Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου(Λουκ. 18,10-14) ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙΤΕ + Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου



Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου(Λουκ. 18,10-14) 

ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙΤΕ
ΕΑΝ, αγαπητοί μου, ρίξουμε μια ματιά γύρω στη φύση, θα δούμε κάτι εκπληκτικό ότι όλα τα δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα με τον τρόπο του. Ή θάλασσα ευχαριστεί το Θεό με το φλοίσβο των κυμάτων της, το ρυάκι με το κελάρυσμά του, τα δέντρα με το θρόισμα των φύλλων τους, τα πουλιά με τη μελωδία τους, τα άστρα με το φως τους πού τρεμοσβήνει... Είδατε και την όρνιθα όταν πίνη νερό; σε κάθε γουλιά σηκώνει το κεφάλι ψηλά, σα να λέει «Θεέ μου, σ' ευχαριστώ».
Από το ιερό αυτό προσκλητήριο μπορούσε ν' απουσιάζει Ο άνθρωπος; Και ό άνθρωπος προσεύχεται. Από τα παιδικά μας χρόνια ή καλή μητέρα μας έμαθε να σταυρώνουμε τα χεράκια μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς και να ψελλίζουμε μια απλή προσευχή στον ουράνιο Πατέρα - αλησμόνητες στιγμές. Αργότερα μάθαμε κοντά στ' άλλα παιδιά να απαγγέλλουμε στην εκκλησία το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» και μαζί με όλο το εκκλησίασμα να παρακαλούμε τον Κύριο μας.
Ή ευγενεστέρα εκδήλωση της ανθρωπινής καρδίας είναι ή ώρα της προσευχής. Το κτίσμα επικοινωνεί με το Δημιουργό του. είναι ή στιγμή πού ό άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να ευχαρίστηση για τις τόσες ευεργεσίες, άλλα και ή στιγμή πού, γεμάτος θλίψη και μη έχοντας ελπίδα βοηθείας, καταφεύγει στην παντοδυναμία του και ζητάει βοήθεια και προστασία.
Άλλα, αδελφοί μου, τι βλέπω, τι ακούω; Ό άνθρωπος και την ώρα αύτη τη βεβηλώνει την ώρα της προσευχής αμαρτάνει. Μα πώς; Την απάντηση μας δίδει ό Χριστός με τη σημερινή παραβολή του τελώνου και του φαρισαίου.
Ό Κύριος μας μεταφέρει στο ναό του Σολομώντος εν ώρα προσευχής των Ιουδαίων. Ό άνθρωπος εκεί ένιωθε την παρουσία του Θεού, ότι ό Θεός κατεβαίνει σ' αυτόν και αυτός ανυψώνεται στο Θεό. Πλήθη, λοιπόν, μπαίνουν στο ναό με ευλάβεια, για να προσευχηθούν. Οι κινήσεις και ή στάσι τους είναι αθόρυβες.
Την ιερότητα όμως αυτή διαταράσσει κάποιος. είναι ό φαρισαίος. τι κάνει αυτός; Αποφεύγει τους άλλους, βαδίζει μόνος. Το βάδισμα του υπερήφανο, το παράστημα του αγέρωχο. Θεωρεί, ότι αυτός είναι άγιος, δίκαιος, καθαρός δέ' συμφύρετε με άλλους, μη τυχόν τον μολύνουν. Επί τέλους εισέρχεται με θόρυβο. Πρέπει οι άλλοι να σταματήσουν και να στρέψουν το βλέμμα σ' αυτόν. Μία προσευχή πρέπει ν' ακουστή, ή δική του. Κατευθύνεται λοιπόν στο μέσον του ναού και σηκώνει τα χέρια για ν' αρχίσει να προσεύχεται σε τόνο υψηλό.
Άλλ' αυτό δεν είναι προσευχή. Ή προσευχή του φαρισαίου είναι εμπαιγμός του Θεού. Δεν σκέφθηκε, ότι απέναντι του δεν έχει κανένα απλοϊκό Ιουδαίο άλλ' εκείνον πού τρέμουν τα σύμπαντα. Φουσκωμένος από εγωισμό δεν εννοεί να σκύψει το κεφάλι, να γονατίσει και να ζήτηση έλεος. Και αρχίζει λοιπόν.
Αρχίζει με το «ευχαριστώ» (Λουκ. 18,11). Για ποιο πράγμα άραγε ευχαριστεί το Θεό; Για την υγεία, για τα πλούσια αγαθά πού σκόρπισε στο σπίτι του, γιατί τον φύλαξε από την αμαρτία; για ποιο ευχαριστεί; Ακούστε τον «Ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ό τελώνης• νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι»(έ.ά. 18,11-12). Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους• δεν αρπάζω τα ξένα πράγματα και χρήματα, δεν είμαι άδικος, δεν είμαι μοιχός, δεν είμαι σαν κι αυτό τον αμαρτωλό τελώνη επί πλέον νηστεύω δύο μέρες τη βδομάδα, κι από τα αγαθά μου δίνω το ένα δέκατο... Την προσευχή αυτή την έκανε στο Θεό; Την έκαμε για τους ανθρώπους, ν' ακούσουν τις αρετές του και να τον θαυμάσουν.
Μετέτρεψε δηλαδή και τη στάση της προσευχής σε βήμα επιδείξεως. Που ή συναίσθηση, που ή κατάνυξη, που ή ταπεινή στάση, που ή συνείδηση της αμαρτωλότητας του και ή εκζήτηση του ελέους του Θεού; Αυτός περιστρέφεται στον εαυτό του. «Δεν είμαι άρπαξ, δεν είμαι άδικος, δεν είμαι μοιχός...». Δεν είσαι αυτά, αλλ είσαι εγωιστής και υπερήφανος. Και στο Θεό περισσότερο μισητή από κάθε άλλο πάθος και κακία είναι ή υπερηφάνεια. Μακάρι να ήσουν άρπαξ άδικος μοιχός, και να μην ήσουν υπερήφανος. Διότι τότε ή ταπείνωση θα σε οδηγούσε σε μετάνοια και έτσι θα είλκυες το έλεος του Θεού.
Ω φαρισαίε' έφυγες φουσκωμένος από το ναό, γιατί κατόρθωσες ν' απόσπασης το θαυμασμό των ανθρώπων σε μακάρισαν και σε έκριναν ως καλόν. Συμφώνησε όμως με την κρίση αυτή και ό Θεός; σου είπε μπράβο ό Θεός; δέχτηκε την προσευχή σου; Τέτοια προσευχή δέ' φτάνει στ' αυτιά του Θεού. Για αυτό ό Χριστός, έχοντας ύπ' όψιν του αυτές τις καταστάσεις, είπε πώς πρέπει να προσευχώμεθα• Θέλεις, άνθρωπε, να επικοινωνήσεις με τον ουρανό; Κλείσου στο ταμείων σου, στην κάμαρα σου, κ' εκεί Ενώπιος ενωπίω πες στο Θεό τα αιτήματα σου (βλ. Ματθ. 6,6). Προσευχές φαρισαϊκές πηγαίνουν χαμένες.
Να λοιπόν πώς, με την υπερηφάνεια, είναι δυνατόν ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής ό άνθρωπος να αμαρτήσει φοβερά.
Μα γιατί να μείνουμε με την θλιβερά εικόνα του φαρισαίου; Ό Κύριος στην παραβολή μας παρουσιάζει, στον ίδιο ναό, και την ιδανική εικόνα προσευχομένου ανθρώπου. Εκεί είχαμε έναν εγωιστή και υπερήφανο, εδώ έχουμε ένα ταπεινό και συνετό άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός; Ό τελώνης. Εξετάζει κι αυτός τον εαυτό του. Ό φαρισαίος έβλεπε όλο αρετές• ό τελώνης βλέπει όλο αμαρτίες. Από τα χείλη του φαρισαίου έβγαινε ένα ευχαριστώ γεμάτο αυταρέσκεια• από τα χείλη του τελώνη βγαίνει ένα «Ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ» (έ.ά. 18,13) γεμάτο πόνο καρδιάς. Εκείνος κόμπαζε, τούτος χτυπά τα στήθη του. Εκείνος δεν ένιωθε ποιόν έχει απέναντι του, τούτος νιώθει ότι απέναντι του είναι ό Θεός, ό μόνος άγιος και τέλειος, εκείνος πού ή αρετή του «εκάλυψεν ουρανούς» (Άμβ. 3,3). Νιώθει πώς είναι ένας άθλιος και ελεεινός αμαρτωλός. Ούτε καν τα μάτια του σηκώνει. Πώς τα βλαμμένα μάτια ν' αντικρίσουν τον ήλιο; και πώς ό αμαρτωλός άνθρωπος ν' αντικρίσει τον άγιο Θεό; Πονά, κλαίει, οδύρεται, χτυπά τα στήθη του και φωνάζει• «Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ».
Ω καρδιά ταπεινή, πού κατάλαβες τα ύψη του Θεού, και τη δική σου αθλιότητα! πού δεν ήρθες για επίδειξη, ούτε για ν' απόσπασης το θαυμασμό ανθρώπων, αλλά ήρθες να πεις τον πόνο σου, να εξομολογηθείς την κατάσταση σου, να ζήτησης το έλεος του Θεού και την αγάπη του!
Γι' αυτό ή προσευχή του τελώνη δεν πήγε χαμένη. Θα νόμιζε κανείς, ότι ό άνθρωπος αυτός, σαν αμαρτωλός, δεν θα εισακούετο από το Θεό, αφού όλοι τον περιφρόνησαν και περισσότερο ό φαρισαίος. Ω, ή κρίση των ανθρώπων τις περισσότερες φορές είναι λανθασμένη. Δεν ξέρουμε τι γίνεται στο εσωτερικό της καρδιάς του καθενός. Ή κρίση των ανθρώπων ήταν καταδίκη του τελώνη, ή κρίση όμως του Θεού δικαιώσεις. Οι άνθρωποι τον περιφρόνησαν, μα ό Θεός δέχθηκε την προσευχή του. Ή ταπείνωση του τελώνη είλκυσε την αγάπη του Θεού.
Και σήμερα, αγαπητοί μου, υπάρχουν φαρισαίοι και τελώνες. και σήμερα άνθρωποι έρχονται στην εκκλησία να προσευχηθούν. Πόσοι, όπως ό φαρισαίος, δεν έρχονται με ύφος υπερήφανο, με παράστημα αγέρωχο! Πόσοι καί πόσες δεν κάνουν μεγάλους σταυρούς για να επιδειχθούν. Πόσες δεν έρχονται όχι για να προσευχηθούν, αλλά για να επιδείξουν το φόρεμα, το επανωφόρι, τα βραχιόλια τους, με σκοπό ν' αποσπάσουν το θαυμασμό, να γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δέ' λένε «Σ' ευχαριστούμε, Θεέ, γιατί είμαστε καλύτεροι άπ' τους άλλους»! Πόσοι δέ' λένε, ότι Εγώ είμαι καλός χριστιανός! Άλλ' υπάρχουν πάντοτε και οι τελώνες. Εκείνη ή γερόντισσα, πού κάθεται στη γωνιά της εκκλησίας καί με συντετριμμένη καρδιά λέει, Παναγία μου σώσε με, στον τελώνη μοιάζει. Ω άγιες ψυχές!
Απευθύνομαι στους φαρισαίους. φαρισαίοι της εποχής μας, μην επαναπαύεστε στο τι λένε οι άνθρωποι για σας. Εξετάστε τον εαυτό σας, μήπως ό όφις της υπερηφάνειας σας δάγκασε καί νοσείτε. Εξετάστε να δείτε αν ό Θεός είναι μαζί σας. Και αν όχι, κλάψτε, πενθήστε και πέστε κ' εσείς «Ίλάσθητί ημίν τοις αμαρτωλοίς», για να δικαιωθείτε. Διότι ουδείς αναμάρτητος. Σε όσα ύψη αρετής και αν φθάσετε, σε κάτι θα υστερείτε. Για αυτό ταπεινωθείτε ενώπιον του Θεού, για να σας ύψωση (βλ. Ίακ. 4,10' Α' Πέτρ. 5,6). Διότι ό Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34' Ίακ. 4,6' Α' Πέτρ. 5,5).
Επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε σε Ι. Ναό των Αθηνών την 2-2-1958. καταγραφή και σύντμησης 20-02-2005

Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου(Λουκ. 18,10-14) Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης


[telonis.gif]

Οι ύμνοι της α’ προπαρασκευαστικής Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέσα από τις ριζικές αντιθέσεις των δύο προσώπων, την ταπεινή προσευχή προβάλλουν,ως το πρώτο καί θεμελιώδες στοιχείο της μετανοίας.Ιδιαίτερα τοπρώτο ίδιόμελο τού Εσπερινού στον Α’ ήχοπροβάλλει μία άρνηση καί μία θέση καί αποδεικνύει στην ουσία ποια είναι ή αρεστή στον Θεό προσευχή. Ή άρνηση είναι: «Μη προσευξώμεθα φαρισαικώς αδελφοί», ας μη προσευχόμαστε υπερήφανα, ως ό αλαζόνας Φαρισαίος.Καί ή θέση: «ταπεινωθώμεν τελωνικώς»όπως ό έξουθενημένος Τελώνης, πού δεν σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό, ας συναισθανόμαστε την άμαρτωλότητά μας «εναντίον του Θεού», ενώπιον του Θεού, πού γνωρίζει τον «ρύπο της καρδίας μας». Και ό πόνος καί ή συναίσθηση της άμαρτωλότητας θα μας συσφίγγει «δια νηστείας», με την αρετή της εγκράτειας, καί θα συρρικνώνει όλες τίς εσωτερικές μας αναζητήσεις καί εφέσεις σ’ένα λιτό, αλλά αληθινό καί λυτρωτικό αίτημα:«Ίλάσθητι ήμίν», εύσπλαγχνίσου μας πολυέλεε Θεέ, «τοις αμαρτωλόίς», τους αμαρτωλούς, Καί ή εκζήτηση του θείου ελέους θα εκτοξεύεται με κραυγή ισχυρή, «κράζοντες». Ή οδός της προσευχής με ταπείνωση τείνει προς τον Θεό, καί εκείνος πού την ακολουθεί ελκύεται από τον Θεό. Ή ευσπλαχνία καί ή άπειρη αγάπη Του κινείται διορθωτικά καί ταπείνωνει τον πλανηθέντα άνθρωπο,όχι ως τιμωρός, αλλ’ ως ύψοποιός.Φαρισαίος καί Τελώνης! Δύο άνθρωποι,δύο κόσμοι,δύο μηνύματα,πού διαπερνούν τη λατρευτική ζωή καί Παράδοση της Ορθοδοξίας.Ή συναίσθηση της άμαρτωλότητας -όταν έχομε την άληθινή γνώση του εαυτού μας-ελκύει τη Χάρη του Θεοϋ καί όχι τα «καλά» μας έργα, πού στα μάτια του Θεού είναι «ως ράκη άποκαθήμενης», ως κουρέλια βρώμικα.
Με την ταπείνωση, λοιπόν, άνοιξαν «αί πύλαι της μετανοίας».Καί μαζί με αυτές καί οί πηγές των δακρύων.Τα δάκρυα είναι καί αυτά στοιχείο της μετανοίας.Αυθόρμητα έκχύνονται από τα μύχια της «πεφορτισμένης» ανθρώπινης ύπαρξης. Λευκαίνουν τον χιτώνα της ψυχής καί του σώματος, δημιουργώντας ταυτόχρονα «καινήν εν Χριστώ κτίσιν«. Ή αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από πάμπολλα παραδείγματα της Αγίας Γραφής,Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης.Γι ‘αύτό καί ό υμνογράφος του πρώτου δοξαστικού του Τριωδίου ομολογεί στον Παντοκράτορα Κύριο ότι γνωρίζει καλά πόση αξία καί δύναμη έχουν τα δάκρυα της ψυχής, πού μετανοεί: Όϊδα,πόσα δύνανται τα δάκρυα»,λέει. Είναι εξ άλλου τόσο πειστική ή αγιογραφική τεκμηρίωση με τρία παραδείγματα, μετά όποία ολοκληρώνεται ό ύμνος. Τον βασιλέα Έζεκία, λέει, τον έσωσαν, «άνήγαγον», από βέβαιο θάνατο, «εκ των πυλών του θανάτου», τα θερμά δάκρυα με τα όποία Σού ζητούσε τη θεραπεία του από τη βαρεία αρρώστια. Άλλα καί την αμαρτωλή γυναίκα, πού αναφέρουν τα ιερά Ευαγγέλια, ό πύρινος ποταμός των δακρύων της την λύτρωσε «εκ των χρονιών πταισμάτων», από τα μακροχρόνια καί σοβαρά ηθικά αμαρτήματατης, πού σαν άλλες σιδερένιες αλυσίδες την έπνιγαν. Καί μαζί με το τρίτο παράδειγμα του Φαρισαίου καί του Τελώνου, πού αναφέρεται,οδηγείται ή σκέψη μας στο λόγο του Κυρίου: «καί έσονται οί πρώτοι έσχατοι καί οί έσχατοι πρώτοι» (Ματθ. Ιθ’ 30). Ό υμνογράφος αποδεχόμενος το αγγελικό σάλπισμα «Στώμεν καλώς» ομολογεί την πολλή του άμαρτωλότητα με το«συν αύτοίς άριθμήσας με», αφού με θεωρήσεις όμοιο με τα πρόσωπα πού ανέφερα καί εκλιπαρεί για τη δική του σωτηρία, πού πηγάζει από το άπροσμέτρητο έλεος του Θεού «δέομαι, έλέησόν με».
Δύο εικόνες δεσπόζουν: Εκείνη του δακρύβρεχτου, μετανοημένου αμαρτωλού ανθρώπου από τη μια. Καί του πλήρους οίκτιρμών Θεού-Πατρός από την άλλη. Καί σε κάποιες άλλες αναφορές οί εξαίσιοι παραλληλισμοί; Το χαμένο καί ματωμένο πρόβατο καί ό Καλός Ποιμένας, πού το φέρνει στον ώμο Του γεμάτος χαρά για τη σωτηρία του. Αυτή είναι ή Εκκλησία του Χρίστου: φυγή, αποστασία, ύβρις, αμαρτία από την πλευρά του ανθρώπου. Κυνηγητό αγάπης από την πλευρά του Θεού,πού συλλαμβάνει στα ελεύθερα δίχτυα της τους μετανοημένους αμαρτωλούς!Από το βιβλίο του Αρχιμ.Καλλίστρατου Λυράκη »Η Ορθοδοξία ως Λειτουργική Παράδοση»

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου Ιερά Μητρόπολις Κωνστάντιας και Αμμοχώστου


Από σήμερα μπαίνει η Εκκλησία μας στην περίοδο του Τριωδίου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία διηγήθηκε ο Κύριος προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Αυτό γίνεται για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, στην οποία έχει οδηγηθεί ο άνθρωπος με την εγωπάθειά του. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μία λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Θέλει να μας δείξει πως η αληθινή μετάνοια του ανθρώπου αρχίζει με την αρετή της ταπεινοφροσύνης, που τελικά οδηγεί τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Αντίθετα η υπερηφάνεια απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό και τον οδηγεί στην αιώνια καταστροφή. Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ’ εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, που είναι μονόδρομος για τη σωτηρία μας.

Το σημερινό ευαγγέλιο μας αναφέρει δύο τάξεις ανθρώπων, δύο διαφορετικούς κόσμους. Η μία είναι η τάξη των Φαρισαίων, οι οποίοι ήταν  τυπολάτρες και  η οποία τάξη αυτών εκπροσωπεί την υποκρισία και την εγωϊστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντιθέτως, οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα και το θεωρούσε δεδομένο ότι ο Θεός έπρεπε να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Για να εξαναγκάσει όμως το Θεό έκανε ανάρμοστη σύγκρισή του ευατού του με τους άλλους ανθρώπους και συγκεκριμένα με το συμπροσευχόμενό του τελώνη. Αντίθετα, ο αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, του οποίου όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή, αλλά αντιθέτως κατακρίθηκε για την εγωπάθειά του.

Όπως διαπιστώνουμε, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Χριστός καυτηριάζει την υπερηφάνεια, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή της ψυχής του και εξυμνεί την ταπείνωση, γιατί «η ταπείνωσις προς ύψος ανάγει δικαιοσύνης, η δε οίησις προς βυθόν κατάγει της αμαρτίας». Η ταπείνωση είναι η πρώτη αρετή του χριστιανού, γιατί μέσω αυτής αναγνωρίζουμε τα σφάλματα μας και τις παραλείψεις μας και  ζητούμε απεγνωσμένα το έλεος και τη συγχώρεση του Θεού.  Η ταπείνωση επειδή εκ φύσεως ανυψώνει τον άνθρωπο και έχει την αγάπη του Θεού και αφανίζει σχεδόν όλα τα κακά που υπάρχουν μέσα μας, είναι δυσκολοκατόρθωτη.

Αυτή την τελεία ταπείνωση είχε και ο τελώνης όταν ανέβηκε στο ναό συντετριμμένος, γνωρίζοντας τον ψαλμό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει», γιατί, όπως συμπληρώνει ο ψαλμωδός, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος». Δηλαδή για να επιζητήσει κάποιος το έλεος του Θεού και να λάβει τη Θεία χάρη πρέπει να ταπεινωθεί, με απώτερο σκοπό της σωτηρία του.
Η ταπείνωση δεν είναι ηθικολογία για το Χριστιανό. Η ταπείνωση είναι το αντίδοτο της έπαρσης, του εγωισμού, που οδήγησαν τον άνθρωπο στην πτώση. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αναφέρει για την ταπείνωση ότι, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», γι’ αυτό κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, όπως ο Φαρισαίος, νομιζόμενος ότι έτσι θα λάβει τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και η αληθινή ταπείνωση δεν μιλάει, δεν λέει ταπεινολογίες, όπως για παράδειγμα «είμαι αμαρτωλός, ανάξιος, ελάχιστος πάντων». Ο ταπεινός άνθρωπος φοβάται μήπως με τις ταπεινολογίες πέσει στην κενοδοξία. Η χάρις του Θεού δεν πλησιάζει εδώ. Αντίθετα η χάρις του Θεού βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, η θεία ταπείνωση, η τελεία εμπιστοσύνη ενώπιον του Θεού, όπως ο Τελώνης. Να εξαρτάσαι δηλαδή από το Θεό, να αφήνεις τον εαυτό σου στο Θεό: «η τέλεια ταπείνωση είναι το να αποδίδεις κάθε επιτυχία σου και κάθε κατόρθωμά σου στη Χάρη του Θεού. Αυτή ήταν η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι», κατά τον Αββά Δωρόθεο. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση πρέπει να είναι μίμηση Χριστού. Όπως εκείνος «εκένωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών», δηλαδή, όντας ο ίδιος Θεός, ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε άνθρωπος, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να δείξουμε και εμείς κενωτική πορεία στη ζωή μας.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την ταπείνωση: «θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση. Όσα κι αν κτίσεις και ελεημοσύνη και προσευχές και νηστείες και οποιαδήποτε άλλη αρετή, αν δε βάλεις πρώτα ως θεμέλιο αυτή, ματαιοπονείς και όλα όσα χτίζεις θα γκρεμιστούν εύκολα, όπως έπεσε το σπίτι εκείνο, που είχε οικοδομηθεί στην άμμο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα από τα κατορθώματά μας, που δεν έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, για να μπορέσει να σταθεί. Ποιο θέλεις να αναφέρουμε; Τη σωφροσύνη; την περιφρόνηση των χρημάτων; το καθετί; όλα αποδεικνύονται ακάθαρτα και θεομίσητα και αηδή χωρίς ταπείνωση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να την έχουμε πάντοτε μαζί μας και στα λόγια μας και στα έργα μας και στις σκέψεις μας και πάνω στην ταπείνωση να χτίζουμε όλη μας τη ζωή». Ακόμη, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «η ταπεινοφροσύνη έβαλε τον τελώνη πάνω από το Φαρισαίο. Η υπερηφάνεια νίκησε και τις ασώματες δυνάμεις και τις έκανε διαβολικές. Η ταπεινοφροσύνη και η αναγνώριση των αμαρτημάτων έβαλε στον παράδεισο τον ληστή πιο μπροστά από τους Αποστόλους. Αν λοιπόν, αυτοί που ομολογούν τα αμαρτήματά τους αποκτούν τόση παρρησία, οι άλλοι που βλέπουν στον εαυτό τους τόσα αγαθά και παρ’ όλα αυτά διατηρούν ταπεινή την ψυχή τους, πόσα στεφάνια θα πετύχουν;». Η αρετή της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε συνδεδεμένη με τη μετάνοια, γιατί για να μετανοήσει κάποιος πρέπει να ταπεινωθεί, να αναγνωρίσει δηλαδή τις αμαρτίες που έπραξε για να οδηγηθεί προς την ειλικρινή μετάνοια.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει για την ταπείνωση: «όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα, έτσι και την ταπεινοφροσύνη την ακολουθεί το έλεος του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή της θεότητας. Επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος επάνω στη γη, αυτήν ντύθηκε και έζησε μαζί μας». Ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός ταπεινώθηκε με τον ερχομό του πάνω στη γη και αυτό φαίνεται στους παρακάτω στίχους:  «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11:29), ή: «ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον  αντί πολλών» (Μάρκ. 10:43-45).
Τέλος για να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει η ταπείνωση στον άνθρωπο πρέπει να εντρυφήσουμε στα σοφά λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: «για να καταλάβεις πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η ταπείνωση, φτιάξε με την φαντασία σου δύο αμάξια και ζεύξε στο ένα την αρετή με την υπερηφάνεια και στο άλλο την αμαρτωλότητα με την ταπεινοφροσύνη. Και θα δεις ότι το ζεύγος της αμαρτωλότητας θα ξεπεράσει την αρετή. Και αυτό, όχι φυσικά από την δική του ικανότητα, αλλά από την δύναμη της ταπεινοφροσύνης, που πάει μαζί της. Το άλλο ζευγάρι πάλι θα καθυστερήσει όχι από την αδυναμία της αρετής, αλλά από το υπέρογκο βάρος της υπερηφάνειας. Διότι όπως η ταπεινοφροσύνη, με το μεγάλο πνευματικό ύψος νικά την βαρύτητα της αμαρτίας και κατορθώνει να ανέβει στον ουρανό, έτσι και η υπερηφάνεια, με το υπέρογκο βάρος της, κατορθώνει να υπερνικήσει την ανάλαφρη αρετή και να την τραβήξει προς τα κάτω με ευκολία».
Η Εκκλησία, έχοντας υπόψη τη σημασία της ταπείνωσης, θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι’ Αυτήν τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως, η οποία είναι η έπαρση – ο εγωισμός. Για το λόγο αυτό, θέλοντας δηλαδή να προστατεύσει τους πιστούς από την έπαρση τους παροτρύνει να αποφύγουν την υψηγορίαν του Φαρισαίου, διδάσκοντάς τους με την υπέροχη υμνωδία της ημέρας αυτής: «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν’ υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως», και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς».

πηγή

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου


telonou_kai_farisaiou
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους.
Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν.
Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές.
Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου-Η υπαρξιακή μοναξιά του Φαρισαίου του π.Φιλόθεου Φάρου



Μέ το περιστατικό του Ζακχαίου γίνεται εμφανές ότι ό άν­θρωπος πρέπει να κατεβεί άπ' το μυαλό στην καρδιά για να συναντήσει το Χριστό, ενώ το περιστατικό της Χαναναίας υποδηλώνει ότι για να επιτύχει ό άνθρωπος αυτή τη συνά­ντηση, πρέπει να ανακαλύψει καί να χρησιμοποιήσει μια διά­σταση της υπάρξεως του πού ονομάζουμε πίστη καί πού εχει τη δυνατότητα να τον φέρει σε επαφή με την υπερβατική πραγ­ματικότητα πού είναι ή κατεξοχήν πραγματικότητα.
Ή πίστη δεν είναι ό διανοητικός καταναγκασμός πού ξέ­ρει ό δυτικός χριστιανισμός, σύμφωνα με τον όποιο ό άνθρω­πος πρέπει να πιστέψει επειδή υπάρχει το Α ή το Β λογικό επιχείρημα. Ή πίστη δεν είναι μια τυφλή αποδοχή πραγμα­τικοτήτων τις οποίες δεν έχει προσωπικά διαπιστώσει ό άν­θρωπος, αλλά είναι ό δρόμος καί ό τρόπος με τον οποίο ό άνθρωπος κάνει αυτές τις διαπιστώσεις.
Ή ορθόδοξη πνευματική παράδοση δεν ζητάει από τον άνθρωπο να δεχθεί κάτι πού δεν έχει διαπιστώσει. Δεν τον αναγκάζει να δεχθεί ότι ό Ίησούς είναι "όν έγραψε ό Μωϋσής εν τω νόμω καί οι προφήται", δηλαδή ό Σωτήρας, αλλά του ζητάει να έλθει καί να δει με τα ίδια του τα μάτια, "έρχου καί ίδε".
Ή δεύτερη λοιπόν προϋπόθεση για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ή αναζήτηση Του από τον άνθρωπο με αυτή τη διάσταση της υπάρξεως του πού μόνη έχει αυτή τη δυνατότητα.

Ή τρίτη προϋπόθεση γι' αυτή τη συνάντηση είναι ή εγκα­τάλειψη της απατηλής καί ανυπόστατης πίστεως του ανθρώ­που στη δική του θεότητα. Δεν μπορεί ό άνθρωπος να συνα­ντήσει τον πραγματικό Θεό όσο συνεχίζει να λατρεύει ως Θεό τον εαυτό του καί όσο συνεχίζει να περιμένει τη σωτηρία από τον εαυτό του, όπως έκανε ό Φαρισαίος της παραβολής, ό όποιος προσευχήθηκε "σταθείς προς εαυτόν". Ό Φαρισαίος δεν μπορούσε να συναντήσει το Θεό καί να νιώσει την πα­ρουσία Του γιατί δεν στρεφόταν προς το Θεό αλλά προς τον εαυτό του.
Ό Φαρισαίος στην πραγματικότητα δεν πίστευε στο Θεό, γιατί δεν είχε ποτέ του γεύση του Θεοϋ καί δεν γεύθηκε το Θεό γιατί δεν τον αναζήτησε.
Ό Φαρισαίος δεν πάει στο Ναό για να συναντήσει το Θεό, αλλά γιατί χρειάζεται έναν επίσημο χώρο για να αύτοαποθεωθεί.
"Ολοι,αν ψάξουμε,θα βροϋμε ένα τέτοιο στοιχείο αύτοαποθεώσεως στη συμμετοχή μας στη λατρευτική ζωή της Εκ­κλησίας. Το στοιχείο αυτό μπορούμε να το βρούμε καί σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, πού μας αρέσει να αποκαλούμε αρετές καί με τίς όποιες επιδιώκουμε την αύτοδικαίωσή μας.
Ή προσπάθεια του Φαρισαίου να αύτοαποθεωθεί είναι ένδειξη μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας, πού προέρχεται από την αδυναμία του να βρει τον πραγματικό Θεό καί τελικά δημιουργεί ένα φαϋλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο καί περισσότερο από το Θεό· καί όσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεό τόσο περισσότερη απελπισία αισθάνεται καί τόσο περισσότερο εντείνει την αύτοαποθέωσή του.
"Ακόμη ό Φαρισαίος αισθάνεται την ανάγκη να αύτοεξυψωθεί, γιατί στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του αύτοπεριφρονείται.Επειδή όμως δεν μπορεί πραγματικά να έξυψώσει τον εαυτό του, χαμηλώνει τους άλλους για να κερδίσει από τη σύγκριση. Ταπεινώνοντας όμως τους άλλους, τους απορρίπτει και απορρίπτοντας τους, τους αποκόπτει και αποκόπτεται άπ' αυτούς.Έτσι,δεν μπορεί να συναντήσει ούτε το Θεό ούτε το συνάνθρωπο και δοκιμάζει μια συγκλο­νιστική υπαρξιακή μοναξιά.
Γι'αυτό ή Εκκλησία προβάλλει σ'αυτό το πρώιμο στάδιο της λειτουργικής διαδικασίας πού οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό την κατάντια του Φαρισαίου,γιατί όσο ό άνθρωπος παραμένει σε μια ανάλογη κατάντια,αυτή ή συνάντηση είναι εντελώς αδύνατη.
π.Φιλόθεος Φάρος''Πριν και μετά το Πάσχα''Εκδ.Ακρίτας

Τελώνου καὶ Φαρισαίου


Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Πόσο μικρὴ καὶ γνωστὴ εἶναι ἡ σημερινὴ παραβολὴ καὶ πόσο δυνατὸ καὶ προκλητικὸ εἶναι τὸ μήνυμά της.

Εἶναι δυνατὸ καὶ φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ κειμένου. Δύο ἄνδρες ἦλθαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σ’ ἕναν χῶρο ἱερό, στὸ Βασίλειό Του, ποὺ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χάνεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Τοῦ ἀνήκει ἀνεπιφύλακτα. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες περπατᾶ ὑπερήφανα πρὸς τὸν ναὸ καὶ παίρνει θέση μπροστὰ στὸν Θεό. Ὁ ἄλλος ἔρχεται καὶ οὔτε κἄν τολμᾶ νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ: εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἱερός, ὅπως ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὴν Φλεγόμενη Βάτο στὴν ἔρημο ὅπου ὁ Μωυσῆς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει χωρὶς νὰ λύσει τὰ ὑποδήματά του, παρὰ μόνο μὲ λατρεία καὶ φόβο Θεοῦ.

Καὶ πόσο διαφορετικὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν! Προφανῶς ὁ Φαρισαῖος προσεύχεται στὸν Θεό, Τὸν δοξάζει - ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο; Ἐπειδὴ εἶχε δημιουργήσει ἕνα ἄνθρωπο σὰν αὐτόν, ἕναν ἄνθρωπο τόσο ἅγιο, τόσο ἄξιο γιὰ τὸν Θεὸ· ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄχι μόνο δὲν τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ἀλλὰ πηγαίνει πέρα ἀπὸ ὅ,τι ἔχει προστάξει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πραγματικὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοξολογώντας Τον, ποὺ αὐτός, εἶναι τόσο ὑπέροχος ποὺ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητάς Του.

Ὁ Τελώνης δὲν τολμᾶ κἄν νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἡ παραβολὴ εἶναι ξεκάθαρη: ὁ ἄνδρας ποὺ ἦλθε καὶ στάθηκε μὲ συντετριμμένη καρδιά, μὲ ντροπὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει στὸν ναό, ἐπιστρέφει σπίτι του συγχωρεμένος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: συντροφευμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ποὺ παραστέκεται σ’ ὅποιον Τὸν χρειάζεται καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ἀνάγκη του γιὰ σωτηρία.

Ὁ Φαρισαῖος πηγαίνει σπίτι του, ἀλλὰ ἔχει συγχωρεθεῖ λιγότερο· ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ ἴδια· στὴ σχέση αὐτὴ αὐτὸς βρίσκεται στὸ κέντρο, ὁ Θεὸς στὴν περιφέρεια· ἐκεῖνος βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχείριό Του. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ὅ,τι ἔκανε ἦταν χωρὶς ἀξία· ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὅσο τὸν ἀφορᾶ, δὲν ὑπῆρξε σ’ ἐκεῖνον καρπὸς ἁγιότητας. Οἱ πράξεις του ἦταν καλὲς ἀλλὰ ἦταν ἀλλοιωμένες, δηλητηριασμένες ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· ἡ ὀμορφιὰ σ’ ὅ,τι ἔκανε εἶχε ἐντελῶς ἀμαυρωθεῖ ἐπειδὴ δὲν ἀπευθυνόταν οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν πλησίον του· στρεφόταν στὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια ἀπογύμνωσε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς καρποὺς τῶν καλῶν του ἔργων, τὸν καρπὸ τῆς ἐξωτερικῆς πίστης του στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει στὶς πράξεις του νόημα, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μεταμόρφωνε σὲ ζωὴ τὶς πράξεις του, στὸ νερὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα.

Ὅμως μία ἐρώτηση στέκει μπροστά μας: πῶς μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ταπείνωση ἐὰν εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη προϋπόθεση νὰ μὴν εἴμαστε ὅπως ἡ ἄκαρπη συκιά, ἀλλὰ γόνιμοι, νὰ γίνουμε ἡ πλούσια σοδειὰ ποὺ θὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους;

Δὲν πιστεύω ὅτι μποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν ταπείνωση ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ ματαιότητα, ἐκτὸς ἐὰν μᾶς συμβεῖ κάτι τόσο τραγικὸ ποὺ νὰ δοῦμε, ν’ ἀνακαλύψουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἶναι ἐντελῶς στερημένοι ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ στήριζε τὴν ἁμαρτωλή, καταστροφική, ἄκαρπη κατάστασή μας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε: ὅσο πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε κάθε εἴδους χάρισμα τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο καρποφόρα μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ ἔργα μας, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὦ ἄνθρωπε, τί ἔχεις ποὺ δὲν σοῦ ἔχει δοθεῖ;!...Καὶ πράγματι, ἠχοῦν σὰν ἀντίλαλος στ’ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὸν πρῶτο Μακαρισμό, στὸν Μακαρισμὸ ποὺ ἀνοίγει τὴν πόρτα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους : «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα… Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν ὄχι μόνο μὲ τὴ λογικὴ - ἀλλὰ τουλάχιστον μὲ τὴ λογική!- ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε νὰ ὑπάρξουμε ἀπὸ τὸ μηδέν, δίχως τὴ συμμετοχή μας: ἡ ὕπαρξή μας εἶναι ἕνα δῶρο! Μᾶς δόθηκε ζωὴ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ δημιουργήσουμε. Μᾶς δόθηκε ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι μᾶς δόθηκε μία βαθύτερη, πιὸ οἰκεία γνώση τοῦ Θεοῦ- ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνα δῶρο! Καὶ τότε, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ: τὸ σῶμα, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, ἡ ψυχὴ μας - ποιὰ δύναμη ἔχουμε σ’ αὐτὰ τὰ δῶρα ὅταν ὁ Θεὸς δὲν τὰ στηρίζει..; Ἡ μεγαλύτερη εὐφυία μπορεῖ ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο νὰ χαθεῖ στὸ σκοτάδι· ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε μία ἀνάγκη ποὺ χρειάζεται ὅλη μας τὴ συμπάθεια, τὴν ἀγάπη - καὶ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι καμωμένη ἀπὸ πέτρα καὶ πάγο… Καὶ θέλουμε νὰ κάνουμε τὸ καλὸ - καὶ δὲν μποροῦμε καὶ ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ γνώριζε ὅταν εἶπε: Δὲν κάνω αὐτὸ ποὺ ἀγαπῶ, καὶ πράττω συνεχῶς τὸ κακὸ ποὺ μισῶ… Καὶ τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τόσα πολλὰ πράγματα!

Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν φιλία ποὺ μᾶς προσφέρεται, τὶς σχέσεις μας, τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς στηρίζει, τὴν συντροφικότητα· ὅ,τι εἴμαστε καὶ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἕνα δῶρο: καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα: δὲν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη; Δὲν μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεό, ὄχι σὰν τὸν φαρισαῖο, μὲ ὑπερηφάνεια γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά Του, ἀλλὰ νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ποῦμε: Θεέ μου, ὅλα αὐτὰ εἶναι δικό σου δῶρο! Ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ εὐαίσθητη καρδιά, ὅλες ἐκεῖνες οἱ καταστάσεις τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα δῶρο! Πράγματι ὅλες αὐτὲς οἱ καταστάσεις, ἀκόμα κι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς φοβίζουν εἶναι ἕνα δῶρο ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: Σᾶς ἐμπιστεύομαι ἀρκετὰ γιὰ νὰ σᾶς στείλω νὰ φέρετε τὸ φῶς στὸ σκοτάδι! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀποσύνθεση νὰ γίνεται τὸ ἁλάτι ποὺ θὰ τὴν σταματήσει! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ φέρετε τὴν ἐλπίδα, νὰ φέρετε τὴν χαρά, νὰ φέρετε τὴν ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς στὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ γίνουμε ἡ παρουσία καὶ ἡ ζωή Του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι μᾶς ἐμπιστεύεται- μᾶς ἐμπιστεύεται, μᾶς πιστεύει, ἐλπίζει τὰ πάντα σέ μᾶς: δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ μᾶς κάνει εὐγνώμονες;

Ἀλλὰ ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ παγωμένη λέξη εὐχαριστίας· εὐγνωμοσύνη σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ Τὸν κάνουμε νὰ δεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς δόθηκαν μάταια, ὅτι δὲν ἔγινε μάταια ἄνθρωπος, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια· εὐγνωμοσύνη σημαίνει μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἔδινε χαρὰ στὸν Θεό: αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης παραβολῆς.

Ναί, τὸ ἰδανικὸ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ- ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζει, καὶ ἐὰν κάποιος γνωρίζει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ μεταφέρει στὸν καθένα ποὺ δὲν γνωρίζει; Ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνη τὴν γνωρίζουμε ὅλοι· ὅλοι γνωρίζουμε μικρὲς πτυχὲς καὶ τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουμε. Ἂς τὸ συλλογιστοῦμε αὐτό, καί, ἂς ἀναγνωρίσουμε, μὲ μία πράξη εὐγνωμοσύνης ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ βρισκόμαστε στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ- καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε ἐκεῖ. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του εἴτε στὴν προσευχὴ ἢ στὰ μυστήρια- καὶ μᾶς καλεῖ σὲ κοινωνία μαζί Του! Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ εἴμαστε παιδιά Του, νὰ εἴμαστε τὰ ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε ἡ κατοικία τοῦ πνεύματος- καὶ μᾶς τὰ δωρίζει ὅλα μέσα ἀπὸ μία πράξη ἀγάπης!

Ἂς συλλογιστεῖ ὁ καθένας μας καὶ ἂς ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο εὐγνώμων ἔτσι ὥστε ὁ Θεὸς νὰ μποροῦσε νὰ χαρεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν προσφέρθηκε μάταια, δὲν ὑπῆρξε μάταια, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια, ὅτι ἔχουμε λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Καὶ ἂν ἀναπτυχθεῖ βαθιὰ μέσα μας ἡ ἀληθινὴ εὐγνωμοσύνη θὰ λατρεύσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ μάθουμε ὅτι ταπείνωση δὲν εἶναι ξεπεσμός, ἀλλὰ λατρεία, ἡ ἐπίγνωση ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι εἴμαστε, καὶ ὅτι εἴμαστε ἀνοιχτοὶ ὅπως ἡ γῆ, ἡ πλούσια γῆ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ ὄργωμα, στὴ σπορά, στὸν σπόρο, στὴ λιακάδα, στὴ βροχή, στὸ κάθε τι προκειμένου νὰ καρποφορήσει. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Νεοελληνική: www. agiazoni.gr



Πρωτότυπο Κείμενο
 


THE PUBLICAN AND THE PHARISEE
4 February 1990


In the Name of the Father, the Son, and the Holy Ghost.

How short, and how well known is today's parable, and yet, how intense its message, how challenging.

Intense it is in its very words. Two men come into the church of God, into a sacred realm which in a world that is lost to God belongs to Him unreservedly, into His Divine Realm. And one of the men walks boldly into it, takes a stand before God. The other one comes, and doesn't even dare cross the threshold: he is a sinner, and the Realm is holy, like the space around the Burning Bush in the desert which Moses could not enter without having unshod his feet, otherwise than in adoration and the fear of God.

And how different the words spoken! Apparently the Pharisee praises God, he gives Him glory - but for what? Because He has made a man like him, a man so holy, so worthy of Him, of God; a man who not only keeps all the commandments of the Law, but goes beyond of what God Himself has commanded and can expect of man. Indeed, he stands before God praising Him, that he, the Pharisee, is so wonderful that he is God's own glory, the shining, the revelation of God’s holiness.

The Publican does not even dare enter into the holy Realm of God.

And the parable is clear: the man who came and stood brokenhearted, ashamed of himself, knowing that he is unworthy of entering this sacred space goes back home forgiven, loved, indeed: accompanied by God Himself Who came into the world to save sinners and Who stands by everyone who needs Him, who recognises his need for salvation.

The Pharisee goes home, but he goes home less forgiven; his relationship with God is not the same; he is at the center, God is peripheric to him; he is at the heart of things, God is subservient to him. It does not mean that what he did was worthless; it simply means that as far as he is concerned, it has born no fruit of holiness in himself. The deeds were good, but they were spoiled, poisoned by pride, by self-assertion; the beauty of what he did was totally marred because it was addressed neither to God nor to his neighbour; it was turned in on himself. And we are told that this pride has despoiled this man, has taken away from him the fruits of his good works, the fruit of his outward faithfulness to the law of God, that only humility could have given him and his action full meaning, that only humility could have made his actions into life, into the waters of life gushing into eternity.

But then, the question stands before us: how can we learn anything about humility if that is the absolute condition to be not like the barren fig tree, but fruitful, to be rich harvest and from whom people can be fed?

I do not think that we can move from pride, vanity into humility in a single unless something so tragic happens to us that we see ourselves, we discover ourselves completely bereft of everything that supported our sinful, destructive, barren condition. But there is one thing which we can do: however much we think that we are possessed of gifts of all sorts of heart and mind, of body and soul, however fruitful our action may be, we can remember the words of Saint Paul: O, man! What have you got which was not given you?!.. And indeed, he echoes at this point what Christ said in the first Beatitude, the Beatitude that opens the door to all other Beatitudes, the Beatitude which is the beginning of understanding: Blessed are the poor in spirit... Blessed are those who know, not only with their intellect - but at least with their intellect! - that they are nothing, and they possess nothing which is not a gift of God.

We were called into being out of naught, without our participation: our very existence is a gift! We were given life which we could not create, call out of ourselves. We have been given the knowledge of the existence of God, and indeed, a deeper, more intimate knowledge of God - all that is gift! And then, all that we are is a gift of God: our body, our heart, our mind, our soul - what power have we got over them when God does no longer sustain them? The greatest intelligence can of a sudden be swallowed into darkness by a stroke; there are moments when we are confronted with a need that requires all our sympathy, all our love - and we discover that our hearts are of stone and of ice... We want to do good - and we cannot; and Saint Paul knew it already when he said: The good which I love, I don't do, and the wrong which I hate I do continuously... And our body depends on so many things!

And what of our relationships, of the friendship which is given us, the love which sustains us, the comradeship - everything that we are and which we possess is a gift: what is the next move: isn't it gratitude? Can’t we turn to God not as a pharisee, priding ourselves of what we are and forgetting that all that is HIS, but turning to God and saying: O, God! All that is a gift from You! all that beauty, intelligence, a sensitive heart, all the circumstances of life are a gift! Indeed, all those circumstances, even those which frighten us are a gift because God says to us: I trust you enough to send you into the darkness to bring light! I send you into corruption to be the salt that stops corruption! I send you where there is no hope to bring hope, where there is no joy to bring joy, no love to bring love... and one could go on, on, on, seeing that when we are send into the darkness it is to be God's presence and God's life, and that means that He trusts us - He trusts us, He believes in us, He hopes for us everything: isn't that enough to be grateful?

But gratitude is not just a cold word of thanks; gratitude means that we wish to make Him see that all that was not given in vain, that He did not become man, lived, died in vain; gratitude means a life that could give joy to God: this is a challenge of this particular parable.

Yes, the ideal would be for us to be humble - but what is humility? Who of us knows, and if someone knows, who can communicate it to everyone who doesn’t know? But gratitude we all know; we know small ways and small aspects of it! Let us reflect on it, and, let us in an act of gratitude recognise that we have no right to be in God’s own realm - and He lets us in! We have no right to commune to Him either in prayer, or in sacrament - and He calls us to commune with Him! We have no right to be His children, to be brothers and sisters of Christ, to be the dwelling place of the Spirit - and He grants it all in an act of love!

Let each of us reflect and ask himself: in what way can he or she be so grateful in such a way that God could rejoice that He has not given in vain, been in vain, lived and died in vain, that we have received the message. And if we grow in a true depth of gratitude, at the depth of gratitude we will knock down, adore the Lord, and learn what humility is not abasement, but adoration, the awareness that He is all we possess, all that we are, and that we are open to Him like the earth, the rich earth is open to the plough, to the sowing, to the seed, to the sunshine, to the rain, to everything in order to bring fruit. Amen!

"Kαι παλιν μετάνοια"του π. Γεώργιου Αλεντά


"
«Όταν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκητές στο βουνό του Μ. Αντωνίου πως ο αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του , μαζεύτηκαν στη καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμηση τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα, που τώρα στο θάνατο του έλαμψε σ’ όλη της την πληρότητα. Στη σεβάσμια μορφή του είχε χαραχθεί μια έκφραση ευτυχίας. Σαν ένιωσε γύρω του τους συνασκητές του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του ,τα χείλη του σάλεψαν, κάτι θέλησε να πει ….Όλοι δακρυσμένοι περίμεναν ν’ ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. …Σε μια στιγμή το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε καθώς ψιθύριζε κάποια λόγια .Τα χείλη του σάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε .
-Με ποιον συνομιλείς, πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητές του.
-Οι άγιοι άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυο δάκρυα κύλησαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρα του .
-Δεν έχεις ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη ! Εσύ μετανοούσες σ’ όλη σου τη ζωή ,του αποκρίθηκαν οι πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του .
-Δεν ξέρω, αδελφοί μου ,αν έχω βάλει ακόμη αρχή . …Ήταν τα τελευταία του λόγια…
(ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ).
Καθώς ακούμε, αδελφοί μου την «Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου»,να παιανίζεται, απ’ άκρου σ΄ άκρο της γης ,στην απανταχού Ορθοδοξία , ο παιάνας της μετανοίας , «Της μετανοίας …νοιξον μοι πύλας ζωοδότα…» , ο νους μας τρέχει στην καταπληκτική αυτή ιστορία που βρίσκεται στο Γεροντικό και φυσικά συναρπάζει τις διψασμένες ψυχές . Πράγματι ο κάθε καλοπροαίρετος μπορεί να συγκρίνει την μετάνοια του μεγάλου αυτού ασκητού, με την δική μας μετάνοια και να την αντιπαραβάλει με την κατανυκτικότατη αυτή Εκκλησιαστική περίοδο, που από σήμερα αρχίζει , και είναι η κατεξοχήν περίοδος μετανοίας, της Εκκλησίας μας .
«Καιρός , λοιπόν , μετανοίας» και πάλιν , αδελφοί μου. Καιρός επιστροφής , καιρός αυτογνωσίας , καιρός ανανήψεως .
«Τ΅ς μετανοίας †νοιξον μοι πύλας ζωοδότα ϋ Ώρθρίζει γάρ τΑ πνεΛμα μου πρΑς ναόν τΑν ‡γιον σου, ναόν φέρων τοΛ πνεύματος Ελον •σπιλωμένονϋ €λλ’ Υσ ο²κτίρμων κάθαρον εΗσπλάχνί σου •λέει ».
«Το πρόθυμο πνεύμα του πιστού ξαγρυπνά στο ναό του Θεού, φέροντας μαζί του τον λερωμένο από την αμαρτία Ναό του σώματος ,και παρακαλεί να του ανοίξει ο Θεός τη θύρα της μετανοίας .Στον άγιο Ναό του θεού έχουν θέση μόνο οι καθαροί ,αυτός είναι ακάθαρτος ,αλλά ελπίζει στο έλεος του Θεού και στην καθαρτική δύναμη της χάριτος του» (Ι .Φουντούλη ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ).
Εκεί ο ταλαίπωρος αμαρτωλός, αναμετρώντας «τα πλήθη των πεπραγμένων του δεινών τρέμει, γιατί επίκειται φοβερά η ημέρα της κρίσεως. Όμως γεμάτος θάρρος και ελπίζοντας στο έλεος του Θεού, σαν τον μετανοιωμένο Δαβίδ αναφωνεί μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς του : «•λέησον με ο Θεός κατά το μέγα Σου ™λεος».
Και ενώ η Εκκλησία μας, ως φιλόστοργος μητέρα, μας καλεί και πάλι να επανεξετάσουμε τον εαυτό μας και να πάρουμε απόφαση επιστροφής στην περιοχή της χάριτος από όπου αποσκιρτήσαμε. Ενώ μας δείχνει σε τι ύποπτα και καταστροφικά μονοπάτια μας οδηγεί η αποστασία και το «ίδιον θέλημα». Ενώ εμείς συνεχίζουμε να κωφεύουμε και να πορευόμαστε σε τοπία ομιχλώδη, παραμένοντας στα ίδια χωρίς καμιά διάθεση μετανοίας και προσωπικής αλλαγής, δυο εικόνες αντιπαραβάλλονται σήμερα μπροστά μας .
Η πρώτη είναι του οσίου Σισώη. Άνθρωπος αγώνος, μετανοίας, προσευχής, αγιότητος. Διαμάντι της ερήμου. Παρ’ όλα αυτά, παρά του ότι όλη του η ζωή ήτανε μια συνεχής μετάνοια ,όταν ήρθε η ώρα της κοιμήσεως του , ζητούσε ακόμα χρόνο για να μετανοήσει .
Στο αντίθετο άκρο μας οδηγεί μια άλλη εικόνα. Η εικόνα της κοινωνίας μας, η ειδωλοποιημένη εικόνα του ανθρώπου που αυτοαποθεώθηκε, του ανθρώπου που έκανε τη ζωή του πύργο Βαβελικό και αποποιήθηκε κάθε ανάγκη, κάθε αδυναμία . Είναι ο άνθρωπος ο οποίος περιορίζεται στα στενά όρια της βιολογικής του εμβέλειας, κλείνεται μυωπικά στο κέλυφος του εγωκεντρισμού του και αδυνατεί να δει και να επικοινωνήσει με τον «άλλον». Είναι αυτός που απομακρύνθηκε από το Θεό, αφού έκανε Θεό τον εαυτό του, και πάντα προσβλέπει με ιδιοτέλεια και καχυποψία προς τον πλησίον. Είναι ο Φαρισαίος ο οποίος βλέπει όλους τους άλλους «σαν σκουλήκια» και χωρίς καμιά ενοχή, χωρίς αυτογνωσία, αισθάνεται αψεγάδιαστος και ακέραιος .
Πώς λοιπόν να μετανοήσει ένας τέτοιος άνθρωπος; Πώς να χαμηλώσει λίγο τα ανάστημα του; Πώς να κλάψει; Πώς να χτυπήσει το στήθος και να πει, Θεέ μου συγχώρεσε με τον αμαρτωλό;
H περίοδος του Τριωδίου και κυρίως η Μ. Τεσσαρακοστή, είναι η περίοδος όπου καλούμαστε λοιπόν για μια επανεξέταση και συνάμα επαναδιοργάσνωση του εαυτού μας. Είναι ο Εκκλησιαστικός χρόνος ο οποίος προσφέρεται για μια εντονότερη άσκηση του πιστού, αγωνιστού ανθρώπου, για να πορευθούμε προς την τελείωση και την κατά χάριν Θέωση. Είναι το στάδιον της αθλήσεως όπου μέσα από μια εσωτερική ανακαινιστική πορεία θα αναγνωρίσουμε την προσωπική πνευματική μας εξορία και «εν μετανοία», με καινούρια μυαλά, καινούριες αποφάσεις, καινούριες επιθυμίες και προοπτικές θα επιζητήσουμε την συνάντηση μας με τον Αναστημένο Χριστό .
Ο Φαρισαίος πρότυπο και ίνδαλμα της εγωκεντρικής κοινωνίας μας, είναι ο τύπος που μας οδηγεί σε άγνωστα και επικίνδυνα μονοπάτια, χτίζει απόρθητα φρούρια γύρω μας ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον πλησίον μας και ελάχιστο αδελφό μας, μας στερεί τη χαρά της Βασιλείας .
Ο Ζακχαίος, ο Τελώνης, ο Άσωτος, είναι η απτή – η χειροπιαστή – η προσωποποιημένη μετάνοια. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν εξάντλησαν την μετάνοια τους σε κάποιες αντικειμενικές βελτιώσεις συμπεριφοράς, ή σε τύπους και σχήματα εξωτερικά αλλά προχώρησαν σε μια βαθύτερη και καθολική αλλαγή της ζωής τους.
Δεν αρκέστηκαν σε μια προσωρινή συντριβή έστω και λύπη από τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας τους, αλλά φρόντισαν για μια μόνιμη πνευματική κατάσταση ,και σταθερή πορεία προς το Θεό, συνεχή διάθεση για ανόρθωση, θεραπεία και ανάνηψη, για πνευματικό αγώνα .
Αυτό είναι μετάνοια. Αυτό είναι αλλαγή νου, νοοτροπίας, στάσης ζωής . Μετάνοια λοιπόν είναι : «Το ξαναγύρισμα της αγάπης μας στο Θεό και τους ανθρώπους. Η συναίσθηση της δουλείας μας και η αλλαγή της πορείας μας προς την ελευθερία. Η βεβαιότητα της χρεοκοπίας της νοθευμένης λογικής μας και το μπάσιμο μας στο υπέρλογο , στην αποκάλυψη της αλήθειας , που βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα . (π.Τιμόθεος Κιλίφης -ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΜΒΩΝΑ σελ.21).
Μετάνοια είναι η σωτήριος συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Είναι η γιατρειά της ψυχής και η απόθεση του ρύπου. Είναι ίαση και υγεία. Είναι η θέα του λυτρωτικού φωτός που καθαρίζει και αγιάζει, είναι ο εκ βάθους αναστεναγμός και η γοερά κραυγή της καιομένης από Θείο πόθο ψυχής «Ο Θεός ηλάσθητ΄ μοι τω αμαρτωλώ».
«Η Μετάνοια είναι χάρις και χαρά. Η μετάνοια είναι ζωή και σωτηρία. Αντίθετα η αμετανοησία είναι θάνατος και καταστροφή. Όποιος δεν μετανοεί δεν καταλαβαίνει το λάθος του και την αμαρτία του ,δεν ζητάει το έλεος του Θεού και δεν έχει συγχώρεση από το Θεό. Γιατί ο Θεός χαρίζει το έλεος Του και συγχωρεί εκείνους που αισθάνονται τα λάθη τους και ζητούν το Θείον έλεος. Εκείνους δηλ. που μετανοούν. Μετάνοια θα πει να λυπηθείς, να κλάψεις, να ζητήσεις έλεος και συγχώρεση για το φταίξιμο σου, να δώσεις λόγο πως δεν θα ξανακάμεις το ίδιο και να βάλεις τα δυνατά σου να μην το ξανακάμεις. Όλα αυτά είναι που κάνουν τον άνθρωπο καινούριο. Όλα αυτά τον ανεβάζουν, όλα αυτά είναι η μετάνοια ,η μετάνοια είναι πρόοδος, προκοπή ζωή και σωτηρία». (π. Μακάριος Φιλοθέου .ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ Φεβρουάριος 2000 ).
«Πρέπει να έχει κανείς πολύ Χάρη για να καταλάβει ότι είναι αμαρτωλός. Στον σαρκικό άνθρωπο η μετάνοια δεν είναι εύκολη. Άρα, αυτός που ζει μέσα στην ατμόσφαιρα της δείχνει ότι διαποτίζεται από την άκτιστη ενέργεια της Θείας Χάριτος. Γι’ αυτό πολύ Πατέρες τονίζουν ότι η βίωση της μετανοίας είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας του Θεού. Και όσο η φωτιά της μετανοίας κατακαίει τη ψυχή και τις αμαρτίες, τόσο αυτή, η φωτιά μετατρέπεται σε άκτιστο Φως . Επομένως η μετάνοια δεν είναι ανθρώπινης προελεύσεως, αλλά αποτελεί δώρο που προσφέρεται από τον ουρανό …»( Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος-ΟΣΟΙ ΠΙΣΤΟΙ Σελ.360).
Ο Άγ. Ιωάννης της Κροστάνδης σημειώνει: «Τι θα κάναμε εάν δεν μας ενίσχυε προκαταβολικά η Χάρις του Θεού ; Σε ποιο κατάντημα θα φτάναμε ,εάν δεν μας αγκάλιαζε ξαφνικά χωρίς να το περιμένουμε μετά από την αμαρτία και δεν μας προετοίμαζε για μετάνοια και για δάκρυα;… Σπάνια πολύ σπάνια θα μπορούσε κανείς να απαλλαγεί από το ζυγό της αμαρτίας». Αδελφοί μου!
Ο άνθρωπος είτε το θέλουμε είτε όχι βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία. Άλλοτε είναι ανοδική, άλλοτε καθοδική. Άλλοτε ανεβαίνει για να συναντηθεί με το Θεό, άλλοτε απομακρύνεται από Αυτόν και δρέπει τα αποκαΐδια και τα ερείπια της αποστασίας του. Το Τριώδιο είναι η αγία, η πνευματική, η κατανυκτική, η ασκητική, η αθλητική περίοδος της Εκκλησίας μας που μας βοηθάει να πορευθούμε σωστά και να συναντηθούμε με τον Αναστημένο Xριστό. Ανοίγει την ερμητικά κλειστή, πόρτα της ψυχής μας ώστε να εισχωρήσει μέσα η Χάρις του Θεού, για να αγωνιστούμε σωστά, να επιφέρουμε μια ολοκληρωτική αλλαγή στη ζωή μας, να μετανοήσουμε, για να φθάσουμε στην κατά χάριν ένωση μας με τον Χριστό .
Ας ακούσουμε, κλείνοντας, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά : «Αφού είναι κοντά μας η Βασιλεία των ουρανών, με την συγκατάβαση του Θεού Λόγου προς εμάς, ας μην απομακρυνθούμε εμείς από Αυτόν ζώντες αμετανόητοι. Ας αποφύγουμε μάλλον την αθλιότητα εκείνων που ζουν στο σκοτάδι κάτω από τη σκιά του θανάτου. Ας αποκτήσουμε τα έργα της μετανοίας, δηλ. φρόνημα ταπεινό, κατάνυξη και πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη πραότητα, ώστε να υπομένει τα δεινά, να ευχαριστείται με τους διωγμούς, για χάρη της αλήθειας και της δικαιοσύνης, με τις ζημιές, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες και τας παθήματα». (ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ των Ιερών Νηπτικών Το Περιβόλι της Παναγιάς τομ. Δ’. σελ.315 ).

Άρθρο Αναγνώστη: Οικονόμος Γεώργιος Αλεντάς 

Κυριακή ΙΣΤ' Λουκά Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκ. ιη’, 10-14) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου του Ιωάννη Δήμου



από την ιστοσελίδα του:  www.sostikalogia.com
Ένας τύπος που θεωρείται από όλους ύποπτος και ανεπιθύμητος είναι ο υποκριτής. Υποκριτής όπως είναι γνωστό είναι ο άνθρωπος  ο  οποίος άλλα αισθάνεται άλλα λέει και άλλα πράττει. Ο υποκριτής στήνει παγίδες προς τους συνανθρώπους του με την κακόβουλη πρόθεση να πετύχει τους σκοτεινούς σκοπούς του.
Φυσικά ο πρώτος υποκριτής υπήρξε ο μεγάλος εχθρός του ανθρωπίνου γένους ο ανθρωποκτόνος διάβολος, ο οποίος εμφανίστηκε ως φίδι στους αθώους και ανύποπτους πρωτόπλαστους και από το ένα μέρος υποκρίθηκε ότι ενδιαφερόταν γι' αυτούς και από το άλλο τους έσπρωξε στην παράβαση της θείας εντολής με όλα τα σοβαρά επακόλουθα για όλο το ανθρώπινο γένος.
Ανάμεσα στον Ισραηλιτικό λαό υπήρξε και μία κατηγορία  ανθρώπων, οι  γνωστοί  μας  από την Αγία Γραφή Φαρισαίοι,  οι οποίοι  ήταν  κατά  κανόνα  υποκριτές.  Αυτούς  τους ξεσκέπασε ο Χριστός ενώπιον του λαού και τους  απεκάλεσε  υιούς διαβόλου  και  υποκριτές. Οι Φαρισαίοι υπερηφανεύονταν ότι ήταν τάχα εκλεκτοί του Θεού και αποτελούσαν  την αριστοκρατία της εποχής τους. Όλα όμως αυτά ήταν εξωτερικοί τύποι και προσχήματα ενώ για την εσωτερική και βαθύτερη ουσία των πραγμάτων αδιαφορούσαν. Οι Φαρισαίοι νήστευαν, προσεύχονταν μπροστά  στους  ανθρώπους και διαλαλούσαν τη φιλανθρωπία τους για να αποσπάσουν τον έπαινο των ανθρώπων, αλλά κατά βάθος ήταν κλέπτες και άρπαγες και εκμεταλλευτές των αδυνάτων.
 Καθάριζαν, δηλαδή το έξωθεν του ποτηριού ενώ το έσωθεν το άφηναν ακάθαρτο. Ο Χριστός τους χαρακτήρισε ως ασβεστωμένους τάφους, οι οποίοι έξωθεν μεν φαίνονταν καθαροί έσωθεν όμως ήταν γεμάτοι από δυσωδία. Ενώ προσπαθούσαν να αφαιρέσουν το άχυρο από το μάτι των άλλων δεν έβλεπαν το δοκάρι στο μάτι το δικό τους. Οι Φαρισαίοι οργίζονταν εναντίον του Χριστού, γιατί τους ξεσκέπαζε μπροστά στο λαό και γι' αυτό αποφάσισαν να τον εξοντώσουν για να απαλλαγούν απ' Αυτόν. Προκειμένου μάλιστα να φθάσουν στον Θεοτόκο σκοπό τους δεν δίστασαν να κάνουν τα πάντα. Οι Φαρισαίοι περιφρονούσαν τους αμαρτωλούς και θεωρούσαν τους εαυτούς τους δίκαιους.
Αυτό το βλέπουμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπου ένας Φαρισαίος ανέβη στο ναό του Θεού να προσευχηθεί όπου  ήταν και  ένας  τελώνης. Τότε  ο  Φαρισαίος  μετέτρεψε  την  προσευχή σε επαίνους για τον εαυτό του και σε κατακρίσεις κατά του τελώνη, ο οποίος δεν τολμούσε να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω αλλά χτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από το θεό να τον ελεήσει.
Οι  Φαρισαίοι  εκτός της  υποκρισίας, της κατακρίσεως  και  των  άλλων κακιών τους καλλιεργούσαν επίσης και την υπερηφάνεια, γιατί πάντοτε τα έργα τους γινόταν για το θεαθήναι τοις ανθρώποις.
Δυστυχώς  όμως  η μέθοδος αυτή των Φαρισαίων, δηλαδή η κατάκριση, η υποκρισία και η υπερηφάνεια, υπάρχει σε  κάθε εποχή  ακόμη  και  σήμερα,  και  έτσι  όλοι  μας κινδυνεύουμε  να  μολυνθούμε από το φαρισαϊκό πνεύμα της εποχής. Είναι ανάγκη να φορέσουμε, όπως λέει  ο  Απόστολος  Παύλος  την  πανοπλία του  Θεού για  να  μη  επιτρέψουμε  στο φαρισαϊκό   πνεύμα  να μας  απομακρύνει  από  το  Πνεύμα  του  Θεού,  που είναι Πνεύμα αγάπης,  φιλανθρωπίας, ταπεινοφροσύνης,  ειλικρίνειας  και  υπακοής στο θέλημα του Θεού. Ας μιμούμαστε  λοιπόν  τον  τελώνη  και  ας επικαλούμαστε το έλεος του Θεού για τη σωτήρια μας. Αμήν.

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου Οι αναβαθμοί του Τριωδίου- Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού

Οι αναβαθμοί του Τριωδίου

Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει τις πύλες της, αγαπητοί μου, η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Πρόκειται για μία πνευματική πορεία, που διέπει την ζωή της Εκκλησίας μας, μέχρι και το Σάββατο του Λαζάρου και μάς καλεί σε συνεχή εσωτερική ανάβαση, πάνω στα ίχνη της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως αυτά θαυμαστά αποκαλύπτονται στις Ευαγγελικές περικοπές της περιόδου. Σήμερα θα σταθούμε στους πνευματικούς αναβαθμούς, που καλούμαστε να ανεβούμε τις τέσσερις πρώτες Κυριακές του Τριωδίου, πριν εισέλθουμε στην μοναδική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η σημασία του Τριωδίου είναι ιδιαίτερη και καθοριστική στον Εκκλησιαστικό βίο. Ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ομολογεί ότι «και μόνον η ύπαρξις του Τριωδίου αποδεικνύει την πνευματικότητα της Εκκλησίας μας, την χαρισματική αποστολή Της, τον υπερβατικό χαρακτήρα Της – ταυτόχρονα δε και τόσο ανθρώπινο – και τον εσχατολογικό ορίζοντα, τον οποίο ανοίγει ενώπιόν μας. Ο άνθρωπος που καταφέρνει να ζήσει το Τριώδιο είναι αδύνατον να μη γίνει πνευματικός άνθρωπος»1Ο πρώτος σταθμός, τον οποίο καλούμαστε να κατακτήσουμε στο Τριώδιο και κατ’ επέκτασιν στην πνευματική μας ζωή, είναι η ταπείνωση, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του τελώνη της σημερινής Ευαγγελικής διήγησης. Η υμνολογία της ημέρας μάς καλεί να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, όπως ο τελώνης,2 παραδεχόμενοι την πνευματική μας υστέρηση και αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της αμαρτωλής ζωής μας. Η στάση αυτή, ενώ συνιστά ενέργεια αδυναμίας και ατολμίας, κατά την κοσμική αντίληψη, εντούτοις είναι κίνηση βαθιάς εσωτερικής δύναμης, την οποία ο άνθρωπος ενεργοποιεί για ν’ αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο αντίπαλό του, τον κακό εαυτό του. Γι’ αυτό και η ταπείνωση ελκύει την χάρη του Θεού, σε αντιδιαστολή με την φαρισαϊκή έπαρση και αυτοδικαίωση, η οποία προβάλλεται ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο δεύτερος σταθμός, του Τριωδίου, την επόμενη Κυριακή του Ασώτου, είναι ημετάνοια. Ο μικρός γιος της παραβολής κάνει την επανάστασή του. Αποσυνδέεται από την πατρική σκέπη και, έχοντας στη διάθεσή του τον πλούτο που τού αναλογεί, κατρακυλά στο βάραθρο της αμαρτίας και της ασωτίας. Και τότε νιώθει εσωτερικό συγκλονισμό από την στέρηση της πατρικής αγάπης, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής και αποκαθίσταται στην πατρική οικία, χάριν της ειλικρινούς μετανοίας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο «η μετάνοια είναι το ιατρείο που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι δώρο ουράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη που νικά τις συνέπειες των νόμων. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν εμποδίζει τον μοιχό, δεν αποστρέφεται τον μέθυσο, δε σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον κακολόγο, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλά όλους τους μεταμορφώνει… Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό, αυτή μάς εισάγει στον Παράδεισο»3.Ο τρίτος σταθμός του Τριωδίου, την Κυριακή των Απόκρεω, είναι η αγάπη. Οι εικόνες του Ευαγγελίου είναι αποκαλυπτικές. Οι άνθρωποι θα βρεθούν ενώπιον του δικαίου Κριτού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Εκεί ο δικαιοκρίτης Χριστός θα κατατάξει όλους ανάλογα με το μέτρο, όχι της προσποιητής θρησκευτικότητάς τους, αλλά με την ποιότητα και ποσότητα της αγάπης τους, που επέδειξαν στην εικόνα του Θεού, τον συνάνθρωπο. «Το πιστοποιητικό της εισόδου στην σωτήρια αυλή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αγάπη. Μία αγάπη ειλικρινής, αληθινή, πραγματική, συγκεκριμένη, όχι στα λόγια, στο νου, στη φαντασία, στην αφηρημένη γενικότητα, αλλά στην πείνα, τη δίψα, τη γύμνια, τη στέρηση, τον πόνο και την αιχμαλωσία του πλησίον»4.Ο τέταρτος πνευματικός αναβαθμός του Τριωδίου, την Κυριακή της Τυρινής, είναι η νηστεία. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί συχνά παρεξηγούμε το βαθύτερο νόημά της. Την περιορίζουμε στην υλική στέρηση και αποφυγή συγκεκριμένων τροφών, νομίζοντας ότι, με τον τρόπο αυτό, κάνουμε το καθήκον μας ενώπιον του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όμως, τοποθετεί την νηστεία στην σωστή της βάση: «ο τελικός σκοπός της νηστείας είναι η κάθαρση της ψυχής. Ποιά μπορεί να είναι η ωφέλεια μιας αποχής απ’ τις υλικές τροφές, που θα την ακολουθούσε ήττα και υποδούλωση στα σαρκικά φρονήματα και πάθη;»5.Το περιεχόμενο της αληθινής νηστείας, λοιπόν, είναι καθαρά πνευματικό. Αποσκοπεί στην εσωτερική αναγέννηση του ανθρώπου, την οποία έρχεται να υποβοηθήσει η άσκηση της νηστείας, όταν αυτή γίνεται με τρόπο ταπεινό και αθόρυβο. Καλό και Ευλογημένο Τριώδιο!

Αρχιμ. Ε.Ο.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

1«Λόγοι ασκητικοί, ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα», σελ. 185-186
2«ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς». 1ο ιδιόμελο Εσπερινού Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου
3Ε.Π.Ε. 30, 240 & 286
4 π. Μωυσής Αγιορείτης, «Χριστός Χριστιανούς χαρά χαρίζει», σελ. 73
5 PG 151, 160D-161A


Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου π. Χερουβείμ Βελέντζας

 Λουκ. 18, 10-14


Δύο θέματα θίγει ο Χριστός σήμερα, Κυριακή του Τελώνου και το Φαρισαίου, με την παραβολή που μας διηγείται: τον τρόπο της προσευχής μας προς τον Θεό και τη σημασία της ταπεινώσεως. Βρέθηκαν και οι δύο στο Ναό για να προσευχηθούν, και ο μεν Φαρισαίος με εμφανή υπερηφάνεια ευχαριστούσε τον Θεό που δεν ήταν όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή σαν τον Τελώνη, αλλά αντίθετα νήστευε δυο φορές την εβδομάδα και έδινε στο Ναό τις καθορισμένες εισφορές. Από την άλλη, ο Τελώνης είχε σκύψει με το πρόσωπο στο έδαφος και προσευχόταν λέγοντας “ο Θεός, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό”. “Αλήθεια σας λέω”, κλείνει ο Χριστός την παραβολή, “αυτός εδώ ανεχώρησε δικαιωμένος από το Ναό, κι όχι ο Φαρισαίος. Γιατί αυτός που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ ο ταπεινός θα υψωθεί”.
Ίσως αναρωτηθεί κανείς “μα πώς αλλιώς έπρεπε να προσευχηθεί ο Φαρισαίος, εφόσον όντως ήταν δίκαιος και τηρούσε τις εντολές του Θεού;” -Ούτε με τόση υπερηφάνεια, ούτε με διάθεση κατακρίσεως του Τελώνη και μαζί με αυτόν όλων των άλλων ανθρώπων. Ο εγωισμός του τον οδηγεί όχι μόνο στο να θεωρεί όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους άρπαγες, αμαρτωλούς και υποδεέστερούς του, αλλά επίσης και στο να πιστεύει ότι η προσωπική του “αρετή” είναι δικό του αποκλειστικά επίτευγμα. Έτσι ουσιαστικά στην προσευχή του δεν ευχαριστεί τον Θεό, αλλά λιβανίζει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν λέει “ευχαριστώ, Θεέ μου, που με τη βοήθειά σου τηρώ πιστά τις εντολές σου, που βρίσκεσαι δίπλα μου, που με προφυλάσσεις, που μου παρέχεις πλούσια τα αγαθά σου ”, όχι, δεν λέει τίποτα από αυτά. Αντίθετα, νιώθει τόσο αυτάρκης και υπερήφανος, που και αυτή ακόμα την προσευχή την εκφυλίζει σε ένα ακόμα μέσο αυτοπροβολής, αυταρέσκειας, αυτοδικαίωσης και υποκρισίας. Γι' αυτό, και ακόμα περισσότερο επειδή κατακρίνει και αφορίζει τον πλησίον του, ο Θεός όχι μόνο δεν άκουσε την προσευχή του, αλλά τον χρέωσε με την μεγαλύτερη από τις αμαρτίες, αυτή του εγωισμού και της υπερηφάνειας.
Ο Τελώνης αντίθετα, προσεύχεται με ταπείνωση. Ζητά με συντριβή καρδίας από τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει παρά την αμαρτωλότητά του και να του παράσχει την θεϊκή Του βοήθεια. Έχει συναίσθηση των πράξεών του, γνωρίζει ότι δεν είναι τέλειος και γι αυτό η προσευχή του γίνεται ένας αγώνας για να κερδηθεί ο χαμένος δρόμος, και για να έλθει ο Θεός βοηθός στις ατέλειες. Η θέρμη της προσευχής του, το αίσθημα αυτογνωσίας, η αυτοκατάκριση, η ταπείνωση και η συντριβή που επιδεικνύει, καταφέρνουν να ελκύσουν τη συγγνώμη του Θεού, την αγάπη Του, την κραταιά Του προστασία, και έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν τη ζωή του Τελώνη, οδηγώντας τον μέσα από την μετάνοια στην πραγματική δικαίωση ενώπιον του Θεού.
Το μήνυμα για τον καθένα από εμάς είναι παραπάνω από σαφές. Η προσευχή μας προς τον Θεό, είτε είναι ευχαριστία για τις ευεργεσίες και τις δωρεές Του προς εμάς είτε είναι ικεσία και παράκληση για συγχώρεση, για αναπλήρωση των προσωπικών μας αδυναμιών ή ακόμα για οποιοδήποτε αίτημά μας, προκειμένου να εισακουστεί από τον Θεό οφείλει να είναι απαλλαγμένη από τον εγωισμό και από την κατάκριση των συνανθρώπων μας. Η προσευχή χωρίς ταπείνωση καλύτερα να μη γίνεται, γιατί στο τέλος όχι μόνο δεν μας ωφελεί, αλλά μας ζημιώνει πνευματικά.
Αλλά και η ζωή μας ολόκληρη, όταν στερείται ταπεινοφροσύνης, όσο κι αν προσπαθούμε να την κάνουμε να φαίνεται σύμφωνη με τις εντολές του Θεού ή έστω με τους ηθικούς κώδικες που θεωρούμε σωστούς, το μόνο που καταφέρνει είναι να μας κάνει σαν τον Φαρισαίο, όμορφους εξωτερικά αλλά κενούς εσωτερικά. Γιατί αν θεωρήσουμε, όπως εκείνος, τους εαυτούς μας τέλειους, τότε μοιραία θα κατακρίνουμε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, θα τους βάλουμε απέναντί μας ως ανεπαρκείς και αμαρτωλούς. Και μέσα από μια τέτοια στάση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να καλλιεργηθεί η συμπόνοια, η συγγνώμη, η αγάπη. Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του τέλειο καταλήγει ουσιαστικά μόνος, εγκλωβισμένος στο Εγώ του, και πάντως μακριά από την αγάπη και την κοινωνία με τον Θεό και με τον πλησίον.
Μέσα από τη σημερινή παραβολή ο Χριστός θέλει να μας διδάξει τη σημασία της ταπείνωσης για τη ζωή μας. Ζούμε σε μια εποχή που όλο και πιο συχνά οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται ως απάνθρωπες και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ως ψυχρές, ανούσιες, ανιαρές. Όσο στις καρδιές μας πρυτανεύει ο εγωισμός, οι σχέσεις μας και οι ζωές μας θα γίνονται όλο και πιο απάνθρωπες. Αντίθετα η ταπείνωση ως έκφραση αγάπης, γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα, έχει τη δύναμη να ζεστάνει και να μαλακώσει τις καρδιές μας, να μας φέρει πιο κοντά τόσο με τους συνανθρώπους μας όσο και στην προσωπική μας λύτρωση. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι μέσα από την άκρα Ταπείνωση του Θεού, που συνέστειλε την θεότητά Του και καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος και να θανατωθεί από αμαρτωλούς ανθρώπους, συντελέστηκε το έργο της Αναστάσεως και της λύτρωσής μας.




Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2010/01/24-1-2010.html#ixzz1lMamFM1s

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...