Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

Παγανιστική παρερμηνεία του Συνοδικού της Ορθοδοξίας


Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ 

Ἀναθεμάτων

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»

ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι, ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά…
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη: «ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα», μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.


Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων

Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς εἰδωλολατρικῆς δύσεως;
Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός, ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου» De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest quod non dicatur ab aliquo philosophorum»

Ἀστοχίες τοῦ Πλάτωνος

Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε συγκεκριμένα ἀρχίζουμε ἀπὸ φιλόσοφο ποὺ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὑγιέστερων ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσοφοῦντες, τὸν Πλάτωνα δηλαδή. Ὅπως λοιπόν μας λέει γιὰ αὐτὸν ὁ Hittinger (Apologie…, τόμ. Β´, σελ. 71) κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν ἰδέα περὶ δημιουργίας, ἢ τουλάχιστον δὲν μιλοῦσε γιὰ αὐτὴν κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ συγκεκριμένο. Σὲ ἐπιβεβαίωση δὲ τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ὁ Brandis (Ἱστορία τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς Φιλοσοφίας τόμ. ΙΙ, σελ. 36) ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια περὶ ἀπολύτου δημιουργίας (δηλαδὴ ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ χωρὶς προϋπάρχουσας ὕλης δημιουργία τοῦ κόσμου) παρέμεινε ἄγνωστη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ἀρχαιότητα.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Πλάτωνας παρουσιάζεται παραλογιζόμενος καὶ ἀνάξια πρὸς τὸν ἑαυτό του φερόμενος εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ καχεκτικὰ καὶ ἀσθενῆ βρέφη θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται ἔκθετα, ἐκεῖ ποὺ συνιστᾷ οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές, ὅπως καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐπιδοκιμάζει νὰ ἀποκαλεῖται βάρβαρος κάθε ξένος καὶ μὴ Ἕλληνας, προχωρώντας μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὁρίζει ἰδιαίτερη τάξη πολιτῶν στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειοψηφία τους καὶ τοὺς ὁποίους καταδικάζει σὲ ἰσόβια καὶ ἀπεριόριστη δουλεία. Καὶ μὲ λίγα λόγια ἡ ἠθικὴ καὶ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος εἶναι κατ᾿ οὐσία ἀριστοκρατικὰ (δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ δημοκρατία), ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ταλαντούχους τοῦ πνεύματος καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦν κτῆμα ὅλης της ἀνθρωπότητας ἀλλὰ μερίδας της μόνον.

Γενικοὶ χαρακτηρισμοὶ γιὰ τοὺς φιλοσόφους

Ἂς συνεχίσουμε ἀκολουθώντας τοῦ Κικέρωνα τοῦ ὁποίου τὴν δυσμενῆ κρίση προαναφέραμε καὶ τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι τόσο ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιότητάς του ὡς μεγάλου ρήτορος, ἀλλὰ λόγω τοῦ γεγονότος πὼς ἐπιδόθηκε ὅσο λίγοι σὲ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἔτσι ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἐνημερωμένος γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς κινήσεις τῆς ἀρχαιότητας, ὅσο λίγοι. Τὰ συγγράμματα τοῦ παρέχουν πλήρη περίληψη ὅλων τῶν συστημάτων τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ ἐμφανίζονται πλούσια σὲ πολυμάθεια. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἔκθεση τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, παρατηρεῖ γεμάτος ἀπογοήτευση: «Ἕνας Θεὸς μόνο, μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θεωρίες εἶναι ἡ ἀληθινή, εἶναι δὲ δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ἔστω καὶ τὴν πιθανότερη μόνο, ἀπὸ αὐτές» «Harum sententiarum quae vera est, Deus aliquis viderit, quae verisimilis, manga quaestio est» (Qu. Tuscul. I, 11, 23)
Ἀλλοῦ πάλι ὅταν ἐκθέτει τὶς περὶ θεῶν διάφορες φιλοσοφικὲς θεωρίες παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: « Ἰδοὺ τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ θέμα τῶν θεῶν, ὄχι ὅτι θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξή τους ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ κρίνετε ποιὸ σκοτάδι καὶ ποιὲς δυσκολίες καλύπτουν τὸ θέμα αὐτό» «Haec fere dicere habui de natura deorum, non ut eam tollerem, sed ut intelligeretis quam esse obscrura et quam difficilis explicates haberet» (De natura Deor. III 39. Πρβλ. αὐτόθ. I 13 καὶ III 40 καὶ I 6)
Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς βάσει τῶν κρίσεων τοῦ Κικέρωνος ὅτι ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν φιλοσόφων κατάληξαν σὲ τόσο πενιχρὸ καὶ ἀντιφατικὸ ἀποτέλεσμα, καὶ τόσο καταπληκτικὰ παράλογο, ὥστε κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου του Κικέρωνα ἀποτελοῦν «ὄνειρα παραληρούντων μᾶλλον παρὰ γνῶμες φιλοσόφων» «Exposui fer non philisiphorum jidicia, sed delirantium somnia» De natura Deor. I 16.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε ὁμολογίες σειρᾶς ὁλόκληρης παλαιῶν φιλοσόφων ποὺ παραπονοῦνται ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ἄλλοι δὲ ρητὰ ἀποφαίνονται ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀκατάληπτο. Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων διατινόμενος ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν γνώρισε τὴν ἀλήθεια, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσει αὐτὴ εἴτε περὶ τοῦ Θεοῦ εἴτε περὶ τοῦ παντός. Καὶ ἐὰν ποτὲ κάποιος κατέληγε στὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ τὴν εἶχε καὶ πραγματικὰ γνωρίσει, γιατὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ γνώριζε δὲν θὰ ἦταν παρὰ προσωπικὴ γνώμη καὶ πιθανότητα, ὄχι ὅμως καὶ βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας. Ὁ Παρμενίδης πάλι ἐκδηλώνεται μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη ἀπογοήτευση ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὴν γέννηση τῶν ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα θλιβερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἔρχονται αὐτοὶ στὴν ὕπαρξη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὸν ζυγὸ σκληροῦ πεπρωμένου νὰ παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα λέει ὅτι οἱ θνητοὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς κουφοὺς καὶ τοὺς τυφλούς. Εἶναι γένος ἀμαθῶν καὶ ἀφρόνων. Ὁ Ἠράκλειτος ἐβεβαίωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται διανοίας καὶ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει νοῦ. Ἀπέναντι δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν ἕνας τυχαῖος πίθηκος. Τέλος ὁ Ἀναξαγόρας διακήρυττε ὅτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν αἰσθήσεών μας ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰτία τῶν ὄντων.

Πλῆθος φιλοσοφημάτων ἀλληλοαναιρούμενων

Ἐνῷ λοιπὸν ἀνεμπόδιστα μεταδιδόταν μεταξὺ τῶν φιλόσοφων τὸ φρόνημα ὅτι ἡ κατάκτηση τῆς ἀλήθειας μέσῳ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο, φαίνεται νὰ ἰσχύει ὡς κυρίαρχος νόμος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Hegel ὅτι: «ἡ μονομανία τῆς ἐλεύθερης σκέψεως εἶναι νὰ δημιουργεῖ πάντοτε ὁ ἕνας κάτι ἀνοητότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο». Ὑλισμὸς περισσότερο ἢ λιγότερο παχυλὸς ἐπικρατεῖ πρὸς στιγμή, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀπὸ κάποια μορφὴ φυσιοκρατικοῦ ἢ πνευματοκρατικοῦ Πανθεϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του θὰ δώσει τὴν θέση του στὸν Ἀγνωστικισμὸ ἢ σὲ διάφορες μορφὲς ἄκρατης Πνευματοκρατίας ἢ τοῦ λεγόμενου Ὑπαρξισμοῦ ἢ τῆς Ἐξελιξιαρχίας καὶ τοῦ Μονισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ποικιλόμορφης Ἀρνήσεως ποὺ σύγχυση μᾶλλον καὶ σκοτισμὸ παρὰ φῶς φέρνουν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Βλέποντας τὴν ἀντίφαση καὶ τὴν ἀντίθεση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων μεταξύ τους, τὴν διαρκῆ ἀπόρριψη καὶ ἐμφάνιση νέων, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ καθολικὸς φιλόσοφος νοῦς τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀόρατος Κρόνος ἄπληστος καὶ ἀχόρταγος καταβροχθίζει τὸ ἕνα μετὰ τοῦ ἀλλοῦ τὰ ἴδια τὰ παιδιά του. Καὶ ὅπως λέει ὁ Hittenger κανένα ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐμφανίστηκαν μὲ διάφορες μορφές, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὑλισμὸ εἴτε γιὰ τὸν Πανθεϊσμὸ εἴτε γιὰ τὴν Ἀρνητικὴ κριτικὴ καὶ τὴν Ἀμφιβολία, δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρώσει τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὸν κόσμο ἡ ἐξαφάνιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ἀρνεῖται κανεὶς ὅτι οἱ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοι ἀνέβηκαν σὲ ἀλήθειες λιγότερο ἢ περισσότερο ὑψηλές. Ἀλλὰ ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν ἐγκατεσπαρμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς συγγραφὲς καὶ τὶς φιλοσοφκὲς θεωρίες τους, ἦταν ἀρκετὰ συχνὰ ἀνακατεμένες μὲ ζοφερὲς πλάνες μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς θὰ πετύχαινε τὸ κατόρθωμα νὰ ξεδιαλύνει καὶ νὰ μαζέψει τὶς τόσο σκορπισμένες αὐτὲς ἀκτῖνες τὶς ἀλήθειας καὶ ἀφοῦ τὶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκουριὰ τοῦ ψεύδους νὰ τὶς ταιριάξει σὲ ἥλιο φωτεινό, ἀπαραίτητο γιὰ καρποφόρα καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν ἀντιτίθεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς, ἁπλὰ διατυπώνει καὶ αὐτὴ τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς ὅπως πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴν τὶς διατύπωσαν ὁ Κικέρωνας, ὁ Ξενοφάνης, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Ἀναξαγόρας καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τὶς καὶ μεγάλοι Πατέρες, εἶχαν βαθιὰ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα σπούδασε στὶς σχολὲς τὶς Ἀθήνας κάθε διδασκόμενη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιστήμη. Ὁ ἴδιος δὲ συμβουλεύει τὰ πνευματικὰ τοῦ παιδιὰ νὰ μελετᾶνε τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων τοὺς φροντίζοντας βέβαια ὅπως οἱ μέλισσες νὰ παίρνουν ὅτι χρήσιμο καὶ ἀληθὲς καὶ νὰ πετᾶνε ὅτι ἄχρηστο ψευδὲς καὶ ἐπιβλαβές.
Αὐτά, ὡς εἰσαγωγικά.
Σὲ ὅτι ἀφορᾷ τώρα τὰ ἀναθέματα καὶ τὰ τρὶς ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς γιὰ ὅποιον τὰ διάβασε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρεται στοὺς Ἕλληνες (γένος) ἀλλὰ στοὺς ἐθνικοὺς πολυθεϊστὲς εἰδωλολάτρες (θρησκεία). Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς εἶναι μία μετάφραση τῶν κείμενων, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἕλληνας»

ΕΛΛΗΝΑΣ. Ὅσοι ξέρουν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱστορία, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γλώσσας, γνωρίζουν ὅτι οἱ πολλὲς λέξεις μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἐξελίσσονται. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι σχετικὴ μὲ τὴν προφορὰ καὶ τὴν γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χρήση καὶ τὴν σημασία τῆς λέξης καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα διαφόρων πολιτιστικῶν ἐπιδράσεων.
Μία ἀπὸ τὶς λέξεις μὲ ἀξιοσημείωτη μακρὰ καὶ μεταβαλλόμενη πορεία εἶναι ἡ λέξη Ἕλλην. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἑτοιμολογία τῆς τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό. Ἁπλὰ θὰ σημειώσω ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἔχει ἀλλάξει καὶ ἀπὸ δηλωτικὴ μίας ἐθνότητας γίνεται συνώνυμη μὲ τὴν ἔννοια πολυθεϊστὴς καὶ εἰδωλολάτρης ἀρχικά, καὶ στὴν συνέχεια δηλώνει τὸν μὴ Χριστιανὸ γενικά. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ λαμβάνουμε πάντα ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία μία λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ τὴν ἔννοια ποὺ προσδίδεται τότε σ᾿ αὐτήν. Ἡ φράση π.χ. κατὰ Ἑλλήνων, ἂν εἰπωθεῖ σήμερα στρέφεται ἐναντίον μας ὡς ἔθνους ἐνῷ ἂν λέγεται κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια στρέφεται ἐναντίων τῶν μὴ Χριστιανῶν δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»

ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι, ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά…
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη: «ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα», μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.
Ερμηνεία αποσπάσματος του Συνοδικού

Επτά αναθέματα κατά των “ΕΛΛΗΝΩΝ” από το Τριώδιον τα οποία περιέχονται στο «Συνοδικό της Αγίας Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας» και τα οποία αναγιγνώσκονται και σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας, παρατίθενται και εξηγούνται στη συνέχεια:

Κείμενο
Εξήγηση
Επί τοις φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενάργειαν της τρισυποστάτου θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστή γάρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει προστριβομένοις. Μή ομολογούσι δε κατά τας αγίας θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος ανάθεμα τρις.
Το κείμενο αυτό ξεκάθαρα αναφέρεται σε όσους πιστεύουν πώς οι ενέργειες και η δύναμη του Θεού καθώς και η ουσία του είναι κτιστά και ουσιαστικά μέρος του κόσμου και όχι η δημιουργική και τελική αιτία του η οποία βρίσκεται έξω απ’ τον κόσμο. Εναντίον αυτών καταφέρεται το παραπάνω απόσπασμα. Και αντιπαραβάλλει την ειδωλολατρική και γενικά τη μη Χριστιανική μυθολογία και θεολογία για να καταστήσει την διαφορά ακόμη ευκρινέστερη.
Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταίς δόξαις αυτών ταίς ματαίαις επομένοις, και, και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε ετέρους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως ανάθεμα τρις.Αυτό πάλι είναι υπέρ των Χριστιανών. Γιατί φανερώνει ότι η Εκκλησία δεν αντιτίθεται στην μελέτη των αρχαίων σοφών αλλά στο να πιστεύουμε ότι όλα όσα είπαν είναι αληθή και αλάνθαστα. Και καλώς κάνει την διευκρίνιση αυτή και το ίδιο πίστευαν και οι αρχαίοι.
Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, εφ’ εαυτών και την καθ’ ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ανάθεμα τρις.Μερικές παθολογικές Πλατωνικές ιδέες αναφέραμε ήδη. Εδώ παρουσιάζονται μερικές ακόμη. Όπως βλέπεις το κείμενο κάνει σαφή διάκριση και δεν κατηγορεί τον Πλάτωνα ούτε το σύνολο του έργου του αλλά διευκρινίζει ότι διαφωνεί με κάποιες από τις ιδέες του που είναι εσφαλμένες, όπως π.χ. «το αυθυπόστατό της ύλης».
Τοις δεχομένοις και παραδίδουσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως η αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την βασιλείαν των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και δια πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η βασιλεία αΐδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ανάθεμα τρις.Εδώ πάλι φαίνεται για άλλη μία φορά ότι η Εκκλησία με τα κείμενα αυτά δεν επιτίθεται εναντίων κανενός αλλά απλά οριοθετεί την πίστη της. Λέει λοιπόν ότι η Ελληνική διδασκαλία περί προΰπαρξης των ψυχών είναι εσφαλμένη, συνεχίζει όμως λέγοντας εξ ίσου εσφαλμένη είναι και η διδασκαλία περί καταργήσεως της κόλασης.
Ας προσέξουμε ότι η τελευταία αυτή διδασκαλία δεν είναι Αρχαιοελληνική, αφού οι Έλληνες δεν πίστευαν σε κόλαση. Άρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τα οποία έχουν παρεξηγήσει και παραποιήσει την διδασκαλία της.
Επομένως καταλαβαίνουμε ότι δεν μεροληπτεί έναντι καμίας φυλής και παραδόσεως. Μένει όμως άγρυπνη και οποιαδήποτε πλαστογράφηση και διαστροφή του πιστεύω της την καταγγέλλει χωρίς να έχει πρόβλημα, από ποιόν χώρο προέρχεται η πλαστογράφηση αυτή.
Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ανάθεμα τρις.Τά των Ελλήνων δυσσεβή δόγματα.. Νομίζω ότι καταλαβαίνουμε όλοι το νόημα της φράσεως αυτής. Δηλώνει ότι η Εκκλησία με την Άγια αντίληψη που έχει για τον Θεό δεν μπορεί να συμβιβαστεί με χαμηλές περί θείου δοξασίες με τις οποίες είναι γεμάτες οι πολυθεϊστικές μυθολογίες μεταξύ των οποίων και η Ελληνική. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι η Εκκλησία η πρώτη οπού εκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολύ πριν απ’ την ίδρυσή της ο ΠΛΑΤΩΝ έλεγξε κάθε πάτρια ιδέα περί θεού και έδειξε το άτοπο αυτής. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν».
Ο Πλάτωνας όμως δεν ήταν ο μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τέ θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοιςι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τέ και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Άπ.,11)! Τούς θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ. Υποστήριζε μάλιστα πώς όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πώς οι θεοί πεθαίνουν!
Τέλος ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Υποστήριζε πώς ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδραση στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοις την μωράν των έξωθεν (στο σημείο αυτό οι Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ελλήνων») φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμούσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ανάθεμα τρις.Εδώ πάλι δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος Έλληνας αλλά προστίθεται εκ των υστέρων! Ας είμαστε σοβαροί. Στο κάτω κάτω το κείμενο αναφέρεται στην μετεμψύχωση και σε όσους αρνούνται την ανάσταση. Αν τώρα αυτοί είναι Έλληνες, Ινδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστές και δεν ξέρω ‘γώ τι άλλο, δεν έχει σημασία.
Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ανάθεμα τρις.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Εφόσον το ανάθεμα σημαίνει αποκοπή και αποβολή από το σώμα της Εκκλησίας, η επιβολή του σαν ποινή έχει νόημα μόνο εφ’ όσον εφαρμόζεται σε μέλη της Εκκλησίας. Δεν έχει νόημα να αναθεματιστεί κάποιος Μουσουλμάνος, Εβραίος ή Δωδεκαθεϊστής αφού δεν είναι μέλη της Εκκλησίας, από τι θα αποκοπούνε από κάτι από το οποίο δεν ήταν ποτέ συνδεδεμένοι; Όχι φυσικά.
Επομένως με τα παραπάνω δείξαμε ότι το ανάθεμα αναφέρεται σε όσους είναι ήδη Χριστιανοί και νοθεύουν την πίστη τους με δοξασίες ξένες προς την πίστη τους όπως ειδωλολατρικές ή οι αιρετικές. ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
  
Ένα τροπάριο
Ναούς ειδώλων (στο σημείο αυτό οι Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= ελληνικούς») καθείλετε αθλούντες, και εαυτούς της Τριάδος θείους ναούς εδομήσασθε, αθλοφόροι κυρίου αγγέλων συνόμιλοι.
Για άλλη μία φορά ο όρος «Ελληνικός» προστίθεται από έξω. Όπως είναι εμφανές όμως, στόχος του υμνογράφου δεν είναι να δείξει την αντίθεση με τον Ελληνισμό (αν υπήρχε αυτή) αλλά με τα είδωλα. Μπορούσε κάλλιστα να πει «Ναούς Ελλήνων..» Και οι δυο λέξεις έχουν ίδιο αριθμό συλλαβών και τονίζονται στην παραλήγουσα. Έτσι δεν θα χαλούσε το μέτρο ούτε το μουσικό μέλος. Γιατί λοιπόν λέει ειδώλων και όχι Ελλήνων, αν αυτό υπονοούσε;
Ένας μακαρισμός
Οι καλάμω του Σταυρού, εκ του βυθού της αγνωσίας τους λαούς αναγαγόντες Απόστολοι, την των Ελλήνων πλάνην απεμειώσατε από της γης, απλανείς σωτήρες γενόμενοι των πιστών, αληθώς όθεν μακαρίζεσθε.
Ποια είναι αυτή η πλάνη των Ελλήνων; Μπορεί να είναι η διάθεσή τους και η δίψα τους για την αλήθεια; Όχι, γιατί και οι Πατέρες μελέτησαν και έγιναν κοινωνοί αυτής της αναζήτησης. Μήπως είναι οι επιστήμες τους; Μάλλον όχι γιατί όπως είπα και πριν οι Βυζαντινοί, θεματοφύλακες της επιστήμης αυτής ήταν. Άλλωστε σε αυτούς χρωστάμε την διάσωση των αρχαίων χειρογράφων και με τον τρόπο αυτό την ιστορική μας συνείδηση. Αν δεν υπήρχαν οι Βυζαντινοί αντιγραφείς, σήμερα το όνομα του Πλάτωνα και του Σωκράτη, του Περικλή και του Θουκυδίδη αν δεν είχε εξαφανιστεί θα σωζόταν μέσα σε μυθολογική ομίχλη. Επομένως το απόσπασμα αναφέρεται στην περί θεού αντίληψη των αρχαίων η οποία ήταν όντως πλανεμένη.
Από τα παραπάνω είναι προφανής ο δόλος των Νεοπαγανιστών, η διαστρέβλωση των νοημάτων που επιχειρούν, αλλά και η αμάθεια όσων κακόπιστα εμπιστεύονται τις συκοφαντίες τους.
ΠΗΓΗ.ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ-Ο.Ο.Δ.Ε

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ



            Όποιος δεν έχει βαθιές θεολογικές γνώσεις, αλλά παραμένει στις στοιχειώδεις ιστορικές αντιλήψεις, υπάρχει ο κίνδυνος  να παρασυρθεί από την άποψη ότι το κίνημα των εικονομάχων την εποχή του Βυζαντίου κατά τον Ζ ΄αι. μ. .Χ., αποτελούσε μια προσπάθεια που αποσκοπούσε στην αναμόρφωση της εκκλησιαστικής ζωής. Θα μπορούσε δηλ. να ονομάσει τους εικονομάχους αναμορφωτές και ριζοσπάστες.
            Η αντίληψη αυτή δεν είναι σωστή, γιατί η εικονομαχία μπορεί βέβαια να ξεκίνησε με την πρόφαση  της προόδου και στη σωστότερη ευσέβεια, αλλά η ιστορία της αποδεικνύει ότι, απόκτησε άλλες διαστάσεις αν αξιολογηθεί με πνευματικά κριτήρια.
            Αν κρίνουμε το κίνημα αυτό με αυστηρά πνευματικά κριτήρια, η εικονομαχία είναι ένα κίνημα βαθιά συντηρητικό. Πρόκειται για μια έκφραση του ανθρώπου που  δυσκολεύεται να κατανοήσει και να αποδεχθεί ελεύθερα  το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου του Θεού.
            Στην Π .Διαθήκη εικόνες και παραστάσεις ήταν απαγορευμένες για να προφυλαχθεί ο λαός από τον κίνδυνο της ειδωλολατρίας. Επίσης με την απαγόρευση των εικόνων προφυλάσσεται η αίσθηση της υπερβατικότητας του Θεού. Το βιβλίο της Γένεσης είναι γεμάτο από ανθρωπομορφικές  συμβάσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων που γίνονται αντιληπτές με τη γλώσσα των εικόνων. Συνεπώς οι ι. συγγραφείς δεν απορρίπτουν την εικόνα, αλλά διατηρούν μια επιφύλαξη στη χρήση της, επειδή γνωρίζουν την τάση που έχει ο λαός να στρέφεται προς τον πειρασμό της ειδωλολατρίας .Μ’ άλλα λόγια η απαγόρευση των εικόνων στην Π.Δ. έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, όπως και άλλα στοιχεία της Παλαιάς Οικονομίας.
            Σε τελική ανάλυση η βαθύτερη ιδέα της Π. Δ.  είναι ότι ο άνθρωπος πλασμένος κατ΄ εικόνα Θεού, όχι όμως ενός Θεού που είναι εξιδανικευμένη εικόνα του ανθρώπου,  ενός Θεού απόλυτα  υπερβατικού, που απαγορεύεται να φτιάξη κανείς την εικόνα Του.  Μόνο ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να αποτελεί τη ζωντανή εικόνα του Θεού στη γη.
            Όταν όμως έρχεται  ο Χριστός στον κόσμο αυτές οι απόψεις της Π. Δ. αλλάζουν. Ο άκτιστος Θεός προσλαμβάνει την κτιστή φύση, για να τη θεώσει και να την αφθαρτοποιήσει. Ο Θεός έρχεται πολύ κοντά στον άνθρωπο για να γίνει ο άνθρωπος κατά χάριν Θεός. Ο υπερβατικός      Θεός χωρίς να χάσει την υπερβατικότητα του, γίνεται ο Εμμανουήλ. Στο πρόσωπο του Χριστού φανερώνεται η ενότητα του Θεού  και του ανθρώπου. Ενώ ο άνθρωπος είναι μία ατελής εικόνα του Θεού, ο Χριστός είναι το απαύγασμα της δόξας και μοναδική εικόνα του αόρατου Θεού. Έτσι στο πρόσωπο του Χριστού  αποκαλύπτεται ο Θεός. « ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα».
                        Ως συνέπεια όλων αυτών η Εκκλησία χρησιμοποίησε από την αρχή τις εικόνες. Στην αρχή σαν σύμβολα και αλληγορία για να φτάσει αργότερα στην ανάπτυξη και καθιέρωση της ιεράς τέχνης της αγιογραφίας- εικονογραφίας που αποτελεί ένα τρόπο αισθητοποίησης της χριστιανικής αλήθειας, των δογμάτων της.
            Οι εικόνες δεν αποτελούν για τον ορθόδοξο πιστό στοιχεία ειδωλολατρίας, όπως μας κακολογούν οι προτεστάντες, αλλά είναι ομολογία πίστεως, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος.
            Η ύλη δεν απορρίπτεται, αλλά χρησιμοποιείται για να εκφράσει  με αισθητό τρόπο τα γεγονότα της ιεράς ιστορίας. Λ.χ. ο χριστιανικός Ναός είναι ο νέος κόσμος εν Χριστώ. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό, αν ο Ναός δεν ήταν ιστορημένος. Παντού βλέπει κανείς ιερά πρόσωπα και ιερά γεγονότα. Η Εκκλησία πήρε την τέχνη και την έκανε διάκονο του μυστηρίου της σωτηρίας.
            Αφού λοιπόν το ανθρώπινο πρόσωπο αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα εξεικόνησης του Θεού, η εκκλησιαστική εικόνα που αποσκοπεί να δείξει το ανεπανάληπτο γεγονός του ανθρώπινου προσώπου, είναι η μόνη που μπορεί να επιχειρήσει το παράδοξο της εξεικόνησης του Θεού. Όσοι δεν γνωρίζουν τη θεολογία της Εκκλησίας σκανδαλίζονται σ’ αυτό το σημείο και τους καθιστά εικονομάχους.
            Ποτέ οι εικονομάχοι και οι άλλοι αιρετικοί δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τη θέση της εικόνας στη ζωή της Εκκλησίας και τη Θ. Λατρεία. Εκτός της παρεξήγησης του νοήματος της εικόνας τους σκανδάλιζε πάντα και η λατρευτική χρήση της.
            Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον άγ. Ι. Δαμασκηνό, τον υπερασπιστή των αγίων εικόνων που έλεγε: « ου προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ τον της ύλης δημιουργό, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον, και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον τη ύλη δι’ ης η σωτηρία μου είργασται».
            Η ορθόδοξη βυζαντινή εικόνα αναπαριστά με υλικά μέσα το κτιστό όπως εισέρχεται στη δόξα του ακτίστου. Έχει δηλ. χαρακτήρα εσχατολογικό. Η τέχνη της αγιογραφίας μας αποκαλύπτει από του νυν την αλήθεια  των προσώπων και των γεγονότων, όπως θα λάμψει στα έσχατα.
            Μ’ αυτά που είπαμε κατανοούμε φαντάζομαι τώρα γιατί ο θρίαμβος των εικόνων γιορτάζεται σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η αναστήλωση των αγίων εικόνων δεν σημαίνει δικαίωση των υπερβολών των αφελών εικονόφιλων, αλλά στάση της ορθόδοξης εικόνας στη θέση που δικαιούται στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής.

π.γ.στ.

Η προσκύνηση των Αγίων Εικόνων. (Κυριακή της Ορθοδοξίας)



 
      Η περικοπή που θα ακούσουμε από το ευαγγέλιο του Ιωάννη, είναι μία από τις περικοπές εκείνες, που φανερώνεται ότι ο Ιησούς «δεν είχε ανάγκη κάποιον να Του δώσει πληροφορίες για τους ανθρώπους, διότι ο Ίδιος γνώριζε τί υπάρχει μέσα στους ανθρώπους» (Ιωάν. 2.25). Αυτός είναι και ο λόγος που η περικοπή είναι τόσο προσφιλής σε μένα, όπως ενδεχομένως και σε σας. Τα λόγια που ο Ιησούς απευθύνει, ως απάντηση, στην ερώτηση του Ναθαναήλ- «από πού με ξέρεις;»- είναι μια επιβεβαίωση της βαθύτερης πεποίθησής μας ότι έχουμε γνωσθεί από το Χριστό πριν εμείς Τον γνωρίσουμε. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, πιο πολύ ενδιαφέρεται Εκείνος για τις ζωές μας, παρά εμείς για Εκείνον.
     Τοποθετημένο στην αρχή του ευαγγελίου του Ιωάννη, το περιστατικό της σημερινής περικοπής, μαζί με την αναγνώριση του Ιησού από τον Ιωάννη το Βαπτιστή, την κλήση και ονομα­τοθεσία του Σίμωνα Πέτρου και το θαύμα στο Γάμο της Κανά, χρησιμεύουν ως μια δεύτερη μη θεολογική εισαγωγή συνολικά του τετάρτου Ευαγγελίου: ο Ιωάννης θέλει να γνωρίζουμε ότι με το Χριστό κάτι καινούργιο εισήλθε στον κόσμο, ένα πρόσωπο ικανό να μιλήσει με εξουσία Θεού στον άνθρωπο και να τον αλλάξει. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το θαύμα στο γάμο της Κανά δεν προτυπώνει καθεαυτό το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αλλά αποτελεί ένα σχόλιο στην κλήση των μαθητών, ένα σχόλιο στην αλλαγή που έλαβε χώρα μέσα τους, καθώς άρχισαν να απεκδύονται τον παλαιό άνθρωπο και να ενδύονται το νέο, μεταμορφούμενοι εσωτερικά κατ’ εικόνα του Χριστού, του Διδασκάλου και Καθοδηγητή τους.
      Στο σημερινό ευαγγέλιο, ο Ιησούς τονίζει την πηγή της εξουσίας και της δύναμής Του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δει «μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά» που είδε την ημέρα εκείνη, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον Εαυτό Του, αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους, ενώ ο Θεός έστεκε στην κορυφή της κλίμακας και μίλαγε κατά πρόσωπο στον Προφήτη. Ο Χριστός πρώτα χρησιμοποιεί την εικόνα αυτή και στη συνέχεια λέει πως ο Θεός μιλά κατά πρόσωπο μαζί Του και πως τα λόγια Του βασίζονται στα λόγια του Πατέρα· «Αυτά που κηρύττω εγώ, τα κηρύττω έτσι όπως μου τα έχει πει ο πατέρας» (Ιωάν. 12,50).
      Όμως υπάρχει μία διαφορά μεταξύ του οράματος του Ιακώβ και όσων ο Χριστός υπόσχεται στο Ναθαναήλ ότι θα δει. Στη Γένεση, η κλίμακα είναι που ενώνει τον ουρανό με τη γη· στο Ευαγγέλιο, οι άγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν «πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Και για μας η διαφορά αυτή είναι πολύ σημαντική.
      Από την απαρχή του κόσμου ως την πρώτη έλευση του Χριστού, μόνος ο Θεός, ως Δημιουργός, συνδιαλεγόταν με τον κόσμο. Ο κόσμος ήταν δικός Του και η παρουσία Του ήταν εναργής εντός του κόσμου· διαφύλαττε το λαό του Ισραήλ, έδινε φώτιση στους προφήτες, παρείχε σοφία και αντίληψη στους βασιλείς. Όμως, με την ενσάρκωση του Χριστού ο Θεός έπαψε να ενεργεί μόνο ως Δημιουργός και άρχισε να είναι παρών και ως δημιούργημα. Παίρνοντας ανθρώπινη σάρκα. άρχισε να δρα εντός του κόσμου που ο Ίδιος δημιούργησε. Κι από τη στιγμή της ενσάρκωσης, όλη η Κτίση άρχισε να έχει μια διαφορετική σχέση με το Θεό: έγινε «Θεο-φόρος». Ενώ στην αρχή ο Θεός εμφανίζεται «να ντύνεται ως ιμάτιο το φως» -δηλ. τις άκτιστες ενέργειες­- (Ψαλμ. 103. 2), όταν έρχεται το πλήρωμα των ημερών, ενδύεται σάρκα, γίνεται άνθρωπος, κενώνει Εαυτόν, ώστε να μπορέσει τελικά να πληρώσει καθετί εκ των έσω.
      Και αυτός είναι τελικά ο λόγος που μπορούμε σήμερα να γιορτάζουμε την προσκύνηση των εικόνων: κάθε εικόνα του Χριστού ή των αγίων Του, όσο ανακριβής κι αν είναι, είναι μια αντανάκλαση της ενσάρκωσής Του, είναι ένα σκαλοπάτι -έστω προσωρινό- προς την κατεύθυνση του Τέλους, προς την κατεύθυνση του «τα πάντα και εν πάσι» υπάρχοντος Θεού, προς την κατεύθυνση της άνω Ιερουσαλήμ, της πόλης που φεγγοβολά εκ των έσω. Οι άγιες εικόνες φεγγοβολούν κι αυτές -αμυδρά έστω στα μάτια μας- με το φως του Θεού, θυμίζοντάς μας Εκείνον που είναι, το «φως του κόσμου», η ζωή και το φως του ανθρώπου, ο Υιός του Θεού που έγινε Υιός του ανθρώπου και που «εντός του κατοικεί σωματικά όλη η θεότητα» (Κολοσ. 2.9).
      Μακάρι να κατορθώσουμε να αντιληφθούμε μέσα μας αυτό που η προσκύνηση των εικόνων φανερώνει: ο Θεός έγινε άνθρωπος προκειμένου να μοιραστεί μαζί με τον άνθρωπο την αιώνια ζωή Του· έγινε άνθρωπος διότι μας γνωρίζει και μας αγαπά· λαχταρά να δει τους αγγέλους της δόξας Του να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν «πάνω σε μας». όπως και «πάνω στον Υιό του ανθρώπου», πάνω στον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.

(Επισκ. Βασίλειος Όσμπορν, «Φως Χριστού», εκδ. Εν πλω, σ. 89-94)

Για τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη



 
    Περίπου ένα μίλι από τον άγιο Ιορδάνη τον ποταμό υπάρχει μια λαύρα, του αγίου αββά Γερασίμου ονομαζόμενη. Όταν επισκεφτήκαμε αυτήν τη λαύρα, μας διηγήθηκαν οι εκεί ευρισκόμενοι πατέρες για τον άγιο τούτο ότι, όταν περπατούσε κάποτε στις όχθες του αγίου Ιορδάνη, τον συνάντησε ένα λιοντάρι ουρλιάζοντας πολύ δυνατά από τον πόνο του ποδιού του. Γιατί είχε μπηχτεί μια καλαμένια ακίδα κι απ’ αυτό διογκώθηκε το πόδι του και γέμισε πύο. Μόλις λοιπόν το λιοντάρι είδε το γέροντα, ήρθε κοντά του και του επιδείκνυε το πληγωμένο πόδι από την μπηγμένη σ’ αυτό ακίδα, κλαίγοντας κατά κάποιο τρόπο και παρακαλώντας να το θεραπεύσει. Καθώς λοιπόν το είδε ο γέροντας σε τέτοια χάλια, κάθισε και έπιασε το πόδι του, το έσκισε, έβγαλε το καλάμι μαζί με πολλά υγρά, καθάρισε καλά το τραύμα, έδεσε το πόδι του μ’ ένα πανί και τότε το άφησε να φύγει. Και το λιοντάρι, όταν θεραπεύτηκε, δεν άφησε πια το γέροντα, αλλά τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής οπουδήποτε πήγαινε, ώστε να θαυμάζει ο γέροντας την τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου.  Από τότε λοιπόν το έτρεφε ο γέροντας με ψωμί και βρεγμένα όσπρια.
Είχε τότε η λαύρα ένα γάιδαρο ο οποίος κουβαλούσε νερό για τις ανάγκες των γερόντων, επειδή πίνουν από τον άγιο Ιορδάνη. Απέχει δε ο ποταμός από τη λαύρα ένα μίλι. Είχαν λοιπόν τη συνήθεια οι πατέρες να δίνουν το γάιδαρο στό λιοντάρι, για να τον βόσκει στις όχθες του αγίου  Ιορδάνη. Μια μέρα λοιπόν ο γάιδαρος, καθώς τον έβοσκε το λιοντάρι, απομακρύνθηκε λίγο απ’ αυτό. Και να κάποιοι καμηλιέρηδες που έρχονταν από την Αραβία, οι οποίοι βρήκαν το γάιδαρο, τον πήραν και τον πήγαν στα μέρη τους. Τότε το λιοντάρι, έχοντας χάσει το γάιδαρο, ήρθε στη λαύρα πολύ σκυθρωπό και κατσουφιασμένο και πήγε στον αββά Γεράσιμο. Νόμιζε λοιπόν ο αββάς ότι το λιοντάρι έφαγε το γάιδαρο και του λέει: «Πού είναι ο γάιδαρος;» Αυτό τότε, σαν άνθρωπος, έστεκε σιωπηλό και γνέφοντας κάτω. Του λέει ο γέροντας: «Τον έφαγες; Ευλογητός Κύριος. Ό,τι έκανε ο γάιδαρος, από δω και στο εξής εσύ θα το κάνεις». Από τότε λοιπόν το λιοντάρι, κατά διαταγή του γέροντα, κουβαλούσε τα κοφίνια με τέσσερις στάμνες μέσα κι έφερνε το νερό.
Ήρθε λοιπόν κάποτε ένας στρατιώτης να πάρει την ευχή του γέροντα και, βλέποντας το λιοντάρι να κουβαλά το νερό και μαθαίνοντας την αιτία, το σπλαχνίστηκε. Κι έβγαλε τρία νομίσματα και τα έδωσε στους γέροντες, για να αγοράσουν γάιδαρο για τη μεταφορά του νερού και να ελευθερώσουν το λιοντάρι απ’ αυτήν την υπηρεσία. Λίγο καιρό λοιπόν μετά την απελευθέρωση του λιονταριού ο καμηλιέρης που είχε πάρει το γάιδαρο ξαναήρθε στην αγία πόλη να πουλήσει στάρι, έχοντας το γάιδαρο μαζί του. Κι όταν πέρασε τον άγιο Ιορδάνη, κατά τύχη συνάντησε το λιοντάρι. Και μόλις το είδε, άφησε τις καμήλες και έφυγε. Το λιοντάρι τότε. επειδή γνώρισε το γάιδαρο, έτρεξε προς αυτόν και δαγκώνοντας το καπίστρι του με το στόμα, όπως συνήθιζε, έσυρε αυτόν και τις τρεις καμήλες και γεμάτο χαρά και φωνάζοντας συνάμα, επειδή βρήκε το γάιδαρο που έχασε, ήρθε κοντά στο γέροντα. Τότε κατάλαβε ο γέροντας ότι συκοφαντήθηκε το λιοντάρι. Και ονόμασε το λιοντάρι Ιορδάνη. Έκανε λοιπόν με το γέροντα το λιοντάρι πέντε χρόνια στη λαύρα όντας παντοτινά αχώριστο απ’ αυτόν.
Όταν λοιπόν αποδήμησε προς Κύριον ο αββάς Γεράσιμος και θάφτηκε από τους πατέρες, κατ’ οικονομία Θεού δεν έτυχε το λιοντάρι στη λαύρα. Και μετά από λίγο καιρό ήρθε το λιοντάρι και ζητούσε το γέροντα. Τότε ο μαθητής του γέροντα και ο αββάς Σαββάτιος το είδαν και του λένε: «Ιορδάνη, ό γέροντας μας  άφησε ορφανούς και αποδήμησε προς Κύριον, αλλά έλα, φάε». Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει, αλλά συνέχεια στριφογυρνούσε εδώ κι εκεί τα μάτια του, για να δει το γέροντά του, ουρλιάζοντας δυνατά και μη υποφέροντας την απουσία του. Και ο αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι πατέρες, όταν το είδαν, έτριβαν την πλάτη του και του έλεγαν: «Έφυγε ο γέροντας προς Κύριον και μας άφησε» και δεν μπορούσαν να το σταματήσουν από τις κραυγές και από τους οδυρμούς με το να λένε αυτά. Αλλ’ όσο νόμιζαν ότι με τα λόγια το παρηγορούν και του αλλάζουν τη διάθεση, τόσο κι αυτό συνέχιζε να ουρλιάζει και επαύξανε το θρήνο με κραυγές δυνατότερες κι έδειχνε με τις φωνές και το πρόσωπο και τα μάτια τη λύπη που είχε, γιατί δεν έβλεπε το γέροντα. Τότε του λέει ο αββάς Σαββάτιος: «Έλα μαζί μου, μια και δεν μας πιστεύεις». Και το πήρε και το πήγε εκεί όπου τον είχαν θάψει. Απείχε δε από την εκκλησία περίπου μισό μίλι. Και στάθηκε ο αββάς Σαββάτιος πάνω από τον τάφο του αββά Γερασίμου και λέει στο λιοντάρι: «Να ο γέροντάς μας». Και έκλινε τα γόνατά του ο αββάς Σαββάτιος. Μόλις λοιπόν είδε το λιοντάρι πως έβαλε μετάνοιες, πέθανε στη στιγμή πάνω στον τάφο του γέροντα χτυπώντας το κεφάλι του δυνατά στη γη και ουρλιάζοντας.
Αυτό έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε ψυχή λογική, αλλά επειδή ο Θεός θέλει να δοξάσει όσους Τον δοξάζουν όχι μόνο στη ζωή τους, αλλά και μετά θάνατον και να δείξει ποιά υποταγή είχαν τα θηρία στον Αδάμ, πριν αυτός παρακούσει την εντολή και ξεπέσει από την παραδείσια απόλαυση.

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Η Ορθοδοξία δεν είναι εθνική ιδεολογία – Κυριακή της Ορθοδοξίας




π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
1. Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα (Ιωάν. 1, 44-52)
Τώ καιρώ εκείνω, ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν· και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Ην δε ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου. Ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· όν έγραψε Μωϋσής εν τώ νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ. Και είπεν αυτώ Ναθαναήλ· εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτώ Φίλιππος· έρχου και ίδε. Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ ερχόμενον προς αυτόν και λέγει περί αυτού· ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι. Λέγει αυτώ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε. Απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· ραββί, σύ εί ο υιός του Θεού, σύ εί ο βασιλεύς του Ισραήλ. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· ότι είπόν σοι, είδόν σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει. Και λέγει αυτώ· αμήν αμήν λέγω υμίν, απ  άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου.

  1. Νεοελληνική απόδοση
Την έπομένη ο Ιησούς θέλησε να μεταβεί στη Γαλιλαία. Βρίσκει λοιπόν εκεί το Φίλιππο. Και του λέει: “Ακο­λούθησε με”. Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Πηγαίνει κατό­πιν ο Φίλιππος και βρίσκει το Ναθαναήλ, και του λέει: “Αυτόν, για τον όποιο γράφει ο Μωυσης στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε! Είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιω­σήφ, από τη Ναζαρέτ!”. του είπε τότε ο Ναθαναήλ: “Είναι ποτέ δυνατό να βγει από τη Ναζαρέτ καλό;”. του λέει ο Φίλιππος: “Έλα να δεις”. Είδε ο Ιησούς το Ναθαναήλ να πηγαίνει προς το μέρος του και είπε γι’ αυτόν: “Να, ένας πραγματικά Ισραηλίτης, στον όποιο δεν υπάρχει δόλος”. του είπε ο Ναθαναήλ: “Από πού με ξέρεις;”. του αποκρί­θηκε ο Ιησούς: “Σε είδα, που λίγο πριν σε φωνάξει ο Φί­λιππος, καθόσουν κάτω από τη συκιά”. Απάντησε ο Ναθα­ναήλ και είπε: “Δάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού. Έσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ”. του άποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: “Μόνο που σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις σ’ εμένα; θα δεις πολύ μεγαλύτερα από αυτό”. Και πρόσθεσε: “Σου λέγω την αλήθεια, από τώρα και στο έξης θα βλέπετε τον ουρανό να ανοίγει και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν γύρω από τον Υιό του Ανθρώπου”.

  1. Θεολογική και κοινωνική προσέγγιση
α) Η σημερινή πρώτη Κυριακή των νηστειών έχει χαρακτηρισθεί ώς Κυριακή της Όρθοδοξίας. Ο αγώνας της άσκησης, της μετάνοιας, της προσευχής και της νη­στείας δεν μπορεί να τελεσφορήσει, αν δε στηρίζεται στην ορθή πίστη. Η Όρθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής έχει το προνόμιο να διασώζει την αλήθεια της πίστεως για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Και η αλήθεια αυτη δεν ταυτίζεται με κάποια ιδεολογία, αλλά αποτελεί εμπειρία άγιοπνευματικής ζωής. Οι προφήτες, οι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες βίωσαν την παρουσία του Θεού και έν συνεχεία την περιγράψουν στα θεόπνευστα κείμενα τους.
β) Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας (Ιωάν. 1, 44-52) αναφέρεται στη μοναδική έμπειρία δύο μαθητών να γνωρίσουν από κοντά το Σωτήρα Χριστό. Ο Ναθανα­ήλ στην αρχή αμφισβητεί δσα του αναφέρει ο Φίλιππος για το πρόσωπο του Χριστού, αφού ύπάρχει η αντίληψη ότι από τη Ναζαρέτ δεν μπορεί να προέλθει κάτι καλό. Ο Φίλιππος άδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, γι’ αυτό και επιστρατεύει το πιο πειστικό επιχείρημα: «Έρχου και ίδε». Έλα και δες μόνος σου. Η σύντομη συνομι­λία του Χριστού με το Ναθαναήλ τον έντυπωσιάζει και αυθόρμητα ομολογεί: «Διδάσκαλε έσύ είσαι ο Υιός του Θεού, έσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Ο Σταυρωμένος βασιλιάς!
γ) Έκτοτε, στα ιερά κείμενα φαίνεται καθαρά ότι κεντρικό πρόσωπο και σημείο αναφοράς της Εκκλησίας είναι ο Σωτήρας Χριστός. Δευτερευόντως, κεντρικό πρό­σωπο γίνεται εκείνο που στέκεται «εις τύπον Χριστού», μιμείται τον Χριστό και αίρει το μεγαλύτερο βάρος του σταυρού της ευθύνης, της διακονίας και της θυσίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μία, αγία, καθολική και α­ποστολική Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα είναι και Εκκλη­σία των Πατέρων. Διότι οι άγιοι Πατέρες σε Συνόδους σήκωσαν το σημαντικότερο βάρος της ευθύνης και διέ­σωσαν την ορθή πίστη για τον Χριστό. Και δίδαξαν απλανώς ότι, σ’ Αυτόν συνυπάρχουν το κτιστό και το ακτιστό, το όρατό και το αόρατο, το παθητό και το απα­θές, το περιγραπτό και το απερίγραπτο.
δ) Ο εικονισμός του προσώπου του Χριστού στηρίζε­ται στα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης Του και στο γε­γονός της σαρκώσεως. Γι’ αυτό και στην Παλαιά Διαθή­κη δεν ήταν συνηθισμένη η χρήση εικόνων. Όμως, ο Θε­ός έγινε άνθρωπος και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, «έθαυματούργησε, έπαθε, εσταυρώθη, ανέστη, ανελήφθη … και ωράθη ύπό των ανθρώπων» κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό. Όποτε, όλα αυτά τα γεγονότα μπορούν να ι­στορούνται και να απεικονίζονται. Η ιστόρηση αυτή έχει παιδαγωγικό και αναγωγικό χαρακτήρα και συμβάλ­λει στη γνωριμία με το πρόσωπο τού Χριστού.
ε) Η σάρκωσή Του, ο σταυρός και η ανάστασή του έ­χουν οικουμενικές διαστάσεις και έγιναν για όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ώς τον τελευταίο που θα γεν­νηθεί από γυναίκα. Οπότε, και η Εκκλησία είναι οικου­μενική και εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κό­σμου». Ο άσκητικός και ήσυχαστικός χαρακτήρας της πνευματικής ζωής δεν αναιρεί τον έκκλησιολογικό και οικουμενικό της χαρακτήρα, αλλά τον προϋποθέτει. Με κέντρο της πνευματικής ζωής την Ευχαριστία, οι χρι­στιανοί δεν ενώνονται για να διεγείρουν το μίσος τους εναντίον κάποιων «άλλων», άλλά για να ανανεώσουν την πίστη τους στον Χριστό και την αγάπη τους προς τους «άλλους». Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να έχουν θέση τα «ορθόδοξα τόξα», που υπηρετούν άλλους σκοπούς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μάλλον τοξεύεται και η δύναμή της «εν ασθενεία τελειούται» (Β’ Κορ. 12, 9).
στ) Ο περιορισμός τού προσώπου του Χριστού στο ε­πίπεδο των εθνοτήτων αποτελεί μεγάλη έκπτωση, διδά­σκει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ. Με τον τρόπο αυτόν ανοίγει ο δρόμος προς το μίσος ανάμε­σα στα έθνη, προς την έχθρα των κοινωνικών ομάδων. Γράφει: «Δεν γνωρίζω Χριστό Έλληνα, Ρώσο, Άγγλο, Άραβα, ο Χριστός είναι για μένα το πάν, το ύπερκόσμιο είναι». Όποιος μιμείται τον Χριστό, σημαίνει ότι πάσχει για να θεραπευτεί και να σωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η άσκητική ζωή πλατύνει τη συνείδηση του χριστια­νού και επιτρέπει να κατανοηθεί η ψυχολογία των άλ­λων ανθρώπων. Όταν μάθουμε να ζούμε με ένα πρόσω­πο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια άλλα που του μοιάζουν. Έτσι σταδιακά εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για δλη την ανθρωπότητα. Με τη μετάνοιά μας δε ζούμε μό­νο το άτομικό μας δράμα· ζούμε μέσα στον ίδιο τον εαυ­τό μας την τραγωδία όλου του κόσμου.
ζ) Έτσι βρίσκει νόημα και η ορθόδοξη ιεραποστολή. Οι ανιδιοτελείς ιεραπόστολοι, που μεταφέρουν την αλή­θεια της ορθόδοξης ευαγγελικής πίστης σε όλα τα μέρη του κόσμου δε στηρίζονται στην κοσμική δύναμη, αλλά στη δύναμη της σταυρικής αγάπης. Εκεί η Εκκλησία προσλαμβάνει τα πράγματα του κόσμου, τα αγιάζει, τα άποκαθαίρει και δημιουργεί αυθεντικές χριστιανικές κοινότητες. Και ίσως από εκεί να προέλθει η αναγέννηση της χριστιανικής ζωής, που συμβατικοποιήθηκε στη δική μας κοινωνία. “Ισως οι χριστιανοί του Τρίτου Κό­σμου ζήσουν πιο άδολα την πίστη στον Χριστό, χωρίς να τη μετατρέψουν σε εθνική ιδεολογία, και σε λίγα χρόνια να μας καλέσουν λέγοντας: «Έρχεσθε και ίδετε ότι χρη­στός ο Κύριος».

Πηγή: Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Καλλιακμάνης, «Μαθητεύοντας στο Ευαγγέλιο της Κυριακής», Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 135-139.

Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας


            Η πρώτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία μας την ημέρα αυτή πέτυχε έναν από τους πιο μεγάλους θριάμβους της: κατατρόπωσε οριστικά τους αιρετικούς εικονομάχους.
            Οι Πατέρες της Ζ΄ Οικ. Συνόδου αποφάσισαν ν’ αναστηλώσουν τις άγιες εικόνες  στις Εκκλησίες μας. Τα εγκαίνια της αναστήλωσης έγιναν στις 29 Μαρτίου του 867 μ. Χ. από τον πατριάρχη στο Ναό της Αγίας Σοφίας ΚΠόλεως.
            Δικαιολογημένα λοιπόν η Εκκλησία γιορτάζει με λαμπρότητα την αναστήλωση των αγίων εικόνων. Δεν πρόκειται για ένα απλό θέμα, αλλά για ένα γεγονός που καθορίζει την πνευματική στάση της Εκκλησίας.
            Οι εικόνες δεν είναι μόνο ό, τι φαίνονται, δηλ. ξύλα, χρώματα και ψηφίδες. Είναι το Ευαγγέλιο συνεχώς ανοιχτό που μπορούν να το διαβάζουν αγράμματοι και εγγράμματοι. Τα ειδωλολατρικά αγάλματα επειδή  είναι ψεύτικα χωρίς πρόσωπο δεν έχουν αιώνιο αντίκρισμα. Γι’ αυτό και κάθε εικόνα είναι ο αισθητός χώρος που επενεργεί το Πνεύμα το Άγιο. Πρόκειται  για σχέση Θεού- ανθρώπου- κτίσης. 
            Με τέτοια συνείδηση αγιογραφούσαν οι βυζαντινοί αγιογράφοι. Η βυζαντινή εικονογραφία δεν έχει καμία σχέση με την κοσμική ζωγραφική. Γιατί αυτή εκφράζει το φυσικό, ενώ η αγιογραφία το υπερφυσικό, το τέλειο, τη θέωση, που είναι πέρα από τα αισθητά πράγματα.
            Βέβαια όποιος δεν διαθέτει πνευματικές προϋποθέσεις δεν μπορεί να κατανοήσει τον μυστικό κόσμο των ιερών εικόνων, γι’ αυτό και τις κατηγορούν ως άτεχνες και αφύσικες. Δεν είναι « όμορφες». Για να κατανοήσουμε τις άγιες εικόνες  πρέπει να κάνουμε ό, τι έκαναν και οι σωστοί αγιογράφοι: άσκηση, νηστεία , προσευχή, κάθαρση. Τότε μόνο μπορεί να μας αποκαλυφθεί ο υπερκόσμιος κόσμο ς και ο χαρακτήρας της βυζαντινής τέχνης.
            Και κάτι πιο σπουδαιότερο: Η αναστήλωση των αγίων εικόνων έγινε. Υπάρχει όμως και μια άλλη εικόνα η οποία δεν έχει αναστηλωθεί, αλλά βρίσκεται πεταμένη στη λάσπη. Πρόκειται για τη δική μας εικόνα. Είμαστε εικόνες που μας έπλασε ο Θεός « κατ’ εικόνα» δική Του , για να γίνουμε « καθ’ ομοίωση» σαν τη δυική Του εικόνα.
            Δυστυχώς εμείς ζούμε με τέτοιο τρόπο που εξαχρειώνουμε καθημερινά την εικόνα μας.
            Αλήθεια, εμείς αυτή  την εικόνα πότε θα την αναστηλώσουμε;          

π.γ.στ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Ορθοδοξίας)- Ιω.1, 44-52 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ π. Γερασιμάγγελος Στανίτσας



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
            Σήμερα είναι η Κυριακή της ορθοδοξίας.
            Τι νόημα και σημασία μπορεί να έχει μια τέτοια Κυριακή στην εποχή της εκκοσμίκευσης που ζούμε, της εξορίας του Θεού, σε μια εποχή που οι άνθρωποι κατευθύνονται από τα ένστικτα, τη δύναμη της ανάγκης  παρά  από τη βούληση του Θεού;
Κι’ όμως έχει και νόημα και σημασία.
            Γιατί μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να ζει εκκοσμικευμένα, μπορεί να μην έχει καμία ή μικρή ανάμνηση της υπερβατικής αναφοράς του, όμως η ψυχολογική και θρησκειολογική ανάλυση των ημερών μας φανερώνει το εξής: Πολλές από τις συμπεριφορές της εκκοσμικευμένης Δύσης υπακούνε σε παλιές θρησκευτικές συνήθειες. Δηλ. και ο δυτικός εξευρωπαϊσμένος άνθρωπος ζει σε μια σταθερή αναφορά προς τον χαμένο παράδεισο και τούτο γιατί τα βασικό κίνητρο της δράσης του ανθρώπου είναι η πνευματική του αποκατάσταση.
            Αυτή η θεμελιώδης ροπή προς τον παράδεισο  παθιάζει τον άνθρωπο ή τον εμπνέει, όπως δείχνει η καθημερινότητα, πως οι νοσταλγοί των οιονδήποτε παραδείσων γίνονται δημιουργοί μεγάλων έργων του πνεύματος, αλλά και σφαγείς. Αλήθεια, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι και ζώα δεν έχασαν τη ζωή τους στα θυσιαστήρια  των ειδωλολατρών και των θρησκειών; Αλλά και πόσα εκατομμύρια υπάρξεων δεν έχασαν τη ζωή τους από τη μάχαιρα των ιδεολόγων οραματιστών επίγειων παραδείσων;
            Στην εποχή μας η ιδέα της προόδου και μάλιστα η ιδέα της άνευ ηθικής οικονομικής προόδου μετατράπηκε σε αιμοδιψή θεότητα, που θέλει αιματηρές θυσίες και πολλά θύματα.
            Ας μη νομίσει κανείς πως παραπονιόμαστε επειδή η ιδέα  της προόδου είναι αθεϊστική, ανορθόδοξη και αντιχριστιανική. Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Το θέμα είναι πως περνώντας μέσα από τις θρησκευτικές δομές της συνείδησης η ιδέα της προόδου σήμερα έχει καταντήσει απάνθρωπη. Γι’ αυτό και κάποιοι ολοένα και μιλάνε για κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο που πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ή για κάποια ποιότητα ζωής που πρέπει να ψάξουμε.
            Το πρώτο είναι: πρόοδος με ανθρώπινο πρόσωπο.
            Αν έτσι έχουν τα πράγματα η σημερινή γιορτή της ορθοδοξίας αποκτά μεγάλη σημασία. Μας ανεβάζει εκεί που μπορούμε να δούμε τις ψηλές πνευματικές κορυφές του παρελθόντος, για να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία.
Βέβαια άλλο είναι να μιλάς για την Κυριακή της Ορθοδοξίας και άλλο να ζεις την εκκλησιαστική σύναξη. Συνεπώς όσα θα ακολουθήσουν ας θεωρηθούν ως ένας μικρός πρόλογος της σημερινής μεγάλης εορτής.
            Ο πρώτο πράγμα που βλέπουμε σ’ αυτή την ευαγγελική  εικόνα είναι ότι οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Υιό του Θεού. Ο Ναθαναήλ του λέγει: « συ ει ο Υιός του Θεού», ενώ νωρίτερα ο Φίλιππος  είχε βεβαιώσει τον Ναθαναήλ : « ον έγραψε Μωσής εν τω Νόμω και οι προφήται ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ».
            Εδώ πρόκειται για αποκάλυψη του πυρήνα  της ορθοδοξίας δηλ. της Εκκλησίας, του Χριστιανισμού. Πρόκειται για τη συνύπαρξη στο πρόσωπο του Χριστού της θείας και ανθρώπινης φύσεως. Στο πρόσωπο του Χριστού διακηρύσσει η Εκκλησία την ένωση θείου και ανθρώπινου, κτιστού και ακτίστου, αδιαιρέτως, ασυγχύτως, ατρέπτως και αχωρίστως. Γι’ αυτό η παρουσία του Χριστού είχε λυτρωτικές  συνέπειες για τους ανθρώπους. Διότι ένας Χριστός που θα φαινόταν άνθρωπος χωρίς να είναι δεν μας ενδιαφέρει καθόλου. Η ανθρωπότητα βασανίστηκε και βασανίζεται από θεούς που παριστάνουν τους ανθρώπους και από ανθρώπους που παριστάνουν τους θεούς, ιδιαίτερα οι δεύτεροι.
            Η Εκκλησία ζει με την αίσθηση, ότι ακούει πάντα από το στόμα του Χριστού: « εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονται θεοί έτεροι πλην εμού». Έτσι απορρίπτεται κάθε  ψευτοθεός και ψευτομεσσίας που θέλει να κυριαρχήσει στη ζωή των ανθρώπων. Μπορεί οι άνθρωποι να μην ανακατεύονται στην κοινή θνητή ζωή τους και να την αφήνουν στα χέρια των ψευτοθεών, ο Θεός όμως ανακατεύεται, και αυτό το βλέπουμε στο σημερινό ευαγγέλιο και τις εικόνες.
            Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο όχι για να επιβάλλει εξουσιαστικά τη σωτηρία, αλλά για να αγκαλιάσει τα  ανθρώπινα Γι’ αυτό και η ορθοδοξία εκφράζεται στο μυστήριο της Θ. Λειτουργίας.
            Η ορθοδοξία μπορεί να μοιάζει με τις θρησκείες σε πολλά σημεία, όμως διαφέρει ριζικά και ουσιαστικά στην αποδοχή του Χριστού ως Υιού του Θεού και υιού του ανθρώπου, ως Θεανθρώπου. Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται και η τιμητική χρήση και προσκύνηση των αγίων εικόνων. Εφόσον ο Υιός του Θεού έγινε και υιός του ανθρώπου μπορούμε νάχουμε και την εικόνα Του. Ανεικονικός χριστιανισμός , άσαρκος Χριστός και άσαρκος Χριστός ίσον πράγμα αδιάφορο. « Ο Λόγος  σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Εδώ βρίσκεται η θεμελίωση της τιμητικής προσκύνησης των αγίων εικόνων.
            Ας μη νομίσει κανείς, ότι πρόκειται για άλλοθι φυγής από τον κόσμο και τα προβλήματα του ή ενός απαράδεκτου συμβιβασμού με την αδικία, τη φθορά και τον θάνατο. Κάθε άλλο. Τη σημερινή ευαγγελική εικόνα  της ορθοδοξίας τη συνθέτει η κίνηση του ηγέτη και των αποστόλων μέσα στους καθημερινούς δρόμους των καθημερινών προβλημάτων  και καταστάσεων. Η κινητικότητα του Χριστού και των αποστόλων είναι σύμβολο αναγέννησης των ανθρώπων. Οι άνθρωποι ακολουθούν την πορεία τους. Θα είναι πορεία φόβου και τρόμου; Πορεία του μυθικού Συσσίφου, ανάβαση και συνεχής επιστροφή στην αφετηρία; Ή μήπως θα είναι ζωή του μυθικού Προμηθέα; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο Χριστός παρεμβαίνει στην πορεία των ανθρώπων  και την καθιστά πορεία εξόδου από κάθε στασιμότητα και ανελευθερία, φθορά και διαφθορά.
            Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φιλίππου και του Ναθαναήλ .Ο Χριστός τους βρίσκει σε κατάσταση προφητικής αναμονής του Μεσσία. Και λέμε προφητική, γιατί οι προφήτες έκαναν το εξής: αφού διαπίστωναν τη κατάσταση έδειχναν τα  αδιέξοδα κάθε εποχής λέγοντας: Προσέξτε, γιατί θάρθει καιρός που ο Θεός θα παρέμβει δυναμικά στον κόσμο, για να επικρατήσει ελευθερία, αγάπη και δικαιοσύνη. Συνεπώς όλοι ν’ αναλάβετε τις ευθύνες σας. « Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Σ’ αυτή την προφητική  εγρήγορση βρήκε ο Χριστός τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ. Παρενέβη και άνοιξε δρόμους καινούργιας ζωής.
            Σ’ όλα αυτά μένει ακόμη ένα στοιχείο της ορθόδοξης εικόνας στο σημερινό ευαγγέλιο.
            Η παρέμβαση του Χριστού της Εκκλησίας στη ζωή των δύο ανθρώπων δεν σημαίνει στάση στα δεδομένα. Αντίθετα έδωσε το σύνθημα καινούργιας εκκίνησης της πορείας προς ένα καλύτερο αύριο. Τους είπε ο Χριστός: « μείζων τούτων όψει». Η έννοια των λόγων αυτών είναι καταφανής. Δεν υπάρχει περίπτωση στασιμότητας. Ο Ναθαναήλ είπε: « βλέποντας αυτά πίστεψες;» Καλά έκανε. Υπάρχουν όμως και άλλα πολλά που πρέπει να γίνουν για να ζήσεις. Και ο Ναθαναήλ σαν να βλέπει τα πράγματα της ζωής διαφορετικά. Αναθεωρεί τις αστοχίες του. Τέμνει την καθημερινότητα και γράφει την ιστορία του ξανά από την αρχή χάρη στην ικανότητα του να     αναγεννάται εν Χριστώ.   
            Η υπόθεση της εικόνας της ορθοδοξίας πάει βαθύτερα. Καθώς βλέπουμε τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ, τους αποστόλους της ορθοδοξίας να προσεγγίζουν τον Ιησού μέσω του συνανθρώπου και της αγάπης, συζητάνε, προβληματίζονται, αμφιβάλλουν, ενεργούν, θέτουν ερωτήματα, κινούνται από την πίστη εξ ακοής στην πίστη εξ επαφής.
            Αυτή η αδελφική συνέργεια είναι η προϋπόθεση εισαγωγής και παραμονής του στο χώρο της ορθοδοξίας. Όχι ο ατομικός ευσεβισμός τους- να σώσει εμένα ο Θεός-αλλά η ορθόδοξη κοινωνικότητα τους- να πορευτούμε ο καθένας και όλοι μαζί ως σώμα προς μια καινούργια ζωή. Διότι το να σωθώ εγώ μόνο και μετά βλέπουμε για τους άλλους και τα άλλα, κατά το « κοίτα την ψυχή σου και μη σε νοιάζει τι γίνεται παρακάτω» ,συνιστά μεν ευσέβεια, αλλά μη ορθόδοξη συμπεριφορά δε. Έτσι εξηγείται γιατί οι σχέσεις με τους ευσεβιστές υπήρχαν πάντοτε προβληματικές.
            Ο χριστιανός, αν είναι σωστός, πορεύεται ως πολύτιμο και μοναδικό μέλος του σώματος της ανθρωπότητας και όχι ως άτομο. Γεννιέται ως άτομο και καλείται να υπερβεί την ατομικότητα του, να την ανεβάσει με αγάπη. Να βρει ο κάθε Φίλιππος τον κάθε Ναθαναήλ και μαζί να πορευτούν στον καινούργιο κόσμο της βασιλείας του Θεού. Και στο ερώτημα πως μπορεί να συμβεί αυτό, ως πρώτη απάντηση μπορεί να δοθεί ο σημερινός ευαγγελικός λόγος: « έρχου και ίδε». Έλα να δεις τι είναι η αληθινή εκκλησιαστική ζωή,
            Άξιον παρατηρήσεως είναι, ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ δεν είναι έντιμοι ή ανέντιμοι, καθαροί ή μη καθαροί. Δεν ανήκουν σε κάποια διακεκριμένη κατηγορία. Δεν είναι ελίτ. Είναι απλοί άνθρωποι. Δεν πιστευτούν ότι είναι αφ’ εαυτού τους αγαθοί, αλλά πιστεύουν, ότι μπορούν να γίνουν καλύτεροι, ενσυνείδητοι, οχήματα, αποδέκτες, της θείας χάριτος. Γι’ αυτό αναζητούν όχι την κάθαρση, αλλά «ον έγραψε Μωσής εν τω Νόμω και οι προφήτες. Ιησούν, τον Υιόν Ιωσήφ εκ Ναζαρέτ». Αυτόν αναζητούν, και Αυτόν βρίσκουν.
            Σήμερα γιορτάζουμε την γιορτή της Ορθοδοξίας ανεβασμένοι στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας μ. Χ. Έτσι προ του αγνώστου που πρόκειται να έλθει πορευόμαστε κάτω από το φως του ευαγγελίου του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όχι τρομαγμένοι, αλλά αισιόδοξοι και δημιουργικοί. Αφού κάθε στιγμή της ζωής μας είναι ένα πέρασμα. Αλλά ας είναι πέρασμα προς την Ανάσταση. Ένα προανάκρουσμα του Πάσχα που έρχεται.
Καλή Κυριακή                                                                                                                                 
π.γ.στ.

Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης


  Ο Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης γεννήθηκε στη Λυκία τον 5ο αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ταπεινούς γονείς και εκ βρέφους αφιερώθηκε στον Θεό. Σε νεαρή ηλικία ασπάσθηκε την αίρεση των Μονοφυσιτών παρασυρόμενος από τους οπαδούς του αιρετικού ψευδοπατριάρχη Θεοδοσίου, φανατικού μονοφυσίτου Αιγύπτιου μοναχού, ο οποίος κατά την απουσία του Πατριάρχη Ιουβεναλίου (422 - 458), βοηθούμενος και υπό της βασιλίσσης Ευδοκίας- προ της μεταστροφής της στα ορθόδοξα δόγματακατόρθωσε να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων και να προβεί σε ανεκδιήγητες σκληρότητες επί είκοσι μήνες (451 - 453). Ακόμη κι αυτός ο πανίερος ναός της Αναστάσεως έγινε θέατρο απερίγραπτων σκηνών και επιπλέον η ταραχή εξαπλώθηκε ανά την Παλαιστίνη.

Οι Μονοφυσίτες δεν παραδέχονται ότι στο πρόσωπο του Χριστού έχουν ενωθεί η θεία και η ανθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», αλλά ισχυρίζονται ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη φύση Του και επομένως ο Χριστός έχει μόνο μια φύση.
Γρήγορα όμως ο Όσιος Γεράσιμος κατάλαβε το λάθος του, επειδή ήταν άνθρωπος με καλή προαίρεση και ταπεινό φρόνημα. Είχε την καλή συνήθεια να επισκέπτεται και να συμβουλεύεται για πνευματικά αγιασμένους ανθρώπους. Από ένα λόγιο ασκητή που ονομαζόταν Ευθύμιος και ασκήτευε στην έρημο του Ρουβά, διδάχθηκε την αλήθεια και για τις δύο φύσεις του Χριστού, κατάλαβε το λάθος του και επέστρεψε και πάλι στην Εκκλησία.
Στη συνέχεια εκάρη το 451 μοναχός στην έρημο του Ιορδάνου, όπου ασκήθηκε στην ησυχία. Αργότερα, όταν συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοί μοναχοί, οι οποίοι ζητούσαν την φωτισμένη καθοδήγησή του, ίδρυσε κοινοβιακή μονή κοντά στην πόλη Βαϊθαγλά.
Ο Όσιος Γεράσιμος ήταν αυστηρός, αλλά μόνο στον εαυτό του. Στους άλλους ήταν ευπροσήγορος και επιεικής. Έτρωγε λίγο, όσο χρειαζόταν για να συντηρείται στη ζωή, και κοιμόταν επίσης πολύ λίγο. Μάλιστα δίδασκε ότι όποιος θέλει να ζήσει περισσότερο πρέπει να κοιμάται λιγότερο, διότι ο πολύς ύπνος κάνει το σώμα τρυφηλό και άρα ανίσχυρο στους κόπους και ευάλωτο στις ασθένειες.
Η διδασκαλία του Οσίου Γερασίμου για τον ύπνο είναι ουσιαστικά λόγος για την άσκηση. Με τον περιορισμό του ύπνου και την εγκράτεια συνηθίζει η σάρκα (το σαρκικό φρόνημα) να υποτάσσεται στο πνεύμα. Με την άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, ιδίως με την μονολόγιστη ευχή, το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με» ο νους συγκεντρώνεται στο χώρο της καρδιάς, που είναι η φυσική του θέση και αποκτά αδιάλειπτη μνήμη του Θεού.
Τόσο πολύ απέκτησε την οικείωση προς τον Θεό ο Όσιος Γεράσιμος και προστάτεψε το «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» των Αγίων, ώστε δάμασε και τα άγρια θηρία και έκανε πολλά θαύματα. Απέκτησε μάλιστα και υπηρέτη ένα όνο, για να μεταφέρει νερό, καθώς πόσιμο νερό βρισκόταν σε απόσταση. Κάποια φορά, κι ενώ το λιοντάρι κοιμόταν, έμποροι που περνούσαν έκλεψαν τον όνο. Και επειδή ο Όσιος υποπτεύθηκε ότι το λιοντάρι έφαγε τον όνο, το τιμώρησε να μεταφέρει εκείνο το νερό. Ώσπου, μια μέρα, όταν ξαναπέρασαν οι έμποροι από το ίδιο το σημείο, το λιοντάρι αναγνώρισε τον κλεμμένο όνο και τον επέστρεψε σώο στον Όσιο. Εκείνος τότε το απάλλαξε από το έργο αυτό και το άφησε να γυρίσει στο βουνό. Και όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη, το λιοντάρι ήρθε και πέθανε πάνω στον τάφο του.
Όταν στις 19 Ιανουαρίου του 473 κοιμήθηκε ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας, ο Όσιος Γεράσιμος είδε σε όραμα κατά τη στιγμή που προσευχόταν στη Λαύρα, το τέλος του Οσίου. Αυτό αναφέρεται στη διήγηση του Αγίου Κυριακού του Αναχωρητού, ο οποίος συνόδευσε τον Όσιο Γεράσιμο στην κηδεία του μεγάλου Αγίου της Εκκλησίας.
Δύο χρόνια μετά το τέλος του Οσίου Ευθυμίου, το 475 επί Πατριάρχη Ιεροσολύμων Αναστασίου Α΄ (458 - 478) ο Όσιος Γεράσιμος κοιμήθηκε με ειρήνη. Τη διαδοχή της Λαύρας ανέθεσε στους συνασκητές αυτού Στέφανο και Βασίλειο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ' Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστώ εκ νεότητος, ακολούθησας πιστώς, ζωήν την ισάγγελον, επολιτεύσω σαφώς. Γεράσιμε Όσιε. συ γαρ εν Ιορδάνου, διέλαμψας τη χώρα, θήρα καθυποτάσσεις, τη στερρά σου ασκήσει. Χριστός γαρ ον εδόξασας, λαμπρος σε εθαυμάστωσε.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Κυριακή Α' Νηστειών Ορθοδοξίας


Κυριακή Α' Νηστειών (Ορθοδοξίας)
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής η απόδοσή του στην νεοελληνική.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο Κεφ. 1, χωρία 44 έως 52

44 Τῷ καιρῷ ἐκείνω  ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου.
46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.  
50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. 51 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.



ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό θέλησε ο Ιησούς να βγει να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέγει· Ακολούθησε με. Και ήταν ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει. Βρήκαμε εκείνον πού έγραψε ο Μωυσής 
στο νόμο και οι Προφήτες, τον Ιησού το γιο του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Και ο Ναθαναήλ του είπε· Από τη Ναζαρέτ μπορεί να βγει τίποτα καλό; Του λέγει ο Φίλιππος. Έλα να δεις. Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται σε αυτόν και λέγει γι' αυτόν: Να πραγματικά Ισραηλίτης πού δεν υπάρχει μέσα του δόλος. Του λέγει ο Ναθαναήλ. 
Από που με ξέρεις; Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: Πριν να σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά, σε είδα. Αποκρίθηκε ο Ναθαναήλ και του λέγει: Διδάσκαλε, συ είσαι ο υιός του Θεού, συ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: Πιστεύεις, επειδή σου είπα πώς σε είδα κάτω από τη συκιά; Μεγαλύτερα από αυτά θα δεις. Και του λέγει. Σας βεβαιώνω πώς πολύ γρήγορα θα δείτε ανοιγμένο τον ουρανό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν κοντά στον υιό του ανθρώπου.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...