Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 11, 2012

Κυριακή Ι' Ματθαίου- Τα κατά την λογικήν του Θεού συμβαίνοντα (Αποστολικό Ανάγνωσμα) Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου



Α΄ Κορινθίους δ΄ 9-16
ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΝΤΑ
    Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κατά τόν θεῖο ἀπόστολο Παῦλον δέν ἔχουν τήν ἴδια λογική μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἁμαρτίας. Διαφέρει ἡ λογική τους. Διαφέρει ἡ συμπεριφορά τους. Διαφέρει ὁ τρόπος ἐνεργείας τους. Καί ὄχι μόνο διαφέρει ἀλλά εἶναι καί ἀντίθετος. Ἀναιρεῖ τήν λογική τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ ἀνθρώπινη λογική τοῦ Θεοῦ.
Μερικά τέτοια παραδείγματα μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα.
Κατά τήν λογική τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει δύναμη. Θαυμάζονται οἱ ἄνθρωποι πού διαθέτουν ἐξουσία, πού εἶναι οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς κοινωνίας, μιᾶς διεφθαρμένης κοινωνίας. Θεωροῦνται ἐπιτυχημένοι ὅσοι ἔκαναν περιουσία, ὅσοι ἀπέκτησαν ὑλικά ἀγαθά, ὅσοι ἔκαναν ἐπιχειρήσεις. Δόξα καί πλοῦτος. Ἐξουσία καί δύναμη. Σοφία καί ἔπαρση. Αὐτά εἶναι τά ἀγαθά πού θαυμάζουν καί ὀρέγονται οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας.
Κι ὅμως κατά τήν λογική τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτά εἶναι τιποτένια, μηδαμινά, ἀσήμαντα ἴσως καί ἐπιζήμια. Γιά τόν Θεό ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμη. Γιά τόν Θεό σοφία θεωρεῖται ἡ γνώση τῶν μυστηρίων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν Θεό θεωρήσαι ἀσήμαντος, ἄγνωστος, ἀδύναμος, ἀνίσχυρος, δέν εἶναι ὑποτιμητικό.

Γιά τό Θεό περιφρόνηση θεωρεῖται ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐγωϊσμός θεωρεῖται ἀδυναμία, ὁ πλοῦτος δυσκολία, ἡ κοσμική ἐξουσία τυραννία, τά ἀξιώματα μάταια.
Γιά τόν Θεό θεωρεῖται ἄτιμο ἡ κλοπή, ἡ πλεονεξία, ἡ ματαιοδοξία, ἡ χλιδή, ἡ ἐπίδειξη δυνάμεως καί πλούτου. Ἀποστρέφεται τούς τρυφώντες στίς ἠδονές καί ἀπολαύσεις. Τό ἀληθινό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στήν δύναμη τοῦ ἀνθρώπου νά ἀγαπᾶ, νά ταπεινώνεται, νά θυσιάζεται, νά μακροθυμεῖ.
Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας θεωρεῖ ντροπή τήν πείνα, τήν δίψα, τήν στέρηση. Δέν θέλει νά εἶναι κακοντυμένος. Δέν ἀνέχεται νά τόν περιφρονοῦν, νά τό ποδοπατοῦν. Θεωρεῖ ἀνωτέρους του ἐκείνους πού κερδίζουν χωρίς νά κοπιάζουν. Εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ καπάτσοι, οἱ καταφερτζῆδες πού ξέρουν νά ἐλίσσονται μέσα στό βοῦρκο τῆς ζωῆς αὐτῆς. Κι ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι βδελυκτά κατά τόν Θεό. Γιά ὅλα αὐτά πρέπει νά ντρέπεται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ντρεπόταν ὅταν ἔγραφε στούς Κορινθίους «Ἕως αὐτή τήν στιγμή καί πεινᾶμε καί διψᾶμε. Εἴμαστε κακοντυμένοι, δεχόμαστε ραπίσματα, διάγομεν βίον πλανώδιον, κοπιάζουμε ἐργαζόμενοι μέ τά ἴδια μας τά χέρια».
Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας ἀπέχουν ἀπ’ αὐτήν τήν λογική βασανίζονται στήν ζωή τους, ταλαιπωροῦνται γιατί δέν εἶναι συμβιβαζόμενοι μέ τήν στέρηση, τήν ἐγκράτεια, τήν λιτότητα τοῦ βίου, τόν τόπο τῆς ἐργασίας.
Κι ὅμως αὐτά εἶναι ἐπαινετά ἀπό τόν Θεό καί ἀξιοζήλευτα. Ὅσοι μπόρεσαν καί τά ἐπέτυχαν δοξάσθηκαν ἀπό τόν Θεό καί τιμήθηκαν πλήρως καί ὑψώθηκαν στήν βασιλεία του.
Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας θεωρεῖ λογικό καί φυσικό νά ἀνταποδώσει στήν ὕβρη, ὕβρη· στόν διωγμό, διωγμό· στήν συκοφαντία, πόλεμο· στήν περιφρόνηση, περιφρόνηση· στήν κακία, κακία. Ὅποιος δέν μπορέσει νά συμπεριφερθεῖ ἔτσι θεωρεῖται ἀδύναμος, βλάκας, ἀνίσχυρος, παιχνίδι στά χέρια τῶν ἔξυπνων. Ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ τήν τακτική τῆς πιό πάνω λογικῆς γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἁμαρτίας δέν ἀξίζει νά ζεῖ ἀνάμεσά τους.
Κι ὅμως οὔτε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι ἀκολούθησαν αὐτήν τήν τακτική, αὐτήν τήν λογική. Ἐμεῖς γράφει ὁ Ἀπόστολος καί τό ἀκούσαμε σήμερα ὅταν μᾶς βρίζουν εὐλογοῦμεν, ὅταν μᾶς διώκουν δείχνουμε ἀνοχή, ὅταν μᾶς συκοφαντοῦν, μιλᾶμε εὐγενικά.
Μιά τέτοια συμπεριφορά οἱ ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας τήν θεωροῦν ἀσήμαντη. Κι ὅμως γιά τόν Θεό πιό μεγάλο κατόρθωμα πιό δύσκολο πρᾶγμα θεωρεῖται νά νικᾶς τήν κακία μέ τό ἀγαθό. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ὑπερύψωσε πρῶτον ἀπ’ ὅλους τόν Ἰησοῦ Χριστό γιατί κατόρθωσε αὐτά τά δύσκολα καί θαυμαστά ἔργα καί ἔπειτα ὅλους ὅσους ἀκολούθησαν τήν λογική αὐτή καί τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κανείς δέν θεωρήθηκε σπουδαῖος καί ἄξιος νά τιμηθεῖ ἀπό ἐκείνους πού στό μῖσος ἀπάντησαν μέ μῖσος, στήν συκοφαντία μέ συκοφαντία στήν ἀπάτη μέ ἀπάτη. Ἀντίθετα θεωρήθηκαν μεγάλοι ὅσοι ὑπέμειναν διωγμούς, ὅσοι ἀνέχθηκαν τήν προπέτεια καί τό θράσος, ὅσοι ἐσυγχώρησαν, ὅσοι ξέχασαν ὅ, τι κακό τούς ἔκαναν οἱ συνανθρωποί τους.
Ἀδελφοί μου
Σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἐδίδαξε μέ ποιό πνεῦμα ζοῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό Πνεῦμα ἀναδεικνύει τούς κατά Θεόν μεγάλους δυνατούς σοφούς ἀνθρώπους πού ἀξίζουν τόν ἔπαινο του καί τά ἀγαθά του.
Ἄς ἀποκτήσουμε αὐτό τό πνεῦμα καί ἄς ζήσουμε μέ αὐτό. Εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ

Άπιστη καί διεστραμμένη γενιά. Ναυπάκτου Ιερόθεος:«..όταν θεολογούν, έξω από την εκκλησιαστική, πατερική παράδοση, ..προσφέρουν την «θεολογία των παθών» τους».




Κυριακή Ι' Ματθαίου
Άπιστη καί διεστραμμένη γενιά
 Τό σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στήν θεραπεία τού σεληνιαζομένου νέου πού έγινε από τόν Χριστό. Στόν λόγο τού πατέρα τού νέου αυτού ότι δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν οι Μαθητές Του, ο Χριστός απάντησε: «ώ γενεά άπιστος καί διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ', 17). Μέ τόν λόγο αυτόν ο Χριστός συνδέει τήν απιστία μέ τήν διαστροφή καί κατ’ επέκταση τήν πίστη μέ τήν ορθότητα τού ήθους καί τής ζωής.
Πράγματι, συνδέεται πολύ στενά η πίστη μέ τήν όλη ζωή τού ανθρώπου. Όταν κανείς πιστεύη στόν Θεό, προσαρμόζεται σέ αυτήν τήν κατάσταση καί τό ήθος του καί η εν γένει κοινωνική του συμπεριφορά είναι σέ ορθή κατεύθυνση. Δέν είναι δυνατόν νά πιστεύη κανείς στόν Θεό, νά δέχεται τήν διδασκαλία Του, νά Τόν θεωρή δημιουργό του, πού τόν αγαπά, νά πιστεύη ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος γιά νά τόν σώση, νά διαβάζη τήν Αγία Γραφή καί νά μή διαποτίζεται η ζωή του από τόν ευαγγελικό λόγο. Δέν είναι δυνατόν νά αισθάνεται κανείς τήν αγάπη τού Θεού καί όμως αυτός νά μήν ανταποκρίνεται σέ αυτήν τήν αγάπη καί νά μήν αγαπά τόν Θεό καί τούς ανθρώπους. Πάντοτε, αυτό πού κυριαρχεί στόν διανοητικό καί καρδιακό χώρο τού ανθρώπου εκφράζεται καί εξωτερικά. Άν, όμως, ο άνθρωπος λέγη ότι πιστεύει στόν Θεό, αλλά αυτό δέν επηρεάζει τήν διαγωγή του καί τήν εξωτερική συμπεριφορά του, αυτό σημαίνει ότι η πίστη του είναι αναιμική, είναι ανίσχυρη.


Στήν Δογματική τής Εκκλησίας γίνεται λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ τού δόγματος καί τής ηθικής ή καλύτερα μεταξύ τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε στίς Οικουμενικές Συνόδους από τούς Πατέρες, καί τού ήθους, τής ασκητικής. Τό δόγμα είναι η θεωρία καί η ασκητική είναι η πράξη. Ούτε η θεωρία χωρίς τήν πράξη μπορεί νά είναι αποτελεσματική ούτε καί η πράξη χωρίς τήν θεωρία μπορεί νά σώση τόν άνθρωπο. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι η πίστη χωρίς τά έργα είναι φαντασία καί τά έργα χωρίς τήν πίστη είναι ειδωλολατρεία. Αυτό λέγεται καί από τόν Αδελφόθεο Ιάκωβο, όταν διδάσκη ότι «η πίστις χωρίς τών έργων νεκρά εστιν» (Ιάκ. β', 20).
Εάν αυτό συμβαίνη μεταξύ πίστεως καί έργων, οπωσδήποτε συμβαίνει καί μεταξύ απιστίας καί διαστροφής. Όποιος δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν έχει μιά αναφορά στόν Θεό, καί επομένως στηρίζεται στόν εαυτό του καί στά πάθη του, είναι επόμενο νά έχη διεστραμμένο ήθος. Όταν τό διανοητικό μέρος τής ψυχής του δέν λειτουργή σωστά, τότε καί τό παθητικό μέρος τής ψυχής, ήτοι τό επιθυμητικό καί θυμικό, επηρεάζονται από τά πάθη καί γι’ αυτό γίνονται μεγάλα εγκλήματα. Η απιστία συνδέεται μέ τήν διαστροφή τού ήθους. Βέβαια, μπορεί νά υπάρχουν μερικοί ανθρωπιστές, πού είναι άθεοι, αλλά έχουν μερικές βασικές αρχές στήν ζωή τους, όμως καί σέ αυτήν τήν περίπτωση η συμπεριφορά τους δέν διακρίνεται από τήν λεπτότητα πού καθορίζει η διδασκαλία τού Χριστού. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι ένα ρεύμα τής δυτικής φιλοσοφίας τών τελευταίων αιώνων έχει φθάσει στό σημείο νά πή ότι «ο Θεός απέθανε» καί επομένως «όλα επιτρέπονται», ήτοι δέν υπάρχει διάκριση μεταξύ ηθικού καλού καί κακού.
Βέβαια, ο λόγος τού Χριστού πού είδαμε στό σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, «ώ γενεά άπιστος καί διεστραμμένη!», δέν αναφερόταν στήν απιστία-αθεΐα, αλλά στήν έλλειψη τής πίστεως εκ θεωρίας, η οποία πίστη είναι ανώτερη από τήν πίστη εξ ακοής. Επομένως, άλλο είναι η πίστη από αυτά πού ακούμε γιά τόν Θεό καί άλλο είναι η πίστη από τήν όραση τού Θεού. Έτσι, όταν φθάση κανείς στήν θεωρία τής δόξης τού Θεού, τότε θεούται, μεταμορφώνονται όλες οι δυνάμεις τής ψυχής καί τού σώματος, οπότε ο άνθρωπος δέν μπορεί νά επηρεασθή από τίς δαιμονικές ενέργειες. Αυτός ο άνθρωπος λέγεται θεούμενος.
Πάντως, ο λόγος αυτός τού Χριστού ισχύει καί γιά τούς ανθρώπους τής εποχής μας, γιά όλους μας. Κάνουμε λόγο γιά κρίση στήν εποχή μας καί τήν περιορίζουμε στά οικονομικά, στά πολιτιστικά, στά κοινωνικά καί στά οικογενειακά θέματα. Όμως, η κρίση είναι πνευματική καί θεολογική. Οι άνθρωποι τής εποχής μας έχουν απομακρυνθή από τόν Θεό καί τήν διδασκαλία τού Χριστού, δέν προσεύχονται, δέν εκκλησιάζονται, δέν διαβάζουν τήν Αγία Γραφή, τά Πατερικά βιβλία καί τούς βίους τών αγίων, οπότε έχουν αγριέψει. Δέν στηρίζονται στόν Θεό, αλλά στόν εαυτό τους καί τά πάθη τους. Ακόμη, καί όταν θεολογούν, έξω από τήν εκκλησιαστική, πατερική παράδοση, τό κάνουν μέσα από τά πάθη τους καί προσφέρουν τήν «θεολογία τών παθών» τους. Η κρίση προέρχεται από τήν διαστροφή τού ήθους καί αυτή έχει αιτία τήν απιστία ή τήν αθεΐα καί τήν υποκριτική πίστη. Η επιστροφή τού ανθρώπου στόν Χριστό καί τήν Εκκλησία Του προσφέρει πίστη καί μεταμορφώνει τό ήθος.
Ο Μητροπολιτης
 Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Ι´ Ματθαίου: Παιδαγωγία Χριστού εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου


,.
“πολλάκις πίπτει εις το πύρ, και πολλάκις εις το ύδωρ ”
Τη θεραπεία του παιδιού του ζητούσε εναγωνίως ο τραγικός πατέρας που το έβλεπε με πόνο ψυχής να ταλαιπωρείται από ακάθαρτο πνεύμα. Η περιγραφή που ο ίδιος δίνει, αποκαλύπτει το μέγεθος της τραγωδίας που βίωναν: “πολλάκις πίπτει εις το πύρ, και πολλάκις εις το ύδωρ”. Η σκηνή που ξεδιπλώνει μπροστά μας ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δίνει το στίγμα της δουλείας στην οποία περιέρχεται ο άνθρωπος από τις δυνάμεις του κακού, όταν παραλείπει να ακολουθεί το δρόμο που μας υποδεικνύει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Πραγματικά, ο νέος εκείνος από μικρό παιδί είχε παγιδευτεί στα πλοκάμια του διαβόλου και κάτω από τη σκοτεινή εξουσία του είχε καταντήσει τραγική ύπαρξη.
 




Η ευθύνη των γονέων

Η προτροπή του Κυρίου μας “φέρετέ μοι αυτόν ώδε” μας δίνει την πληροφορία ότι μόνο κοντά στην αγάπη Του είναι δυνατόν ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τη δυναστεία του κακού και να γίνει μια νέα ύπαρξη. Μόνο κοντά στον Χριστό μπορούμε να γνωρίσουμε το φως της μεταμόρφωσης που εκπέμπει τόσο ισχυρά η αυριανή μεγάλη εορτή. Οι σκέψεις αυτές δείχνουν την τεράστια ευθύνη που έχουν οι γονείς να οδηγούν τα παιδιά τους κοντά στο Χριστό, η παρουσία του Οποίου ανοίγει τους ορίζοντες της αιωνιότητας μπροστά τους.

Το παράδειγμα

Στη λυτρωτική αυτή πορεία της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα πλοκάμια του σατανά και της ένταξής του στην ανακαινιστική δύναμη της Εκκλησίας, πολύ σημαντικό ρόλο έχει το παράδειγμα των γονέων. Ίσως είναι το πιο βασικό στοιχείο για την εν Χριστώ ανατροφή των παιδιών.

Δυστυχώς όμως, ιδιαίτερα στις μέρες μας, βλέπουμε γονείς που δεν έχουν αυτή την αίσθηση της ευθύνης, παραμελούν το έργο τους και δυστυχώς παραδίδουν πολλές φορές τα παιδιά τους σε χέρια ή καταστάσεις που γκρεμίζουν τις αθώες τρυφερές τους ψυχές. Δεν είναι σε θέση σε αρκετές περιπτώσεις για να ελέγξουν τι είναι πραγματικά ωφέλιμο και τι ψυχοφθόρο για να παράσχουν προστασία στα παιδιά τους. Δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο για να επικοινωνήσουν μαζί τους κατά τρόπο που να τα οδηγούν στο Χριστό και την Εκκλησία Του και να τα προστατεύουν ταυτόχρονα από όλες εκείνες τις επικίνδυνες σειρήνες που ηχούν τόσο δυνατά.

Αυτά τα δεδομένα καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρο το παράγγελμα του Χριστού που ακούσαμε σήμερα στην ευαγγελική περικοπή “φέρετέ μοι αυτόν ώδε”. Απευθύνεται σε όλους τους γονείς αλλά και σε όσους εμπλέκονται στο θέμα της αγωγής των νέων μας. Κοντά στον Χριστό, οι αθώες παιδικές ψυχές μεγαλώνουν προφυλαγμένες από τους καταστροφικούς ανέμους, αλλά και τις επικίνδυνες καταιγίδες που ξεσπούν μέσα στης κοινωνίας τις μεγάλες φουρτούνες. Και αφού βέβαια σταθεροποιηθούν, όπως μας διδάσκει η πατερική σοφία, μπορούν τότε να αποκτήσουν γερές βάσεις και εφόδια για να σφυφηλατηθούν μέσα τους αντοχές τέτοιες για να είναι ικανά να αποκρούουν τις πολύμοφρες επιθέσεις του πονηρού και να εξέρχονται αλώβητα από αυτές.

Κοντά στον Χριστό

Οι γονείς όταν επιτελούν το καθήκον τους και ανταποκρίνονται στην μεγάλη ευθύνη της ανατροφής των τέκνων τους, τότε και οι ίδιοι καταξιώνονται στη μεγάλη αποστολή που τους εμπειστεύεται ο Θεός. Ο Χριστός είναι πάντοτε ο καλύτερος παιδαγωγός, ο τρυφερός φίλος και ο πιο ισχυρός προστάτης, στις αγκάλες Του οποίου μπορούμε να εναποθέτουμε με απόλυτη εμπιστοσύνη τα παιδιά μας. Ο Χριστός είναι Εκείνος που ποτέ δεν απογοητεύει και κοντά του πάντοτε ο άνθρωπος ανυψώνεται σε αιθέρες ουράνιους και αιώνιους.

Το Σώμα του Χριστού, παρατεινόμενο στους αιώνες, είναι η Εκκλησία. Στη μυστηριακή ζωή της, λοιπόν, πρέπει να καθοδηγούμε τα παιδιά μας. Η πρόσκληση του Χριστού “άφετε τα παιδία ελθείν προς με” απευθύνεται σε όλους εμάς που έχουμε τη μεγάλη ευθύνη για την ανατροφή των τέκνων μας “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

,Μορφές σύγχρονης απιστίας. (Κυριακή Ι΄Ματθαίου)



Ο σημερινός πολιτισμένος άνθρωπος μαζί με άλλα έχασε και τον καθρέπτη του Θεού, την φύση. Δεν ζει πια τόσο πολύ σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Η φύσις σήμερα παρουσιάζει ενδιαφέρον από πλευράς τουριστικής και εκμεταλλεύσεως. Ολίγοι όμως είναι εκείνοι που βλέπουν σ’ αυτήν τα μεγαλεία του Θεού και που δοξάζουν τον Δημιουργό της. Ο άνθρωπος γύρω και επάνω του βλέπει τα έργα των χειρών του, τις μηχανές, τα οικοδομικά μεγαθήρια, τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους,  τους πυραύλους, τα διαστημόπλοια και τόσα άλλα μέσα ασύλληπτα μέχρι χθες και με την φαντασία ακόμη.  Όλα αυτά τον απομακρύνουν από την φύση, όπου είναι χαραγμένα τα ίχνη του Θεού, όπου γίνεται ανάγλυφη η παρουσία Του. Έτσι μεγαλώνει η πεποίθησης του ανθρώπου στον εαυτόν του και τις δυνατότητες του και απεναντίας σβήνει η ανάγκη της παρουσίας και της επεμβάσεως του Θεού. έτσι δημιουργείται η γενεά των αδιαφόρων, των ψυχρών,των απίστων ανθρώπων, που όμως δεν διακηρύττουν φανερά πως είναι άπιστοι. Τι κρίμα! Οι ανακαλύψεις που δεν είναι παρά αποκαλύψεις δυνάμεων, που ο Θεός δημιούργησε, οι ανακαλύψεις λέγω να γίνονται για μερικούς αφορμή υποσυνείδητης απιστίας! Αλλά γιατί είμεθα ανόητοι; Η πρόοδος αυτή δεν επιβεβαιώνει, ότι ο άνθρωπος επλάσθει «κατ΄εικόνα  Θεού»; και δεν παραδειγματιζόμαστε από τους μεγάλους σοφούς και θεμελιωτές των επιστημών, που όσο ανακαλύπτουν τα μυστήρια αυτά της δημιουργίας,τόσο περισσότερο γίνονται πιστοί και ευσεβείς και αναφωνούν το  «ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας»;Και επιτέλους παρ’ όλες αυτές τις προόδους, τι ουσιαστικός επέτυχε ο άνθρωπος; Κατέστησε μήπως τον εαυτόν του ευτυχέστερο; Εξασφάλισε την διατροφή του; Μην ξεχνούμε ότι το ένα τρίτον του πληθυσμού της γης λιμοκτονεί και το άλλο ένα τρίτο υποσιτίζεται. Σταθεροποίησε μήπως την ειρήνη επάνω στη γη; Έγινε κύριος της ζωής και του θανάτου; Μην επαιρώμεθα, μην παρεκτρεπώμεθα, μην απιστούμε λοιπόν,αδελφοί μου, μπροστά στη θεία Μεγαλοσύνη.  Αδελφοί μου, ένας άθεος .έλεγε: « ορκίζομαι εις τον Θεόν, ότι είμαι άθεος».  Το χαρακτηριστικό αυτό παράδειγμα δείχνει, ότι άθεος στην πραγματικότητα κανείς δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος εκ φύσεως θρησκεύει, πιστεύει στον Θεόν. Διάφορες όμως εξωτερικές επιδράσεις κλονίζουν  ή νοθεύουν την πίστη του ανθρώπου. Γι’ αυτό πρέπει ο Χριστιανός συχνά να ανανεώνει και να τροφοδοτεί την πίστη του.  Πρέπει όμως και να παρακαλεί τον Θεόν να  του αυξάνει την πίστη αυτή. Οι   Απόστολοι  οι  ίδιοι παρακαλούσαν  «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ.ιζ, 5)
Και εμείς ας απευθυνθούμε με θέρμη και ας παρακαλέσουμε: Κύριε, πιστεύουμε στην παντοδυναμία  και την Πρόνοιά Σου.  Πιστεύουμε στην αλήθεια του Ευαγγελίου  και της Εκκλησία Σου. Και αν προς στιγμήν οι ανακαλύψεις της επιστήμης μας ξιπάζουν και μας δημιουργούν την ψευδαίσθηση, ΄τι γίναμε θεοί, αρκεί ΄ένας καταποντισμός ή μία ασθένεια για να αποκαλυφθεί η γύμνια και η αδυναμία μας.  Και αν αναζητούμε σε ύποπτους δρόμους την αλήθεια, το κάνουμε από άγνοια. Φώτισε μας και κράτησε μας κοντά στην Εκκλησία Σου, μέσα στην Ορθοδοξία μας.  Και αν οι αντιπρόσωποί Σου, εδώ στη γη είναι μερικές φορές ανάξιοι του αξιώματος στον οποίο τους αναβίβασες, δώσε να καταλάβουμε, ότι Συ παραμένεις πάντα αμόλυντος και η χάρις Σου δεν αλλοιώνεται, έστω και αν μεταβιβάζεται με ανάξια και ακάθαρτα σκεύη. Και αν, Κύριε, ο αιώνιος εχθρός μας, ο διάβολος, από μίσος μας παρασύρει πολλές φορές και μας χαλκεύει δεσμά αμαρτίας, βοήθησε μας να απαλλαγούμε από το φορτίο αυτό.

Κυριακή Ι΄ Ματθαίου κήρυγμα εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου


τη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Ματθαίος παρουσιάζει το περιστατικό της θεραπείας του δαιμονιζόμενου εκείνου νέου τον οποίο ο διάβολος τυραννούσε για χρόνια, ρίχνοντάς τον άλλοτε στη φωτιά και άλλοτε στο νερό για να τον εξολοθρεύσει.  Ο νέος μεταφέρεται εμπρός στον Ιησού από τον ίδιο τον πατέρα του,  ο οποίος «γονυπετών» παρακαλεί και λεει: «Κύριε, ελεησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Μάλιστα λέει στον Κύριο ότι τον έφερε εις τους μαθητές Του και δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν.
Η θεραπεία
 Ο Κύριος λοιπόν με την άμετρη δύναμή Του, αλλά και την άρρητη φιλανθρωπία Του θεραπεύει τον νέο και απαλλάσσει «το έργο των χειρών Του» από την τυραννία του διαβόλου, επεμβαίνει τη στιγμή που το δαιμόνιο  για ακόμη μια φορά επιτίθεται στο δυστυχισμένο νέο ρίχνοντας και κτυπώντας τον στο έδαφος.  Και ενώ οι μαθητές «ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύεσαι» , ο Ιησούς το «επιτίμησε» και έφυγε από το νέο και έγινε εντελώς καλά.
 Βλέπουμε τον άνθρωπο όταν βρίσκεται μακράν του Θεού να είναι ανίκανος να φυλάξει τον εαυτό του.  Τα πάθη και οι αμαρτίες τον υποδουλώνουν και γίνεται υποχείριο των δαιμόνων, μη μπορώντας να απαλλαγεί.  Η συνάντηση όμως και επαφή με τον Χριστό δίνει στον άνθρωπο την ελευθερία του.
Προϋποθέσεις για το Θαύμα
 Γιατί όμως οι μαθητές του Χριστού παρόλο που με τη χάρη Του, τους έδωσε εξουσία εναντίων των ακαθάρτων πνευμάτων, δεν μπόρεσαν να διώξουν το δαιμόνιο από το νέο;   Για να γίνει το θαύμα σύμφωνα με όσα ο Χριστός δίδασκε, απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις.
α) Πίστη
Βασική προϋπόθεση είναι η πίστη απ’  όσους τον πλησιάζουν τον Κύριο και τον επικαλούνται.  Την αδυναμία των Μαθητών να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο, ο Χρίστος την αποδίδει αρχικά στη μεγάλη απιστία του πατέρα. «Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», του είπε, σύμφωνα με όσα αναφέρει στο παράλληλο κείμενο ο ευαγγελιστής Μάρκος.  Αν δηλαδή πιστεύεις, όχι μόνο το δαιμόνιο θα φύγει, αλλά και όλα μπορούν να γίνουν κατορθωτά.  Ακόμη ο Χριστός, ταλανίζει την απιστία των συμπατριωτών του και συνεπώς και του πατέρα του παιδιού, αλλά και των Μαθητών Του, όπως θα δούμε πιο κάτω: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Εώς πότε έσομαι μεθ’ υμών; Εώς πότε ανέξομαι υμών;»
 Εάν όμως η απιστία αυτού που προσήλθε ήταν η αιτία να μην εξέλθει ο δαίμονας, τότε γιατί κατηγορεί και τους Μαθητές Του, όπως φαίνεται στη συνέχεια της περικοπής; O άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απαντώντας στο ερώτημα λέει πως θέλει να τους δείξει, ότι και χωρίς την πίστη αυτών που πλησιάζουν, πολλές φορές είναι δυνατόν αυτοί που έχουν τη χάρη να τους θεραπεύουν.  Διότι εξηγεί όπως πολλές φορές στο παρελθόν η πίστη αυτού που ζητούσε  θεραπεία  φάνηκε αρκετή για να εκπληρωθεί το αίτημα ακόμη και από πολύ κατώτερους από τους Αποστόλους, έτσι ακριβώς πολλές φορές άρκεσε η δύναμη εκείνων που θεράπευαν, να θαυματουργήσουν και χωρίς να πιστεύουν οι ασθενείς.  Θυμίζει εδώ ο Άγιος την περίπτωση του Προφήτη Ελισσαίου κατά την οποία ο νεκρός αναστήθηκε παρόλο που κανένας δεν πίστευε.  Διότι αυτοί που τοποθέτησαν το νεκρό σώμα μέσα στο μνήμα του Ελισσαίου το έκαναν από φόβο και δειλία και όχι από πίστη.  Εντούτοις όμως με μόνη τη δύναμη του αγίου σώματος του προφήτη, ο νεκρός αναστήθηκε.
 Γι’  αυτό ο Χριστός απαντώντας ιδιαιτέρως στους Μαθητές Του και θέλοντας να τους διδάξει περισσότερο, τους λέει ότι εξαιτίας της δικής τους απιστίας δεν έγινε το θαύμα.  Μπορούμε όμως να πούμε ότι οι Απόστολοι δεν είχαν πίστην «ως κόκκον συνάπεως»;  Απαντώντας και πάλιν στο ερώτημα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας λέει πως πράγματι η πίστη των Αποστόλων δεν ήταν εξ αρχής η ίδια.  Η πίστη τους αυξήθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, την Ανάληψη του, αλλα και μετά από την Πεντηκοστή.
β) Προσευχή και νηστεία
Ο Χριστός λοιπόν θέλοντας να διδάξει και αυτούς αλλά κι εμάς τους μετέπειτα Χριστιανούς και μαθητές του πως αποκτούνται τα πνευματικά χαρίσματα, λεει στους Αποστόλους: «αυτό το γένος δεν εκδιώκεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
 Η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει μεγάλη δύναμη.  Αυξάνει την ευσέβεια και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε άγγελο και μπορεί έτσι να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δαιμόνων.  Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει από μόνη της η νηστεία, αλλά χρειάζεται  και προσευχή και μάλιστα η προσευχή είναι αυτή που κατέχει την πρώτη θέση.
 Αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από περιττά βάρη, ελαφραίνει το σώμα και αποκτά φτερά για να μπορεί να προσεύχεται με καθαρή καρδιά.  Η νηστεία σβήνει τις πονηρές επιθυμίες, ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή και εξευμενίζει τον Θεό.  Καθώς ο άνθρωπος καθαρίζεται από τις περιττές ανάγκες και μέριμνες με τη νηστεία, μπορεί και προσεύχεται πιο δυνατά και ειλικρινά.  Αυτή η προσευχή γίνεται δυνατότερη από τη φωτιά και προσελκύει ευκολότερα τη χάρη του Θεού.
 Η στέρηση από τη νηστεία και η αποφυγή των άλλων αμαρτωλών παθών, είναι μερικές θυσίες, που μας κάνουν έστω και στο ελάχιστο κοινωνούς στη θυσία και τα παθήματα του Κυρίου μας.  Γι αυτό ο Κύριος, αφού μίλησε στους Μαθητές Του για νηστεία, στη συνέχεια αναφέρθηκε στο θάνατό Του, ίσως γιατί και με τη μικρή θυσία της νηστείας, γινόμαστε «κοινωνοί» στη δική Του Θυσία.  Με την πίστη, αναγνωρίζει την αποτυχία του να τελειωθεί μακριά από τον Θεό και επιστρέφει στην πηγή της ζωής, τον Θεό, που εγκατέλειψε.  Έτσι γίνεται κοινωνός της Χάριτος και νικά τον διάβολο.

Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ : Κυριακή Ι' Ματθαίου



     Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
Βρισκόμαστε στή δέκατη Κυριακή τῶν Εὐαγγελικῶν Περικοπῶν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τήν μεθέορτη Κυριακή τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας, καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τήν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Φωτίου καί Ἀνικήτου.
Ἡ σημερινή μεθέορτη αὐτή Κυριακή βρίσκεται ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης : Τή Δεσποτική γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας, τή γιορτή τοῦ θείου Θαβωρίου φωτός, τοῦ ἐκθαμβωτικοῦ ἐκείνου καί Παραδεισένιου θείου φωτός καί τήν Θεομητορική ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς μεταστάσεως εἰς τά οὐράνια «τῆς Θεοτόκου καί Μητέρας τοῦ Φωτός», «τῆς ὑψηλοτέρας τῶν Οὐρανῶν καί καθαρωτέρας λαμπηδόνων ἡλιακῶν».
Καί οἱ δυό αὐτές μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας παρουσιάζουν μέ μεγάλη εὐκρίνεια καί μᾶς παραπέμπουν στήν μακάρια καί τρισευδαίμονα ζωή τῆς αἰωνιότητος, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στήν ἐπουράνια Βασιλεία τοῦ Θείου Φωτός. Μᾶς ὁδηγοῦν καί μᾶς ἀποκαλύπτουν τά Μυστήρια τῆς ἀτέρμονης καί πανευτυχισμένης ζωῆς τοῦ ἐπουρανίου Παραδείσου, τῆς μακαρίας ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πού προσδοκοῦμε σύμφωνα μέ τό ἱερό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας.

Τό θεῖο καί ἄκτιστο φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, πού φανερώθηκε σέ ὥρα προσευχῆς στούς ἁγίους Μαθητές καί Ἀποστόλους καί μέ τήν παρουσία καί χάρι του ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἐνδύματα αὐτοῦ ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς, προεικόνιζε τήν πανευφρόσυνη καί ἀπερίγραπτη ζωή τοῦ Παραδείσου, τή φωτόλουστη καί πάντερπνη.
Μέσα σ' αὐτή τήν οὐράνια καί φωτοπλημμυρισμένη πραγματικότητα οἱ παρευρεθέντες συνομιλητές τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου μας, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, συνομιλοῦσαν γιά τόν σταυρικό Του θάνατο, πού σέ λίγες ἡμέρες θά συνέβαινε στά Ἱεροσόλυμα καί γιά τά Μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἡ Θεοτόκος καί Μητέρα τοῦ Φωτός, ἡ Παναγία μας, ἀφοῦ ἔζησε στόν κόσμο αὐτό μιά ἁγία καί ἄμεμπτη ζωή, ἁγνή καί παρθενική, μέ βαθειά ταπείνωσι καί ὑπακοή, μιά ζωή φωτόλουστη στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ζωή προσευχῆς καί ἁγιότητος, ἔλαβε τό μήνυμα τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας της τρεῖς μέρες ἐνωρίτερα ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, προετοιμάσθηκε μέ σκιρτήματα χαρᾶς καί εὐφροσύνης γιά τό αἰώνιο καί οὐράνιο ταξίδι της καί γιά τήν συνάντησι καί αἰώνια συνδιαγωγή στά οὐράνια δώματα μέ τόν ἠγαπημένο Υἱό της καί Θεό, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Εὐπρέπισε καί ἑτοίμασε ὅπως ἔπρεπε τήν κατοικία της. Ἑτοίμασε τήν νεκρική της κλίνη καί, ἀφοῦ προηγουμένως εἰδοποίησε τούς συγγενεῖς καί γνωστούς, ἐσχημάτισε τό ἅγιο σῶμα της ἐπάνω στήν νεκρική κλίνη, ὅπως τό βλέπουμε στίς βυζαντινές εἰκονογραφίες, παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν ἀγαπημένο Υἱό της καί Θεό.
Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς ἐκδημίας πρός τόν Θεόν τῆς ψυχῆς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Ἱεράρχαι ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου μέ θεῖο νεῦμα συναθροίσθησαν, φερόμενοι ὑπό νεφελῶν, στή Γεσθημανῆ, ὅπου καί ἐνεταφιάσθη τό ἱερό σκῆνος τῆς Παναγίας Θεομήτορος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Ἱεράρχες, ὅπως οἱ Ἐπίσκοποι Τιμόθεος Ἐφέσου, Ἱερόθεος Ἀθηνῶν καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἔψαλαν συγκινημένοι βαθύτατα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ μυριάδες Ἀγγέλων καί χιλιάδες Ἀρχαγγέλων παρελάμβανε τήν παναγία ψυχή της καί τήν ἀνέβαζε στά οὐράνια ἀνακτόρια.
Εἶναι αὐτό πού συγκινητικά περιγράφει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, λέγοντας : «Εἰς τά οὐράνια ἡ νοερά σου ψυχή, εἰς τόν Παράδεισον, ἡ καθαρά σου σκηνή, μετατεθεῖσα ἐκ φθορᾶς ἀγάλλεται Παναγία...».
Καί οἱ δυό, λοιπόν, αὐτές μεγάλες γιορτές τῆς πίστεώς μας ὁμιλοῦν εὔγλωττα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τίς ἀσύλληπτες καί ἀνέκφραστες χαρές καί τό πανεφρόσυνο θεῖον φῶς τοῦ Παραδείσου. Αὐτά πού ἀποτελοῦν τή γλυκειά ἀπαντοχή καί τήν ἐλπίδα τῶν πιστῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.                       
Μέ τό καλό, ἀδελφοί μου, νά γιορτάσωμε μεθαύριο τήν μεγάλη Θεομητορική γιορτή τοῦ καλοκαιριοῦ, τήν Κοίμησι τῆς Παναγίας μας.Ἀμήν.-
† Ὁ Κ.Σ.
                                                                 (12-08-2012)

Κυριακή Ι’ Ματθαίου: Η δύναμη της πίστης (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)


(Ματθ. ιζ 14-23)
Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολ­λοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρό­νου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ’ αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέ­θηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευ­μάτων.
Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κό­σμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ’ άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.
Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύ­ματα ήταν δυνατά και τα αγαθά πνεύματα ανίσχυρα. Οι πονηρές δυνάμεις κυριαρχούσαν πραγματικά στον κόσμο, γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε τον αρχηγό τους άρχοντα αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που κι οι άρχοντες των Ιουδαίων απέδιδαν όλη τη θεϊκή δύναμη του Χριστού στο διάβολο και τους αγγέλους
Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο για να ξεριζώσει την πίστη των ανθρώπων στο πονηρό και να σπείρει στις ψυχές τους την πίστη στο αγαθό, στην παντοδυ­ναμία τού καλού και την ακατανίκητη δύναμή του. Ο Χριστός δεν κατήργησε, αλλ’ επιβεβαίωσε την αρχαία και παγκόσμια πίστη στα πνεύματα. Αποκάλυψε όμως τον πνευματικό κόσμο όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως φαινόταν στους ανθρώπους με τη φθοροποιό επιρροή των δαιμόνων. Ο ένας, αγαθός, σοφός και πα­ντοδύναμος Θεός, είναι ο Κύριος τόσο του πνευματικού όσο και του φυσικού κόσμου, ορατού και αοράτου. Τα αγαθά πνεύματα είναι οι άγγελοι κι ο αριθμός τους είναι αμέτρητος. Τα αγαθά πνεύματα, οι άγγελοι, είναι απείρως πιο δυνατά από τα πονηρά πνεύματα, που στην πραγματικότητα δεν έχουν εξουσία να κάνουν τίποτα, αν ο παντεπόπτης Θεός δεν το επιτρέψει.
Τα πονηρά πνεύματα είναι πολυάριθμα. Σ’ ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα, που τον θεράπευσε ο Κύριος, κατοικούσε ολόκληρη λεγεώνα, δηλαδή μερικές χιλιάδες δαίμονες. Τα πονηρά αυτά πνεύματα πλα­νούσαν τους ανθρώπους, λαούς ολόκληρους, εκείνο τον καιρό, όπως και σήμερα πλανούν πολλούς αμαρτωλούς, προσπαθούν να τους πείσουν πως είναι παντοδύναμα· πως είναι στην ουσία οι μόνοι θεοί, πως εκτός απ’ αυτούς δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αγαθά πνεύματα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν εμφανίστηκε ο Κύριος Ιησούς όμως, εκείνα έφευγαν μακριά έντρομα. Αναγνώριζαν πως ο Κύριος είχε εξουσία και δύναμη, πως μπορούσε να τους διώξει απ’ αυτόν τον κόσμο και να τους στείλει στην άβυσσο της κόλασης. Προκαλούσαν αναταραχή σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο με την παραχώρηση του Θεού. Πολεμούσαν το ανθρώπινο γένος με τόση ορμή, όπως τα όρνια πέφτουν στα θνησιμαΐα. Τον κόσμο αυτόν τον λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.
Ξαφνικά ο φορέας του αγαθού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας από φόβο εκείνοι έκραξαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29)Κανένας δε φοβάται τόσο πολύ, όσο εκείνος που βασανίζει τους άλλους. Τα πονηρά πνεύ­ματα βασάνιζαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, έβρισκαν ικανοποίηση στα βασανιστήρια αυτά. Όταν όμως είδαν το Χριστό, τρόμαξαν μπροστά στο μέγι­στο Κριτή τους. Ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν τον άνθρωπο και να μπουν στα γουρούνια ή και σε άλλα πλάσματα, φτάνει να μην τα εξόριζε ο Χριστός απ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος με ανάμικτες δυνάμεις. Είναι ένα πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι έχουν να διαλέξουν εντελώς συνειδητά και ελεύθερα: Ή θ’ ακολουθήσουν το Νικητή Χριστό, ή θα πάνε μαζί με τ’ ακάθαρτα και νικημένα πνεύματα. Ο Χριστός ήρθε στους ανθρώπους ως Αγάπη, για να δείξει τη δύ­ναμη του καλού πάνω στο κακό και να στερεώσει την πίστη των ανθρώπων στο αγαθό – μόνο στο αγαθό.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα μόνο περιστατικό από αναρίθμητα άλλα ανάλογα. Μας λέει πώς ο Κύριος, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους, έδειξε για μια ακόμα φορά τη δύναμη του καλού πάνω στο κακό και πώς προσπά­θησε να στερεώσει την πίστη στο παντοδύναμο και νικηφόρο αγαθό.
«Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ» (Ματθ. ιζ’ 14-15). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν κι άλλοι δυο ευαγγελιστές: ο Μάρκος (θ’ 9-17) κι ο Λουκάς (θ’ 37-42). Κι οι δυό τους αναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την αρρώστια τού παιδιού. Ήταν ο μοναδικός γιος τού πατέρα και τον κατείχε πνεύμα άλαλο. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα έμπαινε μέσα του,«εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόλις αποχωρεί απ’ αυτού συντρίβων αυτόν» (Λουκ. θ’ 39). Το πονηρό πνεύμα κυριεύει το παιδί κι αυτό έξαφνα κραυγάζει, συγκλο­νίζεται με σπασμούς όλο του το σώμα, συντρίβεται και βγάζει αφρούς από το στόμα. Πολύ δύσκολα φεύγει από μέσα του.
Τα βέλη τού πονηρού στόχευαν ταυτόχρονα τρεις στόχους: τον άνθρωπο, την κτίση του Θεού και τον ίδιο το Θεό. Το παιδί «σεληνιαζόταν». Πώς θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η σελήνη για την αρρώστια κάποιου ανθρώπου; Αν η σελήνη έχει τη δύναμη να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο αλαλία ή παραφροσύνη, γιατί δεν το κάνει σε όλους; Το κακό δε βρίσκεται στη σελήνη αλλά στο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που πλανά τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο κρύβεται. Ενοχοποιεί τη σελήνη, ώστε οι άνθρωποι να μη κατηγορήσουν το ίδιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σκέψη πως όλη η κτίση του Θεού είναι κακή, πως το κακό έρχεται στον άνθρωπο από τη φύση κι όχι από τα πονηρά πνεύματα που εξέπεσαν από το Θεό. Τα θύματά τους ενεργοποιούνται στις αλλαγές φάσης της σελήνης, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν: «Ορίστε, το κακό αυτό προέρχεται από τη σελήνη!» Κι αφού τη σελήνη τη δημιούργησε ο Θεός, σημαίνει πως το κακό προέρχεται από το Θεό. Έτσι πλανιούνται οι άνθρωποι από τ’ άγρια και πανούργα αυτά θηρία.
Όλα όσα έκανε ο Θεός είναι καλά λίαν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όλη η κτίση έγινε για να υπηρετήσει τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει, όχι να τον βλάψειΑν και υπάρχουν πράγματα που εμποδίζουν τη φυσική ικανοποίηση του ανθρώπου, ακόμα κι αυτά λειτουργούν για το καλό της ψυχής του, να την χαρο­ποιούν και να την εμπλουτίζουν. «Σοί εισιν οι ουρανοί και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. πη’ 12), αναφωνεί ο ιερός Ψαλμωδός. Κι ο ίδιος ο Θεός μάς λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα«πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου» (ξστ’ 2).
Οτιδήποτε λοιπόν είναι του Θεού, είναι καλό. Η πηγή βγάζει μόνο ό,τι περιέχει, όχι ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει κακό στο Θεό. Πώς λοιπόν μπορεί να προκύ­ψει κακό από Εκείνον, τη μοναδική πηγή του καλού; Πολλοί αδαείς κι απερίσκεπτοι άνθρωποι ονομάζουν μεγάλο κακό την αρρώστια. Είναι αλήθεια όμως πως δεν είναι κακή κάθε αρρώστια. Μερικές αρρώστιες είναι έργο του πονηρού κι άλλες είναι θεραπεία του κακού. Κακό είναι το πονηρό πνεύμα που ενεργεί σ’ έναν παράφρονα ή παρανοϊκό άνθρωπο.
Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες που βρήκαν πολλούς από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, επειδή έπραξαν το κακό ενώπιον του Κυρίου (βλ. Α7 Βασ. 25, 30), ήταν συνέπεια της αμαρτίας τουςΟι αρρώστιες κι οι δυστυχίες όμως που επιτρέπει ο Κύριος να επισκεφτούν τους δίκαιους, δεν είναι έργο του πονηρού αλλά φάρμακο, τόσο για τους ίδιους τους δίκαιους όσο και για τους δικούς τους, που κατανοούν πως τα βάσανα τα στέλνει ο Θεός για το καλό τουςΤα βάσανα που έρχονται από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων στον άνθρωπο ή είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι κακά. Εκείνα τα βάσανα που επιτρέπει ο Θεός, για να καθαρίσει τελείως τον άνθρωπο από την αμαρτία, να τον ελευθερώσει από την τυραννία του πονηρού και να τον φέρει κοντά Του, είναι καθαρκτικά. Αυτά δεν προέρχονται από το διάβολο ούτε και είναι από μόνα τους κακά. Προέρχονται από το Θεό και λειτουργούν για το καλό τού ανθρώπου.«Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’ 71), λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ.
Ο πονηρός είναι κακός. Δρόμος του πονηρού είναι η αμαρτία. Εκτός από τον πονηρό και την αμαρτία, δεν υπάρχει κανένα κακό. Το πονηρό πνεύμα είναι ένοχο για τα βάσανα του παιδιού αυτού, όχι η σελήνη. Αν ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο δεν περι­όριζε τα πονηρά πνεύματα και δεν προστάτευε τον άνθρωπο απ’ αυτά, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους αγγέλους Του, τα πονηρά πνεύματα θα εξολόθρευαν όλους τους ανθρώπους αστραπιαία, σωματικά και ψυχικά, όπως εξολοθρεύουν οι ακρίδες τους σπόρους στους αγρούς.
«Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι» (Ματθ. ιζ’ 16), είπε στον Κύριο ο πατέρας του άρρωστου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή έλειπαν τρεις από τους μαθητές του Κυρίου: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο στο όρος Θαβώρ, τότε που μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Όταν κατέβηκαν από το όρος μαζί με τον Κύριο, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε το Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές Του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: πρώτο, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· δεύτερο, επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και τρίτο, επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ’ 16). Η απιστία του πατέρα τού παιδιού είναι φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η’ 2). Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν’ αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ’ αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Πολύ λιγότερο μίλησε όπως ο εκατόνταρχος στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Εδώ μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη πίστη όμως, η αιμορροούσα γυναίκα, δεν είπε τίποτα. Σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ’ 22). Εί τι δύνασαι! Αν μπορείς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Θα πρέπει να είχε μάθει πολύ λίγα για το Χριστό και τη δύναμή Του για να μιλάει έτσι σ’ Εκείνον, που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η αδύναμη πίστη του εξασθένησε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των αποστόλων να τον βοηθή­σουν. Έτσι οι σκόπιμες συκοφαντίες των γραμματέων εναντίον του Χριστού και των μαθητών Του, βοήθησαν για να διατυπώσει με τόση αμφιβολία ο πατέρας του παιδιού την ερώτηση: εί τι δύνασαι. Η ερώτηση αυτή προδίδει μόνο μια αμυδρή ακτίνα πίστης, πολύ πολύ μικρής, έτοιμης να σβήσει.
«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 17). Ο Κύριος απευ­θύνθηκε επιτιμητικά σ’ όλους γενικά: στους άπιστους και τους ολιγόπιστους του Ισραήλ, καθώς και σ’ όλους εκείνους που ήταν μπροστά Του: στον πατέρα του άρρωστου παιδιού, στους μαθητές Του και κυρίως στους γραμματείς. Ω, γενεά άπιστος!Γενεά που έχεις υποταχθεί στον πονηρό, στο διάβολο, που πιστεύ­ει σταθερά στη δύναμη του πονηρού, που υπηρετεί δουλικά τον πονηρό και αρνείται το καλό, που αντι­τίθεται στο Θεό· γενεά που έχει λίγη ή και καθόλου πίστη στο καλό, που επαναστατεί στο καλό! Γι’ αυτό και πρόσθεσε τη λέξη διεστραμμένη ο Κύριος. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δείξει από πού προέρχεται η απιστίααπό τη διαστροφή, τη διαφθορά ή -ακόμα πιο καθαρά- από την αμαρτίαΗ απιστία είναι συνέπεια. Αιτία είναι η διαφθορά. Η απιστία είναι κοινωνία με το διάβολο. Η αμαρτία -διαφθορά- είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία αυτή. Διαφθορά είναι η κατάσταση αποστασίας από το Θεό. Απιστία είναι το σκοτάδι, η αδυναμία κι ο τρόμος όπου βυθίζεται ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό.
Αξίζει να επισημάνουμε πόσο προσεχτικές εκφρά­σεις χρησιμοποιεί ο Κύριος.Μιλάει γενικά, δεν κατο­νομάζει κανέναν. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κριτική στους ανθρώπους, αλλά να τους ευαισθητοποιήσει. Δε θέλει να τους προσβάλει ή να τους ταπεινώσει, αλλά να ξυπνήσει τη συνείδησή τους, να τους βοηθήσει να ξεπε­ράσουν τον εαυτό τουςΠόσο υπέροχη είναι η διδαχή Του για την εποχή μας, για τη γενιά μας, που είναι τόσο πρόθυμη στα λόγια, τόσο γρήγορη να προσβάλει! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν σήμερα ναπεριορίσουν τη γλώσσα τους και να μετρήσουν τα λόγια τους, να σταματήσουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο, τότε το μισό κακό στον κόσμο θα εξαφανιζόταν, τα μισά πονηρά πνεύματα θα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους. Ο απόστολος Ιάκωβος, που διδάχτηκε το καλό από το παράδειγμα του Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. εί τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν» (Ιάκ. γ’ 2-3).
Τί σημαίνουν τα λόγια τού Χριστού, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; Φαντα­στείτε έναν ευγενή και φωτισμένο άνθρωπο, να τον έχουν αναγκάσει να ζήσει ανάμεσα σε αγρίους. Ή ένα βασιλιά που αφήνει το θρόνο του και κατεβαίνει στους αγύρτες κι απατεώνες, όχι μόνο για να ζήσει μαζί τους και να μάθει τον τρόπο ζωής τους, αλλά να τους διδάξει πώς να σκέφτονται, να εργάζονται και να νιώθουν σαν βασιλιάδες, με ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Όταν περνούσαν τρεις μέρες, ακόμα κι ένας Βασιλιάς θα φώναζε: «Πόσο καιρό μπορώ να μείνω μαζί σας;». Θα μπούχτιζε από την υπερβολική αγρι­ότητα, την ανοησία, την ακαθαρσία και τη δυσωδία αυτών των τριών ημερών. Ο Κύριος Ιησούς όμως, ο «Βασιλεύς των βασιλέων»,εβγάλε τέτοια φωνή μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνιαπου ζούσε ανά­μεσα σε ανθρώπους, που απείχαν από την αρχοντιά Του πολύ περισσότερο απ’ όσο απέχουν οι αγριότεροι των ανθρώπων από τον ευγενέστερο ανάμεσά τους, απ’ όσο διαφέρει ο πιο βρώμικος αγύρτης από τον μέγιστο των επίγειων βασιλιάδων.
Σίγουρα ο Κύριος δε θα μετρούσε το χρόνο σε μέρες και έτη, αλλά με τα έργα και τα θαύματα που είχε κάνει μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους, με τη δι­δασκαλία Του που είχε διαδοθεί σε πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές.Μετά από τόσα έργα και θαύματα, μετά από τόσες διδαχές και άπειρα θαυμαστά πε­ριστατικά που θα μπορούσαν να καλύψουν χιλιάδες χρόνια,ξαφνικά είδε πως οι μαθητές Του δεν μπο­ρούσαν να θεραπεύσουν έναν επιληπτικό νέο και να βγάλουν ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο, μ’ όλο που τους είχε διδάξει με λόγια και με το παράδειγμά Του πώς να εκβάλουν λεγεώνες δαιμόνων. Κι άκουσε έναν αμαρτωλό με πολύ αδύναμη πίστη να του λέει: εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν.
Αφού ο Κύριος επιτίμησε εκείνους που ήταν μπρο­στά για την απιστία τους, μετά τους έδωσε εντολή να φέρουν το άρρωστο παιδί μπροστά Του: φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Τότε επιτίμησε το δαιμόνιο κι εκείνο βγήκε αμέσως από το σώμα του παιδιού. Την ίδια στιγμή το παιδί έγινε καλά. Αυτά αναφέρει ο Ματθαίος. Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές δίνουν λεπτομέρειες για όσα έγιναν πριν από την πραγματική θεραπεία του παιδιού. Οι τρεις αυτές λεπτομέρειες είναι οι εξής: πρώτη, πως ο Χριστός ρώτησε τον πατέρα από πότε είναι άρρωστο το παιδί· δεύτερη, πως έδωσε έμφαση στην πίστη, ως προϋπόθεση της θεραπείας· και τρίτη, πως την ώρα που οδηγούσαν το παιδί μπροστά στο Χριστό, τρομοκρατη­μένος ο διάβολος εγκατέλειψε το παιδί κι έφυγε.
«Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ;», ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του άρρωστου παιδιού (Μάρκ. θ’ 21). Και βέβαια δεν έκανε την ερώτηση αυτή για τον εαυτό Του, αλλά για να την ακούσουν οι συγκε­ντρωμένοι άνθρωποι. Ο ίδιος το ήξερε καλά, γνώριζε πως η αρρώστια του παιδιού ήταν μακροχρόνια. Ο πατέρας απάντησε: «παιδιόθεν». Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσα τρομερά βάσανα προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα και πόσο μεγάλη είναι η προστασία τού Θεού. Χωρίς την προστασία Του, τα πονηρά πνεύ­ματα σίγουρα θα είχαν κυριολεκτικά αφανίσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή τού παιδιού. Και τελικά ας σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Υιού τού Θεού πάνω στα πονηρά πνεύματα. Βοήθησον ημίν, είπε στο Χριστό ο πατέρας τού παιδιού. Δεν ανέφερε μόνο το παιδί, γιατί τα βάσανα του παιδιού ήταν και του πατέρα του βάσανα, όπως και όλης της οικογέ­νειας. Αν το παιδί θεραπευόταν, θα ελευθερώνονταν από το βάρος πολλές ανθρώπινες ψυχές. Κι ο Χριστός τού απάντησε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’ 23).
Όπως συνήθιζε να ενεργεί ο Κύριος, ήθελε να κάνει κι εδώ το μέγιστο δυνατό καλό με μια πράξη. Ένα καλό ήταν ν’ αποκαταστήσει την υγεία του παιδιού. Αλλά γιατί να μην ωφελήσει και τους άλλους; Γιατί να μην ενισχύσει και να σταθεροποιήσει την πίστη του πατέρα; Γιατί να μην κάνει ταυτόχρονα κι ένα τρίτο καλό, να δείξει δηλαδή τη δύναμή Του όσο πιο καθαρά γινόταν, ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρω­ποι; Και γιατί να μην κάνει κι ένα τέταρτο καλόνα καταγγείλει την απιστία και τη διαφθορά, καθώς και τη χαμερπή τάση των ανθρώπων προς το κακό, προς τα πονηρά πνεύματα και την αμαρτία; Και γιατί να μην επιτύχει κι έναν πέμπτο καλό, κι ένα έκτο κι ένα έβδομο κι όλα τα καλά που μπορούν να προκύψουν από μια καλή πράξη; Μια καλή πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλές άλλες, όπως το τρένο σέρνει πολλά βαγόνια.
Προσέξτε επίσης πως ο Κύριος συνδυάζει με πολλή σοφία την ακρίβεια με τη λεπτότητα. Όταν κατάγ­γειλε αυστηρά την απιστία, μίλησε γενικά, για να διεγείρει όλων την πίστη, χωρίς να ταπεινώσει κα­νέναν προσωπικά. Μετά, όταν στράφηκε σ’ εκείνον που τον ικέτευε, δε μίλησε αυστηρά, αλλά με μεγάλη προσοχή και ευγένεια: ει δύνασαι πιστεύσαι… Αυτή η προσεχτική διατύπωση κι η ευγένεια του Χριστού έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο πατέρας έκραξε με δάκρυα στα μάτια: «πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. θ’ 24).
Δεν υπάρχει τίποτα που να λιώνει ευκολότερα τον πάγο της απιστίας όσο τα δάκρυα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός έκλαψε μπροστά στον Κύριο και μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του, από μέσα του ξεπήδησε η πίστη όπως το νερό από την πηγή. Και τότε είπε τα λόγια που έμειναν ως ένα δυνατό μήνυμα σε όλες τις γενιές των ανθρώπωνπιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.
Τα λόγια αυτά δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν μπο­ρεί ούτε να πιστέψει χωρίς τη βοήθεια του ΘεούΑπό μόνος του μπορεί να φτάσει σε μια υποψία πίστης, να πιστεύει δηλαδή στο καλό και στο κακό ή, με άλλα λόγια, ν’ αμφιβάλλει για το καλό και το κακό. Ο δρόμος όμως από τη μερική πίστη στην αληθινή είναι πραγματικά μακρύς. Χωρίς το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει το δρόμο αυτό. Το νόημα των λόγων του πατέρα του παιδιού, πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία, είναι: «Βοήθησέ με, Κύριε, να πιστέψω σε Σένα! Βοήθησε με να μην πιστέψω στο κακό! Βοήθησε με ν’ απαλλαγώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»
«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’ 42). Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ’ 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ’ 15), είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.
Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.
Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει.
Μετά το μεγάλο αυτό θαύμα τού Χριστού, «εξεπλήσσοντο πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού», γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (θ’ 43). Πόσο καλό θα ήταν να έμενε ο θαυμασμός αυτός διαρκής κι ανεξά-λειπτος από τις ψυχές τών ανθρώπων! Να μην έσβηνε τόσο γρήγορα όσο οι σαπουνόφουσκες στο νερό! Ο Θεός όμως δε σπέρνει μάταια. Αν ο σπόρος που πέ­φτει στο δρόμο, στην πέτρα ή ανάμεσα στα ζιζάνια χάνεται, εκείνος που πέφτει σε καλή γη μένει ζωντανός και αποδίδει καρπούς εκατονταπλάσιους.
Αργότερα που ο Χριστός έμεινε μόνος με τους μα­θητές Του, εκείνοι τον ρώτησαν: «Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ’ ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατίσει υμίν» (Ματθ. ιζ’ 19-20). Η ρίζα της αδυναμίας των αποστόλων επομένως ήταν η απιστία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι η δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Οι μαθητές έκαναν για κάποιο διάστημα καλή χρήση αυτής της εξουσίας. Στο μέτρο όμως που εξασθένησε η πίστη τους, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε και η δύναμη που τους έδωσε. Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ’ όλα τα πλάσματα. Με την παρακοή, την απληστία και την υπερηφάνειά του όμως, έχασε την εξουσία αυτή. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο δικό τους σφάλμα, είχαν χάσει τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δώσει ο Κύριος. Η χαμένη αυτή δύναμη τώρα μπορεί ν’ ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη και περισσότερη πίστη.
Σ’ αυτήν την περίπτωση ο Κύριος έδωσε μεγάλη έμφαση στο θέμα της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει και όρη. Δεν αδυνατεί τίποτα μπροστά της. Ο κόκκος του σιναπιού είναι πολύ μικρός, το άρωμά του όμως μπορεί να διαπεράσει ένα μπωλ ολόκληρο με φαγητό. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχησή του αρ. 5: «Όπως ο κόκκος του σιναπιού, που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά μεγάλος σε ενέργεια, όταν σπαρεί σ’ έναν τόπο βγάζει πολλούς κλάδους, ώστε σ’ αυτούς να κάθονται και πουλιά, έτσι είναι κι η πίστη. Σύντομα κάνει έργα μεγάλα. Γι’ αυτό έχετε πίστη σ’ Εκείνον, για να σας δώσει πίστη δυνατή, που ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχετε πίστη έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σας και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.

Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δε μετακίνησε βουνά; Επειδή δεν του ήταν απαραίτητο να το κάνει. Έκανε εκείνα μόνο τα θαύματα, που χρειάζονταν για να ωφελήσουν τους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα να μετακινήσεις ένα βουνό ή να με­τατρέψεις το νερό σε κρασί, να πολλαπλασιάσεις τους άρτους, να εκβάλεις πονηρά πνεύματα, να θεραπεύσεις όλων των λογιών τις αρρώστιες, να περπατήσεις πάνω στο νερό ή να γαληνέψεις μ’ ένα λόγο – ή και μία σκέψη – τις καταιγίδες και τους ανέμους; Δεν απο­κλείεται πιστοί του Χριστού, που είχαν πολύ μεγάλη πίστη και σε ειδικές περιπτώσεις, νά ‘καναν και το θαύμα αυτό, να μετακίνησαν δηλαδή όρη. Είναι όμως τα ψηλά βουνά πιο φοβερά φορτία για τον άνθρωπο από τις εγκόσμιες μέριμνες, τους εγκόσμιους δεσμούς και τις αλυσίδες των παθών; Εκείνος που μπορεί να σηκώσει τα βάρη αυτά από την ψυχή του ανθρώπου και να τα ρίξει στη θάλασσα, σίγουρα έχει μετακινήσει το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου.

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21). Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δύο πυλώνες της πίστης, δυο δυ­νατές φλόγες που κατακαίουν τα πονηρά πνεύματαΜε τη νηστεία καταπραΰνονται και νεκρώνονται όλα τα σωματικά πάθη, κυρίως τα σαρκικά. Με την προ­σευχή πολεμούνται κι αφανίζονται όλα τ’ άλλα πάθη της ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως πονηρές επιθυμίες, κακές πράξεις, φθόνος, εκδίκηση, μίσος, κα­κία, υπερηφάνεια, κενοδοξία και άλλα. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το ακάθαρτο περιεχόμενο των εγκόσμιων παθών και της κακίας τους. Με την προσευχή έλκεται το Αγιο Πνεύμα στο άδειο και καθαρό δοχείο κιεγκαθίσταται στον άνθρωπο η πληρότητα της πίστης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από χρόνια αμνημό­νευτα τονίσει τη δοκιμασμένη συνταγή της νηστεί­ας για όλα τα σωματικά πάθη και σαν ένα δυνατό όπλο εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Εκείνοι που υποβαθμίζουν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποβαθμίζουν κι απορρίπτουν μια θεμελιακή εντολή του Κυρίου Ιησού, που αφορά στη σωτηρία του ανθρώ­πουΗ προσευχή ενισχύεται με τη νηστεία, η πίστη εδραιώνεται κι από τη μια (την προσευχή) κι από την άλλη (τη νηστεία). Κι η πίστη μετακινεί όρη, εκβάλλει δαιμόνια και κάνει δυνατά τα αδύνατα.
Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνεται να έχουν σχέση με το περιστατικό που προηγήθηκε. Μετά το μεγάλο θαύμα της θερα­πείας του δαιμονισμένου παιδιού κι ενώ οι άνθρω­ποι θαύμαζαν το γεγονός, ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές για το Πάθος Του.«Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ’ 22, 23). Γιατί μετά το θαύμα, όπως και μετά από κάποια άλλα από τα θαύματά Του, ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές για το Πάθος Του; Το έκανε αυτό ώστε, όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, να μην αποκαρδιωθούν, να μην ολιγοπιστήσουν. Τά ‘λεγε αυτά στους μαθητές μετά από τα μεγάλα θαύματα Του, ώστε οι προρρήσεις αυτές, κοντά στα μεγάλα γεγονότα, τη δόξα και τα εγκώμια με τα οποία τον υποδέχονταν, να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Τά ‘λεγε όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλουςαλλά και μας. Να κατανοήσουμε πως μετά από τόσο μεγάλα έργα δεν πρέπει να ζητούμε και να περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, για τα σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι απ’ αυτούς που βοηθήσαμε κι ευεργετήσαμε πολύ.
***
Ο Κύριος δεν προείπε μόνο το πάθος και το θά­νατό Του, αλλά και την ένδοξη Ανάστασή Του. Στο τέλος όλων υπάρχει η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προείπε στους μαθητές Του κάτι που φαινόταν αδύνατο. Ήθελε να τονώσει την πίστη τους, για ν’ αντιμετωπίσουν όσα θ’ ακο­λουθούσαν, να τους διδάξει πως πρέπει να πιστέψουν όσα τους είπε. Πίστη όση ο κόκκος του σιναπιού ή ακόμα λιγότερη, πρέπει νά ‘χει κάθε άνθρωπος για νά ‘ναι προετοιμασμένος και να περιμένει κάθε είδος βασάνων σ’ αυτόν τον κόσμο. Νά ‘ναι σίγουρος όμως πως στο τέλος υπάρχει η ανάστασηΚάθε επίγεια δόξα και κάθε έπαινο πρέπει να τα λογαριάζουμε σαν μηδέν. Μετά απ’ όλους τους θριάμβους που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος, πρέπει ν’ αναμένουμε τον πειρασμό. Όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας, πρέπει να τα δεχόμαστε με ταπείνωση και υπα­κοή. Δεν πρέπει ν’ απαριθμούμε τα καλά που έχουμε κάνει για το λαό, την πόλη ή το χωριό, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν μας πιέζουν προβλήματα. Αν κάναμε κάτι για τους πλησίον μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό γίνεται από το Θεό, εμείς είμαστε απλά όργανά Του. Επομένως δεν πρέπει να γογγύζουμε όταν μας στείλει ο Θεός βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά τον πλούτο, περιφρόνηση μετά από ματαιοδοξία, αρρώστια μετά την υγεία, μόνωση και εγκατάλειψη μετά από την απόλαυση πολλών φίλων.
Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει όλ’ αυτά. Γνωρίζει πως όλα είναι για το καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να εκτιμούμε τις αιώνιες κι άφθαρτες άξι­ες και να μην οδηγηθούμε στο θάνατο παρασυρμένοι από την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Δεύτερο, πως δεν πρέπει να λάβουμε αντα­πόδοση από τους ανθρώπους για τα καλά που κάναμε σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί έτσι δε θα μείνει τίποτα να περιμένουμε για να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Όταν φτάσουμε στην πύλη της ουράνιας βασιλείας, εύχομαι να μήν ακούσουμε: «Πορεύεσθε απ’ εμού, ότι ήδη απέχετε τον μισθόν υμών».

Ελπίζω να μη συμβεί αυτό σε μας. Για να μη χα­θούμε αιώνια όταν έρθει το σίγουρο τέλος αυτού του κόσμου, απ’ όπου λάβαμε δόξα και τιμή, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο μοναδικός μας Φίλος, μας διδάσκει πως μετά τη μέγιστη δόξα, τον έπαινο και την τιμή που μπορεί να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
http://www.alopsis.gr

Κυριακή Ι Ματθαίου, Η χαρά και ο πόνος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου


,
Το θαύμα της θεραπείας του σεληνιαζομένου νέου που ακούσαμε σήμερα, συνέβη μετά την κάθοδο του Χριστού από το όρος Θαβώρ, όπου μεταμορφώθηκε και έδειξε την δόξα της Θεότητάς Του στους τρεις Μαθητές που παρευρέθηκαν στο θαυμαστό αυτό γεγονός. Αυτό δείχνει την ιδιαίτερη σημασία του γεγονότος την οποία θα δούμε με το μικρό σχολιασμό που θα ακολουθήση.
Στο όρος Θαβώρ οι Μαθητές αξιώθηκαν να δουν την δόξα της θεότητος του Χριστού, άκουσαν την φωνή του Πατρός και είδαν την φωτεινή νεφέλη που τους επισκίασε. Πρόκειται για την δόξα της Αγίας Τριάδος, και ήταν η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Διότι για μας τους Ορθοδόξους η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά η θέα και η μέθεξη της δόξης του Θεού. Συγχρόνως οι Μαθητές είδαν τους δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία να συνομιλούν με τον Χριστό. Τόσο πολύ ευφράνθησαν, ώστε σε κάποια στιγμή ο Απόστολος Πέτρος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνουν μονίμως εκεί, και να στήσουν τρεις σκηνές, για τον Χριστό και τους δύο Προφήτες, και αυτοί να παραμένουν εκεί για να βλέπουν την δόξα Του. Όλη αυτή η εικόνα, αλλά και η επιθυμία των Μαθητών, δείχνει τι θα είναι ο Παράδεισος, πως θα ζουν όσοι αξιωθούν να εισέλθουν στον Παράδεισο. Πρόκειται για μια διαρκή θεία Λειτουργία, μια συνεχή θέα της δόξης του Τριαδικού Θεού.
Οι Μαθητές, μετά από αυτή την εμπειρική βίωση της Βασιλείας του Θεού, κατέρχονται από το όρος Θαβώρ και έρχονται αντιμέτωποι με μια φοβερή κατάσταση. Συναντούν έναν δαιμονισμένο νέο που βασανίζεται από τον διάβολο, έναν πατέρα να υποφέρη, να βασανίζεται και να ζητά βοήθεια και συμπαράσταση, μια γενιά που είναι άπιστη και διεστραμμένη και τους Μαθητές Του που απορούσαν γιατί δεν είχαν την δύναμη να ελευθερώσουν τον νέο αυτόν από το δαιμόνιο.
Αυτές οι δύο εικόνες είναι αντίθετες μεταξύ τους. Στην μία βλέπει κανείς την χαρά και την ειρήνη της Βασιλείας του Θεού και στην άλλη βλέπει την τραγική κατάσταση της ανθρώπινης ζωής με τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες της και γενικά την κατάσταση της Κολάσεως. Αυτό δείχνει και την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος από τον Παράδεισο στον οποίο ζούσε αμέσως μετά την δημιουργία του, όπου απολάμβανε την δόξα του Θεού, εξαναγκάσθηκε να ζη στην κοιλάδα του κλαυθμώνος και των ταλαιπωριών, με τις αρρώστιες, τους δαιμονικούς πειρασμούς, τις στερήσεις, τους θανάτους και τα ποικίλα προβλήματα που δημιουργούν πόνο και οδύνη. Μόνον μέσα από την θέα της θαβωρίου δόξας μπορούμε να καταλάβουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε μετά την πτώση μας και την απομάκρυνσή μας από τον Θεό του Φωτός και της δόξης. Αυτό δείχνει και το πως ελπίζουμε και πιστεύουμε να μεταμορφωθή το σώμα μας και να γίνη όμοιο με το σώμα του μεταμορφωθέντος Χριστού.
Αλλά αυτό το αισθανόμαστε και σε κάθε θεία Λειτουργία. Όταν προετοιμαζόμαστε κατάλληλα πριν την θεία Λειτουργία και όταν προσευχόμαστε με συγκεντρωμένο τον νου κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, αισθανόμαστε γαλήνη στην καρδιά, ειρήνη στους λογισμούς, ανάπαυση και παρηγοριά σε ολόκληρη την ύπαρξή μας. Τότε η καρδιά αισθάνεται την παρουσία του Θεού, αλλά αγαπούμε και τους συνανθρώπους μας με τους οποίους προσευχόμαστε και κοινωνούμε από το ίδιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Όταν, όμως, τελειώνη η θεία Λειτουργία και πηγαίνουμε στα σπίτια μας και αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που υπάρχουν από τις αρρώστιες, τις περιφρονήσεις και την μοναξιά, από τα πάθη μας, τότε νοσταλγούμε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και θέλουμε πάλι να εκκλησιασθούμε.
Στην ζωή μας εναλλάσονται οι ώρες της εμπειρίας του Θαβώρ και οι ώρες της εμπειρίας των διαφόρων δυσκολιών. Μακάρι το Θαβώρ, η Βασιλεία του Θεού, το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας να εμπνέουν και να προσανατολίζουν πάντοτε την ζωή μας.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» Κυριακή Ι Ματθαίου




Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. Δ΄ 9 – 16
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Μιὰ διαφορετικὴ συγγένεια μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ  σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Μὲ  πατρικὴ στοργὴ συμβουλεύει καὶ νουθετεῖ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου κι  ἔπειτα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἐὰν μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ  ὑμᾶς ἐγέννησα».
Ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δὲν  ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες. Διότι ἐγὼ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς  γέννησα πνευματικὰ μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου  μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ὁ πνευματικὸς πατέρας γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. Αὐτὸς ποὺ τοὺς ἀναγέννησε πνευματικά. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πνευματικὴ συγγένεια μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε πρῶτον ποιὸ εἶναι τὸ  ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ δεύτερον ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας στάση ἀπέναντί του. 

1. Τὸ ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ
Πνευματικὸς πατέρας σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι  ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, εἴτε ἱερέας εἴτε μοναχὸς ἢ λαϊκός, τὸν ὁποῖο ἡ θεία Πρόνοια ἔφερε κοντά μας σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ συνειδητὴ πίστη καὶ χριστιανικὴ ζωή.
Εἰδικότερα πνευματικὸς πατέρας θεωρεῖται ὁ ἱερέας στὸν ὁποῖο ἐξομολογούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας ἀλλὰ καὶ καταφεύγουμε γιὰ νὰ λάβουμε κατάλληλες συμβουλὲς καὶ καθοδήγηση στὸν πνευματικό μας ἀγώνα.
Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὅπως μὲ θαυμάσιο τρόπο σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι τὸ «ψυχὴν πτερῶσαι, ἁρπάσαι κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ». Νὰ δώσει δηλαδὴ πνευματικὰ φτερὰ στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ, νὰ τὴν ἁρπάξει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσει κοντὰ στὸν Θεό. Ὅλα αὐτὰ ἀπαιτοῦν πολλὲς φροντίδες, νουθεσίες καὶ προσευχές. Ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸ ἐξαίρετο πρότυπο πνευματικοῦ πατρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαυε «μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. κ΄ 31) «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν (Γαλ. δ΄ 19).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες παρομοιάζουν τὸν Πνευματικὸ μὲ ἰατρό. Ὅπως ἀναζητοῦμε ἕναν καλὸ προσωπικὸ γιατρὸ καὶ τοῦ ἐκθέτουμε τὸ ἱστορικό μας καὶ ὅλα τὰ συμπτώματα ἀσθενείας ποὺ τυχὸν παρουσιάζονται, προκειμένου νὰ μᾶς δώσει τὸ κατάλληλο φάρμακο, ἔτσι ὀφείλουμε νὰ βροῦμε κι ἕναν καλὸ Πνευματικὸ γιὰ νὰ ἐπιμελεῖται τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας.
Ὀνομάζουν ἐπίσης τὸν Πνευματικὸ καὶ «ἀλείπτη», δηλαδὴ προπονητή, ἐπειδὴ στοὺς ἀρχαίους ἀγῶνες πάλης ἄλειφαν τοὺς ἀθλητὲς μὲ λάδι γιὰ νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὶς λαβὲς τοῦ ἀντιπάλου. Παρομοίως καὶ ὁ Πνευματικὸς μὲ τὶς κατάλληλες ὁδηγίες καὶ παραινέσεις συμπαραστέκεται ὡς καλὸς προπονητὴς κοντὰ σὲ κάθε Χριστιανὸ ποὺ καλεῖται ν’ ἀγωνίζεται πνευματικὰ καὶ τὸν βοηθᾶ γιὰ νὰ γλιστρᾶ καὶ νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ παγκάκου διαβόλου.                                    
2. Ὁ Πνευματικός μας κι ἐμεῖς
Ἔχουμε ἀνάγκη λοιπὸν ὅλοι ἀπὸ πνευματικὸ πατέρα. Τί ὀφείλουμε ὅμως ἐμεῖς νὰ κάνουμε;
Αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε κυρίως εἶναι ἡ ὑπακοή μας. Ὁ Πνευματικὸς μᾶς δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε ἢ τί νὰ ἀκολουθοῦμε. Ἂς τὸν ἀκοῦμε, διότι δὲν ὁμιλεῖ μὲ προσωπικὰ κριτήρια καὶ ἰδιοτέλεια ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ συναίσθηση εὐθύνης γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ διακρίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε περίπτωση.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι «αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε ὑπακούει κι ἄλλοτε παρακούει στὸν πνευματικό του πατέρα μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ βάζει στὰ μάτια του ἄλλοτε κολλύριο κι ἄλλοτε ἀσβέστη. Ποιὸ τὸ ὄφελος;» (Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄). Ἂς πάρουμε λοιπὸν ἀπόφαση νὰ κάνουμε τελεία ὑπακοὴ στὶς ὑποδείξεις τοῦ Πνευματικοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀσφάλεια γιὰ μᾶς καὶ χαρὰ γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ θὰ βλέπει τὴν πνευματική μας προκοπή. Ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «Πολὺ μεγάλη χαρὰ δοκίμασα, διότι βρῆκα ὁρισμένα ἀπὸ τὰ παιδιά σου νὰ πορεύονται σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου» (Β΄ Ἰω. 4). Ἂς δίνουμε κι ἐμεῖς χαρὰ στὸν Πνευματικὸ μὲ τὴν ὑπακοή μας!
Τί εὐλογία νὰ ἔχουμε πνευματικὸ πατέρα! Πόσους ἀγῶνες καὶ προσευχές, πόσες θυσίες καὶ κόπους καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιὰ νὰ μᾶς περάσει μέσα ἀπὸ τὴν τρικυμισμένη θάλασσα τοῦ κόσμου στὸ λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ;! Ἂς παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ μᾶς χαρίζει πάντοτε πνευματικό μας πατέρα ἄξιο ὁδηγὸ στὴν πνευματική μας πορεία πρὸς τὴν οὐράνια Βασιλεία.
 «Ο ΣΩΤΗΡ»1 & 15-8-2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...