποίας ἡ ἐσχατολογικὴ ἐξάλειψη τοῦ κακοῦ γίνεται πιθανή, ὡς ἐνσωμάτωση δηλαδὴ τοῦ κτιστοῦ Εἶναι στὸ Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐν προαιρέσει, ὡς «κοινωνία γνώμης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ὑποχρεωτικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μὲ τὸν διάλογο, λοιπόν, αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἐξαλείφει ἀπ' τὴν κτίση κάποια κομμάτια τοῦ προκτισιακοῦ μηδενός, κατὰ τὴν προαίρεσή του, μεταβάλλοντάς την σὲ κατὰ χάριν ἄκτιστο Σῶμα Χριστοῦ. Μία τέτοια στάση ἐπιτρέπει στὸν θεὸ νὰ ἐπεμβαίνει περισσότερο στὸν κόσμο, περιορίζοντας τὸ κακὸ ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπαρκεῖ πρὸς τοῦτο - οὐδέποτε ὅμως, οὔτε στὰ ἔσχατα, τὸ κακό, ὡς ἄρνηση τοῦ διαλόγου μετὰ τοῦ Θεοῦ, θ' ἀφανιστεῖ ἐντελῶς, παρὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀφθαρσία τῶν ὄντων. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο τότε θὰ φανεῖ, ὅμως, εἶναι τὸ ὅτι τὸ κακὸ δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς Δημιουργίας, τοῦ Εἶναι, τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ προαιρετική τους ἄρνηση.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Αὐγουστῖνο, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐπιπλέον, θεωρεῖ μόνον τὴν «πτώση τῆς προαίρεσης» διαβλητή, ἐνῶ αὐτὴν τῆς φύσεως ἀδιάβλητη. Δὲν ὑπάρχει «κακὴ φύση» λοιπὸν στὴν πατερικὴ παράδοση· τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς ποὺ περιγράφεται στὴ διήγηση τῆς Γενέσεως ὡς πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία προαιρετικὴ κίνηση ἀναχώρησης ἀπ' τὴν βιωματικὰ ἀφθαρτοποιὸ ἄκτιστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ὡς ἱστορικὸ γεγονός.


V

Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψουμε καὶ πάλι στὴ Δύση γιὰ νὰ δοῦμε δι' ὀλίγων τὴν συνέχεια καὶ νὰ φθάσουμε καὶ ὡς τὴ σύγχρονη Γενετική. Οἱ ἐκτιμήσεις μου εἶναι φυσικὰ ὑποκειμενικὲς καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ συζητηθοῦν καὶ διαφορετικὰ κάποια σημεῖα τῆς σχετικῆς ἱστορίας. Τὰ δύο μεγάλα προβλήματα τὰ ὁποῖα ἀνέκυψαν στὴ Δύση ἐξαιτίας τῆς διάδοσης τῶν θέσεων τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ ἤδη ἐξετάσαμε, νομίζω πὼς ὑπῆρξαν τὸ πρόβλημα καταρχὴν τῆς ὑπεράσπισης τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ τῆς ὑπεράσπισης τῆς φύσης (τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου) στὴ συνέχεια. Τὸ πρῶτο ἔργο τὸ ἀνέλαβε ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Leibniz καὶ τὸ δεύτερο ὁ Γάλλος φιλόσοφος Rousseau . Καὶ ὁ μὲν Leibniz (1646 – 1716) ἐπιχείρησε μία ὁλόκληρη «θεοδικία», λέξη πλασμένη ἀπ' τὸν ἴδιο καὶ τίτλος ὁμώνυμου βιβλίου του (1710). Ὁ φιλόσοφος προσπαθεῖ νὰ δικαιώσει τὸν Θεό, ὑποθέτοντας πὼς αὐτὸς ἀνέχεται τὸ κακὸ μὲ σκοπὸ νὰ βγεῖ τελικὰ κάποιο καλὸ ἀπ' αὐτό, μέσα σ' ἕναν κόσμο δημιουργημένο ἀπ' τὸν Ἴδιο, κόσμο ποὺ εἶναι «ὁ καλύτερος δυνατὸς ἀπ' ὅσους θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργηθοῦν», κατὰ τὴν πασίγνωστη φράση του. Τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ σκεφθοῦν καλύτερους κόσμους, τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς αὐτοὶ οἱ κόσμοι εἶναι πράγματι καλύτεροι, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη κρίση σφάλλει, περιοριζόμενη ἀπὸ πάθη ὑποκειμενικὰ καὶ τὴν ἄγνοια. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν καλύτερο δυνατὸ κόσμο, λοιπόν, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση πὼς αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε στὸ φῶς τῶν δικῶν τοῦ ἐπιλογῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι κατὰ πολὺ ἀνώτερες καὶ σοφότερες τῶν δικῶν μας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς ἀποτέλεσαν προσφιλῆ στόχο πλήθους ἐπιθέσεων ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἀθεϊστῶν, μ' ὅλο ποὺ δὲν διαφέρουν οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν πιὸ παρωχημένη τους ἐπεξεργασία, αὐτὴ τοῦ Hegel, ὁ ὁποῖος στὸ κακὸ εἶδε, ὅπως ἤδη εἴπαμε, μία ἀναγκαία «ἀρνητικότητα», τὴν ὁποία τὸ Πνεῦμα-Θεὸς χρησιμοποιεῖ γιὰ μία ἀνώτερη σύνθεση ποὺ περιλαμβάνει μία σύντηξη τῶν δύο (Καλοῦ καὶ Κακοῦ ἢ Εἶναι καὶ Μηδενὸς) μέσα στὸ Εἶναι.

Νομίζω ὅμως πὼς πολὺ μεγαλύτερη ἐπίδραση στὴ Δύση εἶχε ὁ ἄλλος φιλόσοφος, ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ἀνθρώπινης καὶ κοσμικῆς φύσης, ὁ Rousseau (1712 - 1778). Ἡ θέση τοῦ Γάλλου φιλοσόφου ἔχει τὸ προσὸν τῆς ἐξαιρετικῆς ἁπλότητας: ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, λέγει, εἶναι βαθύτατα καλὴ καὶ ἀγαθή. Ἐνάντια στὸν Αὐγουστῖνο (ἢ τὸν Καλβῖνο) θεωρεῖ πὼς ἡ φύση εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος τοῦ καλοῦ καὶ ἡ συμφωνία μαζί της κανόνας ζωῆς καὶ ἀλήθειας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι προϊὸν συνεπῶς ἁμαρτήματος ἢ πτώσης καὶ ἡ πολιτικὴ ἀνισότητα, ἐπιπλέον, εἶναι ἐντελῶς ἀστήρικτη.

Μὲ τὸν Rousseau ἡ Δύση ξαναβρίσκει τὴν θεμελιώδη χριστιανικὴ θέση πὼς ἡ φύση ἀνθρώπου καὶ κόσμου εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀγαθὸ - μόνο ποὺ ξαναβρίσκει τὴ θέση αὐτὴ ὡς ἐναντίωση στὴν ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία, εἴτε στὴν καλβινικὴ Γενεύη, ὅπου μεγάλωσε ὁ Rousseau, εἴτε στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἢ λουθηρανικὴ ὑπόλοιπη Εὐρώπη, θέλει συνήθως μὲ αὐγουστίνειο τρόπο τὴ φύση πεσμένη καὶ διεστραμμένη. Οἱ Εὐρωπαῖοι, μὲ τὸν Rousseau καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸν Διαφωτισμό, ξαναβρίσκουν λοιπὸν μία θεμελιώδη πατερικὴ θέση, ἀλλὰ ὡς διαμαρτυρία ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία ἢ τὴ θεολογία της, διαμορφώνοντας μία ἀνθρωπολογία τὴν ὁποία θεωροῦν ἀθεϊστικὴ (καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης τὴν θεωρεῖ τέτοια), ἐνῶ εἶναι χριστιανικότερη τῆς ἐκκλησιαστικῆς.

Τὸ κακὸ δὲν σταματᾶ ἐδῶ ὅμως. Χωρὶς θεολογικὴ ἀναφορά, ἡ ἀνατίμηση αὐτὴ τῆς φύσης εἶδε μπροστά της ν' ἀνοίγεται ὁ θεωρητικὸς δρόμος τοῦ De Sade . Πράγματι ὁ τελευταῖος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας βίαια ἀντιχριστιανὸς μαθητὴς τοῦ Rousseau, ποὺ ἀποκαλύπτει πὼς ἡ φύση δὲν διδάσκει μόνον τὴν ἁρμονία ἀλλὰ καὶ τὴ βία καὶ τὸν φόνο. Ἡ φυσικὴ ζωὴ θὰ σήμαινε ἔτσι τὴν δεξίωση καὶ αὐτῶν λοιπὸν τῶν «φυσικῶν» ἐπιδόσεων, «πέρα ἀπ' τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό», ὅπως θὰ ‘λέγε ὁ Nietzsche, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὴν κορύφωση τοῦ δρόμου ποὺ πῆρε ἡ Δύση μὲ τὸν Rousseau, ἀντιπαλεύοντας τὸν Αὐγουστῖνο. Ἡ φύση ὑπαγορεύει ἐν τέλει τὴ θέληση γιὰ δύναμη ὡς ὕψιστο κριτήριο ζωῆς· ἔχω δείξει σὲ παλαιότερο βιβλίο μου (π. Ν. Λ., Ἡ Κλειστὴ Πνευματικότητα καὶ τὸ Νόημα τοῦ Ἑαυτοῦ. Ὁ Μυστικισμὸς τῆς ἰσχύος καὶ ἡ ἀλήθεια φύσεως καὶ προσώπου, β΄ ἔκδ., Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1999) πὼς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Nietzsche ὄχι μόνον δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο, ἀλλὰ υἱοθετεῖ τὸ βαθύτερο σχῆμα σκέψης τοῦ τελευταίου: στὴ θέση τῆς πεσμένης φύσης, ποὺ στὸν Αὐγουστῖνο κυριαρχεῖται ἀπ' τὴν ἀθάνατη καὶ πνευματικὴ ψυχή, τίθεται τώρα ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνυπόστατη «πνευματικότητα», κυριαρχούμενη ἀπ' τὰ ζωτικὰ φυσικὰ ἔνστικτα.


Ι

Αὐτὴ εἶναι ἐν συντομίᾳ ἡ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία γεννιέται ὁ νεώτερος θεωρητικὸς προβληματισμὸς περὶ τοῦ κακοῦ στὸ χῶρο τῆς Γενετικῆς. Στὰ νεώτερα χρόνια ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας προχώρησαν σημαντικὰ περισσότερο ὅλη αὐτὴ τὴν ὀρθολογικὴ ἀναζήτηση τοῦ αἰτίου τοῦ κακοῦ μέσα στὰ ὅρια τὰ ἴδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ποτὲ ἔξω της.

Ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κακοῦ ὡς στοιχείου τῆς φύσης μὲ τὴν κατάλληλη «ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση», ἢ τουλάχιστον ἡ μερικὴ ἀπενοχοποίησή του. Ἀπ' τὴν πλήρη ἐξουδένωση τῆς φύσης ὡς τὴν ὑπὸ ὅρους ἀποδοχὴ της ὅμως τὸ ὀντολογικὸ σκηνικὸ παραμένει ἀμετάβλητο: καμμιὰ οὐσιαστικὴ προοπτικὴ δὲν ὑφίσταται γιὰ τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα μεταμόρφωσης αὐτῆς τῆς φύσης καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀποδοχῆς ἢ ἀπόρριψής της.

Θέλω στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐξετάσουμε σύντομα τρία πρόσφατα βιβλία τὰ ὁποῖα θέτουν τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ στὴν προοπτική τῆς Γενετικῆς του ἐξήγησης.

Tὸ prῶto ἀp’ aὐtὰ eἶnai tὸ bibl;io toῦ Robert Wright, The Moral Animal (1994). Στὸ βιβλίο του ὁ Wright θέτει ὑπὸ συζήτηση αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ «ψυχολογία τῆς ἐξέλιξης» μὲ βιολογικοὺς ὅρους: τὰ πάντα ἐξηγοῦνται ὡς προερχόμενα ἀπὸ μία ἐπιθυμία ἐπιβίωσης τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσδιορίζεται οὕτως ἢ ἄλλως ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιλογή. Συνεπῶς, ἐλάχιστη γενετικὴ βάση ἔχει ἡ διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, ἠθικοῦ ἢ μὴ ἠθικοῦ: ὅσον ἀφορᾶ στὴ σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ τῶν γυναικῶν, λόγου χάρη, «συγκρατημένες» καὶ πιὸ «ἠθικὲς» εἶναι ἁπλῶς οἱ πιὸ σίγουρες γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἐνῶ ἐπιθετικὲς οἱ πιὸ ἀνασφαλεῖς. Ὁ στόχος ὅμως παραμένει ὁ ἴδιος. Γιὰ ὅλες τὶς συμπεριφορὲς ἰσχύει τὸ ἴδιο. Ἡ ἠθικότητα ἔρχεται σὲ ἀντίθεση στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἐξελικτικὴ λογική, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀποτελεσματικὰ ἀπ' τὰ γονίδια καὶ τὸ περιβάλλον. Ἂν ἤμασταν σὲ θέση νὰ τὸ ἀποδεχθοῦμε αὐτό, ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφέας, θὰ διαθέταμε πολλὴ περισσότερη ἀνοχὴ καὶ συγχωρητικότητα πρὸς ἀλλήλους. Βεβαίως κάθε εἴδους ἀλτρουισμὸς ἢ ἀνιδιοτέλεια θὰ ἔπρεπε ἐπίσης ν' ἀποδοθεῖ σὲ γενετικὰ προσδιορισμένη ἀνώτερη ἐξελικτικὴ ἰδιοτέλεια.

Τὸ δεύτερο βιβλίο ποὺ θὰ ἐξετάσουμε εἶναι αὐτὸ τοῦ Lyall Watson, Dark Nature: a Natural History of Evil (1996). Ὁ Watson ὑποστηρίζει πὼς ἡ φύση εἶναι βαθύτατα μὴ ἠθική, βρίσκεται πέραν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφαίνεται μέσα στὸν κόσμο τῶν γονιδίων, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς κάνουν ὁτιδήποτε γιὰ ἐπιβίωση, ἀκολουθώντας κυρίως τὶς ἑξῆς μεθόδους: 1) Εἶναι ἐχθρικὰ πρὸς τοὺς ξένους, 2) Φιλικὰ πρὸς τοὺς φίλους καὶ 3) Ἐξαπατοῦν ὅσο εἶναι δυνατόν. Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ κτίζεται στὴν πραγματικότητα μὲ βάση τὶς ἀρχὲς αὐτές, ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφέας, ἂν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, μὴ ἐμφανῶς βιολογικὲς ἀρχές, ὅπως ὁ ἀλτρουισμός, τὸ μαρτύριο, ἡ ἀσκητικότητα, οἱ ὁποῖες δροῦν καὶ αὐτὲς ὅμως μὲ βουλητικοὺς κατὰ βάση σκοπούς, ἐπιτρέποντας μία μικρὴ ἁπλῶς ἀνάδυση ἀπ' τὸ πέλαγος τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, μία μικρὴ μὰ οὐσιώδη διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπ' τὰ ζῶα.

Τελευταῖο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Β. Appleyard, In Brave New Worlds. Staying Human in the Genetic Future (1998). Στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἀναμετρᾶται μ' αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ «γονοκεντρισμὸ» ( genocentrism ) καὶ τολμᾶ νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης ἂν τὰ πάντα σχεδὸν στὴ συμπεριφορὰ προσδιορίζονται ἀπὸ γονίδια. Τὸ πραγματικὸ ἀσυνείδητο, σημειώνει, ἔχει νὰ κάνει μ' αὐτὴν τὴν κρυφὴ ἐσώτερη δράση τῶν γονιδίων ἐντός μας, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τοὺς δικούς τους βιολογικοὺς δρόμους, ἄσχετα πρὸς τὰ ἤθη καὶ τὶς συνειδητές μας δῆθεν ἐπιλογές. Ὁ Appleyard θρηνεῖ γιὰ τὴν πιθανότητα μιᾶς πλήρους ἐπικράτησης τοῦ «γονοκεντρισμοῦ», πράγμα ποὺ θὰ ἐπέτρεπε σαφῶς ὁλοκληρωτικὲς λύσεις στὸ μέλλον, ἀλλὰ ταυτόχρονα δὲν ἔχει νὰ ἀντιπαραθέσει τίποτε σ' αὐτόν.


VII

Εἶναι φανερὸ πὼς μία σειρὰ ὀντολογικῶν καὶ κυρίως θεολογικῶν ἐρωτημάτων ἐγείρονται πλέον ἀκόμη. Ἡ Δύση βεβαίως παραπαίει ἀνάμεσα στὴν σύγχρονη πλήρη ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἀρχαία της αὐγουστίνεια καὶ καλβινικὴ πλήρη ἀπόρριψη τῆς φύσης, ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ἡ θεολογία δὲν ἀπαντᾶ ἀκόμη εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴν δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς σχέσης τῆς φύσης αὐτῆς μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ἂν ὁ Θεὸς διαθέτει ἄκτιστες ἐνέργειες δρῶν ὡς πρόσωπο καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης ὡς πρόσωπο μπορεῖ μὲ τὶς δικές του ἐνέργειες νὰ δεξιωθεῖ τὸν Θεό, τότε ἡ φύση μεταμορφώνεται, χωρὶς νὰ χάνεται, ἐξαφανιζόμενης κάθε ἀναγκαστικῆς φυσικῆς νομοτέλειας.

Τί εἶναι ὅμως τὸ πρόσωπο; Καὶ τί εἶναι ἡ ἐλευθερία; Ὑπάρχει μία βιοχημεία τῆς ἐλευθερίας; (Ἂν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία...). Ποῦ ἑδράζεται τὸ πρόσωπο ἢ ἡ ἐλευθερία μέσα στὸν ἄνθρωπο; Στὴν ψυχή του; Καὶ τί εἶναι ἡ ψυχή, ὅταν μάλιστα ἡ ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση ἔχει ἀπορρίψει κάθε μεταφυσικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς, θεωρώντας την κατ' οὐσίαν ὑλική; Ἔχουμε ἀκόμη πάρα πολλὰ πράγματι νὰ μάθουμε ἀκόμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι κατὰ τὴν πατερικὴ θεολογία ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνα δεδομένο ὂν ἀλλὰ ἕνα ὂν ἐν τῷ γίγνεσθαι, ποὺ δημιουργεῖται συνέχεια, καὶ μόνον στὰ ἔσχατα θὰ μάθουμε τί τέλος πάντων εἶναι. Ἡ μεγάλη συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στὴν ἀνθρωπολογικὴ αὐτὴ ἀπορία εἶναι ὡστόσο πὼς μᾶς ἔμαθε πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ χωρίσουμε τὸ περὶ ἀνθρώπου ἐρώτημα ἀπ' τὸ ἐρώτημα περὶ Θεοῦ καὶ πὼς μόνον ἡ ἀπάντηση σ' αὐτὸ τὸ τελευταῖο προοιωνίζεται καὶ τὴν ἀπάντηση στὸ πρῶτο.

Αὐτογνωσία -Τύψεις-Μετάνοια

Αἰμιλιανός Τιμιάδης (Μητροπολίτης Σηλυβρίας)





Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ κάθε πταίστη ἀποτελεῖ μέρος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἢ θεραπεία ὅμως ἀπαιτεῖ, νὰ ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν μέχρι τώρα φυλάκιση τοῦ «ἐγώ» του σὲ μία παθολογικὴ ἐσωτερικότητα: νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του' γιὰ νὰ βρῆ τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του.

Αὐτὸ γίνεται μὲ τὶς καλὲς ἀνθρώπινες σχέσεις· καὶ πρῶτα μὲ τὶς καλὲς σχέσεις μὲ τὸν Θεόν. Γιατί Αὐτός, ὁ Θεός, θὰ «γεμίσει» τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο. Μὲ τὴν ἄφεση. Μὲ τὴν συγχώρησή Του.

Μόνο τότε ἀρχίζει νὰ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος καλὰ τὸν ἑαυτό του. Μόνο τότε ξανὰ-ἀποκτᾶ τὴν ἐσωτερική του ἑνότητα· ποὺ, ἀπὸ λάθος ἐκτίμηση, εἶχε σπάσει καὶ στὶς τρεῖς διαστάσεις της: καὶ στὴν σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴν σχέση μὲ τὸν πλησίον καὶ στὴν σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του. Πῶς κατάντησε (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) ἀγνώριστος!

Ἢ προσπάθεια, ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἀναγνώριση τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ πιὸ μεγάλη ἀνακάλυψη. Τότε ὁ ἄνθρωπος σπάζει τὴν φυλάκισή του στὸν ἑαυτό του, τὴν μοναξιά του· καὶ λυτρωμένος εἰσέρχεται στὸν κόσμο τῆς ἀγάπης.
* * *
Τώρα ὅμως ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ τὸ ρίξει στὶς ὑπεκφυγὲς καὶ στὶς ἀοριστολογίες· στὸ «οὐδεὶς ἀναμάρτητος»! Γιατί διστάζει νὰ ταπεινωθῆ! Τὰ στεῖρα καὶ ἄκαρπα λόγια δὲν εἶναι μετάνοια.

Δὲν πρέπει νὰ προσπαθοῦμε μὲ «ἀποσμητικὰ» νὰ σκεπάσωμε τὴ δυσοσμία μας. Δὲν πρέπει, δὲν «κάνει», μία ἄκαιρη σεμνοτυφία νὰ μᾶς σταματάει, νὰ μὴ μᾶς ἀφήνει νὰ μιλήσωμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἐλεύθερα καὶ ἀνοιχτά.

Ἡ μετάνοια δὲν καρποφορεῖ, ἂν δὲν προηγηθῆ εἰλικρινὴς αὐτοεξέταση. Καὶ αὐτὴ δὲν γίνεται σωστά, ὅταν ὁ ἔνοχος κουβεντιάζει μόνος του μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὅταν κουβεντιάζει μὲ τὸν πνευματικό, στὴν ἐξομολόγηση.

Ὅταν ἡ ὁμολογία ἀρχίσει, ὅλα πηγαίνουν καλὰ ἡ συνέχεια διευκολύνεται.
* * *
Οἱ τύψεις μόνες τους, δὲν δηλοῦν καὶ δὲν ἀποτελοῦν μετάνοια.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...