Α. Εἰσαγωγή
Ἡ ἀποψινὴ ὁμιλία πρέπει νὰ ἐκφράσει κάτι ποὺ δύσκολα λέγεται καὶ νὰ δώσει χαρακτηριστικὰ καὶ παραμέτρους γιὰ κάτι ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι λιγότερο περιγραπτὸ καὶ περισσότερο ἔμμεσα ἀντιληπτό, γιὰ κάτι πιὸ πολὺ κεκρυμμένο ποὺ τὸ ὑποψιάζεσαι, παρὰ φανερὸ ποὺ μπορεῖς νὰ τὸ σχολιάσεις. Οἱ στόχοι προσδιορίζονται, τὰ βιώματα ὅμως δύσκολα περιορίζονται σὲ λεκτικὰ πλαίσια. Πολὺ δὲ περισσότερο ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος τῆς πίστεως καὶ τῆς χάριτος, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ μυστήριο ποὺ διαρκῶς μᾶς ἀποκαλύπτεται καὶ λιγότερο ἐκδήλωση, ἔκφραση ἢ τρόπο καὶ συμπεριφορὰ πρὸς τὰ ὁποῖα κανεὶς προσαρμόζεται.
Ἕνα βίωμα, ὅταν εἶναι πνευματικὰ αὐθεντικό, φανερώνει τὴ θεϊκότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὅταν εἶναι μὴ αὐθεντικό, ἐμποδίζει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση πνευματικῆς ζωῆς.
Πῶς λοιπὸν νὰ προσεγγίσουμε τὴν αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος; Πῶς νὰ τὴν προσδιορίσουμε; Πῶς νὰ τὴν ψηλαφίσουμε; Τὸ θέμα σίγουρα δὲν εἶναι διανοητικό. Γι᾿ αὐτό, ἂς μὴν ἐπικεντρώσουμε τὴν προσπάθειά μας στὸ νὰ καταλάβουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ ἀκουσθοῦν, οὔτε πάλι νὰ κρατήσουμε σημειώσεις γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε κάτι· οὔτε ἀκόμη νὰ ὑποτάξουμε τὴν ἀθωότητα τοῦ αὐθορμητισμοῦ μας στὴ διαδικασία ἑνὸς σχολαστικοῦ ἔλεγχου, μήπως κάτι δὲν εἶναι ἀπόλυτα σωστό. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ δὲν θέλει νὰ εἶναι στοχαστικὴ γιὰ νὰ γεννήσει καλὲς σκέψεις ἢ ὀρθὲς κριτικὲς ἀπόψεις· οὔτε πειστικὴ γιὰ νὰ μᾶς βάλει μὲ τὸ ζόρι στὸν μονότονο μονόδρομο μιᾶς ἀνακουφιστικῆς καὶ ἐφησυχαστικῆς συμφωνίας. Ἡ ὁμιλία προτιμᾶ νὰ εἶναι ἁπλή, καρδιακή, γιὰ νὰ προκαλέσει ἐξομολογητικὰ καὶ προσωπικὰ αἰσθήματα στὸν καθένα μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅ,τι θὰ ἀκουσθεῖ δὲν προσφέρεται ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ ὡς γνώση ἢ ἄποψη, ἀλλὰ κατατίθεται ὡς ἀφορμὴ κοινωνίας.
Στὴν πορεία λοιπὸν αὐτῆς τῆς ὁμιλίας, ἂς προσπαθεῖ ὁ καθένας μας νὰ δεῖ ποιὸς πράγματι εἶναι. Ὄχι τί ἀπὸ τὰ λεγόμενα εἶναι σωστὸ καὶ τί λάθος, ἀλλὰ τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὄχι σὲ ποιὰ ἐποχὴ ζοῦμε, ἀλλὰ πῶς ἐμεῖς ζοῦμε, τί θέση ἔχει ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας καὶ πῶς προσδιορίζεται ἡ ἀπόστασή μας ἀπὸ τὴ χάρι Του στὴ δική μας περίπτωση. Ἀλλὰ καὶ πῶς λειτουργοῦν οἱ πόθοι μας, πῶς περιγράφονται οἱ στόχοι μας, πῶς διαγράφεται ἡ κλήση μας ὡς «τέκνων τοῦ Θεοῦ»(1), ὡς «ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ» ὡς πολιτῶν τῆς βασιλείας Του, ὡς «κεκλημένων στὸ δεῖπνο Του» (2).
Ὁ εὐαγγελικὸς λόγος τοῦ Κύριου εἶναι ἀρκετὰ ἀπόλυτος. «Ὁ ΜΗ ΩΝ ΜΕΤ᾿ ΕΜΟΥ ΚΑΤ᾿ ΕΜΟΥ ΕΣΤΙΝ» (3) ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ» (4) καὶ «ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ, ΑΠΑΡΝΗΣΑΣΘΩ ΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ» (5) καὶ «ΕΑΝ ΜΗ ΠΕΡΙΣΣΕΥΣΗ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΥΜΩΝ ΠΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ ΟΥ ΜΗ ΕΙΣΕΛΘΗΤΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ» (6). Ὁ Κύριος ἀρνεῖται τὸ ἀνθρώπινο δικαίωμα σὲ κάποιον μαθητή Του, νὰ παρευρεθεῖ στὴν κηδεία τοῦ πατέρα του (7), προλέγει μαρτύρια καὶ δοκιμασίες σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθήσουν (8), ἐλέγχει τὴ χλιαρότητα (9), ἀπαιτεῖ τὸ «ἓν» ποὺ λείπει, προτείνει τὴν τελειότητα· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» (10).
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτος, ἐμπερικλείει καὶ προσφέρει καθετὶ ποὺ ἔχει πληρότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι στὴν τέλεια μορφή. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ὤν, εἶναι τὸ Πᾶν. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ πληροῖ μὲν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ ἀφήνει τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπερβαίνει τὴν πληρότητά του. Εἶναι κάτι ἀκόμη παραπάνω ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ Θεός, ἀπὸ ὅποιον θέλει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, δὲν ζητεῖ τὸ ὑπερβάλλον σὲ δύναμη καὶ δυσκολία -αὐτὸ τὸ ἀναπληρώνει ἡ χάρις Του-, ἀλλὰ τὴν αὐθεντικότητα στὴ συναίνεση, τὴν ἀλήθεια στὴν προαίρεση, τὴ συνέπεια στὴν ἀπόφαση. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται συμβατός με τὸν Θεό· μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸν βηματισμό Του, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ ἴχνη Του
Β Ὁ ἀληθινὸς χριστιανός
Συχνὰ στὶς εὐαγγελικὲς περικοπές, συναντοῦμε τοὺς Ἀποστόλους νὰ ἐπικαλοῦνται τὴ αὐθεντικότητα τῆς προσωπικῆς τους μαρτυρίας προκειμένου νὰ γίνουν πειστικοὶ· «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (11) καὶ «οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ» (12). Ἀλλὰ καὶ οἱ Σαμαρεῖτες (13) καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος προσφεύγουν στὴν ἀμεσότητα τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας (14). Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος ἀποτελεῖ τὸ πειστικότερο ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. Αὐθεντικὸς εἶναι ὁ Πέτρος ἀκόμη καὶ στὶς πτώσεις του, γιατί εἶναι αὐθόρμητος. Ζητᾶ ἀποδείξεις καὶ ὁ Κύριος τὸν καλεῖ νὰ βαδίσει ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Ὀλιγοπιστεῖ καὶ βυθίζεται (15). Αὐθόρμητα ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ἅγιο στόμα Του ἀναδίδει «ρήματα ζωῆς» (16). Προτρέπει τὸν Κύριο νὰ ἀποφύγει τὸ Πάθος καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἐπιτιμᾶ λέγοντάς του πὼς μέσα του ὁμιλεῖ ὁ σατανᾶς (17). Ἀποποιεῖται μὲ ὑπεροχικὸ αἴσθημα τὴν πλύση τῶν ποδῶν του ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ στὴ συνέχεια ὑποχωρεῖ μὲ ἕναν ἰδιαίτερα ἐκφραστικὸ τρόπο (18). Τολμᾶ βίαια νὰ κόψει τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου (19) καὶ δέχεται τὴν ἐπίπληξη τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θαυματουργικὴ ἀποκατάσταση τοῦ αὐτιοῦ (20). Ἀρνεῖται τὸν Κύριο λίγο πρὸ τοῦ Πάθους καὶ ἀμέσως μετανοεῖ (21). Ἀκούει τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ ἀμφισβητεῖ· γι᾿ αὐτὸ καὶ τρέχει στὸν τάφο νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει μόνος του (22). Πέφτει καὶ σηκώνεται. Ἁμαρτάνει καὶ μετανοεῖ. Δὲν παριστάνει, εἶναι. Εἶναι ἐλεύθερος καὶ ὅταν εἶναι ἀνθρώπινος. Σφάλλει καὶ διορθώνεται, δὲν εἶναι ἀλάθητος. Εἶναι ἀληθινός.
Αὐθεντικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν κάνει λάθη, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὰ ἀντιλαμβάνεται, τὰ ὁμολογεῖ καὶ μετανοεῖ.
Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο αὐθόρμητος στὸν τρόπο του, εἶναι γνήσιος καὶ στὴν πίστη του. Καὶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἰδεολόγημα ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξουμε, οὔτε σκέψη ποὺ πρέπει νὰ κατανοήσουμε, οὔτε ἄποψη ποὺ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε. Ἡ πίστη δὲν εἶναι συναίσθημα, οὔτε ἠθικὸς κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε, οὔτε βίωμα ποὺ ψυχολογικὰ ἐπιβάλαμε στὸν ἑαυτό μας, οὔτε πάλι στόχος ποὺ κατακτᾶται μὲ ἀνθρώπινες προσπάθειες. Ἡ πίστη εἶναι χάρις καὶ ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ προσφέρεται, ἀναδύεται καὶ ἀποκαλύπτεται. Εἶναι κάτι ποὺ δίνει ὁ Θεός· κάτι ποὺ φανερώνει τὸν Θεό.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μεγάλος γιατί μπορεῖ νὰ καταφέρει πολλά, ἀλλὰ γιατί μποροῦν νὰ τοῦ συμβοῦν καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθοῦν μεγάλα. Ὅλα ὅμως αὐτὰ προϋποθέτουν τὴ γνησιότητα, τὴν ἀληθινότητα, τὴν αὐθεντικότητα. Χωρὶς αὐτά, ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς παραμένει κλειστὸς στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια, ἐνῶ μιλοῦμε γιὰ αὐθεντικὸ βίωμα, συχνὰ φαίνεται πὼς ἐννοοῦμε κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι. Γι᾿ αὐτὸ ἂς δοῦμε ποιὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ γνήσιος χριστιανός. Στὴν προσπάθειά του ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα «ποταποὺς εἶναι βούλεται ὁ λόγος τοὺς χριστιανούς, » ἀπαντᾶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:
«Ὡς μαθητὰς Χριστοῦ πρὸς μόνα τυπωμένους ἃ βλέπουσιν ἐν αὐτῷ ἢ ἀκούουσι παρ᾿ αὐτοῦ (Ματθ. ια´ 29, Ἰωάν. ιγ´ 13-15), ὡς ναοὺς Θεοῦ ἁγίους, καθαροὺς καὶ μόνων πεπληρωμένους τῶν πρὸς λατρείαν Θεοῦ (Ἰωάν. ιδ´ 23, Α´ Κορ. στ´ 16), ὡς τέκνα Θεοῦ μεμορφωμένους πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ μέτρον τὸ τοῖς ἀνθρώποις κεχαρισμένον (Ἰωάν. η´ 13,33, Γαλ. δ´ 49), ὡς ἅλας ἐν γῇ ὥστε τοὺς κοινωνοῦντας αὐτοῖς ἀνανεοῦσθαι τῷ πνεύματι πρὸς ἀφθαρσίαν (Ματθ. ε´ 13), ὡς λόγον ζωῆς τῇ πρὸς τὰ παρόντα νεκρώσει πιστουμένους τὴν ἐλπίδα τῆς ὄντως ζωῆς» (Φιλιπ. β´ 15-16) (23).
Καὶ συνεχίζει παρακάτω:
«Τί ἴδιον χριστιανοῦ; Τὸ καθὼς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ ἐφάπαξ, οὕτω καὶ αὐτὸν νεκρὸν εἶναι καὶ ἀκίνητον πρὸς πάσαν ἁμαρτίαν …Τὸ περισσεύειν αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην ἐν παντί… Τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς... Τὸ προορᾶσθαι τὸν Κύριον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ παντός... Τὸ ἐφ᾿ ἑκάστης ἡμέρας καὶ ὥρας γρηγορεῖν καὶ ἐν τῇ τελειότητι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν εὐαρεστήσεως ἕτοιμον εἶναι εἰδότα ὅτι ἡ ὥρα οὐ δοκεῖ ὁ Κύριος ἔρχεται» (24).
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, «εἰ χριστιανὸς εἶ, πόλιν οὐκ ἔχεις ἐπὶ τῆς γῆς. Τῆς πόλεως ἡμῶν τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἐστὶν ὁ Θεός. Κἂν ἅπασαν λάβωμεν τὴν οἰκουμένην, ξένοι καὶ παρεπίδημοι πάσης ἐσμέν. Εἰς τὸν οὐρανὸν ἐνεγράφημεν, ἐκεῖ πολιτευόμεθα» (25).
Τὴν ἴδια ἀπολυτότητα συναντᾶ κανεὶς καὶ στοὺς ἀσκητικοὺς πατέρες καὶ φυσικὰ στὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: «Χριστιανὸς ἐστὶ μίμημα Χριστοῦ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ, λόγοις καὶ ἔργοις καὶ ἔννοια εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδαν ὀρθῶς καὶ ἀμέμπτως πιστεύων».
Τὸ χριστιανικὸ βίωμα εἶναι αὐθεντικό, ὅταν ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴν ἄνεση, τὸν ἀγώνα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ νίκη, ὅταν ζοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς πιὸ πραγματικὴ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Ἱστορίας· ὅταν ἡ πίστη μας εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο μας, ὅταν διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια πιὸ πολὺ μέσα στὰ μυστήρια ἀπὸ ὅσο σὲ αὐτὰ ποὺ κατανοοῦμε· ὅταν στὶς δυσκολίες μας εἴμαστε περισσότερο προσευχόμενοι καὶ λιγότερο σκεπτόμενοι· ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι ἡ χάρις εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἀπὸ τὸν ἀγώνα μας· ὅταν ὁ ἀδελφὸς εἶναι πιὸ πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας· ὅταν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τί εἶναι μάταιο καὶ τί γνήσιο, τί εἶναι ψεύτικο καὶ τί ἀληθινό, τί εἶναι τοῦ θελήματός μας καὶ τί τοῦ Θεοῦ, ὅταν ποθοῦμε τὸν θάνατο πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ ζωή.
Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι συμβατός με τὴν παράδοση καὶ τὸ δόγμα, ἀλλὰ καὶ ἔχει κάτι τὸ καινούργιο καὶ πρωτότυπο, κάτι δικό του. Ἡ διαφορετικότητά του ἑνώνει καὶ ὀμορφαίνει. Ἐπιβεβαιώνει τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητος, διότι εἶναι «τὸ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν σύστημα, ὅπερ ὄρος ὠνόμασται ἀροτριωμένον... Ὄρος οὖν ἡ ὑψωθεῖσα ὑπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ψυχή»
Τελικά, ἡ εἰκόνα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει καὶ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ μιμηθεῖ, ἀλλὰ εἶναι κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ γεννήσει. Εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι κεκλημένος. Ἡ αὐθεντικότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ἱερότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ προσώπου.
Γ. Γνωρίσματα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος
Ποιὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος;
Ἀφορμὴ θὰ πάρουμε ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου, ἀπὸ τὴν περικοπὴ τῆς κλήσεως τῶν μαθητῶν. Αὐτὴ ἡ περικοπὴ ἔχει ἕνα ἐνδιαφέρον ἰδιαίτερο. Καὶ τοῦτο διότι ἀποτελεῖ μία εἰκόνα τοῦ πῶς καλεῖ ὁ Χριστὸς τὸν κάθε χριστιανὸ ξεχωριστὰ καὶ τί τελικὰ μᾶς προσφέρει ἡ χάρις καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, τὴν Ἐκκλησία.
Στὴ συγκεκριμένη εὐαγγελικὴ περικοπὴ παρουσιάζονται τρεῖς κλήσεις, τρία προσκλητήρια πρὸς τρεῖς μαθητές. Τὸ ἕνα εἶναι τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου, τὸ δεύτερο τοῦ Φιλίππου καὶ τὸ τρίτο τοῦ Ναθαναήλ.
Κατ᾿ ἀρχάς, καὶ οἱ τρεῖς ἀνταποκρίνονται στὴν κλήση μὲ μιὰ ἔκρηξη πνευματικοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Ὁ Ἀνδρέας ἀναφωνεῖ ὅτι «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ὁ Φίλιππος τρέχει στὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει: «ὃν ἔγραφε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὐρήκαμεν, Ἰησοῦν», ὁ δὲ Ναθαναὴλ ἀπευθύνεται στὸν Κύριο καὶ τοῦ λέγει: «σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Τὸ πρῶτο γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἐκ Θεοῦ κλήσεως καὶ ἡ αὐθόρμητη ἀνταπόκριση σ᾿ αὐτήν, κάτι ποὺ ἑδράζεται στὸ ἄδολον τῆς ψυχῆς. Εὐθέως, ἀμέσως, χωρὶς δεύτερο λόγο, χωρὶς δισταγμό, χωρὶς ὀρθολογιστικὲς σκέψεις, ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν κλήση Του. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «ἴδε ἀγαθὸς Ἱσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστί»· δὲν ὑπάρχει πονηρία, δὲν ὑπάρχει μπέρδεμα, σύγχυση, πολυπλοκότητα, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Ναθαναὴλ εἶναι ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁπλοϊκότητα.
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι προσωπικὴ ἀνακάλυψη ἢ ἐπιλογή, ἀλλὰ φιλότιμη ἀνταπόκριση σὲ θεϊκὸ κάλεσμα. Δὲν εἶναι τρόπος ζωῆς ἀλλὰ κατάσταση χάριτος. Δὲν φανερώνει ἕναν καλὸ ἄνθρωπο μὲ ὀρθὸ κριτήριο καὶ καλὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ τοῦ τελευταίου.
Αὐτὲς οἱ αὐθόρμητες πνευματικὲς ἐκρήξεις, σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόμνημα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, εἶναι ἀποτέλεσμα «ψυχῆς ᾠδωούσης» καὶ «προσδοκώσης» «τὴν παρουσίαν Ἐκείνου». Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ δύο ἑπόμενα γνωρίσματα. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ ἔμπονος πόθος, ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης Του. Καὶ τὀ ἄλλο, ἡ προσδοκία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἐπισκέψεώς του.
Αὐτὴ ἡ ὀδύνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ λαχτάρα καὶ ἀναμονή, ἡ βαθιὰ ἐνδόμυχη προσδοκία, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «τρώσιν», φάγωμα τῆς ψυχῆς, ἡ διαρκῆς ἑτοιμότητα ὅτι ἔρχεται ὁ Κύριος νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ τὴ δική μου ψυχή, νὰ μπεῖ καὶ στὴ δική μου ζωή, ἔρχεται νὰ ἀλλάξει, νὰ μεταστρέψει, νὰ μεταμορφώσει, νὰ ἀνακαινίσει τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τοῦ δικοῦ μου βίου, καὶ τὰ ἰδιώματα καὶ τοῦ δικοῦ μου προσώπου, αὐτὲς οἱ ἐμπειρίες ἀποτελοῦν ἀπόδειξη αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος.
Δὲν εἶναι ἡ ἀλλαγὴ ποὺ προκαλεῖ τὸ γνήσιο χριστιανικὸ βίωμα. Αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει καὶ ἔπαρση καὶ ὑπερηφάνεια. Ἀλλὰ εἶναι ὁ ἐνεργὼν τὴν ἀλλαγή, Αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἐγγύηση τοῦ βιώματος καὶ τὴν ἀπόδειξη τοῦ παράλληλου μεγαλείου του, Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μέσα ἀπὸ αὐτήν.
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν ἀποστόλων δὲν ἦταν μία ἁπλὴ ἔκφραση χαρᾶς καὶ ἔκπληξης ἢ ἁγνῆς διαθέσεως, ἀλλὰ εἶχε τὰ στοιχεῖα μιᾶς μεγαλειώδους ὁμολογίας πίστεως, ὁμολογίας τὴν ὁποία κρατάει ἡ Ἐκκλησία ὡς θησαυρὸ στὰ χέρια Της. Τὸν ὁμολόγησαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς Θεό- ὡς τὸν Μεσσία ὁ Ἀνδρέας, ὡς Αὐτὸν γιὰ «τὸν ὁποῖο ἔγραφαν ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆτες ὁ Φίλιππος, ὡς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὡς τὸν Χριστό, ὁ Ναθαναήλ.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἔκαναν ἀκόμη ἕνα βῆμα: κατέστησαν κοινωνοὺς τῆς δικῆς τους πίστεως καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός τους. Διέδωσαν ἀμέσως τὸ μήνυμα, τὸ κοινοποίησαν. Ὁ Ἀνδρέας «ἤγαγε τὸν Σίμωνα πρὸς τὸν Ἰησοῦν», ὁ Φίλιππος ἀπευθύνεται στὸν Ναθαναήλ: «ἔρχου καὶ ἴδε», ἔλα καὶ σὺ νὰ δεῖς, ἔλα καὶ σὺ νὰ γευθεῖς. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνίας τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ μέσα μας καὶ ἐκφράζεται ὡς ἡ πιὸ λεπτὴ καὶ ἡ πιὸ ὡραία ἐκδήλωση τῆς δικῆς μας ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος.
Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα ἐπιπλέον γνώρισμα, τὴ διάθεση τοῦ μαρτυρίου. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπόστολοι μαρτύρησαν. Ἐπισφράγισαν τὴν κλήση τους μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματός τους. Εἶχαν τέτοια πηγαιότητα πού, ἐνῶ ἦταν πολὺ εὔκολη ἡ ἀρχὴ -«εὐθέως» δέχθηκαν τὸ μήνυμα καὶ τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου- ἦταν ἐξίσου εὔκολο καὶ τὸ τέλος - πρόθυμα ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γι᾿ Αὐτόν. Τοῦ ἔδωσαν τὴ ζωή τους καὶ ὅσο εὔκολα Τὸν ἀκολούθησαν στὴν ἐπίγεια πορεία Του, τόσο πρόθυμα Τὸν ἀκολουθοῦν αἰωνίως ἑνωμένοι μαζί Του καὶ στὴ Βασιλεία Του.
Ἢ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος δὲν ταυτίζεται μὲ πομπώδη ἔκφραση, πληθωρικὸ ἐντυπωσιασμό, αἰφνιδιασμὸ καὶ ἔκπληξη ἢ κοσμικὸ θαυμασμό. Τὸ χριστιανικὸ βίωμα εἶναι μυστικό, εἶναι βαθὺ καὶ ἐσωτερικό. Τὸ βίωμα τῆς Χαναναίας, ἡ ὁποία δέχθηκε ὁ Κύριος νὰ τὴ συγκρίνει μὲ τὰ σκυλάκια, τοῦ Ζακχαίου ποὺ ὁμολόγησε δημόσια τὶς ἀδικίες του, τῆς αἱμορροούσης ποὺ κρυφὰ ἀπέσπασε δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποτελοῦν ὑποδείγματα αὐθεντικότητας. Κανεὶς δὲν πρόσεξε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε οἱ μαθητές. Ὁ Κύριος ὅμως ἀκούει τὶς κραυγὲς τῆς Χαναναίας, βλέπει καὶ καλεῖ ὁ ἴδιος τὸν Ζακχαῖο, αἰσθάνεται τὸ ἄγγιγμα τῆς αἱμορροούσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ξεχώρισε τὴ Χαναναία παρακάμπτοντας τοὺς ἀποστόλους, τὸν Ζακχαῖο διακρίνοντάς τον μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν αἱμορροοῦσα αἰσθανόμενος τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀγγίγματός της. Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα πείθει καὶ ἐπιβάλλεται καὶ στὶς δυσκολότερες καὶ πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες. Ἐπισύρει ἐπάνω του τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο κι ὅταν αὐτὸς σκεπάζεται ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν ἀδιαφορία τοῦ κόσμου, τὴ δική του ἀσημαντότητα.
Ὁ γνήσιος χριστιανὸς εἶναι ἀσφαλής, δὲν φοβᾶται τίποτε, ἐμπιστεύεται εὔκολα, συμπαθεῖ, κατανοεῖ, ἀναδίδει σιγουριὰ καὶ αἴσθηση καθαρότητας.
Δ. Χαρακτηριστικά του νοθευμένου βιώματος
Ἀντίθετα, τὸ νοθευμένο βίωμα φτιάχνει χριστιανοὺς ποὺ ἀντὶ νὰ σωζόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία, αἰσθανόμαστε πὼς πρέπει ἐμεῖς νὰ σώσουμε τὴν ἀλήθεια. Ἀντὶ νὰ διακρίνουμε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς ἀντικρίζουμε ἀντιπάλους ποὺ πρέπει νὰ συντρίψουμε ἢ ἡμετέρους ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν τὶς ἀπόψεις μας. Ἀντὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς τὴν καταθέτουμε μὲ ἀσυγχώρητη ἀφέλεια στὸ ἀμφίβολο νυστέρι τῶν ψυχοθεραπευτικῶν μεθόδων ἢ τῶν ἐπιστημονικῶν ἐκτιμήσεων ἢ τῶν ὀρθολογιστικῶν προβλέψεων. Ἀντὶ νὰ τρέφουμε τὴν πίστη μας μὲ τὴν ταπείνωση τῆς καρδιᾶς, ἐμεῖς τὴν τροφοδοτοῦμε μὲ τὶς ἀπαντήσεις τῆς γνώσης καὶ τοῦ λογικοῦ.
Ἀντὶ στὶς σύγχρονες βιοηθικὲς προκλήσεις, ποὺ ἀκουμποῦν τὴ ζωή μας καὶ παρεμβαίνουν στὴν καθημερινότητά μας, νὰ διακρίνουμε μία ἀγάπη ποὺ ἐλευθερώνει ἢ ἕνα οὐσιαστικὸ φρόνημα ποὺ μεταφέρει σὲ σφαῖρες ἄλλης λογικῆς, ἐμεῖς δουλικὰ ἐπιμένουμε σὲ νομικὲς σχολαστικότητες ποὺ πνίγουν τὴ χάρι ἢ σὲ ἐκκοσμικευμένους συμβιβασμοὺς ποὺ ἐντελῶς τὴν ἀπομακρύνουν. Ἀντὶ νὰ λειτουργοῦμε ὡς ἀφανῆ κύτταρα τοῦ πνευματικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς βλέπουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς σωματεῖο μὲ μέλη, καταστατικό, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη περισσότερο τῆς δικῆς μας βοήθειας παρὰ τῶν ἄλλων.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικά, ἀντὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν σὲ μόνιμο τάφο ποὺ κυοφορεῖ τὴν ἀνάστασή μας, μὲ βαθιὰ ταπείνωση, διάθεση θυσίας, ὑποχωρητικότητα, τιμὴ καὶ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων, ἀνεκτικότητα, πίστη στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο, συμπεριφερόμαστε ὡς προσωρινοί με ἐπίγεια προοπτική, διεκδικήσεις καὶ δικαιώματα, ἀνεξέλεγκτες εὐαισθησίες, κρυπτοεγωισμούς, ψευτοϋποκρισίες καὶ μικροϊδιοτέλειες, ἀνόητες συγκρίσεις καὶ ἀπερίσκεπτες συγκρούσεις, ἀνασφάλειες, ὑπεροχικὰ αἰσθήματα, ἀνερμήνευτους συμβιβασμούς, ψυχολογικὲς μιζέριες καὶ ἀδικαιολόγητη ἐγκοσμιότητα.
Τὸ ψέμα στὸν ἑαυτό μας, οἱ μὴ πειστικὲς δικαιολογίες, ἡ δυσκολία νὰ δεχθοῦμε κάποια κριτικὴ καὶ ἡ παράλληλη προθυμία καὶ εὐκολία νὰ κρίνουμε ἐντελῶς ἐπιπόλαια καὶ συνήθως σκληρὰ καὶ ἄκαρδα τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, ὑποδηλώνουν μία ἔνοχη μυωπικότητα ποὺ πανηγυρικὰ πιστοποιεῖ τὴν ἀνεπίτρεπτη ἀνελευθερία μας.
Μιὰ τέτοια νοοτροπία μᾶς κάνει νὰ ἐπινοοῦμε ἕνα Θεὸ ποὺ μόνος του ἀμφισβητεῖται· ἕνα Θεὸ ποὺ διαρκῶς αὐτοαναιρεῖται ἕνα Θεὸ ποὺ μοιάζει περισσότερο μὲ ψυχολογικὸ ἐπινόημα ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ νοσηρότητα καὶ ἀνεπάρκεια, ἢ ἰδεολογικὸ καταφύγιο ποὺ τὸ διακρίνει ἡ προσωρινότητα καὶ ὁ πνευματικὸς καιροσκοπισμός· ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν εἶναι πατέρας γιὰ νὰ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ὑπηρέτης γιὰ νὰ λύνει τὰ ἀνόητα προβλήματά μας, ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς στηρίζει, ἀλλὰ τὸν ἐπινοήσαμε γιὰ νὰ τὸν ὑποστηρίζουμε· ἕνα Θεὸ ποὺ οὔτε ὑπάρχει, οὔτε φυσικὰ καὶ ἀξίζει κανεὶς νὰ τὸν πιστεύει.
Μιὰ τέτοια ἀντίληψη μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία ἐκκλησία ποὺ εἶναι δικό μας δημιούργημα καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τὰ ἐλαττώματα τοῦ δωδεκαθέου καὶ τὴν ἀναξιοπιστία τῶν κοινωνικῶν ὀργανώσεων ἢ τῶν διαλογιστικῶν δοξασιῶν. Ἀποτελεῖ μηχανισμὸ ποὺ βολεύει προσωρινά, ἐντάσσει σὲ μία κοινωνικὴ ὁμάδα, κρύβει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καὶ πνίγει τὴν προοπτικὴ τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Μιὰ τέτοια ἐκκλησία οὔτε ἀξίζει, οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν ἐμπιστευθεῖς. Ἀρκεῖσαι μόνο μηχανικὰ νὰ τὴν ὁμολογεῖς.
Ε. Ἡ ἐνοχὴ τῆς σύγχρονης ἐποχῆς
Στὴν ὅλη ὅμως αὐτὴ ἀφύσικη καὶ «μὴ λογική»... λογικὴ φαίνεται πὼς τὴν εὐθύνη δὲν τὴ φέρει στὸ ἀκέραιο ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστά. Κύριος ὑπεύθυνος εἶναι ἡ παντοδυναμία τῆς ἐπικρατούσης ἀπρόσωπης κοινωνικῆς νοοτροπίας καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτα ἀλλόφρων ἐποχή μας. Ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλὰ χαρακτηριστικὰ καὶ σίγουρα τὰ ἐπιτεύγματά της εἶναι ἐντυπωσιακά. Βρῆκε μόνη της ἀπίστευτα ὅρια ποὺ τὰ πλησίασε. Ἔσπασε τοὺς φραγμοὺς τῆς γήινης βαρύτητας. Φτιάχνει ἀνθρώπους μὲ ἰδιώματα ὡς τώρα ἄγνωστα, μὲ τεχνητὰ ἢ ζωικὰ ὄργανα, μὲ κομμάτια ἀπὸ ἄλλους. Παράγει εἴδη ποὺ ὡς τώρα δὲν ὑπῆρχαν. Μεταλλάσσει τὴ φύση, καταργεῖ τοὺς νόμους της. Μπαίνει στὸ σῶμα, ἐπηρεάζει τὴν ψυχή, δημιουργεῖ νοοτροπίες καὶ συνήθειες, προσδιορίζει συμπεριφορές. Φτάνει σὲ ἀποστάσεις ἀσύλληπτες, διεισδύει στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ πιὸ μικροῦ κόσμου μὲ μέσα, ταχύτητες καὶ ἐνέργειες ποὺ ξεπερνοῦν κάθε φαντασία. Τὸ κύριο ὅμως χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι βάλλει κατὰ τοῦ αὐθεντικοῦ, τοῦ ἀκέραιου, τοῦ ἀληθινοῦ.
Ἐπινοεῖ καὶ παράγει πολλὰ «δῆθεν». Τὰ σαλόνια μας κοσμοῦνται συχνὰ ἀπὸ λουλούδια ποὺ μοιάζουν μὲ ἀληθινά, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Τὰ studios τῶν τηλεοράσεων παρουσιάζουν περιβάλλοντα ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Οἱ διαφημιστὲς παραπέμπουν σὲ κόσμους ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα. Οἱ ἄνθρωποι χρωματίζονται, ἐπιτηδεύονται ἀκόμη καὶ χειρουργοῦνται, γιὰ νὰ δείξουν πρόσωπα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινά, φύλα μὴ συμβατά με τὶς ὁρμόνες καὶ τὰ ἀνατομικὰ χαρακτηριστικά τους. Ἡ σπατάλη καὶ ἐντυπωσιακὴ εἰκόνα καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ «φαίνεσθαι» ἔχουν ἔνοχα συντρίψει τὴν οὐσία καὶ τὴν διακριτικὴ παρουσία τοῦ «εἶναι».
Αὐτὰ ὅλα ἔχουν ἐπηρεάσει τὶς ἀντιλήψεις μας ἔχουν διαμορφώσει λάθος τὴ ζωή μας καὶ τὴν πνευματική. Μιλᾶμε πιὸ συχνὰ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὴν αἴγλη τῆς ἐπιστήμης ποὺ συμφωνεῖ δῆθεν μὲ τὴ θρησκεία, γιὰ τὴν ἀξία τῆς δημοκρατίας ποὺ ἐπιτρέπει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργεῖ ἐλευθέρα καὶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα σὰν ν᾿ ἀποτελοῦν αὐτὰ τὶς μεγαλύτερες ἀξίες. Κι ὅμως, τὸ ξέρουμε ὅλοι πὼς ἡ ἐπιστήμη μᾶς ἔκανε ἀλαζονικοὺς ὅσο ποτέ, ἀφοῦ στὴ θέση τοῦ Θεοῦ βάλαμε τὸ εἴδωλο τοῦ αὐτολατρευόμενου ἄνθρωπου, ἡ δημοκρατία ἀντικατέστησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνόητη εὐθύνη τῶν δικῶν μας ἐπιλογῶν, τὰ δὲ ἀνθρώπινα δικαιώματα παραμέρισαν τὸ ἕνα δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ παρεμβαίνει στὴ ζωή μας, νὰ λειτουργεῖ ὡς Θεός.
Ἔτσι καταντήσαμε χριστιανοὶ ποὺ προσπαθοῦν μόνοι τους νὰ κατορθώσουν κάτι καὶ δυσκολεύονται νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸν ἑαυτό τους στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Χριστιανοὶ ποὺ ἀγωνιζόμαστε μόνοι μας νὰ ἀνακαλύψουμε τὰ μυστικά Του καὶ ὄχι ποὺ ὑπομονετικὰ προσδοκοῦμε νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ἡ δόξα Του. Χριστιανοὶ ποὺ ψάχνουμε γιὰ ξεκούραση καὶ γαλήνη καὶ ἀγνοοῦμε τὸ βίωμα τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης. Χριστιανοὶ ποὺ ὅταν προφέρουμε τὴ λέξη «ἀγάπη» ἐννοοῦμε κάποια ἐγωιστικὴ συμπάθεια ἢ μία παθολογικὴ προσκόλληση, διότι ἀρνούμαστε μέσα της νὰ διακρίνουμε τὴν ἀνοχὴ τοῦ ἄλλου ἢ τὴν ὑπομονή, τὸν ἀδελφὸ ἢ τὸ τίμημα τῆς θυσίας, ἀντὶ γιὰ τὸ ξεγέλασμα τῆς ὅποιας φίλαυτης ἀπόλαυσης.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περνᾶ ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Στὰ μοναστήρια μας φτιάχνουμε λειτουργικὰ κεντήματα ποὺ δείχνουν χειροποίητα χωρὶς νὰ εἶναι. Τὰ ἄμφια καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη μας ἔχουν λαμπερὰ πετράδια ποὺ μοιάζουν μὲ πολύτιμους λίθους στὴ γυαλάδα, δὲν ἔχουν ὅμως καμιὰ σχέση μαζί τους στὴν ἀντικειμενικὴ ἀξία. Οἱ εἰκόνες μας θυμίζουν μὲν παλιὲς ἐποχές, ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ χαρτὶ δίχως χρῶμα καὶ κόστος, δίχως κόπο, ἀγάπη, ἐπινοητικότητα καὶ χρόνο. Φωτογραφίζουμε καὶ λεπτομερῶς ἀπεικονίζουμε τὰ τελούμενα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μας καὶ δυσκολευόμαστε νὰ διακρίνουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς μυστηριακὲς τελετές μας. Ὀνομάζουμε προσκυνήματα τὶς ἐκδρομές μας, ἀλλὰ ἡ ψυχή μας ἀδυνατεῖ νὰ «ἐξέλθῃ» ἀπὸ τὴ φυλακή της στὴν ἔρημο τοῦ Θεοῦ «εἰς ἀπάντησιν Αὐτοῦ». Ἐπισκεπτόμαστε τὰ Ἱερά, ἀλλὰ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀποδεικνύεται στὴ ζωή μας. Ἱκανοποιοῦμε τὶς «ἔξω αἰσθήσεις» καὶ δὲν ἐνεργοποιοῦμε τὶς «ἔσω κινήσεις» μας. Εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ἄχρηστη καὶ παράκαιρη θεολογικὴ γνώση, ἀλλὰ πολὺ φτωχοί σε πολύτιμο πνευματικὸ βίωμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ λατρεία μας, ποὺ ἔχει πρωτοφανῆ τελετουργικὴ μεγαλοπρέπεια, μοιάζει περισσότερο μὲ γιορτὴ παρὰ μὲ μυστήριο· θυμίζει πιὸ πολὺ θέαμα παρὰ προσευχή.
Καρπὸς τῆς αὐθεντικότητας τῶν ἁγίων εἶναι ἡ συγγραφὴ βαθύτατων κειμένων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶδαν τὸ φῶς, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Πιστοποιητικὸ τῆς δικῆς μας «δῆθεν» αὐθεντικότητας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν δικῶν τους καταθέσεων ἤ, ἡ συζήτηση αὐτῶν μέσα στὶς ἀνέσεις τῶν σαλονιῶν καὶ τὴν ἀπουσία κάθε διάθεσης γιὰ ἄσκηση, προσωπικὴ νέκρωση ἢ θυσία. Τὰ ἱερὰ καὶ ἅγια κείμενα, ἀντὶ νὰ τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε, ἐμεῖς τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας ἢ γιὰ νὰ μπερδεύουμε ἔνοχα τὸ ὄνειρο μὲ τὴν πραγματικότητά μας.
Οἱ ἅγιοι τροφοδοτοῦσαν τὴ μαρτυρική τους ζωὴ μὲ τὴ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς ξεγελοῦμε τὴν κοσμική μας πνευματικότητα καὶ τὴν αὐτοδικαίωση, μιμούμενοι αὐτοὺς στὴ συχνότητα τῆς θείας μεταλήψεως, ὄχι ὅμως καὶ στὴν αὐθεντικότητα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς πίστεως. Ἡ ἐγκεφαλικὴ γνώση ποὺ ἐκφράζεται μὲ ἐντάσεις καὶ διαχύσεις, ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσει τὴ βιωματικὴ ἀποκάλυψη ποὺ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία καὶ τὸ δάκρυ. Ἀναμασοῦμε τὰ παλιὰ γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὶς ἀπόψεις καὶ γνῶμες μας, καὶ δυσκολευόμαστε στὴ γέννηση νέας γνώσης ποὺ ταπεινώνει τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς ἀδελφούς μας.
Ἔτσι, ἡ σύγχρονη πνευματικότητα συχνὰ ἐμφανίζεται μὲ ἕνα παραπλανητικὸ προσωπεῖο. Στὴν οὐσία δὲν ἀποτελεῖ τίποτα παρὰ πάνω ἀπὸ μία ἐκλογικευμένη θρησκευτικότητα καὶ μιμητικὴ παραδοσιακότητα, ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ μία συναισθηματικὰ νοσηρὴ προσήλωση σὲ τύπους, κανόνες, ἐξωτερικὰ σχήματα, συνήθειες ἢ πρόσωπα, καὶ ἐκδηλώνεται ὡς κακόγουστος συντηρητισμός. Αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ ψευτοαρετὲς ποὺ παραπλανοῦν ἐμᾶς, ἱκανοποιοῦν τὸν διάβολο καὶ πληγώνουν τὸν Θεό· καλλιεργοῦν ἐσωτερικά, πάθη καὶ ἀσυγχώρητες ἀδυναμίες, ὑποθάλπουν τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ὑποκρισία, ὀνομάζονται αὐθεντικὴ πίστη καὶ βίωμα, δὲν ἔχουν ὅμως καμιὰ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἁπλᾶ φτιάχνουν ἕνα χριστιανὸ μιᾶς καθαρὰ ἀπατηλῆς... αὐθεντικότητας, ἀφοῦ μεταβάλλουν τὴν πίστη σὲ πλάνη καὶ ξεγέλασμα, καὶ μεταμορφώνουν τὸ βίωμα σὲ παραζάλη καὶ ψευδαίσθηση.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ συχνὰ παραπονιόμαστε γιὰ εἰς βάρος μας ἀδικίες, γιὰ δυσκολίες, ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις καὶ δυσβάσταχτα βάρη, γιὰ ψυχικὸ κόπο, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς κωφεύει καὶ οἱ ἀδελφοὶ δὲν κατανοοῦν. Αὐτὸ γεννᾶ τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν γίνονται θαύματα, δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι, εἶναι δύσκολη ἡ σωτηρία. Αὐτὸ παράγει ἀμφιβολίες, ψευδαισθήσεις, πεσμένο ἠθικό, δυσκολία γιὰ ἀγώνα. Αὐτὸ ἀλλοιώνει γενικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν φυσικὴ συνέπεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει νοθευμένο φρόνημα καὶ χαμένη τὴν αὐθεντικότητά του. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τῆς ἐποχῆς μας εἶναι τὸ βίωμά μας νὰ ἔχει χάσει σὲ γνησιότητα, νὰ ἔχει φτωχύνει σὲ αὐθεντικότητα, νὰ εἶναι τελικὰ ξένο πρὸς τὴν ἀλήθεια
ΣΤ. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου
Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλᾶ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.
Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μία κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος. Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι Θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνο ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὸ «ἀνθρώπινο» διατηρεῖ τὴ φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος, ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινός τὴ χάρι. Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος. Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, δὲν τὴν περιφρονεῖ, δὲν ντρέπεται γι᾿ αὐτήν, δὲν τὴν ἀδικεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρὸς καὶ μεγάλος ταυτόχρονα. Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένος·» εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ», διότι «ἐν τιμῇ ὢν, οὐ συνῆκεν, παρὰ συνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς».
Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα. Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων. Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια, ἀγάπη· ἔχει τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός. Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴ σωτηρία. Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
Ἐπιπλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ. Σ᾿ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός· σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη. Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις. Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴ δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς. Ὅταν συστέλλεται ὁ ἐαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.
Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρῶτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία. Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία. Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει. Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές. Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται. Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία. Μαζί του ἑνώνεται. Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση. Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκὲς ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Ὅλα κοινωνοῦνται. «Οὐκ ἐστὶν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον». Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα». «Ἐν γῇ ζῆ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται». Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸ τὸ φρόνημα τοῦ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.
«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα».
Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.
Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές. Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής. «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται». Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός, ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του. Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος». Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς ποὺ δὲν ὀρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.
Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατί εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους. Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νιώθεις μαζί του. Διότι τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν» ἀποτελεῖ βίωμά του. Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος. Οὔτε μόνο μὲ κάποιους. Οὔτε μὲ λίγους. Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους. Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.
Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ. Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαίων κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσα δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι». Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.
Ἢ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἂν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητάς Του.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνο ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἄλλα κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικότητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της, τὴ συγκατάβαση τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψι καὶ «ὀθνεῖον ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ Πάθους, τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.
Ὅπως ἡ καθαρότητα καὶ ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου ἀποτελοῦν τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς μετοχῆς της στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἡ παρθενία τοῦ φρονήματος, δηλαδὴ ἡ αὐθεντικότητα καθιστᾶ τὸν χριστιανὸ ἱκανὸ νὰ μετέχει στὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Χριστιανὸς ποὺ δὲν συγκλονίζεται ἀπὸ δογματικὲς ἐμπειρίες, ποὺ δὲν φωτίζεται ἀπὸ μυστικὲς ἀποκαλύψεις, ποὺ δὲν «τιτρώσκεται» ἀπὸ θεϊκὸ πόθο, ποὺ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ ὑπερβατικότητα, ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διαπιστώνει τὰ ἀποτυπώματα τῶν ἐνεργειῶν Του, δὲν ἔχει τὸ σφράγισμα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Γι᾿ αὐτὸν ὁ Θεὸς εἶναι πιθανότητα, ἀφηρημένη ὀντότητα, ἀνωτέρα δύναμις τὸ φιλοσοφικὸ ἄγνωστο, συναισθηματικὸ μοντέλο, τὸ συμπλήρωμα κάποιου ψυχολογικοῦ κενοῦ.
Ζ. Ἐπιλογικά
Τὰ μεγαλύτερα ἁγιογραφικὰ πρότυπα αὐθεντικοῦ βιώματος γιὰ κάθε χριστιανὸ κάθε ἐποχῆς εἶναι οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ παράδεισος τῆς παιδικῆς ψυχῆς καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι στὴν πραγματικότητα αὐθεντικὸς γίνεται αὐτὸς ποὺ ἐπανακτᾶ τὰ γνωρίσματα τῶν πρωτοπλάστων, τὰ ἰδιώματα τῶν μικρῶν παιδιῶν καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. «Ἐὰν μὴ στραφεῖτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ἡ διατύπωση αὐτὴ καὶ μόνο δείχνει ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ σὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις εἶναι ὅρος πνευματικῆς ζωῆς καὶ προϋπόθεση σωτηρίας.
Αὐθεντικὸς εἶναι ὁ γυμνός, αὐτὸς ποὺ μένει ἀκάλυπτος, ἀπροστάτευτος, δίχως ἄμυνες καὶ ἀσπίδες, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση· εἶναι ὁ ἀθῶος, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμπιστεύεται, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά, εἶναι ὁ ἀμόλυντος ἀπὸ τὴν ψιλὴ γνώση, ὁ ἁπλοϊκός, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ὅσο πιὸ πολὺ κατανοεῖς ταπεινὰ τὴν ἀγνωσία σου -τὸ τί δὲν γνωρίζεις καὶ τί ἀδυνατεῖς νὰ μάθεις- τόσο πιὸ κοντὰ βρίσκεσαι στὴν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου καὶ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς γνώσης. Διότι ἡ γνώση εἶναι ταπείνωση καὶ χάρις, ὄχι κατανόηση καὶ ἱκανότητα.
Ἔτσι, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν βλέπει μόνο παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αἰσθάνεται πάντοτε τὸ ἄγγιγμά Του. Πλαστουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι στὸν παράδεισο· ἀναπλάθεται, ἀναμορφώνεται, αἰσθάνεται τὴ δημιουργικὴ χάρι Του. Παράλληλα, δέχεται καὶ τὴ στοργικὴ παρουσία Του, τὸν ἐναγκαλισμό Του, ὅπως τὰ μικρὰ παιδάκια, βιώνει τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης Του. Τέλος, τοῦ προσφέρεται ὁ Θεὸς πρὸς ψηλάφηση, ὅπως στοὺς Ἀποστόλους, Τὸν ἐρευνᾷ καὶ διαρκῶς τοῦ ἐπιβεβαιώνεται. Ἡ ἀνάπλαση ὁδηγεῖ στὴν «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους», στὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὸ θεϊκὸ λόγο ὡς οἰκεία κατάσταση· ὁ ἐναγκαλισμὸς χαρίζει τὸ δῶρο τῆς θεολογίας, ἡ δὲ ψηλάφηση προσφέρει τὴ βεβαίωση τῆς πίστεως καὶ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία.
«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἰωάννης στήθει τοῦ Λόγου ἀνέπεσε, Θωμᾶς δὲ τὴν πλευρὰν προσψηλαφῆσαι κατηξιώθη· ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκεῖθεν φρικτῶς θεολογίας βυθὸν ἀνέλκει τὴν οἰκονομίαν, ὁ δὲ ἠξίωται μυσταγωγῆσαι ἡμᾶς· παρίστησι γὰρ τὰς ἀποδείξεις τρανῶς τῆς ἐγέρσεως αὐτοῦ, ἐκβοῶν ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι».
Αὐθεντικὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Ἴσως τὰ ὅσα ἀκούσθηκαν νὰ δημιούργησαν ἕνα αἴσθημα ὑπερβολῆς. Ἴσως πάλι νὰ ἄφησαν ἕναν ἀπόηχο ἀπογοήτευσης. Εἴμαστε τόσο ξένοι, τόσο μακρινοὶ ἀπὸ αὐτά! Εἴμαστε ὅμως καὶ τόσο κοντινοί, τόσο συγγενεῖς. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει μέσα της. Ἁπλᾶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸ εἶναι μας, νὰ συναντήσουμε τὴν ἀρχή μας ὡς ἀνθρώπων, ὡς προσώπων, ὡς χριστιανῶν, νὰ ξαναγίνουμε ἀκατέργαστοι σὰν τοὺς πρωτοπλάστους, ἀθῶοι σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ αὐθόρμητοι σὰν τοὺς μαθητές. Σκοπὸς ἐξάλλου αὐτῆς τῆς ὁμιλίας δὲν ἦταν νὰ παρουσιάσει μία κατάσταση πρὸς μίμηση -ἕνα αὐθεντικὸ βίωμα- ἀλλὰ νὰ προσφέρει ἕνα κριτήριο πρὸς σύγκριση καὶ ἕναν ὅρο πρὸς ταπείνωση -ἕνα αὐθεντικὸ φρόνημα.
--------------------------------------------------------------------------------
Ὑποσημειώσεις
1. Ρωμ. η´ 21.
2. Ἀποκ. ιθ´ 9.
3. Ματθ. ιβ´ 30.
4. Ματθ. στ´ 24.
5. Μάρκ. η´ 34.
6. Ματθ. ε´ 20.
7. Ματθ. η´ 22.
8. Ματθ. γ´ 17-34.
9. Ἀποκ. γ´ 15.
10. Ματθ. ιθ´ 21, Ἐφεσ. δ´ 13, Ἰακ. α´ 4.
11. Α´ Ἰωάν. α´ 1.
12. Ἰωάν. κα´ 24.
13. οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν. Αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν δὴ οὗτος ἐστὶν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. δ´ 42).
14. κἀγὼ ἐώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτος ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. α´ 34).
15. Ματθ. ιδ´ 28-29.
16. Ἰωάν. στ´ 68.
17. Ματθ. ιστ´ 22-23.
18. Ἰωάν. ιγ´ 5-14.
19. Ἰωάν. ιη´ 10.
20. Λουκ. κβ´ 5.
21. Μαρκ. ιδ´ 72.
22. Ἰωάν. κ´ 3-4.
23. Μεγ. Βασιλείου, Ἠθικά, PG 31.8600-864Β.
24. Μεγ. Βασιλείου, Ἠθικά, PG 31.8680-Η690.
25. Ἰωάν. Χρυσοστόμου. Εἰς τοὺς Ἀδριάντας ΙΖ´, ΕΠΕ 32.534, PG 52.772
Ἡ ἀποψινὴ ὁμιλία πρέπει νὰ ἐκφράσει κάτι ποὺ δύσκολα λέγεται καὶ νὰ δώσει χαρακτηριστικὰ καὶ παραμέτρους γιὰ κάτι ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι λιγότερο περιγραπτὸ καὶ περισσότερο ἔμμεσα ἀντιληπτό, γιὰ κάτι πιὸ πολὺ κεκρυμμένο ποὺ τὸ ὑποψιάζεσαι, παρὰ φανερὸ ποὺ μπορεῖς νὰ τὸ σχολιάσεις. Οἱ στόχοι προσδιορίζονται, τὰ βιώματα ὅμως δύσκολα περιορίζονται σὲ λεκτικὰ πλαίσια. Πολὺ δὲ περισσότερο ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος τῆς πίστεως καὶ τῆς χάριτος, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ μυστήριο ποὺ διαρκῶς μᾶς ἀποκαλύπτεται καὶ λιγότερο ἐκδήλωση, ἔκφραση ἢ τρόπο καὶ συμπεριφορὰ πρὸς τὰ ὁποῖα κανεὶς προσαρμόζεται.
Ἕνα βίωμα, ὅταν εἶναι πνευματικὰ αὐθεντικό, φανερώνει τὴ θεϊκότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὅταν εἶναι μὴ αὐθεντικό, ἐμποδίζει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση πνευματικῆς ζωῆς.
Πῶς λοιπὸν νὰ προσεγγίσουμε τὴν αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος; Πῶς νὰ τὴν προσδιορίσουμε; Πῶς νὰ τὴν ψηλαφίσουμε; Τὸ θέμα σίγουρα δὲν εἶναι διανοητικό. Γι᾿ αὐτό, ἂς μὴν ἐπικεντρώσουμε τὴν προσπάθειά μας στὸ νὰ καταλάβουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ ἀκουσθοῦν, οὔτε πάλι νὰ κρατήσουμε σημειώσεις γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε κάτι· οὔτε ἀκόμη νὰ ὑποτάξουμε τὴν ἀθωότητα τοῦ αὐθορμητισμοῦ μας στὴ διαδικασία ἑνὸς σχολαστικοῦ ἔλεγχου, μήπως κάτι δὲν εἶναι ἀπόλυτα σωστό. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ δὲν θέλει νὰ εἶναι στοχαστικὴ γιὰ νὰ γεννήσει καλὲς σκέψεις ἢ ὀρθὲς κριτικὲς ἀπόψεις· οὔτε πειστικὴ γιὰ νὰ μᾶς βάλει μὲ τὸ ζόρι στὸν μονότονο μονόδρομο μιᾶς ἀνακουφιστικῆς καὶ ἐφησυχαστικῆς συμφωνίας. Ἡ ὁμιλία προτιμᾶ νὰ εἶναι ἁπλή, καρδιακή, γιὰ νὰ προκαλέσει ἐξομολογητικὰ καὶ προσωπικὰ αἰσθήματα στὸν καθένα μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅ,τι θὰ ἀκουσθεῖ δὲν προσφέρεται ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ ὡς γνώση ἢ ἄποψη, ἀλλὰ κατατίθεται ὡς ἀφορμὴ κοινωνίας.
Στὴν πορεία λοιπὸν αὐτῆς τῆς ὁμιλίας, ἂς προσπαθεῖ ὁ καθένας μας νὰ δεῖ ποιὸς πράγματι εἶναι. Ὄχι τί ἀπὸ τὰ λεγόμενα εἶναι σωστὸ καὶ τί λάθος, ἀλλὰ τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὄχι σὲ ποιὰ ἐποχὴ ζοῦμε, ἀλλὰ πῶς ἐμεῖς ζοῦμε, τί θέση ἔχει ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας καὶ πῶς προσδιορίζεται ἡ ἀπόστασή μας ἀπὸ τὴ χάρι Του στὴ δική μας περίπτωση. Ἀλλὰ καὶ πῶς λειτουργοῦν οἱ πόθοι μας, πῶς περιγράφονται οἱ στόχοι μας, πῶς διαγράφεται ἡ κλήση μας ὡς «τέκνων τοῦ Θεοῦ»(1), ὡς «ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ» ὡς πολιτῶν τῆς βασιλείας Του, ὡς «κεκλημένων στὸ δεῖπνο Του» (2).
Ὁ εὐαγγελικὸς λόγος τοῦ Κύριου εἶναι ἀρκετὰ ἀπόλυτος. «Ὁ ΜΗ ΩΝ ΜΕΤ᾿ ΕΜΟΥ ΚΑΤ᾿ ΕΜΟΥ ΕΣΤΙΝ» (3) ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ» (4) καὶ «ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ, ΑΠΑΡΝΗΣΑΣΘΩ ΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ» (5) καὶ «ΕΑΝ ΜΗ ΠΕΡΙΣΣΕΥΣΗ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΥΜΩΝ ΠΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ ΟΥ ΜΗ ΕΙΣΕΛΘΗΤΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ» (6). Ὁ Κύριος ἀρνεῖται τὸ ἀνθρώπινο δικαίωμα σὲ κάποιον μαθητή Του, νὰ παρευρεθεῖ στὴν κηδεία τοῦ πατέρα του (7), προλέγει μαρτύρια καὶ δοκιμασίες σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθήσουν (8), ἐλέγχει τὴ χλιαρότητα (9), ἀπαιτεῖ τὸ «ἓν» ποὺ λείπει, προτείνει τὴν τελειότητα· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» (10).
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτος, ἐμπερικλείει καὶ προσφέρει καθετὶ ποὺ ἔχει πληρότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι στὴν τέλεια μορφή. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ὤν, εἶναι τὸ Πᾶν. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ πληροῖ μὲν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ ἀφήνει τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπερβαίνει τὴν πληρότητά του. Εἶναι κάτι ἀκόμη παραπάνω ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ Θεός, ἀπὸ ὅποιον θέλει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, δὲν ζητεῖ τὸ ὑπερβάλλον σὲ δύναμη καὶ δυσκολία -αὐτὸ τὸ ἀναπληρώνει ἡ χάρις Του-, ἀλλὰ τὴν αὐθεντικότητα στὴ συναίνεση, τὴν ἀλήθεια στὴν προαίρεση, τὴ συνέπεια στὴν ἀπόφαση. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται συμβατός με τὸν Θεό· μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸν βηματισμό Του, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ ἴχνη Του
Β Ὁ ἀληθινὸς χριστιανός
Συχνὰ στὶς εὐαγγελικὲς περικοπές, συναντοῦμε τοὺς Ἀποστόλους νὰ ἐπικαλοῦνται τὴ αὐθεντικότητα τῆς προσωπικῆς τους μαρτυρίας προκειμένου νὰ γίνουν πειστικοὶ· «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (11) καὶ «οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ» (12). Ἀλλὰ καὶ οἱ Σαμαρεῖτες (13) καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος προσφεύγουν στὴν ἀμεσότητα τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας (14). Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος ἀποτελεῖ τὸ πειστικότερο ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. Αὐθεντικὸς εἶναι ὁ Πέτρος ἀκόμη καὶ στὶς πτώσεις του, γιατί εἶναι αὐθόρμητος. Ζητᾶ ἀποδείξεις καὶ ὁ Κύριος τὸν καλεῖ νὰ βαδίσει ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Ὀλιγοπιστεῖ καὶ βυθίζεται (15). Αὐθόρμητα ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ἅγιο στόμα Του ἀναδίδει «ρήματα ζωῆς» (16). Προτρέπει τὸν Κύριο νὰ ἀποφύγει τὸ Πάθος καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἐπιτιμᾶ λέγοντάς του πὼς μέσα του ὁμιλεῖ ὁ σατανᾶς (17). Ἀποποιεῖται μὲ ὑπεροχικὸ αἴσθημα τὴν πλύση τῶν ποδῶν του ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ στὴ συνέχεια ὑποχωρεῖ μὲ ἕναν ἰδιαίτερα ἐκφραστικὸ τρόπο (18). Τολμᾶ βίαια νὰ κόψει τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου (19) καὶ δέχεται τὴν ἐπίπληξη τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θαυματουργικὴ ἀποκατάσταση τοῦ αὐτιοῦ (20). Ἀρνεῖται τὸν Κύριο λίγο πρὸ τοῦ Πάθους καὶ ἀμέσως μετανοεῖ (21). Ἀκούει τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ ἀμφισβητεῖ· γι᾿ αὐτὸ καὶ τρέχει στὸν τάφο νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει μόνος του (22). Πέφτει καὶ σηκώνεται. Ἁμαρτάνει καὶ μετανοεῖ. Δὲν παριστάνει, εἶναι. Εἶναι ἐλεύθερος καὶ ὅταν εἶναι ἀνθρώπινος. Σφάλλει καὶ διορθώνεται, δὲν εἶναι ἀλάθητος. Εἶναι ἀληθινός.
Αὐθεντικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν κάνει λάθη, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὰ ἀντιλαμβάνεται, τὰ ὁμολογεῖ καὶ μετανοεῖ.
Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο αὐθόρμητος στὸν τρόπο του, εἶναι γνήσιος καὶ στὴν πίστη του. Καὶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἰδεολόγημα ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξουμε, οὔτε σκέψη ποὺ πρέπει νὰ κατανοήσουμε, οὔτε ἄποψη ποὺ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε. Ἡ πίστη δὲν εἶναι συναίσθημα, οὔτε ἠθικὸς κανόνας μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε, οὔτε βίωμα ποὺ ψυχολογικὰ ἐπιβάλαμε στὸν ἑαυτό μας, οὔτε πάλι στόχος ποὺ κατακτᾶται μὲ ἀνθρώπινες προσπάθειες. Ἡ πίστη εἶναι χάρις καὶ ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ προσφέρεται, ἀναδύεται καὶ ἀποκαλύπτεται. Εἶναι κάτι ποὺ δίνει ὁ Θεός· κάτι ποὺ φανερώνει τὸν Θεό.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μεγάλος γιατί μπορεῖ νὰ καταφέρει πολλά, ἀλλὰ γιατί μποροῦν νὰ τοῦ συμβοῦν καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθοῦν μεγάλα. Ὅλα ὅμως αὐτὰ προϋποθέτουν τὴ γνησιότητα, τὴν ἀληθινότητα, τὴν αὐθεντικότητα. Χωρὶς αὐτά, ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς παραμένει κλειστὸς στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια, ἐνῶ μιλοῦμε γιὰ αὐθεντικὸ βίωμα, συχνὰ φαίνεται πὼς ἐννοοῦμε κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι. Γι᾿ αὐτὸ ἂς δοῦμε ποιὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ γνήσιος χριστιανός. Στὴν προσπάθειά του ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα «ποταποὺς εἶναι βούλεται ὁ λόγος τοὺς χριστιανούς, » ἀπαντᾶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:
«Ὡς μαθητὰς Χριστοῦ πρὸς μόνα τυπωμένους ἃ βλέπουσιν ἐν αὐτῷ ἢ ἀκούουσι παρ᾿ αὐτοῦ (Ματθ. ια´ 29, Ἰωάν. ιγ´ 13-15), ὡς ναοὺς Θεοῦ ἁγίους, καθαροὺς καὶ μόνων πεπληρωμένους τῶν πρὸς λατρείαν Θεοῦ (Ἰωάν. ιδ´ 23, Α´ Κορ. στ´ 16), ὡς τέκνα Θεοῦ μεμορφωμένους πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ μέτρον τὸ τοῖς ἀνθρώποις κεχαρισμένον (Ἰωάν. η´ 13,33, Γαλ. δ´ 49), ὡς ἅλας ἐν γῇ ὥστε τοὺς κοινωνοῦντας αὐτοῖς ἀνανεοῦσθαι τῷ πνεύματι πρὸς ἀφθαρσίαν (Ματθ. ε´ 13), ὡς λόγον ζωῆς τῇ πρὸς τὰ παρόντα νεκρώσει πιστουμένους τὴν ἐλπίδα τῆς ὄντως ζωῆς» (Φιλιπ. β´ 15-16) (23).
Καὶ συνεχίζει παρακάτω:
«Τί ἴδιον χριστιανοῦ; Τὸ καθὼς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ ἐφάπαξ, οὕτω καὶ αὐτὸν νεκρὸν εἶναι καὶ ἀκίνητον πρὸς πάσαν ἁμαρτίαν …Τὸ περισσεύειν αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην ἐν παντί… Τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς... Τὸ προορᾶσθαι τὸν Κύριον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ παντός... Τὸ ἐφ᾿ ἑκάστης ἡμέρας καὶ ὥρας γρηγορεῖν καὶ ἐν τῇ τελειότητι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν εὐαρεστήσεως ἕτοιμον εἶναι εἰδότα ὅτι ἡ ὥρα οὐ δοκεῖ ὁ Κύριος ἔρχεται» (24).
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, «εἰ χριστιανὸς εἶ, πόλιν οὐκ ἔχεις ἐπὶ τῆς γῆς. Τῆς πόλεως ἡμῶν τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἐστὶν ὁ Θεός. Κἂν ἅπασαν λάβωμεν τὴν οἰκουμένην, ξένοι καὶ παρεπίδημοι πάσης ἐσμέν. Εἰς τὸν οὐρανὸν ἐνεγράφημεν, ἐκεῖ πολιτευόμεθα» (25).
Τὴν ἴδια ἀπολυτότητα συναντᾶ κανεὶς καὶ στοὺς ἀσκητικοὺς πατέρες καὶ φυσικὰ στὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: «Χριστιανὸς ἐστὶ μίμημα Χριστοῦ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ, λόγοις καὶ ἔργοις καὶ ἔννοια εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδαν ὀρθῶς καὶ ἀμέμπτως πιστεύων».
Τὸ χριστιανικὸ βίωμα εἶναι αὐθεντικό, ὅταν ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴν ἄνεση, τὸν ἀγώνα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ νίκη, ὅταν ζοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς πιὸ πραγματικὴ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Ἱστορίας· ὅταν ἡ πίστη μας εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο μας, ὅταν διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια πιὸ πολὺ μέσα στὰ μυστήρια ἀπὸ ὅσο σὲ αὐτὰ ποὺ κατανοοῦμε· ὅταν στὶς δυσκολίες μας εἴμαστε περισσότερο προσευχόμενοι καὶ λιγότερο σκεπτόμενοι· ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι ἡ χάρις εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἀπὸ τὸν ἀγώνα μας· ὅταν ὁ ἀδελφὸς εἶναι πιὸ πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας· ὅταν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τί εἶναι μάταιο καὶ τί γνήσιο, τί εἶναι ψεύτικο καὶ τί ἀληθινό, τί εἶναι τοῦ θελήματός μας καὶ τί τοῦ Θεοῦ, ὅταν ποθοῦμε τὸν θάνατο πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ ζωή.
Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι συμβατός με τὴν παράδοση καὶ τὸ δόγμα, ἀλλὰ καὶ ἔχει κάτι τὸ καινούργιο καὶ πρωτότυπο, κάτι δικό του. Ἡ διαφορετικότητά του ἑνώνει καὶ ὀμορφαίνει. Ἐπιβεβαιώνει τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητος, διότι εἶναι «τὸ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν σύστημα, ὅπερ ὄρος ὠνόμασται ἀροτριωμένον... Ὄρος οὖν ἡ ὑψωθεῖσα ὑπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ψυχή»
Τελικά, ἡ εἰκόνα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει καὶ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ μιμηθεῖ, ἀλλὰ εἶναι κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ γεννήσει. Εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι κεκλημένος. Ἡ αὐθεντικότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ἱερότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ προσώπου.
Γ. Γνωρίσματα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος
Ποιὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος;
Ἀφορμὴ θὰ πάρουμε ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου, ἀπὸ τὴν περικοπὴ τῆς κλήσεως τῶν μαθητῶν. Αὐτὴ ἡ περικοπὴ ἔχει ἕνα ἐνδιαφέρον ἰδιαίτερο. Καὶ τοῦτο διότι ἀποτελεῖ μία εἰκόνα τοῦ πῶς καλεῖ ὁ Χριστὸς τὸν κάθε χριστιανὸ ξεχωριστὰ καὶ τί τελικὰ μᾶς προσφέρει ἡ χάρις καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, τὴν Ἐκκλησία.
Στὴ συγκεκριμένη εὐαγγελικὴ περικοπὴ παρουσιάζονται τρεῖς κλήσεις, τρία προσκλητήρια πρὸς τρεῖς μαθητές. Τὸ ἕνα εἶναι τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου, τὸ δεύτερο τοῦ Φιλίππου καὶ τὸ τρίτο τοῦ Ναθαναήλ.
Κατ᾿ ἀρχάς, καὶ οἱ τρεῖς ἀνταποκρίνονται στὴν κλήση μὲ μιὰ ἔκρηξη πνευματικοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Ὁ Ἀνδρέας ἀναφωνεῖ ὅτι «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ὁ Φίλιππος τρέχει στὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει: «ὃν ἔγραφε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὐρήκαμεν, Ἰησοῦν», ὁ δὲ Ναθαναὴλ ἀπευθύνεται στὸν Κύριο καὶ τοῦ λέγει: «σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Τὸ πρῶτο γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἐκ Θεοῦ κλήσεως καὶ ἡ αὐθόρμητη ἀνταπόκριση σ᾿ αὐτήν, κάτι ποὺ ἑδράζεται στὸ ἄδολον τῆς ψυχῆς. Εὐθέως, ἀμέσως, χωρὶς δεύτερο λόγο, χωρὶς δισταγμό, χωρὶς ὀρθολογιστικὲς σκέψεις, ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν κλήση Του. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «ἴδε ἀγαθὸς Ἱσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστί»· δὲν ὑπάρχει πονηρία, δὲν ὑπάρχει μπέρδεμα, σύγχυση, πολυπλοκότητα, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Ναθαναὴλ εἶναι ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁπλοϊκότητα.
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι προσωπικὴ ἀνακάλυψη ἢ ἐπιλογή, ἀλλὰ φιλότιμη ἀνταπόκριση σὲ θεϊκὸ κάλεσμα. Δὲν εἶναι τρόπος ζωῆς ἀλλὰ κατάσταση χάριτος. Δὲν φανερώνει ἕναν καλὸ ἄνθρωπο μὲ ὀρθὸ κριτήριο καὶ καλὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ τοῦ τελευταίου.
Αὐτὲς οἱ αὐθόρμητες πνευματικὲς ἐκρήξεις, σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόμνημα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, εἶναι ἀποτέλεσμα «ψυχῆς ᾠδωούσης» καὶ «προσδοκώσης» «τὴν παρουσίαν Ἐκείνου». Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ δύο ἑπόμενα γνωρίσματα. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ ἔμπονος πόθος, ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης Του. Καὶ τὀ ἄλλο, ἡ προσδοκία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἐπισκέψεώς του.
Αὐτὴ ἡ ὀδύνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ λαχτάρα καὶ ἀναμονή, ἡ βαθιὰ ἐνδόμυχη προσδοκία, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «τρώσιν», φάγωμα τῆς ψυχῆς, ἡ διαρκῆς ἑτοιμότητα ὅτι ἔρχεται ὁ Κύριος νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ τὴ δική μου ψυχή, νὰ μπεῖ καὶ στὴ δική μου ζωή, ἔρχεται νὰ ἀλλάξει, νὰ μεταστρέψει, νὰ μεταμορφώσει, νὰ ἀνακαινίσει τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τοῦ δικοῦ μου βίου, καὶ τὰ ἰδιώματα καὶ τοῦ δικοῦ μου προσώπου, αὐτὲς οἱ ἐμπειρίες ἀποτελοῦν ἀπόδειξη αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος.
Δὲν εἶναι ἡ ἀλλαγὴ ποὺ προκαλεῖ τὸ γνήσιο χριστιανικὸ βίωμα. Αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει καὶ ἔπαρση καὶ ὑπερηφάνεια. Ἀλλὰ εἶναι ὁ ἐνεργὼν τὴν ἀλλαγή, Αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἐγγύηση τοῦ βιώματος καὶ τὴν ἀπόδειξη τοῦ παράλληλου μεγαλείου του, Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μέσα ἀπὸ αὐτήν.
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν ἀποστόλων δὲν ἦταν μία ἁπλὴ ἔκφραση χαρᾶς καὶ ἔκπληξης ἢ ἁγνῆς διαθέσεως, ἀλλὰ εἶχε τὰ στοιχεῖα μιᾶς μεγαλειώδους ὁμολογίας πίστεως, ὁμολογίας τὴν ὁποία κρατάει ἡ Ἐκκλησία ὡς θησαυρὸ στὰ χέρια Της. Τὸν ὁμολόγησαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς Θεό- ὡς τὸν Μεσσία ὁ Ἀνδρέας, ὡς Αὐτὸν γιὰ «τὸν ὁποῖο ἔγραφαν ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆτες ὁ Φίλιππος, ὡς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὡς τὸν Χριστό, ὁ Ναθαναήλ.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἔκαναν ἀκόμη ἕνα βῆμα: κατέστησαν κοινωνοὺς τῆς δικῆς τους πίστεως καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός τους. Διέδωσαν ἀμέσως τὸ μήνυμα, τὸ κοινοποίησαν. Ὁ Ἀνδρέας «ἤγαγε τὸν Σίμωνα πρὸς τὸν Ἰησοῦν», ὁ Φίλιππος ἀπευθύνεται στὸν Ναθαναήλ: «ἔρχου καὶ ἴδε», ἔλα καὶ σὺ νὰ δεῖς, ἔλα καὶ σὺ νὰ γευθεῖς. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνίας τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ μέσα μας καὶ ἐκφράζεται ὡς ἡ πιὸ λεπτὴ καὶ ἡ πιὸ ὡραία ἐκδήλωση τῆς δικῆς μας ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ βιώματος.
Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα ἐπιπλέον γνώρισμα, τὴ διάθεση τοῦ μαρτυρίου. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπόστολοι μαρτύρησαν. Ἐπισφράγισαν τὴν κλήση τους μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματός τους. Εἶχαν τέτοια πηγαιότητα πού, ἐνῶ ἦταν πολὺ εὔκολη ἡ ἀρχὴ -«εὐθέως» δέχθηκαν τὸ μήνυμα καὶ τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου- ἦταν ἐξίσου εὔκολο καὶ τὸ τέλος - πρόθυμα ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γι᾿ Αὐτόν. Τοῦ ἔδωσαν τὴ ζωή τους καὶ ὅσο εὔκολα Τὸν ἀκολούθησαν στὴν ἐπίγεια πορεία Του, τόσο πρόθυμα Τὸν ἀκολουθοῦν αἰωνίως ἑνωμένοι μαζί Του καὶ στὴ Βασιλεία Του.
Ἢ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος δὲν ταυτίζεται μὲ πομπώδη ἔκφραση, πληθωρικὸ ἐντυπωσιασμό, αἰφνιδιασμὸ καὶ ἔκπληξη ἢ κοσμικὸ θαυμασμό. Τὸ χριστιανικὸ βίωμα εἶναι μυστικό, εἶναι βαθὺ καὶ ἐσωτερικό. Τὸ βίωμα τῆς Χαναναίας, ἡ ὁποία δέχθηκε ὁ Κύριος νὰ τὴ συγκρίνει μὲ τὰ σκυλάκια, τοῦ Ζακχαίου ποὺ ὁμολόγησε δημόσια τὶς ἀδικίες του, τῆς αἱμορροούσης ποὺ κρυφὰ ἀπέσπασε δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποτελοῦν ὑποδείγματα αὐθεντικότητας. Κανεὶς δὲν πρόσεξε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε οἱ μαθητές. Ὁ Κύριος ὅμως ἀκούει τὶς κραυγὲς τῆς Χαναναίας, βλέπει καὶ καλεῖ ὁ ἴδιος τὸν Ζακχαῖο, αἰσθάνεται τὸ ἄγγιγμα τῆς αἱμορροούσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ξεχώρισε τὴ Χαναναία παρακάμπτοντας τοὺς ἀποστόλους, τὸν Ζακχαῖο διακρίνοντάς τον μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν αἱμορροοῦσα αἰσθανόμενος τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀγγίγματός της. Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα πείθει καὶ ἐπιβάλλεται καὶ στὶς δυσκολότερες καὶ πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες. Ἐπισύρει ἐπάνω του τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο κι ὅταν αὐτὸς σκεπάζεται ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν ἀδιαφορία τοῦ κόσμου, τὴ δική του ἀσημαντότητα.
Ὁ γνήσιος χριστιανὸς εἶναι ἀσφαλής, δὲν φοβᾶται τίποτε, ἐμπιστεύεται εὔκολα, συμπαθεῖ, κατανοεῖ, ἀναδίδει σιγουριὰ καὶ αἴσθηση καθαρότητας.
Δ. Χαρακτηριστικά του νοθευμένου βιώματος
Ἀντίθετα, τὸ νοθευμένο βίωμα φτιάχνει χριστιανοὺς ποὺ ἀντὶ νὰ σωζόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία, αἰσθανόμαστε πὼς πρέπει ἐμεῖς νὰ σώσουμε τὴν ἀλήθεια. Ἀντὶ νὰ διακρίνουμε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς ἀντικρίζουμε ἀντιπάλους ποὺ πρέπει νὰ συντρίψουμε ἢ ἡμετέρους ποὺ πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν τὶς ἀπόψεις μας. Ἀντὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς τὴν καταθέτουμε μὲ ἀσυγχώρητη ἀφέλεια στὸ ἀμφίβολο νυστέρι τῶν ψυχοθεραπευτικῶν μεθόδων ἢ τῶν ἐπιστημονικῶν ἐκτιμήσεων ἢ τῶν ὀρθολογιστικῶν προβλέψεων. Ἀντὶ νὰ τρέφουμε τὴν πίστη μας μὲ τὴν ταπείνωση τῆς καρδιᾶς, ἐμεῖς τὴν τροφοδοτοῦμε μὲ τὶς ἀπαντήσεις τῆς γνώσης καὶ τοῦ λογικοῦ.
Ἀντὶ στὶς σύγχρονες βιοηθικὲς προκλήσεις, ποὺ ἀκουμποῦν τὴ ζωή μας καὶ παρεμβαίνουν στὴν καθημερινότητά μας, νὰ διακρίνουμε μία ἀγάπη ποὺ ἐλευθερώνει ἢ ἕνα οὐσιαστικὸ φρόνημα ποὺ μεταφέρει σὲ σφαῖρες ἄλλης λογικῆς, ἐμεῖς δουλικὰ ἐπιμένουμε σὲ νομικὲς σχολαστικότητες ποὺ πνίγουν τὴ χάρι ἢ σὲ ἐκκοσμικευμένους συμβιβασμοὺς ποὺ ἐντελῶς τὴν ἀπομακρύνουν. Ἀντὶ νὰ λειτουργοῦμε ὡς ἀφανῆ κύτταρα τοῦ πνευματικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς βλέπουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς σωματεῖο μὲ μέλη, καταστατικό, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη περισσότερο τῆς δικῆς μας βοήθειας παρὰ τῶν ἄλλων.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικά, ἀντὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν σὲ μόνιμο τάφο ποὺ κυοφορεῖ τὴν ἀνάστασή μας, μὲ βαθιὰ ταπείνωση, διάθεση θυσίας, ὑποχωρητικότητα, τιμὴ καὶ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων, ἀνεκτικότητα, πίστη στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο, συμπεριφερόμαστε ὡς προσωρινοί με ἐπίγεια προοπτική, διεκδικήσεις καὶ δικαιώματα, ἀνεξέλεγκτες εὐαισθησίες, κρυπτοεγωισμούς, ψευτοϋποκρισίες καὶ μικροϊδιοτέλειες, ἀνόητες συγκρίσεις καὶ ἀπερίσκεπτες συγκρούσεις, ἀνασφάλειες, ὑπεροχικὰ αἰσθήματα, ἀνερμήνευτους συμβιβασμούς, ψυχολογικὲς μιζέριες καὶ ἀδικαιολόγητη ἐγκοσμιότητα.
Τὸ ψέμα στὸν ἑαυτό μας, οἱ μὴ πειστικὲς δικαιολογίες, ἡ δυσκολία νὰ δεχθοῦμε κάποια κριτικὴ καὶ ἡ παράλληλη προθυμία καὶ εὐκολία νὰ κρίνουμε ἐντελῶς ἐπιπόλαια καὶ συνήθως σκληρὰ καὶ ἄκαρδα τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, ὑποδηλώνουν μία ἔνοχη μυωπικότητα ποὺ πανηγυρικὰ πιστοποιεῖ τὴν ἀνεπίτρεπτη ἀνελευθερία μας.
Μιὰ τέτοια νοοτροπία μᾶς κάνει νὰ ἐπινοοῦμε ἕνα Θεὸ ποὺ μόνος του ἀμφισβητεῖται· ἕνα Θεὸ ποὺ διαρκῶς αὐτοαναιρεῖται ἕνα Θεὸ ποὺ μοιάζει περισσότερο μὲ ψυχολογικὸ ἐπινόημα ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ νοσηρότητα καὶ ἀνεπάρκεια, ἢ ἰδεολογικὸ καταφύγιο ποὺ τὸ διακρίνει ἡ προσωρινότητα καὶ ὁ πνευματικὸς καιροσκοπισμός· ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν εἶναι πατέρας γιὰ νὰ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ὑπηρέτης γιὰ νὰ λύνει τὰ ἀνόητα προβλήματά μας, ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς στηρίζει, ἀλλὰ τὸν ἐπινοήσαμε γιὰ νὰ τὸν ὑποστηρίζουμε· ἕνα Θεὸ ποὺ οὔτε ὑπάρχει, οὔτε φυσικὰ καὶ ἀξίζει κανεὶς νὰ τὸν πιστεύει.
Μιὰ τέτοια ἀντίληψη μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία ἐκκλησία ποὺ εἶναι δικό μας δημιούργημα καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τὰ ἐλαττώματα τοῦ δωδεκαθέου καὶ τὴν ἀναξιοπιστία τῶν κοινωνικῶν ὀργανώσεων ἢ τῶν διαλογιστικῶν δοξασιῶν. Ἀποτελεῖ μηχανισμὸ ποὺ βολεύει προσωρινά, ἐντάσσει σὲ μία κοινωνικὴ ὁμάδα, κρύβει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καὶ πνίγει τὴν προοπτικὴ τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Μιὰ τέτοια ἐκκλησία οὔτε ἀξίζει, οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν ἐμπιστευθεῖς. Ἀρκεῖσαι μόνο μηχανικὰ νὰ τὴν ὁμολογεῖς.
Ε. Ἡ ἐνοχὴ τῆς σύγχρονης ἐποχῆς
Στὴν ὅλη ὅμως αὐτὴ ἀφύσικη καὶ «μὴ λογική»... λογικὴ φαίνεται πὼς τὴν εὐθύνη δὲν τὴ φέρει στὸ ἀκέραιο ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστά. Κύριος ὑπεύθυνος εἶναι ἡ παντοδυναμία τῆς ἐπικρατούσης ἀπρόσωπης κοινωνικῆς νοοτροπίας καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτα ἀλλόφρων ἐποχή μας. Ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλὰ χαρακτηριστικὰ καὶ σίγουρα τὰ ἐπιτεύγματά της εἶναι ἐντυπωσιακά. Βρῆκε μόνη της ἀπίστευτα ὅρια ποὺ τὰ πλησίασε. Ἔσπασε τοὺς φραγμοὺς τῆς γήινης βαρύτητας. Φτιάχνει ἀνθρώπους μὲ ἰδιώματα ὡς τώρα ἄγνωστα, μὲ τεχνητὰ ἢ ζωικὰ ὄργανα, μὲ κομμάτια ἀπὸ ἄλλους. Παράγει εἴδη ποὺ ὡς τώρα δὲν ὑπῆρχαν. Μεταλλάσσει τὴ φύση, καταργεῖ τοὺς νόμους της. Μπαίνει στὸ σῶμα, ἐπηρεάζει τὴν ψυχή, δημιουργεῖ νοοτροπίες καὶ συνήθειες, προσδιορίζει συμπεριφορές. Φτάνει σὲ ἀποστάσεις ἀσύλληπτες, διεισδύει στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ πιὸ μικροῦ κόσμου μὲ μέσα, ταχύτητες καὶ ἐνέργειες ποὺ ξεπερνοῦν κάθε φαντασία. Τὸ κύριο ὅμως χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι βάλλει κατὰ τοῦ αὐθεντικοῦ, τοῦ ἀκέραιου, τοῦ ἀληθινοῦ.
Ἐπινοεῖ καὶ παράγει πολλὰ «δῆθεν». Τὰ σαλόνια μας κοσμοῦνται συχνὰ ἀπὸ λουλούδια ποὺ μοιάζουν μὲ ἀληθινά, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Τὰ studios τῶν τηλεοράσεων παρουσιάζουν περιβάλλοντα ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Οἱ διαφημιστὲς παραπέμπουν σὲ κόσμους ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα. Οἱ ἄνθρωποι χρωματίζονται, ἐπιτηδεύονται ἀκόμη καὶ χειρουργοῦνται, γιὰ νὰ δείξουν πρόσωπα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινά, φύλα μὴ συμβατά με τὶς ὁρμόνες καὶ τὰ ἀνατομικὰ χαρακτηριστικά τους. Ἡ σπατάλη καὶ ἐντυπωσιακὴ εἰκόνα καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ «φαίνεσθαι» ἔχουν ἔνοχα συντρίψει τὴν οὐσία καὶ τὴν διακριτικὴ παρουσία τοῦ «εἶναι».
Αὐτὰ ὅλα ἔχουν ἐπηρεάσει τὶς ἀντιλήψεις μας ἔχουν διαμορφώσει λάθος τὴ ζωή μας καὶ τὴν πνευματική. Μιλᾶμε πιὸ συχνὰ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὴν αἴγλη τῆς ἐπιστήμης ποὺ συμφωνεῖ δῆθεν μὲ τὴ θρησκεία, γιὰ τὴν ἀξία τῆς δημοκρατίας ποὺ ἐπιτρέπει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργεῖ ἐλευθέρα καὶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα σὰν ν᾿ ἀποτελοῦν αὐτὰ τὶς μεγαλύτερες ἀξίες. Κι ὅμως, τὸ ξέρουμε ὅλοι πὼς ἡ ἐπιστήμη μᾶς ἔκανε ἀλαζονικοὺς ὅσο ποτέ, ἀφοῦ στὴ θέση τοῦ Θεοῦ βάλαμε τὸ εἴδωλο τοῦ αὐτολατρευόμενου ἄνθρωπου, ἡ δημοκρατία ἀντικατέστησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνόητη εὐθύνη τῶν δικῶν μας ἐπιλογῶν, τὰ δὲ ἀνθρώπινα δικαιώματα παραμέρισαν τὸ ἕνα δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ παρεμβαίνει στὴ ζωή μας, νὰ λειτουργεῖ ὡς Θεός.
Ἔτσι καταντήσαμε χριστιανοὶ ποὺ προσπαθοῦν μόνοι τους νὰ κατορθώσουν κάτι καὶ δυσκολεύονται νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸν ἑαυτό τους στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Χριστιανοὶ ποὺ ἀγωνιζόμαστε μόνοι μας νὰ ἀνακαλύψουμε τὰ μυστικά Του καὶ ὄχι ποὺ ὑπομονετικὰ προσδοκοῦμε νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ἡ δόξα Του. Χριστιανοὶ ποὺ ψάχνουμε γιὰ ξεκούραση καὶ γαλήνη καὶ ἀγνοοῦμε τὸ βίωμα τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης. Χριστιανοὶ ποὺ ὅταν προφέρουμε τὴ λέξη «ἀγάπη» ἐννοοῦμε κάποια ἐγωιστικὴ συμπάθεια ἢ μία παθολογικὴ προσκόλληση, διότι ἀρνούμαστε μέσα της νὰ διακρίνουμε τὴν ἀνοχὴ τοῦ ἄλλου ἢ τὴν ὑπομονή, τὸν ἀδελφὸ ἢ τὸ τίμημα τῆς θυσίας, ἀντὶ γιὰ τὸ ξεγέλασμα τῆς ὅποιας φίλαυτης ἀπόλαυσης.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περνᾶ ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Στὰ μοναστήρια μας φτιάχνουμε λειτουργικὰ κεντήματα ποὺ δείχνουν χειροποίητα χωρὶς νὰ εἶναι. Τὰ ἄμφια καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη μας ἔχουν λαμπερὰ πετράδια ποὺ μοιάζουν μὲ πολύτιμους λίθους στὴ γυαλάδα, δὲν ἔχουν ὅμως καμιὰ σχέση μαζί τους στὴν ἀντικειμενικὴ ἀξία. Οἱ εἰκόνες μας θυμίζουν μὲν παλιὲς ἐποχές, ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ χαρτὶ δίχως χρῶμα καὶ κόστος, δίχως κόπο, ἀγάπη, ἐπινοητικότητα καὶ χρόνο. Φωτογραφίζουμε καὶ λεπτομερῶς ἀπεικονίζουμε τὰ τελούμενα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μας καὶ δυσκολευόμαστε νὰ διακρίνουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς μυστηριακὲς τελετές μας. Ὀνομάζουμε προσκυνήματα τὶς ἐκδρομές μας, ἀλλὰ ἡ ψυχή μας ἀδυνατεῖ νὰ «ἐξέλθῃ» ἀπὸ τὴ φυλακή της στὴν ἔρημο τοῦ Θεοῦ «εἰς ἀπάντησιν Αὐτοῦ». Ἐπισκεπτόμαστε τὰ Ἱερά, ἀλλὰ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀποδεικνύεται στὴ ζωή μας. Ἱκανοποιοῦμε τὶς «ἔξω αἰσθήσεις» καὶ δὲν ἐνεργοποιοῦμε τὶς «ἔσω κινήσεις» μας. Εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ἄχρηστη καὶ παράκαιρη θεολογικὴ γνώση, ἀλλὰ πολὺ φτωχοί σε πολύτιμο πνευματικὸ βίωμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ λατρεία μας, ποὺ ἔχει πρωτοφανῆ τελετουργικὴ μεγαλοπρέπεια, μοιάζει περισσότερο μὲ γιορτὴ παρὰ μὲ μυστήριο· θυμίζει πιὸ πολὺ θέαμα παρὰ προσευχή.
Καρπὸς τῆς αὐθεντικότητας τῶν ἁγίων εἶναι ἡ συγγραφὴ βαθύτατων κειμένων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶδαν τὸ φῶς, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Πιστοποιητικὸ τῆς δικῆς μας «δῆθεν» αὐθεντικότητας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν δικῶν τους καταθέσεων ἤ, ἡ συζήτηση αὐτῶν μέσα στὶς ἀνέσεις τῶν σαλονιῶν καὶ τὴν ἀπουσία κάθε διάθεσης γιὰ ἄσκηση, προσωπικὴ νέκρωση ἢ θυσία. Τὰ ἱερὰ καὶ ἅγια κείμενα, ἀντὶ νὰ τὰ διαβάζουμε γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε, ἐμεῖς τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας ἢ γιὰ νὰ μπερδεύουμε ἔνοχα τὸ ὄνειρο μὲ τὴν πραγματικότητά μας.
Οἱ ἅγιοι τροφοδοτοῦσαν τὴ μαρτυρική τους ζωὴ μὲ τὴ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς ξεγελοῦμε τὴν κοσμική μας πνευματικότητα καὶ τὴν αὐτοδικαίωση, μιμούμενοι αὐτοὺς στὴ συχνότητα τῆς θείας μεταλήψεως, ὄχι ὅμως καὶ στὴν αὐθεντικότητα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς πίστεως. Ἡ ἐγκεφαλικὴ γνώση ποὺ ἐκφράζεται μὲ ἐντάσεις καὶ διαχύσεις, ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσει τὴ βιωματικὴ ἀποκάλυψη ποὺ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία καὶ τὸ δάκρυ. Ἀναμασοῦμε τὰ παλιὰ γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὶς ἀπόψεις καὶ γνῶμες μας, καὶ δυσκολευόμαστε στὴ γέννηση νέας γνώσης ποὺ ταπεινώνει τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς ἀδελφούς μας.
Ἔτσι, ἡ σύγχρονη πνευματικότητα συχνὰ ἐμφανίζεται μὲ ἕνα παραπλανητικὸ προσωπεῖο. Στὴν οὐσία δὲν ἀποτελεῖ τίποτα παρὰ πάνω ἀπὸ μία ἐκλογικευμένη θρησκευτικότητα καὶ μιμητικὴ παραδοσιακότητα, ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ μία συναισθηματικὰ νοσηρὴ προσήλωση σὲ τύπους, κανόνες, ἐξωτερικὰ σχήματα, συνήθειες ἢ πρόσωπα, καὶ ἐκδηλώνεται ὡς κακόγουστος συντηρητισμός. Αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ ψευτοαρετὲς ποὺ παραπλανοῦν ἐμᾶς, ἱκανοποιοῦν τὸν διάβολο καὶ πληγώνουν τὸν Θεό· καλλιεργοῦν ἐσωτερικά, πάθη καὶ ἀσυγχώρητες ἀδυναμίες, ὑποθάλπουν τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ὑποκρισία, ὀνομάζονται αὐθεντικὴ πίστη καὶ βίωμα, δὲν ἔχουν ὅμως καμιὰ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἁπλᾶ φτιάχνουν ἕνα χριστιανὸ μιᾶς καθαρὰ ἀπατηλῆς... αὐθεντικότητας, ἀφοῦ μεταβάλλουν τὴν πίστη σὲ πλάνη καὶ ξεγέλασμα, καὶ μεταμορφώνουν τὸ βίωμα σὲ παραζάλη καὶ ψευδαίσθηση.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ συχνὰ παραπονιόμαστε γιὰ εἰς βάρος μας ἀδικίες, γιὰ δυσκολίες, ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις καὶ δυσβάσταχτα βάρη, γιὰ ψυχικὸ κόπο, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς κωφεύει καὶ οἱ ἀδελφοὶ δὲν κατανοοῦν. Αὐτὸ γεννᾶ τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν γίνονται θαύματα, δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι, εἶναι δύσκολη ἡ σωτηρία. Αὐτὸ παράγει ἀμφιβολίες, ψευδαισθήσεις, πεσμένο ἠθικό, δυσκολία γιὰ ἀγώνα. Αὐτὸ ἀλλοιώνει γενικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν φυσικὴ συνέπεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει νοθευμένο φρόνημα καὶ χαμένη τὴν αὐθεντικότητά του. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τῆς ἐποχῆς μας εἶναι τὸ βίωμά μας νὰ ἔχει χάσει σὲ γνησιότητα, νὰ ἔχει φτωχύνει σὲ αὐθεντικότητα, νὰ εἶναι τελικὰ ξένο πρὸς τὴν ἀλήθεια
ΣΤ. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου
Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλᾶ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.
Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μία κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος. Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι Θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνο ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὸ «ἀνθρώπινο» διατηρεῖ τὴ φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος, ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινός τὴ χάρι. Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος. Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, δὲν τὴν περιφρονεῖ, δὲν ντρέπεται γι᾿ αὐτήν, δὲν τὴν ἀδικεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρὸς καὶ μεγάλος ταυτόχρονα. Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένος·» εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ», διότι «ἐν τιμῇ ὢν, οὐ συνῆκεν, παρὰ συνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς».
Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα. Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων. Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια, ἀγάπη· ἔχει τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός. Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴ σωτηρία. Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
Ἐπιπλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ. Σ᾿ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός· σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη. Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις. Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴ δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς. Ὅταν συστέλλεται ὁ ἐαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.
Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρῶτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία. Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία. Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει. Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές. Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται. Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία. Μαζί του ἑνώνεται. Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση. Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκὲς ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Ὅλα κοινωνοῦνται. «Οὐκ ἐστὶν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον». Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα». «Ἐν γῇ ζῆ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται». Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸ τὸ φρόνημα τοῦ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.
«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα».
Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.
Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές. Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής. «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται». Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός, ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του. Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος». Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς ποὺ δὲν ὀρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.
Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατί εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους. Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νιώθεις μαζί του. Διότι τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν» ἀποτελεῖ βίωμά του. Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος. Οὔτε μόνο μὲ κάποιους. Οὔτε μὲ λίγους. Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους. Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.
Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ. Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαίων κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσα δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι». Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.
Ἢ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἂν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητάς Του.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνο ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἄλλα κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικότητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της, τὴ συγκατάβαση τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψι καὶ «ὀθνεῖον ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ Πάθους, τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.
Ὅπως ἡ καθαρότητα καὶ ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου ἀποτελοῦν τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς μετοχῆς της στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἡ παρθενία τοῦ φρονήματος, δηλαδὴ ἡ αὐθεντικότητα καθιστᾶ τὸν χριστιανὸ ἱκανὸ νὰ μετέχει στὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Χριστιανὸς ποὺ δὲν συγκλονίζεται ἀπὸ δογματικὲς ἐμπειρίες, ποὺ δὲν φωτίζεται ἀπὸ μυστικὲς ἀποκαλύψεις, ποὺ δὲν «τιτρώσκεται» ἀπὸ θεϊκὸ πόθο, ποὺ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ ὑπερβατικότητα, ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διαπιστώνει τὰ ἀποτυπώματα τῶν ἐνεργειῶν Του, δὲν ἔχει τὸ σφράγισμα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Γι᾿ αὐτὸν ὁ Θεὸς εἶναι πιθανότητα, ἀφηρημένη ὀντότητα, ἀνωτέρα δύναμις τὸ φιλοσοφικὸ ἄγνωστο, συναισθηματικὸ μοντέλο, τὸ συμπλήρωμα κάποιου ψυχολογικοῦ κενοῦ.
Ζ. Ἐπιλογικά
Τὰ μεγαλύτερα ἁγιογραφικὰ πρότυπα αὐθεντικοῦ βιώματος γιὰ κάθε χριστιανὸ κάθε ἐποχῆς εἶναι οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ παράδεισος τῆς παιδικῆς ψυχῆς καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι στὴν πραγματικότητα αὐθεντικὸς γίνεται αὐτὸς ποὺ ἐπανακτᾶ τὰ γνωρίσματα τῶν πρωτοπλάστων, τὰ ἰδιώματα τῶν μικρῶν παιδιῶν καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. «Ἐὰν μὴ στραφεῖτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ἡ διατύπωση αὐτὴ καὶ μόνο δείχνει ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ σὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις εἶναι ὅρος πνευματικῆς ζωῆς καὶ προϋπόθεση σωτηρίας.
Αὐθεντικὸς εἶναι ὁ γυμνός, αὐτὸς ποὺ μένει ἀκάλυπτος, ἀπροστάτευτος, δίχως ἄμυνες καὶ ἀσπίδες, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση· εἶναι ὁ ἀθῶος, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμπιστεύεται, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά, εἶναι ὁ ἀμόλυντος ἀπὸ τὴν ψιλὴ γνώση, ὁ ἁπλοϊκός, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ὅσο πιὸ πολὺ κατανοεῖς ταπεινὰ τὴν ἀγνωσία σου -τὸ τί δὲν γνωρίζεις καὶ τί ἀδυνατεῖς νὰ μάθεις- τόσο πιὸ κοντὰ βρίσκεσαι στὴν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου καὶ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς γνώσης. Διότι ἡ γνώση εἶναι ταπείνωση καὶ χάρις, ὄχι κατανόηση καὶ ἱκανότητα.
Ἔτσι, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν βλέπει μόνο παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αἰσθάνεται πάντοτε τὸ ἄγγιγμά Του. Πλαστουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι στὸν παράδεισο· ἀναπλάθεται, ἀναμορφώνεται, αἰσθάνεται τὴ δημιουργικὴ χάρι Του. Παράλληλα, δέχεται καὶ τὴ στοργικὴ παρουσία Του, τὸν ἐναγκαλισμό Του, ὅπως τὰ μικρὰ παιδάκια, βιώνει τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης Του. Τέλος, τοῦ προσφέρεται ὁ Θεὸς πρὸς ψηλάφηση, ὅπως στοὺς Ἀποστόλους, Τὸν ἐρευνᾷ καὶ διαρκῶς τοῦ ἐπιβεβαιώνεται. Ἡ ἀνάπλαση ὁδηγεῖ στὴν «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους», στὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὸ θεϊκὸ λόγο ὡς οἰκεία κατάσταση· ὁ ἐναγκαλισμὸς χαρίζει τὸ δῶρο τῆς θεολογίας, ἡ δὲ ψηλάφηση προσφέρει τὴ βεβαίωση τῆς πίστεως καὶ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία.
«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἰωάννης στήθει τοῦ Λόγου ἀνέπεσε, Θωμᾶς δὲ τὴν πλευρὰν προσψηλαφῆσαι κατηξιώθη· ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκεῖθεν φρικτῶς θεολογίας βυθὸν ἀνέλκει τὴν οἰκονομίαν, ὁ δὲ ἠξίωται μυσταγωγῆσαι ἡμᾶς· παρίστησι γὰρ τὰς ἀποδείξεις τρανῶς τῆς ἐγέρσεως αὐτοῦ, ἐκβοῶν ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι».
Αὐθεντικὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Ἴσως τὰ ὅσα ἀκούσθηκαν νὰ δημιούργησαν ἕνα αἴσθημα ὑπερβολῆς. Ἴσως πάλι νὰ ἄφησαν ἕναν ἀπόηχο ἀπογοήτευσης. Εἴμαστε τόσο ξένοι, τόσο μακρινοὶ ἀπὸ αὐτά! Εἴμαστε ὅμως καὶ τόσο κοντινοί, τόσο συγγενεῖς. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει μέσα της. Ἁπλᾶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸ εἶναι μας, νὰ συναντήσουμε τὴν ἀρχή μας ὡς ἀνθρώπων, ὡς προσώπων, ὡς χριστιανῶν, νὰ ξαναγίνουμε ἀκατέργαστοι σὰν τοὺς πρωτοπλάστους, ἀθῶοι σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ αὐθόρμητοι σὰν τοὺς μαθητές. Σκοπὸς ἐξάλλου αὐτῆς τῆς ὁμιλίας δὲν ἦταν νὰ παρουσιάσει μία κατάσταση πρὸς μίμηση -ἕνα αὐθεντικὸ βίωμα- ἀλλὰ νὰ προσφέρει ἕνα κριτήριο πρὸς σύγκριση καὶ ἕναν ὅρο πρὸς ταπείνωση -ἕνα αὐθεντικὸ φρόνημα.
--------------------------------------------------------------------------------
Ὑποσημειώσεις
1. Ρωμ. η´ 21.
2. Ἀποκ. ιθ´ 9.
3. Ματθ. ιβ´ 30.
4. Ματθ. στ´ 24.
5. Μάρκ. η´ 34.
6. Ματθ. ε´ 20.
7. Ματθ. η´ 22.
8. Ματθ. γ´ 17-34.
9. Ἀποκ. γ´ 15.
10. Ματθ. ιθ´ 21, Ἐφεσ. δ´ 13, Ἰακ. α´ 4.
11. Α´ Ἰωάν. α´ 1.
12. Ἰωάν. κα´ 24.
13. οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν. Αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν δὴ οὗτος ἐστὶν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. δ´ 42).
14. κἀγὼ ἐώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτος ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. α´ 34).
15. Ματθ. ιδ´ 28-29.
16. Ἰωάν. στ´ 68.
17. Ματθ. ιστ´ 22-23.
18. Ἰωάν. ιγ´ 5-14.
19. Ἰωάν. ιη´ 10.
20. Λουκ. κβ´ 5.
21. Μαρκ. ιδ´ 72.
22. Ἰωάν. κ´ 3-4.
23. Μεγ. Βασιλείου, Ἠθικά, PG 31.8600-864Β.
24. Μεγ. Βασιλείου, Ἠθικά, PG 31.8680-Η690.
25. Ἰωάν. Χρυσοστόμου. Εἰς τοὺς Ἀδριάντας ΙΖ´, ΕΠΕ 32.534, PG 52.772