Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 05, 2012

Κυριακή του Παραλύτου ( Ιω. ε’, 1–15 ) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου του Ιωάννη Δήμου



Είναι σε όλους γνωστό ότι ο άνθρωπος αποτελείται από δύο στοιχεία, δηλαδή από το ορατό σώμα και την αόρατη ψυχή ή πνεύμα. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώνται ώστε, όταν πάσχει το ένα να συμπάσχει και το άλλο και, όταν χαίρεται το ένα να συγχαίρει και το άλλο.
Με το ανθρώπινο σώμα  χωρίς αμαρτία βέβαια, βάδισε ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος στη γη και το σώμα αυτό το ανέστησε εκ νεκρών και τελικά το δόξασε  στους ουρανούς. Αφού δε τόσο μεγάλη είναι η αποστολή του ανθρωπίνου σώματος, είναι φανερό ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή εκ μέρους του ανθρώπου, διότι πολλοί κίνδυνοι απειλούν το ανθρώπινο σώμα κατά την επίγεια πορεία του. Ο μεγαλύτερος δε και ο πλέον ύπουλος κίνδυνος προέρχεται από την αμαρτία, η οποία, από την πτώση των πρωτοπλάστων και μετά, εμφανίζεται στο σώμα ως κλίση και ροπή προς το κακό, με στόχο να υποτάξει τον άνθρωπο στις επιθυμίες της και από ναό του Αγίου Πνεύματος να τον μεταβάλει σε κατοικία του πονηρού.
Ένας υποτακτικός της αμαρτίας ήταν και ο παραλυτικός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ο οποίος κατέκειτο πλησίον της κολυμβήθρας της Βηθεσδά. Ο άνθρωπος αυτός είχε γεννηθεί υγιής και αρτιμελής, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, αλλά δεν άργησε να πέσει σε πολλές αμαρτίες. Η ζωή του ήταν σκοτεινή και ξένη προς το θέλημα του Θεού. Ο μισθός όμως που προσφέρει η αμαρτία είναι ασθένεια, θλίψη, στενοχώρια και πνευματικός θάνατος, πολλές δε φορές, γιατί όχι, και σωματικός. Έτσι συνέβη και στον παραλυτικό, ο οποίος ενώ πρώτα κινείτο και έτρεχε υγιέστατος, κατόπιν άρχισε να χάνει την υγεία του και να παραλύει. Η παραλυσία δε αυτή τον καταδίκασε σε ακινησία και τον έριξε στο άκρο της δεξαμενής της Βηθεσδά. Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια έμεινε αλυσοδεμένος με τα δεσμά της αμαρτίας και της παραλυσίας. Πολλές φορές θα θρήνησε για το κατάντημα του αυτό και συχνά θα ζητούσε από το Θεό να τον αποκαταστήσει.
Τι ακριβώς συνέβη όμως με τον παραλυτικό της σημερινής ευαγγελικής περικοπής; Πλησίον της πηγής εκείνης του ελέους περνούσε το πέλαγος της ευσπλαχνίας, ο Ιησούς Χριστός ο Οποίος σπλαχνίζεται τον άνθρωπο και τον αναζητεί ως απολωλός πρόβατο. Βλέπει τον παραλυτικό και τον ελευθερώνει από την αμαρτία και τον θεραπεύει από την παραλυσία. Συγχρόνως όμως τον προειδοποιεί να μη   αμαρτάνει ξανά για να μη του συμβεί κάτι χειρότερο στη ζωή του.
Και βέβαια κάθε εποχή έχει να παρουσιάσει ανθρώπους στην κατάσταση του παραλυτικού ή και σε παρόμοια οι οποίοι περιμένουν την ευσπλαχνία του Θεού να τους θεραπεύσει από τα ψυχικά και σωματικά τραύματα. Έτσι η θλιβερή εικόνα της Βηθεσδά υπάρχει και σήμερα ως καρπός της αμαρτίας και αποστασίας από το Θεό. Γι’ αυτό και η σύσταση του  Κυρίου « μηκέτι  αμάρτανε » ισχύει και για την σύγχρονη κοινωνία, η οποία οφείλει να μη αμαρτάνει, εάν θέλει να αποφύγει τη συμφορά. Ο Χριστός για τη σωτηρία των λογικών προβάτων έχει ιδρύσει την Εκκλησία Του και όσοι είναι γνήσια μέλη της οφείλουν να μη απομακρυνθούν απ' αυτή, διότι έξω από την Εκκλησία παραμονεύει ο θάνατος. Στην Εκκλησία υπάρχει ο Χριστός και έτσι τα λογικά πρόβατα με τα μυστήριά Της καθαρίζονται  από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος ώστε να γίνουν κληρονόμοι της Βασιλείας των ουρανών, την οποία  είθε να κληρονομήσουμε όλοι μας. Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ



 

Μὲ τὴ σημερινὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Χριστὸς μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ φέρνει τὴν ἀρρώστια καὶ ἡ ἀρρώστια τελικὰ τὸ θάνατο. Τὸ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ διαπιστώνουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.
Ὁ παραλυτικὸς λοιπὸν ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ εἶχε ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν ἀρρώστια του. Τὸ διαβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ λέγει μετὰ τὴ γιατρειά του: «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο...».Ἐτούτη δὲ τὴ στενὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, μερικοὶ δὲν τὴ δέχονται, ἐνῶ ἄλλοι τὴν χλευάζουν, ὅτι τάχατες αὐτοὶ τὰ γνωρίζουν ὅλα.Μά, ἂν καλοεξετάσουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Καὶ σὰν ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή, τότε καὶ τὸ σῶμα ὑποφέρει. Μιὰ τέτοια ὅμως κατάσταση δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Ἀπεναντίας, ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουμε τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας.
Γι᾿ αὐτό, κάθε τι ἐνάντιο καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ὑγεία μας, πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε. Παρεκτροπὲς ἐπικίνδυνες, καταχρήσεις ἄστοχες, ταλαιπωρίες ἄσκοπες, ἐκθέτουν τὸ σῶμα μας στὸν κίνδυνο τῆς ἀρρώστιας. Καὶ τελικὰ ἀρκετὲς φορές, παραδομένο στὴ φθορά, καταλήγει στὸ θάνατο. Μὰ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε μὲ τὸ σῶμα μας, αὐτὸ τὸ γήϊνο στοιχεῖο, καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸ φροντίζουμε καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε. Ἐτούτη δὲ ἡ φροντίδα δὲν σταματάει στὴν ἐξωτερικὴ ἔνδυση καὶ τὸν στολισμό, ἀλλὰ προεκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν εὐρωστία. «Χωρὶς γερὸ σῶμα, χωρὶς ὑγεία, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ ἐργασία καὶ μισοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή».
Τώρα, ἂν ἔρθει ἡ ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἂς εἶναι καλοδεχούμενη, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρρώστια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἀσωτείας ἢ καταστροφῆς καὶ μόλυνσης τῆς ζωῆς, «τότε τί λόγο θὰ δώσουμε στὸ Θεὸ καὶ τί δικαιολογία θὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας;».
Τελικὰ δέ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄρα θνητοὶ καὶ φθαρτοί, ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ κληρονομιά μας καὶ θά ᾿ρθει ἀργὰ ἢ γρήγορα. Ἔ! Τότε ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ προπάντων ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό.Σὰν θά ᾿ρθει λοιπὸν ἡ ἀρρώστια, νὰ μὴ τὰ χάσουμε· νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Θὰ καλέσουμε βεβαίως τὸ γιατρό· θὰ πᾶμε ἴσως ἂν χρειασθεῖ καὶ στὸ νοσοκομεῖο, μὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ σταθεῖ κοντά μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ γιατρειά Του.Νὰ μοιάσουμε δηλαδὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν τριανταοχτὼ χρόνων, τὴν μνημειώδη καρτερία του καὶ τὴ μεγάλη ἐλπίδα, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος κέρδισε. Αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἤλπιζε καὶ πίστευε, τὸ πῆρε καὶ πῆγε πιὰ εὐτυχισμένος στὸ σπίτι του, κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεββάτι του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐὰν δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἰσορροπήσουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ βροῦμε μαζί του.Ἐὰν δὲν πολεμήσουμε τὸ κακὸ ποὺ κρύβουμε μέσα μας, δὲν θὰ βροῦμε ἠρεμία στὴ ζωή μας. Καὶ ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ περάσει μέσα μας, γιὰ νὰ σβήσει τὴ σκοτεινιά μας.Καὶ ἐὰν περιμένουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἑαυτό μας αὔριο καὶ ὄχι τώρα, σήμερα, ἔχουμε χάσει καὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Γιατὶ ἐτοῦτο τὸ αὔριο καὶ ἀβέβαιο εἶναι, καὶ δὲν μᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ ἄλλος τὸ χορηγεῖ. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑγεία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὀφείλουμε νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Εἰδεμή, κοροϊδεύουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὅμως ἕνα πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ὑπόψη καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ· ὅτι μπορεῖ τὸν ἑαυτό μας νὰ τὸν ξεγελᾶμε· μπορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους· μὰ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ Τὸν ξεγελάσουμε.
Ι.Μ Μ κ.Λ

Κυριακή του παραλύτου + Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνου


Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ε. 1 – 15.
ΜΕΤΑ ταύτα ήν η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ, ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ, θέλεις υγιής γενέσθαι? απεκρίθη αυτώ ο ασθενών, Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. λέγει αυτώ ο Ιησούς, έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. ήν δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω, σάββατόν εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. απεκρίθη αυτοίς, ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ούν αυτόν, τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει? ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ, ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Ερμηνευτική απόδοσις υπό Παναγιώτου Τρεμπέλα.
Μετά ταύτα ήτο η εορτή των Ιουδαίων, πιθανότατα η εορτή των Πουρίμ, πού συνέπιπτεν ένα περίπου μήνα προ του Πάσχα. και κατά την εορτήν αυτήν, ανέβη ο Ιη¬σούς εις τα Ιεροσόλυμα.
Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα πλησίον της προβατικής πύ¬λης του τείχους της πόλεως, κάποια λίμνη, εις την οποίαν εκολυμβούσαν, και η οποία εϊχεν ως πρόσθετον όνομα εις την Εβραϊκήν γλώσσαν Βηθεσδά. Είχε δε τριγύρω της η κολυμβήθρα αυτή πέντε θολωτά υπόστεγα.
εις αυτά τα θολωτά υπόστεγα ευρίσκοντο ξαπλωμένοι πλή¬θος πολύ αρρώστων, τυφλών, κουτσών, ανθρώπων με κάποιο μέλος πιασμένον και αναίσθητον ή ατροφικόν, και όλοι αυτοί επερίμεναν να κινηθή το νερό της κολυμβήθρας.
Επερίμεναν δε την κίνησιν του νερού, διότι άγγελος κατέβαινεν από καιρού εις καιρόν εις την κολυμβήθραν και ετάρασσε το νερό. Εκείνος λοιπόν, πού θα έμβαινε πρώτος εις αυ¬τήν μετά την ταραχήν του νερού, εγίνετο υγιής, από οποιονδή¬ποτε νόσημα και αν κατείχετο.
Υπήρχε δε εκεί μεταξύ του πλήθους των ασθενών και κάποιος άνθρωπος, πού ήτο άρρωστος επί τριάκοντα και οκτώ χρόνια.
Αυτόν τον ασθενή όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλωμέ¬νος κάτω, και με το θεϊον του βλέμμα διέκρινεν, ότι από πολύν καιρόν είχε την ασθένειάν του, είπε προς αυτόν. Θέλεις να γίνης υγιής; Δια της ερωτήσεως δε ταύτης ο Κύριος έδιδεν αφορμήν εις τον παραλυτικόν να ζητήση την βοήθειάν του.
Πράγματι δε ο ασθενής απεκρίθη εις αυτόν. Κύριε, δεν έχω άνθρωπον να με ρίψη εις την κολυμβήθραν, αμέσως όταν ταραχθή το νερό. Ενώ δε προσπαθώ να έλθω εγώ, προλαμβάνει άλλος και καταβαίνει αυτός προτήτερα από εμέ.
Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. Σήκω επάνω, πάρε το κρεββάτι σου εις τον ώμον σου και περιπάτει.
και αμέσως έγινεν υγιής ο άνθρωπος, και επήρε το κρεββάτι του και επεριπάτει ελεύθερα. Ήτο όμως Σάββατον κατ’ εκείνην την ημέραν.
Ως εκ τούτου λοιπόν έλεγαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι εις τον ιατρευμένον. Σήμερον είναι Σάββατον. Δεν σου επιτρέπεται να σηκώσης και να μεταφέρης το κρεββάτι.
Απεκρίθη εις αυτούς. Εκείνος, που με έκαμεν υγιή, δια θαύματος και θείας δυνάμεως, αυτός μου εϊπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει.
Κατόπιν λοιπόν της απαντήσεως αυτής, τον ηρώτησαν εκεί¬νοι, Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σου είπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;
ο θεραπευθείς όμως παράλυτος δεν ήξευρε, ποίος είναι ¬διότι ο Ιησούς απεμακρύνθη και εξηφανίσθη. Ήτο δε εύκολον να εξαφανισθή, διότι υπήρχε πολύς λαός εις τον τόπον, πού έγινε το θαύμα.
Ύστερα από κάμποσον καιρόν ηδρεν αυτόν ο Ιησούς εις το Ιερόν, και του εϊπεν. Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν να μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή τίποτε χειρότερον από την ασθένειάν πού εϊχες, και η οποία σου συν¬έβη εξ αμαρτιών σου. Πρόσεξε μήπως και εις συμφοράν του σώματος χειροτέραν εμπέσης, συγχρόνως δε και την ψυχήν σου μετά του σώματος χάσης.
Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερόν, και αφού συνήντησε τους Ιουδαίους, ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι αυτός, πού με έκαμεν υγιή, εϊναι ο Ιησούς.
Ψυχική παραλυσία
ΑΚΟύΣΑΤΕ, αγαπητοί αδελφοί, το ιερό και άγιο ευαγγέλιο; Η σημερινή ευαγγελική περικοπή περιέχει ένα θαύμα του Κυρίου. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα
το θαύμα αυτό, πρέπει να γίνει ατομικό, να το κάνουμε προσωπικό, να το μεταφέρουμε στον εαυτό μας. Πρέπει δηλαδή να επαναληφθεί και σ’ εμάς. Πώς θα γίνει
αυτό; Για να επαναληφθεί το θαύμα, πρέπει η δύναμις του Χριστού να ενεργήσει επάνω μας. Τότε δεν θα χρειάζεσαι άλλη βεβαίωση για να πιστεύεις. Θα έχεις
ακράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλύτερη απόδειξης της δυνάμεως του Χριστού θα είσαι συ ο ίδιος.
Τι λέει, λοιπόν, το Ιερό Ευαγγέλιο; Στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, την πύλη δηλαδή άπ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα πού επρόκειτο να θυσιαστούν
στο ναό, υπήρχε μία δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά. Το νερό αυτής της δεξαμενής είχε μία θαυματουργική ιδιότητα. Τι ιδιότητα; Κατά αραιά χρονικά διαστήματα,
κατέβαινε εκεί άγγελος Κυρίου και τάραζε το νερό. Τότε το νερό αποκτούσε, προσωρινώς, Ιαματική Ιδιότητα. Αυτό διαρκούσε πολύ λίγο’ αμέσως
κατόπιν το νερό επανερχόταν στην προηγουμένη φυσική κατάσταση, ήταν πάλι απλό νερό όπως όλων των άλλων πηγών. Όποιος λοιπόν αμέσως μετά την κάθοδο του
αγγέλου, προλάβαινε να πέση πρώτος μέσα στο ταραγμένο νερό, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήτο η ασθένεια από την οποία έπασχε. Αυτό έδινε ελπίδα σε όλους όσοι είχαν απελπισθεί από τους γιατρούς. Έτσι γύρω από το χείλος της κολυμβήθρας, ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος ασθενών, που έμεναν εκεί ξαπλωμένοι σε κρεβάτια ή φορεία. Είτε κρύο έκανε Είτε ζέστη, όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν απομακρύνονταν από ‘κει. Για να προστατεύονται δε από τη βροχή και τον ήλιο, είχαν χτιστή γύρω άπ’ τη δεξαμενή πέντε στοές, πέντε υπόστεγα, όπου παρέμεναν οι ασθενείς και όσοι τους συνόδευαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών, που περίμεναν να βρουν τη θεραπεία τους, ήταν και ένας παράλυτος. Γιατρειά δεν είδε από άνθρωπο. Αλλ’ ούτε και στη θαυματουργό
κολυμβήθρα τόσον καιρό είχε βρει τη θεραπεία του. Τριάντα-οχτώ χρόνια περίμενε εκεί με υπομονή. Στο μακρό αυτό διάστημα πολλούς συνασθενείς είδε να πέφτουν
στο ταραγμένο νερό, να βγαίνουν και να φεύγουν για τα σπίτια τους θεραπευμένοι. Αυτός λόγω της παθήσεως του, δεν ήταν ευκίνητος. Πάντα κάποιος άλλος τον
προλάβαινε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Έτσι το μαρτύριο του συνεχιζόταν. Μετά από τόσα χρόνια αποτυχιών, Τι ελπίδα υπήρχε πλέον; Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι εκεί θα τον βρει ο θάνατος, και τότε από την κολυμβήθρα, θα μετακομίση στο κοιμητήριο. Κι αντί να μπει στο ιαματικό νερό, θα τον βάλουν στο μαύρο χώμα. Εν τούτοις εξακολουθούσε να ελπίζει, να υπομένει, να παραμένει εκεί. Σαν κάποιον να περίμενε! Κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ταλαιπωρία του.
Και ήρθε επί τέλους ή στιγμή να λυθεί το δράμα του, και να φωτιστή το μυστήριο. Μετά από αγόγγυστη υπομονή τόσων ετών, ήρθε κοντά του ο μέγας ιατρός, το
άριστο φάρμακο, και τότε βραβεύθηκε η αρετή του. Ήρθε κοντά του ο Χριστός, ο παντοδύναμος και πάνσοφος ευεργέτης, του είπε ένα μόνο λόγο, και μ’ εκείνο
το λόγο ο παράλυτος αμέσως έγινε καλά. Μέγα το θαύμα! Ένας ζωντανός νεκρός στάθηκε όρθιος, και αυτός πού δε μπορούσε να σηκώση ούτε ένα κουτάλι, πήρε δύναμη
και σήκωσε ολόκληρο κρεβάτι.
Ο παραλυτικός αυτός έμεινε εκεί τόσα χρόνια, για να γίνη διδάσκαλος μας. Τριάντα οχτώ χρόνια δε ‘γόγγυσε, ούτε βλαστήμησε όπως θα έκαναν άλλοι πού, όχι
τόσο αλλά πολύ λιγότερο χρόνο έχουν στο κρεβάτι, και τα Βάζουν με το Θεό. ο παραλυτικός είναι παράδειγμα υπομονής. Για αυτό ήρθε κοντά του όχι άνθρωπος,
αλλά ο ίδιος ο Χριστός, διότι τον σπλαχνίστηκε.
Έπειτα ο παραλυτικός αυτός, όταν γιατρεύτηκε, δεν πήγε στο σπιτάκι του, αλλά που πήγε; Στό ναό. Και όχι
μόνο αυτό, αλλά έγινε και ιεροκήρυκας, σαλπιγκτής των θαυμάτων του Κυρίου.
Αλλά τώρα δεν θέλω να μιλήσω για τον παραλυτικό του ευαγγελίου. Θέλω να μιλήσω για τους σημερινούς παραλύτους.
—Μα υπάρχουν και σήμερα παράλυτοι;
Υπάρχουν. και δεν εννοώ μόνο τους σωματικώς παραλύτους. Εννοώ κυρίως τους ψυχικώς παραλύτους. Αυτοί είναι περισσότερο αξιολύπητοι. Διότι πάνω από τη σωματική
ασθένεια υπάρχει ή ψυχική ασθένεια, και πάνω από τη σωματική παραλυσία υπάρχει η ψυχική παραλυσία.
Τι είναι ψυχική παραλυσία; Μπορούμε να πούμε, ότι είναι η πλέον συχνή και η πλέον διαδεδομένη νόσος. Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Μερικές φωτογραφίες
των σημερινών ψυχικώς παραλύτων θα σας παρουσιάσω, και θα τελειώσω.
Πρώτο παράδειγμα. ο παράλυτος πού ιάτρευσε ο Κύριος τριανταοχτώ χρόνια είχε να πάει στο ναό του Θεού. Πήγε μικρό παιδί, και ξαναπήγε τώρα, μετά τη θεραπεία
του, με άσπρα πλέον τα μαλλιά. Αλλ’ εκείνος δικαιολογείται, ήταν ασθενής, δεν είχε πόδια, και παρέμενε ακίνητος εκεί παρά το χείλος της κολυμβήθρας. Οι
σημερινοί όμως ψυχικώς παράλυτοι, ενώ σωματικώς είναι υγιέστατοι και κινούνται και τρέχουν δεξιά κι αριστερά, όμως έχουν σαράντα και πενήντα χρόνια να πατήσουν το πόδι τους στο σπίτι του Θεού. Ήρθαν νήπια, όταν τους έφερε η μάνα να βαπτισθούν, και θα έρθουν άλλη μια φορά, όταν σηκωτούς θα τους φέρουν να τους κηδεύσουν. Στην εκκλησία τώρα δεν έρχονται. Αλλού πηγαίνουν ευχαρίστως. Πες τους για κινηματογράφο, πες τους για θέατρο, να δεις πώς τρέχουν. Λησμονούν το Θεό, που μας δίνει όλα τα αγαθά, και την υγεία και την αρτιμέλεια, και δεν έρχονται να του πουν ένα ευχαριστώ. Λησμονούν, ότι τα πόδια μας δόθηκαν για το Χριστό και όχι για το διάβολο.
Θέλετε άλλο παράδειγμα ψυχικώς παραλύτου; Οι προηγούμενοι έχουν παράλυτα τα πόδια, αυτοί έχουν παράλυτα τα χέρια για το Θεό. Πέστε λ.χ. στον άλλο, το φιλάργυρο
και ιδιοτελή, να ελεήσει. Αδύνατον. Αυτός, όταν πρόκειται να δώσει κάτι σε φτωχό, αισθάνεται παράλυτο το χέρι. Τον παραλύει ο δαίμων της φιλαργυρίας. Προτιμότερο
να του κόψουν το χέρι, παρά να δώσει μια δραχμή. Ή πέστε στο δειλό και κρυπτοχριστιανό να ομολογήσει την πίστη του όταν χτυπά η καμπάνα η όταν περνά έξω
από μια εκκλησία. Ντρέπεται, φοβάται και τον ίσκιο του, και σταυρό δεν κάνει. «Ε, σας ερωτώ• αυτοί δεν έχουν τα χέρια τους παράλυτα; Λησμονούν, ότι τα
χέρια δόθηκαν για να βοηθούν τον πλησίον, να ελεούν, να εργάζονται το αγαθό, και όχι να μουντζώνουν και να πληγώνουν. Λησμονούν, ότι τα χέρια δόθηκαν για
να ομολογούν την πίστη, για να δοξάζουν το Θεό, και όχι να τον αρνούνται με την δειλία, την ιδιοτέλεια και τις τόσες άνομες πράξεις, και απρεπείς χειρονομίες.
τα χέρια δόθηκαν για να εργάζονται τις θείες εντολές, και όχι να τις καταργούν, Είτε κλέβοντας, Είτε παλαμίζοντας το ιερό Ευαγγέλιο με τους όρκους.
Άλλο ένα παράδειγμα ψυχικώς παραλύτων. είναι αυτοί που έχουν παράλυτη τη γλώσσα. η γλώσσα του ανθρώπου είναι τέλειο όργανο. Όχι μόνο ως μέλος και όργανο
του σώματος, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας. Λένε, ότι ανατομικός, ο ουραγκοτάγκος έχει καλύτερη γλώσσα από τον άνθρωπο. Αλλά Τι να την κάνης; η γλώσσα του
δέν μπορεί ν’ αρθρώση λέξη. Ενώ ο άνθρωπος με τη γλώσσα του ομιλεί, συνεννοείται, εκφράζει τα συναισθήματα και τίς σκέψεις του. Πόσα λόγια λέει την ημέρα;
100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω όμως μέσα στις τόσες αυτές λέξεις, να βρω διαμάντι, και δέ’ βρίσκω. Χαλίκια και κοπριά.
Ακούγονται βλαστήμιες, αισχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά, – μόνο λόγια του Θεού δεν ακούγονται. Γιατί, άνθρωπε, ο Θεός σου έδωσε τη γλώσσα; Σου την
έδωσε να τον δοξολογείς, να διαλαλείς τα θαύματα του, να λες τον καλό λόγο στον πλησίον σου. Όταν εσύ τη χρησιμοποιείς για το διάβολο, δεν είσαι παράλυτος
στο καλό;
Αδελφοί μου, πριν τελειώσω, συνιστώ• Γόνατα και πόδια παραλελυμένα, ανορθωθείτε (πρ6λ. η σ. 35,3). Χέρια νεκρά και καρδιές παγωμένες, θερμανθείτε. Γλώσσες
και στόματα, καθαριστείτε, πάρτε φωνή, αινείτε τον Κύριον πέστε «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. αμήν»(Φιλ.2,η και θ. Λευίτ.).
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε στον ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών Πετραλώνων – Αθηνών την 30-04-1961. καταγραφή και διόρθωση 22-05-2005.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ του
επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
ΠΗΓΗ
http://www.pigizois.net

Η Α Μ Ο Ι Β Η Τ Η Σ Υ Π Ο Μ Ο Ν Η Σ Κυριακή του Παραλύτου Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Απ. Βαρνάβα


Η   Α Μ Ο Ι Β Η   Τ Η Σ   Υ Π Ο Μ Ο Ν Η Σ

«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δέ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρό ἐμοῦ καταβαίνει.» 
(Ἰωαν. ε΄ 7)

                        Ἄταφος νεκρός, ἀγαπητοί ἀδελφοί, γιά τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, ἔκειτο ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδά πάνω στό στρῶμα του, μεταξύ τόσων πολλῶν ἄλλων ἀσθενῶν συνανθρώπων του. Ὅλο τοῦτο τόν καιρό ἔκανε ὑπομονή καί πίστευε ὅτι κάποια φορά θά τά κατάφερνε νά κατέβει στό νερό τῆς κολυμβήθρας καί αὐτός πρῶτος, γιά νά γίνει καλά.  Τά χρόνια ὅμως κυλοῦσαν καί αὐτός παρέμενε ἐκεῖ καί περίμενε.

                        Τό νερό τῆς κολυμβήθρας ἀποκτοῦσε ἰαματική χάρη, θεραπευτική ἰδιότητα καί δύναμη, ὅταν σέ ἀκαθόριστο χρόνο, δεχόταν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τό κινοῦσε καί ἀναχωροῦσε ἀμέσως.  Τότε ὅποιος ἀπό τούς ἀσθενεῖς κατάφερνε νά κινηθεῖ κάπως γρήγορα ἤ εἶχε κάποια βοήθεια ὥστε νά μπεῖ πρῶτος στό νερό, ἀνακτοῦσε ἀμέσως τήν ὑγεία του.

                        Μετά ἀπό τριάντα ὀκτώ χρόνια συνεχοῦς θητείας τοῦ παραλύτου ὁ τόπος δέχτηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ «Ἀγγέλου τῆς εἰρήνης», τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ.  Τότε ὁ Σωτήρας Χριστός πλησιάζει τόν παράλυτο καί κάνει διάλογο μαζί του.  Τόν ἐρωτᾶ νά μάθει ἄν ἐπιθυμεῖ νά γίνει καλά.  Ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτήν τήν εὐκαιρία διατραγωδεῖ τό δρᾶμα του.  «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».  Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος κατέστη μόνιμος θαμώνας αὐτοῦ τοῦ ἀνοιχτοῦ νοσοκομείου.  Οἱ δικοί του ἴσως ἀπέθαναν, ἴσως τόν ξέχασαν, ἴσως κουράστηκαν νά τόν ἐπισκέπτονται, ἴσως τόν ἀπέφευγαν, ἕνεκα τῆς προτέρας ζωῆς καί τοῦ καταντήματός του.

                        Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἔνιωθε μόνος καί ἀβοήθητος.  Ἄραγε πόσοι συνάνθρωποί μας εὑρίσκονται σέ αὐτήν τήν κατάσταση;  Σέ θάλαμο κάποιου νοσοκομείου, στό κελλί κάποιας φυλακῆς, σέ μιά τρώγλη κάποιας φτωχογειτονιᾶς, σέ διαμέρισμα κάποιας παραμελημένης πολυκατοικίας, σέ κάποιο ἵδρυμα ἀνιάτων ἀσθενῶν, γιά νά περιορισθοῦμε μόνο σέ μερικά παραδείγματα.

                        Ὁ παράλυτος μέσα στή μακρόχρονη δυστυχία του καλλιέργησε τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς.  Ἴσως ἔκαμε τήν αὐτοκριτική του.  Γιά τοῦτο δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο ἐναντίον συγκεκριμένων συνανθρώπων του.  Δέν τά ἔχει μέ τό Θεό.  Τά χρόνια περνοῦν καί αύτός παραμένει ἐκεῖ.  Φαίνεται ἐλπίζει καί πιστεύει γιά ἕνα καλύτερο αὔριο.  Τρέφει αἰσιοδοξία.  Ὅλα τοῦτα τά θετικά σημεῖα, τά ὁποῖα συντηρεῖ μέσα του, ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀμειφθοῦν, νά ἔρθουν στήν ἐπιφάνεια καί νά καταστοῦν γνωστά.

                        Ὁ Θεῖος Λυτρωτής τοῦ χορηγεῖ ὑγεία σώματος καί ψυχῆς.  Τόν θεραπεύει καί τοῦ δίδει ἐντολή:  «ἔγειρε, ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει».  Ἀφοῦ τοῦ χάρισε τήν ὑγεία, τοῦ ὑποδεικνύει νά σηκώσει ὁ ἴδιος τό στρῶμα του καί νά τό φορτωθεῖ.  Ὁ ἄλλοτε παράλυτος τώρα εἶναι καλά καί μπορεῖ νά τό κάμει.  Ὅσα μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς, δέν τά κάνει ὁ Θεός.  Δέ μᾶς καθιστᾶ ἄβουλα ὄργανα.  Μᾶς ἀφήνει νά ἐκδηλώσουμε τίς δυνάμεις μας. 

Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου δυστυχῶς δέν ἐχαροποίησε τούς Ἰουδαίους.  Τά πολλά χρόνια τῆς ἀσθένειας καί τῆς μοναξιᾶς τοῦ ἀνθρώπου δέν τούς συνεκίνησαν.  Βρῆκαν ἀφορμή νά κάνουν κριτική, γιατί τό θαῦμα ἐγένετο ἡμέρα Σάββατο.  Οἱ ἴδιοι δέν κατανόησαν ὅτι τό Σάββατο, ἐκτός ἀπό ἡμέρα προσευχῆς ἦταν καί ἡμέρα ἀγαθοεργίας καί ἔκφρασης ἀγάπης πρός τό συνάνθρωπο.  Γιά τοῦτο ἐγένοντο κατήγοροι τοῦ Κυρίου.

 
Ὁ παράλυτος μετά τή θεραπεία του εὑρίσκεται στό χῶρο τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων.  Φαίνεται ὅτι ἤθελε νά χαράξει πιά μιά νέα γραμμή ζωῆς καί νά μήν ἐπιστρέψει στά παλιά.  Ἐκεῖ στό χῶρο τοῦ ναοῦ εὑρίσκεται κάι ὁ εὐεργέτης του, ὁ Κύριος.  Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν τόν γνώριζε, γιατί μετά τή θεραπεία του, ὁ Κύριος ἔφυγε ἀμέσως καί ἀθόρυβα.  Ὅταν ὅμως τόν συνάντησε καί τοῦ μίλησε, τότε τόν ἀναγνώρισε καί ἔμαθε ποιός τόν ἔκαμε καλά.  Ὁ Κύριος τοῦ συνέστησε: «ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται.» (Ἰωαν. ε΄ 14)  Ὁ Θεός μᾶς παρέχει εὐκαιρίες πνευματικῆς ἀνασύνταξης καί ἐπιστροφῆς πλησίον του.  Οἱ πνευματικές κεραῖες ἀπαιτεῖται νά εἶναι ἕτοιμες νά δεχθοῦν τά μηνύματα.  Κύριε, κατεύθυνε τή ζωή μας ὥστε νά δοξάζεται τό Ἅγιο ὄνομά Σου.  Ἀμήν!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ π. Χερουβείμ Βελέντζας


Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο Παραλυτικός της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, “ώστε όταν έλθει ο άγγελος και ταράξει το ύδωρ της δεξαμενής, να με βάλει μέσα και να θεραπευτώ”. Εκφράζει την αγωνία του, που επί τριάντα οκτώ έτη υπομένει την ασθένειά του και καρτερεί να ζήσει κι εκείνος το θαύμα της θεραπείας και να γευτεί την έκτακτη από τον Θεό ευεργεσία. Και ο Χριστός, με ένα Του λόγο, τον προσκαλεί να σηκωθεί, και να πάρει στους ώμους του το κρεβάτι του πόνου και να περπατήσει μέχρι το σπίτι του.
Η αγία μας Εκκλησία έχει συμπεριλάβει την περικοπή αυτή στον κύκλο των Ευαγγελίων της Πασχαλίου περιόδου, συνδέοντας τρόπον τινά το θαύμα αυτό με την Ανάσταση του Χριστού, αλλά και με την δική μας προσωπική Ανάσταση. “Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο παράλυτος, δεν έχω βοηθό στη θλίψη μου και στη δοκιμασία μου, αγωνίζομαι για να σωθώ αλλά μόνος μου δεν τα καταφέρνω, χρειάζομαι βοήθεια αλλά δεν την βρίσκω πουθενά, έχω ανάγκη από κάποιον δίπλα μου, αλλά κανείς δεν υπάρχει. Η εκ μέρους του Ιησού θεραπεία, αποτελεί και την απάντηση στην αγωνιώδη κραυγή του παραλύτου. Είναι σαν να του λέει “άνθρωπο δεν έχεις, αλλά έχεις εμένα, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου. Έχεις εμένα, που είμαι η πηγή της ιάσεως και της ζωής και της Αναστάσεως”.
Η παρουσία και η παρέμβαση του Χριστού αποτελεί απάντηση και για όλους εμάς. Συχνά αισθανόμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι από τους ανθρώπους, αβοήθητοι. Μας καταλαμβάνει η απόγνωση και η απελπισία, στην προσπάθειά μας να σηκωθούμε από τις πτώσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή και η ανθρώπινη φύση μας, που ρέπει προς την φθορά και την αμαρτία. Νιώθουμε ότι οι δικές μας δυνάμεις δεν επαρκούν, έχουμε ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας, από κάποιον να μας παρηγορήσει και να μας σηκώσει από το σημείο στο οποίο έχουμε καθηλωθεί. Και δυστυχώς, συχνά οι συνάνθρωποί μας είτε δεν αντιλαμβάνονται αυτή μας την ανάγκη, είτε δεν είναι σε θέση να μας βοηθήσουν, είτε ακόμα δεν έχουν την διάθεση να ασχοληθούν με κάτι πέρα από τον εαυτό τους.
Έχουμε όμως άνθρωπο. Έχουμε τον νικητή της φθοράς και του θανάτου, έχουμε τον αρχηγό της Ζωής, έχουμε την ελπίδα και την πηγή της Αναστάσεως. Τον Υιό και Λόγο του Θεού, που εξαιτίας της άπειρης αγάπης και φιλανθρωπίας Του έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε και Αναστήθηκε για να προσφέρει σε όλους μας την προοπτική και της δικής μας προσωπικής Αναστάσεως. Αρκεί να στηρίξουμε σε Αυτόν την ζωή μας και την ελπίδα μας, αρκεί να Τον αποδεχτούμε στη ζωή μας, αρκεί να καταφύγουμε σε Αυτόν, έστω σαν την τελευταία μας και μόνη μας ελπίδα. Κι Εκείνος, όπως έπραξε με τον παράλυτο, θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα της καρδιάς μας και θα μας προσφέρει την πολυπόθητη λύτρωση, την σωτηρία από τα πάθη που μας ταλαιπωρούν, από τις συμφορές του βίου, από τις καθημερινές μας πτώσεις και κυρίως από την πνευματική μας αναπηρία.
Οι άνθρωποι πάντα περιμένουμε ένα θαύμα που θα ανατρέψει την αρνητική πορεία της ζωής μας. Οι κοινωνίες επίσης περιμένουν ένα θαύμα, μια έξωθεν σωτηρία, μια ανάσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας, μια λύτρωση από την κακία που μέρα με τη μέρα πληθύνεται ανάμεσά μας. Επιρρίπτουμε συχνά τις ευθύνες γύρω μας, και περιμένουμε από όλους τους άλλους να βοηθήσουν στην απαλλαγή από το συλλογικό κακό. Αισθανόμαστε την κοινωνία μας να βρίσκεται σε τέλμα, σε αδυναμία για ανάκαμψη, και μας κυριεύει η απελπισία ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, κανείς δεν ενδιαφέρεται να μας σώσει.
Αντί όμως να ψάχνουμε δίπλα μας, ας κοιτάξουμε μάσα μας, και στη συνέχεια ας στρέψουμε το βλέμμα μας ψηλά. Ας ερευνήσουμε τα προσωπικά μας αίτια της θλίψης, στο βαθμό που ο καθένας μέσα του ευθύνεται, ας ομολογήσουμε την προσωπική μας αδυναμία και ανεπάρκεια, και ας ζητήσουμε από τον Χριστό να έλθει βοηθός μας και να θεραπεύσει πρώτα τον έσω άνθρωπο. Ας Του ζητήσουμε να θεραπεύσει και να αναστήσει πρώτα την ψυχή μας, που είναι και το δυσκολότερο, κι έπειτα να μας απαλλάξει από την τυχόν σωματική μας ασθένεια. Και μόλις νιώσουμε λίγο πιο δυνατοί, ας τρέξουμε σε ενίσχυση των αδελφών μας των αδυνάτων, προσφέροντάς τους την πολυπόθητη συμπαράσταση, την ανθρώπινη παρουσία μας και την κατά το δυνατόν βοήθειά μας.
Μόνο τότε θα πραγματοποιηθεί το θαύμα που όλοι περιμένουμε. Γιατί η Ανάσταση δεν είναι μόνο προϊόν της παρέμβασης και της ευεργεσίας του Θεού, αλλά και αποτέλεσμα της εκ μέρους μας αποδοχής Του, της μυστικής πνευματικής διεργασίας που συντελείται μέσα μας με τη σύμπραξη της δικής μας πρόθεσης και της Χάριτος του Θεού. Η Ανάσταση είναι το δώρο του Θεού στον άνθρωπο, που για να το ζήσουμε χρειάζεται μετάνοια, και κυρίως να αντικαταστήσουμε την απέλπιδα φράση “Κύριε, άνθρωπον οὐκ ἔχω” με το “Ναί, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναί, ἔρχου κύριε Ἰησοῦ” (Αποκ. 22, 20).


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: πηγή

Κυριακή του Παραλύτου Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ » π. Χρίστος Πιτυρίνης



tou_paralytoyἮν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ
»
Πρόσωπο θλίψεως κι αφόρητου πόνου αγαπητοί μου αδελφοί, μπορεί να χα­ρακτηρισθεί ο παράλυτος της Βηθεσδά. Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια έλιωνε πάνω στο κρεβάτι της εγκατά­λειψης. Εξουθενωμένος από το βάρος της δοκιμασίας, δεν είχε χάσει την ελπίδα του. Περίμενε την επέμβαση τού Θεού. Και να, ήλθε ό Ιησούς! Τον πλησίασε με αγάπη και με τον δεσποτικό Του λόγο νεύρωσε τα παράλυ­τα μέλη του. «Καί ευθέως εγένετο υγιής ό άνθρωπος». Με την εντολή τού Θεού ή πολυχρόνια νόσος υποχώρη­σε και τα νεκρά νευρικά κύτταρα πήραν ζωή. Ό πόνος με την επέμβαση τού Θεού έδωσε τη θέση του στην χαρά. Πολλοί άνθρωποι αγανακτισμένοι από το βάρος δοκι­μασιών και θλίψεων, διερωτώνται γιατί να υπάρχει στον κόσμο τόσος πόνος.
Διαφωτιστική άπάντηση δίνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι δοκιμασμένοι στο κα­μίνι τού πόνου, συγχρόνως σκεπασμένοι από τη χάρη τού Θεού, μπορούνε να διακρίνουν αντικειμενικά την προέλευση και τη σημασία τού πόνου στη ζωή τού πι­στού. Λένε λοιπόν οι θεοφώτιστοι άγιοι της Εκκλησίας μας, ότι από τη στιγμή πού για πρώτη φορά ό άνθρω­πος γεύθηκε την αμαρτία και την ηδονή πού τη συνο­δεύει, γεύθηκε ταυτόχρονα την πίκρα τού πόνου και της οδύνης. Επέτρεψε ό Θεός τον πόνο για να θεραπευθεί με την οδύνη ή πληγή που άνοιξε στον άνθρωπο η αμαρτία. Δεν ήταν τιμωρία ό πόνος, αλλά φάρμακο θερα­πείας. Αυτό πού σε μας φαίνεται τιμωρία, στην πραγμα­τικότητα είναι θεραπεία, θεϊκή ευεργεσία.
Οι θλίψεις είναι φάρμακα πού γιατρεύουν την αρρώστια της αμαρτίας και ξαναδίνουν στον άνθρωπο την υγεία των αρετών. Οι άγιοι βλέπουν τις θλίψεις σαν «αίτιες αρετής» και τις θεωρούν πολύτιμα δώρα τού Θεού. Γράφει ό Αβάς Ίσα: «τίμιαι εναντίον Κυρίου αί θλί­ψεις... υπέρ πασαν ευχήν καί θυσίαν». Και ό άγιος Νείλος συμβουλεύει: «Υπόμενε τις θλίψεις γιατί μέσα σ' αυτές φυτρώνουν οι αρετές».Μέσα από τούς τριβόλους των δοκιμασιών φυτρώ­νουν τ' άνθη της μετανοίας. Πόσοι άνθρωποι δεν άλλα­ξαν πορεία υστέρα' από μία μεγάλη δοκιμασία; Ο Ιερός Χρυσόστομος, πού τόσο δοκιμάσθηκε στή ζωή του, λέει ότι με τις θλίψεις απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες και προχωρούμε πρός τή Βασιλεία τού Θεού έξαγνισμένοι.
Ή υγεία, ή δόξα, ή ευτυχία μας καθιστά αγέρωχους, σκληρούς, εγωιστές, αδιάφορους, άπονους. Η αρρώστια όμως, η συμφορά, ο πόνος, η θλίψη, η φτώχια, ο παραγ­κωνισμός και γενικά κάθε δοκιμασία ταπεινώνει την «ἐπηρμένη ὀφρύ», μας κάνει καταδεχτικούς, μαλακούς, ευλαβείς, πονόψυχους, ελεήμονες, μ’ ένα λόγο ανθρώ­πους. Τότε σκεφτόμαστε το Θεό. Σηκώνουμε τα μάτια μας σε εκείνον και με δάκρυα τον παρακαλούμε: «Κύριε μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι∙ ταχύ ἐπάκουσόν μου∙ πρόσχες τ ψυχ μου καί λύτρωσε αὐτήν»(Ψαλμ. ρα'). Ποιος άλλαξε τη στάση μας; Ποιος μας μίλησε για τη λαθεμένη πορεία μας, ώστε να αλλάξουμε συμπεριφορά; Ποιος άλλος;
Ο μεγάλος παιδαγωγός, ο πόνος. Εκείνος μαλάκωσε την καρδιά μας. Εκείνος με τους όμβρους της μετάνοιας πότισε την ξερή και άγονη ψυχή μας. Είχε δί­κιο ο Άγιος Ιάκωβος να γράφει στους θλιμμένους: «Πᾶ­σαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς πε­ριπέσητε ποικίλοις...»(Ἰακ. α’ 2). Μερικοί θεωρούν τη θλίψη σαν έκφραση της οργής του Θεού. Ίσως να έχουν δίκιο. Ο πειρασμός άλλοτε είναιέκφραση ιδιαίτερης εύνοιας, και άλλοτε δίκαιης οργής τού Θεού. Αλλά τί είναι η οργή τού Θεού; Ο άγιος Μάξιμος λέει ότι η οργή τού Θεού εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Πρώτον, με την εγκατάλειψη του υπερήφανου στα χέρια των εχθρών του, με σκοπό να συναισθανθεί την αδυναμία του και να αναγνωρίσει τη δύναμη της Θείας Χάριτος.
Δεύτερο, με τη διακοπή των θείων χαρισμάτων η οποία γίνεται σε κάθε άνθρωπο που καυχάται για τα κατορθώ­ματά του και για τις δωρεές που του δόθηκαν από το Θεό. Όταν έρχονται λοιπόν θλίψεις, ας αναρωτηθούμε: μήπως είναι παιδαγωγίες τού Θεού που σκοπό έχουν να μας οδηγήσουν σε συστολή και ταπείνωση; Στην αρχή κάθε θλίψη μας κάνει να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε. Όμως εάν δεχτούμε την αρρώστια με ταπείνωση και την υπομείνουμε με καρτερία, βλέπουμε στο τέλος, ότι έχει κατάληξη ειρηνική. Ό Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή με τ' ακόλουθα λόγια: «Πᾶσα παι­δεία, πρός μέν τό παρόν οὐ δοκεῖ χαράς εἶναι, ἀλλά λύπης, ὕστερον δέ καρπόν εἰρηνικόν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμέ­νοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης» (Έβρ. ιβ' 11).
Οι θλίψεις λέει ο άγιος Μάρκος ό ασκητής, πού έρχονται στους ανθρώπους «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα». Εάν όμως με προσ­ευχή υπομείνουμε «εύρίσκομεν πάλιν άγαθών πραγμάτωνέπιφοράν». Ευλογημένοι χριστιανοί. 'Όσο κι' αν οι θλίψεις μάς μαλακώνουν την ψυχή για να δεχτεί της αρετής τη σφραγίδα, όσο κι αν προξενούν στε­φάνους, εντούτοις είναι πικρά φάρμακα τα οποία με πολ­λή δυσκολία δεχόμαστε. Επειδή μάλιστα υπάρχει κίνδυνος λόγω της αδυναμίας και της απιστίας μας να ζημιωθούμε από τον πειρασμό της θλίψεως, ας παρακαλούμε τον Κύ­ριο να μάς λυτρώνει και να μάς σκεπάζει από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη.«Πάτερ ἡμῶν... μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». ΑΜΗΝ.

Ἀρρώστια καὶ μοναξιά (Ἰω. 5, 1-15) Κυριακή του Παραλύτου Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης



Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ βρίσκεται σὲ ἕνα ἱερὸ καὶ θαυματουργὸ τόπο, τὴν κολυμβήθρα Βηθεσδά. Ἐκεῖ συναντᾶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάγκη γιὰ βοήθεια, παρηγοριὰ καὶ θεραπεία. Στὸ διάλογό Του μὲ τὸν παράλυτο μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γιὰ τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτος. Ὁ Χριστὸς «γνοὺς ὅτι πολὺν χρόνον ἤδη ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;».


Ἡ καρτερία στὴν ἀσθένεια καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἄλλων

Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴ Βηθεσδὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θεραπεῖες ποὺ περιγράφουν τὰ Εὐαγγέλια. Κάθε φορά, ὅμως, ποὺ τὴ διαβάζουμε καλούμαστε μεταξὺ ἄλλων νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας, ὀδύνης καὶ μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατανόηση καὶ συμπαράσταση. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ καταλαβαίνει, νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ μὲ βοηθήσει. Τὴν ἴδια κραυγὴ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας. Κάποτε, μάλιστα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ πικρὸ παράπονο γιὰ τὸ πρόβλημά μας. Τὸ παράπονο ἀπέναντι στὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κρύβει μέσα του θλίψη, πόνο, ἀδικία, πικρία, δυσαρέσκεια, ἴσως, ἀκόμη, καὶ θυμὸ γιὰ τὴ σκληρότητα τῶν ἄλλων γύρω μας. Ἀνορθώνει ἕνα τεῖχος ποὺ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν καὶ δὲν συμπάσχουν μαζί μας. Βέβαια, στὴν πραγματικότητα, κάθε φορὰ ποὺ παραπονιόμαστε ἐμεῖς ὀρθώνουμε ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.

Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ ὑπάρχει μία εἰδοποιὸς διαφορά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται ὅτι εἶχε μεγάλη ὑπομονὴ γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Δοκιμάζει, ὅμως, ἀμέτρητες ἀπογοητεύσεις. Ἐνῶ «ἄγγελος κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἔταρασσε τὸ ὕδωρ», καὶ κάθε φορὰ «ὁ πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο», αὐτὸς ἔμενε μὲ τὸ παράπονο ὅτι «ἄλλος πρὸ αὐτοῦ καταβαίνει» καὶ θεραπεύεται. Τὰ χρόνια περνᾶνε καὶ αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προσδοκᾶ καὶ νὰ περιμένει. Νὰ ἀνανεώνει τὴν ἐλπίδα του γιὰ ἄλλη μία εὐκαιρία.

Ὅμως ὁ παραλυτικὸς ἦταν ἀνεκτικὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὲ τὴν ἀνάλγητη ἀπάθεια καὶ ἐγωιστικὴ ἀδιαφορία τῶν ἄλλων. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια καθηλωμέvος στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου εἶχε κατανοήσει καὶ εἶχε ἀποδεχθεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἀκριβῶς ἦταν, σκληρούς, ἀδιάφορους καὶ ἀνάλγητους. Εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας του. Ζοῦσε τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ νιώθει μέσα στὴ μοναξιὰ του «ἀπερριμένος», ἄχρηστος, ξεχασμένος καὶ περιφρονημένος. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομακτικὸ αἴσθημα ποὺ μπορεῖ νὰ νιώσει κάποιος. Καὶ ὅμως, ὁ παραλυτικὸς δὲν φωνάζει. Δὲν διαμαρτύρεται ἐναντίον τῶν ἄλλων. Δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τοὺς γύρω του. Μέσα στὴν ἀδυναμία καὶ τὴ δυστυχία του δὲν στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παραλογίζεται. Μὲ τὴν καρτερικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὴν ἐπιείκειά του πρὸς τοὺς ἄλλους ἄνοιξε τὴν καρδιά του νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Περίμενε τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.


Ἡ ὑπερνίκηση τῆς μοναξιᾶς

Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας μας ἐπιβεβαιώνουν τὴ φράση τοῦ λογοτέχνη: «ποτὲ ἄλλοτε οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τόσο κοντὰ ὅσο σήμερα, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν τόσο μακριὰ ὅσο σήμερα». Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς τρομερῆς μοναξιᾶς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐπιτείνεται στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τῶν ποικίλων δυσχερειῶν τῆς ζωῆς. Τότε ὁ ἄνθρωπος πνίγεται μέσα στὴν ἀπομόνωσή του καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ λόγο τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου «ἄνθρωπον ζητῶ», ἀφοῦ, σὰν τὸν παραλυτικό, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ζωντανεύει τὸ διάλογο τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀνανεώνει τὴν πίστη μας καὶ μᾶς γεμίζει παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Στὸ ἄκουσμα τῆς φράσης τοῦ παραλύτου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ «διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὴν κάθε μοναξιά μας ἂς καλλιεργοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς συναισθανόμαστε τότε περισσότερο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κατανοεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς συμπαραστέκεται καὶ συμπάσχει μαζί μας. Ἂς στρέφουμε τὸ βλέμμα μας σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴ μοναξιὰ λέγοντάς του «ἐλθὲ ὁ Μόνος πρὸς μόνον, ὅτι μόνος εἰμὶ καθάπερ ὁρᾶς»- ἔλα ἐσὺ ποὺ εἶσαι Μοναδικὸς σὲ ἐμένα ποὺ εἶμαι μοναχικός, γιατί βλέπεις πὼς εἶμαι μόνος. Ἀμήν.

Sunday of Paralytic Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος



In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.
We have heard today in the Gospel of a man who for thirty eight years had laid paralysed. The only thing that separated him from healing was the possibility to reach the waters, which the angel brought into motion once a year. Thirty eight years had he attempted to move towards healing but someone else has been quicker than he and stolen healing from him. How many are there now in the world, how many have been and will be in this world of ours who need healing, who are paralysed by fear, paralysed by all that prevents us from moving with boldness and purpose towards fullness of life? How many? And who are those who will take them and help them to receive healing instead of seeking it for themselves? Let us look at ourselves, not at each other but ourselves. What have we learnt from the Gospel?
Christ says that no-one has true love who is not prepared to give his life for his neighbour, and the neighbour, as it is quite clear also from the Gospel, is not the one whom we like, whom we love, who is close to us, it is whoever needs us. Ask yourself this question. There are number of people around you who would believe, who would gladly start a new life, who would bless you and God for giving them courage to move not physical but spiritual limbs that are tied. And let us ask ourselves, what do we do, what have we done, what are we capable of doing to help them? The waters of Siloam are an image of God, of His healing power. When God comes close, when we become aware that He is there, near, do we look around to see who needs Him more than we do? No. We rush forward, we want to be those who will sit at His feet, we are those who wish to touch the hem of His garment and be healed, we are those - and this is even worse, - we are those who wish to be seen as His disciples and companions so that people may look at us and wonder, admire us, at times almost worship us, the companions of Jesus, the friends of God become man. Who of us is prepared to step aside, to become inconspicuous, or rather to help another to step forward instead of us when we know that we will be the loosers in a way, - in a way only because if we do this, we will have lost what is thought we coveted but we will have become disciples of Christ who gave His life that others may live.
Let us reflect on the story. It is not simply an old story about things that happened about two thousand years ago, it is something that is happening every day and we are those who rush forward and prevent others from merging themselves into the healing waters of Siloam. Let us listen to St. John the Divine, the teacher of true love, let us be ready to sacrifice all we long for, all we desire for someone else to have it, to be given it by God, let us be prepared to pay the price of other people’s finding freedom, life on all levels, even on the simplest level of food and shelter and the warmth of an attentive gaze or a loving, sober word. Let us become free of selves, and then how many will be saved, saved from hunger, from homelessness, saved from the dominion of others, saved from all that is fetters and imprisonment of life. Let us become what Christ was - the One that sets free in the name of truth and of life. Amen. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ,Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ στήριγμα τῶν ἀνθρώπων Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ιωήλ -

Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος»

Παρατηρώντας τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βλέπουμε πὼς τὰ περισσότερα καὶ μάλιστα τὰ μεγάλα θαύματα τὰ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ τὶς μεγάλες ἡμέρες τῶν Ἰουδαίων. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τὴ διδασκαλία Του. Τὴν ἐκφωνοῦσε συνήθως στὶς μεγάλες γιορτές, ποὺ συνέρρεε πολὺς κόσμος. Στὶς γιορτὲς τοῦ Πάσχα, τῆς Σκηνοπηγίας, τῆς Πεντηκοστῆς κ.λ.π. στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ ἦταν ἡ μητρόπολη τῶν Ἰουδαίων, μαζευόταν πολὺς κόσμος. Ὅπως ἐπίσης συναθροιζόντουσαν καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι ποὺ εἶχαν τὴν ἐλπίδα τους, ὅτι μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς κάνει καλά. Ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀσθενῶν νὰ γίνουν καλά, δὲν ἦταν τόσο μεγάλη, ὅσο ἦταν μεγάλη ἡ θέληση τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς κάνει καλά.


Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε εὐεργετικὴ σ’ ὅλους

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πὼς «ὅπου ἂν φανῇ ὁ Ἰησοῦς, ἐκεῖ καὶ ἡ σωτηρία», δηλαδὴ ὅπου θὰ φανεῖ ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία. Μπῆκε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου κι ὁ ἀρχιτελώνης μετανόησε. Εἰσῆλθε στὸ τελωνεῖο τοῦ Ματθαίου καὶ ἀμέσως μετατρέπει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει Εὐαγγελιστή. Θάπτεται ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς καὶ ἐγείρονται οἱ νεκροί. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη καὶ ζωοποιοῦνται οἱ κάτοικοί του. Χαρίζει τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, τὴν ἀκοὴ στοὺς κωφοὺς καὶ περιέρχεται τὶς κολυμβῆθρες, ὅπως τὴν Βηθεσδά, καὶ θεραπεύει τὸν Παράλυτο. Ἐὰν ἐμβαθύνουμε περισσότερο, θὰ λέγαμε πὼς ὁ Χριστὸς γίνεται ἄρτος στοὺς πεινῶντες, ὕδωρ, ποὺ κρύβει μέσα του τὴ ζωή, στοὺς διψῶντες, ἀνάσταση στοὺς νεκρούς, ἰατρὸς στοὺς νοσοῦντες, ἡ ἀπολύτρωση τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ πραγματοποιεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. «Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. 4,34), θὰ τονίσει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς ποῦμε καὶ μία ἔκφραση ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος. Ὅλοι θὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴ λέξη ἀλήτης. Ἀλήτης στὴν κυριολεξία σημαίνει ὁ περιπλανώμενος, ὁ πλάνης, ὁ ἀνέστιος. Ἀργότερα στὰ νεότερα χρόνια πῆρε τὴν ἔννοια τοῦ κακοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰωσὴφ θὰ πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «δι’ ἐμὲ ἀλήτης γεγονώς», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ περιπλανήθηκε ἀπ’ ἐδῶ κι ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.


Ὁ Χριστὸς ἔδινε περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι τοῦ ζητοῦσαν

Πράγματι ὁ Χριστὸς ἔδινε πιὸ πολλὰ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Π.χ. Ὁ σημερινὸς παραλυτικὸς βλέποντας τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πάνω του ἴσως σκέφθηκε καὶ ἤλπιζε περισσότερο πὼς τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν νὰ τὸν βοηθοῦσε ὁ Κύριος νὰ πέσει μέσα στὸ νερὸ κατὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, ὅταν θὰ ταραζόντουσαν τὰ νερά. Πιθανῶς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔβλεπε κάποιον ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ποὺ τὸν εἶχαν λησμονήσει.Ὁ παράλυτος ἤθελε ἕνα καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε δέκα. Τὸν ἔκανε καλά, τόσο καλά, ὥστε αὐτὸς ποὺ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια δὲν μποροῦσε νὰ κουνηθεῖ, τώρα νὰ σηκώνει τὸ κρεββάτι του καὶ νὰ φεύγει μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων. Ἔχουμε κι ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις. Ὁ κάθε ἄρρωστος, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ἔστω κι ἂν τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ πάντες, «ἔσχεν βοηθὸν Υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ».


Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ποὺ δὲ σταματᾶ ποτέ. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος φέρνει τὸ παράδειγμα τῆς κολυμβήθρας. Μέσα στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι ἕνας καὶ δύο, ἀλλ’ ὁλόκληρη ἡ Οἰκουμένη κι ἂν μπεῖ, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι μία φορὰ τὸ χρόνο, ἀλλὰ κάθε μέρα θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὶς ψυχικὲς ἀρρώστιες. Ἡ χάρη τοῦ θεοῦ δὲ δαπανᾶται ποτέ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ κοινὸς τρόπος καθάρσεως τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πολυπληθῆ καὶ πολυειδῆ πάθη μας. Ὀφείλουμε νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας καὶ τὸν ἑαυτό μας στὸ Χριστὸ ποὺ ψάχνει εὐκαιρίες νὰ μᾶς θεραπεύσει. Στὸν καθένα μας ἀκούγεται ἡ ἐρώτηση τοῦ Σωτῆρος «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (Ἰωάν. 5,6). Στὸ φιλάργυρο, στὸν ἐγωιστή, στὸν ἐνεργούμενο ἀπὸ τὸ πονηρὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἢ τῆς πορνείας ἢ τῆς μνησικακίας ἀπευθύνεται τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως ὀφείλουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε ὁλοκάρδια στὴν πρόσκλησή Του καὶ νὰ μὴν ἐξοικειωθοῦμε μὲ μία χρονίζουσα κατάσταση ἀθλιότητας καὶ ἁμαρτίας. Νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κρατοῦν παράλυτους πνευματικά. Νὰ ἀφήσουμε τὸ θεὸ νὰ ἐνεργήσει ἀνεμπόδιστα, γιατί ἡ ἁμαρτωλὴ θέλησή μας παρεμποδίζει τὴ χάρη Του.


Ἀδελφοί μου,

Ἡ σωτηρία μας ἂς εἶναι ἡ πολυχρόνια ἐπιθυμία μας, ὥστε νὰ καταξιώσουμε τὴν ὕπαρξή μας καὶ νὰ βροῦμε τὴν ὄντως ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



 
Στό χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται. Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ̉ αὐτές. Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία. Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει.
Ὕστερ̉ ἀπ̉ αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων. Ποιά ἑορτή; Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη. Ἀπ̉ τή μιά γιά νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ̉ τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν. Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές. Σ̉ αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος - κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας; Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό; Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. Μ̉ αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέ θά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης.
Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει; Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη.τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια. Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι̉ αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας. Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό. Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέ τούς τύπους.
Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνω σ̉ ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Γύρω ἀπ̉ αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ̉ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπό μένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακές ἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ̉ ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει.
Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτή πολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ̉ αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής. Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι̉ αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ̉ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέ βάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα». Γι̉ αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός. Γιά νά πληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; - Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι̉ αὐτόν - ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ̉ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ;
Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱ κουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο. Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ̉ ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας. Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή - ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει - δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει.
Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ̉ αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ̉ τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καί κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο. Γι̉ αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας.σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι̉ αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτός ὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι̉ αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θά προέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;
Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τό πρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα. Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονές ὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται. Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπό τή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους.
Γιαυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νά εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοι ἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης;
Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ̉ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι̉ αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχή μ̉ αὐτή. Γι̉ αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ̉ ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέ θαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους; Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καί γιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καί δημιούγησε πολύν κόπον. Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ̉ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε. Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ̉ αὐτήν; Εἶναι ἄλλο ὅμως νά ἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τό ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι̉ αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο. Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι.
Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλή κούραση.τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός.Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι̉ αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή.τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέ τίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτά βέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα.
Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων.δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονή συνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήνἐπιδιώκουν;
Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ̉ ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...