Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2012

Αθεΐα. Το καύχημα της εποχής μας


πηγή


ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ   

Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός. 

Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.

  
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
  
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.

Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».

Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.

Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».

Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».

Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».

Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.

Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».

 Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».

 Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.

Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.

Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.

Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».

Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Κόσμος και κτίσις


πηγή


undefined
ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΤΙΣΙΣ
Όταν μεταμορφώθηκε ο Κύριος πάνω στο Θαβώρ, οι ιεροί ευαγγελισταί μας λέγουν ότι τα ιμάτιά του έγιναν λευκά σαν το φως. Άστραψαν και λευκάνθηκαν εκθαμβωτικά από το πνεύμα του που τα διαπότισε, από τη δόξα του που τα διαπέρασε. Το ύφασμα που τύλιγε τον Χριστό (τα ιμάτια), καθώς και το άλλο εκείνο ύφασμα το εσωτερικότερο που έκρυβε τη θεότητα του (η σάρκα), είναι η ύλη που σκεπάζει το Πνεύμα. Το σώμα και η κτίσις, η σάρκα και τα ιμάτια, δεν μένουν  αμέτοχα στο Πνεύμα, αλλά το απαυγάζουν. Η Μεταμόρφωσις είναι μια εικόνα - τύπος, ένα γεγονός - προφητεία, μέσα στην Αγία Γραφή. Προλέγει τι θα συνέβαινε στην Εκκλησία. Γιατί και η Εκκλησία, όπως ο Χριστός, θα σκόρπιζε μες από την ύλη το φως και τη δόξα της.
Η κορφή του Θαβώρ, στο έδαφος της ευαγγελικής ιστορίας, είναι το ψηλότερο σημείο. Αγγίζει τον ουρανό. Πάνω της στεκόμενος ο Υιός, βρίσκεται ξαφνικά μέσα στο φως της δόξας, που ανέκαθεν είχε κοντά στον Πατέρα, ενώ οι απόστολοι είναι πεσμένοι πρηνείς στο χώμα κι έχουν γίνει ένα μ' αυτό. Δεν ανήκαν ακόμη σ’ αυτό το φως και σ’ αυτή τη δόξα. Η Μεταμόρφωσις ήταν ένα ανυπόμονο δείγμα της δόξας και του φωτός που θα δίνονταν αργότερα στην Εκκλησία, κατά την Πεντηκοστή.
Και πράγματι. Η Εκκλησία δεν κατεβαίνει πλέον ποτέ από το μυστικό Θαβώρ, όπου αιώνια την κρατεί ο προορισμός της. Δεν είναι πλέον σαν τους αμαυρωμένους αποστόλους, αλλά είναι όλη λάμψις, όλη αστραπή και όχι απλώς σαν σύνολο ψυχών, αλλά και εξωτερικά, τυπώνοντας με την πνευματική φλόγα την ύλη που την περιβάλλει. Η Ορθοδοξία αίρεται πάνω από τα εγκόσμια, αλλά δίχως να τα αποχωρίζεται. Σφραγίζει την κτίσι με τη δόξα του Θεού. Κάνει εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: δεν συσχηματίζεται τω αιώνι τούτω, αλλά παριστάνει τα σώματα των τέκνων της και τον κόσμο ολόκληρο θυσίαν ζώσαν, αγίαν, τω Θεώ.
Η παραπάνω ιδέα, που αναπτύξαμε σύντομα, αποτελεί μια από τις πιο ωραίες ερμηνείες με τις οποίες υπομνηματίζει τη Μεταμόρφωσι του Χριστού η ορθόδοξη θεολογία, τόσο η αρχαία όσο και η νεώτερη, και που βρίσκει έκφρασι αισθητά επίμονη και μέσα στην ορθόδοξη λατρεία.
Μια από τις πολλές απόψεις όπου βλέπουμε το θαύμα της Μεταμορφώσεως έτσι εννοούμενο κι εξηγημένο πάνω στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι και το πώς αυτή εννοεί την Εικόνα.
Η Εικόνα, στην Ορθοδοξία, δεν είναι απλώς ιερή τέχνη, αλλά αγιασμένο κομμάτι ύλης, αποτύπωμα κι απαύγασμα πνευματικό. Η πολυφίλητη παράδοσις πως ένας από τους Ευαγγελιστάς, ο ιερώτατος Λουκάς, υπήρξε σύγχρονος αγιογράφος και ότι σώζονται εικόνες του, προκαλεί μια θεολογική υποβολή να αναζητήση κανείς, στο άνθος του θείου Λόγου, ένα πέταλο ανάμεσα στα άλλα, που δεν θα ήταν από λόγο αλλά από χρώμα, που δεν θα ήταν νόημα αλλά σχήμα. Και να έλθη κανείς έτσι μέσα στην Αγία Γραφή να βρη την αρχή της Μεταμορφώσεως που πραγματοποιεί η Εκκλησία μέσα στον κόσμο, να βρη την αρχή αυτή όχι σαν δίδαγμα άλλα σαν απτό κειμήλιο, προορίζοντας στα φύλλα της Καινής Διαθήκης και τις εικόνες του Λουκά.
Εκείνοι που θέλουν να χειραφετηθούν από την Παράδοσι για. να φέρουν την Εκκλησία πιο σιμά στον κόσμο, αυτοί είναι ακριβώς, που ουσιαστικά την απομακρύνουν. Η Παράδοσις μας φανερώνει πώς ο κόσμος μπορεί να σφραγισθή από το Πνεύμα. Η Αντιπαράδοσις μας δείχνει πώς το Πνεύμα μπορεί να σκεπασθή από τον κόσμο.
Όταν, λοιπόν, θεωρούν την Παράδοσι σαν ζάρωμα θρησκευτικό, σαν ολόπλευρα απόκοσμη, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αποδεικνύουν ότι την αγνοούν και την παρεξηγούν, ότι δεν την υποπτεύονται καν τι ακριβώς είναι. Γιατί αυτή είναι που παρουσιάζει σε όλες τις πτυχές της την ορθή και μόνη ευαγγελικά γνήσια επαφή με τον κόσμο, επαφή που — για να περιορισθούμε μονάχα σε μια πλευρά — μπορεί κανείς να τη θαυμάση π. χ. στη λατρεία. Η ορθόδοξη λατρεία τι άλλο φανερώνει σε κάθε λεπτομέρεια του μυστικού και λαμπρότατα εκπεφρασμένου περιεχομένου της παρά το αγιαστικό έργο της Εκκλησίας, όχι μόνο στις ψυχές, αλλά και στα σώματα των μελών της, όχι μόνο στον καθαρά πνευματικό, εσωτερικό χώρο, αλλά και επάνω σ' όλη τη κτίσι;
Πώς γίνεται η ανατολική ορθόδοξη λατρεία; Με στεναγμούς αλαλήτους μόνο; Όχι, αλλά και μες από τις σωματικές αισθήσεις και μες από τον φυσικό πλούτο της δημιουργίας. Κι όμως ενώ είναι τόσο υλικά εκδηλωμένη, μένει η πνευματικώτερη λατρεία, η εσωτερικώτερη, η πιο απόκοσμη, η πιο μεγαλειώδης και καθαρή πραγματοποίησις των λόγων του Χριστού προς τη Σαμαρείτιδα, η ακριβώς εν πνεύματι και αληθεία προσκύνησις του Θεού.
Οι αρνηταί της Παραδόσεως, σήμερα, εκείνοι που κατορθώνουν να μη συγκινούνται απ’ αυτή, να μη τη σέβονται, να μη την καταλαβαίνουν πόσο πλατιά και πραγματιστική είναι, πόσο ελεύθερη και θεία, δεν έχουν ούτε πίστι ούτε βάθος σκέψεως ούτε δύναμι ψυχής, θέλουν να βάλουν χέρι πάνω στην Κιβωτό αύτη, αλλά δεν τολμούν να το πράξουν, δεν έχουν το σθένος. Είναι Δαθάν και Αβειρών από πριν νεκροί. Μαραμένα φθινοπωρινά φύλλα, πελιδνές ψυχές που την ελαφρότητά τους τη θαρρούν πνευματικό ύψος, που τα τρικλίσματά τους τα παίρνουν ως φιλελευθερισμό και ευρύτητα.
Οι περισσότεροι χριστιανοί τσαλαβουτούν στα ρηχά της Αγιότητος και της Αμαρτίας. Δεν είναι ούτε ήρωες της πίστεως, ούτε ήρωες αντίχριστοι. Οι Άρειοι και οι Χρυσόστομοι σπανίζουν. Αλλά το Μέτριο παρασύρεται εύκολα από το ποταπό. Η υποθερμία λίγων, μπορεί να κάνη κακό στους πολλούς που έχουν κάποια πίστι, κάποια ευσέβεια. Και τότε, η φοβερή αδράνεια της μάζας, θα υπακούση στον νόμο της. Ο μεγάλος αριθμός θα κινηθή ασταμάτητα προς την απώλεια.
Γι' αυτό είναι ανάγκη να βυθοσκοπηθή η Παράδοσις, να βγουν από τα κοιτάσματά της οι αθάνατοι θησαυροί που θα μας κάνουν να καταλάβουμε τι μεγάλη χάρις του Θεού είναι που γεννηθήκαμε ορθόδοξοι Έλληνες.
Κιβωτός - Έτος Α΄ Ιούλιος 1952 -Φύλ. 7

Εις την Πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου Νικολάου Καβάσιλα


Νικολάου Καβάσιλα, μτφρ. Παν. Νέλλα, 
Η Θεομήτωρ
, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1995, σελ. 164-221

Kανείς νομίζω δεν αγνοεί ότι σπουδαιότερος αγώνας ρητορικής εγκωμιαστικού λόγου δεν μπορεί να υπάρξη από αυτόν εδώ, εάν βέβαια ήθελε προσπαθήσει κανείς να τηρήση τα καθιερωμένα και πρέποντα. Εγώ προσωπικά δυσκολεύομαι τόσο περισσότερο να επιδιώξω στην προκειμένη περίσταση τον πρέποντα λόγο, όσο νομίζω ότι όλοι μεν οι άνθρωποι οφείλουν ασφαλώς αυτό τον άθλο των εγκωμίων προς την Παρθένο, πλην όμως ούτε είναι καν δυνατόν να ελπίζουν ότι θα ανταποκριθούν με τα εγκώμιά τους στο μεγαλείο της πραγματικότητας. Γι' αυτό ακριβώς δεν είναι δυνατόν να μας κατηγορήσουν για τόλμη. Γιατί πού υπάρχει τόλμη; Το να καταπιάνεται βέβαια κανείς με υψηλά θέματα και να εγκαταλείπη την προσπάθεια εμπρός στο ενδεχόμενο μιας ήττας δεν θα ήταν λογικό. Πράγματι κανείς απολύτως δεν θα μπορούσε να κατηγορήση όσους υστέρησαν στον αγώνα τον οποίο κανείς δεν είναι δυνατόν να κερδίση. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή υποχώρηση ή ήττα ό,τι είναι έκτος ευθύνης και κατηγορίας; Αφού λοιπόν προσήρμοσα το λόγο με τις δυνάμεις μου, θα πλέξω το εγκώμιο της Παρθένου, προσθέτοντας ότι δεν το επιχειρώ αυτό για να κάμω γνωστές στους ακροατές τις χάριτες της Παρθένου που τυχόν αγνοούν, γιατί δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε ν' αγνοή το κοινό αγαθό, αλλά για να κάμω, με την ανάμνηση της αιτίας της σωτηρίας μου, καλύτερη την ψυχή, σε όσους βέβαια είναι τούτο δυνατόν, αφού θυμηθώ και τη δική μου σωτηρία. Γιατί γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μου φαίνεται ότι όλοι ύμνησαν την Παναγία και δεν υπάρχει κανείς που να μην έκαμε αυτόν τον αγώνα, επιτυγχάνοντας βέβαια άλλος λιγώτερο και άλλος περισσότερο το σκοπό του. Γιατί είναι πολυύμνητη η Παρθένος όχι μόνο αφότου γεννήθηκε, αλλά και πριν ακόμη χαρισθή στους ανθρώπους.

2. Γιατί βέβαια και οι προφήτες και οι οραματισμοί και οι προφητείες τους τη μακαρία Παρθένο υμνούσαν. Κι αν υπήρχε κάτι πραγματικά σεβαστό, όπως η Σκηνή και η Κιβωτός και τα ιερά στρατόπεδα του Μωυσή κι όλα εκείνα για τα οποία υπερηφανεύονταν οι Εβραίοι, πέρα από την ονομασία τους το θαύμα της Παρθένου συμβόλιζαν. Γιατί όλα αυτά όχι μόνο ήσαν σεβαστά, αλλά και δημιουργήθηκαν από την αρχή ακριβώς για να την προεικονίσουν και να την προαναγγείλουν στους ανθρώπους. Αλλά τι λέγω; Αφού τα εγκώμια που ψάλθηκαν στους ανθρώπους, είτε σε έπαινο γενικά του ανθρωπίνου γένους είτε για ιδιαίτερα αγαθά, πρέπει να αποδοθούν όλα στην Παρθένο. Γιατί δεν υπάρχει κι ούτε είναι δυνατό να υπάρξη μικρό ή μεγάλο αγαθό άξιο να τιμήση το ανθρώπινο γένος, που να μην το έφερε στον κόσμο η καινή μητέρα και ο καινός τόκος της. Κι όχι μόνο όταν φανερώθηκε, αλλά από πολύ πιο πρίν, με μόνο το γεγονός ότι επρόκειτο να φανερωθή.

Γιατί, αν όλα τα κάνουμε για να αποκτήσουμε το Θεό, αν αυτή είναι η κατάληξη όλων των αγαθών, η οποία όμως δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή από τους ανθρώπους χωρίς τις δωρεές της Παρθένου, πώς δεν αναφέρονται τα πάντα σ' αυτήν; Αυτή λοιπόν είναι η αιτία να επαινήται ο,τιδήποτε επαινετό υπάρχει στους ανθρώπους. Αλλα η αιτία πάλι όλων των αγαθών που έχουμε είναι η ένωση με το Θεό. Κι αυτή όμως η ένωση στην Παρθένο οφείλεται. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η πολυύμνητη πρέπει να θεωρήται η αιτία όλης της ωραιότητας και της μεγαλοπρέπειας και κάθε άλλου πράγματος που είναι άξιο να υμνήται μέσα στο ανθρώπινο γένος. Και γι' αυτό όλα τα εγκώμια προς αυτή πρέπει να αναφέρωνται μόνο. Αλλά και για το γεγονός ότι υπάρχουμε κι είμαστε άνθρωποι, τη μακαρία Παρθένο πρέπει να θεωρούμε αιτία. Ακόμη περισσότερο: όπως για χάρη του καρπού υπάρχει το δένδρο, έτσι για χάρη της Παρθένου δόθηκε και η αρμονία και η ίδια η ύπαρξη σ' όλη την κτίση, και στον ουρανό και στη γη και στον ήλιο και σε καθετί που υπάρχει. Αν λοιπόν για τον καρπό επαινούμε το δένδρο, αν τον καρπό επιδοκιμάζη όποιος χαίρεται για το δένδρο, ποιος δεν γνωρίζει ότι όλη η ιερή μεγαλοπρέπεια της κτίσεως και η χάρη και η ωραιότης, «καθετί που είναι αγαθό και άξιο επαίνου», σύμφωνα με το ρητό του Παύλου, πρέπει ν' αποδοθή αποκλειστικά και μόνο στην Παρθένο; Ώστε μπορούμε να πούμε πως η κρίση που διατύπωσε ο Θεός λέγοντας ότι τα δημιουργήματά Του είναι καλά και «καλά λίαν», αποτελούσε εγκώμιο της Παρθένου.

3. Από τόσο λοιπόν παλαιά εγκωμιαζόταν. Αλλ' επί πλέον το ότι η Παρθένος είναι ο καρπός των δημιουργημάτων και ότι αυτή ακριβώς είναι η αναφορά και σχέση της μακαρίας προς το υλικό σύμπαν, γίνεται φανερό από τα παραπάνω. Εφόσον δηλαδή σε όλη τη φύση καρπός είναι ό,τι την επαναφέρει από την εξαφάνιση προς την οποία βαδίζει και την καθίστά και πάλι νέα με τη νέα ζωή της καρποφορίας, ποιος (στην περίπτωση της ανθρωπίνης φύσεως) ανέπλασε και αναγέννησε τους ανθρώπους; Από πού προήλθε η «καινή κτίση»; Ποιος άλλαξε ριζικά όλο το σύμπαν; Γιατί βέβαια είναι γεγονός ότι ο ουρανός δέχθηκε νέους αναγεννημένους πολίτες. Κι αυτούς τους μετέφερε από τη γη η Παρθένος! Η γη πάλι είχε σαν κάτοικό της τον καινό άνθρωπο, τον ίδιο τον Δεσπότη του ουρανού. Κι αυτό, γιατί δεν παρήγαγε πια τον παλιό καρπό της αμαρτίας, αγκάθια και τριβόλια, αλλά το νέο άνθος της δικαιοσύνης, την Παρθένο. Δεν έδιωξε έτσι η Παρθένος τα γηρατειά μόνο από την ανθρώπινη φύση, χαρίζοντας σ' όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξαναζήσουν, αλλά χάρη σ' αυτή θα γίνη καλύτερος, θα ελευθερωθή δηλαδή από τη φθορά, και ο ίδιος ό ουρανός, καθώς και η σελήνη και η γη και τ' αστέρια. Γιατί βέβαια δεν ήταν δυνατό να αναστηθή η κτίση από τη φθορά, αν τα τέκνα του Θεού δεν εύρισκαν την ελευθερία τους. Και το λύτρο αυτής της ελευθερίας, τον πρωτότοκο των νεκρών, το έφερε ακριβώς στη γη η Παρθένος.

Θα απαλλάξη λοιπόν τη γη από τη φθορά και θα εκπληρώση το διακαή πόθο της αποδίδοντας την αφθαρσία, που «περίμενε αναστενάζοντας», όπως λέγει ο Παύλος. Έτσι είναι φανερό ότι αυτό που ο προφήτης λέγει προς το Θεό: «θα χορτάση η γη από τον καρπό των έργων σου», αναφέρεται σ' αυτόν τον καρπό, στην Παρθένο. Και Αυτήν ακριβώς υπονοεί σαν πόθο της γης, γιατί, σύμφωνα με το ψαλμικό, κι η γη θα χορτάση, όταν φανερωθή η «δόξα του Σωτήρος ». Αν πάλι η Γραφή αποκαλή γη και τους ανθρώπους, είναι φανερό ότι και αυτοί χάρις στην Παρθένο είδαν να πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες τους κι έφθασαν στην ημέρα εκείνη, που είχαν επιθυμήσει οι Προφήτες να φθάσουν. Γιατί βέβαια οι άνθρωποι, αφού χάσαμε με τη πτώση την ευτυχία, για την οποία πλασθήκαμε, την ποθούσαμε από τότε αδιάκοπα. Κανείς όμως ούτε από τους Αγγέλους ούτε από τους ανθρώπους δεν είχε τη δύναμη να μας την ξαναπροσφέρη. Και πέφταμε συνέχεια σε χειρότερα, ώστε να είναι έτσι αδύνατο να ξαναγυρίσουμε στην πρώτη κατάστασή μας. Κι όμως αυτή μόνο την ευτυχία ποθώντας στενάζαμε. Αυτήν ακριβώς την ευτυχία μας έδωσε τη δυνατότητα να την ξαναβρούμε μόνη η Παρθένος. Αυτή ξεπλήρωσε την επιθυμία μας ενώνοντας με τους ανθρώπους τον μόνον Επιθυμητό, Αυτόν που, όταν κανείς τον βρή, δεν μπορεί να ζήτηση τίποτε παραπέρα. Και τον ένωσε τόσο στενά, ώστε να μετάσχη όχι μόνο στον τρόπο και τον τόπο της ζωής μας, αλλά και στην ίδια μας τη φύση. Αλλ' όμως δεν περιορίσθηκε να ευεργετήση μόνο τους ανθρώπους κι αυτόν εδώ τον κόσμο, σαν να είχε βάλει όριο στις δωρεές της τον ουρανό. Αντίθετα κι αυτόν τον ουρανό τον ξεπέρασε, κι αυτόν τον « εκάλυψε » με την αρετή της. Γιατί φάνηκε χρήσιμη και στους Αγγέλους, στις ίδιες τις «Αρχές» και «Εξουσίες». Έκαμε να άνατείλη και γι' αυτούς το φως, τους έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν σοφώτεροι από πριν και καθαρώτεροι, να γνωρίσουν την αγαθότητα και τη σοφία του Θεού καλύτερα. Γιατί η «πολυποίκιλη σοφία του Θεοϋ δια μέσου αυτής γνωρίσθηκε στις Αρχές και στις Εξουσίες και το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσεως του Θεού» διά μέσου αυτής, σαν να χρησιμοποιούσαν τα μάτια ή το φως το δικό της, το είδαν καθαρά όλοι. Έτσι η Παρθένος υπήρξε ο μοναδικός οδηγός κάθε ψυχής και κάθε νου προς την αλήθεια του Θεού.

4. Μ' αυτόν τον τρόπο δημιούργησε η Παρθένος καινό ουρανό και γη καινή. Ή καλύτερα αποτελεί αυτή η ίδια την καινή γη και τον καινό ουρανό. Και είναι βέβαια γη, γιατί προήλθε από τη γη. Είναι όμως γη καινή, γιατί σε τίποτε δεν ταίριαζε με τους προγόνους της, ούτε κληρονόμησε την παλιά ζύμη, αλλά έγινε, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, αυτή η ίδια «νέο φύραμα» κι έκαμε την αρχή ενός γένους καινούργιου. Αλλά ποιος αγνοεί το γιατί η Παρθένος είναι ουρανός; Είναι όμως πάλι ουρανός καινός, γιατί βρίσκεται πέρα από κάθε είδους γηρατειά κι είναι ασύγκριτα ανώτερη από κάθε φθορά και γιατί ακόμη μόλις τον τελευταίο καιρό, σ' αυτές τις έσχατες ημέρες, χαρίσθηκε στους ανθρώπους, σύμφωνα με την επαγγελία του Θεού, που κήρυξε ο Ησαΐας: « ουρανόν καινόν και γην καινήν δώσω υμίν ». Κι αν θέλης να προχωρήσουμε περισσότερο, η Παρθένος είναι μια γη και ένας ουρανός θαυμαστός και υπέροχος γιατί κι από τη γη υψώθηκε παραπάνω και τον ουρανό τον ξεπέρασε τόσο στην καθαρότητα, όσο και στη μεγαλωσύνη. Σε ό,τι αφορά βέβαια το μέγεθος, η Παρθένος είχε ένοικον Εκείνον, που ο ουρανός δεν μπορούσε να χωρέση. Αλλά ήταν και αφάνταστα καθαρώτερη από τον ουρανό, αφού εκείνα που δεν ήσαν δυνατό να τα δουν οι άνθρωποι, χωρίς αυτός να σχισθή ή να ανοιχθή, τίποτε δεν τους εμποδίζει να τα απολαύσουν δια μέσου της Παρθένου. Ακόμη περισσότερο, η Παρθένος γίνεται οδηγός σ' όσους ανυψώνονται προς το Θεό, ενώ ο ουρανός αντιστέκεται. Κι ενώ εκείνος πρέπει να φύγη από τη μέση, αν δεν έμπαινε η Παρθένος ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους, δεν θα ήταν δυνατόν να λάβουν μέρος οι γήινοι στα υπερκόσμια.

Πραγματικά, κατά το γραφικό λόγο, ο ουρανός δεν μπόρεσε να υποφέρη τη θεία ακτίνα και σχίσθηκε, μόλις αυτή πέρασε. Γιατί, λέγει η Γραφή, όταν το ’γιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή περιστεριού πάνω στον ομότιμο Ιησού, ο μέγας Ιωάννης «είδε τους ουρανούς να σχίζωνται ». Αντίθετα, η μακαρία, όταν την επισκέφθηκε το Πνεύμα, απήλαυσε ακόμη μεγαλύτερη μέσα της την ειρήνη του Θεού, για την οποία ο Παύλος είπε ότι «ξεπερνά κάθε ανθρώπινο νου». Κι έγινε θαυμαστός τόπος της υποστάσεως του ίδιου του Σωτήρα, που είναι πέρα από κάθε τοπικό όριο. Και Τον έφερε μέσα της με τόσο μεγάλη άνεση, ώστε να κυοφορήση και να γέννηση ανώδυνα. Επομένως, είναι φανερό πως εκείνο που ο προφήτης ονομάζει « ουρανόν ουρανού» και τονίζει ότι αρμόζει μόνο στο Θεό, λέγοντας το γνωστό «ο γαρ ουρανός του ουρανού τω Κυρίω », είναι η Παρθένος. Γιατί άλλωστε «ούτε ο ίδιος ο ουρανός, λέγει αλλού η Γραφή, είναι καθαρός ενώπιόν σου». Ενώ αυτή που βρίσκεται κοντά στο Θεό, δηλαδή η Παρθένος, δεν είναι απλώς καθαρή από κάθε κακία, αλλά και θετικά «καλή»; Κι όχι πάλι σ' ένα μόνο σημείο, αλλά εξ ολοκλήρου καλή: «όλη γαρ ει καλή», λέγει. Και δεν πρόκειται εδώ για ανθρώπινη κρίση, αλλά ο ίδιος ο Θεός ανακηρύσσει «καλή» τη μακαρία. Κι αυτό όχι κατά τρόπο συνηθισμένο, αλλά με θαυμασμό και με έκπληξη: «Τι γαρ ει καλή, η πλησίον μου;» λέγει. Κι όλα αυτά, μολονότι μπροστά στο Θεό «κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι, κατά τη Γραφή, σιχαμερώτερη από οποιοδήποτε βδέλυγμα» κι αποκαλείται πονηρία. Όπως λοιπόν, γίνεται φανερό, η δικαιοσύνη της Παρθένου δεν βρισκόταν μέσα στα ανθρώπινα όρια. Η Παρθένος ξεπέρασε την υπόλοιπη ανθρώπινη φύση όχι απλώς λίγο ή πολύ, τόσο δηλαδή που να υπάρχη αντιστοιχία, αλλά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι εντελώς αδύνατο να μετρηθή η μεταξύ τους απόσταση.

5. Γι' αυτό και συγκάλυψε κάθε ανθρώπινη κακία κι απέδειξε τους ανθρώπους άξιους να ενωθούν και να ζήσουν μαζί με το Θεό και τη γη αξία να γίνη διαμονή του Σωτήρα. «Όλοι ξέφυγαν από το σκοπό τους και ταυτόχρονα αχρηστεύθηκαν». Κανείς δεν ήταν σε θέση να βοηθήση το γένος που κινδύνευε ούτε να αναχαίτιση την αμαρτία, που είχε ξεχυθή σαν ποτάμι. Γιατί και οι ιερείς και οι κριτές και όλοι οι προφήτες κι όσοι γενικώτερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους ήσαν θεοσεβεϊς —από τους οποίους ήταν βέβαια δυνατόν να ελπίζη κανείς πως θα έλθη κάποια καλυτέρευση στο γένος—κανείς από όλους αυτούς δεν μπορούσε να βοηθήση στο παραμικρό την ανθρωπότητα. Αφού ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους δεν μπόρεσαν να αναδείξουν καθαρούς από κατηγορίες και τιμωρίες, αλλ' όταν έφευγαν από εδώ, τους υποδεχόταν όλους ο ’δης. Κι ήταν έτσι αδύνατο να ξανάρθη σε μας η προηγούμενη ζωή μας, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούσαν οι ίδιοι να επαρκέσουν στους εαυτούς τους, οι δε αγαθοί ’γγελοι, μολονότι ζητούσαν από το Θεό την καλυτέρευσή μας και προσπαθούσαν ν' αγωνισθούν μαζί μας, νικιόνταν μπρος στο μέγεθος των ανθρωπίνων κακών, κι ενώ, από το άλλο μέρος, εκείνος του οποίου η πληγή ήταν απαραίτητη, ήταν εξ αιτίας της αμαρτίας στους ανθρώπους μισητός. «Έσκυψε, πράγματι, και κοίταξε πάνω στη γη και δεν βρήκε κανέναν που να σκέπτεται στα σοβαρά και να ζητή το Θεό». Αλλά συνέβηκε με την ανθρωπότητα ό,τι συμβαίνει με ένα σώμα, που έχει καταστραφή ολόκληρο από την αρρώστια και δεν του απομένει κανένα σημείο, από το οποίο εκείνος που θέλει να το θεραπεύση να ανακαλέση την υγεία. Γιατί ήθελε βέβαια ο Θεός τη σωτηρία μας, σαν φιλάνθρωπος που είναι, αλλά δεν εύρισκε τους ανθρώπους εκείνους από τους οποίους θα μπορούσε ν' άρχίση την προσφορά των δωρεών του κατά τρόπο δίκαιο. Γιατί αποτελεί νόμο της θείας δικαιοσύνης το να προσφέρη μερικές φορές τίς ευεργεσίες εκεΐνες που κάνουν την ανθρώπινη φύση καλύτερη και χωρίς οι άνθρωποι να το θέλουν. Αλλ' αποτελεί εξ ίσου νόμο οι ευεργεσίες, που επανορθώνουν τη θέληση και την διάθεση του ανθρώπου και φέρνουν μέσα μας το Θεό και μας δίνουν τον αρραβώνα της ουράνιας ειρήνης, να είναι βέβαια μεγάλες και να ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη ελπίδα, να μη χορηγούνται όμως σε όλους, αλλά μόνο σε όσους συμβαίνει να έχουν προηγουμένως συνεισφέρει από την πλευρά τους ό,τι συντελεί στην προσέλκυση και διατήρησή τους. Γι' αυτό, πριν κατέβη ο Σωτήρας στη γη και πριν υπάρξουν τα μυστήρια της θείας του οικονομίας, τα οποία επανέφεραν μεμιάς τη θέλησή μας, που είχε ξεπέσει από τη θεία αγάπη, χρειαζόταν μια ανθρώπινη δικαιοσύνη ικανή όχι μόνο να αντισταθμίση την τόσο μεγάλη ανθρώπινη κακία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Αυτή έπρεπε να συντελέση αποφασιστικά στο να ξεπλυθή η ανθρώπινη φύση από το μίασμα, να εξαλειφθή η αισχύνη που της προκαλούσε η αμαρτία, να καταργηθή η ύβρις του εχθρού Διαβόλου και, αφού συμφιλιωθή, να προσφέρη ο Θεός το χέρι του στους ανθρώπους.

6. Και να που πρόσφερε η Παρθένος για χάρη όλου του κόσμου αυτή την υπέροχη δικαιοσύνη κι έγινε σ' εμάς η κάθαρση κι ο ιλασμός κι εξάγνισε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι όπως η φλόγα ή η φωτοχυσία μεταδίδεται σ' όποιο σώμα συναντήση, έτσι και η Παρθένος μετέδωκε σ' όλους το λαμπρό φως της. Υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην Παρθένο και τον ήλιο: το φυσικό φως παρουσιάζεται σαν η ωραιότης των ορατών πραγμάτων, χωρίς να ανήκη στη φύση όλων, γιατί το έδωσε ο Θεός μόνο στο δίσκο του ηλίου, παρόμοια ακριβώς και η ωραιότης των ανθρώπων και όλο το σεμνό μεγαλείο της φύσεως και όλη η χάρη, όπως ανθούσε πριν να χάση ο άνθρωπος το Θεό και την οποία θα είχε, αν είχε τηρήσει το νόμο του Θεού και την δικαιοσύνη που είχε και κείνη που έπρεπε να έχη, αλλά δεν είχε, όλα αυτά βρέθηκαν συγκεντρωμένα μόνο στην Παρθένο και εδικαίωσαν όλους τους ανθρώπους, πράγμα που ο Παύλος είπε για το Σωτήρα. Υπήρξε έτσι η Παρθένος θησαυρός ή περιουσία ή πηγή ή δεν ξέρω πώς αλλοιώς να το πω της αγιότητος όλων των ανθρώπων.

Γι' αυτό από τους ανθρώπους όλων των εποχών αυτή μόνη κατοίκησε στο θυσιαστήριο. Και προσφέρθηκε σαν μια προπαρασκευαστική και καθαρτήρια θυσία πριν από το μεγάλο θύμα για το καλό όλου του γένους. Έτσι «πρόδρομος του ανθρωπίνου γένους εισήλθεν εις τα ’για των Αγίων ο Ιησούς». Σαν πρόδρομος δε του Σωτήρα εισήλθε στα ενδότερα του καταπετάσματος η μακαρία Παρθένος και προσέφερε τον εαυτό της στον Πατέρα. Και ο Ιησούς βέβαια συμφιλίωσε απόλυτα τους ανθρώπους με τον Πατέρα πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό. Ενώ η μακαρία, με το να προσφερθή στο Θεό, τόσο μπόρεσε να συμβάλη στην καταλλαγή, όσο χρειαζόταν για να φέρη τον κυβερνήτη ανάμεσα στους ανθρώπους, να κάνη αδελφό τους τον πρεσβευτή, αυτόν που επρόκειτο να έλθη για χάρη τους μπροστά στο Θεό και να διεκδίκηση τη σωτηρία γι' αυτούς που ήσαν πλέον δικοί του, που είχαν την ίδια με αυτόν φύση. Γιατί όφειλε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς του, «ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν ». Και αυτός βέβαια, όντας μέσα στη μια του υπόστάση και τα δύο: και αυτό που είμαστε εμείς και Θεός, έγινε το κοινό όριο καθεμιάς από τις δύο φύσεις. Είναι γι' αυτό και ένωση του Θεού με τους ανθρώπους και καταλλαγή και ειρήνη και έρως και ο,τιδήποτε άλλο οδηγεί προς αυτά. Ενώ η μακαρία με το να είναι από το ένα μέρος άνθρωπος, εφ' όσον καταγόταν από τους ανθρώπους, και να ταιριάζη από το άλλο σε ό,τι αφορά την υπέροχη αρετή της μόνο με τον Θεό, αυτό και τους ανθρώπους μεγαλύνει και τον Θεό κινεί σε έρωτα προς το ανθρώπινο γένος, ελκύοντάς Τον με το κάλλος της. Και ο Σωτήρας βέβαια εξόφλησε όλα εκείνα τα οποία εμείς χρωστούσαμε. Γιατί δεν ένοιωθε ο ίδιος να είχε κάμει κάτι για το οποίο να είναι υπεύθυνος, αφού « αμαρτίαν ουκ εποίησεν », αλλά πήρε πάνω Του τις δικές μας αμαρτίες και βασανίσθηκε για χάρη μας. Έτσι η πληγή ενός, που δεν είχε αδικήσει σε τίποτα, με το να πάρη τη θέση της ποινής που άξιζε σ' όλους τους ανθρώπους που έσφαλαν τα μέγιστα, ήταν αρκετή να διαλύση τις κατηγορίες εναντίον όλων. Η δε Παρθένος με το να παρουσίαση μόνη αυτή ανάμεσα σ' όλους τους ανθρώπους την ψυχή της αξία του Θεού μπόρεσε να υπερασπισθή και τους άλλους.

Γι' αυτό, ενώ πολλοί και πολλές φορές δέχθηκαν από τον ουρανό μηνύματα, μόνο σ' αυτή ο Θεός είπε το «χαίρε». Γιατί δεν υπήρξε πριν από αυτή κανείς που, απαλλαγμένος από κατηγορίες, να μπορή να είναι απαλλαγμένος και από τη σχετική ποινή. Όλους πράγματι τους έκρινε ο Θεός άξιους να πονούν και να βασανίζωνται. Αυτή ακριβώς ήταν η τιμωρία των ανθρώπων για το ότι καταπάτησαν το νόμο της αληθινής χαράς και ειρήνης. Με το να θεωρήση λοιπόν τη μακαρία Παρθένο αξία να χαίρεται και με το γεγονός ότι την αποκάλεσε «ευλογημένη» και «κεχαριτωμένη», φανέρωσε ότι δεν είχε να της καταλογίση τίποτε από όλα εκείνα για τα οποία η ανθρώπινη φύση ήταν υπεύθυνη.

7. Γιατί έπρεπε το καινούργιο θύμα, που προσφέρθηκε για μας, οι οποίοι είχαμε ανάγκη από πολλούς εξαγνισμούς, να είναι άμωμο και άγιο. Εάν βέβαια το θυσιαστήριο, το οποίο ήταν σχεδίασμα και εικόνα των χαρίτων της Παρθένου, έπρεπε να είναι το πιο άγιο από όλα τα άγια πράγματα, τι γνώμη θα έπρεπε να διατυπώσουμε για την ίδια την αλήθεια; Γιατί το θυσιαστήριο δεν υστερούσε από την Παρθένο μόνο όσο υπολείπεται από την αλήθεια η σκιά και το αποτύπωμα της αλήθειας, αλλά υπάρχει ανάμεσα τους πολύ μεγαλύτερη, άπειρη απόσταση. Γιατί το θυσιαστήριο το επισκιάζουν, όπως είπε ο Παύλος, τα Χερουβίμ. Ενώ την πολυύμνητη δεν την επισκιάζουν απλώς τα Χερουβίμ ή κάτι σπουδαιότερο από αυτά, αλλά ο ίδιος εκείνος, τον όποιο υπηρετούν τα Χερουβίμ, η δύναμις του Υψίστου, όπως ανήγγειλε ο θειότατος Γαβριήλ. Εξ άλλου η θυσία είναι αγιώτερη από το ιερό, γιατί αυτή ακριβώς το κάνει ιερό. Το χρίσμα του αίματος είναι εκείνο που το αγιάζει. Αλλά η μακαρία Παρθένος τόσο πολύ είναι αγιώτερη από οποιαδήποτε άλλη θυσία, ώστε να μην μπορή κανείς ούτε να περιγράψη τη διαφορά. Γιατί το αίμα της καινούργιας αυτής θυσίας δεν το δέχθηκε απλώς το θυσιαστήριο ούτε το κατέφαγε η φωτιά, αλλά το πήρε πάνω του ο ίδιος ο Θεός και το φόρεσε σαν « ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης», ξαναχαρίζοντάς το στους ανθρώπους σαν όπλο εναντίον κάθε κάκου και κάθε πόνου. Και δεν ντράπηκε γι' αυτή την περιβολή, αλλά την ονομάζει αντίθετα δόξα και βασιλεία του. Και σωστά, γιατί όταν φορώντας αυτό το «ιμάτιο» πήρε μέρος στη ζωή των ανθρώπων λέγει η Γραφή ότι «(έφθασε στη γη η βασιλεία των ουρανών». Γι' αυτή τη βασιλική ενδυμασία ρωτούσαν οι ’γγελοι το Σωτήρα: «γιατί είναι κόκκινη η στολή σου;» Κι αυτή τη βασιλεία «ο Κύριος εβασίλευσε », σύμφωνα μ' αυτό που λέει η Γραφή. Αυτή τη δύναμη κι αυτή τη δόξα φόρεσε. Μ' αυτήν ακριβώς την περιβολή και μ' αυτή τη ζώνη νίκησε το Διάβολο, άρπαξε από τα χέρια του κι ελευθέρωσε τους δεμένους, αλυσοδένοντας τον ίδιο. Κι έγινε σ' εμάς τους σωσμένους η σάρκα του Σωτήρα « δύναμις Θεού», όπως γράφει ο Παύλος.

Ω πόσο πρωτοφανή και υπέροχα είναι αυτά τα μυστήρια Ι Πόσο θαυμαστή αυτή η δικαιοσύνη! Ω μεγαλείο ψυχής, που με τέτοια αγνότητα στόλισε το σώμα της! Ω σώμα που ξεπερνώντας τη φύση του τόσο πολύ υψώθηκε μαζί με την ψυχή! Ω φως λαμπρό που καταύγασε εκείνο το νου! «Τι να πω και τι να διαλαλήσω»; ρωτάει έκπληκτος ο προφήτης. Το Θεό, που κανένας ποτέ δεν περιέλαβε τόπος, που η κτίση όλη, κι αν ακόμα γίνη μύριες φορές μεγαλύτερη, δεν τον χωρεί, Αυτόν τον περιέβαλε με το αίμα της η Παρθένος. Κι όχι απλώς τον περιέβαλε, αλλά του ύφανε με το αίμα της τέτοιο χιτώνα, που από κάθε άποψη να ταιριάζη στο βασιλιά. Αν και βέβαια δεν ενώθηκε ο Θεός με την ανθρώπινη σάρκα απλώς όσο το σώμα ενώνεται με το ένδυμα ούτε η ανθρώπινη φύση έλαβε μέρος στη θεία ακτίνα όσο η στολή στη βασιλική ευτυχία. Αλλά τόσο μόνο επιτρέπεται να ονομάσουμε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Σωτήρα περιβολή και ενδυμασία, όσο χρειάζεται για να εκφρασθή ότι δεν έχει γίνει σύγχυση ανάμεσα στις δύο φύσεις, αλλά ότι η κάθε μια μένει ακέραιη και διατηρεί όλα τα ιδιώματά της. Ενώ σ' ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, τόσο πολύ ξεπερνά η πραγματικότης αυτή την εικόνα, όσο η τελεία ένωση την πλήρη διαίρεση. Γιατί αυτή η ένωση ούτε μπορεί να γίνη παράδειγμα σε τίποτε άλλο ούτε από κανένα άλλο παράδειγμα μπορεί να εκφρασθή. Αλλά είναι μια ένωση μοναδική, πρωτοφανής και ανεπανάληπτη. Γιατί το αίμα της μακαρίας έγινε αίμα Θεού —πώς να το εκφράσω;— και, συμμετέχοντας τόσο στενά σε καθετί που Αυτός είχε, αναδείχθηκε ομότιμο και ομόθρονο και ομόθεο με τη θεία φύση. Σε τέτοιο ύψος αγιότητος έφθασε η Παρθένος, τόσο η αρετή της ξεπερνά κάθε ανθρώπινο νου!

8. ’νθρωπος ήταν. Από τους ανθρώπους εβλάστησε. Κι ήταν μέτοχος σε κάθε κοινό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους. Δεν κληρονόμησε όμως την ίδια νοοτροπία ούτε παρασύρθηκε από την τόσο μεγάλη κακία που επικρατεί σ' αυτή τη ζωή. Αλλά νίκησε την αμαρτία κι αντιστάθηκε στη φθορά της φύσεώς μας κι έδωσε τέλος στην κακία. Έγινε έτσι αυτή η ίδια αγία απαρχή και βάδισε πρώτη και υπήρξε οδηγός των ανθρώπων στο δρόμο προς το Θεό. Γιατί διατήρησε τη θέλησή της τόσο καθαρή, σαν να ήταν μόνη της σ' αυτή τη ζωή, σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος άνθρωπος ούτε κανένα άλλο πλάσμα να είχε ποτέ δημιουργηθή, σαν να βρισκόταν μόνη μπροστά στο μόνο Θεό. Δεν συγκέντρωσε την προσοχή της σε κανένα από τα κτίσματα ούτε προσηλώθηκε σε τίποτε απολύτως από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθε ανάμεσα στους ανθρώπους τους αποχωρίσθηκε κατά το καλύτερο μέρος. Κι έτσι, έχοντας ξεπεράσει όλη την κτίση, τη γη, τον ουρανό, τον ήλιο, τα αστέρια, τον ίδιο το χορό των Αγγέλων, που περιβάλλει το Θεό, δεν σταμάτησε παρά αφού ενώθηκε με τον καθαρό Θεό, η καθαρή. Κι αναδείχθηκε ιερώτερη από τις θυσίες, τιμιώτερη από τα θυσιαστήρια για το Θεό, τόσο πιο άγια από τους δικαίους και τους προφήτες και τους ιερείς, όσο αγιώτερος από αυτούς που αγιάζονται είναι εκείνος που τους αγιάζει. Γιατί βέβαια κανείς δεν ήταν άγιος πριν γεννηθή η μακαρία. Αυτή πρώτη και μοναδική, απαλλαγμένη εντελώς από την αμαρτία, παρουσιάσθηκε να είναι πραγματικά αγία, και αγία αγίων κι ό,τι ακόμη περισσότερο θα μπορούσε κανείς να πη. Κι άνοιξε και στους άλλους την πόρτα της αγιωσύνης με το να έχη προετοιμασθή κατάλληλα για την υποδοχή του Σωτήρα, από όπου ήλθε η αγιότης και στους προφήτες και στους ιερείς και σε οποιονδήποτε άλλον αξιώθηκε να συμμετάσχη στα θεία μυστήρια.

Γιατί ο καρπός της Παρθένου είναι εκείνος που πρώτος και μόνος έφερε την αγιότητα στον κόσμο. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που είπε ο μακάριος Παύλος: «πρόδρομος για χάρη μας εισήλθε ο Ιησούς εις τα άγια». Γιατί, αν συμβαίνη να λέγεται ότι και πριν να έρθη ο Σωτήρας πολλοί άνθρωποι αξιώθηκαν να έχουν αυτή την επωνυμία, αυτό οφείλεται στο ότι έλαβαν μέρος στα μυστήρια της θείας οικονομίας, συμμετέχοντας στις προτυπώσεις τους. Γι' αυτό το λόγο λέγει ο Παύλος ότι και πριν ακόμη « ονειδισθή » ο Χριστός, ο Μωυσής προτίμησε «από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον ονειδισμό του Χριστού». Για τον ίδιο λόγο και πριν ακόμη να έλθη στη γη ο άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς », πριν να δοθή στους ανθρώπους το Πνεύμα το ’γιον —αφού «ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή »—ήταν δυνατόν στους Εβραίους το βάπτισμα και η πνευματική μετάδοση ψωμιού και νερού. Και ακόμη, για να μπορέσουν να είναι καλά παρασκευασμένοι για την αληθινή αγιότητα κι έτοιμοι να υποδεχθούν, την ακτίνα εκείνη από την οποία ανέτειλε η σωτηρία. Με αυτά συμφωνεί ακριβώς εκείνο που είπε ο ίδιος ο Σωτήρας: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία ». Έτσι καταλαβαίνουμε πως οι παλιοί εκείνοι άγιοι, μια και ο Σωτήρας δεν είχε ακόμη φανερωθή, δέχθηκαν τον αγιασμό δια• μέσου σκιών και συμβόλων. Είναι αυτό που λέγει ο Παύλρς, ότι δηλαδή «όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, καίτοι έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απήλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς...για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»!

9. Και γιατί αναφέρω τους προφήτες, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε από τα δεσμά του ’δη να ελευθερωθούν, πριν να λάβουν τις δωρεές της Παρθένου, αφού και από τους ίδιους τους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ, είναι αγιώτερη η μακαρία ; Αν πάλι προσφέρεται σαν βραβείο της αγιότητος κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους ο Θεός, τον κερδίζει όμως περισσότερο εκείνος που έχει καλύτερα προπαρασκευασθή, πώς δεν είναι αναγκαίο να κρίνουμε την αγιότητα από τα βραβεία και να χρησιμοποιούμε σαν βέβαιο μέτρο της το πόσο ο καθένας βρίσκεται κοντά στο Θεό; Αλλά η Αγία Γραφή λέγει ότι τα Χερουβίμ στέκονται γύρω από το Θεό και δέχονται τις θείες ακτίνες Του, χωρίς ούτε να τολμούν να Τον ατενίσουν. Ενώ η Παρθένος, κατά ένα πρωτοφανή κι απερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της αυτόν που δεν μπόρεσε να χωρέση κανένας τόπος. Και δεν δέχθηκε μέσα της απλώς κάποια θεία λαμπρότητα και δόξα, αλλά την ίδια την υπόσταση του Θεού. Όσο λοιπόν φανερώτερα ενώθηκε ο Θεός με την Παρθένο, παρά με τα Χερουβίμ —κι η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μη μπορή ούτε να περιγραφή—τόσο αγιώτερη κι ιερώτερη είναι η Παρθένος.

Όλες πράγματι τις υπάρξεις, δια μέσου των οποίων φανερώνεται ιδιαίτερα η σοφία του Θεού, η Παρθένος τις ξεπερνά στην καθαρότητα και την αγιότητα, όπως ακριβώς από όλα τα σώματα είναι φυσικό να είναι καθαρώτερα εκείνα που βρίσκονται πιο κοντά στο φως. Γιατί, αφού ο Θεός βρίσκεται κατά τον ίδιο τρόπο παντού, η διαφορετική φανέρωσή Του πρέπει να συμπεράνουμε ότι οφείλεται στα κτίσματα. Κι αν αυτό είναι σωστό, ποιος τότε δεν αναγνωρίζει ότι η Παρθένος είναι από όλους τους ανθρώπους και από όλους τους Αγγέλους πιο ιερή; Γιατί βέβαια δια μέσου των Αγγέλων δόθηκαν στους ανθρώπους οι εντολές του Θεού, ο παλαιός νόμος, ο «δι' Αγγέλων λαληθείς λόγος», όπως είπε ο Παύλος, και τα άλλα σημεία που φανέρωναν τη δικαιοσύνη και τη δύναμη του Θεού. Ενώ η Παρθένος δεν ανήγγειλε το Θεό ως αυτό μόνο το σημείο, αλλά αποκάλυψε στους ανθρώπους την ίδια την ενυπόστατη Σοφία του Θεού. Κι όχι απλώς με σημεία και εικόνες, αλλά με τρόπο άμεσο, φανέρωσε δηλαδή τον ίδιο το Θεό, το Σωτήρα, κι αυτό όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στις αγγελικές Αρχές και Εξουσίες, γιατί «έπρεπε να γίνη γνωστή, λέγει ο Παύλος, και στις Αρχές και στις Εξουσίες η πολυποίκιλη σοφία του Θεού». Και δεν είπε: «για να γίνη περισσότερο γνωστή», σαν να είχε και προηγουμένως ως ένα σημείο γίνει γνωστή, αλλά απλώς: «για να γίνη γνωστή». Γιατί θέλει έτσι, νομίζω, να υποδηλώση ότι η πριν από την Παρθένο γνώση του Θεού ήταν τόσο αμυδρή, ώστε να μην μπορή να γίνη καμμιά σύγκριση με τη δεύτερη, αυτή που μας έφερε η Παρθένος. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι όχι μόνο στους ανθρώπους, τους δικαίους και τους αδίκους, τους πονηρούς καί τους αγαθούς, αλλά και σ' αυτές τις υπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τον Ήλιο της δικαιοσύνης.

Ή Παρθένος είναι επομένως τόσο ανώτερη από όλα τα κτίσματα, όσο αυτά που πραγματοποίησε για τη σωτηρία μας ο Σωτήρας είναι αδύνατο να συγκριθούν με ο,τιδήποτε άλλο. Καί πράγματι, εάν τόσο πολύ καλύτερους από τους ίδιους τους εαυτούς τους έκαμε τους Αγγέλους, ώστε να υποστηρίζη ο Απόστολος ότι είναι αδύνατη η οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στη δεύτερη και στην πρώτη τους ευτυχία, ας εξετάσουμε πόσο μεγάλη είναι αυτή η υπεροχή. Γιατί, αν «το μικρότερο ευλογήται από το μεγαλύτερο», όπως λέγει η Γραφή, ποια σύγκριση μπορεί να υπάρξη ανάμεσα στο να ευεργετή κανείς και στο να ευεργετήται ; Γι' αυτό το λόγο ο προφήτης έβλεπε την Παρθένο να είναι ο θρόνος του Θεού και μάλιστα ένας θρόνος «υψηλός και επηρμένος», ενώ τα Χερουβίμ τα έβλεπε γύρω από το θρόνο. Κι όχι απλώς γύρω από το θρόνο, αλλά και να στέκωνται με συστολή και με φόβο, χωρίς να τολμούν ούτε να τον αντικρύσουν. Η παράδοση λέγει, επί πλέον, ότι οι ’γγελοι αγρυπνούν πάντοτε κι ότι δεν υπάρχει τέρμα στις προς το Θεό υμνωδίες τους. Αλλά τόσο πιο πολύ πρέπει να θεωρήσουμε ότι ισχύει και αυτό για την Παρθένο —και δεν εννοώ μόνο μετά την εκδημία της από τη γη, αλλά κι όταν ακόμη ήταν σ' αυτήν εδώ τη ζωή— όσο περισσότερο αισθάνθηκε αυτή τη θεία ακτίνα. Γιατί και στις Δυνάμεις, που κυκλώνουν το Θεό, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ξυπνά το ζήλο και τις κάνει να αγρυπνούν το ότι έχουν γευθή τις θείες ευεργεσίες. Ώστε εκείνο που στους άλλους αγίους συμβαίνει αφού αποχωρισθούν το σώμα, το να είναι δηλαδή αμετακίνητοι στο αγαθό και στην αρετή, στην Παρθένο συνέβη και πριν ακόμη αποθέση το σώμα Της.

10. Και αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο. Γιατί βέβαια το σώμα της Παρθένου, το οποίο θα έπρεπε κανονικά να παραμερισθή, είχε ξεπεράσει την ονομασία του. Και ήταν σώμα όχι ψυχικό, ούτε τίποτε άλλο, αλλά, όπως λέγει ο Παύλος, «σώμα πνευματικό», αφού το Πνεύμα είχε σκηνώσει μέσα του καί είχε μεταθέσει όλους τους νόμους της φύσεως. Αλλά, ανεξάρτητα από αυτά, το σώμα το οποίο, όταν υπήρχε σ' εκείνους (τους αγίους), δεν τους επέτρεπε να στραφούν και να προσκολληθούν στο Θεό, βοηθούσε υπερβολικά τη μακαρία Παρθένο. Γιατί σ' εκείνους, και όταν ακόμη είχαν πληρωθή από κάθε επιθυμία να βρίσκωνται κοντά στο ακρότατο επιθυμητό και όταν είχαν όλη τη νοερή δύναμη για τη θεωρία του αληθινά Όντος, δεν ήταν δυνατό να προχωρήσουν προς κάτι άλλο, πολύ λιγώτερο δε να στρέψουν εξ ολοκλήρου το νου τους, όπως στρέφουμε το βλέμμα, επειδή όλα τα ορατά πράγματα έμπαιναν μεταξύ τους. Ποιος όμως δεν γνωρίζει ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα στην Παρθένο πέρα από κάθε λογική κατανόηση και ότι αυτή μόνη δέχθηκε μέσα της το Θεό με τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφή;

Γίνεται επομένως φανερό ότι και πριν πέραση στην άλλη ζωή, είχε μέσα της αμετακίνητο το υπέροχο εκείνο αγαθό και τη θαυμαστή αρετή της. Είχε από τώρα τα μέλλοντα αγαθά κι εβασίλευσε από την παρούσα ζωή με τη βασιλεία που προορίζεται για τους δικαίους. Κι έζησε μέσα στο ρεύμα αυτής εδώ της ζωής τη μόνιμη, αυτή που είναι κρυμμένη «εν τω Χριστώ» και που γι' Αυτή φανερώθηκε από τώρα. Γιατί έπρεπε βέβαια να υπάρξουν όλα τα πράγματα με έναν καινούργιο τρόπο για την μακαρία, μπρος στην οποία υποχώρησαν και της φύσεως οι νόμοι. Αυτό ακριβώς ήθελε και η ίδια να δείξη ανυμνώντας τις θείες ευεργεσίες πού αξιώθηκε να λάβη και είπε: «εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός».

11. Τι πρωτοφανή τα κατορθώματα! Τί υπέροχοι οι αγώνες! Και όμως μετά τα βραβεία και τα στεφάνια που έλαβε, μετά δηλαδή τον Ήλιο της δικαιοσύνης που δέχθηκε μέσα της και με τον οποίον ενώθηκε, δοκίμασε για χάρη μας θλίψεις και οδύνες, «αντί της χαράς που βρισκόταν μπροστά της». Και συμμετείχε με τον Υιό της στην αισχύνη και στις ύβρεις και σε όλα όσα αποκάλυπταν τη φτώχεια, στην οποία ήρθε για χάρη μας. Και ανεχόταν το επάγγελμα του φαινομενικού πατέρα του (του Ιωσήφ), και μακροθυμούσε, παίρνοντας το μέρος του Υιοϋ της για τη δική μου σωτηρία. Κι όταν Εκείνος έκανε τα θαύματά του κι επανόρθωνε τη φύση, ήταν πάντα κοντά του. Κι όταν εκείνοι τους οποίους ευεργετούσε τον φθονούσαν και τον μισούσαν, η Παρθένος πονούσε μαζί του κι εδεχόταν τα βέλη του μίσους των. Αφού, κινούμενη από την υπερβολική φιλανθρωπία της, πρώτη αυτή παρότρυνε τον Υιό της προς αυτές τις ευεργεσίες, κι αυτό πριν ακόμη να έλθη η ώρα του —« ούπω ήκει η ώρα μου», είπε ο ίδιος—• πράγμα που φανερώνει καθαρά πόση παρρησία έδωκε στη μητέρα του, ώστε να μπορή να αλλάξη ακόμη και τα χρονικά όρια, που αυτός είχε καθορίσει.

Όταν πάλι χρειάσθηκε να υποφέρη για μας ο Σωτήρας και να πεθάνη, πόσο μεγάλες ήσαν οι οδύνες, με τις οποίες του συμπαραστάθηκε η Παρθένος! Τι βέλη την διαπέρασαν! Γιατί κι αν ο Υιός της ήταν μόνο άνθρωπος και τίποτε άλλο, τίποτε οδυνηρότερο δεν θα μπορούσε να πρόσθεση κανείς σε μια μητέρα. Αλλά τώρα είναι ο μόνος Υιός της, που τον έφερε στον κόσμο μόνη της, κατά τρόπο παράδοξο, που δεν λύπησε ποτέ ούτε την ίδια ούτε κανέναν από τους ανθρώπους, που τους ευεργέτησε, αντίθετα, όλους τόσο, ώστε να ξεπεράση όλες τις προσδοκίες τους. Τί λοιπόν συναισθήματα είναι φυσικό να είχε η Παρθένος, όταν έβλεπε τον Υιό της σε τόσο φοβερές οδύνες, αυτόν που ήταν ο ευεργέτης της ανθρώπινης φύσεως, «τον πράον, τον ταπεινόν τη καρδία», αυτόν που δεν υπήρξε ποτέ « ερίζων ουδέ κραυγάζων », τον οποίον κανείς ποτέ δεν μπορούσε να κατηγορήση για το παραμικρό, όταν τον έβλεπε να σέρνεται από εκείνα τα άγρια θηρία, να γυμνώνεται, να δέρνεται, να κρίνεται άξιος της χειρότερης καταδίκης, να πεθαίνη τον έξευτελιστικώτερο θάνατο μαζί με τους αμαρτωλότερους ανθρώπους, έξω από κάθε έννοια δικαιοσύνης και νόμου, όπως συμβαίνει σε τυραννικά καθεστώτα; Προσωπικά πιστεύω ότι τέτοια οδύνη ποτέ σε κανέναν άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξη. Γιατί, αν είναι ανάγκη να κλαίμε γι' αυτούς που αδικούνται, τίποτε δεν είναι τόσο άδικο, όσο ο θάνατος με τον οποίο πέθανε ο Σωτήρας. Μολονότι κανένας βέβαια δεν αδικήθηκε εξ ολοκλήρου ξεπληρώνοντας την ποινή, με την οποία καταδικάσθηκε, έστω κι αν ο ίδιος δεν ένοιωθε ενοχή για τίποτε από αυτά, για τα οποία καταδικάστηκε, γιατί ασφαλώς έπραξε εκείνα για τα οποία θα μπορούσε δίκαια να κατηγορηθή. Ενώ για το Σωτήρα, λέγει ο προφήτης ότι « αμαρτίαν ουκ εποίησεν ». Αν πάλι δεν επιτρέπεται να μη βασανιζώμαστε για τις συμφορές, που τυχαίνουν στους δικούς μας, είναι φανερό ότι κανείς ποτέ δεν είχε τόσο στενό δεσμό με άλλον άνθρωπο, όσο η Παρθένος με το Σωτήρα. Γι' αυτό την ώρα των Παθών κατέλαβε την Παρθένο θλίψη υπερβολική και απερίγραπτη, τέτοια που παραπλήσια ποτέ δεν ένοιωσε άνθρωπος. Γιατί αυτή είδε τη Σταύρωση σαν μητέρα, αλλά και σαν άνθρωπος με σωστή κρίση, σαν κάποιος που μπορεί να διακρίνη καθαρά την αδικία.

12. Έπρεπε βέβαια να λάβη μέρος σε καθετί που έκανε ο Υιός της για τη σωτηρία μας. Όπως του μετέδωκε το αίμα και τη σάρκα της κι έλαβε αμοιβαία μέρος στις δικές του χάριτες, κατά τον ίδιον τρόπο έλαβε μέρος και σε όλους τους πόνους και την οδύνη του. Κι αυτός βέβαια καρφωμένος στο σταυρό δέχθηκε στην πλευρά την λόγχη, ενώ διαπέρασε την καρδιά της Παρθένου ρομφαία, όπως ανήγγειλε ο αγιώτατος Συμεών. Με τον ίδιο τρόπο καί όλα τα άλλα μαρτύρια τα προξενούσαν οι « κύνες » εκείνοι από κοινού στον Υιό και στη μητέρα. Το ίδιο κι όταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τον κατηγορούσαν σαν αλαζόνα κι όταν τον ονόμαζαν πλάνο κι αγωνίζονταν ν' αποδείξουν την πλάνη του.

Έτσι, χάρις σ' αυτές τις ομοιότητες αυτή ήταν η πρώτη που έγινε «σύμμορφος» με το θάνατο του Σωτήρα και γι' αυτό έλαβε πριν από όλους μέρος και στην ανάστασή Του. Γιατί, όταν ο Υιός της διέλυσε την τυραννία του ’δη κι αναστήθηκε, τον είδε βέβαια και τον άκουσε και τον προέπεμψε, όσο ήταν δυνατόν, καθώς έφευγε για τον ουρανό και πήρε, μετά την Ανάληψη, τη θέση του ανάμεσα στους Αποστόλους και τους άλλους συντρόφους του, αυξάνοντας έτσι τις ευεργεσίες με τις όποιες Εκείνος ευεργέτησε την ανθρώπινη φύση, «αναπληρώνοντας», δηλαδή, πιο άξια από όλους «τα υστερήματα του Χριστού». Γιατί σε ποιόν άλλο μπορούσε όλα αυτά να ταιριάζουν παρά στη μητέρα;

Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε κι αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να πέραση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους.

13. Ποιος λόγος είναι αρκετός για να υμνήση, ω μακαρία, την αρετή σου, τις χάριτες που σου δώρισε ο Σωτήρας, αυτές που Συ δώρισες στην κοινωνία των ανθρώπων; Κανείς, έστω κι αν « λαλή τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων», όπως θάλεγε ο Παύλος. Προσωπικά μου φαίνεται ότι το να καταλαβαίνη κανείς και να διακηρύσση σωστά και όπως πρέπει τα μεγαλεία Σου αποτελεί τμήμα της αιώνιας μακαριότητας, που απόκειται στους δικαίους. Γιατί κι αυτά «οφθαλμός δεν τα είδε και αυτί ανθρώπινο δεν τα άκουσε» κι «ο κόσμος ολόκληρος δεν μπορεί να τα χωρέση », σύμφωνα με τον περιώνυμο Ιωάννη. Τα δικά Σου μεγαλεία ανήκουν μόνο στο χώρο εκείνο όπου ο ουρανός είναι καινός και η γη καινή, το χώρο που φωτίζεται από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, ο οποίος Ήλιος ούτε προηγείται ούτε έπεται από το σκοτάδι, εκεί όπου υμνητής των μεγαλείων Σου είναι ο ίδιος ο Σωτήρας και ’γγελοι αυτοί που χειροκροτούν. Σ' αυτόν μόνο πράγματι το χώρο μπορεί να Σου προσφερθή η υμνωδία που Σου αξίζει. Οι άνθρωποι είναι αδύνατον να ολοκληρώσουμε την ύμνησή Σου. Τόσο μόνο μπορούμε να Σε υμνήσουμε, όσο χρειάζεται για να αγιάσουμε τη γλώσσα και την ψυχή μας. Γιατί και μόνο ένας λόγος και μια ανάμνηση, που αναφέρεται σε κάποιο από τα δικά Σου μεγαλεία, ανυψώνει την ψυχή και κάνει καλύτερο το νου και μας μετατρέπει όλους από σαρκικούς σε πνευματικούς και από βέβηλους σε αγίους.

Αλλ', ω Παρθένε, Συ που είσαι κάθε αγαθό, καθετί που ξέρουμε σ' αυτή τη ζωή κι ό,τι θα μάθουμε, όταν αφήσουμε τον κόσμο! Ω Συ, που αρχίζοντας από τον εαυτό σου οδήγησες και τους άλλους προς τη μακαριότητα και την αγιωσύνη ! Ω σωτηρία των ανθρώπων και φως του κόσμου και οδός που οδηγεί στον Σωτήρα και θύρα και ζωή, Συ που είσαι αξία να ονομάζεσαι με όλα εκείνα τα ονόματα με τα όποια προσφωνήθηκε για τη σωτηρία που μας χάρισε ο Σωτήρας. Γιατί αυτός είναι ο αίτιος καί Συ η «συναίτιος» του δικού μου αγιασμού και όλων εκείνων τα οποία από το Σωτήρα δια μέσου Σου και των δικών Σου απήλαυσα μόνο' Αίμα δικό Σου είναι το αίμα που καθαρίζει τις αμαρτίες του κόσμου. Δικό Σου μέλος είναι το σώμα μέσα στο οποίο αγιάστηκα, μέσα στο οποίο βρίσκεται η Καινή Διαθήκη και κάθε ελπίδα σωτηρίας. Δικό Σου σπλάχνο είναι η βασιλεία του Θεού.

Ω Σύ Παρθένε, που είσαι ανώτερη από κάθε έπαινο κι από κάθε όνομα, που θα μπορούσε να σε χαρακτηρίση, δέξου αυτόν τον ύμνο μας και μην παραβλέψης την προθυμία. Και δώσε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ψάλλουμε κάπως καλύτερα τα μεγαλεία Σου και τώρα, σ' αυτή τη ζωή, και μετά από αυτήν, στην αιωνία. Αμήν.

«Εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε» ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - καθηγητού



Μέσα στην σωματική και πνευματική νωχέλεια του καλοκαιριού η Εκκλησία μας προβάλει, ως μια δροσερή νοητή όαση και πνευματική ανάταση, τη μεγάλη εορτή της Παναγίας μας. Το δεκαπενταύγουστο, ή όπως το ονομάζουν πολλοί «το Πάσχα του καλοκαιριού», αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού ενιαυτού. Η κορυφαία αυτή εορτή είναι  για ολόκληρη την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα για μας του Έλληνες, που ευλαβούμαστε τη Θεοτόκο κατά τρόπο ξεχωριστό, μια ευκαιρία να εκφράσουμε ολόθυμα την τιμή μας προς το ιερό Της πρόσωπο, κι αυτό διότι η προσωπική και εθνική μας ζωή είναι συνυφασμένη με την υψηλή σκέπη και προστασία της Μεγάλης Μάνας, του κόσμου. Μεγάλα προσκυνηματικά κέντρα της χάρης Της (Τήνος, Πάρος, Βέρμιο, κ.α.) θα γίνουν και φέτος πόλοι έλξης χιλιάδων πιστών. Ακόμα πλήθος άλλων ναών αφιερωμένοι στην σεπτή Της Κοίμηση θα πανηγυρίσουν λαμπρά και θα τιμήσουν όπως πρέπει την έξοδό Της από τον κόσμο και την είσοδό Της στην αιωνιότητα και την ατέρμονη δόξα.  
Τα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν αναφέρουν δυστυχώς τίποτε για την ζωή της Παναγίας μας μετά την Ανάσταση του Κυρίου και την Πεντηκοστή. Την σιωπή αυτή έρχεται να αναπληρώσει η ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία, όπως είναι γνωστό, μαζί με την Αγία Γραφή, αποτελεί την πηγή της πίστεώς μας. Η ευσέβεια, ο σεβασμός και αγάπη των πιστών της ιεροσολυμίτικης εκκλησίας προς την Θεοτόκο διέσωσαν ορισμένα στοιχεία της ζωής Της, τα οποία καταγράφηκαν αργότερα στα έργα των Πατέρων και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας.
Σύμφωνα με αυτά η Μητέρα του Κυρίου μας μετά την Ανάσταση του Κυρίου παρέμεινε ένα απλό, αλλά επίλεκτο μέλος της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Οι απόστολοι, οι ποιμένες και οι πιστοί της Εκκλησίας έτρεφαν απεριόριστη αγάπη και σεβασμό προς Αυτήν. Στους δύσκολους καιρούς του διωγμού των χριστιανών στην Παλαιστίνη (Πράξ.8:1) η Παναγία μας έγινε προφανώς ο μεγάλος παρήγορος αυτών. Πόσα χρόνια έζησε δεν γνωρίζουμε. Πάντως δεν πρέπει να γεύθηκε το επώδυνο γήρας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός την πήρε γρήγορα κοντά Του, πιθανότατα γύρω στα πενήντα Της χρόνια.
Όταν ήρθε η ώρα, λοιπόν, της εξόδου Της στάλθηκε και πάλι ο αρχάγγελος Γαβριήλ να της αναγγείλει την θέληση του Θεού και Υιού Της. Ενώ προσευχόταν στον οίκο Της στην Ιερουσαλήμ παρουσιάστηκε ο άγγελος και της προσέφερε ένα μικρό κλαδί φοίνικα και της είπε: «Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία. Σου φέρνω μήνυμα από τον Υιό Σου. Ήρθε η ευλογημένη ώρα να πας κοντά Του και να δοξαστείς όπως Σου ταιριάζει. Ετοιμάσου λοιπόν και σε τρεις ημέρες θα έρθει Εκείνος να πάρει την τίμια και αμόλυντη ψυχή Σου». Μετά από αυτό και αφού συνήλθε από την οπτασία, χάρηκε πολύ και κίνησε βιαστικά να ανέβει στο αγαπημένο Της Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, εκεί που προσευχήθηκε για τελευταία φορά ο Υιός Της πριν από το πάθος Του. Συνήθιζε να ανεβαίνει συχνάκαι να προσεύχεται εκεί.
Ανηφορίζοντας το μονοπάτι συνέβη το απροσδόκητο: Τα δένδρα και οι θάμνοι του δρόμου έγερναν και την προσκυνούσαν! Η άψυχη και άλογη κτίση, όπως είχε εναντιωθεί την ώρα του σταυρικού πάθους του Κυρίου και Υιού Της, τώρα αποκτά ξανά κρίση και συναίσθημα και προσκυνά την Βασίλισσα του κόσμου! Κατευθύνθηκε στο σημείο εκείνο του κήπου που είχε προσευχηθεί και ο Κύριος. Γονάτισε ταπεινά, ύψωσε τα σεπτά της χέρια και ατένισε τον ουρανό και αφού ευχαρίστησε το Θεό τον παρακάλεσε για την σωτηρία του κόσμου.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της προσευχής Της ένα ουράνιο φως Την έλουζε. Το τίμιο και άγιο πρόσωπό Της έλαμπε από θεία ενέργεια.
Μετά γοργά γύρισε στον οίκο Της και άρχισε να ετοιμάζει τα απαραίτητα της κηδείας Της. Μάζεψε επίσης τους συγγενείς και πιστούς φίλους και φίλες Της και τους ανακοίνωσε την θέληση του Κυρίου να την καλέσει κοντά Του. Εκείνοι όταν το άκουσαν ξαφνιάστηκαν και άρχισαν να θρηνούν το χωρισμό της Μητέρας του Κυρίου. Εκείνη τους παρηγόρησε λέγοντάς τους πως αυτή είναι η θέληση του Θεού και πως από την θέση Της στον ουρανό θα πρεσβεύει πάντοτε για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Για παρηγοριά τους δώρισε δύο από τα φορέματά Της, την σκέπη (το μαντίλι της κεφαλής) και την εσθήτα Της, τα οποία αποτέλεσαν κατόπιν από τους πολυτιμότερους θησαυρούς της Εκκλησίας μας!   
Την Τρίτη ημέρα μετά την επίσκεψη του αρχαγγέλου, η Κυρία Θεοτόκος αφού ντύθηκε μόνη Της τα νεκρικά Της ενδύματα, κάλεσε και πάλι τους φίλους Της και ξάπλωσε ήρεμα στην κλίνη Της. Τότε συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός: Μια δυνατή βοή ακούστηκε στον σπίτι Της, μια φωτεινή νεφέλη το κάλυψε. Πάραυτα μεταφέρθηκαν σε νεφέλες από τα πέρατα της οικουμένης οι άγιοι Απόστολοι προκειμένου να παραβρεθούν στην έξοδό Της. Κατά τον ίδιο τρόπο μεταφέρθηκε επίσης ο απόστολος Παύλος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο άγιος Ιερόθεος, πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, ο άγιος Τιμόθεος και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας. Η Κυρία Θεοτόκος, αφού χαιρέτισε και ευλόγησε όλους, παρέδωσε την αγία ψυχή Της στα χέρια του Υιού Της ο Οποίος κατέβηκε από τον ουρανό για να την παραλάβει ο Ίδιος.
Οι συγκεντρωμένοι απόστολοι, οι προεστοί της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ο πιστός λαός άρχισαν να ψάλλουν εξόδιους ύμνους στην Θεομήτορα. Ταυτόχρονα ακούστηκε να συμψάλλει στρατιά αγγέλων από τον ουρανό! Η ουράνια μελωδία ακούστηκε σε ολόκληρη την πόλη. Φόβος και έκσταση κατέλαβε τους κατοίκους της αγίας πόλεως. Μόνο οι σκληρόκαρδοι και φθονεροί Ιουδαίοι δεν συγκινήθηκαν από αυτό το θαυμαστό γεγονός.
Μετά σχηματίσθηκε νεκρική πομπή η οποία κατευθυνόταν στο χωριό Γεθσημανή, όπου θα θάπτονταν το τίμιο σκήνωμά Της. Οι θρήνοι του πιστού λαού, που είχε χάσει την Μάνα του, έσμιγαν με τις ψαλμωδίες των αποστόλων. Στα ιλαρά πρόσωπά τους κυλούσαν δάκρυα λύπης και χαράς.
Πριν φτάσουν στον τόπο της ταφής έφτασαν φανατικοί Ιουδαίοι και θέλησαν να βεβηλώσουν την έξοδο της Μητέρας του Ιησού, τον Οποίο μισούσαν θανάσιμα. Με ύβρεις, απειλές και λοιδορίες προκαλούσαν την σεμνή ομήγυρη. Κάποιος από αυτούς είχε την αναίδεια να πλησιάσει το σεπτό φέρετρο της Θεοτόκου, με σκοπό να ρίξει στο έδαφος το άγιο σκήνωμα. Μόλις τόλμησε να αγγίξει το στολισμένο με μυρωδάτα άνθη νεκροκρέβατο, πάραυτα κόπηκαν και τα δυο του χέρια και έμειναν κολλημένα σε αυτό. Ταυτόχρονα έχασε και το φως του! Τότε κατάλαβε την ασεβέστατη και αισχρότατη πράξη του και με φωνές γοερές δήλωνε την μετάνοιά του και παρακαλούσε την Παναγία να τον λυπηθεί και να τον θεραπεύσει. Και ω του θαύματος, ο άνθρωπος εκείνος θεραπεύτηκε αμέσως! Κατόπιν ομολόγησε την ανομία και την απιστία του και έγινε χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια ακολουθούσε και αυτός την ιερή πομπή. Αντίθετα οι άλλοι σύντροφοί του παρέμειναν ψυχροί και αμετανόητοι μπροστά στο μεγάλο θαύμα της Θεομήτορος!
Εκεί στο ήσυχο χωρίο Γεθσημανή έγινε η κήδευση του άχραντου λειψάνου της Παναγίας μας. Το θεοδόχο σώμα Της, τέθηκε σε περιποιημένο μνημείο, που ετοίμασαν οι Χριστιανοί της αγίας πόλεως. Με λυγμούς και δάκρυα οι άγιοι απόστολοι και οι άλλοι Χριστιανοί σφράγισαν το μνημείο και αποχώρησαν.   
Η ευσεβής παράδοση της Εκκλησίας μας αναφέρει πως μετά την ταφή και αφού πέρασαν τρεις ημέρες, έφτασε στην Γεθσημανή αργοπορημένος ο απόστολος Θωμάς από τις μακρινές Ινδίες, όπου έκανε ιεραποστολή.  Ζήτησε επίμονα, με δάκρυα στα μάτια και λύπη πολύ, να του ανοίξουν τον τάφο για να δει και να προσκυνήσει για τελευταία φορά το τίμιο σκήνωμα της αγαπημένης Μητέρας του Δασκάλου του. Μπροστά στην επιμονή του οι άλλοι απόστολοι άνοιξαν τον τάφο και, ω του θαύματος, ο τάφος ήταν κενός, ο Κύριος μετέστησε το πάνσεπτο σώμα Της στον ουρανό, ώστε να μην γευτεί την φυσική φθορά. Η αργοπορία το Θωμά χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία ως οικονομία του Θεού, για να γίνει γνωστή η μετάσταση της Κυρίας Θεοτόκου! Ο κενός τάφος Της στην Γεθσημανή αποτελεί μέχρι σήμερα πηγή αγιασμού των μυριάδων πιστών που τον επισκέπτονται κάθε χρόνο και τεκμήριο της μετάστασής Της στον ουρανό.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ                                                
Η ιερή μνήμη της Κοιμήσεώς της Παναγίας μας είναι, όπως είπαμε, μια καλή ευκαιρία να εκδηλώσει ο ευσεβής λαός των πιστών την αγάπη, τον σεβασμό, και την ευγνωμοσύνη του προς Αυτήν, η Οποία όντας άνθρωπος, αξιώθηκε να γίνει το τιμιότατο θείο δοχείο, το ιερότατο σκεύος, ώστε να δεχτεί τον άπειρο Θεό στο καθαρότατο σαρκίο Της, να κυοφορήσει τον άναρχο και αναλλοίωτο Θεό στην τίμια γαστέρα Της, να θρέψει τον απόλυτα αυτάρκη Θεό από τα παρθενικά Της αίματα, να κρατήσει στα σεπτά Της χέρια τον «αχώρητον παντί».
Το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία μας, μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Εκλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, αμέτρητων γενεών, ως η καθαρότερη και αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, προκειμένου να γίνει Θεοτόκος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό του τον μονογενή και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία. Στο ιερό πρόσωπο Εκείνης έγινε η μεγάλη συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Μέσα στο πάναγνο σώμα Εκείνης έγινε η μεγάλη καταλλαγή (Εφεσ.2:16) και από αυτό  ξεκίνησε η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, η αναδημιουργία και η θέωση του πεπτωκότος ανθρώπου.
Ο μεγάλος Πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας  Ειρηναίος (+199) παραλλήλισε και σύγκρινε  την Θεοτόκο με την προμήτορα του ανθρωπίνου γένους, την Εύα, ώστε να δείξει τη διαφορά μεταξύ τους. Η παρθένος Εύα δεν έκαμε καλή χρήση των θείων δωρεών και δυνατοτήτων, που είχε λάβει από το Θεό, αλλά τα χρησιμοποίησε για το κακό και την καταστρατήγηση του θείου θελήματος. Η αιτία και η ρίζα της ανταρσίας αυτής υπήρξε ο εγωισμός και η έπαρση. Αν εκείνη υπήρξε φορέας της αλαζονείας, η Παναγία υπήρξε το πρότυπο της υπακοής και της ταπείνωσης.   Ο ιερός πατήρ τονίζει πως «... η Εύα (έπρεπε) να αποκατασταθή εν τη Μαρία, ίνα μια παρθένος να γίνη συνηγόρος άλλης παρθένου και να εξαλήψη την ανυπακοήν της πρώτης δια της παρθενικής υπακοής» (Ειρ. Επιδ. Αποστ. Κηρύγματος 32,33). Επίσης ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (+ 386) έγραψε πως «Δια παρθένου της Εύας ήλθεν ο θάνατος, έδει δια παρθένου, μάλλον δε εκ παρθένου φανήναι την ζωήν» (Κυρίλ. Ιερ. Κατηχ. 12,ιε΄ ). Η ευλογημένη ρήση Της προς τον άγγελο του ευαγγελισμού «ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1: 38) αποτελεί σαφώς την πεμπτουσία της συμβολής Της στο έργο της εν Χριστώ σωτηρίας του κόσμου.
Το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα, στο οποίο αποκαταστάθηκε η ανθρώπινη φύση στην αρχαία προπτωτική της μορφή και ωραιότητα, υπήρξε η Θεοτόκος. Με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος κατά τον Ευαγγελισμό (Λουκ.1: 35) καθαρίστηκε  από τον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος, τον οποίο έφερε και Αυτή εκούσα, ως μέτοχος της ανθρώπινης φύσεως, καθιστώντας Την πλέον άμωμη κηλίδος ώστε, να δεχτεί στα αγνά σπλάχνα Της το «πυρ της θεότητος » και να μην καεί. Από τότε έγινε η «Κεχαριτωμένη», η αγιοτέρα ύπαρξη μετά τον Τριαδικό Θεό. Στο πρόσωπό Της έγινε η απαρχή της λυτρώσεως του κόσμου και της θεώσεως του ανθρώπου.
Η συμβολή της Παναγίας μας κατά τη διάρκεια του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού υπήρξε τεράστιο. Βρισκόταν συνεχώς πλάι στον Λυτρωτή μας, από τη Γέννηση ως το Πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Δοκίμασε, ως μητέρα, τις πίκρες των παθημάτων του Θείου Γιου της, με αποκορύφωμα εκείνη του σταυρικού θανάτου Του. Ένοιωσε κοντά Του την αγωνία Εκείνου για την υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου . Σύμφωνα επίσης με την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησία μας Αυτή ήταν που εμψύχωνε τους διωκόμενους πρώτους χριστιανούς της νεαράς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Κοντολογίς η επί γης ζωή της Παναγίας μας υπήρξε ένας συνεχής αγώνας και προσφορά για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο πιστός λαός του Θεού, γι’ αυτό αποδίδει στη Θεοτόκο, από την αρχαιότητα ως σήμερα, ύψιστη τιμή, τη μεγαλύτερη, μετά τον Τριαδικό Θεό. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, πως μόνο η Ορθοδοξία μας αποδίδει την δέουσα τιμή στην Μητέρα του Κυρίου μας.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου είναι αφιερωμένο στην Παναγία μας.  Οι Ορθόδοξοι πιστοί, συμμετέχουμε καθημερινά στις ακολουθίες των υπέροχων Παρακλητικών Κανόνων, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε. Τρέχουμε με δάκρυα στα μάτια να εναποθέσουμε σε Αυτή τις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής μας, Την παρακαλούμε με ζέση ψυχής να ελαφρώσει τον βαρύ ζυγό μας, διότι πιστεύουμε ακράδαντα πως η γλυκιά Θεομάνα και μετά την σεπτή Της Κοίμηση συνεχίζει να αγαπά και να νοιάζεται για μας τους ανθρώπους. Μέσα στη μεγάλη καρδιά Της υπάρχει χώρος για τον κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους αμαρτωλούς και ασεβείς , ακόμα και για τους υβριστές Της! Η μακάρια θέση Της κοντά στον Υιό Της και Θεό μας Ιησού Χριστό, της δίνει την ευχέρεια να προσεύχεται για τον καθένα μας, για κάθε μας πρόβλημα. Τα αποτελέσματα των βοηθειών Της είναι απτά. Γι’ αυτό ψάλλουμε στον περίφημο Μικρό Παρακλητικό Κανόνα προς Αυτήν: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως»

Τυπικόν της 10ης Aὐγούστου 2012



Παρασκευή: Τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Λαυρεντίου. 
Ξύστου, Ἐπισκόπου Ρώμης, τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν.
 
undefined
Ἀπόστολος: 
Τῆς ἡμέρας· Παρασκευῆς ι΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. α΄ 12-20).
Εὐαγγέλιον: 
Ὁμοίως· Παρασκευῆς ι΄ ἑβδομάδος Ματθαίου (Ματθ. κβ΄ 23-33).
Τῷ ἑσπέρας τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ Μικρός Παρακλητικός Κανών.
Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκιον: 
Τῆς Ἑορτῆς· «Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει...», ἅπαξ.
 

http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/08/1484.html




• Ἡ Παναγία συλλαμβάνεται, ὡς καρπὸς προσευχῆς, ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, τοὺς γονεῖς της, ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως (διότι, ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ γηραιά, ὅταν συνέλαβε). Ἡ Σύλληψις τῆς Παναγίας εἰς τὴν κοιλίαν τῆς ἁγίας Ἄννης ἑορτάζεται τὴν 9ην Δεκεμβρίου.
• Ἡ Παναγία γεννᾶται, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὸ ἔτος 16 π.Χ. Τὸ Γενέθλιον τῆς Παναγίας ἑορτάζομε τὴν 8ην Σεπτεμβρίου.
• Εἰς ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς της τὴν ἀφιερώνουν εἰς τὸν Θεόν, καὶ τὴν παραδίδουν εἰς τὰ χέρια τοῦ προφήτη Ζαχαρία, ἀρχιερέα, τότε, τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, καὶ πατρὸς, μετέπειτα, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ ὁποῖος τὴν είσάγει, θείᾳ νεύσει, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἑορτάζεται τὴν 21ην Νοεμβρίου.
• Ἐκεῖ, ἡ Παναγία, περέμεινε ἔγκλειστη δώδεκα χρόνια, ἕως ὅτου ἔγινε ἡλικίας 15 ἐτῶν. Καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἐτρέφετο, καθημερινῶς μὲ οὐράνιο ἄρτο, διὰ χειρὸς τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἔζη ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, καὶ ἦτο ἀφιερωμένη εἰς ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχήν.
• Εἰς ἡλικίαν 15 ἐτῶν, τὴν ἐξάγει, θείᾳ νεύσει, ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὴν μνηστεύει, παραδίδοντάς την πρὸς προστασίαν, μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου ἡ νόμιμη σύζυγος εἶχε ἀποθάνει, καὶ μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε ἀποκτήσει υἱοὺς καὶ θυγατέρας. Ὁ Ἰωσήφ, παραλαμβάνει τὴν Παναγία καὶ τὴν ἐγκαθιστᾶ εἰς τὸν οἶκον του εἰς τὴν Ναζαρέτ.
• Ἐκεῖ, μετὰ 4 μῆνες ἀπὸ τὴν ἄφιξή της, καὶ 6 μῆνες ἀπὸ τὴ Σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου εἰς τὴν γηραλέα μήτρα τῆς Ἐλισάβετ, λαμβάνει χώραν ὁ Εὐαγγελισμός της, ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ (Λουκ., α’ 26-27). Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Παναγίας ἑορτάζεται τὴν 25ην Μαρτίου.
• Ταυτόχρονα, μετὰ τὴν συγκατάθεσή της εἰς τὸ μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου, λαμβάνει χώραν καὶ ἡ ἄσπορος καὶ ἄφραστος Σύλληψις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Παναγίας (Λουκ., α’ 38).
• Ἀμέσως μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό της, ἡ Παναγία μεταβαίνει εἰς τὴν πνευματική της μητέρα, τὴν Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ ὁποία ἐκατοικοῦσε εἰς τὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας, καὶ παραμένει μαζί της τρεῖς μῆνες, μέχρις ὅτου ἡ Ἐλισάβετ γεννήση τὸν Τίμιο Πρόδρομο (τότε, ἡ Ἐλισάβετ ἦτο ἔγκυος 6 μηνῶν) (Λουκ., α’ 39 καὶ 56).
• Ὅταν ἡ Παναγία ἦτο ἔγκυος 9 μηνῶν τὸν Χριστόν, μεταβαίνει, μὲ τὸν μνήστορα Ἰωσήφ, εἰς τὴν Βηθλεέμ, γιὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ (Λουκ., β’ 3-4).
• Ἐκεῖ, εἰς τὴν Βηθλεέμ, γεννᾶ ἡ Παναγία τὸν Χριστόν, μέσα εἰς τὴν φάτνη, ἀφθόρως καὶ χωρὶς λοχείαν, ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως (Λουκ., β’ 7). Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται τὴν 25ην Δεκεμβρίου. Ἐκεῖ, ἔρχονται καὶ προσκυνοῦν τὸν Χριστὸν οἱ ποιμένες τῶν προβάτων (Λουκ., β’ 16).
• Μακρυά, τώρα, εἰς τὴν Περσία, μόλις ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἐφάνη ἕνας παράξενα κινούμενος ἀστέρας εἰς τὸν οὐρανό. Παρατηρήσαντες αὐτόν, οἱ μάγοι, ξεκίνησαν καὶ τὸν ἠκολούθησαν μέχρι τὴν Ἰουδαία, τὰ Ἱεροσόλυμα (Ματθ., β’ 1-2). Τὸ ταξείδι αὐτὸ, διήρκεσε περίπου δύο χρόνια.
• Ἐν τῷ μεταξύ, μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, παρέμειναν, ἡ Παναγία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Ἰωσήφ, εἰς τὴν Βηθλεὲμ, μέχρις ὅτου συνεπληρώθησαν οἱ νομικὲς ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ της (Λουκ., β’ 22).
• Ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Γέννησιν, λαμβάνει χώρα, εἰς τὴν Βηθλεέμ, ἡ Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ. Τότε, ἔλαβε ὁ Χριστὸς τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» (δηλ. «Σωτὴρ») (Λουκ., β’ 22). Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται τὴν 2αν Φεβρουαρίου.
• Μετὰ τὴν Ὑπαπαντή, ὁδηγεῖ, ὁ Ἰωσήφ, τὴν Παναγία μὲ τὸν Χριστὸ, εἰς τὸν οἶκον του, εἰς τὴν Ναζαρέτ.
• Μετὰ παρέλευσιν δύο ἐτῶν, μεταβαίνουν, ὡς εἶχε συνήθειαν ὁ Ἰωσήφ, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ νομικοῦ Πάσχα (Λουκ., β’ 41).
• Μετά, ἢ πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μεταβαίνουν εἰς τὴν Βηθλεέμ, γιὰ λίγες ἡμέρες, ὅπου διαμένουν εἰς κάποιαν οἰκίαν.
• Ὅταν οἱ μάγοι ἔφθασαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἠρώτησαν ποῦ εὑρίσκετο ὁ Χριστός (Ματθ., β’ 1). Ὁ Ἡρώδης τοὺς ἀποστέλλει εἰς τὴν Βηθλεέμ (Ματθ., β’ 8-9).
• Ἐκεῖ, εἰς τὴν Βηθλεέμ, ὁ ἀστέρας τοὺς ὁδηγεῖ ἀκριβῶς εἰς τὴν οἰκία, ὅπου εὑρίσκοντο ἡ Παναγία μὲ τὸν Χριστὸν, τὸν ὁποῖον οἱ μάγοι προσκυνοῦν, ὡς Θεὸν καὶ Βασιλέα, μέσα εἰς τὴν οἰκίαν αὐτήν (Ματθ., β’ 9 καὶ 11).
• Ὅταν οἱ μάγοι ἀνεχώρησαν, ἀναχωροῦν, ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστὸν, γιὰ τὴν Αἴγυπτο, τὴν νύκτα τῆς ἰδίας ἡμέρας (Ματθ., β’ 14).
• Μετὰ μερικὲς ἡμέρες, ὁ Ἡρώδης ἀποστέλλει στρατιῶτες εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ πέριξ, καὶ σφάζει τὰ νήπια (Ματθ., β’ 16).
• Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστὸ, παρέμειναν εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἕως ὅτου ἀπέθανεν ὁ Ἡρώδης (Ματθ., β’ 19). Ἐκεῖ, ἔμειναν τρία ἔτη, εἰς τὴν Ἡλιούπολιν τῆς Μέμφιδος.
• Μετά, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὅπου παρέμειναν μόνιμα, μέχρις ὅτου ὁ Χριστὸς ἔγινε τριάκοντα ἐτῶν ἡλικίας (Ματθ., β’ 23, Μάρκ., α’ 9, Λουκ., β’ 51 καὶ γ’ 23).
• Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, ἤρχοντο κατ’ ἔτος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα (Λουκ., β’ 41).
• Μετὰ τὴν Βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ Παναγία ἠκολούθει τὸν Χριστόν, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὶς Μυροφόρες, καὶ Τὸν διακονοῦσε μέχρι καὶ τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ταφήν Του (Ματθ., κζ’ 55-56, Μάρκ., ιε’ 40-41, Λουκ., κγ’ 49, καὶ Ἰωάν., β’ 12 καὶ ιθ’ 25-26).
• Μετὰ τὴν Σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ, παρέλαβε τὴν Παναγία ὁ ἀπὸστολος Ἰωάννης, ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστής, εἰς τὸν οἶκον του, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ (Ἰωάν., ιθ’ 27), μετὰ τὴν ἀνάθεσιν τῆς προστασίας της εἰς αὐτόν, ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν., κ’ 27). Αὐτὸς ὁ οἶκος ἦταν ἡ μόνιμη κατοικία της, μέχρι τὴ μακαρία της Κοίμηση.
• Μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, πρώτη ἡ Παναγία, μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, εἶδε τὸν ἀναστάντα Χριστὸν (Ματθ., κη’ 1, Μάρκ., κστ’ 1, Λουκ., κδ’ 10), καὶ ἠσπάσθη τοὺς πόδας Αὐτοῦ.
• Κατὰ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Παναγία εὑρίσκετο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
• Κατὰ τὴν Πεντηκοστήν, πάλιν, ἡ Παναγία, εὑρίσκετο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς ἑβδομήκοντα.
• Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει, ὅτι ἡ Παναγία μετέβη εἰς τὴν Κύπρον ὡς καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή της.
• Ἡ Παναγία ἐκοιμήθη εἰς ἡλικίαν 59 ἐτῶν. Ἐτάφη εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ, εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀπὸ ὅπου ἀνέστη τριήμερος, καὶ ἀμέσως ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς, μὲ τὸ σῶμα της, ὅπως καὶ ὁ Χριστός.

Β’. Γενεαλογικὸν δένδρον τῆς Θεοτόκου Μαρίας



Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ ἦτο πρῶτος ἐξάδελφος τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἦτο πρώτη ἐξαδέλφη τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦτο δεύτερος ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε ἓξ μῆνες διαφορὰ ἡλικίας. Ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐνομίζετο ἀνεψιὸς τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἐνομίζετο υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς τῆς κόρης τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, τῆς Σαλώμης, ἡ ὁποία ἦτο ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ἡ ἁγία Ἐλισάβετ, ὅταν ἐγέννησε τὸν Τίμιον Πρόδρομον, ἦτο τουλάχιστον 90 ἐτῶν. Ἡ Θεοτόκος Μαρία, ὅταν ἐγέννησε τὸν Χριστὸν, ἦτο 16 ἐτῶν. Ἄρα, ἡ ἁγία Ἐλισάβετ ἦτο μεγαλύτερη τῆς Θεοτόκου κατὰ τουλάχιστον 74 ἔτη. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ ἁγία Ἄννα, κατὰ τὸ γῆρας αὐτῆς, ἐπίσης, ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως.
Καὶ τοῦτο, διότι, ἀφοῦ ἡ ἁγία Ἐλισάβετ ἦτο ἀνεψιὰ τῆς ἁγίας Ἄννης, καὶ ἦτο τουλάχιστον 74 ἐτῶν ἡλικίας ὅταν ἐγεννήθη ἡ Θεοτόκος, ἕπεται, ὅτι, μᾶλλον, καὶ ἡ ἁγία Ἄννα, ἡ θεία της, ἦτο καὶ αὐτὴ πολὺ μεγάλης ἡλικίας, ὅταν ἐγέννησε τὴν Θεοτόκον. (Ἡ ἁγία Ἄννα πρέπει νὰ ἦτο 60 ἐτῶν ἡλικίας, ὅταν ἐγέννησε τὴν Θεοτόκον).
Δηλαδὴ καὶ ἡ Θεοτόκος, καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἐγεννήθησαν ἀπὸ στεῖρες καὶ γηραλαῖες μῆτρες, ὑπὲρ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ὄντες καρποὶ προσευχῆς καὶ εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ.

Περιοδικόν «Θεοδρομία»
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011

 Μοναχὸς Δαμασκηνὸς Ἁγιορείτης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ – ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟΝ ΑΥΤΗΣ ΔΕΝΔΡΟΝ
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...